Ψυχάρης Γιάννης: Διαδρομές Της Γλώσσας

Βιογραφικό

     Ο Γιάννης Ψυχάρης ήταν Έλληνας φιλόλογος, γλωσσολόγος και λογοτέχνης, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Παρίσι, γνωστός για το ρόλο του στο κίνημα του δημοτικισμού και τον αγώνα του για τη καθιέρωση της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Σημαντικό έργο του το πεζογράφημα Το ταξίδι μου, γραμμένο με ιδιαίτερη προσοχή με τους μέχρι τότε αδημοσίευτους κανόνες της δημοτικής γλώσσας, που έλαβε ευρύτατη δημοσιότητα, αλλά κι αρνητική κριτική από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.
     Γεννήθηκε 15 Μάη 1854 στην Οδησσό της Ρωσίας (σημ. Ουκρανία). Γιος του Νικολάου Ψυχάρη εκ Χίου. Ο πατέρας του ήτανε γιος του Μισέ Γιάννη του Χιώτη. Ο Μισέ Γιάννης βρέθηκε στη Πόλη, φτωχό παιδί στα γιοφύρια του Γαλατά, ύστερα από τη σφαγή της Χιος. Κι όμως αποκαταστάθηκε πλούσιος έμπορος τσοχατζής, γνωρίστηκε με Τούρκους πασάδες και με δυο Σουλτάνους, απόχτησε δύναμη κι επιρροή μεγάλη κι έφτασε να διοριστεί μπέης της Χιος. Η μορφή του παππού του στάθηκε πάντα ζωντανή κι επιβλητική στη ψυχή του Γιάννη Ψυχάρη. Η μητέρα του, από την οικογένεια Μπιάζη-Μάβρο, αποκαταστημένη στην Οντέσσα. Ο μπαμπάς του κι οι θειοι του εμποροτραπεζίτες στη Πόλη και στην Οντέσσα. Υπηρετήσανε κιόλας ένας δυο απ’ αυτούς πρόξενοι της Τουρκιάς σ’ ευρωπαϊκές πολιτείες. Η γενιά του λοιπόν ήταν αρχοντική, εμποροφαναριώτικη, μ’ επιγαμίες και συγγένειες στη Ρουσία, στη Μαρσίλια, στα Παρίσια, καθαρή μεγαλοαστική φαμίλια φραγκομαθημένη. Ο Γιάννης Ψυχάρης, ο Βάνιας, όπως τον έλεγαν πάντα οι δικοί του, ήτανε μοναχοπαίδι, γιατί η μάνα του πέθανε και τον άφησε 18 μηνώ κι ο πατέρας του δεν ξαναπαντρέφτηκε. Ανατράφηκε λοιπόν, στη Πόλη σε αριστοκρατικό κύκλο, μιλώντας και με τον πατέρα του συχνά γαλλικά.
     Μεγάλωσε στη Πόλη κι όταν ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωση στα 15 του, έφυγε για τη Μασσαλία, όπου κι έμεινε κοντά στο θείο του ολοκληρώνοντας τη γυμνασιακή του μόρφωση.  Σπούδασε φιλοσοφία, φιλολογία και γλωσσολογία, Αρχαία Λατινική και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι και στη Γερμανία γερμανική φιλολογία, καθώς και μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Βόννης στη Γερμανία (1871-1872). Το 1884 έγινε υφηγητής της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Πρακτική Σχολή Ανωτέρων Σπουδών του Παρισιού. Το 1886 περιόδευσε στην Ελλάδα και την Ανατολή. Επανερχόμενος στο Παρίσι έγινε καθηγητής της έδρας της νεοελληνικής γλώσσας στη Σχολή Ανώτερων Σπουδών. Το 1904 διαδέχθηκε τον καθηγητή του Εμίλ Λεγκράν στη Διεύθυνση της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών όπου και δίδασκε μέχρι το θάνατό του. Το 1925 πραγματοποίησε διαλέξεις για την Ελληνική Γλώσσα στην Αθήνα, στη Κρήτη, στη Μυτιλήνη κ.α. Είχε από το πατριαρχείο τον τίτλο του μεγάλου χαρτοφύλακος, ενώ διετέλεσε και Πρόξενος της Τουρκίας στο Παλέρμο της Ιταλίας.
    Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βασανίστηκε από κακή αρρώστια, που τον κράτησε ακρωτηριασμένο στο κρεβάτι. Κι όμως δεν έχασε τίποτε από το θάρρος του, το χιούμορ του, τους θυμούς του. Το τελευταίο βιβλίο του, Un pays qui ne veut pas de sa langue, είναι από τα καλύτερα δημιουργήματα του νου του. Πέθανε 29 Σεπτέμβρη 1929 ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, όντας διαβητικός. Ήτανε παντρεμένος σε πρώτο γάμο με τη Νοεμί Ρενάν (Noemi Renan), κόρη του γάλλου φιλοσόφου και θρησκειολόγου Ερνέστ Ρενάν με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων ο Michel που σκοτώθηκε στον Α’ Παγκ. Πόλ., πολεμώντας με τον γαλλικό στρατό. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ιρένε Μπομ.

     Ο Ψυχάρης είχε πλούσιο συγγραφικό έργο. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια πάνω στο γλωσσικό ζήτημα της νεοελληνικής γλώσσας, που ήταν κι η σημαντικότατη προσφορά του στην ελληνική γλώσσα. Αγωνίστηκε με επιμονή για την καθιέρωση της τότε περιφρονημένης γλώσσας του λαού, της δημοτικής σε επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους. Από τις παραμονές ακόμα της Επανάστασης του 1821, ο Βηλαράς, ο Καταρτζής, ο Χριστόπουλος κ.α. προσπαθούσαν να καθιερώσουν τη δημοτική ως εθνική γλώσσα. Λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάη του 1823 ο Σολωμός έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν στη δημοτική, που το 1865 έμελλε να γίνει ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Όμως μόνο με τον Ψυχάρη το κίνημα του δημοτικισμού αποκτά τη καθοδήγηση και τη δύναμη που χρειαζόταν για να αντιταχθεί στους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.
     Το 1886 ταξιδεύει στην Ελλάδα, την ελεύθερη και τη σκλαβωμένη από τους Τούρκους κι εμπνέεται από τις εμπειρίες που απέκτησε γράφοντας το 1888 το πεζογράφημα Το ταξίδι μου, ένα έργο σταθμό στη προσπάθεια των δημοτικιστών. Απορρίπτει συλλήβδην τη καθαρεύουσα ως “τεχνητή γλώσσα”, που καταστρέφει και την αρχαία και τη δημοτική γλώσσα του λαού κι επικρίνει τους δασκάλους που επιμένουνε στη χρήση της, ενίοτε με κωμικοτραγικά αποτελέσματα. Το έργο αυτό τυπώθηκε στη Γαλλία κι είναι το πρώτο ελληνικό πεζογράφημα που γράφτηκε με όλους τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής. Είχε μελετήσει τη γλώσσα του λαού, τα τραγούδια, τους μύθους και τις παραδόσεις του κι αποτύπωσε με σαφήνεια το σύστημα που λειτουργεί η λαϊκή μας γλώσσα. Το συγκεκριμένο έργο έλαβε ιδιαίτερα αρνητικές κριτικές από τους υπερασπιστές της καθαρεύουσας και γενικά των συντηρητικών κύκλων. Ανάμεσα σε άλλους ο Γεώργιος Χατζιδάκις, o Άγγελος Βλάχος κι ο Κωνσταντίνος Κόντος, ενώ θετική αποδοχή είχε από λογοτέχνες και διανοούμενους όπως οι Ιάκωβος ΠολυλάςΑργύρης ΕφταλιώτηςΑλέξανδρος Πάλλης κι Αλέξανδρος Δελμούζος. Εκτός από τις συγκρούσεις και κριτικές από τους υπέρμαχους της καθαρεύουσας, είχε συγκρουστεί και διαφωνήσει και με δημοτικιστές που ήταν αντίθετοι με τη μορφή του δημοτικισμού που υποστήριζε. Μεταξύ άλλων ήταν η αντίθεσή του με τον Τριανταφυλλίδη, καθώς εκείνος στήριξε μια πιο ήπια δημοτική, η σύγκρουση κι η ρήξη του με τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και τους επικεφαλής του Τριανταφυλλίδη, Δελμούζο και Γληνό, που κι αποτελούσαν το επιτελείο της Εκπαιδευτικής Επιτροπής επί της πρώτης κυβέρνησης του Βενιζέλου, καθώς κι η διαφοροποίηση από τη φιλελεύθερη μερίδα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμιστών. Τα παραπάνω εντάσσονται επίσης και στη γενικότερη διαίρεση των δημοτικιστών σε ψυχαρικούς, φιλελευθέρους, σοσιαλιστές κι εθνικιστές.
     Μετά από Το ταξίδι μου, δημοσίευσε μια σειρά από διηγήματα και μυθιστορήματα κι 6 τόμους μ’ αναμνήσεις, κριτικές κι επιστημονικές μελέτες, κάτω από τον γενικό τίτλο Ρόδα και μήλα. Το 1ο του γλωσσικό έργο που εκδόθηκε το 1886 έχει τον τίτλο Δοκίμιο της νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής και το ακολούθησαν πλήθος ακόμη μελέτες με αντικείμενο το γλωσσικό ζήτημα. Τιμήθηκε με τη γαλλική Légion d’honneur για τη προσφορά του στα γράμματα.
     Ήτανε πολυσύνθετη προσωπικότητα, ζωντανή, πλούσια, αξιομελέτητη και στα πιο μικρά κινήματά της. Τύπος αντιπροσωπευτικός και διδαχτικός, άνθρωπος, που γέμισε με τη δράση του μισόν αιώνα ελληνικής πνεματικής ζωής. Η γενιά του, η παιδική του ζωή, ο κύκλος που ανατράφηκε στα πρώτα του χρόνια, οι σπουδές του, η διαμόρφωση του ανθρώπου και του επιστήμονα, η γέννηση και το ωρίμασμα των ιδανικών του, η ατομική του ζωή, το élan vital το τόσο σπάνιο, πηγαίο κι ορμητικό, αδιάκοπο κι αμετάπτωτο ως τη τελευταία του πνοή, η συναιστηματική του ζωή οργανικά ενωμένη με τη πνεματική του δημιουργία, η επιστημονική του νοοτροπία κι η επιστημονική δράση του, η λογοτεχνική του προσπάθεια, η αγωνιστική του διάθεση, η κριτική του και πάνω απ’ όλα η γλωσσική Ιδέα. Η ιδέα, που τονε κυριάρχησε και που αφιχτόδεσεν όλο το πολύτροπο είναι του σε μιαν ενότητα και έκαμε τη ζωή και τη δράση του ένα ολοκληρωμένο έργο. Και ακόμα είναι αξιομελέτητη η συντυχία, που τον έφερε σε τόσο στενή επαφή με το γαλλικό πολιτισμό της Γ’ Δημοκρατίας, η ανταπόκριση που βρήκε η ψυχοσύνθεση του στη γαλλική επιστήμη, στο γαλλικό ορθολογισμό και στη γαλλική διανόηση του ΙΘ’ αιώνα, η στιγμή της ελληνικής ζωής που φανερώθηκε ο Ψυχάρης, το ανατάραγμα που έφερε το μήνυμά του στην ελληνική σκέψη, οι δημιουργικές δυνάμεις, που ξύπνησαν από τον αντίλαλο της φωνής του. Η μελέτη της ζωής και του έργου του, μπορεί να πει κανείς χωρίς υπερβολή, θα περιλάβει τη σπουδή της ελληνικής πνεματικής ζωής στα τελευταία πενήντα χρόνια.



    Από μικρός έχοντας κλίση στα γράμματα, βρίσκοντας μέσα του ταλέντο συγγραφέα, αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία κι έκαμε στο Παρίσι σπουδές λαμπρές, που τις θυμάται ως τα γεράματά του. Πήγε και στη Γερμανία, γύρισε πάλι στο Παρίσι, ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στα μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά και στα 1884 γένηκε υφηγητής κι αργότερα καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην Ecole des Hautes Etudes. Στα 1904 έγινε καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στην Ecole des langues orientales vivantes. Στην Ελλάδα κατέβηκε 4-5 φορές, το περισσότερο για μελέτη. Στα 1912 χώρισε από τη πρώτη του γυναίκα, την Νοεμί Ρενάν και παντρεύτηκε την Ειρήνη Baume και τότες έγραψε το βιβλίο τον Le crime du poete.
     Η φιλολογική μόρφωση του Ψυχάρη ήτανε βαθειά και πλατειά. Τα αρχαία Ελληνικά του και τα Λατινικά του πολύ γερά, η γνώση της γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας τέτοια, που, όπως λέει ο ίδιος, ο Ρενάν του έδειχνε τα δοκίμιά του και ζητούσε τη γνώμη του. Όλες οι νεότερες μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες του ήτανε γνώριμες. Ως τα γεράματά του αράδιαζε στίχους, ποιήματα αλάκαιρα από κάθε μεγάλο ποιητή παλιότερο ή σύχρονο. Τα πνεματικά του χαρίσματα ήτανε εξαιρετικά. Η παρουσία του νου του αδιάπτωτη, η φινέτσα του, η σπιρτάδα του μυαλού, το χαμόγελο, το πείραγμα, ο έξυπνος πρεπούμενος λόγος αφάνταστα πρόχειρος. Ήτανε ένας μοναδικός ομιλητής και μπρος στο μεγάλο κοινό και σε μια φιλική συνομιλία. Στη πιο απλή επαφή μαζί του ένιωθες ένα ολοζώντανο μυαλό. Ο λόγος του, το μάτι του, το γέλιο του, το χέρι του έλαμπαν σαν ένα αστραφτερό ατσάλι. Προικισμένος με τέτοια εφόδια, με κορμοστασιά τέλειου άντρα, ψηλός, γεμάτος, λαμπαδιστός, πρόσωπο αντρίκιο, αδρό και φίνο συνάμα, μπήκε και μέσα στους κοινωνικούς κύκλους του επιστημονικού Παρισιού σαν ένας καταχτητής. Ο γάμος του με τη Νοεμή Ρενάν, μοναχοκόρη του Ερνέστου Ρενάν, που ήτανε κορυφαίος της γαλλικής επιστήμης κι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της Γαλλίας, στα 1880, το μαρτυράει.
     Η πρωταρχική φιλοδοξία του ήτανε να γίνει μεγάλος ποιητής. Όταν σπούδαζε στη Γερμανία, έγραψε κάποτε στο θειο του: “j’e veux être Goethe on rien“. Και τη φιλοδοξία τούτη τη κράτησε ακοίμητη ως το τέλος της ζωής του. Ότι ήτανε προικισμένος με λογοτεχνικό ταλέντο είναι χωρίς άλλο σωστό. Άλλο το ζήτημα αν ήταν και μεγάλος δημιουργός. Είχε όμως πρώτα απ’ όλα την αίστηση της φόρμας. Ήτανε στυλίστας με τόση γνώση και τέχνη, όπου είχε το θάρρος και τη δύναμη να γράψει λογοτεχνικά έργα σε τρεις γλώσσες: Ελληνικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Είχε ακόμη σε εξαιρετικό βαθμό εξελιγμένη την ικανότητα να δέχεται ενεργητικά, να ρουφάει τη ζωή. Ανοιχτές οι αίστησές του, από μικρό παιδί, στο κάθε τι που γινότανε γύρω του, του πλούτιζαν τον εσωτερικό του κόσμο. Και ό,τι έπαιρνε, το κρατούσε και το δούλεβε, το μετουσίωνε, ή καλύτερα προσπαθούσε να το μετουσιώσει καλλιτεχνικά.
     Το λογοτεχνικό έργο του είναι μεγάλο. Περιλαβαίνει τ’ ακόλουθα έργα. Τ’ όνειρο του Γιαννίρη (1897), Για το Ρωμέϊκο θέατρο. Κυρούλης, Γουανάκος (1901), Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά. Ιστορικά ενός καινούργιου Ρομπινσώνα (1904), Η άρρωστη δούλα (1907), Τα δυο αδέρφια (1910), Στον ίσκιο του πλατάνου (1911), Αγνή (1913), Τα δυο τριαντάφυλλα του Χάρου (1914). Εκτός απ’ αυτά, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά άλλα μικρά έργα του: πεζοτράγουδα, δραματάκια, διηγηματάκια και βρίσκονται και πολλά ανέκδοτα. Γαλλικά λογοτεχνικά έργα δημοσίεψε τ’ ακόλουθα: Jalousie (1892), Cadeau des noces (1893) Le rêve de Janniri (1897), La croyante (1898), L’épreuve (1899), Le crime du poète (1913), Sœur Anselmine (1918), Le solitaire du Pacifique (1922), Typesses (1904), Le crime de Lazarine (1926). Ιταλικά 1 τόμο με τραγούδια: Fioretti per Francesca.



     Τα έργα του αυτά, μα όχι μόνον αυτά μα και πολλά από τα κριτικά κι επιστημονικά του έργα, είναι γεμάτα αυτοανάλυση, εξομολόγηση και περιγραφές πραγματικών προσώπων και περιστατικών. Μας ανιστοράει παντού πώς είδε τη ζωή, τι είδε από τη ζωή και το γύρω του κόσμο. Το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής του συγκίνησης είναι ορισμένο και καθορισμένο από τη κοινωνική του υπόσταση και τη ψυχική του τοποθέτηση. Ο Ψυχάρης είδε το γύρω του κόσμο σαν ένας αστός, που έζησε στο 2ο μισό του Ι8ου αι. Όπως σ’ όλα του, έτσι και στη λογοτεχνική του δημιουργία δε ξέφυγε ούτ’ ένα βήμα απ’ το κοινωνικό του είναι. Δεν αγωνίστηκε για να ιδεί πολύπλευρα τη ζωή, δεν θαλασσοδάρθηκε μες στη μεγάλη φουρτούνα της κοινωνικής πάλης. Τα είδε όλα απ’ την αρχή ως το τέλος απ’ την ίδια πλευρά, του νικητή, κυρίαρχου αστού. Τα μεγάλα προβλήματα του ξεφεύγουνε κι αν κάποτε αναγκαστεί να τ’ αντικρύσει είναι απλοϊκός σαν αμόρφωτος χωριάτης. Το λογοτεχνικό του έργο αλάκαιρο είναι πρώτα απ’ όλα μια αυτοανάλυση επίμονη, που φτάνει στα σύνορα του ναρκισσισμού. Ο ίδιος είναι μέσα σ’ όλα του τα έργα κι από τον άλλο κόσμο οι άνθρωποι μόνο που γνώρισε, που τόνε συγκινήσανε ή τον ερεθίσανε ή τόνε θυμώσανε ή τόνε λυπήσανε. Πάντα και μόνον όσοι ήρθανε σ’ επαφή με το άτομό του.
     Δίνοντας στην αγάπη τέτοια πρωταρχική θέση, πιστεύει πως γνωρίζει τέλεια τη γυναικεία ψυχή. Οι γυναίκες αληθινά πήρανε τεράστιο μέρος στη ζωή του. Μας ξομολογιέται κάπου, πως 46 φορές αγάπησε, εξόν από τα διαβατάρικα πουλιά, που απάντησε στο δρόμο του. Και πως 7 από τις αγάπες του αυτές ήτανε θανάσιμες. Είναι λοιπόν το έργο του γεμάτο από την προσπάθεια ν’ αναλύσει τη γυναίκεια ψυχή. Και πολλές φορές η φινέτσα του στην ανάλυση της γυναίκας είναι μεγάλη. Ωστόσο καμμιά από τις γυναίκες, που ζωγραφίζει, δεν κατόρθωσε να την υψώσει σε σύμβολο, σε μορφή ξεκάθαρη, πλαστική, ζωντανή. Χαρακτηριστικός γι’ αυτό που λέμε ο τύπος της Αγνής, που έδωκε και τ’ όνομά της στο μυθιστόρημα τούτο. Όταν διαβάσει κανείς και αποτελειώσει το έργο, η Αγνή έχει μείνει στη σκιά. Εκείνος που ανορθώνεται στη ψυχή μας κι αφήνει τον αντίλαλό του είναι ο Αντρέας, δηλαδή ο ίδιος ο Ψυχάρης. Γιατί στ’ αλήθεια αυτόν μας αναλύει κι αυτουνού είναι αλάκαιρη η περιπέτεια, που περιγράφεται. Και τούτο γίνεται, γιατί μ’ όλη του τη προσπάθεια να μπει στην ψυχή του άλλου, δεν έχει διεισδυτική φαντασία. Είναι εξωτερικός ζωγράφος, πολλές φορές λεπτολόγος αναλυτής, πολλές φορές και πολυλόγος αναλυτής.
     Ο Ψυχάρης είναι λυρικός ποιητής, αν και πολύ λιγοστούς έγραψε στίχους. Εδώ συνοψίζεται η εσωτερική αξία του έργου του. Η λογοτεχνική αξία του βρίσκεται στη φόρμα. Είναι ένας καλλιτέχνης, ένας διαμορφωτής του πεζού λόγου. Για την Ελλάδα είναι ως τώρα ο τελειότερος πεζογράφος της. Ως προς την τεχνοτροπία του μένει μέσα στα όρια της εποχής του και της ιδιοσυγκρασίας του. Είναι ρεαλιστής. Τα ψυχογραφήματά του, όπως κι οι περιγραφές του φυσικού κόσμου, γίνονται με τη πιο καλοσυνείδητη προσοχή και τη προσπάθεια της αντικειμενικότητας. Στην αίστηση και την απόδοση της φυσικής ομορφιάς στάθηκε αληθινός μαέστρος. Οι ζωγραφιές του φυσικού κόσμου, είτε περιγράφει την Ανατολή, τη Πόλη, τα νησιά της Προποντίδας, το ελληνικό τοπίο, είτε παρασταίνει την ωκεάνια φύση, τον Ατλαντικό, τα γαλλικά παράλια της Μπρετάνιας, είτε ζωγραφίζει τα ελβετικά βουνά και τη λίμνη της Γενέβης, είναι αληθινά αριστουργήματα. Οξύνοια, ορθοφροσύνη κι αληθινό καλλιτεχνικό γούστο με την ίδια νατουραλιστική τάση έδειξε και στο κριτικό του έργο. Οι λίγες λογοτεχνικές κριτικές που έγραψε, προ πάντων εκείνη του Σουρή, έμειναν ιστορικές. Η ρεαλιστική τεχνοτροπία του κι η κριτική του ασφάλεια έχει τη πηγή και το στήριγμά της στην επιστημονική του νοοτροπία.



     Η εποχή αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί σα μια κορυφή της αστικής επιστήμης. Οι φυσικές επιστήμες συνεχίζουνε το θριαμβευτικό δρόμο τους μ’ αδιάκοπες κι απανωτές τις μεγάλες ανακαλύψεις κι εφευρέσεις τους. Οι ιστορικές και πνεματικές επιστήμες, οι κοινωνικές, προσπαθούνε να στηριχτούνε στη μέθοδο των φυσικών και να πετύχουν αποτελέσματα, να καθιερώσουν νόμους το ίδιο γενικούς κι απόλυτους, όπως νομίζονταν οι φυσικοί νόμοι. Η Δαρβινική θεωρία της εξέλιξης, μάλιστα με τον καθολικό κοσμικό χαραχτήρα που της έδωκεν ο Σπένσερ, πρόκειται να γίνει ο ενωτικός δεσμός ανάμεσα στη φύση και στο πνέμα. Η τάση αυτή φαίνεται και στη γλωσσολογία και στη φιλολογία, όπου από τη μια μεριά η γλώσσα θεωρήθηκε σαν ένα φυσικό φαινόμενο κι οι νόμοι της νόμοι φυσικοί κι από την άλλη το κάθε πνεματκό δημιούργημα ανεξάρτητα από κάθε άλλη αξιολογική κρίση έχει την ιστορική του αξία, τη θέση του στην αδιάκοπη αλυσίδα της εξέλιξης, στη συνέχεια της ζωής και στη μεταλλαγή της. Σ’ αυτό ακόμα βοήθησε κι ο εγελιανισμός, μετουσιωμένος σε καθαρή επιστημονική κι όχι μεταφυσική αντίληψη. Κάθε τι που έγινε είναι λογικό, άρα σωστό. Έτσι γεννήθηκε ο ιστορικός ρεαλισμός, η τάση να διαπιστωθεί κι η παραμικρότερη αντικειμενική ιστορική λεπτομέρεια. Μέσα σε μια τέτοια τάση βρίσκει άνετα τη θέση του ο ορθολογισμός. Γιατί, αν κάθε τι που έγινε είναι λογικό, βγαίνει από τη μέση κάθε αντίθεση μεταξύ λογικού και πραγματικού κι ό,τι είναι λογικό, είναι και σωστό.
     Μέσα σ’ αύτη τη τάση είναι αλάκαιρος ο Ψυχάρης σαν επιστήμονας, πιστός και σ’ αυτό αντιπρόσωπος της κοινωνικής του θέσης και του κοινωνικού του καθορισμού. Η γαλλική επιστήμη, που πάντα κρατάει τη μακρόχρονη ορθολογιστική παράδοσή της, τον έθρεψε γερά. Στη φιλολογία η ροπή της εποχής δημιουργεί την προσπάθεια να ερευνηθούν και τα μνημεία των χρόνων εκείνων, που κι ο κλασσικισμός κι ο ρομαντισμός με τα απόλυτα αξιολογικά τους μέτρα τα περιφρονούσαν. Και τόσο περισσότερο έπρεπε να ερευνηθούν, όσο τα μνημεία αυτά ήτανε λαϊκά ή δημιουργημένα από τεχνίτες, που στεκόντανε κοντά στο λαό. Γιατί ο λαός είναι στα κοινωνικά φαινόμενα ό,τι η φύση στα φυσικά. Έτσι την εποχή εκείνη η γλωσσολογική επιστήμη κι η φιλολογία άρχισαν να υψώνουν στη θέση ερευνητικών θεμάτων πρώτης γραμμής και τη μετακλασσική και τη βυζαντινή και τη νεότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας και τα πνεματικά μνημεία των χρόνων αυτών. Ο Ψυχάρης γίνεται μαθητής του Emile Legrand, ερευνητής της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας με βάση τα μεσαιωνικά και νέα ελληνικά και τα φιλολογικά μνημεία του Βυζαντινού και νεότερου ελληνισμού. Την ίδια εποχή ακριβώς σπουδάζοντας και ο Χατζιδάκης γλωσσολογία, παίρνει τον ίδιο επιστημονικό δρόμο με τον Ψυχάρη. Η επιστημονική αποστολή τους είναι η ίδια, η ιστορική τους όμως αποστολή στάθηκε ολότελα αντίθετη και τα αίτια γι’ αυτό δεν ήταν επιστημονικά, ήτανε καθαρά κοινωνικά.
     Καθώς βλέπει κανείς, εκτός από την επίσημη διατριβή του για τους Αδελφούς του Τερέντιου κι 1-2 άλλες μελέτες, όλη του η επιστημονική έρευνα στρέφεται στη βυζαντινή και νέα ελληνική εποχή. Οι εργασίες του είναι βέβαια κομματιαστές, για ζητήματα ξεχωριστά, όλο μονογραφίες ή μελέτες. Αν εξαιρέσει κανείς την ανέκδοτη ακόμη γραμματική του, δε μας έδωκε κανένα μεγάλο συνθετικό επιστημονικό έργο. Αυτό όμως εύκολα εξηγιέται. Στην επιστήμη ήθελε να ‘ναι επιστήμονας, δηλαδή απόλυτα αντικειμενικός. Κάθε υποκειμενικό στοιχείο, που αναγκαστικά μπαίνει σε μια σύνθεση, το θεωρούσε αντιεπιστημονικό. Γι’ αυτό υποστήριξε λ.χ. πως ο Ρενάν δεν ήταν επιστήμονας, γιατί έγραφε μόνο συνθετικά έργα. Ενώ ο Ψυχάρης έδινε πολύ περισσότερη σημασία σε ένα αντικειμενικό καθέκαστο παρά στη σύνθεση του ιστορικού επιστήμονα. “Πας, μαζεύεις δοκουμέντα γνωστά κι άμα τα μελέτησες, βγάζεις συμπεράσματα δικά σου, που είναι είτε της φαντασίας σου είτε της ατομικής σου λογικής γεννήματα, όχι όμως άμεσα της επιστήμης παιδιά, όπως όταν άξαφνα βρίσκεις μιαν αρχαία επιγραφή, που αυτό αποτελεί γεγονότο“. Εδώ φαίνεται ολοκάθαρα ο οπαδός του ιστορικού ρεαλισμού. Γι’ αυτό κι ο ίδιος περιόριζε την έρευνά του στα καθέκαστα και θεωρεί τελικό σκοπό της επιστήμης του να καθορίσει ένα νόμο λεπτομερειακό, που να συστηματοποιεί και εξηγάει τα γεγονότα. Και στο νόμον αυτό, που ερμηνεύει τα γεγονότα, πιστεύει απόλυτα. Μα ανεξάρτητα απ’ αυτό, στην επιστημονική του έρευνα έδειξεν ήθος αληθινού επιστήμονα, σεβασμό της «αλήθειας», αντικειμενικότητα, ευθυκρισία και οξύνοια. Είναι και σε τούτο το σημείο τυπικός αντιπρόσωπος της εποχής του και της τάξης του. Έχει όλα τα γνωρίσματα του κλασσικού τύπου του επιστήμονα, που δημιούργησεν η αστική τάξη στα μέσα του ΙΘ’ αιώνα. Ρεαλιστής και ορθολογιστής μαζί, διαπίστωσε τη «φυσική» εξέλιξη της γλώσσας στο στόμα του λαού, της γλώσσας, που μόνο στο στόμα του λαού είναι γνήσιο φαινόμενο, «γεγονότο», και έχει απόλυτη αντικειμενική αξία. Από κει ως το γλωσσικό του κήρυγμα είναι ένα βήμα, ένα βήμα όμως, που δεν το ‘καμε ο επιστήμονας, αλλά ο άνθρωπος. Ένα βήμα, που φαινότανε φυσικό κι όμως είναι τεράστιο.



     Το ότι βρήκε μέσα του τη δύναμη να κρατήσει απόλυτη συνέπεια αναμεταξύ σε θεωρία και πράξη, αποτελεί την ανθρώπινη αξία του, που τον ύψωσε σε οδηγητή του λαού του. Κι απόδειξη, που το βήμα αυτό δεν το ‘καμε ο Χατζιδάκης, επιστήμονας της ίδιας ολκής, της ίδιας εποχής, της ίδιας σχολής και της ίδιας θεωρίας με τον Ψυχάρη. Ο Χατζιδάκης χώρισε θεωρία και πράξη, όπου σημαίνει πως διχάστηκε σαν άνθρωπος κι έζησε μέσα σε μια φριχτή κι ολέθρια αντίφαση. Αυτό το μεγαλείο και την ευτυχία της εσωτερικής αρμονίας λίγοι διαλεχτοί και ανώτεροι άνθρωποι τα χαίρονται πλέρια σ’ όλη τους τη ζωή. Κι οι λίγοι αυτοί, όταν είναι προικισμένοι και με δύναμη βουλητική κι ικανότητα να διατυπώνουνε το στοχασμό τους, γίνονται οι μεγάλοι παρορμητές. Ένας απ’ αυτούς στάθηκε χωρίς αμφιβολία ο Ψυχάρης. Η εποχή που μορφώθηκε κι ήταν έτοιμος να δράσει παρουσίαζε στους Έλληνες πνεματικούς ηγέτες ωριμασμένο πια το γλωσσικό ζήτημα. Είχε τεθεί 300-400 έτη πριν. Μα η ελληνική φεουδαρχία γκρεμίστηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει καν να κινιέται οπωσδήποτε αισθητά η νέα τάξη που θα ζητούσε τη λύση του. Στη θέση της πέρασε η φεουδαρχία των Τούρκων κι οι Έλληνες ξέπεσαν όλοι μαζί σε σκλάβους. Η νέα ελληνική φεουδαρχία που μορφώθηκε, δεσποτάδες και Φαναριώτες στη Πόλη και κοτζαμπάσηδες στις επαρχίες, κληρονόμησαν τη βυζαντινή παράδοση και συμμαχούσαν με τον Τούρκο. Η ελληνική αστική τάξη, που μορφωνότανε σιγά-σιγά και δύσκολα κάτω από τη τουρκική σκλαβιά, από το 17ο αι. έκαμε κιόλας τα πρώτα της πνεματικά κινήματα. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι., όταν πια δυνάμωσε αρκετά για να κινήσει τον πολιτικόν αγώνα ενάντια στη ξένη κυριαρχία, παρουσίασε και τους αντιπροσώπους της, που ζήτησαν να λυθεί και το γλωσσικό πρόβλημα με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που το ‘λυσαν οι αστικές τάξες στη Δύση, υψώνοντας δηλ. τη λαϊκή γλώσσα σε καθολικό πνεματικό όργανο. Η τάξη όμως αυτή αμέσως ύστερα από την επανάσταση του ’21 έχασε τα οικονομικά στηρίγματά της στο μικρό κράτος που λεφτερώθηκε. Στην Ελλάδα διαμορφώθηκε καινούργια παρασιτική φεουδαρχία, με υπόστρωμα μικροαστικό κι ένα εξαθλιωμένο πενέστη λαό, ανίκανο να κατατοπιστεί και να κινηθεί στα κοινωνικά προβλήματα και να κατανοήσει οποιαδήποτε ιστορική αποστολή. Η μοίρα του αλύτρωτου γένους βάραινε τρομερά απάνω στους λέφτερους Έλληνες και στη Τουρκιά μέναν οι προεπαναστατικές κοινωνικές φόρμες. Ο παρασιτικός φεουδαρχισμός του ελληνικού κράτους εύρισκε σύμμαχο το βυζαντινοκρατημένο Πατριαρχείο. Έτσι έσβησαν και τα πρώτα απολυτρωτικά κινήματα στο γλωσσικό πρόβλημα κι όλο το Έθνος στα μέσα του ΙΘ’ αιώνα τραβούσε για την ανάσταση της αρχαίας γλώσσας. Όταν άρχισαν να δυναμώνουν τα αστικά κέντρα του αλύτρωτου ελληνισμού, οι αστικές ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό και να διαμορφώνεται κάπως μια ισχυρότερη εμποροτραπεζιτική τάξη στην Αθήνα, το γλωσσικό ζήτημα ξαναμπήκε στη μέση ορμητικό.
     Χαραχτηριστική είναι η 10ετία 1880-90. Απ’ όλες τις πλευρές ξυπνάει το ζήτημα. Από την Εφτάνησο, όπου κρατούν τη Σολωμική παράδοση, από την Αθήνα, όπου οι νέοι ποιητάδες νιώθουν ανάγκη να γράψουν στη λαϊκή γλώσσα, από το εξωτερικό, όπου μίλησε με μιας και τελειωτικά ο Ψυχάρης. Στη θεωρία αντιπροσωπεύονται τα ρέματα της εποχής από έξι ονόματα. Κόντος, Χατζιδάκης, ΒερναρδάκηςΡοΐδηςΠολυλάς, Ψυχάρης. Ο Ψυχάρης, είναι γνήσιο λουλούδι του ελληνικού αστισμού, πιστός αντιπρόσωπος της τάξης του και της γενιάς του· από τους εμποροχρηματιστές της Πόλης και της Οντέσσας και των ελληνικών παροικιών της Δύσης, δηλ. από τους πιο προοδεμένους Έλληνες αστούς, βρήκε τη σωστή λύση του το γλωσσικό πρόβλημα, όπως εκεί πρωτοοργανώθηκε κι η επανάσταση του 1821. Ήταν άνθρωπος του πρέπει, ενός αμείλιχτου κατηγορικού κανόνα. Εδώ είναι όλο το μεγαλείο του, ο τίτλος του για την ιστορία. Κι είχε όλα τα καθαρά γνωρίσματα του επαναστάτη οδηγητή μες στο ρόλο που του όρισαν οι αντικειμενικοί όροι. Είχε τη γνώση, μια γνώση ξεκαθαρισμένη, φωτισμένη, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμμιάν αμφιβολία, χωρίς καμμιά ταλάντεψη. Κι είχε τη πίστη, την απόλυτη πίστη. Κι είχε τη παλληκαριά των ιδεών του και της πίστης του, την απόλυτη αδιαλλαξία, το φανατισμό και την απόλυτη συνέπεια. Όσα του κατηγόρησαν οι εχτροί του, όσα του κατηγόρησαν οι ταλαντευόμενοι μικροαστοί, όσα του έψεξαν οι λιγόψυχοι δημοτικιστάδες, αυτά ίσα ίσα αποτελούν την αρετή του. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει επαναστάτης και δεν υπάρχει οδηγητής. Έτσι έγραψε υχάρης το Ταξίδι. Και στάθηκεν ακέριος, ατράνταχτος 40 έτη στο πυργοκάστελό του, πάνω στη πολεμίστρα, χωρίς μια στιγμή να αποκαρδιώσει, χωρίς μια στιγμή να φοβηθεί, με πάθος ακούραστο, απαράμιλλο, πάθος για την ιδέα, πάνω από τα πρόσωπα, πάνω από κάθε μικρότητα.
Μέσα στο Ταξίδι είναι όλος ο Ψυχάρης, ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο μαχητής, ο άνθρωπος. Είναι το έργο του. Μπορούσε και να πεθάνει ύστερ’ απ’ αυτό χωρίς να χάσει τίποτε από τον ιστορικό του ρόλο. Όλες οι ικανότητές του συντρέξανε για να συνθέσει με μιας το έργο αλάκαιρης της ζωής του.



     Ο ίδιος δεν το ξεπέρασε ποτέ, μα ούτε το ξεπέρασε κανείς άλλος από την τάξη του. Δεν είναι έργο θεωρητικό. Δεν είναι μόνο επιστήμη. Είναι και λογοτεχνικό, είναι και κριτικό. Και περισσότερο απ’ όλα είναι το έργο που δίνει την ιδέα ακέρια και ολοκληρωτικά ενσαρκωμένη. Δε ζητάει να πείσει το έθνος να πάρει τη λαϊκή γλώσσα, του έδωκε τη γλώσσα. Και την έδωκε απαρτισμένη, κανονισμένη, με μιας. Ο ελληνικός πεζός λόγος δεν παρουσίασε τίποτε ως τώρα που να ξεπέρασε το Ταξίδι. Είναι για το δημοτικισμό έργο κλασσικό και θα μείνει φαίνεται ακόμη για πολύ, ως που ν’ ανέβει ο νεοελληνικός πεζός λόγος ως το Ταξίδι. Σήμερα μόλις αρχίζουμε να νιώθουμε τη βαθύτερη, την αναγκαστική του προσταγή. Η σημερινή εποχή ξεπέρασε τον Ψυχάρη, όχι όμως γλωσσικά. Τον ξεπέρασε κοινωνικά. Μα ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό ήταν έξω από την αποστολή του. Η δικαίωσή του σα γλωσσικού ρυθμιστή θα είναι απόλυτη. Ο Ψυχάρης ο λογοτέχνης, ο Ψυχάρης ο επιστήμονας, ο Ψυχάρης ο εθνικιστής, ο Ψυχάρης ο αντιδραστικός στα κοινωνικά προβλήματα, ο Ψυχάρης ο κριτικός έμεινε μέσα στα σύνορα της εποχής του και της τάξης του και πέθανε μέσα σ’ αυτά. Ο Ψυχάρης όμως ο γλωσσικός οδηγητής άφησε μια κληρονομιά ολοζώντανη και την άφησε όχι σε κείνους που ο ίδιος φανταζότανε. Την άφησε σε κείνους που πήραν στα χέρια τους αληθινά τον αγώνα για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού. Αν πρόκειται να ζήσει ο λαός τούτος, θα περάσει αναγκαστικά από τον κανόνα του κι όσοι δουλεύουνε πνεματικά για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού, θα προδώσουνε την αποστολή τους, αν δεν υποτάξουνε τον εαυτό τους στο γλωσσικό κανόνα που έδωκεν Εκείνος.

         Αθήνα, Μάρτης 1930           Δ. ΓΛΗΝΟΣ
________________________________

ΡΗΤΑ:

Με το μάτι συνήθισε κι ο νους.

Ένα έθνος θέλει δυο πράματα∙ να μεγαλώσουν τα σύνορά του και να κάμη φιλολογία δική του. Άμα δείξη που ξέρει τι αξίζει η δημοτική του γλώσσα, κι άμα δεν ΄ντραπή γ’ αφτή τη γλώσσα, βλέπουμε που τόντις είνε έθνος.

Για να χάσει το γάλα τη κάτασπρη θωριά του, φτάνει να πέσει μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα· άμα βάλεις μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία· τίποτα δεν είναι.

Κι αλήθεια, σαν είμουνα παιδί και σα μου μάθαινε ο δάσκαλος την καθαρέβουσα μου άρεζε τρομερά και δεν ήθελα άλλη γλώσσα να μιλήσω. Ύστερα όμως, σαν έγινα άντρας, κατάλαβα πως το Μάη γεννιούνται και τα λουλούδια κι άρχιζα να νἀγαπώ τη δημοτική.

Η εφτυχία, τι είναι; ενέργεια και τίποτις άλλο.

Έτσι κι η αγάπη μας δε χάνεται ποτές. Όταν το στόμα σου μου λέει σ’ αγαπώ, δεν το λες εσύ• το λένε μέσα σου χίλιες γενιές που σου μάθανε την αγάπη.

Αγάπη και μίσος ζουν πλάγι πλάγι στην καρδιά μας. Με την ίδια δύναμη μισούμε κι αγαπούμε, και κάποτες από τη μια ώρα στην άλλη αγαπούμε ή μισούμε.

Μη, μη χαλνάτε τη γλώσσα! Καταστρέφετε την αρχαία και τη νέα μαζί. Θέλετε γλώσσα που να μοιάζη τόντις με την αρχαία, που να είναι η ίδια γλώσσα; Πάρτε τη γλώσσα του λαού. Θέλετε ξένη γλώσσα; Πάρτε την καθαρέβουσα. θα δείξη σ’ όλο τον κόσμο, πως τόντις χάθηκε η αρχαία…

Πρέπει να μη σπούδασε κανείς στη ζωή του την αρχαία [ελληνική] για να κάθεται να λέη πως δεν άλλαξε η προφορά. Ωςτόσο τέτοια παιδιακήσια ζητήματα έχουνε οι δικοί μας στο στόμα τους και γίνονται ο περίγελος του κόσμου.

Ο Χάρος την πατρίδα δεν τη σκοτώνει.

ΕΡΓΑ:

Το ταξίδι μου (πεζογράφημα) 1888
Ζούλια (διήγημα) (1891)
Το όνειρο του Γιαννίρη (μυθιστόρημα) (1897)
Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά (μυθιστόρημα) (1904)
Τα Δύο Αδέλφια (μυθιστόρημα) (1910)
Στον ίσκιο του πλατάνου (διήγημα) (1911)
Αγνή (μυθιστόρημα) (1913)
Αδελφή Ασελμίνα (μυθιστόρημα) (1919)
Ρόδα και μήλα (δοκίμια) (1920)
Δοκίμιο της Ιστορικής Νεοελληνικής Γραμματικής (Essais De Grammaire Historique Neogrecque) μτφρ. στα Γαλλικά] (δοκίμιο) (1886)

Μεγάλη Ρωμαϊκή Επιστημονική Γραμματική Α΄ Τόμος (1929)
Μεγάλη Ρωμαϊκή Επιστημονική Γραμματική Β΄ Τόμος (1929)
Μεγάλη Ρωμαϊκή Επιστημονική Γραμματική Γ΄ Τόμος (1937)
Μελέτες Νεοελληνικής Φιλολογίας – Etudes De Philologie Neogrecque μεταφρασμένο στα Γαλλικά (δοκίμιο)(1892)
Δίτομος Τόμος με Μερικές Εργασίες για την Ελληνική Γλώσσα, Φιλολογία και για τη Λογοτεχνία (Quelques Travaux De Linguistique),
De Philologie Et De Litterature Helleniques μεταφρασμένο στα Γαλλικά σε Δύο Τόμους) (δοκίμιο)(1884-1924)

==========================

                          Το Κοριτσάκι

Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.
Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αν­τίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρ­τί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω. Να γράφω και να ταξιδέβω στην Ελλάδα έγινε τώρα η δουλειά μου. Από κει να καταλάβεις.
Αν τύχει και διαβάζεις το Άστυ, μη βλέπεις που λέω τόσα για τα νησιά και που τρελάθηκα για την ομορφιά τους. Θέλεις να μάθεις την αλήθεια; Βλαστημώ την ώρα που ήρθα. Εμένα μ’ αρέσει να μην το κουνώ από το σπι­τικό μου, το χειμώνα ήσυχα να δουλέβω, το καλοκαίρι να σκυλοχουζουρέβω. Το μουλάρι με σκοτώνει· το κεντιστήρι δεν το νοιώθει το μουλάρι· το στομάχι μου το νοιώθει και γίνεται τρύπα. Τρέχα απάνω στα βουνά, τρέχα με τον ήλιο και το βοριά μαζί, τρέχα στα μονοπάτια, που ξεφέβγουν τα πόδια σου από τις σκάλες στις αγκίστρες του βουνού, τρέχα σε δρόμους στενούς, ντουβάρια αριστερά, και δεξιά ντουβάρια, που χτυπάς, ξεγδέρνεις και πηγαίνεις· βάστα την ομπρέλα με το ένα χέρι, βάστα με τ’ άλλο το καπέλο σου, με τ’ άλλο βάστα το καπίστρι, με το τέταρτο βάστα την ψυχή σου. Ανάθεμάν τα!
Και για τι σκοπό, για τι όφελος τα βάσανα κι ο κόπος; Για ν’ ακούσεις την προφορά, για να σου πουν παραμύθια, και κει που σου τα λένε να τους φέβγει η ομιλία, να τρέχουν τα λόγια μάνι μάνι και συ να τ’ αρπάζεις. Και μήπως έφκολο είναι να το καταφέρεις; Καλύτερα ψήφους να μαζώνεις παρά να μαζώνεις παραμύθια! Πρέπει σαν το βουλεφτή να ρητορέβεις, όλο τα ίδια να κοπανίζεις και να μην κουράζεσαι πο­τέ. Σε μερικά χωριά ντρέπουνται και τραβιούνται· κάποτε μ’ ένα φράγκο ή και με μια δεκάρα πάει η ντροπή και τό­τες πια δε γλυτώνεις. Σ’ άλλα χωριά πάλε άλλες ιστορίες. Με πονοκέφαλο, με θέρμη, με βήχα και με συνάχι, κατε­βαίνεις από τ’ Απεράθου στους Βόθρους· όχι! δεν κατεβαί­νεις· κατρακυλάς· το μουλάρι λέει να πατήσει και φοβάται· φυσά βοριάς, παλληκάρι, και σου σπάνει τη μούρη· από την άκρη του βουνού, μπροστά σου, απάνω από τα βράχια και τους γκρεμνούς, σαν άσπρες φοράδες, μπρούμυτα κάτι σύννε­φα πετιούνται και θαρρείς πως θα σε πλακώσουν. Ας είναι! Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμεις κουράγιο, ώσπου να φτάσεις κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά. Άξαφνα, το ένα βουνό ζωντανέβει και στη μέση του βουνού βλέπεις φώτα αναμμένα, σα να είχε μάτια, χίλια μάτια το βουνό, σα να ήτανε σπηλιές κι η κάθε σπηλιά φλόγα· είναι τα παράθυρα του χωριού που λάμπουν ένα ένα· χαίρεσαι και συλλογιέσαι· Εδώ θα λεν παραμύθια πολλά. Θα λεν παραμύθια και στους Βόθρους. Να κι η ρεματιά, να κι οι Βόθροι!
Σου ανοίγει την πόρτα του ένας χωρικός και μπαίνεις μέσα. Σε καλοδέχεται. Τού είπες τι γυρέβεις και γιατί ήρθες· είναι πρόθυμος να κάμει ό,τι θέλεις. Θα μείνεις λίγες ώρες· απόψε πρέπει να γίνει η δουλειά κι άβριο το πρωί. – Μά­λιστα, θα γίνει! – Εκεί που το πιστέβεις με τα σωστά σου, γυρίζεις και τι βλέπεις; Ο νοικοκύρης έφυγε· ο μεγαλύτερός του γιος έπεσε απάνω σε δυο σάκους πίτερα και ρουχαλίζει· η κόρη του ξαπλώθηκε στο κρεβάτι και κοιμάται, είκοσι χρονώ γυναίκα· μια άλλη, δεκαπέντε χρονώ, καμώνεται πως νυστάζει. Βουβάθηκαν όλοι. Μόνη της η γριά, καλή γριά, προσπαθεί να θυμηθεί κανένα παραμύθι. Οι άλλοι ξέ­ρουνε, μα τι τους μέλει; Αδιαφορία και για τον κόπο το δικό σου και για την επιστήμη που σ’ έφερε ως εκειδά. Ν’ αγόραζες σμυρίγλι, θα τους βαστούσες όλη νύχτα στο ποδάρι.
Θέλεις να φύγεις, να πας σ’ άλλο νησί. Βαπόρι δεν έχει. Οι ώρες σου είναι μετρημένες· ο σκοπός σου είναι να διεις πολλά νησιά, να τα πάρεις ένα ένα· θα ήταν καλό, θα ήταν ωραίο να τα ‘βλεπες όλα. Αδύνατο! Βαπόρι δεν έχει. Κι ας μην έχει! Τι πειράζει; Να μη σου κακοφανεί, να μην πικραθείς, να μη σου κάψει ο πόνος την καρδιά. Το κάτω κάτω γιατί ήρθες; Για να σπουδάσεις τη γλώσσα ενός τόπου, παιδί μου, που για τέτοια σπουδή έχει περισσότερη αδιαφορία κι από τους Βόθρους· και γνωστός να είσαι, δε φαίνεται να ξέρει καλά καλά σε τι καταγίνεσαι τόσα χρόνια. Για τέτοια πράματα φροντίζουμε καλύτερα αλλού. Παραίτα λοιπόν ήσυχα τη μελέτη και γράφε να ξεθυμάνεις. Γράφε, και πού; Όπου τύχει κι όπου βρεθείς. Με την πέννα και το καλαμάρι στην τζέπη, τράβα εσύ από το ένα στ’ άλλο χωριό, και στο δρόμο, κάθου απάνω στο μουλάρι, να συλ­λογιέσαι για επιστήμη και για τέχνη!
Εφτυχισμένο κοριτσάκι που δε γράφεις, πόσο σε ζουλέβω! Όσες ανοησίες κι αν ακούσεις, ότι κι αν πουν οι δασκάλοι, εσένα δε σε νοιάζει. Και γω θα γίνω τώρα σαν και σένα. Να χολοσκάνει κανείς, δεν αξίζει. Τι λέει το τραγού­δι; Σου κρένω, δε μου κρένεις. Έτσι να κάμουμε είναι και πιο σωστό. Να μην τους δίνουμε απάντηση τους δασκά­λους. Τι βγαίνει από τα πολλά τα λόγια; Οι δασκάλοι κάθε τόσο φωνάζουν πως άλλη γλώσσα μιλούνε στη Θεσσα­λία, άλλη γλώσσα στα νησιά, στο Μοριά άλλη γλώσσα, πως δεν ξέρει κανείς ποια απ’ αφτές να πρωτογράψει, πως δεν μπορεί ο ένας να καταλάβει τον άλλονα, και πως για τούτο πρέπει να γράφουμε την καθαρέβουσα, που ο καθένας την καταλαβαίνει! Είναι τάχατις ανάγκη να τους δείξουμε πως ίδιοι τους δεν καταλαβαίνουν τι τρέχει, δε βλέπουν και δεν ακούνε; Φτάνει κανείς να πάει σε δυο χωριά ή σε τρία, και να θελήσει να μάθει την ντόπια γλώσσα του χωριού, τα βέρα χωριάτικα, που λεν, τα χοντρά, για να του φανερωθεί η αλήθεια. Πολύ δύσκολα θα μάθει τα χωριάτικα αφτά, γιατί χάνουνται και πάνε. Παντού η κοινή γλώσσα βασιλέβει· δεν τη μιλούνε πάντα αναμεταξύ τους, μα την κατα­λαβαίνουν όλοι, και με τους ξένους αφτήνα μιλούν, την κοινή, την πανελλήνια γλώσσα, την πανελλήνια δημοτική.
Την άκουσα παντού και παντού τη μίλησα και γω· με καταλάβαιναν πολύ καλά και τους καταλάβαινα. Έπρεπε να τους παρακαλέσω, για να μου πουν τα χοντρά. Δε θα κάμουν οι δασκάλοι, αφτή η γλώσσα να μην υπάρχει, αφού υπάρχει, ακόμη κι αν τους αρέσει να φωνάζουν πως δεν υπάρχει γλώσσα. Και τώρα που την ξέρει ο λαός, θέλουνε να του τη σηκώσουν και να του καθίσουνε μιαν άλλη με το ζόρι, που μήτε ίδιοι τους δεν τη μιλούνε, μήτε ο λαός μπορεί να την καταλάβει.
Αφτή τη γλώσσα, κοριτσάκι μου, ν’ αγαπάς· αφτή τη γλώσσα να γράφουμε, για να μας διαβάζεις.
Γρήγορα θα γλυτώσω κι απ’ αφτόνα τον μπελά, κι από τα γραψίματα κι από τα ταξίδια· ακόμη ένα γραμματάκι, και σώνει πια. Ας είναι οι φίλοι καλά που παντού και σ’ όλη την Ελλάδα με περιποιήθηκαν, και με είχανε σαν παιδί του σπι­τιού. Να πω τώρα για τη Ζαγορά; Εκεί δεν ήτανε σπίτι, μα παλάτι, παλάτι και φιλοξένια βασιλική. Και πόσα άλλα θέλω να πω! Δεν έχω λόγια. Εδώ στο Δαμαριώνα, στην Αξιά, που κάθουμαι τώρα και γράφω, ήρθα προψές τ’ απόγεμα, η ώρα μια· πήγα στου βουλεφτή· δε με γνώριζε διόλου· του είπα τι γυρέβω. Αμέσως, στην ίδια στιγμή, γέμισε το σπίτι παιδιά, παραμύθια – και φαγιά.
Όλοι, όσους είδα πάντα και παντού έβαλαν τα δυνατά τους, να μ’ εφκολύνουν τη δουλειά· ήξεραν πολύ καλά τι σπουδάζω, τι αξίζει η σπουδή, σε τι καταγίνουμαι τόσα χρόνια. Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογι­κές κουβέντες – κουβέντες κι όχι φιλονικίες – είχαμε κάτω στη χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλύτερο απ’ όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρει το καΐκι, μην τύχει κι έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.
Πρόθυμος, ανοιχτόκαρδος ο κόσμος εδώ. Ο δήμαρχος – όχι της Χώρας – του Χαλκιού της Τραγαίας, το βράδυ, στις εννιά, που παρουσιάστηκα, πρόσταξε κρεβάτι και τρα­πέζι, προτού να του πω και τ’ όνομά μου! Να μην ξεχάσω τους παπάδες! Τι δε μου έκαμε ο Νάξιος ο Δεσπότης! Τι δε μου έκαμε στις Μέλανες, εδώ, ένας φτωχός παπάς! Ξεπέζεψα μια στιγμή και κάθησα στον καφενέ· ήρθε ο παπάς να μου κουβεντιάσει, κι αμέσως να μου δώσει ροδάκινα, ρόδια, βασιλικό. Το χρέος μου, λέει, είναι ν’ αγαπώ τους αθρώπους.
Να μην ξεχάσω και τις γριές. Από την Παρκιά έφυγα πολύ πρωί για τη Σάντα Μαρίνα· πείνασα στο δρόμο. Μπή­κα σ’ ένα χαμηλά πρόστυχο σπιτάκι. Μου σερβίρισε η γριά ό,τι είχε, ψωμί, τυρί, σταφύλι και καφέ. Κάθησα σ’ ένα σκαμνί· ήταν και δυο γατίτσες· ήταν κι ένα σκυλάκι· τους έριχτα μια ψίχα πού και πού· έρχουνταν και τρεις όρνιθες και τσιμπούσαν, πολύ φιλικά, πολύ συντροφικά, όλα τους μαζί. Η πόρτα ήταν ανοιχτή· έβλεπα μπροστά μου την Αξιά, τη θάλασσα και τον ουρανό· ησυχία μεγάλη· σα νανουρίσματα έμοιαζαν τα λόγια της γριάς, και μια στιγμή κόντεψα να λησμονήσω πως ταξιδέβω και πως γράφω.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *