Το χρυσάφι σκουριάζει,
το ατσάλι σαπίζει,
το μάρμαρο καταρρέει.
Όλα είναι έτοιμα για το θάνατο.
Το πιο μόνιμο απ’ όλα,
στη γη, είναι η θλίψη…
Βιογραφικό
Η Άννα Αντρέγιεβνα “Αχμάτοβα” Γκόρενκο (А́нна Андре́евна “Ахма́това“, γενν. Го́ренко) ήτανε Ρωσίδα ποιήτρια, ρομαντική κι αντισυμβατική μέχρι τέλους, πέρασε στο ποιητικό πάνθεον, τολμώντας ν’ αψηφήσει το σοβιετικό καθεστώς κι ας ήτανε, καθώς έγραφε, η ποίησή της μονάχα “πεφταστέρι στο σκοτάδι“, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Αργυρής Εποχής στη ρωσική ποίηση. Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε σε προγιαγιά της απ’ τη φυλή των Τατάρων, απόγονη του θρυλικού Τζίνγκις Χαν. Τ’ όνομα ακουγότανε ρομαντικό και μυστήριο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου που είχε νιώσει η Άννα από πολύ νωρίς και που ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Ήταν από τις σημαντικότερες του 20ού αι. Επανεμφανίστηκε ως φωνή της ρωσικής ποίησης στη διάρκεια του Β ‘Παγκ. Πολ.. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο Νόμπελ το 1965 κι έλαβε τις 2ες περισσότερες (3) υποψηφιότητες για το βραβείο το επόμενο έτος.
Γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν (Большой Фонтан), χωριό, προάστιο θέρετρο του λιμανιού, κοντά στην Οδησσό, στη Μαύρη Θάλασσα, στις 23 Ιουνίου 1889. Ο πατέρας της Αντρέι Αντόνοβιτς Γκόρενκο (απεβ. 1915) ήταν ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος στο ναυτικό. Οι γονείς της μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη λόγω υπηρεσιακής μετάθεσης του πατέρα. Εκεί έζησαν οι γονείς της μέχρι το διαζύγιό τους το 1905. Στη Ρωσία, η τσαρική εξουσία περνούσε στη τελευταία φάση των καταχρήσεων, ενώ ετοιμάζονταν υποχθόνια οι εργατικές εξεγέρσεις: ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ είχε βαλθεί να εξαρθρώσει τις ομάδες Μηδενιστών, ο αντισημιτισμός βρισκότανε σ’ έξαρση, ενώ από την άλλη φτιαχνόταν ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος κι η χώρα πάσχιζε να εκβιομηχανιστεί.
Οι μέρες εκείνες ήταν οι τελευταίες της παλιάς Ρωσίας: οι φουτουριστές γύριζαν ταινίες σαν το Δράμα στο Καμπαρέ Νο 13, παρωδούσανε τους συμβολιστές, φορώντας φανταχτερά πανωφόρια, προκλητικά σκουλαρίκια και ραπανάκια ή κουτάλια στις μπουτονιέρες τους. Ο Μάλεβιτς σχεδίαζε τα σκηνικά για τη φουτουριστική όπερα Νίκη επί του Ήλιου, ενώ είχε ήδη αρχίσει να ζωγραφίζει σουρρεαλιστικούς και παράλογα ρεαλιστικούς πίνακες, για να φτάσει σύντομα στο Μαύρο Τετράγωνο. Ο Σαγκάλ που ‘χε φύγει για το Παρίσι ζωγράφιζε θέματα από τη ζωή και τα τοπία της Ρωσίας.
1904
Η Άννα μεγάλωσε στο Τσαρκόε Σέλο -το σημερινό Πούσκιν- και σπούδασε στο Κίεβο. Όμως η ζωή της συνδέθηκε με την Πετρούπολη, που ήταν το κέντρο της εύπορης ιντελιγκέντσιας, της ομάδας των Πινγκουικιανών και των μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ. Το ποιητικό της ταλέντο φάνηκε νωρίς: οι στίχοι της πρωτοεκδόθηκαν το 1907 και η 1η της συλλογή, Βράδυ, κυκλοφόρησε το 1912. Μεγάλωσε σε περιβάλλον προνομιούχο και κουλτούρα αριστοκρατική. Πέρασε τα μαθητικά της χρόνια στο κλασσικό περιβάλλον του γυμνασίου στο Τσάρσκογιε Σελό (Ца́рское Село́), ενώ αποφοίτησε από το λύκειο Φουντουκλέγιεφ στο Κίεβο, όπου την είχε στείλει η μητέρα της μετά το χωρισμό των γονέων. Κατόπιν φοίτησε στη Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Κιέβου. Στα νεανικά της χρόνια διάβασε κι επηρεάστηκε απ’ τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία κι ιδιαίτερα απ’ τους Σκανδιναυούς συγγραφείς. Ενώ συνέχιζε ακόμη τις νομικές και φιλολογικές σπουδές της παντρεύτηκε τον Απρίλη του 1910 τον φιλομοναρχικό ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ (Гумилёв) κι έγινε μέλος στη λογοτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης Συντεχνία των Ποιητών (Zech poetow), λίκνου του κινήματος του ακμεϊσμού, του οποίου πρωτοστάτης και θεωρητικός ήταν ο Γκουμιλιόφ.
Η συμβίωσή της με τον Γκουμιλιόφ άρχισε να γίνεται τελείως συμβατική. Στο γαμήλιο ταξίδι του ζευγαριού στο Παρίσι, η νεόνυμφη Αχμάτοβα κάνει τη γνωριμία της με το νεαρό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, με τον οποίο έμελλε αργότερα να ζήσει ένα θυελλώδη έρωτα. Τον Αύγουστο του 1918, στα 30 της παίρνει διαζύγιο από τον Γκουμιλιόφ, που εκτελέστηκε από το σοβιετικό καθεστώς το 1921 ως εχθρός του λαού κατηγορούμενος για συμμετοχή σε συνωμοσία εναντίον του Σοβιετικού καθεστώτος. Υπάρχει ως πιο η πιθανή εκδοχή ότι η συνωμοσία ήταν φτιαγμένη από τη Σοβιετική αστυνομία. Η Αχμάτοβα είχε αποκτήσει μαζί του το 1912 ένα γιο, τον Λεβ Γκουμιλιόφ. Πολύ σύντομα, ξαναπαντρεύτηκε τον εξέχοντα ασσυριολόγο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης Βλαντιμίρ Σιλέϊκο (Влади́мир Шиле́йко, 1891-1930), μεγαλύτερό της σε ηλικία, αλλά κι ο 2ος αυτός γάμος διαλύθηκε το 1921. Αφού πήρε το διαζύγιό της, παντρεύτηκε 3η φορά το 1923 τον Νικολάι Πούνιν (Николай Пунин, 1888 -1953), ιστορικό τέχνης, που πέθανε στα σταλινικά γκουλάγκ το 1953. Κι ο γιος της Λεβ (αργότερα χρεώθηκε από διάφορους μελετητές για αντισημιτισμό κι εθνικισμό για το έργο του) καταδικάστηκε σε 10 έτη καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, απ’ όπου απελευθερώθηκε οριστικά το 1956.
1906
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, η Αχμάτοβα αντιστέκεται στον πειρασμό της αποδημίας. Η σταλινική όμως τρομοκρατία με συνεχείς διώξεις, εξορίες, εξευτελισμούς και απαγορεύσεις κυκλοφορίας των έργων της, αν και δεν επηρέασαν τη ποιητική δημιουργία της, κλόνισαν σημαντικά την κατάσταση της υγείας της, δεδομένου ότι έπασχε από συνεχή κρούσματα φυματίωσης. Λόγω της σημαντικότητας του έργου της με διαταγή του Στάλιν, ήταν από τους λίγους διανοούμενους που επιλέχθηκε να μεταφερθεί από τη Πολιορκία του Λένινγκραντ και να σταλθεί στη Τασκένδη.
Μετά την έκδοση του πιο γνωστού της έργου Anno Domini το 1922, δεν εξέδωσε τίποτα για 18 έτη. Ήταν μακρόχρονη, μαύρη περίοδος για τη πολύπαθη Ρωσία: ο Λένιν πέθανε το 1924 και σιγά-σιγά άρχισε να παίρνει μορφή ένας κόκκινος φασισμός. Μετά την εξόντωση του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ και του Τρότσκι, ο Στάλιν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, οι κουλάκοι εξολοθρεύτηκαν οριστικά και τα ιδανικά των Μπολσεβίκων έχασαν κάθε νόημα. Η Αχμάτοβα επέλεξε τη σιωπή, όπως ο Πάστερνακ επέλεξε να μεταφράζει τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ: όπως είναι γνωστό, στη Σοβιετική Ένωση όποιος δεν έβρισκε τρόπο να μένει αθέατος περνούσε διά πυρός και σιδήρου -η ποιήτρια Όλγα Μπέργκολτς, που είχε επηρεαστεί βαθιά από την Αχμάτοβα, έμεινε 2 έτη στη φυλακή, ενώ ο Μαρτίνοφ δεν εξέδωσε τίποτα από το 1945 ως το 1955. Το 1940, η Αχμάτοβα δημοσίευσε συλλογή ποιημάτων που συνέπεσε με τη σχετική φιλελευθεροποίηση που επέβαλε ο πόλεμος. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Ζντάνοφ (το κομματόσκυλο του ΚΚΣΕ και δεξί χέρι του Στάλιν) της επετέθη, μεταξύ άλλων, με αποτέλεσμα να τη διαγράψουν από την Ένωση Συγγραφέων, όπως και τον Πάστερνακ.
Η ποίησή της έγινε έτσι μύθος που συνδέθηκε με τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων, τη προσωπική απώλεια, την αιματηρή περιπέτεια του σταλινισμού: το ποίημά της Βόρειες Ελεγείες αναπολεί τη Ρωσία του Ντοστογιέφσκυ, ενώ στο Ρέκβιεμ μακαρίζει τους νεκρούς (“….οι μόνοι που του χαμογελούσαν, ήταν οι νεκροί, περιχαρείς που αναπαύονταν“), που δε βρέθηκαν στις φυλακές, ούτε περίμεναν έξω απ’ τις πύλες τους κρατούμενους. Η απήχηση που έβρισκαν τα ποιήματά της στο κοινό ανησυχούσαν το κομμουνιστικό κόμμα. Τον Αύγουστο του 1946, ύστερα από εισήγηση του αρμοδίου για τον πολιτισμό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Κομμουνιστικού Κόμματος Αντρέι Ζντάνοφ (Андре́й Жда́нов), η Αχμάτοβα καταγγέλθηκε ενώπιον των μελών της Ένωσης Συγγραφέων ως ιδεολογικός αποδιοργανωτής κι εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού και διαγράφηκε, όπου μόνο μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν ( 1953) αποκαταστάθηκε.
1912
Στις 5 Μάρτη 1966, η Αχμάτοβα άφησε την τελευταία της πνοή από έμφραγμα σε ηλικία 76 ετών σε σανατόριο στη πόλη Ντομοντέντοβο (Домодедово), νότια της Μόσχας, η σορός της μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ) κι ετάφη στο κοιμητήρι του Κομαρόβο (Комаро́во), κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Το 1965 απονέμεται στην Αχμάτοβα ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορος από το Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, ενώ η UNESCO κήρυξε το έτος 1989 Έτος Αχμάτοβα.
Η 1η ποιητική συλλογή της Το Απόβραδο Вечер (Vetcher) εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη το Μάρτη του 1912, ενώ η 2η συλλογή της Ροζάριο Чётки (Tchetki) δημοσιεύτηκε άνοιξη 1914, λίγο πριν από την έκρηξη του Α’ Παγκ. Πολ.. Οι συλλογές αυτές είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από τη προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα του Ροζάριο είναι αυτά που καθιέρωσαν κι έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία. Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου κι απογοήτευσης στις συλλογές Το λευκό κοπάδι Белая стая (Bielaia staia, 1917), Αγριοβότανο Подорожник (Podorojnik, 1921) και Σωτήριον έτος (Anno domini, 1922).
Ο προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της κι η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν κι όχι πάντα εμφανής, είχαν αποκλείσει τη πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από 10ετία, από το 1923 μέχρι το 1935, είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση κι εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο Αγίας Πετρούπολης, ενώ συγχρόνως αφιέρωνε το χρόνο της στη λογοτεχνική έρευνα και στη μελέτη του έργου του Πούσκιν. Η τρομοκρατία του σταλινικού καθεστώτος, οι προσωπικές διώξεις κι οι απαγορεύσεις δημοσίευσης ή καταστροφής των βιβλίων της την έκαναν να ολισθήσει σε αστική και συνάμα πατριωτική ποίηση με τη συλλογή Ρέκβιεμ (1935-1940), που όμως δεν εκδόθηκε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση. Το 1965 δημοσιεύεται Το διάβα του χρόνου Бег времени (Beg vremeni), το τελευταίο βιβλίο στη διάρκεια της ζωής της. Τα χρόνια του Β’ Παγκ. Πολ. εμπλούτισαν το έργο της με ιστορική διάσταση, όπως στο Ποίημα χωρίς ήρωα Поэма без героя (Poema bez geroja), γραμμένο στο μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα 1940 και 1942.
Η ποίηση της Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως παρακμιακή, εξέπεμπε τεράστια γοητεία , υπογραμμίζοντας αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της κι άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα (που αυτοκτόνησε το 1941) είχε αποκαλέσει την Αχμάτοβα “Άννα Πασών των Ρωσιών“. Η χαρισματική προσωπικότητά της, ο μυστικιστικός ερωτισμός κι η θυελλώδης συναισθηματική ζωή της επηρέασαν, όχι μόνο λογοτέχνες, αλλά και ζωγράφους, γλύπτες και φωτογράφους, που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη μυστηριακά ακαταμάχητη γοητεία της. Ιδιαίτερη έλξη άσκησε η Ρωσίδα ποιήτρια στον Ιταλό ζωγράφο Μοντιλιάνι, όταν συναντήθηκε μαζί της στο Παρίσι το 1910, όπου είχε πάει για το μήνα του μέλιτος με τον άντρα της Νικολάι Γκουμιλιόφ. Τον ξανασυνάντησε σε 2ο ταξίδι στο Παρίσι το 1911 κι έζησαν μαζί έντονη ερωτική σχέση. Στο διάστημα αυτό (1910-12), ο Μοντιλιάνι την απαθανάτισε σε 16 σκίτσα, σε πολλά από αυτά γυμνή, που της τα χάρισε με το χωρισμό τους και που αυτή τα φύλαγε μέχρι το τέλος της ζωής της.

1914
Διάσημοι Ρώσοι καλλιτέχνες έχουν επίσης απεικονίσει τη χαρακτηριστική μορφή της σε πίνακες ζωγραφικής, που κοσμούνε τα μεγάλα μουσεία της Ρωσίας. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι τα πορτραίτα που έχουν φιλοτεχνήσει ο Νατάν Άλτμαν, το 1914 (Nathan Altman 1889-1970), η Όλγα Ντέλα-Βος-Καρντόφσκαγια, το 1914 (Olga Della-Vos-Kardovskaya), ο Κουζμά Πετρόφ-Βόντκιν, τo 1922 (Kuzma Petrov-Vodkin, 1878-1939), ο Αλεξάντερ Αλεξάντροβιτς Οσμιόρκιν, περ. 1939 (Αlexander Alexandrovich Osmiorkin, 1892-1953) κ. ά. Πιο πρόσφατα, το 1990, σ’ ένα πίνακα της Λίντια Νταβιντένκοβα (Lidia Davidenkova, γεν. 1939), η Αχμάτοβα απεικονίζεται μπρος σ’ ένα καθρέπτη μαζί με το Ρώσο ποιητή και φίλο της Αλεξάντρ Μπλοκ. Στο Μουσείο Αυτοκρατορικής Πορσελάνης Αγίας Πετρούπολης υπάρχει πανέμορφο αγαλματίδιό της από πορσελάνη (1924), έργο της γλύπτριας Νατάλια Ντάνκο (Наталья Данько, 1892-1942).
Πολλά μνημεία, φιλοτεχνημένα από Ρώσους καλλιτέχνες, είναι αφιερωμένα στη πιο διάσημη Ρωσίδα ποιήτρια του 20ού αι. Eπιβλητικό μνημείο της, έργο της γλύπτριας Γκαλίνα Ντοντόνοβα (Galina Dodonova), ύψους 3.3 μ., αποκαλύφθηκε το Δεκέμβρη 2006 στη Προκυμαία Ροβεσπιέρου του ποταμού Νέβα στην Αγία Πετρούπολη. Έχει στηθεί, σύμφωνα με την εκφρασμένη στο ποίημά της Ρέκβιεμ δική της επιθυμία, μπρος στις φυλακές Κρέστι (Kresty), όπου είχε εγκλειστεί ο γιος της Λεβ από το σταλινικό καθεστώς. 2ο μνημείο της στήθηκε, το 2004, στο προαύλιο της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης, έργο του Ρώσου γλύπτη Βαντίμ Τρογιανόφσκι (Vadim Troyanovsky, γεν. 1937). Ένα ακόμη μνημείο της τοποθετήθηκε το έτος 2000 στην αυλή ενός σπιτιού στη Μόσχα, όπου έμενε η ποιήτρια στις επισκέψεις της στη ρωσική πρωτεύουσα μεταξύ 1934 και 1963. Έργο του διάσημου Ρώσου γλύπτη Βλαντιμίρ Σουρόφτσεφ (Vladimir Surovtsev, γεν. 1951), βασισμένο σε σκίτσο του Μοντιλιάνι.
Γλυπτική σύνθεση σε υπαίθριο χώρο, όπου απεικονίζονται η Αχμάτοβα μαζί με τον 1ο σύζυγό της Γκουμιλιόφ και το γιο τους Λεβ, υπάρχει στη ρωσική πόλη Μπέζετσκ (Бежецк). Το Μουσείο Άννας Αχμάτοβα (Музей Анны Ахматовой в Фонтанном доме) είναι αφιερωμένο στη ζωή της, που θεωρείται η πιο σημαντική ποιητική εκπρόσωπος της Αργυρής Εποχής (Серебряный век русской поэзии) στη Ρωσία. Το μουσείο στεγάζεται στο Ανάκτορο Σερεμέτεφ στην Αγία Πετρούπολη, κτίριο που χρονολογείται από τη 10ετία του 1750, δίπλα στην αποβάθρα του καναλιού Φοντάνκα και με είσοδο από την αυλή στον αριθμό 53 της Λιτέινι Προσπέκτ. Καταλαμβάνει τα παλιά διαμερίσματα του προσωπικού του ανακτόρου, όπου έζησε κι εργάστηκε η Αχμάτοβα για πολλά χρόνια, από το 1933 έως το 1941 και ξανά από το 1944 έως το 1954. Οι αίθουσες του μουσείου περιέχουν προσωπικά αντικείμενα από την ιδιαίτερη ζωή της Αχμάτοβα. Υπάρχουνε κι ηχογραφήσεις με τη φωνή της ίδιας να διαβάζει ποιήματά της.
Με το σύζυγο Γκουμιλιόφ και το γιο Λεβ
Το έργο της κυμαίνεται από σύντομα λυρικά ποιήματα ως περίπλοκα δομημένους κύκλους, όπως το Ρέκβιεμ (1935-40), το τραγικό αριστούργημά της για τη σταλινική τρομοκρατία. Το στυλ που χαρακτηρίζεται από την οικονομία και τη συναισθηματική αυτοσυγκράτηση, ήταν εντυπωσιακά πρωτότυπο και διακριτικό για τους συγχρόνους της. Η ισχυρή και καθαρή ηγετική γυναικεία φωνή χτύπησε νέα χορδή στη ρωσική ποίηση. Η γραφή της μπορεί να ειπωθεί ότι εμπίπτει σε 2 περιόδους -το πρώιμο έργο (1912-25) και το μεταγενέστερο (από περίπου το 1936 μέχρι το θάνατό της), διαιρούμενο από 10ετία μειωμένης λογοτεχνικής παραγωγής. Το έργο της καταδικάστηκε και λογοκρίθηκε από τις σταλινικές αρχές κι είναι αξιοσημείωτη για την επιλογή της να μη μεταναστεύσει και να παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση, ενεργώντας ως μάρτυρας των γεγονότων γύρω της. Τα αιώνια θέματά της περιλαμβάνουν στοχασμούς για το χρόνο και τη μνήμη και τις δυσκολίες της ζωής και της γραφής στη σκιά του σταλινισμού.
Οι πρωτογενείς πηγές πληροφοριών για τη ζωή της είναι σχετικά ελάχιστες, καθώς ο πόλεμος, η επανάσταση και το σοβιετικό καθεστώς προκάλεσαν τη καταστροφή μεγάλου μέρους των γραπτών αρχείων. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα βρισκόταν σ’ επίσημη δυσμένεια και πολλοί από κείνους που ήτανε κοντά της πέθαναν μετά την επανάσταση.. Ο 1ος σύζυγός της, Νικολάι Γκουμιλιόφ, εκτελέστηκε από τη σοβιετική μυστική αστυνομία κι ο γιος της Λεβ κι ο σύζυγός της Νικολάι Πούνιν πέρασαν πολλά χρόνια στο Γκουλάγκ, όπου πέθανε ο Πούνιν.
Ο πατέρας της, Andrey Antonovich Gorenko, ήταν ναυτικός μηχανικός κι απόγονος μιας ευγενούς ουκρανικής οικογένειας κοζάκων κι η μητέρα της, Inna Erazmovna Stogova, ήταν απόγονος της ρωσικής αριστοκρατίας με στενούς δεσμούς με το Κίεβο. Έγραψε:
“Κανείς στη μεγάλη οικογένειά μου δεν έγραψε ποίηση. Αλλά η πρώτη ρωσική ποιήτρια, η Άννα Μπούνινα, ήταν η θεία του παππού μου Erasm Ivanovich Stogov. Οι Stogovs ήταν μέτριοι γαιοκτήμονες στη περιοχή Mozhaisk της επαρχίας της Μόσχας. Μεταφέρθηκαν εδώ μετά την εξέγερση κατά τη διάρκεια της Posadnitsa Marfa. Στο Νόβγκοροντ ήταν πλουσιότερη και πιο διακεκριμένη οικογένεια. Ο Χαν Αχμάτ, ο πρόγονός μου, σκοτώθηκε μια νύχτα στη σκηνή του από έναν Ρώσο δολοφόνο. Ο Karamzin μας λέει ότι αυτό σηματοδότησε το τέλος του μογγολικού ζυγού στη Ρωσία. […] Ήταν γνωστό ότι αυτός ο Akhmat ήταν απόγονος του Genghiz Khan. Τον 18ο αι., μία από τις πριγκίπισσες Akhmatov -Praskovia Yegorovna- παντρεύτηκε τον πλούσιο και διάσημο γαιοκτήμονα Simbirsk Motovilov. Ο Yegor Motovilov ήταν ο προπάππους μου. η κόρη του, Άννα Γιεγκόροβνα, ήταν η γιαγιά μου. Πέθανε όταν η μητέρα μου ήταν 9 ετών κι ονομάστηκα προς τιμήν της. Αρκετά διαμαντένια δαχτυλίδια και σμαράγδι έγιναν από την καρφίτσα της. Αν και τα δάχτυλά μου είναι λεπτά, ακόμα η δαχτυλήθρα της δεν μου ταιριάζει“.
Η οικογένειά της μετακόμισε βόρεια στο Tsarskoye Selo, κοντά στην Αγία Πετρούπολη, όταν ήταν έντεκα μηνών. Η οικογένεια ζούσε σε σπίτι στη γωνία της οδού Shirokaya και της Bezymyanny Lane (το κτίριο δεν υπάρχει πλέον σήμερα), περνώντας τα καλοκαίρια από τα 7 ως τα 13 σε ντάκα κοντά στη Σεβαστούπολη. Σπούδασε στο γυμνάσιο Mariinskaya, μετακομίζοντας στο Κίεβο (1906-10) και τελείωσε την εκπαίδευσή της εκεί, αφού οι γονείς της χώρισαν το 1905. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Κιέβου, φεύγοντας 1 χρόνο μετά για να σπουδάσει λογοτεχνία στην Αγία Πετρούπολη.
Η Αχμάτοβα άρχισε να γράφει ποίηση στην ηλικία των 11 ετών και δημοσιεύθηκε στα τέλη της εφηβείας της, εμπνευσμένη από τους ποιητές Νικολάι Νεκράσοφ, Ζαν Ρασίν, Πούσκιν, Εβγκένι Μπαρατίνσκι και τους Συμβολιστές. Ωστόσο, κανέν από τα νεαρά παιδιά της δεν επιβίωσε. Η αδελφή της Inna έγραψε επίσης ποίηση, αν και δεν ακολούθησε τη πρακτική και παντρεύτηκε λίγο μετά το γυμνάσιο. Ο πατέρας της Αχμάτοβα δεν ήθελε να δει στίχους τυπωμένους κάτω από το αξιοσέβαστο όνομά του, οπότε επέλεξε να υιοθετήσει το σαφώς ταταρικό επώνυμο της γιαγιάς της “Αχμάτοβα” ως ψευδώνυμο.
Γνώρισε έναν νεαρό ποιητή, τον Νικολάι Γκουμίλεφ, παραμονή Χριστουγέννων 1903. Ο Gumilev την ενθάρρυνε να γράψει και την ακολούθησε έντονα, κάνοντας πολλές προτάσεις γάμου ξεκινώντας από το 1905. Σε ηλικία 17 ετών, στο ημερολόγιό του Σείριος, δημοσίευσε το 1ο της ποίημα που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “Στο χέρι του μπορείτε να δείτε πολλά λαμπερά δαχτυλίδια” (1907) υπογράφοντας “Άννα Γ“. Σύντομα έγινε γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης, δίνοντας τακτικά δημόσιες αναγνώσεις. Εκείνη τη χρονιά, έγραψε χωρίς ενθουσιασμό σε φίλο: “Με αγαπάει εδώ και 3 έτη και πιστεύω ότι είναι η μοίρα μου να είμαι σύζυγός του. Αν τον αγαπώ ή όχι, δεν ξέρω, αλλά μου φαίνεται ότι τον αγαπώ“. Παντρεύτηκε τον Gumilev στο Κίεβο τον Απρίλη του 1910. Ωστόσο, κανένας από την οικογένεια της δεν παρευρέθηκε στο γάμο. Το ζευγάρι έκανε μήνα του μέλιτος στο Παρίσι κι εκεί γνώρισε και έγινε φίλη με τον Ιταλό καλλιτέχνη Modigliani.
Στα τέλη του 1910, συναντήθηκε με ποιητές όπως οι Osip Mandelstam, Sergey Gorodetsky για να σχηματίσουν τη Συντεχνία Ποιητών. Προώθησε την ιδέα της τέχνης ως το κλειδί για τη ποίηση κι όχι ως έμπνευση ή μυστήριο, παίρνοντας θέματα του συγκεκριμένου κι όχι του πιο εφήμερου κόσμου των Συμβολιστών. Με τη πάροδο του χρόνου, ανέπτυξαν την επιρροή της αντι-συμβολιστικής σχολής Acmeist, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του Imagism στην Ευρώπη και την Αμερική. Από το 1ο έτος του γάμου τους, ο Gumilev άρχισε να ενοχλείται από τους περιορισμούς του. Έγραψε ότι είχε χάσει το πάθος του για κείνη και μέχρι το τέλος του ίδιου έτους έφυγε για 6 μήνες ταξίδι στην Αφρική. Είχε τη 1η γεύση της φήμης της, έγινε γνωστή, όχι τόσο για την ομορφιά, αλλά για τον έντονο μαγνητισμό και τη γοητεία της, προσελκύοντας τη γοητευμένη προσοχή πολλών ανδρών, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων και των καλών. Επέστρεψε για να επισκεφθεί τον Μοντιλιάνι στο Παρίσι, όπου δημιούργησε τουλάχιστον 20 πίνακές της, συμπεριλαμβανομένων αρκετών γυμνών.
1922
Μετά ξεκίνησε σχέση με τον διάσημο ποιητή Acmeist Osip Mandelstam, που η σύζυγος, Nadezhda, δήλωσε αργότερα, στην αυτοβιογραφία της ότι ήρθε να συγχωρήσει την Akhmatova γι’ αυτό εγκαίρως. Ο γιος της Αχμάτοβα, Λεβ, γεννήθηκε το 1912 και θα γινόταν διάσημος νεο-ευρασιατιστής ιστορικός. Το 1912, η Συντεχνία των Ποιητών δημοσίευσε το βιβλίο στίχων της Αχμάτοβα Evening (Vecher) – το 1ο από τα 5 σε 9 έτη. Η μικρή έκδοση των 500 αντιτύπων εξαντλήθηκε γρήγορα κι έλαβε περίπου 12 θετικές ανακοινώσεις στον λογοτεχνικό τύπο. Άσκησε ισχυρή επιλεκτικότητα για τα κομμάτια -συμπεριλαμβανομένων μόνο 35 από τα 200 ποιήματα που είχε γράψει μέχρι το τέλος του 1911.(το Τραγούδι της Τελευταίας Συνάντησης, 29 Σεπτέμβρη 1911, ήτανε το 200ό ποίημά της). Το βιβλίο εξασφάλισε τη φήμη της ως νέας κι εντυπωσιακής νεαρής συγγραφέως, τα ποιήματα Grey-eyed king, In the Forest, Over the Water, και I don’t need my legs anymore making her famous -στο δάσος, πάνω από το νερό και δεν χρειάζομαι πια τα πόδια μου για να γίνει διάσημη. Αργότερα έγραψε: “Αυτά τα αφελή ποιήματα από επιπόλαιο κορίτσι για κάποιο λόγο ανατυπώθηκαν 13 φορές […] Και βγήκανε σε πολλές μεταφράσεις. Η ίδια η κοπέλα (από όσο θυμάμαι) δεν προέβλεψε μια τέτοια μοίρα γι ‘αυτούς και συνήθιζε να κρύβει τα τεύχη των περιοδικών που δημοσιεύθηκαν 1η φορά κάτω από τα μαξιλάρια του καναπέ“.
Η 2η συλλογή της, Το Ροζάριο (ή Χάντρες Τσέτκι) εμφανίστηκε Μάρτη του 1914 και τη καθιέρωσε σταθερά ως μία από τις πιο δημοφιλείς και περιζήτητες ποιήτριες της εποχής. Χιλιάδες γυναίκες συνέθεσαν ποιήματα προς τιμήν της, μιμούμενες το ύφος της και προτρέποντάς τη να αναφωνήσει: “Έμαθα στις γυναίκες μας πώς να μιλούν, αλλά δεν ξέρουν πώς να τις κάνουν να σωπάσουν“. Οι αριστοκρατικοί τρόποι κι η καλλιτεχνική της ακεραιότητα της χάρισαν τους τίτλους Βασίλισσα του Νέβα και Ψυχή της Ασημένιας Εποχής, όπως έγινε γνωστή η περίοδος στην ιστορία της ρωσικής ποίησης. Στο Ποίημα χωρίς ήρωα, το μεγαλύτερο κι από τα πιο γνωστά έργα της, γραμμένο πολλές 10ετίες μετά, θα το θυμόταν ως η ευλογημένη στιγμή της ζωής της.
Η Αχμάτοβα έγινε στενή φίλη με τον Μπόρις Πάστερνακ (που, αν και παντρεμένος, της έκανε πρόταση γάμου πολλάκις) κι άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι είχε σχέση με τον σημαντικό λυρικό ποιητή Αλεξάντερ Μπλοκ. Τον Ιούλιο του 1914, έγραψε: “Τρομακτικοί καιροί πλησιάζουν / Σύντομα νέοι τάφοι θα καλύψουν τη γη“. Την 1η Αυγούστου, η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, σηματοδοτώντας την έναρξη της σκοτεινής καταιγίδας του παγκόσμιου πολέμου, του εμφυλίου πολέμου, της επανάστασης και της ολοκληρωτικής καταστολής για τη Ρωσία. Η Ασημένια Εποχή έφτασε στο τέλος της.
Η Αχμάτοβα είχε σχέση με τον καλλιτέχνη και ποιητή Μπόρις Ανρέπ. Πολλά από τα ποιήματά της της περιόδου είναι γι’ αυτόν κι αυτός με τη σειρά του δημιούργησε ψηφιδωτά που εμφανίζεται. Επέλεξε ποιήματα για τη 3η συλλογή της, Belaya Staya (Λευκό κοπάδι), το 1917, ένα τόμο που ο ποιητής και κριτικός Joseph Brodsky περιέγραψε αργότερα ως γραφή προσωπικού λυρισμού χρωματισμένου με τη νότα ελεγχόμενου τρόμου. Αργότερα μνημονεύτηκε από τη περιγραφή της ως η έντονη μούσα. Ο δοκιμιογράφος John Bayley περιγράφει τα γραπτά της εκείνη την εποχή ως ζοφερά, φειδωλά και λακωνικά.
Τον Φλεβάρη του 1917, η επανάσταση ξεκίνησε στη Πετρούπολη (τότε έτσι ονομαζόταν). Στρατιώτες πυροβόλησαν εναντίον διαδηλωτών που παρέλασαν κι άλλοι στασίασαν. Κοίταξαν σε παρελθόν που το μέλλον σάπιζε. Σε πόλη χωρίς ηλεκτρικό ή αποχέτευση, με λίγο νερό ή τρόφιμα, αντιμετώπιζαν πείνα κι αρρώστειες. Οι φίλοι της Αχμάτοβα πέθαναν γύρω της κι άλλοι έφυγαν μαζικά για ασφαλέστερα καταφύγια στην Ευρώπη και την Αμερική, συμπεριλαμβανομένου του Anrep, που διέφυγε στην Αγγλία. Είχε την επιλογή να φύγει, και το σκέφτηκε για ένα διάστημα, αλλά επέλεξε να μείνει κι ήτανε περήφανη για την απόφασή της να παραμείνει.
Είσαι προδότης
και για ένα καταπράσινο νησί,
Πρόδωσες, ναι,
πρόδωσες τη πατρίδα σου,
Εγκατέλειψες όλα τα τραγούδια
και τις ιερές εικόνες μας,
Και το πεύκο
πάνω από μια ήσυχη λίμνη.
Μια φωνή ήρθε σε μένα.
Φώναξε παρηγορητικά.
Έλεγε: «Ελάτε εδώ,
αφήστε τη κουφή
κι αμαρτωλή γη σας,
αφήστε τη Ρωσία για πάντα,
θα πλύνω το αίμα από τα χέρια σας,
ξεριζώστε τη μαύρη ντροπή
από την καρδιά σας,
[…] ήρεμα κι αδιάφορα,
κάλυψα τα αυτιά μου
με τα χέρια μου,
έτσι ώστε το θλιμμένο πνεύμα
μου να μη κηλιδωθεί
από αυτά τα επαίσχυντα λόγια.
Στο απόγειο της φήμης της, το 1918, χώρισε τον σύζυγό της και την ίδια χρονιά, αν και πολλοί από τους φίλους της το θεώρησαν λάθος, παντρεύτηκε τον εξέχοντα ασσυριολόγο και ποιητή Βλαντιμίρ Σιλέικο. Αργότερα είπε: “Ένιωσα τόσο βρώμικη. Νόμιζα ότι θα ήταν σαν κάθαρση, σαν να πηγαίνεις σε μοναστήρι, γνωρίζοντας ότι θα χάσεις την ελευθερία σου“. Ξεκίνησε σχέσεις με το θεατρικό σκηνοθέτη Mikhail Zimmerman και τον συνθέτη Arthur Lourié, που μελοποίησε πολλά από τα ποιήματά της.
Το 1921, ο πρώην σύζυγος της, Γκουμιλιόφ, διώχθηκε για τον υποτιθέμενο ρόλο του σε μοναρχική αντι-μπολσεβίκικη συνωμοσία και τον Αύγουστο πυροβολήθηκε μαζί με 61 άλλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Rayfield, η δολοφονία του ήταν μέρος της κρατικής απάντησης στην εξέγερση της Κροστάνδης. Η Τσεκά (μυστική αστυνομία) κατηγόρησε για την εξέγερση τους διανοούμενους της Πετρούπολης, ωθώντας τον ανώτερο αξιωματικό της Γιάκοβ Αγκράνοφ να αποσπάσει βίαια τα ονόματα των συνωμοτών από φυλακισμένο καθηγητή, εγγυώμενος αμνηστεία από την εκτέλεση. Η εγγύησή του αποδείχθηκε χωρίς νόημα. Καταδίκασε 16 από τα κατονομαζόμενα άτομα σε θάνατο, συμπεριλαμβανομένου του Gumilev. Ο Μαξίμ Γκόρκυ κι άλλοι έκαναν έκκληση για επιείκεια, αλλά μέχρι τη στιγμή που ο Λένιν συμφώνησε σε αρκετές χάρες, οι καταδικασθέντες είχαν εκτελεστεί. Μέσα σε λίγες μέρες από το θάνατό του, η Αχμάτοβα έγραψε:
Τρόμου δάχτυλα όλα τα πράγματα στο σκοτάδι,
οδηγεί το φως του φεγγαριού στο τσεκούρι.
Υπάρχει δυσοίωνο χτύπημα πίσω από τον τοίχο:
Ένα φάντασμα, ένας κλέφτης ή ένας αρουραίος…
Οι εκτελέσεις είχαν ισχυρή επίδραση στη ρωσική διανόηση, καταστρέφοντας την ομάδα ποίησης acmeist και στιγματίζοντας την Akhmatova και τον γιο της Lev. Η μεταγενέστερη σύλληψη του στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων και του τρόμου της 10ετίας του 1930 βασίστηκε στο γεγονός ότι ήτανε γιος του πατέρα του. Από νέα μαρξιστική προοπτική, η ποίησή της θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει ενδοσκοπική αστική αισθητική, αντανακλώντας μόνο ασήμαντες γυναικείες ανησυχίες, που δεν συνάδουν με αυτές τις νέες επαναστατικές πολιτικές της εποχής. Δέχτηκε σφοδρή επίθεση από το κράτος κι από πρώην υποστηρικτές και φίλους και θεωρήθηκε αναχρονισμός. Στη διάρκεια αυτού που ονόμασε “Τα χορτοφαγικά χρόνια“, το έργο της απαγορεύτηκε ανεπίσημα με απόφαση του κόμματος το 1925 και δυσκολεύτηκε να δημοσιεύσει, αν και δεν σταμάτησε να γράφει. Έκανε αναγνωρισμένες μεταφράσεις έργων των Βίκτωρος Ουγκώ, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και Τζάκομο Λεοπάρντι και συνέχισε το ακαδημαϊκό έργο για τον Πούσκιν και τον Ντοστογιέφσκι. Εργάστηκε ως κριτικός και δοκιμιογράφος, αν και πολλοί κριτικοί κι αναγνώστες της ΕΣΣΔ και ξένων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχε πεθάνει.
Είχε λίγο φαγητό και σχεδόν καθόλου χρήματα. Στο γιο της απαγορεύτηκε η πρόσβαση στις σπουδές σε ακαδημαϊκά ιδρύματα λόγω των υποτιθέμενων αντικρατικών δραστηριοτήτων των γονιών του. Η εθνική καταστολή κι οι εκκαθαρίσεις αποδεκάτισαν τον κύκλο φίλων, καλλιτεχνών και διανοουμένων της Αγίας Πετρούπολης. Ο στενός φίλος και συνάδελφός της ποιητής Mandelstam απελάθηκε και στη συνέχεια καταδικάστηκε σε στρατόπεδο εργασίας Gulag, όπου θα πέθαινε. Η Αχμάτοβα γλίτωσε οριακά τη σύλληψη, αν κι ο γιος της Λεβ φυλακίστηκε πολλές φορές από το σταλινικό καθεστώς, κατηγορούμενος για αντεπαναστατική δραστηριότητα. Συχνά περίμενε στην ουρά για ώρες για να του παραδώσει πακέτα τροφίμων και να παρακαλέσει για λογαριασμό του. Περιγράφει ότι στέκεται έξω από μια πέτρινη φυλακή:
“Μια μέρα κάποιος από το πλήθος με αναγνώρισε. Πίσω μου στεκόταν μια γυναίκα, με χείλη μπλε από το κρύο, που φυσικά, δεν με είχε ξανακούσει να με φωνάζουν με το όνομά μου. Τώρα ξεκίνησε από τη λαίλαπα που ήταν κοινή σε όλους μας και με ρώτησε ψιθυριστά (όλοι ψιθύριζαν εκεί): “Μπορείς να το περιγράψεις αυτό;”.
Και είπα: «Μπορώ».
Τότε κάτι σαν χαμόγελο πέρασε φευγαλέα πάνω από αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της“.
Η Αχμάτοβα έγραψε ότι μέχρι το 1935, κάθε φορά που πήγαινε να δει κάποιον στο σιδηροδρομικό σταθμό καθώς πήγαιναν στην εξορία, έβρισκε τον εαυτό της να χαιρετά φίλους σε κάθε βήμα, καθώς τόσες πολλές από τις πνευματικές και πολιτιστικές προσωπικότητες της Αγίας Πετρούπολης έφευγαν με το ίδιο τραίνο. Στους ποιητικούς κύκλους της, ο Μαγιακόφσκι κι ο Εσένιν αυτοκτόνησαν κι η Μαρίνα Τσβετάεβα θα ακολουθούσε το 1941, μετά την επιστροφή τους από την εξορία.
Δεκαεπτά μήνες σε παρακαλώ
να γυρίσεις σπίτι.
Πέταξα τον εαυτό μου
στα πόδια του δήμιου.
Ο τρόμος μου, ω γιε μου.
Και δεν μπορώ να καταλάβω.
Τώρα όλα είναι αιώνια σύγχυση.
Ποιος είναι κτήνος
και ποιος είναι άνθρωπος;
Πόσο καιρό μέχρι την εκτέλεση;

Το 1939, ο Στάλιν ενέκρινε τη δημοσίευση ενός τόμου ποίησης, Από 6 βιβλία. Ωστόσο, η συλλογή αποσύρθηκε και πολτοποιήθηκε μετά από λίγους μόνο μήνες. Το 1993, αποκαλύφθηκε ότι οι αρχές είχανε βάλει κοριούς στο διαμέρισμά της και τη κρατούσαν υπό συνεχή παρακολούθηση, διατηρώντας λεπτομερή αρχεία γι ‘αυτήν από κείνη τη στιγμή, συγκεντρώνοντας περίπου 900 σελίδες καταγγελιών, αναφορών τηλεφωνικών υποκλοπών, παραθέσεων από γραπτά, ομολογίες των οικείων της. Αν κι επίσημα καταπνίγηκε, το έργο της συνέχισε να κυκλοφορεί μυστικά. Η στενή φίλη της, χρονικογράφος Λυδία Τσουκόφσκαγια περιέγραψε πώς οι συγγραφείς που εργάζονταν για να κρατήσουν ζωντανά τα ποιητικά μηνύματα χρησιμοποίησαν διάφορες στρατηγικές. Ένας μικρός έμπιστος κύκλος, π.χ., θα απομνημόνευε ο ένας τα έργα του άλλου και θα τα κυκλοφορούσε μόνο προφορικά. Λέει πώς η Αχμάτοβα έγραφε το ποίημά της για έναν επισκέπτη σε κομμάτι χαρτί για να διαβαστεί στη στιγμή και στη συνέχεια να καεί στη σόμπα της. Τα ποιήματα διαδόθηκαν προσεκτικά με αυτόν τον τρόπο, αλλά είναι πιθανό ότι πολλά που συντάχθηκαν με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν. Ήταν σαν τελετουργικό, έγραψε η Τσουκόφσκαγια. Χέρια, σπίρτα, τασάκι. Μια τελετουργία όμορφη και πικρή. Στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ., έγινε μάρτυρας της πολιορκίας 900 ημερών του Λένινγκραντ (τώρα Αγία Πετρούπολη).
Το 1940, ξεκίνησε το Ποίημα χωρίς ήρωα, ολοκληρώνοντας 1ο προσχέδιο στη Τασκένδη, αλλά δουλεύοντας πάνω του για 20 έτη και θεωρώντας το ως το σημαντικότερο έργο της ζωής της, αφιερώνοντάς το στη μνήμη του πρώτου ακροατηρίου του -των φίλων και συμπολιτών που χάθηκαν στο Λένινγκραντ στη διάρκεια της πολιορκίας. Μεταφέρθηκε στη Τσιστοπόλ την άνοιξη του 1942 και στη συνέχεια στη πιο πράσινη, ασφαλέστερη Τασκένδη στο Ουζμπεκιστάν, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Σοστακόβιτς. Στη διάρκεια της απουσίας της αρρώστησε σοβαρά από τύφο (είχε υποφέρει από σοβαρή βρογχίτιδα και φυματίωση ως νεαρή). Επιστρέφοντας στο Λένινγκραντ τον Μάη 1944, γράφει για το πόσο ενοχλήθηκε όταν βρήκε τρομερό φάντασμα που προσποιήθηκε ότι ήταν η πόλη μου.
Διάβαζε τακτικά σε στρατιώτες στα στρατιωτικά νοσοκομεία και στη 1η γραμμή. Τα μεταγενέστερα κομμάτια της φαίνεται να είναι η φωνή εκείνων που είχαν αγωνιστεί και των πολλών που είχε ξεπεράσει. Απομακρύνθηκε από τα ρομαντικά θέματα προς πιο ποικίλο, σύνθετο και φιλοσοφικό έργο και μερικά από τα πιο πατριωτικά ποιήματά της βρήκανε το δρόμο τους στα πρωτοσέλιδα της Πράβντα. Το 1946 η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ, ενεργώντας με εντολή του Στάλιν, ξεκίνησε επίσημη εκστρατεία ενάντια στα αστικά, ατομικιστικά έργα της Αχμάτοβα και του σατιρικού Μιχαήλ Ζοστσένκο. Καταδικάστηκε για την επίσκεψη του φιλελεύθερου, δυτικού, Εβραίου φιλοσόφου Ησαΐα Μπερλίν το 1945 κι ο Ζντάνοφ τη χαρακτήρισε δημόσια μισή-μισή καλόγρια, το έργο της ποίηση μιας υπερβολικής κυρίας της ανώτερης τάξης, το έργο της προϊόν ερωτισμού, μυστικισμού και πολιτικής αδιαφορίας. Απαγόρευσε τη δημοσίευση ποιημάτων της στα περιοδικά Zvezda και Leningrad, κατηγορώντας την ότι δηλητηρίασε το μυαλό της σοβιετικής νεολαίας. Η παρακολούθησή της αυξήθηκε κι εκδιώχθη από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων.
Ο Μπερλίν περιέγραψε την επίσκεψή του στο διαμέρισμά της: “Ήταν ελάχιστα επιπλωμένο -σχεδόν τα πάντα σε αυτό είχανε, συγκεντρωθεί, αφαιρεθεί -λεηλατηθεί ή πωληθεί- στη διάρκεια της πολιορκίας… Μια αρχοντική, γκριζομάλλη κυρία, λευκό σάλι τυλιγμένο στους ώμους της, σηκώθηκε αργά για να μας χαιρετήσει. Η Άννα Αχμάτοβα ήταν εξαιρετικά αξιοπρεπής, με αβίαστες χειρονομίες, ευγενές κεφάλι, όμορφα, κάπως σοβαρά χαρακτηριστικά και έκφραση τεράστιας θλίψης“.
Ο γιος της Αχμάτοβα, Λεβ, συνελήφθη ξανά τέλη του 1949 και καταδικάστηκε σε 10 έτη σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της Σιβηρίας. Πέρασε μεγάλο μέρος των επόμενων ετών προσπαθώντας να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του. Για το σκοπό αυτό και για 1η φορά, δημοσίευσε απροκάλυπτα προπαγανδιστική ποίηση, In Praise of Peace, στο περιοδικό Ogoniok, υποστηρίζοντας ανοιχτά τον Στάλιν και το καθεστώς του. Ο Λεβ παρέμεινε στα στρατόπεδα μέχρι το 1956, πολύ μετά το θάνατο του Στάλιν, η τελική απελευθέρωσή του ενδεχομένως βοηθήθηκε από τις συντονισμένες προσπάθειες της μητέρας. Η Bayley προτείνει ότι η περίοδος του φιλοσταλινικού έργου της μπορεί επίσης να έσωσε τη ζωή της. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αχμάτοβα δεν αναγνώρισε ποτέ αυτά τα κομμάτια στο επίσημο σώμα της. Το ανάστημά της μεταξύ των σοβιετικών ποιητών παραχωρήθηκε σιγά-σιγά από τους αξιωματούχους του κόμματος, τ’ όνομά της δεν αναφέρεται πλέον μόνο σε καυστικά πλαίσια κι έγινε ξανά δεκτή στην Ένωση Συγγραφέων το 1951, πλήρως αναγνωρισμένη ξανά μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953. Με τον Τύπο να εξακολουθεί να ελέγχεται και να λογοκρίνεται σε μεγάλο βαθμό υπό τον Νικήτα Χρουστσόφ, μετάφρασή της επαινέθηκε σε δημόσια επιθεώρηση το 1955 και τα δικά της ποιήματα άρχισαν να επανεμφανίζονται το 1956. Την ίδια χρονιά ο Λεβ απελευθερώθηκε από τα στρατόπεδα, πικραμένος, πιστεύοντας ότι η μητέρα του νοιαζόταν πιότερο για τη ποίησή της παρά γι’ αυτόν κι ότι δεν είχε εργαστεί σκληρά για την απελευθέρωσή του. Το καθεστώς της Αχμάτοβα επιβεβαιώθηκε από το 1958, με τη δημοσίευση του Stikhotvoreniya (Ποιήματα) και στη συνέχεια του Stikhotvoreniya 1909-1960 (Ποιήματα: 1909-1960) το 1961. Το Beg vremeni (Το πέταγμα του χρόνου), συλλογή έργων 1909-1965, που δημοσιεύθηκε το 1965, ήταν ο πληρέστερος τόμος των έργων της στη διάρκεια της ζωής της, αν και το μακρύ καταδικαστικό ποίημα Requiem, που καταδίκαζε τις σταλινικές εκκαθαρίσεις, ήταν εμφανώς απόν. Ο Isaiah Berlin προέβλεψε τότε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να δημοσιευθεί στη Σοβιετική Ένωση.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, συνέχισε να ζει με την οικογένεια Πούνιν στο Λένινγκραντ, εξακολουθώντας να μεταφράζει, να ερευνά τον Πούσκιν και να γράφει τη δική της ποίηση. Αν κι εξακολουθούσε να λογοκρίνεται, ανησυχούσε για την ανακατασκευή έργων που είχαν καταστραφεί ή κατασταλεί στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων ή που αποτελούσαν απειλή για τη ζωή του γιου της στα στρατόπεδα, όπως το χαμένο ημι-αυτοβιογραφικό έργο Enûma Elish. Εργάστηκε στα επίσημα απομνημονεύματά της, σχεδίασε μυθιστορήματα κι εργάστηκε στο επικό της ποίημα χωρίς ήρωα, 20 χρόνια στη συγγραφή.
Η Αχμάτοβα τιμήθηκε ευρέως στην ΕΣΣΔ και τη Δύση. Το 1962, την επισκέφθηκε ο Robert Frost. Ο Berlin προσπάθησε να την επισκεφθεί ξανά, αλλά κείνη τον αρνήθηκε, ανησυχώντας ότι ο γιος της θα μπορούσε να συλληφθεί ξανά λόγω οικογενειακής σχέσης με τον ιδεολογικά ύποπτο δυτικό φιλόσοφο. Ενέπνευσε και συμβούλεψε μεγάλο κύκλο βασικών νέων σοβιετικών συγγραφέων. Η ντάτσα της στο Komarovo γέμιζε από ποιητές όπως ο Yevgeny Rein κι ο Joseph Brodsky, που τους καθοδηγούσε. Ο Μπρόντσκι, που συνελήφθη το 1963 και φυλακίστηκε για κοινωνικό παρασιτισμό, θα κέρδιζε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1987) και θα γινόταν βραβευμένος ποιητής (1991) ως εξόριστος στις ΗΠΑ.
Ως από τις τελευταίες εναπομείνασες μεγάλες ποιήτριες της Ασημένιας Εποχής, αναγνωρίστηκε πρόσφατα από τις σοβιετικές αρχές ως καλή και πιστή εκπρόσωπος της χώρας τους και της επιτράπηκε να ταξιδέψει. Ταυτόχρονα, λόγω έργων όπως το Requiem, χαιρετίστηκε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως ανεπίσημος ηγέτης του κινήματος αντιφρονούντων και ενίσχυσε αυτή την εικόνα η ίδια. Γινόταν εκπρόσωπος τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και της τσαρικής Ρωσίας, πιο δημοφιλής στη 10ετία του 1960 από ό,τι ήτανε ποτέ πριν απ’ την επανάσταση, αυτή η φήμη συνέχισε να αυξάνεται μόνο μετά το θάνατό της. Για τα 75α γενέθλιά της το 1964, δημοσιεύθηκαν νέες συλλογές στίχων της.
Μπόρεσε να συναντήσει μερικούς από τους προεπαναστατικούς γνωστούς της το 1965, όταν της επετράπη να ταξιδέψει στη Σικελία και την Αγγλία, προκειμένου να λάβει το βραβείο της Ταορμίνα και τιμητικό διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, συνοδευόμενη από τη δια βίου φίλη και γραμματέα της Λυδία Τσουκόφσκαγια. Το Ρέκβιεμ της στα ρωσικά εμφανίστηκε τελικά σε μορφή βιβλίου στο Μόναχο το 1963, το σύνολο του έργου δεν δημοσιεύθηκε στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1987. Το μακρύ ποίημά της The Way of All the Earth or Woman of Kitezh (Kitezhanka) δημοσιεύθηκε σε πλήρη μορφή το 1965.
Νοέμβρη του 1965, λίγο μετά την επίσκεψή της στην Οξφόρδη, υπέστη καρδιακή προσβολή και νοσηλεύτηκε. Μεταφέρθηκε σε σανατόριο στη Μόσχα άνοιξη του 1966 και πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 5 Μάρτη, στα 76 της. Χιλιάδες παρακολούθησαν τις 2 τελετές μνήμης, που πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ. Αφού εκτέθηκε σε ανοιχτό φέρετρο, ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Komarovo στην Αγία Πετρούπολη.
Ο Isaiah Berlin περιέγραψε τον αντίκτυπο της ζωής της, όπως τον είδε ο ίδιος:
“Η ευρεία λατρεία της μνήμης της στη Σοβιετική Ένωση σήμερα, τόσο ως καλλιτέχνης όσο κι ως άνθρωπος που δεν παραδίδεται, δεν έχει, απ’ όσο γνωρίζω, όμοιό της. Ο θρύλος της ζωής της κι η ανυποχώρητη παθητική αντίσταση σ’ αυτό που θεωρούσε ανάξιο της χώρας της και του εαυτού της, τη μεταμόρφωσαν σε φιγούρα […] όχι μόνο στη ρωσική λογοτεχνία, αλλά και στη ρωσική ιστορία του 20ού αι“.
Η Αχμάτοβα διάβαζε Πούσκιν και θαύμαζε τον Αλεξάντρ Μπλοκ που ήταν 9 χρόνια μεγαλύτερός της: ο Μπλοκ είχε ζήσει, ακόμα και πριν από τον Α’ Παγκ. Πόλ., μποέμικη ζωή κι έναν πολύ μεγάλο έρωτα που απαθανάτισε στα ποιήματά του. Αργότερα, η Αχμάτοβα έγραφε για τον Μπλοκ:
Είναι καιρός
να πάμε στις ακακίες
και τα μοντάρια,
στο μεγάλο φθινόπωρο της Μόσχας
Εκεί όλα λάμπουν,
όλα είναι πάχνη
κι ο ουρανός
ανεβαίνει ψηλά
κι ο αυτοκινητόδρομος Ρογκατσέφ
θυμάται τον νεαρό Μπλοκ
που σφυράει σα ληστής…
Πέρασε όλη της τη ζωή στο Λένινγκραντ, ανάμεσα στο φως και τη σκιά, επιμένοντας στον λυρισμό, το λακωνικό και αντιηρωϊκό της ύφος, κρατώντας ένα είδος ποιητικού ημερολογίου (αν κι όχι εξομολογητικού χαρακτήρα) κι ένα είδος αξιοπρέπειας. Ήτανε ποιήτρια που έγραφε για τον έρωτα, για τη ρωσική ύπαιθρο, για τα συγκεκριμένα πράγματα: η ποίησή της ήταν απολιτική, ποίηση μιας μικρής, χαρούμενης αμαρτωλής που ανήκε σε μια εποχή λαμπρότητας και παρακμής του παλιού καθεστώτος, στην εποχή των ζωγραφικών αναζητήσεων του Λαριόνοφ και του Καντίνσκι. Έγινε αυτόπτης μάρτυς κοινωνίας που άλλαζε μέσα σε τύρβη, κοινωνίας όπου, όπως γράφει η ίδια, η καλοσύνη είναι άχρηστο δώρο: έζησε τον πόλεμο ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τους Λευκοφρουρούς, εξόντωση της παλιάς ηγεσίας μπολσεβίκων, μαζική κολλεκτιβοποίηση, τη κούρσα των 5χρονων πλάνων, τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, τον Β’ Παγκ. Πόλ.. Κι επέζησε σαν να είχε κάνει συμβόλαιο με το διάβολο, ενώ ο Αλεξάντρ Μπλοκ, ο Σεργκέι Γιεσένιν κι ο Μαγιακόβσκι έφυγαν νέοι -οι τραγικοί ποιητές μιας ανελέητης εποχής.
Ο σταλινισμός εξόντωσε και τον Όσιπ Μάντελσταμ, τον ποιητή της Τρίστια, που πέθανε στην Ανατολική Σιβηρία μετά από 5 έτη εξορία. Η ποίησή της καταγράφει με έμμεσο, αλλά καυστικό τρόπο την ανοησία και τη βαρβαρότητα της εξουσίας, το κυνηγητό κατά των φορμαλιστών κι ατομικιστών συγγραφέων, την υποκρισία των ιθυνόντων, που, όπως θα πει το 1986 ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, επιζητούσαν διθυράμβους και λιβανίσματα.
Η Αχμάτοβα επέζησε μέσω ενός είδους αλαζονείας που μπορούσε να θεωρηθεί δογματική: ορισμένες λεπτομέρειες από τη ζωή της δείχνουν μεγαλοστομία, ένα είδος τρέλας του μεγαλείου, εκείνο το μείγμα ρομαντισμού και ξιπασιάς που αποτελεί το υλικό των Ρώσων ηρώων. Ήταν μια αυστηρή μορφή, ανυποχώρητη, έτοιμη για όλα, μια γυναίκα που, όπως λέει η Ναντζέντα Μάντελσταμ, «μπορούσε να τα διακινδυνεύσει όλα για τα πιστεύω της», μια γυναίκα με γαμψή, υπερήφανη μύτη. Κι από ό,τι φαίνεται, ακολούθησε αυτό που έλεγε ο Τολστόι, που θαύμαζε: “Μη κρύβεις τίποτα. Το να μην ψεύδεσαι είναι λίγο. Πρέπει να αποφεύγεις εκείνο το ψεύδος που προέρχεται από την αποσιώπηση του κακού“. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, η Αχμάτοβα αποκαταστάθηκε, κατά τη συνήθεια της χρουστσοφικής περιόδου, μαζί με άλλους συγγραφείς που είχαν περιθωριοποιηθεί ή εξοριστεί στη διάρκεια του σταλινισμού.
η φήμη έφτασε
κολυμπώντας σαν κύκνος
μες στη χρυσή ομίχλη
και συ, αγάπη μου,
ήσουν για μένα πάντα
η απόγνωση.
Θέλετε αμέσως τα ποιήματά μου
Όμως θα ζήσετε και χωρίς αυτά.
Δεν έμεινε ούτε ένα γραμμάριο στο αίμα
που να μη το ρούφηξε η πίκρα τους…
Το 1988, για να γιορτάσει τα 100α γενέθλια της, το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ διοργάνωσε διεθνές συνέδριο για τη ζωή και το έργο της. Σήμερα το έργο της μπορεί να διερευνηθεί στο Λογοτεχνικό & Αναμνηστικό Μουσείο Άννας Αχμάτοβα στην Αγία Πετρούπολη. Προώθησε τη χρήση της τέχνης και της αυστηρής ποιητικής φόρμας έναντι του μυστικισμού ή των πνευματικών οδών προς τη σύνθεση, ευνοώντας το συγκεκριμένο έναντι του εφήμερου. Διαμόρφωσε τις αρχές της γραφής με σαφήνεια, απλότητα και πειθαρχημένη μορφή. Τα πρώιμα ποιήματά της συνήθως απεικονίζουν έναν άνδρα και μια γυναίκα που εμπλέκονται στη πιο οδυνηρή, διφορούμενη στιγμή της σχέσης τους, που μιμήθηκαν πολύ και μετά παρωδήθηκαν από τον Ναμπόκοφ και άλλους. Η κριτικός Roberta Reeder σημειώνει ότι τα 1α ποιήματα προσέλκυαν πάντα μεγάλο αριθμό θαυμαστών: “Γιατί η Αχμάτοβα ήταν σε θέση να συλλάβει και να μεταφέρει το ευρύ φάσμα των εξελισσόμενων συναισθημάτων που βιώνονται σ’ ερωτική σχέση, από τη 1η συγκίνηση της συνάντησης, σε βαθύτερη αγάπη που παλεύει με το μίσος και τελικά στο βίαιο καταστροφικό πάθος ή τη πλήρη αδιαφορία. Αλλά […] η ποίησή της σηματοδοτεί ριζική ρήξη με το πολυμαθές, περίτεχνο ύφος και τη μυστικιστική αναπαράσταση της αγάπης που ‘ναι τόσο χαρακτηριστική για ποιητές όπως ο Alexander Blok κι ο Andrey Bely. Οι στίχοι της αποτελούνται από σύντομα αποσπάσματα απλού λόγου που δεν σχηματίζουνε λογικό συνεκτικό μοτίβο. Αντ’ αυτού, αντικατοπτρίζουνε τον τρόπο που πραγματικά σκεφτόμαστε, οι δεσμοί μεταξύ των εικόνων είναι συναισθηματικοί κι απλά καθημερινά αντικείμενα φορτίζονται με ψυχολογικούς συσχετισμούς. Όπως ο Πούσκιν, που ήταν το πρότυπό της με πολλούς τρόπους, η Αχμάτοβα είχε τη πρόθεση να μεταφέρει κόσμους νοήματος μέσω ακριβών λεπτομερειών“.
Η Αχμάτοβα συχνά παραπονιόταν ότι οι κριτικοί τη περιέβαλλαν» στην αντίληψή τους για το έργο της στα 1α έτη του ρομαντικού πάθους, παρά τις σημαντικές αλλαγές θέματος στα τελευταία χρόνια του Τρόμου. Αυτό οφειλόταν κυρίως στη μυστική φύση του έργου της μετά το κοινό και στη κριτική διάχυση των 1ων τόμων της. Οι κίνδυνοι στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων ήτανε πολύ μεγάλοι. Πολλοί από τους στενούς φίλους και την οικογένειά της εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν. Ο γιος της ήταν υπό συνεχή απειλή σύλληψης και συχνά υπό στενή παρακολούθηση. Μετά τη καλλιτεχνική καταστολή και τη δημόσια καταδίκη από το κράτος στη 10ετία του 1920, πολλοί μέσα στους λογοτεχνικούς και δημόσιους κύκλους, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, νόμιζαν ότι είχε πεθάνει. Το αναγνωστικό της κοινό γενικά δεν γνώριζε το μεταγενέστερο έργο της, το πάθος του Ρέκβιεμ ή του Ποιήματος χωρίς Ήρωα και τ’ άλλα καυστικά έργα της,που μοιράζονταν μόνο με λίγους έμπιστους ή κυκλοφορούσαν μυστικά από στόμα σε στόμα (samizdat).
Μεταξύ 1935 και 1940 συνέθεσε, δούλεψε και ξαναδούλεψε το μακρύ ποίημα Ρέκβιεμ στα κρυφά, ένα λυρικό κύκλο θρήνου και μαρτυρίας, που απεικονίζει τα δεινά των απλών ανθρώπων κάτω από τη σοβιετική τρομοκρατία. Το κουβαλούσε μαζί της καθώς εργαζόταν και ζούσε σε κωμοπόλεις και πόλεις σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Ήταν εμφανώς απούσα από τα συλλεχθέντα έργα της, δεδομένης της ρητής καταδίκης των εκκαθαρίσεων. Το έργο στα ρωσικά εμφανίστηκε τελικά σε μορφή βιβλίου στο Μόναχο το 1963, ολόκληρο το έργο δεν δημοσιεύθηκε στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1987. Αποτελείται από 10 αριθμημένα ποιήματα που εξετάζουνε σειρά συναισθηματικών καταστάσεων, εξερευνώντας τον πόνο, την απελπισία, την αφοσίωση, παρά σαφή αφήγηση. Βιβλικά θέματα, όπως η σταύρωση του Χριστού κι η ερήμωση της Μαρίας, της Μητέρας του και της Μαρίας της Μαγδαληνής, αντικατοπτρίζουν τη ρήξη της Ρωσίας, ιδιαίτερα τη μαρτυρία του πόνου των γυναικών στη 10ετία του 1930. Αντιπροσώπευε, σε κάποιο βαθμό, μια απόρριψη του δικού της προηγούμενου ρομαντικού έργου καθώς ανέλαβε τον δημόσιο ρόλο ως χρονικογράφος του Τρόμου. Αυτός είναι ένας ρόλος που κατέχει μέχρι σήμερα.

Τα δοκίμιά της για τον Πούσκιν και το ποίημα χωρίς ήρωα, το μεγαλύτερο έργο της, δημοσιεύθηκαν μόνο μετά το θάνατό της. Αυτό το μακρύ ποίημα, που γράφτηκε μεταξύ 1940 και 1965, θεωρείται συχνά κριτικά ως το καλύτερο έργο της και επίσης ένα από τα καλύτερα ποιήματα του εικοστού αιώνα. [50] Δίνει μια βαθιά και λεπτομερή ανάλυση της εποχής της και της προσέγγισής της σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της σημαντικής συνάντησής της με τον Isaiah Berlin (1909-97) το 1945. Το ταλέντο της στη σύνθεση και τη μετάφραση αποδεικνύεται από τις εξαιρετικές μεταφράσεις των έργων ποιητών που γράφουν στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, αρμενικά και κορεατικά. Η Αμερικανίδα συνθέτρια Ivana Marburger Themmen μελοποίησε τη ποίησή της.
Μεταφράσεις μερικών από τα ποιήματά της από τη Babette Deutsch και τη Lyn Coffin έχουν μελοποιηθεί στο άλμπουμ The Trackless Woods του 2015 από την Iris DeMent.
Η Άννα Αχμάτοβα είναι ο κύριος χαρακτήρας του αυστραλιανού έργου The Woman in the Window της Alma De Groen, που έκανε πρεμιέρα στο Fairfax Studio Μελβούρνης το 1998, στο Σίδνεϊ.
Η Ολλανδή συνθέτρια Marjo Tal μελοποίησε τη ποίησή της.
Οι Ουκρανοί συνθέτες Inna Abramovna Zhvanetskaia και Yudif Grigorevna Rozhavskaya μελοποίησαν αρκετά από τα ποιήματά της.
Όταν η Αχμάτοβα βρισκότανε στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς της, για να τιμήσει τα 35α γενέθλιά της (1924), κατασκευάστηκε μαζικά ένα πορσελάνινο ειδώλιο που της έμοιαζε με γκρι φόρεμα με μοτίβο λουλουδιών καλυμμένο με κόκκινο σάλι. Στη διάρκεια των επόμενων ετών, το ειδώλιο αναπαράχθηκε πολλές φορές σε διαφορετικές περιστάσεις: μία φορά το 1954, στα 65α γενέθλιά της, καθώς αναγνωρίστηκε πλήρως κι επαινέθηκε ξανά μετά το θάνατο του Στάλιν και ξανά το 1965 ως φόρος τιμής στη βραχεία λίστα της για το βραβείο Νόμπελ το 1965 και για τα 75α γενέθλιά της 1 έτος μετά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που το πορσελάνινο ειδώλιο παρήχθη στη διάρκεια της ζωής της. Το ειδώλιο ήτανε τόσο δημοφιλές που αναπαράχθηκε μετά το θάνατό της, στα 85α γενέθλιά της το 1974 και ξανά για τα 100α γενέθλιά της το 1988, καθιστώντας το ένα από τα πιο δημοφιλή και ευρέως διαθέσιμα ειδώλια πορσελάνης στην ΕΣΣΔ. Μετά τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1993, υπήρξε τεράστια αύξηση της δημοτικότητάς της και το πορσελάνινο ειδώλιό της παρήχθη μαζικά άλλη μια φορά, αυτή σε ένα απλό γκρι φόρεμα με κίτρινο σάλι. Η φιγούρα της βρίσκεται τώρα σχεδόν σε κάθε μετασοβιετικό σπίτι.
Η Akhmatova εμφανίζεται σε περίοπτη θέση στο έργο της Hélène Cixous Black Sail White Sail“.
ΠΟΙΗΤΙΚΆ ΡΗΤΑ:
Ω αφήστε το όργανο, με πολλές φωνές,
να τραγουδήσει θαρραλέα,
Ω αφήστε το να βρυχηθεί
σαν την πρώτη καταιγίδα της άνοιξης!
Τα μισόκλειστα μάτια μου
πάνω από τον ώμο
της νεαρής νύφης σου
θα συναντήσουν τα μάτια σου
μόνο μία φορά και μετά όχι περισσότερο.
Προχωρώ για να αναζητήσω –
Να αναζητήσω και να διεκδικήσω
τον υπέροχο μαγικό κήπο
όπου τα χόρτα αναστενάζουν απαλά
και οι Μούσες μιλούν.
Νόμιζες ότι ήμουν αυτός ο τύπος:
Ότι θα μπορούσες να με ξεχάσεις,
Και ότι θα παρακαλούσα και θα έκλαιγα
Και θα έπεφτα κάτω από τις οπλές μιας φοράδας του κόλπου…
Γαμώτο! Δεν θα δώσω στη καταραμένη ψυχή
σου δάκρυα εξ υποκαταστάσεως ή ούτε μια ματιά.
Και σου ορκίζομαι στον κήπο των αγγέλων,
ορκίζομαι στη θαυματουργή εικόνα,
και στη φωτιά και τον καπνό των νυχτών μας:
δεν θα επιστρέψω ποτέ σε σένα.
Δεν ξέρω αν είσαι ζωντανός ή νεκρός.
Μπορείς να αναζητηθείς στη γη,
Ή μόνο όταν τα ηλιοβασιλέματα ξεθωριάζουν
Να θρηνείς γαλήνια στη σκέψη μου;
Κανείς δεν ήταν πιο αγαπητός, κανείς δεν Με βασάνισε
περισσότερο, ούτε
καν αυτός που με πρόδωσε για να βασανίσω,
ούτε καν αυτός που με χάιδεψε και με ξέχασε.
Γιατί αυτός ο αιώνας είναι χειρότερος από τους άλλους;
Ίσως, επειδή, μέσα στη θλίψη και τον συναγερμό,
άγγιξε μόνο το πιο μαύρο από τα έλκη,
αλλά δεν μπορούσε να το θεραπεύσει στο χρονικό διάστημα του.
Όλα έχουν λεηλατηθεί, προδοθεί, πουληθεί.
Το φτερό του Μαύρου Θανάτου έλαμψε μπροστά.
Θα ακούσετε βροντές και θα με θυμηθείτε,
Και σκεφτείτε: ήθελε καταιγίδες. Το χείλος
του ουρανού θα είναι το χρώμα του σκληρού πορφυρού
, Και η καρδιά σου, όπως ήταν τότε, θα φλέγεται.
Θα υπάρξει βροντή τότε. Θυμήσου με.
Πείτε «Ζήτησε καταιγίδες». Ολόκληρος
ο κόσμος θα πάρει το χρώμα της πορφυρής πέτρας
και η καρδιά σας, όπως τότε, θα μετατραπεί σε φωτιά.
Εκείνη τη μέρα στη Μόσχα,
όλα θα γίνουν πραγματικότητα,
όταν, για τελευταία φορά, πάρω την άδειά μου,
Και σπεύδω στα ύψη που λαχταρούσα,
Αφήνοντας τη σκιά μου ακόμα να είναι μαζί σας.
Εκείνη την ημέρα, στη Μόσχα, μια αληθινή προφητεία,
όταν για τελευταία φορά λέω αντίο,
ανεβαίνοντας στους ουρανούς που λαχταρούσα να δω,
αφήνοντας τη σκιά μου εδώ στον ουρανό.
Ένα πολύχρωμο πλήθος έτρεχε τριγύρω,
και ξαφνικά όλα άλλαξαν εντελώς.
Δεν ήταν η συνηθισμένη ρακέτα της πόλης.
Ήρθε από μια παράξενη χώρα.
Η φυσική βροντή προαναγγέλλει
την υγρασία του γλυκού νερού,
τα ψηλά σύννεφα
για να σβήσουν τη δίψα των αγρών
που έχουν ξεραθεί και ξεραθεί,
ένας αγγελιοφόρος ευλογημένης βροχής,
αλλά αυτό ήταν τόσο ξηρό
όσο πρέπει να είναι η κόλαση.
Η αλλόκοτη αντίληψή μου αρνήθηκε
να το πιστέψει, λόγω της τρελής
ξαφνικότητας με την οποία ακουγόταν,
πρήζονταν και χτυπούσε,
και πόσο τυχαία ήρθε
να δολοφονήσει το παιδί μου.
Δώσε μου πικρά χρόνια αρρώστιας,
ασφυξίας, αϋπνίας, πυρετού,
πάρε το παιδί μου και τον εραστή μου,
Και το μυστηριώδες δώρο μου του τραγουδιού
-Αυτό προσεύχομαι στη λειτουργία σου
Μετά
από τόσες βασανισμένες μέρες,
έτσι ώστε το σύννεφο καταιγίδας
πάνω από τη σκοτεινή Ρωσία
να γίνει ένα σύννεφο ένδοξων ακτίνων.
Τώρα κανείς δεν θα ακούσει τραγούδια.
Οι προφητευμένες ημέρες έχουν αρχίσει.
Τελευταίο ποίημά μου,
ο κόσμος έχει χάσει το θαύμα του,
Μην ραγίζεις την καρδιά μου, μην χτυπάς.
Δεν είμαι από εκείνους που άφησαν τη γη
στο έλεος των εχθρών της.
Η κολακεία τους με αφήνει ψυχρό,
τα τραγούδια μου δεν είναι για να τα επαινέσουν.
Αλλά εδώ, στο σκοτάδι της πυρκαγιάς,
όπου μόλις και μετά βίας ένας φίλος
έχει απομείνει να γνωρίζει ότι
εμείς, οι επιζώντες, δεν πτοούμαστε
από τίποτα, ούτε από ένα μόνο χτύπημα.
Σίγουρα ο υπολογισμός θα γίνει
μετά το πέρασμα αυτού του σύννεφου.
Είμαστε οι άνθρωποι χωρίς δάκρυα,
πιο ίσιοι από εσάς… πιο περήφανοι…
Γλυκιά για μένα δεν ήταν η φωνή του ανθρώπου,
αλλά η φωνή του ανέμου έγινε κατανοητή από μένα.
Οι κολλιτσίδες και οι τσουκνίδες έθρεψαν την ψυχή μου,
αλλά αγάπησα την ασημένια ιτιά καλύτερα από όλα.
Κάθε μία από τις ζωές μας είναι ένα σαιξπηρικό δράμα που ανεβαίνει στον χιλιοστό βαθμό. Σίγαση διαχωρισμών, σίγαση μαύρων, αιματηρών γεγονότων σε κάθε οικογένεια. Αόρατο πένθος που φορούν οι μητέρες και οι σύζυγοι. Τώρα οι συλληφθέντες επιστρέφουν και δύο Ρώσοι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον στα μάτια: αυτοί που τους έβαλαν στη φυλακή κι αυτοί που μπήκαν στη φυλακή. Μια νέα εποχή έχει αρχίσει. Εσείς κι εγώ θα το περιμένουμε μαζί.
Η άμμος λευκή
σαν παλιά κόκκαλα,
τα πεύκα παράξενα κόκκινα
εκεί που δύει ο ήλιος.
Δεν μπορώ να πω
αν είναι η αγάπη μας,
ή η μέρα, που τελειώνει.
ΕΡΓΑ:
1912 – Vecher/Вечер (Βράδυ)
1914 – Chetki/ Чётки (Ροζάριο ή κυριολεκτικά χάντρες)
1917 – Belaya Staya/ Белая Стая (Λευκό κοπάδι)
1921 – Podorozhnik/ Подорожник (Wayside Grass/Plantain)
1921 – Anno Domini
1921 – Reed -2τομη συλλογή επιλεγμένων ποιημάτων (1924–1926).
1921 – Άνιση
1940 – Από έξι βιβλία
1943 – Izbrannoe Stikhi/ Избранные стишки (Επιλογές ποίησης)
1943 – Iva/ Ива
1943 – Sed’maya kniga/ Седьмая Книга (7ο βιβλίο)
1958 – Stikhotvoreniya/ Стихотворения (Ποιήματα)
1961 – Stikhotvoreniya 1909-1960/ Стихотворения 1909-1960
1965 – Beg vremeni/ Бег Времени (Η πτήση του χρόνου: Συλλογή έργων 1909–1965)
1967 – Ποιήματα της Αχμάτοβα. Ed. και trans.
1976 – Άννα Αχμάτοβα: Επιλεγμένα ποιήματα
1985 – Είκοσι ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα
1988 – Selected Poems
2000 – The Complete Poems of Anna Akhmatova
2004 – The Word That Causes Death’s Defeat: Poems of Memory (Annals of Communism)
2006 – Selected Poems
2009 – Selected Poems
==========================
Ο γκριζομάτης βασιλιάς
Δόξα σε σένα, ατέλειωτε πόνε!
Ο γκριζομάτης βασιλιάς πέθανε χθες.
Το πορφυρό του φθινοπώρου δείλι ήτανε πνιγηρό,
ο άντρας μου επιστρέφοντας είπε ήρεμα:
Ξέρεις, τον έφεραν από το κυνήγι,
βρήκαν το σώμα του στη γέρικη δρυ.
Κρίμα τη βασίλισσα. Τόσο νέος!
Σε μια νύχτα ασπρίσαν τα μαλλιά της.
Βρήκε τη πίπα του στο τζάκι
και βγήκε για βάρδια νυχτερινή.
Θα ξυπνήσω αμέσως τη κόρη μου
θα τη κοιτώ στα γκρίζα μάτια.
Πίσω απ’ το παραθύρι ψιθυρίζουν λεύκες:
Δεν υπάρχει στη γη ο βασιλιάς σου…
Η Σκέψη Του Ήλιου
Η σκέψη του ήλιου
προκαλεί γρήγορο χτύπο
στη καρδιά μου
ο χιονισμένος καιρός
έρχεται στον άνεμο
που παρασύρεται ελαφρά.
Το ασημένιο δέντρο ανοίγει
σε έναν άδειο ουρανό
ίσως είναι καλύτερα
που δεν είμαι σύζυγός σας.
Η ιτιά στον άδειο ουρανό
άπλωσε τη διάφανη βεντάλια της,
ίσως ήταν καλύτερα
να μην είμαι
η γυναίκα σου.
Η σκέψη του ήλιου κάνει
την καρδιά μου να χτυπά
πιο γρήγορα – πολύ γρήγορα!
Τι σκοτάδι!
Από αυτή τη νύχτα
αρχίζει ο χειμώνας.
Η σκέψη του ήλιου
ξεθωριάζει στη καρδιά μου
Τι είναι αυτό;
Σκοτάδι; Ίσως!
Τη νύχτα έρχεται
χειμώνας…
Ο επισκέπτης
Όλα όπως πριν:
στα παράθυρα της τραπεζαρίας
Χτυπά το διάσπαρτο ανεμοδαρμένο χιόνι,
Και δεν έχω αλλάξει ούτε,
Αλλά ένας άνθρωπος ήρθε σε μένα.
Ρώτησα: “Τι θέλεις;”
Εκείνος απάντησε: “Να είμαι μαζί σου στην κόλαση”.
Γέλασα: “Ω, θα μας καταδικάσετε
και τους δύο στην καταστροφή”.
Αλλά σηκώνοντας το στεγνό χέρι
του άγγιξε ελαφρά τα λουλούδια:
“Πες μου πώς σε φιλούν οι άντρες,
πες μου πώς φιλάς τους άντρες”.
Και τα λαμπερά μάτια του
δεν κινήθηκαν
από το δαχτυλίδι μου.
Ούτε ένας μυς δεν έτρεμε
στο ακτινοβόλο κακό πρόσωπό του.
Ω, ξέρω: η χαρά
του είναι η τεταμένη και παθιασμένη γνώση
ότι δεν χρειάζεται τίποτα,
ότι δεν μπορώ να του αρνηθώ τίποτα.
1 Γενάρη 1914
Στον Μίσα Μπουλγκάκωφ
Ζούσατε απόμακρος,
διατηρώντας μέχρι τέλους
ην υπέροχη περιφρόνησή σας.
Τώρα έχεις φύγει
και κανείς δεν λέει λέξη
για την ταραγμένη
και εξυψωμένη ζωή σου.
Μόνο η φωνή μου,
σαν φλάουτο, θα θρηνήσει
στη βουβή κηδεία σου.
Ω, ποιος θα τολμούσε να πιστέψει
ότι μισότρελλη εγώ,
εγώ, άρρωστη από θλίψη
για το θαμμένο παρελθόν,
εγώ, σιγοκαίγοντας
σε μια αργή φωτιά,
έχοντας χάσει τα πάντα
κι έχοντας ξεχάσει όλα,
θα ήταν μοιραίο
να τιμήσω έναν άνθρωπο
τόσο γεμάτο δύναμη και θέληση
και φωτεινές εφευρέσεις,
πους μόλις χθες φαίνεται,
κουβέντιασε μαζί μου,
κρύβοντας το τρέμουλο
του θανάσιμου πόνου του.
Στη Γυναίκα Του Λωτ
Και ο δίκαιος ακολούθησε τον λαμπρό πράκτορα του Θεού,
πάνω από ένα μαύρο βουνό, στη γιγάντια διαδρομή του,
ενώ μια ανήσυχη φωνή συνέχιζε να τσακίζει τη γυναίκα του:
«Δεν είναι πολύ αργά, μπορείτε ακόμα να κοιτάξετε πίσω
στους κόκκινους πύργους της πατρίδας σου Σοδόμων,
η πλατεία που κάποτε τραγουδούσες, το κλωστήριο,
στα άδεια παράθυρα στο ψηλό σπίτι
όπου γιοι και κόρες ευλόγησαν το γαμήλιο κρεβάτι σου».
Μια μόνο ματιά: ένα ξαφνικό βέλος πόνου
ράβοντας τα μάτια της πριν κάνει ήχο . . .
Το σώμα της ξεφλουδίστηκε σε διάφανο αλάτι,
και τα γρήγορα πόδια της ριζωμένα στο έδαφος.
Ποιος θα θρηνήσει για αυτή τη γυναίκα;
Μήπως δεν φαίνεται
πολύ ασήμαντο για την ανησυχία μας;
Όμως στην καρδιά μου
δεν θα την αρνηθώ ποτέ,
που υπέστη το θάνατο
επειδή επέλεξε να στραφεί.
Κι ο δίκαιος άνδρας ακολουθούσε
τον λαμπρό παράγοντα του Θεού,
πάνω από ένα μαύρο βουνό,
στο γιγάντιο ίχνος του,
ενώ μια ανήσυχη φωνή
συνέχιζε να βασανίζει τη γυναίκα του:
«Δεν είναι πολύ αργά,
μπορείτε ακόμα να κοιτάξετε πίσω
στους κόκκινους πύργους
της πατρίδας σας των Σοδόμων,
την πλατεία όπου κάποτε τραγουδούσατε,
το περιστρεφόμενο υπόστεγο,
στα άδεια παράθυρα
που βρίσκονται στο ψηλό σπίτι
όπου οι γιοι κι οι κόρες ευλογούσαν
το γαμήλιο κρεβάτι σας».
Ο δίκαιος άνθρωπος ακολούθησε τότε
τον άγγελό του οδηγό
όπου περπάτησε στη μαύρη λεωφόρο,
ογκώδης και φωτεινός.
Αλλά μια άγρια θλίψη
στην αγκαλιά της γυναίκας του φώναξε:
Κοιτάξτε πίσω, δεν είναι πολύ αργά
για μια τελευταία ματιά
Από τους κόκκινους πύργους
της πατρίδας σας Σόδομα, την πλατεία
Όπου κάποτε τραγουδήσατε,
τους κήπους που θα θρηνήσετε,
Και το ψηλό σπίτι
με τα άδεια παράθυρα
όπου αγαπήσατε τον σύζυγό σας
και τα μωρά σας γεννήθηκαν.
Ποιος θα θρηνήσει για αυτή τη γυναίκα;
Δεν φαίνεται πολύ ασήμαντη
για την ανησυχία μας;
Ωστόσο, στη καρδιά μου
δεν θα την αρνηθώ ποτέ,
η οποία υπέστη θάνατο
επειδή επέλεξε να στραφεί.
Ποιος θα τη θρηνήσει
ως ένα από τα μέλη
της οικογένειας του Λωτ;
Δεν μας φαίνεται
η μικρότερη απώλεια;
Αλλά βαθιά μέσα στη καρδιά μου
θα θυμάμαι πάντα Εκείνη
που έδωσε τη ζωή της για μια μόνο ματιά.
Μια απώλεια, αλλά ποιος
εξακολουθεί να θρηνεί την ανάσα
μιας γυναίκας ή θρηνεί μια γυναίκα;
Αν και η καρδιά μου
δεν μπορεί ποτέ να ξεχάσει,
πώς, για μια ματιά, έδωσε τη ζωή της.
Ποιος θα σπαταλούσε δάκρυα πάνω της; Δεν
είναι η μικρότερη από τις απώλειές μας,
αυτή η δυστυχισμένη σύζυγος;
Ωστόσο, στην καρδιά μου δεν θα ξεχαστεί
Που, με μια ματιά, έδωσε τη ζωή της.
Μυρίζει Ξέφωτο
Μυρίζει ξέφωτο το μέλι,
Η σκόνη ηλιαχτίδα,
Κοπέλας στόμα ο μενεξές,
Τίποτα το χρυσάφι.
Νερό μυρίζει η ρεζέντα
Και η αγάπη μήλο.
Όμως το αίμα ξέρουμε
Μυρίζει μόνο αίμα.
Άτιτλο
Το μαύρο και μόνιμο χωρισμό
Μέσα μου κουβαλάω ίσα.
Μα γιατί κλαις;
Δώσ’ μου καλύτερα το χέρι,
Υποσχέσου πως στον ύπνο μου θα ‘ρθεις,
Εγώ κι εσύ, σαν πένθος με το πένθος…
Εγώ κι εσύ, στον κόσμο
δε θα συναντηθούμε.
Μόνο γύρω στα μεσάνυχτα
Χαιρετισμό στείλε με τ’ άστρα…
Η Καταδικαστική Απόφαση
Κι έπεσε βαρειά σαν πέτρα η λέξη
Στο στήθος μου, το ακόμα ζωντανό,
Δεν πειράζει, γιατί έτοιμη με βρήκε.
Κάπως θα το καταφέρω αυτό.
Έχω σήμερα πολλά να κάνω:
Πρέπει η μνήμη ως πέρα να θανατωθεί,
Πρέπει τη ψυχή μου να πετρώσω,
Πρέπει τη ζωή να μάθω απ’ την αρχή.
Αλλιώς…
Το καυτό θρόισμα του καλοκαιριού
Μοιάζει μπρος στο παράθυρό μου με γιορτή.
Από καιρό την ένιωθα τη μέρα ετούτη.
Έρημο σπιτικό, μέρα λαμπρή….
Προς Θάνατον
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεις,
γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο
να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα
κι η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός
και σπάνιος σα θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει
πάρε για να ‘ρθεις
σα βλήμα εισόρμησε
και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε
σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό
φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθο πού ‘χεις σοφιστεί
και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια
μέχρι ναυτίας και κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο
‘δω στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό
το θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει.
Ο Γιενισέι κυλά μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει
μέσα στην αμφιλύκη
και τη γαλάζια λάμψη
των λατρεμμένων μου ματιών
προσφάτως τη καλύπτει
αυτή η άγρια φρίκη.
Σκουριάζει μέσα ο χρυσός,
τ’ ατσάλι πιάνει σήψη,
η πέτρα θρυμματίζεται,
κι ο θάνατος παντού.
Πιο σταθερή πάνω στη γη
είναι μονάχα η θλίψη
και είναι πιο ανθεκτικός
ο λόγος του σοφού.
