AKutagawa RyunosuKe: Με Όλα Τα ‘Κάπα’ Κεφαλαία!

Βιογραφικό 

   Ο Ryūnosuke Akutagawa (Ρυουνοσούκε Ακουταγκάβα  芥川 龍之介 ‎‎ καλλ.:  Chōkōdō Shujin  澄江堂主人 ), ήτανε σημαντικός Ιάπωνας συγγραφέας,  που δραστηριοποιήθηκε στη Περίοδο Taishō. Θεωρείται πατέρας του ιαπωνικού διηγήματος. Αυτοκτόνησε στα 35 με υπερβολική δόση βαρβιτάλης. Το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Ιαπωνίας, το Βραβείο Ακουταγκάβα, έχει πάρει τ’ όνομά του. Συνεχίζει να διαβάζεται και να θαυμάζεται σήμερα σχεδόν απ’ όλους τους Ιάπωνες ως ένας από τους κορυφαίους στυλίστες της χώρας, ένας δεξιοτέχνης του σύγχρονου ιδιώματος που εμπλουτίζεται από τη βαθειά γνώση των κλασσικών και της σύγχρονης λογοτεχνίας της Ιαπωνίας, της Κίνας και της Δύσης.μεγάλωσε σε μια οικογένεια εμποτισμένη με παραδοσιακή ιαπωνική κουλτούρα, έμαθε αγγλικά σε νεαρή ηλικία κι αποδείχθηκε λαμπρός μαθητής στα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ιαπωνίας. Άρχισε να δημιουργεί και να γράφει για φοιτητικές εκδόσεις στα 10 ακόμη και πριν αποφοιτήσει από το Tokyo Imperial University το 1916 με πτυχίο αγγλικής φιλολογίας, οι συνεισφορές του σε πανεπιστημιακά περιοδικά αναγνωριστήκανε για το καταξιωμένο ύφος τους. Δίδαξε του ως καθηγητής Αγγλικών λίγο περισσότερο από 2 έτη, αλλά η μεγάλη ζήτηση για τις ιστορίες και τα δοκίμιά του, του επιτρέψαν να παραιτηθεί απ’ τη θέση το 1919 και να επικεντρωθεί στη συγγραφή.
    Σύντομα άρχισε να έχει αμφιβολίες σχετικά με την εξάρτησή του από ιαπωνικά και κινέζικα κλασσικά υλικά στη μυθοπλασία κι ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για περισσότερο αυτοβιογραφικό έργο αποκαλύπτοντας τη δική του αγωνία ως παιδί μιας τρελλής, μιας αδύναμης νεότητας που διχάζεται μεταξύ θετών και βιολογικών γονέων του, ένας ψυχαναγκαστικός αναγνώστης φοβισμένος από την αληθινή ζωή, ευσυνείδητος οικογενειάρχης που καταπιέζεται από τις ευθύνες, αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας που συντρίβεται από τις ενοχές για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις, αδυσώπητη διάνοια που δεν μπορεί να βρει ειρήνη στη θρησκεία και παρανοϊκή προσωπικότητα που φοβάται μη τονε κυριεύσει η παραφροσύνη που ήτανε σίγουρος ότι είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του. Όταν τελείωσε τη ζωή του το 1927 στα 35, άφησε πίσω ένα μοναδικό σύνολο ιστοριών που χαρακτηρίζονται από φανταστική λαμπρότητα, κυνισμό, φρίκη, ομορφιά, άγριο χιούμορ και παγερή διαύγεια.



    Γεννήθηκε στο IrifuneKyōbashi, Tokyo (σημερινό Akashi, Chūō, Τόκιο) τη 1 Μάρτη 1892, ο μεγαλύτερος γιος του επιχειρηματία Toshizō Niihara και της συζύγου του Fuku. Η οικογένειά του είχε μια επιχείρηση παραγωγής γάλακτος. Η μητέρα του βίωσε ψυχική ασθένεια λίγο μετά τη γέννησή του, οπότε υιοθετήθηκε κι ανατράφηκε από το θείο της μητέρας του, Dōshō Akutagawa, από τον οποίο έλαβε το οικογενειακό όνομα Akutagawa. Ενδιαφέρθηκε για τη κλασσική κινεζική λογοτεχνία από νεαρή ηλικία και για τα έργα των Mori Ōgai και Natsume Sōseki.
     Μπήκε στο Πρώτο Γυμνάσιο το 1910 κι ανέπτυξε σχέσεις με συμμαθητές όπως ο Kan Kikuchi, ο Kume Masao, ο Yūzō Yamamoto κι ο Tsuchiya Bunmei, που αργότερα γίνανε συγγραφείς. Άρχισε να γράφει μετά την είσοδό του στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο Τόκιο (Πανεπιστήμιο Τόκιο) το 1913, όπου σπούδασε αγγλική λογοτεχνία. Ενώ ήταν ακόμα φοιτητής, έκανε πρόταση γάμου σε μια παιδική φίλη, τη Yayoi Yoshida, αλλά η θετή οικογένειά του δεν ενέκρινε την ένωση. Το 1916 αρραβωνιάστηκε τη Fumi Tsukamoto, που τη νυμφεύτηκε το 1918. Απέκτησαν 3 παιδιά: Hiroshi Akutagawa (1920-81)  ηθοποιός, Takashi Akutagawa (1922-45) σκοτώθηκε ως φοιτητής στη Βιρμανία κι ο Yasushi Akutagawa (1925-89) ήτανε συνθέτης. Μετά την αποφοίτησή του, δίδαξε για λίγο στη Σχολή Ναυτικών Μηχανικών Yokosuka Kanagawa την αγγλική λογοτεχνία απ’ το 1916 ως το 1919, πριν αποφασίσει ν’ αφιερώσει τις προσπάθειές του στη συγγραφή πλήρους απασχόλησης. Μεταξύ 1922-25, έγραψε 10 ιστορίες βασισμένες σ’ αυτή τη φάση της ζωής του χρησιμοποιώντας ήρωα ονόματι Horikawa Yasukichi. Το The Writer’s Craft είναι η πιο ολοκληρωμένη ιστορία της σειράς.
     Το The Baby’s Sickness,(Η Βρεφική Αρρώστια) που τονε δείχνει ως οικογενειάρχη, έχει συμπεριληφθεί ως παράδειγμα του είδους των πραγμάτων που επέλεγε τις περισσότερες φορές να μη γράψει -μυθιστόρημα που κοιτά στην ιδιωτική ζωή ενός συγγραφέα- αλλά μπορούσε να εμποτιστεί μ’ ένταση κι εστίαση που δεν φαίνεται συχνά στη φόρμα. Η ιστορία ξεκινά με το όνειρο ενός νεκρού, που δεν είναι ποτέ καλός οιωνός, και καταλήγει σε έναν αγώνα μεταξύ διανόησης και δεισιδαιμονίας, αλλά ως επί το πλείστον βρίσκεται σταθερά στον κόσμο της πραγματικότητας. Ο καθημερινός κόσμος του συγγραφέα, που περιγράφεται με υψηλή ακρίβεια που ‘φερε στον κόσμο του ζωγράφου στο Hell Screen, προσφέρει στον συγγραφέα μόνο διακοπές, εξωφρενικές απαιτήσεις κι αίσθηση ενοχής για την εκμετάλλευση της οικογένειάς του στο υπηρεσία της τέχνης -άλλη μια ηχώ του Hell Screen.



     Το The Baby’s Sickness,, μπορεί να σημειωθεί, πως είναι η επόμενη τελευταία ιστορία που έγραψε ο Akutagawa πριν από το θανατηφόρο σεισμό Kanto της 1ης Σεπτ;eμβρh 1923. Αν κι έγραψε μερικές πραγματικές περιγραφές του θανάτου και της καταστροφής που προκλήθηκε από το σεισμό, εκπληκτικά λίγες από αυτές, η φρικιαστική εμπειρία αντικατοπτρίζεται άμεσα στη μυθοπλασία (Η ενότητα 31 του Η ζωή ενός ηλίθιου ανθρώπου είναι η μοναδική ζωντανή εξαίρεση). Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε την επιρροή που θα μπορούσε να ‘χε στα σκοτεινά μεταγενέστερα έργα.
     Το 1914, ο Akutagawa κι οι πρώην φίλοι του από το γυμνάσιο αναβιώσανε το λογοτεχνικό περιοδικό Shinshichō (Νέα ρεύματα σκέψης), όπου δημοσίευσαν μεταφράσεις του Yeats και του Anatole France μαζί με έργα που είχαν γράψει οι ίδιοι. Ο Akutagawa δημοσίευσε το 2ο διήγημά του Rashōmon το επόμενο έτος στο λογοτεχνικό περιοδικό Teikoku Bungaku (Αυτοκρατορική Λογοτεχνία), ενώ ήταν ακόμα φοιτητής. Η ιστορία, βασισμένη σε μια ιστορία του 12ου αι., δεν έτυχε καλής υποδοχής από τους φίλους του, που την επέκριναν έντονα. Παρ ‘όλ’ αυτά, συγκέντρωσε το θάρρος να επισκεφθεί το είδωλό του, Natsume Sōseki, Δεκέμβρη 1915 για τους εβδομαδιαίους λογοτεχνικούς κύκλους του. Το Νοέμβρη δημοσίευσε το έργο στο λογοτεχνικό περιοδικό Teikoku Mongaku. Αρχές του 1916 δημοσίευσε το Hana (Η μύτη1916), που έλαβε επαινετική επιστολή από τον Sōseki και του εξασφάλισε τη 1η του γεύση φήμης.
     Ήταν επίσης εκείνη την εποχή που άρχισε να γράφει haiku με το haigo (ψευδώνυμο) Gaki. Aκολούθησε σειρά διηγημάτων που διαδραματίζονται τη περίοδο Heian, τη περίοδο Edo ή τη πρώιμη περίοδο Meiji της Ιαπωνίας. Αυτές οι ιστορίες επανερμήνευσαν κλασσικά έργα κι ιστορικά περιστατικά. Παραδείγματα αυτών των ιστοριών περιλαμβάνουν: Gesaku zanmai (Absorbed in Letters1917) και Kareno-shō (Gleanings from a Withered Field1918), Jigoku hen (Hell Screen1918). Hōkyōnin no shi (Ο θάνατος ενός χριστιανού1918) και Butōkai (Η μπάλα1920). Ο Akutagawa ήταν ισχυρός εχθρός του νατουραλισμού. Δημοσίευσε το Mikan (Mandarin Oranges, 1919) και το Aki (Φθινόπωρο1920) που ‘χουνε πιο σύγχρονα σκηνικά.



     Το 1921, διέκοψε τη συγγραφική του καρριέρα για να περάσει 4 μήνες στη Κίνα, ως δημοσιογράφος για το Mainichi Shinbun της Οσάκα. Το ταξίδι ήταν αγχωτικό κι υπέφερε από διάφορες ασθένειες, που η υγεία του δεν θα ανακάμψει ποτέ. Λίγο μετά την επιστροφή του δημοσίευσε το Yabu no naka (In a Grove1922). Στη διάρκεια του ταξιδιού, επισκέφθηκε πολλές πόλεις της ΝΑ Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των Nanjing, Shanghai, Hangzhou και Suzhou. Πριν από το ταξίδι του, έγραψε ένα διήγημα Ο Χριστός της Ναντζίνγκ, σχετικά με τη κινεζική χριστιανική κοινότητα· σύμφωνα με το δικό του ευφάνταστο όραμα της Ναντζίνγκ, όπως επηρεάστηκε από τη κλασσική κινεζική λογοτεχνία.
     Έγραψε πολλές εξ ολοκλήρου φανταστικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην εποχή του, αν και ακόμη κι εδώ έτεινε να προτιμά εξωτικά υλικά, όπως φαίνεται στα κινεζικά σκηνικά των The Story of a Head That Fell Off και Horse Legs. Το πρώτο, που διαδραματίζεται στη διάρκεια του Σινο-Ιαπωνικού Πολέμου, είναι περισσότερο ένα μοντέρνο-ιστορικό κομμάτι παρά ένα σύγχρονο έργο για τον Akutagawa, που ήταν ακόμη μικρός εκείνη την εποχή. Η έντονη κραυγή της ενάντια στη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου παραμένει, δυστυχώς, τόσο επίκαιρη στο βάρβαρο 21ο αιώνα μας όσο και στην εποχή του.



     Το Horse Legs είναι από τα πιο αστεία, άγρια και λιγότερο γνωστά κομμάτια που ‘γραψε ποτέ. Θυμίζοντας στις σουρρεαλιστικές ανατροπές του Γκόγκολ ή του Κάφκα, είναι μια σχεδόν τέλεια -κι απόλυτα ξεκαρδιστική- φανταστική απεικόνιση του παγκόσμιου ανθρώπινου φόβου να αποκαλυφθεί η αληθινή του φύση στους άλλους. Ο Akutagawa εκτελεί κωμική αντιστροφή της κοινώς χρησιμοποιούμενης σινο-ιαπωνικής έκφρασης για μια ντροπιαστική αυτοπροδοσία, “Bakyaku o arawasu” -κυριολεκτικά, “για ν’ αποκαλύψει τα πόδια του αλόγου“, όπως όταν τα ανθρώπινα πόδια ενός αλόγου σκηνής εκτίθενται κατά λάθος. Το θέμα επιδιώκεται ακατάπαυστα (αν και με πλούσιες κωμικές εκπλήξεις σε κάθε βήμα), μέχρι τη τελευταία ειρωνική εικονογράφηση δύο γραμμών ενός ηθικολόγου που ο θάνατος οδηγεί στην αποκάλυψη της υποκρισίας του. Κανείς δεν είναι ασφαλής. Το κείμενό μου ενσωματώνει τις αναθεωρήσεις που έκανε ο Akutagawa μετά τη 1η εμφάνιση της ιστορίας σε λογοτεχνικό περιοδικό.
     Οι ιστορίες του επηρεάστηκαν από τη πεποίθησή του ότι η πρακτική της λογοτεχνίας πρέπει να ‘ναι καθολική και να μπορεί να φέρει κοντά τους δυτικούς κι ιαπωνικούς πολιτισμούς. Η ιδέα μπορεί να φανεί στον τρόπο που ο Akutagawa χρησιμοποίησε υπάρχοντα έργα από διάφορους πολιτισμούς και χρονικές περιόδους κι είτε ξαναγράφει την ιστορία με σύγχρονες ευαισθησίες είτε δημιουργεί νέες ιστορίες χρησιμοποιώντας ιδέες από πολλαπλές πηγές. Ο πολιτισμός κι η διαμόρφωση μιας πολιτιστικής ταυτότητας είναι επίσης ένα σημαντικό θέμα σε πολλά από τα έργα του. Σε αυτές τις ιστορίες, διερευνά τη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας στη διάρκεια περιόδων της ιστορίας που η Ιαπωνία ήτανε πιο ανοιχτή σ’ εξωτερικές επιρροές. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η ιστορία του Hōkyōnin no Shi (Ο μάρτυρας1918), που τοποθετείται στη πρώιμη ιεραποστολική περίοδο.
     Το Green Onions τονε δείχνει στα πιο τεχνικά παιχνιδιάρικα. Είναι ένα ασύστολα αυτοαναφορικό κομμάτι, ένα κωμικό tour de force, μια ταυτόχρονη αποστολή ρομαντισμού και σκεπτικισμού, και μια ακαταμάχητη ματιά στην τέχνη και τη δουλειά της συγγραφής μυθοπλασίας. Στήνει μια εκπληκτική πράξη εξισορρόπησης εδώ δημιουργώντας μια ηρωίδα που μπορούμε πραγματικά να νοιαζόμαστε υπενθυμίζοντας μας επανειλημμένα πως είναι εντελώς τεχνητή δημιουργία φτιαγμένη για να ικανοποιήσει προθεσμία περιοδικού. Κάποια στιγμή, ο συγγραφέας καταριέται τον εαυτό του που εμπλέκεται συναισθηματικά στο ρομαντικό κόσμο της και στο τέλος θρηνεί για την αναπόφευκτη απώλεια της παρθενίας της, ενώ προτείνει ότι θα νικηθεί όχι μόνο από τον εραστή της αλλά κι από τους κριτικούς.



     Η απεικόνιση των γυναικών στις ιστορίες του Akutagawa διαμορφώθηκε κυρίως από την επιρροή 3 γυναικών που ενήργησαν ως μητρικές φιγούρες του. Το πιο σημαντικό ήταν η βιολογική του μητέρα Fuku, που ανησυχούσε για κληρονομιά της τρέλλας της. Αν κι απομακρύνθηκε από τη Fuku 8 μήνες μετά τη γέννησή του, ταυτίστηκε έντονα μαζί της και πίστευε ότι, αν οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να τρελλαθεί, η ζωή δεν είχε νόημα. Η θεία του Fuki έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του, ελέγχοντας μεγάλο μέρος της ζωής του καθώς κι απαιτώντας μεγάλο μέρος της προσοχής του, ειδικά καθώς μεγάλωνε. Οι γυναίκες που εμφανίζονται στις ιστορίες του, όπως κι οι μητρικές του, γράφτηκαν ως επί το πλείστον ως κυριαρχικές, επιθετικές, δόλιες κι εγωιστικές. Αντίθετα, οι άνδρες συχνά παρουσιάζονταν ως θύματα τέτοιων γυναικών.
     Η τελική φάση της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του χαρακτηρίστηκε από επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής υγείας. Μεγάλο μέρος του έργου του στη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι σαφώς αυτοβιογραφικό, μερικά με κείμενο παρμένο απευθείας από τα ημερολόγιά του. Τα έργα του στη διάρκεια αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν το Daidōji Shinsuke no hansei (Η πρώιμη ζωή του Daidōji Shinsuke1925) και το Tenkibo (Μητρώο θανάτου1926). Εκείνη την εποχή, είχε πολύ γνωστή διαμάχη με τον Jun’ichirō Tanizaki σχετικά με τη σημασία της δομής έναντι του λυρισμού στις ιστορίες. Ο Akutagawa υποστήριξε πως η δομή (πώς ειπώθηκε η ιστορία) ήτανε πιο σημαντική από το περιεχόμενο ή τη πλοκή της ιστορίας, ενώ ο Tanizaki υποστήριξε το αντίθετο. Τα τελευταία έργα του είναι το Kappa (1927), μια σάτιρα βασισμένη στο ομώνυμο πλάσμα από την ιαπωνική λαογραφία, Haguruma (Spinning Gears ή Cogwheels1927), Aru ahō no isshō (A Fool’s Life ή The Life of a Stupid Man) και Bungeiteki na, amari ni bungeiteki na (Literary, All Too Literary1927).
     Στο τέλος της ζωής του, υπέφερε απ’ οπτικές ψευδαισθήσεις κι άγχος από φόβο πως είχε κληρονομήσει τη ψυχική διαταραχή της μητέρας του. Το 1927, επέζησε από μια απόπειρα αυτοκτονίας, μαζί μ’ ένα φίλο της συζύγου του. Αργότερα αυτοκτόνησε μετά από υπερβολική δόση Veronal, που του ‘χε δοθεί από τον Mokichi Saitō στις 24 Ιουλίου 1927. Στη διαθήκη του έγραψε πως ένιωθε αόριστη ανασφάλεια (ぼんやりした不安bon’yari shita fuan) για το μέλλον. Ήτανε 35 ετών.



     Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, έγραψε 150 διηγήματα. Ορισμένα από αυτά έχουνε προσαρμοστεί σε άλλα μέσα. Η διάσημη ταινία του Akira Kurosawa Rashōmon (1950) αφηγείται το In a Bamboo Grove του Akutagawa, με τον τίτλο και τις σκηνές καρρέ που διαδραματίζονται στη Πύλη Rashomon από το ομώνυμο έργο του. Η Ουκρανή συνθέτις Victoria Poleva έγραψε το μπαλέτο Gagaku (1994), βασισμένο στο Hell Screen του. Ο Ιάπωνας συνθέτης Mayako Kubo έγραψε όπερα με τίτλο Rashomon, κ.ά.. Η γερμανική έκδοση έκανε πρεμιέρα στο Γκρατς της Αυστρίας το 1996 κι η ιαπωνική στο Τόκιο το 2002. Η κεντρική έπαρση της ιστορίας (δηλαδή οι αντικρουόμενες αφηγήσεις των ίδιων γεγονότων από διαφορετικές οπτικές γωνίες, χωρίς καμμία οριστική) έχει εισέλθει στην αφήγηση ως αποδεκτό τροπάριο.
     Το 1930, ο Tatsuo Hori, συγγραφέας, που είδε τον εαυτό του ως μαθητή του Akutagawa, δημοσίευσε το διήγημα Sei kazoku (Αγία Οικογένεια), που γράφτηκε με την εντύπωση του θανάτου του Akutagawa και μάλιστα έκανε αναφορά στον νεκρό μέντορα με τη μορφή του νεκρού χαρακτήρα Kuki. Το 1935, ο δια βίου φίλος του Kan Kikuchi καθιέρωσε το λογοτεχνικό βραβείο για πολλά υποσχόμενους νέους συγγραφείς, το Βραβείο Akutagawa, προς τιμή του.
     Το 2020 το NHK παρήγαγε και πρόβαλε τη ταινία A Stranger in Shanghai. Απεικονίζει την εποχή του Akutagawa ως ρεπόρτερ στη πόλη, πρωταγωνιστεί ο Ryuhei Matsuda.



ΡΗΤΑ:

 * Ένας άνθρωπος αφιερώνει μερικές φορές τη ζωή του σε μια επιθυμία που δεν είναι σίγουρος ότι θα εκπληρωθεί ποτέ. Εκείνοι που γελούν με αυτή την ανοησία δεν είναι, τελικά, παρά απλοί θεατές της ζωής.

 * Πραγματικά, η ανθρώπινη ζωή είναι εφήμερη σαν δροσιά και σύντομη σαν αστραπή.

 * Όταν σκοτώνω έναν άνθρωπο, το κάνω με το σπαθί μου, αλλά άνθρωποι σαν εσένα δεν χρησιμοποιούν σπαθιά. Εσείς κύριοι σκοτώνετε με τη δύναμή σας, με τα χρήματά σας και μερικές φορές μόνο με τα λόγια σας: λέτε στους ανθρώπους ότι τους κάνετε χάρη. Είναι αλήθεια ότι δεν ρέει αίμα, ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός, αλλά τον έχετε σκοτώσει παρ’ όλα αυτά. Δεν ξέρω ποιανού η αμαρτία είναι μεγαλύτερη – δική σου ή δική μου.

 * Ερώτηση α’: Τι θα λέγατε για φίλους -πόσους έχετε; Απάντηση: Ω, οι φιλίες μου ξεπερνούν όλα τα όρια του χρόνου και του χώρου -είναι αρχαίες, σύγχρονες, από την ανατολή κι από τη δύση. Ο αριθμός πιθανότατα δεν θα ήταν πολύ μικρότερος από τριακόσιους κι απ’ αυτούς, αν έπρεπε να ονομάσω τους πιο διάσημους, υποθέτω ότι θα ήταν ο Κλάιστ, ο Μάινλαντ, ο Βάινινγκερ. . . .

 * Ερώτηση β’: Έτσι οι φίλοι σας είναι όλοι αυτοκτονίες, έτσι δεν είναι; Απάντηση: Όχι, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Ένας άνθρωπος σαν τον Montaigne, που υποστήριξε και δικαιολόγησε την αυτοκτονία, είναι από τους πιο αξιότιμους φίλους μου. Αλλά δεν μπορώ να συναναστραφώ με ανθρώπους όπως ο Σοπενχάουερ, ο απαισιόδοξος κουρασμένος από τη ζωή που δεν αυτοκτόνησε.

 * Μόλις τελείωσε τη συγγραφή της Ζωής ενός ηλίθιου ανθρώπου, έτυχε να δει ένα λούτρινο κύκνο σε κατάστημα μεταχειρισμένων. Στεκόταν με το κεφάλι ψηλά, αλλά τα φτερά του ήταν κιτρινισμένα και σκωροφαγωμένα. Καθώς σκεφτόταν τη ζωή του, ένιωθε δάκρυα και κοροϊδία να αναβλύζουν μέσα του. Το μόνο που βρισκόταν μπροστά του ήταν τρέλλα ή αυτοκτονία. Περπάτησε μόνος στο σκοτεινό δρόμο, αποφασισμένος τώρα να περιμένει το πεπρωμένο που θα ερχόταν να τον εξοντώσει.

 * Είμαστε ανθρώπινα ζώα κι έτσι φοβόμαστε το θάνατο όπως τα ζώα. Η λεγόμενη θέληση για ζωή δεν είναι τίποτα πιότερο από ‘να διαφορετικό όνομα για το ζωικό ένστικτο. Δεν είμαι παρά έν απ’ αυτά τα ανθρώπινα ζώα κι όταν παρατηρώ την απώλεια του ενδιαφέροντός μου για το φαγητό και τις γυναίκες, συνειδητοποιώ ότι έχω χάσει σταδιακά αυτό το ζωώδες ένστικτο. Τώρα κατοικώ σε κόσμο άρρωστων νεύρων, τόσο ημιδιαφανή όσον ο πάγος.

 * Αν μπορούμε να υποταχθούμε σε αυτόν τον αιώνιο ύπνο, μπορούμε αναμφίβολα να κερδίσουμε ειρήνη, αν όχι ευτυχία, αλλά είχα αμφιβολίες για το πότε θα ήμουν αρκετά γενναίος για να αφαιρέσω τη ζωή μου. Σε αυτή τη κατάσταση, η φύση έχει γίνει πιο όμορφη από ποτέ για μένα. Αγαπάτε την ομορφιά της φύσης και αναμφίβολα θα χλευάζατε τις αντιφάσεις μου. Αλλά η φύση είναι όμορφη ακριβώς επειδή πέφτει πάνω σε μάτια που δεν θα την εκτιμήσουνε για πολύ ακόμα. Έχω δει, αγαπήσει και καταλάβει περισσότερα από άλλους. Αυτό από μόνο του μου δίνει κάποια παρηγοριά εν μέσω ανυπέρβλητων θλίψεων.

==========================

                                                             Κάπα
   (απόσπ.)
                                          Πρόλογος Του Συγγραφέα

     Αυτή είναι η ιστορία του ασθενούς με τον αριθμό 23, σ’ ένα απ’ τα φρενοκομεία μας. Τη διηγείται κάθε φορά που πείθει κάποιον να κάτσει να τον ακούσει. Πρέπει να ‘ναι περασμένα τριάντα κι όμως, με μια πρώτη ματιά, φαίνεται πολύ νεότερος. Μπορεί να ‘ναι η τρέλλα που του δίνει τη νεανική του όψη. Πέρασε τις εμπειρίες μισής ζωής ώσπου να φτάσει σ’ αυτό το άσυλο. Πώς, με ποιον τρόπο… Όχι, νομίζω ότι είναι καλύτερα ν’ αφήσουμε τέτοιες λεπτομέρειες για αργότερα.
     Την ιστορία του μου τη διηγήθηκε με πολλές λεπτομέρειες, καθώς τον άκουγα μαζί με το γιατρό που διευθύνει το φρενοκομείο. Όση ώρα μιλούσε, κρατούσε σφιχτά και τα δύο του γόνατα. Πότε πότε κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο. Μέσα απ’ τα σιδερένια κάγκελα μπορούσε να δει κανείς μια γυμνή βελανιδιά, που τα μαύρα κλαδιά της πάσχιζαν ν’ αγγίξουν τα απειλητικά σύννεφα. Έκανε κάποιες χειρονομίες που συνόδευαν τα λεγόμενά του, αλλά ήταν πολύ λίγες. Όταν κάποια στιγμή είπε, λόγου χάρη, “ξαφνιάστηκα”, τίναξε απότομα το κεφάλι του προς τα πίσω. Τέτοια πράγματα.
     Προσπάθησα να μεταγράψω την ιστορία που μας είπε με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται. Αν κάποιος δεν μείνει ικανοποιημένος, το μόνο που έχει να κάνει είναι να βγει λίγο απ’ το Τόκιο και να πάει στο χωριό όπου βρίσκεται το φρενοκομείο. Είμαι βέβαιος ότι ο Ασθενής με τον αριθμό 23, πολύ νεότερος στην όψη από τα χρόνια του, θα τον υποδεχτεί με μια ευγενική υπόκλιση και θα του κάνει νόημα να καθίσει σε μια σκληρή καρέκλα. Μετά -γι’ αυτό δεν έχω τη παραμικρή αμφιβολία- θα ξαναδιηγηθεί ήρεμα την ιστορία του, μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη όση ώρα μιλά. Στο τέλος… ναι, θυμάμαι ολοκάθαρα την έκφραση του προσώπου του καθώς τελείωνε. Αναμφισβήτητα θα κάνει ακριβώς το ίδιο. Θα τιναχτεί όρθιος, θα σφίξει τις γροθιές του και θ’ αρχίσει να ουρλιάζει:
 -“
Φύγε από δω! Άμε στο διάολο, γουρούνι! Ηλίθιε! Με ζηλεύεις, παλιάνθρωπε! Τέτοιο θράσος! Να ‘ρθεις εδώ μ’ αυτόν τον τρόπο! Ποιος σου ‘δωσε το δικαίωμα, παλιομπάσταρδε, να με κοιτάς μ’ αυτό το ύφος; Άντε, χάσου απ’ τα μάτια μου, κτήνος! Δεν θα μ’ αφήσετε ποτέ, όλοι σεις οι μπάσταρδοι, στην ησυχία μου“;
______________________



1.
     Όλα αρχίσανε μια συνηθισμένη μέρα του θέρους πριν από τρία χρόνια. Μ’ ένα σακίδιο στη πλάτη είχα ξεκινήσει από ένα μικρό ξενοδοχείο με ιαματικά λουτρά στο Καμικόσι, για να σκαρφαλώσω στο Όρος Χοντάκα. Όπως θα ξέρετε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσει κανείς στο Χοντάκα απ’ το να πάρει το δρόμο που διατρέχει τη κοιλάδα του ποταμού Αζούσα. Είχα ξανανέβει στο Χοντάκα -αν σας ενδιαφέρει, έχω πάει και στο Όρος Γιαριγκατάκε-κι έτσι, παρόλο που μια πυκνή ομίχλη είχε αρχίσει να κατεβαίνει στην κοιλάδα του Αζούσα, δεν σκέφτηκα να πάρω μαζί μου κάποιον οδηγό.
     Η ομίχλη δεν έλεγε να διαλυθεί· μπορώ να πω, μάλιστα, ότι γινότανε πιο πυκνή. Συνέχισα ν’ ανηφορίζω την κοιλάδα του Αζούσα για καμιά ώρα περίπου, με την ομίχλη ν’ αγκαλιάζει τα πόδια μου καθώς περπατούσα. Σε κάποιο σημείο, σκέφτηκα να επιστρέψω στο ξενοδοχείο με τα ιαματικά λουτρά, στο Καμικόσι. Αυτό, όμως, θα σήμαινε να περιμένω ώσπου να διαλυθεί η ομίχλη για να πάρω το δρόμο του γυρισμού.
     Λες και με κορόιδευε για το δίλημμά μου η ομίχλη πύκνωνε όλο και πιο πολύ κάθε λεπτό που περνούσε. “Δε βαριέσαι… Καλύτερα να συνεχίσω... “, σκέφτηκα. Έτσι, άρχισα να προχωράω μέσα από τα ινδοκάλαμα, φροντίζοντας πάντως να μην απομακρυνθώ πολύ απ’ το Ποτάμι. Όπου κι αν κοίταζα, το μόνο που ‘βλεπα ήταν ομίχλη. Μέσα απ’ τη καταχνιά, διέκρινα πού και πού μόνο κάποια χοντρόκορμη οξιά και κλαριά από έλατα, με φύλλα που στάζανε και φαντάζανε γαλαζοπράσινα στο αδιάφανο φόντο της υγρής ομίχλης. Κάθε τόσο, ένα άλογο ή κάποια αγελάδα εμφανίζονταν ξαφνικά σαν φαντάσματα μπροστά μου, για να χαθούν το ίδιο απότομα, τυλιγμένα σ’ ένα στροβίλισμα πυκνής ομίχλης.
     Δεν άργησα να νιώσω τα πόδια μου να βαραίνουνε και το στομάχι μου να διαμαρτύρεται. Τα ορειβατικά μου ρούχα κι οι κουβέρτες που κουβαλούσα είχανε γίνει μούσκεμα και το βάρος τους πολύ μεγαλύτερο. Στο τέλος, έχασα το κουράγιο μου και πήρα την απόφαση να γυρίσω στην όχθη του ποταμού Αζούσα. Ο θόρυβος που έκανε το νερό πέφτοντας πάνω στις πέτρες ήταν ένας οδηγός που μπορού σα να βασίζομαι. Κάθισα σε μια μεγάλη πέτρα στην όχθη του ποταμού κι άρχισα αμέσως να ετοιμάζω το φαγητό μου. Θα πρέπει να περάσανε γύρω στα δέκα λεπτά μέχρι ν’ ανοίξω μια κονσέρβα κορνμπίφ και να μαζέψω μερικά ξερά κλαριά για ν’ ανάψω τη φωτιά μου. Μέσα σ’ αυτό το δεκάλεπτο, η ομίχλη είχε αρχίσει σιγά σιγά να διαλύεται και διαπίστωσα ότι μπορούσα να διακρίνω αχνά το περίγραμμα του σκηνικού ολόγυρά μου.
     Μασουλώντας ένα κομμάτι ψωμί, έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. Η ώρα είχε ήδη πάει μία κι είκοσι. Δεν ήταν αυτό μόνο που μ’ έκανε να ταραχτώ , αλλά κυρίως ένα φευγαλέο αντικαθρέφτισμα που έπιασα στο γυαλί του ρολογιού μου. Ήταν ένα απόκοσμο, αλλόκοτο πρόσωπο. Ξαφνιασμένος, κοίταξα πίσω μου για να δω από πού ερχόταν η αντανάκλαση. Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αντίκρυσα ένα πραγματικό ζωντανό Κάπα. Ήταν ανεβασμένος στη κορφή ενός βράχου ακριβώς πίσω μου και δεν διέφερε σε τίποτε απ’ όλες τις εικόνες που είχα δει ως τότε. Με το ένα του χέρι ήτανε πιασμένος απ’ τον κορμό μιας ασημένιας σημύδας, με το άλλο σκίαζε τα μάτια του, καθώς με κοίταζε με τη περιέργεια που δείχνει κανείς όταν βλέπει κάτι πολύ παράξενο.
     Τόσο πολύ τα είχα χαμένα, που για λίγο δεν τόλμησα να κάνω τη παραμικρή κίνηση. Θα πρέπει, όμως κι ο Κάπα να ένιωθε κάτι ανάλογο, γιατί έδειχνε κι αυτός σαν μαρμαρωμένος -ακόμα και το χέρι πάνω απ’ τα μάτια του είχε μείνει ακίνητο. Πετάχτηκα όρθιος κι έδωσα ένα ξαφνικό σάλτο προς το βράχο όπου στεκόταν ο Κάπα. Την ίδια ακριβώς στιγμή, εκείνος τραβήχτηκε μακρυά μου -τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε… Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη εξαφανίστηκε από μπρος μου. Κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθα το φόβο και τη περιέργεια να μεγαλώνουν μέσα μου. Στη προσπάθειά μου να τονε ξαναβρώ, άφησα το βλέμμα μου να πέσει στα κοντόκορμα ινδοκάλαμα. Εκεί τον είδα πάλι. Ήταν μόλις δύο μέτρα μακρυά μου, με το πρόσωπό του στραμμένο προς το μέρος μου και το κορμί του έτοιμο να ξεφύγει, σε περίπτωση που επιχειρούσα πάλι να τον πιάσω.
     Τίποτε το περίεργο ως εδώ. Συμφωνώ. Αυτό, ωστόσο, που με παραξένεψε ήτανε το χρώμα του. Ο Κάπα που με παρατηρούσε προηγουμένως απ’ το βράχο είχε ένα βαθύ γκρίζο χρώμα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια του. Τωρα όμως, δεν υπήρχε ούτε ένα κομμάτι του που να μην είχε γίνει πράσινο.
 -“Πανάθεμά σε!” φώναξα δυνατά, καθώς χυμούσα πάλι πάνω του. Περιττό να πω ότι μου ξέφυγε και πάλι. Έφαγα πάνω από μισή ώρα κυνηγώντας τον μέσα στα ινδοκάλαμα και πηδώντας απ’ τον ένα βράχο στον άλλο. Ο Κάπα ήτανε πραγματικά ευκίνητος -γρήγορος σαν μαϊμού. Μετά από τόσο κυνηγητό, ένιωθα λίγο ζαλισμένος. Κάμποσες φορές κόντεψα να τονε χάσω εντελώς απ’ τα μάτια μου, ενώ κάπου κάπου σκόνταφτα κι έπεφτα με τα μούτρα στο χώμα.
     Κάποια στιγμή η τύχη μου φάνηκε ότι άλλαζε. Ο Κάπα βρήκε το δρόμο του κλειστό από ένα ταύρο, που ‘βοσκε κάτω απ’ το πυκνό φύλλωμα μιας πελώριας αγριοκαστανιάς. Ο ταύρος είχε ένα ζευγάρι μυτερά κέρατα κι ένα πολύ άγριο βλέμμα στα κόκκινα σαν αίμα μάτια του. Ο Κάπα τον είδε και βγάζοντας μια στριγκλιά, έκανε τούμπα και βρέθηκε ανάσκελα σε μια συστάδα από ινδοκάλαμα.
 -“Τώρα σ’ έπιασα! Δεν μου ξεφεύγεις!” φώναξα, καθώς βουτούσα ξοπίσω του μες στα καλάμια.
     Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι υπήρχε κάποιο άνοιγμα σε κείνο το σημείο. Ήμουν έτοιμος ν’ αρπάξω με τα δάχτυλά μου τη λεία και γλιστερή του ράχη, όταν, ξαφνου, βρέθηκα να πέφτω με το κεφάλι σε μια κατάμαυρη άβυσσο. Δεν είναι παράξενο ότι, ακόμα και σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, το μυαλό του ανθρώπου κάνει τις πιο απίθανες σκέψεις; Για ένα δευτερόλεπτο, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ο κίνδυνος που αντιμετώπιζα. Το επόμενο, έπιασα τον εαυτό μου να θυμάται ότι υπάρχει μια γέφυρα που λέγεται Κάπα, κοντά στο ξενοδοχείο με τα ιαματικά λουτρά στο Καμικόσι.
     Μετά … Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε απ’ ό,τι έγινε μετά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένιωσα κάτι σαν αστραπή να περνά μπρος στα μάτια μου. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι και θα πρέπει να ‘γινε σχεδόν αμέσως μόλις έχασα τις αισθήσεις μου.



2.
     Oταν επιτέλους συνήλθα κι έριξα μια ματιά γύρω μου, διαπίστωσα πως ήμουν ακόμα ανάσκελα στο σημείο που είχα πέσει, περιστοιχισμένος από αρκετούς Κάπα.
     Ένας απ’ αυτούς ήτανε γονατισμένος δίπλα μου κι είχε κολλήσει ένα στηθοσκόπιο στο στήθος μου. Πάνω στο χοντρό του ράμφος ήτανε γαντζωμένο ένα μονόκλ. Μόλις είδε ότι άνοιγανε τα μάτια μου, μου ‘κανε νόημα να μείνω ακίνητος και στη συνέχεια φώναξε:
 -“Κουάξ! Κουάξ!” σε κάτι άλλους Κάπα πίσω του.
     Ακούγοντάς τον, δύο Κάπα ήρθανε στο σημείο που ήμουνα πεσμένος κουβαλώντας ένα φορείο, που με μετέφεραν προσεκτικά μέσα απ’ το πλήθος. Προχωρήσαμε έτσι κάμποσες εκατοντάδες μέτρα σ’ ένα δρόμο που, απ’ τα λίγα που μπορούσα να δω, μου θύμιζε το Γκίνζα, τον κεντρικό δρόμο του Τόκιο. Είχε μια παρόμοια γραμμή από οξιές και στις δυο πλευρές του, ενώ η άσφαλτος ανάμεσα ήταν γεμάτη αυτοκίνητα. Κάτω απ’ τον ίσκιο αυτών των δέντρων υπήρχανε σειρές ολόκληρες από μαγαζιά, το καθένα με τη δική του τέντα, που πουλούσαν ό,τι μπορείς να φανταστείς.
     Κάποια στιγμή, οι τραυματιοφορείς έστριψαν απ’ τον κεντρικό δρόμο σ’ ένα στενοσόκακο και με μετέφεραν σ’ ένα σπίτι λίγο πιο κάτω. Αργότερα, έμαθα ότι το σπίτι αυτό ανήκε στον Κάπα με το μονόκλ. Ονομαζόταν Τσακ και ήταν γιατρός. Ο Τσακ είπε στους τραυματιοφορείς να με ξαπλώσουνε σ’ ένα καλοστρωμένο κρεβάτι, κι έπειτα μ’ έβαλε να πιώ ένα ποτήρι με κάποιο φάρμακο. Δεν ήξερα τι ήταν, απ’ ό,τι θυμάμαι όμως, ήταν ένα άχρωμο υγρό. Έμεινα ακίνητος στο κρεβάτι, έτσι ακριβώς όπως με είχαν αφήσει, επιτρέποντας στον Τσακ να κάνει ό,τι ήθελε μαζί μου. Για να πω όλη την αλήθεια, πονούσαν τόσο πολύ όλα τα κόκαλά μου που ακόμα κι η παραμικρή κίνηση ήταν μεγάλο πρόβλημα. Ο Τσακ ερχόταν και μ’ εξέταζε δυο-τρεις φορές τη μέρα. Ένας άλλος επισκέπτης, που ερχόταν περίπου κάθε τρεις μέρες, ήταν ο Κάπα που είχα ανταμώσει στον κόσμο των ανθρώπων. Εκείνος ονομαζόταν Μπαγκ και ήταν ψαράς. 
     Οι Κάπα γνωρίζουνε πολύ περισσότερα για μας τους ανθρώπους απ’ όσα ξέρουμε εμείς γι’ αυτούς. Ίσως αυτό να ‘χει κάποια σχέση με το γεγονός ότι οι Κάπα κατορθώνουνε και πιάνουν πολύ περισσότερους ανθρώπους σε σύγκριση με τους Κάπα που πιάνουμε εμείς. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος αν είναι σωστή η λέξη “Πιάνουν“. Όποια, όμως, κι αν είναι, κάμποσα ανθρώπινα πλάσματα βρεθήκανε στη χώρα των Κάπα πολύ πριν έρθει η σειρά μου και τα περισσότερα απ’ αυτά είχανε περάσει εκεί την υπόλοιπη ζωή τους. Προφανώς ένα απ’ τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα είναι ότι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να περνάμε σχετικά καλά εκεί, χωρίς να χρειάζεται να κουνήσουμε το μικρό μας δαχτυλάκι, αρκεί ότι είμαστε άνθρωποι κι όχι Κάπα. Ο Μπαγκ μου ‘πε κάποτε την ιστορία ενός νεαρού εργάτη (δούλευε σε κατασκευές δρόμων), που βρέθηκε στη χώρα των Κάπα. Είχε νυμφευτεί μια Κάπα, που, εκτός απ’ τ’ ότι μπορούσε να χαρακτηριστεί σχετικά νόστιμη σε σύγκριση με τις άλλες, τα είχε καταφέρει μια χαρά στο να τονε κάνει να μη βλέπει την αλήθεια.
     Όταν πέρςισε περίπου μια βδομάδα, βρέθηκα να είμαι γείτονας του Τσακ με το χαρακτηρισμό του «ειδικά προστατευόμενου ατόμου» -σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη της χώρας των Κάπα. Παρά το μικροσκοπικό του μέγεθος, το σπιτικό μου ήταν απρόσμενα συμπαθητικό και άνετο. Όπως θα περίμενε κανείς, δεν υπάρχουνε πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα στοιχεία μιας πολιτισμένης ζωής στη χώρα των Κάπα κι εκείνα σε μια χώρα του ανθρώπινου κόσμου μας -ή τουλάχιστον, για να περιορίσω τις δηλώσεις μου σε καθαρά προσωπικές εμπειρίες, τα συστατικά της πολιτισμένης ζωής στην Ιαπωνία. Χαρακτηριστικά, αναφέρω πως υπήρχε μικρό πιάνο στη γωνιά του σαλονιού μου, ενώ στους τοίχους κρέμονταν κορνιζαρισμένοι πίνακες ζωγραφικής. Η μόνη διαφορά βρισκότανε στις διαστάσεις όλων των πραγμάτων του ίδιου του σπιτιού, των τραπεζιών, των καθισμάτων. Όλα είχανε γίνει στα μέτρα των Κάπα, είχα τη μόνιμη αίσθηση ότι μ’ είχαν επαναφέρει σ’ ένα είδος νηπιαγωγείου.
     Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, κάδε βράδυ, μάθαινα τη γλώσσα των Κάπα απ’ τον Τσακ, τον Μπαγκ, ή κάποιον άλλο απ’ τους γνωστούς μου. Όπως ήταν φυσικό, είχα και πολλούς άλλους επισκέπτες, επειδή ο χαρακτηρισμός μου ως “ειδικά προστατευόμενου ατόμου” προκαλούσε τη περιέργεια. Ο Γκάελ, ο διευθυντής μιας υαλουργίας, ήταν ένας απ’ τους πιο τακτικούς. Ο Τσακ του είχε αναθέσει να μου παίρνει καθημερινά τη πίεση. Για τις πρώτες δεκαπέντε μέρες περίπου, καλύτερός μου φίλος ανάμεσα στους Κάπα ήτανε πάντως ο Μπαγκ, ο ψαράς.
     Ήταν μια ζεστή, υγρή βραδιά. Καθόμουν στο σαλόνι με τον Μπαγκ, το ψαρά. Κουβεντιάζαμε ανέμελα περί ανέμων κι υδάτων, όταν ξαφνικά, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ο Μπαγκ σώπασε κι άρχισε να με κοιτά ερευνητικά, με τα μεγάλα του μάτια τόσο διεσταλμένα ώστε να φαίνονται ακόμα μεγαλύτερα απ’ ό,τι τις άλλες φορές. Το βρήκα πολύ περίεργο και, κάνοντας μια προσπάθεια να καταλάβω, αποπειράθηκα να του μιλήσω στη γλώσσα των Κάπα.
 -“Κουάξ, Μπαγκ, κουό κουέλ κουάν“; (Ελεύθερη μτφρ.: Έλα τώρα, Μπαγκ! Τι έπαθες;).
     Δεν πήρα απάντηση. Αντί να μου μιλήσει, τινάχτηκε απότομα όρθιος και στάθηκε από πάνω μου, με τη γλώσσα κρεμασμένη. Η εντύπωση που μου έδινε ήταν ότι ετοιμαζόταν να κάνει ένα σάλτο, που θα τον έφερνε κατευθείαν πάνω στο κεφάλι μου. Ήτανε φυσικό να μ’ έχουνε πλημμυρίσει η ανησυχία κι οι υποψίες. Κατάφερα να σηκωθώ με αργές κινήσεις, για να μη τον αναστατώσω παραπάνω κι ήμουν έτοιμος να ορμήξω στη πόρτα, όταν είδα να ξεπροβάλλει το κεφάλι του δρ. Τσακ. Δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει καλύτερη στιγμή.
 -“Ηρέμησε, Μπαγκ! Τι κάνεις εκεί“;
     Ο Τσακ τονε κεραυνοβόλησε μ’ ένα άγριο βλέμμα μέσα απ’ το μονόκλ του. Ο Μπαγκ φάνηκε πολύ φοβισμένος και ντροπιασμένος -και καλά έκανε! Στη συνέχεια άρχισε να ζητά συγγνώμη, κρύβοντας με τα χέρια ξανά και ξανά το πρόσωπό του καθώς μιλούσε.
 -“Ειλικρινά λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη. Άρχισα να νιώθω τόσο παράξενα καθώς έβλεπα τον κύριο από δω να γίνεται όλο και πιο ανήσυχος. Μετά φαίνεται πως παρασύρθηκα και δεν μπόρεσα ν’ αντέξω στον πειρασμό να του παίξω αυτή τη μικρή φάρσα“. Στράφηκε προς το μέρος μου. “Ελπίζω να με συγχωρήσετε, κύριε...”
   (τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *