Stevenson Robert Louis Συναρπαστικός & Λόγιος Αφηγητής

Βιογραφικό

—–Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (Robert Louis Stevenson, 3 Δεκέμβρη 1894) ήτανε Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και ταξιδιωτικός συγγραφέας. Είναι περισσότερο γνωστός για τα μυθιστορήματα Treasure Island (1883), Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde (1886), Kidnapped (1893) και τη ποιητική συλλογή A Child’s Garden of Verses (1885). Γεννημένος και μορφωμένος στο Εδιμβούργο, υπέφερε από σοβαρά βρογχικά προβλήματα για μεγάλο μέρος της ζωής του, αλλά συνέχισε να γράφει παραγωγικά και να ταξιδεύει ευρέως αψηφώντας τη κακή υγεία του. Nεαρός αναμίχθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους του Λονδίνου, λαμβάνοντας ενθάρρυνση από τους Sidney ColvinAndrew LangEdmund GosseLeslie Stephen και W. E. Henley, που ο τελευταίος τους μπορεί να παρείχε το μοντέλο για τον Long John Silver στο Treasure Island.
—–Το 1890 εγκαταστάθηκε στη Σαμόα, όπου, θορυβημένος από την αυξανόμενη ευρωπαϊκή κι αμερικανική επιρροή στα νησιά της Νότιας Θάλασσας, η γραφή του στράφηκε από ρομαντική και περιπετειώδη μυθοπλασία προς έναν πιο σκοτεινό ρεαλισμό. Πέθανε από εγκεφαλικό στο σπίτι του στο νησί το 1894 σε ηλικία 44 ετών. Διασημότητα στη διάρκεια της ζωής του, η κριτική φήμη του Στίβενσον παρουσιάζει διακυμάνσεις μετά το θάνατό του, αν και σήμερα τα έργα του χαίρουν γενικής αναγνώρισης. Το 2018 κατατάχθηκε ακριβώς πίσω από τον Κάρολο Ντίκενς ως ο 26ος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο.

—–Γεννήθηκε 13 Νοέμβρη 1850 στο 8 Howard Place, στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, από τον Τόμας Στίβενσον (1818–1887), κορυφαίο μηχανικό φάρων και τη σύζυγό του, Μάργκαρετ Ισαβέλλα (γεν. Μπάλφουρ, 1829–1897). Βαφτίστηκε Ρόμπερτ Λιούις Μπάλφουρ Στίβενσον. Στα περίπου 18, άλλαξε την ορθογραφία του “Lewis” σε “Louis” κι εγκατέλειψε το “Balfour” το 1873. Ο σχεδιασμός φάρων ήταν το επάγγελμα της οικογένειας. Ο πατέρας του Τόμας (παππούς του Ρόμπερτ) ήταν ο πολιτικός μηχανικός Ρόμπερτ Στίβενσον και τα αδέρφια του Τόμας (θείοι του Ρόμπερτ) Άλαν και Ντέιβιντ ήταν στον ίδιο τομέα. Ο παππούς του Τόμας από τη μητέρα του, Τόμας Σμιθ, είχε το ίδιο επάγγελμα. Ωστόσο, η οικογένεια της μητέρας του Ρόμπερτ ήταν ευγενείς, εντοπίζοντας τη γενεαλογία τους πίσω στον Αλεξάντερ Μπάλφουρ, που κατείχε τα εδάφη του Ίνκριε στο Φάιφ το 15ο αι. Ο πατέρας της μητέρας του, Λιούις Μπάλφουρ (1777–1860), ήταν ιερέας της Εκκλησίας της Σκωτίας στο κοντινό Κόλιντον και τα αδέρφια της ήσαν ο γιατρός Τζορτζ Γουίλιαμ Μπάλφουρ κι ο ναυτικός μηχανικός Τζέιμς Μπάλφουρ. Ο Στίβενσον πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του διακοπών στο σπίτι του παππού του από τη μητέρα του. «Τώρα συχνά αναρωτιέμαι τι κληρονόμησα από αυτόν τον παλιό υπουργό», έγραψε, «Πρέπει να υποθέσω, πράγματι, ότι του άρεσε να κηρύττει κηρύγματα και το ίδιο κι εγώ, αν και ποτέ δεν άκουσα να υποστηρίζεται ότι σε κανέναν από μας άρεσε να τ’ ακούει».
—–Ο Λιούις Μπάλφουρ κι η κόρη του είχανε αδύναμο στήθος, επομένως συχνά χρειαζόταν να μένουνε σε θερμότερα κλίματα για την υγεία τους. Ο Στίβενσον κληρονόμησε τη τάση για βήχα και πυρετό, που επιδεινώθηκε όταν η οικογένεια μετακόμισε σε υγρό, ψυχρό σπίτι στο 1 Inverleith Terrace το 1851. Η οικογένεια μετακόμισε ξανά στο πιο ηλιόλουστο 17 Heriot Row όταν ήταν έξι ετών, αλλά η τάση για ακραία ασθένεια το χειμώνα παρέμεινε μαζί του μέχρι τα 11 του. Η ασθένεια ήταν επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό της ενήλικης ζωής του και τον άφησε εξαιρετικά αδύνατο. Οι σύγχρονες απόψεις ήταν ότι είχε φυματίωση, αλλά πιο πρόσφατες απόψεις είναι ότι ήταν βρογχεκτασίες ή σαρκοείδωση. Η οικογένεια παραθέριζε επίσης στη λουτρόπολη Bridge of Allan, στο North Berwick, και στο Peebles για χάρη της υγείας του και της μητέρας του. Η «σπηλιά του Στίβενσον» στη Γέφυρα του Άλαν φέρεται να ήταν η έμπνευση για τη σπηλιά του χαρακτήρα Ben Gunn στο μυθιστόρημα του Στίβενσον το 1883 Treasure Island.

—–Οι γονείς του ήτανε κι οι 2 ευσεβείς Πρεσβυτεριανοί, αλλά το νοικοκυριό δεν ήταν αυστηρό στη προσήλωσή του στις καλβινιστικές αρχές. Η νοσοκόμα του Alison Cunningham (γνωστή ως Cummy) ήταν πιο ένθερμα θρησκευόμενη. Ο συνδυασμός του Καλβινισμού και των λαϊκών πεποιθήσεων ήτανε πρώιμη πηγή εφιαλτών για το παιδί κι έδειξε επίσης πρώιμη ανησυχία για τη θρησκεία. Αλλά τονε φρόντιζε επίσης τρυφερά στην αρρώστια, διαβάζοντάς του από τον John Bunyan και τη Βίβλο καθώς ήταν άρρωστος στο κρεβάτι και λέγοντας ιστορίες για τους Covenanters. Ο Στίβενσον θυμήθηκε αυτή την εποχή της ασθένειας στο The Land of Counterpane στο A Child’s Garden of Verses (1885), αφιερώνοντας το βιβλίο στη νοσοκόμα του.
—–Ήταν μοναχοπαίδι, παράξενο κι εκκεντρικό και δυσκολεύτηκε να ταιριάξει όταν τον έστειλαν σε κοντινό σχολείο στα 6 του, πρόβλημα που επαναλήφθηκε στα 11, όταν πήγε στην Ακαδημία του Εδιμβούργου, αλλά αναμειγνύοντανε καλά σε ζωηρά παιχνίδια με τα ξαδέρφια του στις καλοκαιρινές διακοπές στο Κόλιντον. Οι συχνές ασθένειές του συχνά τονε κρατούσαν μακρυά από το πρώτο του σχολείο, έτσι διδάχθηκε για μεγάλα διαστήματα από ιδιωτικούς δασκάλους. Ήταν αργοπορημένος αναγνώστης, μάθαινε σε ηλικία 7 ή 8 ετών, αλλά ακόμη και πριν απ’ αυτό υπαγόρευε ιστορίες στη μητέρα και τη νοσοκόμα του κι έγραφε ψυχαναγκαστικά ιστορίες σ’ όλη τη παιδική του ηλικία. Ο πατέρας του ήτανε περήφανος γι’ αυτό το ενδιαφέρον. Έγραφε επίσης ιστορίες στον ελεύθερο χρόνο του μέχρι που τις βρήκε ο πατέρας του και του είπε να «παρατήσει τέτοιες ανοησίες και να κοιτάξει τη δουλειά του». Πλήρωσε για την εκτύπωση της 1ης δημοσίευσης του Robert στα 16 του, με τίτλο The Pentland Rising: A Page of History, 1666. Ήταν απολογισμός της εξέγερσης των Covenanters και δημοσιεύτηκε το 1866, τη 200η επέτειο του γεγονότος.

—–Σεπτέμβρη του 1857, όταν ήταν 6, πήγε στο σχολείο του κ. Χέντερσον στην οδό Ίντια του Εδιμβούργου, αλλά λόγω κακής υγείας έμεινε μόνο λίγες βδομάδες και δεν επέστρεψε μέχρι τον Οκτώβρη του 1859, στα 8 του. Στη διάρκεια των πολλών απουσιών του, διδάχθηκε από ιδιωτικούς δασκάλους. Τον Οκτώβρη του 1861, στα 10, πήγε στην Ακαδημία του Εδιμβούργου, ανεξάρτητο σχολείο γι’ αγόρια κι έμεινε εκεί σποραδικά για περίπου 15 μήνες. Φθινόπωρο του 1863, πέρασε ένα 6μηνο σε αγγλικό οικοτροφείο στο Spring Grove στο Isleworth στο Middlesex (τώρα αστική περιοχή του Δυτικού Λονδίνου). Οκτώβρη 1864, μετά από βελτίωση της υγείας του, ο 13χρονος στάλθηκε στο ιδιωτικό σχολείο του Robert Thomson στη Frederick Street του Εδιμβούργου, όπου παρέμεινε μέχρι να πάει στο πανεπιστήμιο. Νοέμβρη του 1867, μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου να σπουδάσει μηχανικός. Απ’ την αρχή δεν έδειξε ενθουσιασμό για τις σπουδές του κι αφιέρωσε πολλή ενέργεια στο ν’ αποφεύγει τις διαλέξεις. Αυτή η περίοδος ήτανε πιο σημαντική για τις φιλίες που ‘κανε με άλλους φοιτητές στη The Speculative Society (αποκλειστική λέσχη συζητήσεων), ιδιαίτερα με τον Charles Baxter, που θα γινόταν ο οικονομικός πράκτοράς του και με καθηγητή, τον Fleeming Jenkin, που το σπίτι ανέβαζε ερασιτεχνικό δράμα όπου συμμετείχε ο ίδιος και που τη βιογραφία θα ‘γραφε αργότερα. Ίσως το πιο σημαντικό σ’ αυτό το σημείο της ζωής του ήταν ένας ξάδερφός του, ο Ρόμπερτ Άλαν Μόουμπρεϊ Στίβενσον (γνωστός ως Μπομπ), ζωηρός κι ανάλαφρος νεαρός που, αντί για το οικογενειακό επάγγελμα, είχε επιλέξει να σπουδάσει τέχνη.
—–Το 1867 η οικογένεια μίσθωσε το Swanston Cottage, στο χωριό Swanston στους πρόποδες των λόφων Pentland, για εξοχική κατοικία. Κρατήσανε τη μίσθωση μέχρι το 1880. Στη διάρκεια της μίσθωσης, ο νεαρός Ρόμπερτ έκανε συχνή χρήση του εξοχικού σπιτιού, ελκυόμενος απ’ την ήσυχη ζωή στην εξοχή και το αίσθημα της απόστασης. Είναι πιθανόν ότι ο χρόνος που πέρασε εκεί επηρέασε τη μετέπειτα γραφή του καθώς και την ευρύτερη οπτική του για τη ζωή, ιδιαίτερα την αγάπη του για τη φύση και τ’ άγρια μέρη. Το σπίτι κι η ρομαντική τοποθεσία πιστεύεται ότι ενέπνευσαν πολλά από τα έργα του.

Με Τον Πατέρα Του Στα 10

—–Κάθε χρόνο στη διάρκεια των πανεπιστημιακών του διακοπών, ταξίδευε επίσης για να επιθεωρήσει τα μηχανολογικά έργα της οικογένειας. Το 1868 αυτό τον οδήγησε στο Anstruther και για διαμονή 6 βδομάδων στο Wick, Caithness, όπου η οικογένειά του έχτιζε θαλάσσιο μώλο κι είχε προηγουμένως χτίσει φάρο. Επρόκειτο να επιστρέψει στο Wick αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής του και το συμπεριέλαβε στα ταξιδιωτικά του γραπτά. Συνόδευσε επίσης τον πατέρα του στην επίσημη περιοδεία του στους φάρους των νησιών Όρκνεϊ και Σέτλαντ το 1869 και πέρασε 3 βδομάδες στο νησί Erraid το 1870. Απολάμβανε τα ταξίδια περισσότερο για το υλικό που δίνανε για τη γραφή του παρά για οποιοδήποτε ενδιαφέρον μηχανικής. Το ταξίδι με τον πατέρα τον ευχαρίστησε γιατί παρόμοιο ταξίδι του Walter Scott με τον Robert Stevenson είχε αποτελέσει την έμπνευση για το μυθιστόρημα του Scott The Pirate του 1822. Απρίλη του 1871, ενημέρωσε τον πατέρα για την απόφασή του ν’ ακολουθήσει συγγραφική ζωή. Αν κι ο πατέρας ήτανε φυσικά απογοητευμένος, η έκπληξη δεν μπορεί να ήταν μεγάλη κι η μητέρα του ανέφερε ότι ήταν «υπέροχα παραιτημένος» από την επιλογή του γιου του. Για να παρασχεθεί κάποια ασφάλεια, συμφωνήθηκε ότι θα ‘πρεπε να σπουδάσει νομικά (πάλι στο Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου) και να κληθεί στο δικηγορικό σύλλογο της Σκωτίας. Στη ποιητική του συλλογή Underwoods του 1887, λέει πως είχε απομακρυνθεί απ’ το οικογενειακό επάγγελμα:

Μη πεις για μένα πως αδύναμα αρνήθηκα
τους κόπους των γονέων μου
κι έφυγα απ’ τη θάλασσα,
τους μώλους που ιδρύσαμε
και φάρους που ανάψαμε,
για να παίξω στο σπίτι
με το χαρτί σαν το παιδί.

Αλλά καλύτερα μάλλον να πεις:
Το απόγευμα του χρόνου
μια επίπονη οικογένεια
ξεσκόνισ’ από τα χέρια της
την άμμο του γρανίτη
και βλέποντας μακρυά
στο μήκος της ακτής,
που ηχεί τις πυραμίδες της
και τα ψηλά μνημεία,
πιάνει τον ήλιο που πεθαίνει.

Χαμογέλα καλά φχαριστημένος
και σ’ αυτό το παιδικό έργο
γύρω απ’ τη φωτιά,
απευθύνσου τις ώρες της νυχτιάς.

Η Μητέρα Του

—–Κι από άλλες απόψεις, ο Στίβενσον απομακρυνόταν από την ανατροφή του. Το ντύσιμό του έγινε πιο μποέμ. Φορούσε ήδη τα μαλλιά του μακριά, αλλά τώρα άρχισε να φοράει ένα βελούδινο σακάκι και σπάνια πήγαινε σε πάρτι με συμβατικό βραδινό φόρεμα. Εντός των ορίων ενός αυστηρού επιδόματος, επισκεπτόταν φτηνές παμπ και οίκους ανοχής. Το πιο σημαντικό είναι ότι είχε απορρίψει τον Χριστιανισμό και δήλωνε άθεος. Γενάρη του 1873, στα 22, ο πατέρας του συνάντησε το καταστατικό της Λέσχης LJR (Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ευλάβεια), της οποίας ο Στίβενσον και ο ξάδερφός του Μπομπ ήταν μέλη, το οποίο άρχιζε: «Αγνοήστε όλα όσα μας έχουν διδάξει οι γονείς μας». Ρωτώντας τον γιο του για τις πεποιθήσεις του, ανακάλυψε την αλήθεια. Ο Στίβενσον δεν πίστευε πλέον στον Θεό και είχε κουραστεί να προσποιείται ότι ήταν κάτι που δεν ήταν: «θα ζήσω όλη μου τη ζωή σαν ένα ψέμα;» Ο πατέρας του δήλωσε συντετριμμένος: «Έχεις καταστήσει όλη μου τη ζωή αποτυχημένη». Η μητέρα του θεώρησε την αποκάλυψη «τη βαρύτερη θλίψη» που της βρήκε. «Ω Κύριε, τι ευχάριστο πράγμα είναι», έγραψε ο Στίβενσον στον φίλο του Τσαρλς Μπάξτερ, «να έχεις μόλις καταραστεί την ευτυχία (πιθανώς) των μοναδικών δύο ανθρώπων που νοιάζονται για σένα στον κόσμο». Η απόρριψη της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας και του χριστιανικού δόγματος από τον Στίβενσον, ωστόσο, δεν μετατράπηκε σε ισόβιο αθεϊσμό ή αγνωστικισμό. Στις 15 Φεβρουαρίου 1878 ο 27χρονος έγραψε στον πατέρα του και δήλωσε:

Ο Χριστιανισμός είναι, μεταξύ άλλων, πολύ σοφό, ευγενές και παράξενο δόγμα ζωής. Βλέπετε, μιλώ γι’ αυτό ως δόγμα ζωής κι ως σοφία γι’ αυτό τον κόσμο. Έχω καλή καρδιά και πιστεύω στον εαυτό μου και στους συνανθρώπους και στο Θεό που μας έφτιαξε όλους. Υπάρχει ωραίο κείμενο στη Βίβλο, δε ξέρω πού, που λέει ότι όλα τα πράγματα συνεργάζονται για το καλό κείνων που αγαπάνε τον Κύριο. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, όλα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μ’ έφεραν πιο κοντά σ’ αυτό που νομίζω ότι θα ‘θελες να ‘μαι. Είναι παράξενος κόσμος, πράγματι, αλλά υπάρχει φανερός Θεός για όσους ενδιαφέρονται να τον αναζητήσουν“.

—–Ο Στίβενσον δε ξανάρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία στη Σκωτία. Ωστόσο, δίδαξε μαθήματα Κυριακάτικου Σχολείου στη Σαμόα κι οι προσευχές που έγραψε στα τελευταία του χρόνια δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον. Δικαιολογώντας την απόρριψη ενός καθιερωμένου επαγγέλματος, το 1877 ο Στίβενσον πρόσφερε το An Apology for Idlers:

Έναν ευτυχισμένον άντρα ή γυναίκα είναι καλύτερα να βρεις, παρά χαρτονόμισμα των 5 λιρών. Αυτός ή αυτή είναι ακτινοβόλος εστία καλής θέλησης και πρακτική επίδειξη του μεγάλου Θεωρήματος της Βιωσιμότητας της Ζωής. Έτσι, αν δεν μπορούν να ‘ναι ευχαριστημένοι στον αγώνα χάντικαπ για 6 πέννες,ας πάρουνε δικό τους παράδρομο“.

Το Πατρικό Του

—–Τέλη του 1873, στα 23 του, επισκεπτόταν έναν ξάδερφό του στην Αγγλία όταν συνάντησε 2 ανθρώπους που γίνανε πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν: τη Φάνι (Φράνσις Τζέιν) Σίτγουελ και τον Σίντνεϊ Κόλβιν. Η Sitwell ήτανε 34χρονη γυναίκα με γιο, που ήτανε χώρια με το σύζυγο. Τράβηξε την αφοσίωση πολλών που τη γνώρισαν, συμπεριλαμβανομένου του Colvin, που τη παντρεύτηκε το 1901. Ο Στίβενσον τη τράβηξε επίσης και διατήρησαν θερμή αλληλογραφία αρκετά χρόνια που αμφιταλαντευόταν μεταξύ του ρόλου μνηστήρα και γιου (την έλεγε «Μαντόνα»). Ο Κόλβιν έγινε λογοτεχνικός σύμβουλος του Στίβενσον κι ήτανε 1ος εκδότης των επιστολών του μετά το θάνατό του. Τοποθέτησε τη 1η πληρωμένη συνεισφορά του Στίβενσον στο The Portfolio, δοκίμιο με τίτλο Δρόμοι. Ο Στίβενσον σύντομα δραστηριοποιήθηκε στη λογοτεχνική ζωή του Λονδίνου, γνωρίζοντας πολλούς από τους συγγραφείς της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Andrew Lang, Edmund Gosse και Leslie Stephen, εκδότη του The Cornhill Magazine, που ενδιαφέρθηκε για το έργο του. Τονε πήγε να επισκεφτεί ασθενή στο ιατρείο του Εδιμβούργου ονόματι Γουίλιαμ Έρνεστ Χένλεϊ, ενεργητικό κι ομιλητικό ποιητή με ξύλινο πόδι. Ο Χένλεϊ έγινε στενός φίλος και περιστασιακός λογοτεχνικός συνεργάτης, μέχρι που καυγάς διέλυσε τη φιλία το 1888 και συχνά θεωρείται η έμπνευση για τον Λονγκ Τζον Σίλβερ στο Νησί των Θησαυρών.
—–Στάλθηκε στη Μεντόν στη Γαλλική Ριβιέρα Νοέμβρη του 1873 για ν’ αναρρώσει μετά την επιδείνωση της υγείας του. Επέστρεψε με καλύτερη υγεία Απρίλη του 1874 κι επέστρεψε στις σπουδές, αλλά γύριζε στη Γαλλία αρκετές φορές μετά απ’ αυτό. Έκανε μακρυνά και συχνά ταξίδια στη γειτονιά του δάσους του Φοντενεμπλό, μένοντας στο Barbizon, στο Grez-sur-Loing και στο Nemours κι έγινε μέλος των εκεί ξένων καλλιτεχνών. Ταξίδεψε επίσης στο Παρίσι να επισκεφθεί γκαλερί και θέατρα. Προκρίθηκε για το δικηγορικό σύλλογο της Σκωτίας τον Ιούλιο του 1875, στα 24 κι ο πατέρας του πρόσθεσε ορειχάλκινη πλάκα στο σπίτι Heriot Row που έγραφε “R.L. Stevenson, Advocate“. Οι νομικές του σπουδές επηρέασαν τα βιβλία του, αλλά ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία. Όλες οι ενέργειές του ξοδεύτηκαν σε ταξίδια και συγγραφή. Ένα από τα ταξίδια του ήταν με κανό στο Βέλγιο και τη Γαλλία με τον Sir Walter Simpson, φίλο από τη Speculative Society, συχνό ταξιδιωτικό σύντροφο και συγγραφέα του The Art of Golf (1887). Αυτό το ταξίδι ήταν η βάση του 1ου του ταξιδιωτικού βιβλίου An Inland Voyage (1878). Είχε μακρά αλληλογραφία με τον συνάδελφό του Σκωτσέζο J.M. Barrie. Κάλεσε τον Μπάρι να τον επισκεφτεί στη Σαμόα, αλλά οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ. Το ταξίδι με κανό με τον Simpson έφερε τον Stevenson στο Grez-sur-Loing Σεπτέμβρη του 1876, όπου γνώρισε τη Fanny Van de Grift Osbourne (1840–1914) γεννημένη στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ. Είχε παντρευτεί στα 17 και μετακόμισε στη Νεβάδα για να επανενωθεί με τον σύζυγό της Σάμιουελ μετά τη συμμετοχή του στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Τα παιδιά τους ήταν η Isobel (ή “Belle”), ο Lloyd κι ο Hervey (που πέθανε το 1875). Αλλά ο θυμός για τις απιστίες του συζύγου της οδήγησε σ’ αρκετούς χωρισμούς. Το 1875 είχε πάρει τα παιδιά της στη Γαλλία, όπου αυτή κι η Isobel σπούδασαν τέχνη. Μέχρι τη στιγμή που τη γνώρισε ο Στίβενσον, η Φάνι ήταν η ίδια διηγηματογράφος περιοδικών αναγνωρισμένης ικανότητας.

Stevenson Cottage

—–Ο Στίβενσον επέστρεψε στη Βρεττανία λίγο μετά από αυτή τη 1η συνάντηση, αλλά η Φάνι προφανώς παρέμεινε στις σκέψεις του κι έγραψε το δοκίμιο On falling in love για το περιοδικό The Cornhill. Συναντήθηκαν ξανά στις αρχές του 1877 κι έγιναν εραστές. Ο Στίβενσον πέρασε μεγάλο μέρος του επόμενου έτους μαζί της και τα παιδιά της στη Γαλλία. Τον Αύγουστο του 1878 επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο και παρέμεινε στην Ευρώπη, κάνοντας το ταξίδι με τα πόδια, ήταν η βάση για το Travels with a Donkey in the Cévennes (1879). Ξεκίνησε να τη συναντήσει τον Αύγουστο του 1879, σε ηλικία 28 ετών, παρά τις συμβουλές των φίλων του και χωρίς να ειδοποιήσει τους γονείς του. Πήρε ένα πλοίο δεύτερη θέση στο ατμόπλοιο Devonia, εν μέρει να εξοικονομήσει χρήματα αλλά και να μάθει πώς ταξίδευαν οι άλλοι και ν’ αυξήσει τη περιπέτεια του ταξιδιού. Στη συνέχεια ταξίδεψε χερσαία με τραίνο από τη Νέα Υόρκη στη Καλιφόρνια. Αργότερα έγραψε για την εμπειρία στο The Amateur Emigrant. Ήτανε καλή εμπειρία για το γράψιμό του, αλλά χάλασε την υγεία του.
—–Ήτανε κοντά στον θάνατο όταν έφτασε στο Μοντερέι της Καλιφόρνια, όπου κάποιοι ντόπιοι κτηνοτρόφοι φρόντισαν την υγεία του. Έμεινε ένα διάστημα στο French Hotel που βρίσκεται στην οδό Χιούστον 530, τώρα μουσείο αφιερωμένο στη μνήμη του που ονομάζεται Stevenson House. Ενώ ήταν εκεί, συχνά δειπνούσε σε κοντινό εστιατόριο που διηύθυνε ένας Γάλλος ο Jules Simoneau, που βρισκότανε στο σημερινό Simoneau Plaza. Αρκετά χρόνια μετά, έστειλε στον Simoneau ενεπίγραφο αντίγραφο του μυθιστορήματός του Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde (1886), γράφοντας ότι θα ήταν ακόμα πιο περίεργη η περίπτωση αν ο Stevenson ξεχνούσε ποτέ τον Jules Simoneau. Ενώ βρισκόταν στο Μοντερέι, έγραψε ένα υποβλητικό άρθρο για την «Παλιά Πρωτεύουσα του Ειρηνικού» του Μοντερέι. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 1879, σε ηλικία 29 ετών, είχε ανακτήσει την υγεία του αρκετά ώστε να συνεχίσει στο Σαν Φρανσίσκο όπου πάλευε «ολομόναχος με 45 σεντς τη μέρα και μερικές φορές λιγότερα, με ποσότητες σκληρής δουλειάς και πολλές βαρειές σκέψεις», σε προσπάθεια να συντηρήσει τον εαυτό του μέσω της γραφής του. Αλλά μέχρι το τέλος του χειμώνα, η υγεία του κλονίστηκε ξανά και βρέθηκε στο κατώφλι του θανάτου. Η Φάνι ήτανε πλέον διαζευγμένη κι ανάρρωσε από τη δική της ασθένεια κι ήρθε στο κρεβάτι του και τονε φρόντισε μέχρι ν’ αναρρώσει. «Μετά από λίγο», έγραψε, «το πνεύμα μου σηκώθηκε ξανά σε μια θεϊκή φρενίτιδα κι έκτοτε κλώτσησε κι ώθησε το άθλιο σώμα μου προς τα μπρος με μεγάλη έμφαση κι επιτυχία». Όταν ο πατέρας του άκουσε για τη κατάσταση του γιου του, του έστειλε χρήματα για να τον βοηθήσει σ’ αυτή τη περίοδο.

—–Η Φάνι κι ο Ρόμπερτ παντρεύτηκαν τον Μάη του 1880: Ήτανε 40, ήταν 29 ετών. Είπε ότι ήταν «απλή επιπλοκή του βήχα και των οστών, πολύ πιο κατάλληλος για έμβλημα θνητότητας από έναν γαμπρό». Ταξίδεψε με τη νέα του σύζυγο και τον γιο της Lloyd βόρεια του Σαν Φρανσίσκο στη κοιλάδα Νάπα και πέρασε καλοκαιρινό μήνα του μέλιτος σ’ εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο εξόρυξης στο όρος Αγία Ελένη (σήμερα ονομάζεται Robert Louis Stevenson State Park). Έγραψε γι’ αυτή την εμπειρία στο The Silverado Squatters. Συνάντησε τον Charles Warren Stoddard, συνεκδότη του Overland Monthly και συγγραφέα του South Sea Idylls, που τον παρότρυνε να ταξιδέψει στον Νότιο Ειρηνικό, ιδέα που του επέστρεψε πολλά χρόνια μετά. Αύγουστο του 1880 έπλευσε με τη Φάνι και τον Λόιντ από τη Νέα Υόρκη στη Βρετανία και βρήκε τους γονείς του και τον φίλο του Σίντνεϊ Κόλβιν στη προβλήτα του Λίβερπουλ, χαρούμενοι που τον είδαν να επιστρέφει στη πατρίδα του. Σταδιακά, η σύζυγός του μπόρεσε να διορθώσει τις διαφορές μεταξύ πατέρα και γιου και να γίνει μέλος της οικογένειας μέσω της γοητείας και της εξυπνάδας της.
—–Οι Στίβενσον πηγαινοέρχονταν μεταξύ Σκωτίας κι Ηπείρου (2 φορές ξεχειμώνιασαν στο Νταβός) πριν τελικά, το 1884, εγκατασταθούν στο Westbourne στην αγγλική πόλη Bournemouth της νότιας ακτής. Ο Στίβενσον είχε μετακομίσει εκεί για να επωφεληθεί απ’ το θαλασσινό αέρα. Ζούσανε σε σπίτι που ο Στίβενσον ονόμασε «Skerryvore» από έναν σκωτσέζικο φάρο που έχτισε ο θείος του Άλαν. Απ’ τον Απρίλη του 1885, ο 34χρονος Στίβενσον είχε τη συντροφιά του μυθιστοριογράφου Χένρι Τζέιμς. Είχανε συναντηθεί προηγουμένως στο Λονδίνο κι είχανε πρόσφατα ανταλλάξει απόψεις σε άρθρα περιοδικών για τη τέχνη της μυθοπλασίας και στη συνέχεια σε αλληλογραφία που εξέφρασαν τον θαυμασμό τους ο ένας για το έργο του άλλου. Αφού ο Τζέιμς μετακόμισε στο Μπόρνμουθ να βοηθήσει στην υποστήριξη της ανάπηρης αδερφής του, Άλις, δέχτηκε πρόσκληση να επισκέπτεται καθημερινά το Skerryvore για συζήτηση στο τραπέζι των Στίβενσον. Σε μεγάλο βαθμό κλινήρης, ο Στίβενσον περιέγραψε τον εαυτό του ότι ζούσε «σαν σκαθάρι σε μπισκότο». Ωστόσο, παρά τη κακή υγεία, στη διάρκεια των τριών ετών του στο Westbourne, έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των πιο δημοφιλών έργων του: Treasure Island, Kidnapped, Strange Case of Dr Jekyll and Mr Hyde (που καθιέρωσε την ευρύτερη φήμη του), A Child’s Garden of Verses κι Underwoods.
—–Ο Τόμας Στίβενσον πέθανε το 1887, αφήνοντας τον 36χρονο γιο του να αισθάνεται ελεύθερος ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του γιατρού του για να δοκιμάσει πλήρη αλλαγή κλίματος. Κατευθύνθηκε προς το Κολοράντο με τη χήρα μητέρα του και την οικογένειά του. Αλλά μετά την άφιξη στη Νέα Υόρκη, αποφάσισαν να περάσουν το χειμώνα στο Adirondacks σ’ εξοχικό σπίτι θεραπείας που τώρα είναι γνωστό ως Stevenson Cottage στη λίμνη Saranac της Νέας Υόρκης. Στη διάρκεια του έντονα κρύου χειμώνα, έγραψε μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του, συμπεριλαμβανομένου του Pulvis et Umbra. Ξεκίνησε επίσης το The Master of Ballantrae και σχεδίασε κρουαζιέρα στον νότιο Ειρηνικό για το επόμενο καλοκαίρι.

—–Τα κριτικά δοκίμια του Στίβενσον για τη λογοτεχνία περιέχουνε λίγες συνεχείς αναλύσεις του ύφους ή του περιεχομένου. Στο A Penny Plain and Two-pence Coloured (1884) προτείνει ότι η προσέγγισή του όφειλε πολλά στον υπερβολικό και ρομαντικό κόσμο που ως παιδί, είχε εισέλθει σα περήφανος ιδιοκτήτης του Νεανικού Δράματος του Skelt -σετ παιχνιδιών με χαρακτήρες από χαρτόνι που ήταν ηθοποιοί σε μελοδραματικά δράματα. Το A Gossip on Romance (1882) και το A Gossip on a Novel of Dumas’s (1887) υπονοούν ότι είναι καλύτερο να διασκεδάζεις παρά να διδάσκεις. Είδε τον εαυτό του στο καλούπι του Σερ Γουόλτερ Σκοτ, αφηγητή με ικανότητα να μεταφέρει τους αναγνώστες του μακρυά απ’ τον εαυτό τους και τις περιστάσεις τους. Διαφώνησε μ’ αυτό που ‘βλεπε ως τάση στο γαλλικό ρεαλισμό να μένει στην αθλιότητα και την ασχήμια. Στο The Lantern-Bearer (1888) φαίνεται να επιπλήττει το Ζολά επειδή απέτυχε ν’ αναζητήσει την ευγένεια στους πρωταγωνιστές του. Στο A Humble Remonstrance, απαντά στον ισχυρισμό του Χένρι Τζέιμς στο The Art of Fiction (1884) ότι το μυθιστόρημα ανταγωνίζεται τη ζωή. Διαμαρτύρεται ότι κανένα μυθιστόρημα δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα ταιριάξει με τη πολυπλοκότητα της ζωής. Απλώς αφαιρείται από τη ζωή για να παράγει δικό του αρμονικό πρότυπο.
—–Η μόνη μέθοδος του ανθρώπου, είτε συλλογίζεται είτε δημιουργεί, είναι να μισοκλείνει τα μάτια μπρος στο θάμβος και τη σύγχυση της πραγματικότητας. Η ζωή είναι τερατώδης, άπειρη, παράλογη, απότομη κι οδυνηρή. Έργο τέχνης, συγκριτικά, είναι τακτοποιημένο, πεπερασμένο, αυτοτελές, ορθολογικό, ρέον κι ευνουχισμένο. Το μυθιστόρημα, που ‘ναι έργο τέχνης, υπάρχει, όχι απ’ τις ομοιότητές του με τη ζωή, που ‘ναι αναγκαστικές κι υλικές, αλλ’ απ’ την ανυπολόγιστη διαφορά της απ’ τη ζωή, που ‘ναι σχεδιασμένη και σημαντική. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, ότι σ’ αυτό υπήρχε πραγματική βάση για διαφωνία με τον Τζέημς. Ο Στίβενσον του ‘χε χαρίσει αντίγραφο του Kidnapped, αλλά ήταν το Treasure Island που προτιμούσε. Γραμμένο ως ιστορία γι’ αγόρια, το ‘χε σκεφτεί ότι δε χρειάζεται ψυχολογία ή καλή γραφή, αλλά η επιτυχία του πιστώνεται με την απελευθέρωση της παιδικής γραφής απ’ τις αλυσίδες του βικτωριανού διδακτισμού.
—–Στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, αυτοπροσδιορίστηκε για λίγο ως καυτός σοσιαλιστής. Αλλά ήδη από τα 26 έγραφε ότι κοίταζε πίσω σ’ αυτή την εποχή με κάτι σαν λύπη. “Τώρα ξέρω ότι με το να γίνω έτσι Συντηρητικός με τα χρόνια, περνάω από τον κανονικό κύκλο της αλλαγής και ταξιδεύω στη κοινή τροχιά των απόψεων των ανθρώπων“. Ο ξάδερφος και βιογράφος του Σερ Γκράχαμ Μπάλφουρ ισχυρίστηκε ότι πιθανότατα σ’ όλη του τη ζωή, αν αναγκαζόταν να ψηφίσει, θα υποστήριζε πάντα τον υποψήφιο των Συντηρητικών. Το 1866 ο 15χρονος Στίβενσον ψήφισε τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι, το δημοκράτη των Τόρις και μελλοντικό πρωθυπουργό της Βρεττανίας, για τη θέση του Λόρδου Πρύτανη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Αλλά αυτό ήταν εναντίον ενός έντονα ανελεύθερου αμφισβητία, του ιστορικού Thomas Carlyle, που ‘τανε διαβόητος για τις αντιδημοκρατικές κι υπέρ της δουλείας απόψεις του.

—–Στο The Day After Tomorrow, που εμφανίστηκε στο The Contemporary Review (Απρίλης 1887), πρότεινε: “όλοι γινόμαστε σοσιαλιστές χωρίς να το γνωρίζουμε“. Η νομοθεσία «γίνεται έγκυρη, γίνεται φιλάνθρωπη, γεμίζει νέα καθήκοντα και νέες ποινές και δημιουργεί γόνο επιθεωρητών, που τώρα αρχίζουν, με το σημειωματάριο στο χέρι, να σκοτεινιάζουνε το πρόσωπο της Αγγλίας». Αναφέρεται στη σταθερή ανάπτυξη της κοινωνικής νομοθεσίας στη Βρεττανία από τον 1ο απ’ τους Συντηρητικούς Νόμους για τα Εργοστάσια (που, το 1833, καθιέρωσε επαγγελματική Επιθεώρηση Εργοστασίων). Προειδοποίησε ότι αυτό το νέο φορτίο νόμων δείχνει μέλλον που τα εγγόνια θα μπορούσαν να γευτούν τις απολαύσεις της ύπαρξης σε κάτι που μοιάζει πολύ με μυρμηγκοσωρό από οποιαδήποτε προηγούμενη ανθρώπινη πολιτεία. Ωστόσο, στην αναπαραγωγή του δοκιμίου, οι τελευταίοι ελευθεριακοί θαυμαστές του παραλείπουν τη ρητή κατανόησή του για την εγκατάλειψη των κλασσικών-φιλελεύθερων εννοιών του laissez faire. «Η ελευθερία», έγραψε, «μας έχει υπηρετήσει για πολύ καιρό, αλλά όπως όλες οι άλλες αρετές έχει πάρει μισθούς».

Η Ελευθερία υπηρέτησε ευσυνείδητα τον Μαμμωνά. έτσι ώστε πολλά πράγματα που ‘χαμε συνηθίσει να θαυμάζουμε ως οφέλη της και κοινά για όλους, ήτανε πραγματικά οφέλη του πλούτου και παίρνανε την αξία τους απ’ τη φτώχεια του γείτονά μας. Η ελευθερία να ‘σαι επιθυμητός, περιλαμβάνει καλοσύνη, σοφία κι όλες τις αρετές του ελεύθερου. Αλλά ο ελεύθερος άνθρωπος, όπως τον είδαμε σε δράση, ήταν, όπως παλιά, μόνο ο κύριος πολλών ειλώτων. Οι σκλάβοι εξακολουθούν να ‘ναι κακοθρεμμένοι, κακοντυμένοι, κακομαθημένοι, κακοστεγασμένοι, παρακαλούμενοι θρασύτατα κι οδηγημένοι στα ορυχεία και τα εργαστήριά τους από το μαστίγιο της πείνας“.

—–Γενάρη του 1888, στα 37 του, ως απάντηση στη κάλυψη του αμερικανικού Τύπου για τον Πόλεμο της Γης στην Ιρλανδία, έγραψε ένα πολιτικό δοκίμιο (που απορρίφθηκε από το περιοδικό του Σκρίμπνερ και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ όσο ζούσε) που προωθούσε ευρέως συντηρητικό θέμα: την αναγκαιότητα της παραμονής της εσωτερικής βίας με άκαμπτο νόμο. Παρά τον τίτλο του, Εξομολογήσεις ενός Ενωτικού, δεν υπερασπίζεται ούτε την ένωση με τη Βρεττανία (είχε επιδείξει μεγαλοπρεπώς την ανικανότητά της να κυβερνήσει την Ιρλανδία) ούτε τον «γαιοκτήμονα» (ελάχιστα πιο υπερασπίσιμος στην Ιρλανδία από ό,τι, όπως το είχε δει, στα χρυσωρυχεία της Καλιφόρνια). Αντίθετα, διαμαρτύρεται για την ετοιμότητα να περάσουν ελαφρά τη καρδία τα εγκλήματα -άνανδρες δολοφονίες και τα πιο σκληρά άκρα του μποϊκοτάζ- όπου αυτά θεωρούνται πολιτικά. Αυτό, υποστηρίζει, είναι για να νικήσει το νόμο (που είναι πάντα συμβιβασμός) και να προσκαλέσει την αναρχία: είναι ο αισθηματίας που προετοιμάζει το μονοπάτι για το κτήνος.
—–Ιούνιο του 1888 ναύλωσε το γιοτ Casco από τον Σάμιουελ Μέριτ κι απέπλευσε με την οικογένειά του από το Σαν Φρανσίσκο. Το σκάφος όργωσε το μονοπάτι του χιονιού στον άδειο βυθό, μακρυά από κάθε εμπορικό δρόμο, μακρυά από οποιοδήποτε χέρι βοήθειας. Ο θαλασσινός αέρας κι η συγκίνηση της περιπέτειας για ένα διάστημα αποκατέστησαν την υγεία του και για σχεδόν 3 χρόνια περιπλανήθηκε στον ανατολικό και κεντρικό Ειρηνικό, σταματώντας για παρατεταμένες διαμονές στα νησιά της Χαβάης, όπου έγινε καλός φίλος του βασιλιά Kalākaua. Έγινε φίλος με την ανηψιά του βασιλιά, πριγκήπισσα Βικτώρια Καϊουλάνι, που ‘χε επίσης σκωτσέζικη κληρονομιά. Πέρασε χρόνο στα νησιά Γκίλμπερτ, τη Ταϊτή, τη Νέα Ζηλανδία και τα νησιά Σαμόα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ολοκλήρωσε το The Master of Ballantrae, συνέθεσε 2 μπαλάντες βασισμένες στους θρύλους των νησιωτών κι έγραψε το The Bottle Imp. Διατήρησε την εμπειρία αυτών των χρόνων στις διάφορες επιστολές του και στο Στις Νότιες Θάλασσες (που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον). Έκανε ταξίδι το 1889 με τον Lloyd στην εμπορική γολέτα Equator, επισκεπτόμενος το Butaritari, το Mariki, το Apaiang και το Abemama στα νησιά Gilbert. Πέρασαν αρκετούς μήνες στην Abemama με τον τύραννο-αρχηγό Tem Binoka, που τον περιέγραψε στο In the South Seas. Έφυγε από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας με το Janet Nicoll τον Απρίλη του 1890 για το 3ο και τελευταίο ταξίδι του στα νησιά των Νοτίων Θαλασσών. Σκόπευε να εκδώσει ένα άλλο βιβλίο ταξιδιωτικής γραφής για να ακολουθήσει το προηγούμενο βιβλίο του, αλλά ήταν η σύζυγός του που τελικά δημοσίευσε το ημερολόγιό της για το 3ο τους ταξίδι. (Η Fanny ονομάζει λάθος το πλοίο στην αφήγησή της The Cruise of the Janet Nichol). Συνεπιβάτης ήταν ο Τζακ Μπάκλαντ, που οι ιστορίες για τη ζωή ως έμπορος νησιών έγιναν η έμπνευση για το χαρακτήρα του Τόμι Χάντεν στο The Wrecker (1892), που το γράψαν μαζί ο Στίβενσον κι ο Λόιντ Όσμπορν. Ο Μπάκλαντ επισκέφτηκε τους Στίβενσον στη Βαϊλίμα το 1894.

Η Φάνυ Πριν Τονε Γνωρίσει

—–Δεκέμβρη του 1889, ο 39χρονος Στίβενσον κι η ευρύτερη οικογένειά του έφτασαν στο λιμάνι της Απία στα νησιά της Σαμόα και εκεί αποφάσισαν να εγκατασταθούν μαζί με τη Φάνυ. Γενάρη του 1890 αγόρασαν 3141⁄4+ στρέμματα (127,2 εκτάρια) στη Βαϊλίμα, μερικά μίλια στην ενδοχώρα από τη πρωτεύουσα Απία, όπου χτίσανε το 1ο διώροφο σπίτι των νησιών. Η αδερφή της Fanny, Nellie Van de Grift Sanchez, έγραψε ότι «ήτανε στη Σαμόα που η λέξη σπίτι άρχισε να ‘χει πραγματικό νόημα για αυτούς τους τσιγγάνους περιπλανώμενους». Μάη του 1891, ενώθηκαν με τη μητέρα του Στίβενσον, Μάργκαρετ. Ενώ η σύζυγός του άρχισε να διαχειρίζεται και να δουλεύει το κτήμα, ο 40χρονος Στίβενσον πήρε το τοπικό όνομα Tusitala (Σαμόα σημαίνει «Αφηγητής Παραμυθιών») κι άρχισε να συλλέγει τοπικές ιστορίες. Συχνά τα αντάλλασσε με τις δικές του ιστορίες. Το 1ο λογοτεχνικό έργο στη Σαμόα ήταν η μετάφρασή του The Bottle Imp (1891), που παρουσιάζει κοινότητα σ’ όλο τον Ειρηνικό ως σκηνικό για ηθικό μύθο.
—–Η εμβάθυνση στον πολιτισμό των νησιών προκάλεσε «πολιτική αφύπνιση»: τοποθέτησε τον Στίβενσον «υπό γωνία» με τις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις, τη Βρεττανία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, που τα πολεμικά πλοία ήταν κοινά αξιοθέατα στα λιμάνια της Σαμόα. Κατάλαβε ότι, όπως και στα Highlands της Σκωτίας (οι συγκρίσεις με τη πατρίδα του ήρθαν εύκολα), κοινωνία ιθαγενών φυλών ήταν απροετοίμαστη για την άφιξη ξένων που έπαιξαν με τις υπάρχουσες αντιπαλότητες και διαιρέσεις της. Καθώς οι εξωτερικές πιέσεις στη κοινωνία της Σαμόα αυξάνονταν, οι εντάσεις σύντομα κατέληξαν σε αρκετούς πολέμους μεταξύ φυλών.
—–Δεν αρκείται πλέον να ‘ναι ρομαντικός, ο Στίβενσον έγινε ρεπόρτερ και ταραχοποιός, στέλνοντας επιστολές στους Times που «έκαναν πρόβες με ειρωνική ανατροπή που σίγουρα όφειλε κάτι στη νομική του εκπαίδευση στο Εδιμβούργο», ιστορία ευρωπαϊκής κι αμερικανικής ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το ενδιαφέρον του για τους Πολυνήσιους βρίσκεται επίσης στις Επιστολές της Νότιας Θάλασσας, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά το 1891 (και στη συνέχεια σε μορφή βιβλίου ως In the South Seas το 1896). Σε μια προσπάθεια που φοβόταν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στη δική του απέλαση, ο Στίβενσον βοήθησε να εξασφαλιστεί η ανάκληση 2 Ευρωπαίων αξιωματούχων. Μια υποσημείωση στην ιστορία: 8 χρόνια προβλημάτων στη Σαμόα (1892) ήταν ένα λεπτομερές χρονικό της διασταύρωσης των αντιπαλοτήτων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και του πρώτου εμφυλίου πολέμου της Σαμόα.

—–Όσο κι αν είπε ότι περιφρονούσε την πολιτική -«Συνήθιζα να σκέφτομαι άσχημα τον υδραυλικό», έγραψε στον φίλο του Σίντνεϊ Κόλβιν, αλλά πόσο λάμπει δίπλα στον πολιτικό!»- κι ένιωσε υποχρεωμένος να πάρει θέση. Συμμάχησε ανοιχτά με τον αρχηγό Mataafa, του οποίου ο αντίπαλος Malietoa υποστηρίχθηκε από τους Γερμανούς, των οποίων οι εταιρείες άρχισαν να μονοπωλούν την επεξεργασία κόπρας και κόκκων κακάο. Ο Στίβενσον ανησύχησε πάνω απ’ όλα από αυτό που αντιλαμβανόταν ως οικονομική αθωότητα των Σαμόα –την αποτυχία τους να εξασφαλίσουν την αξίωσή τους για ιδιοκτησία της γης (με την έννοια του Locke) μέσω της βελτίωσης της διαχείρισης και της εργασίας. Το 1894, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, απευθύνθηκε στους αρχηγούς του νησιού:

Υπάρχει μόνον ένας τρόπος για να υπερασπιστούμε τη Σαμόα. Ακούστε το πριν να είναι πολύ αργά. Είναι να φτιάχνεις δρόμους, κήπους και να φροντίζεις τα δέντρα σου, να πουλάς τα προϊόντα τους με σύνεση και, με μια λέξη, να καταλαμβάνεις και να χρησιμοποιείς τη χώρα σου. Αν δεν καταλάβεις και δεν χρησιμοποιήσεις τη χώρα σου, θα το κάνουν άλλοι. Δεν θα συνεχίσει να είναι δική σας ή των παιδιών σας, αν το καταλάβετε για το τίποτα. Εσείς και τα παιδιά σας, σε αυτή τη περίπτωση, θα ριχτείτε στο εξώτερο σκοτάδι. Έχω δει αυτές τις κρίσεις του Θεού, όχι μόνο στη εδώ, όπου οι εγκαταλελειμμένες εκκλησίες των ιθαγενών στέκονταν σα ταφόπλακες πάνω από τάφο, στη μέση των χωραφιών ζάχαρης των λευκών, αλλά και στην Ιρλανδία και στα βουνά της χώρας μου της Σκωτίας .Αυτοί ήτανε καλοί άνθρωποι στο παρελθόν, γενναίοι, πιστοί και μοιάζανε πολύ με τους Σαμοανούς, εκτός από συγκεκριμένο, ότι ήτανε πολύ σοφότεροι και καλύτεροι σε αυτή τη δουλειά της μάχης που τόσο πολύ σκέφτεστε. Αλλά τους ήρθε η ώρα όπως τώρα έρχεται σε σας, και δεν τους βρήκε έτοιμους…

—–5 χρόνια μετά το θάνατο του Στίβενσον, τα νησιά Σαμόα μοιράστηκαν μεταξύ Γερμανίας κι ΗΠΑ.
—–Ο Στίβενσον έγραψε περίπου 700.000 λέξεις στη διάρκεια των χρόνων του στη Σαμόα. Ολοκλήρωσε το The Beach of Falesá, την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο ενός Σκωτσέζου εμπόρου κόπρας σε νησί της Νότιας Θάλασσας, ανθρώπου αντιηρωικού στις πράξεις του ή στην ίδια του τη ψυχή. Μάλλον είναι άνθρωπος περιορισμένης κατανόησης και φαντασίας, άνετος με τις δικές του προκαταλήψεις: πού, αναρωτιέται, μπορεί να βρει λευκούς για τις μιγάδες κόρες του. Οι κακοί είναι λευκοί, η συμπεριφορά τους προς τους νησιώτες αδίστακτα διπρόσωπη. Το είδε σαν το πρωτοποριακό έργο στη στροφή του από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό. Έγραψε στο φίλο του Σίντνεϊ Κόλβιν:

Είναι η πρώτη ρεαλιστική ιστορία των Νοτίων Θαλασσών. Εννοώ με πραγματικό χαρακτήρα Νότιας Θάλασσας και λεπτομέρειες της ζωής. Όλοι οι άλλοι που έχουν δοκιμάσει, που έχω δει, παρασύρθηκαν από το ειδύλλιο και κατέληξαν σε ένα είδος ψεύτικου έπους ζαχαρωτών και το όλο αποτέλεσμα χάθηκε. Τώρα έχω τη μυρωδιά και την εμφάνιση του πράγματος σε καλή συμφωνία. Θα μάθετε περισσότερα για τις Νότιες Θάλασσες αφού διαβάσετε το μικρό μου παραμύθι παρά αν είχατε διαβάσει μια βιβλιοθήκη“.

—–Η Άμπωτη (1894), οι περιπέτειες 3 νεκρών που εγκαταλείφθηκαν στο λιμάνι Παπεέτε της Ταϊτής, έχει περιγραφεί ότι παρουσιάζει «μικρόκοσμο ιμπεριαλιστικής κοινωνίας, που διευθύνεται από άπληστους μα ανίκανους λευκούς, την εργασία που παρέχεται από πολύπαθους ιθαγενείς που εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς εντολές κι είναι πιστοί στην ιεραποστολική πίστη που οι Ευρωπαίοι δεν προσποιούνται ότι σέβονται». Επιβεβαίωσε τη νέα ρεαλιστική στροφή στη γραφή του μακρυά από το ρομαντισμό και την εφηβική περιπέτεια. Η 1η πρόταση λέει: «Σε όλο τον νησιωτικό κόσμο του Ειρηνικού, διασκορπισμένοι άνδρες πολλών ευρωπαϊκών φυλών και σχεδόν από κάθε βαθμίδα της κοινωνίας ασκούνε δραστηριότητα και μεταδίδουν ασθένειες». Δεν έγραφε πια για την ανθρώπινη φύση με όρους διαγωνισμού μεταξύ του Δρ Τζέκιλ και του κ. Χάιντ: «τα όρια της ηθικής ευθύνης και τα περιθώρια της ηθικής κρίσης ήτανε πολύ θολά». Όπως και με τη Παραλία της Φαλεσά, στο The Ebb Tide οι σύγχρονοι κριτικοί βρίσκουνε παραλληλισμούς με πολλά από τα έργα του Κόνραντ: Η τρέlλα του Αλμάγιερ, Ένας απόκληρος των νησιών, Ο αράπης του «Νάρκισσου», Η καρδιά του σκότους και Λόρδος Τζιμ. Με τη φαντασία του να κατοικεί ακόμα στη Σκωτία και να επιστρέφει στη προηγούμενη μορφή, ο Στίβενσον έγραψε επίσης τη Κατριόνα (1893), συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματός του Kidnapped (1886), συνεχίζοντας τις περιπέτειες του ήρωά του Ντέιβιντ Μπάλφουρ.
—–Αν κι ένιωθε, ως συγγραφέας, ότι δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος που να ‘χε τόσα σίδερα στη φωτιά. Μέχρι το τέλος του 1893 φοβόταν ότι είχε καταπονηθεί κι είχε εξαντλήσει τη δημιουργική του φλέβα. Η συγγραφή του καθοδηγήθηκε εν μέρει απ’ την ανάγκη να καλύψει τα έξοδα του Vailima. Αλλά σε τελευταία έκρηξη ενέργειας άρχισε να εργάζεται στο Weir of Hermiston. «Είναι τόσο καλό που με τρομάζει», φέρεται ν’ αναφώνησε. Ένιωθε ότι αυτή ήταν η καλύτερη δουλειά που ‘χε κάνει. Διαδραματίζεται στη Σκωτία του 18oυ αι. είναι ιστορία κοινωνίας που (όσο διαφορετική κι αν είναι), όπως η Σαμόα, γίνεται μάρτυρας κατάρρευσης των κοινωνικών κανόνων και δομών που οδηγεί σε αυξανόμενη ηθική αμφιθυμία.
—–3 Δεκέμβρη 1894 μιλούσε με τη γυναίκα του και προσπαθούσε ν’ ανοίξει μπουκάλι κρασί όταν ξαφνικά αναφώνησε, «Τι είναι αυτό;», μετά ρώτησε τη γυναίκα του, «Φαίνεται περίεργο το πρόσωπό μου;» και κατέρρευσε. (Ορισμένες πηγές έχουνε δηλώσει ότι, αντ’ αυτού, προσπαθούσε να φτιάξει μαγιονέζα). Πέθανε μέσα σε λίγες ώρες, στα 44 του, πιθανώς ως αποτέλεσμα εγκεφαλικής αιμορραγίας. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2000, μπορεί να έπασχε από κληρονομική αιμορραγική τελαγγειεκτασία (σύνδρομο Osler-Rendu-Weber). Αυτό θα εξηγούσε τα χρόνια αναπνευστικά του προβλήματα, τα επαναλαμβανόμενα επεισόδια πνευμονικής αιμορραγίας και τον πρόωρο θάνατό του. Θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει το μέχρι τώρα μη αναφερόμενο αλλά εμφανές εγκεφαλικό επεισόδιο της μητέρας του, σε ηλικία 38 ετών.

—–Μετά το θάνατό του, οι Σαμοανοί επέμειναν να περικυκλώσουν το σώμα του με φύλακα στη διάρκεια της νύχτας και να τον μεταφέρουνε στους ώμους τους στο κοντινό όρος Vaea, όπου τον έθαψαν σε σημείο με θέα στη θάλασσα στη στεριά που δώρισε ο Βρεττανός αναπληρωτής υποπρόξενος Thomas Trood. Βασισμένο στο ποίημα του Στήβενσον Ρέκβιεμ, ο ακόλουθος επιτάφιος είναι χαραγμένος στον τάφο του:

Κάτω απ’ τον πλατύ κι έναστρο ουρανό
Σκάψε τον τάφο κι άσε με να ξαπλώσω
Χαίρομαι που ‘ζησα και πέθανα ευτυχώς
Και ξάπλωσα με θέληση απλώς.

Αυτός ο στίχος τάφος γίνηκε για μένα
Εδώ κείται εκεί που λαχταρούσε να ‘ναι
Σπίτι έχει ο ναύτης απ’ τη θάλασσα
Κι ο κυνηγός σπίτι του έχει λόφο…

—–Ο Στίβενσον αγαπήθηκε από τους Σαμοανούς κι ο επιτάφιος του μεταφράστηκε σε τραγούδι θλίψης της Σαμόα. Το ρέκβιεμ εμφανίζεται στην ανατολική πλευρά του τάφου. Στη δυτική πλευρά είναι χαραγμένο το βιβλικό απόσπασμα της Ρουθ 1:16-17:

Όπου πας εσύ, θα πάω κι εγώ.
Και όπου μένεις, θα μένω κι εγώ:
Και ο λαός σου θα είναι λαός μου
και ο Θεός σου θα είναι Θεός μου:
Όπου πεθάνεις θα πεθάνω
και μαζί σου θα ταφώ.

—–Η σημαία που ήτανε τυλιγμένη πάνω στο φέρετρό του στη Σαμόα επιστράφηκε στο Εδιμβούργο και τώρα βρίσκεται σε γυάλινη θήκη πάνω από το τζάκι των δωματίων στο Old College του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου που ανήκει στη The Speculative Society, που ήταν μέλος. Τα μισά από τα πρωτότυπα χειρόγραφά του έχουνε χαθεί, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Treasure Island, του The Black Arrow και του The Master of Ballantrae. Οι κληρονόμοι πουλήσανε τα χαρτιά του στη διάρκεια του Α’Π.Π. και πολλά απ’ τα έγγραφά του δημοπρατήθηκαν το 1918. Ήτανε διασημότητα στην εποχή του, θαυμαζόμενος από πολλούς άλλους συγγραφείς, όπως ο Μαρσέλ Προυστ, ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο Χένρι Τζέιμς, ο JM Barrie, ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ κι ο Εμίλιο Σαλγκάρι κι αργότερα ο Τσέζαρε Παβέζε, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τζακ Λόντον, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ κι ο G. K. Chesterton, που είπε ότι ο Stevenson «φαινόταν να φέρνει τη σωστή λέξη στην άκρη της πέννας του, σαν ένας άντρας που παίζει spillikins». Θεωρήθηκε για μεγάλο μέρος του 20ου αι. σα συγγραφέας Β’ κατηγορίας. Υποβιβάστηκε σε είδη παιδικής λογοτεχνίας και τρόμου, καταδικάστηκε από λογοτεχνικές προσωπικότητες όπως η Βιρτζίνια Γουλφ (κόρη του πρώιμου μέντορά του Λέσλι Στίβεν) κι ο σύζυγός της Λέοναρντ Γουλφ και σταδιακά αποκλείστηκε από τον κανόνα της λογοτεχνίας που διδάσκεται στα σχολεία. Ο αποκλεισμός του έφτασε στο ναδίρ του το 1973 στην Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας της Οξφόρδης 2.000 σελίδων, όπου δεν αναφέρθηκε καθόλου κι η Ανθολογία Αγγλικής Λογοτεχνίας Norton τον απέκλεισε από το 1968 ως το 2000 (1η-7η έκδοση), συμπεριλαμβάνοντάς τον μόνο στην 8η έκδοση (2006).
—–Τα τέλη του 20ου αι. έφεραν επαναξιολόγησή του σαν καλλιτέχνη μεγάλης εμβέλειας και διορατικότητας, θεωρητικού της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφου και κοινωνικού κριτικού, μάρτυρα της αποικιακής ιστορίας των νησιών του Ειρηνικού κι ανθρωπιστή. Επαινέθηκε από το Roger Lancelyn Green, έναν από τους Inklings της Οξφόρδης, ως συγγραφέας σταθερά υψηλού επιπέδου «λογοτεχνικής ικανότητας ή καθαρής φαντασίας» και πρωτοπόρος της Εποχής των Αφηγητών μαζί με τον H. Rider Haggard. Τώρα αξιολογείται ως εφάμιλλος συγγραφέων όπως ο Τζόζεφ Κόνραντ (που επηρεάστηκε με τη μυθοπλασία του για τις Νότιες Θάλασσες) κι ο Χένρι Τζέιμς, με νέες επιστημονικές μελέτες κι οργανισμούς αφιερωμένους σ’ αυτόν. Σ’ όλη τη διάρκεια των αντιξοοτήτων της ακαδημαϊκής του υποδοχής, παρέμεινε δημοφιλής παγκοσμίως. Σύμφωνα με το Index Translationum, κατατάσσεται στην 26η θέση με τις περισσότερες μεταφράσεις στον κόσμο, μπροστά από τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Σχετικά με το θέμα της σύγχρονης φήμης του, ο Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Έμπερτ έγραψε το 1996:

Μιλούσα με φίλο τις προάλλες που ‘πε ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ παιδί που να του άρεσε να διαβάζει το Νησί των Θησαυρών του Στίβενσον. Ούτε εγώ, είπα. Και δεν είχε γνωρίσει ποτέ παιδί που να του άρεσε να διαβάζει τις Απαγωγές του. Ούτε εγώ, είπα. Η πρώιμη επαφή μου και με τα 2 βιβλία ήταν μέσω των κόμικς Classics Illustrated. Αλλά διάβασα τα βιβλία αργότερα, όταν δεν ήμουνa πια παιδί και τα απόλαυσα πάρα πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τον Δρ Τζέκιλ και τον Μίστερ Χάιντ. Το γεγονός ότι είναι υπέροχος συγγραφέας ιστοριών για ενήλικες και θα ‘πρεπε να μπει στο ίδιο ράφι με τον Τζόζεφ Κόνραντ και τον Τζακ Λόντον αντί ανάμεσα στον Γουίνι το Αρκουδάκι και τον Πίτερ Παν“.

—–Το Μουσείο Συγγραφέων κοντά στο Royal Mile του Εδιμβούργου αφιερώνει δωμάτιο στον Στίβενσον, που περιέχει μερικά από τα προσωπικά του αντικείμενα από τη παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση. Χάλκινο ανάγλυφο μνημείο του, σχεδιασμένο από τον Αμερικανό γλύπτη Augustus Saint-Gaudens το 1904, είναι τοποθετημένο στο διάδρομο Moray του καθεδρικού ναού του St Giles, στο Εδιμβούργο. Η μικρή εκδοχή αυτού βρίσκεται στη συλλογή του Μουσείου Τέχνης Montclair στο Νιου Τζέρσεϊ. Άλλη μικρή εκδοχή που τον απεικονίζει με τσιγάρο στο χέρι κι όχι με το στυλό που κρατά στο μνημείο του Αγίου Τζάιλς εκτίθεται στο Μουσείο Nichols House στο Beacon Hill της Βοστώνης. Στους κήπους της West Princes Street κάτω από το Κάστρο του Εδιμβούργου αναγράφεται απλή όρθια πέτρα: «RLS – A Man of Letters 1850–1894» απ’ το γλύπτη Ian Hamilton Finlay το 1987. Το 2013, άγαλμά του ως παιδί με τον σκύλο του αποκαλύφθηκε από τον συγγραφέα Ίαν Ράνκιν έξω από την ενοριακή εκκλησία του Κόλιντον. Γλύπτης του ήταν ο Alan Herriot και τα χρήματα για την ανέγερσή του συγκεντρώθηκαν απ’ το Colinton Community Conservation Trust. Το σπίτι του, Skerryvore, επικεφαλής του Alum Chine, υπέστη σοβαρές ζημιές από βόμβες στη διάρκεια καταστροφικής επιδρομής στο Bournemouth Blitz. Παρά την εκστρατεία για τη διάσωσή του, το κτίριο κατεδαφίστηκε. Κήπος σχεδιάστηκε απ’ τη Bournemouth Corporation το 1957 ως μνημείο, στη θέση του σπιτιού του στο Westbourne, “Skerryvore”, που κατείχε από το 1885 ως το 1887.  Άγαλμα του φάρου Skerryvore υπάρχει στη τοποθεσία. Η λεωφόρος Robert Louis Stevenson στο Westbourne πήρε το όνομά του. Το μικρό ξενοδοχείο στο Wick όπου έμεινε το καλοκαίρι του 1868 ονομάζεται τώρα Stevenson House και χαρακτηρίζεται από πλάκα. Το σπίτι βρίσκεται κοντά στο λιμάνι, στο τμήμα του Wick που είναι γνωστό ως Pultneytown.
—–Το 1994, για να σηματοδοτήσει την 100ή επέτειο από το θάνατό του, η Βασιλική Τράπεζα της Σκωτίας εξέδωσε σειρά αναμνηστικών χαρτονομισμάτων της 1 λίρας που περιείχανε στυλό και την υπογραφή του στην εμπρόσθια όψη και το πρόσωπό του στη πίσω. Δίπλα στο πορτραίτο υπάρχουνε σκηνές από μερικά απ’ τα βιβλία του και το σπίτι του στη Δυτική Σαμόα. Εκδόθηκαν 2.000.000 χαρτονομίσματα, το καθένα με αύξοντα αριθμό που αρχίζει ως “RLS“. Το πρώτο σημείωμα που τυπώθηκε στάλθηκε στη Σαμόα εγκαίρως για τους εορτασμούς της 100ετηρίδας τους στις 3 Δεκέμβρη 1994. Το 2024 ανακοινώθηκε ότι γλυπτό με θέμα τους Τζέκιλ και Χάιντ θα χτιζότανε κοντά στο σημείο όπου κάποτε βρισκότανε το Skerryvore. Το Stevenson House στην οδό Χιούστον 530 στο Μοντερέι της Καλιφόρνια, πρώην French Hotel, μνημονεύει τη διαμονή του το 1879 στη «Παλιά Πρωτεύουσα του Ειρηνικού», καθώς διέσχιζε τις ΗΠΑ για να συναντήσει τη μέλλουσα σύζυγό του, Φάνι Όσμπορν. Το μουσείο Stevenson House διαθέτει ανάγλυφο που απεικονίζει τον άρρωστο συγγραφέα να γράφει στο κρεβάτι. Το γήπεδο γκολφ Spyglass Hill, που αρχικά ονομαζόταν Pebble Beach Pines Golf Club, μετονομάστηκε σε “Spyglass Hill” από τον Samuel FB Morse (1885–1969), τον ιδρυτή της Pebble Beach Company, μετά από θέση στο Stevenson’s Treasure Island. Όλες οι τρύπες στο Spyglass Hill έχουν πάρει το όνομά τους από χαρακτήρες και μέρη του μυθιστορήματος. Το Μουσείο Robert Louis Stevenson στην Αγία Ελένη της Καλιφόρνια φιλοξενεί πάνω από 11.000 αντικείμενα, που τα περισσότερα  του ανήκαν. Το μουσείο άνοιξε το 1969 και φιλοξενεί θησαυρούς όπως η κουνιστή πολυθρόνα της παιδικής του ηλικίας, το γραφείο, τα στρατιωτάκια και τα προσωπικά του γραπτά μεταξύ πολλών άλλων αντικειμένων. Το μουσείο είναι δωρεάν για το κοινό και χρησιμεύει ως ακαδημαϊκό αρχείο για φοιτητές, συγγραφείς και λάτρεις του Στίβενσον. Το Robert Louis Stevenson Cottage είναι μικρό μουσείο μνήμης του, γεμάτο με αντικείμενα και πληροφορίες που παρέχουν εξαιρετική εισαγωγή στον συγγραφέα και τα έργα του. Βρίσκεται στη λίμνη Saranac της Νέας Υόρκης, λίγα μίλια από το Lake Placid.
—–Στο Σαν Φρανσίσκο υπάρχει υπαίθριο μνημείο Robert Louis Stevenson στη πλατεία Πόρτσμουθ. Το 2024, υπήρξε διαμάχη για το άγαλμα του Σαν Φρανσίσκο. Η Jenny Leung, εκτελεστική διευθύντρια του Κινεζικού Πολιτιστικού Κέντρου, δήλωσε: «Υπήρχαν πολλές φωνές κι απόψεις για το πώς ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον δεν είχε καμμία σχέση με τη Τσάιναταουν». Τουλάχιστον 6 δημόσια κι ιδιωτικά σχολεία των ΗΠΑ έχουνε πάρει τ’ όνομά τους από τον Στίβενσον, συμπεριλαμβανομένου του Upper West Side του Μανχάταν στη Νέα Υόρκη, στο Fridley της Μινεσότα, στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνια, στο Grandview Heights του Οχάιο, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια και στο Merritt Island της Φλόριντα. Υπάρχει γυμνάσιο R. L. Stevenson στη Χονολουλού της Χαβάης και στην Αγία Ελένη της Καλιφόρνια. Το Stevenson School στο Pebble Beach της Καλιφόρνια ιδρύθηκε το 1952 κι εξακολουθεί να υπάρχει ως προπαρασκευαστικό οικοτροφείο κολεγίου. Το Robert Louis Stevenson State Park κοντά στη Calistoga της Καλιφόρνια, περιέχει τη τοποθεσία όπου αυτός κι η Fanny πέρασαν το μήνα του μέλιτος το 1880. Δρόμος στη περιοχή Waikiki της Χονολουλού, όπου ζούσε ενώ βρισκότανε στα νησιά της Χαβάης, πήρε τ’ όνομά του από το παρατσούκλι του από τη Σαμόα, Tusitala. Το πρώην σπίτι του στη Βαϊλίμα της Σαμόα είναι τώρα μουσείο αφιερωμένο στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το Μουσείο Robert Louis Stevenson παρουσιάζει το σπίτι όπως ήτανε τη στιγμή του θανάτου του μαζί με 2 άλλα κτίρια που προστέθηκαν στο αρχικό, 3πλασιάζοντας το μουσείο σε μέγεθος. Το μονοπάτι προς τον τάφο του στη κορφή του όρους Vaea ξεκινά απ’ το μουσείο. Το Chemin de Stevenson είναι δημοφιλές μονοπάτι μεγάλων αποστάσεων στη Γαλλία που ακολουθεί περίπου τη διαδρομή του όπως περιγράφει στο Travels with a Donkey in the Cévennes. Υπάρχουνε πολλά μνημεία κι επιχειρήσεις που φέρουνε τ’ όνομά του σε μήκος της διαδρομής, συμπεριλαμβανομένου σιντριβανιού στη πόλη Saint-Jean-du-Gard, όπου πούλησε το γάιδαρό του Modestine και πήρε άμαξα για την Alès.

ΕΡΓΑ:

πεζά
The Hair Trunk ή The Ideal Commonwealth (1877) – ημιτελές κι αδημοσίευτο.
Treasure Island (1883)
Prince Otto (1885)
Παράξενη περίπτωση του Δρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ (1886)
Kidnapped (1886)
The Black Arrow (1888)
The Master of Ballantrae (1889)
The Wrong Box (1889) γραμμένο από κοινού με τον Lloyd Osbourne.
The Wrecker (1892) γραμμένο από κοινού με τον Lloyd Osbourne.
Catriona (1893) επίσης γνωστή ως David Balfour. μια συνέχεια του Kidnapped
The Ebb-Tide (1894) γραμμένο από κοινού με τον Lloyd Osbourne.
Weir of Hermiston (1896) ημιτελές λόγω θανάτου του. -θεωρείται ότι υποσχόταν μεγάλη καλλιτεχνική ανάπτυξη.
St Ives (1897) ημιτελές λόγω θανάτου. ολοκληρώθηκε από τον Arthur Quiller-Couch.

διηγήματα
Νέες Αραβικές Νύχτες (1882) (11 ιστορίες)
More New Arabian Nights: The Dynamiter (1885) (γραμμένο από κοινού με τη Fanny Van de Grift Stevenson)
The Merry Men and Other Tales and Fables (1887) (6 ιστορίες)
Island Nights’ Entertainments (1893) (3 ιστορίες)
Μύθοι (1896) (20 ιστορίες: «Τα πρόσωπα του παραμυθιού», «Το πλοίο που βυθίζεται», «Τα δύο σπίρτα», «Ο άρρωστος και ο πυροσβέστης», «Ο διάβολος και ο πανδοχέας», «Ο μετανοημένος», «Η κίτρινη μπογιά», «Το σπίτι των γερόντων», «Οι τέσσερις μεταρρυθμιστές», «Ο άνθρωπος και ο φίλος του», «Ο αναγνώστης», «Ο πολίτης και ο ταξιδιώτης», «Ο διακεκριμένος ξένος», «Τα άλογα της άμαξας και το άλογο της σέλας», “Ο γυρίνος και ο βάτραχος”, “Κάτι σε αυτό”, “Πίστη, μισή πίστη και καθόλου πίστη”, “Η λυδία λίθος”, “Το φτωχό πράγμα” και “Το τραγούδι του αύριο”)
Ιστορίες και φαντασιώσεις (1905) (3 ιστορίες)
South Sea Tales (1996) (6 ιστορίες: “The Beach of Falesá”, “The Bottle Imp”, “The Isle of Voices”, “The Ebb-Tide: A Trio and Quartette”, “The Cart-Horses and the Saddle-Horse” και “Something in It”)
Ένα παλιό τραγούδι 1875 Ασύλλεκτο 1ο δημοσιευμένο μυθιστόρημά του
Όταν ο Διάβολος Ήταν Υγιής 1875 Ασύλλεκτος Δημοσιεύτηκε 1η φορά το 1921
Εποικοδομητικές Επιστολές της Οικογένειας Ρόδερφορντ 1877 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.
Will o’ the Mill 1877 Οι εύθυμοι άνθρωποι και άλλες ιστορίες και μύθοι, 1887
Ένα κατάλυμα για τη νύχτα 1877 Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882
Η πόρτα του κυρίου ντε Μαλετρόι 1877 Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882
Η Λέσχη Αυτοκτονίας 1878
Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1878. Τρεις αλληλένδετες ιστορίες: «Η ιστορία του νεαρού άνδρα με τις τάρτες κρέμας», «Η ιστορία του γιατρού και του μπαούλου της Σαρατόγκα» και «Η περιπέτεια της καμπίνας Χάνσομ». Μέρος των Αραβικών Νυχτών της Μεταγενέστερης Ημέρας.
Το διαμάντι του Rajah 1878 Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882 Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1878. Τέσσερις αλληλένδετες ιστορίες: «Ιστορία του Bandbox», «Ιστορία του νεαρού άνδρα στα Ιερά Τάγματα», «Ιστορία του σπιτιού με τα πράσινα στόρια» και “Η περιπέτεια του πρίγκιπα Florizel και ενός ντετέκτιβ”. Μέρος των Αραβικών Νυχτών της Μεταγενέστερης Ημέρας.
Η Πρόνοια και η Κιθάρα 1878 Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882
Η ιστορία ενός ψέματος 1879 Παραμύθια και φαντασιώσεις, 1905
Το περίπτερο στους συνδέσμους 1880 Νέες Αραβικές Νύχτες, 1882
Θρουν Τζάνετ 1881
Οι εύθυμοι άνθρωποι και άλλες ιστορίες και μύθοι, 1887
Ο Αρπαχτής Σώματος 1881
Παραμύθια και φαντασιώσεις, 1905
Οι Χαρούμενοι Άντρες 1882
Οι εύθυμοι άνθρωποι και άλλες ιστορίες και μύθοι, 1887
Διογένης 1882 Ασύλλεκτο Δύο σκίτσα: «Ο Διογένης στο Λονδίνο» και «Ο Διογένης στο Savile Club».
Ο θησαυρός του Franchard 1883
Μάρκχαϊμ 1884
Ολάγια 1885
Ο Μεγάλος Βόρειος Δρόμος 1885 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.
Η ιστορία ενός ερημίτη 1885 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.
Παράξενη περίπτωση του Δρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ 1886 Αυτόνομο
Οι περιπέτειες του Τζον Νίκολσον 1887
Ο Ωρολογοποιός Δεκαετία 1880 Ασύλλεκτο
Ο επιστημονικός πίθηκος Δεκαετία 1880 Ασύλλεκτο
Η Μάγισσα 1889 Ασύλλεκτο.
Περιπέτειες του Χένρι Στόουβ 1891 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην έκδοση Vailima, τόμος 25. Δημοσιεύτηκε μαζί με 3 σύντομα αποσπάσματα: “The Owl”, “Cannonmills” και “Mr Baskerville and His Ward”.
Το Μπουκάλι Imp 1891
Νυχτερινές διασκεδάσεις στο νησί, 1893
Η παραλία της Φαλεσάς 1892
Το Νησί των Φωνών 1892
Η γυναίκα Waif 1892 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.
Ο νεαρός ιππότης 1893 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.
Ερείκη 1894 Ασύλλεκτο Ατέλειωτο.

διάφορα
“Béranger, Pierre Jean de” . Encyclopædia Britannica (11η έκδοση). 1911
Virginibus Puerisque, and Other Papers (1881), περιέχει τα δοκίμια Virginibus Puerisque i (1876); Virginibus Puerisque ii (1881); Virginibus Puerisque iii: On Falling in Love (1877); Virginibus Puerisque iv: Η αλήθεια της συνουσίας (1879); Crabbed Age and Youth (1878); Μια συγγνώμη για τους τεμπέληδες (1877); Διατάχθηκε νότια (1874). Aes Triplex (1878); Ελ Ντοράντο (1878); Οι Άγγλοι Ναύαρχοι (1878); Μερικά πορτρέτα του Raeburn (προηγουμένως αδημοσίευτο). Παιδικό παιχνίδι (1878); Περιηγήσεις με τα πόδια (1876); Οι πίπες του Πάνα (1878); Μια έκκληση για λαμπτήρες αερίου (1878).
Familiar Studies of Men and Books (1882) που περιέχει Πρόλογο, μέσω κριτικής (δεν έχει δημοσιευτεί προηγουμένως). Τα ειδύλλια του Βίκτωρος Ουγκώ (1874); Μερικές πτυχές του Ρόμπερτ Μπερνς (1879); Το Ευαγγέλιο σύμφωνα με τον Walt Whitman (1878); Henry David Thoreau: Ο χαρακτήρας και οι απόψεις του (1880); Yoshida-Torajiro (1880); François Villon, Φοιτητής, Ποιητής, Διαρρήκτης (1877); Κάρολος της Ορλεάνης (1876); Σάμιουελ Πέπυς (1881); Ο Τζον Νοξ και οι σχέσεις του με τις γυναίκες (1875).
Memories and Portraits (1887), μια συλλογή δοκιμίων.
Σχετικά με την επιλογή επαγγέλματος (1887)
Η μέρα μετά το αύριο (1887)
Απομνημονεύματα του Fleeming Jenkin (1888)
Πατέρας Damien: ανοιχτή επιστολή στον αιδεσιμότατο Dr. Hyde της Χονολουλού (1890)
Μια υποσημείωση στην ιστορία: Οκτώ χρόνια προβλημάτων στη Σαμόα (1892)
Γράμματα Vailima (1895)
Προσευχές γραμμένες στη Βαϊλίμα (1904)
Δοκίμια στη τέχνη της γραφής (1905)
The New Lighthouse on the Dhu Heartach Rock, Argyllshire (1995) – βασισμένο σε χειρόγραφο του 1872, που επιμελήθηκε ο R. G. Swearingen.
Sophia Scarlet (2008) – βασισμένο σε χειρόγραφο του 1892, που επιμελήθηκε ο Robert Hoskins.

ποίηση
Ηθικά Εμβλήματα (1882)
A Child’s Garden of Verses (1885) γραμμένο για παιδιά αλλά και δημοφιλές σε γονείς. Underwoods (1887), ποιητική συλλογή γραμμένη αγγλικά και σκωτσέζικα
Μπαλάντες (1891) περιλαμβάνει το “Ticonderoga: A Legend of the West Highlands” (1887), βασισμένο σε μια διάσημη ιστορία φαντασμάτων της Σκωτίας, και το “Heather Ale”, αναμφισβήτητα το πιο διάσημο ποίημά του.
Τραγούδια ταξιδιού και άλλοι στίχοι (1896)
Ποιήματα μέχρι τώρα αδημοσίευτα, 3 τόμοι 1916, 1916, 1921.

θεατρικά
Three Plays (1892), γραμμένο από κοινού με τον William Ernest Henley. Περιλαμβάνει τα θεατρικά έργα Deacon Brodie, Beau Austin και Admiral Guinea

ταξιδιωτικά
An Inland Voyage (1878), ταξιδεύει με έναν φίλο σε ένα κανό Rob Roy από την Αμβέρσα (Βέλγιο) στο Pontoise, βόρεια του Παρισιού.
Εδιμβούργο: Γραφικές σημειώσεις (1878) – ένας παιάνας για τη γενέτειρά του, παρέχει την προσωπική εισαγωγή του σε κάθε μέρος της πόλης και κάποια ιστορία πίσω από τα διάφορα τμήματα της πόλης και τα πιο διάσημα κτίριά της.
Ταξίδια με γάιδαρο στις Cévennes (1879), σόλο περιπλάνηση δύο βδομάδων (με τον Modestine ως υποζύγιο του) στα βουνά της Cévennes (νότια-κεντρική Γαλλία), ένα από τα πρώτα βιβλία που παρουσίασαν την πεζοπορία και την κατασκήνωση ως ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Λέει για τη παραγγελία ενός από τους πρώτους υπνόσακους.
Οι καταληψίες Silverado (1883). Ένα αντισυμβατικό ταξίδι του μέλιτος σε ένα εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο εξόρυξης στη Napa Valley με τη νέα του σύζυγο Fanny και τον γιο της Lloyd. Προσδιορίζει προληπτικά τη βιομηχανία κρασιού της Καλιφόρνια ως μια υπολογίσιμη βιομηχανία.
Across the Plains (γράφτηκε το 1879–80, δημοσιεύτηκε το 1892). Δεύτερο σκέλος του ταξιδιού του, με τρένο από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια (στη συνέχεια συνεχίζει με τους The Silverado Squatters). Περιλαμβάνει επίσης άλλα ταξιδιωτικά δοκίμια.
Ο ερασιτέχνης μετανάστης (γράφτηκε το 1879–80, εκδόθηκε το 1895). Ένας απολογισμός του πρώτου σκέλους του ταξιδιού του στην Καλιφόρνια, με πλοίο από την Ευρώπη στη Νέα Υόρκη. Ο Andrew Noble (From the Clyde to California: Robert Louis Stevenson’s Emigrant Journey, 1985) θεωρεί ότι είναι το καλύτερο έργο του.
Η Παλιά και η Νέα Πρωτεύουσα του Ειρηνικού (1882). Ένας απολογισμός της παραμονής του στο Μοντερέι της Καλιφόρνια τον Αύγουστο ως τον Δεκέμβρη του 1879. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ξεχωριστά.
Δοκίμια ταξιδιού (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1905)
Sawyers, June Skinner (επιμ.) (2002), Dreams of Elsewhere: The Selected Travel Writings of Robert Louis Stevenson, The In Pin, Γλασκώβη

νησιωτική λογοτεχνία
Στις Νότιες Θάλασσες (1896).
Μια υποσημείωση στην ιστορία, 8 χρόνια προβλημάτων στη Σαμόα (1892

========================================

Η Νήσος Των Θησαυρών

Αν οι ναυτικές ιστορίες σε ναυτικές μελωδίες,
Καταιγίδα και περιπέτεια, ζέστη και κρύο,
Αν σκούνες, νησιά, και βυσσινί
Και πειρατές και θαμμένο χρυσάφι
Και όλο το παλιό ειδύλλιο, ξαναειπωμένο
Ακριβώς με τον αρχαίο τρόπο,
Μπορούν να ευχαριστήσουν,
όπως μου άρεσαν παλιά,

Οι σοφότεροι νέοι του σήμερα:
-Ας είναι, και πέστε! Αν όχι,
Αν η φιλομαθής νεολαία δεν λαχταρά πια,
Οι αρχαίες ορέξεις τους ξέχασαν,
Κίνγκστον, ή Μπαλαντάιν ο γενναίος,
Ή Κούπερ του δάσους και του κύματος:
Ας είναι κι αυτό! Και είθε εγώ
κι όλοι οι πειρατές μου να μοιραστούμε τον τάφο
Όπου βρίσκονται αυτά και τα δημιουργήματά τους!

———————————–Μέρος 1ο.  Ο Γέρο-Πειρατής

κεφ. 1ο. Το γέρικο μαύρο σκυλί στο “Admiral Benbow”

—–Ο Πλοίαρχος Τρελόνι, ο Δρ Λάιβζι κι οι υπόλοιποι κύριοι που μου ζήτησαν να γράψω όλες τις λεπτομέρειες για το Νησί των Θησαυρών, από την αρχή μέχρι το τέλος, κρατώντας μόνο τον προσανατολισμό του νησιού, και ότι μόνο επειδή υπάρχει ακόμα θησαυρός που δεν έχει ακόμη σηκωθεί, παίρνω την πένα μου το έτος της χάριτος 17—, Και ας πάμε πίσω στην εποχή που ο πατέρας μου διατηρούσε το πανδοχείο «Ναύαρχος Μπένμποου», και ο καφέ γέρος ναυτικός, με το σπαθί κομμένο, εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά κάτω από τη στέγη μας. Τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες, καθώς ήρθε τρέχοντας προς την πόρτα του πανδοχείου, με το σεντούκι του να τον ακολουθεί σε ένα καροτσάκι. ένας ψηλός, δυνατός, βαρύς, καστανός άντρας. Η πίσσα κοτσίδα του έπεφτε στους ώμους του λερωμένου μπλε παλτού του. Τα χέρια του κουρελιασμένα και σημαδεμένα, με μαύρα, σπασμένα νύχια. και το σπαθί κομμένο στο ένα μάγουλο, ένα βρώμικο, ζωηρό λευκό. Τον θυμάμαι να κοιτάζει γύρω από τον όρμο και να σφυρίζει στον εαυτό του καθώς το έκανε, και μετά να ξεσπά σε εκείνο το παλιό θαλασσινό τραγούδι που τραγουδούσε τόσο συχνά μετά:

Δεκαπέντε άντρες στο στήθος του νεκρού 
Γιο-χο-χο κι ένα μπουκάλι ρούμι!


—–Στην υψηλή, παλιά τρεμάμενη φωνή που έμοιαζε να έχει κουρδιστεί και σπάσει στα κάγκελα. Μετά χτύπησε τη πόρτα με ένα κομμάτι ραβδί σαν καρφί που κουβαλούσε κι όταν εμφανίστηκε ο πατέρας μου, φώναξε πρόχειρα για ένα ποτήρι ρούμι. Αυτό, όταν του το έφεραν, ήπιε αργά, σαν γνώστης, παραμένοντας στη γεύση κι εξακολουθούσε να κοιτά γύρω του τα βράχια και πάνω στη πινακίδα μας.
«Αυτός είναι ένας εύχρηστος όρμος», λέει επιτέλους. «Κι ένα ευχάριστο καθιστικό μαγαζί. Πολλή παρέα, φίλε;» Ο πατέρας μου του είπε όχι, πολύ λίγη παρέα, τόσο περισσότερο ήτανε κρίμα.
«Λοιπόν», είπε, «αυτή είναι η κουκέτα για μένα. Ορίστε, φίλε», φώναξε στον άντρα που ποδοπάτησε το καρότσι. «Φέρε δίπλα και βοήθησε να σηκώσω το στήθος μου. Θα μείνω λίγο εδώ», συνέχισε. «Είμαι απλός άνθρωπος. ρούμι και μπέικον κι αυγά είναι αυτό που θέλω κι αυτό το κεφάλι εκεί πάνω για να παρακολουθώ τα πλοία να φεύγουν. Πώς με είπες; Θα έπρεπε να με αποκαλείς καπετάνιο. Ω, βλέπω τι κάνεις εκεί;» και πέταξε 3-4 χρυσά νομίσματα στο κατώφλι. «Μπορείς να μου πεις πότε το έχω δουλέψει», λέει, δείχνοντας άγριος σα διοικητής.
—–Και, πράγματι, όσο άσχημα κι αν ήταν τα ρούχα του και τραχιά καθώς μιλούσε, δεν είχε καμία εμφάνιση ανθρώπου που έπλεε μπροστά στο κατάρτι. αλλά έμοιαζε με σύντροφο ή καπετάνιο, συνηθισμένο να τον υπακούουν ή να τον χτυπούν. Ο άντρας που ήρθε με το καρότσι μας είπε ότι το ταχυδρομείο τον είχε αφήσει το προηγούμενο πρωί στο «Royal George», ότι είχε ρωτήσει τι πανδοχεία υπήρχαν κατά μήκος της ακτής, και ακούγοντας τα δικά μας να μιλούν καλά, υποθέτω, και να τα περιγράφουν ως μοναχικά, το είχε διαλέξει από τα άλλα για τόπο διαμονής του. Και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσαμε να μάθουμε για τον καλεσμένο μας.
—–Ήταν ένας πολύ σιωπηλός άνθρωπος από συνήθεια. Όλη μέρα κρεμόταν γύρω από τον όρμο, ή πάνω στα βράχια, με ένα ορειχάλκινο τηλεσκόπιο. Όλο το βράδυ καθόταν σε μια γωνιά του σαλονιού δίπλα στη φωτιά και έπινε ρούμι και νερό πολύ δυνατό. Κυρίως δεν μιλούσε όταν του μιλούσαν. Μόνο κοιτάξτε ψηλά ξαφνικά και άγρια, και φυσήξτε μέσα από τη μύτη του σαν κέρατο ομίχλης. Και εμείς και οι άνθρωποι που ήρθαν στο σπίτι μας σύντομα μάθαμε να τον αφήνουμε να είναι. Κάθε μέρα, όταν επέστρεφε από τη βόλτα του, ρωτούσε αν είχαν περάσει ναυτικοί στο δρόμο. Στην αρχή νομίζαμε ότι ήταν η έλλειψη συντροφιάς του είδους του που τον έκανε να κάνει αυτή την ερώτηση. Αλλά τελικά αρχίσαμε να βλέπουμε ότι ήθελε να τους αποφύγει. Όταν ένας ναυτικός ανέβαινε στο «Admiral Benbow» (όπως έκαναν πότε πότε μερικοί, κάνοντας από τον παραλιακό δρόμο για το Μπρίστολ), τον κοίταζε μέσα από την πόρτα με την κουρτίνα πριν μπει στο σαλόνι. Και ήταν πάντα σίγουρος ότι θα ήταν σιωπηλός σαν ποντίκι όταν υπήρχε κάτι τέτοιο. Για μένα, τουλάχιστον, δεν υπήρχε κανένα μυστικό για το θέμα. γιατί ήμουν, κατά κάποιο τρόπο, συμμέτοχος στους συναγερμούς του. Με είχε πάρει παράμερα μια μέρα και μου είχε υποσχεθεί μια ασημένια δεκάρα την πρώτη κάθε μήνα, αν κρατούσα μόνο το «μάτι μου ανοιχτό για έναν ναυτικό με ένα πόδι» και τον ενημέρωνα τη στιγμή που εμφανιζόταν. Αρκετά συχνά, όταν ερχόταν η πρώτη του μήνα, και του ζητούσα τον μισθό μου, με φυσούσε μόνο από τη μύτη του και με κοιτούσε κάτω. Αλλά πριν τελειώσει η εβδομάδα ήταν σίγουρος ότι θα το σκεφτόταν καλύτερα, θα μου έφερνε το τετράπενό μου και θα επαναλάμβανε τις εντολές του να προσέχω «τον ναυτικό με το ένα πόδι».
—–Πώς αυτή η προσωπικότητα στοίχειωσε τα όνειρά μου, δεν χρειάζεται να σας πω. Τις θυελλώδεις νύχτες, όταν ο άνεμος ταρακούνησε τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και το κύμα βρυχήθηκε κατά μήκος του όρμου και πάνω στα βράχια, τον έβλεπα με χίλιες μορφές και με χίλιες διαβολικές εκφράσεις. Τώρα το πόδι θα κοβόταν στο γόνατο, τώρα στο ισχίο. Τώρα ήταν ένα τερατώδες πλάσμα που δεν είχε ποτέ παρά μόνο το ένα πόδι, και αυτό στη μέση του σώματός του. Το να τον βλέπω να πηδάει και να τρέχει και να με κυνηγάει πάνω από φράχτες και χαντάκια ήταν ο χειρότερος εφιάλτης. Και συνολικά πλήρωσα πολύ ακριβά για το μηνιαίο κομμάτι των τεσσάρων πενών μου, με τη μορφή αυτών των αποτρόπαιων φαντασιώσεων.
—–Αλλά αν κι ήμουν τόσο τρομοκρατημένος από την ιδέα του ναυτικού με το ένα πόδι, φοβόμουν πολύ λιγότερο τον ίδιο τον καπετάνιο από οποιονδήποτε άλλον τον γνώριζε. Υπήρχαν νύχτες που έπαιρνε πολύ περισσότερο ρούμι και νερό από ό,τι κουβαλούσε το κεφάλι του. Και μετά μερικές φορές καθόταν και τραγουδούσε τα κακά, παλιά, άγρια θαλασσινά τραγούδια του, χωρίς να νοιάζεται κανένας. Αλλά μερικές φορές φώναζε ποτήρια και ανάγκαζε όλη την τρεμάμενη παρέα να ακούσει τις ιστορίες του ή να χορέψει ένα ρεφρέν στο τραγούδι του. Συχνά έχω ακούσει το σπίτι να τρέμει με «Γιο-χο-χο, και ένα μπουκάλι ρούμι», όλους τους γείτονες να συμμετέχουν για την αγαπημένη τους ζωή, με τον φόβο του θανάτου πάνω τους, και ο ένας να τραγουδάει πιο δυνατά από τον άλλο, για να αποφύγει τα σχόλια. Γιατί σε αυτές τις κρίσεις ήταν ο πιο επιβλητικός σύντροφος που γνώρισε ποτέ. Χτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι για σιωπή. Πετούσε με πάθος θυμού σε μια ερώτηση, ή μερικές φορές επειδή δεν τέθηκε καμία, και έτσι έκρινε ότι η εταιρεία δεν ακολουθούσε την ιστορία του. Ούτε θα επέτρεπε σε κανέναν να φύγει από το πανδοχείο μέχρι να πιει νυσταγμένος και να πέσει για ύπνο.
—–Οι ιστορίες του ήταν αυτές που τρόμαζαν τους ανθρώπους χειρότερα από όλες. Τρομερές ιστορίες ήταν. για τον απαγχονισμό, και το περπάτημα στη σανίδα, και τις καταιγίδες στη θάλασσα, και τις ξηρές τορτούγες, και τις άγριες πράξεις και τα μέρη στον Ισπανικό Μάιν. Σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να έζησε τη ζωή του ανάμεσα σε μερικούς από τους πιο κακούς ανθρώπους που επέτρεψε ποτέ ο Θεός στη θάλασσα. Και η γλώσσα με την οποία είπε αυτές τις ιστορίες συγκλόνισε τους απλούς συμπατριώτες μας σχεδόν όσο και τα εγκλήματα που περιέγραψε. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα ότι το πανδοχείο θα καταστρεφόταν, γιατί οι άνθρωποι σύντομα θα έπαυαν να έρχονται εκεί για να τους τυραννήσουν και να τους ρίξουν κάτω, και να τους στείλουν τρέμοντας στα κρεβάτια τους. αλλά πραγματικά πιστεύω ότι η παρουσία του μας έκανε καλό. Οι άνθρωποι ήταν φοβισμένοι εκείνη την εποχή, αλλά κοιτάζοντας πίσω μάλλον τους άρεσε. Ήταν ένας ωραίος ενθουσιασμός σε μια ήσυχη ζωή στην εξοχή. Και υπήρχε ακόμη και μια ομάδα νεότερων ανδρών που προσποιούνταν ότι τον θαύμαζαν, αποκαλώντας τον «αληθινό θαλασσόσκυλο» και «πραγματικό γέρικο αλάτι» και παρόμοια ονόματα, και λέγοντας ότι υπήρχε το είδος του ανθρώπου που έκανε την Αγγλία τρομερή στη θάλασσα.
—–Μ’ ένα τρόπο, πράγματι, είπε ότι ήτανε δίκαιο να μας καταστρέψει. γιατί συνέχιζε να μένει βδομάδα τη βδομάδα και τον τελευταίο μήνα με τον μήνα, έτσι ώστε όλα τα χρήματα είχαν εξαντληθεί εδώ και καιρό, και ακόμα ο πατέρας μου δεν έβγαζε ποτέ την καρδιά να επιμένει να έχει περισσότερα. Αν ποτέ το ανέφερε, ο καπετάνιος φύσηξε από τη μύτη του τόσο δυνατά, που θα μπορούσες να πεις ότι βρυχήθηκε και κοίταξε τον καημένο τον πατέρα μου έξω από το δωμάτιο. Τον έχω δει να σφίγγει τα χέρια του μετά από μια τέτοια απόκρουση, και είμαι σίγουρος ότι η ενόχληση και ο τρόμος που ζούσε πρέπει να επιτάχυναν πολύ τον πρόωρο και δυστυχισμένο θάνατό του.
—–Όλο τον καιρό που ζούσε μαζί μας, ο καπετάνιος δεν έκανε καμμία αλλαγή στο φόρεμά του παρά μόνο για να αγοράσει μερικές κάλτσες από έναν μικροπωλητή. Ένας από τους πετεινούς του καπέλου του είχε πέσει κάτω, τον άφησε να κρέμεται από εκείνη τη μέρα και μετά, αν και ήταν μεγάλη ενόχληση όταν φύσηξε. Θυμάμαι την εμφάνιση του παλτού του, το οποίο μπάλωσε μόνος του στις σκάλες στο δωμάτιό του, και το οποίο, πριν από το τέλος, δεν ήταν παρά μπαλώματα. Ποτέ δεν έγραψε ούτε έλαβε γράμμα και ποτέ δεν μίλησε με κανέναν εκτός από το ρούμι. Το μεγάλο σεντούκι της θάλασσας που κανείς μας δεν είχε δει ποτέ ανοιχτό.
—–Μόνο μια φορά τον διέσχισαν, και αυτή ήταν προς το τέλος, όταν ο καημένος ο πατέρας μου είχε φύγει πολύ σε μια παρακμή που τον απογείωσε. Ο Δρ Λάιβζι ήρθε αργά ένα απόγευμα για να δει τον ασθενή, πήρε λίγο δείπνο από τη μητέρα μου και πήγε στο σαλόνι για να καπνίσει μια πίπα μέχρι να κατέβει το άλογό του από το χωριουδάκι. γιατί δεν είχαμε στάβλο στο παλιό «Benbow». Τον ακολούθησα μέσα, και θυμάμαι να παρατηρώ την αντίθεση του τακτοποιημένου, λαμπερού γιατρού, με την πούδρα του λευκή σαν το χιόνι, και τα λαμπερά, μαύρα μάτια του και τους ευχάριστους τρόπους του, φτιαγμένα με τους χωρικούς, και πάνω απ’ όλα, με εκείνο το βρώμικο, βαρύ, μελαγχολικό σκιάχτρο ενός πειρατή μας, που καθόταν μακριά στο ρούμι, με τα χέρια του στο τραπέζι. Ξαφνικά αυτός -ο καπετάνιος, δηλαδή- άρχισε να τραγουδά το αιώνιο τραγούδι του:

Δεκαπέντε άντρες στο στήθος του νεκρού
-Γιο-χο-χο, και ένα μπουκάλι ρούμι!
Ποτό κι ο διάλος είχε κάνει τα υπόλοιπα
-Γιο-χο-χο, και ένα μπουκάλι ρούμι!


—–Στην αρχή είχα υποθέσει ότι «το σεντούκι του νεκρού» ήταν εκείνο το πανομοιότυπο μεγάλο κουτί του στον επάνω όροφο στο μπροστινό δωμάτιο, και η σκέψη είχε ανακατευτεί στους εφιάλτες μου με εκείνη του μονόποδου ναυτικού. Αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε πάψει όλοι να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στο τραγούδι. Ήταν καινούργιο, εκείνο το βράδυ, για κανέναν εκτός από τον Δρ Λάιβζι, και παρατήρησα ότι δεν είχε ευχάριστο αποτέλεσμα, γιατί σήκωσε το βλέμμα του για μια στιγμή αρκετά θυμωμένος πριν συνεχίσει την ομιλία του με τον γέρο Τέιλορ, τον κηπουρό, για μια νέα θεραπεία για τους ρευματικούς. Εν τω μεταξύ, ο καπετάνιος σταδιακά έλαμψε με τη δική του μουσική και τελικά χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι μπροστά του με έναν τρόπο που όλοι ξέραμε ότι εννοούσε – σιωπή. Οι φωνές σταμάτησαν αμέσως, όλες εκτός από του Δρ Λάιβζι. Συνέχισε όπως πριν, μιλώντας καθαρά και ευγενικά, και τραβώντας ζωηρά την πίπα του ανάμεσα σε κάθε ή δύο λέξεις. Ο καπετάνιος τον κοίταξε για λίγο, χτύπησε ξανά το χέρι του, κοίταξε ακόμα πιο δυνατά και τελικά ξέσπασε με έναν κακό, χαμηλό όρκο: «Σιωπή, εκεί, ανάμεσα στα καταστρώματα!»
«Απευθυνόσασταν σε μένα, κύριε;» λέει ο γιατρός. Κι όταν ο κακοποιός του είπε, με έναν άλλο όρκο, ότι έτσι είχαν τα πράγματα, «Έχω μόνο ένα πράγμα να σας πω, κύριε», απαντά ο γιατρός, «ότι αν συνεχίσετε να πίνετε ρούμι, ο κόσμος σύντομα θα απαλλαγεί από έναν πολύ βρώμικο αχρείο!» Η οργή του γέρου ήταν τρομερή. Πετάχτηκε όρθιος, τράβηξε και άνοιξε ένα ναυτικό μαχαίρι και ισορροπώντας το ανοιχτό στην παλάμη του χεριού του, απείλησε να καρφώσει τον γιατρό στον τοίχο.
—–Ο γιατρός δεν κουνήθηκε ποτέ. Του μίλησε, όπως και πριν, πάνω από τον ώμο του, και με τον ίδιο τόνο φωνής. Μάλλον ψηλά, ώστε να μπορεί να ακούσει όλο το δωμάτιο, αλλά απόλυτα ήρεμα και σταθερά:
«Αν δεν βάλεις αυτό το μαχαίρι αυτή τη στιγμή στη τσέπη σου υπόσχομαι, προς τιμήν μου, ότι θα κρεμαστείς στην επόμενη δίκη».
—–Μετά ακολούθησε μια μάχη βλεμμάτων μεταξύ τους. Αλλά ο καπετάνιος σύντομα έσκυψε, σήκωσε το όπλο του και ξανακάθισε στη θέση του, γκρινιάζοντας σαν χτυπημένο σκυλί.
«Και τώρα, κύριε», συνέχισε ο γιατρός, «αφού τώρα ξέρω ότι υπάρχει ένας τέτοιος τύπος στην περιοχή μου, μπορείτε να υπολογίζετε ότι θα σας παρακολουθώ μέρα και νύχτα. Δεν είμαι μόνο γιατρός. Είμαι δικαστής. Και αν πάρω μια ανάσα παράπονο εναντίον σου, αν είναι μόνο για ένα κομμάτι αγένειας όπως το αποψινό, θα πάρω αποτελεσματικά μέσα για να σε κυνηγήσω και να σε διώξω από αυτό. Ας είναι αρκετό».
—–Λίγο μετά το άλογο του Δρ Λάιβζι ήρθε στην πόρτα και έφυγε. Αλλά ο καπετάνιος κράτησε τη σιωπή του εκείνο το βράδυ, και για πολλά βράδια που θα ακολουθούσαν.

κεφ 2ο Ο Μαύρος Σκύλος Εμφανίζεται κι Εξαφανίζεται

—–Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που συνέβη το πρώτο από τα μυστηριώδη γεγονότα που μας απάλλαξαν τελικά από τον καπετάνιο, αν κι όχι, όπως θα δείτε, από τις υποθέσεις του. Ήτανε τσουχτερός κρύος χειμώνας, με μεγάλους, σκληρούς παγετούς και δυνατές θύελλες. Κι ήτανε ξεκάθαρο απ’ την αρχή ότι ο καημένος ο πατέρας μου δεν είχε πολλές πιθανότητες να δει τη πηγή. Βυθιζότανε καθημερινά κι η μητέρα μου κι εγώ είχαμε όλο το πανδοχείο στα χέρια μας κι ήταν αρκετά απασχολημένοι, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο δυσάρεστο επισκέπτη μας.
—–Ήτανε πρωινό του Γενάρη, πολύ νωρίς -τσουχτερό, παγωμένο πρωινό- ο όρμος ήτανε γκρίζος από τη πάχνη, ο κυματισμός χτυπούσε απαλά στις πέτρες, ο ήλιος ήταν ακόμα χαμηλά κι άγγιζε μόνο τις κορυφές των λόφων και έλαμπε μακριά προς τη θάλασσα. Ο καπετάνιος είχε σηκωθεί νωρίτερα από το συνηθισμένο και ξεκίνησε για τη παραλία, με το γιαταγάνι του να αιωρείται κάτω από τις φαρδιές φούστες του παλιού μπλε παλτού, το ορειχάλκινο τηλεσκόπιό του κάτω από το μπράτσο του, το καπέλο του γερμένο πίσω στο κεφάλι του. Θυμάμαι την ανάσα του να κρέμεται σαν καπνός στο πέρασμά του καθώς έφευγε κι ο τελευταίος ήχος που άκουσα γι’ αυτόν καθώς γύριζε τον μεγάλο βράχο, ήτανε δυνατό ροχαλητό αγανάκτησης, σαν το μυαλό του να έτρεχε ακόμα στον Δρ Λάιβζι.
—–Λοιπόν, η μητέρα ήτανε πάνω με τον πατέρα. Κι έστρωνα το τραπέζι του πρωινού πριν από την επιστροφή του καπετάνιου, όταν άνοιξε η πόρτα του σαλονιού και μπήκε ένας άντρας που δεν είχα ξαναδεί. Ήτανε χλωμό πλάσμα, που ‘λειπαν δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού και, παρόλο που φορούσε γιαταγάνι, δεν έμοιαζε πολύ με μαχητή. Είχα πάντα τα μάτια μου ανοιχτά για ναυτικούς, με ένα ή δύο πόδια και θυμάμαι ότι αυτό με μπέρδεψε. Δεν ήταν ναυτικός κι όμως είχε μυρωδιά θάλασσας γύρω του. Τονε ρώτησα τι ήτανε για την υπηρεσία του κι είπε ότι θα έπαιρνε ρούμι. αλλά καθώς έβγαινα από το δωμάτιο για να το φέρω, κάθισε σε τραπέζι και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Σταμάτησα εκεί που ήμουν με τη χαρτοπετσέτα μου στο χέρι.
«Έλα εδώ, γιε μου», λέει. «Έλα πιο κοντά εδώ».
—–Έκανα ένα βήμα πιο κοντά.
«Είναι εδώ τραπέζι για τον σύντροφό μου, Μπιλ;» ρώτησε, μ’ είδος χλευασμού.
—–Του είπα ότι δεν ήξερα τον σύντροφό του Μπιλ. Κι αυτό ήτανε για άτομο που έμενε στο σπίτι μας, που τον αποκαλούσαμε καπετάνιο.
«Λοιπόν», είπε, «ο σύντροφός μου ο Μπιλ θα ονομαζόταν καπετάνιος, σαν να μην ήταν.
—-Έχει ένα κόψιμο στο ένα μάγουλο κι ένα πολύ ευχάριστο τρόπο μαζί του, ιδιαίτερα στο ποτό, έχει ο σύντροφός μου, ο Μπιλ. Θα το θέσουμε, για επιχείρημα όπως, ότι ο καπετάνιος σας έχει ένα κόψιμο στο ένα μάγουλο –και θα το θέσουμε, αν θέλετε, ότι αυτό το μάγουλο είναι το σωστό. Α, καλά! Σου είπα. Τώρα, είναι ο σύντροφός μου ο Μπιλ σε αυτό εδώ το σπίτι;»
—–Του είπα ότι περπατούσε.
«Προς τα πού, γιε μου; Από ποια κατεύθυνση έφυγε;»
—–Κι όταν του έδειξα το βράχο και του είπα πώς ήταν πιθανό να επιστρέψει ο καπετάνιος και πόσο σύντομα και απάντησα σε μερικές άλλες ερωτήσεις.
«Α», είπε, «αυτό θα είναι τόσο καλό όσο το ποτό για τον σύντροφό μου τον Μπιλ».
—–Η έκφραση του προσώπου του καθώς έλεγε αυτά τα λόγια δεν ήταν καθόλου ευχάριστη κι είχα τους δικούς μου λόγους να πιστεύω ότι ο ξένος έκανε λάθος, ακόμα κι αν υποθέσω ότι εννοούσε αυτό που είπε. Αλλά δεν ήταν δική μου υπόθεση, σκέφτηκα κι επιπλέον, ήτανε δύσκολο να ξέρεις τι να κάνεις. Ο ξένος συνέχιζε να τριγυρνάει ακριβώς μέσα στη πόρτα του πανδοχείου, κοιτάζοντας στη γωνία σα γάτα που περιμένει ποντίκι. –—–Μια φορά βγήκα ο ίδιος στο δρόμο, αλλά με φώναξε αμέσως πίσω και, καθώς δεν υπάκουσα αρκετά γρήγορα για τη φαντασία του, φρικτή αλλαγή ήρθε στο λιπώδες πρόσωπό του και με διέταξε να μπω μέσα, με έναν όρκο που μ’ έκανε να πηδήξω. Μόλις επέστρεψα ξανά, επέστρεψε στον παλιό του τρόπο, μισό πειραχτικό, μισό χλευαστικό, με χάιδεψε στον ώμο, μου είπε ότι ήμουνα καλό παιδί και μ’ είχε συμπαθήσει πολύ.
«Έχω έναν δικό μου γιο», είπε, «σαν εσένα σαν δύο τετράγωνα κι είναι όλο το καμάρι της τέχνης μου. Αλλά το σπουδαίο πράγμα για τα αγόρια είναι η πειθαρχία, γιε μου, η πειθαρχία. Τώρα, αν είχες ταξιδέψει μαζί με τον Μπιλ, δεν θα στεκόσουν εκεί για να σου μιλήσουν δύο φορές –όχι εσύ. Αυτός δεν ήταν ποτέ ο τρόπος του Μπιλ, ούτε ο τρόπος να του δείξω όπως έπλεε μαζί μου. Κι εδώ, σίγουρα, είναι ο σύντροφός μου ο Μπιλ, με ένα κατασκοπευτικό γυαλί κάτω από το μπράτσο του, να ευλογεί τη παλιά του τέχνη, σίγουρα. Εσύ κι εγώ θα επιστρέψουμε στο σαλόνι, γιε μου και θα πάμε πίσω από τη πόρτα, και θα κάνουμε μια μικρή έκπληξη στον Μπιλ –ευλογήστε τη τέχνη του, ξαναλέω».
—–Λέγοντας αυτά, ο ξένος οπισθοχώρησε μαζί μου στο σαλόνι και μ’ έβαλε πίσω του στη γωνία, έτσι για να κρυφτούμε κι οι δύο από την ανοιχτή πόρτα. Ήμουνα πολύ ανήσυχος κι όπως μπορείτε να φανταστείτε, μάλλον αύξησε τους φόβους μου να παρατηρήσω ότι ο ξένος ήτανε σίγουρα φοβισμένος κι ο ίδιος. Καθάρισε τη λαβή του γιαταγανιού του και χαλάρωσε τη λεπίδα στη θήκη κι όλη την ώρα που περιμέναμε εκεί συνέχιζε να καταπίνει σαν να ένιωθε αυτό που συνηθίζαμε να λέμε κόμπο στο λαιμό.
—–Επιτέλους μπήκε ο καπετάνιος, έκλεισε τη πόρτα πίσω του, χωρίς να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά και προχώρησε κατευθείαν στο δωμάτιο όπου τον περίμενε το πρωινό του.
«Μπιλ», είπε ο ξένος, με μια φωνή που νόμιζα ότι είχε προσπαθήσει να κάνει τολμηρή και μεγάλη.
—–Ο καπετάνιος στριφογύρισε στη φτέρνα του και μας κοίταξε. Όλο το καφέ είχε φύγει από το πρόσωπό του, ακόμα κι η μύτη του ήτανε μπλε. Είχε το βλέμμα ενός ανθρώπου που βλέπει ένα φάντασμα, ή το κακό, ή κάτι χειρότερο, αν μπορεί να γίνει κάτι και, στο λόγο μου, λυπήθηκα που τον είδα, σε μια στιγμή, να γερνά και να αρρωσταίνει.
«Έλα, Μπιλ, με ξέρεις. ξέρεις έναν παλιό συνάδελφο, τον Μπιλ, σίγουρα», είπε ο ξένος.
—–Ο καπετάνιος πήρε μια ανάσα.
«Μαύρο σκυλί!» είπε.
«Και ποιος άλλος;» απάντησε ο άλλος, νιώθοντας πιο άνετα. «Ο Μαύρος Σκύλος όπως ήταν πάντα, ήρθε να δει τον παλιό του σύντροφο Μπίλλυ, στο πανδοχείο «Ναύαρχος Μπένμποου». Αχ, Μπιλ, Μπιλ, έχουμε δει ένα θέαμα των καιρών, εμείς οι δύο, από τότε που τους έχασα δύο νύχια», σηκώνοντας το ακρωτηριασμένο χέρι του.
«Τώρα, κοίτα εδώ», είπε ο καπετάνιος. «Με έχεις ρίξει κάτω. Εδώ είμαι. Λοιπόν, μίλα: τι είναι;»
«Εσύ είσαι, Μπιλ», απάντησε ο Μαύρος Σκύλος, «έχεις δίκιο, Μπίλι. Θα πιω ένα ποτήρι ρούμι από αυτό το αγαπητό παιδί εδώ, όπως μου άρεσε τόσο πολύ. Και θα καθίσουμε, αν σας παρακαλώ, και θα μιλήσουμε στα ίσια, σαν παλιοί σύντροφοι».;;;;
—–Όταν επέστρεψα με το ρούμι, ήταν ήδη καθισμένοι εκατέρωθεν του τραπεζιού πρωινού του καπετάνιου -ο Μαύρος Σκύλος δίπλα στη πόρτα, καθισμένος στο πλάι, έτσι ώστε να έχει το ένα μάτι στον παλιό του συνάδελφο στο πλοίο και το άλλο, όπως νόμιζα, στο καταφύγιό του.
—–Με διέταξε να αφήσω τη πόρτα ορθάνοιχτη. «Καμμία από τις κλειδαρότρυπες σου για μένα, γιε μου», είπε· και τους άφησα μαζί κι αποσύρθηκα στο μπαρ.
—–Για πολλή ώρα, αν και σίγουρα έκανα ό,τι μπορούσα για να ακούσω, δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά χαμηλόφωνη φλυαρία. Τελικά όμως οι φωνές άρχισαν να δυναμώνουν και μπόρεσα να καταλάβω μία ή δύο λέξεις, κυρίως βωμολοχίες, από τον καπετάνιο.
«Όχι, όχι, όχι, όχι· και τέλος!», φώναξε μια φορά. Και ξανά, «Αν πρόκειται για κούνημα, κούνια όλο, λέω εγώ».
—–Ξαφνικά ακούστηκε τρομερή έκρηξη από βωμολοχίες κι άλλους θορύβους -η καρέκλα και το τραπέζι ανατράπηκαν σαν σβόλοι, ακολούθησε κρούση από ατσάλι και μετά κραυγή πόνου και την επόμενη στιγμή είδα τον Μαύρο Σκύλο σε πλήρη φυγή και τον καπετάνιο να τον καταδιώκει σφοδρά κι οι δύο με τραβηγμένα μαχαίρια και τον πρώτο να τρέχει αίμα από τον αριστερό του ώμο. Ακριβώς στη πόρτα, ο καπετάνιος σημάδεψε τον φυγά με μια τελευταία τρομερή τομή, που σίγουρα θα τον είχε κόψει στο στέρνο αν δεν την είχε αναχαιτίσει η μεγάλη πινακίδα του Ναυάρχου Μπένμποου. Μπορείτε να δείτε την εγκοπή στη κάτω πλευρά του πλαισίου μέχρι σήμερα.
—–Αυτό το χτύπημα ήτανε το τελευταίο της μάχης. Μόλις βγήκε στο δρόμο, ο Μαύρος Σκύλος, παρά το τραύμα του, έδειξε υπέροχο, καθαρό ζευγάρι τακούνια κι εξαφανίστηκε στην άκρη του λόφου σε μισό λεπτό. Ο καπετάνιος, από τη πλευρά του, στάθηκε κοιτώντας τη πινακίδα σα σαστισμένος άντρας. Έπειτα πέρασε το χέρι στα μάτια του αρκετές φορές και τελικά γύρισε πίσω στο σπίτι.
«Τζιμ», λέει, «ρούμι» και καθώς μιλούσε, ταράχτηκε λίγο και πιάστηκε με το ένα χέρι στον τοίχο.
«Πληγώθηκες;» φώναξα.
«Ρούμι», επανέλαβε. «Πρέπει να φύγω από εδώ. Ρούμι! Ρούμι!»
—–Έτρεξα να το φέρω αλλά ήμουν αρκετά ασταθής απ’ όλα όσα είχαν πέσει έξω κι έσπασα ένα ποτήρι και χτύπησα τη βρύση κι ενώ εξακολουθούσα να μπαίνω στο δρόμο μου, άκουσα δυνατή πτώση στο σαλόνι και τρέχοντας μέσα, είδα τον καπετάνιο ξαπλωμένο ολόσωμο στο πάτωμα. Την ίδια στιγμή η μητέρα μου, θορυβημένη από τις κραυγές και τους καβγάδες, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να με βοηθήσει. Μεταξύ μας σηκώσαμε το κεφάλι του. Ανέπνεε πολύ δυνατά και δύσκολα μα τα μάτια του ήτανε κλειστά και το πρόσωπό του είχε φρικτό χρώμα.
«Αγαπητέ μου», φώναξε η μητέρα μου, «τι ντροπή για το σπίτι! Κι ο καημένος ο πατέρας σου άρρωστος!»
—–Εν τω μεταξύ, δεν είχαμε ιδέα τι να κάνουμε για να βοηθήσουμε τον καπετάνιο, ούτε καμμία άλλη σκέψη εκτός απ’ ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη συμπλοκή με το ξένο. Πήρα το ρούμι, σίγουρα, και προσπάθησα να το βάλω στο λαιμό του. Αλλά τα δόντια του ήταν ερμητικά κλειστά και τα σαγόνια του δυνατά σα σίδερο. Ήτανε χαρούμενη ανακούφιση για μας όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο γιατρός Livesey, κατά την επίσκεψή του στον πατέρα μου.
«Ω, γιατρέ», φωνάξαμε, «τι να κάνουμε; Πού είναι τραυματισμένος;»
«Τραυματίστηκες; Το τέλος του βιολιού!» είπε ο γιατρός. «Όχι πιο τραυματισμένοι από εσένα ή εμένα. Ο άντρας έπαθε εγκεφαλικό, όπως τον προειδοποίησα. Τώρα, κυρία Χόκινς, απλώς τρέξτε πάνω στον άντρα σας και μη του πείτε, αν είναι δυνατόν, τίποτα γι’ αυτό. Από τη πλευρά μου, πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ για να σώσω τη τριπλά άχρηστη ζωή αυτού του ανθρώπου. Και Τζιμ, φέρε μου μια λεκάνη».
—–Όταν επέστρεψα με τη λεκάνη, ο γιατρός είχε ήδη σκίσει το μανίκι του καπετάνιου κι είχε αποκαλύψει το μεγάλο μυώδες χέρι του. Είχε τατουάζ σε πολλά σημεία. «Εδώ είναι τύχη», «Καλός άνεμος» και «Μπίλλυ Μπόουνς η φαντασία του», εκτελέστηκαν πολύ όμορφα και ξεκάθαρα στο αντιβράχιο. Και κοντά στον ώμο υπήρχε σκίτσο μιας αγχόνης κι ενός άνδρα που κρεμόταν από αυτήν –φτιαγμένο, όπως νόμιζα, με μεγάλο πνεύμα.
«Προφητικό», είπε ο γιατρός, αγγίζοντας αυτή την εικόνα με το δάχτυλό του. «Και τώρα, Δάσκαλε Μπίλι Μπόουνς, αν αυτό είναι το όνομά σου, θα ρίξουμε μια ματιά στο χρώμα του αίματός σου. Τζιμ», είπε, «φοβάσαι το αίμα;»
«Όχι, κύριε», είπα.
«Λοιπόν», είπε, «κρατάς τη λεκάνη» και με αυτό πήρε το νυστέρι του κι άνοιξε μια φλέβα.
—–Πήρε πολύ αίμα πριν ο καπετάνιος ανοίξει τα μάτια του και κοιτάξει θολά γύρω του. Πρώτα αναγνώρισε τον γιατρό με αλάνθαστο συνοφρύωμα. Τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω μου και φαινόταν ανακουφισμένος. Αλλά ξαφνικά το χρώμα του άλλαξε και προσπάθησε να σηκωθεί κλαίγοντας:
«Πού είναι ο Μαύρος Σκύλος;»
«Δεν υπάρχει Μαύρος Σκύλος εδώ», είπε ο γιατρός, «εκτός από αυτό που έχετε στη πλάτη σας. Έχεις πιει ρούμι. Έπαθες εγκεφαλικό, ακριβώς όπως σου είπα. Και μόλις, παρά τη θέλησή μου, σε έσυρα με το κεφάλι έξω από τον τάφο. Τώρα, κύριε Μπόουνς—»
«Δεν είναι αυτό το όνομά μου», διέκοψε.
«Πολύ με νοιάζει», απάντησε ο γιατρός. «Είναι τ’ όνομα ενός γνωστού μου πειρατή και σε φωνάζω με αυτό για λόγους συντομίας, και αυτό που έχω να σου πω είναι το εξής: ένα ποτήρι ρούμι δεν θα σε σκοτώσει, αλλά αν πάρεις ένα θα πάρεις άλλο και άλλο, και στοιχηματίζω την περούκα μου αν δεν σπάσεις απότομα, θα πεθάνεις —το καταλαβαίνεις αυτό;— πέθανε, και πηγαίνετε στο δικό σας μέρος, όπως ο άνθρωπος στη Βίβλο. Ελάτε, τώρα, κάντε μια προσπάθεια. Θα σε βοηθήσω να πας στο κρεβάτι σου για μια φορά».
—–Μεταξύ μας, με πολύ κόπο, καταφέραμε να τον ανεβάσουμε στις σκάλες και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του, όπου το κεφάλι του έπεσε πίσω στο μαξιλάρι, σαν να είχε σχεδόν λιποθυμήσει.
«Τώρα, προσέξτε», είπε ο γιατρός, «καθαρίζω τη συνείδησή μου –το όνομα του ρούμι για σας είναι θάνατος».
—–Και με αυτό πήγε να δει τον πατέρα μου, παίρνοντάς με μαζί του από το μπράτσο.
«Αυτό δεν είναι τίποτα», είπε μόλις έκλεισε τη πόρτα. «Έχω τραβήξει αρκετό αίμα για να τον κρατήσω ήσυχο για λίγο. Θα πρέπει να ξαπλώσει για μια βδομάδα εκεί που είναι -αυτό είναι το καλύτερο πράγμα γι’ αυτόν και για σένα, αλλά ένα άλλο εγκεφαλικό θα τον ηρεμούσε»…
——————–(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *