King Stephen Γουίλα

—–Δε βλέπεις αυτό που είναι μπρος στα μάτια σου, του είχε πει, αλλά μερικές φορές εκείνος το έβλεπε. Υπέθετε ότι ως ένα βαθμό άξιζε την ειρωνεία της, αλλά δεν ήταν και τελείως τυφλός.
—–Καθώς τα απομεινάρια του ηλιοβασιλέματος έσβηναν σε σκληρό πορτοκαλί πάνω από την οροσειρά του Γουίντ Ρίβερ, ο Ντέιβιντ κοίταξε γύρω του στο σταθμό και είδε ότι η Γουίλα είχε φύγει. Είπε στον εαυτό του ότι δεν ήταν σίγουρος, όμως αυτό το έλεγε μόνο το κεφάλι του -το σφιγμένο στομάχι του δεν είχε καμμία αμφιβολία.
—–Πήγε να βρει το Λάντερ, που τη συμπαθούσε κάπως. Που την είχε αποκαλέσει θαρραλέα όταν η Γουίλα είχε πει ότι η σιδηροδρομική εταιρεία Άμτρακ ήτανε για τα μπάζα που τους είχε παρατήσει έτσι εδώ. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν τη συμπαθούσαν καθόλου, παρατημένοι από την Άμτρακ ή όχι.
“Μυρίζει σαν βρεγμένα κράκερ εδώ μέσα!” του φώναξε η Έλεν Πάλμερ, καθώς ο Ντέιβιντ περνούσε από μπροστά της. Είχε καταφέρει να φτάσει στο παγκάκι της γωνίας, όπως τα κατάφερνε πάντα, τελικά. Η Ράινχαρτ, που την πρόσεχε για την ώρα, ξεκουράζοντας για λίγο τον άντρα της, χαμογέλασε στον Ντέιβιντ.
“Έχεις δει τη Γουίλα;” ρώτησε ο Ντέιβιντ. Η Ράινχαρτ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, συνεχίζοντας να χαμογελάει.
“Έχουμε ψάρι για δείπνο!” φώναξε φουρκισμένη η κυρία Πάλμερ. Ένας γρούμπος από μπλε φλέβες παλλόταν στη λακκούβα του κροτάφου της. Κάποιοι γύρισαν να την κοιτάξουν. “Πρώτα το ‘να κι ύστερα τ’ άλλο!” είπε.
“Σιωπή, Έλεν”, είπε η Ράινχαρτ. Ίσως το μικρό της όνομα να ήταν Σάλι, αλλά ο Ντέιβιντ πίστευε ότι θα θυμόταν ένα τέτοιο όνομα• υπήρχαν τόσο λίγες Σάλι αυτό τον καιρό. Τώρα ο κόσμος ανήκε στις Άμπερ, στις Άσλι και στις Τίφανι. Η Γουiλα ήταν άλλο ένα είδος υπό εξαφάνιση -η σκέψη και μόνο έκανε το στομάχι του να ξανασφιχτεί.
“Σαν κράκερ!” είπε με αηδία η Έλεν. “Εκείνα τα πολυκαιρισμένα βρομοκράκερ που τρώνε στη κατασκήνωση!”
—–Ο Χένρι Λάντερ καθόταν σε  παγκάκι κάτω από το ρολόι. Είχε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της συζύγου του. Σήκωσε το βλέμμα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι πριν ο Ντέιβιντ προλάβει καν να ρωτήσει. “Δεν είναι εδώ. Λυπάμαι. Πήγε στη πόλη, αν είσαι τυχερός. ‘Εφυγε για τα καλά, αν δεν είσαι.. Κι έκανε τη χαρακτηριστική χειρονομία του οτοστόπ.
—–Ο Ντέιβιντ δεν πίστευε ότι η μνηστή του θα αποφάσιζε να συνεχίσει μόνη της το ταξίδι προς τα δυτικά με οτοστόπ -η ιδέα ήταν παράλογη-, πίστεψε όμως ότι δεν ήταν εδώ. Το ήξερε πριν καν μετρήσει κεφάλια στη πραγματικότητα και μια φράση από κάποιο παλιό βιβλίο ή κάποιο ποίημα για το χειμώνα τού ήρθε στο νου: Μια κραυγή απουσίας, απουσίας σrη καρδιά.
—–Ο σταθμός ήτανε στενός ξύλινος λαιμός. Σ’ όλο το μήκος του, άνθρωποι είτε βολτάριζαν άσκοπα είτε κάθονταν απλώς σε παγκάκια κάτω από τους λαμπτήρες φθορισμού. Οι ώμοι όσων κάθονταν είχαν εκείνο το χαρακτηριστικό κύρτωμα που βλέπεις μόνο σε τέτοια μέρη, όπου άνθρωποι περιμένουν οτιδήποτε έχει πάει στραβά να διορθωθεί ώστε το ταξίδι που διακόπηκε να συνεχιστεί. Λίγοι έρχονταν σε μέρη όπως το Κρόουχαρτ Σπρινγκς του Γουαϊόμινγκ σκόπιμα.
“Μη πας να τη βρεις, Ντέιβιντ”, είπε η Ρουθ Λάντερ. “Σκοτεινιάζει κι υπάρχουνε λογής πλάσματα εκεί έξω. Κι όχι μόνο κογιότ. Εκείνος ο κουτσός πλασιέ βιβλίων λέει ότι είδε μερικούς λύκους από την άλλη μεριά των σιδηροδρομικών γραμμών, εκεί που είναι ο σταθμός εμπορευμάτων”.
“Μπίγκερς”, είπε ο Χένρι. “Έτσι τον λένε”.
“Δεν πά’ να τον λένε και Τζακ Αντεροβγάλτη”,, είπε η Ρουθ.
“Το θέμα είναι ότι δεν είσαι πια στο Κάνσας, Ντέιβιντ”.
“Αλλά αν πήγε … “
“Έφυγε όσο ακόμα έφεγγε”, είπε ο Χένρι Λάντερ, θαρρείς και το φως της μέρας θα εμπόδιζε ένα λύκο (ή μια αρκούδα) να επιτεθεί σε μια γυναίκα μόνη. Απ’ όσο ήξερε ο Ντέιβιντ, μπορεί και να τα εμπόδιζε. Τραπεζίτης επενδύσεων ήταν, όχι ειδήμονας της άγριας πανίδας. Ένας νεαρός τραπεζίτης επενδύσεων, μάλιστα.
“Αν έρθει το τρένο που θα στείλουν να μας πάρει και δεν είναι εδώ, θα το χάσει”. Έμοιαζε αδύνατο να τους κάνει να χωνέψουν αυτό το απλό γεγονός. Δεν έβρισκε έδαφος, όπως θα έλεγαν και στο γραφείο του, πίσω στο Σικάγο. Ο Χένρι σήκωσε τα φρύδια του.
“Μου λες δηλαδή ότι το να το χάσετε κι οι δυο θα βελτιώσει κάπως τα πράγματα;”
—–Αν το χάνανε κι οι δυο, είτε θα έπαιρναν ένα λεωφορείο είτε θα περίμεναν για το επόμενο τρένο μαζί. Σίγουρα ο Χένρι κι η Ρουθ Λάντερ μπορούσαν να το σκεφτούν αυτό. Αλλά ίσως κι όχι. Αυτό που κυρίως έβλεπε ο Ντέιβιντ όταν τους κοιτούσε –αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια του- ήταν εκείνη η χαρακτηριστική κούραση που καταλαμβάνει όσους καθηλώνονται προσωρινά στις ερημιές της Άγριας Δύσης. Και ποιος άλλος νοιαζόταν για τη Γουίλα; Αν χανόταν μέσα στις Υψηλές Πεδιάδες, ποιος, εκτός από τον Ντέιβιντ Σάντερσον, θα αφιέρωνε έστω και μια σκέψη γι’ αυτήν; Κάποιοι είχαν εκδηλώσει μέχρι και απροκάλυπτα την αντιπάθειά τους για το άτομό της. Εκείνη η σκρόφα, η Ούρσουλα Ντέιβις, του είχε κάποια στιγμή πει ότι, αν η μητέρα της Γουίλα είχε αλλάξει την πρώτη συλλαβή του ονόματος της κόρης της από “Γουί” σε “Σκυ”, θα της ταίριαζε γάντι.
“Θα πάω στη πόλη να τη ψάξω”, είπε. Ο Χένρι αναστέναξε.
“Γιόκα μου, αυτό είναι μεγάλη κουταμάρα”.
“Δε θα μπορέσουμε να παντρευτούμε στο Σαν Φρανσίσκο αν μείνει πίσω στο Κρόουχαρτ Σπρινγκ”, είπε αυτός, προσπαθώντας να το κάνει ν’ ακουστεί σαν αστείο.
—–Εκείνη τη στιγμή περνούσε δίπλα τους ο Ντάντλι. Ο Ντέιβιντ δεν ήξερε αν Ντάντλι ήταν όνομα ή επώνυμο του άντρα, μόνο ότι ήταν ανώτερο στέλεχος στην εταιρεία ειδών γραφείου Στέιπλς κι ότι πήγαινε στο Μιζούλα για κάποια περιφερειακή σύσκεψη. Συνήθως ήταν πολύ σιωπηλός, έτσι το όμοιο με γαϊδουρινό γκάρισμα γέλιο που έβγαλε κοιτώντας το σκοτάδι που πύκνωνε ήτο παραπάνω κι από αιφνιδιαστικό• ήτανε σοκαριστικό.
“Αν έρθει το τρένο και το χάσετε”, είπε, “μπορείτε να βρείτε έναν ντόπιο ειρηνοδίκη και να παντρευτείτε εδώ πέρα. Όταν επιστρέψετε στ’ ανατολικά, πείτε σ’ όλους τους φiλους σας ότι κάνατε ένα γάμο γουέστερν, με πιστολίδι και με τα όλα του. Γίιιχοου, φιλαράκο”.
“Μη το κάνεις”, είπε ο Χένρι. “Δε θα μείνουμε πολύ ακόμα εδώ”.
“Οπότε πρέπει να την εγκαταλείψω; Αυτό είναι παράλογο”.
—–Προχώρησε προτού ο Λάντερ ή η γυναίκα του προλάβουν ν’ αποκριθούν. Η Τζόρτζια Άντρισον καθόταν σ’ ένα κοντινό παγκάκι και παρακολουθούσε τη κόρη της που xοροπηδούσε πάνω-κάτω στο βρόμικο πλακόστρωτο δάπεδο, με το κόκιcινο ταξιδιωτικό φορεματάκι της. Η Πάμι Άντρισον δεν έδειχνε να κουράζεται ποτέ. Ο Ντέιβιντ προσπάθησε να θυμηθεί αν την είχε δει ποτέ να κοιμάται, αφότου το τρένο είχε εκτροχιαστεί στη διακλάδωση του Γουίντ Ρίβερ και είχαν καταλήξει εδώ σαν το ξεχασμένο δέμα κάποιου στο γραφείο ανεπίδοτων ενός ταχυδρομείου. Μία φορά ίσως, με το κεφάλι της στην αγκαλιά της μητέρας της. Όμως αυτό μπορεί να ήταν μια ψεύτικη ανάμνηση, γεννημένη από τη πεποίθησή του ότι τα πεντάχρονα παιδάκια συνήθως κοιμούνται πολύ. Η Πάμι πηδούσε από πλακάκι σε πλακάκι, μια κασκαρίκα σε κίνηση, μοιάζοντας να χρησιμοποιεί τα τετράγωνα σαν μια γιγαντιαία επιφάνεια για να παίζει κουτσό. Το κόκκινο φόρεμά της χοροπηδούσε γύρω από τά στρουμπουλά της γόνατα.
“Ήξερα έναν άντρα, τον έλεγαν Ντάνι”, τραγουδούσε με μια μονότονη τσιρίδα. Η ένταση της φωνής της έκανε τα σφραγίσματα του Ντέιβιντ να πονέσουν. “Σκόνταψε κι έπεσε μες στο τηγάνι. Ήξερα έναν άντρα, τον έλεγαν Ντέιβιντ. Σκόνταψε κι έπεσε μες στο …” Δε βρήκε πώς να κάνει ρίμα, χαχάνισε κι έδειξε τον Ντέιβιντ.
“Πάμι, σταμάτα”, είπε η Τζόρτζια Άντρισον. Χαμογέλασε στον Ντέιβιντ κι έδιωξε τα μαλλιά της από το πλάι του προσώπου της. Ο Ντέιβιντ βρήκε τη χειρονομία ανείπωτα κουρασμένη και σκέφτηκε ότι η γυναίκα αυτή είχε ακόμα μακρύ δρόμο μπροστά της με την εύθυμη Πάμι, ιδιαίτερα από τη στιγμή που κύριος Άντρισον δε φαινόταν πουθενά.
“Μήπως είδες τη Γουίλα;” ρώτησε.
“Έφυγε”, είπε κείνη κι έδειξε τη πόρτα με τη πινακίδα από πάνω της που έγραφε:

ΠΡΟΣ ΤΟΠΙΚΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΚΑΙ ΤΑΞΙ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΉΣΤΕ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΌΤΕΡΩΝ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΑΜΕΣΗΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΔΩΜΆΤΙΑ ΣΤΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ.

—–Να κι ο Μπίγκερς, που τον πλησίαζε κουτσαίνοντας.
“Εγώ θα απέφευγα την ανοιχτή ύπαιθρο, εκτός κι αν ήμουν οπλισμένος με μια γερή καραμπίνα. Υπάρχουν λύκοι. Τους έχω δει”.
“Ήξερα ένα κορίτσι, το έλεγαν Γουίλα”, τραγούδησε η Πάμι. “Γλίστρησε, έπεσε και πήρε κατρακύλα”. Κι έπεσε κι η ίδια στο πάτωμα, λυμένη στα γέλια.
—–Ο Μπίγκερς, ο πλασιέ, δεν είχε καθίσει να περιμένει απάντηση. Ήδη απομακρυνότανε πάλι, κουτσαίνοντας, προς το βάθος του σταθμού. Η σκιά του μάκρυνε, ύστερα κόντυνε κάτω από τη λάμψη των κρεμαστών λαμπτήρων φθορισμού κι έπειτα μάκρυνε πάλι. Ο Φιλ Πάλμερ στεκόταν με τη πλάτη στηριγμένη στο κούφωμα της πόρτας, κάτω από τη πινακίδα για το τοπικό λεωφορείο και τα ταξί. Ήτανε συνταξιούχος ασφαλιστής. Αυτός κι η γυναίκα του πήγαιναν στο Πόρτλαντ. Σκόπευαν να μείνουν με το μεγαλύτερο γιο τους και τη σύζυγό του για λίγο, αλλά ο Πάλμερ είχε εκμυστηρευτεί στον Ντέιβιντ και στη Γουίλα ότι η Έλεν πιθανώς δε θα επέστρεφε ποτέ στα ανατολικά. Εκτός από Αλτσχάιμερ είχε και καρκίνο. Η Γουίλα το είχε αποκαλέσει αυτό δύο στη τιμή του ενός. Όταν ο Ντέιβιντ της είχε πει ότι αυτό ήτανε κάπως σκληρό, η Γουίλα τον είχε κοιτάξει, είχε πάει να πει κάτι κι ύστερα είχε απλώς κουνήσει το κεφάλι της. Τώρα ο Πάλμερ ρώτησε, όπως έκανε πάντα:
“Έι, βλάκα, καμμιά γόπα για τράκα”; Στο οποίο ο Ντέιβιντ απάντησε, όπως πάντα: “Δεν καπνίζω, κύριε Πάλμερ”. Κι ο Πάλμερ ολοκλήρωσε: “Απλώς σε δοκίμαζα, μικρέ”.
—–Όταν ο Ντέιβιντ βγήκε στη τσιμεντένια πλατφόρμα όπου οι επιβάτες που αποβιβάζονταν από το τρένο περίμεναν το τοπικό λεωφορείο για το Κρόουχαρτ Σπρινγκς, ο Πάλμερ συνοφρυώθηκε:
“Αυτό που πας να κάνεις δεν είναι διόλου καλή ιδέα, νεαρέ μου φίλε”.
—–Κάτι -θα μπορούσε να ήταν ένας μεγάλος σκύλος, αλλά πιθανώς δεν ήταν- άρχισε ν’ αλυχτά από την αντίπερα πλευρά του σιδηροδρομικού σταθμού, εκεί που οι αλισφακιές κι οι αφάνες φύτρωναν σχεδόν μέχρι τις ράγες. Δεύτερη φωνή ενώθηκε με τη πρώτη, δημιουργώντας αρμονία. Ύστερα σβήσανε σιγά-σιγά κι οι δυο μαζί.
“Βλέπεις τι εννοώ, ζελεδάκι”; Κι ο Πάλμερ χαμογέλασε, σα να είχε καλέσει ο ίδιος με κάποιο μαγικό τρόπο κείνα τα αλυχτίσματα, απλώς και μόνο για να αποδείξει το αληθές των λόγων του.
—–Ο Ντέιβιντ γύρισε, με το ελαφρύ σακάκι του να κυματίζει γύρω από το κορμί του στο παγερό αεράκι, και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Προχώρησε γρήγορα, προτού προλάβει ν’ αλλάξει γνώμη, και μόνο το πρώτο σκαλί ήταν πραγματικά δύσκολο. Μετά
απ’ αυτό σκεφτόταν μόνο τη Γουίλα.
“Ντέιβιντ”, είπε ο Πάλμερ, χωρίς να αστειεύεται τώρα, χωρίς να γελά. “Μην το κάνεις”.
“Γιατί όχι; Εκείνη το έκανε. Εξάλλου, οι λύκοι είναι εκεί πέρα”. Έδειξε με τον αντίχειρά του πίσω, πάνω από τον ώμο του.
“Αν είναι λύκοι”.
“Φυσικά και είναι λύκοι. Και, όχι, πιθανώς δε θα σου επιτεθούν -αμφιβάλλω αν είναι ιδιαίτερα πεινασμένοι αυτή την εποχή του χρόνου. Όμως δεν είναι ανάγκη να περάσετε κι οι δυο σας ένας Θεός ξέρει πόσες ώρες ακόμα στη μέση του πουθενά, μόνο και μόνο επειδή αυτή πεθύμησε τις συγκινήσεις της πόλης”.
“Φαίνεται πως δεν καταλαβαίνεις… είναι το κορίτσι μου”.
“Θα σου πω μια σκληρή αλήθεια, φίλε μου: Αν πράγματι θεωρούσε πως είναι το κορίτσι σου, δε θα είχε κάνει ό,τι έκανε. Δε νομίζεις;”
—–Στην αρχή ο Ντέιβιντ δεν είπε τίποτα, γιατί δεν ήτανε σίγουρος για το τι νόμιζε. Πιθανώς επειδή συχνά δεν έβλεπε αυτό που ήτανε μπρος στα μάτια του. Έτσι είχε πει η Γουίλα. Τελικά, γύρισε πίσω να κοιτάξει τον Φιλ Πάλμερ, που στεκόταν ακόμα στην ίδια θέση από πάνω του.
“Νομίζω ότι δεν παρατάς την αρραβωνιαστικιά σου έτσι απλά στη μέση του πουθενά. Έτσι νομίζω εγώ”.
—–Ο Πάλμερ αναστέναξε.
“Σχεδόν το εύχομαι ένας από τους γκρίζους λύκους που κρύβονται ανάμεσα στα πεύκα εκεί πέρα ν’ αποφασίσει να σου κόψει μια δαγκωνιά στον πρωτευουσιάνικο πισινό σου. Ίσως αυτό να σου βάλει λίγο μυαλό. Η μικρή Γουίλα Στούαρτ δε νοιάζεται για κανέναν
εκτός απ’ τον εαυτό της, κι αυτό το βλέπουν όλοι εκτός από σένα”.
“Αν περάσω από κάποιο διανυκτερεύον μίνι μάρκετ, θέλεις ν.α σου αγοράσω κάνα πακέτο τσιγάρα;”
“Δε γαμιέται, γιατί όχι;” είπε ο Πάλμερ.
—–Ύστερα, τη στιγμή ακριβώς που ο Ντέιβιντ διέσχιζε το ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΣΤΆΘΜΕΥΣΗ – ΠΙΑΤΣΑ ΤΑΞΙ που ήτανε γραμμένο με μπογιά πάνω στον έρημο, δίχως πεζοδρόμιο δρόμο, φώναξε:
“Ντέιβιντ!”.
—–Ο Ντέιβιντ γύρισε πίσω.
“Λεωφορείο δε θα ξαναπεράσει ως αύριο το πρωί κι η πόλη απέχει πέντε χιλιόμετρα. Είναι γραμμένο στον πίσω τοίχο του γκισέ πληροφοριών. Σύνολο δέκα χιλιόμετρα πήγαιν’ έλα. Με τα πόδια. Θα σου πάρει δυο ώρες, κι αυτό χωρίς να λογαριάσουμε το χρόνο που ίσως χρειαστείς για να την εντοπίσεις”.
—–Ο Ντέιβιντ σήκωσε το χέρι του για να δείξει ότι είχε ακούσει, αλλά συνέχισε να προχωράει. Ο άνεμος κατέβαινε παγωμένος από τα βουνά, αλλά του άρεσε ο τρόπος που έκανε τα ρούχα του να κυματίζουνε και που φυσούσε πίσω τα μαλλιά του. Στην αρχή είχε το νου του μήπως δει λύκους, σαρώνοντας με το βλέμμα πρώτα τη μια πλευρά του δρόμου κι έπειτα την άλλη, αλλά μη βλέποντας τίποτα, οι σκέψεις του επέστρεψαν στη Γουίλα. Και πράγματι, από τη δεύτερη ή τρίτη φορά που είχανε βρεθεί μαζί, το μυαλό του είχε κολλήσει σ’ αυτή και δε σκεφτότανε σχεδόν τίποτ’ άλλο.
—–Είχε πεθυμήσει τις συγκινήσεις της πόλης- ο Πάλμερ πιθανότατα είχε απόλυτο δίκιο, τουλάχιστον ως προς αυτό, όμως ο Ντέιβιντ δεν πίστευε ότι η Γουίλα δε νοιαζόταν για κανέναν εκτός απ’ τον εαυτό της. Η αλήθεια ήταν ότι θα είχε απλώς βαρεθεί να περιμένει
μ’ ένα τσούρμο μίζερους γέρους που όλη την ώρα γκρινιάζανε για το ότι θ’ αργούσαν για τούτο και για τ’ άλλο. Η πόλη εκεί πέρα μάλλον δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αλλά η Γουίλα πρέπει να θεώρησε ότι έκρυβε κάποια πιθανότητα διασκέδασης κι αυτό προφανώς είχε βαρύνει περισσότερο από την πιθανότητα η Άμτρακ να έστελνε μια έκτακτη αμαξοστοιχία για να τους πάρει όσο αυτή θα έλειπε. Και πού ακριβώς θα είχε πάει αναζητώντας διασκέδαση;
—–Ήτανε σίγουρος ότι δεν υπήρχε αυτό που θα μπορούσες να ονομάσεις νάιτ κλαμπ στο Κρόουχαρτ Σπρινγκς, όπου ο επιβατικός σιδηροδρομικός σταθμός δεν ήταν παρά ένα μακρόστενο πράσινο παράπηγμα με τις λέξεις ΓΟΥΑΪΟΜΙΝΓΚ:Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
γραμμένες στο πλάι με κόκκινη, άσπρη και μπλε μπογιά. Ούτε νάιτ κλαμπ ούτε ντίσκο, αλλά αναμφίβολα θα υπήρχανε μπαρ κι είχε την εντύπωση ότι η Γουίλα θα συμβιβαζόταν με κάποιο απ’ αυτά. Αν δεν μπορούσε να πάει για κλάμπινγκ, θα πήγαινε τουλάχιστον ν’ ακούσει λίγη μουσική.
—–Η νύχτα έπεσε και τ’ άστρα ξετυλίχτηκαν στον ουρανό από τ’ ανατολικά στα δυτικά σαν χαλί κεντημένο με παγιέτες. Μισοφέγγαρο ανέτειλε ανάμεσα σε δυο βουνοκορφές κι ακούμπησε εκεί, ρίχνοντας ασθενική λάμψη πάνω στο κομμάτι του αυτοκινητόδρομου που διάβαινε και στις ανοιχτές εκτάσεις δεξιά κι αριστερά του. Ο άνεμος σφύριζε κάτω από τα γείσα του σταθμού, αλλά εδώ έξω η φωνή του γινότανε παράξενο απαλό βουητό που έμοιαζε λίγο με δόνηση. Του θύμισε το τραγουδάκι που έλεγε η Πάμι Άντρισον παίζοντας κουτσό.
—–Προχώρησε με τεντωμένα αυτιά, μήπως ακούσει πίσω του τον ήχο κάποιου τρένου να πλησιάζει. Δεν άκουσε αυτό· κείνο που άκουσε όταν ο αέρας κόπασε ήτο απειροελάχιστο αλλά απολύτως ευδιάκριτο κλικ-κλικ-κλικ. Γύρισε κι είδε ένα λύκο να στέκεται περίπου είκοσι βήματα πίσω του, στη διακεκομμένη διαχωριστική γραμμή της Εθνικής Οδού 26. Ήταν μεγάλος, σχεδόν σαν μοσχάρι, με τρίχωμα δασύ σα ρωσικό καπέλο. Κάτω από το φως των αστεριών, η γούνα του έμοιαζε μαύρη και τα μάτια του είχαν ένα σκούρο κίτρινο χρώμα που θύμιζε ούρα. Το ζώο είδε τον Ντέιβιντ που τον κοιτούσε και σταμάτησε. Το στόμα του άνοιξε σ’ ένα μορφασμό σαν μειδίαμα και άρχισε ν’ αγκομαχά
σαν μικρή ατμομηχανή.
—–Δεν είχε χρόνο να φοβηθεί. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του ζώου, χτύπησε τα χέρια του και φώναξε: “Φύγε από δω! Εμπρός τώρα!” Ο λύκος το ‘βαλε στα πόδια, αφήνοντας ένα βουναλάκι από αχνιστά κόπρανα πίσω του, πάνω στην Εθνική Οδό 26. Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε αλλά κατάφερε να κρατηθεί και να μη γελάσει δυνατά· σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλούσε τους Θεούς. Ένιωθε συγχρόνως τρομαγμένος και παράλογα, απόλυτα ψύχραιμος. Σκέφτηκε ν’ αλλάξει το όνομά του από Ντέιβιντ Σάντερσον σε Λυκοσκιάχτης. Θα ‘ταν τέλειο όνομα για τραπεζίτη επενδύσεων. Ύστερα γέλασε λίγο -δεν μπόρεσε να κρατηθεί- και στράφηκε πάλι προς το Κρόουχαρτ Σπρινγκς. Αυτή τη φορά προχώρησε κοιτώντας και πάνω απ’ τον ώμο του εκτός από αριστερά και δεξιά, αλλά ο λύκος δεν ξανάρθε. Εκείνο που ήρθε ήτανε βεβαιότητα ότι θα άκουγε το διαπεραστικό σφύριγμα της έκτακτης αμαξοστοιχίας που θα ερχόταν να πάρει τους άλλους το τμήμα του δικού τους τρένου που είχε μείνει πάνω στις ράγες θα είχε πλέον απομακρυνθεί από τη διακλάδωση και σύντομα οι άνθρωποι που περιμένανε στο σταθμό εκεί πίσω θα συνέχιζαν το ταξίδι τους -οι Πάλμερ, οι Λάντερ, ο κουτσός Μπίγκερς, η αεικίνητη Πάμι κι όλοι οι υπόλοιποι. Λοιπόν, τι μ’ αυτό; Η Άμτρακ θα φύλαγε τις αποσκευές τους στο Σαν Φρανσίσκο· οπωσδήποτε μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στην εταιρεία ότι θα έκανε τουλάχιστον αυτό σωστά. Αυτός κι η Γουίλα θα μπορούσαν να βρούνε τοπικό σταθμό υπεραστικών λεωφορείων. Σίγουρα θα το είχαν ανακαλύψει το Γουαϊόμινγκ τα υπεραστικά λεωφορεία.
—–Βρήκε ένα τενεκεδάκι από μπίρα Μπαντβάιζερ και το κλότσησε για λίγο. Κάποια στιγμή το κλότσησε λοξά, στέλνοντάς το στους θάμνους κι ενώ προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα πήγαινε να το βρει ή όχι, άκουσε από κάπου μακρυά μουσική: μπασογραμμή και το κλάμα pedal steel κιθάρας, που πάντα του φαινόταν ότι ηχούσε σα δάκρυα από χρώμιο. Ακόμα και στα χαρούμενα τραγούδια.

—–Η Γουίλα ήταν εκεί κι άκουγε κείνη τη μουσική. Όχι επειδή ήτανε το πιο κοντινό μέρος με μουσική, αλλά επειδή ήτανε το σωστό μέρος. Το ήξερε. Έτσι άφησε το τενεκεδάκι της μπίρας και προχώρησε προς τον ήχο της κιθάρας, με τ’ αθλητικά του παπούτσια να
σέρνονται σηκώνοντας σκόνη που ο άνεμος την έπαιρνε μακρυά. Ακολούθησε ο ήχος των ντραμς κι ύστερα κόκκινο βέλος από νέον, κάτω από πινακίδα που έγραφε μονάχα 26. Λοιπόν, γιατί όχι; Αυτή ήταν η Εθνική Οδός 26, στο κάτω-κάτω. Ήταν απολύτως λογικό
όνομα για επαρχιακό μπαρ που έπαιζε κάντρι.
—–Υπήρχανε δύο υπαίθρια πάρκινγκ, το ένα μπρος, ασφαλτοστρωμένο και γεμάτο αγροτικά φορτηγάκια κι επιβατικά αυτοκίνητα, τα περισσότερα αμερικανικά και τουλάχιστον πενταετίας. Το πάρκινγκ στ’ αριστερά ήτανε στρωμένο με χαλίκι. Σ’ αυτό, σειρές μεγάλες νταλίκες στέκανε κάτω από το έντονο κυανόλευκο φως των λαμπτήρων νατρίου. Πλέον ο Ντέιβιντ μπορούσε επίσης να ακούσει τη ρυθμική και τη πρώτη κιθάρα και να διαβάσει τη μαρκίζα πάνω από τη πόρτα:

ΜΟΝΟ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ ΟΙ ΝΤΙΡΕΪΛΕΡΣ ΕΙΣΟΔΟΣ 5$ ΣΥΓΓΝΩΜΗ.

—–Οι Ντιρέιλερς (Εκτροχιαστές Σ.τ.Μ.), σκέφτηκε. Λοιπόν, η Γουίλα σίγουρα βρήκε το σωστό συγκρότημα. Ο Ντέιβιντ είχε ένα πεντοδόλαρο στο πορτοφόλι του, αλλά ο προθάλαμος του 26 ήταν άδειος. Πέρα απ’ αυτόν, μια μεγάλη, στρωμένη με παρκέ πίστα
χορού ήτανε γεμάτη ζευγάρια που λικνίζονταν αργά, τα περισσότερα με τζιν παντελόνια και καουμπόικες μπότες, χουφτώνοντας ο ένας τον πισινό του άλλου καθώς το συγκρότημα έπαιζε το Wasted Days and Wasted Nίghts. Ήτανε δυνατό, δακρύβρεχτο κι -απ’ όσο μπορούσε να κρίνει ο Ντέιβιντ Σάντερσον- εκτελεσμένο άψογα μέχρι τη τελευταία νότα.
—–Οι μυρωδιές μπίρας, ιδρώτα, άφτερσεϊβ ΟΛΝΤ ΣΠΆΙΣ και φτηνής γυναικείας κολόνιας από το σούπερ μάρκετ τονε χτύπησανε στη μύτη σα γροθιά. Τα γέλια κι οι συζητήσεις -ακόμα κι ανέμελο γίιιχοου που φώναξε κάποιος από την άλλη άκρη της πίστας- ήτανε σαν ήχοι που ακούς σε όνειρο που το βλέπεις κατ’ επανάληψη σε ορισμένες κρίσιμες καμπές της ζωής σου: το όνειρο ότι είσαι απροετοίμαστος για κάποιο σημαντικό διαγώνισμα, το όνειρο ότι βρίσκεσαι γυμνός σε δημόσιο χώρο, το όνειρο ότι πέφτεις, το όνειρο όπου τρέχεις προς μια γωνιά κάποιας άγνωστης πόλης, σίγουρος ότι η μοίρα σου σε περιμένει από την άλλη μεριά.
—–Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε να ξαναβάλει το πεντοδόλαρο στο πορτοφόλι, ύστερα έσκυψε στο γκισέ των εισιτηρίων και το άφησε να πέσει στο γραφείο που υπήρχε εκεί, που, εκτός από ένα πακέτο Λάκι Στράικ ακουμπισμένο πάνω σε χαρτόδετο αντίτυπο κάποιου
αισθηματικού μυθιστορήματος της Ντανιέλ Στιλ, ήταν άδειο. Ύστερα μπήκε στη γεμάτη κόσμο κυρίως αίθουσα. Οι Ντιρέιλερς είχαν αρχίσει τώρα να παίζουνε κάτι εύθυμο κι οι νεότεροι χορευτές βάλθηκαν να χοροπηδούν επιτόπου σαν έφηβοι σε συναυλία πανκ.
Στ’ αριστερά του Ντέιβιντ, καμμιά εικοσαριά μεγαλύτερα σε ηλικία ζευγάρια σχημάτισαν δυο σειρές κι άρχισαν να χορεύουν το κομμάτι σε στυλ κάντρι. Κοίταξε πάλι και συνειδητοποίησε ότι τελικά ήταν μόνο μία σειρά. Ο πέρα τοίχος ήταν όλος ντυμένος με καθρέφτη, κάνοντας τη πίστα να δείχνει διπλάσια απ’ ό,τι πραγματικά ήτανε. Ένα ποτήρι έσπασε
 “Τα σπασμένα πληρώνονται, φίλε!” φώναξε ο τραγουδιστής καθώς οι Ντιρέιλερς έμπαιναν στο ορχηστρικό ιντερλούδιο του τραγουδιού κι οι χορευτές χειροκροτήσανε το πνεύμα του που πιθανώς θα σου φαινόταν εξαιρετικά σπινθηροβόλο, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ, αν έτρεχες με χίλια στη λεωφόρο της τεκίλας.
—–Η μπάρα ήτανε πέταλο, με ένα αντίγραφο της οροσειράς Γουίντ Ρίβερ από νέον να αιωρείται από πάνω της. Η οροσειρά ήτανε κόκκινη, άσπρη και μπλε -απ’ ό,τι φαινότανε, στο Γουαϊόμινγκ αγαπούσανε πολύ το κόκκινό τους, το άσπρο τους και το μπλε τους. Μια
πινακίδα από νέον με παρόμοια χρώματα διακήρυσσε:

ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ

—–Στ’ αριστερά της επιγραφής υπήρχε το λογότυπο της Μπαντβάιζερ και στα δεξιά αυτό της Κουρς. Πυκνό πλήθος περίμενε να πάρει ποτά. Τρεις μπάρμαν με άσπρα πουκάμισα και κόκκινα γιλέκα κράδαιναν σέικερ του κοκτέιλ σαν εξάσφαιρα. Ήτανε τεράστιος χώρος
-περίπου πεντακόσια άτομα ξεφάντωναν εκεί μέσα-, αλλά δεν ανησύχησε μήπως δε βρει τη Γουίλα. Το τυχερό μου άστρο μ’ οδηγεί, σκέφτηκε καθώς διέσχιζε διαγώνια τη πίστα, χορεύοντας σχεδόν κι ο ίδιος καθώς ελισσότανε για να αποφεύγει τους διάφορους
στροβιλιζόμενους καουμπόηδες και τα κορίτσια τους.
—–Πέρα απ’ τη μπάρα και τη πίστα του χορού υπήρχε σκοτεινός μικρός χώρος με τραπέζια και πάγκους με ψηλές πλάτες. Παρέες τεσσάρων ατόμων ήταν στριμωγμένες στα περισσότερα απ’ αυτά, συνήθως με μια-δυο κανάτες μπίρα για ενυδάτωση, με αντανακλάσεις τους στον καθρέφτη του τοίχου να τους μετατρέπουν από τέσσερις σε οχτώ. Μόνο ένα τραπέζι δεν ήτανε γεμάτο. Η Γουίλα καθόταν μόνη, με το κλειστό μέχρι ψηλά στο λαιμό λουλουδάτο φόρεμά της να δείχνει παράταιρο ανάμεσα στα Λιβάι’ς παντελόνια, τις τζιν φούστες και τα καουμπόικα πουκάμισα. Και δεν είχε πάρει ποτό, ούτε κάτι να φάει -το τραπέζι ήταν άδειο.
—–Στην αρχή δεν τον είδε. Παρακολουθούσε τους χορευτές. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα κι υπήρχανε δυο βαθιά λακκάκια στις γωνίες του στόματός της. Έμοιαζε εκατό χιλιόμετρα εκτός τόπου, αλλά ποτέ δεν την είχε αγαπήσει πιο πολύ. Αυτή ήταν η Γουίλα στο κατώφλι ενός χαμόγελου.
“Γεια σου, Ντέιβιντ”, είπε καθώς αυτός γλιστρούσε πλάι της. “Ήλπιζα ότι θα ερχόσουν. Το φαντάστηκα ότι θα ερχόσουν. Δεν είναι φοβερό συγκρότημα; Παίζουνε τόσο δυνατά!”. Χρειάστηκε σχεδόν να ουρλιάξει για ν’ ακουστεί, αλλά κείνος μπορούσε να δει ότι της άρεσε ακόμα κι αυτό. Κι ύστερα από τη πρώτη ματιά που του έριξε, βάλθηκε ξανά να κοιτά τους χορευτές.
“Είναι καλοί, σίγουρα”, είπε. Κι ήταν. Μπορούσε να νιώσει και τον εαυτό του να ανταποκρίνεται, παρά τη νευρικότητά του που είχε επιστρέψει. Τώρα που την είχε στ’ αλήθεια βρει, ανησυχούσε και πάλι ότι μπορεί να χάναν εκείνο το αναθεματισμένο τρένο. “Η φωνή του τραγουδιστή θυμίζει τον Μπακ Όουενς”.
“Αλήθεια;” Τον κοίταξε χαμογελώντας. “Ποιος είναι ο Μπακ Όουενς;”
“Δεν έχει σημασία. Πρέπει να επιστρέψουμε στο σταθμό. Εκτός κι αν θέλεις να μείνουμε κολλημένοι εδώ άλλη μια μέρα, δηλαδή”.
“Δε θα ‘ταν κι άσχημα. Κατά κάποιον τρόπο μ’ αρέσει αυτό το με … εεε, πρόσεχε”!
—–Ένα ποτήρι διέγραψε καμπύλη τροχιά πάνω από τη πίστα, λαμποκοπώντας για μια στιγμή πράσινο και χρυσό μέσα στο φως των χρωματιστών προβολέων κι έγινε θρύψαλα κάπου έξω από το οπτικό τους πεδίο. Ακούστηκαν ζητωκραυγές, μερικά χειροκροτήματα -κι η Γουίλα χειροκροτούσε- αλλά ο Ντέιβιντ είδε μερικούς μπρατσαράδες με τη λέξη ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΙ τυπωμένη πάνω στα μπλουζάκια τους να πλησιάζουνε στο σημείο απ’ όπου κατά προσέγγιση είχε εκτοξευτεί το βλήμα.
“Αυτό είναι το είδος του μέρους όπου μπορείς να υπολογίζεις σε τουλάχιστον τέσσερα μπουνίδια στο πάρκινγκ πριν από τις έντεκα”, είπε ο Ντέιβιντ, “και συχνά σε γενικευμένη κλοτσοπατινάδα μέσα, λίγο πριν κλείσει το μπαρ”.
—–Εκείνη γέλασε κι έστρεψε τους δείκτες των χεριών της καταπάνω του σαν όπλα. “Ωραία! Θέλω να το δω αυτό”.
“Κι εγώ θέλω να πάμε πίσω”, είπε εκείνος. “Αν θες να κάνεις μπαρότσαρκα στο Σαν Φρανσίσκο, θα σε πάω. Το υπόσχομαι”.
—–Φούσκωσε παραπονιάρικα το κάτω χείλος της και τίναξε πίσω τα πυρρόξανθα μαλλιά της.
“Δε θα ήταν το ίδιο. Δε θα ήταν και το ξέρεις. Στο Σαν Φρανσίσκο πιθανώς θα πίνουνε… δεν ξέρω… μακροβιοτική μπίρα”.
—–Αυτό τον έκανε να γελάσει. Όπως κι η ιδέα ενός τραπεζίτη επενδύσεων με το όνομα Λυκοσκιάχτης, η ιδέα της μακροβιοτικής μπίρας ήταν απλώς υπερβολικά γελοία. Όμως η ταραχή ήταν ακόμα εκεί, πίσω από το γέλιο, στη πραγματικότητα, αυτή δεν ήτανε που πυροδοτούσε το γέλιο;
“Θα κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα και θα επιστρέψουμε σε λίγο”, είπε ο τραγουδιστής σκουπίζοντας το μέτωπό του. “Εσείς αδειάστε τώρα τα ποτήρια σας, και να θυμάστε: Είμαι ο Τόνι Βιλανουέβα κι είμαστε οι Ντιρέιλερς”.
“Αυτό είναι το σύνθημα για να βάλουμε τα διαμαντένια παπούτσια μας και να του δίνουμε”, είπε ο Ντέιβιντ και την έπιασε από το χέρι. Γλίστρησε έξω από το τραπέζι, αλλά κείνη δεν τον ακολούθησε. Ούτε άφησε το χέρι του, ωστόσο κι αυτός ξανακάθισε,
νιώθοντας μικρό πανικό. Σκεπτόμενος ότι τώρα ήξερε πώς ένιωθε το ψάρι όταν συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να φτύσει το αγκίστρι, ότι κείνο το παλιάγκιστρο ήτανε καρφωμένο μέσα του για τα καλά κι ότι ο κύριος Πέστροφας κατευθυνότανε
θέλοντας και μη προς την όχθη, όπου θα σπαρταρούσε ώσπου να του βγει η ψυχή. Εκείνη τον κοιτούσε με τα ίδια κείνα πανέμορφα γαλανά μάτια και τα βαθιά λακκάκια. Η Γουίλα στο κατώφλι ενός χαμόγελου, η μέλλουσα γυναίκα του, που διάβαζε ποίηση το βράδυ και μυθιστορήματα το πρωί και που θεωρούσε πως τα νέα που δείχνανε στη τηλεόραση ήτανε… πώς το ‘χε πει; Εφήμερα.
“Κοίταξέ μας”, του είπε και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Ο Ντέιβιντ κοίταξε τον καθρέφτη που έντυνε τον τοίχο στ’ αριστερά τους. Μέσα του είδε όμορφο νεαρό ζευγάρι από την Ανατολική Ακτή, καθηλωμένο από αναποδιά της τύχης στο Γουαϊόμινγκ. Εκείνη, με το εμπριμέ της φόρεμα, έδειχνε πιο όμορφη απ’ ό,τι αυτός, αλλά υπέθετε ότι έτσι θα γινότανε πάντα. Έστρεψε το βλέμμα από τη Γουίλα του καθρέφτη στην πραγματική με ανασηκωμένα φρύδια.
“Όχι, κοίτα πάλι”, είπε εκείνη. Τα λακκάκια ήταν ακόμα εκεί, αλλά τώρα είχε σοβαρέψει -όσο τουλάχιστον μπορούσε να σοβαρέψει μες σ’ αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα. “και σκέψου αυτό που σου έχω πει”.
—–Στην άκρη της γλώσσας του το είχε να ξεστομίσει, Μου έχεις πει πολλά πράγματα και τα σκέφτομαι όλα, αλλ’ αυτό ήταν απάντηση ερωτευμένου, κομψή κι ανόητη. Κι επειδή ήξερε τι εννοούσε η Γουίλα, κοίταξε πάλι χωρίς να πει τίποτα. Αυτή τη φορά κοίταξε
πράγματι και δεν υπήρχε κανείς στον καθρέφτη. Κοιτούσε το μοναδικό αδειανό τραπέζι στο 26. Στράφηκε στη Γουίλα, άναυδος… κι ωστόσο, για κάποιο λόγο, όχι έκπληκτος.
“Δεν αναρωτήθηκες καν πώς ήταν δυνατόν ένα εμφανίσιμο θηλυκό να κάθεται ολομόναχο, ενώ το αλκοόλ ρέει ποτάμι και το μέρος σφύζει από ζωή;” ρώτησε εκείνη. Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι του. Όχι. Υπήρχαν αρκετά που δεν είχε αναρωτηθεί, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε φάει ή πιει κάτι, για παράδειγμα. Ή τι ώρα ήταν, ή πότε ήταν μέρα τελευταία φορά. Δεν ήξερε καν ακριβώς
τι τους είχε συμβεί. Μόνο ότι το Νόρθερν Φλάιερ είχε βγει απ’ τις ράγες και τώρα, από κάποια σύμπτωση, άκουγαν ένα συγκρότημα κάντρι μουσικής ονόματι …
“Κλότσησα τενεκεδάκι”, είπε. “Καθώς ερχόμουν προς τα δω, κλότσησα ένα τενεκεδάκι”.
“Ναι”, είπε κείνη, “και μας είδες στον καθρέφτη τη πρώτη φορά που κοίταξες, σωστά; Η αντίληψη δεν είναι το παν, αλλά η αντίληψη σε συνδυασμό με τη προσδοκία;” Του έκλεισε το μάτι, ύστερα έγειρε προς το μέρος του. Το στήθος της κόλλησε ψηλά στο μπράτσο του καθώς τον φιλούσε στο μάγουλο κι η αίσθηση ήταν υπέροχη, σίγουρα αίσθηση ζωντανής σάρκας.
“Φτωχέ μου Ντέιβιντ. Λυπάμαι. Όμως ήσουνα γενναίος που ήρθες. Ειλικρινά δεν πίστευα ότι θα το έκανες, αυτή είναι η αλήθεια”.
“Πρέπει να πάμε πίσω και να το πούμε στους άλλους”.
—–Τα χείλη της σφίχτηκαν.
“Γιατί;”
“Επειδή … “
—–Δυο άντρες με καουμπόικα καπέλα οδηγήσανε δυο γελαστές γυναίκες με τζιν παντελόνια, πουκάμισα που μοιάζανε βγαλμένα από γουέστερν κι αλογοουρές προς τo τραπέζι τους. Καθώς πλησίαζαν, απαράλλακτη έκφραση απορίας -σχεδόν φόβου άγγιξε τα πρόσωπά τους κι αντί να καθίσουνε κατευθυνθήκανε πάλι προς τη μπάρα. Μας αισθάνονται, σκέφτηκε ο Ντέιβιντ. Σαν έναν παγερό αέρα που τους απωθεί -αυτό είμαστε τώρα.
“Επειδή έτσι είναι το σωστό”.
—–Η Γουίλα γέλασε. Ήτανε κουρασμένος ήχος.
“Μου θυμίζεις εκείνο τον παππού που διαφήμιζε το κουάκερ στη τηλεόραση”.
“Γλύκα, νομίζουν ότι περιμένουν ένα τρένο να έρθει και να τους πάρει!”.
“Λοιπόν, ίσως και να μην έχουν άδικο!”
—–Σχεδόν τρόμαξε από τη ξαφνική τραχύτητα της φωνής της.
“Ίσως να είναι κείνο το τρένο που μιλάνε τα γκόσπελ, το τρένο που θα τους οδηγήσει· στη δόξα του Κυρίου, εκείνο που δε μεταφέρει μήτε τζογαδόρους μήτε νυχτερινούς σουλατσαδόρους… “
“Δε νομίζω ότι η Άμτρακ έχει δρομολόγιο για τον παράδεισο “, είπε ο Ντέιβιντ.
—–Ήλπιζε ότι θα την έκανε να γελάσει, όμως εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της σχεδόν σκυθρωπά κι αυτός ξαφνικά διαισθάνθηκε κάτι άλλο.
“Υπάρχει και κάτι ακόμα που ξέρεις; Κάτι που θα έπρεπε να τους πούμε; Υπάρχει, έτσι δεν είναι;”
“Δεν ξέρω γιατί θα ‘πρεπε να μπούμε σε τέτοιο κόπο, όταν μπορούμε απλώς να μείνουμε εδώ”, είπε κείνη κι ήτανε πράγματι εριστική διάθεση αυτό που διέκρινε στη φωνή της; Του φάνηκε πως ναι. Αυτή ήταν μια Γουίλα που ποτέ πριν δεν είχε υποπτευτεί.
“Μπορεί να είσαι λίγο κοντόφθαλμος, Ντέιβιντ, αλλά τουλάχιστον ήρθες. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό”. Και τον φίλησε πάλι.
“Υπήρχε κι ένας λύκος”, είπε εκείνος. “Χτύπησα τα χέρια μου και τονε τρόμαξα κι έφυγε. Σκέφτομαι ν’ αλλάξω το όνομά μου σε Λυκοσκιάχτης”.
—–Η Γουίλα τονε κοίταξε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό κι αυτός πρόλαβε να σκεφτεί: Έπρεπε να περιμένω να πεθάνουμε για να καταπλήξω πραγματικά τη γυναίκα που αγαπώ. Ύστερα εκείνη ρίχτηκε στη καπιτονέ πλάτη του καναπέ σκασμένη στα γέλια. Μιας γκαρσόνας που έτυχε να περνά κείνη τη στιγμή τής έπεσε ο δίσκος γεμάτος μπίρες σκάζοντας κάτω με πάταγο κι η σερβιτόρα άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες.
“Λυκοσκιάχτης!” φώναξε η Γουίλα. “Θέλω να σε λέω έτσι στο κρεβάτι! Αχ, αχ, Λυκοσκιάχτη, τι μεγάλος που είσαι! Τι τριχωτός”!
—–Η γκαρσόνα κοιτούσε το αφρισμένο χάλι στο πάτωμα, συνεχίζοντας να βρίζει σαν ναύτης που έχει βγει με άδεια στην ακτή. Φροντίζοντας να μένει πάντα μακριά από εκείνο το ένα και μοναδικό άδειο τραπέζι. Ο Ντέιβιντ fίπε:
“Νομίζεις ότι μπορούμε ακόμα; Να κάνουμε έρωτα, εννοώ”.
—–Η Γουίλα σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της κι είπε:
“Αντίληψη και προσδοκία, θυμάσαι; Μαζί μπορούν να κινήσουνε και βουνά”. Έπιασε πάλι το χέρι του. “Ακόμα σ’ αγαπώ και μ’ αγαπάς. Έτσι δεν είναι;”
“Δεν είμαι ο Λυκοσκιάχτης”; ρώτησε αυτός.
—–Μπορούσε ν’ αστειεύεται, γιατί τα νεύρα του δεν πίστευαν ότι ήταν νεκρός  Κοίταξε πέρ’ απ’ αυτή, στον καθρέφτη, και τους είδε. Ύστερα είδε μόνο τον εαυτό του, το χέρι του να μη κρατά τίποτα. Την επόμενη στιγμή είχανε χαθεί κι οι δυο. Κι ωστόσο… ανέπνεε,
μύριζε τη μπίρα και το ουίσκι και το άρωμα. Ένας βοηθός σερβιτόρου είχε έρθει από κάπου και βοηθούσε τη γκαρσόνα να σφουγγαρίσει τις χυμένες μπίρες. “Ένιωσα σαν να κατέβαζα ταχύτητα”, την άκουσε να λέει ο Ντέιβιντ. Τέτοια πράγματα άκουγες στη μετά θάνατο ζωή;
“Υποθέτω ότι θα γυρίσω πίσω μαζί σου”, είπε τώρα η Γουίλα, “όμως δεν πρόκειται να μείνω σε κείνο το βαρετό σταθμό μ’ αυτούς τους βαρετούς ανθρώπους όταν υπάρχει τούτο το μέρος”.
“Εντάξει” είπε εκείνος.
“Ποιος είναι ο Μπακ Όουενς”;
“Θα σου πω γι’ αυτόν” είπε ο Ντέιβιντ. “Και για τον Ρόι Κλαρκ, επίσης. Όμως πρώτα πες μου τι ά’λλο ξέρεις”.
“Τους περισσότερους δεν τους συμπαθώ καν”, είπε εκείνη. “αλλά ο Χένρι Λάντερ είναι καλός. Το ίδιο κι η γυναίκα του”.
“Κι ο Φιλ Πάλμερ δεν είναι κακός”. Σούφρωσε τη μύτη της.
“0 Φιλ ο Εμετίλ”.
“Τι ξέρεις, Γουίλα”;
“Θα το δεις και μόνος σου, αν κοιτάξεις πραγματικά”.
“Δε θα ήταν πιο απλό αν … “
—–Προφανώς όχι. Η Γουίλα σηκώθηκε ως εκεί που οι μηροί της πιέζονταν στην άκρη του τραπεζιού κι έδειξε.
“Κοίτα! Το συγκρότημα επιστρέφει!”

—–Το φεγγάρι ήτανε ψηλά όταν αυτός κι η Γουίλα πήρανε το δρόμο της επιστροφής, πιασμένοι χέρι χέρι. Ο Ντέιβιντ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήτανε δυνατό να συμβαίνει αυτό -είχαν μείνει μόνο για τα δύο πρώτα τραγούδια του δεύτερου μέρους-, μα νάτο που αρμένιζε εκεί ψηλά, μες στο έναστρο σκοτάδι. Αυτό ήταν ανησυχητικό, αλλά τώρα κάτι άλλο τονε προβλημάτιζε ακόμα πιότερο.
“Γουίλα”, είπε, “τι χρονιά έχουμε”;
—–Κείνη το σκέφτηκε. Ο άνεμος κυμάτιζε το φόρεμά της, όπως θα κυμάτιζε το φόρεμα οποιασδήποτε ζωντανής γυναίκας.
“Δε θυμάμαι ακριβώς”, είπε τελικά. “Δεν είναι παράξενο”;
“Αν σκεφτείς ότι εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που έβαλα κάτι στο στομάχι μου ή που ήπια ένα ποτήρι νερό, όχι ιδιαίτερα. Αν έπρεπε να μαντέψεις, τι θα έλεγες; Γρήγορα, χωρίς να σκεφτείς”.
“Χίλια εννιακόσια … ογδόντα οχτώ”; Έγνεψε καταφατικά. Κι εκείνος 1987 θα ‘λεγε.
“Υπήρχε μια κοπέλα εκεί μέσα που φορούσε ένα μπλουζάκι που ‘γραφε ΛΥΚΕΙΟ ΚΡΟΟΥΧΑΡΤ ΣΠΡΙΝΓΚΣ 2003. Και για να ‘ναι τόσο μεγάλη ώστε να βρίσκεται σ’ ένα στέκι έξω απ’ τη πόλη που σερβίρουν αλκοόλ … “
“Τότε το 2003 πρέπει να ήτανε τουλάχιστον πριν από τρία χρόνια”.
“Αυτό σκεφτόμουνα κι εγώ”. Σταμάτησε. “Δεν μπορεί να έχουμε 2006, Γουίλα, μπορεί; Θέλω να πω, είναι δυνατόν να είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα”;
—–Πριν εκείνη προλάβει ν’ αποκριθεί, άκουσαν το κλικ-κλικκλικ των νυχοπόδαρων πάνω στην άσφαλτο. Αυτή τη φορά ήτανε περισσότερα, αυτή τη φορά υπήρχανε τέσσερις λύκοι πίσω τους στον αυτοκινητόδρομο. Ο μεγαλύτερος, που στεκότανε πιο μπρος απ’
τους άλλους, ήταν εκείνος που είχε ζυγώσει από πίσω τον Ντέιβιντ όταν περπατούσε προς το Κρόουχαρτ Σπρινγκς. Θ’ αναγνώριζε κείνο το φουντωτό μαύρο τρίχωμα οπουδήποτε. Τα μάτια του ήτανε πιο φωτεινά τώρα. Μισοφέγγαρο κολυμπούσε μες στο καθένα τους, σα λυχνάρι που φεγγοβολούσε κάτω από νερό.
“Μας βλέπουνε!” φώναξε η Γουίλα μ’ ένα είδος έκστασης. “Ντέιβιντ, μας βλέπουν!”
—–Έπεσε στο ένα γόνατο πάνω σε μια παύλα της λευκής διαγράμμισης και άπλωσε το δεξί της χέρι. Έβγαλε έναν ήχο σαν κακάρισμα κι είπε:
“Εδώ, αγόρι μου! Έλα!”
“Γουίλα, νομίζω ότι δεν είναι και τόσο καλή ιδέα”.
—–Δεν του έδωσε σημασία -κλασσική Γουίλα. Η κοπέλα του είχε τις δικές της ιδέες για τα πράγματα. Αυτή ήταν που είχε θελήσει να πάνε από το Σικάγο στο Σαν Φρανσίσκο σιδηροδρομικώς -γιατί, όπως είχε πει, ήθελε να μάθει πώς ήταν να πηδιέσαι σ’ ένα τρένο.
Ιδιαίτερα σ’ ένα τρένο που πήγαινε γρήγορα και κουνούσε λίγο.
“Εμπρός, αγορίνα, έλα στη μαμά!”
—–Ο μεγάλος γκρίζος λύκος πλησίασε, ακολουθούμενος από τη σύντροφό του κι από τα δυο τους… θα μπορούσες άραγε να τα πεις χρονιάρικα; Καθώς τέντωνε το μουσούδι του (κι όλα κείνα τ’ αστραφτερά δόντια) προς το λιγνό απλωμένο χέρι, το φεγγάρι γέμισε τελείως τα μάτια του για μια στιγμή, βάφοντάς τα ασημιά. Έπειτα, μια στιγμή πριν το μακρύ ρύγχος του αγγίξει το δέρμα της, ο λύκος έβγαλε μια σειρά από διαπεραστικές τσιρίδες και τινάχτηκε πίσω τόσο απότομα, που για μια στιγμή σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, με τα μπροστινά να γρονθοκοπούνε τον αέρα και το λευκό βελούδο της κοιλιάς του εκτεθειμένο. Οι άλλοι σκόρπισαν. Ο μεγάλος γκρίζος λύκος έκανε στροφή στον αέρα κι έτρεξε μες στους θάμνους στα δεξιά του δρόμου, συνεχίζοντας να τσιρίζει, με την ουρά στα σκέλια. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν.
—–Η Γουίλα σηκώθηκε και κοίταξε τον Ντέιβιντ με μια έκφραση βαθιάς λύπης που του μάτωσε την καρδιά. Χαμήλωσε το βλέμμα στα πόδια του για να μη τη βλέπει.
“Γι’ αυτό με έφερες εδώ έξω στα σκοτάδια ενώ άκουγα μουσική”; τον ρώτησε. “Για να μου δείξεις τι είμαι τώρα; Θαρρείς και δεν το ‘ξερα!”
“Γουίλα, λυπάμαι”.
“Δε λυπάσαι ακόμα, αλλά θα λυπηθείς”. Τον πήρε πάλι από το χέρι. “Εμπρός, Ντέιβιντ”. Τώρα τόλμησε να τη κοιτάξει.
“Δε μου έχεις θυμώσει;”
“Ω, λιγάκι … αλλά είσαι το μόνο που έχω τώρα πια, και δε σ’ αφήνω να φύγεις”.
—–Λίγο μετά τη συνάντηση με τους λύκους, ο Ντέιβιντ είδε ένα τενεκεδάκι από μπίρα Μπαντβάιζερ πεταμένο στην άκρη του δρόμου. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ήταν εκείνο που κλοτσούσε μπροστά του στον ερχομό, ώσπου το κλότσησε στραβά και το
‘στειλε έξω από το δρόμο, μες στους θάμνους. Όμως να το πάλι, στην αρχική του θέση … γιατί ποτέ δεν το είχε κλοτσήσει, φυσικά.
—–Η αντίληψη δεν είναι το παν, είχε πει η Γουίλα, αλλά η αντίληψη μαζί με τη προσδοκία; Βάλ’ τα και τα δυο αυτά μαζί, κι έχεις ό,τι ποθείς, ένα νοητό σοκολατάκι γεμιστό με φιστικοβούτυρο. Έστειλε πάλι με μια κλοτσιά το τενεκεδάκι μες στους θάμνους, κι όταν προχώρησαν λίγο, κοίταξε πίσω του και να που κείνο βρισκόταν πάλι εκεί, ακριβώς στο σημείο όπου ήτανε πεσμένο από τότε που κάποιος καουμπόης -πηγαίνοντας ίσως στο 26- το είχε πετάξει από το παράθυρο του αγροτικού του. Θυμήθηκε ότι στο Χι Χο κείνο το παλιό τηλεοπτικό σόου που παρουσίαζαν Μπακ Όουενς και Ρόι Κλαρκ- αποκαλούσαν τα αγροτικά φορτηγάκια Κάντιλακ των καουμπόηδων.
“Γιατί χαμογελάς;” τον ρώτησε η Γουίλα.
“Θα σου πω αργότερα. Απ’ ό,τι φαίνεται, θα ‘χουμε άπλετο χρόνο”.

—–Στάθηκαν έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό του Κρόουχαρτ Σπρινγκς, πιασμένοι χέρι χέρι κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, σα Χάνσελ και Γκρέτελ έξω από το ζαχαρένιο σπιτάκι της κακιάς μάγισσας. Στα μάτια του Ντέιβιντ το πράσινο χρώμα του
μακρόστενου κτιρίου φάνταζε σταχτί κάτω από το φως του φεγγαριού και μ’όλο που ήξερε ότι οι λέξεις ΓΟΥΑΪΟΜΙΝΓΚ κι Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ήτανε γραμμένες με κόκκινη, άσπρη και μπλε μπογιά, θα μπορούσαν να έχουν οποιοδήποτε χρώμα.
—–Πρόσεξε ένα φύλλο χαρτιού, προστατευμένο από τα στοιχεία της φύσης μέσα σε μια πλαστική ζελατίνα, αναρτημένο σε μια από τις κολόνες που ορθώνονταν δεξιά κι αριστερά της φαρδιάς σκάλας που οδηγούσε στη δίφυλλη πόρτα. Ο Φιλ Πάλμερ ήταν
ακόμη ακουμπισμένος στο άνοιγμά της.
“‘Ει, βλάκα!” του φώναξε ο Πάλμερ. “Καμμιά γόπα για τράκα”;
“Λυπάμαι, κύριε Πάλμερ”, είπε ο Ντέιβιντ.
“Νόμιζα ότι θα μου έφερνες ένα πακέτο επιστρέφοντας”.
“Δε συνάντησα κάποιο κατάστημα”, είπε ο Ντέιβιντ.
“Δεν πουλούσαν τσιγάρα εκεί που ήσουν, κούκλα”; ρώτησε ο Πάλμερ.
—–Ήτανε το είδος του άντρα που αποκαλούσε όλες τις γυναίκες συγκεκριμένης ηλικίας κούκλες το καταλάβαινες κοιτώντας τον και μόνο, όπως καταλάβαινες κι ότι, αν τύχαινε να πιάσεις κουβέντα μαζί του ένα υγρό και καυτό αυγουστιάτικο απόγευμα, θα έσπρωχνε πίσω το καπέλο στο κεφάλι του για να σκουπίσει το μέτωπό του και θα σου έλεγε ότι δεν έφταιγε η ζέστη που ίδρωνε, έφταιγε η υγρασία.
“Είμαι σίγουρη ότι πουλούσαν”, είπε η Γουίλα, “αλλά θα μου ήτανε κάπως δύσκολο να τ’ αγοράσω”.
“Θέλεις να μου πεις γιατί, γλύκα”;
“Εσύ γιατί νομίζεις”;
—–Όμως ο Πάλμερ σταύρωσε τα μπράτσα του πάνω στο στενό του στέρνο και δεν είπε τίποτα. Από κάπου μέσα η γυναίκα του φώναξε:
“Έχουμε ψάρι για δείπνο! Πρώτα το ‘να κι ύστερα τ’ άλλο! Σιχαίνομαι τη μυρωδιά αυτού του μέρους! Κράκερ!”
“Είμαστε νεκροί, Φιλ”, είπε ο Ντέιβιντ. “Γι’ αυτό. Τα φαντάσματα δεν μπορούν να αγοράζουν τσιγάρα”.
—–Ο Πάλμερ έμεινε να τον κοιτά αρκετή ώρα και, πριν ξεσπάσει σε γέλια, ο Ντέιβιντ κατάλαβε ότι δεν τον είχε απλώς πιστέψει, ο Πάλμερ το ήξερε από την αρχή.
“‘Έχω ακούσει πολλές δικαιολογίες για να μη φέρεις σε κάποιον αυτό που σου ζήτησε”, είπε, “αλλά νομίζω ότι αυτή παίρνει το πρώτο βραβείο”.
“Φιλ …”
—–Από μέσα:
“Ψάρι για δείπνο! Ω, ανάθεμα!”.
“Με συγχωρείτε, παιδιά”, είπε ο Πάλμερ. “Το καθήκον με καλεί”.
—–Κι εξαφανίστηκε. Ο Ντέιβιντ στράφηκε στη Γουίλα, νομίζοντας ότι θα τον ρωτούσε τι άλλο περίμενε, όμως η Γουίλα κοίταζε την ειδοποίηση που ήταν αναρτημένη δίπλα στα σκαλιά.
“Κοίτα δω”, είπε. “Πες μου τι βλέπεις”.
—–Στην αρχή ο Ντέιβιντ δεν έβλεπε τίποτα, γιατί το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω στην προστατευτική ζελατίνα και την έκανε να γυαλίζει. Πλησίασε ένα βήμα, ύστερα έκανε άλλο ένα βήμα αριστερά, παραμερίζοντας τη Γουίλα για να το κάνει.
“Στο επάνω μέρος γράφει ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΕ ΠΛΑΣΙΕ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ, ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΉΝ ΤΟΥ ΣΕΡΙΦΗ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ ΣΑΜΠΛΕΤ, ύστερα μερικά ψιλά γράμματα -μπλα-μπλα-μπλα- και στο κάτω μέρος … “
—–Του έδωσε μια αγκωνιά. Κι όχι μαλακή.
“Κόψ’ τις χαζομάρες και κοίταξέ το, Ντέιβιντ. Δε θέλω να μείνω όλη νύχτα εδώ”.
—–Δε βλέπεις αυτό που είναι μπρος στα μάτια σου. Απέστρεψε το βλέμμα του από το σταθμό και κοίταξε τις ράγες που λάμπανε στο φεγγαρόφωτο. Πέρα απ’ αυτές ορθωνόταν άσπρος βράχος σαν λαιμός μ’ επίπεδη κορυφή σαν τραπέζι, σαν αυτούς που έβλεπες στα παλιά γουέστερν του Τζον Φορντ. Κοίταξε πάλι την αναρτημένη ειδοποίηση κι απόρησε πώς ήτανε δυνατό ένας μεγάλος, κακός τραπεζίτης επενδύσεων σαν το Λυκοσκιάχτη Σάντερσον να κάνει τέτοιο λάθος και να διαβάσει ΣΕ ΠΛΑΣΙΕ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ εκεί που έγραφε ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ.
“Γράφει: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΝ ΤΟΥ ΣΕΡΙΦΗ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ ΣΑΜΠΛΕΤ“, είπε.
“Πολύ καλά. Και κάτω από το μπλα-μπλα-μπλα, τι γράφει”;
—–Στην αρχή δεν μπορούσε να διαβάσει καθόλου τις δυο γραμμές στο κάτω μέρος της σελίδας στην αρχή εκείνες οι δυο γραμμές ήταν απλώς ακατανόητα σύμβολα, πιθανώς επειδή το μυαλό του, που δεν ήθελε να πιστέψει τίποτε απ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να βρει καμία ακίνδυνη μετάφραση. Έτσι κοίταξε πάλι πέρα στις ράγες,και δε ξαφνιάστηκε ακριβώς όταν είδε ότι δεν έλαμπαν πια στο φεγγαρόφωτο· τώρα το ατσάλι ήταν σκουριασμένο κι αγριόχορτα φυτρώνανε ανάμεσα στις τραβέρσες. Όταν ξανακοίταξε πίσω, ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν ετοιμόρροπο ερείπιο, με τα παράθυρά του κλεισμένα με σανίδες και με μεγάλες τρύπες στη σκεπή. Το Α ΠΑ ΓΟΡΕΥ ΕΤΑ Ι Η ΣΤΆΘΜΕΥΣΗ – ΠΙΑΤΣΑ ΤΑΞΙ είχε εξαφανιστεί από την άσφαλτο, που τώρα ήτανε γεμάτη ρωγμές και λακκούβες. Μπορούσε ακόμα να διαβάσει τις λέξεις ΓΟΥΑΪΟΜΙΝΓΚ κι Η
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
 στο πλάι του κτιρίου, αλλά τώρα οι λέξεις ήταν φιiντάσματα. Σαν εμάς, σκέφτηκε.
“Εμπρός”, είπε η Γουίλα -η Γουίλα που είχε τις δικές της ιδέες για τα πράγματα, η Γουίλα που έβλεπε αυτό που ήταν μπρος στα μάτια της και που ήθελε να το δεις κι εσύ, ακόμα και όταν το να βλέπεις ήταν βασανιστικό. “Αυτή είναι η τελευταία σου δοκιμασία. Διάβασε εκείνες τις δυο γραμμές στο κάτω μέρος και ύστερα μπορούμε να προχωρήσουμε”.
—–Ο Ντέιβιντ αναστέναξε.
“Γράφει: ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ ΕΧΕΙ ΚΡΙΘΕΙ Α ΚΑΤΆΛΛΗΛΟ ΓΙΑ ΟΠΟΙΑ ΔΉΠΟΤΕ ΧΡΗΣΗ. Και στη συνέχεια:Η ΚΑΤΕΔΆΦΙΣΗ ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2007“.
“Παίρνεις άριστα. Τώρα, ας πάμε να δούμε μήπως κάποιος άλλος θέλει να έρθει στη πόλη και ν’ ακούσει τους Ντιρέιλερς Θα πω στον Πάλμερ να δει τη καλή πλευρά -δεν μπορούμε να αγοράσουμε τσιγάρα, αλλά οι άνθρωποι όπως εμείς δε χρειάζεται να πληρώνουν είσοδσ”.
—–Μόνο που κανένας δεν ήθελε να πάει στη πόλη.
“Τι πάει να πει, είμαστε νεκροί; Γιατί θέλει να λέει κάτι τόσο φρικτό”, ρώτησε τον Ντέιβιντ η Ρουθ Λάντερ, κι εκείνο που τον σκότωσε (τρόπος του λέγειν) δεν ήταν η μομφή στη φωνή της, αλλά το βλέμμα στα μάτια της πριν κολλήσει το πρόσωπό της στον ώμο του κοτλέ μπουφάν του Χένρι. Γιατί κι αυτή ήξερε.
“Ρουθ”, είπε, “δε σου το λέω αυτό για να σε αναστατώσω … “
“Τότε πάψε!” κραύγασε εκείνη, με πνιγμένη φωνή.
—–Ο Ντέιβιντ είδε ότι όλοι τους εκτός από την Έλεν Πάλμερ τον κοιτούσαν με θυμό και εχθρότητα. Η Έλεν κουνούσε το κεφάλι και μουρμούριζε, ανάμεσα στο σύζυγό της και στη Ράινχαρτ, που το μικρό της όνομα ήταν πιθανώς Σάλι. Στέκονταν κάτω από τους λαμπτήρες φθορισμού σε μικρές ομάδες … μόνο που, όταν μισόκλεινε τα μάτια, οι λαμπτήρες εξαφανίζονταν. Τότε οι ξεχασμένοι επιβάτες γίνονταν απλώς θαμπές σιλουέτες που έστεκαν μέσα στο θρυμματισμένο φεγγαρόφωτο που κατάφερνε να μπαίνει από τα κλεισμένα με σανίδες παράθυρα. Οι Λάντερ δεν κάθονταν σε παγκάκι· κάθονταν στο σκονισμένο πάτωμα, δίπλα σ’ ένα μικρό σωρό από πεταμένα φιαλίδια κρακ -ναι, απ’ ό,τι φαινόταν, το κρακ είχε καταφέρει να φτάσει ακόμα κι εδώ, στην επικράτεια του Τζον Φορντ κι υπήρχε ένας ξεθωριασμένος κύκλος στον έναν τοίχο, όχι μακρυά από τη γωνιά που ήταν κουλουριασμένη μουρμουρίζοντας ηΈλεν Πάλμερ. Ύστερα ο Ντέιβιντ μισόκλεισε πάλι τα μάτια και οι λαμπτήρες φθορισμού επέστρεψαν. Το ίδιο και το μεγάλο ρολόι, κρύβοντας εκείνο τον ξεθωριασμένο κύκλο. Ο Χένρι Λάντερ είπε:
“Νομίζω ότι είναι καλύτερα να πηγαίνετε τώρα, Ντέιβιντ”.
“Άκουσε ένα λεπτό, Χένρι”, είπε η Γουίλα.
—–Ο Χένρι έστρεψε το βλέμμα του σ’ αυτήν και ο Ντέιβιντ δε δυσκολεύτηκε να διαβάσει την απέχθεια μέσα του. Η όποια συμπάθεια ένιωθε κάποτε ο Χένρι για τη Γουίλα Στούαρτ είχε τώρα εξαφανιστεί.
“Δε θέλω ν’ ακούσω” είπε ο Χένρι. “Ταράζεις τη γυναίκα μου”.
“Ναι”, είπε ένας χοντρός νεαρός με καπελάκι των Σιάτλ Μάρινερς.Ο’Κέιζι, έτσι νόμιζε ο Ντέιβιντ ότι τον έλεγαν. Κάτι ιρλανδικό με μια απόστροφο μέσα του, τέλος πάντων.
“Κάνε μόκο,κοριτσάκι!”
—–Η Γουίλα έσκυψε προς τον Χένρι κι εκείνος τραβήχτηκε λίγο πίσω, θαρρείς και το χνότο της βρομούσε.
“0 μόνος λόγος ποι; άφησα τον Ντέιβιντ να με σύρει πάλι εδώ είναι επειδή αυτό το μέρος θα κατεδαφιστεί! Ξέρεις τι είναι η μπάλα κατεδάφισης, Χένρι; Σίγουρα έχεις αρκετό μυαλό μες στο κεφάλι σου για να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό”.
“Κάν’ τη να πάψει!” φώναξε η Ρουθ, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
—–Η Γουίλα έσκυψε ακόμα πιο κοντά, με μάτια που άστραφταν πάνω στο στενό, όμορφο πρόσωπό της.
“Κι όταν φύγει η μπάλα κατεδάφισης και τα φορτηγά πάρουν μακριά τα συντρίμμια στα οποία θα έχει μετατραπεί αυτός ο σιδηροδρομικός σταθμός -αυτός ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός-, πού θα βρεθείτε εσείς”;
“Άσε μας ήσυχους, σε παρακαλώ”, είπε ο Χένρι.
“Χένρι, δεν ωφελεί να αρνείσαι την πραγματικότητα, όσο οδυνηρή κι είναι…”
—–Η Ούρσουλα Ντέιβις, που είχε αντιπαθήσει τη Γουίλα από τη πρώτη στιγμή, πλησίασε, με το πιγούνι προτεταμένο.
“Άντε και γαμήσου επιτέλους, σπασαρχίδι”..
—–Η Γουίλα έκανε μεταβολή.
“Δεν το καταλαβαίνει κανείς σας; Εiστε νεκροί, είμαστε όλοι μας νεκροί, κι όσο περισσότερο μένετε σ’ ένα μέρος, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να πάτε οπουδήποτε αλλού!”
“‘Έχει δίκιω>, είπε ο Ντέιβιντ.
“Ναι, κι αν έλεγε ότι το φεγγάρι είναι τυρί, εσύ θα συμπλήρωνες ότι είναι προβολόνε!” είπε η Ούρσουλα. Ήτανε ψηλή, ψυχρά όμορφη γυναίκα γύρω στα σαράντα. “Συγνώμη για την έκφραση, αλλά σε σέρνει απ’ το μουνί της τόσο, που παύει να ‘ναι αστείο”.
—–Ο Ντάντλι γέλασε πάλι μ’ εκείνο το τρομακτικό γκάρισμα κι η Ράινχαρτ άρχισε να κλαψουρίζει.
“Αναστατώνετε τους επιβάτες, εσάς τους δύο λέω”.
—–Αυτός ήταν ο Ράτνερ, ο μικροκαμωμένος ελεγκτής του τρένου με την απολογητική έκφραση. Σπάνια άνοιγε το στόμα του. Ο Ντέιβιντ μισόκλεισε τα μάτια, για μια στιγμή ο σταθμός σκοτείνιασε κι έμεινε να φωτίζεται πάλι μόνο από το φεγγαρόφωτο κι είδε ότι το μισό κεφάλι του Ράτνερ έλειπε. Όσο από το πρόσωπό του απέμενε ήταν απανθρακωμένο.
“Θα κατεδαφίσουν αυτό το μέρος και δε θα έχετε να πάτε πουiενά”. φώναξε η Γουίλα. “Πουθενά … γαμώτο”! Σκούπισε τα θυιιωμένα δάκρυα από τα μάγουλά της με τις δυο της γροθιές. “Γιατί δεν έρχεστε στη πόλη μαζί μας; Θα σας δείξουμε το δρόμο. Εκεί τουλάχιστον υπάρχουν άνθρωποι … και φώτα … και μουσική”.
“Μαμά, εγώ θέλω ν’ ακούσω λίγη μουσική”, είπε η Πάμι Ίντρισον.
“Σιωπή”, είπε η μητέρα της
“Αν ήμασταν νεκροί, θα το ξέραμε”, είπε ο Μπίγκερς.
“Τώρα σε στρίμωξε, γιε μου”, εiπε ο Ντάντλι κι έκλεισε το μάτι στον Ντέιβιντ. “Τι μας συνέβη; Πώς πεθάναμε;”
“Δε … δεν ξέρω”, είπε ο Ντέιβιντ. Κοίταξε τη Γουίλα. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι της.
“Βλέπετε;” είπε ο Ράτνερ.
“Το τρένο εκτροχιάστηκε. Συμβαίνει … ” εντάξει, πήγαινα να πω “συνέχεια”, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, ούτε καν
εδώ, όπου το σιδηροδρομικό σύστημα χρειάζεται πολλές βελτιώσεις, “παρ’ όλα αυτά συμβαίνει κάθε τόσο, σε
κάποια διακλάδωση … “
“Πήραμε κουτρουβάλα”, είπε η Πάμι Άντρισον.
—–Ο Ντέιβιντ τη κοίταξε, τη κοίταξε πραγματικά και για μια στιγμή είδε ένα πτώμα, καμένο και χωρίς μαλλιά, ντυμένο μ’ ένα μισοσαπισμένο, κουρελιασμένο φόρεμα.
“Πέφταμε και πέφταμε και πέφταμε. Ύστερα … “
—–Έκανε ένα κροταλιστό μουγκρητό μες στο λαρύγγι της, ένωσε τα μικρά, μουντζουρωμένα χεράκια της και τα άνοιξε απότομα: η χειρονομία που στη νοηματική γλώσσα κάθε παιδιού δηλώνει την έκρηξη. Φαινόταν έτοιμη να πει κάτι ακόμη, αλλά, πριν προλάβει, η μητέρα της της άστραψε ξαφνικά ένα χαστούκι, αρκετά δυνατό ώστε τα
δόντια της να αποκαλυφθούν σ’ ένα στιγμιαίο μορφοσμό και λίγο σάλιο να πεταχτεί από τη γωνία του στόματός της. Η Πάμι σήκωσε το βλέμμα για μια στιγμή, εμβρόντητη, σαν να δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που είχε γίνει κι ύστερα ξέσπασε σ’ ένα στριγκό, μονότονο κλάμα, ακόμα πιο αφόρητο από το τραγουδάκι της όταν έπαιζε κουτσό.
“Τι έχουμε πει για τα ψέματα, Πάμελα;” ούρλιαξε η Τζόρτζια  Άντρισον, γραπώνοντας το παιδί απ’ το μπράτσο. Τα δάχτυλά της σφίξανε τη σάρκα τόσο, που σχεδόν χάθηκαν μέσα της.
“Δε λέει ψέματα!” είπε η Γουίλα. “Το τρένο έφυγε απ’ τις ράγες κι έπεσε στο φαράγγι. Τώρα το θυμάμαι, και το θυμάστε: κι εσείς! Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι; Είναι γραμμένο στα πρόσωπά σας! Φαίνεται στα πρόσωπά σας, γαμώτο!”
—–Χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος της, η Τζόρτζια Άντρισον σήκωσε στη Γουίλα το μεσαίο δάχτυλο του ενός χεριού της. Το άλλο της χέρι ταρακουνούσε πέρα δώθε την Πάμι. Ο Ντέιβιντ έβλεπε ένα παιδί να τινάζεται προς τη μια μεριά, ένα καρβουνιασμένο πτώμα να επιστρέφει προς την άλλη. Τι είχε πάρει φωτιά; Τώρα θυμότανε τη πτώση
 αλλά τι είχε πάρει φωτιά; Δε θυμόταν, ίσως επειδή δεν ήθελε να θυμηθεί.
“Τι έχουμε πει για τα ψέματα;” φώναξε η Τζόρτζια Άντρισον.
“‘Οτι είναι κακό πράγμα, μαμά!” κλαψούρισε το παιδί.
—–Η γυναίκα έσυρε το παιδάκι προς το σκοτάδι τραβολογώντας το, ενώ εκείνο συνέχιζε να σκούζει μονότονα. Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής -όλοι τους άκουγαν τη Πάμι να σέρνεται στην εξορία- και ύστερα η Γουίλα στράφηκε στον Ντέιβιντ.
“Σου αρκεί αυτό;”
“Ναι”, είπε εκείνος. “Πάμε”.
“Ώρα σας καλή κι ο κώλος σας γυαλί!” φώναξε μες στη τρελλή χαρά ο Μπίγκερς κι ο Ντάντλι γέλασε πάλι σαν να του καθάριζαν αυγά.
—–Ο Ντέιβιντ άφησε τη Γουίλα να τον οδηγήσει προς τη δίφυλλη πόρτα, όπου ο Φιλ στεκόταν με τη πλάτη του ακουμπισμένη από τη μέσα μεριά του κουφώματος, με τα μπράτσα ακόμα σταυρωμένα στο στέρνο του. Ξαφνικά ο Ντέιβιντ ξέφυγε από το χέρι της Γουίλα και πλησίασε την Έλεν Πάλμερ, που καθότανε στη γωνιά και κουνιότανε
μπρος-πίσω. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τονε κοίταξε με σκοτεινά, σαστισμένα μάτια.
“‘Έχουμε ψάρι για δείπνο”, είπε σχεδόν ψιθυριστά.
“‘Οσο γι’ αυτό, δεν ξέρω”, είπε εκείνος, “αλλά είχες δίκιο για τη μυρωδιά αυτού του μέρους. Πολυκαιρισμένα βρομοκράκερ”.
—–Κοίταξε πίσω του κι είδε τους υπόλοιπους να τον καρφώνουν με το βλέμμα και τη Γουίλα μες στο χλομό φεγγαρόφωτο, που θα μπορούσε να είναι φως από λαμπτήρες φθορισμού αν το ήθελες τιάρα πολύ.
“Είναι η μυρωδιά που αποκτά ένα μέρος όταν μένει κλειστό για πολύ καιρό, υποθέτω”, είπε.
“Καλύτερα να στρίβεις, ξάδερφε”, είπε ο Φιλ Πάλμερ. “Κανείς δε θέλει ν’ αγοράσει αυτά που πουλάς”.
“Λες και δεν το ξέρω . .. ” είπε ο Ντέιβιντ κι ακολούθησε τη Γουίλα στο φεγγαρόλουστο σκοτάδι. Πίσω του, σα μελαγχολικό ψlθυρο του αγέρα, άκουσε την Έλεν Πάλμερ να λέει:
“Πρώτα το ‘να κι ύστερα τ’ άλλο”.

—–Ο δρόμος της επιστροφής στο 26 ανέβασε τα χιλιόμετρα που είχανε κάνει εκείνη τη νύχτα σε δεκαπέντε, αλλά ο Ντέιβιντ δεν ένιωθε καθόλου κουρασμένος. Υ πέθετε ότι τα φαντάσματα δε κυυράζονταν, όπως και δεν πεινούσαν ούτε διψούσαν. Εξάλλου, Τώρα ήταν μια άλλη νύχτα. Τώρα το φεγγάρι ήταν γεμάτο, έλαμπε σαν ασημένιο δολάριο ψηλά στον ουρανό και το μπροστινό πάρκινγκ του 26 ήταν άδειο. Στο πλαϊνό χαλικόστρωτο πάρκινγκ μερικές νταλίκες στέκανε σιωπηλές και μια γουργούριζε νυσταγμένα με τα χαμηλά της φώτα ανοιχτά. Η πινακίδα στη μαρκίζα αυτή τη φορά έγραφε:

ΚΟΝΤΑ ΜΑ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ. ΦΕΡΤΕ ΤΗ ΚΥΡΑ ΣΑΣ ΞΟΔΕΨΤΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΣΑΣ.

“Χαριτωμένο”, είπε η Γουίλα. “Θα με φέρεις, Λυκοσκιάχτη, αν είμαι η κυρά σου;”
“Είσαι και θα σε φέρω”, είπε ο Ντέιβιντ. “Το ερώτημα είναι, rι κάνουμε τώρα; Γιατί το μαγαζί είναι κλειστό”.
“Θα μπούμε όπως και να ‘χει, φυσικά”, είπε κείνη.
“Θα είναι κλειδωμένα”.
“Όχι αν δε θέλουμε να είναι. Αντίληψη, θυμάσαι; Αντίληψη και προσδοκία”.
—–Θυμήθηκε, κι όταν δοκίμασε τη πόρτα, εκείνη άνοιξε. Οι μυρωδιές του μπαρ ήταν ακόμα εκεί, τώρα ανακατεμένες με την ευχάριστη οσμή κάποιου καθαριστικού με άρωμα πεύκο. Η σκηνή ήιταν άδεια και τα σκαμπό βαλμένα ανάποδα πάνω στη μπάρα, Αλλά το αντίγραφο της οροσειράς του Γουίντ Ρίβερ από νέον ήταν ακόμη αναμμένο, είτε επειδή το είχε αφήσει έτσι η διεύθυνση μετά το κλείσιμο είτε επειδή έτσι το ‘θελαν αυτός κι η Γουίλα. Το τελευταίο έμοιαζε και πιο πιθανό. Η πίστα του χορού φάνταζε πολύ μεγάλη τώρα που ήταν άδεια, πόσο μάλλον με τον καθρέφτη που κάλυπτε τον τοίχο να τη διπλασιάζει. Τα βουνά με νέον έλαμπαν ανάποδα μες στ’ αστραφτερά του βάθη. Η Γουίλα ανάσανε βαθιά.
“Μυρίζω μπίρα και άρωμα”, είπε. “Μια δυνατή μυρωδιά. Είναι πανέμορφα”
“Εσύ είσαι πανέμορφη”, είπε αυτός.
—–Στράφηκε προς το μέρος του.
“Τότε φίλησέ με, καουμπόη” .
—–Τη φίλησε εκεί, στην άκρη της πίστας, και, κρίνοντας απ’ αυτό που ένιωσε, ο έρωτας δεν αποκλειότανε. Καθόλου. Εκείνη φίλησε και τις δυο γωνίες του στόματός του κι ύστερα τραβήχτηκε.
“Δε βάζεις ένα εικοσιπενταράκι στο τζουκμπόξ; Θέλω να χορέψω”.
—–Ο Ντέιβιντ πήγε στο τζουκμπόξ στο τέρμα της μπάρας, έριξε ένα κέρμα των είκοσι πέντε σεντς και διάλεξε το D 19 Wasted Days and Wasted Nights, στην εκδοχή του Φρέντι Φέντερ. Έξω στο πάρκινγκ, ο Τσέστερ Ντόσον, που ‘χε αποφασίσει να σταματήσει για λίγες ώρες εκεί πριν συνεχίσει το ταξίδι του για το Σιάτλ μεταφέροντας μια παρτίδα ηλεκτρονικές συσκευές, σήκωσε το κεφάλι νομίζοντας ότι είχε ακούσει μουσική, αποφάσισε ότι ήταν μέρος του ονείρου που έβλεπε και το ξανάριξε στον ύπνο.

—–Ο Ντέιβιντ και η Γουίλα κινούνταν αργά ότην άδεια πίστα, ενώ ο καθρέφτης μερικές φορές αντανακλούσε τα είδωλά τους κι άλλες όχι.
“Γουίλα … “
“Μη μιλάς για λίγο, Ντέιβιντ. Το μωρό σου θέλει να χορέψει”.
—–Ο Ντέιβιντ σώπασε. Έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της κι άφησε τη μουσική να τον παρασύρει. Σκέφτηκε ότι τώρα πια θα μεναν εδώ κι ότι πού και πού κάποιοι θα τους έβλεπαν. Το 26 μπορεί μέχρι και ν’ αποκτούσε τη φήμη ότι ήτανε στοιχειωμένο, αλλά ίσως κι όχι· οι άνθρωποι δε σκέφτονταν και πολύ τα φαντάσματα όταν έπιναν, εκτός κι αν έπιναν μόνοι.
—–Κάποιες φορές, λίγο πριν το κλείσιμο, ο μπάρμαν κι η τελευταία σερβιτόρα (η πιο παλιά, κείνη που ήταν υπεύθυνη για το μοίρασμα των φιλοδωρημάτων) ίσως να είχαν τη δυσάρεστη αίσθηση ότι κάποιος τους παρακολουθούσε. Κάποιες φορές θ’ άκουγαν μουσική ακόμα κι αφού η μουσική θα ‘χε σταματήσει ή θα πιάνανε φευγαλέα κίνηση στον καθρέφτη δίπλα στη πίστα ή σ’ εκείνον πίσω απ’ τα τραπέζια. Συνήθως μόνο με την άκρη του ματιού. Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να είχανε καταλήξει σε καλύτερα μέρη, αλλά, σε γενικές γραμμές, το 26 δεν ήτανε κι άσχημο. Μέχρι το κλείσιμο είχε κόσμο. Και θα υπήρχε πάντα μουσική .
—–Αναρωτήθηκε βέβαια τι θ’ απογίνονταν οι άλλοι όταν η μπάλα κατεδάφισης θα γκρέμιζε την ψευδαίσθησή τους -όπως σίγουρα θα γινόταν. Σύντομα. Φαντάστηκε τον Φιλ Πάλμερ να προσπαθεί να προστατέψει την αλλόφρονα σύζυγό του απ’ τα συντρίμμια
που θα πέφτανε και που δε θα μπορούσαν να τη βλάψουν, γιατί, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, δεν υπήρχε καν. Φαντάστηκε τη Πάμι Άντρισον να ζαρώνει στην αγκαλιά της πανικόβλητης μητέρας της. Τον Ράτνερ, το γλυκομίλητο ελεγκτή, να λέει, “Απλώς διατηρήστε την ψυχραιμία σας, παιδιά”, με φωνή που δε θα μπορούσε ν’ ακουστεί μέσα στο μουγκρητό των μεγάλων κίτρινων μηχανών. Φαντάστηκε τον πλασιέ βιβλίων, τον Μπίγκερς, να προσπαθεί να τρέχει για να σωθεί, τρεκλίζοντας με το σακάτικο πόδι του και τελικά πέφτοντας, ενώ η μπάλα κατεδάφισης θα χτυπούσε αλύπητα τους τοίχους κι οι μπουλντόζες θα βρυχιόνταν και θα κομμάτιαζαν τα πάντα, και ο κόσμος γύρω του θα κατέρρεε.
—–Του ήτανε πιο ευχάριστο να σκέφτεται ότι το τρένο τους θα έφτανε πριν έρθει αυτή τη στιγμή -ότι η κοινή προσδοκία τους θα το έκανε να ‘ρθει-, αλλά δεν το πίστευε πραγματικά. Μέχρι που εξέτασε και το ενδεχόμενο το σοκ να τους αφανίσει κι απλώς να
σβήσουνε σα φλόγες κεριών σε δυνατή ριπή ανέμου, αλλά ούτε αυτό το πίστευε. Ήτανε σαν να τους έβλεπε, αφ’ ότου οι μπουλντόζες, τ’ ανατρεπόμενα φορτηγά κι οι εκσκαφείς θα ‘χανε φύγει, να στέκουνε πλάι στις γεμάτες σκουριά αχρηστευμένες ράγες μες στο φεγγαρόφωτο, ενώ ο άνεμος θα φυσούσε από τους λόφους στα ριζά των βουνών, ουρλιάζοντας γύρω από κείνο τον άσπρο βράχο σαν τραπέζι και δέρνοντας τις αφάνες.
—–Μπορούσε να τους δει, αγκαλιασμένους όλους μαζί κάτω από τα δισεκατομμύρια άστρα που φώτιζαν τη νύχτα εδώ στα ορεινά, να περιμένουν ακόμα το τρένο τους.

“Κρυώνεις;” τον ρώτησε η Γουίλα.
“Όχι .. . γιατί;”
“Αναρίγησες”.
“‘Ισως να πέρασε ένα φάντασμα”, είπε αυτός.
—–Έκλεισε τα μάτια του και χόρεψαν μαζί στην άδεια πίστα…
—–Κάπου κάπου, τα είδωλά τους φαίνονταν στον καθρέφτη, κι όταν χάνονταν υπήρχε μόνο ένα τραγούδι κάντρι που έπαιζε σε μια άδεια αίθουσα, φωτισμένη από μια οροσειρά από νέον…

——————————————-Τ Ε Λ Ο Σ

Stephen KingΙστορίες Μετά Το Ηλιοβασίλεμα

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *