Grass Günter: Δυνατή Καθάρια Φωνή

Βιογραφικό

     Ο Γκύντερ Γκρας (Günter Grass) ήταν ένας από τους σημαντικώτερους μεταπολεμικούς Γερμανούς συγγραφείς και πασίγνωστος για τις μαχητικές, αριστερές θέσεις του, βραβεύτηκε το 1999 με Νόμπελ Λογοτεχνίας για το πεζογραφικό του έργο και κυρίως για το 1ο μυθιστόρημά του, το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο (1959), -έτσι έγινε ο 7ος Γερμανός νομπελίστας κι ίσως ο γνωστότερος στη χώρα μας Γερμανός λογοτέχνης των τελευταίων 10ετιών. Εκτός από τα μυθιστορήματα που τονε κάνανε έγινε γνωστό σ’ ολόκληρο τον κόσμο, έγραψε θεατρικά κι ασχολήθηκε με τη ποίηση. Έχουν ακολουθήσει και πολλά άλλα, μα κανένα δε ξεπέρασε το πρωτόλειο κείνο με τον μοναδικό ρυθμό και την ιδιότυπη φαντασία. Πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι το εκρηκτικό ταλέντο του αναδεικνύεται καλλίτερα στις μικρότερες φόρμες, τα σύντομα πεζά και τα ποιήματα. Πράγματι οι 3 ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε στη 1η φάση της δημιουργίας του, Ανεμοπούλια (1956), Η Στάση (Gleisdreieck1960) κι Επίμονες Ερωτήσεις (1967) προκάλεσαν αίσθηση. Σε αντίθεση με τη στοχαστικότητα και κοσμιότητα της 1ης μεταπολεμικής ποίησης, ο Γκρας με τους στίχους του φωνασκεί, χειρονομεί, χλευάζει. Συγχρόνως είχεν έντονη ανάμειξη στη πολιτική ζωή της Γερμανίας, προσκείμενος στην Αριστερά. Νυμφεύθηκε δις, το 1954 και το 1979, απέκτησε .6 παιδιά από 4 διαφορετικές συντρόφους κι ήτανε μανιώδης καπνιστής.



     Γεννήθηκε στις 16 Οκτώβρη 1927 στο Ντάντσιχ, (σημ. Γκντανσκ, Πολωνία), από Γερμανό προτεστάντη πατέρα και καθολική μητέρα που προερχόταν από μια σλαβική μειονότητα της Πρωσίας κι ανατράφηκε σαν καθολικός. Έζησε την… υποδειγματική γερμανική νεότητα της γενιάς του και στα 11 εντάχθηκε στη χιτλερική νεολαία. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς, στα 15, να καταταγεί στα γερμανικά υποβρύχια, για να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον του, -όπως υποστήριξεν ο ίδιος, σε συνέντευξη το 2006, εντάχθηκε 1α στο Reichsarbeitdienst και το 1944 στα Waffen-SS (ένοπλος κλάδος των SS). Ως μέλος των, συμμετείχε στις επιχειρήσεις της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων SS “Frundsberg” από το Φλεβάρη του 1945 μέχρι τον Απρίλη του ίδιου έτους, οπότε τραυματίστηκε, συνελήφθη από τους Αμερικανούς και στάλθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, λίγο πριν τη πτώση του Γ’ Ράιχ. Απελευθερώθηκε το 1946.
     Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε για τα προς το ζην ως αγρότης κι ανθρακωρύχος, σπουδάζοντας παράλληλα καλές τέχνες. Φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντύσσελντορφ και στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Βερολίνου, όπου σπούδασε γλυπτική και γραφιστική κι έζησε λίγα χρόνια στο Παρίσι, ερχόμενος σε επαφή με λογοτεχνικούς κύκλους. Η ζωή του τα επόμενα χρόνια ήτανε μποέμικη, παρακολούθησε μαθήματα πλαστικών τεχνών, γλυπτικής και ζωγραφικής κι έκανε τις 1ες του απόπειρες να γράψει ποίηση. Από τα μέσα της 10ετίας του ’50 ξεκινά και το λογοτεχνικό του έργο, που θα τονε κάνει παγκοσμίως γνωστό. Το 1956  έκανε τη 1η λογοτεχνική εμφάνιση με συλλογή ποιημάτων. Μετά τον πόλεμο επίσης, δραστηριοποιήθηκε στο πλαίσιο της “Ομάδας 47” -μαζί με τον Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, τον Μάρτιν Βάλζερ, τον Ζίγκφριντ Λεντς, την Ίνγκεμπορ Μπάχμαν, κ.ά.-ομάδα διανοούμενων που κοινό χαρακτηριστικό τους ήτανε το πρόβλημα της συλλογικής συνείδησης στη μεταναζιστική Γερμανία. Πολυσύνθετο ταλέντο, ασχολήθηκε με τη γλυπτική και τη γραφιστική, προτού κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1956, τυπώνοντας ο ίδιος τη παρθενική του ποιητική συλλογή. Από το 1983 έως το 1986 διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου.


                                 Εδώ με το Βιλι Μπράντ (δεξιά)

     Για πάνω από μισό αιώνα αποτελεί ένα είδος ηθικής συνείδησης της Γερμανίας, καθώς με το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και τις δημόσιες παρεμβάσεις του προσπάθησε να εμποδίσει τον εφησυχασμό των συμπατριωτών του που μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ. θέλαν να κλείσουνε τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, ξεχνώντας τα ναζιστικά εγκλήματα. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το Ταμπούρλο του που εκδόθηκε το 1959 κι έγινε ταινία 20 έτη μετά. Ακολούθησαν το 1961 το Γάτα & Ποντίκι και το 1963 το Σκυλίσια Χρόνια που μαζί με το ταμπούρλο αποτελούνε τη 3λογία Του Ντάντσιχ. Άλλα γνωστά του έργα, που μεταφράστηκαν και στα ελληνικά, όπως κι η 3λογία, είναι: Η Πρόβα Της Εξέγερσης Των Πληβείων (1966), Ο Μπουτ Το Ψάρι (1977) (θα φιλοξενηθεί εδώ με απόσπασμα -εκπληκτικό βιβλίο), Δυσοίωνα Κοάσματα (1992), Γράφοντας Μετά Το Άουσβιτς (1993), Ένα Ευρύ Πεδίο (1995), Ο Αιώνας Μου (1999) και Σαν Τον Κάβουρα (2002).
    Αφότου εκδόθηκε το Ταμπούρλο, ο Γκρας, ο μανιώδης καπνιστής πίπας με το παχύ μουστάκι, δεν σταμάτησε ποτέ να φέρνει τη χώρα του σε αντιπαράθεση με το ναζιστικό παρελθόν της. Βαθύτατα πολιτικοποιημένος, ο Γκρας αναμίχθηκε έντονα στη γερμανική πολιτική τη 10ετία του ’60 υπό τη σημαία των σοσιαλδημοκρατών του Βίλι Μπραντ. Από τότε έχει δημοσιεύσει πολλά δοκίμια και λόγους, ονειρευόμενος μία Γερμανία χωρίς φανατισμούς και ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Αντιτάχθηκε σθεναρά στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία το 1999, όπως και στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Στην Ελλάδα έγινε αρκετά γνωστός, καθώς πολλά έργα του βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ενώ άρθρα με την υπογραφή του βρίσκονται συχνά στις στήλες των ελληνικών εφημερίδων. Την ίδια χρονιά με το Νόμπελ (1999) κυκλοφορεί το δοκίμιο Ο Αιώνας Μου, μια ματιά στην ιστορία του 20ού αι. που φεύγει και το 2002 το μυθιστόρημά του Σαν Τον Κάβουρα, που θίγει ένα θέμα ταμπού για τους Γερμανούς: Τη βύθιση από ρωσικό υποβρύχιο του μεταγωγικού Βίλχελμ Γκούστλοφ, που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες πίσω στη πατρίδα, στη διάρκεια του Πολέμου.



     Αν και δεν έγινε μέλος του Σοσιαλοδημοκρατικού Κόμματος, τάχθηκε υπέρ της σοσιαλοδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι μόνο με μεταρρυθμίσεις κι όχι με επαναστατική ανατροπή είναι δυνατή η οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Έτσι, υποστήριξε τη κυβέρνηση του Βίλι Μπραντ, ασκώντας της, όμως, έντονη κριτική. Μετά τη πτώση του Τείχους του Βερολίνου τάχθηκε ενάντια στην ένωση των 2 Γερμανιών και πρότεινε, για τουλάχιστον μια 7ετία, μια Συνομοσπονδία των 2 Γερμανικών κρατών, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να αποκτήσει τη μορφή μιας ένωσης Γερμανικών κρατών. Υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των τσιγγάνων, υποστηρίζοντας την ανάγκη χορήγησης σε αυτούς ευρωπαϊκού διαβατηρίου, που θα τους επιτρέπει τη διαμονή σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος. Ίδρυσε στη Ρουμανία ίδρυμα για τους Ρομά, με την ονομασία Εταιρία για τους απειλούμενους λαούς, που κάθε χρόνο βραβεύει όσους προσπαθούν να βελτιώσουν τη ζωή των τσιγγάνων. Για τον Γκύντερ Γκρας οι Τσιγγάνοι είναι αυτό που καμωνόμαστε ό,τι είμαστε εμείς: εκ γενετής γνήσιοι Ευρωπαίοι. Τα τελευταία χρόνια είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ του “κοκκινοπράσινου” συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών του καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ με τους Πράσινους ενώ είχε επικρίνει σφοδρά και τη “σταυροφορία” τους προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους στο Ιράκ.
     Στις 12 Αυγούστου 2006, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, που ήταν αφιερωμένη στο νέο και αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ξεφλουδίζοντας Το Κρεμμύδι, ο Γκρας αποκάλυψε πως στα 17, υπηρέτησε για διάστημα μικρότερο των 2 μηνών στα Waffen-SS. Μέχρι τότε ήταν γνωστό ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε υπηρετήσει στην αντιαεροπορική άμυνα. Πάντως διευκρίνισε ότι στο διάστημα αυτό δε συμμετείχε σε καμμία εγκληματική δράση και δεν έριξε ούτε σφαίρα. Η αποκάλυψη αυτή για το παρελθόν του προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ιστορικών και δημοσιογράφων.


                         Ο τόπος διαμονής του σαν παιδί

     Ο άνθρωπος που πλάγιαζε επί χρόνια μ’ ένα μυστικό, ο πληθωρικός σύζυγος 2 γυναικών και πατέρας 6 παιδιών από 4 διαφορετικές συντρόφους, ο φανατικός καπνιστής και ποδοσφαιρόφιλος, ο μεγάλος συγγραφέας Γκύντερ Γκρας πέθανε τη Δευτέρα 13 Απρίλη 2015, στα 87 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του μια σημαντική λογοτεχνική παρακαταθήκη. Με τον θάνατό του σε κλινική της Λίμπεκ, μιας μεσαιωνικής πόλης 200.000 κατοίκων στη Βαλτική, αλλά και γενέτειρας ενός άλλου λογοτεχνικού γίγαντα, εν προκειμένω του Τόμας Μαν, έκλεισε ένας σημαντικός κύκλος της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας. Η Λίμπεκ είναι πλέον τόπος γέννησης και τόπος θανάτου 2 συγγραφέων που σφράγισαν το γερμανικό 20όν αιώνα, του εύπορου αστού Μαν, στον οποίο απονέμεται το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1929 και του φτωχόπαιδου απ’ το Ντάντσιχ που θα φέρει στη χώρα, 70 έτη μετά, το ίδιο ακριβώς τρόπαιο. Στη Λίμπεκ είχεν επιλέξει να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, στη καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων, σημείωσε ότι το Βερολίνο θλίβεται βαθύτατα από την ανακοίνωση αυτής της τραγικής είδησης. Στο λογαριασμό του στο Twitter ο Βρετανός συγγραφέας Σαλμάν Ρούσντι αποχαιρέτισε τον “πραγματικό γίγαντα, πηγή έμπνευσης και φίλο” του. “Το ταμπούρλο παίζει για σένα, μικρέ Όσκαρ”, έγραψε, παραπέμποντας στον ήρωα του Τενεκεδένιου ταμπούρλου.
     Επιλέγοντάς τη ως τόπο θανάτου ο Γκρας μοιάζει να επιστρέφει ουσιαστικά τη σκυτάλη που είχε άτυπα παραλάβει από τον Μαν ήδη με τη κυκλοφορία του Ταμπούρλου, ενός από τα εντυπωσιακώτερα μυθιστορηματικά ντεμπούτα της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Κι αν ο 1ος δικαιούτο να ανακοινώσει με την άφιξή του στην αμερικανική εξορία πως αποτελεί ουσιαστικά την ενσάρκωση της μητέρας πατρίδας (Εκεί που βρίσκομαι εγώ, εκεί είναι η Γερμανία), ο 2ος κατάφερε να κερδίσει επάξια τον τίτλο του πλέον παρεμβατικού συγγραφέα της κατά τις τελευταίες 10ετίες του αιώνα. Παρότι οι εχθροί του εντός κι εκτός δεν ήτανε λίγοι και παρά την απροθυμία του να χαϊδέψει αυτιά πολιτικών και συμπολιτών ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα μιας χώρας που άλλοτε ήθελε να ξεχάσει το παρελθόν της κι άλλοτε να προχωρήσει με κάθε μέσο προς την επανένωση, ο λόγος του γινότανε πάντα σεβαστός και τα κείμενά του αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. “Με ένα και μόνο βιβλίο γέννησε τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία. Χωρίς τις αδιάκοπες παρεμβάσεις του Γκρας η Γερμανία θα ήταν μια άλλη Γερμανία μολονότι ο στοχαστής αυτός κάποιες φορές μας χτυπούσε στα νεύρα“, έγραψε το έγκριτο περιοδικό Ντερ Σπίγκελ!


                            Το Γκντανσκ σε καρτ-ποστάλ του 1900!

     Γιος ενός εμπόρου τροφίμων και μιας θρησκευόμενης μητέρας με καλλιτεχνικές ανησυχίες ο Γκρας μόχθησε για να κατακτήσει την τέχνη του. Χωρίς απολυτήριο Γυμνασίου (λέγεται ότι απ’ όλα τα βραβεία και τα διπλώματα είχε κρεμάσει στο σπίτι του μόνο ένα τιμητικό απολυτήριο που του είχε απονείμει το σχολείο των παιδιών του), χωρίς οικονομική υποστήριξη ή κοινωνικές περγαμηνές ο νεαρός Γκύντερ θα καταφύγει στην αγκαλιά του στρατού για να γλυτώσει από την ασφυξία ενός μικροαστικού περιβάλλοντος και να αποδράσει από μια φαινομενικά ασφαλή ζωή στο μαγαζί του πατέρα. Μετά τον πόλεμο ακολουθεί σπουδές γλυπτικής στο Ντύσελντορφ και στο Βερολίνο, αλλά στρέφεται γρήγορα προς τη λογοτεχνία ολοκληρώνοντας μέσα σε διάστημα 3 ετών το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο, το παρθενικό μυθιστόρημα που θα τονε κάνει παγκοσμίως διάσημο. Ο ανεπανάληπτος θρίαμβός του θα βαραίνει τον συγγραφέα για 10ετίες. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία των επόμενων βιβλίων οι προσπάθειές του να ξεπεράσει λογοτεχνικά το Ταμπούρλο μοιάζουν με αγώνα εκ των προτέρων χαμένο. Η γλώσσα του θα διατηρήσει πάντως τους χυμούς της κι ο ίδιος θα παραμείνει ώς το τέλος ένας ισχυρογνώμων, τολμηρός γραφιάς, ένας βαθιά πολιτικός συγγραφέας που -παρά τη στράτευσή του στο πλευρό του Βίλι Μπραντ και την ενεργή συμμετοχή του στις πολιτικές εξελίξεις- κατάφερε να διαφυλάξει το έργο του από λογοτεχνικές κακοτοπιές ή εύκολες λύσεις προς χάριν άγρας ευκαιριακών αναγνωστών.



     Κορυφαία στιγμή της ύστερης περιόδου ήτανε χωρίς καμμιά αμφιβολία η δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του κι η δημόσια παραδοχή του πως είχε υπηρετήσει στα Waffen-SS. Η εικόνα του αριστερού συγγραφέα που αναγκάζει το συντηρητικό κατεστημένο της 10ετίας του ’50 να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στην Ιστορία, του ανθρώπου που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά μιας χώρας που πασχίζει σιωπηλά να ξεχάσει τις θηριωδίες του πρόσφατου παρελθόντος, αρχίζει να θολώνει. Η ομολογία του έρχεται μάλιστα σε μια περίοδο, κατά την οποία το βιβλίο του Ντάνιελ Γκολντχάγκεν περί του ρόλου των απλών Γερμανών στο Ολοκαύτωμα αλλά και οι Θεωρίες Μνήμης των Γιαν και Αλέιντα Ασμαν έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που οι νεώτεροι Γερμανοί συγγραφείς γράφουνε για το Β’ Παγκ. Πόλ.. Το σοκ είναι μεγάλο μιας κι ένας κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της παλαιότερης γενιάς ανέτρεπε την εικόνα του κι έθετε υπό αίρεση το έργο μιας ολόκληρης ζωής. Προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις ο Γκρας διατυπώνει, οριστικά λυτρωμένος, τη δημόσια ομολογία του αρκούντως διπλωματικά: “Ich habe mich verführen lassen” (αφέθηκα να παρασυρθώ).



    O Γιοακείμ Φεστ (Joachim Fest), συντηρητικός Γερμανός δημοσιογράφος, ιστορικός και βιογράφος του Χίτλερ, δήλωσε στην εφημερίδα Spiegel ότι αυτή η αποκάλυψη ήρθε πολύ αργά κι αναρωτήθηκε πώς ένας άνθρωπος που για 10ετίες αποτελούσε την ηθική συνείδηση της Γερμανίας μπόρεσε να κρύψει μια τέτοια πληροφορία. Ο Rolf Hochhuth, Γερμανός συγγραφέας, ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος καθώς υπερασπίστηκε τον αρνητή του Ολοκαυτώματος David Irving, δήλωσε ότι είναι αηδιαστικό το γεγονός ότι ο Γκρας, ενώ υπήρξε μέλος των Waffen-SS, είχε επικρίνει τον Χέλμουτ Κολ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, για την επίσκεψή τους το 1985 στο στρατιωτικό νεκροταφείο στο Μπίντμπουργκ, καθώς εκεί είναι θαμμένα πολλά μέλη των SS. Για υποκρισία έκανε λόγο ο Γερμανός ιστορικός Michael Wolffsohn ενώ ο Λεχ Βαλέσα αρχικά επέκρινε τον Γκρας, αργότερα όμως άλλαξε θέση. Υπήρξαν όμως και πολλοί συγγραφείς και διανοούμενοι που τονε στήριξαν καθώς η συμμετοχή του στα SS έγινε σε πολύ νεαρή ηλικία και για μικρό χρονικό διάστημα κι ο Γκρας για 10ετίες άσκησε έντονη κριτική στο ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας. Μεταξύ αυτών που τον υπερασπίστηκαν ήταν ο Τζαν Ενρίκο Ρουσκόνι, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο κι οι συγγραφείς Μάριο Βάργκας ΛιόσαΚλαούντιο Μαγκρίς και Τζον Ίρβινγκ.



    Το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο ουσιαστικά είναι το έργο που χάρισε στον Γκύντερ Γκρας, με 40 χρόνια καθυστέρηση, το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τότε το έργο δέχτηκε στη Γερμανία τη σφοδρή επίθεση μεγάλου μέρους κριτικής αλλά και της καθολικής εκκλησίας, που το χαρακτήρισαν βλάσφημο, ανήθικο, εμετικό, πορνό. Αλλά ενώ στη Γερμανία υπήρξε αντικείμενο έντονων αντιδράσεων, στο εξωτερικό ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό κριτικής και κοινού. Πού οφείλονται άραγε οι αντικρουόμενες αυτές αντιδράσεις; Τι είναι αυτό το βιβλίο; Είναι η ιστορία του Όσκαρ Ματσεράτ που, μετά από μια ταραχώδη ζωή, καταλήγει στο ψυχιατρείο κι αποφασίζει με τη βοήθεια του τύμπανού του να ανακαλέσει στη μνήμη τη ζωή του, μια ζωή άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Γερμανίας, στο πρώτο μισό του 20ου αι.. Μέχρι τα 18 του χρόνια, ο Όσκαρ αρνείται να μεγαλώσει, διατηρώντας το ύψος 3χρονου παιδιού, από μίσος στον πατέρα ή μάλλον στους πατέρες του και στο φυσιολογικό κόσμο που τονε περιβάλλει. Η απέχθεια απέναντι στο δαιμονικό, παράφρονα, άθλιο, σκληρό και απάνθρωπο αυτόν κόσμο τρέφει τη παραμόρφωσή του, δίνει μορφή στην οργή του, διαμορφώνει την υαλοκτόνο φωνή του. Ο Όσκαρ -αυτός ο παρανοϊκός νάνος- είναι ένας μοναδικός καθρέφτης της εποχής του ναζισμού και των… απλών ανθρώπων που τον εξέθρεψαν, καθώς και της εποχής του γερμανικού οικονομικού θαύματος.



     Η πολιτική μεταφορά του Γκρας είναι μεγαλειώδης: όπως δεν μεγαλώνει ο Όσκαρ έτσι δεν ενηλικιώνεται κι η κοινωνία στην οποία ζει. Ο συγγραφέας επιχειρεί κι επιτυγχάνει τον ευφυέστερο και δυσκολώτερο συνδυασμό: τη σαρκαστική ανάκληση του παρελθόντος με τη πικρή και μακάβρια ανάγνωση του παρόντος. Γι’ αυτό άλλωστε το βιβλίο δεν μας λέει μόνο τι ήταν η Γερμανία της χιτλερικής εποχής και του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, αλλά συνιστά κι ένα υπερμεγεθυσμένο ηθικό σχόλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της μικροαστικής ηθικής μέσα από την οποία ξεπήδησε το χιτλερικό άγος. Και σαν όλα τα μεγάλα έργα αυτού του είδους, όπως το καλλιέργησαν ο Στερν, ο Ραμπελαί κι ο Τζόναθαν Σουίφτ, προκαλεί σαρκαστικά γέλια και ταυτοχρόνως ξύνει πληγές. Δεν είναι περιττό να πω ότι το χειμαρρώδες αυτό μυθιστόρημα διαβάζεται σχεδόν απνευστί.



     Το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο, είναι το αιρετικό αριστούργημά του, είναι η αλληγορική ιστορία ενηλικίωσης του μικρού Όσκαρ σε έναν κόσμο που τονε καταπίνει το σκοτάδι. ο έργο εκτυλίσσεται την περίοδο της ανόδου του Ναζισμού στην Ευρώπη, και παρακολουθεί τον Όσκαρ που, στα 8α του γενέθλια αποφασίζει να σταματήσει να μεγαλώνει. Σε σώμα 8χρονου παιδιού, παίζει διαρκώς με το ταμπούρλο του, θρυμματίζει γυαλιά με την φωνή του, το σκάει από το σπίτι, χάνει δικούς του ανθρώπους, τρυπώνει σε ένα τσίρκο, συναναστρέφεται νάνους, μουσικούς και κυνηγούς σπουργιτιών, ερωτεύεται και ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Άραγε θα πάρει ποτέ την απόφαση να μεγαλώσει; Άραγε η κοινωνία θα σταματήσει να εθελοτυφλεί και θα αναλάβει τις ευθύνες της; Και τι σημαίνει να είσαι παιδί σε μια κοινωνία που καταρρέει;
     Με αυτό Γκύντερ Γκρας έφτασε σε ένα συνθετικό μεγαλείο που δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει. Μια καταγγελία κατά του πολέμου, της μισαλλοδοξίας, της τάσης του καπιταλισμού ν’ ανθίζει μέσα από τις κρίσεις, αλλά και μια ελεγεία σε ανθρώπινες σχέσεις κι αισθήσεις που χάνονται. Το κεντρικό προσωπείο ο Όσκαρ, νάνος από επιλογή, βαθύτατα αντιφατικό κι ανθρώπινο πρόσωπο μες απ’ τη ψυχρότητα, τη βία και το βλάσφημο των απόψεών του, καταφέρνει να ορίζει το στοιχείο του ανθρώπινου εκ νέου, μιλώντας και σε μια εποχή όπου τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας και του ψηφιακού κόσμου, του σώματος και της μηχανής έχουν εκλείψει προ πολλού. Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1979 από το σκηνοθέτη Φόλκερ Σλέντορφ κι απέσπασε το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών.



     Το 2012 προκάλεσε σάλο όταν δημοσίευσε ποίημα που επέκρινε το Ισραήλ και το κατηγορούσε ότι “απειλούσε την παγκόσμια ειρήνη”. Οι ισραηλινές αρχές αντέδρασαν χαρακτηρίζοντάς τον “ανεπιθύμητο πρόσωπο” στη χώρα. Την ίδια χρονιά, το 2012, ο Γκρας έγραψε άλλο ένα ποίημα που επέκρινε την ευρωπαϊκή πολιτική για τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα. Στο “Όνειδος της Ευρώπης” κατηγορούσε τους Ευρωπαίους γιατί καταδίκαζαν στη φτώχεια την Ελλάδα, τη “χώρα που συνέλαβε την ιδέα” της Ευρώπης. Παραθέτω το ποίημα ολογράφως!

Το Όνειδος της Ευρώπης

Στο χάος κοντά,
γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές·
κι Εσύ μακριά από τη Χώρα,
που Σου χάρισε το λίκνο.

Οσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες
και νόμισες πως βρήκες,
τώρα θα καταλυθούν, και θα εκτιμηθούν
σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.

Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος
και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα·
κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ
που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά.

Καταδικασμένη σε φτώχεια
η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της
κοσμεί Μουσεία:
η λεία που Εσύ φυλάττεις.

Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων
είχαν επιτεθεί στη Χώρα
την ευλογημένη με νησιά,
στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν. (!!!!!)

Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα,
όμως οι πραξικοπηματίες της,
κάποτε, από Εσένα,
ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.

Χώρα χωρίς δικαιώματα,
που η ισχυρογνώμονη εξουσία
ολοένα και περισσότερο
της σφίγγει το ζωνάρι.

Σ’ Εσένα αντιστέκεται
φορώντας μαύρα η Αντιγόνη, (!!!!)
και σ’ όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται
ο λαός, που Εσένα φιλοξένησε.

Ομως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου
οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του
όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού
στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.

Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν
οι εγκάθετοι των Επιτρόπων·
όμως ο Σωκράτης, με οργή
Σου επιστρέφει το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.

Θα καταραστούν εν χορώ,
ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί,
που τον Ολυμπό τους η δική Σου θέληση
ζητάει ν’ απαλλοτριώσει.

Στερημένη από πνεύμα,
Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα,
που το πνεύμα της,
Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε.

Τα Έργα του:

 0. 1957: Hochwasser (Κατακλυσμός), δίπρακτο θεατρικό έργο Danziger Trilogie (Η 3λογία του Ντάντσιχ):

  1. 1959: Die Blechtrommel (Το τενεκεδένιο ταμπούρλο), μυθιστόρημα. Έργο που τιμήθηκε με το βραβείο «du Meilleur Livre Étranger» το 1962 και στο οποίο ουσιαστικά οφείλεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας

  2. 1961: Katz und Maus (Γάτα και ποντίκι), νουβέλα

  3. 1963: Hundejahre (Σκυλίσια χρόνια), μυθιστόρημα

  4. 1966: Die Plebejer proben den Aufstand (Η πρόβα της εξέγερσης των πληβείων), τετράπρακτο θεατρικό έργο

  5. 1977: Der Butt (Ο Μπουτ, το ψάρι), μυθιστόρημα.

  6. 1992: Unkenrufe (Δυσοίωνα κοάσματα), μυθιστόρημα

  7. 1996: Ein weites Feld (Ένα ευρύ πεδίο), μυθιστόρημα

  8. 1999: Mein Jahrhundert (Ο αιώνας μου), μυθιστόρημα

  9.  2006: Beim Häuten der Zwiebel (Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι) , αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα

10. 2008: Die Box (Ιστορίες σκοτεινού θαλάμου), προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις


                                        Ο Τάφος Του

     Γράφοντας μετά το Άουσβιτς: συλλογή από τους λόγους, τα γράμματα και τις ομιλίες του συγγραφέα. Έκδοση από University Studio Press, 2005 σε μετάφραση της Νίκη Eideneier.
     Τέσσερις νομπελίστες ποιητές: συλλογικό έργο, ανθολόγηση ποιημάτων των Νέλλυ Ζαχς (Nelly Sachs), Jaroslav Seifert, Günter Grass, Ελφρίντε Γέλινεκ (Elfriede Jelinek). Ανθολόγηση και μετάφραση Σωτήρης Γυφτάκης για τις εκδ. “Λεξίτυπον”, 2007.

============================

                                 Ξεφλουδίζοντας Το Κρεμμύδι

(απόσπ.)

     Ήδη από τα τελευταία χρόνια του Ελεύθερου Κράτους -ήμουν δέκα- το αγόρι που φέρει το όνομά μου γράφτηκε εντελώς οικειοθελώς στην οργάνωση Παίδων της Χιτλερικής Νεολαίας, στα «Πιτσιρίκια», όπως μας έλεγαν, ή αλλιώς «Λυκόπουλα». Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το δώρο που ζήτησα ήταν η στολή μαζί με πηλήκιο, μαντίλι του λαιμού, τελαμώνα και αορτήρα. Βέβαια δεν θυμάμαι να ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, να στριμώχτηκα ποτέ ως σημαιοφόρος πάνω σε εξέδρες ή να επεδίωξα ποτέ τον βαθμό ενός στολισμένου με σιρίτια διμοιρίτη, αλλά αναμφίβολα συμμετείχα ακόμη και όταν με έπληττε το αιώνιο τραγούδι και ο υπόκωφος ήχος των τυμπάνων.
     Δεν με έθελγε μόνο η στολή. Η προσφορά ανταποκρινόταν στο κομμένο και ραμμένο στις επιθυμίες μας σύνθημα «Τα νιάτα πρέπει να εξουσιάζονται από τα νιάτα!» Κατασκήνωση και παιχνίδια στο ύπαιθρο σε παραλιακά δάση, άναμμα φωτιάς ανάμεσα στους φερτούς, πελώριους λίθους του Τεμένους στη λοφώδη περιοχή νοτίως της πόλης, αρχαιοπρεπείς γιορτές ηλιοστασίου και εωθινές γιορτές κάτω από τον έναστρο ουρανό και σε ξέφωτα του δάσους που κοίταζαν προς την ανατολή. Τραγουδούσαμε λες και το τραγούδι μπορούσε να κάνει τη Γερμανία μεγαλύτερη κι ακόμα μεγαλύτερη.
     Ο αρχηγός της ενωμοτίας μου, εργατόπαιδο από τον συνοικισμό Νέα Σκωτία, ήταν δεν ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου: χρυσό παιδί, πνευματώδες που μπορούσε να περπατά με τα χέρια. Τον θαύμαζα, γελούσα όταν γελούσε, έτρεχα ξωπίζω του, τον άκουγα. Όλα αυτά με τραβούσαν έξω από τη μικροαστική πνιγηρή ατμόσφαιρα οικογενειακών καταναγκασμών, μακριά από τον πατέρα, τη φλυαρία των πελατών μπροστά στον πάγκο, το στενόχωρο δυάρι, όπου σε μένα ανήκε μόνον η αβαθής κόγχη κάτω από το περβάζι του δεξιού παράθυρου στο καθιστικό και στην οποία έπρεπε να αρκούμαι.
     Στα ενδιάμεσα ράφια της στοιβάζονταν βιβλία και τα λευκώματά μου με τις ζωγραφιές από τα τσιγάρα. Εκεί είχαν τη θέση τους η πλαστελίνη για τις πρώτες μου φιγούρες, το κουτί με τις δώδεκα νερομπογιές, τα γραμματόσημα που συνέλεγα μάλλον παρεμπιπτόντως, ένας σωρός μικροπράγματα και τα μυστικά μου τετράδια. Όταν γυρίζω στο παρελθόν ελάχιστα αντικείμενα βλέπω τόσο καθαρά όσο την κόγχη κάτω από το περβάζι του παράθυρου που για χρόνια έμελλε να είναι το καταφύγιό μου· στην αδελφή μου Βαλτράουτ, τρία χρόνια μικρότερή μου, ανήκε η αριστερή κόγχη.
     Διότι συνοψίζοντας θα μπορούσα να πω το εξής: ήμουν όχι μόνο ένστολη πορδίτσα που στις παρελάσεις προσπαθούσε να μη χάνει το βήμα του και ταυτόχρονα να άδει το Η σημαία μας προχωρεί περήφανη μπροστά αλλά και σπιτόγατος που έκανε κουμάντο με τους θησαυρούς της κόγχης του. Ακόμη και εν παρατάξει παρέμενα μονήρης, δίχως όμως να ξεχωρίζω ιδιαίτερα· ένας συνοδοιπόρος που οι σκέψεις του πάντα περιφέρονταν αδέσποτες κάπου αλλού.
     Επιπλέον η μετάβαση από το δημοτικό στη μέση εκπαίδευση με είχε μεταβάλει σε μαθητή του Κονραδείου. Μου επετράπη να πάω στο Gymnasium, όπως ονομαζόταν τότε, και βέβαια φορούσα το παραδοσιακό κόκκινο πηλήκιο του γυμνασιόπαιδου το στολισμένο με το χρυσό C και θεωρούσα πως είχα κάθε λόγο να νιώθω περήφανος και ανώτερος, επειδή ήμουν μαθητής ενός ξακουστού εκπαιδευτικού ιδρύματος, για το οποίο οι γονείς πλήρωναν με δόσεις ούτε κι εγώ ξέρω πόσα λεφτά για δίδακτρα, μια μηνιαία δυσβάστακτη επιβάρυνση που ο γιος μόνο με υπαινιγμούς είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτή.
     Οι δουλειές στο μπακαλικάκι, που ήταν προέκταση του διαμερίσματος, στον διάδρομο της εισόδου αντίκρυ από το διαμέρισμα, που το κρατούσε άξια η μάνα μου Χελένε Γκρας – ο πατέρας μου Βίλχελμ που τον φώναζαν Βίλλυ, διακοσμούσε τη βιτρίνα, είχε την ευθύνη των αγορών από χονδρεμπόρους και έγραφε τις τιμές σε ταμπελίτσες –πήγαιναν μέτρια έως άσχημα. Την εποχή των φιορινιών, τελωνειακοί περιορισμοί είχαν ως επακόλουθο την επικράτηση αβεβαιότητας στο εμπόριο. Σε κάθε γωνία ανταγωνισμός. Για να πάρουμε την άδεια να πουλάμε και φρέσκο γάλα, κρέμα γάλακτος, φρέσκο βούτυρο και ανθότυρο, χρειάστηκε να θυσιαστεί η μισή μπροστινή κουζίνα, έτσι ώστε έμεινε μόνο μια καμαρούλα δίχως παράθυρα για την κουζίνα γκαζιού και το ψυγείο του πάγου. Η αλυσίδα παντοπωλείων Kaiser Kaffee-Geschäft προσήλκυε όλο και περισσότερους πελάτες. Μόνον όταν είχαν πληρωθεί στην ώρα τους όλοι οι λογαριασμοί, σου προμήθευαν προϊόντα οι παραγγελιοδόχοι. Υπερβολικά μεγάλο ποσοστό της πελατείας ψώνιζε βερεσέ. Εκείνες που προτιμούσαν να γράφουν τα ψώνια τους ήταν ιδίως οι γυναίκες των τελωνιακών, των ταχυδρομικών και των αστυνομικών. Ολοφύρονταν, έκαναν παζάρια, απαιτούσαν εκπτώσεις. Οι γονείς, κάθε Σαββατόβραδο όταν έκλεινε το μαγαζί, διαπίστωναν: «Πάλι δεν φτάνουν τα λεφτά».
     Έτσι θα έπρεπε να καταλάβω πως η μάνα δεν μπορούσε να μου κόψει και βδομαδιάτικο χαρτζηλίκι. Σαν είδε όμως πως οι διαμαρτυρίες μου δεν έλεγαν να σταματήσουν – στην τάξη μου οι συμμαθητές μου είχαν όλοι λίγο ως πολύ πλούσιο χαρτζηλίκι – έσπρωξε μπροστά μου ένα φθαρμένο απ’ την πολλή χρήση τετράδιο όγδοου σχήματος όπου ήταν αραδιασμένα τα χρέη όλων των πελατών, οι οποίοι, όπως μου είπε, ζούσαν «με δανεικά». Το βλέπω μπροστά μου, το ξεφυλλίζω. Βλέπω καθαρογραμμένα ονόματα, διευθύνσεις καθώς και σύνολα χρεών που έχουν μειωθεί πρόσφατα αλλά που διαρκώς αυξάνουν σε φιορίνια με ακρίβεια λεπτού. Ισολογισμός μιας εμπόρισσας που έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για το μαγαζί της· ταυτόχρονα βέβαια και καθρέφτης της γενικότερης οικονομικής κατάστασης που χαρακτηριστικό της ήταν η αυξανόμενη ανεργία.
____________
                                     Ο Μπουτ Το Ψάρι



(αποσπ.: το πρώτο κομμάτι:)

Τον Πρώτο Μήνα
                                                   Το Τρίτο Στήθος

     Η Ίλζεμπιλ έριξε κι άλλο αλάτι. Πριν τη συνεύρεσή μας φάγαμε αρνίσια σπάλα με φασολάκια κι αχλάδια, αρχές Οκτώβρης γαρ. Ακόμα τρώγαμε, ακόμα είχε γεμάτο το στόμα όταν είπε: “Πάμε τώρα αμέσως στο κρεβάτι ή θα μου διηγηθείς πρώτα πώς, πότε και πού ξεκίνησε η ιστορία μας“;
     Εγώ ήμουν ο ίδιος σ’ όλες τις εποχές. Μα κι η Ίλζεμπιλ υπήρχε ανέκαθεν. Θυμάμαι τον πρώτο μας καυγά κατά τα τέλη της Νεολιθικής Εποχής, περίπου δυο χιλιάδες χρόνια πριν την ενσάρκωση του Κυρίου, όταν οι μύθοι χωρίστηκαν σε Ωμό και Ψημένο φαγητό. Κι όπως λογοφέραμε σήμερα με όλο και πιο σύντομες φράσεις (πριν την αρνίσια σπάλα με φασόλια κι αχλάδια) για τα δικά της και δικά μου παιδιά, έτσι τσακωνόμασταν και στους βάλτους των εκβολών του Βιστούλα με ό,τι καλλίτερο είχε να επιδείξει το νεολιθικό μας λεξιλόγιο, για τα δικαιώματά μου επί των τριών τουλάχιστον απ’ τα εννιά μικρά της. Κι όμως, έχασα. Μ’ όση επιμέλεια κι αν προπονήθηκε η γλώσσα μου να βάζει φθόγγους στη σειρά, τελικά δεν τα κατάφσειρά να σχηματίσω την ωραία λέξη “πατέρας”, μόνο “μητέρα” ήτανε δυνατόν. Τότε την Ίλζεμπιλ την έλεγαν Άουα. Μα κι εμένα αλλιώς με έλεγαν. Η Ίλζεμπιλ όμως αρνείται να ‘χει υπάρξει σαν Άουα.
     Είχα τρυπήσει την αρνίσια σπάλα με μισά σκορδάκια, τσιγάρισα τα αχλάδια σε βούτυρο και τα ‘στρωσα μετά ανάμεσα στα βρασμένα φασολάκια. Κι όταν η Ίλζεμπιλ, με γεμάτο ακόμα το στόμα, είπε ότι η σύλληψη μπορεί να υπολογιστεί επακριβώς και δεν αποκλείεται τελικά να πετύχει, μιας κι όπως την είχε συμβουλέψει ο γιατρός πέταξε τα χάπια στη λεκάνη, κείνο που άκουσα εγώ ήταν ότι πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στο κρεβάτι κι ύστερα στη νεολιθική μαγείρισσα.
     Ξαπλώσαμε το λοιπόν αγκαλιασμένοι όπως κάθε φορά, με χέρια και με πόδια. Πότε εγώ, πότε κείνη από πάνω. Ισότιμοι κι ας λέει η Ίλζεμπιλ ότι το προνόμιο των ανδρών να διεισδύουν δεν αντισταθμίζεται από το γυναικείο ψωροδικαίωμα ν’ αρνούνται τη διείσδυση. Επειδή όμως ζευγαρώναμε εν αγάπη, τα αισθήματά μας ήτανε τόσο σύσσωμα που -σε χώρο διευρυμένο κι έξω από το χρόνο με το τοιχάκι του -απαλλαγμένα από κάθε επίγεια νύστα, πραγματοποιούσαν μια παράλληλη, αιθέρια γονιμοποίηση. Για αντιστάθμισμα θαρρείς, έμπαινε ορμητικά το δικό της αίσθημα μες στο δικό μου: διπλά ήμασταν ικανοί.
     Και φυσικά, η ψαρόσουπα της Ίλζεμπιλ -ένα ζουμί από κεφάλια μπακαλιάρων βρασμένων μέχρι λιωσίματος- που φάγαμε πριν το αρνάκι με αχλάδια και φασόλια, είχε πάνω μου εκείνου του είδους τη δυναμωτική επίδραση για την οποία με προσκαλούσανε στις διάφορες ζωές τους οι μαγείρισσες που έχω μέσα μου για να τις αφήσω λεχώνες. Κι έπιανε, πετύχαινε κατά τύχη, με απλή πρόθεση και χωρίς άλλα συστατικά. Ό,τι μου είχε βγει -εκσφενδονισμένο θαρρείς- πάλι έξω, είπε η Ίλζεμπιλ χωρίς ουσιαστικές αμφιβολίες: “Αυτή τη φορά θα ‘ναι αγόρι“.
     Να μη ξεχάσω το θρούμπι. Με αλατισμένες βραστές πατάτες ή κατά παράδοση με κεχρί. Και το αρνάκι συνιστάται να τρώγεται πάντοτε μέσα σε ζεστά πιάτα. Παρ’ όλα αυτά το φιλί μας, αν επιτρέπεται να το μαρτυρήσω, ήτανε λιπαρό. Στη ψαρόσουπα που η Ίλζεμπιλ είχε πρασινίσει με κάππαρη κι άνηθο, κολυμπούσαν άσπρα μάτια βακαλάων κι έφερναν γούρι. Αφού υποτίθεται πέτυχε, καπνίσαμε στο κρεβάτι κάτω από την ίδια κουβέρτα, καθένας τη δική του αντίληψη τσιγάρου. (Εγώ το ‘σκασα κατεβαίνοντας το χρόνο). Η Ίλζεμπιλ είπε: “Χρειαζόμαστε επιτέλους ένα πλυvτήριo πιάτων“. Αλλά πριν αρχίσει να κάνει κι άλλες υποθέσεις περί αντιστροφής των ρόλων -“θα ‘θελα να σ’ έβλεπα έγκυο“- της διηγήθηκα για την Άουα και τα τρία στήθη της:
     Πίστεψέ με Ίλζεμπιλ, είχε τρία. Τα κάνει κάτι τέτοια η φύση. Ειλικρινά. Τρία στήθη. Αλλά όχι μόνον αυτή. Όλες τόσα είχανε. Κι αν θυμάμαι καλά τη Λίθινη Εποχή, έτσι τις έλεγαν όλες: Άουα , Άουα, Άουα. Κι εμείς λεγόμασταν όλοι Έντεκ. Να μπερδεύεσαι. Κι όλα τα Άουα ήταν όμοια. Ένα, δυο, τρία. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να μετρήσουμε παραπάνω. Όχι, ούτε χαμηλώτερα, ούτε ψηλώτερα, εκεί ανάμεσα κολλούσαμε. Κι ήταν μάλιστα και τα τρία ισομεγέθη και καμπυλώνανε σα λοφίσκοι. Με το τρία αρχίζει ο πληθυντικός. Aρχίζει η ποικιλία, η σειρά, η αλυσίδα, ξεκινά ο μύθος. Τώρα πάντως, δε χρειάζεται να σε πιάσουνε κόμπλεξ. Αργότερα μας έπιασαν εμάς μερικά. Στη γειτονιά μας, ανατολικά του ποταμού, ο Πότριμπ, που μαζί με τον Πίκολ και τον Πέρκουν εγίνανε θεοί των Πρώσσων, είχε, λέγανε, τρία αρχίδια. Εντάξει, δίκιο έχεις. Περισσότερα είναι τρία βυζιά ή τουλάχιστον φαίνονται περισσότερα, τρία βυζιά σημαίνουν περίσσεια, δηλώνουνε σπατάλη, εγγυώνται αιώνιο κορεσμό και, μπορεί βέβαια αν το καλοσκεφτεί κανείς, να είναι ανώμαλα, όπως και να ‘χει όμως είναι κατανοητά.
    Τί άλλο θα έλεγες: αντρικές φαντασιώσεις! Ίσως, ανατομικά να μην είναι δυνατόν. Εκείνους τους καιρούς όμως, τότε που οι μύθοι ρίχναν ακόμα ίσκιους, η Αουα είχε τρία. Κι είναι αλήθεια, σήμερα λείπει συχνά το τρίτο. Εννοώ, κάτι λείπει. Να, το Τρίτο! Δε χρειάζεται τώρα να ανάβεις αμέσως. Εντάξει, εντάξει. Δε θα ‘μαι εγώ αυτός που θα το κάνει ζήτημα. Φυσικά κι είναι αρκετά τα δύο. Αλήθεια σου λέω Ίλζεμπιλ, εμένα βασικά μου φτάνουνε. Δεν είμαι δα τρελλός να τρέχω πίσω από έναν αριθμό. Τώρα, που χωρίς το χάπι και χάρη στη ψαρόσουπά σου έχει πετύχει σίγουρα, τώρα που ‘σαι έγκυος και σύντομα τα δυο τα δικά σου θα ζυγίζoυνε περισσότερο από τα τρία της Αουα, εγώ είμαι υπερ ευχαριστημένος και, να, κάπως σα χωρίς άλλες επιθυμίες.
     Το τρίτο ήτανε πάντα το παραπανίσιο. Βασικά ένα παιχνίδι μόνο της παιχνιδιάρας φύσης. Άχρηστο σαν τη σκωληκοειδή απόφυση. Αναρωτιέμαι γενικά τι να σημαίνει άραγε αυτή η συνεχής αναφορά στα στήθη; Όλη αυτή η κλασσικά αντρική βυζομανία; Αυτή η αναζήτηση της προαιώνιας Υπερτροφού; Εντάξει, η Άουα έγινε αργότερα θεά, γι’ αυτό κι έβαλε να της φτιάξουνε τρία πήλινα βυζιά σε μέγεθος παλάμης. Άλλες θεές πάλι -για παράδειγμα η ινδική Κάλι- είχανε τέσσερα ή και περισσότερα χέρια. Τουλάχιστον είχε και κάποια πρακτική σημασία αυτό. Απ’ την άλλη, οι ελληνικές μητρικές θεότητες -Δήμητρα, Ήρα- είχανε το συνήθη εξοπλισμό και κρατήσανε παρ’ όλα αυτά τη δουλειά τους για χρόνια. Έχω δει βέβαια κι απεικονίσεις θεών που ‘χαν ένα τρίτο μάτι και μάλιστα στο μέτωπο. Εμένα καλλίτερα να μου λείπει.
     Όπως και να ‘χει, ο αριθμός τρία τάζει περισσότερα απ’ όσα τηρεί. Η Άουα, λόγου χάριν, ήταν με τα τρία της τόσο υπερβολική 6σο συγκρατημένες ήταν οι αμαζ6νες με το ένα και μοναδικό τους βυζί. Γι’ αυτό κι οι φεμινίστριες σήμερα φτάνουν πάντα στο άλλο άκρο. Μα δε χρειάζεται να σου χαλά η διάθεση αμέσως! Κι εγώ με τις μάντσις1 είμαι. Και πίστεψέ με Ίλζεμπιλ, δύο φτάνουν, αλήθεια σου λέω! Ρώτα όποιο γιατρό θες. Και για το παιδάκι μας, αν δεν είναι αγ6ρι, τα δύο θα ‘ναι υπεραρκετά. Τι σημαίνει: αχά! Ώστε έχουνε τρελαθεί οι άντρες και ζητάν όλο και πιο πολύ βυζί. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι μαγείρισσες που έζησα μαζί τους, είχαν μόνον αριστερά δεξιά κατιτί, όπως κι εσύ: η Μεστβίνα δυο, η Άγκνες δυο, η Αμάντα Βόυκε δυο, η Σοφί Ρότσολ δυο συγκινητικά φλυτζανάκια του καφέ γεμάτα. Δύο -ομολογουμένως τεράστια- βυζιά είχε κι η ηγουμένη Ρους, μ’ αυτά έπνιξε τον πατρίκιο Φέρμπερ πάνω στο μαξιλάρι της. Ας προσγειωθούμε λοιπόν στη γη. Το όλο θέμα είναι περισσότερο ένα όνειρο. Όχι, όχι φαντασίωση! Μα μην αρχίζεις αμέσως τον καυγά! Δεν απαγορεύεται δα να ονειρευόμαστε και λίγο. Ή κάνω λάθος;
     Είναι γελοία πια αυτή η ζήλεια για τα πάντα και για το τίποτα. Πού θα καταντούσαμε, πόσο θα ‘πρεπε να φτωχύνουμε χωρίς οράματα κι ουτοπίες! Άμα ήταν έτσι, δε θα μ’ άφηναν πια να τραβήξω ούτε τρεις καμπύλες με το μολύβι πάνω στο λευκό χαρτί. Αμα ήταν έτσι, η τέχνη θα ‘πρεπε να λέει μόνο “ναι” και “μάλιστα”. Σε παρακαλώ Ίλζεμπιλ, λογικέψου λίγο! Δες τα όλα αυτά σαν μια ιδέα, δες το ίδιο το γυναικείο στήθος σαν μια ιδέα, από τη διαλεκτική αντίθεση του οποίου προκύπτει η απούσα διάσταση, κάτι σαν Υπερστήθος. Πρέπει να το συλλάβεις διαλεκτικά, το ζήτημα, θυμήσου τη ρωμαΐκή λύκαινα. Εκφράσεις όπως “στον κόρφο της φύσης” και σ’ ό,τι αφορά τον αριθμ6, τη τριαδική θεότητα. Ή τις τρεις ευχές στα παραμύθια. Πώς δηλαδή με τσάκωσες; Ώστε το θέλω, ε; Έτσι, ε; Μάλιστα. Έτσι, ε;
     Καλά λοιπόν, το παραδέχομαι. Όταν βάζω το χέρι μου σε κείνο το κενό ανάμεσα στα δυο, στο μυαλό μου έχω πάντα το τρίτο. Δε θα ‘μαι δα κι ο μόνος. Κάποιοι λόγοι πρέπει να υπάρχουνε, που ‘μαστε έτσι ψωνισμένοι με τα βυζιά εμείς οι άντρες ή λες και μας έχουνε κόψει το βυζί πριν της ώρας μας. Εσείς θα φταίτε. Θα μπορούσατε να φταίτε κι εσείς. Γιατί το παίρνετε βαριά, πολύ βαριά, αν σας κρέμονται, αν σας κρέμονται λίγο παραπάνω. Άστα να κρέμονται, που να πάρει! Όχι. Τα δικά σου όχι ακόμα. Αλλά θα κρεμάσουνε σίγουρα με τον καιρό. Της Αμάντα κρέμονταν. Τα βυζιά της Λένας είχανε κρεμάσει από νωρίς. Κι όμως τις αγάπησα και τις αγάπησα και τις αγάπησα. Δε χρειάζεται δα το λίγο περισσότερο ή λίγο λιγώτερο στήθος. Για παράδειγμα θα μπορούσα να βρίσκω εξίσου όμορφο τον κώλο σου με όλα τα λακκάκια του. Και μάλιστα σε καμία περίπτωση μοιρασμένο στα τρία. Ή κάτι άλλο στρογγυλωπό. Ειδικά τώρα, που θα στρογγυλέψει η κοιλιά σου δίνοντας χειροπιαστό νόημα σ’ ό,τι καταλαμβάνει χώρο. Ίσως να ‘χουμε απλά λησμονήσει ότι υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι Τρίτο. Συνολικά, πολιτικά, γενικά ως δυνατότητα.
     Εν πάση περιπτώσει, η Άουα είχε τρία. Αχ, η Άουά μου η τρίστηθη! Ακόμα κι εσύ είχες ένα παραπάνω, τότε, στα νεολιθικά χρόνια. Για θυμήσου Ίλζεμπιλ πώς πρωταρχίσαμε!
     Αν και θα βόλευε η υπόθεση ότι όλες οι μαγείρισσες μέσα μου (εννιά ή έντεκα) δεν είναι παρά ένα ώριμο κόμπλεξ ή μια συνήθης περίπτωση ακραίας σύνδεσης προς τη μάνα, ότι είμαι έτοιμος για τον καναπέ του ψυχιάτρου και μάλλον ακατάλληλος για ν’ ακυρώνω το χρόνο με ιστορίες για τη μαγειρική, ωστόσο είμαι υποχρεωμένος να επιμείνω στο δικαίωμα που ‘χουν οι νοικάρισσες αυτές μέσα μου: όλες τους κι οι εννιά ή έντεκα, θέλουν να βγουν έξω και μάλιστα με το όνομά τους: επειδή παρατράβηξε το να έχουν δικαίωμα ύπαρξης μόνο σαν κόμπλεξ ή σαν παλιοκαιρισμένοι ένοικοι, παραμένοντας χωρίς όνομα και ιστορία. Επειδή παράγινε το κακό να υπομένουν μουγκά και να αναφέρονται σπάνια -παρ’ όλα αυτά κυρίαρχες, λέω εγώ, εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες, λέει η Ίλζεμπιλ- μαγειρεύοντας ή ό,τι άλλο, τέλος πάντων έκαναν γι’ αγύρτες και γερμανούς ιππότες, για ηγούμενους κι επιθεωρητές, πάντα όμως για άντρες, με στολή, ράσο ή βράκες, για άντρες με μπότες ή για άντρες που δέρνανε με τις τιράντες τους. Κι επειδή γυρεύουν να εκδικηθούν, να εκδικηθούνε τον καθένα -ή όπως λέει η Ίλζεμπιλ: να απελευθερωθούν- ορίστε! Έξω από μέσα μου!
     Ας το κάνουνε λοιπόν! Ας μας μετατρέψουν όλους μας, όπως και το μάγειρα μέσα τους -που πάλι εγώ θα ‘μαι βέβαια- σε απλά αρσενικά. Θα μπορούσανε τότε από τους ήδη ταλαιπωρημένους μπαμπάδες να δημιουργήσουν έναν άντρα, που αλέκιαστος από προνόμια κι εξουσίες θα ‘τανε κατακαίνουργιος, του κουτιού. Μιας και χωρίς αυτόν πάλι δε γίνεται.
     “Δυστυχώς δε γίνεται ακόμα!” είπεν η Ίλζεμπιλ την ώρα που τρώγαμε τη ψαρόσουπά της. Και μετά την αρνίσια σπάλα με φασολάκια κι αχλάδια, μου ‘δωσε διορία εννιά μηνών να ξεγεννήσω τις μαγείρισσές μου. Ισότιμοι γινόμαστε όταν πρόκειται για προθεσμίες.
     Ό,τι και να ‘χω μαγειρέψει, η μαγείρισσα μέσα μου βάζει κι άλλο αλάτι.

 1Μάντσις ή κι εμάντσεν: παρατσούκλι για τις φεμινίστριες.

       Για Τί Πράγμα Γράφω

Για το φαγητό, τη γεύση που αφήνει.
Εκ των υστέρων για καλεσμένους
που ήρθαν απρόσκλητοι
ή κοντά έναν αιώνα καθυστερημένοι.
Για το λεμόνι που ζητάει το σκουμπρί.
Απ’ όλα τα ψάρια γράφω για τον Μπουτ.

Γράφω για την αφθονία.
Για τη νηστεία και γιατί την ανακάλυψαν οι άσωτοι.
Για τη θρεπτική αξία που ‘χουνε τα ψίχουλα
πάνω στο τραπέζι των πλουσίων.
Για το λίπος και τα κόπρανα,
το αλάτι και την έλλειψη.
Καθιστός πάνω σ’ ένα βουνό
από κεχρί σας δασκαλεύω,
πώς χολώθηκε το πνεύμα
και πώς τρελάθηκε το στομάχι.

Γράφω για τα στήθη.
Για την εγκυμοσύνη της Ίλζεμπιλ
(και τη βουλιμία της για αγγουράκια τουρσί),
όσο πρόκειται να κρατήσει.
Για τη τελευταία μοιρασμένη μπουκιά,
την ώρα που περνάς με κάποιο φίλο
τρώγοντας ψωμί, τυρί, φουντούκια και κρασί.
(Με το στόμα γεμάτο συζητούσαμε για το Θεό,
το σύμπαν και το φαγητό,
που δεν είναι παρά σκέτος φόβος.)

Γράφω για τη πείνα,
πώς την περιέγραψαν,
πώς τη διέδωσαν γραπτώς.
Για τα μπαχάρια,
την ώρα που πηγαίνω στη Καλκούτα
(τότε που ο Βάσκο ντα Γκάμα κι εγώ
ρίξαμε την τιμή του πιπεριού).

Κρέας. Κρέας ωμό ή μαγειρεμένο,
που κουρελιάζεται, ξεφτίζει,
μαραίνεται και λυώνει.

Μετράω τον καθημερινό χυλό,
κι όσα άλλα μας έχουνε ταΐσει μέχρι τώρα:
τις ιστορικές ημερομηνίες,
τις μάχες στο Τάνενμπεργκ,
το Βίτστοκ, το Κολίν,
κι ότι περίσσεψε από δαύτα:
κόκκαλα, τσόφλια, έντερα και λουκάνικα.

Για την αηδία που προκαλεί το γεμάτο πιάτο,
για το καλό το γούστο,
για το γάλα (και πώς πήζει)
για τα παντζάρια, τα λάχανα,
τη νίκη της πατάτας,
για όλα αυτά θα γράψω αύριο
ή αφού πρώτα γίνουν απολιθώματα του σήμερα
τα υπολείμματα του χθες.

Για τί πράγμα γράφω: για το αυγό.
Το λίπος των βασάνων,
το σαράκι της αγάπης,
το καρφί και το σκοινί,
τον καυγά για τη παραπανίσια κουβέντα,
τη τρίχα στη σούπα.
Για τους καταψύκτες και τι τους συνέβη
όταν σταμάτησε να ‘ρχεται το ρεύμα.
Γράφω για όλους εμάς τους φαγωμένους
γύρω απ’ το άδειο τραπέζι.

Μα και για σένα και μένα
και το ψαροκόκκαλο στο λαιμό.

(τέλος αποσπάσματος)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *