Hemingway Ernest Miller: Αδρός, Βαθύς, Συναισθηματικός

Βιογραφικό

     O Έρνεστ Μίλλερ Χεμινγουέη (Ernest Miller Hemingway21/7/18992/7/1961), ήταν από τους γίγαντες της αμερικανικής λογοτεχνίας, από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αι., γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του. Ήτο μέλος της Χαμένης Γενιάς (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις 10ετίες  ‘20 &’30. Τα πιο γνωστά έργα του είναι: Ο Γέρος Κι Η ΘάλασσαΓια Ποιον Χτυπά Η Καμπάνα, Αποχαιρετισμός Στα Όπλα.

     Το 1951 τιμήθηκε με Βραβείο Πούλιτζερ μυθοπλασίας, ενώ το 1954 βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (4 γάμους). Έμεινε σημείο αναφοράς για τα γραπτά του και τον άστατο βίο, έζησε ζωή γεμάτη, που απαθανατίστηκε εξάλλου στα εμβληματικά του μυθιστορήματα. Παθιασμένος ταξιδευτής, ταγμένος κυνηγός και ψαράς, έψαχνε πάντα την επόμενη περιπέτεια και ήταν διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά για να ικανοποιήσει την ακόρεστη δίψα του για ζωή, αν και το πάθος του για καταχρήσεις έμελλε να μείνει εξίσου ιστορικό, γράφοντας τη δική του χρυσή σελίδα ως πότης. Κι όταν το 1961 αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του, η αυτοκτονία του νομπελίστα συγγραφέα σόκαρε το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό με τον ίδιο τρόπο που το είχαν στιγματίσει τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του…

     Γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόι, κοντά στη πόλη του Σικάγο, μες στη συντηρητική οικογένεια του γιατρού πατέρα και της μουσικού μητέρας του. Η φαμίλια περνούσε τα καλοκαίρια της σε θέρετρο του Μίσιγκαν, όπου θα ‘ρθει σ’ επαφή ο μικρός με τις κατοπινές και παντοτινές αγάπες του, το ψάρεμα, το κυνήγι και την απόλαυση της Φύσης. 1ος  γιος και 2ο από συνολικά 6 παιδιά του Κλάρενς Έντμοντς Χεμινγουέη και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά 4 αδελφές κι έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ.

Η Οικογένειά του

     Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας του ήτανε γιατρός, αλλά κι ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, μεταδίδοντας στο μικρό τη φυσιολατρία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ που μεγάλωσε, ήτανε συντηρητική πόλη, που ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα πόλη με «ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά», ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με τη παράδοση, σε έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.

     Καλή πέννα από πιτσιρικάς, γράφει στη σχολική εφημερίδα θέματα αθλητισμού κι αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο πιάνει αμέσως δουλειά ως ρεπόρτερ σε εφημερίδα του Κάνσας. Η δουλειά του ως δημοσιογράφου επηρέασε σαφώς το λιτό συγγραφικό του στιλ, τη «στεγνή» πρόζα που θα τον έκανε σε λίγες 10ετίες δημοφιλή στα πέρατα της οικουμένης. Όπως εξάλλου το ‘λεγε κι ο ίδιος: «Η δουλειά στην εφημερίδα δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν επίδοξο συγγραφέα και μάλιστα θα τον βοηθήσει, αν παραιτηθεί βέβαια την κατάλληλη στιγμή». Στη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα 1α του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση που τελικά παρέμεινε για μόλις 6 μήνες. Στη σύντομη παραμονή του, έγραψε πως έμαθε τους καλλίτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα κι αυθεντικότητα στη γραφή. 6 μήνες μετά ο Μεγάλος Πόλεμος αρχίζει να κατασπαράζει νεανικά σώματα.

     Στα 18 του, ο Χεμινγουέη, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταχθεί στον Αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον Α’ Παγκ. Πόλ.. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανώς εξαιτίας προβλήματος όρασης από το αριστερό του μάτι, ωστόσο δεν έχει διασωθεί ιατρικό αρχείο που να επιβεβαιώνει το λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε. Παρά την αδυναμία του να καταταγεί στο στρατό, το Δεκέμβρη του 1917, έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού κι αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζότανε, τον Απρίλη του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Ένα σημειωματάριο πάντα μαζί του, προδίδει το μασίφ ταλέντο του δημοσιογράφου. Η ανάγκη του για περιπέτεια, η δίψα του για ζωή, το όραμα του για ηρωισμό χαζοφτιαγμένο από παιδικά παιχνίδια, στην αυλή ασφαλισμένων σπιτιών, έρχονται αντιμέτωπα με την αγριότητα της αληθείας.  Αρχικά επισκέφτηκε το Παρίσι και στη συνέχεια ταξίδεψε στο Μιλάνο στις αρχές Ιουνίου, όταν κι έλαβε τις 1ες διαταγές. Σύντομα ήρθε σε επαφή με τη τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, έχοντας ως αποστολή τη μακαβριότερη όλων: τη περισυλλογή πτωμάτων.

     Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου 1918, τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Περνά μήνες σε νοσοκομείο. Στην αρχή θέλουν να του ακρωτηριάσουν το πόδι. Μια όμορφη εθελόντρια νοσοκόμα ξενυχτά δίπλα του και κάνει πλύσεις στο τραυματισμένο πόδι, προσπαθώντας να πείσει τους χειρουργούς να του δώσουνε χρόνο και να μη τον αφήσουν μισό, τόσο νέο. Εκεί είναι που θα γνωρίσει ο Αμερικανός φαντάρος τη νοσοκόμα Agnes von Kurowsky, που θα αποδεχτεί τη πρόταση γάμου του, αν και σύντομα θα τον εγκατέλειπε για την καρδιά ενός άλλου. Μπορεί η καρδιά του να θρυμματίστηκε, το γεγονός ωστόσο λειτούργησε ως έμπνευση κι άρχισε να σκαρώνει βιβλίο. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνο μετά τον τραυματισμό του, καθώς κι η σχέση που ανέπτυξε με την Άγκνες ήτανε το υλικό για τον Αποχαιρετισμό Στα Όπλα. Η αποτυχία του ειδυλλίου του ωστόσο με την Άγκνες, τού προκάλεσε βαρύ ψυχικό τραύμα που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του.

     Με τη λήξη του πολέμου, επέστρεψε στις ΗΠΑ και το Όουκ Παρκ. Σε στάδιο ανάρρωσης ακόμα από τα τραύματά του, ο 20χρονος στρατιώτης περνά χρόνο στο εξοχικό της οικογένειας στο Μίσιγκαν, πριν πιάσει δουλειά σε άλλη εφημερίδα του Σικάγο. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος κι ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Εκεί θα γνωρίσει τη Hadley Richardson, τη μέλλουσα 1η κυρία Χέμινγουεϊ, με το ζευγάρι να παντρεύεται και να μετακομίζει σύντομα στο Παρίσι, καθώς ο συγγραφέας εξασφάλισε νέα θέση στην εφημερίδα ως ανταποκριτής στο εξωτερικό. Στο Παρίσι ήτανε που ο νεαρός συγγραφέας θα γινόταν αναπόσπαστο μέρος των γαλλικών γραμμάτων, τμήμα αυτού που η Γερτρούδη Στάιν αποκάλεσε περίφημα Χαμένη Γενιά. Με επίκεντρο τη Μονμάρτρη και την ίδια στον ρόλο του μέντορα, ο Χέμινγουεϊ θα γνωριστεί με τους κορυφαίους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της γενιάς του, όπως οι Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ, Τζέιμς ΤζόιςΠάμπλο Πικάσσο κ.ά., και με άλλους εξόριστους Aμερικανούς συγγραφείς. Την ίδια εποχή θα ‘ρθει σ’ επαφή με το διαβόητο φεστιβάλ του San Fermin στη Παμπλόνα της Ισπανίας κι έκτοτε θα γίνει λάτρης του. Το φεστιβάλ θα λειτουργήσει μάλιστα ως βάση για το 1ο μυθιστόρημά του, Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά, που μνημονεύεται από τη κριτική ως το καλλίτερο γραπτό του, εξετάζοντας με μαεστρία τις μεταπολεμικές ψευδαισθήσεις της γενιάς του.

      Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για τη καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το 1ο του βιβλίο, με τίτλο Τρία Διηγήματα & Δέκα Ποιήματα (Three Stories and Ten Poems), που εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Ρόμπερτ Μακάλμον (Robert McAlmon). Την ίδια χρονιά επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του, προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους υπό καλλίτερες συνθήκες. Τη περίοδο αυτή εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star ενώ παραιτήθηκε τη 1η Γενάρη 1924 προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι. Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματα του Χεμινγουέη στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Τη περίοδο 1925-29 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον Καιρό Μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άνδρες Χωρίς Γυναίκες (Men Without Women) κι ο Αποχαιρετισμός Στα Όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο που γνώρισε σημαντική αναγνώριση κι εμπορική επιτυχία.

     Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου βέβαια το ζευγάρι χωρίζει, καθώς ο μπερμπάντης Έρνεστ είχε ήδη εμπλακεί σε παράνομο ειδύλλιο με τη κοπέλα που θα γινότανε τελικά η 2η σύζυγός του. Κι έτσι, μόλις βγήκε το διαζύγιο, ο Χέμινγουεϊ παντρεύτηκε τη νέα εκλεκτή της καρδιάς του, την Pauline Pfeiffer, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue, δουλεύοντας ταυτόχρονα πυρετωδώς το επόμενο βιβλίο του, το Άντρες Χωρίς Γυναίκες. Δεν θα έπαιρνε πολύ στη Pauline να μείνει έγκυος, αναγκάζοντας έτσι το ζευγάρι να επιστρέψει στην Αμερική. Στις 28 Ιουνίου απέκτησε 2ο γιο τον Πάτρικ ενώ το Δεκέμβρη του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η οικογένεια είχε ήδη εγκατασταθεί στο Key West της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε σταθερή βάση τα επόμενα χρόνια, με τον συγγραφέα να ολοκληρώνει στις 27 Σεπτέμβρη 1929, το μυθιστόρημα του Α’ Παγκ. Πολ., τον Αποχαιρετισμό Στα Όπλα, κάτι που θα του εξασφάλιζε μια διαρκή θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα κι εκτός από τη λογοτεχνική αναγνώριση, του απέφερε κι εμπορική τοιαύτη. Όταν δεν έγραφε, περνούσε πια το χρόνο του κυνηγώντας τη περιπέτεια, κάτι που κράτησε για το μεγαλύτερο μέρος του 1930: σαφάρι στην Αφρική, ταυρομαχίες στην Ισπανία, ψάρεμα στη Φλόριντα.

     Το 1932 εκδόθη Θάνατος Στο Απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο που πραγματεύθηκε τη ταυρομαχία, τόσον εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925, μετά από ταξίδια του στην Ισπανία. Το καλοκαίρι του 1933 ταξίδεψε στην Αφρική όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου 3 μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα Οι Πράσινοι Λόφοι Της Αφρικής (Green Hills of Africa) που εκδόθηκε το 1935. Τον Μάρτη του 1937 ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο, συγκεντρώνοντας ταυτοχρόνως υλικό για το επόμενο βιβλίο του, το Για Ποιον Χτυπά Η Καμπάνα, που θα τονε φέρει στους προτεινόμενους για Βραβείο Πούλιτζερ. Τη περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με τη Μάρθα Γκέλχορν, που επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε 2ο διαζύγιο το 1940 και σε 3ο γάμο με τη Γκέλχορν, λίγες βδομάδες μετά. Όπως ήταν επόμενο, ο γάμος του με την Pauline Pfeiffer θα έληγε για να πάρει σύντομα τη θέση της η Gellhorn. Το ζευγάρι αγόρασε φάρμα έξω από την Αβάνα της Κούβας, που θα λειτουργούσε πια ως το χειμερινό κατάλυμα του συγγραφέα.

     Μετά τον 3ο του γάμο, εγκαταστάθηκε στη Κούβα, στη βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι, ήτανε το 1ο που αγόρασε ο ίδιος, έναντι 18.500$. Είχε παλαιότερα ταξιδέψει στη Κούβα, το 1928 και το νησί θα ‘ταν η βάση του σχεδόν μέχρι το θάνατό του. Στην εποχή που ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος αρθρογραφεί υπέρ της Δημοκρατίας κι ενεργοποιείται γύρω απ’ ομάδες συμπαθούντων που στέλνουνε βοήθεια στα δημοκρατικά κυβερνητικά στρατεύματα. Ο ίδιος αποφασίζει να πάρει μέρος στις πολεμικές ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγονίας και γύρω από τη πολιορκημένη από τα στρατεύματα του Φράνκο, Μαδρίτη. Το ξενοδοχείο Φλόριντα στη Μαδρίτη που έμενε, συγκέντρωνε τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εθελοντές στον πόλεμο, που τους γνώριζε προσωπικά κι ήτανε φίλος τους, όπως ο Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγός των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών κι ο άσσος πιλότος Φρανκ Γκλάσκοου Τίνκερ, υποσμηναγός της Δημοκρατικής Αεροπορίας. Στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουνε προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους.

     Οι εμπειρίες του αυτές ήτανε πηγή έμπνευσης στο μυθιστόρημα Για Ποιον Χτυπά Η Καμπάνα, που ολοκλήρωσε στη Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του κι όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, λαμβάνοντας και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού ήτανε και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως κι οι αληθινοί Μέρριμαν, θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον εαυτό τους.

     Όταν οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκ.Πολ. το 1941, κατέφυγε άλλη μια φορά στο επάγγελμα του πολεμικού ανταποκριτή, παίρνοντας μέρος σε μπόλικα από τα μνημειώδη στιγμιότυπα του πολέμου, όπως στην Απόβαση στη Νορμανδία. Και βέβαια, συνεπής με το μοτίβο της ζωής του, εκεί θα γνωρίσει άλλη μια πολεμική ανταποκρίτρια, τη Mary Welsh και θα παντρευτεί αργότερα, μετά το διαζύγιό του από τη Martha Gellhorn. Οργάνωσε επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς, ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος (γνωστό κι ως Pilar). Ονόμασε την οργάνωση αυτή Crook Factory, ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη σύζυγό του Μάρθα, το εγχείρημά του αποτελούσε δικαιολογία ώστε να αποφύγει πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάσει με τους φίλους του. Την άνοιξη του ‘44, αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με 1ο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time, Μαίρη Γουέλς και τελικά παντρεύτηκε 4η φορά το 1946. Ο Χεμινγουέη επέστρεψε στην Αμερική Μάρτη του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.

     Το 1950 εκδόθηκε το 1ο μυθιστόρημα μετά το Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με τον τίτλο Across the River and Into the Trees, που πραγματεύεται ρομαντική ιστορία που εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Βενετία. Το μυθιστόρημα έλαβε κακές κριτικές ενταγμένες σε γενικότερη αμφισβήτηση της ικανότητάς του να συνεχίσει να δημιουργεί σημαντικά έργα. Η θεώρηση αυτή ανατράπηκε 2 χρόνια μετά, με την ολοκλήρωση της νουβέλας Ο Γέρος Κι Η Θάλασσα, το 1951 και την έκδοσή της Σεπτέμβρη του 1952. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στη βράβευσή του με το Βραβείο Πούλιτζερ (1951) και το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1954). Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία κι έπειτα στην Αφρική. Εκεί, συμμετείχε σε 2 αεροπορικά ατυχήματα που τού προκαλέσανε σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στη Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, που έγινε στις 28 Οκτώβρη 1954. Αντ’ αυτού, απέστειλε γράμμα, που διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.

     Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς κι από τη κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να τελειώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία Κινητή Γιορτή (A Moveable Feast), που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Κούβα τον Ιούλιο του 1960 κι εγκαταστάθηκε στο Κέτσαμ (Ketchum) του Αϊντάχο. Τον ίδιο χρόνο νοσηλεύθηκε στη κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψης και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με το βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 έως 15 θεραπείες τέτοιες, που όμως, όχι μόνο δεν τονε βοήθησαν αλλ’ αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης κι επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία. 1η φορά αποπειράθηκε την άνοιξη του 1961 και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες μέρες πριν τα 62α γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.

     Ο Χεμινγουέη ήταν υποστηρικτής της δημοκρατίας κι ιδεολογικά ανήκε στην αριστερά, αφού είχε σοσιαλιστικές ιδέες και έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στους αναρχικούς. Μάλιστα, πρόσφατα ανακαλύφθηκε ότι η CIA τον είχε καταγράψει σ’ ένα από τα βιβλία της ως κομμουνιστή πράκτορα της KGB, κάτι που δεν είχε σχέση με τη πραγματικότητα. Πάντως ο ίδιος, αν κι ήταν αριστερός, είχε και κάποιες απόψεις σε ορισμένα ζητήματα που δεν συμβάδιζαν απόλυτα με τις θέσεις της αμερικανικής αριστεράς. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις είναι πιο περίπλοκες και σύνθετες. Κατά την επικρατέστερη άποψη ήτανε Χριστιανός καθολικός στην αρχή της ζωής του, αλλά μετά έγινε άθεος.

     Ήταν εξαιρετικός μαθητής στα φιλολογικά μαθήματα κι ένας καλογυμνασμένος αθλητής επιδόσεων στα ομαδικά αθλήματα αλλά και στο μποξ. Φάνηκε σε κείνο το νέο δείγμα της τέλειας αμερικανικής γενιάς που άρχισε να μεταλλάσει τους αγρότες της αποικίας, σε ψηλά και γεροδεμένα πλάσματα της αυτοκρατορίας με καλοζωία. Φυσικά έγραφε σε λογοτεχνικά περιοδικά του σχολείου του. Τελειώνοντας τη φοίτησή του, όλοι περίμεναν πως θα πήγαινε Κολέγιο, αλλά αυτός επιλεγεί την περιπετειώδη, όλο ξενύχτι και ένταση και φυσικά λέξεις, ζωή της δημοσιογραφίας, κυνήγι στην είδηση, το ρεπορτάζ, το αποκλειστικό, ενώ μαθαίνει να πίνει σκληρά ποτά στα μπαρ, απ’ τους μεγαλύτερους δημοσιογράφους και να περιμένει τη 1η έκδοση μισομεθυσμένος. Πολλές 10ετίες αργότερα έγραψε πως εκεί, έμαθε τους καλύτερους λογοτεχνικούς κανόνες, ακολουθώντας πιστά τα μυστικά της δημοσιογραφικής λιτότητας. Μικρές προτάσεις, σύντομοι παράγραφοι, ενεργητικά ρήματα, ειλικρίνεια, όχι προσπάθεια εντυπωσιασμού, πρόλογος, κυρίως θέμα, επίλογος και: α! μη τους κάνεις να βαρεθούνε στην αρχή! Τους έχασες για πάντα…

     Είναι η Agnes von Kurowsky. Η γυναίκα που θα γίνει το πρότυπο του για το μεταγενέστερο θρυλικό Αποχαιρετισμό Στα Όπλα. Η γυναίκα που θα ερωτευτεί με πάθος. Η γυναίκα που θα τον απορρίψει και θα τον βυθίσει στη κατάθλιψη. Επιστροφή στην Αμερική και στη δημοσιογραφία και περιπλάνηση ξανά και πολλές γυναίκες που προλαβαίνει να εγκαταλείψει πια αυτός 1ος. 4 γάμοι. Αλλαγή τόπων.

     Γίνεται μέλος εκείνης της λεγομένης χαμένης γενιάς των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι. Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ, Τζαίημς Τζόυς & Γερτρούδη Στάιν.  Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το λογοτεχνικό του έργο ξεκινά. Επιστρέφει στην Αμερική προκειμένου να γεννηθεί ο γιος του στη Πατρίδα, αλλά λίγους μήνες αργότερα επιστρέφει στο Παρίσι. Δεν το χωρά ο τόπος! Απλά του πέφτει μεγαλύτερος! Αναγνώριση. Επιτυχία. Δόξα. Πίσω στην Αμερική, αλλά χωρίς να ‘ναι κιόλας. Key West της Φλόριντα. Είναι Αμερική αλλά στα όρια της, πάντα εκτός, πάντα κοντά στη φυγή. Το 1928 αποκτά άλλον ένα γιο τον Πάτρικ, ενώ τον ίδιο χρόνο η μοίρα που τον έχει προικίσει να είναι σπουδαίος, του χαράζει μια οδυνηρή συνέχεια και προικονομεί τη τραγικότητα του τέλους. Ο πατέρας του Έρνεστ, εκείνος ο αθλητικός γιατρός, με τη βεβαιότητα της αιωνιότητας για τα παιδιά του, αυτοκτονεί. Είναι συντριμμένος από οικονομικά προβλήματα. Είναι συντριμμένος από μεγάλους πόνους αποτέλεσμα επιβαρυμένης υγείας.

     Αγωνίστηκε όπως όλοι, με τη ζωή και έχασε! Διαλέγει να φύγει βίαια, αφήνοντας πένθος, θλίψη, ενοχές κι ένα πρότυπο διαφυγής στα παιδιά του, που θα τα στοιχειώσει για πάντα.  Αφρική. Δημοσιογραφία και λογοτεχνικά αριστουργήματα. Ο Ισπανικός Εμφύλιος. Και γάμοι, γεννήσεις, χωρισμοί. Ο Έρνεστ επιλεγεί να ζήσει στη Κούβα. Βίλα Φίνκα Βίχια, έξω από την Αβάνα. Εκεί σιωπάνουν οι φωνές των νεκρών του φίλων από τον Ισπανικό Εμφύλιο. Εκεί κατασταλάζει η βαρβαρότητα των σακατεμένων κορμιών του Α’ Παγκ. Πολ. Εκεί παύει να έρχεται στους εφιάλτες του ο πατέρας του, νεκρός αλλά κινούμενος, αίματα στα χεριά, ζητώντας του κάτι, τι; Τον Ιούλιο του 1940 ολοκληρώνει στη Κούβα το Για ποιον Χτυπά η καμπάνα, έχοντας για ήρωες του 2 υπαρκτούς φίλους του, που τέλειωσαν όπως στο βιβλίο. Παγκόσμια επιτυχία. Θρίαμβος λογοτεχνικός. Ε, και; Πνίγεται στο αλκοόλ. Βυθίζεται σε θάλασσες μεθυσμένων σκιών. Παρέες μόνο για να πίνει. Μέρη μόνο για να πίνει. Αφορμές για να πίνει. Η χαρά, η θλίψη, το γράψιμο, η γιορτή, το πένθος. Όλα. Γεμίζουνε το ποτήρι του. Και το ξεχειλίζει άλλος ένας πόλεμος. Ο 2ος.

     Άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με 1o σταθμό το Λονδίνο. ;Aλλη μια φορά χωρίζει και για άλλη μια, το 1946, παντρεύεται κι επιστρέφει στην Αμερική. Όλα πια, δείχνουν να μην έχουνε σημασία. Ούτε το ότι η αμερικανική κριτική τον αμφισβητεί, τον αποδομεί, γελοιοποιεί. Τα θηρία μέσα του γιγαντώνονται. Πιστεύει πως η CIA θέλει να τονε σκοτώσει και τονε παρακολουθεί. Παντού σκιές και κίνδυνος. Παράνοια!  Κι όμως. 10ετίες μετά το θάνατό του, κρυμμένα αρχεία της CIA αποδεικνύουν πως πράγματι κάποιος ήταν πάντα πίσω του, κρυμμένος στα σκοτάδια, να ψάχνει τη ζωή, το έργο του, κάθε του δημοσίευση, να αναζητά στα κρυμμένα μηνύματα τον κομμουνιστή, τον αντικαθεστωτικό, τον κατάσκοπο.

     1951. Ο Γέρος και η Θάλασσα. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life. Όσοι τον αμφισβήτησαν, φωνάζουν πιο δυνατά τις ιαχές της αποθέωσής του, μπας και ξεχαστούν όσα είπαν κι έγραψαν. Ένα μικρό διαμάντι λόγου! Βραβείο Πούλιτζερ και το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1954. Άλλο ένα ταξίδι στην Ισπανία κι αργότερα στην Αφρική. Εκεί παθαίνει δυο αεροπορικά ατυχήματα, σε μια διαδρομή κανονικά μιας μέρας που δεν του επιτρέπουν τελικά να βρεθεί στην απονομή του Νόμπελ. Τα ταξίδια τελειώνουν! Δεν έχει πια άγνωστα τοπία προς εξερεύνηση, ούτε πολέμους να ζήσει, παρ’ εκτός από αυτούς μέσα του. Κατάθλιψη βαρειάς μορφής. Παρανοϊκές εμμονές. H CIA πίσω από τις κουρτίνες, μέσα στο μπάνιο του, στην άκρη του διαδρόμου. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Κούβα που λάτρεψε.  “Ketchum”. Το δικό του Άινταχο. Λίγο πριν τον επίλογο, κανείς λογοτέχνης δε θα ‘βαζε τον ηρώα του να περάσει τόσα. Θα τον αγαπούσε. Θα τον δικαίωνε. Θα τον αξίωνε, να πεθάνει σε πεδίο μάχης ή σε κυνήγι στην Αφρική, σε αναμέτρηση με το μεγαλύτερο θήραμα που υπήρξε ποτέ. Ο Θεός πάλι, δεν δείχνει να συμμερίζεται την συγγραφική ηθική. Κλινική Mayo. 15 θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Του κάνουν κακό. Χάνει τη μνήμη του. Ξεχνά ποιος ήταν και ποιους αγάπησε. Ένα συναίσθημα επικρατεί στην ύπαρξη του. Τρόμος!

   “Μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα“!

     Στις 2 Ιουλίου, λίγες ημέρες πριν τα 62α γενέθλιά του, η σφαίρα βρίσκει άλλη μια φορά στόχο. Θήραμα για τον παθιασμένο κυνηγό είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Εκείνος ο εαυτός που και ο ίδιος, ακόμα,  δύσκολα φαίνεται να αντέχει τη μεγαλοσύνη του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Ketchum. Φαντάσματα εκεί γύρω, οι μεθυσμένοι νεκροί από χρόνια φίλοι του, η Χαμένη Γενιά του Παρισιού, εκεί στη θρυλική Μονμάρτη, με τα ποτά τους, που ‘ζησε για να τους δει να φεύγουν πριν από τον ίδιο, αιώνια πότες και οι αυτόχειρες συγγενείς του, ένας ένας: η αδελφή του Ούρσουλα, ο αδελφός του Λέστερ, η πανέμορφη εγγονή του Μαργκό. Για ποιον αλήθεια, χτυπάει η καμπάνα, στο τέλος;

+*+*+*+*+*

     Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ ήταν αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αι., με ζωή τόσο περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο τα βιβλία του. Ωστόσο, μία νέα βιογραφία του ρίχνει φως στις άγνωστες πτυχές της ζωής του. Στο βιβλίο με τίτλο Hemingway In Love ο Ααρών Έντουαρντ Χότσνερ μιλάει για τη πολύπλοκη προσωπική ζωή του διάσημου συγγραφέα και το ερωτικό τρίγωνο που τον στοίχειωνε μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Οπως αποκαλύπτει ο Χότσνερ, που είχε την ευκαιρία να τονε γνωρίσει από κοντά, είναι ο τελευταίος άνθρωπος εν ζωή που μπορεί να πει τι πραγματικά είχε συμβεί:

   «Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και ο Ερνεστ απέφευγε να μιλά γι ‘αυτό. Ομως το 1954, ένα σχεδόν θανατηφόρο δυστύχημα στην Αφρική τον έκανε να επανεκτιμήσει τη ζωή του. Ξαφνικά τίποτα δεν φαινόταν πιο σημαντικό από το να επανεξετάσει αυτά τα χρόνια, όταν άφησε την μόνη αληθινή αγάπη του να φύγει. Ετσι άρχισε να μου λέει -σε κασέτες, σε γράμματα και συχνά σε μεγάλες συνομιλίες- για την οδυνηρή εμπειρία του να είναι ερωτευμένος με 2 γυναίκες ταυτόχρονα και πώς η Πολίν κατέστρεψε τον 1ο και πιο ευτυχισμένο γάμο του».

     Εκείνη τη περίοδο ζούσε με τη Χάντλεϊ και το νεογέννητο γιο τους Τζακ, πάνω από πριονιστήριο στο Παρίσι. Καθώς πάλευε να αποκτήσει φήμη ως συγγραφέας, ζούσανε φτωχά, αλλά ειδυλλιακά ευτυχισμένοι. «Λάτρευα την εμφάνισή της και την αίσθηση της στο κρεβάτι» έλεγε γι’ αυτή, με την οποία μοιράζονταν τον ενθουσιασμό του για τη πεζοπορία, το σκι και το ψάρεμα. Την ίδια περίοδο τα διηγήματά του είχαν αρχίσει να προσελκύουνε τη προσοχή της αφρόκρεμας στο Παρίσι, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστοριογράφου Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Ήτανε 1925 κι ο Σκοτ είχε πρόσφατα δημοσιεύσει το αριστούργημά του, Ο Μεγάλος Γκάτσμπι. Οι 2 συναντιόντουσαν συχνά για ποτό στο Ritz. Πριν από καιρό, ο Φιτζέραλντ τον σύστησε στον πλούσιο και παρηκμασμένο κύκλο των φίλων του, που περιλαμβάνονταν και 2 αδελφές, η Πολίν και η Τζίνι Πφάιφερ. Αφού δείπνησαν με το Χέμινγουεϊ μόνο 1 φορά, οι Πφάιφερς άρχισαν να αποκτούν ανησυχητικό ενδιαφέρον για τη ζωή και την οικογένεια του, αγοράζοντας ακριβά δώρα για το γιο του και καλώντας τη γυναίκα του για επιδείξεις μόδας και τσάι στο ξενοδοχείο Crillon. Περιστασιακά, οι 2 αδελφές τονε τραβούσανε σε εξόδους, ωστόσο ο ίδιος ήταν αμείλικτος: «Δεν με ενδιέφεραν. Η ζωή με την Χάντλεϊ ήταν υπέροχη» θυμόταν ο ίδιος. Μετά από ένα χρόνο επίμονης πολιορκίας, η Τζίνι παραιτήθηκε και σταμάτησε τις εφόδους, όχι όμως κι η Πολίν. Οντας πλούσια, καλούσε την οικογένεια σε ακριβά εστιατόρια, γνωρίζοντας ότι η Χάντλεϊ δε θα μπορούσε να αφήσει το παιδί της μόνο κι έτσι έξυπνα κατάφερνε να βγαίνει μόνο με τον Χέμινγουεϊ, που ωστόσο κρατούσε ακόμα σταθερές αντιστάσεις.

     Η σχέση τους ξεκίνησε όταν η Πολίν τον κάλεσε μια μέρα στο διαμέρισμά της. Πολύ σύντομα, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, το σεξ μαζί της είχε γίνει ένα είδος ναρκωτικού. «Αν και μισώ να το παραδεχτώ, ήμουν τόσο κολλημένος μαζί της, όσο και με τη Χάντλεϊ» εξηγούσε ο ίδιος. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Ερνεστ κι η Χάντλεϊ κλήθηκαν να μείνουνε σε μία από τις δύο γειτονικές βίλες στη Νότια Γαλλία. Λίγο μετά την άφιξή τους, ωστόσο, ο μικρός Τζάκ έπαθε κοκκύτη κι η οικογένεια μπήκε σε καραντίνα. Η Πολίν αμέσως προσφέρθηκε να βοηθήσει, λέγοντας ότι είχε ανοσία στην ασθένεια. Ο Ερνεστ συμφώνησε σε αυτό, αν κι ήξερε ότι θα το μετανιώσει. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Πολίν έμεινε κι αφού το αγόρι ήταν πλέον εκτός κινδύνου.

Φιτζέραλντ & Χεμινγουέη

     Μια μέρα, ο Χέμινγουεϊ προσπάθησε να εκμυστηρευθεί στο Φιτζέραλντ το πρόβλημά του. Ο μυθιστοριογράφος όμως φαινόταν να γνωρίζει ήδη το μυστικό του. «Εχω μάτια. Ο τρόπος που σε κοιτά. Σε τριγυρίζει. Και τώρα εμφανίζεται εδώ. Εχεις μπλέξει μ’ επικίνδυνη γυναίκα. Οταν έφτασα 1η φορά στο Παρίσι, άκουγα γι’ αυτήν ότι ψάχνει απεγνωσμένα άντρα. Σε θέλει για τον εαυτό της και θα κάνει τα πάντα για να σ’ έχει». Ο Χέμινγουεϊ παραδέχθηκε ότι αγαπούσε και τις δύο γυναίκες κι ο Φιτζέραλντ τον προειδοποίησε ότι θα καταστρέψει το γάμο του και πρέπει να απαλλαγεί από αυτήν: «Ενας άνδρας που αγαπά 2 γυναίκες στο τέλος καταλήγει να τις χάσει και τις 2» του είπε χαρακτηριστικά. Τα λόγια του συγγραφέα αποδείχθηκαν προφητικά, αφού η Πολίν είχε αρχίσει να εισβάλλει στη ζωή του σε ανησυχητικό βαθμό. Εκείνο το χειμώνα η οικογένειά του κανόνισε να πάει για σκι στην Αυστρία. Η Πολίν τους ακολούθησε κι έκλεισε δωμάτιο στο ίδιο σαλέ, ενώ του ζήτησε να της κάνει μαθήματα σκι.

     Βλέποντας ωστόσο την συμπεριφορά της Πολίν να αλλάζει και να γίνεται επιθετική κι ειρωνική απέναντι της, η Χάντλεϊ άρχισε να καταλαβαίνει. Απαίτησε κλαίγοντας από τον σύζυγο να της πει την αλήθεια και του πρότεινε να του δώσει χρόνο να ξεκαθαρίσει τη κατάσταση. Οπως εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος μετά, ήθελε να τις κρατήσει και τις δυο όσο περισσότερο γινόταν. Η σχέση του με την Πολίν συνεχίστηκε έτσι κι η Χάντλεϊ του ανακοίνωσε ότι μόλις επιστρέψουν, θα ζητήσει διαζύγιο και θα μείνει σε άλλο σπίτι με το παιδί. «Ητανε σαν να μου διάβασε τη θανατική μου καταδίκη» παραδέχθηκε ο συγγραφέας στον Χότσνερ. Το επόμενο διάστημα, έπεσε στο αλκοόλ, προσπάθησε να προσευχηθεί αν και δεν ήταν θρήσκος, ενώ αρκετές φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Μουδιασμένος από την ιστορία, έκανε πλέον ότι ήθελε η Πολίν, που αποφάσισε κι οργάνωσε τον γάμο τους μόνη της. Απερίσκεπτα, συμφώνησε να επιστρέψει στις ΗΠΑ για να ζήσει μαζί της στο Πίγκοτ, περίοδο της ζωής του που θυμάται ως ιδιαίτερα ζοφερή. Η κατήφεια του, εντάθηκε όταν ο Φιτζέραλντ του ‘γραψε πως η Χάντλεϊ είχε ξαναπαντρευτεί. Όπως αποκάλυψε στον Χότσνερ:

   «Ονειρευόμουν ότι θα με περίμενε για πάντα και κάποτε θα έβρισκα τη δύναμη ν’ αφήσω τη Πολίν και να επιστρέψω στην αγαπημένη μου οικογένεια».

     Από τότε που βγήκε το διαζύγιο, της έγραφε συχνά για να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε. Αλλά τελικά η Χάντλεϊ του έγραψε ότι οι επιστολές του ενοχλούσαν το νέο σύζυγό της κι έτσι σταμάτησε η αλληλογραφία. Η Πολίν με τον Χέμινγουεϊ κάνανε δύο γιους, τον Πάτρικ και τον Γκρέγκορι. Βιαστικός ωστόσο να ξεφύγει από τη ζοφερή νέα του οικογένεια και τα υστερικά μωρά, έφυγε για τη Κούβα κι εκεί έκανε σχέση με 22χρονη Νεοϋορκέζα. Μάλιστα με κακία είπε στη Πολίν τα πάντα για αυτήν και της έδειξε και φωτογραφία της. Αλλά η Πολίν δεν ήταν έτοιμη να παραιτηθεί. Για να ανταγωνιστεί την αντίπαλο της, είπε στο σύζυγό της ότι είχε δει έναν πλαστικό χειρουργό για να διορθώσει τη μεγάλη μύτη, τα χείλη και τα πεταχτά αυτιά της. «Τότε ήξερα ότι ήθελα διαζύγιο. Η σχέση μας ήταν βαρετή. Δεν κολλάγαμε, δεν είχαμε τίποτα να συζητήσουμε. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα πλούτη της για να με κρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε». Τελικά, ακόμη κι η πεισματάρα Πολίν αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ο γάμος τους είχε τελειώσει.

     Λίγο καιρό μετά, στο Παρίσι, εντελώς τυχαία, συνάντησε ξανά την αγαπημένη του Χάντλεϊ. Έβγαινε από ταξί όταν την εντόπισε, «τόσο όμορφη όσο τη θυμόμουν». Ετρεξε και την αγκάλιασε. Λίγα λεπτά μετά, έπινε σαμπάνια μαζί του σε εστιατόριο. «Θα σ ‘αγαπώ πάντα», της είπε. Σήκωσε το ποτήρι της, τσούγκρισε το δικό του και του είπε ότι έπρεπε να φύγει. Όπως περίμεναν στη γωνία για τα φανάρια να αλλάξουν, της είπε: «Θέλω να ξέρεις Χάντλεϊ, θα είσαι το αληθινό κομμάτι κάθε γυναίκας που θα γράφω. Θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ψάχνοντας εσένα». Όταν το φανάρι έγινε πράσινο, η Χάντλεϊ τον φίλησε για αντίο και διέσχισε τον δρόμο. Δεν την είδε ποτέ ξανά.
     Οσο για τον Χέμινγουεϊ, η τελευταία φορά που τον είδε ο Χότσνερ ήταν το 1961, όταν ήταν σε ψυχιατρική παρακολούθηση για κατάθλιψη και παράνοια κι ακόμα σκεφτότανε τη χαμένη του αγάπη. 2 βδομάδες πριν αυτοκτονήσει είχανε τη τελευταία τους επικοινωνία: «Πες μου αυτό. Πώς νεαρός άνδρας ξέρει πότε ερωτεύεται 1η φορά -πως μπορεί να ξέρει ότι θα είναι η μόνη αληθινή αγάπη της ζωής του; Πώς μπορεί να ενδεχομένως να ξέρει;» τον ρώτησε. Κοίταξε τον Χότσνερ επίμονα, σαν να έψαχνε για απάντηση και τότε του είπε ότι επρόκειτο να κοιμηθεί. «Με λίγη τύχη ίσως ονειρευτώ το Παρίσι».

     Ιούνιος 1961, Νοσοκομείο Σεντ Μέρι στο Ρότσεστερ της Μινεσσότα. Ο Ερνεστ νοσηλεύεται στη ψυχιατρική πτέρυγα. Υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ. Οι γιατροί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη χρόνια κατάθλιψή του και τη μανία καταδίωξης που τον έχει καταλάβει. Εχει ήδη κάνει 2 απόπειρες αυτοκτονίας και τον βασανίζουν οι ίδιες εμμονές. Πιστεύει ότι το δωμάτιό του παρακολουθείται, ότι η νοσοκόμος που τον φροντίζει είναι μυστική πράκτορας, ότι όλοι γύρω του -από το δικηγόρο μέχρι τον τραπεζίτη του- έχουνε συνωμοτήσει για να τονε καταστρέψουν.
     Σ’ αυτή τη κατάσταση τον βρίσκει ο φίλος του, συγγραφέας Ααρον Eντουαρντ Χότσνερ, που τον επισκέπτεται. Ο Χέμινγουεϊ θα του διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια την εξωσυζυγική σχέση, που εξ αιτίας της διαλύθηκε ο 1ος του γάμος με τη Χάντλεϊ Ρίτσαρντσον, εκείνη που τον στήριξε όταν ήταν ακόμη εντελώς άγνωστος. Εκείνη που έβλεπε τις σκισμένες απορριπτικές επιστολές των εκδοτικών οίκων και του έλεγε να μην αποθαρρύνεται, γιατί κάποια μέρα θα γινόταν διάσημος. Εκείνη που υπήρξε η μοναδική μεγάλη αγάπη του…
     Το κάθε μυθιστόρημά του έμεινε χαρακτηριστικό για τον συγκινητικό τρόπο που ζητά συγγνώμη απ’ τη γυναίκα που ήτανε το αληθινό μέρος κάθε γυναικείου χαρακτήρα που πρωταγωνιστούσε στα βιβλία του…

     Ερωτευμένος Χέμινγουεϊ, λοιπόν, αλλά πάνω απ’ όλα μετανιωμένος. Μες στις παραισθήσεις του, αισθανόταν ενοχές για τον τρόπο που φέρθηκε στη Χάντλεϊ, κι αυτό ήταν, ίσως, το πιο αληθινό κομμάτι των τελευταίων χρόνων της ζωής του. Με τη Χάντλεϊ παντρεύτηκαν το 1921. Ζούσανε στο Παρίσι, μάλλον φτωχικά, αλλά η αγάπη τους τα έκανε όλα να φαίνονται όμορφα. Μένανε στον 4ο όροφο ενός κτιρίου χωρίς ασανσέρ στην οδό Καρντινάλ Λεμουάν κι έπειτα στην οδό Νοτρ Νταμ ντε Σαν, πάνω από αυλή όπου υπήρχε πριονιστήριο. Ο θόρυβος τους τρέλαινε! Οι μέρες τους κυλούσαν με πικνίκ γύρω από τον ιππόδρομο του Οτέιγ, ψάρεμα, πεζοπορίες. Οπότε κατάφερναν να μαζέψουν λίγα χρήματα, έφευγαν για την Αυστρία, εκεί όπου κι οι 2 είχαν μάθει σκι. Συνήθως έμεναν στο Μαντλέφεν Χάους, πανέμορφο παλιό πανδοχείο, όπου, όπως ο Χέμινγουεϊ αφηγείται στον Χότσνερ, ένα παγωμένο βράδυ είχαν κοιμηθεί σφιχταγκαλιασμένοι με το παράθυρο ανοιχτό για να βλέπουν τ’ άστρα…
     To 1923 γεννήθηκε ο γιος τους, Τζακ (ο Μπάμπι, όπως τον φώναζαν) και λίγο μετά στην ειδυλλιακή ζωή τους εισέβαλαν οι… πλούσιοι. «Δυο άνθρωποι που αγαπιούνται προσελκύουν τους πλούσιους», είπε ο Χέμινγουεϊ στον Χότσνερ. «Μόνο που εγώ και η Χάντλεϊ ήμασταν αφελείς, δεν ξέραμε πώς να προστατευτούμε. Μας γοήτευσαν. Κι εγώ ήμουν τόσο ανόητος όσο ένα κυνηγόσκυλο που είναι έτοιμο να ακολουθήσει οποιονδήποτε κρατάει τουφέκι».
Το 1925, καλεσμένοι σε ένα δείπνο του ζεύγους Φιτζέραλντ, οι Χέμινγουεϊ γνωρίζουν την Πολίν Φάιφερ, μια ζάπλουτη Αμερικανίδα. Στον πατέρα της ανήκε σχεδόν όλο το Αρκανσο: είχε στη κατοχή του από τράπεζα κι εκκοκκιστήριο βαμβακιού μέχρι αλυσίδα φαρμακείων! Η Πολίν ήτανε 4 χρόνια μεγαλύτερή του. Είχε έρθει στο Παρίσι για να δουλέψει στη Vogue κι ήταν σαν να είχε βγει από τις σελίδες της: μικροκαμωμένη, χωρίς καμπύλες, κοντοκουρεμένη και με κατακόκκινα χείλη, a la mode. Ο Ερνεστ δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ομως εκείνη παθιάστηκε μαζί του.

     Μπήκε στη ζωή τους ως φίλη, εκφράζοντας –αληθινό ή προσποιητό, ποιος ξέρει;– ενδιαφέρον για τον Μπάμπι, στον οποίο χάριζε πανάκριβα δώρα. Η Χάντλεϊ τη συμπάθησε. Ετσι, τις περισσότερες φορές που η Πολίν τούς καλούσε σε κάποιο ακριβό εστιατόριο, και δεν είχαν χρήματα για να πληρώσουν μπέιμπι σίτερ για τον μικρό, ενθάρρυνε τον σύζυγό της να πάει μόνος. Εκείνος άρχισε να απολαμβάνει την παρέα της: ήταν έξυπνη, διασκεδαστική. Είχε υπεροψία του πλουσιοκόριτσου που ήξερε ότι μπορούσε να πάρει οτιδήποτε ήθελε και γαντζώθηκε πάνω του «όπως ο κισσός στον τοίχο». Κι ο νεαρός Ερνεστ, που τότε δεν είχε ακόμα εκδώσει ούτε ένα βιβλίο, έβλεπε τη φτώχεια σαν αρρώστια που μόνο το γιατρικό του χρήματος μπορούσε να θεραπεύσει. Εγιναν εραστές.
     “Σου έχει στήσει παγίδα, δεν το βλέπεις; Προχωράς σε ναρκοπέδιο“, τον προειδοποίησε ο φίλος του, συγγραφέας Φράνσις Σκοτ Φιτζέρλαντ. Ομως ο Χέμινγουεϊ δεν μπορούσε να διαλέξει. “Μέσα μου υπάρχουνε δύο άντρες, ευτυχισμένοι και ερωτευμένοι και οι δύο, αλλά ένας από τους δύο πρέπει να πεθάνει. Η Χάντλεϊ είναι απλή, παλαιών αρχών, δεκτική, ανεπιτήδευτη, ενάρετη. Η Πολίν κομψή, με στιλ, επιθετική, πονηρή, αντισυμβατική. Εγώ έχω το πάνω χέρι με την Χάντλεϊ κι η Πολίν με μένα“, απάντησε στον Φιτζέρλαντ. Και το ερωτικό τρίγωνο εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι το 1927, που η Χάντλεϊ κατάλαβε τα πάντα. “Σ’ αγαπώ αλλά έχω γι’ αυτήν ένα πάθος αλλόκοτο, που δεν μπορώ να εξηγήσω“, της είπε ο άντρας της. Πώς αντέδρασε; Του έδωσε την ελευθερία του, τον παραχώρησε στην Πολίν! Στο γάμο τους, την ίδια χρονιά, η Πολίν φορούσε φόρεμα της Ζαν Λανβέν και μαργαριταρένιο περιδέραιο του Καρτιέ. Ο Ερνεστ είχε βρει το γιατρικό του: θα είχε πλέον μόνιμο τραπέζι στο Ριτς, βίλλα στην Αντίμπ, σαφάρι υψηλού επιπέδου, δικό του σκάφος. Ομως, όπως θα έλεγε στον Χότσνερ, “το παρελθόν δεν είναι σαν γέφυρα. Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω και να το αλλάξεις“. Η ζωή του με τη Πολίν ήτανε τρυφηλή αλλά βαρετή. Κι όταν το πάθος των πρώτων μηνών παρήλθε, τίποτα δεν μπορούσε να του δώσει τη πληρότητα που αισθανόταν δίπλα στη Χάντλεϊ. Νοσταλγούσε πολλά, μα περισσότερο τη μέρα που εκδόθηκε το 1ο του μυθιστόρημα, Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά. Εκείνη είχε φορέσει ένα φθαρμένο φόρεμα, εκείνος τη μοναδική του γραβάτα κι είχανε πάει στο Ριτς να γιορτάσουν με σαμπάνια και αγριοφράουλες. Με τη Πολίν έμεινε παντρεμένος μέχρι το 1940 -τότε μπήκε στη ζωή του η 3η κυρία Χέμινγουεϊ, η πολεμική ανταποκρίτρια Μάρθα Γκέλχορν. Εμελλε να ακολουθήσει και 4η, η Μέρι Γουέλς.

     Επειτα από εκείνη την επίσκεψη, ο Χότσνερ δεν ξαναείδε τον διάσημο συγγραφέα. Ο Χέμινγουεϊ σύντομα πήρε εξιτήριο. Επέστρεψε στο σπίτι του στο Κέτσαμ του Αϊνταχο. Το 1951, θα ολοκληρώσει το Γέρο Και Τη Θάλασσα, ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά έργα του, το οποίο θα αποσπάσει επιτέλους το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) που τόσο πολύ του είχαν αρνηθεί. Οι περιπέτειες του παράτολμου Χέμινγουεϊ δεν έλεγαν να πάρουν τέλος, κάτι που θα τον έφερνε αναρίθμητες ακόμα φορές στην Αφρική αλλά κι αλλού στον κόσμο. Ο ίδιος τραυματίστηκε αρκετές φορές, μέχρι και από πολλαπλά αεροπορικά ατυχήματα επιβίωσε! Το 1954 ήρθε η μεγάλη στιγμή του, όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αν και στην απονομή του βαρύτιμου βραβείου ο λόγος του άρχισε να προδίδει την κακή κατάσταση της υγείας του: ήτανε πια αλκοολικός, καταθλιπτικός και καταπονημένος ως οργανισμός, καθώς τον ταλαιπωρούσαν τα τραύματα από τις περιπέτειές του στη Κούβα.

     Τότε ήταν που άρχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία για υπέρταση και παθήσεις του συκωτιού. Πριν αποσυρθεί οριστικά στο νέο του σπίτι στο Αϊντάχο, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο του πόνημα, το «Μια κινητή γιορτή», ένα χρονικό της ζωής του στο Παρίσι. Εκεί συνέχισε να παλεύει με τη συνεχώς επιδεινούμενη σωματική και ψυχική του υγεία, μέχρι τις 2 Ιουλίου 1962 τουλάχιστον, όταν πήρε το αγαπημένο του δίκαννο και αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι, λίγες μέρες πριν τα 62α γενέθλιά του. Άφησε κληρονομιά εντυπωσιακό σώμα έργων που συνεχίζουν να επηρεάζουν τους λογοτέχνες του καιρού μας και να μαγεύουνε το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Και βέβαια το δημιουργικό του ταλέντο και τα αριστουργήματα που χάρισε στην οικουμένη δεν κατάφεραν ποτέ να επισκιαστούν από τον περιπετειώδη βίο του, που έγινε ωστόσο εξίσου θρυλικός…

*+*+*+*+*+
^ Είχεν εξαιρετική σχέση με τα ζώα. Λάτρευε τις γάτες.

^ Μια φορά, στην Μοντάνα, έζησε με μια αρκούδα, η αρκούδα κοιμήθηκε μαζί του, μέθυσε μαζί του κι ήταν καλή του φίλη…

^ Σύμφωνα με τον Χέμινγουεϊ, ο Φιτζέραλντ του είχε εξομολογηθεί πως η γυναίκα του, Ζέλντα, του είχε πει πως το πέος του ήταν πολύ μικρό. Ο Χέμινγουεϊ πήρε τότε τον Φιτζέραλντ στη τουαλέτα του μπαρ όπου βρίσκονταν και του είπε «Είσαι μια χαρά. Είσαι OK. Δεν πάει τίποτα στραβά πάνω σου. Κοιτάζεις τον εαυτό σου από ψηλά και σου φαίνεται μικρότερος από την πραγματικότητα. Πήγαινε στο Λούβρο και κοίτα τα αγάλματα και μετά πήγαινε σπίτι και κοίτα τον εαυτό σου προφίλ στον καθρέφτη»….
^ Στο αφιέρωμα που του είχε κάνει το New Yorker, ο Χέμινγουεϊ εκνευρίστηκε μια φορά στη διάρκεια ενός γεύματος, επειδή η παρέα του πίστευε πως μπορούσε να αποχωρήσει από το τραπέζι πριν τελειώσουν όλη τη σαμπάνια. «”Το μισό μπουκάλι σαμπάνιας είναι ο εχθρός του ανθρώπου”, είπε ο Χέμινγουεϊ. Καθίσαμε ξανά όλοι κάτω», γράφει η Ross στο New Yorker. Ο Χέμινγουεϊ φαίνεται να είπε τότε, σερβίροντας τη σαμπάνια «Αν έχω λεφτά, δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να τα ξοδέψω από τη σαμπάνια»….
^ Σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του Guardian από το 2009, ο Χέμινγουεϊ είχε το κωδικό όνομα «Argo», ενόσω δούλευε για την KGB. To άρθρο έκανε αναφορά σε μια έκδοση του Πανεπιστημίου του Yale, το «Spies: The Rise and Fall of the KGB in America» , σύμφωνα με το οποίο ο Χέμινγουεϊ ήταν καταχωρημένος ως πράκτορας της KGB στην Αμερική, στη περίοδο κυριαρχίας του Στάλιν στη Μόσχα….
^ Στο ίδιο αφιέρωμα του New Yorker από το 1950, η Ross γράφει για το τι συνέβη όταν πρότεινε στο Χέμινγουεϊ κάτι που ο ίδιος θεώρησε ως ανιαρή μάχη. «Ο Χέμινγουεϊ μου έριξε ένα μακρύ, επιτιμητικό βλέμμα: «Κόρη, πρέπει να μάθεις πως μια κακή μάχη είναι χειρότερη από το να μη παλέψεις» μου είπε. Θα πηγαίναμε όλοι μαζί σε μια μάχη όταν θα επέστρεφε από την Ευρώπη, είπε, επειδή είναι απολύτως απαραίτητο να παίρνεις μέρος σε αρκετές καλές μάχες μέσα στο χρόνο. «Αν παραιτηθείς από αυτές για πολύ καιρό, τότε αρχίζεις να μένεις μακριά τους», είπε. Τον διέκοψε ένας σύντομος βήχας. «Στο τέλος, καταλήγεις σε ένα δωμάτιο και δεν κινείσαι»….
 ^ «Πηγαίναμε έξω για ποτό» είχε πει ο Χέμινγουεϊ σε ένα δημοσιογράφο του Time στα μέσα του ’50 «κι ο Τζόις θα έμπλεκε σε ένα καυγά. Δεν μπορούσε καλά καλά να δει τον άλλον και έλεγε: “Βάλτονε στη θέση του Χέμινγουεϊ! Βάλτονε στη θέση του!”»….
^ Άλλη μια ιστορία που έρχεται από το αφιέρωμα του New Yorker και για την οποία η Ross γράφει «Ξυπνά πάντα το χάραμα, μου εξηγεί, επειδή τα βλέφαρά του είναι ιδιαίτερα λεπτά και τα μάτια του ιδιαίτερα ευαίσθητα στο φως». Έπειτα ο Χέμινγουεϊ φέρεται να είπε «Έχω δει όλα τα ξημερώματα της ζωής μου, και μιλάω για μισό αιώνα. Ξυπνάω το πρωί και το μυαλό μου ξεκινά να φτιάχνει προτάσεις, και πρέπει να τις ξεφορτωθώ γρήγορα -να τις συζητήσω ή να τις γράψω»….
^ Ο Αμερικανός δημοσιογράφος George Plimpton πήρε συνέντευξη από τον Χέμινγουεϊ σε ένα καφέ της Μαδρίτης τον Μάη 1954. Στο κομμάτι του, ο Plimpton γράφει: «Κρατά σημειώσεις για την καθημερινή του πρόοδο -“για να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου”- σε ένα μεγάλο διάγραμμα που έχει φτιάξει από ένα κομμάτι χαρτόνι από πακέτο και το έχει ακουμπήσει κόντρα στον τοίχο, κάτω από τη μύτη ενός κρεμασμένου κεφαλιού γαζέλας. Τα νούμερα στο διάγραμμα δείχνουν πόσες λέξεις γράφει κάθε μέρα και ποικίλουν από 450, 575, 462, 1250 και ξανά στις 512, Οι μέρες με τις περισσότερες λέξεις είναι οι μέρες που ο Χέμινγουεϊ κάνει επιπλέον δουλειά ώστε να μη νιώθει ένοχος όταν την επόμενη ημέρα πηγαίνει για ψάρεμα στο Gulf Stream»…
^ Στην ίδια συνέντευξη που έδωσε στον Plimpton, αποκάλυψε πως είχε ξαναγράψει αρκετές φορές το τέλος ενός από τα διασημότερα έργα του. Ο Plimpton τον ρώτησε πόσες φορές σβήνει και ξαναγράφει τις ιστορίες των βιβλίων του κι εκείνος του απάντησε «Εξαρτάται. Ξαναέγραψα το τέλος του “Αποχαιρετισμός Στα Όπλα”, τη τελευταία του σελίδα, 39 φορές πριν νιώσω ικανοποιημένος». Ο δημοσιογράφος αναρωτήθηκε «Υπήρχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα; Τι ήταν αυτό που σε μπέρδευε;». Ο Χέμινγουεϊ απάντησε, «Το να βρω τις σωστές λέξεις»….
^ Πολεμικός ανταποκριτής της “Τορόντο Σταρ”, συλλέκτης δραματικών εικόνων, εμβληματικός συγγραφέας, ιδιότροπος και λάτρης του αλκοόλ.
^ Διάσημος για το πείραγμα που έριχνε στους φίλους του που προσπαθούσαν να κόψουνε τις ουσίες και τα βαριά ποτά, ο Χέμινγουεϊ βυθιζόταν όλο και περισσότερο στους εθισμούς του με το πέρασμα του χρόνου. Το αλκοόλ άλλωστε τον συντρόφευε σε όλη του την ενήλικη ζωή.

^ Ο Χέμινγουεϊ ξεκινούσε τη μέρα του γύρω στις 5.30 π.μ., ακόμη και αν είχε πιει το προηγούμενο βράδυ. Κι αυτό είναι το λιγότερο.
^ Ο εκκεντρικός συγγραφέας συνήθιζε να γράφει στη κρεβατοκάμαρα του. Το μισό του δωμάτιο ήτανε κατειλημμένο από το μεγάλο γραφείο του, αλλά κείνος δεν συνήθιζε να γράφει σε αυτό. Η αγαπημένη του γραφομηχανή ήτανε τοποθετημένη πάνω σε μια θήκη μέσα στην οποία τοποθετούσε βιβλία καθώς ήθελε να γράφει όρθιος. Για την ακρίβεια, έγραφε, σταματούσε και περπατούσε στο δωμάτιο μέχρι να αρχίσει να ξαναγράφει.
^ Μέσα σε μια “καλή” ημέρα εργασίας, ήταν ικανός να χαλάσει πάνω από 7 μολύβια.

^ Μία από τις αγαπημένες του συνήθειες ήτανε το ψάρεμα. Δεν είναι τυχαίο, πώς ένα από τα σημαντικότερα έργα του ήταν το βιβλίο Ο Γέρος Κι Η Θάλασσα. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Santiago, όπου ένας γέρο-ψαράς δίνει τη δική του μάχη μ’ ένα τεράστιο marlin. Το 1951, το συγκεκριμένο βιβλίο του χάρισε και το βραβείο Pulitzer και 3 έτη μετά και το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Η Πιλάρ η βάρκα του

^ Στη πραγματικότητα, ο Αμερικανός συγγραφέας βρέθηκε στις Μπαχάμες το 1935 όταν άνοιξε πυρ εναντίον καρχαριών με ημιαυτόματο Thompson που είχε μαζί του, για να προστατέψει τη ψαριά του από τα σαγόνια τους. Το 1938 έκανε παγκόσμιο ρεκόρ πιάνοντας εφτά marlin μέσα σε μία μέρα.

^ Τον Μάρτη του 1937 ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Η εμπειρία του καταγράφεται στο έργο του, Για Ποιον Χτυπά Η Καμπάνα. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως έν από τα σημαντικότερα έργα του κι όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία ενώ έλαβε και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου ήτανε και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέριμμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως κι ο αληθινός Μέρριμαν πέσανε μαχόμενοι στην Ισπανία.

^ Μετά τη συμμετοχή των ΗΠΑ στο 2ο Παγκ. Πολ., οργάνωσε μία επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς του ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος, γνωστό κι ως Pilar. Ονόμασε την οργάνωση αυτή “Crook Factory” ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη τότε σύζυγό του Μάρθα Γκέλχορν, το εγχείρημά του ήτανε δικαιολογία ώστε ν’ αποφύγει μία πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάζει με τους φίλους του. Την Άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για την δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με 1ο σταθμό το Λονδίνο. Το FBI πάντως, δεν πήρε ποτέ την αυτόβουλη δράση του στα σοβαρά.

* Εκτός από το ψάρεμα, το αλκοόλ και τη συγγραφή, το κυνήγι αποτέλεσε μια μεγάλη τρέλλα της ζωής του. Το 1940, έχοντας ολοκληρώσει το Για Ποιον Χτυπά Η Καμπάνα, πήρε τους φίλους του, τη 3η σύζυγο του και 2 από τα παιδιά του και βγήκε για κυνήγι, σκοτώνοντας 400 κουνέλια σε μία μόνο μέρα. Στη τρυφερή ηλικία των 3, σκότωσε ένα σκαντζόχοιρο και τον έφαγε κατ’ εντολή του πατέρα του.

^ Λένε πως το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει. Και πολύ σωστά λένε. Ο Έρνεστ είχε τις παραξενιές του, αλλά από κάπου τις κληρονόμησε. Η μητέρα του, φρόντισε να του δώσει το καλό παράδειγμα. Θέλοντας να του μάθει ένα μουσικό όργανο, κράτησε τον μικρό της γιο εκτός σχολείου για έναν ολόκληρο χρόνο για να μάθει τσέλο. Χωρίς ωστόσο να έχει η προσπάθεια της, κανένα απολύτως αποτέλεσμα. “Έπαιζα τσέλο χειρότερα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στον πλανήτη“, είπε χρόνια μετά ο Χέμινγουεϊ. Αυτοκτόνησε δε, με κυνηγετική καραμπίνα.

^ Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στην συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς κι από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Αέναη Γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 κι εγκαταστάθηκε στο Ketchum του Άινταχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στη κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψής και της παράνοιας του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11-15 θεραπείες τέτοιου είδους, που όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα προκαλώντας του απώλεια μνήμης κι επιταχύνοντας πιθανά και τη μελλοντική του αυτοκτονία.
^ Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Ketchum.
^ Το Φλεβάρη 1935, ο Πάπα συζήτησε για λογοτεχνία με το αμερικανικό περιοδικό Esquire. Σε ένα άρθρο με τίτλο Remembering Shooting-Flying: A Key West Letter, ο διάσημος συγγραφέας έδωσε μια λίστα με τα 17 αριστουργήματα που, όπως είπε, «θα προτιμούσε να ξαναδιάβαζε για πρώτη φορά παρά να είχε ένα σταθερό εισόδημα ενός εκατομμυρίου δολαρίων τον χρόνο»! Αυτή είναι η διαβόητη λίστα των βιβλίων όπου υπάρχουν πολλά ρωσσικά κι ορισμένα γαλλικά αριστουργήματα, τα οποία για κείνον αξίζουνε πιότερο από τα εκατομμύρια:

Αννα Καρένινα, του Λέοντος Τολστόι
Far Away and Long Ago – A History of My Early Life, του William H. Hudson
Les Buddenbrook, Le déclin d’une famille, του Τόμας Μαν
Ανεμοδαρμένα Υψη, της Emily Brontë
Μαντάμ Μποβαρί, του Gustave Flaubert
Πόλεμος και Ειρήνη, του Λέοντος Τολστόι
Αναμνήσεις ενός κυνηγού, του Ivan Turgeniev
Αδελφοί Καραμαζόφ, του Fyodor Dostoyevski
Hail and Farewell, του George Moore
Huckleberry Finn, του Mark Twain
Winesburg, Ohio, του Sherwood Anderson
Βασίλισσα Μαργκό, του Alexandre Dumas
La Maison Tellier, του Guy de Maupassant
Κόκκινο και Μαύρο, του Stendhal
La Chartreuse de Parme, του Stendhal
Οι Δουβλινέζοι, του James Joyce
Αυτοβιογραφίες, του William Butler Yeats

+*+*+*+*+*
Μαρλέν & Πάπα-

     Αυτός είναι ίσως ο σπουδαιότερος Αμερικανός συγγραφέας. Αυτή η κρύα αλλά απίστευτα σαγηνευτική Γερμανίδα που κατέκτησε με τις ταινίες της τον κόσμο. Οταν ο Χέμινγουεϊ συνάντησε τη Μαρλέν Ντίτριχ το 1935 σπίθες ξεπηδήσανε και μια μακροχρόνια σχέση δημιουργήθηκε που ποτέ δεν κατόρθωσε να γίνει απόλυτα ερωτική αφού όπως γράφει ο ίδιος, έπασχε από μη συγχρονισμένο πάθος. Η χροιά κι η ένταση της σχέσης του αποτυπώνεται μοναδικά σε μια επιστολή του συγγραφέα προς τη σταρ το 1955, η οποία ήρθε στη δημοσιότητα μετά την απόφαση των παιδιών της να την δημοπρατήσουν.

     Ο Χέμινγουεϊ αποκαλεί την Ντίτριχ «Αγαπητή Kraut» κι υπογράφει ως Papa! Ο βραβευμένος με Νόμπελ συγγραφέας γράφει απαντώντας σε γράμμα της Ντίτριχ, στο οποίο παραπονιόταν για μια παράστασή της στο Las Vegas. Γράφει με ένα απίστευτα σουρρεαλιστικό αλλά κι ερωτικό τρόπο ο συγγραφέας πως αν έστηνε ο ίδιος τη παράσταση « Θα έκανα κάτι πρωτοποριακό, για παράδειγμα θα έβαζα να σε σκοτώσουν, ενώ ήσουν μεθυσμένη, με ένα οπλοπολυβόλο. Καθώς θα έπεφτες στη σκηνή, μεθυσμένη και γυμνή, θα εμφανιζόμουν εγώ από πίσω σου, φορώντας βραδινά ρούχα… και θα ανακοίνωνα πως λυπόμαστε αλλά δεν ξέραμε ότι η κυρία αυτή είναι μισητή.» Και μετά θα έπαιζαν μαζί μια σκηνή από τη γαλλική όπερα Λακμέ. Η επιστολή γράφτηκε 6 χρόνια πριν την αυτοκτονία του στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Ο Γέρος Κι Η Θάλασσα. Στην επιστολή αναφέρει και τη δυσκολία που αντιμετώπιζε να βρει αρκετά μεγάλο ψάρι για τη κινηματογραφική αποτύπωση του τεράστιου ξιφία της ιστορίας του. Τα περισσότερα γράμματα αυτής της συγκλονιστικής αλληλογραφίας – περίπου 30- βρίσκονναι στην βιβλιοθήκη John F Kennedy στη Βοστώνη, όμως λίγα έχουν μείνει στα χέρια των εγγονιών της.

     «Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που σε αγκαλιάζω αισθάνομαι σαν να έχω επιστρέψει σπίτι μου…», έγραφε το 1950 ο Πάπα στη Μαρλέν. Κι εκείνη του απαντούσε: «Έχει έρθει η ώρα να σου πω ότι σε σκέφτομαι συνέχεια. Διαβάζω τα γράμματά σου κι έχω φέρει τη φωτογραφία σου στη κρεβατοκάμαρά μου». Για τον Χέμινγουεϊ η Ντίτριχ ήταν «η μικρή μου Γερμανίδα» («my little Kraut») και για τη Ντίτριχ ο Χέμινγουεϊ ήταν ο «Papa». Γνωρίστηκαν το 1934 σε ένα κρουαζιερόπλοιο . Ο έρωτας τους ήτανε κεραυνοβόλος, αν και στα 30 χρόνια που κράτησε η σχέση τους -μέχρι την αυτοκτονία του Χέμινγουεϊ- δεν υπήρξαν ποτέ εραστές, αλλά περισσότερο δύο φίλοι που φλέρταραν ασύστολα, καταδικασμένοι σε ένα «μη συγχρονισμένο πάθος», όπως το περιέγραφε ο Χέμινγουεϊ. «Υπήρξαμε θύματα ενός μη συγχρονισμένου πάθους. Όταν δεν ήμουν ερωτευμένος, η Γερμανίδα μου ήτανε βαθιά μέσα σε κάποια ρομαντική σχέση.  Στις φάσεις που η Μαρλέν ήτανε στην επιφάνεια και κολυμπούσε με αυτά τα θεσπέσια μάτια σε αναζήτηση του έρωτα, εγώ ήμουν δεσμευμένος», έγραφε ο Χέμινγουεϊ εξηγώντας γιατί δύο άνθρωποι που μπορούσαν να επικοινωνούνε τόσο καλά δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν εραστές:

   «Καθώς θα προσγειώνεσαι στη σκηνή μεθυσμένη και γυμνή, θα εμφανίζομαι από το βάθος με επίσημο ένδυμα και θα ανακοινώνω ότι λυπούμαστε, δεν ξέραμε ότι η κυρία τα ‘χε κοπανήσει», γράφει σε επιστολή το 1955, περίπου 6 έτη πριν αυτοκτονήσει και τελειώνει με τη φράση «σ’ αγαπώ πάντα».

*+*+*+*+*+

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

1925: The Torrents of Spring (Ανοιξιάτικοι χείμαρροι)
1926: The Sun Also Rises (Ο ήλιος ανατέλλει ξανά)
1929: A Farewell to Arms (Αποχαιρετισμός στα όπλα)
1935: Green Hills of Africa (Πράσινοι λόφοι της Αφρικής)
1937: To Have and Have Not (Να έχεις και να μην έχεις),
1940: For Whom the Bell Tolls (Για ποιον χτυπά η καμπάνα)
1946: The Garden of Eden – (Ο κήπος της Εδέμ)
1950: Across the River and Into the Trees – (Μέσα απ’ το ποτάμι και τα δέντρα)
1950: Islands in the Stream (Νησιά της Καραϊβικής)
1952: The Old Man and the Sea – (Ο γέρος κι η θάλασσα) Βραβείο Πούλιτζερ & Νόμπελ Λογ. 1951 -54

Αφηγήσεις

1932: Death in the Afternoon (Θάνατος το απομεσήμερο)
1954: True at First Light (Αληθινό με το πρώτο φως)
1959 – 1960: The Dangerous Summer (Το επικίνδυνο καλοκαίρι)
1964: A Moveable Feast – (Μια κινητή γιορτή)

Διηγήματα

1923: Three Stories and Ten Poems, συλλογή τριών ιστοριών και δέκα ποιημάτων
1925: A Very Short Story (Μια πολύ σύντομη ιστορία)
1925: Cat in the Rain (Γάτα στη βροχή)
1925: In Our Time (Στην εποχή μας) 
1927: Men Without Women (Άντρες χωρίς γυναίκες)
1927: The Killers (Οι φονιάδες)
1930: On the Quai at Smyrna (Στη προκυμαία της Σμύρνης)
1933: Winner Take Nothing, συλλογή διηγημάτων
1936: The Snows of Kilimanjaro (Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο)
1938: The Fifth Column and the First Forty-Nine Stories

*+*+*+*+*+

Ρηθέντα

* Όλη η σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία προέρχεται από ένα βιβλίο του Μαρκ Τουαίην το Χώλκμπερυ Φιν. Η αμερικανική γραφή προέρχεται από αυτό. Δεν υπήρχε τίποτα πριν. Δεν έχει υπάρξει τίποτα τόσο καλό έκτοτε.

* Η ζωή δεν πρέπει να σας αποθαρρύνει. Ποτέ μην αποθαρρύνεστε. Είναι το μυστικό της επιτυχίας μου. Δεν έχω πτοηθεί ποτέ. Ποτέ μην δείχνετε αποθαρρυμένοι μπροστά σε άλλους.

* Πάντα να κάνετε νηφάλιοι αυτά που λέτε, ότι θα κάνετε μεθυσμένοι. Αυτό θα σας διδάξει να κρατάτε το στόμα σας κλειστό.

* Ποτέ μη ταξιδεύετε με κάποιον που δεν αγαπάτε.

* Ποτέ δε χρειάστηκε να διαλέξω ένα θέμα. Μάλλον τα θέματα διάλεγαν εμένα.

* Κάθε μικρή πράξη καλοσύνης που μπορείτε να κάνετε, αξίζει να την κάνετε.

* Ποτέ μην κρίνετε έναν άνθρωπο από τους φίλους. Να θυμάστε, ότι οι φίλοι του Ιούδα ήταν άψογοι.

* Κοιτάζοντας φωτογραφίες χωρίς προκατάληψη και διαβάζοντας βιβλία με ανοιχτό μυαλό, θα έχετε την ζωή που θέλετε.

* Ο καλύτερος τρόπος για να μάθετε αν μπορείτε να εμπιστευτείτε κάποιον είναι να τον εμπιστευτείτε.

* Καλό είναι να ‘σαι τυχερός, αλλά εγώ προτιμώ να μαι ακριβής, γιατί έτσι, όταν θα ‘ρθει η τύχη, θα ‘μαι έτοιμος.

* Μπορείτε να αγοράσετε είτε ρούχα είτε πίνακες ζωγραφικής. Είναι τόσο απλό. Κάποιος που δεν είναι πλούσιος δεν μπορεί να κάνει κανένα από τα δυο. Μην δίνετε σημασία στην μόδα και αγοράστε ρούχα που σας βολεύουν και είναι ανθεκτικά. Μετά θα έχετε λεφτά για πίνακες.

* Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να γελά, αν κι έχει τους λιγότερους λόγους για να το κάνει.

* Υπάρχουν 2 είδη ανθρώπων: αυτοί που είναι εύκολο να είσαι μαζί τους, αλλά εξίσου εύκολο να είσαι χωρίς αυτούς και αυτοί που είναι δύσκολο να είσαι μαζί τους, αλλά αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτούς.

* Ένας έξυπνος άνθρωπος είναι υποχρεωμένος μερικές φορές να μεθά και να περνά χρόνο με τη βλακεία του και με ηλίθιους.

* Αν επιτρέπεις στον εαυτό σου κάνει αστεία, οι άνθρωποι δεν σε παίρνουν στα σοβαρά. Αλλά αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι είναι που δεν καταλαβαίνουν, ότι στην ζωή υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν θα αντέχαμε χωρίς την αίσθηση του χιούμορ.

* Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για την ήττα. Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί, αλλά όχι να νικηθεί.

* Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο.

* Η ευτυχία των έξυπνων ανθρώπων είναι το πιο σπάνιο πράγμα που ξέρω.

* Ένας άντρας δεν αξίζει να αποκαλείται άντρας, αν δεν πολεμήσει για τους αγαπημένους του, που υποφέρουν.

* Ένας άνθρωπος μόνος του, άσχετα από το πόσο μόνος του είναι, δεν έχει καμία ελπίδα.

* Το καλύτερο δώρο για έναν καλό συγγραφέα είναι ένας ενσωματωμένος κι ανθεκτικός στα χτυπήματα ανιχνευτής βλακείας.

* Όλα τα βιβλία είναι περίπου τα ίδια: φαίνονται πιο αληθινά από την ίδια τη ζωή.

* Πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες.

* Τι μπορεί να βλάψει έναν συγγραφέα; Η πολιτική, οι γυναίκες, η φιλοδοξία, το χρήμα και τα ποτά. Επίσης, η έλλειψη πολιτικής, γυναικών, φιλοδοξίας, χρήματος και ποτού.

* Ο συγγραφέας πρέπει να γράφει αυτά που θέλει να πει, όχι να τα λέει. Γράψε μεθυσμένος, επεξεργάσου νηφάλιος.

* Η ευτυχία δεν είναι τίποτα παραπάνω από καλή υγεία και κακή μνήμη.

* Σαν συγγραφέας, δεν πρέπει να επικρίνεις, πρέπει να κατανοείς.

* Η ζωή δεν είναι δύσκολη, όταν δεν έχει τίποτα να μάθεις.

* Είναι καλύτερο να μην έχεις ιδεολογία από το να μην έχεις δουλειά.

* Θυμήσου να βάλεις τον καιρό στα αναθεματισμένο το βιβλίο σου -ο καιρός είναι πολύ σημαντικός.

* Υπάρχουν πράγματα χειρότερα από τον πόλεμο: η δειλία, η προδοσία κι η ιδιοτέλεια.

* Αν νικήσουμε εδώ, μπορούμε να νικήσουμε οπουδήποτε.

* Αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή.

* Μετά το γράψιμο μιας ιστορίας ήμουν πάντα άδειος και ταυτόχρονα λυπημένος και χαρούμενος, σαν να είχα κάνει έρωτα.

* Είμαστε ισχυρότεροι στα σημεία που έχουμε ήδη σπάσει.

* Να θυμάστε, όποιος επιδεικνύει τις γνώσεις του, στην ουσία δεν έχει γνώσεις.

* Δεν ήθελα να μάθω περί τίνος πρόκειται. Ήθελα απλά να μάθω πως να ζω μέσα σε αυτό. Ίσως, αν μάθουμε να ζούμε μέσα σε αυτό, να μάθουμε και περί τίνος πρόκειται.

* Ο κόσμος είναι ένα τέλειο μέρος για το οποίο αξίζει να παλέψεις και μισώ το ότι θα πρέπει να τον αφήσω κάποια στιγμή.

* Όλη μου τη ζωή κοίταζα τις λέξεις σαν να τις έβλεπα για πρώτη φορά.

* Ο πεζός λόγος είναι αρχιτεκτονική, δεν είναι εσωτερική διακόσμηση.

* Τη ζωή δεν είναι δύσκολο να την κουμαντάρεις όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις.

* Όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι άθεοι.

* Η πιο σύντομη απάντηση είναι να το κάνεις.

* Σε ότι αφορά την ηθική, γνωρίζω μόνο ένα πράμα: είναι ηθικό εκείνο ύστερα από το οποίο νιώθεις τον εαυτό σου καλύτερα κι είναι ανήθικο, αν νιώθεις χειρότερα.

* Ποτέ μην κάθεσαι σε τραπέζι όταν μπορείς να σταθείς στο μπαρ.

* Να γράφεις μεθυσμένος. Να διορθώνεις ξεμέθυστος.

* Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.

* Η δειλία είναι απλώς η έλλειψη της ικανότητας να αναστείλεις τη λειτουργία της φαντασίας.

* Το πιο δύσκολο κομμάτι στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι να το τελειώσεις.

* Ποτέ μη μπερδεύεις τη κίνηση με τη δράση.

+*+*+*+*+*

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Θάνατος Στον Πιάβε

Ο πόθος και όλοι οι πόνοι
που πάλλονταν γλυκείς
κι ευγενικά πληγώναν.
Αυτά που ήσουν χάθηκαν
μες στο βαθύ σκοτάδι.
Τώρα έρχεσαι πια τη νύχτα
βλοσυρή στο πλάι μου
μια ανιαρή, ψυχρή κι άκαμπτη ξιφολόγχη
καρφωμένη στο ζεστό οίδημα
της ψυχής μου, που πάλλεται.

Μονπαρνάς

Κανείς απ’ τους γνωστούς μας
δεν αυτοκτονεί ποτέ στη γειτονιά
Όχι μ’ επιτυχία τουλάχιστον.
Ένα παιδί από την Κίνα αυτοκτόνησε
κι είναι τώρα νεκρό
(τα γράμματά του συνεχίζουν να τα ρίχνουν
στη θυρίδα του στο Ντομ).
Ένα παιδί από τη Νορβηγία αυτοκτόνησε
κι είναι τώρα νεκρό
(κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται τώρα
το άλλο παιδί από τη Νορβηγία).
Βρήκαν ένα μοντέλο νεκρό
μόνο του στο κρεβάτι κι εντελώς νεκρό
(τρομερή ταλαιπωρία για τον θυρωρό).
Γλυκό λάδι, ασπράδι αβγού,
μουστάρδα και νερό, σαπουνάδα
και μια αντλία στομάχου
σώζουν τις ζωές των γνωστών μας.
Και κάθε βράδυ οι γνωστοί μας
είναι σε κάποιο καφέ.

Κεφάλαιο Επικεφαλίδα

Γιατί έχουμε σκεφτεί
τις πιο μεγάλες σκέψεις
Κι ακολουθήσαμε τη συντομότερη οδό.
Και γιατί έχουμε χορέψει
του διαβόλου τους σκοπούς,
Τρέμοντας ύστερα στο σπίτι προσευχόμαστε·
Δουλεύουμε σε ένα κύριο τη νύχτα,
Σ’ έναν άλλο τη μέρα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *