Βιογραφικό
O Βικτώρ Ουγκώ (Victor Marie Vicomte Hugo), Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός αλλά και ζωγράφος, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του γαλλικού ρομαντισμού. Έφηβος μόλις, αντιλήφθηκε το ταλέντο του στη λογοτεχνία κι ασχολήθηκε με μεταφράσεις έργων από τα λατινικά και με τη συγγραφή πρωτότυπων ποιητικών εργασιών. Στα 14 έγραψε σε μία εφημερίδα της εποχής: “Je veux être Chateaubriand ou rien” (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Ο Σατωμπριάν τον αποκάλεσε εξαιρετική φυσιογνωμία, προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Επαλήθευσε τη πρόβλεψη κι έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας. Θεωρείται από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης κι ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Παρόλο που εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα: Η Παναγία Των Παρισίων και Οι Άθλιοι, στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής. Εγκατέλειψε τον ποιητικό τύπο της εποχής του που, αν και ρομαντικός, ήταν έντονος, ρηχός κι επιτηδευμένος κι εγκαινίασε νέα ποιητική τέχνη με το λυρισμό του. Οι Ωδές & Μπαλλάντες (Odes et Ballades), ήταν η 1η του ποιητική συλλογή (1826) που τονε καθιέρωσε. Το θεατρικό Κρόμγουελ (Cromwell) που λίγο μετά ακολούθησε (1827), του χάρισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης.
Ασχολήθηκε ταυτόχρονα με τη πολιτική περνώντας βαθμιαία από τον φιλομοναρχισμό στη δημοκρατία. Ως μέλος της Άνω Βουλής το 1845 εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και τη κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Στις 30 Γενάρη 1876 ονομάστηκε ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία κι έγινε το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος ήτανε πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού. Τη τελευταία περίοδο της ζωής του γνώρισε τη λατρεία του γαλλικού έθνους, ταυτιζόμενος με την ίδια τη Γαλλία, όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα): “Je ne sais plus mon nom, je m’appelle Patrie!” (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Προ πάντων, όμως, ήταν ο ποιητής του νέου κόσμου, ο προφητικός, παραισθησιακός φιλόσοφος και μυθοπλάστης μιας ριζικά νέας εποχής.
Γεννήθηκε 26 Φλεβαρη 1802 στη Μπεζανσόν του Νομού Φρανς-Κοντέ (Franche-Comté) της ανατολικής Γαλλίας κι ήταν ο νεώτερος γιος του Ιωσήφ Ουγκώ και της Σοφί Τρεμπισέ. Ο πατέρας ήτανε στρατιωτικός (στρατηγός της Αυτοκρατορίας από το 1809) του Ναπολέοντα κι ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής. Στο άλλο άκρο η μητέρα, προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, ήτο φιλομοναρχική, ευσεβής ρωμαιοκαθολική. Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του κι η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για 2 έτη με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουνε πάλι και παραμένουνε 2 έτη στη κωμόπολη Φεγιαντίν (Feuillantines). Η οριστική διάσταση φτάνει το 1813, οπότε κι εγκαθίσταται με τη μητέρα του οριστικά στο Παρίσι, όπου μόλις που τα βγάζανε πέρα. Ο Βικτώρ διέμεινε από το 1815 ως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου (Collège Louis-le Grand).
Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασσικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: “Je veux être Chateaubriand ou rien” (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωμπριάν ή τίποτα). Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωμπριάν αποκάλεσε τον Ουγκώ, εξαιρετική φυσιογνωμία, προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στη Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποίησης που κέρδισε, του δώσανε θάρρος να συνεχίσει. Αν και επί ένα έτος ήταν αναγκασμένος να μένει σε μία σοφίτα επί της οδού Ντι Ντραγκόν, παρέα με ποντίκια, έγραφε ωστόσο με μεγάλη επιμέλεια, επιμονή κι αυτοπεποίθηση, αρετές που δεν του έλειψαν ποτέ στη ζωή του.
Ο πατέρας του
Το 1819 ιδρύει μαζί με τους αδερφούς του το περιοδικό Conservateur Littéraire όπου υποστηρίζει τις θέσεις του Σατωμπριάν. Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του κι ένα μήνα, περίπου, μετά στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Το 1822, δημοσιεύει τη 1η του ποιητική συλλογή Nouvelles Odes et Poésies Diverses, που προσήλκυσε τη προσοχή και την εύνοια του βασιλιά κι έτσι έλαβε μία βασιλική επιχορήγηση από το Λουδοβίκο. Την ίδια εποχή συνεργάζεται με το περιοδικό Muse Française και συχνάζει στο λογοτεχνικό σαλόνι του Καρλ Νοντιέ (Charles Nodier), όπου συναναστρέφεται με τον Αλφρέ Ντε Βινύ (Alfred de Vigny) και το Λαμαρτέν (Lamartine). Στις 20 Οκτώβρη 1822 νυμφεύεται την Αντέλ Φουσέ (Adèle Foucher). Ένας γάμος, που όπως κι αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ συζύγων κι οδηγεί τον συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Ζυλιέτ Ντρουέ (Juliette Drouet) μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία, μιας κι ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αντέλ, χάνει τα λογικά του τη μέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.
Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Χαν Της Ισλανδίας (Han d’Islande), που το κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε 4 μικρούς τόμους. Η ποιητική συλλογή, που τον καθιερώνει εκδίδεται το 1826 κι είναι οι Ωδές & Μπαλάντες (Odes et Ballades), με την οποία αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Μπυγκ Ζαργκάλ (Bug-Jargal) και το 1827 το θεατρικό έργο Κρόμγουελ (Cromwell). Στο μνημειώδη πρόλογο του Κρόμγουελ (Préface de Cromwell) προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς ν\ απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασσικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα. Έχοντας ήδη γνωρίσει το σαιξπηρικό έργο, τη γερμανική θεατρογραφία και τη δραματουργία του Σλέγκελ (Schlegel) με τον πρόλογό του δίνει το έναυσμα μίας πολύχρονης διαμάχης μεταξύ γαλλικού κλασσικισμού και ρομαντισμού. Επιπλέον με τον Κρόμβελ εισηγείται ένα υπόδειγμα σύγχρονου ιστορικού δράματος, που υπακούει στη σαιξπηρική τεχνική. Εν τω μεταξύ στις 29 Γενάρη 1828 πεθαίνει ο πατέρας του κι από κείνη τη στιγμή αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.
Το 1829 εξέδωσε τα Ανατολίτικα, ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο φιλελληνισμός του, που φανερώνεται με το έργο αυτό, παρέμεινε θερμός κι αγνός και δεν άφησε ευκαιρία, από το 1821 μέχρι τη Κρητική Επανάσταση του 1866, να εκδηλώνεται σαν ιερό σύμβολο της θρησκείας του που λεγόταν Ελευθερία. Η περίοδος των ετών 1830-43 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων. Το 1830 ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία το θεατρικό του έργο Ερνάνης (Hernani). Το 1831, κυκλοφορεί το διάσημο μυθιστόρημά του Η Παναγία Των Παρισίων (Notre-Dame de Paris), που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζυλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από 2 άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie française). Η ζωή του, εν τούτοις, θα σημαδευτεί μέχρι τέλους από μία προσωπική τραγωδία, το θάνατο από πνιγμό της νεόνυμφης κόρης του Λεοπολδίνης (Léopoldine) και του συζύγου της Καρόλου Βακερί (Charles Vacquerie) στις 4 Σεπτέμβρη 1843. Κείνες τις μέρες βρισκότανε σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Η καταλυτική επίδρασή του συμβάντος πάνω του φάνηκε από το ότι δεν δημοσίευσε κανένα έργο του τουλάχιστον μία 10ετία.
Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική κι αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο (Louis-Philippe) ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στη περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, όμως ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα. Στα 1845 ο Λουδοβίκος Φίλιππος τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της Άνω Βουλής. Εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και τη κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατίας εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική κι ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Ναπολέοντα Γ’, ανηψιού του Ναπολέοντα Α’ Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με τη προώθηση της υποψηφιότητάς του για τη Προεδρία της Δημοκρατίας.
Η Ντρουε, μούσα κι ερωμένη του
Η πραξικοπηματική κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα Γ’ το 1851 κι η ανάδειξή του σε Αυτοκράτορα κάνει τον Ουγκώ να αλλάξει τις φιλοβοναπαρτικές του αντιλήψεις και να στραφεί με μένος εναντίον του. Η επικείμενη δίωξή του, μετά από αυτό, τον αναγκάζει να διαφύγει στις Βρυξέλλες. Ξεκίνησε η μακρά περίοδος αυτοεξορίας του, που θα διαρκέσει περίπου 20 χρόνια. Στη διάρκειά της δημοσίευσε 2 πολιτικά μανιφέστα ενάντια στον Ναπολέοντα Γ’, το Ναπολέων Ο Μικρός (Napoléon le Petit, 1852) και Επιστολές Στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη (Lettres à Louis Bonaparte, 1855), που διαδόθηκαν ευρέως παράνομα στη Γαλλία, ενώ αργότερα συνέγραψε αναφορικά με τα γεγονότα της εποχής το έργο Η Ιστορία Ενός Εγκλήματος (Histoire d’un crime, Α’ μέρος 1877 και Β’ μέρος 1878). Το 1853 κυκλοφορεί και τη ποιητική του συλλογή Τιμωρίες (Les Châtiments) όπου με λυρισμό επαγγέλλεται το θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, το 1852 όμως, μετέβη στο βρεττανικό νησί Τζέρσεϋ, που η ανησυχία των τοπικών αρχών για τη δράση του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το 1855 για να μεταβεί στο γειτονικό νησί Γκέρνσεϋ. Εν τω μεταξύ το Σεπτέμβρη 1853 μυείται από τη Ντελφίν Ντε Ζιραρντέν (Delphine de Girardin) που τον επισκέπτεται, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων κι ομιλούντων τραπεζιών. Στη 2ετία της παραμονής του εκεί κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούνε τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος Του Σατανά (La fin de Satan) και Θεός (Dieu), στο 1ο πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο 2ο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα 2 εκδόθηκαν μεταθανάτια κι έχουνε τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του Ουγκώ για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.
Με το γιο του
Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville-House απ’ όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει τη ποιητική συλλογή Ο Θρύλος Των Αιώνων (La Légende des Siècles, 1859) κι ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι Άθλιοι (Les Misérables, 1862). Άμα τη εκδόσει τους σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το 1ο μοντέρνο μυθιστόρημα. Σε αυτό το έργο, που το δουλεύει περίπου από το 1828, αποτυπώνει μισόν αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων. Εν τούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του.
Το 1859 ο Ναπολέων Γ’ προσφέρει αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς εξόριστους αλλά ο Ουγκώ αρνείται να επιστρέψει μην επιθυμώντας να κάνει οποιαδήποτε παραχώρηση έναντι του μονάρχη. Το 1863 κυκλοφορεί βιογραφία του από τη γυναίκα του Αντέλ, που πέθανε 5 χρόνια μετά. Το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον οδηγεί πίσω στη Γαλλία τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την ανακήρυξη της 3ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ως βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης ψηφίζει κατά της ειρήνης κι αμέσως παραιτείται. Ακολουθούν η πολιορκία των Παρισίων κι η ήττα της Γαλλίας. Απομακρύνεται και πάλι από τη πατρίδα το 1871 στη διάρκεια της επικράτησης της Παρισινής Κομμούνας και παραμένει στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο. Το ίδιο έτος πεθαίνει ο γιος του Κάρολος (Charles) και το επόμενο η κόρη του Αντέλ εισάγεται στο άσυλο ψυχικά ασθενών Saint-Mandé. Στα 2 προηγούμενα οικογενειακά δράματα προστίθεται το 1873 κι ο θάνατος του γιου του Φραγκίσκου-Βίκτωρα (François-Victor).
Η Αντέλ
Στις 30 Γενάρη 1876 ονομάζεται ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τη τελευταία αυτή πολιτική περίοδο της ζωής του γίνεται το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος είναι πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού πιστεύοντας στη κοινωνική συμφιλίωση και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, σε σχέση με την επαναστατική βία. Θεωρεί ότι ο ατομικός δρόμος προς την ηθική τελείωση, προς τη καλωσύνη οδηγεί στη σωτηρία του ατόμου και της κοινωνίας. Το Φλεβάρη του 1881 οργανώνεται ένας πανεθνικός εορτασμός προκειμένου να τιμηθεί η είσοδός του στην 9η 10ετία της ζωής του. Οι εκδηλώσεις ξεκινήσανε 25 Φλεβάρη με την απόδοση ενός βάζου Σεβρών, παραδοσιακού δώρου προς ηγεμόνες και την 27η Φλεβάρη έγινε προς τιμή του μία από τις μεγαλύτερες παρελάσεις στη γαλλική ιστορία.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στις 22 Μάη 1885 στα 83 του έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος. Τη μέρα της κηδείας (1η Ιουνίου) περίπου 2.000.000 άνθρωποι συνοδεύσανε τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου στο Πάνθεον, το οποίο ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία.
Ο στίχος του Ουγκώ έχει συγκριθεί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Δάντη και του Ομήρου κι έχει επηρεάσει διαμετρικά αντίθετους ποιητές όπως ο Μπωντλαίρ, ο Τέννυσον κι ο Ουίτμαν. Η τεχνική δεξιοτεχνία, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία κι η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά κι ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης. Έφερε μια νέα αίσθηση της ομορφιάς των λέξεων, επέκτεινε τους λυρικούς πόρους του γαλλικού στίχου κι ενδυνάμωσε τον αλεξανδρινό στίχο με εντυπωσιακά μετρικά διασκελίσματα και τοποθετήσεις της τομής του στίχου. Η παραγωγή του ήταν απέραντη κι η ποικιλομορφία της ακόμα καταπλήσσει. Ακόμα έσπασε τη παράδοση, που η ποιητική γλώσσα θεωρούνταν ως μια εξειδικευμένη μορφή γλώσσας μεταξύ των διάφορων άλλων τεχνικών γλωσσών. Η ποίηση ήτανε για αυτόν, τόσον ελεύθερη και κυρίαρχη όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Στη θεατρική του γραφή αντιτάχθηκε στις φόρμες του κλασσικού δράματος όπως το μέτρο, η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων, οι περιορισμοί στη χρήση λέξεων, εισάγοντας πρώτος στη γαλλική θεατρική παραγωγή το ρομαντικό ύφος γραφής. Στα 26 του χρόνια, συγγράφοντας τον Πρόλογο του Κρόμγουελ, γίνεται ο γεννήτορας ενός νέου θεατρικού είδους, του ρομαντικού δράματος. Σ’ αυτό το κείμενο ο νεαρός συγγραφέας αμφισβητεί το παραδοσιακό θεατρικό είδος κι εισάγει στη σκηνή τη ρομαντική θεματολογία. Εν τούτοις το ίδιο το έργο θεωρήθηκε αντιθεατρικό κι αδύνατο να ανέβει στη σκηνή λόγω της έκτασής του και των πολλών χαρακτήρων του. Χάρη στον Ερνάνη όμως το 1830 καταφέρνει να καταξιωθεί σα θεατρικός συγγραφέας. Στη πορεία θα συναντήσει μεγάλες επιτυχίες, όπως η παράσταση του έργου του Λουκρητία Βοργία αλλά κι αποτυχίες, με το ανέβασμα π.χ. του Ο Βασιλιάς Διασκεδάζει, προτού αποφασίσουν μαζί με τον Αλέξανδρο Δουμά πατέρα να ιδρύσουν ένα χώρο αποκλειστικά αφιερωμένο στο ρομαντικό θέατρο. Αυτός θα είναι το Théâtre de la Renaissance, που θα εγκαινιάσει τη σκηνή του με το έργο Ρουί Μπλας.
Συνολικά συνέγραψε 9 μυθιστορήματα, που το πρώτο στα 16 και το τελευταίο 72 ετών. Το μυθιστόρημα καλύπτει όλες τις περιόδους της ζωής του συγγραφέα, όλες τις μορφές και τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του δίχως ποτέ να ταυτίζεται απόλυτα με κανένα. Η πορεία του ως μυθιστοριογράφου χωρίζεται σε 2 περιόδους με κομβικό σημείο την εξορία του από τη Γαλλία. Η περίοδος πριν την εξορία έχει σχεδόν πειραματικό χαρακτήρα περιέχοντας 5 μυθιστορήματα με ποικίλη έκταση και διαφορετική έμπνευση. Κορυφαίο δημιούργημα αυτής της πειραματικής φάσης είναι Η Παναγία Των Παρισίων, ιστορικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στα 1482 με πρωταγωνιστή το δύσμορφο κωδωνοκρούστη του ναού, Κουασιμόδο, που αποτελεί προσωποποίηση μεσαιωνικού πνεύματος.
Τη περίοδο της εξορίας του και της επακόλουθης επιστροφής του ανακαλύπτει τον πραγματικό μυθιστορηματικό του δρόμο συγγράφοντας το πλουσιότερο και διασημότερο μέρος του έργου του. Η μυθιστορηματική του φόρμα βασίζεται στην εξιστόρηση μίας απλής ανθρώπινης ιστορίας, στην οποία παρεμβάλλονται μεγάλες περιγραφές και προσωπογραφίες καθώς και παρεκβάσεις σχετικές με τα αιώνια ανθρώπινα προβλήματα και αναζητήσεις. Το θεωρούμενο ως αριστούργημά του, Οι Άθλιοι, ακολουθεί ακριβώς αυτή τη διηγηματική μορφή συνδυάζοντας έρωτα, καταδίωξη και την αθλιότητα των ανθρωπίνων πλασμάτων με την εξιστόρηση κορυφαίων ιστορικών στιγμών.
Οι θρησκευτικές, όπως και οι πολιτικές, πεποιθήσεις του άλλαξαν ριζικά στη διάρκεια της ζωής του. Στη νεότητά του, προσδιοριζόταν ως καθολικός και δήλωνε αφοσίωση στην ιεραρχία και την εκκλησιαστική εξουσία. Αργότερα εξελίχθηκε σε μη ενεργό καθολικό εκφράζοντας όλο και περισσότερο αντιπαπικές κι αντικληρικές απόψεις. Τη περίοδο της εξορίας του μυήθηκε στον πνευματισμό ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του υιοθέτησε έναν ορθολογικό ντεϊσμό, όμοιο με αυτό του Βολταίρου. Όταν ένας απογραφέας τον ρώτησε το 1872 αν ήτανε καθολικός, απάντησε: “Όχι. Ελευθερόφρονας“.
Δεν ελάττωσε ποτέ την αντιπάθειά του προς τη Καθολική Εκκλησία, οφειλόμενη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αδιαφορία της εκκλησίας για τη δύσκολη θέση της εργατικής τάξης στη μοναρχία αλλά και στη συχνότητα που τα έργα του εμφανίζονταν στις λίστες του Βατικανού απαγορευμένα. Στους θανάτους των γιων του Καρόλου και Φραγκίσκου-Βίκτωρα, επέμεινε να ταφούν δίχως σταυρό και τη παρουσία ιερέα και τον ίδιο όρο έθεσε για τη δική του κηδεία. Εν τούτοις, αν και θεωρούσε το καθολικό δόγμα ξεπερασμένο και νεκρό, δεν επιτέθηκε ποτέ άμεσα στον ίδιο το θεσμό. Παρέμεινε επίσης βαθιά θρησκευόμενο άτομο που πίστευε έντονα στη δύναμη και την ανάγκη της προσευχής.
Ο ορθολογισμός του μπορεί να επισημανθεί σε ποιήματα όπως το Torquemada (1869, για το θρησκευτικό φανατισμό), το Le Pape (1878, έντονα αντικληρικό), το Religion et Religions (1880, αρνούμενος τη χρησιμότητα των εκκλησιών) και, τα δημοσιευμένα μεταθανάτια, La fin de Satan και Dieu (1886 και 1891 αντίστοιχα, στα οποία περιγράφει το χριστιανισμό ως γρύπα και τον ορθολογισμό ως άγγελο). Η ζωγραφική ξεκίνησε σαν ένα ευχάριστο πάρεργο, εξελισσόμενη σταδιακά σε σημαντική πνευματική ενασχόληση ειδικότερα το διάστημα πριν την εξορία του, όταν σταμάτησε προσωρινά τη συγγραφή με σκοπό να αναμιχθεί στη πολιτική. Το διάστημα των ετών 1848-52 υπήρξε η μοναδική δημιουργική διαφυγή του. Τα έργα του είναι δουλεμένα αποκλειστικά σε χαρτί και σε μικρή κλίμακα, συνήθως με σκούρα καφέ ή μαύρη μελάνη, παρεμβάλλοντας ορισμένες φορές λευκές πινελιές και σπανιότερα άλλα χρώματα. Οι σωζόμενες ζωγραφιές του είναι εξαιρετικά ολοκληρωμένες και μοντέρνες σε ύφος κι εκτέλεση, προοιωνίζοντας τις πειραματικές τεχνικές του σουρεαλισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Δια χειρός Βικτώρ
Ο Ντελακρουά είχε γράψει για τον Ουγκώ πως αν αποφάσιζε να γίνει ζωγράφος αντί συγγραφέας, θα είχε επισκιάσει όλους τους καλλιτέχνες του αιώνα του. Στα σωζόμενα έργα του αναγνωρίζεται η δεξιοτεχνία, η τόλμη στην εκτέλεση και μία αίσθηση ισχυρής δημιουργικότητας. Μελέτησε τα χαρακτηριστικά των υλικών και των μέσων του υπό όλες τις πιθανές προοπτικές. Υψώθηκε πάνω από τις σύγχρονες συμβάσεις και δε δίστασε να επεξεργαστεί τυχαίες φόρμες όταν αυτές ικανοποιούσανε την αισθητική του. Κράτησε τη ζωγραφική του δημιουργία μακρυά από τη δημοσιότητα, φοβούμενος ότι θα επισκίαζε το λογοτεχνικό του έργο. Όμως απολάμβανε να μοιράζεται τα σχέδιά του με την οικογένεια και τους φίλους του, συχνά υπό μορφή περίτεχνων χειροποίητων καρτών επικοινωνίας, πολλές από τις οποίες δίνονταν ως δώρα στους επισκέπτες όταν ήταν εξόριστος.
Αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα υπήρξε από τους πλέον όψιμους Ευρωπαίους διανοούμενους, που λάβανε φιλελληνική στάση. Παρότι, όμως, εισέρχεται αργά στον κύκλο των φιλελλήνων παραμένει ο συνεπέστερος των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Οι πρώτες του ποιητικές αναφορές σχετικά με τον αγώνα των Ελλήνων εμφανίζονται το 1826 με τη δημοσίευση στο γαλλικό Τύπο του ποιήματος Τα Κεφάλια Του Σεραγιού (Les têtes du serail), εμπνευσμένου από την Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου εμφανίζονται μεταξύ των 6000 κεφαλών, που είχαν αποσταλεί στο σεράι να συνομιλούν μεταξύ τους τα 3 κεφάλια του Μάρκου Μπότσαρη, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το 1827 συνθέτει τα ποιήματα Ναβαρίνο (Navarin) και Ενθουσιασμός (Enthousiasme) και την επόμενη χρονιά τα Κανάρης (Canaris), Λαζάρα (Lazzara) καθώς και το περίφημο Ελληνόπουλο (L’ enfant). Όλα τα παραπάνω ποιήματα περιελήφθησαν στη συλλογή Τα Ανατολίτικα. Το 1829 ο κορυφαίος των Ελλήνων διαφωτιστών Κοραής δηλώνει την αντίθεσή του προς το ρομαντικό κίνημα, που αρχηγέτης είναι ο Ουγκώ. Παρά ταύτα στην Αθήνα τα μέλη του λογοτεχνικού ρεύματος της Αθηναϊκής Σχολής στρέφονται προς το ρομαντισμό. Ο Νικόλαος Σούτσος είναι ο 1ος που μεταφράζει ποιήματα του Ουγκώ το 1842.
Τη 10ετία του 1850 πραγματοποιούνται αρκετές μεταφράσεις θεατρικών έργων του στην ελληνική, αρχής γενομένης με το Angelo tyran de Padoue και μέσω αυτών καθίσταται γνωστός στο ελληνικό κοινό κυρίως σα δραματικός συγγραφέας. Το 1862 έρχεται η μετάφραση των Αθλίων από τον Ιωάννη Ισιδωρίδη-Σκυλίτση σχεδόν αμέσως μετά τη κυκλοφορία τους στα γαλλικά. Το μυθιστόρημα ενθουσίασε τους Έλληνες αναγνώστες κι επηρέασε πολλούς εγχώριους λογοτέχνες. Το ενδιαφέρον του για την ελεύθερη πλέον Ελλάδα φάνηκε ιδιαίτερα σε σχέση με το κρητικό ζήτημα. Το διάστημα της Κρητικής Επανάστασης του 1866-9 δημοσιεύει 3 επιστολές υπέρ των Κρητών στον ευρωπαϊκό τύπο το Δεκέμβρ 1866, το Φλεβάρη του 1867 και του 1869, παρά το γενικότερο αρνητικό για τα ελληνικά ζητήματα, κλίμα της εποχής. Εκτός της συμπαράστασης προς τους Κρήτες έδειξε ενδιαφέρον και για την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα κατηγορώντας τον Έλγιν γι’ αυτή τη πράξη, στη βάση της αντίληψής του ότι η πολιτιστική κληρονομιά ενός λαού δεν πρέπει να γίνεται κτήμα ενός άλλου.
Ο θάνατός του, τέλος, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα και στο σύνολό του σχεδόν ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του διακεκριμένου φιλέλληνα συγγραφέα. Μάλιστα πραγματοποιήθηκαν τελετές προκειμένου να τιμηθεί ο μεγάλος νεκρός αντίστοιχες με αυτές, που έλαβαν χώρα στη Γαλλία. Φέτος συμπληρώθηκαν 218 χρόνια από τη γέννησή του. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα -η ζωντανή συνείδηση της εποχής του- στα 200 χρόνια του θανάτου της (2002) τιμήθηκε σ’ όλο τον κόσμο με ποικίλες εκδηλώσεις. Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών συμμετείχε στον εορτασμό με την έκδοση σε νέα μετάφραση 2 έργων του: Κλοντ Γκε και Η Τελευταία Μέρα Ενός Καταδίκου. Κοινό θέμα των 2 αυτών έργων είναι η θανατική ποινή. Είναι αλήθεια πως αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ζωής και του έργου του στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι αγωνίστηκε με πάθος για τον εκσυγχρονισμό του Κοινοβουλίου, την εξυγίανση της Δικαιοσύνης, τη κατάργηση της θανατικής ποινής, τη δωρεάν εκπαίδευση, τα δικαιώματα των γυναικών, είτε αναφερόμενος σε γενικές θεωρήσεις, είτε σε ιδιαίτερες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αγωνίστηκε δηλαδή για όλα τα καίρια ζητήματα του 19ου αι. που εξακολουθούν να είναι και σήμερα επίκαιρα. Σχετικά με τη κατάργηση της θανατικής ποινής, πρόκειται για μια επίμονη στράτευση σ’ όλη τη μακρά διάρκεια του βίου του που απέρρευσε από προσωπικά βιώματα κι εμπειρίες που έχουνε σχέση με τις δημόσιες εκτελέσεις και τη φρίκη που αυτές προκαλούν. Είναι πολλές οι προσωπικές μαρτυρίες που θα καθορίσουνε την εσωτερική του διαδρομή σχετικά με το θέμα αυτό. Η κόρη του Adele Hugo στο βιβλίο της Ο Βικτώρ Ουγκώ, όπως τον παρουσιάζει ένας μάρτυρας της ζωής του μας θυμίζει όλες τις δημόσιες εκτελέσεις που παρευρέθη και τη μεγάλη επίδραση που αυτές είχανε πάνω του.
Από τα παιδικά ακόμη και τα εφηβικά του χρόνια θα πληγωθεί βαθύτατα από τέτοιες εμπειρίες τις οποίες οι μελετητές του θα χαρακτηρίσουν τραυματικές. Εικόνες τρόμου και φωνές πόνου θα τον συνοδεύουνε χωρίς έλεος. Το 1811 διασχίζοντας τα Πυρηναία με τη μητέρα του και τον αδελφό του, πηγαίνοντας στη Μαδρίτη για να συναντήσουνε τον πατέρα του, στρατηγό της Στρατιάς του Μ. Ναπολέοντα, στο Burgos, θα δει την εκτέλεση ενός καταδίκου κι η φρίκη της σκηνής θα τον διαποτίσει. Το 1828 -στα 16 σχεδον- θα παρακολουθήσει στη πλατεία του μεγάρου των Δικαστηρίων, του Palais de Justice, τον στιγματισμό με πυρωμένο σίδερο μιας κοπέλας που είχε κατηγορηθεί για κλοπή. Εκείνη τη μέρα πήρε όρκο να αγωνιστεί χωρίς δισταγμό. Η γκιλοτίνα, η μηχανή που επινόησε ο Γκιγιοτέν, είναι για τον Ουγκώ πρώτα-πρώτα ισχυρή συγκίνηση κι οπτική φαντασία. Αργότερα θα αναπτύξει μια στέρεη επιχειρηματολογία που βασίζεται στη κοινή λογική για το απόλυτο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή. Από τη θέση του δημοσίου ανδρός, φορτωμένος τιμές και διακρίσεις από τη πολιτεία (βουλευτής, γερουσιαστής, μέλος της Βουλής των Ομοτίμων, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας), δεν θα πάψει να στηλιτεύει τη κοινωνική αδικία και να διεκδικεί για τον άνθρωπο τη θέση που του αρνείται η κοινωνία. Η επανάσταση του 1830 κι ο νέος βασιλιάς-πολίτης Λουδοβίκος Φίλιππος θέτουν επί τάπητος τα κοινωνικά ζητήματα που θα έχουνε προτεραιότητα έναντι των πολιτικών. Μεταξύ αυτών και τη θανατική ποινή. Η επανάσταση αυτή, καθώς και του 1848, επιταχύνει τη προσχώρησή του στις φιλελεύθερες δυνάμεις, που μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής χαρακτηρίζονται προοδευτικές.
Ως βουλευτής της Δεξιάς στη Συντακτική Συνέλευση τον Ιούνιο του 1848 καταφέρεται εναντίον της εξέγερσης των εργατών και στις 15 Σεπτεμβρίου θα εκφωνήσει λόγο στην ίδια Συνέλευση και θα ψηφίσει τη καθαρή, απλή κι οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής υπό τις επευφημίες της Αριστεράς και τις διαμαρτυρίες της δεξιάς παράταξης. Την ίδια χρονιά, το Δεκέμβρη, υποστηρίζει το Λουδοβίκο Ναπολέοντα Βοναπάρτη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά ένα χρόνο μετά συγκαταλέγεται στους εχθρούς του. Καταλυτικό στάθηκε το εξής περιστατικό: Στις 9 Ιουνίου 1849 εκφωνεί συγκλονιστικό λόγο για την εξαθλίωση του λαού και την εξάλειψη της φτώχειας, που προκαλεί τη χλεύη των δεξιών ομοϊδεατών του. Ο Ουγκώ θα αλλάξει παράταξη οριστικά πλέον. Το 1851 γίνεται η δίκη του γιου του Σαρλ, δημοσιογράφου στην εφημερίδα Evenement, που είχε καταγγείλει μια δημόσια εκτέλεση στο Πουατιέ. Συνήγορός του, μεταξύ άλλων, ήτανε κι ο Βικτώρ Ουγκώ. Στο δικαστήριο θα καυτηριάσει τον ειδεχθή νόμο της θανατικής ποινής που το Κοινοβούλιο είχε καταδικάσει ήδη από το 1830. Ο Σαρλ θα καταδικαστεί 6 μήνες φυλάκιση.
Με το πραξικόπημα του Ναπολέοντα, στις 11 Δεκέμβρη 1851, εγκαταλείπει τη Γαλλία με ψεύτικο όνομα. Εξόριστος πλέον στα νησιά Jersey και Guernesey της Αγγλίας θα συνεχίσει τη πολεμική του θέτοντάς τη στο επίκεντρο των πολιτικών του στόχων. Το 1854 στο Guernesey παίρνει θέση στην υπόθεση Tapner, ληστή δολοφόνου κι εμπρηστή. Μάζεψε υπογραφές των κατοίκων για τη σωτηρία του και μετά την εκτέλεση έστειλε επιστολή στο λόρδο Πάλμερστον, υφυπουργό Εσωτερικών, καταγγέλλοντας τα κοινά συμφέροντα της Γαλλίας και της Αγγλίας, που εμπόδισαν να ακουστεί η φωνή ενός προγραμμένου.
Γράφει στην επιστολή του: “Πρόκειται για κοινωνικό ζήτημα πιο σημαντικό από το πολιτικό… Εμείς οι αναρχικοί, εμείς οι δημαγωγοί, εμείς που ρουφάμε το αίμα δηλώνουμε σ’ εσάς τους συντηρητικούς και σωτήρες ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι σεβαστή, η ανθρώπινη νοημοσύνη άγια, η ανθρώπινη ζωή ιερή, η ανθρώπινη ψυχή θεία. Τώρα κρεμάστε! Οταν προφέρουμε τις λέξεις πρόοδος, επανάσταση, ελευθερία, ανθρωπιά, εσείς, δύστυχοι άνθρωποι, χαμογελάτε και μας δείχνετε το σκοτάδι, όπου ζούμε και ζείτε. Μάθετε όμως τούτο: Σε λίγο οι ιδέες θα γιγαντωθούνε και θα λάμψουν. Χθες η Γαλλία ήταν η Δημοκρατία, αύριο θα είναι η Ευρώπη“. Να προσθέσουμε εδώ μια λεπτομέρεια που μας αφορά άμεσα: Στις 26 Οκτώβρη 1846 παρατηρεί: “Πολιτισμός της Ελλάδας. Η γκιλοτίνα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ο λαός την αποστρεφόταν, η κυβέρνηση νίκησε την αποστροφή του λαού. Κατάφεραν, τελικά, μετά από 16 έτη δισταγμού να καρατομήσουνε 5 άντρες στον Πειραιά. Τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη 1846 ο ήλιος της Ελλάδας φώτισε 2 πράγματα, το ένα αντίκρυ στο άλλο: τον Παρθενώνα και τη γκιλοτίνα“.
Ο απόλυτος τρόπος ποy αντιλαμβανότανε τη κατάργηση της θανατικής ποινής φαίνεται από την επιστολή του (1867) στον Μπενίτο Χουαρέζ, πρόεδρο του Μέξικο και σύμβολο της Ελευθερίας, για να υπερασπιστεί αφενός τον Μπερεζόφσκι και τους άλλους ρώσους αναρχικούς, τους επαναστάτες Ιρλανδούς και τους αγωνιστές της Κρήτης κι αφετέρου τον πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό: “Δείξτε σ’ αυτούς τους βασιλιάδες που γεμίζουνε τις φυλακές κι εξαιτίας τους βάφονται με αίμα τα ικριώματα, στους βασιλιάδες της κρεμάλας, της εξορίας, των φρουρίων και των Σιβηριών, σ’ αυτούς που κατέχουνε τη Πολωνία, την Ιρλανδία, την Αβάνα και τη Κρήτη, σ’ αυτούς τους πρίγκηπες που οι δικαστές τούς υπακούουν, τους δικαστές που τους υπακούουν οι δήμιοι, στους δημίους που τους υπακούει ο θάνατος, σ’ αυτούς τους αυτοκράτορες που τόσο εύκολα κόβουνε το κεφάλι ενός ανθρώπου, δείξτε τους πώς σώζουμε το κεφάλι ενός αυτοκράτορα… Ο Μαξιμιλιανός θα ζήσει χάρη στη Δημοκρατία“.
Η στράτευση αυτή του Ουγκώ διατρέχει όλο του το έργο: Ποιήματα, πεζά, προλόγους -μανιφέστα, επιστολές, σημειώσεις, λόγους κτλ. Ανατρέχοντας στα κείμενα αυτά, από το 1820 και μετά, από το Μπουγκ-Ζαργκάλ, το Χαν της Ισλανδίας, τη Παναγία των Παρισίων, ως τη Τελευταία μέρα ενός καταδίκου και το Κλοντ Γκε, που προαναγγέλλουν το θεμελιώδες έργο του Οι Αθλιοι, διαπιστώνουμε ότι όλες οι πλευρές της ζωής του σφραγίζονται από την αρχή ότι “η ανθρώπινη ζωή δεν βιάζεται” (L’ inviolabilite de la vie humaine). Ο ποιητής έχει τη πεποίθηση ότι οι αρχές της επανάστασης πρέπει να βρουν τον τρόπο να συνδυαστούν με τις αιώνιες αξίες του ανθρώπου και η κοινωνία οφείλει να κάνει για τον άνθρωπο όσα κάνει η φύση, διαφορετικά, ανάλγητη κι εκδικητική, θα επιβεβαιώνει την ισχύ της μέσω της θανατικής ποινής.
Από τον Βολταίρο και τη πραγματεία του Περί ανεξιθρησκίας, τα έργα και τους αγώνες του Ουγκώ, τον Εμίλ Ζολά και το Κατηγορώ, μέσα από τον Σαρτρ και τους αγώνες του κατά των βασανιστηρίων στην Αλγερία, τη δράση και τον στοχασμό του Καμύ για τη θανατική ποινή, ήταν μακρύς ο δρόμος ώσπου η Ευρώπη να οδηγηθεί στην κατάργησή της και να εκπληρωθεί ένα μέρος των οραμάτων του ποιητή. Η θανατική ποινή καταργήθηκε στη Γαλλία στις 17 Σεπτέμβρη 1981 με την άνοδο του Φρανσουά Μιτεράν στη Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εισηγητής ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρομπέρ Μπαντεντέρ που έβαλε τη γκιλοτίνα στο μουσείο της Ιστορίας. Το 1985 ο ίδιος θα εκφωνήσει στη Σορβόννη εγκώμιο για τον Εθνικό Ποιητή.

Ρητά του:
Η πρωτόγονη εποχή ήταν λυρική, η κλασική επική και η σύγχρονη δραματική.
Δεν είναι τίποτα να πεθαίνεις: φριχτό είναι να μη ζεις!
Για τις μεγάλες λύπες της ζωής μας χρειάζεται θάρρος, για τις μικρές υπομονή.
Οι καλλίτερες αλήθειες είναι οι πιο απλές.
Οι απαισιόδοξοι βαδίζουνε πάντα στην οπισθοφυλακή κι όχι στην εμπροσθοφυλακή της προόδου.
Αν αγαπάς κι υποφέρεις, αγάπα περισσότερο.
Η ζωή είναι ένα λουλούδι κι ο έρωτας το μέλι του.
Η φτώχεια οδηγεί στην επανάσταση, η επανάσταση στη φτώχεια.
Εκεί όπου αναγείρεται ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή.
Η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν.
Έργα του:
θεατρικά
Inez de Castro, 1820 (Ινές ντε Καστρό)
Cromwell, 1827 (Κρόμγουελ)
Hernani, 1830 (Ερνάνης)
Marion Delorme, 1831 (Μαριόν Ντελόρμ)
Le Roi s’amuse, 1832 (Ο Βασιλιάς διασκεδάζει)
Lucrèce Borgia, 1833 (Λουκρητία Βοργία)
Marie Tudor, 1833 (Μαρία Τυδώρ)
Angelo, tyran de Padoue, 1835 (Άγγελος, ο τύραννος της Πάδουας)
Ruy Blas, 1838 (Ρουί Μπλα)
Les Burgraves, 1843 (Οι Μπουργκράβοι)
Torquemada, 1882 (Τορκουεμάδα)
Théâtre en liberté (Το Θέατρο στην ελευθερία). 10 έργα που γράφηκαν στην εξορία στα νησιά της Μάγχης και δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια 1886.
μυθιστορήματα
Bug-Jargal, 1826 (Μπυγκ Ζαργκάλ)
Han d’Islande, 1823 (Ο Χαν της Ισλανδίας)
Le Dernier Jour d’un condamné, 1829 (Η Τελευταία Μέρα ενός Κατάδικου)
Notre-Dame de Paris, 1831 (Η Παναγία των Παρισίων)
Claude Gueux, 1834 (Κλοντ Γκε)
Les Misérables, 1862 (Οι Άθλιοι)
Les Travailleurs de la mer, 1866 (Οι Εργάτες της Θάλασσας)
L’Homme qui rit, 1869 (Ο Άνθρωπος που γελά)
Quatre-vingt-treize, 1874 (Ενενήντα τρία)
ποιητικές συλλογές
Odes et poésies diverses, 1822 (Διάφορες Ωδές και ποιήματα)
Nouvelles Odes, 1824 (Νέες Ωδές)
Odes et Ballades, 1826 (Ωδές και Μπαλάντες)
Les Orientales, 1829 (Τα Ανατολίτικα)
Les Feuilles d’automne, 1831 (Φθινοπωρινά Φύλλα)
Les Chants du crépuscule, 1835 (Τραγούδια του Λυκόφωτος)
Les Voix intérieures, 1837 (Οι Εσωτερικές Φωνές)
Les Rayons et les ombres, 1840 (Οι Ακτίνες και οι Σκιές)
Les Châtiments (Οι Τιμωρίες, 1853)
Les Contemplations, 1856 (Ενατενίσεις)
La Légende des Siècles, 1859 (Ο Θρύλος των Αιώνων), πρώτη σειρά
Les Chansons des rues et des bois, 1865 (Τα Τραγούδια των δρόμων και των δασών)
L’Année terrible, 1872 (Το Φοβερό Έτος)
L’Art d’être grand-père, 1877 (Η Τέχνη να είσαι παππούς)
La Légende des Siècles, 1877 (Ο Θρύλος των Αιώνων)
Le Pape, 1878 (Ο Πάπας)
Religions et religion (Θρησκείες και Θρησκεία, 1880)
L’Âne, 1880 (Ο Γάιδαρος)
Les Quatre Vents de l’esprit, 1881 (Οι Τέσσερις Άνεμοι του Πνεύματος)
La Légende des Siècles, 1883 (Ο Θρύλος των Αιώνων), συμπληρωματική σειρά
La Fin de Satan, 1886 (Το Τέλος του Σατανά)
Toute la Lyre, 1888,, 1893 (συλλογή αδημοσίευτων ποιημάτων)
Dieu, 1891 (Θεός)
Les Années funestes, 1898 (Τα Ολέθρια Χρόνια)
Dernière Gerbe 1902 (Τελευταία Δέσμη)
Océan. Tas de pierres 1942 (Ωκεανός. Πέτρινος Σωρός)
άλλα κείμενα
Étude sur Mirabeau, 1834 (Σπουδή στον Μιραμπώ)
Littérature et philosophie mêlées, 1834 (Λογοτεχνία και Φιλοσοφία)
Le Rhin, 1842 (Ο Ρήνος)
Napoléon le Petit, 1852 (Ναπολέων ο Μικρός)
Lettres à Louis Bonaparte, 1855 (Επιστολές στο Λουδοβίκο Βοναπάρτη)
William Shakespeare, 1864 (Ουίλιαμ Σαίξπηρ)
Paris-Guide, 1867 (Οδηγός των Παρισίων)
Mes Fils, 1874 (Οι γιοί μου)
Actes et paroles – Avant l’exil, 1875 (Λόγοι και Πράξεις – Πριν την Εξορία)
Actes et paroles – Pendant l’exil, 1875 (Λόγοι και Πράξεις – Κατά την Εξορία)
Actes et paroles – Depuis l’exil, 1876 (Λόγοι και Πράξεις – Μετά την Εξορία)
Histoire d’un crime – 1re partie, 1877 (Η Ιστορία ενός Εγκλήματος– Α’ Μέρος)
Histoire d’un crime – 2e partie, 1878 (Η Ιστορία ενός Εγκλήματος –Β’ Μέρος)
L’Archipel de la Manche, 1883 (Το Αρχιπέλαγος της Μάγχης)
μεταθανάτιες δημοσιεύσεις
Choses vues – 1re série (1887Θεωρήσεις – Α’ Σειρά)
Alpes et Pyrénées, 1890 (Άλπεις και Πυρηναία)
France et Belgique, 1892 (Γαλλία και Βέλγιο)
Correspondances – Tome I, 1896 (Αλληλογραφία – Α’ Τόμος)
Correspondances – Tome II, 1898 (Αλληλογραφία – Β’ Τόμος)
Choses vues – 2e série 1900 (Θεωρήσεις – Β’ Σειρά)
Post-scriptum de ma vie 1901 (Υστερόγραφο της ζωής μου)
Pierres 1951 (Λίθοι)
Έργα του Ουγκό στην όπερα
Λουκρητία Βοργία : Ντονιτσέττι Lucrezia Borgia (1833)
Άγγελος, ο τύραννος της Πάδουας :
Μερκαντάντε Il Giuramento (1837)
Πονκιέλλι La Gioconda (1876)
Ερνάνης : Βέρντι Εrnani (1844)
Ο Βασιλιάς διασκεδάζει : Βέρντι Rigoletto (1851)
Μαριόν Ντελόρμ : Πονκιέλλι Marion Delorme (1885)
Τορκουεμάδα : Νίνο Ρότα Torquemada (1943)================
Αύριο Tην Aυγή
Αύριο την αυγή, όταν η εξοχή παίρνει χρώμα λευκό,
Θα ξεκινήσω. Βλέπεις, το ξέρω πως με περιμένεις.
Θα φύγω για το δάσος, θα περάσω στο βουνό.
Άλλο μακριά δεν γίνεται να μένω και να μένεις.
Θα περπατήσω με τα μάτια μου σε σκέψεις καρφωμένα,
Χωρίς ν’ ακούω θορύβους, ούτε τίποτα να βλέπω πέρα,
Μόνος και άγνωστος, σκυφτός, με χέρια σταυρωμένα,
Θλιμμένος και σαν νύχτα θά’ ναι πια για μένα η μέρα.
Της νύχτας το χρυσάφι θ’ αψηφήσω,
Και στα καράβια του Αρφλέρ τα ιστία δεν θα δω,
Μόνο όταν φτάσω, στο δικό σου μνήμα θ’ ακουμπήσω
Ένα μπουκέτο από γκι και αγριολούλουδων ανθό.
(μτφρ: Λητώ Σεϊζάνη)
Έκσταση
Μόνος κοντά στα κύματα, των αστεριών μια νύχτα.
Στον ουρανό ούτε σύννεφο, στα πέλαγα πανί.
Απ’ την αλήθεια βύθιζα μακρύτερα το βλέμμα.
Και τα βουνά, τα σύδεντρα, κι ολόκληρη η πλάση,
Με θρόισμα ακατάληπτο έμοιαζαν να ρωτούσαν
Τα κύματα της θάλασσας, τα φώτα του ουρανού.
Και τ’ άστρα τα ολόχρυσα, ατέλειωτες λεγεώνες
Με βροντερή, ή χαμηλή φωνή, με αρμονίες χιλιάδες,
Έλεγαν, καθώς έγερναν τις φλογερές κορώνες.
Και τα γαλάζια κύματα, που δεν τα ορίζει τίποτα ούτε και σταματά,
Έλεγαν, όπως άφριζαν στο αποκορύφωμά τους:
– Είναι αυτός ο Κύριος, ο Κύριος ο Θεός!
Νύχτες Του Ιούνη
Το καλοκαίρι, σαν η μέρα έχει μισέψει, σκεπασμένη με λουλούδια
Σκορπά η πεδιάδα από μακριά άρωμα μεθυστικό .
Μάτια κλειστά, μισάνοιχτο σε ήχους το αυτί,
Μόλις που κοιμάσαι μ’ έναν ύπνο διαυγή.
Πιο λαμπερά είναι τ’ αστέρια, μοιάζει καλλίτερη η σκιά.
Ένα αόριστο ημίφως βάφει τον αιώνιο θόλο.
Κι η αυγή χλωμή, γλυκιά, την ώρα της όπως προσμένει,
Χαμηλά στον ουρανό σάμπως όλο το βράδυ ταξιδεύει.
Χτες Τη Νύχτα
Χτες, άνεμος νυχτερινός, που η πνοή του έμοιαζε με χάδι,
Το άρωμα έφερνε των λουλουδιών που ανοίγουν πιο αργά.
Έπεφτε η νύχτα. το πουλί κοιμόταν στο βαθύ σκοτάδι.
Η άνοιξη ευωδίαζε, από τη νιότη σου πιο λίγο.
Λιγότερο από το βλέμμα σου, φεγγοβολούσαν τ’ άστρα.
Εγώ, μιλούσα σιγανά. Επίσημη είναι η ώρα
Όπου να ψάλει η ψυχή τον πιο γλυκό της ύμνο λαχταρά.
Τη νύχτα βλέποντας τόσο αγνή κι εσένα τόσο ωραία,
Αδειάστε πάνω της τον ουρανό! είπα στα αστέρια τα χρυσά
Κι ορμήνεψα τα μάτια σου: Ρίξτε την αγάπη σας σε μένα!
Παράθυρα Ανοιχτά
Το πρωί – Κοιμισμένος
Ακούω φωνές. Μέσα από τα βλέφαρα λάμψεις.
Στο ναό του Αγίου Πέτρου μια καμπάνα αρχίζει να χτυπά.
Φωνές κολυμβητών. Πιο κοντά ! πιο μακριά ! όχι, από εδώ !
Όχι, από εκεί ! Τιτιβίζουν τα πουλιά, το ίδιο κι η Ιωάννα.
Ο Γιώργος την καλεί. Των πετεινών τραγούδι. Σπάτουλα
Ξύνει μια στέγη. Άλογα περνούν στη δημοσιά.
Τρόχισμα δρεπανιού που το γρασίδι θερίζει.
Χτυπήματα. Βουητό. Κεραμιδάδες βαδίζουν επάνω στο σπίτι.
Ήχοι λιμανιού. Σφύριγμα μηχανών που θερμαίνονται.
Στρατιωτική μουσική κατά κύματα φτάνει.
Στην αποβάθρα οχλαγωγία. Φωνές γαλλικές. Ευχαριστώ.
Καλημέρα. Αντίο. Δίχως άλλο είναι αργά, γιατί να
Που κοντά μου ο κοκκινολαίμης έρχεται να κελαηδήσει.
Κρότος μακρινών σφυριών σε κάποιο σιδεράδικο.
Παφλασμός νερού. Ένα ατμόπλοιο ακούγεται να λαχανιάζει.
Εισβάλει μια μύγα. Ανάσα της θάλασσας βαθειά.
Πρωί
Moriturus moriturae!
Πέπλο πρωινό απλώνεται επάνω στα βουνά.
Τον παλιό πύργο, δες, μια νιογέννητη ακτίνα πώς λευκαίνει.
Και στα ουράνια ήδη με αγάπη ενώνεται,
Όπως η δόξα δένεται με τη χαρά,
Των δασών το πρώτο τραγούδι με της μέρας το πρώτο σπινθήρισμα.
Ναι, χαμογέλα στη λάμψη, που τα ουράνια στολίζει! –
Θα δεις, αν με καταβροχθίσει το φέρετρο αύριο,
Στην απελπισία σου ένας ήλιος το ίδιο ωραίος θα λάμψει,
Και τα ίδια πετεινά θα κελαηδήσουν ξανά την αυγή,
Στον μαύρο και σιωπηλό μου τάφο επάνω!
Όμως τότε η ψυχή είναι ευχαριστημένη στον άλλον ορίζοντα.
Το μέλλον ανοίγεται στην απεραντοσύνη ατελείωτο.
Στο πρωινό της αιωνιότητας
Ξυπνάς από τη ζωή,
Σαν από νύχτα σκοτεινή ή από κάποιο ανήσυχο όνειρο.