Στο σκότος η φαντασία είναι πιο ζωηρή απ’ ό,τι στο άπλετο φως.
Η ευτυχία δεν είναι ιδανικό λογικής, αλλά φαντασίας.
Δημιουργία: καλύτερος τρόπος ν’ απολαμβάνεις τη ζωή.
Έχε θάρρος, να χρησιμοποιείς το δικό σου νου.
Η τέχνη έχει ανιδιοτελή χαρακτήρα παιδιού.
Βιογραφικό
Ο Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant, ρωσ. Иммануил Кант), ο Γερμανός φιλόσοφος του άδολου λογισμού, θεωρείται από τους σημαντικότερους στοχαστές και φιλοσόφους όλων των εποχών, ο μεγαλύτερος της νεότερης εποχής κι ένας από τους κεντρικούς στοχαστές του Διαφωτισμού. Στα ελληνικά τ’ όνομά του παλαιότερα αποδιδόταν ως Εμμανουήλ Κάντιος. Οι γονείς του ήτανε καταγωγής Ρωσίας-Βαλτικής. Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στο Καίνιξμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα κι είχε γίνει αντικείμενο σχολιασμού για την εντυπωσιακή ακρίβειά του στις κοινωνικές συναναστροφές -υπόδειγμα αυτοπειθαρχίας και παραξενιάς. Χρηματοδότησε τις σπουδές του παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα και κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο.
Το 1749 προσπάθησε να λύσει μια μαθηματική αντιδικία μεταξύ οπαδών του Καρτέσιου και του Λάιμπνιτς με σχετικοποίηση των θέσεών τους. Το 1755 δημοσίευσε ανώνυμα θεωρία του για τη δημιουργία του πλανητικού μας συστήματος και για την ύπαρξη γαλαξιών πέρα απ’ το δικό μας γαλαξία. Το ίδιο έτος αναγορεύεται Διδάκτωρ κι Υφηγητής του πανεπιστημίου της Καινιξβέργης. Αποδίδει δε το δώρο της γνώσης στον άνθρωπο σε θεϊκή παρέμβαση. Το 1770 έγινε τακτικός καθηγητής της Λογικής και Μεταφυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και παράλληλα έκανε παραδόσεις στη Φυσική, Κοσμολογία, Ανθρωπολογία, Θεολογία και Γεωγραφία. Κάποια εποχή δίδασκε στο πανεπιστήμιο 36 ώρες τη βδομάδα. Μετά από μερικές μικρότερες δημοσιεύσεις του για θέματα Φυσικής και Μεταφυσικής, παρουσίασε σε 3 θεμελιώδη έργα την υπερβατολογική φιλοσοφία του: Κριτική του καθαρού Λόγου (Kritik der reinen Vernunft, 1781), Κριτική του πρακτικού Λόγου (Kritik der praktischen Vernunft, 1788) και Κριτική της κριτικής Δύναμης (Kritik der Urteilskraft, 1790).
Ο Καντ όρισε τον Διαφωτισμό (Aufklärung), στο δοκίμιό του Was ist Aufklärung? (Τι είναι Διαφωτισμός;), ως τη περίοδο που χαρακτηρίζεται από το γνωμικό στη λατινική γλώσσα, Sapere aude! (τολμήστε να είστε σοφός ή τόλμησε να γνωρίζεις) ή στην ερμηνεία που του δίνει ο ίδιος: “έχε το θάρρος, να χρησιμοποιείς το δικό σου νου, τη δική σου σκέψη“. Αυτή η περίοδος διακρίνεται από τη κριτική σκέψη έναντι των άκριτων υπαγορεύσεων και των προκαταλήψεων της εξουσίας, της θρησκείας, της κοινωνίας ευρύτερα. Το έργο του επέχει θέση συνδετικού κρίκου μεταξύ του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού, δηλαδή, των βασικών φιλοσοφικών ρευμάτων-παραδόσεων του 18ου αι.. Είχε, επιπροσθέτως, αποφασιστική επίδραση στο κίνημα του Ρομαντισμού και στη φιλοσοφία του Γερμανικού Ιδεαλισμού, αλλά και του Νεοκαντιανισμού του 19ου κι αρχών του 20ου αι. Το έργο του αποτέλεσε επίσης σημείο εκκίνησης για πολλούς άλλους φιλοσόφους του 20ου και του 21ου αι. Οι 2 αλληλένδετοι θεμέλιοι λίθοι αυτού που αποκαλούσε ως τη κριτική φιλοσοφία του -την αντίστοιχη Κοπερνίκεια επανάσταση, που ισχυριζόταν ότι συνέθεσε για τη φιλοσοφία- ήταν η Επιστημολογία (ή αλλιώς Θεωρία της γνώσης) του Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού κι η ηθική φιλοσοφία περί της αυτόνομης αιτιότητας της ελευθερίας του πρακτικού Λόγου. Αυτές τοποθετούσαν το ενεργό, έλλογο ανθρώπινο υποκείμενο στο κέντρο αντικειμενικής γνώσης κι ηθικής (την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης.
Επηρεάστηκε από τον σκεπτικισμό και τον αγνωστικισμό του εμπειριστή Χιουμ κι έστρεψε τη προσοχή του για την επίτευξη του στόχου της αντικειμενικότητας της γνώσης των πραγμάτων της εμπειρίας στην ανάλυση της υποκειμενικότητας με την έννοια των αναγκαίων και καθολικών, δηλαδή, μη εμπειρικών αρχών που καθιστούν δυνατή αυτή την αντικειμενικότητα. Θεωρεί ότι κάθε γνώση των αντικειμένων εξαρτάται από την εμπειρία, επειδή στηρίζεται στις αισθήσεις μας. Τα πράγματα καθ’ αυτά μας είναι άγνωστα επειδή, όπως υποστηρίζει, η αντικειμενική γνώση είναι δυνατή, μόνο αν η αισθητηριακή επίδραση των πραγμάτων συντίθεται μέσω των μη εμπειρικών μορφών της αισθητικότητας μας (χώρος, χρόνος) και της διάνοιας. Τα πράγματα καθ’ αυτά είναι απρόσιτα στη θεωρητική μας γνώση, διότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι τα αισθητηριακά δεδομένα εντός του χώρου και του χρόνου που είναι μορφές της ανθρώπινης αισθητικότητας κι όχι των ίδιων των πραγμάτων. Έτσι, αν και τα πράγματα καθ’ αυτά δεν μπορούν να μας γίνουνε γνωστά, ο Καντ υποστηρίζει πως το έλλογο καθεστώς του κόσμου, όπως η επιστήμη το αντιλαμβάνεται, δε δύναται να θεωρηθεί απλώς και μόνο ως η τυχαία συσσώρευση αισθαντικών αντιλήψεων. Αντιθέτως, είναι το αποτέλεσμα μιας συνθετικής λειτουργίας μη εμπειρικών μορφών αισθητικής εποπτείας αλλά κι εννοιών, βασιζόμενης σε νομοτελειακούς κανόνες (π.χ., χώρος, χρόνος / (αντικειμενική) αιτιότητα, αναγκαιότητα).Εξηγεί ευκρινώς τα βασικά στοιχεία του ηθικού του συστήματος στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785). Παρουσιάζει κριτικά τις συνθετικές a priori αρχές του Πρακτικού Λόγου, για να τις συνταιριάξει μετά με τη κριτική παρουσίαση των συνθετικών a priori αρχών του Θεωρητικού Λόγου.
Η αφετηρία της σκέψης του Καντ είναι ότι το μόνο αυτοτελές καλό είναι η καλή βούληση. Ο χαρακτήρας, το ταλέντο, ο αυτοέλεγχος κι η τύχη δεν είναι απαραίτητα καλά. Η βούληση είναι καλή όχι εξαιτίας των τελικών της αποτελεσμάτων, αλλά επειδή ακολουθεί τον καθολικό κι αναγκαίο, νόμο της ελευθερίας της βούλησης. Το ηθικό πράττειν είναι καλό καθ’ εαυτό.
“Ακόμη κι αν, από κάποια ιδιαίτερη δυσμένεια της μοίρας ή από τη φειδωλή, σαν μητριάς, προίκα της φύσης, αυτή η βούληση δεν έχει καμμιά απολύτως δύναμη να εκπληρώσει τις προθέσεις της. Αν, παρά τη μέγιστη προσπάθειά της, εξακολουθεί να μην επιτυγχάνει τίποτα και μένει μόνον η καλή βούληση, ακόμη και τότε θα ‘λαμπε παρ’ όλ’ αυτά σαν κόσμημα, για το δικό της χατήρι, σαν κάτι που φέρει όλη του την αξία του μέσα του“.

Τα ανθρώπινα όντα δε μετέχουν του νόμου της ελευθερίας της βούλησης, του πρακτικού Λόγου, με κίνητρο να επιδιώκουνε την ευτυχία. Το ένστικτο θα ‘τανε πιο αποτελεσματικό γι’ αυτό το σκοπό. Ο Λόγος μας δόθηκε για να παραγάγει βούληση καλή, όχι ως μέσο προς κάποιον απώτερο σκοπό, αλλά καλή καθ’ αυτή. Η καλή βούληση αποτελεί προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης της ευτυχίας. Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τη βούληση καλή; Για ν’ απαντηθεί αυτό πρέπει ν’ αναζητηθεί η έννοια του καθήκοντος. Το να πράττω από καθήκον σημαίνει να δείχνω καλή βούληση παρά τις δυσκολίες, από σεβασμό για τον ηθικό νόμο της ελευθερίας. Πρέπει να διακρίνουμε 2 περιπτώσεις: να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον και με κίνητρο το καθήκον. Ένας παντοπώλης εργάζεται τίμια για προσωπικό του όφελος κι ένας φιλάνθρωπος χαίρεται με την ευχαρίστηση των συνανθρώπων του. Παρ’ ότι αυτές οι πράξεις είναι ορθές κι ευγενείς, για τον Καντ δεν έχουν ηθική αξία με την αυστηρή έννοια. Η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος πράττει όχι από προδιάθεση αλλά από καθήκον: άνθρωπος που θέλει να αυτοκτονήσει και ποθεί το θάνατο, ωστόσο προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή σύμφωνα με τον ηθικό νόμο.
Η διδασκαλία του φαίνεται ναι ‘ναι κατ’ αρχήν εκ διαμέτρου αντίθετη με κείνη του Αριστοτέλη. Αυτός πίστευε πως ο πραγματικά ενάρετος άνθρωπος είναι κείνος που απολαμβάνει να εκτελεί ενάρετες πράξεις. Ο Καντ από την άλλη θεωρεί ως πραγματική απόδειξη για την αρετή την οδυνηρή πάλη του καλώς πράττειν, επειδή θεωρεί ότι η ανθρώπινη φύση δε συμμορφώνεται χωρίς εμπόδια στις καθολικές, πανανθρώπινες απαιτήσεις του που θέλουν π.χ. να μη κάνουμε εξαιρέσεις για λόγους προσωπικής ευχαρίστησης. Μόνον όταν είμαστε διατεθειμένοι να μας κοστίσει κάτι, να συγκρουστούμε με τις εγωιστικές διαθέσεις μας, μόνο τότε μπορούμε να ‘μαστε σίγουροι ότι πράττουμε με κίνητρο το καθήκον. Τι σημαίνει όμως να πράττω από καθήκον; Σημαίνει να πράττω με σεβασμό στον ηθικό νόμο. Ο τρόπος για να το ελέγξω αυτό είναι ν’ αναζητήσω τον κανόνα ή την αρχή που ενεργώ. Αν πράττω από σεβασμό στο νόμο, τότε πράττω μόνον έτσι ώστε να θέλω η δική μου προσωπική αρχή να καταστεί καθολικός νόμος που να ισχύει ακόμη κι έναντί μου, αυτή είναι η κατηγορική προσταγή του Καντ.
Υπάρχουνε 2 είδη προσταγής: η υποθετική κι η κατηγορική. Η υποθετική λέει: Αν θες να πετύχεις συγκεκριμένο σκοπό, πράττε με συγκεκριμένο τρόπο. Η κατηγορική λέει: Ανεξάρτητα απ’ το σκοπό που θες να πετύχεις, πράττε με συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουνε πολλές υποθετικές προσταγές, καθώς υπάρχουν αντίστοιχα και πολλοί σκοποί που θέλει κανείς να πετύχει. Υπάρχει όμως κατηγορική προσταγή: η προσταγή της ηθικής. Η κατηγορική προσταγή είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με τη καθαρή καθολικότητα του νόμου. “Άρα, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, διά της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις να καταστεί αυτή καθολικός νόμος“. Οι ανωτέρω καντιανές ιδέες διαμόρφωσαν κατά πολύ όλη την επιχειρηματολογία κι ανάλυση της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Οι ιδιαιτερότητες του Καντ και της φιλοσοφίας του, πυροδότησαν άμεση και διαρκή διαμάχη, έθετανε δε υπό κριτική αμφισβήτηση θεσμούς και παραδόσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, η άποψή του ότι η γνώση υπόκειται σε περιορισμούς που δεν μπορεί να ξεπεράσει, ότι η ηθική έχει τις ρίζες της στην ελευθερία του ανθρώπου και στην αυτονομία του πρακτικού του Λόγου που δε λαμβάνει το νόμο του από τη θρησκεία ή τον Θεό, αλλά το νομοθετεί ο ίδιος σύμφωνα μ’ έλλογες αρχές κι ότι η φιλοσοφία εμπεριέχει αυτο-κριτικές διαδικασίες, αναδιαμόρφωσαν οριστικώς τη φιλοσοφία.
Γεννημένος στο Königsberg (Καίνιξμπεργκ, Πρωσία –σήμερα ονομάζεται Καλίνινγκραντ κι ανήκει στη Ρωσία) στις 22 Απρίλη 1724, τα ολοκληρωμένα και συστηματικά έργα του στην επιστημολογία, τη μεταφυσική, την ηθική και την αισθητική τον έχουνε καταστήσει από τις πιο σημαντικές κι αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας, αποκαλούμενος “πατέρας της σύγχρονης ηθικής“, “πατέρας της σύγχρονης αισθητικής” και συνδυάζοντας τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό, “πατέρας της σύγχρονης φιλοσοφίας“.
Στο δόγμα του υπερβατικού ιδεαλισμού, υποστήριξε πως ο χώρος κι ο χρόνος είναι απλώς “μορφές διαίσθησης” που δομούν όλη την εμπειρία κι ότι τ’ αντικείμενα της εμπειρίας είναι απλώς “εμφανίσεις“. Η φύση των πραγμάτων όπως είναι από μόνα τους είναι άγνωστη σε μάς. Σε προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσει το φιλοσοφικό δόγμα του σκεπτικισμού, έγραψε τη Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781-87), το πιο γνωστό έργο του. Ο Καντ έκανε παραλληλισμό με την επανάσταση του Κοπέρνικου στη πρότασή του να σκεφτούμε τ’ αντικείμενα της εμπειρίας ως συμβατά με τις χωρικές και χρονικές μορφές της διαίσθησής μας και τις κατηγορίες της κατανόησής μας, έτσι ώστε να ‘χουμε a priori γνώση αυτών των αντικειμένων. Αυτοί οι ισχυρισμοί έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα επιδραστικοί στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα στη κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία, που θεωρούνε τις ανθρώπινες δραστηριότητες ως προ-προσανατολισμένες από πολιτιστικά πρότυπα.
Ο Καντ πίστευε ότι η λογική είναι πηγή της ηθικής κι ότι η αισθητική προκύπτει από ικανότητα ανιδιοτελούς κρίσης. Οι θρησκευτικές απόψεις του ήτανε βαθιά συνδεδεμένες με την ηθική θεωρία του. Η ακριβής φύση τους, ωστόσο, παραμένει υπό αμφισβήτησην. Ελπίζει ότι η διαρκής ειρήνη θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσω μιας διεθνούς ομοσπονδίας δημοκρατικών κρατών και της διεθνούς συνεργασίας. Η κοσμοπολίτικη φήμη του, ωστόσο, αμφισβητείται από τη διάδοση του επιστημονικού ρατσισμού για μεγάλο μέρος της καρριέρας του, αν κι άλλαξε τις απόψεις του για το θέμα τη τελευταία 10ετία της ζωής του.
Η οικογένειά του ήτανε πρωσικο-γερμανική λουθηρανικής πίστης. Η μητέρα του, Άννα Ρεγγίνα Ρόιτερ (1697-1737), γεννήθηκε στο Κένιγκσμπεργκ από πατέρα από τη Νυρεμβέργη. Ο πατέρας, Γιόχαν Γκέοργκ Καντ (1682–1746), ήτανε Γερμανός σαγματοποιός από το Μέμελ, την εποχή κείνη, τη βορειοανατολικότερη πόλη της Πρωσίας (σημερινή Κλάιπεντα, Λιθουανία). Είναι πιθανό ότι οι Καντς πήραν τ’ όνομά τους απ’ το χωριό Kantvainiai (γερ: Kantwaggen -σήμερα μέρος του Priekulė) κι ήτανε καταγωγής Kursenieki. Βαφτίστηκε και μετά άλλαξε την ορθογραφία του ονόματός του σε Ιμμάνιουελ αφού έμαθε εβραϊκά. Ήτανε 4ο από τα 9 παιδιά (6 ενηλικιώθηκαν). Η οικογένεια του Καντ τόνισε ευσεβιστικές αξίες της θρησκευτικής αφοσίωσης, της ταπεινοφροσύνης και της κυριολεκτικής ερμηνείας της Βίβλου. Η εκπαίδευση του νεαρού ήταν αυστηρή, τιμωρητική, πειθαρχική κι επικεντρώθηκε στη λατινική και θρησκευτική διδασκαλία έναντι των μαθηματικών και της επιστήμης.
Στα τελευταία του χρόνια, έζησε αυστηρά οργανωμένη ζωή. Λέγεται ότι οι γείτονες ρυθμίζανε τα ρολόγια τους απ’ τις καθημερινές βόλτες του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά φαίνεται ότι είχε ικανοποιητική κοινωνική ζωή. Ήτανε δημοφιλής δάσκαλος καθώς και μέτρια πετυχημένος συγγραφέας, ακόμη και πριν ξεκινήσει τα μεγάλα φιλοσοφικά του έργα. Έδειξε μεγάλη ικανότητα για μελέτη νεαρός. Αρχικά φοίτησε στο Collegium Fridericianum, αποφοίτησε τέλη θέρους του 1740. Το 1740, στα 16 του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Königsberg, που μετά θα παραμείνει για το υπόλοιπο της επαγγελματικής του ζωής. Μελέτησε τη φιλοσοφία του Gottfried Leibniz και του Christian Wolff υπό τον Martin Knutzen (αναπληρωτή Καθηγητή Λογικής και Μεταφυσικής από το 1734 ως το θάνατό του το 1751), ορθολογιστή που ήταν επίσης εξοικειωμένος με τις εξελίξεις στη βρεττανική φιλοσοφία κι επιστήμη και τον εισήγαγε στη νέα μαθηματική φυσική του Νεύτωνα. Ο Knutzen τον απέτρεψε απ’ τη θεωρία της προκαθορισμένης αρμονίας, που τη θεωρούσε μαξιλάρι για το τεμπέλικο μυαλό. Απέτρεψε επίσης απ’ τον ιδεαλισμό, την ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι καθαρά διανοητική, που οι περισσότεροι φιλόσοφοι του 18ου αι. αντιμετώπιζαν αρνητικά. Η θεωρία του υπερβατικού ιδεαλισμού που ο Καντ συμπεριέλαβε αργότερα στη Κριτική του Καθαρού Λόγου αναπτύχθηκε εν μέρει σ’ αντίθεση με τον παραδοσιακό ιδεαλισμό. Ο Καντ είχε επαφές με φοιτητές, συναδέλφους, φίλους και συνδαιτυμόνες που συχνάζανε στη τοπική μασονική στοά.
Το εγκεφαλικό επεισόδιο του πατέρα του κι ο επακόλουθος θάνατός του το 1746 διακόψανε τις σπουδές του. Έφυγε από το Königsberg λίγο μετά τον Αύγουστο του 1748. Θα επιστρέψει εκεί τον Αύγουστο του 1754. Έγινε ιδιωτικός δάσκαλος στις πόλεις γύρω από το Königsberg, αλλά συνέχισε την επιστημονική του έρευνα. Το 1749, δημοσίευσε το 1ο του φιλοσοφικό έργο, Σκέψεις για την αληθινή εκτίμηση των ζωντανών δυνάμεων, γραμμένο το 1745-47. Είναι πιότερο γνωστός για το έργο του στη φιλοσοφία της ηθικής και της μεταφυσικής, αλλά συνέβαλε σημαντικά σ’ άλλους κλάδους. Το 1754, ενώ σκεφτόταν ερώτηση βραβείου από την Ακαδημία Βερολίνου σχετικά με το πρόβλημα της περιστροφής της Γης, υποστήριξε ότι η βαρύτητα της Σελήνης θα επιβραδύνει τη περιστροφή της Γης κι έθεσε επίσης το επιχείρημα ότι η βαρύτητα θα προκαλούσε τελικά το παλιρροϊκό κλείδωμα της Σελήνης να συμπίπτει με τη περιστροφή της Γης. Το επόμενο έτος, επέκτεινε αυτό τον συλλογισμό στο σχηματισμό και την εξέλιξη του Ηλιακού Συστήματος στη Παγκόσμια Φυσική Ιστορία και Θεωρία των Ουρανών. Το 1755, έλαβε άδεια να δώσει διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο Königsberg, άρχισε να δίνει διαλέξεις σε διάφορα θέματα, μεταξύ άλλων, μαθηματικών, φυσικής, λογικής και μεταφυσικής. Στο δοκίμιό του του 1756 για τη θεωρία των ανέμων, παρουσίασε πρωτότυπη εικόνα για τη δύναμη Coriolis.
Το 1756, ο Καντ δημοσίευσε επίσης 3 εργασίες σχετικά με το σεισμό της Λισαβόνας το 1755. Η θεωρία του, που περιλάμβανε μετατοπίσεις σε τεράστια σπήλαια γεμάτα με θερμά αέρια, αν κι ανακριβής, ήταν από τις 1ες συστηματικές προσπάθειες να εξηγηθούν οι σεισμοί με φυσικούς κι όχι υπερφυσικούς όρους. Το 1757, άρχισε να δίνει διαλέξεις για τη γεωγραφία, καθιστώντας τον από τους 1ους λέκτορες που δίδαξε γεωγραφία ως δικό του θέμα. Η γεωγραφία ήταν από τα πιο δημοφιλή θέματα διαλέξεων του Καντ και το 1802, κυκλοφόρησε συλλογή από τον Friedrich Theodor Rink των σημειώσεων διαλέξεών του, Φυσική Γεωγραφία. Αφού έγινε καθηγητής το 1770, επέκτεινε τα θέματα των διαλέξεων του για να συμπεριλάβει διαλέξεις για το φυσικό δίκαιο, την ηθική και την ανθρωπολογία, μαζί μ’ άλλα θέματα.
Στη Παγκόσμια Φυσική Ιστορία, παρουσίασε την υπόθεση του νεφελώματος, που συμπέραινε ότι το Ηλιακό Σύστημα είχε σχηματιστεί από ένα μεγάλο σύννεφο αερίου, ένα νεφέλωμα. Επίσης σωστά συμπέρανε ότι ο Γαλαξίας μας ήταν μεγάλος δίσκος αστεριών, που θεωρούσε ότι σχηματίστηκε από πολύ μεγαλύτερο περιστρεφόμενο νέφος αερίου. Πρότεινε επίσης ότι άλλα μακρυνά νεφελώματα μπορεί να ‘ναι άλλοι γαλαξίες. Αυτά τα αξιώματα άνοιξαν νέους ορίζοντες για την αστρονομία, επεκτείνοντάς τη 1η φορά πέρα απ’ το ηλιακό σύστημα σε γαλαξιακά και διαγαλαξιακά βασίλεια.
Από τότε, στράφηκε όλο και πιότερο σε φιλοσοφικά ζητήματα, αν και συνέχισε να γράφει για τις επιστήμες καθ’ όλη τη ζωή του. Στις αρχές της 10ετίας του 1760, παρήγαγε σειρά σημαντικών έργων στη φιλοσοφία. Το The False Subtlety of the Four Syllogistic Figures, έργο λογικής, δημοσιεύθηκε το 1762. 2 ακόμη έργα εμφανίστηκαν το επόμενο έτος: Προσπάθεια εισαγωγής της έννοιας των αρνητικών μεγεθών στη φιλοσοφία και το μόνο δυνατό επιχείρημα για την υποστήριξη μιας απόδειξης της ύπαρξης του Θεού. Μέχρι το 1764, ο Καντ είχε γίνει αξιοσημείωτος δημοφιλής συγγραφέας κι έγραψε τις Παρατηρήσεις για την αίσθηση του ωραίου και του μεγαλειώδους. Ήτανε 2ος μετά τον Μωυσή Μέντελσον σε διαγωνισμό βραβείων της Ακαδημίας Βερολίνου με την έρευνά του σχετικά με τη διάκριση των αρχών της φυσικής θεολογίας κι ηθικής (συχνά αναφέρεται ως Το δοκίμιο του βραβείου). Το 1766 έγραψε κριτικό κομμάτι για τα Όνειρα Μάντη Πνεύματος του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.
Το 1770, ο Καντ διορίστηκε Τακτικός Καθηγητής της Λογικής και της Μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο Königsberg. Για να υπερασπιστεί αυτό το διορισμό, έγραψε την εναρκτήρια διατριβή του Σχετικά με τη μορφή και τις αρχές του αισθητού και κατανοητού κόσμου. Αυτό το έργο είδε την εμφάνιση αρκετών κεντρικών θεμάτων του ώριμου έργου του, συμπεριλαμβανομένης της διάκρισης μεταξύ των ικανοτήτων της διανοητικής σκέψης και της αισθητής δεκτικότητας. Η παράλειψη αυτής της διάκρισης θα σήμαινε τη διάπραξη του σφάλματος της υποταγής κι όπως λέει στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής, μόνο με την αποφυγή αυτού του λάθους ανθίζει η μεταφυσική. Συχνά υποστηρίζεται ότι ήτανε καθυστερημένος προγραμματιστής, ότι έγινε σημαντικός φιλόσοφος μόνο στα μέσα της 10ετίας του ’50 αφού απέρριψε τις προηγούμενες απόψεις του. Ενώ είναι αλήθεια ότι έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του σχετικά αργά στη ζωή του, υπάρχει τάση να υποτιμάται η αξία των προηγούμενων έργων του. Πρόσφατες μελέτες του έχουν αφιερώσει πιότερη προσοχή σ’ αυτά τα προ-κριτικά γραπτά κι έχουν αναγνωρίσει βαθμό συνέχειας με το ώριμο έργο του. Στα 46 ήτανε καθιερωμένος λόγιος και φιλόσοφος με αυξανόμενη επιρροή και πολλά αναμένονταν απ’ αυτόν. Σε αλληλογραφία με τον πρώην φοιτητή και φίλο του Markus Herz, παραδέχτηκε ότι, στην εναρκτήρια διατριβή, είχε αποτύχει να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ των λογικών και διανοητικών ικανοτήτων μας. Έπρεπε να εξηγήσει πώς συνδυάζουμε αυτό που είναι γνωστό ως αισθητηριακή γνώση με τον άλλο τύπο γνώσης -δηλαδή, αιτιολογημένη γνώση- αυτά τα 2 σχετίζονται αλλά έχουνε πολύ διαφορετικές διαδικασίες.
Ο Καντ πιστώνει επίσης στον Ντέιβιντ Χιουμ ότι τον ξύπνησε από ένα δογματικό λήθαργο που ‘χε αποδεχθεί ανεπιφύλακτα τις αρχές τόσο της θρησκείας όσο και της φυσικής φιλοσοφίας. Ο Χιουμ, στη Πραγματεία του για την Ανθρώπινη Φύση του 1739, είχε υποστηρίξει ότι γνωρίζουμε το μυαλό μόνο μέσω μιας υποκειμενικής, ουσιαστικά απατηλής σειράς αντιλήψεων. Ιδέες όπως η αιτιότητα, η ηθική και τα αντικείμενα δεν είναι εμφανείς στην εμπειρία, οπότε η πραγματικότητά τους μπορεί να αμφισβητηθεί. Ο Καντ θεώρησε ότι η λογική θα μπορούσε ν’ απομακρύνει αυτό τον σκεπτικισμό κι έθεσε τον εαυτό του στην επίλυση αυτών των προβλημάτων. Αν και του άρεσε η παρέα κι η συζήτηση με άλλους, απομονώθηκε κι αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να τον βγάλουν από την απομόνωσή του. Όταν βγήκε απ’ τη σιωπή του το 1781, το αποτέλεσμα ήταν η Κριτική του Καθαρού Λόγου. Αντέκρουσε τον εμπειρισμό του Χιουμ ισχυριζόμενος ότι κάποια γνώση υπάρχει εγγενώς στο μυαλό, ανεξάρτητα από την εμπειρία. Έκανε έναν παραλληλισμό με την επανάσταση του Κοπέρνικου στη πρότασή του ότι τα εγκόσμια αντικείμενα μπορούν να διαισθανθούν a priori κι ότι η διαίσθηση είναι συνεπώς διακριτή από την αντικειμενική πραγματικότητα. Συναίνεσε κάπως στον Χιουμ ορίζοντας την αιτιότητα ως τακτική, σταθερή ακολουθία γεγονότων στο χρόνο, και τίποτα περισσότερο.
Αν και τώρα αναγνωρίζεται ως από τα σπουδαιότερα έργα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η Κριτική απογοήτευσε τους αναγνώστες τουτ στην αρχική της δημοσίευση. Το βιβλίο ήταν μεγάλο, πάνω από 800 σελίδες στην αρχική γερμανική έκδοση και γραμμένο σε περίπλοκο ύφος. Ο Καντ ήταν αρκετά αναστατωμένος με την υποδοχή του. Ο πρώην μαθητής του, Johann Gottfried Herder το επέκρινε επειδή τοποθετούσε τη λογική ως οντότητα άξια κριτικής αντί να εξετάζει τη διαδικασία της συλλογιστικής στο πλαίσιο της γλώσσας κι ολόκληρης της προσωπικότητας κάποιου. Παρόμοια με τον Christian Garve και τον Johann Georg Heinrich Feder, απέρριψε τη θέση του Καντ ότι ο χώρος κι ο χρόνος κατείχαν μορφή που θα μπορούσε να αναλυθεί. Επιπλέον, οι Garve και Feder κατηγόρησαν επίσης την Κριτική του ότι δεν εξηγεί τις διαφορές στην αντίληψη των αισθήσεων. Η πυκνότητά του το έκανε, όπως είπε ο Herder σε επιστολή του προς τον Johann Georg Hamann, σκληρό καρύδι για να σπάσει, που επισκιάστηκε απ’ όλο αυτό το βαρύ κουτσομπολιό. Η υποδοχή του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον έπαινο που ‘χε λάβει για προηγούμενα έργα, όπως το Δοκίμιο του Βραβείου και τα μικρότερα έργα που προηγήθηκαν της πρώτης Κριτικής. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη αποσαφήνισης της αρχικής πραγματείας, ο Καντ έγραψε τα Προλεγόμενα σε οποιαδήποτε Μελλοντική Μεταφυσική το 1783 ως σύνοψη των κύριων απόψεών της. Λίγο μετά, ο φίλος του Johann Friedrich Schultz (1739-1805), καθηγητής μαθηματικών, δημοσίευσε τις Εξηγήσεις της Κριτικής του Καθαρού Λόγου του καθηγητή Καντ (Königsberg, 1784), που ήτανε σύντομο αλλά πολύ ακριβές σχόλιο στην Κριτική.
Η φήμη του Καντ αυξήθηκε σταδιακά στο τελευταίο τμήμα της 10ετίας του 1780, πυροδοτούμενη από σειρά σημαντικών έργων: το δοκίμιο του 1784, Απάντηση: Τι είναι ο Διαφωτισμός; 1785’s Groundwork of the Metaphysics of Morals (το πρώτο του έργο για την ηθική φιλοσοφία). κι, από το 1786, Μεταφυσικά Θεμέλια των Φυσικών Επιστημών. Αλλά η φήμη του έφτασε τελικά από μια απροσδόκητη πηγή: Το 1786, ο Karl Leonhard Reinhold δημοσίευσε μια σειρά δημόσιων επιστολών σχετικά με την καντιανή φιλοσοφία. Σ’ αυτές τις επιστολές, ο Reinhold πλαισίωσε τη φιλοσοφία του Καντ ως απάντηση στη κεντρική διανοητική διαμάχη της εποχής: τη διαμάχη για τον πανθεϊσμό. Ο Friedrich Jacobi είχε κατηγορήσει τον πρόσφατα αποθανόντα Gotthold Ephraim Lessing (διακεκριμένο δραματουργό και φιλοσοφικό δοκιμιογράφο) για σπινοζισμό. Τέτοια κατηγορία, ισοδύναμη με κατηγορία αθεϊσμού, απορρίφθηκε σθεναρά από τον φίλο του Λέσινγκ, Μωυσή Μέντελσον, οδηγώντας σε πικρή δημόσια διαμάχη μεταξύ των παρτιζάνων. Η διαμάχη σταδιακά κλιμακώθηκε σε συζήτηση σχετικά με τις αξίες του Διαφωτισμού και την αξία της λογικής. Ο Ράινχολντ υποστήριζε στις επιστολές του ότι η Κριτική του Καθαρού Λόγου του Καντ θα μπορούσε να διευθετήσει αυτή τη διαμάχη υπερασπιζόμενος την εξουσία και τα όρια της λογικής. Οι επιστολές του Ράινχολντ διαβάστηκαν ευρέως κι έκαναν τον Καντ τον πιο διάσημο φιλόσοφο της εποχής του.
Δημοσίευσε 2η έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου το 1787, αναθεωρώντας σε μεγάλο βαθμό τα 1α μέρη του βιβλίου. Το μεγαλύτερο μέρος του μεταγενέστερου έργου του επικεντρώθηκε σ’ άλλους τομείς της φιλοσοφίας. Συνέχισε να αναπτύσσει την ηθική φιλοσοφία του, κυρίως στη Κριτική του Πρακτικού Λόγου του 1788 (γνωστή ως 2η Κριτική) και στη Μεταφυσική των Ηθών του 1797. Η Κριτική της Δύναμης της Κρίσης του 1790 (η 3η Κριτική) εφάρμοσε το καντιανό σύστημα στην αισθητική και τη τελεολογία. Το 1792, η προσπάθειά του να δημοσιεύσει το 2ο απ’ τα 4 Κομμάτια της Θρησκείας εντός των Ορίων του Γυμνού Λόγου, στο περιοδικό Berlinische Monatsschrift, συνάντησε την αντίθεση της επιτροπής λογοκρισίας του Βασιλιά, που ‘χε συσταθεί την ίδια χρονιά στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης. Στη συνέχεια, κανόνισε να δημοσιεύσει και τα 4 κομμάτια ως βιβλίο, δρομολογώντας το μέσω του τμήματος φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιένας για ν’ αποφύγει την ανάγκη θεολογικής λογοκρισίας. Αυτή η ανυποταξία του χάρισε διάσημη πλέον επίπληξη από τον βασιλιά. Όταν παρ’ όλ’ αυτά δημοσίευσε 2η έκδοση το 1794, ο λογοκριτής ήταν τόσο θυμωμένος που κανόνισε ένα βασιλικό διάταγμα που απαιτούσε από τον Καντ να μη δημοσιεύσει ποτέ ή ακόμα και να μιλήσει δημόσια για τη θρησκεία. Στη συνέχεια, ο Καντ δημοσίευσε την απάντησή του στην επίπληξη του βασιλιά κι εξήγησε τον εαυτό του στον πρόλογο της Σύγκρουσης των Σχολών.
Έγραψε επίσης σειρά από ημιδημοφιλή δοκίμια για την ιστορία, τη θρησκεία, τη πολιτική κι άλλα θέματα. Αυτά τύχανε καλής υποδοχής απ’ τους συγχρόνούς του κι επιβεβαιώσανε την εξέχουσα θέση του στη φιλοσοφία του 18ου αι. Υπήρχαν αρκετά περιοδικά αφιερωμένα αποκλειστικά στην υπεράσπιση και τη κριτική της καντιανής φιλοσοφίας. Παρά την επιτυχία, οι φιλοσοφικές τάσεις κινούνταν προς άλλη κατεύθυνση. Πολλοί απ’ τους σημαντικότερους μαθητές κι οπαδούς του (συμπεριλαμβανομένων των Ράινχολντ, Μπεκ και Φίχτε) μεταμόρφωσαν τη καντιανή θέση. Τα προοδευτικά στάδια της αναθεώρησης των διδασκαλιών του σηματοδοτήσανε την εμφάνιση του γερμανικού ιδεαλισμού. Ο Καντ αντιτάχθηκε σε αυτές τις εξελίξεις και κατήγγειλε δημόσια τον Fichte σ’ ανοιχτή επιστολή το 1799. Ήταν από τις τελευταίες πράξεις του που ανέπτυξε θέση σε φιλοσοφικά ζητήματα.
Το 1800, ένας μαθητής του ονόματι Gottlob Benjamin Jäsche (1762-1842) δημοσίευσε εγχειρίδιο λογικής για δασκάλους που ονομαζότανε Logik, που το είχε ετοιμάσει κατόπιν αιτήματος του Καντ. Προετοίμασε το Logik χρησιμοποιώντας αντίγραφο ενός εγχειριδίου λογικής του Georg Friedrich Meier με τίτλο Απόσπασμα από το Δόγμα του Λόγου, που ο Καντ είχε γράψει άφθονες σημειώσεις και σχολιασμούς. Το Logik έχει θεωρηθεί θεμελιώδους σημασίας για τη φιλοσοφία του Καντ και τη κατανόησή της. Ο μεγάλος λογικός του 19ου αι. Charles Sanders Peirce παρατήρησε, σ’ ελλιπή ανασκόπηση της αγγλικής μετάφρασης της εισαγωγής του από τον Thomas Kingsmill Abbott, ότι ολόκληρη η φιλοσοφία του Καντ στρέφεται πάνω στη λογική του. Επίσης, οι Robert Schirokauer Hartman και Wolfgang Schwarz γράψανε στην εισαγωγή των μεταφραστών στην αγγλική μετάφραση του Logik: “Η σημασία του έγκειται όχι μόνο στη σημασία του για την Κριτική του Καθαρού Λόγου, που το 2ο μέρος του είναι μια επαναδιατύπωση θεμελιωδών αρχών της Λογικής, αλλά στη θέση του μες στο σύνολο του έργου του Καντ“.
Η υγεία του Καντ, για πολύ καιρό κακή, επιδεινώθηκε. Πέθανε στο Königsberg στις 12 Φλεβάρη 1804, προφέροντας “Es ist gut” (Είναι καλό) πριν πεθάνει. Το ημιτελές τελευταίο έργο του δημοσιεύθηκε ως Opus Postumum. Ο Καντ πάντα έδινε περίεργη φιγούρα στη ζωή του για τις μέτριες, αυστηρά προγραμματισμένες συνήθειες, που έχουν αναφερθεί ως ρολογιές. Ωστόσο, ο Χάινριχ Χάινε σημείωσε το μέγεθος των καταστροφικών συνεπειών, συντρίβοντας τον κόσμο σκέψεών του και τον θεώρησε ένα είδος φιλοσοφικού δήμιου, συγκρίνοντάς τον με το Ροβεσπιέρο με τη παρατήρηση ότι κι οι 2 άνδρες αντιπροσωπεύανε στο υψηλότερο επίπεδο τον τύπο των επαρχιακών αστών. Η φύση τους είχε προορίσει να ζυγίζουνε καφέ και ζάχαρη, αλλά η μοίρα αποφάσισε ότι έπρεπε να ζυγίσουν άλλα πράγματα και τοποθέτησε στη ζυγαριά του ενός, βασιλιά, στη ζυγαριά του άλλου, θεό. Όταν το σώμα του μεταφέρθηκε σε νέο σημείο ταφής, το κρανίο του μετρήθηκε στη διάρκεια της εκταφής και βρέθηκε να ‘ναι μεγαλύτερο από το μέσο Γερμανό άντρα με υψηλό κι ευρύ μέτωπο. Το μέτωπό του υπήρξε αντικείμενο ενδιαφέροντος από τότε που έγινε γνωστό μέσω των πορτραίτων του: Στο πορτραίτο του Döbler και στη πιστή αν κι εξπρεσιονιστική αναπαραγωγή του Kiefer -καθώς και σε πολλά από τ’ άλλα πορτραίτα του στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19του αι. – το μέτωπο είναι εντυπωσιακά μεγάλο και σαφώς υπερτερεί. Το μαυσωλείο του γειτνιάζει με τη ΒΑ γωνία του Καθεδρικού Ναού Königsberg στο Καλίνινγκραντ της Ρωσίας. Το μαυσωλείο κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Friedrich Lahrs κι ολοκληρώθηκε το 1924, εγκαίρως για τη 200ή επέτειο από τη γέννησή του. Αρχικά, θάφτηκε μες στον καθεδρικό ναό, αλλά το 1880 τα λείψανά του μεταφερθήκανε σε νεογοτθικό παρεκκλήσι που γειτνιάζει με τη ΒΑ γωνία του καθεδρικού. Με τα χρόνια, το εκκλησάκι ερειπώθηκε και κατεδαφίστηκε για ν’ ανοίξει ο δρόμος για το μαυσωλείο, που χτίστηκε στην ίδια θέση. Ο τάφος και το μαυσωλείο είναι απ’ τα λίγα κτίρια της γερμανικής εποχής που διατηρήθηκαν από τους Σοβιετικούς μετά τη κατάληψη της πόλης. Σήμερα, πολλοί νεόνυμφοι φέρνουνε λουλούδια στο μαυσωλείο. Αντικείμενα που ανήκανε πριν στον Καντ, γνωστά ως Kantiana, συμπεριληφθήκανε στο Königsberg City Museum. Ωστόσο, το μουσείο καταστράφηκε στη διάρκεια του Β ‘Παγκ. Πολ.. Αντίγραφο του αγάλματός του που στη γερμανική εποχή βρισκότανε μπρος από το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Königsberg δωρήθηκε από ανώνυμο Γερμανό στις αρχές της 10ετίας του 1990 και τοποθετήθηκε στον ίδιο χώρο.
Μετά την εκδίωξη του γερμανικού πληθυσμού του Königsberg στο τέλος του Β ‘Παγκ. Πολ., στο Πανεπιστήμιο Königsberg όπου δίδασκε ο Königsberg αντικαταστάθηκε από το ρωσόφωνο κρατικό Πανεπιστήμιο Καλίνινγκραντ, που οικειοποιήθηκε τη πανεπιστημιούπολη και τα σωζόμενα κτίρια. Το 2005, το πανεπιστήμιο μετονομάστηκε σε Immanuel Kant State University της Ρωσίας. Η αλλαγή του ονόματος ανακοινώθηκε σε τελετή που παρευρέθηκαν ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας και ο Καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ της Γερμανίας και το πανεπιστήμιο σχημάτισε Εταιρεία Καντ, αφιερωμένη στη μελέτη του καντιανισμού. Το πανεπιστήμιο μετονομάστηκε και πάλι στη 10ετία του 2010, σε Immanuel Kant Baltic Federal University. Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ο Καντ εντυπωσιάστηκε πολύ με τις επιστημονικές προόδους του Νεύτωνα κι άλλων. Αυτή η νέα απόδειξη της δύναμης της ανθρώπινης λογικής, ωστόσο, αμφισβήτησε για πολλούς τη παραδοσιακή εξουσία της πολιτικής και της θρησκείας. Συγκεκριμένα, η σύγχρονη μηχανιστική άποψη του κόσμου έθεσε υπό αμφισβήτηση την ίδια τη δυνατότητα της ηθικής. Διότι, αν δεν υπάρχει οργανισμός, δεν μπορεί να υπάρξει καμμία ευθύνη.
Ο στόχος του κριτικού έργου του Καντ είναι να εξασφαλίσει τη ανθρώπινη αυτονομία, τη βάση της θρησκείας και της ηθικής, από αυτή την απειλή του μηχανισμού -και να το κάνει αυτό με τρόπο που να διατηρεί τις προόδους της σύγχρονης επιστήμης. Στη Κριτική του Καθαρού Λόγου, ο Καντ συνοψίζει τις φιλοσοφικές του ανησυχίες στα ακόλουθα 3 ερωτήματα:
1. Τί μπορώ να γνωρίζω;
2. Τί πρέπει να κάνω;
3. Τί μπορώ να ελπίζω;
Η Κριτική του Καθαρού Λόγου επικεντρώνεται στο 1ο κι ανοίγει έναν εννοιολογικό χώρο για απάντηση στο 2ο. Υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν δεν μπορούμε, να γνωρίζουμε αυστηρά ότι είμαστε ελεύθεροι, μπορούμε -και για πρακτικούς σκοπούς, πρέπει- να θεωρούμε εαυτούς ελεύθερους. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Καντ, “έπρεπε ν’ αρνηθώ τη γνώση για να κάνω χώρο για τη πίστη“. Η ορθολογική πίστη μας στην ηθική αναπτύσσεται περαιτέρω στο The Groundwork of the Metaphysics of Morals and The Critique of Practical Reason. Η Κριτική της Δύναμης της Κρίσης υποστηρίζει ότι μπορούμε λογικά να ελπίζουμε σε αρμονική ενότητα των θεωρητικών και πρακτικών πεδίων που εξετάζονται στις 2 1ες Κριτικές με βάση, όχι μόνο την εννοιολογική της δυνατότητα, αλλά και τη βάση της συναισθηματικής εμπειρίας μας για τη φυσική ομορφιά και γενικότερα, την οργάνωση του φυσικού κόσμου. Στο Θρησκεία εντός των ορίων του απλού λόγου, προσπαθεί να ολοκληρώσει την απάντησή του σ’ αυτό το 3ο ερώτημα.
Όλ’ αυτά τα έργα τοποθετούνε το ενεργό, ορθολογικό ανθρώπινο υποκείμενο στο κέντρο του γνωστικού κι ηθικού κόσμου. Εν συντομία, ο Καντ υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο νους κάνει αναγκαστικά συστατική συμβολή στη γνώση, ότι αυτή η συμβολή είναι υπερβατική κι όχι ψυχολογική κι ότι το να ενεργείς αυτόνομα σημαίνει να ενεργείς σύμφωνα με ορθολογικές ηθικές αρχές. Το βιβλίο του του 1781 (αναθεωρημένο 1787) Η Κριτική του Καθαρού Λόγου έχει συχνά αναφερθεί ως ο σημαντικότερος τόμος μεταφυσικής κι επιστημολογίας στη σύγχρονη φιλοσοφία. Στη 1η Κριτική, αλλά κι αργότερα και σ’ άλλα έργα, πλαισιώνει το γενικό και το πραγματικό πρόβλημα του καθαρού λόγου με όρους του ακόλουθου ερωτήματος: “Πώς είναι εκ των προτέρων δυνατές οι συνθετικές κρίσεις“. Για να αναλυθεί αυτός ο ισχυρισμός, είναι απαραίτητο να οριστούν ορισμένοι όροι:
1ον. ο Καντ κάνει διάκριση όσον αφορά στη πηγή του περιεχομένου της γνώσης:
Γνωστικές λειτουργίες a priori: “γνώση ανεξάρτητη από όλες τις εμπειρίες κι ακόμη κι απ’ όλες τις εντυπώσεις των αισθήσεων“.
Γνωστικές λειτουργίες a posteriori: γνωστικές λειτουργίες που ‘χουνε τις πηγές τους στην εμπειρία -δηλαδή, που είναι εμπειρικές.
2ον. κάνει διάκριση όσον αφορά στη μορφή της γνώσης:
Αναλυτική πρόταση: η πρόταση που η κατηγορηματική έννοια περιέχεται στην έννοια του αντικειμένου της. π.χ., “Όλοι οι εργένηδες είναι άγαμοι” ή “Όλα τα σώματα καταλαμβάνουν χώρο”. Αυτά μπορούν επίσης να ονομαστούν “κρίσεις διευκρίνισης”.
Συνθετική πρόταση: η πρόταση πους η κατηγορηματική έννοια δεν περιέχεται στην έννοια του αντικειμένου της. π.χ. “Όλοι οι εργένηδες είναι μόνοι”, “Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί” ή “Όλα τα σώματα έχουνε βάρος”. Αυτά μπορούν επίσης να ονομαστούν “κρίσεις ενίσχυσης”.
Μια αναλυτική πρόταση είναι αληθής απ’ τη φύση των αυστηρά εννοιολογικών σχέσεων. Όλες οι αναλυτικές προτάσεις είναι a priori (είναι αναλυτικά αληθές ότι καμμία αναλυτική πρόταση δεν θα μπορούσε να είναι εκ των υστέρων). Αντίθετα, συνθετική πρόταση είναι κείνη που το περιεχόμενό της περιλαμβάνει κάτι νέο. Η αλήθεια ή το ψέμμα μιας συνθετικής δήλωσης εξαρτάται από κάτι περισσότερο απ’ αυτό που περιέχεται στις έννοιές της. Η πιο προφανής μορφή συνθετικής πρότασης είναι μια απλή εμπειρική παρατήρηση. Φιλόσοφοι όπως ο David Hume πίστευαν ότι αυτά ήταν τα μόνα δυνατά είδη ανθρώπινης λογικής κι έρευνας, που ονόμασε “σχέσεις ιδεών” και “θέματα γεγονότων”. Η καθιέρωση του συνθετικού a priori ως 3ου τρόπου γνώσης θα επέτρεπε στον Καντ ν’ αντικρούσει τον σκεπτικισμό του Χιουμ για θέματα όπως η αιτιώδης συνάφεια κι η μεταφυσική γνώση γενικότερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με μια εκ των υστέρων γνώση, η a priori γνώση έχει “αληθινή ή αυστηρή… καθολικότητα” και περιλαμβάνει τον ισχυρισμό της “αναγκαιότητας”.
Ο ίδιος ο Καντ θεωρεί αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι έχουμε συνθετική a priori γνώση -προφανώς, αυτή των μαθηματικών. Ότι 7 + 5 = 12, ισχυρίζεται, είναι ένα αποτέλεσμα που δεν περιέχεται στις έννοιες του 7, του 5 και της πράξης πρόσθεσης. Ωστόσο, αν και θεωρεί ότι η δυνατότητα τέτοιας γνώσης είναι προφανής, ο Καντ αναλαμβάνει ωστόσο το βάρος της παροχής μιας φιλοσοφικής απόδειξης ότι έχουμε a priori γνώση στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και τη μεταφυσική. Ο διπλός στόχος της Κριτικής είναι τόσο ν’ αποδείξει όσο και να εξηγήσει τη δυνατότητα αυτής της γνώσης.
“Υπάρχουν“, λέει ο Καντ, “2 ρίζες της ανθρώπινης νόησης, που μπορεί ίσως να προκύψουν από κοινή αλλά για μάς άγνωστη ρίζα, δηλαδή την ευαισθησία και τη κατανόηση, μέσω της 1ης από τις οποίες μας δίνονται αντικείμενα, αλλά μέσω της 2ης από τις οποίες θεωρούνται“.
Ο όρος του Καντ για το αντικείμενο της ευαισθησίας είναι διαίσθηση κι ο όρος του για το αντικείμενο της κατανόησης είναι έννοια. Σε γενικές γραμμές, η 1η είναι μια μη διαλογική αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου κι η 2η είναι μια διαλογική (ή διαμεσολαβητική) αναπαράσταση ενός γενικού τύπου αντικειμένου. Οι συνθήκες της πιθανής εμπειρίας απαιτούνε τόσο διαισθήσεις όσο κι έννοιες, δηλαδή την αγάπη της δεκτικής ευαισθησίας και την ενεργό συνθετική δύναμη της κατανόησης. Έτσι η δήλωση: “Σκέψεις χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, διαισθήσεις χωρίς έννοιες είναι τυφλές“. Η βασική στρατηγική του στο 1ο μισό του βιβλίου του θα ‘ναι να υποστηρίξει ότι ορισμένες διαισθήσεις κι έννοιες είναι καθαρές -δηλαδή, συνεισφέρουν εξ ολοκλήρου απ’ το μυαλό, ανεξάρτητα απ’ οτιδήποτε εμπειρικό. Η γνώση που παράγεται σ’ αυτή τη βάση, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να είναι εκ των προτέρων συνθετική. Αυτή η αντίληψη είναι γνωστή ως η κοπερνίκεια επανάσταση του Καντ, επειδή, όπως ο Κοπέρνικος προώθησε την αστρονομία μέσω ριζικής αλλαγής προοπτικής, έτσι κι ο Καντ ισχυρίζεται εδώ κάνει το ίδιο για τη μεταφυσική. Το 2ο μισό της Κριτικής είναι το ρητά κριτικό μέρος. Σε αυτή την υπερβατική διαλεκτική, ο Καντ υποστηρίζει ότι πολλοί από τους ισχυρισμούς της παραδοσιακής ορθολογιστικής μεταφυσικής παραβιάζουνε τα κριτήρια που ισχυρίζεται ότι καθιέρωσε στο πρώτο, εποικοδομητικό μέρος του βιβλίου του. Όπως παρατηρεί, η ανθρώπινη λογική, χωρίς να συγκινείται από την απλή ματαιοδοξία να τα γνωρίζει όλα, ωθείται αμείλικτα, οδηγούμενη από τη δική της ανάγκη σε τέτοια ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν με καμμία βιωματική χρήση του λόγου. Είναι το έργο της “κριτικής του καθαρού λόγου” να καθορίσει τα όρια ως προς το πόσο μακριά μπορεί νόμιμα να προχωρήσει η λογική.
Η ενότητα της Κριτικής με τίτλο Η υπερβατική αισθητική εισάγει τη περίφημη μεταφυσική του υπερβατικού ιδεαλισμού του Καντ. Κάτι είναι υπερβατικό αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα της εμπειρίας κι ο ιδεαλισμός υποδηλώνει κάποια μορφή εξάρτησης του νου που πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω. (Η σωστή ερμηνεία των προδιαγραφών του ίδιου του Καντ παραμένει αμφιλεγόμενη). Η μεταφυσική θέση, λοιπόν, δηλώνει ότι τα ανθρώπινα όντα βιώνουν και γνωρίζουν μόνο φαινομενικές εμφανίσεις, όχι ανεξάρτητα πράγματα από μόνα τους, επειδή ο χώρος κι ο χρόνος δεν είναι παρά οι υποκειμενικές μορφές διαίσθησης που εμείς οι ίδιοι συνεισφέρουμε στην εμπειρία. Παρ’ όλ’ αυτά, αν κι ο Καντ λέει ότι ο χώρος κι ο χρόνος είναι υπερβατικά ιδανικοί -οι καθαρές μορφές της ανθρώπινης ευαισθησίας, παρά μέρος της φύσης ή της πραγματικότητας όπως υπάρχει από μόνη της- ισχυρίζεται επίσης ότι είναι εμπειρικά πραγματικές, που εννοεί ότι όλα όσα μπορούν να έρθουνε μπρος μας εξωτερικά ως αντικείμενο βρίσκονται τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο. κι ότι οι εσωτερικές μας διαισθήσεις για τον εαυτό μας είναι στο χρόνο. Όπως και να ερμηνεύσουμε το δόγμα του Καντ, επιθυμεί σαφώς να διακρίνει τη θέση του από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϊ.
Ο Paul Guyer, αν κι επικρίνει πολλά από τα επιχειρήματα του Καντ σ’ αυτό το τμήμα, εντούτοις γράφει για την Υπερβατική Αισθητική ότι όχι μόνο θέτει τον 1ο λίθο στην εποικοδομητική θεωρία της γνώσης του Καντ. Θέτει επίσης τα θεμέλια για τη κριτική του και για την ανασυγκρότηση της παραδοσιακής μεταφυσικής. Υποστηρίζει ότι κάθε γνήσια γνώση απαιτεί αισθητηριακή συνιστώσα κι έτσι ότι οι μεταφυσικοί ισχυρισμοί που υπερβαίνουν τη δυνατότητα της αισθητηριακής επιβεβαίωσης δεν μπορούν ποτέ να ισοδυναμούν με γνώση.
Ερμηνεία, γνωστή ως ερμηνεία των δύο κόσμων, θεωρεί τη θέση του Καντ ως δήλωση επιστημολογικού περιορισμού, ότι δεν είμαστε σε θέση να υπερβούμε τα όρια του μυαλού μας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ‘χουμε πρόσβαση στο πράγμα από μόνο του. Απ’ αυτή τη συγκεκριμένη άποψη, το πράγμα από μόνο δεν είναι αριθμητικά ταυτόσημο με το φαινομενικό εμπειρικό αντικείμενο. Ωστόσο, μιλά επίσης για το ίδιο το πράγμα ή το υπερβατικό αντικείμενο ως προϊόν της ανθρώπινης κατανόησης, καθώς προσπαθεί να συλλάβει αντικείμενα αφηρημένα από τις συνθήκες της αισθητικότητας. Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή σκέψης, ορισμένοι ερμηνευτές έχουν υποστηρίξει ότι το πράγμα από μόνο του δεν αντιπροσωπεύει ξεχωριστό οντολογικό πεδίο, αλλ’ απλώς ένα τρόπο θεώρησης αντικειμένων μέσω της κατανόησης και μόνο. Αυτό είναι γνωστό ως η άποψη δύο πτυχών. Σύμφωνα μ’ αυτή την εναλλακτική άποψη, τα ίδια αντικείμενα που αποδίδουμε εμπειρικές ιδιότητες όπως το χρώμα, το μέγεθος και το σχήμα είναι επίσης, όπως θεωρούνται από μόνα τους, τα πράγματα από μόνα τους διαφορετικά απρόσιτα στην ανθρώπινη γνώση. Μετά την Υπερβατική Αναλυτική ακολουθεί η Υπερβατική Λογική. Ενώ η 1η ασχολήθηκε με τις συνεισφορές της ευαισθησίας, η 2η ασχολήθηκε, 1ο, με τις συνεισφορές της κατανόησης (Υπερβατική Αναλυτική) και 2ο, με την ικανότητα του λόγου ως πηγή τόσο μεταφυσικών σφαλμάτων όσο και γνήσιων ρυθμιστικών αρχών (Υπερβατική Διαλεκτική).
Η “Υπερβατική Αναλυτική” χωρίζεται περαιτέρω σε 2 ενότητες. Η 1η, “Αναλυτική των Εννοιών”, ασχολείται με τη καθιέρωση της καθολικότητας και της αναγκαιότητας των καθαρών εννοιών της κατανόησης (δηλαδή, των κατηγοριών). Αυτή περιέχει τη περίφημη “υπερβατική αφαίρεση” του Καντ. Η 2η, “Αναλυτική των Αρχών”, ασχολείται με την εφαρμογή αυτών των καθαρών εννοιών στις εμπειρικές κρίσεις. Αυτό το 2ο τμήμα είναι μεγαλύτερο από το 1ο και διαιρείται περαιτέρω σε πολλές υποενότητες.
Η “Αναλυτική των Εννοιών” υποστηρίζει τη καθολική κι αναγκαία εγκυρότητα των καθαρών εννοιών της κατανόησης, ή των κατηγοριών, για παράδειγμα, των εννοιών της ουσίας και της αιτιότητας. Αυτές οι 12 βασικές κατηγορίες ορίζουν τι σημαίνει να ‘σαι ένα πράγμα γενικά -δηλαδή, αρθρώνουν τις απαραίτητες συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες κάτι είναι πιθανό αντικείμενο εμπειρίας. Αυτά, σε συνδυασμό με τις a priori μορφές διαίσθησης, αποτελούνε τη βάση όλων των συνθετικών a priori γνωστικών λειτουργιών. Σύμφωνα με τους Guyer και Wood, η ιδέα του Καντ είναι ότι ακριβώς όπως υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά όλων των κρίσεων, έτσι πρέπει να υπάρχουν ορισμένοι αντίστοιχοι τρόποι που διαμορφώνουμε τις έννοιες των αντικειμένων, έτσι ώστε οι κρίσεις να μπορούν ν’ αφορούν αντικείμενα.
Ο Καντ παρέχει 2 κεντρικές γραμμές επιχειρηματολογίας για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του σχετικά με τις κατηγορίες. Η 1η, γνωστή ως “μεταφυσική αφαίρεση”, προέρχεται αναλυτικά από πίνακα των αριστοτελικών λογικών λειτουργιών της κρίσης. Όπως γνώριζε, ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ακριβώς αυτό που ο σκεπτικιστής απορρίπτει, δηλαδή, την ύπαρξη συνθετικής a priori γνώσης. Για το λόγο αυτό, παρέχει επίσης ένα συνθετικό επιχείρημα που δεν εξαρτάται από την αμφισβητούμενη υπόθεση. Αυτό το επιχείρημα, που παρέχεται υπό τον τίτλο “Υπερβατική Αφαίρεση των Καθαρών Εννοιών της Κατανόησης”, θεωρείται ευρέως ότι είναι το πιο σημαντικό και το πιο δύσκολο απ’ τα επιχειρήματα του Καντ στην Κριτική. Ο ίδιος είπε ότι είναι αυτό που του κόστισε τη μεγαλύτερη εργασία. Απογοητευμένος από τη συγκεχυμένη υποδοχή του στη 1η έκδοση του βιβλίου του, το ξαναέγραψε εξ ολοκλήρου για τη 2η.
Η “Υπερβατική Αφαίρεση” δίνει το επιχείρημα του Καντ ότι αυτές οι καθαρές έννοιες εφαρμόζονται καθολικά κι αναγκαστικά στ’ αντικείμενα που δίνονται στην εμπειρία. Σύμφωνα με τους Guyer και Wood, επικεντρώνει το επιχείρημά του στην υπόθεση ότι η εμπειρία μας μπορεί ν’ αποδοθεί σ’ ένα μόνο πανομοιότυπο θέμα, μέσω αυτού που αποκαλεί υπερβατική ενότητα της αντίληψης, μόνο αν τα στοιχεία της εμπειρίας που δίνονται στη διαίσθηση συνδυάζονται συνθετικά έτσι ώστε να μας παρουσιάσουν αντικείμενα που εξετάζονται μέσα από τις κατηγορίες. Η αρχή της αντίληψης του Καντ είναι ότι: “Νομίζω ότι πρέπει να ‘ναι σε θέση να συνοδεύει όλες τις αναπαραστάσεις μου. Γιατί διαφορετικά θα παρουσιαζότανε κάτι μέσα μου που δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καθόλου, που είναι σαν να λέει ότι η αναπαράσταση είτε θα ‘ταν αδύνατη είτε τουλάχιστον δεν θα ήταν τίποτα για μένα“. Η αναγκαία δυνατότητα αυτοπεριγραφής των αναπαραστάσεων της αυτοσυνείδησης, ταυτόσημων με τον εαυτό της στο χρόνο, είναι μια a priori εννοιολογική αλήθεια που δεν μπορεί να βασιστεί στην εμπειρία. Αυτό, ωστόσο, είναι μόνο ένα γυμνό σκίτσο ενός από τα επιχειρήματα που παρουσιάζει ο Καντ. Η αφαίρεση των κατηγοριών από τον Καντ στην Αναλυτική των Εννοιών, αν είναι επιτυχής, αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του για τις κατηγορίες μόνο με αφηρημένο τρόπο. Το καθήκον της Αναλυτικής των Αρχών είναι να δείξει τόσο ότι πρέπει να εφαρμόζονται καθολικά σε αντικείμενα που δίνονται στη πραγματική εμπειρία (δηλαδή, πολλαπλότητες της διαίσθησης) όσο και πώς το κάνουν.
Στο 1ο βιβλίο αυτού του τμήματος για τον σχηματισμό, ο Καντ συνδέει καθεμία από τις καθαρά λογικές κατηγορίες της κατανόησης με τη χρονικότητα της διαίσθησης για να δείξει ότι, αν και μη εμπειρικές, έχουν αγοράσει τα αντικείμενα της εμπειρίας. Το 2ο βιβλίο συνεχίζει αυτή την επιχειρηματολογία σε 4 κεφάλαια, που το καθένα συνδέεται με μία από τις ομαδοποιήσεις κατηγοριών. Σε ορισμένες περιπτώσεις προσθέτει σύνδεση με τη χωρική διάσταση της διαίσθησης στις κατηγορίες που αναλύει. Το 4ο κεφάλαιο αυτής της ενότητας, “Οι αναλογίες της εμπειρίας”, σηματοδοτεί μετατόπιση από τις μαθηματικές στις δυναμικές αρχές, δηλαδή σε κείνες που ασχολούνται με τις σχέσεις μεταξύ αντικειμένων. Μερικοί σχολιαστές θεωρούν αυτό το πιο σημαντικό τμήμα της Κριτικής. Οι αναλογίες είναι 3:
1. Αρχή της εμμονής της ουσίας: Ο Καντ ασχολείται εδώ με τις γενικές συνθήκες καθορισμού των χρονικών σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων της εμπειρίας. Υποστηρίζει ότι η ενότητα του χρόνου συνεπάγεται ότι κάθε αλλαγή πρέπει να συνίσταται στην αλλαγή των καταστάσεων σε υποκείμενη ουσία, που η ύπαρξη κι η ποσότητα πρέπει να είναι αμετάβλητες ή να διατηρούνται.
2. Αρχή της χρονικής διαδοχής σύμφωνα με το νόμο της αιτιότητας: Εδώ ο Καντ υποστηρίζει ότι μπορούμε να κάνουμε καθορισμένες κρίσεις σχετικά με την αντικειμενική διαδοχή των γεγονότων, σ’ αντίθεση με τις απλώς υποκειμενικές διαδοχές των αναπαραστάσεων, μόνο αν κάθε αντικειμενική μεταβολή ακολουθεί έναν αναγκαίο κανόνα διαδοχής ή έναν αιτιώδη νόμο. Αυτή είναι η πιο άμεση απάντησή του στον σκεπτικισμό του Χιουμ για την αιτιότητα.
3. Αρχή της ταυτόχρονης σύμφωνα με το νόμο της αμοιβαιότητας ή της κοινότητας: Η τελική αναλογία υποστηρίζει ότι καθορισμένες κρίσεις ότι αντικείμενα (ή καταστάσεις ουσίας) σε διαφορετικές περιοχές του χώρου υπάρχουν ταυτόχρονα είναι δυνατές μόνο αν τέτοια αντικείμενα βρίσκονται σε αμοιβαία αιτιώδη σχέση κοινότητας ή αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. (Αυτή είναι η ανταπάντηση στη θέση του Λάιμπνιτς στη Μοναδολογία).
Το 4ο τμήμα αυτού του κεφαλαίου, που δεν αποτελεί αναλογία, ασχολείται με την εμπειρική χρήση των τροπικών κατηγοριών. Αυτό ήταν το τέλος του κεφαλαίου στην Α’ έκδοση της Κριτικής. Η έκδοση Β’, ωστόσο, περιλαμβάνει μια ακόμη σύντομη ενότητα, “Η διάψευση του ιδεαλισμού”. Σ’ αυτή την ενότητα, αναλύοντας την έννοια της αυτοσυνείδησης, ο Καντ υποστηρίζει ότι ο υπερβατικός ιδεαλισμός του είναι ένας “κριτικός” ή “τυπικός” ιδεαλισμός που δεν αρνείται την ύπαρξη της πραγματικότητας εκτός από τις υποκειμενικές μας αναπαραστάσεις.
Το τελευταίο κεφάλαιο της “Αναλυτικής των Αρχών” διακρίνει τα φαινόμενα, που μπορούμε να έχουμε γνήσια γνώση, απ’ τα νούμερα, έναν όρο που αναφέρεται σε αντικείμενα καθαρής σκέψης που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, αλλά που μπορούμε ακόμα να αναφερόμαστε “με αρνητική έννοια”. Παράρτημα στην ενότητα αναπτύσσει περαιτέρω τη κριτική του στον ορθολογισμό Leibnizian-Wolffian υποστηρίζοντας ότι η “δογματική” μεταφυσική του συγχέει τα “απλά χαρακτηριστικά των εννοιών μέσω των οποίων σκεφτόμαστε τα πράγματα… με χαρακτηριστικά των ίδιων των αντικειμένων”. Ενάντια σε αυτό, ο Καντ επαναβεβαιώνει τη δική του επιμονή στην αναγκαιότητα ενός αισθητού στοιχείου σε κάθε γνήσια γνώση.
Η 2η από τις 2 Διαιρέσεις της “Υπερβατικής Λογικής”, η “Υπερβατική Διαλεκτική”, περιέχει το αρνητικό τμήμα της Κριτικής του Καντ, που βασίζεται στα “θετικά” επιχειρήματα της προηγούμενης “Υπερβατικής Αναλυτικής” για να εκθέσει τα όρια της μεταφυσικής εικασίας. Ειδικότερα, ενδιαφέρεται να καταδείξει ως κίβδηλες τις προσπάθειες της λογικής να φτάσει στη γνώση ανεξάρτητα από την ευαισθησία. Αυτή η προσπάθεια, υποστηρίζει ο Καντ, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, που ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει δείχνοντας ότι ο λόγος, απεριόριστος από τη λογική, είναι πάντα ικανός να παράγει αντικρουόμενα ή άλλως ασυμβίβαστα συμπεράσματα. Όπως το ελαφρύ περιστέρι, στην ελεύθερη πτήση που κόβει τον αέρα, την αντίσταση του οποίου αισθάνεται, ο λόγος θα μπορούσε να πάρει την ιδέα ότι θα μπορούσε να τα πάει ακόμα καλύτερα στο διάστημα χωρίς αέρα. Ενάντια σε αυτό, ο Καντ ισχυρίζεται ότι, απουσία επιστημικών τριβών, δεν μπορεί να υπάρξει γνώση. Παρ’ όλ’ αυτά, η κριτική του Καντ δεν είναι εντελώς καταστροφική. Παρουσιάζει τις θεωρητικές υπερβολές της παραδοσιακής μεταφυσικής ως εγγενείς στην ίδια την ικανότητά μας για λογική. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι τα προϊόντα της δεν στερούνται κάποιας προσεκτικά εξειδικευμένης ρυθμιστικής αξίας.
Ο Καντ ονομάζει τις βασικές έννοιες της μεταφυσικής ιδέες. Διαφέρουν από τις έννοιες της κατανόησης στο ότι δεν περιορίζονται απ’ τη κριτική αυστηρότητα που περιορίζει τη γνώση στις συνθήκες της πιθανής εμπειρίας και των αντικειμένων της. Υπερβατική ψευδαίσθηση είναι ο όρος του Καντ για τη τάση της λογικής να παράγει τέτοιες ιδέες. Αν κι ο λόγος έχει λογική χρήση της απλής εξαγωγής συμπερασμάτων από αρχές, στην “Υπερβατική Διαλεκτική”, ο Καντ ασχολείται με την υποτιθέμενη “πραγματική χρήση” της για την εξαγωγή συμπερασμάτων μέσω της ανεξέλεγκτης οπισθοδρομικής συλλογιστικής αναλογίας.
Οι 3 κατηγορίες σχέσεων, που επιδιώκονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα όρια της πιθανής εμπειρίας, δίνουν τις 3 κεντρικές ιδέες της παραδοσιακής μεταφυσικής:
1. Η ψυχή: η έννοια της ουσίας ως το υπέρτατο υποκείμενο.
2. Ο κόσμος στο σύνολό του: η έννοια της αιτιώδους συνάφειας ως ολοκληρωμένη σειρά. και
3. Θεός: η έννοια της κοινότητας ως κοινό έδαφος όλων των δυνατοτήτων.
Αν κι ο Καντ αρνείται ότι αυτές οι ιδέες μπορούν να ‘ναι αντικείμενα γνήσιας γνώσης, υποστηρίζει ότι είναι το αποτέλεσμα της έμφυτης προσπάθειας του λόγου να ενοποιήσει τη γνώση σε συστηματικό σύνολο.
Η μεταφυσική Leibnizian-Wolffian χωρίστηκε σε 4 μέρη: οντολογία, ψυχολογία, κοσμολογία και θεολογία. Ο Καντ αντικαθιστά το 1ο με τα θετικά αποτελέσματα του 1ου μέρους της Κριτικής. Προτείνει ν’ αντικατασταθούνε τ’ ακόλουθα 3 με τα μεταγενέστερα δόγματα της ανθρωπολογίας, τα μεταφυσικά θεμέλια της φυσικής επιστήμης και τη κριτική θέση της ανθρώπινης ελευθερίας κι ηθικής. Στο 2ο απ’ τα βιβλία της “Υπερβατικής Διαλεκτικής”, αναλαμβάνει να καταδείξει την αντιφατική φύση του απεριόριστου λόγου. Το κάνει αυτό αναπτύσσοντας αντιφάσεις σε καθέναν από τους 3 μεταφυσικούς κλάδους που υποστηρίζει ότι είναι, στη πραγματικότητα, ψευδοεπιστήμες. Αυτό το τμήμα της Κριτικής είναι μακρύ και τα επιχειρήματα του Καντ είναι εξαιρετικά λεπτομερή. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι δυνατόν να κάνουμε πολλά περισσότερα από το να απαριθμήσουμε τα θέματα συζήτησης.
1. Το 1ο κεφάλαιο ασχολείται μ’ αυτό που ο Καντ ονομάζει παραλογισμούς -δηλαδή, ψευδή συμπεράσματα- που κάνει ο καθαρός λόγος στη μεταφυσική πειθαρχία της ορθολογικής ψυχολογίας. Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να πάρει την απλή σκέψη του “εγώ” στη πρόταση “σκέφτομαι” ως τη κατάλληλη γνώση του “εγώ” ως αντικείμενο. Μ’ αυτό τον τρόπο, ισχυρίζεται ότι καταρρίπτει διάφορες μεταφυσικές θέσεις που είναι σχετικά με την ουσία, την ενότητα και τη ταυτότητα της ψυχής.
2. Το 2ο κεφάλαιο, που είναι το μεγαλύτερο, καταπιάνεται με το θέμα που ο Καντ ονομάζει αντινομίες του καθαρού λόγου -δηλαδή, τις αντιφάσεις του λόγου με τον εαυτό του- στη μεταφυσική πειθαρχία της ορθολογικής κοσμολογίας. (Αρχικά, είχε σκεφτεί ότι όλες οι υπερβατικές ψευδαισθήσεις θα μπορούσαν να αναλυθούν με αντινομικούς όρους. Παρουσιάζει 4 περιπτώσεις που ισχυρίζεται ότι η λογική είναι σε θέση να αποδείξει αντίθετες θέσεις με την ίδια αληθοφάνεια:
α. Ότι η λογική φαίνεται να ‘ναι σε θέση ν’ αποδείξει ότι το σύμπαν είναι τόσο πεπερασμένο όσο κι άπειρο στο χώρο και το χρόνο.
β. ότι η λογική φαίνεται να ‘ναι σε θέση ν’ αποδείξει ότι η ύλη είναι και δεν είναι απείρως διαιρετή σ’ όλο και μικρότερα μέρη·
γ. ότι η λογική φαίνεται να ‘ναι σε θέση ν’ αποδείξει ότι η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να ‘ναι αιτιακά αποτελεσματικό μέρος του κόσμου (επειδή όλη η φύση είναι ντετερμινιστική) κι όμως ότι πρέπει να ‘ναι τέτοια αιτία· και
δ. ότι η λογική φαίνεται να ‘ναι σε θέση ν’ αποδείξει ότι υπάρχει και δεν υπάρχει ναγκαίο ον (που μερικοί θα ταυτίζονταν με τον Θεό). Ο Καντ υποστηρίζει περαιτέρω σε κάθε περίπτωση ότι το δόγμα του υπερβατικού ιδεαλισμού είναι ικανό να επιλύσει την αντινομία.
3. Το 3ο κεφάλαιο εξετάζει εσφαλμένα επιχειρήματα σχετικά με το Θεό στην ορθολογική θεολογία με τίτλο “Ιδανικό του καθαρού λόγου”. (Ενώ μια ιδέα είναι καθαρή έννοια που παράγεται από τη λογική, ιδανικό είναι η έννοια ιδέας ως ατομικό πράγμα. Εδώ ο Καντ εξετάζει κι ισχυρίζεται ότι αντικρούει 3 παραδοσιακά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού: το οντολογικό, το κοσμολογικό και το φυσικοθεολογικό επιχείρημα (δηλαδή, το επιχείρημα από το σχεδιασμό).
Τ’ αποτελέσματα της υπερβατικής διαλεκτικής μέχρι στιγμής φαίνεται να ‘ναι εντελώς αρνητικά. Σε παράρτημα αυτού του τμήματος, ωστόσο, ο Καντ απορρίπτει τέτοιο συμπέρασμα. Οι ιδέες του καθαρού λόγου, υποστηρίζει, έχουνε σημαντική ρυθμιστική λειτουργία στη κατεύθυνση και την οργάνωση της θεωρητικής και πρακτικής μας έρευνας. Τα μεταγενέστερα έργα του Καντ αναλύουν αυτή τη λειτουργία εκτενώς και λεπτομερώς. Ο Καντ ανέπτυξε την ηθική φιλοσοφία του σε 3 έργα: Θεμέλιο της Μεταφυσικής των Ηθών (1785), Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) και Μεταφυσική των Ηθών (1797). Όσον αφορά την ηθική, υποστήριξε ότι η πηγή του καλού δε βρίσκεται σε τίποτα έξω απ’ το ανθρώπινο υποκείμενο, είτε στη φύση είτε δοσμένο από το Θεό, αλλά μάλλον είναι μόνο η ίδια η καλή θέληση. Καλή θέληση είναι αυτή που ενεργεί από καθήκον σύμφωνα με τον παγκόσμιο ηθικό νόμο που ο αυτόνομος άνθρωπος δίνει ελεύθερα στον εαυτό του. Αυτός ο νόμος υποχρεώνει κάποιον ν’ αντιμετωπίζει την ανθρωπότητα -κατανοητή ως ορθολογική αυτενέργεια κι αντιπροσωπευόμενη μέσω του εαυτού του καθώς και των άλλων- ως αυτοσκοπό κι όχι (απλώς) ως μέσο για άλλους σκοπούς που μπορεί να κατέχει το άτομο.
Ο Καντ είναι γνωστός για τη θεωρία του ότι κάθε ηθική υποχρέωση βασίζεται σ’ αυτό που αποκαλεί “κατηγορική προσταγή”, που προέρχεται από την έννοια του καθήκοντος. Υποστηρίζει ότι ο ηθικός νόμος είναι αρχή της ίδιας της λογικής, που δε βασίζεται σ’ ενδεχόμενα γεγονότα για τον κόσμο, όπως αυτό που θα μας έκανε ευτυχισμένους. Το να ενεργείς σύμφωνα με τον ηθικό νόμο δεν έχει άλλο κίνητρο από το “να είσαι ευτυχισμένος”.
Στη Κριτική του Καθαρού Λόγου, διακρίνει μεταξύ της υπερβατικής ιδέας της ελευθερίας, που ως ψυχολογική έννοια είναι “κυρίως εμπειρική” κι αναφέρεται στο “αν πρέπει να υποτεθεί ικανότητα έναρξης σειράς διαδοχικών πραγμάτων ή καταστάσεων από τον εαυτό της” και της πρακτικής έννοιας της ελευθερίας ως ανεξαρτησίας της βούλησής μας από τον “εξαναγκασμό” ή την “αναγκαιότητα μέσω αισθησιακών παρορμήσεων”. Βρίσκει πηγή δυσκολίας το γεγονός ότι η πρακτική ιδέα της ελευθερίας βασίζεται στην υπερβατική ιδέα της ελευθερίας, αλλά για χάρη πρακτικών συμφερόντων χρησιμοποιεί το πρακτικό νόημα, λαμβάνοντας “υπόψη,. το υπερβατικό νόημά του”, που αισθάνεται ότι απορρίφθηκε σωστά στη Τρίτη Αντινομία, κι ως στοιχείο στο ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης είναι για τη φιλοσοφία “πραγματικό εμπόδιο” που ‘χει φέρει σε αμηχανία τον κερδοσκοπικό λόγο.
Ο Καντ αποκαλεί πρακτικά “όλα όσα είναι δυνατά μέσω της ελευθερίας”· Ονομάζει τους καθαρούς πρακτικούς νόμους που δεν δίνονται ποτέ μέσω αισθησιακών συνθηκών, αλλά διατηρούνται ανάλογα με τον παγκόσμιο νόμο της αιτιότητας, ηθικούς νόμους. Η λογική μπορεί να μας δώσει μόνο τους “πραγματιστικούς νόμους της ελεύθερης δράσης μέσω των αισθήσεων”, αλλά οι καθαροί πρακτικοί νόμοι που δίνονται απ’ τη λογική a priori υπαγορεύουν “τι πρέπει να γίνει”.
Οι κατηγορίες ελευθερίας του Καντ λειτουργούνε κυρίως ως συνθήκες για τη δυνατότητα των πράξεων να ‘ναι ελεύθερες, να κατανοούνται ως ελεύθερες και να αξιολογούνται ηθικά. Για τον Καντ, αν κι οι πράξεις ως θεωρητικά αντικείμενα συγκροτούνται μέσω των θεωρητικών κατηγοριών, οι πράξεις ως πρακτικά αντικείμενα (αντικείμενα πρακτικής χρήσης του λόγου και που μπορεί να ‘ναι καλά ή κακά) συγκροτούνται μέσω των κατηγοριών της ελευθερίας. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν οι πράξεις, ως φαινόμενα, να ‘ναι συνέπεια της ελευθερίας και να κατανοηθούνε και να αξιολογηθούν ως τέτοιες. Κάνει διάκριση μεταξύ κατηγορικών κι υποθετικών προσταγών. Υποθετική επιταγή είναι αυτή που πρέπει να υπακούσουμε για να ικανοποιήσουμε τις ενδεχόμενες επιθυμίες. Κατηγορηματική επιταγή μας δεσμεύει ανεξάρτητα από τις επιθυμίες μας: για παράδειγμα, καθένας έχει καθήκον να σέβεται τους άλλους ως ατομικό αυτοσκοπό, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις, παρ’ όλο που μερικές φορές είναι προς το στενά εγωιστικό συμφέρον μας να μη το κάνουμε. Αυτές οι επιταγές είναι ηθικά δεσμευτικές λόγω της κατηγορικής μορφής των αποφθεγμάτων τους, παρά των ενδεχόμενων γεγονότων σχετικά. Σ’ αντίθεση με τις υποθετικές προσταγές, που μας δεσμεύουνε στο βαθμό που ‘μαστε μέρος ομάδας ή κοινωνίας που οφείλουμε καθήκοντα, δεν μπορούμε να εξαιρεθούμε από τη κατηγορική προσταγή, επειδή δεν μπορούμε να εξαιρεθούμε από το να ‘μαστε ορθολογικοί παράγοντες. Οφείλουμε καθήκον στον ορθολογισμό λόγω του ότι είμαστε ορθολογικοί παράγοντες. Επομένως, οι ορθολογικές ηθικές αρχές ισχύουνε για όλους τους ορθολογικούς παράγοντες ανά πάσα στιγμή. Μ’ άλλους όρους, μ’ όλες τις μορφές εργαλειακού ορθολογισμού αποκλεισμένες απ’ την ηθική, ο ίδιος ο ηθικός νόμος, μπορεί να ‘ναι μόνον η ίδια η μορφή της νομιμότητας, επειδή τίποτ’ άλλο δεν απομένει όταν όλο το περιεχόμενο έχει απορριφθεί. Ο Καντ παρέχει 5 διατυπώσεις για τη κατηγορική προσταγή. Ισχυρίζεται ότι αυτά είναι αναγκαστικά ισοδύναμα, καθώς όλα είναι εκφράσεις της καθαρής καθολικότητας του ηθικού νόμου ως τέτοιου. Πολλοί μελετητές, ωστόσο, δεν είναι πεπεισμένοι. Οι τύποι είναι οι εξής:
1. Τύπος του Παγκόσμιου Νόμου:
“Ενεργήστε μόνο σύμφωνα μ’ αυτό το αξίωμα που μέσω του μπορείτε ταυτόχρονα να θελήσετε να γίνει παγκόσμιος νόμος“.
2. Τύπος του νόμου της φύσης:
“Ενεργήστε λοιπόν, σαν το μέγιστο της δράσης σας να επρόκειτο να γίνει μέσω της θέλησής σας παγκόσμιος νόμος της φύσης“.
3. Τύπος της ανθρωπότητας ως αυτοσκοπός:
“Ενεργήστε λοιπόν ώστε να χρησιμοποιείτε την ανθρωπότητα, τόσο στο δικό σας πρόσωπο όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου, πάντα την ίδια στιγμή ως σκοπό και ποτέ απλώς ως μέσο“.
4. Τύπος αυτονομίας:
“Η ιδέα της βούλησης κάθε έλλογου όντος ως βούλησης που δίνει συμπαντικό νόμο” ή “Να μην επιλέγει κανείς διαφορετικά παρά έτσι ώστε τα αξιώματα της επιλογής του να κατανοούνται ταυτόχρονα μ’ αυτή με την ίδια βούληση όπως ο συμπαντικός νόμος“.
5. Τύπος του Βασιλείου των Σκοπών:
“Ενεργήστε σύμφωνα με τα αξιώματα ενός καθολικά νομοθετικού μέλους για έν απλώς πιθανό βασίλειο σκοπών“.
Ο Καντ ορίζει το αξίωμα ως “υποκειμενική αρχή της βούλησης”, που διακρίνεται από “αντικειμενική αρχή ή πρακτικό νόμο”. Ενώ “η τελευταία ισχύει για κάθε έλλογο ον κι είναι “αρχή που σύμφωνα μ’ αυτήν οφείλουν να ενεργούν”, ένα αξίωμα “περιέχει τον πρακτικό κανόνα που καθορίζει η λογική σύμφωνα με τις συνθήκες του υποκειμένου (συχνά την άγνοια ή τις κλίσεις του) κι είναι επομένως η αρχή που σύμφωνα μ’ αυτή το υποκείμενο ενεργεί”.
Τα αξιώματα αποτυγχάνουν να χαρακτηριστούν ως πρακτικοί νόμοι αν παράγουν μια αντίφαση στη σύλληψη ή μια αντίφαση στη βούληση όταν καθολικοποιούνται. Μια αντίφαση στη σύλληψη συμβαίνει όταν, αν ένα αξίωμα επρόκειτο να καθολικοποιηθεί, παύει να έχει νόημα, επειδή το “αξίωμα θα κατέστρεφε αναγκαστικά τον εαυτό του μόλις γινόταν παγκόσμιος νόμος”. Π.χ. άν το αξίωμα “Επιτρέπεται η αθέτηση υποσχέσεων” ήταν καθολικό, κανείς δεν θα εμπιστευόταν τις υποσχέσεις που δόθηκαν, οπότε η ιδέα μιας υπόσχεσης θα ‘χανε το νόημά της. Το αξίωμα θα ήταν αντιφατικό επειδή, όταν καθολικοποιείται, οι υποσχέσεις παύουν να ‘χουν νόημα. Το αξίωμα δεν είναι ηθικό επειδή είναι λογικά αδύνατο να καθολικοποιηθεί -δηλαδή, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα κόσμο όπου αυτό το αξίωμα θα ‘τανε καθολικοποιημένο. Αξίωμα μπορεί επίσης να ‘ναι ανήθικο αν δημιουργεί αντίφαση στη βούληση όταν καθολικοποιείται. Αυτό δεν σημαίνει λογική αντίφαση, αλλά ότι η καθολικοποίηση του αξιώματος οδηγεί σε κατάσταση πραγμάτων που κανένα λογικό ον δεν θα επιθυμούσε.
Όπως εξηγεί ο Καντ στο Θεμέλιο της Μεταφυσικής των Ηθών του 1785 (όπως υποδηλώνει άμεσα ο τίτλος), αυτό το κείμενο δεν είναι “τίποτα περισσότερο από την αναζήτηση και τη καθιέρωση της υπέρτατης αρχής της ηθικής”. Η υποσχόμενη Μεταφυσική των Ηθών, ωστόσο, καθυστέρησε πολύ και δεν εμφανίστηκε μέχρι τα 2 μέρη της, “Το Δόγμα του Δικαίου” και “Το Δόγμα της Αρετής”, δημοσιεύθηκαν χωριστά το 1797 και το 1798. Η 1η ασχολείται με τη πολιτική φιλοσοφία, η 2η με την ηθική.
“Το Δόγμα της Αρετής” παρέχει “πολύ διαφορετική περιγραφή της συνηθισμένης ηθικής λογικής” από κείνη που προτείνεται απ’ το Υπόβαθρο. Αφορά καθήκοντα αρετής ή “σκοπούς που ‘ναι ταυτόχρονα καθήκοντα”. Εδώ, στον τομέα της ηθικής, βρίσκεται η μεγαλύτερη καινοτομία από τη Μεταφυσική των Ηθών. Σύμφωνα με την αφήγηση του Καντ, “ο συνηθισμένος ηθικός συλλογισμός είναι θεμελιωδώς τελεολογικός -είναι συλλογισμός σχετικά με τους σκοπούς που μας περιορίζει η ηθική να επιδιώκουμε και τις προτεραιότητες μεταξύ αυτών των σκοπών που απαιτείται να τηρούμε”. Ειδικότερα: Υπάρχουνε 2 είδη σκοπών που είναι καθήκον μας να ‘χουμε: η δική μας τελειότητα κι η ευτυχία των άλλων. Η “τελειότητα” περιλαμβάνει τόσο τη φυσική μας τελειότητα (την ανάπτυξη των ταλέντων, των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων κατανόησης) όσο και την ηθική τελειότητα (την ενάρετη διάθεσή μας). Η “ευτυχία” ενός ατόμου είναι το μεγαλύτερο λογικό σύνολο των σκοπών που ‘θεσε το άτομο για χάρη της δικής του ικανοποίησης, Η επεξεργασία αυτού του τελεολογικού δόγματος από τον Καντ προσφέρει ηθική θεωρία πολύ διαφορετική από κείνη που συνήθως του αποδίδεται με βάση μόνο τα θεμελιώδη έργα του.
Στο βιβλίο του Towards Perpetual Peace: A Philosophical Project, ο Καντ απαρίθμησε αρκετές προϋποθέσεις που θεωρούσε απαραίτητες για τον τερματισμό των πολέμων και τη δημιουργία μιας διαρκούς ειρήνης. Περιελάμβαναν κόσμο συνταγματικών δημοκρατιών. Η κλασική δημοκρατική θεωρία του επεκτάθηκε στο Δόγμα του Δικαίου, το 1ο μέρος της Μεταφυσικής των Ηθών (1797). Πίστευε ότι η παγκόσμια ιστορία οδηγεί στον τελικό κόσμο των δημοκρατικών κρατών σε ειρήνη, αλλά η θεωρία του δεν ήταν ρεαλιστική. Η διαδικασία περιγράφηκε στο Perpetual Peace ως φυσική κι όχι ορθολογική: Αυτό που παρέχει αυτή την εγγύηση δεν είναι παρά από τη μεγάλη καλλιτεχνική φύση (natura daedala rerum) που απ’ τη μηχανική πορεία της λάμπει ορατά η σκοπιμότητα, αφήνοντας την ομόνοια να προκύψει μέσω της διχόνοιας μεταξύ των ανθρώπων ακόμη κι ενάντια στη θέλησή τους. Και γι’ αυτό η φύση, θεωρούμενη ως αναγκαιότητα από αιτία που οι νόμοι της λειτουργίας μας είναι άγνωστοι, ονομάζεται μοίρα, αλλά αν θεωρήσουμε τη σκοπιμότητά της στη πορεία του κόσμου ως τη βαθειά σοφία μιας ανώτερης αιτίας που κατευθύνεται προς τον αντικειμενικό τελικό σκοπό της ανθρώπινης φυλής και προκαθορίζει αυτή τη πορεία του κόσμου, Ονομάζεται Θεία Πρόνοια.
Η πολιτική σκέψη του Καντ μπορεί να συνοψιστεί ως δημοκρατική κυβέρνηση και διεθνής οργάνωση: “Με πιο χαρακτηριστικούς καντιανούς όρους, είναι δόγμα του κράτους που βασίζεται στο νόμο (Rechtsstaat) και της αιώνιας ειρήνης. Πράγματι, σε καθεμία από αυτές τις διατυπώσεις, και οι δύο όροι εκφράζουν την ίδια ιδέα: αυτή της νομικής συγκρότησης ή της “ειρήνης μέσω του νόμου“. Η πολιτική φιλοσοφία του Καντ, όντας ουσιαστικά ένα νομικό δόγμα, απορρίπτει εξ ορισμού την αντίθεση μεταξύ της ηθικής εκπαίδευσης και του παιχνιδιού των παθών ως εναλλακτικών θεμελίων της κοινωνικής ζωής. Το κράτος ορίζεται ως η ένωση των ανθρώπων υπό το νόμο. Το κράτος που δικαίως ονομάζεται έτσι αποτελείται από νόμους που ‘ναι απαραίτητοι a priori επειδή απορρέουν από την ίδια την έννοια του νόμου. Ένα καθεστώς δεν μπορεί να κριθεί με άλλα κριτήρια ούτε να του ανατεθούν άλλες λειτουργίες, εκτός από κείνες που αρμόζουν στη νόμιμη τάξη ως τέτοια.
Αντιτάχθηκε στη “δημοκρατία”, που στην εποχή του σήμαινε άμεση δημοκρατία, πιστεύοντας ότι ο κανόνας της πλειοψηφίας αποτελούσε απειλή για την ατομική ελευθερία. Δήλωσε, “η δημοκρατία με τη στενή έννοια της λέξης είναι αναγκαστικά δεσποτισμός, διότι εγκαθιδρύει εκτελεστική εξουσία όπου όλοι αποφασίζουν υπέρ κι αν χρειαστεί, εναντίον ενός (που επομένως δεν συμφωνεί), έτσι ώστε όλοι, που ωστόσο δεν είναι όλοι, να αποφασίζουν. Κι αυτό είναι αντίφαση της γενικής θέλησης με τον εαυτό της και με την ελευθερία“. Όπως και με τους περισσότερους συγγραφείς εκείνη την εποχή, διέκρινε 3 μορφές διακυβέρνησης – δηλαδή, τη δημοκρατία, την αριστοκρατία και τη μοναρχία -με τη μικτή κυβέρνηση ως τη πιο ιδανική μορφή της. Πίστευε στα δημοκρατικά ιδεώδη και μορφές διακυβέρνησης και στο κράτος δικαίου που προέκυπταν απ’ αυτά.
Αν κι ο Καντ το δημοσίευσε αυτό ως δημοφιλές κομμάτι, η Mary J. Gregor επισημαίνει ότι 2 έτη μετά, στη Μεταφυσική των Ηθών, ο Καντ ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει συστηματικά ότι η εδραίωση της καθολικής και διαρκούς ειρήνης δεν αποτελεί απλώς μέρος του δόγματος του δικαίου, αλλά μάλλον ολόκληρο το τελικό δόγμα δικαίου μες στα όρια της απλής λογικής. Το Δόγμα του Δικαίου (1797), περιέχει τη πιο ώριμη και συστηματική συμβολή του στη πολιτική φιλοσοφία. Αντιμετωπίζει καθήκοντα σύμφωνα με το νόμο, που αφορούν μόνο στη προστασία της εξωτερικής ελευθερίας των ατόμων κι αδιαφορούνε για τα κίνητρα. (Αν κι έχουμε ηθικό καθήκον να περιοριζόμαστε σε πράξεις που είναι σωστές, αυτό το καθήκον δεν αποτελεί μέρος του ίδιου του δικαιώματος). Η βασική πολιτική ιδέα του είναι ότι το δικαίωμα κάθε ατόμου να ‘ναι αφέντης του εαυτού του είναι συνεπές με τα δικαιώματα των άλλων μόνον αν υπάρχουν δημόσιοι νομικοί θεσμοί.
Ξεκινώντας από τον 20ό αι., οι σχολιαστές τείνουν να βλέπουν τον Καντ να ‘χει τεταμένη σχέση με τη θρησκεία, αν και τον 19ο αυτή δεν ήταν η επικρατούσα άποψη. Ο Καρλ Λέοναρντ Ράινχολντ, που οι επιστολές βοήθησαν να γίνει διάσημος ο Καντ, έγραψε: “Πιστεύω ότι μπορώ να συμπεράνω χωρίς επιφύλαξη ότι το συμφέρον της θρησκείας και του Χριστιανισμού ειδικότερα, συμφωνεί απόλυτα με το αποτέλεσμα της Κριτικής της Λογικής“. Σύμφωνα με τον Johann Schultz, που έγραψε από τα 1α σχόλια για τον Καντ: “Κι αυτό το ίδιο το σύστημα δεν συμπίπτει θαυμάσια με τη χριστιανική θρησκεία; Η θεότητα και η ευεργεσία των τελευταίων δεν γίνονται όλο και πιο εμφανείς“. Ο λόγος γι’ αυτές τις απόψεις ήταν η ηθική θεολογία του κι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η φιλοσοφία του ήταν η μεγάλη αντίθεση στον Σπινοζισμό, που θεωρήθηκε ευρέως ως μορφή εξελιγμένου πανθεϊσμού ή ακόμα κι αθεϊσμού. Όπως η φιλοσοφία του Καντ αγνόησε τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ του Θεού μόνο μέσω της καθαρής λογικής, για τους ίδιους λόγους αγνόησε επίσης τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει εναντίον του Θεού μόνο μέσω της καθαρής λογικής.
Ο Καντ διατυπώνει τις ισχυρότερες επικρίσεις του για την οργάνωση και τις πρακτικές των θρησκευτικών οργανώσεων σε κείνους που ενθαρρύνουν αυτό που βλέπει ως θρησκεία πλαστής υπηρεσίας προς τον Θεό. Μεταξύ των κύριων στόχων της κριτικής του είναι το εξωτερικό τελετουργικό, η δεισιδαιμονία κι η ιεραρχική εκκλησιαστική τάξη. Τις βλέπει αυτές ως προσπάθειες να κάνει κανείς τον εαυτό του ευάρεστο στον Θεό με τρόπους διαφορετικούς από την ευσυνείδητη προσκόλληση στην αρχή της ηθικής ορθότητας στην επιλογή και την ενέργεια σύμφωνα με τα αξιώματά του. Η κριτική του σ’ αυτά τα ζητήματα, μαζί με την απόρριψη ορισμένων θεωρητικών αποδείξεων για την ύπαρξη του Θεού που βασίζονταν στη καθαρή λογική (ιδιαίτερα το οντολογικό επιχείρημα) κι ο φιλοσοφικός σχολιασμός του σε ορισμένα χριστιανικά δόγματα, έχουν οδηγήσει σ’ ερμηνείες που βλέπουν τον Καντ ως εχθρικό προς τη θρησκεία γενικά και τον Χριστιανισμό ειδικότερα. Άλλοι ερμηνευτές, ωστόσο, θεωρούν ότι προσπαθούσε να διαχωρίσει την υπερασπίσιμη από την αδικαιολόγητη χριστιανική πίστη.
Όσον αφορά την αντίληψη του για τη θρησκεία, ορισμένοι κριτικοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν συμπαθής στον ντεϊσμό. Άλλοι κριτικοί έχουν υποστηρίξει ότι η ηθική αντίληψή του κινείται απ’ τον ντεϊσμό στο θεϊσμό (ως ηθικός θεϊσμός), π.χ. ο Allen W. Wood κι ο Merold Westphal. Όσο για το βιβλίο του Religion within the Bounds of Mere Reason, τονίστηκε ότι ανήγαγε τη θρησκευτικότητα στον ορθολογισμό, τη θρησκεία στην ηθική και τον Χριστιανισμό στην ηθική. Ωστόσο, πολλοί ερμηνευτές, συμπεριλαμβανομένων των Allen W. Wood και Lawrence Pasternack, συμφωνούνε τώρα με τον ισχυρισμό του Stephen Palmquist ότι καλύτερος τρόπος ανάγνωσης της θρησκείας του Καντ είναι να τονε δούμε ως ανύψωση της ηθικής στο καθεστώς της θρησκείας.
Συζητά την υποκειμενική φύση των αισθητικών ιδιοτήτων κι εμπειριών στις Παρατηρήσεις για την αίσθηση του ωραίου και του μεγαλειώδους (1764). Η συμβολή του στην αισθητική θεωρία αναπτύσσεται στη Κριτική της Δύναμης της Κρίσης (1790), όπου διερευνά τη δυνατότητα και τη λογική κατάσταση των κρίσεων της γεύσης. Στη Κριτική της Αισθητικής Κρίσης, το 1ο μεγάλο τμήμα της Κριτικής της Δύναμης της Κρίσης, χρησιμοποίησε τον όρο “αισθητική” με τρόπο που διαφέρει από τη σύγχρονη έννοιά του. Στη Κριτική του Καθαρού Λόγου, για να επισημάνει ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των κρίσεων γεύσης, των ηθικών κρίσεων και των επιστημονικών κρίσεων, εγκατέλειψε τον όρο “αισθητική” ως “προσδιορίζοντας τη κριτική της γεύσης”, σημειώνοντας ότι οι κρίσεις της γεύσης δεν θα μπορούσαν ποτέ να “κατευθυνθούν” από “νόμους a priori”. Μετά τον A.G. Baumgarten, που έγραψε την Aesthetica (1750-58), ο Καντ ήταν ένας από τους πρώτους φιλοσόφους που ανέπτυξαν κι ενσωμάτωσαν την αισθητική θεωρία σε ένα ενοποιημένο και ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, χρησιμοποιώντας ιδέες που έπαιξαν αναπόσπαστο ρόλο σε όλη τη φιλοσοφία του.
Στο κεφάλαιο Αναλυτική του Ωραίου στην Κριτική της Δύναμης της Κρίσης, δηλώνει ότι η ομορφιά δεν είναι ιδιότητα ενός έργου τέχνης ή ενός φυσικού φαινομένου, αλλά αντίθετα είναι συνείδηση της ευχαρίστησης που συνοδεύει το “ελεύθερο παιχνίδι” της φαντασίας και της κατανόησης. Παρόλο που φαίνεται ότι χρησιμοποιούμε τη λογική για να αποφασίσουμε τι είναι όμορφο, η κρίση δεν είναι μια γνωστική κρίση, “και συνεπώς δεν είναι λογική, αλλά αισθητική”. Καθαρή κρίση της γεύσης είναι υποκειμενική, δεδομένου ότι αναφέρεται στη συναισθηματική απόκριση του υποκειμένου και δεν βασίζεται σε τίποτα άλλο παρά στην εκτίμηση για το ίδιο το αντικείμενο: είναι ανιδιοτελής ευχαρίστηση κι αισθανόμαστε ότι οι καθαρές κρίσεις γεύσης (δηλαδή, κρίσεις ομορφιάς), διεκδικούν καθολική εγκυρότητα. Αυτή η καθολική ισχύς δεν προέρχεται από καθορισμένη έννοια ομορφιάς, αλλ’ από τη κοινή λογική. Πίστευε επίσης ότι η κρίση της γεύσης μοιράζεται χαρακτηριστικά που εμπλέκονται σε ηθική κρίση: κι οι 2 είναι ανιδιοτελείς και τις θεωρούμε καθολικές.
Στο κεφάλαιο Αναλυτική του Υψηλού προσδιορίζει το υψηλό ως μια αισθητική ποιότητα που, όπως κι η ομορφιά, είναι υποκειμενική, αλλά σε αντίθεση με την ομορφιά αναφέρεται σε απροσδιόριστη σχέση μεταξύ των ικανοτήτων της φαντασίας και της λογικής και μοιράζεται το χαρακτήρα των ηθικών κρίσεων στη χρήση της λογικής. Η αίσθηση του υψηλού, χωρισμένη σε 2 διακριτούς τρόπους (το μαθηματικό και το δυναμικό μεγαλειώδες), περιγράφει 2 υποκειμενικές στιγμές που αφορούνε στη σχέση της ικανότητας της φαντασίας με τη λογική. Μερικοί σχολιαστές υποστηρίζουν ότι η κριτική φιλοσοφία του περιέχει ένα τρίτο είδος του υψηλού, το ηθικό μεγαλείο, που είναι η αισθητική απάντηση στον ηθικό νόμο ή μια αναπαράσταση, και μια ανάπτυξη του “ευγενούς” μεγαλείου στη θεωρία του Καντ του 1764.
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ επηρεάστηκε έντονα από τον υπερβατικό ιδεαλισμό του. Αυτός, όπως ο G.E. Schulze, ο Jacobi κι ο Fichte πριν από αυτόν, ήταν επικριτικός για τη θεωρία του Καντ για το ίδιο το πράγμα. Τα πράγματα από μόνα τους, υποστήριξαν, δεν είναι ούτε η αιτία αυτού που παρατηρούμε, ούτε είναι εντελώς πέρα από την πρόσβασή μας. Από την εποχή της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, οι φιλόσοφοι ασκούν κριτική στη θεωρία του Καντ για το ίδιο το πράγμα. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι, αν κάτι τέτοιο υπάρχει πέρα από την εμπειρία, τότε δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μας επηρεάζει αιτιατά, δεδομένου ότι αυτό θα συνεπαγόταν την επέκταση της κατηγορίας “αιτιότητα” πέρα από τη σφαίρα της εμπειρίας. Με την επιτυχία και την ευρεία επιρροή των γραπτών του Χέγκελ, η επιρροή του ίδιου του Καντ άρχισε να φθίνει, αλλά επανεξέταση των ιδεών του ξεκίνησε στη Γερμανία το 1865 με τη δημοσίευση του Kant und die Epigonen από τον Otto Liebmann, που το σύνθημα ήταν “Επιστροφή στον Καντ”. Εκεί προχώρησε μια σημαντική αναβίωση της θεωρητικής φιλοσοφίας του Καντ, γνωστή ως Νεοκαντιανισμός.
Η έννοια της “κριτικής” του Καντ έχει ευρύτερη επιρροή. Οι πρώτοι Γερμανοί Ρομαντικοί, ειδικά ο Φρίντριχ Σλέγκελ στα Θραύσματα του Athenaeum, χρησιμοποίησαν την αντανακλαστική αντίληψη του Καντ για τη κριτική στη ρομαντική θεωρία τους για την ποίηση. Επίσης στην αισθητική, ο Clement Greenberg, στο κλασσικό δοκίμιό του Modernist Painting, χρησιμοποιεί τη καντιανή κριτική, αυτό που ο Greenberg αναφέρει ως “εμμενή κριτική”, για να δικαιολογήσει τους στόχους της αφηρημένης ζωγραφικής, ένα κίνημα που ο Greenberg είδε να έχει επίγνωση του βασικού περιορισμού – επιπεδότητα – που αποτελεί το μέσο της ζωγραφικής.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ επηρεάστηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό από την έννοια της “κριτικής” του Καντ κι έγραψε αρκετά άρθρα για τον Καντ για μια επανεξέταση του Διαφωτισμού ως μορφή “κριτικής σκέψης”. Έφτασε στο σημείο να ταξινομήσει τη δική του φιλοσοφία ως “κριτική ιστορία της νεωτερικότητας, ριζωμένη στον Καντ”. Λόγω της πληρότητας της αλλαγής παραδείγματος του Καντ, η επιρροή του εκτείνεται πολύ πέρα απ’ αυτό σε στοχαστές που ούτε αναφέρονται συγκεκριμένα στο έργο του ούτε χρησιμοποιούνε την ορολογία του.
ΡΗΤΆ:
* Δημιουργία: ο καλύτερος τρόπος να απολαμβάνεις τη ζωή.
* Η επιθυμία να μιλήσουμε στον Θεό είναι παράλογη. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε σε κάποιον που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε -και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Θεό. Μπορούμε μόνο να πιστέψουμε σ’ Αυτόν. Επομένως, οι χρήσεις της προσευχής είναι μόνο υποκειμενικές
* Η ελεύθερη βούληση και η βούληση που υποτάσσεται σε ηθικούς νόμους είναι ένα και το αυτό πράγμα.
* Η θρησκεία είναι πολύ σημαντικό ζήτημα για τους πιστούς της για να γελοιοποιηθεί. Αν ενδίδουν σε παραλογισμούς, πρέπει να λυπούνται αντί να γελοιοποιούνται.
* Όσο περισσότερο σκέφτομαι, τόσο περισσότερο δυο πράγματα γεμίζουνε τη ψυχή μου με μεγάλο θαυμασμό και ολοένα μεγαλύτερη ευλάβεια: ο έναστρος ουρανός από πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου.
* Το σώμα είναι ένας ναός.
* Μπορούμε να μετρήσουμε την ευφυΐα ενός ανθρώπου με βάση πόσες αβεβαιότητες μπορεί ν’ αντέξει.
* Αυτό το αξίωμα είναι λοιπόν και ο ανώτατος νόμος της καλής θέλησης: Πράττε πάντα σύμφωνα με εκείνο το γνώμονα, για τον οποίο μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις να γίνει καθολικός νόμος.
* Ο ένας κοιτάζει το νερόλακκο και βλέπει λάσπη, ο άλλος βλέπει μέσα του τ’ άστρα που αντανακλώνται.
* Η τέχνη έχει τον ανιδιοτελή χαρακτήρα του παιδιού.
* Να ενεργείς με τέτοιο τρόπο, ώστε η αρχή που στηρίζεται η πράξη σου να μπορούσε να γίνει παγκόσμιος νόμος.
* Πρόσεχε να αντιμετωπίζεις τους άλλους σαν σκοπό κι όχι σαν μέσο.
* Κάθε ενέργεια που έχει σχέση με τα δικαιώματα άλλων ανθρώπων και τα αξιώματά της δεν συμβιβάζονται με τη δημοσιότητα είναι άδικη. Δεν μπορούμε βέβαια να οδηγηθούμε στο αντίστροφο συμπέρασμα, ότι όποια αξιώματα αντέχουνε τη δημοσιότητα είναι και τα δίκαια, δεδομένου ότι όποιος κατέχει την αναντίρρητη εξουσία δεν χρειάζεται να έχει τα αξιώματά του κρυφά.
* Στο σκότος η φαντασία είναι πιο ζωηρή απ’ ό,τι στο άπλετο φως.
* Η Ηθική δεν είναι το δόγμα που καθορίζει πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι, αλλά πώς να είμαστε άξιοι για να γίνουμε ευτυχισμένοι.
* Μη δέχεσαι ευεργεσίες χωρίς τις οποίες μπορείς να ζεις.
* Εκείνος που απέρριψε τα περιττά, απέφυγε τις στερήσεις.
* Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή με πάντοτε καινούριο και αυξανόμενο σεβασμό και θαυμασμό, όσο συχνότερα και σταθερότερα ασχολείται μαζί τους ο στοχασμός: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου.
* Έπρεπε λοιπόν να αφαιρέσω γνώση για να κάνω χώρο για την πεποίθηση.
* Η Μεταφυσική είναι ένας σκοτεινός ωκεανός χωρίς ακτές και φάρους, γεμάτη με φιλοσοφικά ναυάγια.
* Η ευτυχία δεν είναι ιδανικό της λογικής, αλλά της φαντασίας.
* Θα πειστεί κάποτε το χοντροκέφαλο ανθρώπινο γένος ότι μεγαλύτερη μωρία και συμφορά από τον πόλεμο δεν υπάρχει, και από τα παθήματα του θα διδαχθεί κάποτε ότι πρέπει να τον καταργήσει, σαν υπερβολικά οδυνηρό και ακριβό τρόπο για επίλυση διαφορών;
* Η επιστήμη είναι οργανωμένη γνώση. Η σοφία είναι οργανωμένη ζωή.
* Το γούστο είναι πάντα βάρβαρο με την έννοια ότι ανακατεύει την επιθυμία με τα συναισθήματα για να προσδιορίσει την ομορφιά.
Ο Καντ, βάζοντας στην άκρη όσες δυσκολίες κι αναποδιές αντιμετώπισε στο πέρασμά του από τη γη, έφυγε χωρίς παράπονο. Αυτό τουλάχιστον αφήνουν να εννοηθεί οι τελευταίες λέξεις που εκστόμισε πεθαίνοντας. “Όλα καλά!“, είπε κι έσβησε. Αν, 2 και πλέον αιώνες τώρα μετά το θάνατό του, μπορούσε να δει από κεί που βρίσκεται πώς χάρη και στη δική του καταλυτική συμβολή εξελίχθηκαν τα πράγματα στη φιλοσοφία, θα μπορούσε, αναμφιβόλως, με πιότερη ακόμη σιγουριά να πει πόσο καλά του πήγανε τα πράγματα, καθώς, όντας το 4το από τα 7 παιδιά ενός σαμαρά και μιας απλής, χωρίς μόρφωση, ευσεβούς γυναίκας που αφιέρωσε τη ζωή της στο Θεό και την οικογένειά της, που όπως αναφέρει ο ίδιος, χρωστούσε το 1ο σπέρμα καλοσύνης, μεγάλωσε μέσα σε σχετική φτώχεια, για να πετύχει ν’ αναγνωριστεί ως από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όχι μόνο του καιρού του αλλά όλων των εποχών και με τη βάσιμη επιπλέον πρόβλεψη να συνεχίσει η διδασκαλία του ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς των συζητήσεων που θα διεξάγουν οι φιλόσοφοι.
ΈΡΓΑ:
1749: Σκέψεις για την πραγματική εκτίμηση των ζωντανών δυνάμεων (Gedanken von der wahren Schätzung der lebendigen Kräfte)
1755: Παγκόσμια φυσική ιστορία και θεωρία των ουρανών (Allgemeine Naturgeschichte und Theorie des Himmels)
1755: Σύντομο περίγραμμα ορισμένων διαλογισμών στη φωτιά (Meditationum quarundam de igne succinta delineatio (μεταπτυχιακή διατριβή υπό τον Johann Gottfried Teske)
1755: Μια νέα αποσαφήνιση των πρώτων αρχών της μεταφυσικής γνώσης (Principiorum primorum cognitionis metaphysicae nova dilucidatio)
1756: Η χρήση στη φυσική φιλοσοφία της μεταφυσικής σε συνδυασμό με τη γεωμετρία, Μέρος Ι: Φυσική Μοναδολογία [PM] (Metaphysicae cum geometrica iunctae usus in philosophia naturali, cuius specimen I. continet monadologiam physicam, συντομογραφία Monadologia Physica
1762: Η ψευδής λεπτότητα των τεσσάρων συλλογιστικών μορφών (Die falsche Spitzfindigkeit der vier syllogistischen Figuren)
1763: Το μόνο δυνατό επιχείρημα για την υποστήριξη μιας απόδειξης της ύπαρξης του Θεού (Der einzig mögliche Beweisgrund zu einer Demonstration des Daseins Gottes)
1763: Προσπάθεια εισαγωγής της έννοιας των αρνητικών μεγεθών στη φιλοσοφία (Versuch den Begriff der negativen Größen in die Weltweisheit einzuführen)
1764: Παρατηρήσεις για την αίσθηση του ωραίου και μεγαλειώδους (Beobachtungen über das Gefühl des Schönen und Erhabenen)
1764: Δοκίμιο για την ασθένεια του κεφαλιού (Über die Krankheit des Kopfes)
1764: Έρευνα σχετικά με τη διάκριση των αρχών της φυσικής θεολογίας και ηθικής (Untersuchungen über die Deutlichkeit der Grundsätze der natürlichen Theologie und der Moral)
1766: Όνειρα ενός πνεύματος-μάντη (Träume eines Geistersehers)
1768: Στο τελικό έδαφος της διαφοροποίησης των περιοχών στο διάστημα
1768 (Von dem ersten Grunde des Unterschiedes der Gegenden im Raume)
1770: Διατριβή για τη μορφή και τις αρχές του αισθητού και κατανοητού κόσμου (De mundi sensibilis atque intelligibilis forma et principiis
1775: Στις διαφορετικές φυλές του ανθρώπου (Über die verschiedenen Rassen der Menschen)
1781: Α’ έκδ. της Κριτικής του Καθαρού Λόγου (Kritik der reinen Vernunft)
1783: Prolegomena to Any Future Metaphysics (Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik)
1784: Μια απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι ο Διαφωτισμός; (Beantwortung der Frage: Was ist Aufklärung)
1784: Ιδέα για μια παγκόσμια ιστορία με κοσμοπολίτικο σκοπό (Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltbürgerlicher Absicht)
1785: Προσδιορισμός της έννοιας μιας ανθρώπινης φυλής (Bestimmung des Begriffs einer Menschenrace)
1785: Θεμέλιο της μεταφυσικής των ηθών [G] (Grundlegung zur Metaphysik der Sitten)
1786: Μεταφυσικά θεμέλια της φυσικής επιστήμης [MFNS] (Metaphysische Anfangsgründe der Naturwissenschaft)
1786: “Τι σημαίνει να προσανατολίζεσαι στη σκέψη; (Was heißt: sich im Denken orientieren?)
1786: Εικαστική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας (Mutmaßlicher Anfang der Menschengeschichte)
1787: Δεύτερη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου (Kritik der reinen Vernunft)
1788: Κριτική του πρακτικού λόγου (Kritik der praktischen Vernunft)
1790: Κριτική της κρίσης (Kritik der Urteilskraft)
1793: Θρησκεία εντός των ορίων του γυμνού λόγου (Die Religion innerhalb der Grenzen der bloßen Vernunft)
1793: On the Old Saw: That May Be Right in Theory but It Won’t Work in Practice (Über den Gemeinspruch: Das mag in der Theorie richtig sein, taugt aber nicht für die Praxis)
1795: Διαρκής ειρήνη: Ένα φιλοσοφικό σκίτσο (Zum ewigen Frieden)
1797: Μεταφυσική των ηθών (Metaphysik der Sitten). 1ο μέρος είναι Το Δόγμα του Δικαίου, έχει δημοσιευθεί ξεχωριστά ως Η Επιστήμη του Δικαίου.
1798: Ανθρωπολογία από μια ρεαλιστική άποψη (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht)
1798: Σύγκρουση των σχολών (Der Streit der Fakultäten)
1800: Λογική (Logik)
1803: Περί παιδαγωγικής (Über Pädagogik)
1804: Opus Postumum
1817: Διαλέξεις Φιλοσοφικής Θεολογίας (Immanuel Kants Vorlesungen über die philosophische Religionslehre)
Τέσσερα δοκίμια κριτικής φιλοσοφίας ,
Δοκίμια
Προλεγόμενα σὲ κάθε μελλοντικὴ μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ παρουσιαστεῖ σὰν γνώση
Κριτική του καθαρού λόγου . Τόμοι Α΄-Β΄
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική
Κριτική του καθαρού λόγου. Η υπερβατική διαλεκτική . Τόμοι Α΄-Δ΄
Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών
Kant, Im. κ.ά.: Τι είναι Διαφωτισμός;
Η θρησκεία
Η 1η Εισαγωγή στην Κριτική της κριτικής δύναμης
Για την αιώνια ειρήνη
Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου.
Η έννοια του αρνητικού μεγέθους στη φιλοσοφία
Κριτική της κριτικής δύναμης
Κριτική του πρακτικού λόγου.
Κριτική του πρακτικού λόγου
Κριτική της κριτικής ικανότητας
Η διένεξη των Σχολών
Περί Παιδαγωγικής . Προλεγόμενα
Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο
Μεταφυσική των ηθών.
Επιλογή από το έργο του
Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη=========================
Τί Είναι Δαφωτισμός
Δεκέμβρης 1784 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Berlinische Monatsschrift το περίφημο άρθρο του Kant που περιλαμβανόταν ο γνωστός ορισμός του Διαφωτισμού. Όπως δείχνει η σημείωση στο τέλος του άρθρου, δεν γνώριζε ακόμη την απάντηση του Mendelssohn.
Διαφωτισμός είναι η έξοδος τον ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία φταίει ο ίδιος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειρίζεται το νου του χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου. Γι’ αυτή την ανωριμότητά του ο άνθρωπος φταίει όταν η αιτία της έγκειται όχι στην ανεπάρκεια του νου του, αλλά στην έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να μεταχειριστεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Sapere aude! Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου! Αυτή είναι η εμβληματική φράση του διαφωτισμού.
Η οκνηρία κι η δειλία είναι οι αιτίες που τόσοι πολλοί άνθρωποι προτιμούν να παραμένουν σ’ όλη τους τη ζωή ανώριμοι, μόλο που η φύση τούς έχει ήδη αποδεσμεύσει από την ξένη καθοδήγηση (naturaliter majorennes) κι ορισμένοι άλλοι γίνονται τόσο εύκολα κηδεμόνες τους. Βολεύει ιδιαίτερα να είναι κάποιος ανώριμος. Σαν να έχω ένα βιβλίο που να σκέφτεται για λογαριασμό μου, έναν πνευματικό ποιμένα που να έχει συνείδηση για λογαριασμό μου, ένα γιατρό που να καθορίζει για λογαριασμό μου τη δίαιτά μου κ.ο.κ. Εγώ ο ίδιος δεν θα χρειάζεται να καταβάλω καμιά προσπάθεια. Δεν θα είμαι αναγκασμένος να σκεφτώ, αρκεί μόνο να μπορώ να πληρώνω· την οχληρή δουλειά θα την αναλάβουν άλλοι για λογαριασμό μου. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (ανάμεσά τους όλο το ωραίο φύλο) θεωρεί το βήμα προς την ωριμότητα όχι μόνο επίπονο, αλλά και πολύ επικίνδυνο. Γι’ αυτή την κατάσταση έχουν ήδη φροντίσει εκείνοι οι “κηδεμόνες” που έχουν αναλάβει με μεγάλη προθυμία τη γενική εποπτεία των άλλων. Αφού πρώτα αποκουτιαίνουν τα κατοικίδια ζώα τους και φροντίζουν επιμελώς να απαγορεύσουν σ’ αυτά τα ήσυχα πλάσματα να αποτολμήσουν έστω κι ένα βήμα έξω από την κούνια (Gängelwagen) στην οποία τα έχουν κλείσει, ύστερα τους επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν αν δοκιμάσουν να περπατήσουν μόνα τους. Βέβαια ο κίνδυνος αυτός δεν είναι και τόσο μεγάλος, γιατί τελικά, αφού πέσουν μερικές φορές, μετά θα μάθουν ασφαλώς να περπατούν. Ωστόσο, ακόμα και ένα τέτοιο παράδειγμα κάνει τους ανθρώπους να δειλιάσουν και συνήθως τους αποθαρρύνει από κάθε παραπέρα απόπειρα.
Κάθε άνθρωπος χωριστά είναι δύσκολο να προσπαθήσει να βγει από την ανωριμότητα, που έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση του. Μάλιστα αυτό τον ευχαριστεί. Και για την ώρα είναι πραγματικά ανίκανος να μεταχειρίζεται το νου του, γιατί ποτέ δεν τον άφησαν να δοκιμάσει να το κάνει. Τα δόγματα και οι φόρμουλες, τα μηχανικά εργαλεία για μια έλλογη χρήση, ή μάλλον κατάχρηση, των φυσικών χαρισμάτων του, είναι οι αλυσίδες μιας ατέλειωτης ανωριμότητας. Όποιος θα τις σπάσει θα σκοντάψει, με το αβέβαιο πήδημά του, ακόμα και στο πιο μικρό χαντάκι, έτσι αμάθητος που είναι σε τέτοια ελεύθερη κίνηση. Ως εκ τούτου είναι πολύ λίγοι εκείνοι που κατόρθωσαν, καλλιεργώντας μόνοι τους το πνεύμα τους, να ξεφύγουν από την ανωριμότητα και να βαδίσουν σταθερά.
Ωστόσο, ένα κοινό (Publikum) έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να διαφωτιστεί μόνο του. Θα έλεγα πως κάτι τέτοιο είναι -υπό την αίρεση ότι θα υπάρχει ελευθερία- σχεδόν αναπότρεπτο. Γιατί πάντα θα υπάρχουν σ’ αυτό το κοινό ορισμένοι με ανεξάρτητη σκέψη, και μάλιστα θα εντοπίζονται ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν αναλάβει το ρόλο του κηδεμόνα της μεγάλης μάζας, σ’ εκείνους που, αφού αποτίναξαν οι ίδιοι από πάνω τους το ζυγό της ανωριμότητας, διαδίδουν τώρα γύρω τους το πνεύμα μιας έλλογης εκτίμησης της αξίας κάθε ανθρώπου και της αποστολής του (Beruf ) να σκέπτεται αυτόνομα. Εν προκειμένω αξίζει να τονίσουμε ότι το κοινό, το οποίο είχαν βάλει εκείνοι πρωτύτερα κάτω από αυτόν το ζυγό, τους υποχρεώνει έπειτα να κάνουν το ίδιο άμα αφήσουν να τους ξεσηκώσουν ορισμένοι κηδεμόνες ανίκανοι για κάθε λογής διαφωτισμό. Είναι άκρως βλαβερό να φυτεύει κάποιος προκαταλήψεις, γιατί στο τέλος αυτές εκδικούνται όσους τις καλλιέργησαν ή τους προδρόμους τους. Για τούτο, ένα κοινό μόνο αργά μπορεί να φτάσει στο διαφωτισμό. Με μια επανάσταση επιτυγχάνεται, ίσως, η απαλλαγή από τον προσωπικό δεσποτισμό και την καταπίεση ανθρώπων άπληστων για κέρδη και εξουσία, ποτέ όμως μια αληθινή ανάπλαση (Reform) στον τρόπο του σκέπτεσθαι· απεναντίας, νέες προκαταλήψεις θα γίνουν, όμοια όπως οι παλιές, το καθοδηγητικό νήμα για τη μεγάλη αστόχαστη μάζα.
Γι’ αυτόν όμως το διαφωτισμό δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά ελευθερία, και μάλιστα η πιο αβλαβής ανάμεσα σ’ εκείνα που θα ήταν δυνατό να λάβουν το όνομα της ελευθερίας. Δηλαδή, η ελευθερία κάποιου να κάνει δημόσια χρήση της έλλογης δύναμής του παντού. Ακούω, να φωνάζουν ωστόσο απ’ όλες τις μεριές: “Μη συλλογίζεστε!”. “Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο εκτελείτε τα γυμνάσια!” διατάζει ο αξιωματικός. “Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πληρώνετε!” φωνάζει ο οικονομικός σύμβουλος. “Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πιστεύετε!” κηρύττει ο ιερωμένος. (Μόνο ένας και μοναδικός Κύριος στον κόσμο λέει: “Να συλλογίζεστε όσο θέλετε και για ό,τι θέλετε. Αλλά να υπακούετε!”.) Παντού εδώ υπάρχει περιορισμός της ελευθερίας. Ποιος περιορισμός στέκεται όμως εμπόδιο στο διαφωτισμό; Και ποιος, πάλι, δεν στέκεται, αλλά, απεναντίας, τον ενισχύει; Απαντώ ότι στον καθένα πρέπει να επιτρέπεται ελεύθερα η δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του (Vernunft)∙ κι αυτή η χρήση είναι η μόνη που μπορεί να φέρει διαφωτισμό στους ανθρώπους. Η προσωπική χρήση της όμως μπορεί συχνά να περιορίζεται σε στενό πλαίσιο, χωρίς μ’ αυτό να εμποδίζεται ιδιαίτερα η πρόοδος του διαφωτισμού. Με τον όρο “δημόσια χρήση” της λογικής δύναμης εννοώ τη χρήση που κάνει κάποιος ως συγγραφέας (als Gelehrter), καθώς απευθύνεται σε ολόκληρο το αναγνωστικό κοινό του. Προσωπική χρήση καλώ τη χρήση της λογικής δύναμης στο πλαίσιο μιας κρατικής θέσης ή υπηρεσίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον. Σε ορισμένες υπηρεσίες που εκτελούνται προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου είναι ανάγκη, ασφαλώς, να υπάρχει κάποιος μηχανισμός, με την παρέμβαση του οποίου ορισμένα μέλη του κοινωνικού συνόλου αναγκάζονται να συμπεριφέρονται απλώς παθητικά, ώστε να εξασφαλίζεται έτσι μια τεχνητή ομοφωνία, την οποία η κυβέρνηση αξιοποιεί για την επίτευξη δημόσιων σκοπών ή τουλάχιστον για την αποτροπή της κατάλυσης αυτών των σκοπών. Εδώ βέβαια δεν επιτρέπεται να συλλογίζεται κανείς· εδώ πρέπει να υπακούει.
Στο μέτρο όμως που αυτό το μέρος της μηχανής θεωρεί συνάμα τον εαυτό του και μέλος του κοινωνικού συνόλου, ή ακόμη και της παγκόσμιας κοινωνίας, ένα μέλος το οποίο, υπό την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, απευθύνεται με τα συγγραφικά έργα του σε ένα κοινό για δικό του λογαριασμό, ενδέχεται να διατυπώνει τις σκέψεις του χωρίς να παραβλάπτονται με αυτό τον τρόπο οι υπηρεσίες που έχει αναλάβει ως παθητικό μέλος να εκτελεί. Θα ήταν έτσι πολύ επιζήμιο αν ένας αξιωματικός που πήρε από τους ανωτέρους του κάποια διαταγή άρχιζε να λεπτολογεί εις επήκοο όλων μέσα στην υπηρεσία για τη σκοπιμότητα ή τη χρησιμότητα αυτής της διαταγής. Οφείλει να υπακούει. Από την άλλη όμως, δεν είναι εύλογο να του απαγορέψουν να κάνει παρατηρήσεις, ως συγγραφέας, για τα λάθη στις πολεμικές επιχειρήσεις και να τις παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό για να τις κρίνει. Ο πολίτης δεν μπορεί να αρνηθεί να καταβάλει τους φόρους που του έχουν επιβληθεί. Μάλιστα ενδέχεται μια επίμονη από μέρους του επίκριση τέτοιων φορολογικών υποχρεώσεων -εφόσον θα ‘ναι υποχρέωσή του να τις εκπληρώσει- να τιμωρηθεί ως σκάνδαλο (που θα μπορούσε να προκαλέσει γενικότερες αντιδράσεις). Εντούτοις ο ίδιος αυτός άνθρωπος δεν πράττει κάτι αντίθετο προς το καθήκον ενός πολίτη όταν διατυπώνει, ως συγγραφέας, δημόσια τις σκέψεις του για το ανάρμοστο ή/και το άδικο τέτοιων φορολογικών επιβαρύνσεων. Όμοια και ένας ιερωμένος έχει υποχρέωση, όταν απευθύνεται στους μαθητές που κατηχεί ή στους ενορίτες του, να συμμορφώνεται με το δόγμα (Symbol) της Εκκλησίας την οποία υπηρετεί· γιατί με αυτό τον όρο έχει γίνει δεκτός. Ως συγγραφέας όμως έχει πλήρη ελευθερία -θα έλεγα μάλιστα και αποστολή- να μοιράζεται τις σκέψεις του, εφόσον είναι καλοπροαίρετες και τις έχει σταθμίσει προσεκτικά, για οτιδήποτε λαθεμένο σχετικά με το δόγμα και να κάνει προτάσεις για τη βελτίωση των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Δεν υπάρχει εν προκειμένω τίποτα που θα μπορούσε να αποτελέσει βάρος για τη συνείδησή του. Γιατί στο πλαίσιο του λειτουργήματός του, ως εντολοδόχος της Εκκλησίας, υποστηρίζει ότι δεν διδάσκει όπως ο ίδιος θα ήθελε, αλλά αισθάνεται ότι είναι διορισμένος να το κάνει σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει και στο όνομα κάποιου άλλου. Θα πει ότι η Εκκλησία μάς διδάσκει αυτό ή το άλλο, ότι οι αποδείξεις που προβάλλει είναι αυτές. Για χάρη της ενορίας του αντλεί κάθε ωφέλιμο πρακτικό δίδαγμα από θρησκευτικά δόγματα που ο ίδιος δεν θα τα προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα, αλλά έχει ωστόσο αναλάβει να τα κηρύττει, εφόσον δεν είναι εντελώς αδύνατο να περιέχουν κάποια κρυμμένη αλήθεια και, οπωσδήποτε, εφόσον δεν υπάρχει τουλάχιστον σ’ αυτά κάτι που να αντιστρατεύεται την εσωτερική θρησκεία (innere Religion). Γιατί, αν είχε εντοπίσει σ’ αυτά τα δόγματα κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε πια να ασκεί το λειτούργημά του κατά συνείδηση· θα ήταν αναγκασμένος να παραιτηθεί. Επομένως, η χρήση που ένας διορισμένος ιεροκήρυκας κάνει στη λογική δύναμή του (Vernunft) όταν απευθύνεται στην ενορία του είναι απλώς προσωπική· γιατί πρόκειται πάντα για μια οικιακή συνάθροιση, έστω κι αν είναι τόσο μεγάλη. Από αυτήν την άποψη, ως κληρικός δεν είναι -και ούτε πρέπει να είναι- ελεύθερος, δεδομένου ότι εκτελεί ξένη εντολή. Απ’ εναντίας, ως πνευματικός άνθρωπος, που μιλά με τις συγγραφές του στο ίδιο το κοινό, δηλαδή στον κόσμο, κατά τη δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του ο κληρικός έχει, επομένως, απεριόριστη ελευθερία να τη χρησιμοποιεί και να μιλάει για δικό του λογαριασμό. Γιατί, αν οι κηδεμόνες του λαού χρειάζονταν κηδεμόνα (στα πνευματικά ζητήματα), αυτό θα συνιστούσε ανωμαλία, που θα διαιώνιζε τις ανωμαλίες.
Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, ένα σύνολο από ιερωμένους, ας πούμε μια εκκλησιαστική σύναξη ή μια αξιοσέβαστη “κλάσις” (ehrwurdige Klassis), όπως ονομάζεται στην Ολλανδία, να έχει το δικαίωμα να δεσμεύεται με αμοιβαίο όρκο ότι θα τηρεί ένα αναλλοίωτο δόγμα, προκειμένου να ασκεί έτσι σε κάθε μέλος του -και διά μέσου αυτών σε όλο το λαό- μια δίχως τέλος επικηδεμονία; Εγώ λέγω πως αυτό είναι εντελώς αδύνατο. Ένα τέτοιο συμβόλαιο, με το οποίο θα επιχειρούσαν να κρατήσουν για πάντα το ανθρώπινο γένος μακριά από κάθε διαφωτισμό, είναι εντελώς άκυρο· έστω κι αν επικυρωνόταν από την ανώτατη εξουσία, τα κοινοβούλια και τα πιο πανηγυρικά συνέδρια ειρήνης. Δεν μπορεί μια εποχή να αυτοδεσμευτεί και να συνωμοτήσει ώστε η επομένη να μείνει σε μια κατάσταση στην οποία θα είναι αδύνατο να επεκτείνει τις (προπαντός πιο απαραίτητες) γνώσεις της, να τις αποκαθάρει από πλάνες και γενικά να προχωρήσει προς τη κατεύθυνση του διαφωτισμού. Αυτό θα ήταν έγκλημα κατά της ανθρώπινης φύσης, της οποίας ο πρωταρχικός προορισμός συνίσταται ακριβώς σ’ αυτή την πρόοδο. Αλλά και οι επίγονοι έχουν πέρα για πέρα το δικαίωμα να μη δεχτούν αυτές τις αποφάσεις, ως αποφάσεις ανόσιες, που όσοι τις έλαβαν δεν είχαν καμιά εξουσιοδότηση προς τούτο. Η Λυδία λίθος για καθετί που είναι δυνατό να αποτελέσει νόμο για ένα λαό συνίσταται στο ερώτημα: Θα μπορούσε ένας λαός να θεσπίσει για τον εαυτό του έναν τέτοιο νόμο;
Ίσως μόνον αν υπήρχε η προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εισαχθεί μια κάποια νέα τάξη πραγμάτων. Για παράδειγμα, κάθε πολίτης, και προπαντός ο ιερωμένος, αφήνεται ελεύθερος να κάνει, υπό την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, τις παρατηρήσεις του για τα λάθη του καθεστώτος δημόσια, δηλαδή με τα συγγράμματά του, ενώ στο μεταξύ η καθιερωμένη τάξη πραγμάτων εξακολουθεί πάντοτε να τηρείται, ώσπου η γνώση για την ουσία αυτών των πραγμάτων να προχωρήσει και να επιβεβαιωθεί δημόσια σε τέτοιο βαθμό ώστε με την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των οπαδών της (έστω όχι όλων) να υποβληθεί στο Θρόνο πρόταση να προστατευτούν οι θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη για το τι είναι καλύτερο, θα έχουν συμφωνήσει να αλλάξουν το θρησκευτικό καθεστώς, χωρίς ωστόσο να εμποδίζονται και εκείνες οι άλλες που θα ήθελαν να μείνουν στο παλαιό. Αλλά να συμφωνήσουμε ότι είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχει ένας σταθερός θρησκευτικός κώδικας, που κανένας δεν θα μπορεί να τον αμφισβητήσει δημόσια, έστω και για τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής, αχρηστεύοντας έτσι και καθιστώντας άκαρπο -και επιζήμιο για τους απογόνους- ένα χρονικό διάστημα στη πορεία της ανθρωπότητας προς το καλύτερο.
Ένας άνθρωπος ασφαλώς μπορεί, όσον αφορά το πρόσωπό του -και μόνο για ένα σύντομο διάστημα-, να αναβάλει το διαφωτισμό για κάτι που τον ενδιαφέρει. Αλλά αν παραιτηθεί εντελώς από το διαφωτισμό, είτε για δικό του λογαριασμό είτε, πολύ περισσότερο, για λογαριασμό των απογόνων του, τότε θίγει και καταπατά τα ιερά δικαιώματα της ανθρωπότητας. Ό,τι ακόμα κι ένας λαός δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει για τον εαυτό του, έτσι δεν έχει δικαίωμα ένας μονάρχης να το αποφασίζει για το λαό· γιατί ακριβώς ως νομοθέτης συνενώνει στη δική του βούληση ολόκληρη τη βούληση του λαού. Αν μοναδικό μέλημά του είναι η συνύπαρξη της αληθινής ή της υποθετικής βελτίωσης με την πολιτική τάξη, μπορεί κατά τα άλλα να αφήνει τους υπηκόους του να κάνουν μόνοι τους ό,τι αυτοί κρίνουν αναγκαίο για τη σωτηρία της ψυχής τους. Τούτο δεν αφορά τον ίδιο· δική του δουλειά είναι μόνο να προσέχει ώστε κανένας να μην εμποδίζει με τη βία τον άλλο να εργάζεται ολόψυχα για την εκπλήρωση του προορισμού του και την πρόοδό του. Ο ίδιος προσβάλλει τη μεγαλειότητά του όταν ανακατεύεται σ’ αυτά τα πράγματα και υποβάλλει τα συγγράμματα, με τα οποία οι υπήκοοί του προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τις απόψεις τους, στον έλεγχο της κυβέρνησής του· προσβάλλει επίσης τον εαυτό του και όταν το έργο αυτό το αναλαμβάνει ο ίδιος, κατά τη δική του υψηλή κρίση, οπότε εκθέτει τον εαυτό του στη μομφή “Caesar non est supra grammaticos”, αλλά και όταν -και μάλιστα πολύ περισσότερο τότε- υποβάλλει την ανώτατη εξουσία του στη μεγάλη ταπείνωση να υποστηρίζει μέσα στο δικό του κράτος τον πνευματικό δεσποτισμό που ασκούν ορισμένοι τύραννοι εις βάρος των υπόλοιπων υπηκόων του.
Στο ερώτημα αν ζούμε τώρα σε διαφωτισμένη εποχή, η απάντηση είναι αρνητική. Όμως ζούμε σε μια εποχή διαφωτισμού. Έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, μένει να γίνουν πάρα πολλά ακόμα ώστε να είναι πια οι άνθρωποι σε θέση -ή και μόνο να μπορούν να μπουν σ’ αυτήν τη θέση- να μεταχειρίζονται στο ζήτημα της θρησκείας τον δικό τους νου (Verstand) σίγουρα και σωστά, χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου. Ωστόσο, έχουμε σαφείς ενδείξεις ότι τώρα ανοίγει το πεδίο ώστε να κινηθούν ελεύθερα προς αυτή την κατεύθυνση, και ότι τα εμπόδια στον γενικό διαφωτισμό και στην έξοδο από την ανωριμότητά τους λιγοστεύουν σιγά-σιγά. Με βάση τα παραπάνω, η εποχή αυτή είναι η εποχή του διαφωτισμού ή ο αιώνας του Φρειδερίκου.
Ένας ηγεμόνας που δεν κρίνει ανάξιο για τον εαυτό του να πει ότι στα ζητήματα της θρησκείας θεωρεί καθήκον του να μην επιβάλλει τίποτα στους ανθρώπους, αλλά να τους αφήνει πλήρως ελεύθερους, ένας ηγεμόνας που αποποιείται ακόμα και το υπεροπτικό όνομα της ανεκτικότητας, ένας τέτοιος ηγεμόνας είναι ο ίδιος διαφωτισμένος και αξίζει να τον εγκωμιάζουν, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροί του ως εκείνον που πρώτος -τουλάχιστον από την πλευρά της κυβέρνησης- έβγαλε το ανθρώπινο γένος από την ανωριμότητα κι άφησε τον καθένα ελεύθερο να μεταχειρίζεται το λογικό του σε ζητήματα συνείδησης. Υπό τη δική του εξουσία επιτρέπεται σε αξιοσέβαστους εκκλησιαστικούς άνδρες να εκθέτουν ως πνευματικοί άνθρωποι, ελεύθερα και δημόσια προς έλεγχο, τις απόψεις και τις ιδέες τους που αποκλίνουν σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το σημείο από τα παραδεδεγμένα δόγματα, χωρίς να παραβαίνουν έτσι το υπηρεσιακό καθήκον τους. Αυτό το πνεύμα της ελευθερίας απλώνεται και προς τα έξω, ακόμα κι εκεί όπου έχει να παλέψει με εξωτερικά εμπόδια προερχόμενα από μια κυβέρνηση που η ίδια παρεξηγεί το ρόλο της. Έτσι προσφέρεται ένα φωτεινό παράδειγμα ότι σ’ ένα ελεύθερο καθεστώς δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος ανησυχίας για τη δημόσια τάξη και τη σύμπνοια του κοινωνικού συνόλου. Μόνοι τους οι άνθρωποι προσπαθούν σιγά σιγά να βγουν από τη βαρβαροσύνη, αρκεί να μη σοφίζονται σκόπιμα τρόπους προκειμένου να κρατηθούν σ’ αυτή τη κατάσταση.
Εντόπισα το κέντρο βάρους του διαφωτισμού, την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία φταίει ο ίδιος, κυρίως στα ζητήματα της θρησκείας, γιατί όσον αφορά τις τέχνες και τις επιστήμες, οι άρχοντές μας δεν ενδιαφέρονται να εμφανίζονται ως κηδεμόνες των υπηκόων τους· επιπλέον, γιατί εκείνη η ανωριμότητα δεν είναι μόνο η πιο επιζήμια, αλλά και η πιο ατιμωτική απ’ όλες. Ο τρόπος όμως της σκέψης ενός ανώτατου άρχοντα που ευνοεί τη θρησκευτική ελευθερία προχωρεί ακόμα παραπέρα και διαβλέπει πως και σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία είναι ακίνδυνο να επιτρέψει στους υπηκόους του να κάνουν δημόσια χρήση της λογικής δύναμής τους και να εκθέσουν δημόσια στον κόσμο τις σκέψεις τους για μια καλύτερη οργάνωσή της, ασκώντας μάλιστα και θαρραλέα κριτική στην κείμενη νομοθεσία. Ως προς αυτό, έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα: κανένας μονάρχης δεν ξεπέρασε αυτόν τον οποίο εμείς τιμούμε.
Αλλά και μόνο εκείνος που, όντας ο ίδιος διαφωτισμένος, δεν φοβάται ίσκιους και έχει συνάμα στη διάθεσή του έναν πειθαρχημένο και πολυάριθμο στρατό για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης μπορεί να πει αυτό που μια δημοκρατία (Freistaat) δεν επιτρέπεται να το αποτολμήσει: Να χρησιμοποιείτε το λογικό σας όσο θέλετε και για οτιδήποτε θέλετε, αρκεί μόνο να πειθαρχείτε! Εκδηλώνεται έτσι εδώ μια παρά ξένη, απροσδόκητη πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων: όπως συμβαίνει κι αλλού, άμα τη δούμε σε μεγάλη κλίμακα, σχεδόν όλα σ’ αυτήν είναι παράδοξα. Ένας μεγαλύτερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας φαίνεται να επιδρά ευνοϊκά στην πνευματική ελευθερία του λαού. Ωστόσο, της θέτει ανυπέρβλητους φραγμούς. Απεναντίας, ένας μικρότερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας δίνει στο λαό το περιθώριο να ξεδιπλώσει όλες του τις δυνάμεις. Όταν λοιπόν η φύση ξετυλίγει, κάτω από αυτό το σκληρό περίβλημα, το φύτρο που αποτελεί και την πιο τρυφερή φροντίδα της, δηλαδή την τάση προς τον ελεύθερο στοχασμό, αυτό σιγά σιγά γυρίζει πίσω και επενεργεί στο φρόνημα του λαού (κάνοντάς τον έτσι ολοένα πιο ικανό να πράττει ελεύθερα) και εντέλει επενεργεί ακόμα και σ’ αυτές τις θεμελιώδεις αρχές της κυβέρνησης, που διαπιστώνει ότι έχει και η ίδια συμφέρον να μεταχειρίζεται τον άνθρωπο, που είναι τώρα κάτι παραπάνω από μηχανή, ανάλογα με την αξιοπρέπειά του.*
Königsberg in Preussen 30 Σεπτέμβρη 1784
* Στις Wöchentliche Nachrichten (Εβδομαδιαίες Ειδήσεις) του Büsching με ημερομηνία 13 Σεπτέμβρη, διαβάζω σήμερα, 30 Σεπτέμβρη, την αναγγελία του περιοδικού Berlinische Monatschrift αυτού του μήνα σχετικά με την απάντηση του κου Mendelssohn στο ίδιο ακριβώς ερώτημα. Δεν την έχω πάρει ακόμη στα χέρια μου· διαφορετικά, αυτή εδώ θα καθυστερούσε. Τώρα ας υπάρχει έστω και μόνο για να δοκιμάσουμε σε ποιο βαθμό η σύμπτωση μπορεί να κάνει τα διανοήματα να συμφωνούν.