Korzeniowski Teodor Jozef Konrad (Joseph Conrad): ‘Μεταλλωρύχος’ Των Λέξεων

Βιογραφικό

     Ο Τζόσεφ Κόνραντ (Teodor Jozef Konrad Korzeniowski), ήτανε Βρεττανός συγγραφέας και διηγηματογράφος, πολωνικής καταγωγής και θεωρείται από τους σημαντικότερους αγγλόφωνους μυθιστοριογράφους, που πράγματι δεν ήτανε καν Άγγλος, αν κι έγραψε όλα του τα έργα κατευθείαν στην αγγλική γλώσσα. Ο συγγραφέας των ναυτικών έζησε 30 έτη στη στεριά, απεχθανότανε Ντοστογιέφσκι και Ναπολέοντα, ήτο μανιώδης καπνιστής κι ευέξαπτος πολύ. Έζησε 16 έτη στη θάλασσα πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Μερικά έργα του έχουν οριστεί ρομαντικά, αλλά ο ρομαντισμός του εμποτίζεται μ’ άγρια ειρωνεία και λεπτή αίσθηση ανθρώπινης ικανότητας για αυτοεξαπάτηση. Πολλοί κριτικοί τονε θεωρούνε πρόδρομο του μοντερνισμού. Ο ίδιος δε διάβαζε ποτέ τις κριτικές που τον αφορούσανε, παρ’ όλ’ αυτά μετρούσε το πόσο σημαντικές ήταν ανάλογα με το μήκος τους. Όσο περισσότερες λέξεις, τόσο καλύτερη ήταν η κριτική κι αυτό τον έκανε ευτυχισμένο. Το αφηγηματικό ύφος κι οι υπαρξιακοί, αντι-ηρωικοί χαρακτήρες του έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Έρνεστ ΧέμινγουεϊΝτ. Χ. Λώρενς, Γκράχαμ ΓκρηνΤζόζεφ Χέλλερ και Γέρζι Κοζίνσκι. Συγγραφέας που συνδέεται με αριστουργήματα, όπως Η καρδιά του σκότουςΤυφώναςΛόρδος ΤζιμΗ τρέλλα του Αλμάγερ κι άλλα. Η ταινία Αποκάλυψη Τώρα βασίστηκε στο Η Καρδιά Του Σκότους. Ακόμη και μέχρι το τέλος της ζωής του, όταν πια είχε γίνει Άγγλος πολίτης κι όλοι είχανε ξεχάσει τη καταγωγή του, εξακολουθούσε να νιώθει ξένος που δούλευε πάνω σε μια ξένη γλώσσα. Συνήθιζε μάλιστα να λέει : “Πρέπει να εργάζομαι σαν μεταλλωρύχος στο λατομείο του, ξεθάβοντας όλες τις αγγλικές προτάσεις μου μες απ’ το σκοτάδι της νύχτας...”
     Γεννήθηκε στη Terechowa της Πολωνίας στις 3 Δεκέμβρη 1857 και πέθανε στο Bishopsboume (Kent) στις 3 Αυγούστου 1924. Ήτανε το μοναδικό παιδί του Apollon Nalecz Korzeniowski και της Eveline Bobrowska. Ο πατέρας του, άνθρωπος των γραμμάτων, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής από τα γαλλικά και τα αγγλικά, εξορίστηκε λόγω της πατριωτικής του δράσης κατά τη διάρκεια του αγώνα της απελευθέρωσης της Πολωνίας από τον ρωσικό ζυγό. Η μητέρα του Joseph πέθανε 34 ετών, καταβεβλημένη από τις κακουχίες της εξορίας κι έτσι η κηδεμονία του πέρασε στο θείο του, Thaddie. Στο σχολείο, έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση για τη γεωγραφία και λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του το 1869, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ναυτικός. Ξεκίνησε τη ναυτική του σταδιοδρομία στα 1874, στα 17 του. Μετέβη στη Μασσαλία, δούλεψε σε διάφορα εμπορικά πλοία και συναναστρεφόταν όχι μόνο ναυτικούς, αλλά κι άτομα των αριστοκρατικών και νομιμόφρονων κύκλων της πόλης. Ένα από τα ταξίδια τον τον οδήγησε στις Αντίλλες, ενώ αρκετές φορές μπλέχτηκε σε μεταφορές παράνομων προϊόντων για λογαριασμό των Γάλλων νομιμοφρόνων. Ύστερα από 4 έτη παράνομων μεταφορών, απογοητευμένος απ’ αυτό τον κύκλο ατόμων κι από τη ζωή στη Μασσαλία, ίσως κι επηρεασμένος από μια σύντομη αλλά οδυνηρή ερωτική περιπέτεια, εγκατέλειψε τη Γαλλία κι εγκαταστάθηκε στην Αγγλία χωρίς να γνωρίζει ούτε λέξη αγγλικά. Μέχρι τα 21 του δεν γνώριζε ούτε μία λέξη αγγλικά. Άρχισε να μαθαίνει μόνος του διαβάζοντας τους Times, αλλά και τα δύσκολα έργα του Τόμας Καρλάιλ και του Σαίξπηρ. Στα ταξίδια του ξεκίνησε να πειραματίζεται με τη γλώσσα και στις ατέλειωτες ώρες που περνούσε στη θάλασσα έγραψε και τις πρώτες του ιστορίες.



     Ξεκίνησε κάνοντας μικρές διαδρομές μεταξύ Lowestoft και Newcastle, διαβάζοντας Σαίξπηρ στον ελεύθερο χρόνο του. Επιβιβάσεις, διαδρομές, επιστροφές εναλλάσσονταν αδιάκοπα. Το πλοίο “Duke of Sutherland” τον οδήγησε στο Σίδνεϋ, το “Europa” τον ταξίδεψε στα λιμάνια της Ιταλίας, το “Loch Etive” τον ξανάφερε στο Σίδνεϋ. Μια φορά κινδύνεψε να πνιγεί, όταν το σαπιοκάραβο “Palestine” έπιασε φωτιά και βυθίστηκε. Τέλος το “Narcissus” τονε ταξίδεψε στη Βομβάη. Το 1886 απέκτησε τη βρεττανική υπηκοότητα. Εν τω μεταξύ, είχε πάρει δίπλωμα καπετάνιου του  αγγλικού εμπορικού  ναυτικού. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος σ’ ένα διαγωνισμό που είχε οργανώσει μια επιθεώρηση, γράφοντας ένα διήγημα με τον τίτλο The Black Mate. Έπειτα, τονε ξανακέρδισε η ζωή του ναυτικού. Πηγαινοερχόταν μεταξύ Σιγκαπούρης και Βόρνεο, έκανε επικίνδυνα ταξίδια, έζησε από κοντά τη χολέρα, τους πυρετούς. Στον Αγιο Μαυρίκιο, όπου έκανε μια αναγκαστική στάση, ερωτεύτηκε μια νέα κοπέλα, την Eugenie Renouf. Τη ζήτησε σε γάμο, εκείνη όμως ήταν ήδη αρραβωνιασμένη. Επέστρεψε λοιπόν στο Λονδίνο, όπου, για μέρες, έμεινε βυθισμένος σε μια οδυνηρή αδράνεια.
     Το 1889 ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, τη Τρέλλα του  Αλμάγιερ. Επανακτώντας όμως, το πάθος του για τη περιπέτεια, κατάφερε να γίνει επικεφαλής ενός βαποριού του Άνω Κονγκό. Η εμπειρία ήταν ιδιαίτερα σκληρή, και μια σοβαρή κρίση ρευματισμών τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Στο αναρρωτήριο όπου κατέφυγε για υδροθεραπεία προκειμένου να απαλλαγεί από τους πόνους, συνέχισε τη συγγραφή του μυθιστορήματος που είχε διακόψει για όσο καιρό ταξίδευε. Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε το 1894. Η επιτυχία που σημείωσε το βιβλίο (1895) που είχε γράψει με τόσο κόπο (τα αγγλικά ήταν για τον Conrad μια παντελώς άγνωστη γλώσσα και μόνον ύστερα από αξιέπαινες προσπάθειες κατόρθωσε να διαμορφώσει το προσωπικό του στυλ) ήτανε καθοριστική για τη σταδιοδρομία του ως συγγραφέα. Μεταξύ 1878-94, ο Κόνραντ υπηρετούσε στο βρεττανικό ναυτικό. Το 1884, είχε για παρέα του μια μαϊμού, την οποία ο νόμος τότε απαγόρευε να πάρει μαζί του στην Αγγλία. Όπως διηγείται ο ίδιος, του ήτανε πολύ δύσκολο να την αποχωριστεί, μέχρι που του έσκισε κάποια χειρόγραφα. Τότε αναγκάστηκε να τη δώσει στον μετέπειτα βιογράφο του, Τζέφρι Μέγερς. Εκείνα τα χρόνια, κέρδιζε κι έχανε πολλά χρήματα κι ως τζογαδόρος. Κάποια στιγμή, ωστόσο, τα χρέη από τα χαρτιά ήτανε τόσο πολλά που, απελπισμένος, αυτοπυροβολήθηκε, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει. Η σφαίρα αστόχησε, δεν χτύπησε τη καρδιά, αλλά του διέλυσε το στήθος. Η απόπειρα αυτή όμως του άλλαξε τη ζωή, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον τζόγο και να αφοσιωθεί στη συγγραφή, γράφοντας μια σειρά από μυθιστορήματα που μείνανε κλασσικά.
     Το 1896 ο Conrad νυμφεύτηκε τη Gessie George κι εγκαταστάθηκε στην Αγγλία που, υπό τη προστασία του Ford Madox Hueffer, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Μες σε 14 έτη με την αρρώστια και τις οικονομικές δυσκολίες κατάφερε να γράψει μια σειρά από αριστουργήματα. Τα περιπετειώδη κι εξωτικά μυθιστορήματά του χαρακτηρίζονται από βαθειά ανάλυση κι από συμβολική δύναμη, κατατάσσοντας τον ανάμεσα στους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών. Μετά τη Τρέλλα του Αλμάγιερ γράφει τον Απόβλητο Των Νησιών και την επόμενη χρονιά το Ο Νέγρος του Νάρκισσου και μετά τον Λόρδο Τζιμ, τα Νειάτα, τη Καρδιά του Σκότους, τον Τυφώνα Φαλκ, το Νοστρόμο, το Μυστικό Πράκτορα (που διασκευάστηκε από τον ίδιο για τον κινηματογράφο), το Με τα Μάτια ενός Δυτικού, τη Νίκη, το The Arrow of Gold, καθώς επίσης κι άλλα πολλά μυθιστορήματα, διηγήματα, αυτοβιογραφικές και λογοτεχνικές σημειώσεις, που έχουνε συγκεντρωθεί στους 3 τόμους του The Uniform Edieton of the Works of Joseph Conrad . Στη διάρκεια του A’ Παγκ. Πολ., για μικρό διάστημα, επέστρεψε στο ναυτικό, καθώς το βρεττανικό ναυαρχείο του εμπιστεύτηκε τη θέση του ακτοπλοηγού. Το 1923 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, όπου συνάντησε τον Paderewski.
     Πέθανε ένα χρόνο μετά την επιστροφή του στην Αγγλία.
—————————-



     Έγραψε μυθιστορήματα και ναυτικές ιστορίες, που απεικονίζουν κρίσεις της ανθρώπινης ατομικότητας εν μέσω αυτού που ‘βλεπε ως έναν αδιάφορο, ανεξιχνίαστο κι ανήθικο κόσμο. Θεωρείται από κάποιους λογοτεχνικός ιμπρεσιονιστής κι από άλλους πρώιμος μοντερνιστής, αν και τα έργα του περιέχουν επίσης στοιχεία ρεαλισμού του 19ου αι. Το αφηγηματικό του ύφος κι οι αντιηρωικοί χαρακτήρες του, όπως στο Λόρδο Τζιμ, π.χ. έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς. Πολλές δραματικές ταινίες έχουνε προσαρμοστεί κι εμπνευστεί από τα έργα του. Πολλοί συγγραφείς και κριτικοί έχουνε σχολιάσει ότι τα μυθιστορήματα του, που γράφτηκαν σε μεγάλο βαθμό τις 2 πρώτες 10ετίες του 20ού αι. φαίνεται να έχουνε προβλέψει μεταγενέστερα παγκόσμια γεγονότα.
     Γράφοντας κοντά στη κορύφωση της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, βασίστηκε στις εθνικές εμπειρίες της πατρίδας του -σχεδόν σ’ όλη του τη ζωή, σε 3 κατοχικές αυτοκρατορίες- και στις δικές του εμπειρίες στο γαλλικό και το βρεττανικό εμπορικό ναυτικό, για να δημιουργήσει διηγήματα και μυθιστορήματα που αντανακλούνε πτυχές ενός κόσμου που κυριαρχείται από την Ευρώπη -συμπεριλαμβανομένου του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας- και που εξερευνούνε σε βάθος την ανθρώπινη ψυχή. Η μετααποικιακή ανάλυση του έργου του έχει προκαλέσει ουσιαστική συζήτηση. Το 1975, ο συγγραφέας Chinua Achebe δημοσίευσε άρθρο που κατήγγειλε το Heart of Darkness ως ρατσιστικό κι απανθρωπιστικό, ενώ άλλοι μελετητές, συμπεριλαμβανομένων των Adam Hochschild και Peter Edgerly Firchow, έχουν αντικρούσει την άποψη αυτή.
     Βαφτίστηκε Józef Teodor Konrad Korzeniowski από τον παππού του από τη μητέρα του Józef, τον παππού του από τον πατέρα του Teodor και τους ήρωες (κι οι 2 ονομάζονται “Konrad”) 2 ποιημάτων του Adam Mickiewicz, τα: Grażyna και Konrad Wallenrod. Η οικογένεια τον αποκαλούσε “Konrad”, παρά “Józef”. Αν κι η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της γύρω περιοχής ήταν Ουκρανοί κι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων του Berdychiv ήταν Εβραίοι, σχεδόν όλη η ύπαιθρος ανήκε στη Πολωνική szlachta (ευγενή), στην οποία ανήκε η οικογένεια ως φέροντες το οικόσημο Nałęcz (όπλα). Η πολωνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα η πατριωτική λογοτεχνία, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον πολωνικό πληθυσμό της περιοχής.



     Η Πολωνία είχε χωριστεί μεταξύ της Πρωσσίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας το 1795. Η οικογένεια Korzeniowski είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις πολωνικές προσπάθειες ν’ ανακτήσει την ανεξαρτησία. Ο παππούς του Conrad από τον πατέρα, Teodor, είχε υπηρετήσει υπό τον πρίγκηπα Józef Poniatowski στη ρωσική εκστρατεία του Ναπολέοντα κι είχε σχηματίσει τη δική του μοίρα ιππικού στη διάρκεια της εξέγερσης της Πολωνίας-Λιθουανίας το Νοέμβρη του 1830 κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο σκληρά πατριώτης πατέρας του Κόνραντ Απόλλων ανήκε στην πολιτική παράταξη των “Κόκκινων”, στόχος της οποίας ήταν ν’ αποκαταστήσει τα προ της διχοτόμησης όρια της Πολωνίας κι η οποία επίσης υποστήριζε τη μεταρρύθμιση της γης και τη κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η μετέπειτα άρνηση του Κόνραντ να ακολουθήσει τα βήματα του Απόλλωνα κι η επιλογή της εξορίας αντί της αντίστασης, αποτέλεσαν πηγή ενοχής για τη ζωή του Κόνραντ.
     Λόγω των προσπαθειών του πατέρα στη γεωργία και του πολιτικού του ακτιβισμού, η οικογένεια μετακόμιζε επανειλημμένα. Τον Μάη του 1861 μετακομίσανε στη Βαρσοβία, όπου ο Απόλλων εντάχθηκε στην αντίσταση κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Pavilion X της Ακρόπολης της Βαρσοβίας. Ο Κόνραντ θα έγραφε: “[Εγώ] στην αυλή αυτής της Ακρόπολης -χαρακτηριστικά για το έθνος μας- αρχίζουν οι παιδικές μου αναμνήσεις“. Στις 9 Μάη 1862 ο Απόλλωνας κι η οικογένειά του εξορίστηκαν στη Vologda, 500 χιλιόμετρα (310 μίλια) βόρεια της Μόσχας και γνωστή για το κακό κλίμα της. Το Γενάρη του 1863 η ποινή του μετετράπη κι η οικογένεια στάλθηκε στο Chernihiv στη βορειοανατολική Ουκρανία, που οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες. Ωστόσο, στις 18 Απρίλη 1865 η Ewa πέθανε από φυματίωση. Ο Απόλλων έκανε ό,τι μπορούσε να διδάξει τον Κόνραντ στο σπίτι. Το πρώιμο διάβασμα του αγοριού τον εισήγαγε στα δύο στοιχεία που κυριάρχησαν αργότερα στη ζωή του: στο Toilers of the Sea του Ουγκώ, συνάντησε τη σφαίρα δραστηριότητας που θα αφιέρωσε τα νειάτα του. Ο Σαίξπηρ τον έφερε στην τροχιά της αγγλικής λογοτεχνίας. Κυρίως, όμως, διάβαζε πολωνική ρομαντική ποίηση. Μισό αιώνα αργότερα εξήγησε ότι:

   “Η Πολωνικότητα στα έργα μου προέρχεται από τους Mickiewicz και Słowacki. Ο πατέρας μου διάβασε δυνατά τον Pan Tadeusz του Mickiewicz και μ’ έκανε να τον διαβάσω δυνατά… Προτιμούσα το Konrad Wallenrod και το Grażyna του Mickiewicz. Αργότερα προτίμησα Słowacki. Ξέρεις γιατί Słowacki;… Είναι η ψυχή όλης της Πολωνίας“.

     Το φθινόπωρο του 1866, ο νεαρός Κόνραντ στάλθηκε για 1 έτος καταφύγιο για λόγους υγείας, στο Κίεβο και στο οικογενειακό κτήμα της μητέρας του στο Νοβοφάστιβ. Το Δεκέμβρη του 1867, ο Απόλλων πήρε τον γιο του στο αυστριακό τμήμα της Πολωνίας, όπου 2 έτη απολάμβανε σημαντική εσωτερική ελευθερία κι ένα βαθμό αυτοδιάθεσης. Μετά από παραμονή στο Lwów και σε αρκετές μικρότερες τοποθεσίες, στις 20 Φλεβάρη 1869 μετακομίσανε στη Κρακοβία (μέχρι το 1596, πρωτεύουσα της Πολωνίας), ομοίως στην Αυστριακή Πολωνία. Λίγους μήνες αργότερα, στις 23 Μάη 1869, ο Απόλλων Κορζενιόφσκι πέθανε, αφήνοντας τον Κόνραντ ορφανό σε ηλικία 11 ετών. Όπως η μητέρα του Κόνραντ, ο Απόλλων ήταν βαριά άρρωστος με φυματίωση.
     Ο νεαρός Conrad τέθηκε υπό τη φροντίδα του αδελφού της Ewa, Tadeusz Bobrowski. Η κακή υγεία κι η μη ικανοποιητική σχολική του εργασία προκάλεσαν συνεχή προβλήματα στο θείο του και χωρίς τέλος οικονομικές δαπάνες. Δεν ήταν καλός μαθητής. παρά το φροντιστήριο, διέπρεψε μόνο στη γεωγραφία. Κείνη την εποχή πιθανότατα έλαβε μόνον ιδιωτικό φροντιστήριο, καθώς δεν υπάρχουνε στοιχεία ότι παρακολουθούσε τακτικά κάποιο σχολείο. Δεδομένου ότι η ασθένεια του αγοριού ήτανε ξεκάθαρα νευρικής προέλευσης, οι γιατροί υποθέσαν ότι ο καθαρός αέρας κι η σωματική εργασία θα τονε σκληρύνουν. ο θείος του ήλπιζε ότι τα καλά καθορισμένα καθήκοντα κι η σκληρότητα της δουλειάς θα του διδάξουνε πειθαρχία. Δεδομένου πως έδειξε μικρή διάθεση για μελέτη, ήταν απαραίτητο να μάθει ένα επάγγελμα. Ο θείος του πίστευε ότι θα μπορούσε να εργαστεί ως ναυτικός, θα συνδύαζε ναυτικές δεξιότητες μ’ εμπορικές δραστηριότητες. Το φθινόπωρο του 1871, ο 13χρονος Conrad ανακοίνωσε τη πρόθεσή του να γίνει ναυτικός. Αργότερα θυμήθηκε πως σα παιδί είχε διαβάσει (προφανώς σε γαλλική μετάφραση) το βιβλίο του Leopold McClintock για τις αποστολές του 1857–59  σε αναζήτηση των χαμένων πλοίων του Sir John FranklinErebus & Terror. Θυμήθηκε επίσης πως είχε διαβάσει βιβλία του Αμερικανού Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ και του Άγγλου καπετάνιου Φρέντερικ Μάριατ. Ένας φίλος στην εφηβεία θυμήθηκε ότι ο Κόνραντ έγραφε φανταστικές ιστορίες πάντα στημένες στη θάλασσα, που παρουσιάζονταν τόσο ρεαλιστικές που οι ακροατές νόμιζαν ότι η δράση γινόταν μπρος στα μάτια τους.
     Τον Αύγουστο του 1873 ο Bobrowski έστειλε τον 15άχρονο Conrad στο Lwów σ’ ένα ξάδερφό του που διατηρούσε μια μικρή πανσιόν για αγόρια ορφανά από την Εξέγερση του 1863. Η ομαδική συνομιλία εκεί έγινε στα γαλλικά. Η κόρη του ιδιοκτήτη θυμάται:

   Έμεινε μαζί μας 10 μήνες… Διανοητικά ήταν εξαιρετικά προχωρημένος αλλά αντιπαθούσε τη σχολική ρουτίνα, την οποία έβρισκε κουραστική και βαρετή. έλεγε… σχεδίαζε να γίνει μεγάλος συγγραφέας… Αντιπαθούσε όλους τους περιορισμούς. Στο σπίτι, στο σχολείο ή στο σαλόνι απλώνονταν ασυνήθιστα. Υπέφερε από έντονους πονοκεφάλους και νευρικές κρίσεις…

     Ο Κόνραντ βρισκόταν στο ίδρυμα λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, όταν τον Σεπτέμβρη του 1874, για αβέβαιους λόγους, ο θείος του τον απομάκρυνε από το σχολείο στο Lwów και τονε πήγε πίσω στη Κρακοβία. Στις 13 Οκτώβρη 1874 ο Μπομπρόβσκι έστειλε τον 16χρονο στη Μασσαλία, για τη προγραμματισμένη σταδιοδρομία του Κόνραντ σ’ εμπορικά ναυτικά σε γαλλικά εμπορικά πλοία. Του παρείχε επίσης μηνιαίο επίδομα (ορίζεται στα 150 φράγκα). Αν κι ο Conrad δεν είχε ολοκληρώσει το γυμνάσιο, τα επιτεύγματά του περιελάμβαναν ευχέρεια στα γαλλικά (με σωστή προφορά), κάποια γνώση λατινικών, γερμανικών κι ελληνικών, πιθανώς καλή γνώση της ιστορίας, κάποια γεωγραφία και πιθανώς ήδη ένα ενδιαφέρον για τη φυσική. Ήτανε καλά διαβασμένος, ιδιαίτερα στη πολωνική ρομαντική λογοτεχνία. Ανήκε στη 2η γενιά της οικογένειας που ‘πρεπε να κερδίσει τα προς το ζην έξω απ’ τα οικογενειακά κτήματα. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εν μέρει στο περιβάλλον της εργατικής διανόησης, μιας κοινωνικής τάξης που άρχιζε να παίζει σημαντικό ρόλο στη Κ.κι Α. Ευρώπη. Είχε απορροφήσει αρκετά από την ιστορία, τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία της πατρίδας για να μπορέσει τελικά να αναπτύξει μια ξεχωριστή κοσμοθεωρία και να κάνει μοναδικές συνεισφορές στη λογοτεχνία της Βρεττανίας που υιοθετούσε.
     Οι εντάσεις που ξεκινήσανε στη παιδική του ηλικία στη Πολωνία κι αυξηθήκανε στην ενηλικίωσή του στο εξωτερικό, συνέβαλαν τα μάλα στα λογοτεχνικά επιτεύγματά του. Ο Zdzisław Najder, ο ίδιος μετανάστης από τη Πολωνία, παρατηρεί:

   Το να ζει κανείς μακριά από το φυσικό του περιβάλλον -οικογένεια, φίλους, κοινωνική ομάδα, γλώσσα- ακόμα κι αν προκύπτει από συνειδητή απόφαση, συνήθως προκαλεί εσωτερικές εντάσεις, γιατί τείνει να κάνει τους ανθρώπους λιγότερο σίγουρους για τον εαυτό τους, πιο ευάλωτοι, λιγότερο βέβαιοι για τη θέση και την αξία τους. Η Πολωνική szlachta κι η διανόηση ήτανε κοινωνικά στρώματα που η φήμη ήταν αισθητή, πολύ σημαντική για το αίσθημα της αυτοεκτίμησης. Οι άντρες προσπάθησαν να βρύυνε την επιβεβαίωση της αυτοεκτίμησής τους στα μάτια των άλλων. Μια τέτοια ψυχολογική κληρονομιά αποτελεί ταυτόχρονα κίνητρο για φιλοδοξίες και μια πηγή συνεχούς άγχους, ειδικά αν [κάποιος έχει εμποτισμένο με] την ιδέα του δημόσιου καθήκοντος [κάποιου].

     Κάποιοι κριτικοί έχουνε προτείνει πως όταν έφυγε από τη Πολωνία, ήθελε να ξεφύγει μια για πάντα με το πολωνικό παρελθόν. Σε αντίκρουση αυτού, ο Najder παραθέτει από την επιστολή του Conrad στις 14 Αυγούστου 1883 προς τον οικογενειακό φίλο Stefan Buszczyński, που γράφτηκε 9 χρόνια μετά την αναχώρηση του Conrad από την Πολωνία:

   …Θυμάμαι πάντα αυτό που ‘πες όταν έφευγα από [Κρακοβία]: ‘Θυμήσου’ είπες όπου κι αν πλεύσεις, πλέεις προς τη Πολωνία’! Που δεν ξέχασα ποτέ και δε θα ξεχάσω ποτέ!

     Στη Μασσαλία, είχε έντονη κοινωνική ζωή, που συχνά επιβάρυνε τον προϋπολογισμό του. Ένα ίχνος αυτών των ετών μπορεί να βρεθεί στη πόλη Luri της Β. Κορσικής, όπου υπάρχει πλάκα για ένα Κορσικανό έμπορο ναυτικό, Dominique Cervoni, που έγινε φίλος του. Ο Cervoni έγινε η έμπνευση μερικούς απ’ τους χαρακτήρες του, όπως ο χαρακτήρας του τίτλου του μυθιστορήματος Nostromo, 1904. Μετά καιρό επισκέφτηκε τη Κορσική με τη σύζυγό του, το 1921, εν μέρει αναζητώντας σχέσεις με τον από καιρό νεκρό φίλο και συνάδελφο έμπορο ναυτικό. Τέλη του 1877, η ναυτική σταδιοδρομία του διεκόπη από την άρνηση του Ρώσου προξένου να παράσχει τα απαραίτητα έγγραφα για να συνεχίσει την εργασία του. Ως αποτέλεσμα, έπεσε στα χρέη και, τον Μάρτη του 1878, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Επέζησε κι έλαβε περαιτέρω οικονομική βοήθεια από το θείο, επιτρέποντάς του να ξαναρχίσει τη κανονική του ζωή. Μετά από σχεδόν 4 έτη στη Γαλλία και σε γαλλικά πλοία, εντάχθηκε στο βρεττανικό εμπορικό ναυτικό, τον Απρίλη του 1878 (πιθανότατα είχε αρχίσει να μαθαίνει αγγλικά λίγο πριν).
     Για τα επόμενα 15 έτη, υπηρέτησε υπό τον Κόκκινο Σημαιοφόρο. Εργάστηκε σε διάφορα πλοία ως μέλος του πληρώματος (συνοδός, μαθητευόμενος, ικανός ναυτικός) και στη συνέχεια ως 3ος, 2ος και 1ος καπετάνιοςς, μέχρι που τελικά έλαβε τον βαθμό του καπετάνιου. Στη διάρκεια των 19 ετών από τη στιγμή που έφυγε από τη Κρακοβία, τον Οκτώβρη του 1874, ως ότου αποχώρησε από το Adowa, Γενάρη του 1894, είχε εργαστεί σε πλοία, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων περιόδων στο λιμάνι, για 10 έτη και 8 μήνες. Είχε περάσει λίγο περισσότερα από 8 έτη στη θάλασσα -9 μήνες απ’ αυτά ως επιβάτης. Η αποκλειστική του θητεία έγινε το 1888-89, όταν διοικούσε το barque Otago από το Σίδνεϊ στον Μαυρίκιο.
     Στη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψης στην Ινδία το 1885-86, 28χρονος πλέον έστειλε 5 γράμματα στον Τζόζεφ Σπρίνιον, τον 8 χρόνια μεγαλύτερό του, που ‘χε γίνει φίλος στο Κάρντιφ τον Ιούνιο του 1885, λίγο πριν αποπλεύσει για τη Σιγκαπούρη με το πλοίο Tilkhurst. Αυτές οι επιστολές είναι τα πρώτα διατηρημένα κείμενά του στα αγγλικά. Τα αγγλικά του είναι γενικά σωστά αλλά άκαμπτα σε σημείο τεχνητού. πολλά αποσπάσματα υποδηλώνουν ότι οι σκέψεις του ακολουθούσανε τις γραμμές της πολωνικής σύνταξης και φρασεολογίας. Το πιο σημαντικό, οι επιστολές δείχνουν αξιοσημείωτη αλλαγή στις απόψεις από κείνες που υπονοούνται στη προηγούμενη αλληλογραφία του 1881-83. Είχε εγκαταλείψει την “ελπίδα για το μέλλον” και την έπαρση να “πλέει [πάντα] προς τη Πολωνία” και τις πανσλαβικές ιδέες του. Έμεινε με μια οδυνηρή αίσθηση απελπισίας του πολωνικού ζητήματος και την αποδοχή της Αγγλίας ως πιθανού καταφυγίου. Ενώ συχνά προσάρμοζε τις δηλώσεις του ώστε να συμφωνούνε σε κάποιο βαθμό με τις απόψεις των αποδεκτών του, το θέμα της απελπισίας σχετικά με τις προοπτικές της πολωνικής ανεξαρτησίας εμφανίζεται συχνά αυθεντικά στην αλληλογραφία και στα έργα του πριν από το 1914.
     Το 1890 σηματοδότησε τη 1η επιστροφή του στη Πολωνία, όπου θα επισκεπτόταν τον θείο του κι άλλους συγγενείς και γνωστούς. Αυτή η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε ενώ περίμενε να προχωρήσει στην Ελεύθερη Πολιτεία του Κονγκό, έχοντας προσληφθεί από τον Albert Thys, αναπληρωτή διευθυντή της ανώνυμης εταιρείας Belge pour le Commerce du Haut-Congo. Η σχέση του με τη βελγική εταιρεία, στον ποταμό Κονγκό, θα ενέπνευσε τη νουβέλα του, Heart of Darkness. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου στο Κονγκό, έγινε φίλος του Roger Casement, που εργαζόταν επίσης για τη Thys, λειτουργώντας σταθμό εμπορίου και μεταφορών στο Matadi. Το 1903, ως Βρεττανός Πρόξενος στη Μπόμα, ο Κάσεμεντ εστάλη να ερευνήσει τις καταχρήσεις στο Κονγκό κι αργότερα στο Περού του Αμαζονίου και χρίστηκε ιππότης το 1911 για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αργότερα δραστηριοποιήθηκε στον Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανισμό μετά την αποχώρησή του από τη βρεττανική προξενική υπηρεσία.



     Έφυγε απ’ την Αφρική στα τέλη Δεκέμβρη 1890, φτάνοντας στις Βρυξέλλες τέλη Γενάρη του επόμενου έτους. Επανήλθε στους Βρεττανούς εμπορικούς ναυτικούς, ως πρώτος σύνεργάτης, τον Νοέμβρη. Όταν έφυγε από το Λονδίνο στις 25 Οκτώβρη 1892 με το επιβατηγό Torrens, ένας από τους επιβάτες ήταν ο William Henry Jacques, του Καίμπριτζ που πέθανε έν έτος μετά, στις 19 Σεπτέμβρη 1893. Σύμφωνα με το A Personal Record του Conrad, ήταν ο 1ος αναγνώστης του ημιτελούς ακόμη χειρογράφου του Almayer’s Folly. Ο Ζακ ενθάρρυνε τον Κόνραντ να συνεχίσει να γράφει το μυθιστόρημα. Όταν οι Τόρενς έφυγαν από την Αδελαΐδα στις 13 Μάρτη 1893, στους επιβάτες περιλαμβάνονταν 2 νεαροί Άγγλοι που επέστρεφαν από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία: τον 25χρονο δικηγόρο και μελλοντικό μυθιστοριογράφο John Galsworthy και τον Έντουαρντ Λάνσελοτ Σάντερσον, που επρόκειτο να βοηθήσει τον πατέρα του να διευθύνει ένα προπαρασκευαστικό σχολείο αγοριών στο Έλστρι. Ήτανε πιθανόν οι 1οι Άγγλοι και μη ναυτικοί που ο Κόνραντ σύναψε φιλία και θα παρέμενε σ’ επαφή και με τους 2. Σε μια από τις 1ες λογοτεχνικές απόπειρες του Galsworthy, The Doldrums (1895–96), ο πρωταγωνιστής -ο 1ος σύντροφος Armand- έχει το πρότυπο του Conrad.
Στο Κέιπ Τάουν, όπου παρέμειναν οι Torrens από τις 17 έως τις 19 Μάη, ο Galsworthy άφησε το πλοίο για να δει τα τοπικά ορυχεία. Ο Σάντερσον συνέχισε το ταξίδι του και φαίνεται πως ήταν ο 1ος που ανέπτυξε στενότερους δεσμούς με τον Κόνραντ. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, θα επισκεπτόταν τους συγγενείς του στη Πολωνία και τη Ουκρανία άλλη μια φορά. Το φθινόπωρο του 1889, άρχισε να γράφει το 1ο του μυθιστόρημα, Almayer’s Folly.
     Ο γιος ενός συγγραφέα, που επαίνεσε ο θείος του για τ’ όμορφο ύφος των επιστολών του, ο άνθρωπος που από τη 1η κιόλας σελίδα έδειξε μια σοβαρή, επαγγελματική προσέγγιση στο έργο του, παρουσίασε την αρχή του Το Almayer’s Folly σαν περιστασιακό και μη δεσμευτικό περιστατικό “… Ναι όμως πρέπει να ‘νιωθε έντονη ανάγκη να γράψει. Κάθε σελίδα ακριβώς από τη 1η μαρτυρεί ότι το γράψιμο δεν ήταν κάτι που ασχολήθηκε για διασκέδαση ή για να περάσει χρόνο. Ακριβώς το αντίθετο: ήτανε σοβαρό εγχείρημα, που υποστηρίχθηκε από προσεκτική, επιμελή ανάγνωση των δασκάλων και στόχος του ήταν να διαμορφώσει τη δική του στάση απέναντι στη τέχνη και στην πραγματικότητα… [Δεν] γνωρίζουμε τις πηγές των καλλιτεχνικών του παρορμήσεων και της δημιουργικότητάς του δώρα“. Οι μετέπειτα επιστολές του Κόνραντ προς τους φίλους της λογοτεχνίας δείχνουνε τη προσοχή που αφιέρωσε στην ανάλυση του στυλ, σε μεμονωμένες λέξεις κι εκφράσεις, στον συναισθηματικό τόνο των φράσεων, στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί η γλώσσα. Σε αυτό, ακολούθησε με το δικό του τρόπο το παράδειγμα του Φλωμπέρ, διαβόητου για την αναζήτηση πολλών ημερών για το le mot juste -για τη σωστή λέξη που αποδίδει την “ουσία του θέματος“. Ο Najder γνωμοδοτεί:

   “Το γράψιμο σε μια ξένη γλώσσα παραδέχεται μεγαλύτερο θράσος στην αντιμετώπιση ευαίσθητων προσωπικών προβλημάτων, γιατί αφήνει αδέσμευτα τα πιο αυθόρμητα, βαθύτερα σημεία της ψυχής κι επιτρέπει μεγαλύτερη απόσταση στην αντιμετώπιση θεμάτων που δύσκολα θα τολμούσαμε να προσεγγίσουμε στη γλώσσα των τα παιδικά μας χρόνια. Κατά κανόνα είναι πιο εύκολο και να βρίζεις και ν’ αναλύεις απαθώς σε μια επίκτητη γλώσσα“.

     Το 1894 στα 36, εγκατέλειψε απρόθυμα τη θάλασσα, εν μέρει λόγω κακής υγείας, εν μέρει λόγω μη διαθεσιμότητας πλοίων κι εν μέρει επειδή είχε γοητευτεί τόσο πολύ με τη συγγραφή που ‘χε αποφασίσει να κάνει λογοτεχνική καρριέρα. Το Almayer’s Folly, που διαδραματίζεται στην ανατολική ακτή του Βόρνεο, δημοσιεύτηκε το 1895. Η εμφάνισή του σηματοδότησε τη 1η χρήση του ψευδώνυμου “Joseph Conrad“. Konrad ήταν, φυσικά, το τρίτο από τα πολωνικά του ονόματα, αλλά η χρήση του -στην αγγλική εκδοχή- μπορεί επίσης να ήταν φόρος τιμής στο πατριωτικό αφηγηματικό ποίημα του Πολωνού ρομαντικού ποιητή Adam MickiewiczKonrad Wallenrod. Ο Έντουαρντ Γκαρνέτ, νεαρός αναγνώστης εκδότη και κριτικός λογοτεχνίας που θα ‘παιζε έναν από τους κύριους 2ους ρόλους στη λογοτεχνική καρριέρα του, είχε εντυπωσιαστεί από το χειρόγραφο, όπως ο πρώτος αναγνώστης του Almayer’s Folly από τον Unwin, ο Wilfrid Hugh Chesson, αλλά ο Garnett ήταν “αβέβαιος αν τα αγγλικά ήταν αρκετά καλά για δημοσίευση“. Ο Γκαρνέτ είχε δείξει το μυθιστόρημα στη σύζυγό του, Κονστάνς Γκάρνετ, της μετέπειτα μεταφράστριας της ρωσικής λογοτεχνίας. Είχε σκεφτεί ότι η ξενητειά του Κόνραντ ήταν θετική αξία.
     Ενώ ο Κόνραντ είχε περιορισμένη προσωπική γνωριμία με τους λαούς της Ναυτιλιακής Νοτιοανατολικής Ασίας, η περιοχή φαίνεται μεγάλη στο πρώιμο έργο του. Σύμφωνα με τον Najder,  ο εξόριστος και περιπλανώμενος, γνώριζε μια δυσκολία που ομολόγησε πολλές φορές: η έλλειψη κοινού πολιτισμικού υπόβαθρου με τους αγγλόφωνους αναγνώστες του σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αγγλόφωνους συγγραφείς που έγραφαν για τους αγγλόφωνους. Ταυτόχρονα, η επιλογή ενός μη-αγγλικού αποικιακού περιβάλλοντος τον απελευθέρωσε από έναν ενοχλητικό διαχωρισμό πίστης: το Almayer’s Folly κι αργότερα το An Outpost of Progress (1897, που διαδραματίζεται σ’ ένα Κονγκό που εκμεταλλεύτηκε ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου) και το Heart of Darkness (1899, επίσης στο Κονγκό), περιέχει πικρές σκέψεις για την αποικιοκρατία. Τα κράτη της Μαλαισίας περιήλθαν θεωρητικά υπό τη κυριαρχία της ολλανδικής κυβέρνησης. Δεν έγραψε για τις βρεττανικές εξαρτήσεις της περιοχής, που δεν επισκέφτηκε ποτέ. Προφανώς τον ιντριγκάρανε… αγώνες που αποσκοπούσανε στη διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο παραγωγικός και καταστροφικός πλούτος της τροπικής φύσης κι η θλίψη της ανθρώπινης ζωής μες σ’ αυτή ταιριάζουνε καλά με την απαισιόδοξη διάθεση των πρώτων έργων του.
     Το Almayer’s Folly, μαζί με τον διάδοχό του, An Outcast of the Islands (1896), έθεσαν θεμέλια για τη φήμη σα ρομαντικού αφηγητή εξωτικών παραμυθιών -παρανόηση του σκοπού του που ήταν να τον απογοητεύσει για το υπόλοιπο της καρριέρας του. Σχεδόν όλα τα γραπτά του  δημοσιευτήκανε 1η φορά σε εφημερίδες και περιοδικά: επιρροές όπως το The Fortnightly Review και το North American Review. πρωτοποριακές εκδόσεις όπως το Savoy, το New Review και το The English Review, δημοφιλή περιοδικά μικρού μήκους όπως το The Saturday Evening Post και το Harper’s Magazine, γυναικεία περιοδικά όπως το Pictorial Review και το Romance. Καθημερινές εφημερίδες μαζικής κυκλοφορίας όπως η Daily Mail κι η New York Herald κι εικονογραφημένες εφημερίδες όπως το The Illustrated London News και το Illustrated Buffalo Express. Έγραψε επίσης για το Outlook, εβδομαδιαίο περιοδικό, μεταξύ 1898-1906. Η οικονομική επιτυχία διέφευγε για πολύ καιρό ο Κόνραντ, ο οποίος ζητούσε συχνά προκαταβολές από εκδότες περιοδικών και βιβλίων και δάνεια από γνωστούς όπως ο Τζον Γκάλσγουορθι. Τελικά μια κρατική επιχορήγηση (αστική σύνταξη καταλόγου) £100 ετησίως, που χορηγήθηκε στις 9 Αυγούστου 1910, κάπως ανακούφισε τις οικονομικές του ανησυχίες και με τον καιρό οι συλλέκτες άρχισαν ν’ αγοράζουνε τα χειρόγραφά του. Αν και το ταλέντο του αναγνωρίστηκε νωρίς από τους Άγγλους διανοούμενους, η λαϊκή επιτυχία διέφυγε μέχρι τη δημοσίευση του Chance (1913) που συχνά θεωρείται απ’ τα πιο αδύναμα μυθιστορήματά του.



     Ήτανε συγκρατημένος άντρας, επιφυλακτικός στο να δείξει συναισθήματα. Περιφρόνησε τον συναισθηματισμό. Ο τρόπος που απεικόνιζε το συναίσθημα στα βιβλία του ήταν γεμάτος αυτοσυγκράτηση, σκεπτικισμό κι ειρωνεία. Σύμφωνα με τα λόγια του θείου του Bobrowski, ως νεαρός ο Conrad ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος, αλαζονικός, συγκρατημένος κι επιπλέον ευερέθιστος. Εν ολίγοις όλα τα ελαττώματα της οικογένειας Nałęcz. Υπέφερε σ όλη τη ζωή από κακή υγεία, σωματική και ψυχική. Κριτική εφημερίδας βιογραφίας του πρότεινε πως το βιβλίο θα μπορούσε να ‘χει υπότιτλο Τριάντα χρόνια χρέους, ουρική αρθρίτιδα, κατάθλιψη και άγχος. Το 1891 νοσηλεύτηκε για αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο, έπασχε από ουρική αρθρίτιδα, νευραλγικούς πόνους στο δεξί του χέρι και επαναλαμβανόμενες κρίσεις ελονοσίας. Παραπονέθηκε επίσης για πρησμένα χέρια που δυσκόλευαν το γράψιμο. Ακολουθώντας τη συμβουλή του θείου του, ανέρρωσε σε σπα στην Ελβετία. Είχε φοβία για την οδοντιατρική, παραμελώντας τα δόντια του μέχρι να τα βγάζει. Σ’ ένα γράμμα παρατήρησε ότι κάθε μυθιστόρημα που είχε γράψει του κόστιζε ένα δόντι. Τα σωματικά δεινά του ήταν, αν μη τι άλλο, λιγότερο ενοχλητικά από τα ψυχικά του. Στις επιστολές του περιέγραφε συχνά συμπτώματα κατάθλιψης. “Τα στοιχεία“, γράφει ο Najder, “είναι τόσο ισχυρά που ‘ναι σχεδόν αδύνατο να αμφισβητηθούν“.  Το Μάρτη του 1878, στο τέλος της περιόδου της Μασσαλίας, ο 20χρονος Κόνραντ αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει, πυροβολώντας τον εαυτό του στο στήθος με περίστροφο. Σύμφωνα με τον θείο του, τον οποίο κάλεσε ένας φίλος του, είχε πέσει στα χρέη. Ο Μπομπρόβσκι περιέγραψε τη μετέπειτα “μελέτη” του για τον ανηψιό του σε μια εκτενή επιστολή προς τον Στέφαν Μπουζτσίνσκι, τον δικό του ιδεολογικό αντίπαλο και φίλο του αείμνηστου πατέρα του Κόνραντ, Απόλλωνα. Σε ποιο βαθμό είχε γίνει σοβαρά η απόπειρα αυτοκτονίας, πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ γνωστό, αλλά υποδηλώνει κατάθλιψη.
     Το 1888 στη διάρκεια μιας στάσης στον Μαυρίκιο, στον Ινδικό Ωκεανό, ανέπτυξε μερικά ρομαντικά ενδιαφέροντα. Έν απ’ αυτά θα περιγραφόταν στην ιστορία του 1910 A Smile of Fortune, που περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία (π.χ., ένας από τους χαρακτήρες είναι ο ίδιος Chief Mate Burns που εμφανίζεται στο The Shadow Line). Ο αφηγητής, νεαρός καπετάνιος, φλερτάρει διφορούμενα και κρυφά με την Alice Jacobus, κόρη ενός τοπικού εμπόρου που ζει σ’ ένα σπίτι που περιβάλλεται από έναν υπέροχο κήπο με τριανταφυλλιές. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι στο Πορτ Λούις εκείνη την εποχή βρισκόταν μια 17χρονη Alice Shaw, που ο πατέρας, ένας ναυτιλιακός πράκτορας, είχε το μοναδικό κήπο με τριανταφυλλιές στη πόλη. Περισσότερα είναι γνωστά για το άλλο, πιο ανοιχτό φλερτ του. Ένας παλιός φίλος, ο πλοίαρχος Gabriel Renouf του γαλλικού εμπορικού ναυτικού, τονε σύστησε στην οικογένεια του κουνιάδου του. Η μεγαλύτερη αδερφή του ήταν σύζυγος του Louis Edward Schmidt, ανώτερου αξιωματούχου στην αποικία. Μαζί τους ζούσαν άλλες 2 αδερφές και 2 αδέρφια. Αν και το νησί είχε καταληφθεί το 1810 από τη Βρεττανία, πολλοί απ’ τους κατοίκους ήταν απόγονοι των αρχικών Γάλλων αποίκων κι οι εξαιρετικοί γαλλικοί και τέλειοι τρόποι του Conrad άνοιξαν όλα τα τοπικά σαλόνια σ’ αυτόν. Έγινε συχνός θαμώνας στο Schmidts, όπου συναντούσε συχνά τις δεσποινίδες Renouf. Λίγες μέρες πριν φύγει από το Πορτ Λούις, ζήτησε από έναν απ’ τους αδελφούς Ρενούφ το χέρι της 26χρονης αδελφής του Ευγενίας. Ήταν, όμως, ήδη αρραβωνιασμένη για να παντρευτεί τον ξάδερφό της φαρμακοποιό. Μετά την απόρριψη, δεν έκανε αποχαιρετιστήρια επίσκεψη, αλλά έστειλε μια ευγενική επιστολή στον Ρενούφ, λέγοντας ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ στον Μαυρίκιο και πρόσθεσε ότι τη μέρα του γάμου οι σκέψεις του θα ήταν μαζί τους.
     Στις 24 Μάρτη 1896 νυμφευτηκε Αγγλίδα, τη Τζέσι Τζορτζ. Το ζευγάρι έκανε 2 γιους, τον Μπόρις και τον Τζον. Ο Μπόρις, αποδείχτηκε απογοήτευση όσον αφορά τη φιλολογία και την ακεραιότητα. Η Τζέσι ήταν έν απλό κορίτσι εργατικής τάξης, 16 έτη νεότερή του. Για τους φίλους του, ήταν μια ανεξήγητη επιλογή συζύγου κι αντικείμενο κάποιων μάλλον απαξιωτικών κι αγενών παρατηρήσεων. (π.χ. η γνώμη της Lady Ottoline Morrell για τη Jessie στο Impressions). Ωστόσο, σύμφωνα μ’ άλλους βιογράφους όπως ο Frederick Karl, του παρείχε αυτό που χρειαζότανε, δηλαδή έναν ευθύ, αφοσιωμένο, αρκετά ικανό σύντροφο. Ομοίως, η Τζόουνς παρατηρεί ότι: “παρά τις όποιες δυσκολίες υπέστη ο γάμος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σχέση στήριξε τη καρριέρα του σα συγγραφέα, που θα μπορούσε να ‘τανε πολύ λιγότερο επιτυχημένη χωρίς αυτήν“. Το ζευγάρι νοίκιασε μια μεγάλη σειρά από διαδοχικά σπίτια, κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο. Ο Κόνραντ, που υπέφερε συχνά από κατάθλιψη, έκανε μεγάλες προσπάθειες για ν’ αλλάξει τη διάθεσή του. το πιο σημαντικό βήμα ήταν να μετακομίζει σ’ άλλο σπίτι. Οι συχνές αλλαγές ήτανε συνήθως σημάδια αναζήτησης ψυχολογικής αναγέννησης.


                                       Ο θείος Μπομπρόβσκι

     Μεταξύ 1910-19 το σπίτι του ήτανε το Capel House στο Orlestone του Kent, που νοικιάστηκε από το Lord και τη Lady Oliver. Εδώ έγραψε τη Διάσωση, τη Νίκη και το Χρυσό Βέλος. Εκτός από αρκετές διακοπές στη Γαλλία και την Ιταλία, τις διακοπές του 1914 στη πατρίδα του και μια επίσκεψη του 1923 στις ΗΠΑ, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αγγλία. Οι διακοπές του 1914 με τη γυναίκα και τους γιους του στη Πολωνία, μετά από παρότρυνση του Józef Retinger, συνέπεσαν με το ξέσπασμα του Α’ Παγκ. Πολ. Στις 28 Ιουλίου 1914, τη μέρα που ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Σερβίας, ο Conrad κι οι Retingers έφτασαν στη Κρακοβία (τότε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία), όπου επισκεπτότανε παιδικά στέκια. Καθώς η πόλη βρισκότανε λίγα μόλις μίλια από τα ρωσικά σύνορα, υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστεί σε μια ζώνη μάχης. Με τη σύζυγό του Jessie και τον μικρότερο γιο John άρρωστο, ο Conrad αποφάσισε να καταφύγει στο ορεινό θέρετρο Zakopane. Έφυγαν από τη Κρακοβία στις 2 Αυγούστου. Λίγες μέρες μετά την άφιξή τους εκεί, μετακομίσανε στο συγκρότημα Konstantynówka που διαχειριζόταν η ξαδέρφη του, Aniela Zagórska, που συχνάζανε διασημότητες, όπως ο πολιτικός Józef Piłsudski κι ο γνωστός του Conrad, ο νεαρός πιανίστας Artur Rubinstein.
     Η Zagórska τονε σύστησε σε Πολωνούς συγγραφείς, διανοούμενους και καλλιτέχνες που είχαν επίσης καταφύγει στο Zakopane, συμπεριλαμβανομένου του μυθιστοριογράφου Stefan Żeromski και του Tadeusz Nalepiński, φίλο συγγραφέα του ανθρωπολόγου Bronisław Malinowski. Κέντρισε το ενδιαφέρον των Πολωνών ως διάσημος συγγραφέας κι εξωτικός συμπατριώτης απ’ το εξωτερικό. Γοήτευε νέες γνωριμίες, κυρίως γυναίκες. Ωστόσο, η γιατρός αδελφή της Μαρί ΚιουρίBronisława Dłuska, σύζυγος του συναδέλφου γιατρού και διαπρεπούς σοσιαλιστή ακτιβιστή Kazimierz Dłuski, τον επέπληξε ανοιχτά επειδή χρησιμοποίησε το μεγάλο του ταλέντο για σκοπούς άλλους από τη βελτίωση του μέλλοντος της πατρίδας του. Αλλά η 32χρονη Aniela Zagórska, η ανιψιά του, που θα μετέφραζε τα έργα του στα πολωνικά το 1923–39, τον είδωλοποίησε, του έκανε παρέα και του παρείχε βιβλία. Χαιρόταν ιδιαίτερα με τις ιστορίες και τα μυθιστορήματα του 10 έτη μεγαλύτερου, πρόσφατα αποθανόντος Bolesław Prus, διάβαζε τα πάντα από το συνάδελφό του θύμα της εξέγερσης της Πολωνίας το 1863 -“αγαπημένε μου Prus” -που μπορούσε να το πρόφερε καλύτερο από τον Ντίκενς αγαπημένο Άγγλο μυθιστοριογράφο του Κόνραντ.
     Ο Κόνραντ, που σημειώθηκε από τους Πολωνούς γνωστούς του ότι μιλούσε ακόμα άπταιστα τη μητρική του γλώσσα, συμμετείχε στις παθιασμένες πολιτικές συζητήσεις τους. Δήλωσε προληπτικά, όπως είχε πει ο Józef Piłsudski νωρίτερα το 1914 στο Παρίσι, πως στον πόλεμο, για ν’ ανακτήσει η Πολωνία την ανεξαρτησία, η Ρωσία πρέπει να ηττηθεί από τις Κεντρικές Δυνάμεις (την Αυστροουγγρική και τη Γερμανική Αυτοκρατορία) κι οι Κεντρικές Δυνάμεις με τη σειρά τους ηττηθούν από τη Γαλλία και τη Βρεττανία. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες κι αντιξοότητες, στις αρχές Νοέμβρη 1914 κατάφερε να φέρει την οικογένειά του πίσω στην Αγγλία. Στην επιστροφή, ήταν αποφασισμένος να εργαστεί για να επηρεάσει τη βρεττανική γνώμη υπέρ της αποκατάστασης της κυριαρχίας της Πολωνίας. Η Jessie θα έγραφε μετά στα απομνημονεύματά της:

   Καταλάβαινα τον σύζυγό μου πολύ καλύτερα μετά από κείνους τους μήνες στη Πολωνία. Τόσα χαρακτηριστικά που μου ήτανε περίεργα κι ανεξιχνίαστα πριν, πήρανε, σαν να λέμε, τις σωστές διαστάσεις. Κατάλαβα πως η ιδιοσυγκρασία του ήταν αυτή των συμπατριωτών του.

     Ο βιογράφος Zdzisław Najder έγραψε:

   Ο Κόνραντ ασχολήθηκε με πάθος με τη πολιτική. Αυτό επιβεβαιώνεται από πολλά από τα έργα του, ξεκινώντας από το Almayer’s Folly. Ο Νόστρομο αποκάλυψε πληρέστερα την ανησυχία του γι’ αυτά τα θέματα. Ήτανε, φυσικά, απολύτως φυσική ανησυχία για κάποιον από μια χώρα (Πολωνία) που η πολιτική ήτανε ζήτημα όχι μόνο καθημερινής ύπαρξης αλλά και ζωής και θανάτου. Επιπλέον, ο ίδιος προερχόταν από κοινωνική τάξη που διεκδικούσε αποκλειστική ευθύνη για τις κρατικές υποθέσεις κι από πολύ ενεργή πολιτικά οικογένεια.

     Ο Νόρμαν Ντάγκλας το συνοψίζει:

   Ο Κόνραντ ήτανε πρώτα απ’ όλα Πολωνός κι όπως πολλοί Πολωνοί, πολιτικός κι ηθικολόγος παρά τον εαυτό του. Αυτά είναι τα θεμελιώδη του. Τι έκανε ο Conrad να δει τα πολιτικά προβλήματα με όρους μιας συνεχούς πάλης μεταξύ του νόμου και της βίας, της αναρχίας και της τάξης, της ελευθερίας και της απολυταρχίας, των υλικών συμφερόντων και του ευγενούς ιδεαλισμού των ατόμων, ήταν η ιστορική συνείδησή του. Η πολωνική εμπειρία του τονε προίκισε με την αντίληψη, εξαιρετική στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του, για το πόσο και συνεχώς μεταβαλλόμενες ήταν οι πρώτες γραμμές σ’ αυτούς τους αγώνες.

     Η πιο εκτεταμένη και φιλόδοξη πολιτική δήλωση που ‘κανε ποτέ ήτανε το δοκίμιο του 1905, Αυτοκρατορία & Πόλεμος, που η αφετηρία ήταν ο Ρωσο-Ιαπωνικός Πόλεμος (ολοκλήρωσε το άρθρο ένα μήνα πριν από τη μάχη του Στενού Τσουσίμα). Το δοκίμιο ξεκινά με μια δήλωση για την αθεράπευτη αδυναμία της Ρωσίας και τελειώνει με προειδοποιήσεις κατά της Πρωσσίας, του επικίνδυνου επιτιθέμενου σ’ ένα μελλοντικό ευρωπαϊκό πόλεμο. Για τη Ρωσία προέβλεψε ένα βίαιο ξέσπασμα στο εγγύς μέλλον, αλλά η έλλειψη δημοκρατικών παραδόσεων της Ρωσίας κι η υστεροφημία των μαζών της κατέστησαν αδύνατη την επανάσταση να ‘χει σωτήρια αποτέλεσμα. Ο Κόνραντ θεώρησε τον σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης στη Ρωσία ως ανέφικτο και προέβλεψε μια μετάβαση από την απολυταρχία στη δικτατορία. Έβλεπε τη δυτική Ευρώπη να διχάζεται από ανταγωνισμούς που προκλήθηκαν από τον οικονομικό ανταγωνισμό και τον εμπορικό εγωισμό. Μάταια μπορεί ρωσική επανάσταση να ζητήσει συμβουλές ή βοήθεια από μια υλιστική κι εγωιστική Δ. Ευρώπη που οπλίστηκε για να προετοιμαστεί για πολέμους πολύ πιο βάναυσους από κείνους του παρελθόντος.
     Η δυσπιστία του Conrad για τη δημοκρατία προέκυψε από τις αμφιβολίες του αν η διάδοση της δημοκρατίας ως στόχος από μόνη της θα μπορούσε να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Σκέφτηκε πως, εν όψει της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης και του εγκληματικού χαρακτήρα της κοινωνίας, η δημοκρατία προσέφερε απεριόριστες ευκαιρίες σε δημαγωγούς και τσαρλατάνους. Κράτησε αποστάσεις από τη κομματική πολιτική και δεν ψήφισε ποτέ στις βρεττανικές εθνικές εκλογές. Κατηγόρησε τους σοσιαλδημοκράτες της εποχής του πως ενεργούσαν για να αποδυναμώσουν το εθνικό συναίσθημα, που η διατήρησή του ήταν μέλημά του -ότι προσπάθησαν να διαλύσουν τις εθνικές ταυτότητες σ’ ένα απρόσωπο χωνευτήρι. “Κοιτώ το μέλλον απ’ το βάθος ενός πολύ μαύρου παρελθόντος και διαπιστώνω ότι δεν μου έχει μείνει τίποτα εκτός από τη πίστη σε μια χαμένη υπόθεση, σε μια ιδέα χωρίς μέλλον“. Ήταν η απελπιστική πίστη του στη μνήμη της Πολωνίας που τον εμπόδισε να πιστέψει στην ιδέα της διεθνούς αδελφότητας, που θεωρούσε, υπό τις περιστάσεις, απλώς μια λεκτική άσκηση. Αγανακτούσε στη συζήτηση ορισμένων σοσιαλιστών για ελευθερία και παγκόσμια αδελφότητα, ενώ σιωπούσανε για τη δική του διχοτομημένη και καταπιεσμένη Πολωνία.
     Πριν από αυτό, αρχές 10ετίας του 1880, επιστολές προς τον Κόνραντ απ’ τον θείο του Tadeusz δείχνουν ότι ο Κόνραντ προφανώς ήλπιζε σε βελτίωση της κατάστασης της Πολωνίας όχι μέσω ενός απελευθερωτικού κινήματος αλλά με τη δημιουργία συμμαχίας με γειτονικά σλαβικά έθνη. Αυτό συνοδευόταν από μια πίστη στην πανσλαβική ιδεολογία. “Έκπληξη”, γράφει ο Najder, “σε έναν άνθρωπο που αργότερα θα τονίσει την εχθρότητά του προς τη Ρωσία, μια πεποίθηση πως ο ανώτερος ιστορικός πολιτισμός της Πολωνίας κι. οι παραδόσεις, θα την άφηναν να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, στη πανσλαβική κοινότητα κι οι αμφιβολίες του για τις πιθανότητες της Πολωνίας να γίνει ένα πλήρως κυρίαρχο έθνος-κράτος”.


                  O Κόνραντ με την Ανιέλα Ζαγκόρσκα

     Η αποξένωσή του από τη κομματική πολιτική συνδυάστηκε με μια διαρκή αίσθηση του βάρους του σκεπτόμενου ανθρώπου που επέβαλε η προσωπικότητά του, όπως περιγράφεται σε μια επιστολή του 1894 από τον Κόνραντ προς μια συγγενή του, τη Marguerite Poradowska (το γένος Gachet, ξάδερφη του γιατρού του Van GoghPaul Gachet) από τις Βρυξέλλες:

   Πρέπει να σύρουμε την αλυσίδα και τη σφαίρα της προσωπικότητάς μας μέχρι το τέλος. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για το κολασμένο και θεϊκό προνόμιο της σκέψης. Έτσι, σ’ αυτή τη ζωή είναι μόνον οι εκλεκτοί που ‘ναι κατάδικοι -μια ένδοξη μπάντα που καταλαβαίνει και στενάζει, αλλά που πατά στη γη ανάμεσα σε πλήθος φαντάσματα με μανιακές χειρονομίες κι ηλίθιες γκριμάτσες. Τί θα προτιμούσες να ‘σαι: ηλίθιος ή κατάδικος;

     Ο Conrad έγραψε στον H. G. Wells ότι το βιβλίο του 1901, Anticipations, μια φιλόδοξη προσπάθεια να προβλέψει τις μεγάλες κοινωνικές τάσεις:

   Φαίνεται να προϋποθέτει ένα είδος εκλεκτού κύκλου στον οποίο απευθύνεστε, αφήνοντας τον υπόλοιπο κόσμο έξω. Επιπλέον, δε λαμβάνετε επαρκώς υπόψη την ανθρώπινη ασέβεια που ‘ναι πονηρή κι ύπουλη.

     Σε μια επιστολή 23 Οκτώβρη 1922 προς τον μαθηματικό-φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ, ως απάντηση στο βιβλίο του τελευταίου, Το πρόβλημα της Κίνας, που υποστήριζε τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις και μιαν ολιγαρχία σοφών που θα αναμόρφωναν τη κινεζική κοινωνία, ο Κόνραντ εξήγησε τη δική του δυσπιστία για τη πολιτική πανάκεια:

   Ποτέ δε βρήκα στο βιβλίο κανενός ανθρώπου ή να πω κάτι ή να σταθώ ενάντια στη βαθειά ριζωμένη αίσθηση της μοίρας που διέπει αυτόν τον πολυάνθρωπο κατοικημένο κόσμο. Η μόνη θεραπεία για τους Κινέζους αλλά και για μας τους υπόλοιπους, είναι αλλαγή καρδιών, αλλά κοιτώντας την ιστορία των τελευταίων 2000 ετών, δεν υπάρχει πολύς λόγος να το περιμένουμε αυτό, ακόμα κι αν ο άνθρωπος έχει αρχίσει να πετά -θα ‘τανε μεγάλη “ανύψωση” χωρίς αμφιβολία, αλλά όχι μεγάλη αλλαγή.

     Ο Leo Robson γράφει:

   Ο Κόνραντ υιοθέτησε μια ευρύτερη ειρωνική στάση -ένα είδος γενικής δυσπιστίας, που ορίστηκε από έναν χαρακτήρα στο Under Western Eyes ως η άρνηση κάθε πίστης, αφοσίωσης και δράσης. Μέσω του ελέγχου του τόνου και της αφηγηματικής λεπτομέρειας… Ο Κόνραντ εκθέτει αυτό που θεωρούσε αφέλεια κινημάτων όπως ο αναρχισμός κι ο σοσιαλισμός, κι η ιδιοτελής λογική τέτοιων ιστορικών αλλά φυσικοποιημένων φαινομένων όπως ο καπιταλισμός, ο ορθολογισμός (μια περίτεχνη άμυνα ενάντια στον έμφυτο παραλογισμό μας) και τον ιμπεριαλισμό (ένα μεγαλεπήβολο μέτωπο για βιασμό και λεηλασία της παλιάς σχολής). Το να είσαι ειρωνικός σημαίνει να είσαι ξύπνιος -και σ’ εγρήγορση στην επικρατούσα υπνηλία. Στο Nostromo, ο δημοσιογράφος Decoud γελοιοποιεί την ιδέα πως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι επηρεάζουν τη μοίρα του σύμπαντος. (Ο H. G. Wells θυμήθηκε την έκπληξη του Conrad στο ότι “θα μπορούσα να πάρω στα σοβαρά τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα”). Αλλά, προσθέτει: “ο Conrad δεν είναι ηθικός μηδενιστής“.

     Σε μια επιστολή του Αυγούστου 1901 προς τον εκδότη των The New York Times Saturday Book Review, ο Conrad έγραψε:

   “Ο εγωισμός, που ‘ναι κινητήρια δύναμη του κόσμου κι ο αλτρουισμός, που ‘ναι η ηθική του, αυτά τα δύο αντιφατικά ένστικτα, εκ των οποίων το ένα είναι τόσο το απλό και το άλλο τόσο μυστηριώδες, δεν μπορεί να μας εξυπηρετήσει παρά μόνο στην ακατανόητη συμμαχία του ασυμβίβαστου ανταγωνισμού τους“.

     Στις 3 Αυγούστου 1924, ο Conrad πέθανε στο σπίτι του, Oswalds, στο Bishopsbourne του Κεντ, πιθανόν από καρδιακή προσβολή. Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Καντέρμπουρυ, με μια ανορθόγραφη εκδοχή του αρχικού πολωνικού ονόματός του, Joseph Teador Conrad Korzeniowski. Στη ταφόπλακά του είναι γραμμένες οι γραμμές από το The Faerie Queene του Edmund Spenser που είχε επιλέξει ως επίγραφο του τελευταίου ολοκληρωμένου μυθιστορήματός του, The Rover:

Ύπνος μετά το παιχνίδι,
λιμάνι μετά από θυελλώδεις θάλασσες,

Η ευκολία μετά τον πόλεμο,
ο θάνατος μετά τη ζωή,
ευχαριστεί πολύ

     Η σεμνή κηδεία του έγινε σε μεγάλο πλήθος. Ο παλιός του φίλος Έντουαρντ Γκάρνετ θυμήθηκε πικρά. Για όσους παρακολούθησαν τη κηδεία του στη διάρκεια του Φεστιβάλ Κρίκετ του 1924 κι οδήγησαν στους γεμάτους δρόμους γεμάτους με σημαίες, υπήρχε κάτι συμβολικό στη φιλοξενία της Αγγλίας και στην άγνοια του πλήθους ακόμη και για την ύπαρξη αυτού του μεγάλου συγγραφέα. Λίγοι παλιοί φίλοι, γνωστοί και δημοσιογράφοι στάθηκαν δίπλα στον τάφο του. Έγραψε ο Garnett:

   “Η Όμπρι μου ‘λεγε… πως αν πέθαινε ο Ανατόλ Φρανς, όλο το Παρίσι θα ήτανε στη κηδεία του“.

     Η σύζυγός του, Jessie, πέθανε 12 χρόνια μετά, στις 6 Δεκέμβρη 1936 και θάφτηκε μαζί του.

     Παρά τις απόψεις ακόμη και μερικών που γνωρίζανε προσωπικά, όπως ο συνάδελφος μυθιστοριογράφος Χένρι Τζέιμς, ο Κόνραντ -ακόμα κι όταν έγραφε μόνο κομψά φιλοτεχνημένα γράμματα στο θείο και τους γνωστούς του- ήτανε πάντα στη καρδιά συγγραφέας που έπλεε, παρά ένας ναύτης που έγραφε. Χρησιμοποίησε τις ιστιοπλοϊκές του εμπειρίες ως φόντο για πολλά από τα έργα του, αλλά παρήγαγε και έργα παρόμοιας κοσμοθεωρίας, χωρίς ναυτικά μοτίβα. Η αποτυχία πολλών κριτικών να το εκτιμήσουν αυτό τον προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση.
Έγραφε πιο συχνά για τη ζωή στη θάλασσα και σε εξωτικά μέρη παρά για τη ζωή στη βρετανική γη γιατί -σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον φίλο του John Galsworthy, συγγραφέα του The Forsyte Saga– γνώριζε ελάχιστα για τις καθημερινές εγχώριες σχέσεις στη Βρεττανία. Όταν κυκλοφόρησε το 1906 Ο Καθρέφτης της Θάλασσας, με αποδοχή των κριτικών, έγραψε στον Γάλλο μεταφραστή του: “Οι κριτικοί μου ταλαντεύουν έντονα το θυμιατήρι. Πίσω από τη συναυλία της κολακείας, ακούω κάτι σαν ψίθυρο : ‘Μείνε στην ανοιχτή θάλασσα! Μη προσγειωθείς!’ Θέλουν να με διώξουν στη μέση του ωκεανού“. Γράφοντας στον φίλο του Ρίτσαρντ Κερλ, ο Κόνραντ παρατήρησε ότι “το μυαλό του κοινού προσκολλάται σε εξωτερικά στοιχεία, όπως η θαλάσσια ζωή, αγνοώντας πως οι συγγραφείς μεταμορφώνουνε το υλικό τους από ιδιαίτερο σε γενικό κι απευθύνονται σε καθολικά συναισθήματα με τον ιδιοσυγκρασιακό χειρισμό των προσωπικών εμπειριών“.
     Ωστόσο, βρήκε πολύ συμπαθητικό αναγνωστικό κοινό, ειδικά στις ΗΠΑ. Ο H.L. Mencken ήταν απ’ τους πρώτους και πιο σημαντικούς Αμερικανούς που αναγνώρισε πως επινόησε το γενικό από το ιδιαίτερο. Ο F. Scott Fitzgerald, γράφοντας στον Mencken, παραπονέθηκε πως είχε παραληφθεί από μια λίστα μιμητών Conrad. Από τον Φιτζέραλντ, 10άδες άλλοι Αμερικανοί συγγραφείς έχουν αναγνωρίσει τα χρέη τους στον Κόνραντ, συμπεριλαμβανομένων των Γουίλιαμ ΦώκνερΓουίλιαμ ΜπάροουζΣωλ ΜπέλλοουΦίλιπ ΡοθΤζόαν Ντίντιον και Τόμας Πίντσον. Ένας επισκέπτης τον Οκτώβρη του 1923 στο Όσβαλντς, το σπίτι του κείνη την εποχή -ο Σίριλ Κλέμενς, ξάδερφος του Μαρκ Τουέιν– ανέφερε ότι του είπε: “Σ’ όλα όσα έχω γράψει υπάρχει πάντα μια αμετάβλητη πρόθεση κι αυτή είναι να τραβήξω τη προσοχή του αναγνώστη“. Ο Κόνραντ ο καλλιτέχνης φιλοδοξούσε, σύμφωνα με τον πρόλογό του στον Νέγρο του “Νάρκισσος” (1897), “με τη δύναμη του γραπτού λόγου να σε κάνει ν’ ακούς, να σε κάνει να νιώθεις, πριν από όλα, να σε κάνει να δεις. Αυτό -κι όχι πια πλέον- είναι το παν. Αν τα καταφέρω, θα βρεις εκεί σύμφωνα με τις ερήμους σου: ενθάρρυνση, παρηγοριά, φόβο, γοητεία -όλα όσα απαιτείς- κι ίσως κι εκείνη την αναλαμπή αλήθειας που ξέχασα να προσθέσω“.



     Γράφοντας ότι για τις εικαστικές τέχνες ήταν η εποχή του ιμπρεσιονισμού και για τη μουσική ήταν η εποχή της ιμπρεσιονιστικής μουσικής, ο Κόνραντ εμφανίστηκε σε πολλά από τα έργα του ένας πεζός ποιητής υψίστης τάξης: για παράδειγμα, στις υποβλητικές σκηνές Πάτνα και δικαστηρίου του Λόρδου Τζιμ, στις σκηνές του “μελαγχολικά τρελαμένου ελέφαντα” και της “Γαλλικής κανονιοφόρου που πυροβολεί σε μια ήπειρο”, στο Heart of Darkness, στους διπλούς πρωταγωνιστές του “The Secret Sharer” και στις λεκτικές κι εννοιολογικές αντηχήσεις των Nostromo και The Nigger of the ‘Narcissus’. Χρησιμοποίησε τις δικές του αναμνήσεις ως λογοτεχνικό υλικό τόσο συχνά που οι αναγνώστες μπαίνουν στον πειρασμό να αντιμετωπίσουν τη ζωή και το έργο του σαν έν ενιαίο σύνολο. Η άποψή του για τον κόσμο ή στοιχεία του, περιγράφεται συχνά παραθέτοντας ταυτόχρονα τις ιδιωτικές και δημόσιες δηλώσεις, αποσπάσματα από τις επιστολές του και παραπομπές από τα βιβλία του. Ο Najder προειδοποιεί πως αυτή η προσέγγιση δημιουργεί ασυνάρτητη και παραπλανητική εικόνα. Μια άκριτη σύνδεση των 2 σφαιρών, της λογοτεχνίας και της ιδιωτικής ζωής, διαστρεβλώνει τον καθένα. Ο Κόνραντ χρησιμοποίησε τις δικές του εμπειρίες σα 1η ύλη, αλλά το τελικό προϊόν δεν πρέπει να συγχέεται με τις ίδιες τις εμπειρίες
     Πολλοί από τους χαρακτήρες του εμπνεύστηκαν από πραγματικά πρόσωπα που ‘χε γνωρίσει, συμπεριλαμβανομένου, στο 1ο του μυθιστόρημα, Almayer’s Folly (1894), William Charles Olmeijer, που η ορθογραφία του επωνύμου του πιθανότατα άλλαξε σε Almayer κατά λάθος. Ο ιστορικός έμπορος Olmeijer, που τονε συνάντησε στις 4 σύντομες επισκέψεις του στο Berau στο Βόρνεο, στοίχειωσε στη συνέχεια τη φαντασία του. Συχνά δανειζότανε αυθεντικά ονόματα ατόμων, π.χ. Captain McWhirr (Typhoon), Captain Beard and Mr. Mahon (Youth), Captain Lingard (Almayer’s Folly κι αλλού) και Captain Ellis (The Shadow Line). Γράφει ο J. I. M. Stewart: “Φαίνεται να ‘χει αποδώσει κάποια μυστηριώδη σημασία σε τέτοιους δεσμούς με τη πραγματικότητα“. Εξίσου περίεργο είναι ένα μεγάλο ποσοστό ανωνυμίας στον Κόνραντ, που απαιτεί κάποια μικρή δεξιοτεχνία για να διατηρηθεί. Έτσι δεν μαθαίνουμε ποτέ το επώνυμο του πρωταγωνιστή του Λόρδου Τζιμ. Διατηρεί επίσης, στον Νέγρο του ‘Νάρκισσος‘”, το αυθεντικό όνομα του πλοίου, ο Νάρκισσος, που ταξίδεψε το 1884. Εκτός απ’ τις εμπειρίες του ίδιου, ορισμένα επεισόδια στη μυθοπλασία του προτάθηκαν από παλαιότερα ή σύγχρονα δημόσια γνωστά γεγονότα ή λογοτεχνικά έργα. Το 1ο μισό του μυθιστορήματος του 1900 Lord Jim (το επεισόδιο Patna) ήταν εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του 1880 των SS Jeddah. το δεύτερο μέρος, σε κάποιο βαθμό από τη ζωή του James Brooke, του White Rajah του Sarawak. Το διήγημα του 1901 Amy Foster εμπνεύστηκε εν μέρει από ‘να ανέκδοτο στο The Cinque Ports (1900) του Ford Madox Ford, που ναυαγός από ‘να γερμανικό εμπορικό πλοίο, ανίκανος να επικοινωνήσει αγγλικά κι απομακρύνθηκε από τους κατοίκους της περιοχής, βρήκε τελικά καταφύγιο σ’ ένα χοιροστάσιο.

     Στο Νόστρομο (1904), η κλοπή μιας τεράστιας παρτίδας αργύρου προτάθηκε στον Κόνραντ από μια ιστορία που ‘χε ακούσει στον Κόλπο του Μέξικο κι αργότερα είχε διαβάσει για ένα βιβλίο που συλλέχθηκε έξω από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Το πολιτικό σκέλος του μυθιστορήματος, σύμφωνα με τη Maya Jasanoff, σχετίζεται με τη δημιουργία της Διώρυγας του Παναμά. “Το Γενάρη του 1903“, γράφει, “ακριβώς τη στιγμή που ο Κόνραντ άρχισε να γράφει το Nostromo, οι ΥΠΕΞ των ΗΠΑ και της Κολομβίας υπέγραψαν μια συνθήκη που χορηγούσε στις ΗΠΑ μια 100ετή ανανεώσιμη μίσθωση σε μια λωρίδα έξι μιλίων που πλευρίζει το κανάλι. Ενώ οι εφημερίδες μουρμούριζαν για την επανάσταση στη Κολομβία, ο Κόνραντ άνοιξε ένα νέο τμήμα του Nostromo με υπαινιγμούς διαφωνίας στη Costaguana, τη φανταστική χώρα του στη Ν. Αμερική. Σχεδίασε μια επανάσταση στο φανταστικό λιμάνι της Κοσταγουάνα του Σουλάκο που αντικατοπτρίζει το πραγματικό αποσχιστικό κίνημα που δημιουργείται στον ΠαναμάΌταν τελείωσε το μυθιστόρημα την 1η Σεπτέμβρη 1904, άφησε το Sulaco στη κατάσταση του Παναμά. Καθώς ο Παναμάς είχε αναγνωρίσει αμέσως την ανεξαρτησία του από τις ΗΠΑ κι η οικονομία του ενισχύθηκε από τις αμερικανικές επενδύσεις στο κανάλι, έτσι κι η Sulaco είχε αναγνωριστεί αμέσως από τις ΗΠΑ κι η οικονομία τους ανακτήθηκε από επενδύσεις στο φανταστικό ορυχείο ασημιού του Σαν Τομέ“.
     Ο Μυστικός Πράκτορας (1906) εμπνεύστηκε από το θάνατο του Γάλλου αναρχικού Martial Bourdin το 1894, ενώ προφανώς προσπαθούσε να ανατινάξει το Αστεροσκοπείο Γκρίνουιτς. Η ιστορία του The Secret Sharer (1909) εμπνεύστηκε από ένα περιστατικό του 1880 όταν ο Sydney Smith, 1ος συνέταιρος του Cutty Sark, είχε σκοτώσει ένα ναυτικό και ξέφυγε απ’ τη δικαιοσύνη, με τη βοήθεια του καπετάνιου του πλοίου. Η πλοκή του Under Western Eyes (1910) ξεκινά με τη δολοφονία ενός βάναυσου Ρώσου υπουργού της κυβέρνησης, σύμφωνα με το πρότυπο της πραγματικής δολοφονίας του Ρώσου υπουργού Εσωτερικών το 1904, Vyacheslav von Plehve. Η σχεδόν νουβέλα Freya of the Seven Isles  (Μάρτη 1911) εμπνεύστηκε από μια ιστορία που είπε στον Conrad ένα παλιός φίλος της Μαλαισίας και θαυμαστής του, ο Captain Carlos M. Marris.
Για το φυσικό περιβάλλον της ανοιχτής θάλασσας, το Αρχιπέλαγος της Μαλαισίας και τη Νότια Αμερική, που ο Κόνραντ περιέγραψε τόσο έντονα, μπορούσε να βασιστεί στις δικές του παρατηρήσεις. Αυτό που δεν μπορούσαν να προσφέρουν οι σύντομες επισκέψεις του ήτανε πλήρης κατανόηση των εξωτικών πολιτισμών. Γι’ αυτό κατέφυγε, όπως κι άλλοι συγγραφείς, σε λογοτεχνικές πηγές. Όταν έγραφε τις ιστορίες του για τη Μαλαισία, συμβουλεύτηκε το The Malay Archipelago (1869) του Alfred Russel Wallace, τα περιοδικά του James Brooke και βιβλία με τίτλους όπως το Perak and the MalaysMy Journal in Malayan Waters και Life in the Forests of the Far East. Όταν ξεκίνησε να γράφει το μυθιστόρημά του Nostromo, που διαδραματίζεται στη φανταστική χώρα της Νότιας Αμερικής Costaguana, στράφηκε στον πόλεμο μεταξύ Περού και Χιλής. Edward EastwickVenezuela: or, Sketches of Life in a South American Republic (1868); και George Frederick MastermanSeven Eventful Years in Paraguay (1869). Ως αποτέλεσμα της στήριξης σε λογοτεχνικές πηγές, στο Λόρδο Τζιμ, όπως γράφει ο J. I. M. Stewart, “η ανάγκη του Κόνραντ να δουλεύει ως ένα βαθμό από δεύτερο χέρι” οδήγησε σε μια κάποια λεπτότητα στις σχέσεις του Τζιμ με τους λαούς Πατουσάν. Αυτό ώθησε τον Κόνραντ σε ορισμένα σημεία ν’ αλλάξει τη φύση της αφήγησης του Τσαρλς Μάρλοου σε αποστασιοποιημένη αβέβαιη εντολή για τις λεπτομέρειες της αυτοκρατορίας του Τουάν Τζιμ“.



     Ο Κόνραντ δανείστηκε από άλλους, πολωνόφωνους και γαλλόφωνους συγγραφείς, σε βαθμό που μερικές φορές παρακάμπτει τη λογοκλοπή. Όταν το 1931 εμφανίστηκε η πολωνική μετάφραση του μυθιστορήματός του Victory το 1915, οι αναγνώστες παρατήρησαν εντυπωσιακές ομοιότητες με το κιτς μυθιστόρημα του Stefan ŻeromskiThe History of a Sin (Dzieje grzechu, 1908), συμπεριλαμβανομένων των τελειωμάτων τους. Ο μελετητής της συγκριτικής λογοτεχνίας Yves Hervouet έχει αποδείξει στο κείμενο της Victory ολόκληρο μωσαϊκό επιρροών, δανεισμών, ομοιοτήτων κι υπαινιγμών. Περαιτέρω απαριθμεί εκατοντάδες συγκεκριμένα δάνεια από άλλους, κυρίως Γάλλους συγγραφείς σε όλα σχεδόν τα έργα του Conrad, από το Folly του Almayer (1895) μέχρι το ημιτελές Suspense του. Ο Κόνραντ φαίνεται ότι χρησιμοποίησε κείμενα επιφανών συγγραφέων ως πρώτη ύλη του ίδιου είδους με το περιεχόμενο της δικής του μνήμης. Τα υλικά που δανείστηκαν από άλλους συγγραφείς λειτουργούσαν συχνά ως υπαινιγμοί. “Επιπλέον, είχεν εκπληκτική μνήμη για τα κείμενα και θυμόταν λεπτομέρειες, αλλά” γράφει ο Najder “δεν ήταν ανάμνηση αυστηρά κατηγοριοποιημένη σύμφωνα με πηγές, τεμαχισμένη σε ομοιογενείς οντότητες· ήταν, μάλλον, ένα τεράστιο δοχείο εικόνων και κομματιών από τα οποία δεν μπορεί ποτέ να κατηγορηθεί για ξεκάθαρη λογοκλοπή. Ακόμη κι όταν άρει ποινές και σκηνές, ο Κόνραντ άλλαξε το χαρακτήρα τους, τις έβαλε σε νέες δομές. Δεν μιμήθηκε, αλλά συνέχισε τα αφεντικά τουςΕίχε δίκιο λέγοντας: ‘Δεν μοιάζω με κανέναν“. Ο Ian Watt το έθεσε συνοπτικά: “Κατά μία έννοια, ο Conrad είναι το λιγότερο παράγωγο των συγγραφέων· έγραψε πολύ λίγα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να θεωρηθούν εσφαλμένα με το έργο οποιουδήποτε άλλου“. Ο γνωστός του Conrad, George Bernard Shaw, το λέει καλά: “Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ‘ναι εντελώς πρωτότυπος όπως ένα δέντρο δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί από τον αέρα“.
     Η μοναδικότητα του σύμπαντος που απεικονίζεται στα μυθιστορήματά του, ειδικά σε σύγκριση με κείνα των σχεδόν συγχρόνων του, όπως ο φίλος και συχνός ευεργέτης του Τζον Γκάλσγουορθυ, είναι τέτοια που τον ανοίγει σε κριτική παρόμοια με κείνη που εφαρμόστηκε αργότερα στο Γκράχαμ Γκριν. Όμως, όπου η Γροιλανδία έχει χαρακτηριστεί ως μια επαναλαμβανόμενη κι αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα ανεξάρτητη από το σκηνικό, ο Κόνραντ προσπαθεί να δημιουργήσει μια αίσθηση του τόπου, είτε στο πλοίο είτε σε ένα απομακρυσμένο χωριό. συχνά επέλεγε να κάνει τους χαρακτήρες του να παίζουν τη μοίρα τους σε απομονωμένες ή περιορισμένες συνθήκες. Κατά την άποψη της Evelyn Waugh και του Kingsley Amis, μόλις οι 1οι τόμοι της ακολουθίας του Anthony PowellA Dance to the Music of Time, δημοσιεύτηκαν τη 10ετία του 1950, όταν Άγγλος μυθιστοριογράφος πέτυχε την ίδια γνώση της ατμόσφαιρας και την ίδια ακρίβεια της γλώσσας. με συνέπεια, μια άποψη που υποστήριξαν μεταγενέστεροι κριτικοί όπως ο A. N. Wilson. Ο Πάουελ αναγνώρισε το χρέος του στον Κόνραντ. 



Το μη πρακτικό της εργασίας με μια γλώσσα που έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι η κύρια γλώσσα καθημερινής χρήσης του καταδεικνύεται από την προσπάθεια του Conrad το 1921 να μεταφράσει στα αγγλικά το σύντομο θεατρικό έργο του Πολωνού φυσικού, αρθρογράφου, παραμυθιού και κωμικού συγγραφέα Bruno WinawerTο  Βιβλίο του Ιώβ. Σύμφωνα με τον στενό φίλο και λογοτεχνικό βοηθό του Κόνραντ, Ρίτσαρντ Κερλ, το γεγονός ότι ο Κόνραντ έγραφε στα αγγλικά ήταν “προφανώς παραπλανητικό” επειδή ο Κόνραντ “δεν είναι πιο εντελώς Άγγλος στην τέχνη του από ό,τι στην εθνικότητά του”. Ο Κόνραντ, σύμφωνα με τον Κερλ, “δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει σε άλλη γλώσσα εκτός από την αγγλική γλώσσα…γιατί θα ήταν χαζός σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τα Αγγλικά. Ο Κόνραντ αντιδρούσε στο να τον αναφέρουν ως Ρώσο ή Σλάβο συγγραφέα. Ο μόνος Ρώσος συγγραφέας που θαύμαζε ήταν ο Ιβάν Τουργκένιεφ. Το Under Western Eyes θεωρείται ως η απάντησή του στα θέματα που διερευνήθηκαν στο Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι.
     Ο Κόνραντ έκανε την αγγλική λογοτεχνία πιο ώριμη και στοχαστική, επειδή επέστησε την προσοχή στην απόλυτη φρίκη της πολιτικής πραγματικότητας που αγνοούν οι Άγγλοι πολίτες και πολιτικοί. Η περίπτωση της Πολωνίας, της καταπιεσμένης πατρίδας του, ήταν ένα τέτοιο θέμα. Η αποικιακή εκμετάλλευση των Αφρικανών ήταν μια άλλη. Η καταδίκη του για τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, σε συνδυασμό με τη συμπάθεια για τα διωκόμενα και ταλαίπωρα θύματά του, προήλθε από τη πολωνική καταγωγή του, τα προσωπικά του βάσανα και την εμπειρία ενός κατατρεγμένου λαού που ζούσε κάτω από ξένη κατοχή. Οι προσωπικές αναμνήσεις του δημιούργησαν μια μεγάλη ευαισθησία για την ανθρώπινη υποβάθμιση και μια αίσθηση ηθικής ευθύνης.
     Η εμπειρία του Κόνραντ στο Κονγκό που διοικείται από το Βέλγιο τον έκανε έναν από τους πιο σκληρούς επικριτές της αποστολής του λευκού. Ήταν επίσης, η πιο τολμηρή και τελευταία απόπειρά του να γίνει homo socialis, γρανάζι στον μηχανισμό της κοινωνίας. Αποδεχόμενος τη δουλειά στην εμπορική εταιρεία, εντάχθηκε, για μια φορά στη ζωή του, σε μια οργανωμένη, μεγάλης κλίμακας ομαδική δραστηριότητα στη ξηρά. Δεν είναι τυχαίο πως η αποστολή του Κονγκό παρέμεινε ένα μεμονωμένο γεγονός στη ζωή του. Μέχρι το θάνατό του παρέμεινε ερημικός με τη κοινωνική έννοια και δεν ασχολήθηκε ποτέ με κανένα ίδρυμα ή σαφώς καθορισμένη ομάδα ανθρώπων.
     Ο Κόνραντ ήταν Ρώσος υπήκοος, έχοντας γεννηθεί στο ρωσικό τμήμα αυτού που κάποτε ήταν η Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του Κόνραντ, Μπομπρόβσκι, είχε προσπαθήσει να του εξασφαλίσει την αυστριακή υπηκοότητα -χωρίς αποτέλεσμα, πιθανώς επειδή ο Κόνραντ δεν είχε λάβει άδεια από τις ρωσικές αρχές να παραμείνει μόνιμα στο εξωτερικό και δεν είχε απαλλαγεί από το να είναι Ρώσος υπήκοος. Ο Κόνραντ δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ουκρανία, στη Ρωσική Αυτοκρατορία -θα ήταν υπόλογος σε πολυετή στρατιωτική θητεία κι ως γιος πολιτικών εξόριστων, σε παρενόχληση. Τελικά μετά από συντονισμένες προσπάθειες, κατάφερε ν’ απαλλαγεί από τη ρωσική υπηκοότητα και να πολιτογραφηθεί Άγγλος.
     Σύμφωνα με τον σκεπτικισμό και τη μελαγχολία του, δίνει σχεδόν πάντα θανατηφόρα μοίρα στους χαρακτήρες των βασικών μυθιστορημάτων κι ιστοριών του. Ο Almayer (Almayer’s Folly, 1894), εγκαταλειμμένος από την αγαπημένη του κόρη, πέφτει στο όπιο και πεθαίνει. Ο Peter Willems (An Outcast of the Islands, 1895) σκοτώνεται από τη ζηλιάρα ερωμένη του Aïssa. Ο αναποτελεσματικός “Νίγκερ”, Τζέιμς Γουέιτ (The Nigger of the ‘Narcissus’, 1897), πεθαίνει στο πλοίο και θάβεται στη θάλασσα. Ο κύριος Kurtz (Heart of Darkness, 1899) εκπνέει, προφέροντας τις λέξεις, “The horror! The horror!” Ο Tuan Jim (Λόρδος Jim, 1900), έχοντας άθελά του επισπεύσει μια σφαγή της θετής κοινότητας του, σκόπιμα βαδίζει προς το θάνατό του στα χέρια του αρχηγού της κοινότητας. Στο διήγημά του του 1901, Amy Foster, ένας Πολωνός που έφθασε στην Αγγλία, ο Yanko Goorall (μια αγγλική μεταγραφή του Πολωνού Janko Góral, “Johnny Highlander”), αρρωσταίνει και, υποφέροντας από πυρετό, ξεκαρδίζεται στη μητρική του γλώσσα. τρομάζοντας τη σύζυγό του Έιμι, που. Το επόμενο πρωί ο Γιάνκο πεθαίνει από καρδιακή ανεπάρκεια κι αποκαλύπτεται ότι απλώς ζητούσε στα πολωνικά νερό. Ο Captain Whalley (The End of the Tether, 1902), προδομένος από την εξασθενημένη όραση κι έναν αδίστακτο σύντροφο, πνίγεται. Ο Gian’ Battista Fidanza, ο ομώνυμος σεβαστός Ιταλός μετανάστης Nostromo (ιταλικά: “Our Man”) του μυθιστορήματος Nostromo (1904), αποκτά παράνομα έναν θησαυρό αργύρου που εξορύσσεται στη νοτιοαμερικανική χώρα “Costaguana” και πυροβολείται εξαιτίας λάθος ταυτότητας. Ο κύριος Verloc, Ο μυστικός πράκτορας (1906) των διχασμένων πιστών, επιχειρεί μια βομβιστική επίθεση, για να κατηγορηθεί σε τρομοκράτες, που σκοτώνει κατά λάθος τον ψυχικά ελαττωματικό κουνιάδο του Stevie κι ο ίδιος ο Verloc σκοτώνεται από τη ταραγμένη σύζυγό του, που πνίγεται. πηδώντας στη θάλασσα από ένα ατμόπλοιο. Στο Chance (1913), ο Roderick Anthony, καπετάνιος ιστιοφόρου κι ευεργέτης και σύζυγος της Flora de Barral, γίνεται στόχος μιας απόπειρας δηλητηρίασης από τον ζηλιάρη ντροπιασμένο χρηματοδότη πατέρα της, που, όταν εντοπιστεί, καταπίνει ο ίδιος το δηλητήριο και πεθαίνει (μερικοί χρόνια αργότερα, ο καπετάν Άντονι πνίγεται στη θάλασσα). Στο Victory (1915), η Λένα πυροβολείται από τον Τζόουνς, που σκόπευε να σκοτώσει τον συνεργό του Ρικάρντο κι αργότερα το καταφέρνει, μετά χάνεται μαζί μ’ έναν άλλο συνεργό του, μετά του οποίου ο προστάτης της Λένα, Άξελ Χάιστ, βάζει φωτιά στο μπανγκαλόου του και πεθαίνει δίπλα από το σώμα της Λένας.
     Σε αντίθεση με πολλούς συγγραφείς που επιδιώκουν να μην συζητούν το έργο σε εξέλιξη, αυτός συχνά συζητούσε τη τρέχουσα δουλειά του και το έδειξε ακόμη και σε επιλεγμένους φίλους και συναδέλφους του συγγραφείς, όπως ο Edward Garnett, και μερικές φορές το τροποποίησε υπό το φως των κριτικών και των προτάσεών τους . Ο Έντουαρντ Σάιντ εντυπωσιάστηκε από τον τεράστιο όγκο της αλληλογραφίας του με φίλους και συναδέλφους συγγραφείς. μέχρι το 1966, ανέρχεται σε 8 δημοσιευμένους τόμους. Ο Said βρήκε ιδιαίτερα στενούς παραλληλισμούς μεταξύ των επιστολών του Conrad και της μικρότερης μυθοπλασίας του.

   Ο Κόνραντ πίστευε πως η καλλιτεχνική διάκριση αποδεικνύονταν πιο ενδεικτικά σ’ ένα πιο σύντομο παρά σε μεγαλύτερο έργο. Πίστευε πως η δική του ζωή ήτανε σαν μια σειρά από σύντομα επεισόδια, επειδή ήταν ο εαυτός του τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι: ήτανε Πολωνός και Άγγλος, ναύτης και συγγραφέας.

     Ωστόσο, επέλεξε να γράψει τη μυθοπλασία του αγγλικά. Λέει στον πρόλογό του στο A Personal Record ότι το να γράφει στα αγγλικά ήταν για αυτόνε φυσικό κι ότι η ιδέα πως είχε κάνει μια σκόπιμη επιλογή μεταξύ αγγλικών και γαλλικών, όπως κάποιοι είχανε προτείνει, ήταν εσφαλμένη. Εξήγησε ότι, αν κι ήταν εξοικειωμένος με τα γαλλικά από τη παιδική του ηλικία, “θα φοβόμουν να επιχειρήσω έκφραση σε μια γλώσσα τόσο τέλεια κρυσταλλωμένη“. Αυτές οι δηλώσεις, όπως τόσο συχνά στα αυτοβιογραφικά γραπτά του, είναι διακριτικά ανειλικρινείς. Το 1897 τον Κόνραντ επισκέφτηκε ένας συμπατριώτης του Πολωνός, ο φιλόσοφος Wincenty Lutosławski, ο οποίος ρώτησε τον Conrad, “Γιατί δεν γράφεις στα πολωνικά;” Κι αυτός εξηγώντας: “Εκτιμώ την όμορφη πολωνική μας λογοτεχνία πάρα πολύ για να φέρω σε αυτήν τις αδέξιες προσπάθειές μου. Αλλά για τους Άγγλους τα δώρα μου είναι επαρκή κι εξασφαλίζουν το καθημερινό μου ψωμί“.
     Ο Κόνραντ έγραψεν επίσης στο A Personal Record “ότι τα αγγλικά ήταν η ομιλία της μυστικής μου επιλογής, του μέλλοντός μου, των μακροχρόνιων φιλιών, των βαθύτερων στοργών, των ωρών μόχθου κι ωρών ευκολίας και των μοναχικών ωρών, επίσης, των βιβλίων που διαβάζω, των σκέψεων που επιδιώκω, των ενθυμημένων συναισθημάτων -των ίδιων μου ονείρων!” Το 1878 η 4ετής εμπειρία του στο γαλλικό εμπορικό ναυτικό είχε διακοπεί όταν οι Γάλλοι ανακάλυψαν ότι δεν είχε άδεια από τον αυτοκρατορικό Ρώσο πρόξενο για να πλεύσει με τους Γάλλους. Αυτό, και μερικές τυπικά καταστροφικές επενδύσεις Conradian, τον είχαν αφήσει άπορο κι είχαν επισπεύσει μια απόπειρα αυτοκτονίας. Με τη σύμφωνη γνώμη του μέντορά του-θείου Tadeusz Bobrowski, που είχε κληθεί στη Μασσαλία, αποφάσισε να ζητήσει εργασία στο βρεττανικό εμπορικό ναυτικό, κάτι που δεν απαιτούσε την άδεια της Ρωσίας. Έτσι ξεκίνησε η 16χρονη γνωριμία του με τους Βρεττανούς και την αγγλική γλώσσα.
     Μετά τη δημοσίευση του Chance το 1913, έγινε αντικείμενο πιότερων συζητήσεων κι επαίνων απ’ οποιονδήποτε άλλον Άγγλο συγγραφέα της εποχής. Είχε μια ιδιοφυΐα για συντροφικότητα κι ο κύκλος των φίλων του, που είχε αρχίσει να συγκεντρώνει πριν από τις 1ες του δημοσιεύσεις, περιελάμβανε συγγραφείς κι άλλα κορυφαία φώτα στις τέχνες, όπως ο Henry James, ο Robert BontineCunninghame Graham, ο John Galsworthy κι η σύζυγός του Ada (μεταφράστρια γαλλικής λογοτεχνίας), Edward Garnett κι η σύζυγος του Constance (μεταφράστρια ρωσικής λογοτεχνίας), Stephen CraneHugh WalpoleGeorge Bernard ShawH. G. Wells (που ο Conrad ονόμασε “ο ιστορικός των επόμενων αιώνων”), Arnold BennettNorman DouglasJacob EpsteinT. E. LawrenceAndré GidePaul ValéryMaurice RavelValery LarbaudSaint-John PerseEdith WhartonJames Huneker, ο ανθρωπολόγος Bronisław MalinowskiJózef Retinger (ιδρυτής του European Move οδήγησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγγραφέας του Conrad & His Contemporaries).Στις αρχές του 1900 ο Conrad συνέθεσε μια σύντομη σειρά μυθιστορημάτων σε συνεργασία με τον Ford Madox Ford.
     Το 1919 και το 1922 η αυξανόμενη φήμη και το κύρος του Κόνραντ μεταξύ των συγγραφέων και των κριτικών στην ηπειρωτική Ευρώπη ενθάρρυνε τις ελπίδες του για ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας. Προφανώς ήταν οι Γάλλοι και οι Σουηδοί -όχι οι Άγγλοι- που ευνόησαν την υποψηφιότητα του. Στις 12 Οκτώβρη 1912, ο Αμερικανός κριτικός μουσικής James Huneker τον επισκέφτηκε και θυμήθηκε αργότερα ότι τον δέχτηκε “ένας άνθρωπος του κόσμου, ούτε ναύτης ούτε μυθιστοριογράφος, ένας απλός κύριος, που το καλωσόρισμά του ήταν ειλικρινές, το βλέμμα ήτανε καλυμμένο, μερικές φορές μακρυά“. Μετά από αντίστοιχες ξεχωριστές επισκέψεις στον Κόνραντ τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1913, 2 Βρεττανοί αριστοκράτες, η σοσιαλίστρια Lady Ottoline Morrell κι ο μαθηματικός και φιλόσοφος Bertrand Russell -που ήταν εραστές εκείνη την εποχή- κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους για τον μυθιστοριογράφο.

     Ένα μήνα μετά, ο Bertrand Russell τον επισκέφτηκε στο Capel House στο Orlestone και την ίδια μέρα στο τραίνο έγραψε τις εντυπώσεις του:

   Ήταν υπέροχο -τον αγάπησα και νομίζω ότι του άρεσε. Μίλησε πολύ για το έργο και τη ζωή και τους στόχους του και γι’ άλλους συγγραφείς… Μετά πήγαμε για μικρή βόλτα και κάπως οικεία. Βρήκα το κουράγιο να του πω τι βρίσκω στη δουλειά του -τη βαρετή βαρύτητα στα πράγματα για να φτάσω στο κάτω κάτω από τα προφανή γεγονότα. Φαινόταν να ‘νιωθε ότι τον είχα καταλάβει. μετά σταμάτησα και κοιταχτήκαμε στα μάτια για αρκετή ώρα, και μετά είπε ότι είχε μεγαλώσει να εύχεται να μπορούσε να ζήσει στην επιφάνεια και να γράψει διαφορετικά, ότι είχε φοβηθεί. Τα μάτια του εκείνη τη στιγμή εκφράζανε τον εσωτερικό πόνο και τον τρόμο που τον νιώθει κανείς να παλεύει πάντα. Μετά μίλησε πολύ για τη Πολωνία και μου έδειξε ένα άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες της δεκαετίας του 1860 -μίλησε για το πόσο ονειρικά φαίνονται όλ’ αυτά & πως μερικές φορές νιώθει ότι δεν έπρεπε να έχει παιδιά, γιατί δεν έχουνε ρίζες ή παραδόσεις ή σχέσεις.

     Στο ημερολόγιό της, η Lady Ottoline Morrell έγραψε:

   Βρήκα τον ίδιο να στέκεται στη πόρτα του σπιτιού έτοιμος να με δεχτεί. Η εμφάνισή του ήταν πραγματικά αυτή ενός Πολωνού ευγενή. Ο τρόπος του ήταν τέλειος, σχεδόν υπερβολικά περίτεχνος. Τόσο νευρικός και τόσο συμπαθητικός… Μιλούσε αγγλικά μ’ έντονη προφορά, σα να δοκίμαζε τα λόγια του στο στόμα του πριν τα προφέρει. αλλά μιλούσε εξαιρετικά καλά, αν κι είχε πάντα τη κουβέντα και τον τρόπο του ξένου. Ήτανε ντυμένος πολύ προσεκτικά με μπλε διπλό σακάκι. Μίλησε προφανώς με μεγάλη ελευθερία για τη ζωή του -περισσότερη ευκολία κι ελευθερία πράγματι από ό,τι θα επέτρεπε στον εαυτό του ένας Άγγλος. Μίλησε για τη φρίκη του Κονγκό, που από το ηθικό και σωματικό σοκ του, είπε ότι δεν είχε συνέλθει ποτέ… Η σύζυγός του φαινόταν ένα ωραίο κι εμφανίσιμο χοντρό πλάσμα, μια εξαιρετική μαγείρισσα, καλή και στρώμα ανάπαυσης γι’ αυτό τον υπερευαίσθητο, νευριασμένο άντρα, που δεν ζητούσε απ’ τη γυναίκα του υψηλή νοημοσύνη, μόνο μια ανακούφιση των δονήσεων της ζωής. Μ’ έκανε να νιώθω τόσο φυσικά και πολύ ο εαυτός μου, που σχεδόν φοβόμουν μη χάσω τη συγκίνηση και το θαύμα του να βρίσκομαι εκεί παρ’όλο που δονούσα μ’ έντονο ενθουσιασμό μέσα μου. Τα μάτια του κάτω από τα τσίνορά τους αποκαλύπτανε τη ταλαιπωρία και την ένταση των εμπειριών του. Όταν μίλησε για τη δουλειά του, έπεσε ένα είδος ομιχλώδους, αισθησιακού, ονειρικού βλέμματος, αλλά μοιάζαν να κρατάνε βαθιά τα φαντάσματα των παλιών περιπετειών κι εμπειριών -μια ή δύο φορές υπήρχε κάτι μέσα τους που σχεδόν υποψιαζόσουν ότι ήταν κακό. Αλλά τότε πιστεύω ότι όποια παράξενη κακία θα έβαζε σε πειρασμό αυτόν τον υπερλεπτό άντρα, θα τονε συγκρατούσε μια εξίσου λεπτή αίσθηση τιμής. Στην ομιλία του με οδήγησε σε πολλά μονοπάτια της ζωής του, αλλά ένιωσα ότι δεν ήθελε να εξερευνήσει τη ζούγκλα των συναισθημάτων που βρισκόταν πυκνή εκατέρωθεν κι ότι η φαινομενική ειλικρίνειά του είχε μεγάλο απόθεμα.

     Σε μια επιστολή στις 23 Οκτώβρη 1922 προς τον μαθηματικό-φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ, ως απάντηση στο βιβλίο του τελευταίου, Το πρόβλημα της Κίνας, που υποστήριζε τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις και μιαν ολιγαρχία σοφών που θα αναμόρφωσαν τη κινεζική κοινωνία, ο Κόνραντ εξήγησε τη δική του δυσπιστία για αυτή τη πολιτική πανάκεια:

   Ποτέ δεν βρήκα στο βιβλίο κανενός ανθρώπου ή να πω κάτι που να στέκει ενάντια στη βαθειά ριζωμένη αίσθηση της μοίρας μου που διέπει αυτόν τον ανθρωποκατοικημένο κόσμο. Η μόνη θεραπεία για τους Κινέζους και για τους υπόλοιπους από μας είναι μια αλλαγή καρδιών, αλλά κοιτάζοντας την ιστορία των τελευταίων 2000 ετών, δεν υπάρχει λόγος να το περιμένουμε, ακόμα κι αν ο άνθρωπος έχει αρχίσει να πετά -μεγάλη “ανύψωση” χωρίς αμφιβολία, αλλά όχι μεγάλη αλλαγή.

     Η Αυτοβιογραφία του Ράσελ δε, που δημοσιεύτηκε περισσότερο από μισό αιώνα μετά το 1968, επιβεβαιώνει την αρχική του εμπειρία:

   Η 1η μου εντύπωση ήταν έκπληξη. Μιλούσε αγγλικά με πολύ έντονη ξένη προφορά, και τίποτα στη συμπεριφορά του δεν υποδήλωνε με κανέναν τρόπο τη θάλασσα. Ήταν ένας αριστοκρατικός Πολωνός κύριος στα δάχτυλά του. Στη 1η μας συνάντηση, μιλήσαμε με συνεχώς αυξανόμενη οικειότητα. Φαινόταν να βυθιζόμαστε από στρώματα σε στρώματα απ’ αυτό που ήταν επιφανειακό, ώσπου σταδιακά κι οι 2 φτάσανε στη κεντρική φωτιά. Ήταν εμπειρία που δεν έμοιαζε με καμμία. Το ‘χω γνωρίσει. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, μισοί τρομαγμένοι και μισοί μεθυσμένοι που βρεθήκαμε μαζί σε τέτοια περιοχή. Το συναίσθημα ήτανε τόσον έντονο όσον η παθιασμένη αγάπη και ταυτόχρονα περιεκτική. Έφυγα σαστισμένος και με δυσκολία να βρω το δρόμο μου ανάμεσα σε συνηθισμένες υποθέσεις.

     Η επακόλουθη φιλία κι αλληλογραφία του με τον Μπέρναρντ Ράσελ διήρκεσε, με μεγάλα διαστήματα, μέχρι το τέλος της ζωής του Κόνραντ. Σε ένα γράμμα του εξέφρασε τη “βαθειά στοργή του θαυμασμού, που, αν δεν με ξαναδείς ποτέ και ξεχάσεις την ύπαρξή μου αύριο, θα ‘ναι αμετάβλητα δική σου για πάντα“. Ο Κόνραντ στην αλληλογραφία του χρησιμοποιούσε συχνά τη λατινική έκφραση που σημαίνει “μέχρι το τέλος”, την οποία φαίνεται να υιοθέτησε από τον πιστό κηδεμόνα, μέντορα και ευεργέτη του, τον θείο του από τη μητέρα Tadeusz Bobrowski. Κοίταζε με λιγότερη αισιοδοξία από τον Ράσελ τις δυνατότητες της επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης. Σε μια επιστολή του 1913 σε γνωστούς που τον ‘χανε προσκαλέσει να ενταχθεί στη κοινωνία τους, επανέλαβε τη πεποίθησή του ότι ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε την ουσία είτε της πραγματικότητας είτε της ζωής: τόσο η επιστήμη όσο κι η τέχνη δεν διεισδύουνε πέρα από τα εξωτερικά σχήματα. Πάντως δεν ήταν μόνον οι Αγγλόφωνοι που παρατηρήσανε την έντονη ξένη προφορά του όταν μιλούσε αγγλικά. Αφού ο Γάλλος ποιητής Paul Valéry κι ο Γάλλος συνθέτης Maurice Ravel που τονε γνωρίσανε το Δεκέμβρη του 1922, γράψανε το 1924 πως είχε “φρικτή” προφορά.
    Το αφηγηματικό στυλ κι οι αντιηρωικοί χαρακτήρες του έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των T. S. EliotMaria DąbrowskaF. Scott FitzgeraldWilliam FaulknerGerald Basil EdwardsErnest HemingwayAntoine de Saint-ExupéryAndré MalrauxGeorgee OrwellWilliam GoldingWilliam BurroughsSaul BellowGabriel García MárquezPeter MatthiessenJohn le CarréV. S. NaipaulPhilip RothJoan DidionThomas PynchonJ. M. Coetzee και Salman Rushdie. Πολλές ταινίες έχουν διασκευαστεί ή εμπνευστεί από τα έργα του Κόνραντ. Εκτός από αρκετές διακοπές στη Γαλλία και την Ιταλία, τις διακοπές του 1914 στη πατρίδα του τη Πολωνία και μια επίσκεψη το 1923 στις ΗΠΑ, ο Κόνραντ έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αγγλία.

                                           Το Τελευταίο Σημείωμά του

 ΤΙΜΕΣ:

 1 Μια πλάκα στη μνήμη του “Joseph Conrad–Korzeniowski” τοποθετήθηκε κοντά στο ξενοδοχείο Fullerton της Σιγκαπούρης.

 2 Ο Κόνραντ αναφέρεται επίσης ότι έμεινε στο ξενοδοχείο Peninsula του Χονγκ Κονγκ σε λιμάνι που πράγματι, δεν επισκέφτηκε ποτέ. Μετά θαυμαστές της λογοτεχνίας, όπως ο Γκράχαμ Γκριν, ακολούθησαν στενά τα βήματά του, ζητώντας μερικές φορές το ίδιο δωμάτιο και διαιωνίζοντας μύθους που δεν έχουνε καμμία βάση στη πραγματικότητα. Κανένα θέρετρο της Καραϊβικής δεν είναι ακόμη γνωστό ότι έχει διεκδικήσει φιλοξενία του, αν και πιστεύεται πως έμεινε σε πανσιόν στο Fort-de-France στην άφιξή του στη Μαρτινίκα στο 1ο του ταξίδι, το 1875, όταν ταξίδεψε ως επιβάτης στο Mont Blanc.

 3 Τον Απρίλη του 2013, μνημείο του Conrad αποκαλύφθηκε στη ρωσική πόλη Vologda, που αυτός κι οι γονείς του ζούσαν εξόριστοι το 1862–63. Το μνημείο αφαιρέθηκε, με ασαφή εξήγηση, τον Ιούνιο του 2016.

 4 Μνημείο σε σχήμα άγκυρας για τον Κόνραντ στη Γκντίνια, στην ακτή της Βαλτικής της Πολωνίας, περιλαμβάνει έν απόσπασμά του στα πολωνικά: “Nic tak nie nęci, nie rozczarowuje i nie zniewala, jak życie na morzu” (“Δεν υπάρχει τίποτα πιο δελεαστικό, απογοητευτικό κι υποδουλωτικό απ’ τη ζωή στη θάλασσα“. Lord Jim, κεφ.2πργρ1.

 5 Στο Circular Quay, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, μια πλακέτα σε “περίπατο συγγραφέων” θυμίζει τις επισκέψεις του Κόνραντ στην Αυστραλία μεταξύ 1879-92. Η πλάκα σημειώνει ότι “Πολλά απ’ τα έργα του αντικατοπτρίζουνε τη στοργή του γι’ αυτή τη νεαρή ήπειρο“.

 6 Στο Σαν Φρανσίσκο το 1979, μια μικρή τριγωνική πλατεία στη Λεωφόρο Κολόμπους και στην οδό Μπιτς, κοντά στο Fisherman’s Wharf, αφιερώθηκε ως Πλατεία Τζόζεφ Κόνραντ. Η αφιέρωση της πλατείας είχε προγραμματιστεί για να συμπέσει με τη κυκλοφορία της ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόππολα, εμπνευσμένη από το Heart of DarknessApocalypse Now. Ο Κόνραντ δεν φαίνεται να έχει επισκεφτεί ποτέ το Σαν Φρανσίσκο.

 7 Στο τελευταίο μέρος του Β’ Παγκ. Πολ., το καταδρομικό HMS Danae του Βασιλικού Ναυτικού επαναβαφτίστηκε ORP Conrad κι υπηρέτησε ως μέρος του Πολωνικού Ναυτικού.

 Ένα εντυπωσιακό πορτραίτο του, στα 46 του, σχεδιάστηκε από τον ιστορικό και ποιητή Χένρι Νιούμπολτ που τονε συνάντησε περίπου το 1903.

 9 Το 1996 ο τάφος του χαρακτηρίστηκε σαν διατηρητέο κτίσμα Βαθμού ΙΙ.

ΡΗΤΑ:

 * Ίσως η ζωή να είναι μόνο αυτό… ένας φόβος κι ένα όνειρο.

 * Γίνεται κουβέντα για ανθρώπους που προδίνουν την πατρίδα τους, τους φίλους τους, την αγαπημένη τους. Πρέπει καταρχήν να υπάρχει μια    ηθική δέσμευση. Το μόνο που μπορεί να προδώσει ένας άνθρωπος είναι η συνείδησή του.

 * Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, περιέργως γεννιούνται ακατάλληλοι για τη μοίρα που τους περιμένει πάνω στη γη.

 * Ο
 εγωισμός που είναι η κινητήρια δύναμη του κόσμου κι ο αλτρουισμός που είναι η ηθική του, αυτά τα 2 αντιφατικά ένστικτα, που το ‘να’είναι τόσο απλό και τ’ άλλο τόσο μυστηριώδες, δε μπορεί να μας εξυπηρετήσει παρά μόνο η ακατανόητη συμμαχία του ασυμβίβαστου ανταγωνισμού τους.

 * Λες κι ο ίδιος ο χρόνος δεν προϋπήρξε της ακινησίας της ζούγκλας κι εκείνης των κατοίκων της, αλλά εφευρέθηκε εισβάλλοντας με τη    παρουσία του λευκού ανθρώπου εντός της.

 * Μόνον η τρέλλα είναι πραγματικά τρομακτική, δεδομένου ότι δεν μπορούμε να τη κατευνάσουμε με απειλές, με πειθώ ή με δωροδοκίες.

 * Η πίστη σε μιαν υπερφυσική προέλευση του κακού είναι περιττή. Οι άνθρωποι από μόνοι τους είναι ικανοί για κάθε διαστροφή.

* Δεν υπάρχει τίποτα πιο δελεαστικό, πιο απομυθοποιητικό και πιο καταναγκαστικό από τη ναυτική ζωή.

* Η αντίληψη της υπερφυσικής καταγωγής του κακού δεν είναι αναγκαία. Ο άνθρωπος είναι απόλυτα ικανός για κάθε κακία.

Καμμιά γυναίκα ποτέ δεν εξαπατείται ολοκληρωτικά!

* Μπορείς να κρίνεις έναν άνθρωπο καλύτερα από τους εχθρούς που έχει παρά από τους φίλους του.

 * Όλα τα επίκτητα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, εκείνα τα υποδόρια στρώματα που ο πολιτισμός επιχωμάτωσε πυρετωδώς ανά τους αιώνες      θα υποχωρήσουν εν μια νυκτί.

 * Είχε καταστραφεί από κάθε άποψη, αλλά ο άνθρωπος που τον διακατέχει ένα μεγάλο πάθος, δεν είναι χρεωκοπημένος στη ζωή.

 * Ήτανε το είδος του ανθρώπου που δεν μπορεί να κάνει τα περισσότερα πράγματα και δεν έχει διάθεση να κάνει τα υπόλοιπα.

 * Είναι αδύνατο ν’ αποκοπείς εντελώς από τους ομοίους σου. Για να ζήσεις στην έρημο πρέπει να είσαι άγιος.

 * Φοβότανε το άγνωστο, όπως όλοι μας κι η άγνοιά της έκανε το άγνωστο άπειρα μεγάλο.

 * Γιατί αν κοιτάξεις στη καρδιά του σκότους, τότε και το σκότος θα κοιτάξει μέσα στη καρδιά σου.

 * Η δύναμή σου είναι απλώς κάτι τυχαίο που οφείλεται στην αδυναμία των άλλων.

ΕΡΓΑ:

Novels
Almayer’s Folly (1895)
An Outcast of the Islands (1896)
The Nigger of the ‘Narcissus’ (1897)
Heart of Darkness (1899)
Lord Jim (1900)
The Inheritors (with Ford Madox Ford) (1901)
Typhoon (1902, begun 1899)
The End of the Tether (written in 1902; collected in Youth, a Narrative and Two Other Stories, 1902)
Romance (with Ford Madox Ford, 1903)
Nostromo (1904)
The Secret Agent (1907)
Under Western Eyes (1911)
Chance (1913)
Victory (1915)
The Shadow Line (1917)
The Arrow of Gold (1919)
The Rescue (1920)
The Nature of a Crime (1923, with Ford Madox Ford)
The Rover (1923)
Suspense (1925; unfinished, published posthumously)
Stories
“The Black Mate”: written, according to Conrad, in 1886; may be counted as his opus double zero; published 1908; posthumously collected in Tales of Hearsay, 1925.
“The Idiots”: Conrad’s truly first short story, which may be counted as his opus zero, was written during his honeymoon (1896), published in The Savoy periodical, 1896, and collected in Tales of Unrest, 1898.
“The Lagoon”: composed 1896; published in Cornhill Magazine, 1897; collected in Tales of Unrest, 1898: “It is the first short story I ever wrote.”
“An Outpost of Progress”: written 1896; published in Cosmopolis, 1897, and collected in Tales of Unrest, 1898: “My next [second] effort in short-story writing”; it shows numerous thematic affinities with Heart of Darkness; in 1906, Conrad described it as his “best story”.
“The Return”: completed early 1897, while writing “Karain”; never published in magazine form; collected in Tales of Unrest, 1898: “[A]ny kind word about ‘The Return’ (and there have been such words said at different times) awakens in me the liveliest gratitude, for I know how much the writing of that fantasy has cost me in sheer toil, in temper, and in disillusion.” Conrad, who suffered while writing this psychological chef-d’oeuvre of introspection, once remarked: “I hate it.”
“Karain: A Memory”: written February–April 1897; published November 1897 in Blackwood’s Magazine and collected in Tales of Unrest, 1898: “my third short story in… order of time”.
“Youth”: written 1898; collected in Youth, a Narrative, and Two Other Stories, 1902
“Falk”: novella / story, written early 1901; collected only in Typhoon and Other Stories, 1903
“Amy Foster”: composed 1901; published in the Illustrated London News, December 1901, and collected in Typhoon and Other Stories, 1903.
“To-morrow”: written early 1902; serialised in The Pall Mall Magazine, 1902, and collected in Typhoon and Other Stories, 1903
“Gaspar Ruiz”: written after Nostromo in 1904–5; published in The Strand Magazine, 1906, and collected in A Set of Six, 1908 (UK), 1915 (US). This story was the only piece of Conrad’s fiction ever adapted by the author for cinema, as Gaspar the Strong Man, 1920.
“An Anarchist”: written late 1905; serialised in Harper’s Magazine, 1906; collected in A Set of Six, 1908 (UK), 1915 (US)
“The Informer”: written before January 1906; published, December 1906, in Harper’s Magazine, and collected in A Set of Six, 1908 (UK), 1915 (US)
“The Brute”: written early 1906; published in The Daily Chronicle, December 1906; collected in A Set of Six, 1908 (UK), 1915 (US)
“The Duel: A Military Story”: serialised in the UK in The Pall Mall Magazine, early 1908, and later that year in the US as “The Point of Honor”, in the periodical Forum; collected in A Set of Six in 1908 and published by Garden City Publishing in 1924. Joseph Fouché makes a cameo appearance.
“Il Conde” (i.e., “Conte” [The Count]): appeared in Cassell’s Magazine (UK), 1908, and Hampton’s (US), 1909; collected in A Set of Six, 1908 (UK), 1915 (US)
“The Secret Sharer”: written December 1909; published in Harper’s Magazine, 1910, and collected in Twixt Land and Sea, 1912
“Prince Roman”: written 1910, published 1911 in The Oxford and Cambridge Review; posthumously collected in Tales of Hearsay, 1925; based on the story of Prince Roman Sanguszko of Poland (1800–81)
“A Smile of Fortune”: a long story, almost a novella, written in mid-1910; published in London Magazine, February 1911; collected in ‘Twixt Land and Sea, 1912
“Freya of the Seven Isles”: a near-novella, written late 1910–early 1911; published in The Metropolitan Magazine and London Magazine, early 1912 and July 1912, respectively; collected in ‘Twixt Land and Sea, 1912
“The Partner”: written 1911; published in Within the Tides, 1915
“The Inn of the Two Witches”: written 1913; published in Within the Tides, 1915
“Because of the Dollars”: written 1914; published in Within the Tides, 1915
“The Planter of Malata”: written 1914; published in Within the Tides, 1915
“The Warrior’s Soul”: written late 1915–early 1916; published in Land and Water, March 1917; collected in Tales of Hearsay, 1925
“The Tale”: Conrad’s only story about World War I; 1916, first published 1917 The Strand Magazine; posthumously in Tales of Hearsay, 1925

Essays
Autocracy and War (1905)
The Mirror of the Sea (collection of autobiographical essays first published in various magazines 1904–06), 1906
A Personal Record (also published as Some Reminiscences), 1912
The First News, 1918
The Lesson of the Collision: A monograph upon the loss of the “Empress of Ireland”, 1919
The Polish Question, 1919
The Shock of War, 1919
Notes on Life and Letters, 1921
Notes on My Books, 1921
Last Essays, edited by Richard Curle, 1926
The Congo Diary and Other Uncollected Pieces, edited by Zdzisław Najder, 1978, ISBN 978-0-385-00771-9

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ:

Cinema
Victory (1919), directed by Maurice Tourneur
Gaspar the Strong Man (1920), adapted by the Conrad from “Gaspar Ruiz”
Lord Jim (1925), directed by Victor Fleming
Niebezpieczny raj (Dangerous Paradise, 1930), a Polish adaptation of Victory
Dangerous Paradise (1930), an adaptation of Victory directed by William Wellman
Sabotage (1936), adapted from Conrad’s The Secret Agent, directed by Alfred Hitchcock
Under Western Eyes (1936), directed by Marc Allégret
Victory (1940), featuring Fredric March
An Outcast of the Islands (1952), directed by Carol Reed and featuring Trevor Howard
Laughing Anne (1953), based on Conrad’s play Laughing Anne.
Lord Jim (1965), directed by Richard Brooks and starring Peter O’Toole
The Rover (1967), adaptation of the novel The Rover (1923), directed by Terence Young, featuring Anthony Quinn
La ligne d’ombre (1973), a TV adaptation of The Shadow Line by Georges Franju
Smuga cienia (The Shadow Line, 1976), a Polish-British adaptation of The Shadow Line, directed by Andrzej Wajda
The Duellists (1977), an adaptation by Ridley Scott of “The Duel”
Naufragio (1977), a Mexican adaptation of “To-morrow” directed by Jaime Humberto Hermosillo
Apocalypse Now (1979), by Francis Ford Coppola, adapted from Heart of Darkness
Un reietto delle isole (1980), by Giorgio Moser, an Italian adaptation of An Outcast of the Islands, starring Maria Carta
Victory (1995), adapted by director Mark Peploe from the novel
The Secret Agent (1996), starring Bob Hoskins, Patricia Arquette and Gérard Depardieu
Swept from the Sea (1997), an adaptation of “Amy Foster” directed by Beeban Kidron
Gabrielle (2005) directed by Patrice Chéreau. Adaptation of the short story “The Return”, starring Isabelle Huppert and Pascal Greggory.
Hanyut (2011), a Malaysian adaptation of Almayer’s Folly
Almayer’s Folly (2011), directed by Chantal Akerman
Secret Sharer (2014), inspired by “The Secret Sharer”, directed by Peter Fudakowski
The Young One (2016), an adaptation of the short story “Youth”, directed by Julien Samani
An Outpost of Progress (2016), an adaptation of the short story “An Outpost of Progress”, directed by Hugo Vieira da Silva

Television
Heart of Darkness (1958), a CBS 90-minute loose adaption on the anthology show Playhouse 90, starring Roddy McDowall, Boris Karloff, and Eartha Kitt
The Secret Agent (1992 TV series) and The Secret Agent (2016 TV series), BBC TV series adapted from the novel The Secret Agent
Heart of Darkness (1993) a TNT feature-length adaptation, directed by Nicolas Roeg, starring John Malkovich and Tim Roth; also released on VHS and DVD
Nostromo (1997), a BBC TV adaptation, co-produced with Italian and Spanish TV networks and WGBH Boston

Operas
Heart of Darkness (2011), a chamber opera in one act by Tarik O’Regan, with an English-language libretto by artist Tom Phillips.

Orchestral works
Suite from Heart of Darkness (2013) for orchestra and narrator by Tarik O’Regan, extrapolated from the 2011 opera of the same name.

Video games
Spec Ops: The Line (2012) by Yager Development, inspired by Heart of Darkness.

========================

Ποίημα από το Ο Νέγρος Του “Νάρκισσος”

Το ταξίδι της επιστροφής
είχε αρχίσει
και το πλοίο,
ένα κομμάτι αποσπασμένο
απ’ τη στεριά,
ταξίδευε ολομόναχο και γοργό,
σα μικρός πλανήτης.

Ολόγυρά του,
οι άβυσσοι του ουρανού
και της θάλασσας,
συναντιόντουσαν
σ’ έν ανύπαρκτο σύνορο.

Μια μεγάλη κυκλική μοναξιά
ταξίδευε μαζί του,
αλλάζοντας διαρκώς
και μένοντας συνεχώς η ίδια,
πάντα μονότονη
και πάντα επιβλητική.

Η σεπτή μοναξιά
της πορείας του,
πρόσφερε αξιοπρέπεια
στο ευτελές κίνητρο
του προσκυνήματός του.

Προχωρούσε αφρίζοντας
προς το νοτιά,
λες και το οδηγούσε
η απαντοχή
ενός ύψιστου σκοπού.

Η χαμογελαστή
μεγαλωσύνη της θάλασσας,
συνέθλιβε
την έκταση του χρόνου.

Οι μέρες τρέχαν βιαστικά
η μια πίσ’ απ’ την άλλη,
φωτεινές και γοργές,
σαν τις αναλαμπές του φάρου
κι οι νύχτες άπραγες
και σύντομες,
μοιάζαν μ’ όνειρα
που προσπερνούν
ορμητικά και σιωπηλά.

Ίσως η ζωή
να ‘ναι μόνον αυτά:
ένας φόβος κι ένα όνειρο…
_________________________________________

                                         Ο Κόμης
Vedi Napoli e poi mori1

     Τη πρώτη φορά που πιάσαμε κουβέντα ήτανε στο εθνικό μουσείο στη Νάπολι, στις αίθουσες του ισογείου που περιέχουν τη πασίγνωστη συλλογή μπρούντζινων αγαλμάτων από το Ηράκλειο2 και τη Πομπηία: αυτή τη περίφημη κληρονομιά αρχαίας τέχνης που η εξευγενισμένη τελειότητα έχει διατηρηθεί για λογαριασμό μας χάρη στη καταστροφική οργή ενός ηφαιστείου.
     Μου απηύθυνε πρώτος το λόγο, μπρος στον ονομαστό Αναπαυόμενο Ερμή, που παρατηρούσαμε πλάι-πλάι. Έκανε κάποιο εύστοχο σχόλιο σχετικά με αυτό το καθ’ όλα θαυμάσιο κομμάτι. Τίποτα το βαθυστόχαστο. Το γούστο του ήταν φυσικό μάλλον, παρά καλλιεργημένο. Είχε προφανώς δει πολλά υπέροχα πράγματα στη ζωή του και μπορούσε να τα εκτιμήσει: δε χρησιμοποιούσε όμως την ακατάληπτη γλώσσα του ερασιτέχνη ειδήμονα ή του τεχνοκρίτη, αυτής της μισητής φάρας ανθρώπων. Μιλούσε σαν ένας αρκετά ευφυής κοσμοπολίτης, σαν ένας εντελώς ανεπιτήδευτος τζέντλεμαν.
     Γνωριζόμασταν εξ όψεως αρκετές ημέρες. Μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο ένα καλό μα όχι ιδιαίτερα εκσυγχρονισμένο ξενοδοχείο όπου τον είχα προσέξει στον προθάλαμο να μπαινοβγαίνει. Έκρινα πως ήταν ένας παλιός και καλός πελάτης. Η υπόκλιση του ξενοδόχου ήταν εγκάρδια από σεβασμό στο πρόσωπό του κι αυτός φαινόταν να το αναγνωρίζει εκφράζοντας την ευαρέσκειά του. Για το υπηρετικό προσωπικό ήταν ο Κόμης II Conde. Κάποτε έγινα μάρτυρας της αναταραχής που δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας ανδρικής ομπρέλας μιας απ’ αυτές τις κίτρινες μεταξωτές ομπρέλες με τη λευκή φόδρα που βρήκαν οι σερβιτόροι ξεχασμένη έξω από την είσοδο του εστιατορίου. Ο πορτιέρης με τα χρυσά σιρίτια την αναγνώρισε και τον άκουσα να δίνει εντολή σ’ ένα από τα παιδιά του ασανσέρ, να τρέξει να προλάβει τον κόμη και να του τη δώσει. Ίσως ήταν ο μοναδικός κόμης που έμενε εκεί ή πιθανώς, είχε την τιμητική διάκριση να είναι ο κατεξοχήν κόμης, τίτλος που του απονεμήθηκε λόγω της διαρκούς προτίμησής του για το ξενοδοχείο αυτό.
     Έχοντας μιλήσει μαζί του στο μουσείο μετά μου ‘χε εκφράσει την αποστροφή του για τις προτομές και τ’ αγάλματα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην αίθουσα των μαρμάρων: τα πρόσωπά τους ήταν υπερβολικά υπεροπτικά, υπερβολικά τονισμένα κατά τη γνώμη του έχοντας λοιπόν ήδη μιλήσει μαζί του το πρωί, δεν ένιωσα πως ενοχλούσα με την παρουσία μου όταν το ίδιο βράδυ, βρίσκοντας το εστιατόριο γεμάτο κόσμο, του πρότεινα να μοιραστώ το τραπέζι του. Κρίνοντας από το φινετσάτο τρόπο της συγκατάθεσής του, ούτε αυτός ένιωσε ενοχλημένος. Το χαμόγελό του ήταν πολύ ελκυστικό.
     Επαιρνε το δείπνο του φορώντας ένα βραδυνό γιλέκο κι ένα σμόκιν (ο ίδιος το αποκαλούσε έτσι) με μαύρη γραβάτα. Όλα πολύ καλοpραμμένα, όχι καινούργια όπως άλλωστε πρέπει να είναι αυτά τα ρούχα. Ήταν πρωί-βράδυ ντυμένος άψογα. Δεν έχω τη παραμικρή αμφιβολία πως ολόκληρη η ζωή του υπήρξε άψογη, οργανωμένη και καθωσπρέπει, αδιατάρακτη από εντυπωσιακά γεγονότα. Ο τρόπος που χτένιζε στο αγέρωχο μέτωπο τα λευκά του μαλλιά προς τα πίσω, του έδινε τον αέρα ενός ιδεαλιστή, ενός ευφάνταστου ανθρώπου. Το λευκό του μουστάκι, πλούσιο μα προσεκτικά επιμελημένο, είχε μια ευχάριστη χρυσοκίτρινη απόχρωση στο μέσον. Η αμυδρή μυρωδιά κάποιου φίνου αρώματος και αυτή των ακριβών πούρων (η τελευταία απ’ όλες τις ασυνήθιστες μυρωδιές που περιμένει κανείς να συναντήσει στην Ιταλία), υπέπεσαν αμέσως στην αντίληψή μου στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Τα μάτια του ήταν αυτά που πρόδιδαν κυρίως την ηλικία του. Ήταν λίγο κουρασμένα και. τα βλέφαρα ζαρωμένα. Θα πρέπει να ήταν εξήντα ή λίγο παραπάνω. Κι ήταν ομιλητικός. Δε θα έλεγα φλύαρος οπωσδήποτε όμως διαχυτικός.
     Είχε δοκιμάσει διάφορα κλίματα: της Αμπατσία, της Ριβιέρα κι αλλού, μου είπε’ το μοναδικό όμως που του ταίριαζε ήταν αυτό του κόλπου της Νάπολi. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι οι οποίοι, μου επεσήμανε, υπήρξαν άνθρωποι έμπειροι στην τέχνη του ευ ζην, ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν όταν έχτιζαν τις επαύλεις τους σ’ αυτές εδώ τις ακτές, στο Μπαϊγέ, στο Βίκο και στο Κάπρι. Ερχόντουσαν εδώ κάτω σε αναζήτηση καλής υγείας, φέρνοντας μαζί τους ολόκληρες κουστωδίες από μίμους και μουσικούς προκειμένου να διασκεδάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Θεωρούσε επίσης πιθανότατο πως οι Ρωμαίοι των ανώτερων τάξεων είχαν μιαν ιδιαίτερη προδιάθεση στις ρευματικές παθήσεις. Ήταν η μοναδική προσωπική γνώμη που τον άκουσα να εκφράζει. Δε βασιζόταν σε κάποια ιδιαίτερη πολυμάθεια. Δεν ήξερε πιο πολλά για τους Ρωμαίους απ’ όσα περιμένουμε συνήθως να γνωρίζει ένας μέσος πληροφορημένος κοσμοπολίτης. Μιλούσε άλλωστε από προσωπική εμπειρία. Υπέφερε και ο ίδιος από μια οδυνηρή και επικίνδυνη ρευματική ασθένεια ώσπου βρήκε ανακούφιση στο συγκεκριμένο ετούτο μέρος της Νότιας Ευρώπης.
     Αυτό συνέβη πριν τρία χρόνια κι από τότε κατέλυε στις ακτές του Κόλπου, είτε σε ένα από τα ξενοδοχεία στο Σορέντο, είτε νοίκιαζε κάποια μικρή βίλα στο Κάπρι. Είχε ένα πιάνο, μερικά βιβλία και έκανε περιστασιακές γνωριμίες μιας μέρας, μιας εβδομάδας ή ενός μήνα ανάμεσα στο χείμαρρο των ταξιδιωτών απ’ όλη την Ευρώπη. Μπορεί κανείς να τον φανταστεί να κάνει τον περίπατό του στους δρόμους και τα σοκάκια και να γίνεται γνωστός σε ζητιάνους, μαγαζάτορες, παιδιά, στον κόσμο της επαρχίας να συνομιλεί φιλικά πάνω από μια μάντρα με τους contadini τους χωριάτες και κατόπιν να επιστρέφει στα διαμερίσματά του ή στη βίλα για να καθίσει μπροστά στο πιάνο, με τα άσπρα του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και το πλούσιο περιποιημένο του μουστάκι, “Να παίξω λιγάκι μουσική για το κέφι μου” έλεγε. Και φυσικά, για αλλαγή, η Νάπολη ήταν κοντά ζωή, κίνηση, κέφι, όπερα. Λίγη διασκέδαση έλεγε, είναι απαραίτητη για την υγεία. Για να πούμε την αλήθεια, μίμοι και μουσικοί. Αντίθετα όμως από τους μεγιστάνες της αρχαίας Ρώμης, δεν είχε υποθέσεις στην πόλη που να τον καλούν μακριά από αυτές τις μετρημένες απολαύσεις. Για την ακρίβεια, δεν είχε καθόλου υποθέσεις. Πιθανότατα να μην είχε ποτέ στη ζωή του σοβαρές υποθέσεις να φροντίσει. Ζούσε μια καλοσυνάτη ζωή με τις χαρές και τις λύπες της να ρυθμίζονται από την πορεία της φύσης γάμοι, γεννήσεις, θάνατοι να διέπονται από τα έθιμα που επικρατούσαν στην καλή κοινωνία και προστατεύονταν από τους θεσμούς του κράτους.
     Ήτανε χήρος αλλά κάθε Ιούλιο-Αύγουστο έπαιρνε το θάρρος να διασχίσει τις Άλπεις για έξι εβδομάδες προκειμένου να επισκεφτεί τη παντρεμένη του κόρη. Μου είπε το όνομά της. Ήταν μιας πολύ αριστοκρατικής οικογένειας. Είχε έναν πύργο στη Βοημία νομίζω. Αυτό είναι το πιο κοντινό σημείο που έφθασα ποτέ για να εξακριβώσω την εθνικότητά του. Το περίεργο είναι πως δεν ανέφερε ποτέ το όνομά του. Ίσως σκέφθηκε πως το είχα δει στον αναρτημένο κατάλογο με τους επισκέπτες του ξενοδοχείου. Η αλήθεια είναι πως δεν τον κοίταξα ποτέ. Όπως και να ‘χει, ήταν ένας καλός Ευρωπαίος μιλούσε τέσσερις γλώσσες απ’ όσο μπορώ να ξέρω και με περιουσία, όχι μεγάλη προφανώς, αλλά σίγουρα σημαντική. Φαντάζομαι πως το να ‘ναι κανείς υπερβολικά πλούσιος θα του φαινόταν ανάρμοστο, εντελώς κραυγαλέο. Επιπλέον ήταν φανερό πως η περιουσία του δεν ήταν δικό του δημιούργημα. Το να κάνει κάποιος περιουσία δεν επιτυγχάνεται χωρίς λίγη τραχύτητα. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Κι ο κόμης ήταν υπερβολικά καλωσυνάτος για τέτοιου είδους προστριβές. Στη διάρκεια της κουβέντας μας, ανέφερε αρκετές φορές τα κτήματά του, σε σχέση με αυτή την επώδυνη ρευματική πάθηση που τον ανησυχούσε. Κάποια χρονιά, που έμεινε απερίσκεπτα πέρα από τις Αλπεις ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, είχε κρεβατωθεί για τρεις ολόκληρους μήνες σε κείνο το μοναχικό εξοχικό χωρίς άλλη συντροφιά έκτος από τον καμαριέρη του και το ζευγάρι που πρόσεχε το σπίτι και τονε φρόντιζε. Κι αυτό επειδή, όπως το έθεσε, “δεν ήταν εγκατεστημένος εκεί κανονικά”. Είχε πάει μονάχα για δυο μέρες προκειμένου να μιλήσει με τον κτηματομεσίτη του. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην είναι ποτέ ξανά τόσο απρόσεκτος στο μέλλον. Οι πρώτες εβδομάδες του Σεπτέμβρη θα τον εύρισκαν πάντοτε στις ακτές του πολυαγαπημένου του κόλπου.
     Ταξιδεύοντας συναντά κανείς συχνά τέτοιους μοναχικούς ανθρώπους, η μοναδική ενασχόληση των οποίων είναι να περιμένουν το αναπόφευκτο. Θάνατοι και γάμοι έχουν δημιουργήσει μοναξιά γύρω τους και δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις για τις προσπάθειές τους να κάνουν την αναμονή αυτή όσο πιο ευχάριστη γίνεται. Οπως μου είπε ο ίδιος, “Στην ηλικία μου, η απαλλαγή από το σωματικό πόνο είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό ζήτημα”.
Μη φανταστείτε πως ο κόμης ήταν ένας κουραστικός υποχόνδριος. Είχε υπερβολικά καλή ανατροφή για να γίνεται ενοχλητικός. Είχε τη τάση να προσέχει τις μικρές αδυναμίες των ανθρώπων, μα το έκανε με καλωσύνη. Ήταν ένας ξεκούραστος, απλός κι ευχάριστος σύντροφος για κείνες τις ώρες μεταξύ δείπνου και νυχτερινής κατάκλισης. Περάσαμε τρεις βραδιές μαζί και μετά χρειάστηκε να φύγω από τη Νάπολι βιαστικά προκειμένου να δω ένα φίλο που είχε αρρωστήσει σοβαρά στη Ταορμίνα. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, ο Conde, ήρθε μέχρι το σταθμό για να με ξεπροβοδίσει. Ήμουν κάπως ταραγμένος, και το γεγονός πως ήταν αργόσχολος δεν τον εμπόδιζε ποτέ να ‘χει φιλική διάθεση. Δεν ήταν σε καμμία περίπτωση νωθρός άνθρωπος.
     Περπάταγε μπροστά κοιτάζοντας μες στα βαγόνια, ψάχνοντας για μια καλή θέση για μένα κι έμεινε να μου μιλά καλόκεφα από το παράθυρο του τραίνου. Ανακοίνωσε πως θα του έλειπε πολύ η παρέα μου κείνο το βράδυ κι εξέφρασε τη πρόθεσή του να παρακολουθήσει την ορχήστρα στο δημόσιο κήπο μετά το δείπνο, στη Βίλλα Νατσιονάλε. Θα διασκέδαζε ακούγοντας υπέροχη μουσική, παρατηρώντας τη καλή κοινωνία. Θα ‘χε ως συνήθως πολύ κόσμο. Είναι σαν να τον βλέπω τώρα. Το ανυψωμένο πρόσωπο με το φιλικό χαμόγελο κάτω από το πλούσιο μουστάκι και τα καλωσυνάτα, κουρασμένα μάτια του. Όπως το τρένο ξεκινούσε σιγά σιγά, με χαιρέτησε σε δυο γλώσσες. Πρώτα λέγοντας καλό ταξίδι, ύστερα, στα πολύ καλά, αν και κάπως επιτηδευμένα αγγλικά του, δίνοντάς μου κουράγιο επειδή έβλεπε την ανησυχία μου:
 -“Κι όμως“, μου είπε, “όλα θα πάνε καλά“!
     Η ασθένεια του φίλου μου πήρε αποφασιστικά ευχάριστη τροπή, κι εγώ επέστρεψα στη Νάπολi τη δέκατη μέρα. Δεν μπορώ να πω πως σκεφτόμουν ιδιαίτερα τον Κόντε στη διάρκεια της απουσίας μου, αλλά μπαίνοντας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, τον αναζήτησα στη συνηθισμένη του θέση. Πίστευα πως ίσως είχε επιστρέψει στο Σορέντο. Στο πιάνο, στα βιβλία και στο ψάρεμά του. Είχε γίνει καλός φίλος με όλους τους βαρκάρηδες και ψάρευε πολύ με πετονιά από βάρκα. Όμως ξεχώρισα το λευκό του κεφάλι ανάμεσα σε ένα πλήθος από κεφάλια κι ακόμη κι από μακρυά, πρόσεξα κάτι το ασυνήθιστο στη στάση του. Αντί να κάθεται ευθυτενής, κοιτάζοντας τριγύρω με κείνη τη χαρακτηριστική άγρυπνη φινέτσα, είχε γείρει πάνω απ’ το πιάτο του. Κάθισα απέναντί του αρκετή ώρα πριν σηκώσει το βλέμμα’ λιγάκι αγριεμένα, αν μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω μια τόσο δυνατή λέξη σε σχέση με τη συνηθισμένη εμφάνισή του.
 -“Ααα, τον αγαπητό μου κύριο! Εσείς είστε;” με χαιρέτησε. “Ελπίζω, όλα να πηγαίνουν καλά“.
     Ήταν ευγενέστατος όταν μιλούσε για το φίλο μου. Βέβαια, ήταν πάντα ευγενικός, με κείνη τη καλωσύνη των ανθρώπων που οι καρδιές τους είναι γνήσια σπλαγχνικές. Αυτή τη φορά όμως φάνηκε να το κάνει με κόπο. Η απόπειρα για κουβέντα περί ανέμων κι υδάτων έγινε ανιαρή. Μου φάνηκε πως μπορεί να ήταν αδιάθετος. Προτού όμως εκφράσω την ανησυχία μου, μουρμούρισε:
 -“Απόψε με βρίσκετε πολύ θλιμμένο“.
 -“Λυπούμαι γι’ αυτό“, είπα. “Ελπίζω να μην είχατε κάποια άσχημα νέα“; Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους μου να ενδιαφερθώ. Οχι. Δεν ήταν αυτό. Δόξα τω Θεώ, όχι άσχημα νέα. Κι έμεινε ακίνητος σαν να κρατούσε την αναπνοή του. Ύστερα, σκύβοντας λίγο μπρος και μ’ ένα παράξενο τόνο στη φωνή του που πρόδιδε συγχρόνως αμηχανία και φόβο, μου εκμυστηρεύθηκε:
 -“Η αλήθεια είναι πως είχα μια πολύ μια πολύ πώς να το πω; Απαίσια περιπέτεια“.
     Η ενέργεια που έκρυβε μέσα του το επίθετο αυτό ήταν επαρκώς τρομακτική προφερόμενη από έναν άνθρωπο μετρημένο και με λεξιλόγιο χαμηλών τόνων. Η λέξη “δυσάρεστη”, νομίζω πως θα είχε χαρακτηρίσει τέλεια τη χειρότερη εμπειρία που θα μπορούσε να βιώσει ένας άνθρωπος της τάξης του. Περιπέτεια! Απίστευτο! Είναι όμως στην ανθρώπινη φύση να πιστεύει το χειρότερο, ομολογώ πως τον κοίταξα κλεφτά κι αναρωτήθηκα τί να ‘χε σκαρώσει άραγε. Σ’ ένα λεπτό βέβαια, οι ποταπές υποψίες μου εξαφανίστηκαν. Υπήρχε μια θεμελιώδης λεπτότητα στη φύση αυτού του ανθρώπου που μ’ έκανε ν’ απορρίψω κάθε ιδέα για κάποιο λίγο ή πολύ ανάρμοστο μπλέξιμό του.
 -“Είναι πολύ σοβαρό. Πολύ σοβαρό“, συνέχισε νευρικά. “Θα σας εξηγήσω μετά το δείπνο, αν μου επιτρέψετε“.
     Εξέφρασα την απόλυτη συναίνεσή μου με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού, τίποτα περισσότερο. Ήθελα να ξέρει πως δε θα επέμενα εάν άλλαζε γνώμη αργότερα. Μιλήσαμε για διάφορα ασήμαντα πράγματα αλλά με κάποια δυσκολία, εντελώς αντίθετη με τις προηγούμενες άνετες, κουτσομπολίστικες συζητήσεις μας. Πρόσεξα πως το χέρι του έτρεμε ελαφρά καθώς έφερνε το ψωμί στο στόμα. Το σημάδι αυτό σε σχέση με την αντίληψη που ‘χα σχηματίσει για τον άνδρα, δεν ήταν λιγότερο αιφνιδιαστικό. Στο καπνιστήριο δε δίστασε καθόλου. Με το που πήραμε τις συνηθισμένες θέσεις, έγειρε πλάγια πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια με ειλικρίνεια.
 -“Θυμάστε“, άρχισε, “τη μέρα που φύγατε; Σας είχα πει τότε ότι θα πήγαινα στη Βίλλα Νατσιονάλε το βράδυ να ακούσω λίγη μουσική“. Θυμόμουν. Το καλοφτιαγμένο ηλικιωμένο πρόσωπο, τόσο φρέσκο για την ηλικία του, ασημάδευτο από οποιαδήποτε επίπονη εμπειρία, μου φάνηκε για μια στιγμή καταβεβλημένο. Σαν να πέρασε κάποια σκιά από πάνω του. Ανταποδίδοντας τη σταθερή του ματιά, ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου. Ήταν συστηματικά λεπτομερέστατος στην αφήγησή του, απλώς και μόνο, νομίζω, για να μην αφήσει να τον καταβάλει η ταραχή. Αφού έφυγε από το σταθμό, πήρε ένα παγωτό και διάβασε την εφημερίδα του σ’ ένα καφέ. Κατόπιν επέστρεψε στο ξενοδοχείο, ντύθηκε για το δείπνο κι έφαγε με πολύ καλή διάθεση. Μετά το δείπνο, παρέμεινε για λίγο στη σάλα (υπήρχαν τραπέζια και καρέκλες εκεί) καπνίζοντας ένα πούρο. Κουβέντιασε με το κοριτσάκι του πρώτου τενόρου του θεάτρου Σαν Κάρλο και αντάλλαξε λίγες λέξεις με αυτή την “αξιαγάπητη κυρία”, τη σύζυγο του τενόρου. Δεν είχε παράσταση εκείνο το βράδυ και ο τενόρος με την οικογένειά του θα πήγαινε στη Βίλλα. Βγήκαν από το ξενοδοχείο. Πολύ καλά ως εδώ.
Την ώρα που ακολούθησε το παράδειγμά τους ήταν ήδη εννέα και μισή θυμήθηκε πως είχε ένα μάλλον μεγάλο ποσό στο πορτοφόλι του. Πήγε κατά συνέπεια στο γραφείο του λογιστή του ξενοδοχείου και κατέθεσε το μεγαλύτερο μέρος για ασφαλή φύλαξη. Αφού το έκανε, πήρε μια “καροτσέλλα” και κατευθύνθηκε προς την ακτή. Βγήκε από την άμαξα και εισήλθε στη Βίλλα με τα πόδια από τη πλευρά του Λάργκο ντι Βιττόρια. Με κοίταξε κατάματα. Κατάλαβα τότε πράγματι πόσο ευαίσθητος άνθρωπος ήταν. Κάθε μικρή λεπτομέρεια και γεγονός της βραδυάς είχε εντυπωθεί στη μνήμη του, φορτισμένο με μυστικιστική σημασία. Το γεγονός ότι δε μου ανέφερε το χρώμα του αλόγου που τραβούσε τη καροτσέλλα καθώς και το παρουσιαστικό του αμαξά, ήταν μια απλή παράλειψη που προήλθε από τη ταραχή του που όμως συγκρατούσε ανδροπρεπώς.
     Είχε, λοιπόν, εισέλθει στη Βίλλα Νατσιονάλε από τη πλευρά του Λάργκο ντι Βιττόρια. Η Βίλλα είναι ένας δημόσιος χώρος αναψυχής διακοσμημένος με πράσινο, θάμνους και παρτέρια με λουλούδια που εκτείνεται ανάμεσα στα σπίτια της Ριβιέρα ντι Γκιάϊα και την ακτή του Κόλπου. Δενδροστοιχίες, λίγο πολύ παράλληλες, απλώνονται σε όλο της το μήκος γεγονός που δεν είναι διόλου ευκατας^ρόνητο. Στο πλάι της Ριβιέρα ντε Γκιάϊα, τα ηλεκτρικά τραμ περνούν κοντά στα κιγκλιδώματα. Ανάμεσα στον κήπο και τη θάλασσα είναι το σημείο όπου γίνεται ο περίπατος. Ένας πλατύς δρόμος που συνορεύει με μια χαμηλή μάντρα, πέρα από την οποία παφλάζει η Μεσόγειος με ένα ελαφρό μουρμούρισμα όταν ο καιρός είναι καλός.
     Καθώς η ζωή στη Νάπολι συνεχίζεται ως αργά το βράδυ, ο πλατύς δρόμος ήτανε γεμάτος ζωή μ’ ένα λαμπρό πλήθος από φανάρια αμαξιών να κινούνται σε ζευγάρια, κάποια απ’ αυτά να γλυστρούν αργά, άλλα να τρέχουν γοργά κάτω από τη λεπτή, ακίνητη σειρά των ηλεκτρικών λαμπτήρων που καθορίζουν τη παραλία. Κι ένα λαμπερό πλήθος από αστέρια να κρέμεται πάνω από τη γη που βουίζει από φωνές, είναι φορτωμένη με σπίτια και σπινθηροβολεί από τα φώτα και πέρα, οι σιωπηλές επίπεδες σκιές της θάλασσας. Οι ίδιοι οι κήποι δεν είναι καλά φωτισμένοι. Ο φίλος μας κατευθύνθηκε μπρος, μες στο ζεστό ημίφως, με τα μάτια καρφωμένα σε κάποιο μακρυνό φωτεινό σημείο που εκτεινόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της Βίλλας, λες κι ο αέρας εκεί ακτινοβολούσε με ένα δικό του ψυχρό, γαλαζωπό και εκτυφλωτικό φως. Αυτό το μαγικό σημείο, κρυμμένο πίσω από τους σκοτεινούς κορμούς των δέντρων και τους όγκους του μελανού φυλλώματος, απέπνεε ήχους γλυκούς ανακατεμένους με ξεσπάσματα από βρυχηθμούς πνευστών οργάνων, ξαφνικούς κρότους κυμβάλων και βαρείς δονούμενους γδούπους.
     Καθώς προχωρούσε, όλοι αυτοί οι ήχοι συνδυάστηκαν μαζί σ’ ένα κομμάτι εξαίσιας μουσικής που οι αρμονικές φράσεις υπερίσχυαν με πειστικό τρόπο μες στο απέραντο, άτακτο μουρμουρητό φωνών και ποδιών που σέρνονταν πάνω στον ανοιχτό χαλικοστρωμένο χώρο. Ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων λουζόταν στο ηλεκτρικό φως, σαν να ‘πεφτε πάνω στα κεφάλια τους έν αραιό κι ακτινοβόλο υγρό από τους φωτεινούς λαμπτήρες και στροβιλίζονταν κατά εκατοντάδες γύρω από την ορχήστρα. Εκατοντάδες άλλοι, κάθονταν στα καθίσματα σε λίγο πολύ ομόκεντρους κύκλους, δεχόμενοι με αποφασιστικότητα τα ισχυρά κύματα του πλούσιου ήχου που χάνονταν μέσα στο σκοτάδι. Ο κόμης κατάφερε να περάσει μέσα από το πλήθος, παρασύρθηκε απ’ αυτό σε μια γαλήνια απόλαυση, ακούγοντας και κοιτάζοντας διάφορα πρόσωπα. Όλοι τους, άνθρωποι της καλής κοινωνίας: μητέρες με τις κόρες τους, γονείς και παιδιά, νεαροί και νεαρές που μιλούσαν, χαμογελούσαν και έγνεφαν ο ένας στον άλλον. Πάμπολλα όμορφα πρόσωπα και άλλες τόσες όμορφες τουαλέτες. Υπήρχαν βεβαίως διάφοροι τύποι ανθρώπων: φιγουράτοι ηλικιωμένοι με άσπρα μουστάκια, χοντροί, λεπτοί, ένστολοι αξιωματικοίμα ο τύπος που υπερίσχυε, μου είπε, ήταν ο τύπος του νεαρού Ιταλού από το Νότο, με κείνον τον άχρωμο, καθαρό τύπο δέρματος, κόκκινα χείλη, κατάμαυρο μουστακάκι κι εκείνα τα υγρά μαύρα μάτια, που είχαν μια τρομερή ικανότητα στο να στραβοκοιτάζατε και στο να ρίχνουν βλοσυρές ματιές.
     Αφού αποσύρθηκε απ’ το πλήθος ο κόμης, μοιράστηκε ένα μικρό τραπέζι μπρος σ’ ένα καφέ ακριβώς μ’ ένα τέτοιο νεαρό. Ο φίλος μας παρήγγειλε λεμονάδα. Ο νεαρός καθότανε κακόκεφα μ’ ένα άδειο ποτήρι. Για μια στιγμή σήκωσε τη ματιά του ψηλά, κι ύστερα την έριξε πάλι. Έγειρε και το καπέλο του μπρος. Να, έτσι ο κόμης έκανε τη χειρονομία κάποιου που τραβά το καπέλο χαμηλά, πάνω από τα φρύδια και συνέχισε:  – -“Σκέφτηκα τότε: είναι θλιμμένος, κάτι πρέπει να του συμβαίνει. Οι νέοι έχουν τα δικά τους προβλήματα. Δεν θα του δώσω παραπάνω σημασία, φυσικά. Πληρώνω για τη λεμονάδα μου και φεύγω“.
     Περπατώντας άσκοπα στη περιοχή γύρω από την ορχήστρα, νομίζει πως είδε δυο φορές το νεαρό άνδρα να περιπλανιέται μόνος στο πλήθος. Κάποια στιγμή οι ματιές τους συναντήθηκαν. Πρέπει να ήταν ο ίδιος νεαρός, μα υπήρχαν τόσοι πολλοί εκεί που ανήκαν στον ίδιο τύπο, -δεν μπορούσε να ‘ναι σίγουρος. Εκτός αυτού, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ο νεαρός, πέρα από την εντύπωση που του ‘χε κάνει η έντονη δυσαρέσκεια στο πρόσωπό του μια δυσαρέσκεια γεμάτη οργή. Σύντομα, κουρασμένος από την αίσθηση περιορισμού που νιώθει κανείς ανάμεσα στο πλήθος, ο κόμης άνοιξε δρόμο σιγά σιγά μακριά από την ορχήστρα. Ένα δρομάκι, πολύ σκοτεινό σε αντίθεση με τον ανοιχτό χώρο, τον προσκάλεσε χαρωπά, υποσχόμενο μοναξιά και δροσιά. Ξεκίνησε να περπατά αργά ώσπου ο ήχος της μουσικής άρχισε να εξασθενίζει αισθητά πια. Κατόπιν γύρισε πίσω κι έκανε μεταβολή άλλη μια φορά. Το ‘κανε αυτό αρκετές φορές πριν αντιληφθεί ότι κάποιος καθόταν σ’ ένα από τα παγκάκια. Το σημείο βρισκόταν μεταξύ δυο στύλων του ηλεκτρικού και το φως ήταν αμυδρό. Ο άντρας ξάπλωνε νωχελικά στη γωνία του καθίσματος με τα πόδια απλωμένα. Είχε διπλώσει τα χέρια του και το κεφάλι του έγερνε πάνω στο στήθος. Δεν κουνιόταν καθόλου λες και τον είχε πάρει ο ύπνος εκεί. Όμως, την επόμενη φορά που ο κόμης πέρασε από μπρος του, ο άντρας είχε αλλάξει στάση. Τώρα καθόταν γέρνοντας προς τα μπρος. Στήριζε τους αγκώνες στα γόνατα κι έστριβε ένα τσιγάρο. Δε σήκωσε τα μάτια του ούτε στιγμή.
     Ο κόμης συνέχισε τη βόλτα του μακρυά από την ορχήστρα. Γύρισε αργά, είπε. Τον φαντάζομαι να απολαμβάνει πλήρως τον περίπατο με τη συνηθισμένη του ηρεμία, μες στη γλυκειά νύχτα του Νότου και τους ήχους της μουσικής όπως μαλάκωναν απολαυστικά λίγο μακρύτερα. Σε λίγο, πλησίασε τον άνδρα στο παγκάκι για τρίτη φορά, ήταν ακόμη γερμένος με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα. Η στάση του φανέρωνε θλίψη. Στο ημίφως του δρόμου, το κολλάρο κι οι μανσέτες του άγνωστου δημιουργούσαν μικρές βούλες έντονου λευκού χρώματος. Ο κόμης είπε πως πρόσεξε τον άγνωστο να σηκώνεται απότομα σαν να ετοιμαζόταν να φύγει, όμως πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσει, ο άντρας στεκόταν μπρος του ζητώντας με σιγανή κι ευγενική φωνή αν ο signore είχε τη καλωσύνη να του προσφέρει φωτιά. Ο κόμης ανταποκρίθηκε με ένα ευγενικό “Βεβαίως”, και κατέβασε τα χέρια του με τη πρόθεση να ψάξει τις τσέπες του παντελονιού του για σπίρτα.
 -“Κατέβασα τα χέρια μου“, είπε, “αλλά δε πρόλαβα να ψάξω. Ένιωσα μια πίεση εκεί…” Έβαλε το δάχτυλο στο σημείο κάτω από το στέρνο, το σημείο ακριβώς του σώματος απ’ όπου ένας Ιάπωνας ευγενής θα άρχιζε τη διαδικασία του Χάρα-κίρι, μια μορφή αυτοκτονίας, δηλαδή, που ακολουθεί την ατίμωση ύστερα από μια αφόρητη προσβολή εις βάρος των λεπτών του αισθημάτων. “Κοιτάζω χαμηλά“, συνέχισε έντρομος ο κόμης, “και τί να δω! Ένα μαχαίρι! Ένα μακρύ μαχαίρι…
 -“Δεν είναι δυνατόν“, αναφώνησα κατάπληκτος, “θέλετε να πείτε ότι σας λήστεψαν έτσι, στη Βίλλα, στις δέκα και μισή το βράδυ, δυο βήματα από χιλιάδες ανθρώπους“!
     Κούνησε το κεφάλι αρκετές φορές, κοιτώντας με στα μάτια με όλη του τη δύναμη.
 -“Η τρομπέτα” είπε σοβαρά, “τελείωνε το σόλο της και σας διαβεβαιώ πως μπορούσα ν’ ακούσω κάθε νότα. Ύστερα η ορχήστρα έφτασε σ’ ένα παταγώδες fortissimo. Ο άγνωστος στριφογύρισε τα μάτια και τρίζοντας τα δόντια του σφύριξε μες απ’ αυτά με τη μεγαλύτερη αγριότητα: “ Ήσυχα! Ούτε κουβέντα γιατί αλλιιός…”
     Δεν μπορούσα να συνέλθω από την κατάπληξή μου.
 -“Τί μαχαίρι ήταν;” ρώτησα βλακωδώς.
 -“Μακριά λεπίδα. Κάποιο στιλέτο ίσως ένα κουζινομάχαιρο. Μακριά και στενή λεπίδα. Έλαμπε. Και τα μάτια του έλαμπαν. Τα λευκά του δόντια επίσης. Τα έβλεπα. Ήταν πολύ άγριος. Σκέφτηκα: Αν τον χτυπήσω θα με σκοτώσει. Πώς μπορούσα να αντισταθώ; Είχε το μαχαίρι και εγώ τίποτα. Είμαι σχεδόν εβδομήντα ξέρετε, και αυτός ήταν νέος. Μου φάνηκε πως τον είχα ξαναδεί. Ο κακόκεφος νεαρός απ’ το καφέ. Ο νεαρός που συνάντησα μέσα στο πλήθος. Μα δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Υπάρχουν χιλιάδες σαν κι αυτόν σ’ ολόκληρη τη χώρα“.
     Η αγωνία της στιγμής εκείνης καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό του. Φαντάζομαι πως, σωματικά τουλάχιστον, θα πρέπει να ‘χε παραλύσει από την έκπληξη. Οι σκέψεις του παρ’ όλα αυτά παρέμειναν απολύτως εναργείς. Κάλυψαν κάθε πιθανότητα αιφνιδιασμού, παρά τη ταραχή του. Ακόμα και η ιδέα τού να βάλει τις φωνές ζητώντας βοήθεια, είχε περάσει από το μυαλό του. Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά όμως, και ο λόγος που τον απέτρεψε μου ‘δωσε μια καλή εικόνα για τη διαύγεια του πνεύματός του. Είδε σε μια στιγμή πως τίποτα δε θα απέτρεπε τον άγνωστο νεαρό από το να κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα.
 -“Αυτός ο νεαρός θα μπορούσε στη στιγμή να πετάξει τη λεπίδα και να προσποιηθεί ότι ο επιτιθέμενος ήμουν εγώ. Γιατί όχι; Μπορεί να έλεγε ότι εγώ του επιτέθηκα. Γιατί όχι; Κι οι δύο ιστορίες θα μπορούσαν να στέκανε. Θα μπορούσε να πει οτιδήποτε να προβάλλει κάποια αισχρή κατηγορία εναντίον μου πού να ξέρω; Από τα ρούχα του δε φαινόταν τυχαίος ληστής. Φαινόταν να ανήκει στα καλύτερα στρώματα. Τι να έλεγα; Ήταν Ιταλός κι εγώ είμαι ξένος. Φυσικά, έχω το διαβατήριό μου, κι υπάρχει ο πρόξενός μας μα να με συλλάβουν και να με σύρουν μες στη νύχτα στην αστυνομία σαν εγκληματία…
     Έτρεμε. Ήταν του χαρακτήρα του να αποφεύγει τα σκάνδαλα πιο πολύ κι από τον ίδιο το θάνατο ακόμα. Και σίγουρα, στη μνήμη των περισσότερων, το περιστατικό αυτό θα έμενε λαμβάνοντας υπ’ όψιν κάποιες ιδιαιτερότητες στα Ναπολιτάνικα ήθη και έθιμα σαν μια πάρα πολύ περίεργη ιστορία. Ο κόμης δεν ήταν βλάκας. Η πίστη του στην καθώς πρέπει γαλήνια ζωή είχε δεχθεί έναν βίαιο κλονισμό’ σκέφτηκε πως τώρα πια, όλα μπορούσαν να συμβούν. Από την άλλη, μια ιδέα τού πέρασε από το μυαλό. Πως ίσως ο νεαρός αυτός ήταν απλά ένας εξαγριωμένος παράφρων.
Αυτός ήταν για μένα κι ο πρώτος υπαινιγμός για τη στάση του απέναντι στην περιπέτεια αυτή. Αόγω των υπερβολικά υψηλών και λεπτών του αισθημάτων μπορεί να ένιωσε πως ο αυτοσεβασμός του δεν ήταν δυνατόν να προσβληθεί από κάτι που μπορεί να έκανε ένας τρελός. Έγινε αμέσως ξεκάθαρο, όμως, πως ο κόμης θα αρνιόταν στον εαυτό του αυτή τη παρηγοριά. Προτίμησε να μεγαλοποιήσει τον απαίσιο ζωώδη τρόπο με τον οποίο ο άγνωστος στριφογύριζε τα μάτια του που λαμποκοπούσαν κι έτριζε τα λευκά του δόντια. Η ορχήστρα τώρα ήταν στο μέσον ενός αργού μουσικού μέρους και τα τρομπόνια έτριζαν πολύ επίσημα, συνοδευόμενα με αργά, προσεκτικά, αλλεπάλληλα χτυπήματα του μεγάλου τύμπανου.
 -“Μα τί κάνατε;” τον ρώτησα με έξαψη.
 -“Τίποτα“, απάντησε ο κόμης. “Κατέβασα τα χέρια μου και τα κράτησα ακίνητα. Του είπα χαμηλόφωνα ότι δεν είχα πρόθεση να κάνω φασαρία. Γρύλισε σαν σκύλος. Κατόπιν είπε με κανονική φωνή: “ Το πορτοφόλι σας”Φυσικά, λοιπόν” συνέχισε τη διήγησή του ο κόμης κι από δω και πέρα υποδύθηκε όλη την ιστορία σαν παντομίμα. Κοιτώντας με σταθερά στα μάτια, επανέλαβε όλες τις κινήσεις που είχε κάνει: άπλωσε το χέρι στη μέσα τσέπη στο πανωφόρι του, έβγαλε το πορτοφόλι και το έδωσε. Ο νεαρός όμως που ακόμα κράταγε το μαχαίρι, αρνήθηκε να το αγγίξει. Έδωσε οδηγίες στον κόμη να βγάλει τα χρήματα μόνος του, τα πήρε στο αριστερό του χέρι, του έκανε νεύμα να το ξαναβάλει στη τσέπη κι όλα αυτά υπό τους γλυκούς ήχους του φλάουτου και της τρομπέτας που δυνάμωναν από τον παθιασμένο βόμβο του όμποε. Και ο “νεαρός”, όπως τον αποκαλούσε ο κόμης, είπε: “Μου φαίνονται πολύ λίγαΌντως ήταν λίγα, μόνο 34Ο ή 36Ο λιρέτες“, εξακολούθησε ο κόμης. “Είχα αφήσει τα χρήματά μου στο ξενοδοχείο, όπως ξέρετε. Του είπα πως αυτά είχα όλα κι όλα πάνω μου. Κούνησε το κεφάλι ανυπόμονα και είπε: “ Το ρολόι σας”“. Ο κόμης μού έδειξε με αστείο, παραστατικό τρόπο πως τράβηξε το ρολόι του έξω. Αλλά, κατά τύχη, το πολύτιμο χρυσό χρονόμετρό του είχε μείνει εδώ και καιρό στον ωρολογοποιό για καθαρισμό. Εκείνο το βράδυ φόραγε, δεμένο με ένα δερμάτινο λουράκι, το “Γουότερμπουρυ” των πενήντα φράγκων που συνήθιζε να παίρνει μαζί του όταν πήγαινε για ψάρεμα. Αντιλαμβανόμενος την ποιότητα της λείας του, ο καλοντυμένος ληστής έκανε ένα περιφρονητικό πλατάγισμα της γλώσσας έτσι, “ Τς, τς” (ο κόμης μιμήθηκε τον ήχο) και το παραμέρισε με το χέρι βιαστικά. Τότε, όπως ο κόμης επέστρεφε το περιφρονημένο αντικείμενο στην τσέπη του, απαίτησε πιέζοντας απειλητικά το μαχαίρι πάνω απ’ το επιγάστριο, σαν υπενθύμιση: “Τα δαχτυλίδια σας. Ένα απ’ τα δαχτυλίδια“, συνέχισε ο κόμης, “μου το ‘χε δώσει πριν πολλά χρόνια η γυναίκα μου το άλλο είναι το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο του πατέρα μου. Είπα, “ Όχι. Αυτά δε θα τα πάρεις ποτέ”“! Εδώ ο κόμης ξανάκανε τη χειρονομία που αντιστοιχούσε στη δήλωσή του σκεπάζοντας με το ένα του χέρι το άλλο και πιέζοντάς τα έτσι στο στήθος. Ήταν συγκινητικός μέσα στη μοιρολατρία του. “Αυτά, δε θα τα πάρεις” επανέλαβε ακλόνητος κι έκλεισε τα μάτια, όντας σίγουρος δε γνωρίζω κατά πόσο είναι σωστό να καταγράψω μια τόσο δυσάρεστη λέξη που να έχει ειπωθεί από τα χείλη του όντας σίγουρος πως από στιγμή σε στιγμή θα νιώσει, πραγματικά διστάζω να το πω πως ξεκοιλιάζεται από την πίεση της μακριάς κοφτερής λεπίδας που ακουμπούσε δολοφονικά στη περιοχή του στομαχιού του ακριβώς στο σημείο, κοινό σ’ όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, όπου εδρεύουν τα αγωνιώδη συναισθήματα. Μεγαλειώδη αρμονικά κύματα ξεχύνονταν από τη μεριά της ορχήστρας. Εντελώς απροσδόκητα, ο κόμης ένιωσε πως η εφιαλτική πίεση είχε απομακρυνθεί από το επίμαχο σημείο. Άνοιξε τα μάτια. Ήταν μόνος. Δεν άκουσε απολύτως τίποτα. Πιθανότατα ο “νεαρός” είχε αποχωρήσει μ’ ελαφρά βήματα λίγο πριν, όμως η φρικτή αίσθηση της λεπίδας διατηρήθηκε ακόμα κι αοράτου το μαχαίρι είχε απομακρυνθεί. Ένα αίσθημα αδυναμίας τον κατέλαβε. Μόλις που είχε δυνάμεις να τρεκλίσει ως το κοντινότερο παγκάκι. Αισθάνθηκε σαν να ‘χε κρατήσει την αναπνοή του για πολλή ώρα. Έπεσε σαν άδειο σακί στο κάθισμα, ασθμαίνοντας από το σοκ της αντίδρασης του ληστή.
Η ορχήστρα εκτελούσε τώρα με έξοχο τρόπο το πολύπλοκο φινάλε. Έληξε με έναν τρομερό πάταγο. Του φάνηκε απόκοσμο και μακρινό, σαν να είχαν βουλώσει τα αυτιά του και ύστερα το απότομο χειροκρότημα από χίλια πάνω κάτω ζευγάρια χέρια να ξεχύνεται σαν ξαφνικό χαλάζι. Η βαθειά σιωπή που επακολούθησε τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
     Το τραμ που έμοιαζε με μακρουλό γυάλινο κουτί όπου οι άνθρωποι κάθονταν με τα υπερβολικά φωτισμένα πρόσωπά τους, πέρασε γοργά, εξήντα γυάρδες δίπλα απ’ το σημείο όπου τον είχαν ληστέψει και ύστερα κι άλλο τραμ πέρασε βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το ακροατήριο γύρω από την ορχήστρα είχε διαλυθεί και ο κόσμος έμπαινε στο δρομάκι κατά μικρές ομάδες ανθρώπων που κουβέντιαζαν. Ο κόμης όρθωσε το ανάστημά του και προσπάθησε να σκεφθεί ήρεμα το γεγονός. Η αθλιότητα του συμβάντος, του έκοψε πάλι την ανάσα. Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, ένιωθε αηδία για τον εαυτό του. Δεν εννοώ για τη συμπεριφορά του. Για την ακρίβεια, εάν μπορούσα να εμπιστευτώ την παράσταση παντομίμας που έδωσε προκειμένου να με πληροφορήσει, η συμπεριφορά του υπήρξε άψογη. Όχι δεν ήταν αυτό. Δεν ντρεπόταν. Τον είχε σοκάρει το γεγονός ότι επιλέχθηκε ως θύμα. Όχι τόσο το γεγονός της ληστείας, μα αυτό της περιφρόνησης, της ασέβειας. Η παροιμιώδης ηρεμία του είχε στα καλά καθούμενα βεβηλωθεί. Η πάντοτε καλοσυνάτη άποψή του για τη ζωή είχε παραμορφωθεί.
     Ωστόσο, τη στιγμή εκείνη, πριν το σίδερο χωθεί βαθιά στη σάρκα του, είχε το σθένος να επιβάλει στον εαυτό του μια σχετική ψυχική γαλήνη. Όταν ηρέμησε κάπως, αντιλήφθηκε πως πεινούσε τρομερά. Ναι, πεινούσε. Το συναίσθημα που ένιωσε και μόνο, τον έκανε να πεινά σαν λύκος. Σηκώθηκε από το παγκάκι, και αφού περπάτησε αρκετή ώρα βρέθηκε έξω απ’ το δημόσιο κήπο, μπροστά από ένα σταματημένο τραμ, χωρίς να καταλάβει καλά καλά πώς έφτασε ως εκεί. Ανέβηκε σαν μέσα σε όνειρο, καθοδηγούμενος από το ένστικτό του. Ευτυχώς, βρήκε στην τσέπη του παντελονιού του μια δεκάρα για να πληρώσει τον εισπράκτορα. Ύστερα το τραμ σταμάτησε κι όπως όλοι έβγαιναν έξω, βγήκε κι αυτός. Αναγνώρισε τη Πιάτσα Σαν Φερναντίνο, όμως προφανώς δεν του πέρασε απ’ το μυαλό να πάρει ένα ταξί ως το ξενοδοχείο. Έμεινε στη πλατεία εξαντλημένος, σα χαμένο σκυλί, σκεπτόμενος αόριστα πώς θα έβρισκε το γρηγορότερο κάτι να φάει. Ξάφνου θυμήθηκε το νόμισμα των είκοσι φράγκων. Μου εξήγησε πως δεν αποχωριζόταν το γαλλικό αυτό χρυσό νόμισμα τα τελευταία τρία χρόνια. Συνήθιζε να το έχει πάντα επάνω του σαν ρεζέρβα σε περίπτωση ατυχήματος. Καθείς θα μπορούσε να πέσει θύμα κάποιου πορτοφολά αυτό όμως είναι αρκετά διαφορετικό από μια ξεδιάντροπη και προσβλητική ληστεία.
     Η μνημειακή αψίδα της Γκαλλερία Ουμπέρτο στεκόταν απέναντί του στη κορφή μιας μεγαλόπρεπης κλίμακας. Ανέβηκε χωρίς να χάσει χρόνο και κατεύθυνε τα βήματά του προς το “Καφέ Ουμπέρτο”. Όλα τα τραπεζάκια έξω ήταν πιασμένα από ανθρώπους που πίνανε το ποτό τους. Καθώς όμως έψαχνε για φαγητό, μπήκε μέσα στο καφέ το οποίο διαιρείται σε τμήματα από τετράγωνες κολώνες, διακοσμημένες από πάνω ιός κάτω με καθρέφτες. Ο κόμης κάθισε σ’ ένα καναπέ από κόκκινο βελούδο απέναντι από μια τέτοια κολώνα, περιμένοντας το ρυζόττο που παρήγγειλε. Ο νους του ξαναγύρισε στη φρικτή του περιπέτεια. Σκέφτηκε τον κακόκεφο, καλοντυμένο νέο που αντάλλαξαν ματιές μες στο πλήθος γύρω από την ορχήστρα κι ο οποίος σίγουρα τώρα πια ήταν ο ληστής. Θα τον αναγνώριζε άραγε αν τον ξανάβλεπε; Αναμφίβολα. Αλλά δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια του. Το καλύτερο θα ήταν να ξεχάσει αυτό το ταπεινωτικό επεισόδιο.
     Ο κόμης κοίταξε γύρω του ανυπόμονα για το ρυζόττο που περίμενε, και, για κοίτα! Στα αριστερά με τη πλάτη στον τοίχο εκεί καθόταν ο “νεαρός”. Ήταν μόνος στο τραπέζι μ’ ένα μπουκάλι που φαινόταν πως περιείχε κρασί ή κάποιο λικέρ και μια καράφα παγωμένο νερό μπρος του. Τα λεία σκούρα μάγουλά του, τα κόκκινα χείλη, το κατάμαυρο μουστακάκι ανασηκωμένο υπερήφανα, τα ωραία μαύρα μάτια, λίγο βαριά και σκιασμένα από μακριές βλεφαρίδες, εκείνη η ιδιαίτερη έκφραση ψυχρής δυσαρέσκειας που βλέπει κανείς μονάχα στις προτομές ορισμένων Ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν αυτός, χωρίς αμφιβολία. Όμως, ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του τύπου ανθρώπων. Ο κόμης έστρεψε βιαστικά το βλέμμα του αλλού. Ο νεαρός αξιωματικός λίγο πιο πέρα που διάβαζε εφημερίδα έμοιαζε κι αυτός το ίδιο. Ο ίδιος τύπος άντρα. Δυο άλλοι νέοι πιο μακριά που έπαιζαν ντάμα, επίσης.
     Χαμήλωσε το κεφάλι μ’ ένα φόβο στην καρδιά, μήπως τον στοιχειώσει για πάντα η εικόνα αυτού του νεαρού. Αρχισε να τρώει το ρυζόττο του. Σε λίγο άκουσε το “νεαρό” να καλεί το σερβιτόρο νευριασμένος. Στο κάλεσμά του, όχι μόνον ο σερβιτόρος του, αλλά κι άλλοι δυο ακόμα που στέκονταν τεμπέλικα σε μια εντελώς διαφορετική σειρά από τραπέζια, έσπευσαν προς το μέρος του δουλοπρεπώς, πράγμα που δεν αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό των σερβιτόρων στο Καφέ Ουμπέρτο. Ο νεαρός μουρμούρισε κάτι κι ένας απ’ τους σερβιτόρους, τρέχοντας σχεδόν στη κοντινή πόρτα, φώναξε προς τη Γκαλλερία:
 -“Πασκουάλε! Ε! Πασκουάλε“!
     Όλοι ξέρουνε τον Πασκουάλε, τον γεροκουρελή που, σέρνοντας τα πόδια του ανάμεσα στα τραπέζια, προσφέρει προς πώληση πούρα, τσιγάρα, καρτ ποστάλ και σπίρτα στους πελάτες του Καφέ. Είναι, όπως και να το δεις, ένας ευχάριστος ανθρωπάκος. Ο κόμης είδε τον αξύριστο γκριζομάλλη να μπαίνει στο Καφέ, με το γυάλινο κασελάκι να κρέμεται από το λαιμό του μ’ ένα δερμάτινο λουρί και με μια λέξη μοναχά του σερβιτόρου, να σέρνεται με μια ξαφνική, έντονη προσπάθεια προς το τραπέζι του νεαρού. Ο νεαρός χρειαζόταν ένα πούρο το οποίο και του πρόσφερε ο Πασκουάλε με απέραντη δουλοπρέπεια. Ο γερο-μικροπωλητής έβγαινε από το Καφέ, όταν ο κόμης ύστερα από μια ξαφνική παρόρμηση, του έγνεψε να πλησιάσει.
     Ο Πασκουάλε τονε πλησίασε, το χαμόγελό του γεμάτο σεβασμό, που κατά παράξενο όμως τρόπο συνδυαζόταν με τη κυνική, ερευνητική έκφραση των ματιών του. Γέρνοντας το κασελάκι στο τραπέζι σήκωσε το γυάλινο καπάκι χωρίς να πει λέξη. Ο κόμης πήρε ένα κουτί τσιγάρα και πιεσμένος από φόβο και περιέργεια μαζί, ρώτησε δήθεν αδιάφορα:
 -“Πες μου Πασκουάλε, ποιος είναι αυτός ο νεαρός signore που κάθεται εκεί πέρα“;
     Ο άλλος, έσκυψε πάνω από το τραπέζι εμπιστευτικά:
 -“Αυτός, σινιόρ Κόντε“, είπε, τακτοποιώντας το εμπόρευμά του βιαστικά και χωρίς να κοιτά προς τα πάνω, “είναι ένας νεαρός αριστοκράτης μιας πολύ καλής οικογένειας του Μπάρι. Σπουδάζει στο πανεπιστήμιο εδώ κι είναι αρχηγός, ο κάπο, μιας οργάνωσης πολύ συμπαθητικών νεαρών“.
___________________________________________________

 1 Vedi Napoli e poi mori (ιταλ.): Δες τη Νάπολι και μετά πέθανε.
 2 Ηράκλειο (Herculaneum): Μικρή αλλά σημαντική πόλη της ιταλικής Καμπανίας στην αρχαιότητα. Λένε ότι χτίστηκε απ’ τον Ηρακλή 5 Φλεβάρη 63 π.Χ., καταστράφηκε από σεισμό, ενώ στις 24 Αυγούστου 79 π.Χ. (οπότε καταστράφηκε επίσης κι η Πομπηία) ολοκληρωτικά από έκρηξη του Βεζούβιου.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *