Είθε ουρανέ ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος & πρόσκαιρα στυγνός, όσο αυτό το κείμενο που διαβάζει, να μπορεί να βρει τον απόκρημνο, άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει μες σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουνε στην ερημιά, προσανατολισμό.
Βιογραφικό

Ο Ιζιντόρ Λυσιέν Ντυκάς (Isidore Lucien Ducasse) γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν, ήτανε Γάλλος ποιητής, δημιουργός των Ασμάτων του Μαλντορόρ που αποτελούνε και το σημαντικότερο έργο του. Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη) 4 Απρίλη 1846, περίοδο που ο πατέρας του εργαζότανε στο γαλλικό προξενείο και βαφτίστηκε στις 16 Νοέμβρη 1847 στον καθεδρικό ναό του Μοντεβιδέο. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τα Άνω Πυρηναία και φαίνεται πως διέθετε αξιόλογη περιουσία, αν και τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του δεν είναι ως σήμερα εξακριβωμένα. Ο πατέρας του, Φρανσουά Ντυκάς είχε γεννηθεί στη Ταρμπ το 1810 κι όταν γεννήθηκε ο Λυσιέν, εκτελούσε χρέη εντεταλμένου συμβούλου στο Γαλλικό Προξενείο στο Μοντεβιδέο κι απ’ ό,τι φαίνεται κι από τα λίγα που πιάσαν οι αντέννες της εποχής, ήτανε δανδής, γυναικοκατακτητής και προνομιούχος δον Ζουάν κι ιδιόρρυθμος χαρακτήρας. Ο μικρός σε μια του επιστολή αργότερα περιέγραψε τις παραξενιές του πατέρα του, που ωστόσο λέγεται επίσης πως ήτανε κι ευχάριστος συνομιλητής.
Για τη μητέρα, Σελεστίν-Ζεκέτ Νταβεζάκ ξέρουμε πως είχε γεννηθεί το 1822 κάπου στη Γαλλία και δεν ξέρουμε καν την ημερομηνία του θανάτου της, μόνον ότι πέθανε σύντομα μετά, μάλλον λόγω επιδημίας, αλλά πιο πιθανό θεωρείται πως αυτόκτόνησε μεταξύ Οκτώβρη και Δεκέμβρη του 1847. Επίσης γνωρίζουμε πως ο πατέρας έχασε τελικά τη περιουσία του, κάμποση στη διάρκεια ενός 2ετούς ταξιδιού σε διάφορες περιοχές της Νότιας Αμερικής και την υπόλοιπη όταν επέστρεψε στο Μοντεβιδέο κι άνοιξε μια Σχολή Εκμάθησης Γαλλικής Γλώσσας, που δεν πήγε καθόλου καλά. Έτσι πεθαίνει πάμφτωχος συνταξιούχος στο ξενοδοχείο Πυραμίδες του Μοντεβιδέο, στις 18 Νοέμβρη του 1889, στα 79 του χρόνια. Από άλλες πληροφορίες μαθαίνουμε πως στη βιβλιοθήκη του, έργα του Προσπέρ Μεριμέ και τον Γκασπάρ Ντε Λα Νουί του Αλοΰσιους Μπερτράν, πράγμα πολύ παράξενο, γιατί αυτό το βιβλίο ήτανε παντελώς άγνωστο στη Γαλλία τον 19ο αι. και πως ο Μπωντλαίρ το έθεσε σε κυκλοφορία και το έκανε ευρύτερα γνωστό. Επομένως, η παρουσία ενός τόσο σπάνιου και δυσεύρετου βιβλίου στον οίκο των Ντυκάς, σημαίνει πως ο πατέρας ανήκε όντως στους λάτρεις του Ρομαντισμού.
Το απολυτήριό του στα 19 στις 28-11-1865.
Το 1851, όταν πήγαινε στη Ε’ τάξη, βίωσε το τέλος της 8ετούς πολιορκίας του Μοντεβιδέο στον πόλεμο μεταξύ Αργεντινής-Ουρουγουάης. Διδάχτηκε και μπορούσε να μιλήσει 3 γλώσσες: Γαλλικά, Ισπανικά κι Αγγλικά. Είναι γνωστό ότι ταξίδεψε στο Παρίσι. Τον Οκτώβρη του 1859, στα 13, στάλθηκε στο γυμνάσιο στη Γαλλία από τον πατέρα του. Έλαβε γαλλική μόρφωση στα Γαλλικά και στη τεχνολογία στο Imperial Lycée στη Tarbes. Το 1863 εγγράφηκε στο Lycée Louis Barthou στο Pau, όπου παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής και φιλοσοφίας (under and uppergreat). Αρίστευσε στην αριθμητική, στα μαθηματικά και στο σχέδιο κι έδειξε εξαιρετικήν ωριμότητα στο τρόπο σκέψης του και στο στυλ του.
Διάβαζε μανιωδώς, και προφανώς θα επηρεάστηκε κι από κείνους, τους εξής συγγραφείς: Πόε, Σέλλεϋ, Robert Southey, Alfred de Musset και φυσικά τον Μπωντλέρ. Επίσης, κατά τη διάρκεια του Λυκείου, γοητεύτηκε από τους Ρακίνα και Κορνέιγ, αλλά κι εντυπωσιάστηκε από τη σκηνή της τύφλωσης του βασιλιά, στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα συμμαθητή του, τον Paul Lespès, τόσον εντυπωσιάστηκε, που συνέθεσε ένα δοκίμιο με θέμα σκηνές τρομερών θανάτων στη Λογοτεχνία. Μετά την αποφοίτησή του έζησε στο Tarbes, όπου ξεκίνησε μια φιλία με τον Georges Dazet, γιο του κηδεμόνα του κι αποφάσισε να γίνει ποιητής.
Ο πατέρας ήθελε να δώσει εξετάσεις στη Πολυτεχνική Σχολή και στη Σχολή Μεταλλειολόγων. Μετά από μια σύντομη παραμονή με τον πατέρα του στο Μοντεβιδέο που επέστρεψε, ο Ducasse εγκαταστάθηκε ξανά στο Παρίσι περίπου στα μέσα Αυγούστου 1867. Άρχισε σπουδές στην École Polytechnique, για να τις εγκαταλείψει ένα χρόνο αργότερα και να αφοσιωθεί αποκλειστικά με τη ποίηση. Συνεχή εμβάσματα του πατέρα του έδωσαν τη δυνατότητα να αφιερωθεί πλήρως στη γραφή του. Ζούσε στη «πνευματική καλλιτεχνική γειτονιά», στην οδό Notre-Dame-des-Victoires, όπου δούλεψε εντατικά στο 1ο άσμα του Les Chants de Maldoror. Είναι πιθανό να το ‘χε ξεκινήσει πριν τη μετάβασή του στο Μοντεβιδέο και να το συνέχισε επίσης στη διάρκεια του ταξιδιού του στον ωκεανό.

Ο τραπεζίτης του κος Νταράς, έμενε στην οδό Λίλλ, κι ο ίδιος, συχνός επισκέπτης στις κοντινές βιβλιοθήκες, όπου διάβαζε τη ρομαντική λογοτεχνία, καθώς κι επιστημονικά έργα κι εγκυκλοπαίδειες. Ο εκδότης του, Λουΐ Ζενονσώ που ‘χε πληροφορίες από 1ο χέρι καθώς έμενε και κοντά του, τονε περιγράφει ψηλό και μεγαλόσωμο, σκοτεινό, νεαρό άντρα, χωρίς γένεια, άστατο αλλά καθαρό κι εργατικό και προσθέτει πως έγραφε τις νύχτες και πίνοντας καφέ, απάγγελνε τις φράσεις του, που προφανώς αυτοσχεδίαζε. Έτσι εξηγείται η θαυμάσια μουσικότητα των ασμάτων του, καθώς θα ταιριάζανε περίφημα με μουσικήν επένδυση. -άρα γνώριζε να παίζει και πιάνο. Στην αρχή λοιπόν έμεινε στο Νο 23 της οδού Νοτρ Νταμ Ντε Βικτουάρ, κατόπιν στο Νο 32 του Φομπούργκ Μονμάρτρ κι από κει για λίγο στο Νο 15 της Βιβιέν, για να επιστρέψει τελικά στο Φομπούργκ Μονμάρτρ. όπου έμεινε μέχρι το τέλος.
Τον Οκτώβρη του 1868 δημοσίευσε ανώνυμα στην αρχή, το το Chant premier, 1ο από Τα Άσματα Του Μαλντορόρ, ένα φυλλάδιο 32 σελίδων. Στις 10 Νοέμβρη 1868, έστειλε επιστολή στο Victor Hugo, περιλαμβάνοντας και 2 αντίγραφα του 1ου άσματος και ζήτησε σύσταση για περαιτέρω δημοσίευση. Μια νέα έκδοσή του εμφανίστηκε στα τέλη Γενάρη 1869, στην ανθολογία Parfums de l’Âme στο Μπορντό. Αυτή ήταν κι η 1η φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του, ονομασία που πιθανόν να στηρίζεται στο γαλλικό, γοτθικό μυθιστόρημα του 1837, Λωτρεαμόν (Lautreamont) του Eugène Sue. Εκεί επίσης υπάρχει ένας αντί-ήρωας υπερόπτης και βλάσφημος. όπως ο Μαλντορόρ. Ωστόσο μπορεί να έχει παρθεί από το λογοπαίγνιο l’autre à Mont (evideo) -το άλλο στο Μοντ (εβιδέο). Τέλος, μπορεί ναι παίζει με το λογοπαίγνιο l’autre Amont (Ο άλλος Αμόν, όπου Αμόν είναι ποταμός). Το έργο που ολοκληρώθηκε περίπου έν έτος μετά, -τυπώθηκε, από τον Albert Lacroix στον ίδιο εκδοτικό που εξέδιδε και τον Sue, σαν ολοκληρωμένο έργο το 1869 στις Βρυξέλλες– και περιλάμβανε συνολικά 6 άσματα, γραμμένα σε πεζό λόγο αλλά κατά βάση ποιητικού χαρακτήρα.
Ενώ περίμενε ακόμα τη διανομή του βιβλίου του, επεξεργάστηκε ένα νέο κείμενο, μια συνέχεια της «φαινομενολογικής περιγραφής του κακού», στην οποία ήθελε να τραγουδήσει το καλό. Τα 2 έργα θα αποτελούσαν ένα σύνολο, ένα αλληλοσυμπλήρωμα του ενός με το άλλο, ωστόσο δυστυχώς, αυτό έμεινε ημιτελές.
Την Άνοιξη του 1870 δημοσίευσε τη συλλογή Poésies (Ποιήματα) σε 2 μικρές μπροσούρες Ι & ΙΙ κι αυτή τη φορά χρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα, παρατώντας το ψευδώνυμο, πιθανόν για να μη συνδεθεί με τη πριν αποτυχία ή το κυνηγητό που δέχθηκε. Την ίδια εποχή, λαμβάνει σημειώματα με συμβουλές όμορφα διατυπωμένες από διάσημους συγγραφείς, όπως το παρακάτω:
Η λογοκλοπή είναι απαραίτητη. Υπονοείται στην ιδέα της προόδου. Συμπυκνώνει τη φράση του συγγραφέα, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις του, εξαλείφει μια ψευδή ιδέα, την αντικαθιστά με τη σωστή.
Αυτή η δουλειά έμελλε να ‘ναι κι η τελευταία, καθώς την ίδια χρονιά, στις 24 Νοέμβρη, πέθανε στη κατοικία του στο Παρίσι. Σχετικά με την αιτία έχουνε διατυπωθεί διάφορες εκδοχές και σύμφωνα με την επικρατέστερη πέθανε από κάποια μολυσματική αρρώστια. Στις 19 Ιουλίου 1870, ο Ναπολέων ΙΙΙ κήρυξε πόλεμο στη Πρωσσία και, μετά τη κατάληψη του, το Παρίσι πολιορκήθηκε στις 17 Σεπτέμβρη, κατάσταση με την οποία ο Ντυκάς ήταν ήδη εξοικειωμένος από τη πρώιμη παιδική του ηλικία στο Μοντεβιδέο. Οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινωθηκανε γρήγορα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και, σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου που κατέθεσε, ο Ducasse αρρώστησε με άσχημο πυρετο. Στο πιστοποιητικό θανάτου του, δεν δόθηκε καμία πληροφορία. Δεδομένου ότι πολλοί φοβήθηκαν επιδημίες ενώ το Παρίσι ήταν πολιορκημένο, θάφτηκε την επόμενη μέρα στη Notre Dame de Lorette σε προσωρινό τάφο στο Cimetière du Nord. Το Γενάρη του 1871, το σώμα του μεταφέρθηκε σε άλλο τάφο άγνωστο που. Στις Ποιήσεις του είχε γράψει: «Δεν θα αφήσω καμμιά από τις αναμνήσεις μου» κι ως εκ τούτου η τόσο σύντομη ζωή του δημιουργού αυτού παραμένει ως επί το πλείστον άγνωστη και τελειώνει όπως το έργο του, μέσα στο απόλυτο μυστήριο. Σε μιαν επιστολή του με ημερομηνία 12 Μάρτη 1870, είχε γράψει τα παρακάτω λόγια:
“Να λοιπόν τί είναι κείνο που μ’ έκανε ν’ αλλάξω τελείως τακτική και να αφιερώσω τη ποίησή μου υμνώντας αποκλειστικά και μόνο την ελπίδα, τη προσδοκία, τη γαλήνη και το καθήκον“.

Στο λίγο που έζησε κατάφερε να ολοκληρώσει μόλις 2 έργα, που ανεφέρθησεν ήδη, με σημαντικότερο το Μαλντορόρ. Τα Άσματα, αν κι ολοκληρώθηκαν περίπου το καλοκαίρι του 1869, δεν δημοσιευτήκανε ποτέ στη Γαλλία όσο ζούσε, είτε λόγω του φόβου του εκδότη και των τυπογράφων του για μια πιθανή ποινική δίωξη, καθώς αποτελούσε για τα δεδομένα της εποχής ένα πολύ προκλητικό έργο, (ο κεντρικός ήρωας Μαλντορόρ είναι εγκληματίας που επιδιώκει ν’ αποδείξει πως οι άνθρωποι είναι εν γένει κακοί και διακατέχονται από αρρωστημένα πάθη), είτε λόγω κάποιας οικονομικής διένεξης. Ο Ιζιντόρ θεώρησε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι “η ζωή σε αυτό το κόσμο ζωγραφίζεται με πολύ σκληρά χρώματα” (επιστολή προς τον τραπεζίτη Darasse στις 12 Μάρτη 1870).
Ο Ducasse ζήτησε επειγόντως από τον Auguste Poulet-Malassis, που δημοσίευσε το 1857 το Les Fleurs du mal του Baudelaire, να στείλει αντίγραφα του βιβλίου του στους κριτικούς. Μόνον αυτοί θα μπορούσαν να κρίνουν “την έναρξη μιας δημοσίευσης η οποία θα δει το τέλος της μόνο αργότερα, και αφού θα έχω δει το δικό μου“. Προσπάθησε να εξηγήσει τη θέση του και μάλιστα προσφέρθηκε να αλλάξει κάποια “πολύ ισχυρά” σημεία για τις επόμενες εκδόσεις.
“Έχω γράψει για το κακό όπως οι Mickiewicz, Byron, Milton, Southey, Α. De Musset, Baudelaire κι άλλοι κι από όλα μάλιστα. Φυσικά έγραψα λίγο υπερβολικά, για να δημιουργήσω κάτι νέο με την έννοια μιας πανέμορφης λογοτεχνίας που τραγουδά την απελπισία, μόνο για να πιέσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να επιθυμεί το καλό ως φάρμακο. Συνεπώς, είναι πάντοτε το καλό που είναι το κυρίως θέμα κι όχι το κακό, μόνον η μέθοδος είναι πιο φιλοσοφική και λιγότερο αφελής από κείνη των παλιομοδιτών. (…) Είναι αυτό το κακό; Όχι, σίγουρα όχι“. (επιστολή του στις 23 Οκτώβρη 1869)
Ο Poulet-Malassis ανακοίνωσε την επικείμενη δημοσίευση του βιβλίου τον ίδιο μήνα στο λογοτεχνικό του περιοδικό Quarterly Review of Publications, σαν Απαγορευμένο στη Γαλλία και τυπωμένο στο εξωτερικό. Διαφορετικά, λίγοι άνθρωποι θα δίνανε προσοχή στο βιβλίο. Τελικά μόνο το Δελτίο Βιβλιοθηκών & Βιβλιοθηκών το παρατήρησε τον Μάη του 1870, λέγοντας: «Το βιβλίο θα βρει πιθανόν μερικούς βιβλιοφάγους με πολλή περιέργεια, σαν κοινό».
Για το λόγο αυτό, παρέμεινε σχεδόν άγνωστος ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ωστόσο τα έργα του άρχισαν να αναδεικνύονται αρκετά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1885 από τον Max Waller, που δημοσίευσε απόσπασμα στη βελγική επιθεώρηση Jeune Belgique.
Η ποίηση του παρέμενε στην αφάνεια μέχρι που την ανακάλυψαν οι σουρρεαλιστές, 50 έτη αργότερα, κι ανακήρυξαν το δημιουργό της σε πρόδρομο του κινήματός τους. Συγκεκριμένα ο λογοτέχνης Αλφρέντ Ζαρύ τόνισεν ιδιαίτερα την αξία του έργου του Ντυκάς ενώ κι οι λοιποί υπερρεαλιστές επηρεαστήκανε σημαντικά κι αναδείξανε περαιτέρω το έργο του. Συχνά, αναφέρεται γι’ αυτό το λόγο κι ως ένας από τους προδρόμους του Υπερρεαλιστικού κινήματος.
Έργα του:
* Τα Άσματα του Μαλντορόρ (Chants De Maldoror 1869)
* Ποιήματα Ι, ΙΙ (Poésies 1870)
Το 1934, κατόπιν σύστασης του Πικάσο, ο ελβετός εκδότης Albert Skira ανέθεσε στον Νταλί την εικονογράφηση των Ασμάτων. Για τη 1η έκδοση ο Νταλί έφτιαξε 42 χαρακτικά, όλα στο ύφος των σουρεαλιστικών έργων του κείνης της περιόδου. Το 1970, για τη τελευταία έκδοση του βιβλίου, δημιούργησε 8 ακόμα, φτάνοντας συνολικά τα 50. Αυτά κυκλοφορήσανε σε 2 μορφές: ένα συνολικό τόμο που περιλαμβάνει το κείμενο του Λωτρεαμόν και τα χαρακτικά (όλα αριθμημένα κι υπογεγραμμένα), κι ένα λεύκωμα που περιλαμβάνει μόνο τα χαρακτικά.
Ένας ακόμα σπουδαίος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού που εικονογράφησε τον Μαλντορόρ ήταν ο Μαγκρίτ. Τα 77 σχέδιά του περιλαμβάνονται σε μια έκδοση του έργου από τον βελγικό εκδοτικο οίκο La Boetie, το 1948. Δυστυχώς, πολύ λίγα από αυτά μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο.
Άλλη μία εικονογράφηση που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι αυτή του Γάλλου Jacques Houplain για μια έκδοση του Μαλντορόρ από τον οίκο Société des Francs Bibliophiles, το 1947. Τα έργα του όχι μόνο έχουν κάτι από τη ωμή δύναμη, τη παραφορά και τη ζοφερότητα των στίχων του Λωτρεαμόν, αλλά κι αποτυπώνουν τις περιπλανήσεις του ποιητή στο ζωικό βασίλειο.
«Ο Λωτρεαμόν είναι ένα ρίσκο», γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Είναι ένας «αρχαγγελικός δυναμιτιστής», σημειώνει ο Ζιλιέν Γκρακ και «με τα 6 απάνθρωπα τραγούδια του Μαλντορόρ προτείνει», όπως λέει ο Ελύτης, «τη καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων σκέψης, τη γυμναστική της ψυχής». Σήμερα είμαστε εξοικειωμένοι με την ωμότητα και τη φρίκη στη τέχνη, από το Κουρδιστό Πορτοκάλι ως το Pulp Fiction κι η θεματική του Λωτρεαμόν δεν μας ξαφνιάζει όσο τους συγχρόνους του. Σήμερα κατανοούμε ότι χρησιμοποιεί το «κακό» ως όπλο για τη κριτική απαξίωση της ανθρώπινης κωμωδίας. Ωστόσο, ακόμη κι ο πιο μπλαζέ αναγνώστης συγκλονίζεται όταν εισδύει στη ποιητική αυτού του έργου όπου εναλλάσσονται αναπάντεχες εικόνες φρίκης, περιγραφές ασύλληπτης θηριωδίας, ψυχεδελικά τοπία ή παραδοξότητες. Κι από την άλλη, φράσεις που αναπτύσσονται αστραπιαία, περίοδοι αφηγηματικής ασυνέχειας κι η υφολογική ποικιλία, όπου συνυπάρχουν ένας σχιζοφρενικός αυτισμός, το παραλήρημα, η αυτόματη γραφή, η λόγια ρητορική, ο εσωτερικός μονόλογος, το χιούμορ (που κατά βάση σημαίνει μισανθρωπία), αλλά ενδεχομένως και κάποια συγκαλυμμένα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
Ο Ντικάς προειδοποιεί εξαρχής για το ύφος και το περιεχόμενο των 6 μακροσκελών ποιητικών αφηγημάτων του με ήρωα τον Μαλντορόρ, το (ως έναν βαθμό) άλτερ έγκο του: «Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο κι άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουνε στην ερημιά». Οι αφηγηματικές οπτικές γωνίες εναλλάσσονται απροειδοποίητα και σχεδόν καλειδοσκοπικά, διαπλέκοντας εσωτερικούς κι εξωτερικούς μονόλογους και διάλογους, δίχως ουσιαστική πλοκή και γραμμικότητα, σε ένα αδιάκοπο παιχνίδι εναλλαγής μεταξύ ταυτότητας και μεταμορφώσεων.
Το έργο αυτό βασίζεται σ’ ένα χαρακτήρα που ονομάζεται Maldoror, μια φιγούρα αγνού κι αδίστακτου κακού που εγκατέλειψε Θεό κι την ανθρωπότητα. Το βιβλίο συνδυάζει βίαιη αφήγηση με ζωντανές και συχνά σουρεαλιστικές εικόνες. Ο κριτικός Alex De Jonge γράφει: «Ο Lautréamont αναγκάζει τους αναγνώστες του να σταματήσουν να θεωρούν τον κόσμο τους δεδομένο, καταστρέφει την εφησυχαστική εκδοχή της πραγματικότητας που προτείνουν οι πολιτιστικές τους παραδόσεις και τους κάνει να δούνε τη πραγματικότητα γι’ αυτό που ‘ναι: ένας εξωπραγματικός εφιάλτης που σε ανατριχιάζει, επειδή γνωρίζεις πως ο κίνδυνος είναι ζωντανός». Η γραφή του Lautréamont έχει πολλές παράξενες σκηνές, ζωντανές εικόνες και δραστικές μεταβολές στον τόνο και το στυλ. Υπάρχει πολύ μαύρο χιούμορ. Ο De Jonge υποστηρίζει ότι ο Maldoror διαβάζεται σαν “ένα συνεχές άρρωστο αστείο“!
Δε μπορεί κανείς προβλέψει ποιος αναγνώστης θα βρει το δρόμο του, ούτε τι θα ‘ναι αυτός. Σίγουρα όμως στη πορεία της ανάγνωσης θα συναντήσει ζώα και φυτά με ανθρωπόμορφες διαθέσεις, τον Μαλντορόρ «σε ζευγάρωμα αργό, αγνό κι ειδεχθές» μ’ ένα θηλυκό καρχαρία, τη σπαρακτική εξομολόγηση μιας γυναίκας που την ο Μαλντορόρ έχει αποτρελάνει, τον Θεό άλλοτε σκνίπα κι άλλοτε να συναντά τον Μαλντορόρ και ν’ αλλάζει δρόμο για «να αποφύγει το λευκόχρυσο κεντρί που μου ‘δωσε η φύση για γλώσσα», ωδές στον ωκεανό και στη ψείρα, αλλά και στα μαθηματικά, με τα οποία «κατέβασα, απ’ το βάθρο του, στημένο απ’ την ανθρώπινη δειλία, τον ίδιο τον Πλάστη!» Και φυσικά τη περίφημη περιγραφή ενός νεαρού «σαν την απρόοπτη συνάντηση πάνω σ’ ένα τραπέζι ανατομίας μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας!».
Με φράσεις όπως «ο άνθρωπος κι εγώ» ή «έφτασε η μέρα που έγινα γουρούνι», ο Μαλντορόρ διαχωρίζει φαντασιακά τον εαυτό του από τον άνθρωπο κι αντανακλάται στα ζώα. Μόνος εναντίον όλων, συνεπώς κι εναντίον του εαυτού του, διέπεται μεν από ακραία οντολογική μοναξιά, αλλά συνάμα προοιωνίζεται τον σημερινό αόρατο άνθρωπο, τον απελπισμένο που σβήνει γύρω μας (ή και μέσα μας) από ακοινωνησία, ανεστιότητα κι απωθημένη οργή.
«Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω.
Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα,
η εμμονή μου ήταν ανώφελη».
Ο Μαλντορόρ απορρίπτει ακόμα και τον έρωτα, αλλά αναρωτιέται εύλογα: «Τί χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση!». Τα πυρακτωμένα άσματα του Μαλντορόρ συγκροτούνται από υπαρξιακά παραληρήματα, που ωστόσο προδίδουνε την έλλογη κατανόηση και τη διαυγή διαίσθηση της ανθρώπινης ψυχής στις οριακές στιγμές της (θυμίζοντάς μας τη «λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» του σχεδόν συνομήλικου Ρεμπό). Ο Λωτρεαμόν έχει δώσει έκφραση στα νοσηρά οράματά του με διάφορες ριζοσπαστικές τεχνικές γραφής που έμελλε να γίνουν κοινοί λογοτεχνικοί τόποι στον μοντερνισμό, ενώ αξίζει να τονιστεί η υπέρμετρη φαντασία και το αυθεντικό μαύρο χιούμορ του, όπως όταν ύστερα από μια τεράστια πρόταση νιώθει την ανάγκη για ένα ποτήρι νερό, ή όταν πρέπει να φυσήξει τη μύτη του προτού γράψει το 6ο άσμα! «Εγώ, όπως και οι σκύλοι, νιώθω βαθιά την ανάγκη του απείρου…», γράφει συγκινητικά, εκτοξεύοντάς μας από το μηδέν στο άπειρο, μέχρι να μας γκρεμίσει και πάλι.
Τί έχει να μας προσφέρει ο Μαλντορόρ, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά την έκδοσή του; Πέραν των υφολογικών επιτευγμάτων του, φωτίζει πολλά οριακά φαινόμενα, που από την εποχή του έχουν οξυνθεί: ριζική αλλοτρίωση από τον κόσμο, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό, πολλαπλές
διαστροφές με πολυδιάστατες αιτίες, μισανθρωπία και φυγοκοσμία, εστίαση στο παράλογο, στο ακραίο, στο αντισυμβατικό. Όπως δηλώνει: «Θα υπάρχει, μες στ’ άσματά μου, μια επιβλητική επίδειξη ισχύος, για να περιφρονήσω έτσι τα κοινώς παραδεδεγμένα». Πάντως, ύστερα από τούτα τα 6 «άνθη του κακού» του Μαλντορόρ, θα ακολουθήσουν οι διακειμενικές Ποιήσεις Ι κι ΙΙ, όπου ο Λωτρεαμόν, θέλοντας ίσως να περάσει σε ό,τι ο Κίρκεγκορ ονόμαζε «από το αισθητικό στο ηθικό στάδιο», θα διακηρύξει την ανάγκη για μια κοσμοαντίληψη που να περιλαμβάνει τη κοινωνική ευθύνη και την ελπίδα στον άνθρωπο.
Ο Λωτρεαμόν έπλασε με τον Μαλντορόρ μια οξυμένη παροξυστική μορφή του κακού ως αναπόσπαστου στοιχείου του κόσμου, μια μορφή ανείπωτης βίας, την οποία θέλησε να στρέψει ενάντια στην παγκόσμια ψεύτικη καλή συνείδηση, ενάντια σε μιαν ηθική σκλήρυνση, που όπως πίστεψε ήταν υπεύθυνη για τη διατήρηση του υπέρτατου Καλού σε μιαν αιώνια υπερβατική κατάσταση. . . Ο Μαλντορόρ και τα Ποιήματα εμφανίζονται σε τελευταία ανάλυση ως αντανάκλαση της διπλής τάσης του αναρχικού κινήματος, της αδιάκοπης παλινδρόμησής του ανάμεσα στην καθαρή βία και τη μεταρρυθμιστική ουτοπία.
Η κεντρική ιδέα των έξι ασμάτων είναι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός. Όλοι είναι εν δυνάμει εγκληματίες ή σύμφωνα με ένα λατινικό ρητό: Homo hominem lupus. Με βάση αυτή την ιδέα ο κεντρικός ήρωας του έργου με το υποβλητικό όνομα Μαλντορόρ διαπράττει φρικιαστικά εγκλήματα για να δείξει στους ανθρώπους πόσο κακοί μπορούν να γίνουν και μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν για να ικανοποιήσουν τα αρρωστημένα πάθη τους. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Λωτρεαμόν δεν λαμβάνει υπόψη του το εξωτερικό περιβάλλον, δηλαδή, τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, που συμβάλλουν στην διαμόρφωση των ανθρώπινων χαρακτήρων.
Από τεχνικής άποψης Τα Άσματα του Μαλντορόρ με ένα απλό ξεφύλλισμα μοιάζουν με πεζό κείμενο, αν όμως, ο αναγνώστης ξεκινήσει το διάβασμα, τότε τον συνεπαίρνει ο χειμαρρώδης λόγος του Λωτρεαμόν με τις πολύ ζωντανές περιγραφές, τις παρομοιώσεις κι έναν αβίαστο ρυθμό. Εξπρεσιονιστής κι υπερρεαλιστής avant la lettre, ο Ντυκάς, ρομαντικός μηδενιστής, χθόνιος λάτρης των άστρων, παραμένει ένας μεγάλος αιρετικός του οποίου ακόμα και το κάθε μάτι, στη μοναδική σωζόμενη φωτογραφία του, κοιτάζει αλλού. Ο Μαλντορόρ επιβεβαιώνει τη ρήση του Σιοράν ότι «ένα βιβλίο πρέπει να είναι κίνδυνος», όντας παράλληλα έν από κείνα τα βιβλία που εν τέλει ανάγονται μόνο στις ίδιες τους τις λέξεις.
Οι Poésies (Ποιήσεις) είναι το άλλο, μικρό επιζόν έργο και χωρίζεται σε 2 μέρη. Σε αντίθεση με τον Maldoror, ο Poésies δημοσιεύθηκε με το όνομα του Ducasse. Και τα 2 αποτελούνται από μια σειρά μεγίστων ή αφορισμών στη πεζογραφία, που εκφράζουν αισθητικές απόψεις σχετικά με τη λογοτεχνία και τη ποίηση. Αυτές οι δηλώσεις αναφέρονται συχνά σε συγγραφείς του δυτικού κανόνα και συγκρίνουνε τα έργα και τα ταλέντα τους με ρητορική γλώσσα. οι συγγραφείς που αναφέρονται είναι οι Έλληνες τραγικοί, ο Poe κι ιδιαίτερα πολλοί Γάλλοι συγγραφείς της εποχής του, μεταξύ των οποίων οι Baudelaire, Alexander Dumas και Victor Hugo. Επομένως, δεν είναι μια συλλογή ποίησης όπως υποδηλώνει ο τίτλος της, αλλά ένα έργο λογοτεχνικής κριτικής ή ποιητικής. Έρχονται επίσης σε αντίθεση με τα αρνητικά θέματα του Maldoror υπό την έννοια ότι χρησιμοποιεί πολύ πιο θετική, ανυψωτική κι ανθρωπιστική γλώσσα. Η καλωσύνη κι οι συμβατικές ηθικές αξίες εγκιβωτίζονται τακτικά, ακόμη κι όταν συγγραφείς οικείοι του Ducasse μερικές φορές τις δυσφημίζουν:
“Μην αρνείστε την αθανασία της ψυχής, τη σοφία του Θεού, την αξία της ζωής, τη σειρά του σύμπαντος, τη φυσική ομορφιά, την αγάπη της οικογένειας, τον γάμο, τους κοινωνικούς θεσμούς .. Αγνοήστε τους παρακάτω ακόλαστους κι οδυνηρούς συγγραφείς: Sadε, Balzac, Δούμας, Musset, Du Terrail, Féval, Flaubert, Baudelaire, Leconte και το Grève des Forgerons! “
Poésies, Μέρος Ι
Παρ ‘όλα αυτά, υπάρχουν κοινά σημεία με τον Maldoror. Και τα δύο έργα περιγράφουν τακτικά, χρώματα, ζώα με παρόμοια αναλογία και παρόλο που ο Θεός επαινείται, άλλα αποσπάσματα υποδηλώνουν αντίθετα έναν αθεϊσμό ανθρωπισμό που τοποθετεί τον άνθρωπο πάνω από τον Θεό: “Ο Ελοχίμ γίνεται ένα με την εικόνα του ανθρώπου“.
Το 1917, ο Γάλλος συγγραφέας Philippe Soupault ανακάλυψε ένα αντίγραφο του Les Chants de Maldoror στο τμήμα των μαθηματικών ενός μικρού παριζιάνικου βιβλιοπωλείου, κοντά στο στρατιωτικό νοσοκομείο στο οποίο είχε γίνει δεκτός. Στα απομνημονεύματά του, ο Soupault έγραψε:
Με το φως ενός κεριού που μου επέτρεψε να βλέπω, άρχισα να διαβάζω. Ήτανε σα διαφωτισμός. Το πρωί διάβασα τα Άσματα πάλι, πεισμένος ότι ονειρεύτηκα. Την επόμενη μέρα ήρθε ο André Breton να με επισκεφθεί. Του έδωσα το βιβλίο και του ζήτησα να το διαβάσει. Την επόμενη μέρα το έφερε πίσω, ενθουσιώδης όπως ήμουνα κι εγώ τη πρώτη μέρα.
Λόγω αυτού του εύρους, ο Lautréamont παρουσιάστηκε στους Σουρεαλιστές. Σύντομα τον αποκαλούσανε προφήτη τους. Ως ένας από τους ποιητές maudits (ανυψωμένοι ποιητές), ανέβηκε στο Surrealist Panthéon δίπλα στον Charles Baudelaire και τον Arthur Rimbaud κι αναγνωρίστηκε ως άμεσος πρόδρομος του σουρρεαλισμού. Ο André Gide τον θεώρησε -και περισσότερο από τον Rimbaud- ως το σημαντικότερο πρόσωπο, ως «Κεντρική πύλη της αυριανής λογοτεχνίας», που αξίζει στον Breton και τον Soupault «να αναγνωρίσουν και να αναγγείλουν τη λογοτεχνική κι υπερ-λογοτεχνική σημασία του εκπληκτικού Lautréamont».
Ο Louis Aragon κι ο Breton ανακαλύψανε τα μοναδικά αντίγραφα των Poésies στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας και δημοσiεύσανε το κείμενο τον Απρίλη και τον Μάη του 1919 σε 2 διαδοχικές εκδόσεις του περιοδικού τους Literature. Το 1925, μια ειδική έκδοση του περιοδικού Surrealist Le Disque Vert ήταν αφιερωμένη στο Lautréamont, υπό τον τίτλο “Le cas Lautréamont” (υπόθεση Lautréamont). Ήταν η δημοσίευση του Soudault και του Breton το 1927 που τονε καθιέρωσε σε μόνιμη θέση στη γαλλική λογοτεχνία και το σαν οδηγό στο σουρρεαλιστικό κίνημα. Το 1940, ο Breton τονε συμπεριέλαβε στην Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ. Ο τίτλος ενός δοκιμίου από τον αμερικανό καλλιτέχνη Man Ray, με τίτλο L’Enigma d’Isidore Ducasse (Το αίνιγμα του Isidore Ducasse), που δημιουργήθηκε το 1920, περιέχει αναφορά σε ένα διάσημο στίχο στο 6ο Άσμα. Ο Lautréamont περιγράφει ένα νεαρό αγόρι ως “όμορφο, όπως η πιθανή συνάντηση σε τραπέζι μίας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας“. Ομοίως, ο Breton χρησιμοποίησε συχνά αυτή το στίχο σα παράδειγμα σουρρεαλιστικής άρθρωσης λόγου.
Ο Maldoror ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες: τον Fray De Geetere, τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον Man Ray, τον Jacques Houplain, τον Jindřich Štyrský, τον René Magritte, τον Georg Baselitz και τον Victor Man. Μεμονωμένα έργα έχουνε δημιουργηθεί από τον Max Ernst, τον Victor Brauner, τον Oscar Dominguez, τον André Masson, τον Joan Miró, τον Aimé Césaire, τον Roberto Matta, τον Wolfgang Paalen, τον Kurt Seligmann και τον Yves Tanguy. Ο καλλιτέχνης Amedeo Modigliani έφερε πάντα μαζί του ένα αντίγραφο του βιβλίου και το χρησιμοποιούσε για να περπατήσει γύρω από το Montparnasse απαγγέλλωντας από αυτό.==================
* Αντικαθιστώ τη μελαγχολία με το θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, την απελπισία με την ελπίδα, τη κακία με το καλό, τα παράπονα με το καθήκον, το σκεπτικισμό με τη πίστη, τις σοφιστείες με τη ψυχρότητα της ηρεμίας και την αλαζονεία με τη ταπεινοφροσύνη.
* Όλο το νερό της θάλασσας δεν θα ‘φτανε να ξεπλύνει μία κηλίδα διανοητικού αίματος.
* Τα συναισθήματα είναι η ατελέστερη μορφή στοχασμού απ’ όσες μπορεί να φανταστεί κανείς.
* Το καλό γούστο είναι η θεμελιώδης αρετή που συνοψίζει όλες τις υπόλοιπες. Είναι το nec plus ultra (αποκορύφωμα) της ευφυΐας.
* Είθε ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο κι άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μες σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουνε στην ερημιά.
αποσπάσματα από το 1ο άσμα του Μαλντορόρ
Ω χταπόδι μου εσύ με τη μεταξωτή ματιά!
Ω ψυχή της ψυχής μου αχώριστη!
Εσύ το ομορφώτερο απ’ όλους μας στη Γη,
που ζεις σ’ ένα σεράι με τετρακόσιες νύμφες,
‘συ που συμφώνησαν να θρονιαστούνε πάνω σου,
σα φυσικό τους οίκο, όλες οι θείες χάρες
και μ’ άρρηκτο δεσμό να σμίξουν
με την αρετή σου τη θεσπέσια,
γιατί με μένα να μην είσαι;
Να νιώθω στ’ αλουμίνειο το στέρνο μου
την υδραργυρένια σου κοιλιά
και καθιστοί κι οι δυο μας σ’ ένα βράχο,
στο γιαλό ν’ απολαμβάνουμε μαζί παρέα,
το θέαμα που λαχταράω τόσο!
Γέρο-ωκεανέ,
είσαι το σύμβολο του ναναι κανείς αυτό που είναι:
για πάντα ίδιος με τον εαυτό σου.
Δεν αλλάζεις, μ’ ένα τρόπο ουσιαστικό
κι αν τα κύματά σου σε μιαν άκρη σκάνε σα βουνά,
λίγο πιο πέρα σ’ άλλη, τέλεια γλυστράν γαληνεμένα.
Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο εσύ, που σταματά στο δρόμο
για να χαζέψει δυο σκυλιά που απ’ το σβέρκο πιάστηκαν,
μα που δε σταματά όταν περνά κηδεία,
που το πρωί στα κέφια του, μα τη βραδιά κατσούφης,
που σήμερα γελά πολύ κι αύριο πάλι κλαίει.
Χαίρε, γέρο-ωκεανέ!
Γέρο-ωκεανέ,
η τελειότητά του σφαιρικού σου σχήματος,
που τόσο γελοιοποιεί την αυστηρή έκφραση
της γεωμετρίας, εμένα δεν μου θυμίζει
παρά τα μικρά μάτια του ανθρώπου,
που είναι τόσα δα, ίδια με του αγριόχοιρου,
και στρόγγυλα σα κείνα των πουλιών της νύχτας.
Ωστόσο ετούτος,
από καταβολής κόσμου περνιέται για ωραίος.
Πάντως εγώ υποπτεύομαι,
πως αυτό το κάνει περισσότερο από φιλότιμο,
και πως στ’ αλήθεια για το κάλλος του αμφιβάλλει.
Τότε, γιατί κοιτά με τόση περιφρόνηση
του συνανθρώπου του τη μορφή;
Χαίρε, γέρο-ωκεανέ!
Γέρο-ωκεανέ,
διόλου δεν είναι απίθανο ό,τι κρύβει ο κόρφος σου,
να ‘ναι ωφέλιμο για το μελλοντικό καλό του ανθρώπου.
Ως τώρα, του έδωσες τη φάλαινα,
αλλά δεν αφήνεις εύκολα τ’ άπληστα μάτια
των φυσικών επιστημών να μαντέψουνε
τα χίλια μυστικά που διέπουν την ιδιαίτερη οργάνωσή σου:
εσύ, είσαι μετριόφρων.
Δεν μοιάζεις του ανθρώπου,
που συνεχώς καυχιέται για τιποτένια πράματα,
Χαίρε, γέρο-ωκεανέ!
Γέρο-ωκεανέ,
τα νερά σου είναι πικρά.
Έχουν την ίδια γεύση της χολής,
που στάζει η κριτική στις Καλές Τέχνες,
στις Επιστήμες και στα πάντα γενικά.
Κι αν τύχει κάποιος να είναι μεγαλοφυής,
αυτοί τονε διαγνώσκουν βλάκα,
και τον άλλον με το λυγερό κορμί,
απαίσιο καμπούρη.
Σίγουρα, ο άνθρωπος θα πρέπει να αισθάνεται
έντονα την ατέλειά του,
για να της κάνει τέτοια κριτική,
που άλλωστε κατά τα τρία τέταρτα,
οφείλεται στον ίδιο.
Χαίρε, γέρο-ωκεανέ!
Απάντησε μου, γέρο-ωκεανέ,
θέλεις να γίνεις αδερφός μου;
Ανασάλεψε με ορμή, ακόμη πιο μεγάλη,
αν θέλεις να σε παραβάλλω με την εκδίκησή του Θεού.
Μάκρυνε τα μπλάβα σου τα νύχια
ανοίγοντας δρόμο στο ίδιο σου το στήθος.
Το μεγαλείο του ανθρώπου είναι πλαστό,
δεν θα μου επιβληθεί καθόλου, εσύ όμως ναι.
Όταν προχωρείς με την κορυφή ψηλά και τρομερή,
περιστοιχισμένος από τις λεπτές πτυχές σου,
σαν από μια αυλή, γητευτής κι άγριος,
κυλώντας τα κύματα σου, το ένα πάνω στο άλλο,
με τη συνείδηση του τι είσαι,
όταν βγάζεις, από τα βάθη του στήθους σου,
σαν χτυπημένος από μία τύψη,
έντονη που δεν μπορώ να αποκαλύψω,
αυτό τον υπόκωφο και αδιάκοπο βρυχηθμό
που οι άνθρωποι φοβούνται,
ακόμη κι όταν σε κοιτάζουν,
ασφαλισμένοι, τρέμοντας από την ακτή,
τότε βλέπω πως δεν έχω το δικαίωμα
να λέω πως είμαι ίσος σου.
Γι’ αυτό μπορεί στην υπεροχή σου
να σου έδινα όλη μου την καρδιά,
και κανείς δεν ξέρει πόση αγάπη
κλείνουν οι προθέσεις μου προς το ωραίο,
Αν δεν με έκανες οδυνηρά να συλλογίζομαι τους ομοίους μου,
που αποτελούν μαζί σου την πιο ειρωνική αντίθεση,
αντίθεση την πιο κωμική που ειδώθηκε ποτέ μέσα στην πλάση,
δεν μπορώ να σ αγαπήσω, σε μισώ.
Γιατί ξανάρχομαι προς εσένα για χιλιοστή φορά,
προς τα φιλικά σου χέρια, που ανοίγουν για να χαϊδέψουν
το μέτωπό μου, που φλέγεται και βλέπει να πέφτει
ο πυρετός του στην επαφή τους.
Δεν ξέρω την κρυφή σού μοίρα,
κάθε σχετικό με σένα με ενδιαφέρει.
Πες μου λοιπόν αν είσαι η κατοικία του πρίγκιπα των σκοταδιών
Πες το μου, πες μου, ωκεανέ
(σε μένα μόνο, να μη λυπηθούν εκείνοι
που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει παρά τις οφθαλμαπάτες)
και να η πνοή του Σατανά, γεννά τις τρικυμίες
που υψώνουν τα αλμυρά σου νερά στα σύννεφα.
Πρέπει να μου το πεις γιατί θα αναγαλλιάσω
βλέποντας πως η κόλαση βρίσκεται
τόσο κοντά στον άνθρωπο.
Θέλω αυτή να είναι η τελευταία στροφή
της επικλήσεως μου. Γι’ αυτό, μια φορά ακόμη,
θα σε χαιρετήσω και θα σε αποχαιρετήσω.
Γέρο-ωκεανέ με τα κρυστάλλινα κύματα.
Γέρο-ωκεανέ
οι άνθρωποι παρά τα τέλεια μέσα τους
και την επιστημονική εξερεύνησή τους,
δεν μπορέσανε να μετρήσουνε το βάθος σου.
Το ιλιγγιώδες βάθος των αβύσσων σου.
Τις πιο καλές βολίδες τους, κάθε φορά
τις βγάζεις απαράδεκτες.
Κι ενώ στα ψάρια τούτο επιτρέπεται,
στον άνθρωπο είν’ απαγορευμένο.
Όμως εγώ πολλές φορές αναρωτήθηκα,
ποιό βάθος απ’ τα δυο είν’ απροσμέτρητο:
Το βάθος σου ωκεανέ, ή της καρδιάς τ’ ανθρώπου;
Ή τάχα ποιός μπορεί να καταλάβει,
πως όχι μόνο ευφραίνονται από τις συμφορές
των συνανθρώπων τους αλλά κι αγαπημένων φίλων,
που τους βρίσκουνε, αλλά συγχρόνως θλίβονται;
Και για να κλείσω τη σειρά τελειώνω
με παράδειγμα που δε χωρά αντιρρήσεις:
ο άνθρωπος μ’ υποκρισία λέει ναι και σκέφτετ’ όχι.
Έτσι εξηγείται πως οι κάπροι αυτής της γης
δεν έχουν εμπιστοσύνη οι μεν στους δε
και δεν είναι καν από εγωισμό.
Απ’ ότι φαίνεται πως η ψυχολογία
έχει να κάνει ακόμα μπόλικες προόδους.
Χαίρε γέρο-ωκεανέ!
Τα μάτια μου μουσκεύουνε στο κλάμα,
και δεν έχω την δύναμη να εξακολουθήσω
γιατί νιώθω πως η στιγμή έφτασε
να ξαναγυρίσω στους ανθρώπους με τη κτηνώδη όψη.
Όμως θάρρος,
ας κάμουμε μια μεγάλη προσπάθεια
κι ας επιτελέσουμε,
με το συναίσθημα του καθήκοντος,
τα της μοίρα μας σε αυτή τη γη,
Χαίρε γέρο-ωκεανέ!
——————————
Τώρα που τέλειωσε όλο τούτο μπορώ να πω πως είδα κι έπαθα να βγάλω άκρη με τα αποσπάσματα. Προσωπική μου άποψη λέω και προφταίνω να δηλώσω μη ειδικός, πλην όμως το παρόν βιβλίο κι ο συγχωρεμμένος ο συγγραφέας του, έχουνε δεινοπαθήσει ζόρικα σε χέρια ατζαμήδων, τουλάχιστον. Επίσης προσωπικά πιστεύω, πως η μετάφραση δεν είναι ένα ξύλινο αλογάκι που το καβαλάμε και κάνουμε μπρος πίσω ευτυχισμένα, σαν παιδάκια νηπιαγωγείου. Η μετάφρασή πρέπει κι οφείλει οπωσδήποτε, να παραλάβει ένα ποίημα σε μια γλώσσα, που θα ναι πραγματικός Πήγασος και φτερωτά θα σε πετάξει στη ράχη του, και να το μεταφέρει σε μιαν άλλη γλώσσα, όσο πιο κοντά στη πρώτη μπορεί, όσο πιο ποιητικά μπορεί, όσο πιο πτητικά μπορεί κι όσο πιο εικονομαχικά-εικονολατρικά μπορεί. Αν ξεκινήσει και δει πως το ‘χει πάρει ο διάολος, ας πει πως δε μπορεί να συνεχίσει και να το παρατήσει για κανάν άλλο, που ίσως το καταφέρει. Δεν είναι καθόλου κακό και μάλιστα είναι τιμητικώτερο από το να το κάνει και να τρώει τα μπινελίκια του μετά, μαζί με το ρεζίλεμα και την μειωτική σκέψη του κοινού πως πουλήθηκε όσο όσο για το χρήμα κι ανέλαβε να φέρει σε πέρας κάτι, στα… ψέμματα.
Προσοχή, δεν αναφέρομαι σε ερασιτεχνικές εργασίες που αναρτώνται δώθε κείθε χάριν γούστου και χόμπι, αλλά για επίσημες εκδοτικές δουλειές επί πληρωμή. Δε θα προχωρήσω παραπέρα, χάριν ηρεμίας, αλλά ό,τι είπα, σκοτώνοντας το πιστεύω, ή αν θέτε, το πιστεύω του σκοτωμού, που λεγε κι ο πατέρας μου. Ζητώ συγγνώμη για τη τραχύτητα, μα έφαγα μισή νύχτα να μαζέψω στοιχεία και μιάμιση να μαζέψω έν απόσπασμα! Έλεος δηλαδή κάπου ε; Ασιχτίρια πια, μπάφιασα!!!