Όσο για μένα, για ένα είμαι σίγουρος:
αργά ή γρήγορα, ένα ωραίο πρωί θα πεθάνω.
Έχω και μιαν άλλη βεβαιότητα:
ότι κάποιο καταραμένο βράδυ,
είχα τη δυστυχία να γεννηθώ.
Βιογραφικό

Ο Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λέρμοντοφ (Mikhail Yuryevich Lermontov, Михаил Юрьевич Лермонтов Λιέρμαντοφ ρωσ. προφ.) ήτανε σημαντικός Ρώσος ποιητής, γνωστός ως ο ποιητής του Καυκάσου. Παρά τα λίγα χρόνια της ζωής του, το έργο που άφησε ως παρακαταθήκη θεωρείται από τα πιο σημαντικά, στη κληρονομιά της Ρωσίας. Ήταν ο σπουδαιότερος -μετά τον Πούσκιν– ποιητής της Χρυσής Εποχής της ρωσικής λογοτεχνίας κι άσκησε μεγάλη επιρροή στην πορεία της. Ήταν η πιο σημαντική παρουσία στη ρωσική ποίηση από το θάνατο του Πούσκιν μέχρι και τον δικό του, 4 χρόνια μετά, στα 27 του χρόνια. Όπως κι ο μεν, έχασε τη ζωή του σε μια μονομαχία. Σ’ ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του, που γράφτηκε τη Πρωτοχρονιά του 1840, περιέγραψε τη ποίησή του σαν “ατσαλένιο τοίχο ποτισμένο με πικρία και μίσος“.
Ένας ήρωας του καιρού μας ήτανε κι ο ίδιος, από τους καλλίτερους Ρώσους ποιητές και πεζογράφους, που έζησε έντονα και χάθηκε ξαφνικά σε μονομαχία, υπερασπιζόμενος τη τιμή του. Σε μόλις 12 χρόνια συγγραφικής πορείας κατάφερε να δημιουργήσει πάνω από 30 μεγάλα ποιήματα, 600 ολιγόστιχα λυρικά ποιήματα, 5 δράματα και 1 μόλις νουβέλα -που όμως γνώρισε τεράστια επιτυχία κι έμεινε στην ιστορία (Ένας ήρωας του καιρού μας). Τη δούλεψε στα έτη 1838-1840, στον Καύκασο. Αποτελείται από 5 χαρακτηριστικές ιστορίες, που συνδέονται από ένα άτομο. Η ιδέα του έργου είναι να δείξει τις κακίες της κοινωνίας στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια αληθινή εικόνα της ρωσικής κοινωνίας εκείνης της εποχής. Το λυρικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα έγινε η μεγάλη ανακάλυψη για τη ρωσική λογοτεχνία εκείνης της εποχής. Αλλά κι οι στίχοι του είναι ιδιαίτεροι, γιατί νιώθει κι εκφράζει την αποξένωση και ταυτόχρονα δείχνει τεράστιαν αίσθηση κοινωνικής ευθύνης.
Η λογοτεχνία δεν ήτανε το μόνο πάθος του. Έπαιζε αρκετά μουσικά όργανα και είχε χαρακτηριστεί εξαιρετικός ζωγράφος. Από μικρός δεν ήθελε να επαναπαύεται και δοκίμαζε τις δυνάμεις του στα πάντα. Κι αυτό επέφερε το εξής: “Αν αυτός ο νεαρός παρέμενε ζωντανός, δεν θα χρειαζόμουν ούτε εγώ, ούτε ο Ντοστογιέφσκυ!” είχε πει ο θρύλος της ρωσικής λογοτεχνίας, Τολστόι, για να περιγράψει τη σημασία του Λέρμοντοφ. Στο έργο του ενυπάρχουν πολιτικός και φιλοσοφικός λόγος. Η ποίησή του σηματοδότησε μια νέα άνθιση κι είχε μεγάλη επιρροή στους Ρώσους συγγραφείς και ποιητές του 19-20ου αι. Από τα έργα του εμπνεύστηκαν ζωγράφοι, συνθέτες, άνθρωποι του θεάτρου και του σινεμά. Πολλά από τα ποιήματά του γίνανε δημοφιλή τραγούδια.
Ο μικρός Μίσα 1817-18
Υπήρξε μαθητής σε σχολείο ευγενών και εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το οποίο εγκατέλειψε για να γραφτεί στη Σχολή Αξιωματικών της Αγίας Πετρούπολης. Το 1834 πήρε το βαθμό ανθυπιλάρχου κι υπηρέτησε στο σύνταγμα των Ουσσάρων της φρουράς του Τσάρου. Φιλελεύθερος και πολέμιος της απολυταρχίας, προκάλεσε την αντίδραση των αυλικών κύκλων με το ποίημά του Ο θάνατος του ποιητή για τον θάνατο του Πούσκιν σε μονομαχία και μετατέθηκε στο Καύκασο. Το 1838 επανήλθε στη Πετρούπολη κι απέκτησε σημαίνουσα θέση στους συγγραφικούς κύκλους της πρωτεύουσας.
Το 1840 όμως, πέρασε από στρατοδικείο γιατί μονομάχησε με το γιο του Γάλλου πρεσβευτή και στάλθηκε πάλι στον Καύκασο, σε μονάδα μάχης της πρώτης γραμμής. Διακρίθηκε στη μάχη του ποταμού Βαλέρικ και πήρε εύφημο μνεία για το θάρρος και την ετοιμότητά του. Τον Ιούλιο του 1841, στη κωμόπολη Πιατιγκόρσκ όπου είχε πάει για θεραπεία, βρήκε κι αυτός το θάνατο σε μονομαχία, στη κωμόπολη Πιατιγκόρσκ, σε ηλικία 27 ετών, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στη ρωσική λογοτεχνία.
Η ποίηση του Λέρμοντοφ θεωρήθηκε από τους σύγχρονους ως νέος κρίκος στην ιστορική εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας διαμαρτυρήθηκε για τη καταπίεση των απλών ανθρώπων και τη καταπίεση των σκεπτόμενων ανθρώπων στο φεουδαρχικό-αυτοκρατικό κράτος. Η ιδιαιτερότητα του έργου του, βρίσκεται στη συγχώνευση κοινωνικοπολιτικών και προσωπικών κινήτρων. Ο ποιητής επηρέασε το έργο πολλών άλλων ποιητών και συγγραφέων. Μερικά απ’ τα έργα του είναι: Μασκαράντ, Μποροντίνο, Μτσίρο, Σάσκα, Βαλέρικ. Κορυφαίο έργο του είναι το Ένας Ήρωας Του Καιρού Μας, που άσκησε μεγάλη επίδραση στη πορεία της ρωσικής πεζογραφίας.
Ο Μιχαήλ Γιούριεβιτς Λερμόντοφ γεννήθηκε στις 3 Οκτώβρη 1814 στη Ρωσική Αυτοκρατορία (Μόσχα). Η καταγωγή του μελλοντικού ποιητή είναι εκπληκτική: η οικογένειά του έχει ρίζες στη Σκωτία, ο θρυλικός προφήτης-βάρδος Thomas Lermont θεωρείται μεγάλος πρόγονος. Πατέρας ο Γιούρι Πέτροβιτς Λέρμοντοφ, συνταξιούχος λοχαγός πεζικού. Θεωρούνταν όμορφος άντρας, ευγενικός, αλλά ανεύθυνος. Η μητέρα, Maria Mikhailovna Lermontova (πατρικό Arsenyeva) ήτανε πλούσια κληρονόμος. Παντρεύτηκε στα 17 της. Μετά τον τοκετό, η υγεία της επιδεινώθηκε κι ο σύζυγός της έχασε το ενδιαφέρον του για κείνη. Η οικογενειακή ζωή δεν πήγαινε καλά.
Μεγάλωσε με τη γιαγιά του Elizaveta Alekseevna Arsenyeva, που είχε λαμπρό μυαλό, δύναμη θέλησης κι επιχειρηματική οξυδέρκεια. Ωστόσο, παρά τη σκληρότητά της, δεν ασκούσε σωματική βία στους δουλοπάροικους, παρά μόνο για να ξυρίσει τα μαλλιά μιας ή να κόψει τις πλεξούδες της μιας άλλης μικρής υπηρέτριας. Ο Μίσα πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο κτήμα της γιαγιάς του, στο Tarkhany. Έλαβε τη πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο σπίτι. Η εκπαίδευση που έλαβε ήταν εξαιρετική, ενώ από πολύ μικρή ηλικία διάβαζε Ευρωπαϊκή και Ρωσική λογοτεχνία και μιλούσε άπταιστα γαλλικά και γερμανικά. Τη περίοδο 1828-30 σπούδασε στο οικοτροφείο του πανεπιστημίου της Μόσχας. Τότε, ο μελλοντικός ποιητής εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Πρώτα στην οικονομική και πολιτική σχολή και μετά στη λογοτεχνία.
Μετά την αποφοίτησή του, γράφεται στη σχολή σημαιοφόρων φρουρών στην Αγία Πετρούπολη. Το 1834 ξεκινά την υπηρεσία στο σύνταγμα των Ουσσάρων. Εκεί, ο Μίσα έγινε γνωστός σ’ έναν ευρύτερο κύκλο κοινού μετά τη κυκλοφορία ενός ποιήματος αφιερωμένου στο θάνατο του Πούσκιν. Σ’ αυτό, επέπληξε τις αρχές για τον πρόωρο θάνατο μιας ιδιοφυΐας. Γι’ αυτό το τολμηρό έργο, στάλθηκε στην εξορία και μόνο χάρη στο αίτημα της γιαγιάς, η τιμωρία του μετριάστηκε. Στο δρόμο για τον Καύκασο, επισκέφτηκε τη Μόσχα, όπου έγραψε το Μποροντίνο (1837).
Οι γονείς του Γιούρι & Μαρία
Τη νύχτα της 2ας προς 3η Οκτώβρη 1814, στη Μόσχα, στην οικογένεια του λοχαγού του στρατού, Γιούρι Πέτροβιτς Λέρμοντοφ και της 19χρονης Μαρίας Μιχαήλοβνα (πατρικό: Αρσενίεβα), γεννήθηκε έν αγόρι ονόματι Μιχαήλ, που η μοίρα του ετοίμασε μεγάλο αλλά δραματικό μέλλον. Είναι Σκωτσέζος από τη πλευρά του πατέρα και Ρώσος από τη πλευρά της μητέρας. Ο γάμος των γονέων του μελλοντικού ποιητή, που συνήφθη ενάντια στη θέληση της μητέρας της νύφης, της γαιοκτήμονος της Penza, Elizaveta Alekseevna Arsenyeva, ήτανε δύσκολο να χαρακτηριστεί ευτυχισμένος.
Το 1817, η μητέρα του πέθανε. Ο πατέρας δεν επιτρεπόταν να δει το αγόρι κι ο Μίσα πέρασε όλη τη παιδική του ηλικία στη φροντίδα της γιαγιάς, που τον αγαπούσε τρελλά και δεν φείσθηκε χρήματα για την ανατροφή του. Ο Μίσα αγαπούσε τη γιαγιά του, αλλά ποτέ δεν έγινε στενή σχέση στον εγγονό της. Το πώς είναι να ζεις χωρίς γονείς δεν αξίζει να μιλήσουμε λεπτομερώς. Αυτό το γεγονός κι η αμοιβαία έχθρα μεταξύ της γιαγιάς και του πατέρα του, προκαλέσανε πολλά δεινά στο παιδί και τελικά όλ’ αυτά επηρεάσανε το χαρακτήρα του, τη ψυχική του κατάσταση. Ο Misha ήτανε πολύ άρρωστος και βίωσε πολλά ψυχοσωματικά βασανιστήρια. Συχνά βυθιζόταν σ’ εξωπραγματικό κόσμο ονείρων κι εφιαλτών, ανησυχιών και θλίψης.
Για να βελτιώσει την υγεία του, το 1825, η γιαγιά πήρε τον εγγονό της στο Βόρειο Καύκασο για θεραπεία εκεί, στα ιαματικά λουτρά. Υπέροχες εικόνες φανήκανε στον μικρό στον Καύκασο. Αγαπούσε αυτή την υπέροχη γη μ’ όλη του τη καρδιά. Το 1827, ο Μίσα κι η γιαγιά του, πήγανε στη Μόσχα για τις σπουδές του. Το 1828, μπήκε στο οικοτροφείο του Noble University. Οι δάσκαλοι (κυρίως καθηγητές του Πανεπιστημίου Μόσχας) ήτανε πέρ’ από εξαιρετικοί κι είχαν επίσης μόνον επαίνους γι’ αυτόν. Το 1829 τελείωσε έξοχα τη μαθητεία του στο Noble.
Η γιαγιά είχε κερδίσει το Μίσα από τον πατέρα μέχρι τα 16 του. Ο πατέρας άντεξε υπομονετικά αυτή τη περίοδο. Προηγουμένως, σπάνια έβλεπε το γιο του. Αλλά στη Μόσχα, ενώ σπούδαζε, ο Γιούρι τονε συναντούσε συχνά και συχνά συμμετείχε στις σπουδές του, ήρθανε πολύ κοντά πλέον κι αποφάσισε να μη τονε παραδώσει ξανά στη γιαγιά. Ο αγώνας άρχισε. Η γιαγιά δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τον αγαπημένο της, του θύμισε τη μοναξιά, ότι δεν θα επιζούσε από το χωρισμό, ότι η ζωή της θα ‘ταν άσκοπη αν την άφηνε και πήγαινε στον πατέρα του. Ο Μίσα λυπήθηκε και τη γιαγιά και τον πατέρα. Ανησυχούσε τρομερά, ενώ ήταν εξαιρετικά οξύθυμος, μα το συναίσθημα της συμπόνιας για τη γριά κυριάρχησε κι έμεινε μαζί της. Ο πατέρας, ταραγμένος, συγκλονισμένος απ’ αυτό, έφυγε από τη Μόσχα για το χωριό του και σύντομα πέθανε εκεί. Στη συνέχεια, από τη πέννα του Μίσα ξεχύθηκε ένας πικρός επιτάφιος.
Η… περιβόητη γιαγιά του, Ελιζαμπέτα
Το 16χρονο αγόρι απογοητεύτηκε από τους ανθρώπους -κι αυτό βγαίνει σε μια σειρά από ζοφερά ποιήματα. Είναι πεπεισμένος ότι ο κόσμος γύρω του δεν ανταποκρίνεται στις αγαπημένες του σκέψεις και κοιτώντας στο σύντομο παρελθόν και βλέποντας καθαρά το παρόν, λέει: “Αισθάνομαι μοναξιά ανάμεσα στους ανθρώπους. Στο μυαλό μου δημιούργησα ένα διαφορετικό κόσμο κι άλλες εικόνες ύπαρξης”. Εκείνη τη στιγμή, κοιτώντας έντονα μέσα του, διαπιστώνει ότι τονε σημαδεύει η μοίρα, πως ο γήινος κόσμος είναι μικρός γι’ αυτόν κι αρχίζει να ζει αποκλειστικά με τον εσωτερικό του κόσμο, την έμπνευση και την αγάπη του για τη φύση, την οποία ζει για λίγα χρόνια. Ακόμα τότε φαινότανε στο νεαρό πως όλα τον απατούσαν, μόνο οι ήχοι της λύρας δεν αλλάζουν, η έμπνευση σώζει από μικροανησυχίες. Βαθιά μέσα, πιστεύει ότι το μυαλό του δεν αναζητά κάτι μυστικό για το τίποτα.
Την άνοιξη του 1830 ο Mίσα μπήκε στο Πανεπιστήμιο Μόσχας, αλλά δεν έμεινε εκεί για πολύ. Το 1832, ο μελλοντικός ποιητής, παρά τις επιθυμίες του, παρασύρθηκε σε μια ιστορία μ’ έναν από τους καθηγητές κι ως εκ τούτου άφησε το πανεπιστήμιο και τη Μόσχα και μετακόμισε με τη γιαγιά του στην Αγία Πετρούπολη. Στο Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης του ζήτησαν να ξαναρχίσει τα μαθήματα από το πρώτο έτος. Αυτό φάνηκε στον νεαρό κουραστικό και βαρετό και μπήκε στη σχολή των μαθητών της φρουράς των Ουσσάρων. Η αυστηρή πειθαρχία κι ένα συγκεκριμένο κενό ζωής τον ανησυχούσαν. Η στρατιωτική ικανότητα δεν κατέλαβε τον Μιχαήλ -στην ψυχή του ήταν εντελώς διαφορετικός. Ο νεαρός είχε πολλούς εχθρούς, καθώς συχνά τον εκνεύριζε η καυστική του γελοιοποίηση, η οξύτητα, αιχμηρή σα ξυράφι. Η έμπνευση και τα ποιητικά όνειρα τον έσωσαν κι εδώ και μπήκε στην υπηρεσία έτσι απλά. Η ζωή κυλούσε μονότονα, αλλά ο χρόνος πέρασε γρήγορα.
Τον Νοέμβρη του 1834, αποφοίτησε από τη σχολή κι εστάλη σαν υπολοχαγός στο σύνταγμα των Ουσσάρων που στάθμευε στο Tsarskoe Selo. Κείνη την εποχή, χωρίς τη θέλησή του, το ποίημά του Haji Abrek εμφανίστηκε στις σελίδες του περιοδικού Library for Reading. Στον στρατιωτικό κύκλο, ήταν ήδη γνωστός ποιητής, αλλά η γενική φήμη του ήρθε το Γενάρη του 1837. Ήταν μια δύσκολη στιγμή, ήταν εξαιρετικά ανήσυχος όταν του έφτασαν τα θλιβερά νέα πως ο ποιητής Πούσκιν, τραυματισμένος σε μονομαχία σκοτώθηκε. Το περιστατικό τονε συγκλόνισε βαθιά. Ο επίδοξος ποιητής τον αγαπούσε πολύ, από την παιδική του ηλικία κι η πικρή είδηση αναστάτωσε τη ψυχή του και πέταξε τον σιδερένιο στίχο του, βουτηγμένο στη χολή, στη κοσμική κοινωνία, που αργότερα έγινε γνωστός σ’ όλους: Ο Θάνατος Του Ποιητή…
Το ποίημα έφτασε στον Τσάρο Νικόλαο Ι και στον Μέγα Δούκα Μιχαήλ Παβλόβιτς. Αυτός χαμογελώντας είπε “Ω, πώς διαλύθηκε… (ο Λέρμοντοφ)“. Ήρθε η δόξα, αλλά ο ποιητής εξορίστηκε σαν αξιωματικός αποστολών στο Σύνταγμα Ουσσάρων Νίζνι Νόβγκοροντ, που βρισκότανε στο Καύκασο κι έπρεπε να πάει αμέσως. Πάλι ο αγαπημένος Καύκασος ορθώνεται μπρος στη ψυχή του, ξαναλάμπει με τα αιώνια χιόνια μπρος στα μάτια του. Υπέροχες εικόνες, υπέροχα ποιητικά όνειρα αιχμαλωτίζουνε τη ψυχή του και γράφει πολλά, γρήγορα και μ’ έμπνευση. Εκεί γράφτηκε και το υπέροχο έπος του Τραγούδι για τον Τσάρο Ιβάν Βασίλιεβιτς, τον νεαρό διάδοχο και το Τολμηρός έμπορος Καλάσνικοφ.
Η φήμη του ποιητή μεγαλώνει. αλλά όλο και πιότερο νιώθει τη μοναξιά κι απομακρύνεται από τους ανθρώπους. Η γιαγιά ζητά τον αγαπημένο της, επιστρέφει ξανά στη Πετρούπολη, διορίζεται στο σύνταγμα των ουσσάρων του Γκρόντνο και στη συνέχεια μεταφέρεται στο ίδιο στο οποίο υπηρετούσε πριν από την εξορία. Πηγαίνει εκεί το 1839 κι αρχές του 1840. Πολλά απ’ τα σημαντικότερα έργα του σε ποίηση και πεζά δημοσιεύονται και γίνονται δεκτά με χαρά. Ξαφνικά, στις αρχές του 1840, μια νέα δυσάρεστη ιστορία για τον Mίσα: μια ασήμαντη συνομιλία, που έγινε στο χορό της κόμισσας του Laval με τον Barant, γιο ενός Γάλλου απεσταλμένου στη ρωσική αυλή, οδήγησε να τον καλέσει ο Βαράντ σε μονομαχία. Αυτή τελείωσε χωρίς ρίσκο -ο Μίσα πυροβόλησε στον αέρα κι οι αντίπαλοι παρέμειναν σώοι κι αβλαβείς.
Έπειτα πάλι ο ποιητής στάλθηκε στο Καύκασο, όπου μεταφέρθηκε στο σύνταγμα πεζικού Tenginsky. Τον Απρίλη άφησε τη πρωτεύουσα και πήγε στα αγαπημένα του βουνά, αυτή τη φορά αποχωρίζοντας με λύπη την Αγία Πετρούπολη. Λαχτάρα και βαριά προαισθήματα πίεζανε τη καρδιά του. Το 1840, συμμετείχε σε μια στρατιωτική αποστολή όπου διακρίθηκε για το θάρρος του στον ποταμό Βαλερίκ κι έγραψε ένα ποίημα μ’ αυτό τον τίτλο στο ίδιο μέρος. Εκείνη τη χρονιά, πολλά ποιήματα και 2 νέες ιστορίες βγήκαν από την πέννα του: Maxim Maksimovich και Princess Mary. Τέλη του 1840, μετά από αίτημα της γιαγιάς, του επέτρεψαν να κάνει διακοπές στη Πετρούπολη, όπου πέρασε κάμποσο χρόνο και στη συνέχεια επέστρεψε στο σύνταγμά του, στο Καύκασο, έχοντας περάσει αρκετές εβδομάδες στη Μόσχα. Αυτό ήταν το τελευταίο του ταξίδι στα βουνά, όπου λίγους μήνες αργότερα, στους πρόποδες του Mashuka, -ένα ολόδασο βουνό σα περσικό καπέλλο-, κοντά στο Πιατιγκόρσκ, στις 27 Ιούλη 1841, το βράδυ με μια τρομερή καταιγίδα, σκοτώθηκε σε μονομαχία από το λοχαγό Μαρτίνοφ.
Έτσι, ένας άλλος ήλιος της ρωσικής ποίησης έπεσε -όπως ακριβώς σκοτώθηκε ο ιδιοφυής Πούσκιν, την ίδια μοίρα είχε κι ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ-. σπουδαίος άνθρωπος της εποχής του που, παρά τη σύντομη ζωή του, κατάφερε ν’ αφήσει σημάδι στην ιστορία της Ρωσίας ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 19ου αι. Μια σύντομη βιογραφία του θα παρουσιαστεί σε άρθρο που θα λέει: Η ζωή του ποιητή ήτανε γεμάτη από θανατηφόρα ατυχήματα κι αναπόφευκτες συμπτώσεις, που τον οδηγήσανε σε τέτοιο τέλος. Στα γενέθλιά του μέχρι σήμερα, πολλοί θαυμαστές του έργου του γιορτάζουνε τοποθετώντας άνθη σε μνημεία ή διευθύνοντας ποιητικές βραδιές.

Στις 15 Οκτώβρη 1814, ένας κληρονόμος γεννήθηκε στην οικογένεια Arsenyev-Lermontov στη Μόσχα. Το αγόρι ονομάστηκε Μιχαήλ προς τιμή του παππού του. Οι γονείς του μελλοντικού ποιητή, Γιούρι και Mαρία, δε ζήσανε πολύ σε γάμο. Ο πατέρας του Μίσα είχε βίαιη, ανισόρροπη διάθεση, επιπλέον, ήταν αχόρταγοςς για τις γυναίκες. Η σύζυγος έπιασε τη σχέση του με τη νταντά του γιου της, ενώ υπήρχαν και φήμες για το πολυάριθμο ξεφάντωμα του ιδιοκτήτη με τις υπηρέτριες. Μόλις όλες οι ατασθαλίες του καταλήξανε σε μια μεγάλη μομφή της, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη χτυπήσει τη γυναίκα του. Όντας μια εντυπωσιακή κι εύθραυστη φύση, η Μαρία αμέσως αρρώστησε, στη συνέχεια συνδέθηκε με μια σοβαρή ψυχική ασθένεια κι η μητέρα του ποιητή πέθανε όταν ο Mίσα ήτανε 4 ετών. Ο Γιούρι άφησε τον γιο του στη φροντίδα της γιαγιάς Ελισαβέτας Αλεξέεβνα από την οικογένεια Στολίπιν. Ήταν αυστηρή γυναίκα, μερικές φορές σκληρή. Όταν ο Γιούρι πέθανε, δεν παρευρέθηκε στη κηδεία του και μετά συνόψισε λέγοντας: “Σκυλίσιος θάνατος ενός σκύλου“.
Τα γενέθλια του Μίσα γίναν από τα πιο ευτυχισμένα στη ζωή της, -η γιαγιά ειδωλοποίησε τον εγγονό. Για τη θεραπεία και τη μόρφωσή του προσκλήθηκαν οι καλλίτεροι Ευρωπαίοι γιατροί και δάσκαλοι και παρόλα αυτά, ο ίδιος ο ποιητής έχει επανειλημμένα παραδεχτεί ότι η παιδική ηλικία, όπως είπε, πέρασε από δίπλα του. Το αγόρι δεν γνώριζε τη διασκέδαση και τον ενθουσιασμό των παιδιών. Όλ’ αυτά τα συναισθήματα αποτυπωθήκανε στους πρώτους κιόλας στίχους του νεαρού ταλέντου. Επιπλέον, η κατάσταση επιδεινώθηκε από τη συνεχή έχθρα μεταξύ του πατέρα και της γιαγιάς του παιδιού.
Όπως αποδεικνύεται, η ζωή του ποιητή ήτανε διαποτισμένη από νεανικές αναμνήσεις. Η μοναξιά, η αναζήτηση ενός συγγενικού πνεύματος, ο κόσμος των ονείρων -αυτές οι ιστορίες βρίσκονται σχεδόν σε κάθε έργο του. Στα 10 του ήδη, συνειδητοποίησε πως ήταν ένας άντρας που παρασυρόταν εύκολα όχι μόνο απ’ το αντίθετο φύλο, αλλά κι από κάθε τι ευχάριστο σ’ αυτόν, είτε ήτανε φαγητό, μουσική ή θαυμάζοντας τις οροσειρές στο Καύκασο. Εκεί βίωσε το 1ο του συναίσθημα. Στη συνέχεια, κάθε νέα αγάπη του, ερχότανε δυνατότερη σ’ αυτόν και πολύ έντονα, βίωνε οδυνηρά αρνήσεις και χωρισμούς με τις κυρίες που του άρεσαν, ήταν ικανός για εκδίκηση κι άκαρδος.
Το πατρικό αγρόκτημα, τώρα Μουσείο
Μια σύντομη βιογραφία του αναφέρει τη λαχτάρα του για τις επιστήμες και τις γλώσσες. Ο Μίσα ήτανε πολύ μορφωμένος, έλκεται προς τις νέες επιστήμες, αλλά και γρήγορα ξεφούσκωνε η επιθυμία του προς αυτές. Ήταν μαθητής ενός οικοτροφείου ευγενών πανεπιστημίου και στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, καταχωρήθηκε σα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μόσχας. Πολλοί σύγχρονοι, φίλοι κι απλά όσοι διασταυρώθηκαν μαζί του σημείωσαν τη προσποιητή αριστοκρατία, την εγκράτεια και τη ψυχραιμία του. Και παρ’ όλ’ αυτά, οι στενότεροι φίλοι είπαν ότι ο Μίσα είχε παράλογο χαρακτήρα -συχνά η βίαιη διασκέδαση αντικαταστάθηκε από κατάθλιψη, λογοπαίγνια, ακόμη και ακατάλληλες γελοιότητες. Ακόμη και μια σύντομη βιογραφία του είναι γεμάτη ενδιαφέροντα αντιφατικά γεγονότα. Παρά τη καλή του ανατροφή και τις ευγενείς ρίζες, ο νεαρός δανδής είχε τη πολυτέλεια να τρώει με τα χέρια, όρμώντας στο αγαπημένο του πιάτο, παρά το αξιοπρεπές κοινό.
Ένας ιδιαίτερα δύσκολος, αποτραβηγμένος, μοναχικός νεαρός περνούσε ερωτικά προβλήματα. Στη διάρκεια της πολύ σύντομης ζωής του, ο ποιητής έμαθε σε αρκετές βαθιές στοργές. Κάθε κυρία γινόταν η μούσα του. Η 1η αγαπημένη του ήταν η Ekaterina Sushkova. Η κοσμική κοκέττα δεν εκτίμησε τη νεαρή ιδιοφυΐα, έκανε πλάκα με τα συναισθήματά του. Ο Μίσα ανησυχούσε για αρκετά χρόνια. Και τότε, όταν ξεφούσκωσε το πάθος του για τη νεαρή κοπέλα, φούντωσε κείνη από πάθος γι’ αυτόν, αλλά ο εκδικητικός άντρας μόνο γέλασε μαζί της. Η Natalya Fedorovna Ivanova έγινε μια άλλη θλιβερή αγάπη του. Αυτή, όπως κι η πριν, προτίμησε άλλον. Το πιο φωτεινό συναίσθημα ήταν η αγάπη για τη Vera Lopukhina. Παρέμεινε η μούσα του μέχρι το τέλος των ημερών του, παρά το γεγονός ότι ήτανε σύζυγος άλλου άντρα.
Ο Μίσα κι η… Μούσα του
Μια άλλη σύντομη βιογραφία του χωρίζει το έργο του σε 2 περιόδους: νεανικό, μέχρι το 1834, κι ώριμο, από το 1835 ως το τέλος του. Όλα τα λογοτεχνικά αριστουργήματά του είναι διαποτισμένα από προσωπικές εμπειρίες. Ο ποιητής αντανακλούσε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του σε ποιήματα -τη μοναξιά των παιδικών ημερών, τις εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα του, τις ερωτικές θλίψεις. Έγραψε ποίηση, πεζά και ζωγράφιζε καλά. Ήταν μοιρολάτρης, πολλά απ’ τα έργα του είναι διαποτισμένα με προαισθήματα ατυχίας κι απελπισίας. Όντας άμεσο και σκληρό άτομο, ήταν άπληστος μονομαχητής. Αρκετές φορές τον έδιωξαν από τη πρωτεύουσα επειδή συμμετείχε σε τέτοιες διαμάχες. Τραυματίστηκε πολλές φορές. Όμως η τελευταία αναμέτρηση με τον πρώην συμμαθητή N. Martynov στοίχισε τη ρομαντική φωνή του 19ου αι. 15 Ιουλίου 1841, ημερομηνία του θανάτου του μεγάλου Ρώσου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα.
Συγκρίνοντας τις δημιουργικές αποσκευές του με τα έτη που ‘ζησε, γίνεται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ιδιοφυΐα. Στα 10 συνέθεσε έργα για το home theater, διάβαζε γαλλικά, γερμανικά κι αγγλικά κλασσικά στο πρωτότυπο, ζωγράφιζε όμορφα, στα 15 έγραψε τη 1η έκδοση του ποιήματος The Demon, στα 20 -το δράμα σε στίχο Masquerade, στα 24, το μυθιστόρημα Ένας ήρωας του καιρού μας και στα 27 του πέθανε.
Η γιαγιά του ποιητή Elizaveta Alekseevna Arsenyeva ήταν αρχόντισσα από την ευγενή οικογένεια των Stolypin. Ο υπουργός ήτανε 2ος ξάδερφος του ποιητή. Η ισχυρή και πλούσια Elizaveta δεν ήθελε η μοναχοκόρη της να παντρευτεί το Γιούρι, έναν όμορφο στρατιωτικό από φτωχή οικογένεια. Η αμφίβολη καταγωγή του απ’ τον Σκώτο Georg Lermont δεν της ενέπνεε εμπιστοσύνη. Αργότερα, η βρεττανική εταιρεία Oxford Ancestors αρνήθηκε τη σχέση του με τους Lermonts χρησιμοποιώντας ανάλυση DNA, επιβεβαιώνοντας έτσι τις αμφιβολίες της. Όπως προέβλεψε, η προσωπική ζωή της κόρης της, που υπερκέρασε τη γαφειοκρατία για να παντρευτεί το Γιούρι στα 16 της, αποδείχθηκε δυστυχισμένη. Ο σύζυγος άρχισε ν’ απατά τη νεαρή σύζυγό του σχεδόν αμέσως μετά το γάμο. Ξεκίνησε σχέση με τη Γερμανή νταντά του γιου του, παρασύρθηκε μετά από τα κορίτσια της αυλής του κι όταν η σύζυγος τον επέπληξε για την απιστία, τη γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Η 21χρονη Maria Arsenyeva Lermontova πέθανε αργότερα. από ισχυρή εξάντληση, αφήνοντας τον 2χρονο Mίσα κατά το ήμισυ ορφανό.
Η Elizaveta, τη στιγμή του θανάτου της κόρης της ήτανε 44 ετών, πήρε τον εγγονό της μακριά από το γαμπρό της, έχοντάς του γράψει γραμμάτιο για 25.000 ρούβλια. Ο Γιούρι έφυγε απ’ το κτήμα της οικογένειας Stolypin κι η γιαγιά ανέλαβε την ανατροφή του Misha. Η γυναίκα λάτρευε τον εγγονό της και δεν φείσθηκε χρημάτων για τη μόρφωση και την υγεία του. Ο Μίσα μεγάλωνε σαν άρρωστο, όμορφο αγόρι κι η γιαγιά του προσέλαβε τον εγγονό του Γάλλου γιατρού Anselm Levy. Η δεσποτική πεθερά επέτρεπε περιστασιακά στον πατέρα να συναντηθεί με το γιο του κι οι δυο υποφέροντάς τη σκληρότητά της. “Έγινα ένα θήραμα που διαλύθηκε“, παραπονέθηκε αργότερα ο ίδιος.
Η παιδική ηλικία κι η εφηβεία του μελλοντικού κλασσικού κύλησαν στο κτήμα Tarkhany της γιαγιάς, στην επαρχία Penza. Η Elizaveta προσέλαβε δασκάλους για την εκπαίδευσή του. Πρώην αξιωματικός του ναπολεόντειου στρατού, ο Γάλλος Capet δίδαξε στο αγόρι γαλλικά. Μετά τον θάνατο του δασκάλου, τη θέση του πήρε ο μετανάστης Σάντρο, που τον περιέγραψε αργότερα στο ποίημα Σάσκα, αποκαλώντας τον Μαρκήσιο ντε Τες και Παρισινό Άδωνι. Ο Shandro άλλαξε με τον Άγγλο Windson, που μύησε τον νεαρό στην αγγλική λογοτεχνία. Η αγάπη του Μίσα για τη δημιουργικότητα, ήταν από ένα Βρεττανό δάσκαλο. Μεγάλωνε παρακολουθώντας τη ζωή του χωριού στο οικογενειακό κτήμα, ακούγοντας δημοτικά τραγούδια και θρύλους από τους χωρικούς. Ένα ταξίδι στο Καύκασο με τη γιαγιά του, άφησε βαθύ σημάδι στη ζωή και τη δημιουργική βιογραφία του. Στο Goryachevodsk, ένα 10χρονο αγόρι ερωτεύτηκε για 1η φορά και μετά από 2 χρόνια αφιέρωσε το ποίημα To a Genius στη 1η του μούσα.
Σεπτέμβρη του 1828, γράφτηκε στη 4η τάξη του πανεπιστημιακού οικοτροφείου πρωτεύουσας. Το Δεκέμβρη, μεταφέρθηκε στη 5η τάξη, έχοντας παρουσιάσει πίνακα κι ένα βιβλίο για επιμέλεια. Αυτό το έτος είναι σημαντικό, γιατί μέτρησε την αρχή της δημιουργικότητάς του. Στη πανσιόν, άρχισε να γράφει χειρόγραφα ημερολόγια. Σ’ έν’ απ’ αυτά, με τίτλο Πρωινή αυγή, ο έφηβος ποιητής έγινε βασικός συνεργάτης κι έγραψε το 1ο ποίημά του Ινδιάνος, δημοσιεύτηκε αμέσως. Αλλά 2 χρόνια μετά τη μετατροπή του οικοτροφείου σε γυμναστήριο, άφησε τις εκεί σπουδές. Το καλοκαίρι ο 16χρονος Mίσα το πέρασε στα προάστια, στο κτήμα του Stolypin Serednikovo. Οι συγγενείς του, Vereshchagin ζούσαν εκεί κοντά. Ο Μίσα ήτανε φίλος με την Alexandra Vereshchagina. Το κορίτσι τονε σύστησε στη φίλη της, τη “μαυρομάτικη καλλονή” Ekaterina Sushkova, που ο νεαρός ερωτεύτηκε αμέσως. Τα συναισθήματά του έμειναν αναπάντητα κι υπέφερε αφόρητα. Η Κάτια γέλασε με το στοργικό, αδέξιο κι απερίγραπτο αγόρι. Αργότερα, θα καταλάβει πως είχε κάνει μοιραίο λάθος, κοροϊδεύοντας τον άτυχο νεαρό.
Μίσα, διά χειρός Πάστερνακ
Το φθινόπωρο του 1830, εισήλθε στο Πανεπιστήμιο Μόσχας, επιλέγοντας το οικονομικό και πολιτικό τμήμα. Για 2 έτη σπούδασε με τους Vissarion Belinsky, Alexander Herzen και Nikolai Ogarev. Σαν φοιτητής, έγραψε το δράμα Ο Παράξενος Άνθρωπος, που καταδίκαζε τη δουλοπαροικία. Έδειξε μιαν αυθάδη διάθεση κι αγένεια, για την οποία οι δάσκαλοι παίζοντάς τον, του ‘πανε πως απέτυχε στις εξετάσεις. Ο Μίσα αρνήθηκε να μείνει για 2ο έτος κι εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο μετακομίζοντας με τη γιαγιά του στην Αγία Πετρούπολη. Μια προσπάθεια εισόδου στο 2ο έτος δεν στέφθηκε με επιτυχία: αντ’ αυτού του προσφέρθηκε να ξεκινήσει από το 1ο. Μετά από συμβουλή φίλων και γιαγιάς, ο νεαρός μπήκε στη σχολή αξιωματικών αποστολών και δόκιμων ιππικού, όπου σπούδασε 2 χρόνια, αποκαλώντας τους τρομερούς λόγω της στρατιωτικής άσκησης. Στη Αγία Πετρούπολη, ο μέχρι πρότινος δύστροπος και σκυθρωπός Mίσα μεταμορφώθηκε: έγινε η ψυχή της παρέας, ήπιε και τρέλλανε τις καλλονές. Έχοντας ένα πολύ δυνατό μυαλό, πολυμάθεια και σαρκασμό, ο νεαρός δεν πέρασε απαρατήρητος από φίλους και κυρίες της υψηλής κοινωνίας.
Το 1835, τα έργα του ποιητή εμφανίστηκαν 1η φορά σ’ έντυπη μορφή. Ο Μίσα, εν αγνοία του, έστειλε την ιστορία Χάτζι-Άμπρεκ στον Τύπο. Από το 2ο μισό της 10ετίας του ’30, τα ποιήματά του δημοσιεύονται με ανυπομονησία από το κοινό. Κριτικοί και κοινό δέχτηκαν θερμά το ποίημα Τραγούδι του Τσάρου Ιβάν Βασίλιεβιτς. Στα ποιήματα Dagger (Ο σιδερένιος φίλος μου), Poet και Duma διακήρυττε τα ιδανικά της αστικής ποίησης. Λαϊκό θέμα, ρωσικός χαρακτήρας σκιαγραφούνται στα ποιήματα Borodino και Motherland. Ζωντανό παράδειγμα ρομαντισμού είναι το ποίημα Πανί, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις Σημειώσεις της Πατρίδος, στους στίχους του γίνονται σαφείς οι συναισθηματικές παρορμήσεις του 18χρονου ποιητή. Στη διάρκεια της ζωής του στην Αγία Πετρούπολη, παρατηρεί τα έθιμα της αριστοκρατίας -αυτές οι παρατηρήσεις αποτελούν τη βάση του δράματος Μασκαράδα, που ο ποιητής ξανάγραψε πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν πέρασε το τείχος της λογοκρισίας.
Το σημείο καμπής από το πρώιμο στο ώριμο έργο του, συνέβη το 1837, μετά τη δημοσίευση μιας οργισμένης απάντησης στο θάνατο. Το ποίημα Θάνατος Του Ποιητή, που καταδικάζει το δολοφόνο και την αριστοκρατία του δικαστηρίου, κατονομάζοντάς τους σαν ένοχους της τραγωδίας, διαβάστηκε απ’ όλη τη Ρωσία. Οι φίλοι του Πούσκιν κι οι θαυμαστές του ταλέντου του, υποδέχτηκαν το ποίημα με θαυμασμό κι οι εχθροί, συμπεριλαμβανομένων των κυριών του κόσμου, που πήραν το μέρος του όμορφου Dantes, ήσαν αγανακτισμένοι. Έχοντας μάθει για την αρνητική αντίδραση του φωτός, πρόσθεσε λίγο μπαχαρικό. Το 1ο ποίημα τελείωνε με τον στίχο: “Και στα χείλη του η σφραγίδα“. Η συνέχεια, “έγινε πρόκληση για τους αγέρωχους απογόνους“: στους στίχους έβλεπαν μιαν έκκληση σ’ επανάσταση.
Μετά το ποίημα ακολούθησε σύλληψη και δίκη. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε τη διαδικασία. Η γιαγιά του κι οι φίλοι του Πούσκιν, μεταξύ άλλων, προσπάθησαν να μαλακώσουν τη μοίρα του. Ο επαναστάτης στάλθηκε εξορία στον Καύκασο, ως σημαιοφόρος στο σύνταγμα των Ουσσάρων. Ο πρώτος σύνδεσμος κράτησε έξι μήνες, μα τον άλλαξε πολύ. Η γραφική φύση του Καυκάσου, η ζωή των ορεινών κατοίκων, η τοπική λαογραφία αντικατοπτρίζονται στα έργα της καυκάσιας περιόδου. Όμως η νεανική ευθυμία του έσβησε, αντικαταστάθηκε από τη μαύρη μελαγχολία.
Μετά την επιστροφή του στην υψηλή κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης, βρίσκεται στο επίκεντρο: άλλοι τον θαυμάζουν κι άλλοι τον μισούν. Ο Καύκασος ενέπνευσε τον ποιητή να γράψει ποιήματα που συλλήφθηκαν και ξεκίνησαν στη Μόσχα: Εμφανίστηκαν ο Δαίμονας κι η Μαίρη, που αλληλοσυμπληρώνονται. Μετά την εξορία, έφερε στην Αγία Πετρούπολη νέα έργα, που δημοσιεύονταν σε κάθε νέο τεύχος του περιοδικού Otechestvennye zapiski. Μπήκε στον κύκλο των στενών φίλων του Πούσκιν και βρίσκεται στη κορφή της δημοτικότητάς του. Είναι ακόμα αλαζονικός και σαρκαστικός. Ένας καυγάς με τον γιο του Γάλλου πρεσβευτή Ερνέστου ντε Μπαράν το Φλεβάρη του 1840 καταλήγει σε μονομαχία. Ο Μίσα κι ο Barant συναντήθηκαν πίσω από το Black River, όχι μακριά από τον τόπο της μονομαχίας του Πούσκιν με τον Dantes. Ο Μπάραντ αστόχησε κι ο Μίσα πυροβόλησε στα πλάγια. Οι αρχές μάθανε για τη μονομαχία, ο ποιητής συνελήφθη κι εδιώχθη σε στρατοδικείο. Ο Τσάρος διέταξε να εξοριστεί ο μονομαχητής στο Καύκασο για 2η φορά, αλλά τώρα σ’ ένα σύνταγμα στρατού που πολεμούσε στη 1η γραμμή. Διακρίθηκε δείχνοντας θάρρος μεν, αλλά μ’ εντολή του Τσάρου Νικολάου Α’ δεν έλαβε βραβείο.
Έν απ’ τα τελευταία ποιήματά του, Βγαίνω στο δρόμο μόνος, εμφανίστηκε τέλη Μάη 1841. Οι κριτικοί είδανε σ’ αυτόν το λυρικό αποτέλεσμα των αναζητήσεων, στο οποίο στράφηκε στο τέλος του επίγειου ταξιδιού του. Λίγες εβδομάδες πριν από τη δολοφονία, ο ποιητής συνέθεσε τον στίχο Cliff, που δημοσιεύτηκε 2 χρόνια μετά το θάνατό του. Στην Αγία Πετρούπολη, μεταξύ των ασκήσεων, έγραψε το μυθιστόρημα Βαντίμ, που περιέγραφε τα γεγονότα της εξέγερσης του Πουγκάτσεφ.
Πίνακάς του: Νταγκεστάν (Καύκασος)
Όμως η αποθέωση του ρεαλισμού, είναι η νουβέλα, Ένας ήρωας του καιρού μας, που γράφτηκε το 1840, λίγο πριν το θάνατό του. Η εικόνα του Pechorin παρουσιάζεται στο αντίθετο υπόβαθρο της ζωής της ρωσικής κοινωνίας. Η αντίφαση μεταξύ του βάθους της φύσης του Pechorin και της ματαιότητας των πράξεών του είναι αυτοβιογραφική. Η καινοτομία του μυθιστορήματος: στη λεπτή ψυχολογία κι η αποκάλυψη της πνευματικής ζωής των ηρώων, -κάτι που κανείς απ’ τους Ρώσους συγγραφείς δεν το ‘χε κάνει ποτέ πριν.
Ο Μίσα έγραψε: “Αγάπησα τρεις φορές -τρεις φορές απελπισμένα“. Σύμφωνα με μια σύγχρονή του νεαρή κυρία, δεν ήταν όμορφος. Μικρό ανάστημα, κοντόχοντρος, το βλέμμα στα μαύρα μάτια του ήτανε ζοφερό, χαμόγελο αγενές, ένα νευρικό νιάτο, σα κακομαθημένο, μοχθηρό παιδί. Οι 3 βασικοί έρωτές του παντρεύτηκαν: η Ekaterina Sushkova, που ερωτεύτηκε στα 16 του, η Natalya Ivanova, που αφιέρωσε τον Κύκλο Ivanovsky, η Varvara Lopukhina, που την αγάπησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκδικήθηκε σκληρά τη Σούσκοβα 5 χρόνια αργότερα. Όταν έμαθε ότι το κορίτσι επρόκειτο να παντρευτεί, αναστάτωσε το γάμο παίζοντας κι ερωτεύτηκε τη Catherine. Η νύφη, συμβιβασμένη στα μάτια του κόσμου, υπέφερε για πολύ καιρό. Η ιστορία της τραγικής σχέσης θυμίζει τη γραμμή αγάπης του μυθιστορήματος Ένας ήρωας του καιρού μας. Μόλις δε, πήρε είδηση του γάμου της Varenka Lopukhina πόνεσε. Όταν δεν τη φώναξε ποτέ με το επώνυμο του συζύγου της -Μπαχμέτεβα-: η αγαπημένη του παρέμεινε η Λοπουχίνα γι ‘αυτόν.
Ο χειμώνας του 1840-41 ήταν ο τελευταίος του. Ήρθε στην Αγία Πετρούπολη για διακοπές, ονειρευόμενος τη σύνταξη και τη λογοτεχνική δουλειά. Η γιαγιά, που ονειρευότανε στρατιωτική καρριέρα για τον εγγονό της και δεν συμμεριζόταν το πάθος του για τη λογοτεχνία, τον απέτρεψε από το να υποβάλει επιστολή παραίτησης. Έτσι ο Μίσα επέστρεψε στον Καύκασο με βαρειά καρδιά. Στο Πιατιγκόρσκ, είχε ένα θανάσιμο καυγά με τον ταγματάρχη Νικολάι Μαρτίνοφ, που τον είχε συναντήσει στη Μόσχα και μάλιστα επισκέφτηκε το σπίτι των γονιών του. Αργότερα ο Μαρτίνοφ είπε ότι στο Πιατιγκόρσκ ο Μίσα δεν έχασε ευκαιρία για να του ανοίξει μια τρύπα. Είχε τολμηρό χαρακτήρα και πήρε μέρος σε περισσότερες από μία φορές, σε μονομαχία. Η τελευταία του ήταν αυτή: Σε μια κοσμική δεξίωση, αστειεύτηκε πειραχτικά γι’ αυτόν κι αυτό έγινε η αιτία της. Στις 27 Ιουλίου 1841, στα 27 του, πυροβολήθηκε. Όλοι θεωρούσανε τον Μαρτίνοφ άστοχο πυροβολητή, μα ήταν αυτός που ‘στειλε τη θανάσιμη σφαίρα. Οι αντίπαλοι συμφώνησαν να πυροβολήσουνε μέχρι το τέλος του ενός. Ο Μίσα πυροβόλησε κι αστόχησε, ο Μαρτίνοφ έριξε στο στήθος, τραυματίζοντάς τον επί τόπου. Καταιγίδα καταρρακτώδης εμπόδισε το γιατρό να φτάσει στο σημείο έγκαιρα κι ο ποιητής χαροπάλευε στο έδαφος για πολλήν ώρα.
Στη κηδεία του, παρά τις προσπάθειες φίλων, δεν πραγματοποιήθηκε εκκλησιαστική τελετή. Στην Αγία Πετρούπολη, η είδηση του θανάτου του χαιρετίστηκε με τα λόγια: “Εκεί είναι αγαπητός“. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις του Pavel Vyazemsky, ο Τσάρος είπε: “Ο θάνατος ενός σκύλου”, αλλά μετά την επίπληξη της Μεγάλης Δούκισσας βγήκε στους παρευρισκόμενους και διακήρυξε ότι “αυτός που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Πούσκιν για μας σκοτώθηκε“. Θάφτηκε στις 29 Ιουλίου 1841 στο παλιό νεκροταφείο του Pyatigorsk. Αλλά μετά από 250 μέρες, η γιαγιά του αγόρασε την άδεια του Τσάρου να μεταφέρει τη σορό στο Ταρκάνι. Τον Απρίλη του 1842, το σώμα θάφτηκε σε μολύβδινο φέρετρο στο οικογενειακό παρεκκλήσι-τάφο, δίπλα στον παππού και τη μητέρα του.
* Δεν ήταν ιδιότροπος στο φαγητό κι έτρωγε τα πάντα αδιακρίτως. Μια μέρα, οι φίλοι αποφάσισαν να του κάνουν αστείο και να βάλουνε πριονίδι στα ψωμάκια του. Δεν το πήρε χαμπάρι και τα ‘φαγε.
* Ήτανε 2ος ξάδερφος του Pyotr Arkadievich Stolypin.
* Το μουσείο του σπιτιού του βρίσκεται στη Malaya Molchanka (Μόσχα). Ο ποιητής έζησε κει από το 1829 ως το 1832.
* Το Λογοτεχνικό Μουσείο Lermontov βρίσκεται στο χωριό Paraboch (Τσετσενία), που άνοιξε το 2006.
* Στη Σκωτία, τα ερείπια του κάστρου Aersildone παραμένουν άθικτα, τώρα φέρουνε τ’ όνομα Lermont Tower. Ο πιο μακρινός πρόγονος των Lermonts το 1061 ήταν ο στρατηγός του βασιλιά Malcolm και συμμετείχε στον αγώνα ενάντια στον Macbeth, που ενέπνευσε τον μεγάλο Σαίξπηρ και το δράμα εξακολουθεί να θαυμάζεται και να εκπλήσσει το κοινό όλων των πολιτιστικά ανεπτυγμένων χωρών, αλλά τελικά η καταγωγή αποδείχτηκε μούφα.
* Στα 13 του μόλις, είχε ξεκινήσει τα πρώτα του ποιητικά βήματα. Η ποίηση τονε συνεπήρε και δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί.
* Ήτανε γιος απόστρατου αξιωματικού και μεγάλωσε δίπλα στη γιαγιά του, που φρόντιζε να μη του λείψει τίποτα.
* Στις σχέσεις του αντιμετώπιζε δυσκολίες λόγω του ιδιαίτερου χιούμορ του και πολλάκις ήταν αιτία που συσπείρωνε γύρω του εχθρούς.
* Μετά το πανεπιστήμιο, ξεκίνησε στρατιωτική καρριέρα, ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα, όμως η αγάπη για τη λογοτεχνία υπερίσχυσε.
* Εισήλθε στα 16 στο Πανεπιστήμιο και με το θεατρικό Παράξενος Ανθρωπος στρεφόταν εναντίον του φεουδαλισμού κι έγινε ανεπιθύμητος εκεί.
* Εγκατέλειψε τις σπουδές και κατετάγη στο Ιππικό.
* Ως νεαρός αξιωματικός γνώρισε τη σκληρή ζωή του στρατού αλλά και τη κοσμική ζωή της Πετρούπολης.
* Ήταν απόλυτα αυστηρός στον σχολιασμό του για την εποχή, τη γενιά και την κοινωνία που ζούσε και αυτό το αποτύπωνε στο έργο του. * Δημιουργούσε έργα γεμάτα λύπη, μελαγχολία και μία απαισιοδοξία να πλανάται στον αέρα, στα όρια του μηδενισμού.
* Το συγγραφικό του πάθος ξυπνούσε ο Μπάιρον, -ήταν η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης, μαζί με τον Πούσκιν, που τους θαύμαζε πολύ.
* Τα βιβλία του Λέρμοντοφ έχουν λάβει 10δες επανεκδόσεις με τη τελευταία το 2014.
* Τα συγκεντρωμένα έργα του σε 4 τόμους εκδόθηκαν από τον Pushkin House Publishing House σε 300 αντίτυπα.
* Δρόμοι, πλατείες, βιβλιοθήκες στη Ρωσία και στις μετασοβιετικές δημοκρατίες φέρουν το όνομα του Μιχαήλ Γιούριεβιτς.
* Στην Οδησσό, η βιβλιοθήκη της πόλης Νο 16 και μια κλινική-σανατόριο φέρουνε τ’ όνομά του.
* Ο μικρός πλανήτης 2222, που ανακαλύφθηκε το Μάρτη του 1981, ονομάζεται “Lermontov“.
* Το μνημείο του Mikhail Yuryevich Lermontov ανεγέρθηκε στο Grozny στη λεωφόρο, δίπλα στο Δραματικό Θέατρο Lermontov.
* Στο βάθρο οι στίχοι του ποιητή: “Σα γλυκό τραγούδι της Πατρίδας μου, αγαπώ τον Καύκασο!”
Το 1837 ο μέντοράς του Πούσκιν (1799-1837) σκοτώνεται στα 38 σε μονομαχία. Το ποίημα Ο Θάνατος του Ποιητή, που γράφει με την ευκαιρία ο Μίσα, μόλις 23 ετών, τον καθιστά αυτομάτως γνωστό σ’ όλη τη χώρα. Ταυτοχρόνως όμως, λόγω των υπαινιγμών του εναντίον της τσαρικής αυλής, το ποίημα τον καταδικάζει σ’ εξορία: από τη Πετρούπολη, μετατίθεται στο Νιζγκόρσκ της Γεωργίας, στον Καύκασο. Επιστρέφει τον άλλο χρόνο στη Πετρούπολη αλλά σε 2 χρόνια εξορίζεται πάλι στο ίδιο μέρος, εξαιτίας μιας αναίμακτης μονομαχίας με τον γιο του γάλλου πρέσβη. Στο δρόμο για τον Καύκασο σταθμεύει για λίγο στα Ιαματικά Λουτρά του Πιατιγκόρσκ όπου συναντά έναν παλιό συμμαθητή του με τον οποίο μονομαχεί και σκοτώνεται με τον ίδιο τρόπο που 4 χρόνια πριν είχε εκπνεύσει ο Πούσκιν.
Η ζωή του, που αδρά σκιαγραφήθηκε εδώ, θυμίζει βεβαίως την αντίστοιχη του Άγγλου ποιητή Βύρωνα. Κατά τον ίδιο τρόπο που η δημοσίευση των 2 πρώτων Cantos του Childe Harold’s Pilgrimage έκαναν εν μια νυκτί διάσημο τον 24 ετών Βύρωνα το Μάρτη του 1812, η δημοσίευση του ποιήματος για το θάνατο του Πούσκιν έκανε τον Μίσα διάσημο σ’ όλη τη Ρωσία. Εξάλλου στη περίπτωση του Childe Harold και σε κείνη του Ηρωα του Καιρού μας η πρόσληψη του έργου από τους συγχρόνους ήτανε περισσότερο από φανερό ότι στον ήρωα του αντίστοιχου έργου αναγνώριζε πορτραίτο του ρομαντικού καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Εκτός απ’ αυτές κι άλλες εξωλογοτεχνικές συμπτώσεις που αφορούν στη σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή και των 2 (π.χ. η αριστοκρατική καταγωγή, τα συνεχή ταξίδια, η εριστικότητα, η επαναστατικότητα, οι παθιασμένοι έρωτες -ακόμη κι η ανατομική δυσμορφία στο ένα πόδι!) παρασύρουνε στη πιστοποίηση μιας εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στον Άγγλο ρομαντικό και στον κατά 26 χρόνια νεαρότερο Ρώσο μαθητή του.
Η σοβαρότερη όμως συγγένεια μοιάζει να υπάρχει στη στενή συνάφεια ζωής κι έργου που διακρίνει και τους 2. Στο Ένας Ήρωας του Καιρού μας η πλοκή σε μεγάλο βαθμό παρακολουθεί την ίδια τη περιπετειώδη ζωή του νεαρού συγγραφέα με τρόπο που αυτό γίνεται και στον Childe Harold του Βύρωνα. ‘Οπως μάλιστα ο βυρωνικός ήρωας προσχεδιάζει το θάνατό του (Canto IV, 9) σε ξένη γη, που πράγματι θα επέλθει 6 χρόνια μετά για τον συγγραφέα του στο Μεσολόγγι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο ήρωας του Μίσα προσχεδιάζει ένα θάνατο που θα επέλθει για τον ίδιο μόλις 1 έτος μετά την έκδοση του βιβλίου του και στις ίδιες ακριβώς συνθήκες με αυτές του ήρωά του! Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να αφηγηθούμε αυτό το παράξενο βιβλίο. Παράξενο επειδή σαν μυθιστόρημα έχει ιδιότροπη δομή. Αποτελείται από 5 αυτοτελείς νουβέλες -μάλιστα οι 3 απ’ αυτές (Μπέλα, Ταμάν, Μοιρολάτρης) είχαν ήδη δημοσιευθεί αυτοτελώς πριν από την έκδοση του βιβλίου σε κάποιο περιοδικό.
Η αλήθεια είναι πως η κάθε μία μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από τις άλλες. Ο αναγνώστης που θέλει να πάρει μια γεύση της μαγείας του βιβλίου και της στιβαρής μετάφρασης (από το ρωσικό) που του επεφύλαξε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μπορεί να ξεκινήσει άφοβα με το Ταμάν ή τον Μοιρολάτρη -νουβέλες που αποτελούν εξάλλου και το κλειδί για την ανάγνωση όλου του μυθιστορήματος. Η «κανονική» όμως διήγηση ξεκινά με τη Μπέλα: ο συγγραφέας σ’ ένα ταξίδι του στον Καύκασο γνωρίζει τον λοχαγό Μαξίμ Μαξίμιτς που του διηγείται την ιστορία της αρπαγής μιας Τσερκέζας από έναν αξιωματικό, κάποιον Πετσόριν. Η διήγηση, μ’ έντονο καυκασιανό χρώμα, φθάνει στο τέλος της με τον πικρό θάνατο της κοπέλας και την ανάγνωση να διακόπτεται πεζά λες κι αυτός ο θάνατος ελάχιστα ενδιαφέρει τον συγγραφέα.
Πίνακάς του: Άποψη Της Τυφλίδας
Στην επόμενη νουβέλα (Μαξίμ Μαξίμιτς) έχουμε μια σύντομη συνάντηση ανάμεσα στον συγγραφέα-αφηγητή, τον αφηγητή της Μπέλα, Μαξίμ Μαξίμιτς και τον ήρωα της ιστορίας της Μπέλα, Πετσόριν! Στο τέλος της ο συγγραφέας-αφηγητής βρίσκεται μ’ ένα ημερολόγιο στα χέρια -κείνο του Πετσόριν. Οι επόμενες 3 νουβέλες είναι αποσπάσματα αυτού του Ημερολογίου. Κορυφώνονται στη μεσαία εκτενέστερη διήγηση, στη Πριγκήπισσα Μαίρη, όπου ο Πετσόριν σαγηνεύει 2 γυναίκες με απώτερο στόχο να τις εγκαταλείψει, ενώ παράλληλα προσχεδιάζει (και πετυχαίνει) το θάνατο σε μονομαχία ενός παλιού του γνώριμου. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πλέον ότι όλες οι ιστορίες κι όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτές ουσιαστικά έχουνε σχεδιαστεί για να σκιαγραφήσουν αποκλειστικά τον Ηρωα του Καιρού μας.
Ο Πετσόριν είναι το γενεσιουργό κύτταρο μιας ολόκληρης κοινωνίας που ενδοσκοπείται από τον συγγραφέα. Πιο σωστά: ο συγγραφέας διά της persona του Πετσόριν αναδημιουργεί τις συνθήκες που θεωρεί ότι τον εξέθρεψαν ως Ήρωα του Καιρού του, με την έννοια της αριστοτελικής μιμήσεως. Πράγματι ο Μίσα διά του ήρωά του δεν απομιμείται νατουραλιστικά τις όποιες εμπειρίες του προσωπικού του βίου, αντιθέτως ελέγχει την αντοχή τους, ελέγχει τη δυνατότητά τους να οδηγήσουν σε πράξη σπουδαία και τέλεια. Ο αδυσώπητος Πετσόριν, πότε ενοχικός, πότε αληθινά ένοχος, πότε αθώος, κατά κανόνα σατανικός παίκτης που ανατρέπει μεθοδικά τους κανόνες της τεκμηριωμένης ηθικής, αντλεί, όπως και το βυρωνικό πρότυπό του, κάτι από τον Μιλτόνειο Σατανά (στο πιο γνωστό ποίημα του Μίσα, Ο Δαίμων, ένας άγγελος εξόριστος από τον Παράδεισο απολαμβάνει να σπέρνει το κακό στη Γη). Η φυγή, το pilgrimage του βυρωνικού ήρωα, αποτελούν επίσης και δικά του χαρακτηριστικά: ο Καύκασος γίνεται ο κατ’ εξοχήν εξωτικός τόπος της αποδημίας, με τον τρόπο που οι μεσογειακές χώρες αναγνωρίζονται ως εξωτικοί τόποι στα έκθαμβα μάτια του Childe Harold.
Ωστόσο η «μίμησις» του Λέρμοντοφ ανάγει τη κοινωνική τύρβη σε ποίηση με ασφαλέστερο τρόπο απ’ ό,τι συμβαίνει στο έργο του προγόνου του. Με εμφατικά λιγότερες λυρικές εξάρσεις και με ισχυρότερα ποσοστά αυτογνωσίας, ο ήρωάς του γνωρίζει πως συχνά έχει παίξει το ρόλο του πέλεκυ, στα χέρια της μοίρας! Σαν όργανο τιμωρίας επί της κεφαλής των καταδικασμένων θυμάτων, συχνά χωρίς μοχθηρία, πάντα χωρίς οίκτο… βρίσκεται εν τέλει πιο κοντά στην (μη ποιητική) πραγματικότητα. Αν ο επίσης βυρωνικός Πούσκιν αναρωτιέται με περισσή ειλικρίνεια μήπως ο Ευγένιος Ονιέγιν του είναι ένα κακόμοιρο φάντασμα, ένας επιπόλαιος μοσκοβίτης ντυμένος Childe Harold, η εικόνα των φαντασιώσεων ενός άλλου, ο Μίσα δε χρειάζεται ν’ αναρωτηθεί για τον Πετσόριν του. Παρ’ όλο που το βιβλίο βρίθει σε βυρωνικές αναφορές και μοτίβα, ο ήρωάς του είναι κατά τούτο αυθεντικός σε σχέση με τους δύο φημισμένους προγόνους του: κείνοι είναι εν πολλοίς φιλεύσπλαγχνοι ίσως, πλην απαθείς θεατές της ζωής και της ιστορίας, ο Πετσόριν αντιθέτως δρα ενσυνειδήτως -παρ’ όλη των εγνωσμένη ματαιότητα του εγχειρήματός του. Δρα και, πράγμα που ‘ναι ακόμη σπουδαιότερο για να τον διακρίνουμε από τους προγόνους του, κρίνει τις ίδιες του τις πράξεις.
Ο περίφημος κριτικός Βησσαρίων Μπιελίνσκι (1811-1848) που πρώτος επεσήμανε αυτή τη συγκεκριμένη διαφορά κατέληγε χαρακτηριστικά στη σχετική κριτική του: “(Ο Πετσόριν του Λέρμοντοφ) είναι ο Ονιέγιν της εποχής μας, ο ήρωας του καιρού μας“. Για να το πούμε διαφορετικά: το κλασσικό αυτό έργο του ενώ εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του βυρωνικού ρομαντισμού στο πρόσωπο του ήρωά του, και του εξομολογητικού ρομαντισμού στο ύφος, καταφέρνει κι υψώνεται σ’ έναν αριστοτεχνικό ρεαλισμό, του επιπέδου που θα αναπτύξει η μεταγενέστερη γενεά των μεγάλων ρώσων ρεαλιστών. Η ανοιχτή δομή του έργου του -με διαδοχικές πρωτοπρόσωπες διηγήσεις που διαχέονται σχεδόν ακατάστατα η μία μέσα στην άλλη- και τα διάσπαρτα στοιχεία της μυθοπλασίας -που δεν συνδέονται ρητώς μεταξύ τους- βρίσκουν εκπληκτικά τον ειρμό τους με το τέλος της ανάγνωσης. Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια το Ένας Ήρωας του Καιρού μας είναι αφενός το κύκνειο άσμα του εξομολογητικού ρομαντισμού κι αφετέρου η αρχή του ρωσικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Αυτό το πετυχημένο αμάλγαμα ρομαντισμού και ρεαλισμού προσθέτει περισσή γοητεία στη σημερινή ανάγνωση του βιβλίου, η πρωτότυπη δομή, η αυθεντικότητα κι η ποιητικότητά του το καθιστούν εξαιρετικά μοντέρνο αν όχι σύγχρονο δείγμα γραφής -κι εξαιρετικά διδακτικό για πεζογράφους (κι αναγνώστες) που συγχέουν ακόμη το ρεαλισμό με τη μηρυκαστική αναπαραγωγή της καθημερινότητας.
Πίνακάς του: Ρωσική Φρουρά Επιτίθεται Στη Βαρσοβία 7 Σεπτέμβρη 1831
Στο κλασσικό έργο του, Ένας Ήρωας Του Καιρού Μας, ο ήρωας πέφτει νεκρός σε μονομαχία -στο ίδιο σημείο όπου αργότερα επίσης σε μονομαχία θα πέσει νεκρός κι ο ίδιος. Πίσω από τις πομπώδεις φράσεις περί τιμής, ξεγύμνωσε κι αποκάλυψε τα ελαττώματα και τις ανακολουθίες των συγχρόνων του (αρχές 19ου αι.). Εδωσε εξαιρετικές στιγμές της κατασκευής (κι εξήγησης) ενός είδους μοιρολατρίας -που θα μας απασχολήσει: “Αν είναι να πεθάνω, ας πεθάνω” λέει ο Πετσόριν τη παραμονή της μονομαχίας. “O κόσμος δεν θα χάσει κι εγώ έχω πραγματικά βαρεθεί τον κόσμο τούτο. Νιώθω σαν κάποιος που χασμουριέται σε κάποιο χορό και που ο μόνος λόγος που δεν πάει σπίτι του να κοιμηθεί είναι που δεν έχει έρθει ακόμη το αμάξι του. Αλλά αν το αμάξι μου έχει έρθει, καληνύχτα σας. Ο Ηρωας του καιρού μας αξιότιμοι κύριοί μου“, γράφει, “είναι ένα ακριβέστατο πορτραίτο, αλλά όχι ενός ανθρώπου: Είναι το πορτραίτο που συνθέτουν τα ελαττώματα της γενιάς μας, όταν αυτά βρίσκονται σε πλήρη άνθιση (…)“.
Ο υπολοχαγός Βούλιτς σε ένα τσαρικό φυλάκιο ανάμεσα σε εχθρικούς Κοζάκους στον Καύκασο, προκαλεί τους άλλους αξιωματικούς σε μια κουβέντα για το μοιραίο, τελικά προκαλεί το μοιραίο με τη ρώσικη ρουλέτα. Επιβιώνει και καγχάζει για να σκοτωθεί μερικές ώρες αργότερα από Κοζάκο χωρικό. Το κλασσικό αυτό έργο της ρώσικης πεζογραφίας, δομήθηκε με τέτοια υλικά που το καθιστούνε 1ο ψυχολογικό πεζογράφημα της Ρωσίας. Το Ένας Ήρωας του Καιρού μας (1839-1840) βρίσκεται στο τέλος μιας ρομαντικής διαδρομής που έχει την αφετηρία της στον Βέρθερο (1774) και στα Χρόνια Μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ (1776-1796) του Γκαίτε όπως και στις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ (1781), διαδρομής που διακλαδίζεται ύστερα στο Atala (1801) και στο Rene (1805) του Σατωβριάνδου για να κορυφωθεί στο Πρελούδιο (1805) του Γουέρντσγουορθ και στο Προσκύνημα του Childe Harold (1812-1817) του Βύρωνα, ώστε να καταλήξει στον Δον Ζουάν (1819-1824) του ίδιου, στις Εξομολογήσεις ενός Αγγλου Οπιομανούς του Ντε Κουίνσυ (1821), στον Ευγένιο Ονιέγιν (1823-31) του Πούσκιν και, τέλος, στις Εξομολογήσεις ενός Νέου του Αιώνα μας (1836) του Μυσσέ.
Ανήκει δηλαδή σε κείνη τη τάση του ρομαντισμού που στην αφήγησή της λανθάνει περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς η αυτοβιογραφία. Το ενδιαφέρον όμως σ’ αυτό το έργο του είναι ότι το μάθημα του ρομαντισμού και πιο συγκεκριμένα του βυρωνισμού διευρύνεται σε όρια που το καθιστούν αναμφισβήτητα το 1ο ψυχολογικό μυθιστόρημα της Ρωσίας κι ένα από τα αριστουργήματα του είδους.
Ο Δαίμων του Μίσα είναι ποίημα βασισμένο στο Βιβλικό μύθο για τον έκπτωτο άγγελο που εξεγέρθηκε εναντίον του Θεού. Η μορφή του απασχόλησε πολλούς ευρωπαίους ποιητές, όπως τους Τζον Μίλτον, Τζορτζ Μπάιρον, Βόλφγκανγκ Γκαίτε κ.α. Ο Λέρμοντοφ όμως έπλασε την υπόθεση με τον δικό του τρόπο, περιγράφοντας τον έρωτα του Δαίμονα για τη γήινη καλλονή Ταμάρα, ένας έρωτας που αποβαίνει γι’ αυτή θανατηφόρος. Η επαφή της με το Δαίμονα την οδηγεί στο θάνατο. Ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της ρωσικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, αποτέλεσε κι αποτελεί σημείο σύγκρισης για τους συγχρόνους αλλά και μεταγενέστερους ποιητές. Εμπνευσμένο από την εξωτική ομορφιά του Καυκάσου, του εμβληματικού αυτού βουνού από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, το μακροσκελές αυτό έργο περιγράφει τη μάχη του Καλού με το Κακό, τον έρωτα, τη μοναξιά και την απώλεια. Συνεχιστής και διάδοχος του Πούσκιν, ο Λέρμοντοφ με το έργο του εμπλούτισε τη ρωσική λογοτεχνία και βοήθησε τη ποίηση της πατρίδας του ν’ αποκτήσει οικουμενικά χαρακτηριστικά και να γίνει τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
ΡΗΤΆ:
1) ”Προσπάθησα ν’ αγαπήσω ολάκερο τον κόσμο, όμως κανείς δεν με κατάλαβε. Κι έμαθα να μισώ”.
2) ”Στις καρδιές των απλών ανθρώπων, η αίσθηση της ομορφιάς και του μεγαλείου της φύσης είναι πολύ πιο έντονη και εκατό φορές πιο ζωντανή απ’ ότι σ’ εμάς τους παραμυθάδες που εκστασιαζόμαστε με τις λέξεις στο χαρτί”.
3) ”… ό,τι αρχίζει με παράξενο τρόπο, έτσι πρέπει και να τελειώνει”.
4) “Το ίδιο εύκολα συνηθίζω στη θλίψη όσο και στη χαρά κι η ζωή μου, μέρα τη μέρα γίνεται πιο άδεια. Ένα μου απόμεινε: το ταξίδι. Μόλις είναι βολευτό, φέυγω! Όχι μόνο στην Ευρώπη, ο Θεός να φυλάει! Θα πάω στην Αμερική, στην Αραβία, στην Ινδία… Ίσως και να πεθάνω στο δρόμο”.
5) ”Έτσι είναι τα νιάτα! Παίρνουν φωτιά εκεί που δεν πρέπει”.
6) ”Αυτή με δύναμη τύλιξε τα τρεμάμενα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του, σαν να’ θελε μ’ αυτό το φιλί να του μεταδώσει τη ψυχή της”.
7) ”Εγώ πάντως το ‘λεγα ότι δεν βρίσκει προκοπή όποιος τους παλιούς φίλους ξεχνάει”.
8) ”Σχεδόν πάντα συγχωρούμε αυτό που καταλαβαίνουμε”.
9) ”… κι από το κακό στο καλό, πάλι μακριά δεν είναι…”
10) ”Δεν γνωρίζει τους ανθρώπους και τις αδύναμες πλευρές τους, γιατί σ’ όλη του τη ζωή ασχολείται μόνο με τον εαυτό του”.
11) ”Αγαπητέ μου, μισώ τους ανθρώπους για να μη τους περιφρονήσω, γιατί αλλιώς η ζωή θα ‘ταν μια φοβερά αηδιαστική φάρσα”.
12) ”Στα μάτια της καθρεπτιζόταν η δυσπιστία και μαζί η επιθυμία να πειστεί…”
13) ”… χωρίς ηλίθιους, ο κόσμος θα ήταν πολύ ανιαρός τόπος”.
14) Όσο για μένα, για ένα πράγμα είμαι σίγουρος… αργά ή γρήγορα, ένα ωραίο πρωί θα πεθάνω, – … εγώ έχω μια άλλη βεβαιότητα: ότι κάποιο καταραμένο βράδυ, είχα τη δυστυχία να γεννηθώ”.
15) ”Αυτή είναι η ηλίθια κατασκευή μου: τίποτα δεν ξεχνώ, τίποτα”
======================
Ένας Ήρωας Του Καιρού Μας
(αποσπ.)
(…) Αναρωτιέμαι συχνά γιατί με τέτοια επιμονή προσπαθώ να κερδίσω την αγάπη μιας μικρής κοπέλας, την οποία δεν θέλω να κατακτήσω και ποτέ δεν πρόκειται να τη παντρευτώ. Ποιος ο λόγος αυτής της γυναικείας κοκεταρίας; Η Βέρα μ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο η πριγκηπέσα Μαίρη θα μπορέσει ποτέ ν’ αγαπήσει κανένα… Αν τουλάχιστον μού φάνταζε σαν μια αήττητη καλλονή, θα με έθελγε η δυστυχία του εγχειρήματος. (…) Φαίνεται υπάρχει μια απέραντη ηδονή στο να ‘χεις στη κατοχή σου μια νεαρή ψυχή που μόλις ανοίγει! Eίναι σαν ένα λουλούδι το πιο θεσπέσιο άρωμά του, όταν πάει να συναντήσει την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να το κόψεις, κι αφού το ανασάνεις ολόκληρο μέχρι να το χορτάσεις, πέτα το στο δρόμο. Κάποιος μπορεί να το σηκώσει.
Μέσα μου αισθάνομαι αυτή την ακόρεστη πείνα που καταβροχθίζει ό,τι βρίσκεται στο δρόμο μου. Βλέπω τον πόνο και τη χαρά των άλλων μόνο σε σχέση με τον εαυτό μου, είναι τροφή που συντηρεί τις ψυχικές μου δυνάμεις. Εγώ πια δεν είμαι ικανός να κάνω τρέλες κάτω από την επήρεια του πάθους. Τη φιλοδοξία μου συνέτριψαν οι περιστάσεις, αλλά αυτή εκδηλώνεται με άλλη μορφή, γιατί φιλοδοξία δεν είναι τίποτε άλλο από τη λαχτάρα της εξουσίας. Έτσι η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση είναι να επιβάλω τη θέλησή μου σ’ οτιδήποτε με περιστοιχίζει, να εμπνεύσω το αίσθημα του έρωτα, της υποταγής, του τρόμου… Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη κι ισχυρότερη απόδειξη εξουσίας; Το να είσαι για κάποιον η πηγή του πόνου και της χαράς του χωρίς να ‘χει γι’ αυτό κανέν αντικειμενικό δικαίωμα, δεν είναι η πιο γλυκειά τροφή της περηφάνειας μας; Kαι τί είναι ευτυχία; Iκανοποιημένη περηφάνεια. Αν θεωρούσα τον εαυτό μου καλλίτερο και πιο δυνατό άνθρωπο του κόσμου, θα ‘μουν ευτυχισμένος. Αν όλοι με αγαπούσαν, θα ‘βρισκα μέσα μου ατέλειωτες πηγές αγάπης.
Το κακό γεννά το κακό. Η πρώτη φορά που υποφέρουμε, μας κάνει να καταλάβουμε τη χαρά τού να βασανίζεις τον άλλο. Η ιδέα του κακού δεν μπορεί να ‘ρθει στο κεφάλι του ανθρώπου χωρίς να θελήσει να την εφαρμόσει στην πραγματικότητα. Οι ιδέες είναι δημιουργήματα του οργανισμού, είπε κάποιος. Η γέννησή τους τους δίνει ήδη μορφή, κι αυτή η μορφή είναι η πράξη. Σ’ αυτόν που στο κεφάλι του γεννιούνται περισσότερες ιδέες, αυτός ενεργεί περισσότερο από τους άλλους. Γι’ αυτό μια μεγαλοφυΐα που είναι καρφωμένη στο τραπέζι του δημόσιου υπάλληλου ή θα πεθάνει ή θα τρελαθεί, όπως ακριβώς ένας άντρας με τεράστιες σωματικές δυνάμεις που ζει μια καθιστική, ταπεινή ζωή, θα πεθάνει από αποπληξία.
Τα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο από ιδέες στη πρώτη τους άνθιση: είναι η περιουσία της νιότης της καρδιάς και είναι ηλίθιος αυτός που νομίζει ότι ολόκληρη τη ζωή του θα τον συγκινούν. Πολλά ήσυχα ποτάμια ξεκινάνε σαν θορυβώδεις καταρράχτες, αλλά όμως ούτε ένα δεν κατρακυλά αφρισμένο ως τη θάλασσα. Όμως αυτή η ηρεμία περιέχει συχνά μεγάλη, αν και κρυφή, δύναμη. Η πληρότητα και το βάθος των συναισθημάτων δεν επιτρέπει παθιασμένες εκρήξεις, η ψυχή όταν υποφέρει και όταν αγάλλεται, δίνει ακριβή λογαριασμό για τον εαυτό της και ξέρει με βεβαιότητα τι χρειάζεται. Ξέρει πως χωρίς μπόρα, η αδιάκοπη κάψα του ήλιου θα την ξεράνει, τη διαπερνάει η δική της προσωπική ζωή, φροντίζει και φέρεται στον εαυτό της σαν σε αγαπημένο παιδάκι. Μόνο απ’ αυτή τη ψηλή θέση της αυτογνωσίας μπορεί ο άνθρωπος να εκτιμήσει τη θεία δικαιοσύνη.
(…) To βράδυ πολλά μέλη της μικρής αυτής κοινωνίας ξεκίνησαν πεζή για το λάκκο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες εδώ, αυτός ο λάκκος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας σβησμένος κρατήρας ηφαιστείου. Βρίσκεται στη πλαγιά του Μασούκ, περίπου ένα βέρστι από την πόλη. Σ’ αυτόν οδηγεί ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα στους θάμνους και τους βράχους. Στην ανηφοριά έδωσα το χέρι μου στη πριγκηπέσα κι εκείνη δεν το άφησε όλο το διάστημα του περιπάτου. H κουβέντα μας άρχισε με κακίες. Εγώ ταξινομούσα τους γνωστούς μας, παρόντες και απόντες, αναδεικνύοντας πρώτα τις αστείες και μετά τις βλακώδεις πλευρές τους. Το φαρμάκι μου όλο ανέβαινε, είχα αρχίσει αστεία και στο τέλος ήμουν πραγματικά κακεντρεχής. Στην αρχή αυτό τη διασκέδαζε, μετά τρόμαξε.
– Είστε επικίνδυνος άνθρωπος, μου λέει. Προτιμώ να πέσω στο δάσος κάτω από μαχαίρι φονιά, παρά στη γλωσσούλα σας. Σας παρακαλώ, σοβαρά τώρα, όταν θα θελήσετε να μιλήσετε για μένα άσχημα, πάρτε ένα μαχαίρι και σφάξτε με καλλίτερα. Δεν νομίζω πως θα δυσκολευτείτε.
– Γιατί, μοιάζω μήπως με φονιά;
– Είστε χειρότερος…
Σκέφτηκα μια στιγμή κι έπειτα είπα παίρνοντας μια βαθιά πληγωμένη έκφραση:
– Nαι, αυτή ήταν η μοίρα μου, από τα παιδικά μου χρόνια ακόμα! Όλοι διάβαζαν στο πρόσωπό μου σημάδια από ιδιότητες κακές που δεν υπήρχαν, όμως τις φαντάστηκαν κι έτσι αυτές γεννήθηκαν. Ήμουν σεμνός και με είπαν πανούργο. Είχα μια βαθιά αίσθηση του καλού και του κακού, κανείς δεν με χάιδεψε, όλοι ήθελαν να με προσβάλλουν, έγινα μνησίκακος. Ήμουν βλοσυρός εκεί που τ’ άλλα παιδιά ήταν χαρούμενα και φλύαρα. Αισθανόμουν ανώτερος, με τοποθετούσαν χαμηλότερα, έγινα φθονερός. Ήμουν έτοιμος ν’ αγαπήσω όλο τον κόσμο, κανείς δεν με καταλάβαινε και τότε έμαθα να μισώ. Η νιότη μου, που δεν άνθησε ποτέ, κύλησε με μάχες ενάντια στον εαυτό μου κι ενάντια στον κόσμο. Τα πιο ωραία αισθήματά μου, επειδή φοβόμουν μην τα περιγελάσουν, τα έθαβα στο βάθος της καρδιάς μου: εκεί και πέθαναν. Έλεγα την αλήθεια, δεν με πίστευαν κι άρχισα να λέω ψέματα. Γνωρίζοντας καλά τον κόσμο και τα κίνητρα της κοινωνίας των ανθρώπων, έγινα γνώστης της τέχνης της ζωής και είδα πως οι άλλοι, χωρίς καμμιά γνώση, ήταν ευτυχισμένοι, απολαμβάνοντας χωρίς να πληρώσουν τα οφέλη εκείνα που εγώ τόσο είχα μοχθήσει να αποκτήσω. Και τότε στο στήθος μου γεννήθηκε η απελπισία: όχι εκείνη η απελπισία που έχει σαν μόνη γιατρειά μια πιστολιά, αλλά μια άλλη, ψυχρή, ανίσχυρη απελπισία, που κρύβεται πίσω απ’ την αβροφροσύνη κι ένα καλοκάγαθο χαμόγελο. Έτσι έγινα ηθικά ανάπηρος: η μισή ψυχή μου δεν υπήρχε, μαράθηκε, εξατμίστηκε, πέθανε, την απόκοψα και την πέταξα, η άλλη μισή κινιόταν, ζούσε, ήταν στην υπηρεσία του καθενός. Αυτό όμως κανείς δεν το πρόσεξε, γιατί κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του πεθαμένου της μισού. Αλλά εσείς τώρα μου ξυπνήσατε την ανάμνησή της κι εγώ μόλις σας διάβασα τον επικήδειο θρήνο της. Πολλοί θεωρούν τους επικήδειους γελοίους, εγώ όχι, ιδιαίτερα όταν θυμηθώ τι ενταφιάζεται εκεί. Πάντως δεν σας ζητώ να συμμεριστείτε τη γνώμη μου, και αν τούτα μου τα καμώματα σας φαίνονται αστεία, παρακαλώ, γελάστε ελεύθερα. Σας διαβεβαιώ ότι διόλου δεν θα με πειράξει.
Τη στιγμή κείνη συνάντησα τα μάτια της, τρέχανε δάκρυα. Το χέρι της που στηριζόταν στο δικό μου έτρεμε, τα μάτια της είχαν ανάψει. Μ’ είχε λυπηθεί! H συμπόνια -αίσθημα που σ’ αυτό τόσο εύκολα υποκύπτουν όλες οι γυναίκες- είχε μπήξει τα νύχια της στην άπειρη καρδιά της. Σ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου ήταν αφηρημένη, με κανέναν δεν φλερτάρισε κι αυτό είναι τρανή απόδειξη!
Φτάσαμε στον κρατήρα, οι κυρίες αφήσανε τους καβαλιέρους τους, αλλά κείνη δεν άφησε το χέρι μου. Τα ευφυολογήματα των ντόπιων λιμοκοντόρων δεν την έκαναν να γελάσει. Ο φοβερός γκρεμός μπρος της δεν τη τρόμαζε, ενώ οι άλλες κυρίες σκληρίζανε και κλείνανε τα μάτια. Στο δρόμο της επιστροφής δεν ξανάρχισα τη θλιβερή μας συζήτηση, αλλά στις ανούσιες ερωτήσεις μου και στα σαχλά αστεία, εκείνη απαντούσε μονολεκτικά κι αφηρημένα.
– Έχετε ποτέ σας αγαπήσει; τη ρώτησα στο τέλος.
Με κοίταξε επίμονα, κούνησε το κεφάλι κι έμεινε πάλι σκεφτική. Ήταν φανερό ότι κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει, το στήθος της ανεβοκατέβαινε… Τί να γίνει; Η μουσελίνα του μανικιού της ήτανε πολύ φτωχή προστασία κι η ηλεκτρική σπίθα πέρασε από το χέρι μου στο χέρι της. Όλα σχεδόν τα πάθη έτσι αρχίζουν κι εμείς συχνά γελιόμαστε όταν νομίζουμε πως μια γυναίκα μάς αγαπά για τα φυσικά ή ψυχικά προσόντα μας, είναι βέβαιο πως αυτά τη προετοιμάζουν, προδιαθέτουν τη καρδιά της να δεχτεί την ιερή φλόγα, αλλά το πρώτο άγγιγμα είναι κείνο που έχει την αποφασιστική σημασία.
– Συμπαθητικά δεν σου φέρθηκα σήμερα; Με ρώτησε μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, καθώς επιστρέφαμε από τον περίπατο. Κι είπαμε αντίο. Δεν είναι ευχαριστημένη από τον εαυτό της, αυτοκατηγορείται για ψυχρότητα… Α! αυτή είναι η πρώτη σημαντική νίκη. Αύριο θα θελήσει να με αποζημιώσει. Τα ξέρω όλ’ αυτά απ’ έξω. Αυτό είναι που με κάνει να πλήττω! (…)
Μιχαήλ Λέρμοντοφ, σελ.145-147 και 148-151 (αποσπασματικά)
Η Πριγκήπισσα Μαίρη, μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998
____________________
ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
Ο Θάνατος Του Ποιητή (Πούσκιν)
Ο ποιητής είναι νεκρός! Δέσμιος της τιμής,
δυσφημισμένος έπεσε στου χάρου την αγκάλη,
μ’ ένα καυτό μολύβι στην καρδιά, τη δίψα
της εκδίκησης στα μάτια, αργά για πάντα κλίνοντας
το αγέρωχο κεφάλι… Δεν ήταν η ψυχή του Ποιητή
φτιαγμένη για ατιμίες, καταισχύνη. Κι ένας, ενάντια
στους πολλούς, μόνος του πάντα, ορθώθηκε. Κι είναι νεκρός!
Νεκρός! Προς τι λοιπόν τόσοι οδυρμοί, έπαινοι κούφιοι
και κλαυθμοί κι απολογίες που δεν πείθουνε κανέναν;
Της τύχης του ήτανε γραφτό. Διωγμένος ζούσε, σαν αγρίμι,
από καιρό, γιατί είχε λεύτερη, αδούλωτη ψυχή και στη φωτιά
που ανάβαν γύρω του, ρίχνανε λάδι με μανία οι φθονεροί.
Ξενοιάστε τώρα. Τα μύρια δεν τ’ άντεξε η ψυχή του τα μαρτύρια.
Σαν το κερί τρεμόσβησε η θεία του πνοή,
στο μέτωπο μαράθηκε το δάφνινο στεφάνι…
Ετσι ο φονιάς αδίσταχτα το πλήγμα το στερνό του καταφέρνει.
Κούφια στο στήθος η καρδιά, στο χέρι του δεν τρέμει το πιστόλι.
Και σαν δραπέτη άπληστο στης δόξας και του πλούτου το κυνήγι,
μοίρα τον έριξε κακή στου Ποιητή το δρόμο, για να κουρσέψει
μονομιάς τη γλώσσα που μιλούσε για όλους εμάς,
το καύχημα ολόκληρης γενιάς… Και τη ματόβρεχτη στιγμή
του φονικού δεν το ‘νιωσε το χέρι ποιον χτυπούσε;
Κι ο Ποιητής, να τώρα κείτεται νεκρός, όπως κι ο βάρδος μας
εκείνος ο παλιός, ο χιλιοτραγουδισμένος, θύμα εκδίκησης
κι αυτός κι από μοιραίο χέρι θερισμένος…
– Πώς απ’ τις σφαίρες της ειρήνης, του φωτός, στον κόσμο τούτο
είπες να κατέβεις, που πνίγει τις ελεύθερες καρδιές;
Πώς άπλωσες το χέρι στους δειλούς και πίστεψες τα δολερά τους
χάδια, εσύ που ήξερες καλά τι κρύβουν τα μαγνάδια;
Και να το δάφνινο σου βγάλανε στεφάνι κι ακάνθινο μαρτυρικό
στο θεϊκό σου μέτωπο απιθώσαν και τις στερνές σου
τις στιγμές οι άπιστοι φονιάδες φαρμακώσαν. Δε θ’ ακουστούνε
πια ποτέ των θεϊκών ασμάτων σου οι ήχοι. Μνήμα στενό
και σκυθρωπό σε κλείνει, Βάρδε, πια και σφαλισμένα
του λοιπού τ’ απέθαντά σου χείλη…
– Κι όσο για σας, αντάξιοι επίγονοι ατιμασμένων πατεράδων,
αλαζόνες, δουλόπρεπης φάρας αποβράσματα, που παίζετε στα ζάρια
τη ζωή μας αγεληδόν στους θρόνους σας στρωμένοι, της Λευτεριάς,
του Πνεύματος, της Δόξας δήμιοι, στραγγαλιστές του Δίκαιου
και του Νόμου, κάτω απ’ του νόμου τη σκιά, για πόσο ακόμα
θα ‘στε ασφαλισμένοι; Η θεία Δίκη επαγρυπνεί, φονιάδες,
πουλημένοι, κι απ’ το χρυσάφι σας δεν είναι διεφθαρμένη.
Εχει ο καιρός γυρίσματα και μ’ όλο το μαύρο αίμα σας,
δε θ’ αποπλύνετε ποτέ του Ποιητή το τίμιο, άλικο αίμα!
Σ’ Ευχαριστώ
Σ’ ευχαριστώ! … την ομολογία μου χθες
Και το ποίημα μου δίχως να γελάσεις δέχτηκες!
Παρόλο που το πάθος μου δεν κατάλαβες,
Για την προσποιητή σου προσοχή
Σ’ ευχαριστώ!
Σε μια άλλη χώρα κάποτε μ’ αιχμαλώτισες,
Το θαυμαστό σου βλέμμα
και των λόγων σου η οξύτητα
Θα μείνουν για πάντα στη ψυχή μου,
Μα δε θέλω να μου πεις:
Σ’ ευχαριστώ!
Δε θα ‘θελα στο φως της ζωής
να πολλαπλασιάσω
Το θλιβερό πλήθος των δούλων σου
Κι από σένα αντί για λόγια ν’ ακούσω
Τη φαρμακωμένη, ανελέητη μομφή:
Σ’ ευχαριστώ!
Ω, είθε το βλέμμα σου να μου δείξει ψυχρότητα,
Είθε να σκοτώσει τις ελπίδες και τα όνειρα
Κι όλα όσα γεννήθηκαν μες στη καρδιά!
Η ψυχή μου τότε θα πει απλά:
Σ’ ευχαριστώ!
(μτφρ.: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)
Ασπρίζει Ένα Καραβόπανο Μονάχο
Ασπρίζει ένα καραβόπανο μονάχο
στην ομίχλη της θάλασσας τη γαλανή.
Tι ψάχνει άραγε στον ξένο τόπο;
Tι άφησε στην πατρίδα του τη μακρινή;
Παίζουν τα κύματα, σφυρίζει ο αγέρας,
ενώ το κατάρτι λυγάει και τρίζει…
Δεν ψάχνει, δυστυχώς, την ευτυχία,
κι ούτε από ευτυχία το κύμα σκίζει!
Κάτω του μια γραμμή φρέσκο γαλάζιο,
του ήλιου, πάνω του, η χρυσή αχτίδα…
Όμως αυτό, σαν τον αντάρτη,
στις θύελλες ψάχνει για νά βρει ελπίδα!
(1832)
Το Πορτραίτο
Εμείς χωρίσαμε, μα το πορτραίτο σου
εγώ πάνω στο στήθος μου φυλώ.
Πόση χαρά δίνει στ’ αλήθεια στη ψυχή μου
σα φάντασμα, των πιο ωραίων χρόνων μας, χλωμό.
Μα να πάψω να το αγαπώ, παραδομένος
στα καινούργια πάθη, εγώ δε μπόρεσα.
Έτσι όπως ένας ναός παρατημένος μένει πάντοτε ναός,
κι ένα είδωλο γκρεμισμένο μένει πάντοτε θεός!
(1837)
Προσευχή
Στη δύσκολη ώρα της ζωής
που η θλίψη σφίγγει την ψυχή,
τους στίχους κάποιας προσευχής
λέω με μιαν αναπνοή.
Υπάρχει μια θεόσταλτη
στις λέξεις ευλογία,
που πνέουν μια αδιόρατη,
μια ιερή μαγεία.
Το βάρος από την ψυχή
η προσευχή διώχνει μακριά,
πίστη βαθιά και θαλπωρή
φυτεύει μέσα στην καρδιά.
(1839)
(μτφρ.: Νίκος Ρήγας)
Να Ζήσω Δίχως Πάθη Τη Ζωή
Να ζήσω δίχως πάθη τη ζωή, με πνεύμα
ανέμελου έρωτα ποθούσα εγώ τη λύρα.
Ο νους μου στης τρυφής επλύθηκε το ρεύμα
και αμέριμνη μού χρωματίστηκεν η μοίρα.
Του κόσμου ωστόσο με κυνήγαγεν η χλεύη,
και εθραύσθη η απατηλή γαλήνη, η νηνεμία.
Τους ποιητές μιά τρέλα δεν τους κυριεύει;
Υπάρχει θάλασας νά ‘ν’ δίχως τρικυμία;
Ο ποιητής στον κόσμο ζει για να υποφέρει,
των βάσανων το τίμημα να ξεχρεώσει.
Των μόχθων του θα δει τη δόξα νά ‘ναι αστέρι,
στους ουρανούς με τόκο μόνο αν την πληρώσει.
(μτφρ.: Γιώργος Κεντρωτής)
άτιτλο
Βγαίνω μόνος στον δρόμο.
Στην ομίχλη το λιθόστρωτο λάμπει.
Ήσυχη νύχτα. Η ερημιά προσεκτικά Θεό ακούει
και το ‘να αστέρι μιλάει στο άλλο.
Στον ουρανό υπέροχα και γιορτινά!
Κοιμάται η γη στο λαμπερό γαλάζιο…
Γιατί πονάω τόσο και είναι τόσο δύσκολο;
Σαν τί να περιμένω; Ποιος λόγος να λυπάμαι;
Τίποτε πια εγώ δεν περιμένω απ’ τη ζωή,
μα ούτε για το παρελθόν δεν μετανιώνω.
Για ελευθερία ψάχνω και ηρεμία!
Θα ήθελα να ξεχαστώ και ν’ αποκοιμηθώ!
Αλλ’ όχι του τάφου τον κρύο ύπνο…
Θα ‘θελα αιώνια έτσι να κοιμηθώ,
που να κρατάει η ζωή στο στήθος
με ήρεμη αναπνοή,
κι ευχάριστα ν’ ακούω νύχτα μέρα
γλυκειά φωνή να τραγουδά την αγάπη,
και πάντα πάνω μου να πρασινίζει,
να σκύβει, η σκούρα δρυς να θροΐζει.
γράφτηκε τέλος Μάη, αρχές Ιούνη 1841
(μτφρ.: Ελένη Κατσιώλη)