Maugham Somerset William: Καλλιτέχνης Με… Παντούφλες

Βιογραφικό

     Ο William Somerset Maugham (Γουίλλιαμ Σώμερσετ Μωμ) ήταν Άγγλος συγγραφέας, γνωστός για θεατρικά, μυθιστορήματα και διηγήματά του. Γεννημένος στο Παρίσι25 Γενάρη 1874 και πέρασε τα 1α 10 χρόνια της ζωής του, σπούδασε στην Αγγλία και πήγε σε γερμανικό πανεπιστήμιο. Έγινε φοιτητής ιατρικής στο Λονδίνο και πιστοποιήθηκε ως γιατρός το 1897. Δεν άσκησε ποτέ ιατρική κι έγινε συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Το 1ο του μυθιστόρημα, Liza of Lambeth (1897) μελέτη της ζωής στις φτωχογειτονιές, προσέλκυσε τη προσοχή, αλλά ήταν ως θεατρικός συγγραφέας που πέτυχε 1η φορά εθνική διασημότητα. Μέχρι το 1908 είχε 4α θεατρικά που παίζονταν ταυτόχρονα στο West End του Λονδίνου. Έγραψε το 32ο και τελευταίο του έργο το 1933 και μετά παράτησε το θέατρο κι επικεντρώθηκε σε μυθιστορήματα και διηγήματα. Τα μυθιστορήματά του μετά τη Liza of Lambeth περιλαμβάνουν τα Of Human Bondage (Ανθρώπινη Δουλεία, 1915), The Moon & Sixpence (Το Φεγγάρι Κι 6 Πεντάρες, 1919), The Painted Veil (Ο Βαμμένος Πέπλος 1925), Cakes & Ale (Τσάι & Ματαιοδοξία, 1930) και The Razor’s Edge (Στη Κόψη Του Ξυραφιού, 1944) κλπ. Τα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε συλλογές όπως The Casuarina Tree (1926) και The Mix as Before (1940).
     Πολλά απ’ αυτά έχουνε προσαρμοστεί για το ραδιόφωνο, το σινεμά και τη τιβί. Η μεγάλη δημοτικότητά του κι οι τεράστιες πωλήσεις του προκάλεσαν δυσμενείς αντιδράσεις απ’ τους επικριτές του, πολλοί που προσπάθησαν να τον υποτιμήσουν ως απλώς ικανό. Οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις κατατάσσουν γενικά το Ανθρώπινη Δουλεία -βιβλίο με μεγάλο αυτοβιογραφικό στοιχείο- ως αριστούργημα και τα διηγήματά του χαίρουν ευρείας κριτικής εκτίμησης. Το απλό πεζογραφικό ύφος του έγινε γνωστό για τη διαύγειά του, αλλά η εξάρτησή του από τα κλισσέ προσέλκυσε αρνητικά κριτικά σχόλια.
     Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ. εργάστηκε για τις βρεττανικές μυστικές υπηρεσίες, αντλώντας μετά από τις εμπειρίες για ιστορίες που δημοσιεύθηκαν στη 10ετία του ’20. Αν και κυρίως ομοφυλόφιλος, προσπάθησε να συμμορφωθεί σε κάποιο βαθμό με τους κανόνες της εποχής του. Μετά από 3ετή σχέση με τη Syrie Wellcome του γέννησε τη κόρη τους, Liza, παντρεύτηκαν το 1917. Ο γάμος διήρκεσε 12 χρόνια, αλλά πριν, στη διάρκεια και μετά από αυτόν, ο κύριος σύντροφος του Maugham ήταν νεότερος άνδρας, ο Gerald Haxton. Μαζί πραγματοποίησαν εκτεταμένες επισκέψεις στην Ασία, τις Νότιες Θάλασσες κι άλλους προορισμούς. Συγκέντρωνε υλικό για τη μυθοπλασία του όπου κι αν πήγαιναν. Ζούσαν μαζί στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου διασκεδάζανε πλουσιοπάροχα. Μετά το θάνατο του Haxton το 1944, ο Alan Searle έγινε γραμματέας-σύντροφός του για το υπόλοιπο της ζωής του. Εγκατέλειψε τη συγγραφή μυθιστορημάτων λίγο μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ. και τα τελευταία του χρόνια αμαυρώθηκαν από γεροντική ηλικία. Πέθανε 16 Δεκέμβρη 1965, στα 91 του.


                                                           1908

     Προερχόταν από οικογένεια δικηγόρων. Ο παππούς του, Robert Maugham (1788-1862), ήταν εξέχων δικηγόρος και συνιδρυτής της Νομικής Εταιρείας της Αγγλίας και της Ουαλλίας. Ο πατέρας του, Robert Ormond Maugham (1823-1884), ήταν δικηγόρος υπεράσπισης, με έδρα το Παρίσι. Η σύζυγός του, Edith Mary, το γένος Snell, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στη Γαλλία, όπου γεννήθηκαν όλα τα παιδιά τους. Ο Robert χειρίστηκε τις νομικές υποθέσεις της βρεττανικής πρεσβείας εκεί, όπως έκανε αργότερα ο μεγαλύτερος επιζών γιος του, ο Κάρολος. Ο 2ος γιος, ο Φρέντερικ κι είχε διακεκριμένη νομική σταδιοδρομία στη Βρεττανία -οι Times τον περιέγραψαν ως μεγάλη νομική προσωπικότητα- υπηρετώντας ως Λόρδος Εφέσεων Τακτικού (1935-1938) και Λόρδος Καγκελάριος (1938-1939). Οι δύο μικρότεροι γιοι γίνανε συγγραφείς: ο Ερρίκος (1868-1904) έγραψε ποίηση, δοκίμια και ταξιδιωτικά βιβλία.
     Λίγο πριν τη γέννηση του 4ου γιου των, η κυβέρνηση της Γαλλίας πρότεινε νέο νόμο σύμφωνα με τον οποίο όλα τα αγόρια που γεννιούνται σε γαλλικό έδαφος από ξένους γονείς θα είναι αυτόματα Γάλλοι πολίτες και θα υπόκεινται σε στρατολόγηση για στρατιωτική θητεία. Ο Βρεττανός πρεσβευτής, Λόρδος Lyons, δημιούργησε μαιευτήριο στη πρεσβεία του- που αναγνωρίστηκε νομικά ως έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου- επιτρέποντας στα βρεττανικά ζευγάρια στη Γαλλία να παρακάμψουνε τον νέο νόμο και εκεί γεννήθηκε ο William. Δεν του άρεσε ποτέ πολύ το μεσαίο του όνομα -που τιμούσε θείο που πήρε το όνομά του από τον στρατηγό Sir Henry Somerset -κι ήτανε γνωστός από την οικογένεια και τους φίλους καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του ως Willie.
     Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση Γενάρη του 1882, λίγες μέρες μετά τα 8α γενέθλιά του. Αργότερα είπε ότι για κείνον η απώλειά της ήτανε πληγή που ποτέ δεν επουλώθηκε εντελώς κι ακόμη και στα γηρατειά κράτησε τη φωτογραφία της δίπλα στο κρεβάτι του. 2,5 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας, ο πατέρας του πέθανε κι ο Maugham στάλθηκε στην Αγγλία για να ζήσει με το θείο του πατέρα του Henry MacDonald Maugham, τον εφημέριο του Whitstable στο Κεντ. Αφού πέρασε τα 1α 10 χρόνια της ζωής του στο Παρίσι, βρήκε ανεπιθύμητη αντίθεση στη ζωή στο Whitstable, που σύμφωνα με τον βιογράφο του Ted Morgan αντιπροσώπευε τη κοινωνική υποχρέωση και συμμόρφωση, τον στενόμυαλο επαρχιωτισμό της αγγλικής ζωής των μικρών πόλεων του 19ου αι.. Βρήκε το θείο και τη θεία του καλοπροαίρετους αλλά απόμακρους, σε αντίθεση με τη στοργική ζεστασιά του σπιτιού του στο Παρίσι. Έγινε ντροπαλός κι ανέπτυξε τραύλισμα που έμεινε όλη του τη ζωή. Σε βιογραφία του το 2004, ο Jeffrey Meyers σχολιάζει: “Το τραύλισμα του, ψυχολογικό και σωματικό μειονέκτημα κι η σταδιακή συνειδητοποίηση της ομοφυλοφιλίας τον έκαναν κρυφό και μυστικοπαθή“. Η βιογράφος του Selina Hastings, περιγράφει ως το πρώτο βήμα στην απώλεια της πίστης του την απογοήτευσή του όταν ο Θεός που είχε διδαχθεί να πιστεύει απέτυχε ν’ απαντήσει στις προσευχές γι’ ανακούφιση από τα προβλήματα. Στη εφηβεία έγινε ισόβιος άπιστος.



     Από το 1885 έως το 1890 φοίτησε στο The King’s School Canterbury, όπου θεωρήθηκε ξένος και τον πείραζαν για τα φτωχά αγγλικά του (τα γαλλικά ήταν η 1η του γλώσσα), το κοντό του ανάστημα, το τραύλισμα και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τον αθλητισμό. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αν κι αργότερα ανέπτυξε αγάπη για το σχολείο κι έγινε γενναιόδωρος ευεργέτης. Μικρή κληρονομιά απ’ τον πατέρα του επέτρεψε να πάει στο Πανεπιστήμιο Χαϊδελβέργης για να σπουδάσει. Η θεία του, που ήταν Γερμανίδα, κανόνισε να τον φιλοξενήσει και στα 16 του ταξίδεψε στη Γερμανία. Τα επόμενα 2 χρόιαο σπούδασε λογοτεχνία, φιλοσοφία και γερμανικά. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Χαϊδελβέργη είχε τη 1η του σεξουαλική σχέση, ήταν με τον John Ellingham Brooks, Άγγλο 10 χρόνια μεγαλύτερό του. Ο Μπρουκς ενθάρρυνε τις φιλοδοξίες του να γίνει συγγραφέας και τον εισήγαγε στα έργα του Σοπενχάουερ και του Σπινόζα. Έγραψε το 1ο του βιβλίο ενώ βρισκόταν εκεί, βιογραφία του συνθέτη Giacomo Meyerbeer, αλλά δεν έγινε δεκτό για δημοσίευση κι έτσι κατεστρεψε το χειρόγραφο.
     Μετά την επιστροφή του στη Βρεττανία το 1892, αυτός κι ο θείος του έπρεπε να αποφασίσουν για το μέλλον του. Δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει τους αδελφούς του στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ και το τραύλισμά του απέκλειε καρριέρα στην εκκλησία ή στο νόμο, ακόμη κι αν τον είχε προσελκύσει. Ο θείος του απέκλεισε τη δημόσια διοίκηση, πιστεύοντας ότι δεν ήταν πλέον καρριέρα για τους κυρίους μετά από μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν από τους υποψηφίους να περάσουν εισαγωγικές εξετάσεις. Οικογενειακός φίλος του βρήκε θέση σε λογιστικό γραφείο στο Λονδίνο, που υπέμεινε για ένα μήνα πριν παραιτηθεί. Ο τοπικός γιατρός στο Whitstable πρότεινε το ιατρικό επάγγελμα κι ο θείος του συμφώνησε. Έγραφε σταθερά από τα 15, σκόπευε να κάνει καρριέρα ως συγγραφέας, αλλά δεν τόλμησε να το πει στον κηδεμόνα του. Από το 1892 μέχρι το 1897, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου St Thomas στο Lambeth. Στη δουλειά του ως φοιτητής ιατρικής, συνάντησε τους φτωχότερους ανθρώπους της εργατικής τάξης: “Ήμουν σ’ επαφή με αυτό που ήθελα περισσότερο, τη ζωή στο ακατέργαστο“. Στην ωριμότητα, θυμήθηκε την αξία των εμπειριών του: “Είδα πώς πέθαναν οι άνθρωποι. Είδα πώς έφεραν πόνο. Είδα πώς έμοιαζε η ελπίδα, ο φόβος και η ανακούφιση. Είδα τις σκοτεινές γραμμές που ζωγράφιζε η απελπισία σε ένα πρόσωπο“.



     Ο Maugham πήρε διαμέρισμα στο Westminster, απέναντι από τον Τάμεση από το νοσοκομείο. Εκεί ένιωσε άνετα, γέμισε πολλά τετράδια με λογοτεχνικές ιδέες και συνέχισε να γράφει κάθε βράδυ, ενώ σπούδαζε για το πτυχίο της ιατρικής. Το 1897 δημοσίευσε το 1ο του μυθιστόρημα, Liza of Lambeth, ιστορία μοιχείας, της εργατικής τάξης και των συνεπειών της. Άντλησε τις λεπτομέρειές του από τα μαιευτικά του καθήκοντα στις φτωχογειτονιές του Νότιου Λονδίνου. Έγραψε κοντά στην αρχή του μυθιστορήματος: “… Είναι αδύνατο πάντα να δώσουμε τα ακριβή ανεξήγητα λόγια της Λίζας και των άλλων προσώπων της ιστορίας. Ο αναγνώστης, λοιπόν, παρακαλείται με τις σκέψεις του να ξεχωρίσει τις απαραίτητες ατέλειες του διαλόγου“. Το βιβλίο έλαβε μικτές κριτικές. Η Evening Standard σχολίασε ότι δεν είχε υπάρξει τόσο δυνατή ιστορία της ζωής στις φτωχογειτονιές απ’ το The Record of Badalia Herodsfoot (1890) του Kipling κι επαίνεσε τη ζωντάνια και τη γνώση του συγγραφέα … εξαιρετικό δώρο αμεσότητας και συγκέντρωσης … Οι χαρακτήρες του έχουν μια εκπληκτική ποσότητα ζωντάνιας. Η Westminster Gazette επαίνεσε το γράψιμο, αλλά αποδοκίμασε το θέμα κι οι Times παραδέχτηκαν επίσης την ικανότητα του συγγραφέα: “Ο κ. Maugham φαίνεται να φιλοδοξεί, κι όχι ανεπιτυχώς, να είναι ο Zola του New Cut“,  αλλά τονε θεώρησε ικανό για καλύτερα πράγματα από αυτό το μοναδικά δυσάρεστο μυθιστόρημα. Η 1η εκτύπωση εξαντλήθηκε μέσα σε 3 βδομάδες κι επανεκτύπωση κανονίστηκε γρήγορα. Ο Maugham απέκτησε τον τίτλο του γιατρού 1 μήνα μετά τη δημοσίευση, αλλά εγκατέλειψε αμέσως την ιατρική και ξεκίνησε την 65χρονη καρριέρα του ως συγγραφέας. Αργότερα είπε: “Το πήρα όπως μια πάπια παίρνει στο νερό“.
     Πριν από τη δημοσίευση του επόμενου μυθιστορήματός του, The Making of a Saint (1898), ταξίδεψε στην Ισπανία. Βρήκε μεσογειακά εδάφη της αρεσκείας του, γι’ αυτό που ο βιογράφος του Φρειδερίκος Ραφαήλ αποκαλεί “douceur de vivre (γλύκα ζωής) που λείπει κάτω από το ζοφερό αγγλικό ουρανό“. Εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, καλλιέργησε μουστάκι, κάπνιζε πούρα, πήρε μαθήματα κιθάρας κι ανέπτυξε πάθος για “ένα νεαρό πράγμα με πράσινα μάτια και γκέι χαμόγελο“, (φύλο προσεκτικά απροσδιόριστο, όπως σχολιάζει ο Hastings).
     Το The Making of a Saint, ιστορικό μυθιστόρημα, τράβηξε λιγότερη προσοχή από τη Λίζα του Λάμπεθ κι οι πωλήσεις δεν ήταν αξιοσημείωτες. Συνέχισε να γράφει επιμελώς και μέσα σε 5 χρόνια δημοσίευσε 2 ακόμη μυθιστορήματα και συλλογή διηγημάτων κι έκανε το 1ο του θεατρικό. Αλλά επιτυχία που ταιριάζει με κείνη του πρώτου του βιβλίου του ξέφυγε. Μεταξύ 1903 και 1906 έγραψε 2 ακόμη θεατρικά, ταξιδιωτικό βιβλίο και 2 μυθιστορήματα, μα η επόμενη μεγάλη κριτική κι εμπορική επιτυχία του ‘ρθε μόλις τον Οκτώβρη 1907, όταν η κωμωδία του Λαίδη Φρέντερικ έκανε πρεμιέρα στο Court Theatre του Λονδίνου. Το ‘χε γράψει 4 χρόνια πριν, αλλά πολλές διοικήσεις το απέρριψαν μέχρι που ο Όθο Στιούαρτ το δέχτηκε κι επέλεξε τη δημοφιλή Έθελ Ίρβινγκ στον ομώνυμο ρόλο.Προβλήθηκε για 422 παραστάσεις σε 5 διαφορετικά θέατρα του West End. Μέχρι το επόμενο έτος, ενώ η πορεία της Λαίδης συνεχιζόταν, είχε άλλα 3 έργα που παίζονταν ταυτόχρονα στο Λονδίνο.

     Ο Maugham είπε μετά πως έβγαλε σχετικά λίγα χρήματα απ’ αυτό το πρωτοφανές θεατρικό επίτευγμα, αλλά έφτιαξε φήμη. Ο Punch τύπωσε γελοιογραφία του φαντάσματος του Σαίξπηρ που φαινόταν ανήσυχο για τη πανταχού παρουσία των έργων του. Μεταξύ 1908 και Α’ Παγκ. Πολ. (1914), έγραψε άλλα 8 έργα, αλλά οι θεατρικές επιτυχίες δεν τον αποσπούσαν εντελώς από τη συγγραφή μυθιστορημάτων. Το υπερφυσικό θρίλλερ του The Magician (1908) είχε κύριο χαρακτήρα με πρότυπο τον Aleister Crowley, γνωστό αποκρυφιστή. Αυτός προσβλήθηκε κι έγραψε κριτική στο Vanity Fair, κατηγορώντάς τον για “ποικίλη, ξεδιάντροπη κι εκτεταμένη λογοκλοπή.
     Είχε πλήρη συνείδηση της τύχης του Oscar Wilde, πτου η σύλληψη και φυλάκιση γίναν όταν ήτανε γύρω στα 20. Δια βίου, ήταν πολύ επιφυλακτικός σχετικά με τις ομοφυλοφιλικές συναντήσεις, αλλά θεωρήθηκε από τουλάχιστον 2 από τους εραστές του ότι σ’ αυτή τη περίοδο της ζωής είχε καταφύγει σε νεαρούς. Παρ’ όλ’ αυτά είχε την επιθυμία να παντρευτεί, που αργότερα μετάνιωσε πολύ. Κοιτώντας πίσω, περιέγραψε τις 1ες προσπάθειες να ‘ναι ετεροφυλόφιλος ως το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή του. Είπε στον ανιψιό του Robin: “Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν κατά τα 3/4 φυσιολογικός κι ότι μόνο το 1/4 του εαυτού μου ήταν queer -ενώ πραγματικά ήταν το ανάποδο“. Το 1913 πρότεινε στην ηθοποιό Sue Jones, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Henry Arthur Jones. Αρνήθηκε τη πρότασή του. Το 1914 ξεκίνησε σχέση με τη Syrie Wellcome, που τη γνώριζε από το 1910. Ήτανε παντρεμένη με τον φαρμακευτικό μεγιστάνα Henry Wellcome, μα είχε χωρίσει επίσημα το 1909, μετά από διαδοχή συντρόφων, συμπεριλαμβανομένου του λιανοπωλητή Harry Gordon Selfridge. Μέχρι το 1914 ήτανε διάσημος, με 13 θεατρικά κι 8 μυθιστορήματα ολοκληρωμένα. Πολύ μεγάλος για να καταταγεί όταν ξέσπασε ο Πόλεμος, υπηρέτησε στη Γαλλία ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου για το Βρεττανικό Ερυθρό Σταυρό. Μεταξύ των συναδέλφων ήταν ο Frederick Gerald Haxton, νεαρός Φραγκισκανός, που ‘γινε εραστής και σύντροφός του για τα επόμενα 30 χρόνια, αλλά η σχέση με τη Syrie συνεχίστηκε. Τις βδομάδες πριν απ’ την έναρξη του πολέμου, ολοκλήρωνε το μυθιστόρημα Of Human Bondage, (Ανθρώπινη Δουλεία) με σημαντικά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο κριτικός John Sutherland λέει γι’ αυτό σα διαφήμιση στον τύπο που παραθέτει κριτική:

   “Το μόνο μυθιστόρημα της χρονιάς που μπορεί κανείς να καλυφθεί απ’ τις θλιβερές, γρήγορες σκέψεις που αναστενάζουν και κρασί γύρω από τα κεφάλια μας σε καιρό πολέμου

     Απ’ τις πιο ευνοϊκές αρχικές κριτικές, που αναφέρεται στη διαφήμιση του Βρεττανού εκδότη, Αύγουστο του 1915

   “Ο ήρωας, Philip Carey, υποφέρει απ’ τις ίδιες παιδικές ατυχίες με τον ίδιο τον Maugham: την απώλεια της μητέρας, τη διάλυση του οικογενειακού σπιτιού και τη συναισθηματικά τεταμένη ανατροφή από ηλικιωμένους συγγενείς. Επιπλέον, έχει ένα πόδι ρόπαλο, αναπηρία που οι σχολιαστές εξισώνουν είτε με το τραύλισμά του είτε με την ομοφυλοφιλία του“.


                                           Η Σύρι Γουέλκαμ

     Σύμφωνα με μερικούς από τους οικείους του, ο κύριος γυναικείος χαρακτήρας, η χειριστική Mildred, βασίστηκε σε νεαρό, πιθανώς  ενοικιαζόμενο αγόρι, που ξετρελάθηκε. Ο Raphael σχολιάζει ότι δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για αυτό κι η Meyers προτείνει ότι βασίζεται στον Harry Phillips, νεαρό άνδρα που τον είχε πάρει στο Παρίσι ως, ονομαστικό γραμματέα για παρατεταμένη παραμονή το 1905. Ο Maugham διόρθωσε το Of Human Bondage στο Malo-les-Bains, κοντά στη Δουνκέρκη, στη διάρκεια ανάπαυλας στα καθήκοντά του ως οδηγού ασθενοφόρου. Όταν το βιβλίο εκδόθηκε το 1915, μερικές απ’ τις αρχικές κριτικές ήταν ευνοϊκές, αλλά πολλές, στη Βρεττανία και στις ΗΠΑ, δεν ήταν ενθουσιώδεις. Η New York World περιέγραψε τη ρομαντική εμμονή του πρωταγωνιστή ως συναισθηματική δουλεία ενός φτωχού ανόητου. Η παλίρροια της κοινής γνώμης αντιστράφηκε από τον σημαντικό Αμερικανό μυθιστοριογράφο και κριτικό Theodore Dreiser, που τον αποκάλεσε μεγάλο καλλιτέχνη και το βιβλίο έργο ιδιοφυΐας, υψίστης σημασίας, συγκρίσιμο με συμφωνία του Μπετόβεν. Ο Bryan Connon σχολιάζει στο The Oxford Dictionary of National Biography: “Μετά από αυτό φάνηκε ότι ο Maugham δεν μπορούσε να αποτύχει και το κοινό αγόρασε με ανυπομονησία τα μυθιστορήματά του και τόμους των προσεκτικά δημιουργημένων διηγημάτων του“.
     Το 1915 η Syrie Wellcome έμεινε έγκυος και τον Σεπτέμβρη, ενώ ο Maugham ήτανε σε άδεια για να ‘ναι μαζί της, γέννησε το μοναδικό τους παιδί, τη Mary Elizabeth, γνωστή ως Liza. Το μωρό ήταν νόμιμα η κόρη του Henry Wellcome, αν και δεν είχε δει τη σύζυγό του για πολλά χρόνια. Μήνυσε επιτυχώς για διαζύγιο το 1916, αναφέροντας τον Maugham ως συνεναγόμενο. Μετά τη γέννηση της κόρης του, μετακόμισε στην Ελβετία. Η ευχέρεια του στα γαλλικά και τα γερμανικά ήτανε πλεονέκτημα, και για 1 χρόνο εργάστηκε στη Γενεύη -με δικά του έξοδα- ως πράκτορας των βρεττανικών μυστικών υπηρεσιών. Στρατολογήθηκε από τον Sir John Wallinger, φίλο της Syrie, που απεικονίζεται ως ο αρχικατάσκοπος “R” στις ιστορίες του Ashenden που ‘γραψε ο Maugham μετά τον πόλεμο. Η Syrie κι η Liza ήταν μαζί του για μέρος του έτους, παρέχοντας πειστική εγχώρια κάλυψη και το επάγγελμά του ως συγγραφέας του επέτρεψε να ταξιδεύει και να μένει σε ξενοδοχεία χωρίς να προσελκύει τη προσοχή. Η συγκεκαλυμμένη δουλειά του, που παραβίαζε τους νόμους ουδετερότητας της Ελβετίας, ήταν να συντονίζει το έργο των Βρεττανών πρακτόρων σ’ εχθρικό έδαφος και να στέλνει πληροφορίες στο Λονδίνο. Με την απροκάλυπτη ιδιότητά του ως συγγραφέα έγραψε τη Καρολάιν, 3πρακτη κωμωδία, που έκανε πρεμιέρα Φλεβάρη του 1916 στο New Theatre του Λονδίνου, με την Irene Vanbrugh στον ομώνυμο ρόλο.



     Νοέμβρη του 1916 του ζητήθηκε από την υπηρεσία πληροφοριών να πάει στις Νότιες Θάλασσες. Η Σαμόα θεωρήθηκε κρίσιμη για τα στρατηγικά συμφέροντα της Βρεττανίας και το καθήκον του ήταν να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τον ισχυρό ραδιοφωνικό πομπό του νησιού και την απειλή από τις γερμανικές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις στη περιοχή. Επανενώθηκε με τον Χάξτον, που τον ακολούθησε ως γραμματέας-σύντροφος. Εκτός από το έργο πληροφοριών του, συγκέντρωσε υλικό για τη μυθοπλασία του όπου κι αν πήγε. Δεν ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ιδιαίτερα ευφάνταστος ή εφευρετικός, αλλά μελετούσε ανθρώπους και τόπους και τους χρησιμοποιούσε, μερικές φορές μ’ ελάχιστη αλλοίωση ή μεταμφίεση, στις ιστορίες του. Σ’ αυτό τον βοήθησε ο Haxton -εξωστρεφής κι αγελαίος σε αντίθεση με τη συστολή του- που έγινε αυτό που ο Morgan ονομάζει μεσάζοντα με τον έξω κόσμο. Ο Maugham έγραψε για τον Haxton:

   “Είχε φιλική διάθεση που του επέτρεψε σε πολύ σύντομο χρόνο να κάνει φίλους με ανθρώπους σε πλοία, κλαμπ, μπαρ και ξενοδοχεία, έτσι ώστε μέσω αυτού ήμουνα σε θέση να έρθω σ’ εύκολη επαφή με τεράστιο αριθμό ατόμων που διαφορετικά θα γνώριζα μόνον από απόσταση“.

     Μετά το ταξίδι στη Νότια Θάλασσα, επισκέφθηκε τις ΗΠΑ κι ενώθηκε με τη Syrie. Μάη του 1917 παντρεύτηκαν σε τελετή στο Νιου Τζέρσεϊ. Μπήκε στο γάμο από αίσθηση καθήκοντος κι όχι από προσωπική κλίση κι οι 2 τους άρχισαν γρήγορα να χωρίζουν. Επέστρεψε στην Αγγλία και συνέχισε το έργο του ως μυστικός πράκτορας. Επιλέχθηκε από τον Sir William Wiseman της βρεττανικής υπηρεσίας πληροφοριών για να πάει στη Ρωσία, όπου η ανατροπή της μοναρχίας απείλησε να οδηγήσει σε ρωσική απόσυρση από τον πόλεμο. Η δουλειά του ήταν ν’ αντιμετωπίσει τη γερμανική προπαγάνδα και να ενθαρρύνει τη μετριοπαθή δημοκρατική ρωσική κυβέρνηση υπό τον Alexander Kerensky να συνεχίσει να αγωνίζεται. Έφτασε στη Πετρούπολη Αύγουστο, πολύ αργά για να επηρεάσει το αποτέλεσμα: τον Νοέμβρη, ο Κερένσκι αντικαταστάθηκε από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, που έβγαλαν τη Ρωσία από τον πόλεμο.



     Μέχρι κείνη την εποχή ήταν άρρωστος με φυματίωση. Επέστρεψε στη Βρεττανία και πέρασε 3 μήνες σε σανατόριο στη Σκωτία. Ενώ ήταν εκεί, έγραψε φάρσα, το Home and Beauty, που παρουσιάστηκε στο Playhouse Theatre Αύγουστο του 1919 με πρωταγωνιστές τους Gladys Cooper και Charles Hawtrey. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε έν απ’ τα πιο γνωστά μυθιστορήματα, The Moon and Sixpence (Το Φεγγάρι κι 6 Πέννες), γι’ αξιοσέβαστο χρηματιστή που επαναστατεί ενάντια στη συμμόρφωση, εγκαταλείπει γυναίκα και παιδιά, καταφεύγει στη Ταϊτή και γίνεται ζωγράφος (υπονοώντας τον Γκωγκέν). Έτυχε καλής υποδοχής: οι κριτικοί το χαρακτήρισαν εξαιρετικά ισχυρό κι ενδιαφέρον και  “θρίαμβο που μου έδωσε τέτοια ευχαρίστηση και ψυχαγωγία που σπάνια έρχεται στο δρόμο μου“. Κάποιος το περιέγραψε ως έκθεση του θηρίου στον άνθρωπο, που γίνεται με τόσο τέλεια τέχνη που είναι πέρα από τον έπαινο.
     Μετά τον πόλεμο έπρεπε να επιλέξει να ζήσει στη Βρετανία ή να ‘ναι με τον Haxton, επειδή ο τελευταίος δεν έγινε δεκτός στη χώρα. Η ισόβια απαγόρευση ακολούθησε τη σύλληψή του και τη δίκη του για ομοφυλοφιλικό περιστατικό το 1915. Αθωώθηκε, αλλά παρ’ όλ’ αυτά καταχωρήθηκε ως ανεπιθύμητος αλλοδαπός. Όταν ήταν στη Βρεττανία, ζούσε με τη σύζυγό του στο σπίτι τους στο Marylebone, αλλά το ζεύγος ήτο ιδιοσυγκρασιακά ασυμβίβαστο κι η σχέση τους γινόταν όλο και πιο ερεθιστική. Πέρασε πολύ χρόνο ταξιδεύοντας με τον Haxton. Επισκέφθηκαν μαζί την Άπω Ανατολή το 1919-20, κρατώντας τον Maugham μακρυά από το σπίτι για 6 μήνες.
     Τέλη του 1920 ο Maugham κι ο Haxton ξεκίνησαν ταξίδι που διήρκεσε πιότερο από χρόνο. Στις ΗΠΑ πέρασαν χρόνο στο Χόλιγουντ, που ο Maugham περιφρονούσε από τη 1η στιγμή, αλλά βρήκε εξαιρετικά κερδοφόρο. Μετά πήγανε το Σαν Φρανσίσκο κι έπλευσαν στη Χονολουλού και την Αυστραλία πριν από το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού τους, στη Σιγκαπούρη και τη χερσόνησο της Μαλαισίας, όπου παρέμειναν 6 μήνες. Ο Maugham, όπως πάντα, παρακολουθούσε στενά και συγκέντρωνε υλικό για τις ιστορίες του όπου κι αν πήγαιναν. Ο συνάδελφός του συγγραφέας Cyril Connolly έγραψε, “θα παραμείνει ένας κόσμος αφηγητή ιστοριών από τη Σιγκαπούρη μέχρι τις Marquesas που ‘ίναι αποκλειστικά και για πάντα Maugham“. Το 1922-23 το επόμενο εκτεταμένο ταξίδι του ήταν στη νότια και ανατολική Ασία, με στάσεις στο Κολόμπο, τη Ρανγκούν, το Μανταλέι, τη Μπανγκόκ και το Ανόι.



     Στην απουσία του, η σύζυγός του βρήκε επάγγελμα κι έγινε περιζήτητη διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων. Η συγκέντρωσή της στη δουλειά μείωσε για λίγο τις ενδοοικογενειακές εντάσεις στο σπίτι του ζευγαριού όταν ο Maugham ήτανε στη κατοικία. Μέχρι το 1925, μαθαίνοντας ότι η σύζυγός του διέδιδε σκάνδαλα για την ιδιωτική του ζωή κι είχε δικούς της εραστές, επανεξέταζε το μέλλον του. Μετά απ’ άλλο μακρύ ταξίδι στην Άπω Ανατολή, συμφώνησε με τη Syrie ότι θα ζούσανε χωριστά, κείνη στο Λονδίνο και κείνος στο Cap Ferrat στη νότια Γαλλία.  Χώρισαν το 1929.
     Στη 10ετία ’20, δημοσίευσε μυθιστόρημα The Painted Veil (Το Βαμμένο Πέπλο 1925)), 3 βιβλία διηγημάτων:  The Trembling of a Leaf (1921), The Casuarina Tree (1926) κι Ashenden (1928)) και ταξιδιωτικό On a Chinese Screen, (1922)) αλλά μεγάλο μέρος του έργου του ήτανε για το θέατρο. Έγραψε 7 θεατρικά!: Το άγνωστο (1920), Ο κύκλος (1921), Ανατολικά του Σουέζ (1922), Η πλάτη της καμήλας (1923), Η σταθερή σύζυγος (1926), Το γράμμα (1927) κι Η ιερή φλόγα (1928). Το μακροβιότερο έργο της 10ετίας, κι ολάκερης καρριέρας, ήτανε το Our Betters. Γράφτηκε το 1915 κι ανέβηκε στη Νέα Υόρκη το 1917, για 112 ικανοποιητικές αλλά όχι γεμάτες παραστάσεις, αλλά όταν παρουσιάστηκε στο West End το 1923 παίχτηκε 548 φορές.
     Το 1930 ο Maugham δημοσίευσε το μυθιστόρημα Cakes and Ale, που θεωρείται από το κοινό ως το πιο πιθανό από τα έργα του συγγραφέα να επιβιώσει. Αυτό, που περιγράφεται ως “κομψό κομμάτι λογοτεχνικής κακίας“, είναι σάτιρα για το λογοτεχνικό κόσμο και χιουμοριστικά κυνική παρατήρηση του ανθρώπινου ζευγαρώματος. Υπήρξε εχθρικό σχόλιο στον Τύπο ότι η κεντρική φιγούρα φαινόταν να ‘ναι κακόγουστη παρωδία του Thomas Hardy, που ‘χε πεθάνει το 1928. Ο Maugham έβλαψε περαιτέρω τη φήμη του αρνούμενος ότι άλλος χαρακτήρας, ο Alroy Kear -επιφανειακός μυθιστοριογράφος με πιο πιεστική φιλοδοξία παρά λογοτεχνικό ταλέντο- ήτανε καρικατούρα του Hugh Walpole. Λίγοι πίστεψαν την άρνησή του και τελικά παραδέχτηκε ότι ήτανε ψέμα. Ο Hastings παραθέτει την άποψη ενός συγχρόνου του ότι ο Kear ήταν η εκδίκηση του Maugham στον Walpole για κλεμμένο φίλο, ανεκπλήρωτο έρωτα κι ένα παλιό σαράκι ζήλειας. Μέχρι τη 10ετία του ’30 είχε κουραστεί απ’ το θέατρο. Είπε στον Noël Coward το 1933:

   “Έχω τελειώσει με τη συγγραφή θεατρικών έργων. … Δεν μπορώ να σας πω πόσο απεχθάνομαι το θέατρο. Είναι όλα πολύ καλά για εσάς, είστε συγγραφέας, ηθοποιός και παραγωγός. Αυτό που δίνετε σε ένα κοινό είναι όλο δικό σας. Οι υπόλοιποι από εμάς πρέπει να αρκεστούμε στην καλύτερη περίπτωση σε μια προσέγγιση αυτού που βλέπουμε στο μάτι του νου. Αφού ξεπεράσει κανείς την αίγλη της σκηνής και τον ενθουσιασμό, δεν νομίζω ότι το θέατρο έχει πολλά να προσφέρει στον συγγραφέα σε σύγκριση με τα άλλα μέσα στα οποία έχει πλήρη ανεξαρτησία και δεν χρειάζεται να εξετάσει κανέναν“.

     Το 32ο και τελευταίο έργο του ήταν το Sheppey (1933). Ήταν απόκλιση απ’ το προηγούμενο στυλ του. Η ηθική ασάφεια και το διφορούμενο τέλος του προβλημάτισαν τους κριτικούς και το κοινό. Παρά τη βοήθεια του Coward στο σχέδιο κι έχοντας το Ralph Richardson πρωταγωνιστή και τον John Gielgud σκηνοθέτη, έτρεξε μέτρια 83 παραστάσεις. Ο Maugham έγραψε μετά: “Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν πλέον σε επαφή με το κοινό που πατρονάρει το θέατρο. Αυτό συμβαίνει τελικά στους περισσότερους δραματουργούς κι είναι σοφό να δεχτούνε τη προειδοποίηση. Είναι καιρός λοιπόν ν’ αποσυρθούνε. Το ‘κανα με ανακούφιση“. Ο Raphael προτείνει ότι ήθελε τώρα να γράψει για να ευχαριστήσει τον εαυτό του κι όχι τους άλλους.
     Οι μέρες των μακρών ταξιδιών του σε μακρινά μέρη ήσαν ως επί το πλείστον πίσω του, αλλά μετά από πρόταση του Kipling έπλευσε στις Δυτικές Ινδίες το 1936. Οι βρεττανικές αποικίες εκεί απέτυχαν να του παράσχουν κάτι παρόμοιο με το υλικό που ‘χε συγκεντρώσει στα ασιατικά φυλάκια τη 10ετία ’20, αλλά ο γαλλικός ποινικός οικισμός στο νησί του διαβόλου του έδωσε μερικές ιστορίες. Στη διάρκεια επίσκεψής του στην Ινδία το 1938 βρήκε το ενδιαφέρον του λιγότερο από τους Βρεττανούς ομογενείς παρά από τους Ινδούς φιλοσόφους κι ασκητές: “Μόλις οι Μαχαραγιάδες συνειδητοποίησαν ότι δεν ήθελα να πάω στο κυνήγι τίγρεων, αλλά ότι με ενδιέφερε να δω ποιητές και φιλοσόφους, ήταν πολύ χρήσιμοι“. Επισκέφθηκε τον ινδουιστή σοφό Ramana Maharishi στο άσραμ του και μετά τονε χρησιμοποίησε ως πρότυπο για τον πνευματικό γκουρού του μυθιστορήματος του 1944 The Razor’s Edge (Η Κόψη Του Ξυραφιού). Σ’ όλη τη 10ετία με τον Haxton παρόντα, έζησε και διασκέδασε πλουσιοπάροχα στο σπίτι του στο Cap Ferrat, τη Villa La Mauresque. Το οικιακό προσωπικό του εκεί αποτελούνταν από 13 υπηρέτες. Όταν ξεκίνησε ο 2ος Παγκ. Πόλ. το 1939 έμεινε στο σπίτι όσο μπορούσε, αλλά τον Ιούνιο του 1940 η Γαλλία παραδόθηκε. Γνωρίζοντας ότι είχε απαγορευτεί από τους Ναζί (ο Joseph Goebbels τον κατήγγειλε προσωπικά), έφτασε στην Αγγλία σε άβολες συνθήκες σε φορτηγό πλοίο άνθρακα από τη Νίκαια. Ο Χάξτον, ως πολίτης της ουδέτερης Αμερικής, δεν κινδύνευε άμεσα από τους Γερμανούς και παρέμεινε στη βίλα, ασφαλίζοντάς τη και το περιεχόμενό της όσο το δυνατόν πιότερο, πριν πάρει το δρόμο μέσω Λισσαβώνας για τη Νέα Υόρκη.

     Πέρασε τα περισσότερα χρόνια του πολέμου στις ΗΠΑ, βασιζόμενος για μεγάλο μέρος του χρόνου σε άνετο σπίτι στο κτήμα του Αμερικανού εκδότη του, Nelson Doubleday. Ο τρόπος ζωής του ήταν μέτριος: ένιωθε ότι παρά τον σημαντικό πλούτο του δεν έπρεπε να ζει πολυτελώς ενώ η Βρεττανία υπέμενε στερήσεις. Είδε ελάχιστα από τον Χάξτον, που ανέλαβε πολεμικό έργο στην Ουάσιγκτον. Όπως πάντα, έγραφε συνεχώς. Η καθημερινή του ρουτίνα ήταν να γράφει μεταξύ πρωινού νωρίς και μεσημεριανού γεύματος, που μετά το διασκέδαζε. Το πιο σημαντικό βιβλίο του από τα χρόνια του πολέμου ήταν Η κόψη του ξυραφιού. Βρήκε το γράψιμό του ασυνήθιστα κουραστικό -ήταν 70 πια όταν ολοκληρώθηκε -κι ορκίστηκε ότι θα ‘τανε τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα που έγραψε.
     Ο Χάξτον κρατούσε υπεύθυνη δουλειά στην Ουάσιγκτον κι απολάμβανε τη νέα ανεξαρτησία κι αυτοδυναμία του. Ο Maugham ήτανe χαρούμενος γι’ αυτό και συμφιλιώθηκε με τη πιθανότητα να επιστρέψει στο La Mauresque χωρίς αυτόν μετά τον πόλεμο. Η πιθανότητα έγινε βέβαιη όταν Νοέμβρη του 1944, μετά από 6μηνη ασθένεια που αρχικά διαγνώστηκε ως πλευρίτιδα, ο Χάξτον πέθανε από φυματίωση. Ο Maugham ήταν ταραγμένος. Είπε στον ανιψιό του, Ρόμπιν: “Ποτέ δεν θα μάθεις πόσο μεγάλη θλίψη ήταν αυτό για μένα. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου -αυτά που περάσαμε περιπλανώμενοι στον κόσμο- είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μαζί του. Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -έστω κι έμμεσα- όλα όσα έχω γράψει τα τελευταία 20 χρόνια έχουνε κάποια σχέση με αυτόν“. Ακόμη και πριν από τη θανάσιμη ασθένεια του, ο Maugham είχε ήδη επιλέξει έναν αντικαταστάτη ως γραμματέα-σύντροφο, αναμένοντας ότι ο Haxton δεν θα επέστρεφε για να ζήσει στο La Mauresque. Αυτός ήταν ο Alan Searle, που ο Maugham γνώριζε απ’ το 1928, όταν ήταν 20. Καταγόταν από το Bermondsey, φτωχή συνοικία του Λονδίνου. Ο Μόργκαν τονε περιγράφει:

   “Ο γιος ράφτη, έριξε τα aitches του σαν τους χαρακτήρες στη Liza of Lambeth. Είχε ήδη αναληφθεί από μεγαλύτερους ομοφυλόφιλους, συμπεριλαμβανομένου του Lytton Strachey, ο οποίος τον αποκαλούσε το αγόρι μου Bronzino“.



     Οι βιογράφοι του διέφεραν σημαντικά σχετικά με το χαρακτήρα του Searle και την επιρροή, καλώς ή κακώς, στον εργοδότη του. Ο Connon γράφει, “Θεωρήθηκε από μερικούς ως κοντινός άγιος κι από άλλους, ιδιαίτερα από την οικογένεια Maugham, ως κακός“. Ο Χέιστινγκς τονε χαρακτηρίζει: “Πονηρός Ιάγο… συνεχώς ενημέρωνε εναντίον του τη Syrie και τη Liza” και παραθέτει τη περίληψη του Alan Pryce-Jones: “Μηχανορράφος, μηχανορράφος μ’ έντονο βλέμμα προς όφελός του, ταραχοποιός“. Άλλος τον αποκαλεί “άνθρωπο με πιο αξιόπιστη σφραγίδα από τον Χάξτον“. Ο Meyers τονε περιγράφει ως “νηφάλιο, αποτελεσματικό, ειλικρινή κι ευγενικό“. Πριν επιστρέψει στη νότια Γαλλία μετά τον πόλεμο, ο Maugham ταξίδεψε στην Αγγλία κι έζησε στο Λονδίνο μέχρι το τέλος του 1946. Ενώ ήταν εκεί, καθιέρωσε και προίκισε το Βραβείο Somerset Maugham, που θα διοικείται από την Εταιρεία Συγγραφέων και θα δίνεται ετησίως για έργο μυθοπλασίας, μη μυθοπλασίας ή ποίησης γραμμένο από Βρεττανό υπήκοο ηλικίας κάτω των 35. Μετά την επιστροφή του στο Καπ Φερρά ολοκλήρωσε το τελευταίο του έργο μυθοπλασίας, το ιστορικό μυθιστόρημα Καταλίνα. Συμμετείχε στη κινηματογραφική διασκευή μερικών διηγημάτων του: Κουαρτέτο (1948), Τρίο (1950) κι Encore (1951), που εμφανίστηκε, κάνοντας εισαγωγές στην οθόνη. Έκανε το ίδιο στην αμερικανική τηλεόραση, παρουσιάζοντας τη σειρά Somerset Maugham Theater, που κριτικός είπε ότι απολάμβανε τεράστια δημοτικότητα κι έχει κερδίσει γι’ αυτόν ακροατήριο εκατομμυρίων ενθουσιωδών θαυμαστών.
     Έκανε πολλές μεταγενέστερες επισκέψεις στο Λονδίνο, συμπεριλαμβανομένης μιας για το 2ο γάμο της κόρης του τον Ιούλιο του 1948, όπου, σύμφωνα με τα λόγια του Hastings, “μ’ επαγγελματική ευκολία έπαιξε το ρόλο του περήφανου πατέρα, κατάφερε να είναι πολιτισμένος με τη Syrie κι έκανε αξιόπιστη ομιλία στη δεξίωση στο Claridge’s μετά“. Στη διάρκεια επίσκεψης το 1954 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Μέλους του Τάγματος των Συντρόφων της Τιμής (CH) απ’ τη βασίλισσα σε ιδιωτικό ακροατήριο στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Ήταν ευρέως κατανοητό στους λογοτεχνικούς κύκλους ότι είχε απορρίψει τον τίτλο του ιππότη κι ότι λαχταρούσε τη πιο διάσημη κι αποκλειστική βρεττανική τιμή, το Τάγμα της Αξίας, λέγοντας στους φίλους του ότι το CH σημαίνει “Μπράβο, αλλά…. Υπάρχει κάποια πρόταση ότι η γνωστή ομοφυλοφιλία του μπορεί να συνηγορούσε κατά της λήψης της υψηλότερης τιμής. Στη μεταπολεμική εποχή, ο Maugham περιέπεσε σε μοτίβο ζωής που άλλαζε ελάχιστα από χρόνο σε χρόνο: Χειμώνας κι άνοιξη στο Mauresque, λίγες εβδομάδες ταξιδιού στο εξωτερικό (Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία) με διαμονή σε σπα (Vichy, Abano, Vevey), έντονα κοινωνικό καλοκαίρι στη Ριβιέρα, ακολουθούμενο από φθινόπωρο στο Λονδίνο στη κανονική σουίτα στο Dorchester Hotel

     Το 1959 το ταξίδι στο εξωτερικό περιελάμβανε τελευταίο ταξίδι στην Άπω Ανατολή. Διατήρησε τον εαυτό του σε φόρμα και προσπάθησε περαιτέρω ν’ αποκρούσει καταπατήσεις της ηλικίας με υποτιθέμενες αναζωογονητικές ενέσεις στη κλινική του Paul Niehans. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τελευταία του χρόνια, σύμφωνα με τον Connon, αμαυρώθηκαν από την αυξανόμενη γεροντική ηλικία, τις άστοχες νομικές διαμάχες και τ’ απομνημονεύματα, που δημοσιεύθηκαν στο 1962, Looking Back, που δυσφημούσε τη πρώην σύζυγό του, ήταν απορριπτικός για τον Haxton κι έκανε αδέξια προσπάθεια ν’ αρνηθεί την ομοφυλοφιλία του ισχυριζόμενος ότι ήταν ερυθρόαιμος ετεροφυλόφιλος. Προσπάθησε ν’ αποκληρώσει τη κόρη και να κάνει τον Searle υιοθετημένο γιο, αλλά τα δικαστήρια το απέτρεψαν. Πέθανε στο αγγλοαμερικανικό νοσοκομείο Νίκαιας νύχτα της 15ης προς 16η Δεκέμβρη 1965 στα 91, από επιπλοκές μετά από πτώση. Αποτεφρώθηκε στη Μασσαλία στις 20 Δεκέμβρη. 2 μέρες αργότερα οι στάχτες του θάφτηκαν στους χώρους του The King’s School, Canterbury, δίπλα στον τοίχο της βιβλιοθήκης Maugham, που ‘χε προικίσει το 1961. Ο Morgan παρατηρεί:

   “Ο Maugham, ο άπιστος στο εκκλησιαστικό τελετουργικό, θάφτηκε χωρίς τελετουργικό αλλά σε αγιασμένο έδαφος. Το Canterbury ήταν το ιερό του Thomas Becket, που δολοφονήθηκε το 1170 στον καθεδρικό ναό κι ο προορισμός των προσκυνητών του Chaucer. Ήτανε κατάλληλος τόπος ταφής γι’ αφηγητή ιστοριών“.

     Αν κι οι περισσότερες από τις 1ες επιτυχίες του ήταν ως δραματουργός, είναι για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του που είναι πιότερο γνωστός απ’ τη 10ετία ’30. Ήτανε παραγωγικός συγγραφέας: μεταξύ 1902-33 είχε ανεβάσει 32 θεατρικά και μεταξύ 1897-1962 δημοσίευσε 19 μυθιστορήματα, 9 τόμους διηγημάτων και βιβλία μη μυθοπλασίας που καλύπτουνε ταξίδια, αναμνήσεις, δοκίμια κι αποσπάσματα απ’ τα σημειωματάριά του.  Τα έργα του πουλήθηκαν εντυπωσιακά σ’ όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Οι Αμερικανοί εκδότες υπολόγισαν ότι 4,5 μύρια αντίτυπα βιβλίων του αγοράστηκαν στις ΗΠΑ στη διάρκεια της ζωής του.



     Έγραψε ότι δεν ακολούθησε κανένα δάσκαλο και δεν αναγνώρισε κανέναν, αλλά ονόμασε τον Maupassant ως πρώιμη επιρροή. Κατά την άποψη του Kenneth Funsten σε μελέτη του 1981, οι Βρεττανοί συγγραφείς που ‘χει υφολογικές συγγένειες είναι: Jonathan SwiftWilliam HazlittJohn Dryden και John Henry Newman -όλοι επαγγελματίες της ακριβούς πεζογραφίας. Το λογοτεχνικό ύφος του ήταν απλό και λειτουργικό. Απαρνήθηκε κάθε πρόσχημα ότι ήταν στυλίστας πεζογραφίας. Δεν ήταν γνωστός ως δημιουργός φράσεων. Η έκδοση του 2014 του The Oxford Dictionary of Quotations τον αναφέρει 10 φορές, σε σύγκριση με σχεδόν 100 αναφορές από τον σύγχρονό του Shaw.  Ο H.E. Bates, επαινώντας πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά του ως συγγραφέα, αντιτάχθηκε στη συχνή εξάρτησή του από κλισσέ φράσεις κι ο George Lyttelton σχολίασε ότι αγοράζει όμορφη διαύγεια με κόστος αναρίθμητα κλισσέ, αλλά βαθμολόγησε τη διαύγεια 2η μόνο μετά από του Shaw. Ο Morgan σχολιάζει:

   “Στη προσπάθειά του να πιτύχει χαλαρό τόνο, σαν τη συζήτηση καλοαναθρεμμένου ανθρώπου, χρησιμοποίησε καθομιλουμένη που αγγίζει τα όρια των κλισσέ. Δεν τα χρησιμοποίησε, όπως η Evelyn Waugh, ν’ αποκαλύψει χαρακτήρα μέσω διαλόγου, αλλά με τη φωνή του αφηγητή. Οι χαρακτήρες του τα πήγαινανε καλά σαν σπίτι που φλέγεται, ή δεν νοιάζονταν για σειρά καρφιά ο ένας για τον άλλον, ή αντάλλασσαν σαρδόνια χαμόγελα κι υποτιμητικά βλέμματα. Άτομο τόσο έξυπνο όσο τσάντα πιθήκων, η ομορφιά της ηρωίδας σας έκοψε την ανάσα, φίλος ήτανε καταραμένα καλό είδος, κακός ήταν άφραγος απατεώνας, βαρετός μίλησε το κεφάλι σας μακριά κι η καρδιά του ήρωα χτύπησε 19 ως 12αδες“.

     Στο διήγημά του Η δημιουργική ώθηση 1926, κορόιδευε τους ενσυνείδητους στυλίστες που τα βιβλία απευθύνονταν μόνο σε λογοτεχνική κλίκα: Ήτανε πράγματι σκάνδαλο ότι τόσο διακεκριμένος συγγραφέας, με φαντασία τόσο λεπτή κι ύφος τόσο εξαίσιο, έπρεπε να μείνει παραμελημένος απ’ το χυδαίο. Μετά τη πρώιμη γραφή του, που οι μεγάλες προτάσεις σημειώνονται μ’ ερωτηματικά και κόμματα, κατέληξε να προτιμά σύντομες, άμεσες προτάσεις. Στο The Spectator ο κριτικός J.D. Scott έγραψε για το Φαινόμενο Maugham: “Αυτή η ποιότητα είναι αυτή της δύναμης, της ταχύτητας, του δραματικού άλματος“. Πίστευε ότι το ύφος ήτανε πιο αποτελεσματικό στην αφήγηση παρά στην υποβολή και την απόχρωση.


                                  Το Σύμβολο που χρησιμοποιούσε

     Η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία της καρριέρας του ήτανε προσαρμογή από άλλους του διηγήματός του Rain, που άνοιξε στο Broadway το 1921 κι έτρεξε 648 παραστάσεις. Η πλειοψηφία των πρωτότυπων έργων του ήτανε κωμωδίες, αλλά απ’ τα σοβαρά δράματά του Ανατολικά του Σουέζ (1922), Το γράμμα (1927) κι Η Ιερή Φλόγα (1929) τρέξανε για πάνω από 200. Μεταξύ των μακροβιότερων κωμωδιών του ήτανε: Lady Frederick (1907), Jack Straw (1908), Our Betters (1923) και The Constant Wife (1926), που προβλήθηκαν στο West End ή στο Broadway για 422, 321, 548 και 295 παραστάσεις αντίστοιχα. Ο Ραφαήλ σχολιάζει: “Το πνεύμα του ήτανε κοφτερό αλλά σπάνια οδυνηρό. Οι πλοκές του αφθονούσανε σε διασκεδαστικές καταστάσεις, οι χαρακτήρες του προέρχονταν συνήθως από την ίδια τάξη με το κοινό του και κατάφεραν αμέσως να σατιρίσουν και να ευχαριστήσουν τα πρωτότυπά τους“.
     Όπως και στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, η πλοκή του είναι σαφής κι οι διάλογοί του νατουραλιστικοί. Ο κριτικός J.C. Trewin γράφει: “Ο διάλογός του, σ’ αντίθεση μ’ αυτόν πολλών συγχρόνων, έχει σχεδιαστεί για να μιλήσει. Δε γράφει περίτεχνα οπτική πρόζα: δηλαδή, δεν κάνει ιδιότροπο μοτίβο στη σελίδα“. Ο Trewin παρέθεσε μ’ επιδοκιμασία τη παρατήρηση του Maugham, “Οι λέξεις έχουν βάρος, ήχο κι εμφάνιση. Μόνον εξετάζοντας αυτά μπορείτε να γράψετε πρόταση που ‘ναι καλή για να τη κοιτάξετε και καλή να την ακούσετε“. Σ’ αντίθεση με τον παλαιότερο σύγχρονό του Shaw, δεν έβλεπε το δράμα ως διδακτικό ή ηθικιστικό. Όπως κι ο νεότερος σύγχρονός του Coward, έγραψε θεατρικά για να διασκεδάσει κι οποιαδήποτε ηθικά ή κοινωνικά συμπεράσματα ήτανε πιο πολύ συμπτωματικά. Αρκετοί σχολιαστές τονε χαρακτήρισαν απαισιόδοξο, που δε συμμεριζόταν την αισιόδοξη πεποίθηση του Shaw ότι η τέχνη θα μπορούσε να βελτιώσει την ανθρωπότητα. Ο Christopher Innes έχει παρατηρήσει ότι, όπως ο Τσέχωφ, απέκτησε τα προσόντα του γιατρού κι η ιατρική τους εκπαίδευση τους έδωσε υλιστικό ντετερμινισμό που απέκλεισε κάθε δυνατότητα αλλαγής της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν ο Κύκλος του αναβίωσε στις ΗΠΑ το 2011, ο κριτικός στους New York Times έγραψε ότι το έργο είχε επικριθεί επειδή δεν είχε τίποτα ουσιαστικό να πει για την αγάπη, το γάμο ή την απιστία. Στη πραγματικότητα έχει εξαιρετικά περίπλοκα πράγματα να πει γι’ αυτούς, αλλά το πιο σημαντικό μήνυμά του μπορεί να ‘ναι ότι οι ενέργειες έχουνε πραγματικές συνέπειες, ανεξάρτητα απ’ το πόσο επιπόλαια μπορούν να γίνουν αυτές οι ενέργειες. Ο Trewin ξεχωρίζει τον Κύκλο, αποκαλώντας τον από τις μεγάλες κωμωδίες του 20ού αι. και συγκρίνοντάς τον με τον Δρόμο του Κόσμου του Congreve, εις βάρος του τελευταίου: “Μπορεί να ντροπιάσει τον Congreve στο έργο της αφήγησης μιας θεατρικής ιστορίας -λέγοντάς τη καθαρά και χωρίς περιττά“. Μερικά από τα έργα του έχουν αναβιώσει περιστασιακά. Η βάση δεδομένων Internet Broadway το 2022 καταγράφει 3 παραγωγές απ’ το θάνατο του συγγραφέα: The Constant Wife σε σκηνοθεσία Gielgud και με πρωταγωνίστρια την Ingrid Bergman το 1975. The Circle, με πρωταγωνιστές τους Rex HarrisonStewart Granger και Glynis Johns το 1989-90. κι άλλη παραγωγή του The Constant Wife, με τη Kate Burton στον ομώνυμο ρόλο. Στο Λονδίνο, το Εθνικό Θέατρο έχει παρουσιάσει 2 έργα του απ’ την ίδρυσή του το 1963: Home and Beauty το 1968 και For Services Provided το 1979.  Άλλες παραγωγές του στο Λονδίνο είναι: The Circle (1976), For Services Provided (1993), The Constant Wife (2000) και Home and Beauty (2002). Δημοσίευσε μυθιστορήματα σε κάθε 10ετία από τη  του 1890 ως τη του ’40. Υπάρχουν συνολικά 19, που αυτά που αναφέρονται συχνότερα από τους κριτικούς είναι τα: Liza of LambethOf Human BondageThe Painted VeilCakes and AleThe Moon and Sixpence και The Razor’s Edge.



     Η Λίζα του Λάμπεθ προκάλεσε οργή σ’ ορισμένους κύκλους, όχι μόνον επειδή η ηρωίδα της κοιμάται με παντρεμένο άνδρα, αλλά και για τη γραφική απεικόνιση της στέρησης και της αθλιότητας των φτωχογειτονιών του Λονδίνου, που οι περισσότεροι άνθρωποι από τη κοινωνική τάξη του Maugham προτιμούσαν να παραμένουν αδαείς. Σ’ αντίθεση με πολλά απ’ τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, έχει αναμφισβήτητα τραγικό τέλος. Το Of Human Bondage,(Ανθρώπινη Δουλεία), επηρεασμένο από τον Γκαίτε και τον Σάμιουελ Μπάτλερ, είναι σοβαρό, αυτοβιογραφικό έργο, εν μέρει, που απεικονίζει τους αγώνες και τη συναισθηματική αναταραχή νεαρού άνδρα. Ο ήρωας επιβιώνει και μέχρι το τέλος του βιβλίου είναι προφανώς έτοιμος για ευτυχισμένο τέλος. Το ζωγραφισμένο πέπλο είναι μια ιστορία συζυγικής διαμάχης και μοιχείας στο πλαίσιο επιδημίας χολέρας στο Χονγκ Κονγκ. Και πάλι, παρά την ταλαιπωρία των κύριων χαρακτήρων, υπάρχει αρκετά ευτυχισμένο τέλος για τη κεντρική φιγούρα, Kitty. Το Cakes and Ale συνδυάζει χιουμοριστική σάτιρα στη λογοτεχνική σκηνή του Λονδίνου και καυστικές παρατηρήσεις για τον έρωτα. Όπως και το Of Human Bondage, έχει ισχυρό γυναικείο χαρακτήρα στο κέντρο του, αλλά τα 2 είναι πολικά αντίθετα: η κακοήθης Mildred στο προηγούμενο μυθιστόρημα έρχεται σ’ αντίθεση με την αξιαγάπητη και πολύ αγαπημένη Rosie στο Cakes and Ale. Η Rosie φαίνεται να βασίζεται στη Sue Jones, που ο Maugham είχε κάνει πρόταση γάμου το 1913. Παρατήρησε: “Είμαι αρκετά πρόθυμος να συμφωνήσω με τη κοινή άποψη ότι το Of Human Bondage είναι η καλύτερη δουλειά μου. Είναι το είδος του βιβλίου που ο συγγραφέας μπορεί να γράψει μόνο μία φορά. Μετά απ’ όλα, έχει μόνο μία ζωή. Αλλά το βιβλίο που μου αρέσει πιότερο είναι το Cakes and Ale. Ήταν ένα διασκεδαστικό βιβλίο για να γράψω“. Το The Moon and Sixpence είναι η ιστορία άνδρα που απορρίπτει τον συμβατικό τρόπο ζωής, τις οικογενειακές υποχρεώσεις και τη κοινωνική ευθύνη για να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του να γίνει ζωγράφος. Η δομή του βιβλίου είναι ασυνήθιστη, καθώς ο πρωταγωνιστής είναι ήδη νεκρός πριν ανοίξει το μυθιστόρημα κι ο αφηγητής προσπαθεί να συνθέσει την ιστορία του κι ιδιαίτερα τα τελευταία του χρόνια στην εξορία της Ταϊτής. Η Κόψη του Ξυραφιού, το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημά του, περιγράφεται από τον Σάδερλαντ ως το μανιφέστο του 20ού αι. του Maugham για την ανθρώπινη ολοκλήρωση, σατιρίζοντας το δυτικό υλισμό κι αντλώντας απ’ τον ανατολικό πνευματισμό ως τρόπο να βρει νόημα στην ύπαρξη.
     Για πολλούς αναγνώστες και κριτικούς, το καλύτερό του βρίσκεται στα διηγήματα. Ο Ραφαήλ γράφει ότι θεωρήθηκε ευρέως ως ο υπέρτατος αγγλικός εκφραστής της μορφής το περιοδικό squib και το πιο περίτεχνο conte. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν αρχικά σ’ εβδομαδιαία ή μηνιαία περιοδικά κι αργότερα συλλέχθηκαν σε μορφή βιβλίου. Ο 1ος τόμος, Προσανατολισμοί, κυκλοφόρησε το 1898 κι ο τελευταίος, Creatures of Circumstance, το 1947, μαζί μ’ 7 άλλους μεταξύ των 2. Οι Βρεττανοί κι Αμερικανοί εκδότες του εξέδωσαν κι επανεξέδωσαν διάφορες, μερικές φορές αλληλεπικαλυπτόμενες, παραλλαγές στη διάρκεια της ζωής του και στη συνέχεια.



     Οι ιστορίες κυμαίνονται από τα σύντομα σκίτσα του On a Chinese Screen, που είχε γράψει στη διάρκεια των ταξιδιών του το 1920 στη Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, σε πολλά, κυρίως σοβαρά, διηγήματα που ασχολούνται με τη ζωή των Βρεττανών κι άλλων αποικιοκρατών ομογενών στα νησιά του Ειρηνικού και την Ασία. Αυτά συχνά μεταφέρουνε το συναισθηματικό τίμημα που απαιτεί η απομόνωση απ’ τους χαρακτήρες. Μεταξύ των πιο γνωστών παραδειγμάτων είναι το Rain (1921), χαρτογραφώντας την ηθική αποσύνθεση ιεραποστόλου που προσπαθεί να προσηλυτίσει τη σεξουαλική αμαρτωλή Sadie Thompson. The Letter (1924), που ασχολείται με την ενδοοικογενειακή δολοφονία και τις επιπτώσεις της. The Book Bag (1932), ιστορία του τραγικού αποτελέσματος αιμομικτικής σχέσης και Flotsam and Jetsam (1947), που διαδραματίζεται σε φυτεία καουτσούκ στο Βόρνεο, όπου φοβερό κοινό μυστικό δεσμεύει ζευγάρι σ’ αμοιβαία αποτρόπαια σχέση.
     Μεταξύ των διηγημάτων που διαδραματίζονται στην Αγγλία, από τα πιο γνωστά είναι το The Alien Corn (1931), όπου νεαρός άνδρας ανακαλύπτει ξανά την εβραϊκή κληρονομιά του κι απορρίπτει τις προσπάθειες της οικογένειάς του να αποστασιοποιηθεί απ’ τον Ιουδαϊσμό. Η φιλοδοξία του να γίνει πιανίστας καταλήγει σε αποτυχία κι αυτοκτονία. Άλλη αγγλική ιστορία είναι το Lord Mountdrago (1939), που απεικονίζει την ψυχολογική κατάρρευση ενός πομπώδους υπουργού. Ο γυαλισμένος, αποστασιοποιημένος William Ashenden, κεντρική φιγούρα της ομώνυμης συλλογής κατασκοπευτικών ιστοριών (1928), είναι συγγραφέας που στρατολογήθηκε, όπως ήταν ο Maugham, στη βρεττανική μυστική υπηρεσία. Οι ιστορίες του -οι 1ες στο είδος της κατασκοπευτικής μυθοπλασίας που συνεχίστηκε από τον Ίαν Φλέμινγκ, τον Τζον λε Καρέ και πολλούς άλλους- βασίζονται τόσο στενά στις εμπειρίες του που μόλις 10 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου οι υπηρεσίες ασφαλείας επέτρεψαν τη δημοσίευσή τους. Στον τόμο του 1928 ο Ashenden εμφανίζεται σε 16 ιστορίες. 2 χρόνια μετά επανεμφανίστηκε, στο ρόλο του συγγραφέα εν καιρώ ειρήνης, ως αφηγητής του Cakes and Ale.
     Οι κωμικές ιστορίες περιλαμβάνουν το Jane (1923), για προικισμένη χήρα που επανεφευρίσκει τον εαυτό της ως εξωφρενική κι εμφανή φιγούρα της κοινωνίας, προς έκπληξη της οικογένειάς της. The Creative Impulse (1926), που αυταρχική συγγραφέας σοκάρεται όταν ο ήπιος σύζυγός της την εγκαταλείπει κι εγκαθίσταται στο σπίτι με τον μάγειρα τους και The Three Fat Women of Antibes (1933) που 3 μεσήλικες φίλοι παίζουν εξαιρετικά ανταγωνιστικό μπριτζ ενώ προσπαθούν να αδυνατίσουν, μέχρι που οι ανατροπές στο τραπέζι μπριτζ στα χέρια αβίαστα λεπτού 4ου παίκτη τους προκαλούν να σπάσουν υπερβολικά τη διατροφή τους. Οι New York Times σχολίασαν το 1964:

   “Υπάρχουνε φορές που κάποιος σκέφτεται ότι η βρεττανική τηλεόραση και το ραδιόφωνο θα ‘πρεπε να κλείσουνε το μαγαζί αν δεν υπήρχε φαινομενικά ανεξάντλητη προσφορά ιστοριών του Maugham για να μετατραπούνε σε 30λεπτα θεατρικά. Θυμάται κανείς επίσης τον μακρύ κατάλογο των ταινιών που έχουνε γυριστεί από τα μυθιστορήματά του -Of Human Bondage, The Moon and Sixpence, The Painted Veil, The Razor’s Edge κι οι υπόλοιπες“.

     Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε 13 χρόνια μετά το θάνατό του, ο Robert L. Calder σημειώνει ότι τα έργα του είχανε γίνει 40 ταινίες κι 100άδες ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά έργα και προτείνει ότι θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι κανέν άλλο σοβαρό έργο συγγραφέα δεν έχει παρουσιαστεί τόσο συχνά σε άλλα μέσα. Κατά την άποψή του η ικανότητα του Maugham να λέει συναρπαστική ιστορία κι η δραματική του ικανότητα προσελκύονταν έντονα στους δημιουργούς ταινιών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, αλλά η φιλελεύθερη στάση του, η περιφρόνηση της συμβατικής ηθικής κι η μη συναισθηματική άποψη για την ανθρωπότητα οδήγησαν τους προσαρμογείς να κάνουν τις ιστορίες του πιο ήπιες, ασφαλέστερες και πιο στενά ηθικολογικές απ’ ό,τι τις είχε ποτέ συλλάβει. Μερικές απ’ τις ιστορίες του κρίθηκαν ακατάλληλες για το σινεμά. Ο Calder αναφέρει προσαρμογή του ιστορικού μυθιστορήματος Τότε και Τώρα, που το Hays Office απέρριψε για 37 ξεχωριστούς λόγους. Στη 1η κινηματογραφική εκδοχή του Rain (1928) οι εκτροπές άλλαξαν θεμελιωδώς τους χαρακτήρες. προσαρμογή του The Facts of Life στη ταινία Οmnibus Quartet του 1948 παρέλειψε το βασικό σημείο πλοκής ότι η δολοπλοκία νεαρής γυναίκας που ο νεαρός ήρωας γυρίζει τα τραπέζια είναι με κείνη που μόλις πέρασε τη νύχτα. Στο The Ant and the Grasshopper νεαρός τυχοδιώκτης παντρεύεται όχι πλούσια ηλικιωμένη που πεθαίνει λίγο μετά, αλλά πλούσια νεαρή που παραμένει πολύ ζωντανή.  Οι τίτλοι τροποποιήθηκαν για να αποφευχθεί η συσχέτιση με θεατρικά έργα που θεωρούνταν εντυπωσιακά: η Rain έγινε Sadie Thompson κι η Constant Wife έγινε Charming Sinners.
     Οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές προσαρμογές ήτανε γενικά, πιο πιστές στις αρχικές ιστορίες του. Ο Calder παραθέτει τη σειρά 26 ιστοριών του BBC Television που προβλήθηκε το 1969 και το 1970, προσαρμοσμένη από δραματουργούς όπως ο Roy Clarke, ο Simon Gray, ο Hugh Leonard, ο Simon Raven κι ο Hugh Whitemore, παρουσιασμένη με σχολαστική πιστότητα στον τόνο, τη στάση και τη θεματική τους πρόθεση. Στο ραδιόφωνο, η σύνδεση του BBC με τον Maugham χρονολογείται από το 1930, όταν η Ερμιόνη Gingold κι ο Richard Goolden πρωταγωνίστησαν σε προσαρμογή του Before the Party από τον τόμο του 1922 The Casuarina Tree. Από τότε, το ραδιόφωνο του BBC έχει μεταδώσει πολυάριθμες προσαρμογές των θεατρικών έργων, των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του -που κυμαίνονται από μεμονωμένες παρουσιάσεις ως συνέχειες 12 μερών- συμπεριλαμβανομένων 6 παραγωγών του The Circle και 2 διασκευών απ’ το The Razor’s EdgeOf Human Bondage και Cakes and Ale.
     Ο Maugham διορίστηκε μέλος του Τάγματος των Συντρόφων της Τιμής το 1954, μετά από σύσταση του Βρεττανού πρωθυπουργού, Winston Churchill κι 6 χρόνια μετά -μαζί με τον Churchill- ήταν από τους 1ους 5 συγγραφείς που έγιναν Σύντροφοι Λογοτεχνίας. Ήταν Διοικητής της Λεγεώνας της Τιμής κι επίτιμος διδάκτωρ των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και της Τουλούζ. Στα 80ά γενέθλιά του, το Garrick Club παρέθεσε δείπνο προς τιμή του: μόνο ο Ντίκενς, ο Θάκερεϊ κι ο Τρόλοπ είχανε τιμηθεί παρομοίως. Ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας, μέλος της Βιβλιοθήκης Κογκρέσου Ουάσιγκτον, επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών & Γραμμάτων κι επίτιμος γερουσιαστής του Πανεπιστημίου Χαϊδελβέργης.
     Ο κριτικός Philip Holden έγραψε το 2006 ότι ο Maugham κατέχει παράδοξη θέση στη βρεττανική λογοτεχνία του 20ού αι.. Αν κι άσκησε σημαντική επιρροή σε πολλούς γνωστούς συγγραφείς, το κριτικό απόθεμά του παρέμεινε χαμηλό. Ξεπέρασε τους συγχρόνους του, όπως ο James Joyce, η Virginia Woolf και ο D.H. Lawrence, αλλά, κατά την άποψη του Holden, δεν μπορούσε να τους ταιριάξει από την άποψη της στιλιστικής καινοτομίας ή της θεματικής πολυπλοκότητας. Παρ’ όλ’ αυτά, αναγνωρίζεται ως επιρροή στους CowardLawrenceKingsley AmisGraham GreeneChristopher IsherwoodV.S. Naipaul και George Orwell. Ο αστικός κατάσκοπός του, Ashenden, επηρέασε τις ιστορίες των Raymond ChandlerIan FlemingGeorges Simenon και John le Carré.



     Στο The Summing Up (1938), έγραψε για το μη δραματικό έργο του: “Δεν έχω ψευδαισθήσεις για τη λογοτεχνική μου θέση. Υπάρχουν μόνο 2 σημαντικοί κριτικοί στη χώρα μου που δυσκολεύτηκαν να με πάρουνε στα σοβαρά κι όταν έξυπνοι νέοι γράφουν δοκίμια για τη σύγχρονη μυθοπλασία, δεν σκέφτονται ποτέ να με εξετάσουν. Δεν δυσανασχετώ. Είναι πολύ φυσικό“. Μερικοί βιογράφοι αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό του ότι δεν ήτανε δυσαρεστημένος που παραβλέφθηκε ή απορρίφθηκε από τους κριτικούς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε δίκιο σε αυτό. Ο L. A. G. Strong αναγνώρισε τη δεξιοτεχνία του, αλλά περιέγραψε το γράψιμό του ως αποτέλεσμα όπως αυτό της μουσικής που παίζεται επιδέξια σ’ ακριβό εστιατόριο στο δείπνο. Η Βιρτζίνια Γουλφ ήτανε φιλική αν και λίγο συγκαταβατική. Ο Lytton Strachey υποτίμησε τα βιβλία του ως Class II, Division I“. Ο Lee Wilson Dodd έγραψε: “Ο κύριος Maugham ξέρει πώς να σχεδιάσει ιστορία και να τη φέρει σε πέρας. Αρμοδιότητα είναι η λέξη. Το στυλ του είναι χωρίς ίχνος ευφάνταστης ομορφιάς“. Σ’ έρευνα του 2016, ο Don Adams παρατηρεί: “Η ουσία της κριτικής της μυθοπλασίας του Maugham, ότι στερείται ψυχολογικού και συναισθηματικού βάθους, είναι αξιοσημείωτα συνεπής καθ’ όλη τη διάρκεια των 10ετιών“. Οι 2 σημαντικοί κριτικοί που ανέφερε ήτανε πιθανώς ο Desmond MacCarthy κι ο Raymond Mortimer. Ο 1ος επαίνεσε ιδιαίτερα τα διηγήματα, ανιχνεύοντας τις ρίζες τους στο γαλλικό νατουραλισμό κι ο 2ος αξιολόγησε προσεκτικά τα βιβλία του και συνολικά ευνοϊκά στο New Statesman. Ανερχόμενος κριτικός νεότερης γενιάς, ο Cyril Connolly, τον επαίνεσε για τη διαύγεια και τον αποκάλεσε τον τελευταίο από τους μεγάλους επαγγελματίες συγγραφείς, αλλά ο σύγχρονος του, Edmund Wilson, επέμεινε ότι ήτανε 2ης κατηγορίας κι απογοητευτικός. Ακόμη και θαυμαστής όπως η Evelyn Waugh θεώρησε ότι η πειθαρχημένη γραφή του με τη λαμπρή τεχνική επιδεξιότητα δεν ήτανε χωρίς μειονεκτήματα:

   “Δεν είναι ποτέ βαρετός ή αδέξιος, ποτέ δεν δίνει λανθασμένη εντύπωση. Δεν είναι ποτέ συγκλονιστικός. Αλλά αυτή η πολύ διπλωματική στιλπνότητα καθιστά αδύνατη γι’ αυτόν οποιαδήποτε από αυτές τις ξαφνικές υπερβατικές λάμψεις πάθους και ομορφιάς που περιστασιακά επιτυγχάνουν λιγότερο ικανοί μυθιστοριογράφοι“.

     Σηματοδοτώντας τα 80τά γενέθλια του, οι New York Times σχολίασαν ότι όχι μόνο είχε ξεπεράσει τους συγχρόνους του, συμπεριλαμβανομένων των ShawJoseph ConradH.G. WellsHenry JamesArnold Bennett και John Galsworthy, αλλά τώρα φαίνεται να κατατάσσεται μαζί τους στην αριστεία, μετά από χρόνια που η δημοτικότητά του είχε προκαλέσει τους κριτικούς να υποτιμήσουνε το έργο του. Το αφιέρωμα συνέχισε: “Τα μπεστ-σέλλερς που απευθύνονται στον μαζικό αναγνώστη σπάνια είναι καλή λογοτεχνία, αλλά υπάρχουν εξαιρέσεις. Η Ανθρώπινη Δουλεία είναι σίγουρα μία. Κέικ και Ale πιθανώς! Η Σελήνη κι 6 πέννες ενδεχομένως. Κάποια απ’ τα διηγήματα αναμφίβολα θα αποδειχθούν αθάνατα“. Το 2014 ο Robert McCrum ολοκλήρωσε άρθρο σχετικά με το Of Human Bondage -που είπε ότι δείχνει την άγρια ειλικρίνεια και το χάρισμα του συγγραφέα για αφήγηση στα καλύτερά του:

   “Πολλοί θα έλεγαν ότι τα διηγήματά του ενσαρκώνουν το καλύτερο έργο του και παραμένει μια σημαντική φιγούρα στο λογοτεχνικό τοπίο των αρχών του 20ού αιώνα. Αν και η προηγούμενη φήμη του Maugham έχει κάπως επισκιασθεί, το Of Human Bondage μπορεί ακόμα να αναφερθεί ως το αριστούργημά του, ένα αγγλικό κλασικό του 20ού αιώνα με αφοσιωμένους οπαδούς“.



ΡΗΤΑ:

Γνωρίζετε ότι η συζήτηση είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή; Αλλά θέλει ελεύθερο χρόνο.

Η τραγωδία της αγάπης είναι η αδιαφορία.

Η Ριβιέρα δεν είναι μόνο ένα ηλιόλουστο μέρος για σκιερούς ανθρώπους.

Ήξερε ότι οι γυναίκες δεν εκτιμούσαν ούτε την ειρωνεία ούτε τον σαρκασμό, αλλά απλά αστεία και αστείες ιστορίες. Του δόθηκαν άφθονα και τα δύο.

Τώρα ο κόσμος γενικά δεν ξέρει τι να κάνει με τη πρωτοτυπία. Ξαφνιάζεται από τις άνετες συνήθειες της σκέψης του κι η πρώτη του αντίδραση είναι θυμός.

Το πρόβλημα με τους νεότερους συγγραφείς μας είναι ότι είναι όλοι στη δεκαετία του 1860.

Δεν είναι ασφαλές να πάρετε τον αναγνώστη σας για περισσότερο ανόητο από ό,τι είναι.

Αυτό που κάνει τα γηρατειά δυσβάσταχτα δεν είναι η αποτυχία των ικανοτήτων κάποιου, διανοητικών και σωματικών, αλλά το βάρος των αναμνήσεών του.

Ο θάνατος είναι μια πολύ βαρετή, θλιβερή υπόθεση. Κι η συμβουλή μου προς εσάς είναι να μην έχετε καμία σχέση με αυτόν.

Για να τρώτε καλά στην Αγγλία, θα πρέπει να έχετε πρωινό τρεις φορές την ημέρα.

Το χρήμα είναι η χορδή με την οποία ένα σαρδόνιο πεπρωμένο κατευθύνει τις κινήσεις των μαριονετών του.

Η δική μου πεποίθηση είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανείς του οποίου η σεξουαλική ζωή, αν μεταδιδόταν, δεν θα γέμιζε τον κόσμο γενικά με έκπληξη και τρόμο.

Η ψυχή είναι ένα ενοχλητικό απόκτημα, και όταν ο άνθρωπος την ανέπτυξε έχασε τον Κήπο της Εδέμ.

Μισώ τους ανθρώπους που παίζουν μπριτζ σαν να ήταν σε κηδεία και ήξεραν ότι τα πόδια τους βρέχονταν.

Παρατηρώντας αυτούς τους ανθρώπους, δεν εκπλήσσομαι πλέον που υπάρχει τέτοια έλλειψη οικιακών βοηθών πίσω στη πατρίδα.

Ξέρετε, υπάρχουν δύο καλά πράγματα στη ζωή, η ελευθερία της σκέψης και η ελευθερία δράσης.

Τέχνη… είναι απλώς το καταφύγιο που εφηύραν οι ιδιοφυείς, όταν εφοδιάστηκαν με τροφή και γυναίκες, για να ξεφύγουν από τη κούραση της ζωής.

Οι άνθρωποι αναζητούν μόνο ένα πράγμα στη ζωή -την ευχαρίστησή τους.

Οι άνθρωποι σας ζητούν κριτική, αλλά θέλουν μόνο έπαινο.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο εξευτελιστικό από τη συνεχή αγωνία για τα μέσα βιοπορισμού κάποιου.

Είναι σκληρό να ανακαλύπτεις τη μετριότητά σου μόνο όταν είναι πολύ αργά.

Τολμώ να πω ότι κάποιος επωφελείται περισσότερο από τα λάθη που κάνει από το δικό του ρόπαλο παρά από το να κάνει το σωστό με τη συμβουλή κάποιου άλλου.

Ακολουθήστε τις κλίσεις σας λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον αστυνομικό στη γωνία.

Η ζωή δεν θα άξιζε να τη ζήσω αν ανησυχούσα τόσο για το μέλλον όσο και για το παρόν. Όταν τα πράγματα είναι στα χειρότερά τους, διαπιστώνω ότι πάντα κάτι συμβαίνει.

Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, φαίνεται να το διαβάζω μόνο με τα μάτια μου, αλλά πού και πού συναντώ ένα απόσπασμα, ίσως μόνο μια φράση, που έχει νόημα για μένα, και γίνεται μέρος του εαυτού μου.

Υπάρχει πάντα κάποιος που αγαπά και ένας που αφήνει τον εαυτό του να αγαπηθεί.

Η βροχή έπεφτε εξίσου πάνω στους δίκαιους και πάνω στους άδικους, και γιατί τίποτα δεν υπήρχε ένα γιατί και ένα πού.

Είχε ακούσει ανθρώπους να μιλούν περιφρονητικά για τα χρήματα: αναρωτιόταν αν είχαν προσπαθήσει ποτέ να τα καταφέρουν χωρίς αυτά.

Μπορεί το να παραδοθείς στην ευτυχία σήμαινε να αποδεχτείς την ήττα, αλλά ήταν μια ήττα καλύτερη από πολλές νίκες.

Ο σύγχρονος κληρικός έχει αποκτήσει στη μελέτη του για την επιστήμη, η οποία πιστεύω ότι ονομάζεται εξήγηση, μια εκπληκτική ευκολία για να εξηγήσει τα πράγματα.

Ξεχνώ ποιος ήταν αυτός που συνιστούσε στους ανθρώπους για το καλό της ψυχής τους να κάνουν κάθε μέρα δύο πράγματα που δεν τους άρεσαν: ήταν ένας σοφός άνθρωπος, και είναι ένα δίδαγμα που ακολούθησα σχολαστικά. γιατί κάθε μέρα έχω σηκωθεί και έχω πάει για ύπνο.

Η απρέπεια είναι η ψυχή του πνεύματος.

Ο πολιτισμένος άνθρωπος ασκεί μια παράξενη εφευρετικότητα σπαταλώντας σε κουραστικές ασκήσεις τη σύντομη διάρκεια της ζωής του.

Δεν γνώριζα τότε τη βασανιστική αμαρτία της γυναίκας, το πάθος να συζητά τις ιδιωτικές της υποθέσεις με όποιον είναι πρόθυμος να ακούσει.

Η συνείδηση είναι ο θεματοφύλακας στο άτομο των κανόνων που η κοινότητα έχει αναπτύξει για τη διατήρησή της.

Είδα έξυπνα ότι ο κόσμος βαριέται γρήγορα από την αφήγηση της ατυχίας κι αποφεύγει πρόθυμα τη θέα της στενοχώριας.

Δεν σκέφτομαι το παρελθόν. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι το αιώνιο παρόν.

Η ζωή δεν είναι αρκετή για την αγάπη και τη τέχνη.

Η οδυνηρότητα που έχει κάθε ομορφιά.

Πρέπει να περάσουμε τη ζωή τόσο διακριτικά ώστε η μοίρα να μη μας προσέξει.

Η γυναίκα μπορεί να συγχωρήσει έναν άντρα για το κακό που της κάνει, αλλά ποτέ δεν μπορεί να τονε συγχωρήσει για τις θυσίες που κάνει για λογαριασμό της.

Μερικές φορές οι άνθρωποι φέρουν σε τέτοια τελειότητα τη μάσκα που έχουν υποθέσει πως είναι. ώστε εν ευθέτω χρόνω γίνονται πραγματικά το πρόσωπο που φαίνονται.

Αλλά ποιος μπορεί να καταλάβει τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης καρδιάς; Σίγουρα όχι εκείνοι που περιμένουν από αυτό μόνο ευπρεπή συναισθήματα και φυσιολογικά συναισθήματα.

Δεν είναι καλό να προσπαθείς να διατηρήσεις παλιές φιλίες. Είναι οδυνηρό και για τις δύο πλευρές. Το γεγονός είναι ότι κάποιος μεγαλώνει από τους ανθρώπους και το μόνο πράγμα είναι να το αντιμετωπίσει.

Η ομορφιά είναι έκσταση, είναι τόσο απλή όσο η πείνα. Δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα να ειπωθεί γι ‘αυτό. Είναι σαν το άρωμα ενός τριαντάφυλλου: μπορείτε να το μυρίσετε και αυτό είναι όλο.

Είναι πολύ δύσκολο να είσαι τζέντλεμαν και συγγραφέας.

Όταν είσαι νέος, παίρνεις την καλοσύνη που σου δείχνουν οι άνθρωποι ως δικαίωμά σου.

Ο πεζογράφος μπορεί να κάνει στην άκρη μόνο όταν ο ποιητής πεθάνει.

Κάθε έθνος που θεωρεί πιο σημαντικές την ευκολία και την άνεση από την ελευθερία, θα χάσει σύντομα την ελευθερία του. Και η ειρωνεία είναι, ότι κατόπιν θα χάσει και την ευκολία και την άνεση του.

Η πεποίθηση ότι η επιτυχία χαλάει τους ανθρώπους, κάνοντας τους εγωιστές και ματαιόδοξους, είναι λανθασμένη. Αντίθετα τους κάνει ταπεινόφρονες, ανεκτικούς και ευγενικούς. Η αποτυχία είναι που κάνει τους ανθρώπους πικρόχολους και σκληρούς.

Η τελειότητα έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα: έχει τη τάση να είναι βαρετή.

Το χρήμα είναι κάτι σαν έκτη αίσθηση. Χωρίς αυτό, δεν μπορεί κανείς να εξυπηρετήσει τις προηγούμενες πέντε.

ΕΡΓΑ:

Coward, Noël (2007). Barry Day (επιμ.). Οι επιστολές του Noël Coward.
Κέρτις, Άντονι; Τζον Γουάιτχεντ (1987). W. Somerset Maugham: Η κρίσιμη κληρονομιά
Fowler, Wilton Β. (1969). Βρετανοαμερικανικές σχέσεις, 1917-1918. Ο ρόλος του Sir William Wiseman.
Funsten, Kenneth (1981). “W. Somerset Maugham”. Στο Frank N. Magill (επιμ.). Κριτική Επισκόπηση Μυθοπλασίας Μικρού Μήκους. Τόμος 5. Englewood Cliffs: Salem 
Hastings, Selina (2010) [2009]. Οι μυστικές ζωές του Somerset Maugham: Μια βιογραφία..
Innes, Christopher (2002). Σύγχρονο βρετανικό δράμα: Ο εικοστός αιώνας. 
Knowles, Elizabeth, ed. (2014). Το λεξικό της Οξφόρδης των παραθέσεων.
Lyttelton, Γιώργος; Ρούπερτ Χαρτ-Ντέιβις (1978). Επιστολές Lyttelton-Hart-Davis. Τόμος 1.
Lyttelton, Γιώργος; Ρούπερτ Χαρτ-Ντέιβις (1984). Επιστολές Lyttelton-Hart-Davis. Τόμος 6. 
Mander, Raymond; Τζο Μίτσενσον (1955). Θεατρικός σύντροφος του Maugham.
Maugham, Robin (1975) [1966]. Somerset και All the Maughams.
Maugham, W. Somerset (1931). Πρώτο ενικό πρόσωπο. 
Maugham, W. Somerset (1938). Η σύνοψη. 
Maugham, W. Somerset (1950) [1930]. Κέικ και Ale. 
Maugham, W. Somerset (1951) [1897]. Λίζα του Λάμπεθ.
Maugham, W. Somerset (1952). Συλλεχθέντα έργα. Τόμοι 3
Maugham, W. Somerset (1954). Η μερική άποψη.
Maugham, W. Somerset (1984) [1915]. Σημειωματάριο συγγραφέα. 
Meyers, Jeffrey (2004). Somerset Maugham: Μια ζωή. 
Μόργκαν, Τεντ (1980). Maugham. 
Raphael, Frederic (1989). Σόμερσετ Μωμ
Ρίτσαρντς, Ντικ (1970). Το πνεύμα του Noël Coward.
Rogal, Samuel J. (1997). Μια εγκυκλοπαίδεια William Somerset Maugham
Sternlicht, Sanford (2004). Οδηγός αναγνώστη για το σύγχρονο βρεττανικό δράμα.
Zaleski, Φίλιππος; Κάρολ Ζαλέσκι (2006). Προσευχή: Μια ιστορία. Νέα Υόρκη

========================

                                Διακοπές Στο Παρίσι
(απόσπ.)

     Με τη προοπτική του ταξιδιού του, ο Τσάρλυ Μέισον, ήτανε πολύ εκνευρισμένος και δεν έφαγε σχεδόν καθόλου στο μπρέκφαστ, παρά τη ζωηρή επιθυμία της μητέρας του. Ηταν παραμονή Χριστουγέννων και, θα έφευγε για το Παρίσι. Είχαν τελειώσει όλον τον όγκο της δουλειάς αυτής της ημέρας των πληρωμών, και ο πατέρας του τον πήγε με το αυτοκίνητο ώς τη Βικτωρία.
     Οταν ένας συνωστισμός οχημάτων τους σταμάτησε στο Γκρόσβενορ Γκάρντεν, ο Τσάρλυ τρομαγμένος μήπως έχανε το τραίνο χλώμιασε από την αγωνία. Ο πατέρας του γέλασε.
 -Έχεις σχεδόν μισή ωρα καιρό.
     Ο Τσάρλυ όμως ένιωσε πραγματική ανακούφιση όταν έφτασαν.
 -Λοιπόν, γεια χαρά. αγόρι» του είπε ο πατέρας του. Φρόντισε να διασκεδάσεις όσο μπορείς και να μην κάνεις περισσότερες ζημιές από όσες μπορείς να πληρώσεις.
     Το ατμόπλοιο πλεύρισε στο λιμάνι, και το θέαμα των ψηλών γκρίζων, βρώμικων σπιτιών του Καλαί, τον πλημμύρισε έξαρση. Βάδιζε στην αποβάθρα  σα να πετούσε στον αέρα. Το Χρυσό Βέλος, που τον περίμενε εκεί, πλούσιο και εντυπωσιακό, δεν ήταν συνηθισμένο τραίνο μα ένα ρομαντικό σύμβολο. Όσο έφεγγε ακόμα, ο Τσάρλυ κοίταζε έξω από το τζάμι και γελούσε ενδόμυχα, καθώς αναγνώριζε τις εικόνες που είχε ιδεί σε πινακοθήκες: αμμουδερές εκτάσεις με μπαλώματα από γκρίζα χλόη, κάτω από το μολυβένιο ουρανό, σκόρπια φτωχικά χωριουδάκια, σπίτια με γερτές στέγες, και ύστερα, μια απέραντη μελαγχολική περιοχή, από καλλιεργημένα χωράφια, και αραιά, άφυλλα δέντρα. Θα ‘λεγε όμως κανείς πως η μέρα βιαζόταν να φύγει απ’ αυτό τ’ άχαρο τοπίο και σε λίγο κάθε που κοίταζε έξω, μπορούσε να βλέπει στο τζάμι, μόνο το δικό του το αντικαθρέφτισμα και πίσω του, το γυαλιστερό μαόνι του βαγονιού. Ευχήθηκε να είχε έρθει με το αεροπλάνο. Το ήθελε από την αρχή, μα η μητέρα του είχε πατήσει πόδι. Είχε πείσει το πατέρα του πως στην καρδιά του χειμώνα, ήταν ανόητο, και επικίνδυνο, και ο πατέρας του, τόσο λογικός συνήθως του είχε βάλει σαν όρο γι’ αυτό το ταξιδάκι, να πάρει το τραίνο.
     Φυσικά, ο Τσάρλυ είχε ξαναπάει στο Παρίσι και πριν, τουλάχιστον μισή ντουζίνα φορές. Ήταν όμως η πρώτη φορά που θα πήγαινε μόνος. Ηταν ένα ξεχωριστό δώρο, για κάποιον ειδικό λόγο: Είχε συμπληρώσει ενός χρόνου υπηρεσία στο γραφείο του πατέρα του, και είχε περάσει τις απαραίτητες εξετάσεις για να μπορέσει ν’ ακολουθήσει μ’ επιτυχία το επάγγελμα που είχε διαλέξει. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί,
ο Τσάρλυ, ο πατέρας του, η μητέρα του, η αδερφή του Πάτσυ και ο ίδιος, περνούσαν τα Χριστούγεννα στο Γκόνταλμιν μαζί με τα ξαδέρφια τους, τους Τσέρρυ‐Μέισον, Και για να εξηγήσουμε γιατί ο Λέσλυ Μέισον, αφού συζήτησε το θέμα με τη γυναίκα του, μ’ ένα χαμόγελο στο καλοσυνάτο πρόσωπό του, ρώτησε ένα βράδυ το γιο του, αν αντί να πάει μαζί τους, όπως συνήθως, προτιμούσε να περάσει, λίγες μέρες στο Παρίσι μόνος του.
     Είναι ανάγκη να γυρίσουμε λίγο προς τα πίσω. Στην πραγματικότητα, είναι ανάγκη, να γυρίσουμε ώς τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν άνθρωπος έξυπνος και δραστήριος που τον έλεγαν Σίμπερτ Μέισον, και ήταν αρχικηπουρός σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό του Σάσσεξ κι είχε παντρευτεί τη μαγείρισσα, του ίδιου αρχοντικού, αγόρασε με τις κοινές τους οικονομίες λίγα στρέμματα γης στα βορεινά του Λονδίνου, και εγκαταστάθηκε σαν κηπουρός‐ανθοκόμος. Μ’ όλο που ήταν τότε σαράντα χρόνων και η γυναίκα του σχεδόν συνομήλική του, απόκτησαν οχτώ παιδιά. Πρόκοψε, και με τα χρήματα που κέρδιζε, αγόρασε μικρά κομμάτια γης εκεί που ήταν ακόμα ύπαιθρος. Η πόλη απλώθηκε όμως, και τα περιβόλια του απόκτησαν αξία σαν οικόπεδα∙ μ’ ένα δάνειο από την τράπεζα, έχτισε μια σειρά βίλλες και γρήγορα τις νοίκιασε. Θα ήταν ανιαρό να επεκταθούμε στις λεπτομέρειες της προόδου του. Είναι αρκετό να πούμε πως όταν πέθανε, σε ηλικία ογδοντατεσσάρων χρόνων, τα λίγα στρέμματα που είχε αγοράσει για να καλλιεργεί φυτά για το Κόβεν‐ Γκάρτεν και οι γειτονικές περιοχές που δεν είχε πάψει ν’ αγοράζει σε κάθε ευκαιρία, είχαν σκεπαστεί με τούβλα και μπετόν. Ο Σίμπερτ Μέισον φρόντισε να πάρουν τα παιδιά του τη μόρφωση που είχε στερηθεί ο ίδιος. Ανέβηκαν στην κοινωνική κλίμακα. Το Κτήμα Μέισον, σύμφωνα με το μεγαλοπρεπή τίτλο που του είχε δώσει, το είχε μετατρέψει σ’ ένα είδος ιδιωτικής εταιρίας και ύστερα από το θάνατό του, κάθε παιδί κληρονόμησε ορισμένα μερίδια.
     Το Κτήμα Μέισον, διοικήθηκε καλά και πάρ’ όλο που δε μπορούσε να συγκριθεί σε σημασία με το Κτήμα Ουέστμίνστερ, ή Πόρτμπιν, γιατί η θέση του ήταν μάλλον μέτρια, και είχε πάψει από καιρό να έχει μια οποιαδήποτε αξία, σαν κατοικήσιμη συνοικία. Μαγαζιά, αποθήκες, εργοστάσια, συνοικισμοί, σειρές ολόκληρες βρώμικα, δίπατα σπίτια το έκαναν αρκετά επικερδές ώστε να επιτρέπει στους ιδιοκτήτες του χωρίς να κοπιάζουν οι ίδιοι, να ζουν σαν αριστοκράτες που είχαν γίνει.
     Στη πραγματικότητα, ο αρχηγός της οικογενείας, το μοναδικό παιδί του γέρο‐Σίμπερτ, που ζούσε ακόμα, ο μεγαλύτερός γιος του -αδερφός που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο κι αδερφή που έπεσε από το άλογο σ’ ένα κυνήγι- ήταν πολύ πλούσιος. Ήταν μέλος του Κοινοβουλίου και τον καιρό του Ιωβιλαίου του Βασιλέως Γεωργίου του V, είχε πάρει και τον τίτλο του Βαρωνέτου, Είχε κολλήσει το όνομα της γυναίκας του στο δικό του, και τώρα όλοι τον ήξεραν σαν Σερ Ουίλφρεντ Τέρρυ Μέισον. Η οικογένεια ήλπιζε πως η σταθερή πίστη του στο κόμμα των Τόρυ και το γεγονός πως είχε μια σίγουρη περιουσιακή και κοινωνική θέση έδινε δικαιολογημένες ελπίδες ότι θα μπορούσε να γίνει ευπατρίδης.
     Τον Λέσλυ Μέισον, το μικρότερο από τα πολλά εγγόνια του Σίμπερτ, τον είχαν στείλει σ’ ένα δημοτικό σχολείο και στο Καίμπριτζ. Το μερίδιό του, στο Κτήμα, του έδινε εισόδημα δύο χιλιάδες λίρες το χρόνο, και άλλες χίλιες έπαιρνε σαν γραμματεύς της εταιρίας. Μια φορά το χρόνο, όσα μέλη της οικογενείας ήταν ακόμα στην Αγγλία, έκαναν μια συνέλευση. Αρκετοί από την τρίτη γενιά υπηρετούσαν τη χώρα τους σε μακρινά σημεία της Αυτοκρατορίας, και άλλοι, πλούσιοι άνεργοι αριστοκράτες, ταξίδευαν συχνά στο εξωτερικό. Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, ο Σερ Ουίλφρεντ, από την Προεδρική έδρα, παρουσίαζε τον εξαιρετικά ικανοποιητικό απολογισμό που είχαν ετοιμάσει, στο λογιστήριο.
     Ο Λέσλυ Μέισον ήταν ένας άνθρωπος με ποίκιλα ενδιαφέροντα. Κείνον το καιρό είχε μόλις περάσει τα πενήντα. Ήταν ψηλός και με το ευχάριστο πρόσωπο, τα γαλάζια μάτια, τα όμορφα γκρίζα, μάλλον μακριά μαλλιά και τα ζωηρά του χρώματα, ήταν αρκετά συμπαθητικός. Έμοιαζε περισσότερο με στρατιώτη ή κυβερνήτη αποικίας, αδειούχο, παρά με ιδιοχτήτη ακινήτων, και ποτέ δε θα μάντευε κανείς πως ο παππούς του, ήταν κηπουρός και η γιαγιά του μαγείρισσα. Έπαιζε καλά γκολφ και ήταν καλός σκοπευτής. Ο Λέσλυ Μέισον όμως δεν ήταν μόνο άνθρωπος των σπορ, τον ενδιέφεραν πολύ και οι καλές τέχνες. Τ’ άλλα μέλη της οικογενείας, δεν είχαν παρόμοιες αδυναμίες, κι έβλεπαν με συμπαθητική συγκατάβαση τις προτιμήσεις του Λέσλυ. Κάθε φορά όμως που ένας οποιοσδήποτε απ’ αυτούς επρόκειτο ν’ αγοράσει ένα έπιπλο ή έναν πίνακα, ζητούσε απαραίτητα τη συμβουλή του.
     Ήταν φυσικό να είχε αρκετή βαρύτητα η γνώμη του, γιατί είχε παντρευτεί μια κόρη ζωγράφου. Ο Τζων Πέρον, ο πεθερός του, ήταν μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, και για αρκετό διάστημα, ανάμεσα στα ογδόντα και στο τέλος του αιώνα εξασφάλισε ένα καλό εισόδημα ζωγραφίζοντας νέες γυναίκες με κοστούμια του δεκάτου ογδόου αιώνα, να ερωτοτροπούν με νέους της ίδιας εποχής. Τους ζωγράφιζε σε ανθόκηπους της παλιάς μόδας, σε πράσινα φουντωτά πάρκα, και σε σαλόνια επιπλωμένα σε στυλ της ίδιας περιόδου. Τώρα όμως, μπορούσε κανείς ν’ αγοράσει τους πίνακές του με τριάντα σελίνια, ή δύο λίρες. Η Βενετία Μέισον είχε κληρονομήσει αρκετά έργα του, όταν ο πατέρας της πέθανε. Είχαν όμως μείνει για πολύ σε μια αποθήκη κατασκονισμένα, με τα πρόσωπα στρεμμένα στον τοίχο∙ γιατί εκείνον τον καιρό, ούτε και η στοργή της ακόμα δε μπορούσε να την πείσει πως δεν ήταν τουλάχιστον τρομερά. Τους Λέσλυ Μέισον δεν τους ντρόπιαζε καθόλου πως η γιαγιά τους ήταν κάποτε μαγείρισσα και πρόθυμα το συζητούσαν με τους φίλους τους. Τους ήταν όμως τρομερά δύσκολο να μιλούν για τον Τζων Πέρον. Μερικοί από τους συγγενείς των Μέισον, είχαν ακόμα στους τοίχους των σπιτιών τους έργα του -κάτι που τραυμάτιζε βαθειά τη Βενετία.
– Βλέπω πως έχετε ακόμα πίνακες του πατέρα, έλεγε. Δε νομίζετε πως είναι κάπως αναχρονιστικοί; γιατί δε τους βάζετε σε κάποιο από τα άχρηστα δωμάτια;
– Ο πεθερός μου, ήταν συμπαθητικότατος γέρος, έλεγε ο Λέσλυ, πολύ ευγενικά, φοβάμαι όμως πως δεν άξιζε πολύ σαν ζωγράφος.
– Ο πατέρας μου, τον ακριβοπλήρωσε. Θα ήταν σωστός παραλογισμός να κλείσουμε σ’ ένα άχρηστο δωμάτιο έναν πίνακα πληρωμένον τριακόσιες λίρες, ευχαρίστως όμως σου τον πουλάω για εκατόν πενήντα!
     Γιατί πάρ’ όλο που μέσα σ’ αυτές τις τρείς γενιές είχαν γίνει αριστοκράτισσες και αριστοκράτες, οι Μέισον δεν είχαν χάσει καθόλου το εμπορικό τους πνεύμα. Οι Λέσλυ Μέισον είχαν αλλάξει καλλιτεχνικά γούστα από τότε που παντρεύτηκαν, και στους τοίχους του καινούργιου όμορφου σπιτιού όπου κατοικούσαν, τώρα, στο Πόρτσεστερ Κλόους, υπήρχαν έργα του Ουίλσον Στηρ και του Αυγούστου Τζων, του Ντάνκαν Γκραντ και της Βανέσσα Μπες, ένας πίνακας του Ουτριλλό κι ένας του Βουιγιάρ, αγορασμένοι και οι δυο, όταν αυτοί οι καλλιτέχνες ήταν ακόμα άσημοι, ένας Ντεραίν, ένας Μαρκέ, κι ένας Τσιρικό. Θα ήταν αδύνατον να μπει κανείς στο σπίτι τους, μάλλον αραιά επιπλωμένο, χωρίς να καταλάβει αμέσως πως βρισκόταν σ’ ένα συγχρονισμένο περιβάλλον. Σπάνια έχαναν την ευκαιρία να κατατοπίζονται με την τελευταία λέξη της μόδας, και κάθε φορά που πήγαιναν στο Παρίσι, δεν παρέλειπαν να πηγαίνουν στου Ρόζεμπεργκ και στους εμπόρους της Ρυ ντε Σεν για να ρίχνουν μια ματιά σε ό,τι καινούργιο άξιζε τον κόπο∙ τους άρεσαν αληθινά οι πίνακες και αν δεν αγόραζαν παρά μόνο όσους είχαν αξιολογήσει οι κριτικοί της ημέρας, αυτό συνέβαινε πρώτον γιατί τους έλειπε η εμπιστοσύνη στο δικό τους το κριτήριο και δεύτερο από φόβο μήπως κάνουν μια ασύμφορη αγορά. Στο κάτω‐κάτω, μήπως οι πίνακες του Τζων Πέρον δεν είχαν επαινεθεί από τους καλύτερους κριτικούς, και δε τους είχε πουλήσει πανάκριβα; Τώρα όμως, τι αξία είχαν; Δυο ή τρείς το πολύ λίρες. Αυτό και μόνο έδειχνε πόσο προσεκτικός θα έπρεπε να είναι κανείς.
     Δεν τους ενδιέφερε μόνον η ζωγραφική. Αγαπούσαν και τη μουσική. Πήγαιναν στις συμφωνικές συναυλίες, όλο το χειμώνα∙ είχαν τους αγαπημένους τους μαέστρους, και καμιά κοινωνική υποχρέωση, δεν τους εμπόδιζε να πηγαίνουν να τους ακούνε. Η μουσική ήταν μια αληθινή απόλαυση και για τους δυο τους. Είχαν αρκετά καλό γούστο. Δεν έλειπαν από καμιά πρεμιέρα, και ανήκαν σε εταιρίες που παρουσιάζουν έργα, ανώτερα από την κατανόηση του μέσου κοινού. Διάβαζαν όλα τα βιβλία που γινόταν λόγος γι’ αυτά. Και όχι μόνο γιατί τους άρεσε μα γιατί ένιωθαν πως ήταν σωστό να είναι πρωτοπόροι της εποχής τους. Τους ενδιέφερε αληθινά η τέχνη, και θα ήταν άδικο να τους ερωτευθεί κανείς, γιατί τα γούστα τους δεν ήταν τολμηρά και η εκτίμησή τους, δεν είχε πρωτοβουλία. Ίσως να ήταν συμβατικοί, η συμβατικότητα τους, ανήκε στην υψηλότερη μόρφωση της εποχής τους. Ήταν ανίκανοι να κάνουν μία ανακάλυψη οι ίδιοι, εκτιμούσαν όμως γρήγορα τις ανακαλύψεις των άλλων. Είναι αλήθεια πως αν τους άφηνε κανείς στη διάθεσή τους, δε θα έβρισκαν ποτέ τίποτα το αξιοθαύμαστο στον Σεζάν, μόλις όμως βεβαιωθήκαν πως ήταν πράγματι μεγάλος καλλιτέχνης, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου νά το παραδεχτούν. Δεν καμάρωναν για το γούστο τους και στη στάση τους, δεν υπήρχε ούτε ίχνος σνομπισμού.
– Δεν είμαστε παρά απλοί άνθρωποι, έλεγε η Βενετία.
– Από τους ανθρώπους που περιφρονούν οι καλλιτέχνες, μα που ξέρουν οι ίδιοι τι τους αρέσει, πρόσθετε ο Λέσλυ.
     Ήταν ευτύχημα που προτιμούσαν και οι δυο τον Ντεμπυσύ από τον Αρθουρ Σάλλιβαν και τη Βιρτζίνια Γουλφ από τον Τζων Γκαλσγουώρθυ.
Αυτή η απασχόληση με την τέχνη τούς άφηνε ελάχιστο χρόνο για την κοσμική ζωή. Δεν αποζητούσαν ούτε τα μεγαλεία, ούτε την αριστοκρατία, και οι φίλοι τους ήταν άνθρωποι συμπαθητικοί, εύποροι χωρίς να είναι πλούσιοι, και με μετρημένα ενδιαφέροντα, για τα πνευματικά ζητήματα. Δε νοιάζονταν πολύ για μεγάλα δείπνα και δεν προσκαλούσαν στο σπίτι τους κόσμο, ούτε και πήγαιναν οι ίδιοι, παρά μόνο, όσο το βρίσκαν απαραίτητο. Τους άρεσε όμως πολύ να προσφέρουν στους φίλους τους τα Κυριακάτικα βράδια, ένα σουπέ, όπου μπορούσαν να πηγαίνουν ντυμένοι όπως ήθελαν και να τρώνε πιλάφι με κάρρυ, λουκάνικα και πουρέ. Ακουγαν καλή μουσική κι έπαιξαν, υποφερτά μπριτζ. Η συζήτηση ήταν έξυπνη. Αυτά τα πάρτυ ήταν το ίδιο απλά όσο και οι Λέσλυ Μέισον, και πάρ’ όλο που οι καλεσμένοι είχαν δικά τους αυτοκίνητα και ελάχιστοι, ανάμεσά τους, λιγότερες από πέντε χιλιάδες λίρες εισόδημα το χρόνο, ήθελαν να κολακεύονται πως η ατμόσφαιρα ήταν μποέμικη.
     Ποτέ όμως ο Λέσλυ Μέισον δεν ήταν πιο ευτυχισμένος από τις βραδιές που δεν είχε να πάει σε καμιά πρεμιέρα συναυλίας, και μπορούσε να τις περάσει με την οικογένειά του. Η γυναίκα του ήταν όμορφη στα νειάτα της, και τώρα, πενηντάρα σχεδόν, δεν έπαυε να είναι αρκετά ευχάριστη. Ηταν σχεδόν ψηλή όσο και ο άντρας της, είχε γαλανά μάτια και απαλά καστανά μαλλιά, πού μόλις άρχιζαν να γκριζάρουν. Είχε τάση στο πάχος μα φρόντιζε να το προλαβαίνει με αυστηρή δίαιτα. Το μέτωπό της, ήταν πλατύ, και το χαμόγελό της ανοιχτόκαρδο.
     Αν και έφερνε όλα της τα φορέματα από το Παρίσι, -όχι βέβαια από τις μεγάλες ράφτρες της μόδας, μα από κάποια καλή μοδιστρούλα σε μια παράμερη συνοικία – ποτέ δεν κατάφερνε να ξεφεύγει από τον κλασσικό τύπο της Αγγλίδας. Εθνικοποιούσε οτιδήποτε φορούσε. Ακόμα και όταν έφτανε στον παραλογισμό ν’ αγοράσει ένα καπέλο από του Ρεμπού, μόλις το έβαζε στο κεφάλι της, θα μπορούσε κανείς να ορκιστεί πως ήταν αγορασμένο από τη Στρατιωτική και Ναυτική Ένωση.
     Με λίγα λόγια, φαινόταν πάντα αυτό ακριβώς που ήταν: μια τίμια γυναίκα της μεσαίας τάξεως, εύπορη, μα καθόλου σνομπ. Αγαπούσε τον άνδρα της όταν τον παντρεύτηκε κι εξακολουθούσε να τον αγαπάει ακόμα και τώρα. Με τα κοινά τους ενδιαφέροντα ήταν φυσικό να ζουν αρμονικά. Είχαν συμφωνήσει από την αρχή της συζυγικής τους ζωής, πως εκείνη ήξερε περισσότερα από τον άντρα της για τη ζωγραφική κι εκείνος περισσότερα για τη μουσική, κι έτσι, σ’ αυτά τα θέματα, ο καθένας τους υποχωρούσε στην πιο έγκυρη γνώμη του άλλού. Όταν λ.χ., έφθαναν στα τελευταία έργα του Πικασσό, ο Λέσλυ έλεγε:
– Λοιπόν, δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως μου χρειάστηκε αρκετός καιρός να τα καταλάβω και να μου αρέσουν. Η Βενετία όμως, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Με το αισθητήριό της, τα είδε με το σωστό φως.
     Και η Μίσες Μέισον ομολογούσε πως υποχρεώθηκε ν’ ακούσει τη Δευτέρα Συμφωνία του Σιμπέλιους, τρεις ή τέσσερις φορές, πρίν καταλάβει πραγματικά τι εννοούσε ο Λέσλυ, όταν έλεγε πως με τον τρόπο του ο συνθέτης ήταν ισάξιος του Μπετόβεν.
– Μα φυσικά, ο Λέσλυ έχει πραγματική μουσική καλλιέργεια. Σε σύγκριση μαζί του, είμαι σχεδόν καθυστερημένη.
     Ο Λέσλυ και η Βενετία Μέισον, δεν ήταν μόνο τυχεροί ο ένας με τον άλλο, μα και με τα παιδιά τους. Είχαν δυο, κι έβρισκαν πως ήταν ό,τι ακριβώς έπρεπε, γιατί το ένα παιδί θα μπορούσε να χαλάσει από τα πολλά χάδια και τα τρία ή τέσσερα, προϋποθέτουν πολλά έξοδα, κάτι που θα σήμαινε πως δε θα μπορούσαν να ζουν όσο άνετα τους άρεσε, ούτε να εξασφαλίσουν όπως θα ήθελαν το μέλλον τους. Τα καθήκοντά τους, σα γονείς, τα είχαν πάρει πολύ σοβαρά. Αντί να στολίζουν τους τοίχους των δωματίων των παιδιών με ανόητες παιδιάστικες εικόνες, είχαν κρεμάσει παντού αντίγραφα από έργα του Βαν Γκογκ, του Γκωγκέν, και της Μαρίας Λωρανσέν, έτσι που το γούστο των παιδιών να μορφοποιηθεί από τα πρώτα τους χρόνια. Με την ίδια φροντίδα, είχαν διαλέξει και τους δίσκους του γραμμοφώνου των παιδιών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πριν τα παιδιά μάθουν να οδηγούν ποδήλατο, ήταν σε θέση να γνωρίζουν το Μόζαρτ και το Χάυντν, τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ. Μόλις μεγάλωσαν αρκετά, αρχίσαν να μαθαίνουν πιάνο με πολύ καλούς δασκάλους και ιδιαίτερα ο Τσάρλυ έδειξε σπουδαίο ταλέντο. Και τα δύο παιδιά τρελαίνονταν να πηγαίνουν σε συναυλίες. Δεν έλειπαν από τα Κυριακάτικα κονσέρτα ή περίμεναν ώρες ολόκληρες, να βρούν μια θέση στη στοά του Κόβεν Γκάρντεν, Οι γονείς τους, είχαν τη γνώμη πως αν άκουγαν μουσική χωρίς μεγάλη άνεση, θα έδειχναν περισσότερο ενθουσιασμό, κι έβρισκαν περιττό, να τους πληρώσουν ακριβές θέσεις…
(τέλος απόσπ.)

                                   Τσάι Και Ματαιοδοξία

     Έχω προσέξει πως όταν κάποιος σε ζητά στο τηλέφωνο και δε σε βρίσκει, αφήνει μήνυμα παρακαλώντας σε να επικοινωνήσεις μαζί του μόλις επιστρέψεις, όταν πρόκειται για κάτι σημαντικό, πολύ συχνά το σημαντικό αφορά κείνον κι όχι εσένα. Όταν πρόκειται να σου προσφέρουνε δώρο ή να σου κάνουνε κάποια χάρη, οι περισσότεροι μπορούν συνήδως και κρατούν την αδημονία τους μέσα σε λογικό πλαίσιο. Έτσι, όταν γύρισα στο διαμέρισμά μου, έχοντας τόσο χρόνο στη διάθεσή μου, όσο για να πιω ένα ποτό, να καπνίσω ένα τσιγάρο και να διαβάσω την εφημερίδα μου πριν ντυθώ για το γεύμα και μου είπε η μις Φέλλοους, η σπιτονοικοκυρά μου, πως κάποιος κύριος Άλροϋ Κέαρ είχε εκφράσει την επιθυμία να του τηλεφωνήσω αμέσως, αισθάνδηκα ότι δε δα μου κόστιζε τίποτα να αγνοήσω τη παράκλησή του…

                                      Ανθρώπινη Δουλεία

     Είναι μια ψευδαίσθηση ότι η νεότητα είναι ευτυχισμένη, μια ψευδαίσθηση εκείνων που την έχουν χάσει. Αλλά οι νέοι γνωρίζουν ότι είναι άθλια επειδή είναι γεμάτη από το αναληθές ιδεώδες που έχει ενσταλαχτεί σε αυτήν και κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα, γεμίζουν μώλωπες και τραύματα. Φαίνεται σαν να έπεσαν θύματα συνωμοσίας καθώς τα βιβλία που διαβάζουν, ιδανικά από ανάγκη επιλογής, η συζήτηση με τους μεγαλύτερους, που κοιτάζουν πίσω στο παρελθόν μέσα από μια ροζ ομίχλη ξεχασιάς, τους προετοιμάζουν για μια εξωπραγματική ζωή. Πρέπει να ανακαλύψουν οι ίδιοι ότι όσα έχουν διαβάσει και ό, τι έχουν ειπωθεί είναι ψέματα, ψέματα, ψέματα. Και κάθε ανακάλυψη είναι ένα άλλο καρφί στο σώμα πάνω στον σταυρό της ζωής…

                             Το φεγγάρι κι έξι πέnνες

     Έχω μια ιδέα ότι ορισμένοι άνθρωποι γεννιούνται σε λάθος μέρος. Ένα ατύχημα τους έριξε μέσα σε συγκεκριμένο περιβάλλον, αλλά πάντα έχουν μια νοσταλγία για ένα σπίτι που δεν γνωρίζουν. Είναι ξένοι στη γενέτειρά τους, και τα φυλλώδη μονοπάτια που γνώρισαν από την παιδική τους ηλικία ή οι πολυάριθμοι δρόμοι στους οποίους έπαιξαν, παραμένουν μόνο ένας χώρος διέλευσης. Μπορεί να ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους σαν ξένοι μεταξύ των συγγενών τους και να παραμένουν απόμακροι από τις μοναδικές σκηνές που έχουν γνωρίσει ποτέ. Ίσως να είναι αυτή η αίσθηση του παράξενου που στέλνει αυτούς τους ανθρώπους μακριά, σε αναζήτηση για κάτι μόνιμο, στο οποίο να μπορούν να προσκολληθούν. Ίσως κάποιος βαθιά ριζωμένος αταβισμός να σπρώχνει τον περιπλανώμενο πίσω σε εδάφη που οι πρόγονοί του εγκατέλειψαν στο θαμπό ξεκίνημα της ιστορίας .
[…..]
     Ο κόσμος είναι σκληρός κι αδυσώπητος. Είμαστε εδώ, κανείς δεν ξέρει γιατί, και πηγαίνουμε εκεί που κανείς δεν γνωρίζει. Πρέπει να είμαστε πολύ ταπεινοί. Πρέπει να δούμε την ομορφιά της ηρεμίας. Πρέπει να περάσουμε από τη ζωή τόσο διακριτικά ώστε η μοίρα να μην μας παρατηρήσει. Ας αναζητήσουμε την αγάπη απλών, αγνών ανθρώπων. Η άγνοια τους είναι καλύτερη από όλες τις γνώσεις μας. Ας είμαστε σιωπηλοί, ικανοποιημένοι στη μικρή μας γωνιά, περήφανοι και ευγενικοί σαν αυτούς. Αυτή είναι η σοφία της ζωής…

                                 Το Βαμμένο Πέπλο

Πρόλογος του Μωμ

Το αφήγημα αυτό το εμπνεύστηκα από τους παρακάτω στίχους του Δάντη:

Deb, quando tu sarai tomato al mondo,
E riposato della lunga via,
Seguito il terzo spirito al secondo,
Ricorditi di me, che son la Pia:
Siena mi fe; disfecemi Maremma:
Salsi colui, che, innanellata pria
Disposando m’avea con la sua gemma.

Προσευχήσου, σαν γυρίσεις στον κόσμο
κι αναπαυτείς από το μακρύ ταξίδι,
τρίτο πνεύμα να προστεθεί στο δεύτερο.
Θυμήσου με, εμένα που με λένε Πία.
Η Σιένα μού έδωσε τη ζωή, η Μαρέμα το θάνατο:
όπως πολύ καλά ξέρει εκείνος
που πρώτα μ’ αρραβωνιάστηκε

και μετά με παντρεύτηκε με το δαχτυλίδι του.
                                                                                 Σ. Μ.

     Είχα διαβάσει ήδη τη Κόλαση (με τη βοήθεια μιας μετάφρασης, αλλά ανατρέχοντας ευσυνείδητα σ’ ένα λεξικό για τις άγνωστες λέξεις), οπότε με την Ερσίλια άρχισα το Καθαρτήριο. Όταν φτάσαμε στο απόσπασμα που παραθέτω παραπάνω, μου είπε ότι η Πία ήταν μια αρχόντισσα από τη Σιένα που ο άντρας της, επειδή την υποψιαζόταν για μοιχεία αλλά φοβόταν να τη σκοτώσει λόγω της οικογένειάς της, την πήγε στο κάστρο του στη Μαρέμα, σίγουρος ότι οι επιβλαβείς αναθυμιάσεις θα είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα· καθώς όμως εκείνη δεν έλεγε να πεθάνει, από την
ανυπομονησία του έδωσε εντολή να την πετάξουν από το παράθυρο. Δεν ξέρω πού τα είχε μάθει όλ’ αυτά η Ερσίλια, η σχετική σημείωση στον δικό μου Δάντη δεν ήταν τόσο εμπεριστατωμένη, αλλά για κάποιον άγνωστο λόγο η ιστορία μού κίνησε το ενδιαφέρον. Τη γυρόφερνα στο μυαλό μου και χρόνια ολόκληρα με απασχολούσε μερικές φορές επί δύο ή τρεις ημέρες.
     Επαναλάμβανα μέσα μου το στίχο: Siena mi fe; disfecemi Maremma. Αλλά υπήρχαν πολλά άλλα θέματα που κέντριζαν τη φαντασία μου και για μεγάλα διαστήματα την ξεχνούσα. Την έβλεπα, ασφαλώς, σαν μια σύγχρονη ιστορία και δεν μπορούσα να σκεφτώ ένα σκηνικό στον σημερινό κόσμο όπου θα ήταν πιθανό να συμβούν τέτοια γεγονότα. Τον κόσμο αυτό τον βρήκα όταν έκανα ένα μακρύ ταξίδι στην Κίνα.
     Νομίζω ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι το μόνο που έγραψα ξεκινώντας από μια ιστορία και όχι από ένα χαρακτήρα. Είναι δύσκολο να εξηγήσω τη σχέση μεταξύ χαρακτήρα και πλοκής. Δεν είναι εύκολο να σκεφτείς ένα χαρακτήρα εν κενό. Από την πρώτη στιγμή που τον σκέφτεσαι, τον σκέφτεσαι σε κάποια κατάσταση, να κάνει κάτι, έτσι ώστε ο χαρακτήρας και τουλάχιστον η πρωταρχική δράση του να δίνουν την εντύπωση ότι είναι αποτέλεσμα ταυτόχρονης δράσης της φαντασίας. Εν προκειμένω όμως οι χαρακτήρες επιλέχτηκαν ώστε να ταιριάζουν με την ιστορία που
ανέπτυσσα σιγά σιγά· στηρίζονταν σε πρόσωπα που είχα γνωρίσει από παλιά σε διάφορες συγκυρίες.
     Το βιβλίο αυτό μου δημιούργησε ορισμένες δυσκολίες απ’ αυτές που αντιμετωπίζει συχνά ένας συγγραφέας. Αρχικά είχα ονομάσει τον ήρωα μου Λέιν, όνομα αρκετά διαδεδομένο, στη συνέχεια όμως προέκυψε ότι το έφεραν αρκετά άτομα στο Χονγκ Κονγκ. Κατέθεσαν αγωγή, για το διακανονισμό της οποίας οι ιδιοκτήτες του περιοδικού όπου δημοσιευόταν το μυθιστόρημά μου σε συνέχειες κατέβαλαν διακόσιες πενήντα λίρες, κι εγώ άλλαξα το όνομα σε Φέιν. Κατόπιν ο αναπληρωτής γραμματέας της αποικίας θεώρησε ότι είχε δυσφημιστεί κι απείλησε με μηνύσεις. Εξεπλάγην, δεδομένου ότι στην Αγγλία μπορούμε ν’ ανεβάσουμε στη σκηνή ή να χρησιμοποιήσουμε για ήρωα μυθιστορήματος τον πρωθυπουργό, τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι ή το λόρδο καγκελάριο, χωρίς να σηκωθεί ούτε μία τρίχα των κατόχων αυτών των υψηλών αξιωμάτων. Μου φαινόταν παράξενο το γεγονός ότι ο προσωρινός κάτοχος μιας τόσο ασήμαντης θέσης θεωρούσε ότι αποτελούσε στόχο, προκειμένου όμως να αποφύγω τις φασαρίες, άλλαξα το Χονγκ Κονγκ σε Τσινγκ Γεν, μια φανταστική αποικία1. Το βιβλίο είχε δημοσιευτεί ήδη όταν προέκυψε το ζήτημα κι αποσύρθηκε. Ορισμένοι οξυδερκείς κριτικοί που το είχαν λάβει αρνήθηκαν, με τη μία ή την άλλη δικαιολογία, να επιστρέψουν το αντίτυπό τους. Τα αντίτυπα αυτά, καμιά εξηνταριά κατά τη γνώμη μου, έχουν σήμερα συλλεκτική αξία και αγοράζονται σε υψηλή τιμή.
______________________________________________

1Το Τσινγκ Γεν έχει αντικατασταθεί εδώ από το Χονγκ Κονγκ.
—————————————————-

     Ήμουνα φοιτητής στο Νοσοκομείο Σεντ Τόμας και στις διακοπές του Πάσχα είχα έξι εβδομάδες δικές μου. Έβαλα τα ρούχα μου σε μία βαλίτσα και είκοσι λίρες στην τσέπη και ξεκίνησα. Ήμουνείκοσι χρονών.
     Πήγα στη Γένοβα και στην Πίζα και μετά στη Φλωρεντία. Εκεί έπιασα ένα δωμάτιο στη Βία Λάουρα που από το παράθυρό του έβλεπες τον πανέμορφο τρούλο του καθεδρικού ναού. Στο διαμέρισμα εκείνο έμενε μια χήρα με την κόρη της, η οποία μου πρόσφερε (ύστερα από πολλά παζάρια) στέγη και τροφή με τέσσερις λιρέτες την ημέρα. Φοβάμαι ότι δεν κέρδιζε τίποτα το σπουδαίο απ’ αυτό, δεδομένου ότι είχα τρομερή όρεξη και ήμουν ικανός να καταβροχθίσω ένα βουνό μακαρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα. Η σπιτονοικοκυρά μου είχε έναν αμπελώνα στους λόφους της Τοσκάνης κι έβγαζε ένα Κιάντι το οποίο ήταν, απ’ ότι θυμάμαι, το καλύτερο που έχω πιει στην Ιταλία. Η κόρη της μου έκανε μάθημα ιταλικών μία φορά την ημέρα. Εκείνη την εποχή μού έδινε την εντύπωση ότι ήταν ώριμη σε ηλικία, αλλά δεν νομίζω ότι ήταν παραπάνω από είκοσι έξι χρονών. Είχε προβλήματα. Ο αρραβωνιαστικός της, ένας αξιωματικός, είχε σκοτωθεί στην Αβησσυνία, και εκείνη είχε δώσει όρκο παρθενίας. Ήταν αυτονόητο ότι μετά το θάνατο της μητέρας της (μιας αφράτης, γκριζομάλλας, πρόσχαρης κυρίας που δεν είχε σκοπό να πεθάνει ούτε μία μέρα πριν το θελήσει ο Πανάγαθος) η Ερσίλια θα έμπαινε σε μοναστήρι. Αυτό όμως ήταν κάτι που το περίμενε με χαρά. Της άρεσε να γελάει με την ψυχή της.
     Στο γεύμα και το δείπνο γελούσαμε πολύ, αλλά στα μαθήματα ήταν πολύ σοβαρή, κι όταν ήμουν αργόστροφος ή αφηρημένος, με χτυπούσε στις αρθρώσεις των δαχτύλων μ’ έναν μαύρο χάρακα. Θα έπρεπε να αγανακτώ που μου φερόταν σαν να ήμουν παιδί, αλλά μου θύμιζε τους παιδαγωγούς του παλιού καιρού που ήξερα από τα βιβλία, οπότε μ’ έπιαναν τα γέλια.
     Οι μέρες μου ήταν πολύ κουραστικές. Άρχιζα κάθε πρωί μεταφράζοντας μερικές σελίδες από κάποιο έργο του Ίψεν, ώστε να τελειοποιήσω την τεχνική μου και να αποκτήσω άνεση στους διαλόγους· έπειτα, με τον Ράσκιν στο χέρι, έβγαινα να περιεργαστώ τα αξιοθέατα της Φλωρεντίας. Θαύμαζα, σύμφωνα με τις οδηγίες, το καμπαναριό του Τζιότο και τις μπρούντζινες πύλες του Γκιμπέρτι. Ενθουσιαζόμουν δεόντως με τα έργα του Μποτιτσέλι στην Πινακοθήκη Ουφίτσι και γύριζα περιφρονητικά την πλάτη της αδιάλλακτης νιότης σε ότι αποδοκίμαζε ο δάσκαλος.
     Μετά το μεσημεριανό φαγητό, παρακολουθούσα το μάθημα των ιταλικών και κατόπιν έβγαινα και πάλι για να επισκεφτώ τις εκκλησίες και να τριγυρίσω ρεμβάζοντας στις όχθες του Άρνου. Μετά το δείπνο, έβγαινα για περιπέτειες, αλλά ήταν τόση η αθωότητά μου, ή τουλάχιστον η συστολή μου, που ενάρετος έφευγα από το σπίτι κι εξίσου ενάρετος γύριζα. Αν και μου είχε δώσει κλειδί, η σινιόρα αναστέναζε με ανακούφιση ακούγοντάς με που έμπαινα, γιατί φοβόταν πάντα μήπως το ξεχάσω, και αμπάρωνε την πόρτα, ενώ εγώ γύριζα στη μελέτη ιστορίας των Γουέλφων και Γιβελίνων. Είχα την οδυνηρή επίγνωση του ότι δεν συμπεριφέρονταν έτσι οι συγγραφείς της ρομαντικής εποχής, αν κι αμφέβαλλα αν κάποιος απ’ αυτούς είχε καταφέρει να περάσει έξι εβδομάδες στην Ιταλία με είκοσι λίρες, και απολάμβανα στο έπακρο την εγκρατή και φιλόπονη ζωή μου…
(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *