Βιογραφικό

Ο Χαρούκι Μουρακάμι (Haruki Murakami, ιαπ.: 村上春樹) ) είναι δημοφιλής σύγχρονος Ιάπωνας συγγραφέας και μεταφραστής. Το έργο του έχει περιγραφεί ως προσιτό και συγχρόνως εξαιρετικά περίπλοκο. Γεννήθηκε στο Κιότο 12 Γενάρη 1949 από γονείς φιλολόγους, στη διάρκεια του baby boom μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ., είναι μοναχοπαίδι, μεγάλωσε όμως στη Νισινομίγια, την Ασίγια και το Κόμπε, νυμφεύτηκε πολύ νωρίς, λίγο μετά τα 20 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νιότης του στο Κόμπε. Ο πατέρας του ήτανε γιος Βουδιστή ιερέα, συμμετείχε στον Β’ Σινο-Ιαπωνικό Πόλ. και τραυματίστηκε κει, κάτι που με τη σειρά του θα επηρέαζε τον μέλλοντα συγγραφέα. Η μητέρα του ήτανε κόρη εμπόρου από την Οσάκα κι οι 2 δίδασκαν Ιαπωνική Λογοτεχνία. Από τη παιδική του ηλικία επηρεάστηκε βαθιά από τη Δυτική κουλτούρα, ιδίως από τη δυτική μουσική και λογοτεχνία. Μεγάλωσε μες στα βιβλία, διαβάζοντας κυρίως δυτικούς συγγραφείς, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ, Κάφκα, Κέρουακ, Βόννεγκατ και Μπρότιγκαν, που επηρέασαν αποφασιστικά το λογοτεχνικό του έργο. Αυτό το στοιχείο τονε διαφοροποιεί απ’ τη πλειονότητα των συμπατριωτών του λογοτεχνών όπως και συχνά ξεχωρίζει από άλλους Ιάπωνες συγγραφείς για τις δυτικές του επιρροές. Σπούδασε δραματικές και θεατρικές τέχνες στο Πανεπιστήμιο Βασέντα του Τόκυο, όπου γνώρισε και νυμφεύτηκε πολύ νωρίς τη συμφοιτήτριά του Γιόκο. Το ζευγάρι αποφάσισε να μη κάνει παιδιά και μετά την αποφοίτησή του, η 1η του δουλειά ήτανε σ’ ένα κατάστημα δίσκων, λίγο πριν τελειώσουνε τις σπουδές τους ανοίξαν καφέ-τζαζ μπαρ (Peter Cat) στο Κοκουμπούντζι του Τόκυο μαζί. Το μπαρ ήταν υπό τη διεύθυνσή τους από το 1974 μέχρι το 1982, ενώ παράλληλα, έγραφε και μετάφραζε έργα δυτικών συγγραφέων.
Πολλά απ’ τα μυθιστορήματά του έχουν μουσικά θέματα και τίτλους που παραπέμπουνε σε κλασσική μουσική (π.χ. Το Κουρδιστό Πουλί). Μερικά απ’ τα μυθιστορήματά του έχουνε τίτλους τραγουδιών ( π.χ. τα Dance, Dance, Dance, Νορβηγικό Δάσος (από το Norwegian Wood των Beatles, που αναφέρεται σε ξύλο -στα ελληνικά η λέξη Wood μεταφράστηκε δάσος- και South of the Border, West of the Sun). Είναι επίσης ενθουσιώδης μαραθωνοδρόμος. Έτρεξε κλασσικό μαραθώνιο της Αθήνας ανάποδα το 1983, σαν τμήμα των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων χάριν αντρικού ιαπωνικού περιοδικού. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Ιάπωνες συγγραφείς, με τη φήμη του να ‘χει ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα της πατρίδας. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες, ενώ τα τελευταία χρόνια το όνομά του ακούγεται για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στο έργο του συνδυάζει τις μεταμοντέρνες τεχνικές με αχαλίνωτη φαντασία κι επιρροές από την αμερικάνικη λογοτεχνία. Έγραψε το 1ο του έργο όταν ήταν 29. Έχει πει ότι εμπνεύστηκε ξαφνικά κι ανεξήγητα το 1ο του μυθιστόρημα σ’ ένα στάδιο ενώ παρακολουθούσε έναν αγώνα μπέιζμπολ το 1978. Όταν τελείωσε το γράψιμό του, το έστειλε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό και κέρδισε το 1ο βραβείο. Ακόμα και σ’ αυτό συναντά κανείς πολλά από τα βασικά στοιχεία της μετέπειτα ώριμης γραφής του: Δυτικοποιημένο στυλ, ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ και συναισθηματική νοσταλγία. Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Νορβηγικό Δάσος (1987) τον έκανε διάσημο. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε Ασία, Ευρώπη κι ΗΠ. Ο ίδιος έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φιτζέραλντ, Καπότε, Τζον Ίρβινγκ, Ντίκενς και Ρέιμοντ Κάρβερ. Το 2006 απέσπασε το Βραβείο Φραντς Κάφκα, ενώ το 2009 το Βραβείο Ιερουσαλήμ.
Το 1979 εκδόθηκε το 1ο του μυθιστόρημα, που το 1987 μεταφράστηκε στ’ αγγλικά με τίτλο Hear the Wind Sing, κέρδισε βραβείο καλύτερης μυθοπλασίας πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και μεταφέρθηκε στο σινεμά το 1980 σε σκηνοθεσία Καζούκι Ομόρι. Από την αρχή η γραφή του χαρακτηριζόταν από εικόνες και γεγονότα που ο ίδιος δυσκολευόταν να εξηγήσει, αλλά φαινόταν να προέρχονται από τα βάθη της μνήμης του. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτή η αμφισημία, δεν ήταν απωθητική για τον αναγνώστη, μα αιτία για δημοτικότητα, ιδιαίτερα στους νέους αναγνώστες, που ‘χανε βαρεθεί με τον αυτοεξομολογητικό τόνο, που διαπερνούσε το κύριο σώμα της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Η έλλειψη πολιτικής ή πνευματικής στάσης ενοχλούσε σοβαρούς συγγραφείς, όπως ο νομπελίστας Κενζαμπούρο Όε, που ‘χε απορρίψει τα 1α του έργα, ως κάτι πιότερο διασκεδαστικά.
Ο Μουρακάμι στράφηκε επαγγελματικά στη λογοτεχνία μόνο μετά τη τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Νορβηγικό Δάσος (Norwegian Wood), που εκδόθηκε το 1987 κι έχει πουλήσει περισσότερα από 10.000.000 αντίτυπα σ’ όλο τον κόσμο. Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο ομώνυμο τραγούδι των Μπιτλς. Το 2010 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Γαλλοβιετναμέζο σκηνοθέτη Τραν Ανχ Χουνγκ. Ο ήρωας του μυθιστορήματος Τόρου Βατανάμπε, οδηγημένος από τη μουσική και τους στίχους του τραγουδιού, ελευθερώνει τη μνήμη κι ανασύρει κομμάτια του εαυτού του από το μακρινό παρελθόν. Την ίδια χρονιά με την έκδοση του βιβλίου που θα τον κάνει παγκοσμίως γνωστό, θα εγκαταλείψει την Ιαπωνία απογοητευμένος από τη κοινωνική κατάσταση στη πατρίδα και τα επόμενα χρόνια θα περιηγηθεί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου θα διδάξει λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Πρίνστον και Ταφτς. Θα επιστρέψει στην Ιαπωνία το 1995.
Η επιτυχία συνόδευσε και τα επόμενα έργα του, που αξίζει ν’ αναφέρουμε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά μυθιστορήματά του Το Κουρδιστό Πουλί (The Wind-Up Bird Chronicle, 1994), Σπούτνικ Αγαπημένη (1999), Ο Κάφκα στην Ακτή (Kafka on the Shore, 2002), Τις Μικρές Ώρες (2004), Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι & τα χρόνια του προσκυνήματός του (2013), καθώς και τις συλλογές διηγημάτων Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται (1993) και Μετά τον σεισμό (2000). To 2009 κυκλοφόρησε το κορυφαίο έργο του, το πολυσέλιδο και πολυσυζητημένο 1Q84, που παραπέμπει στο 1984 του Όργουελ. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές αφηγηματικό ξεφάντωμα, πανηγύρι των λέξεων, εικόνων κι αισθήσεων, με πρωταγωνιστές 2 εραστές, την Αομάμε και τον Τένγκο, που ψάχνουν ο ένας τον άλλο χωρίς ούτε οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν, σε κόσμο που αλλάζει, σε χρόνο ρευστό κι απροσδιόριστο, -κατατάσσεται ως το καλύτερο έργο της Heisei εποχής {1989-2019} στην έρευνα της εθνικής εφημερίδας Asahi Shimbun από ειδικούς στη λογοτεχνία.
Ο Μουρακάμι τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας Πριγκήπισσα Αστουριών, (Princess of Asturias Awards) έν από τα εγκυρότερα του ισπανόφωνου κόσμου, για το έργο του που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό. Ο 75χρονος συγγραφέας κατόρθωσε να συμφιλιώσει την ιαπωνική παράδοση και τη δυτική πολιτισμική κληρονομιά μ’ ένα λόγο φιλόδοξο και καινοτόμο, αναφέρεται στην ανακοίνωση του Ιδρύματος. Το έργο του, που συνδυάζει τη καθημερινή ζωή της σύγχρονης Ιαπωνίας και τις αναφορές στη ποπ κουλτούρα, αγγίζει τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα με τόνο οικειότητας και χρωματισμένο με χιούμορ, αναφέρεται στην ανακοίνωση του Ιδρύματος που απονέμει το βραβείο, που θεωρείται ισπανικό Νόμπελ Λογοτεχνίας– βρίσκεται μονίμως ανάμεσα στα φαβορί γι’ αυτό. Στη νουβέλα του Drive my car βασίστηκε η ομώνυμη ταινία που τιμήθηκε με το Οσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 2022. Τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και τα διηγήματά του έχουνε γίνει μπεστ-σέλερ στην Ιαπωνία και διεθνώς, με το έργο του να έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες και να ‘χει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα εκτός Ιαπωνίας Επίσης έχει λάβει πολλά βραβεία για το έργο του, όπως το βραβείο Gunzo για νέους συγγραφείς, το World Fantasy Award, το Διεθνές Βραβείο Διηγήματος Frank O’Connor, το βραβείο Franz Kafka και το Jerusalem Prize.
Το έργο του εκτείνεται σε είδη όπως Επιστημονική Φαντασία, μυθοπλασία κι αστυνομική φαντασία κι έχει γίνει γνωστό για τη χρήση μαγικών ρεαλιστικών στοιχείων. Ο επίσημος ιστότοπός του αναφέρει τους Raymond Chandler, Kurt Vonnegut και Richard Brautigan ως βασικές εμπνεύσεις για το έργο του, ενώ ο ίδιος ανέφερε τους Kazuo Ishiguro, Cormac McCarthy και Dag Solstad ως τους αγαπημένους του ενεργούς συγγραφείς. Έχει επίσης δημοσιεύσει 5 συλλογές διηγημάτων. συμπεριλαμβανομένου του First Person Singular (2020) και μη μυθοπλασίας, όπως το Underground (1997), εμπνευσμένα από προσωπικές συνεντεύξεις που πήρε από θύματα της επίθεσης σαρίν στο μετρό του Τόκυο και What I Talk About When I Talk About Running (2007), μια σειρά προσωπικών δοκιμίων για την εμπειρία του ως μαραθωνοδρόμος.
Η μυθοπλασία του έχει πολώσει τους κριτικούς λογοτεχνίας και το αναγνωστικό κοινό. Μερικές φορές έχει επικριθεί από το λογοτεχνικό κατεστημένο της Ιαπωνίας ως μη Ιάπωνας, με αποτέλεσμα να θυμάται ότι ήτανε μαύρο πρόβατο στον ιαπωνικό λογοτεχνικό κόσμο. Εν τω μεταξύ, έχει περιγραφεί από τον Gary Fisketjon, τον εκδότη της συλλογής του The Elephant Vanishes (1993), ως πραγματικά εξαιρετικό συγγραφέα, ενώ ο Στίβεν Πουλ του The Guardian τον επαίνεσε ως από τους μεγαλύτερους εν ζωή μυθιστοριογράφους του κόσμου, για το έργο του. Ο Μουρακάμι είναι ένας έμπειρος δρομέας μαραθωνίου και λάτρης του 3άθλου, αν κι άρχισε να τρέχει στα 33 του, αφού ήταν ένας τρόπος για να παραμείνει υγιής παρά τις ώρες που περνούσε στο γραφείο γράφοντας. Στις 23 Ιουνίου 1996, ολοκλήρωσε τον 1ο του υπερμαραθώνιο, έναν αγώνα 100 χλμ. γύρω από τη λίμνη Saroma στο Χοκάιντο της Ιαπωνίας. Έγραψε το ενδιαφέρον του για το τρέξιμο και τον αντίκτυπο που ‘χε στη ζωή του στα απομνημονεύματα του 2007: What I Talk About When I Talk About Running.
Άρχισε να γράφει μυθιστορήματα όταν ήταν 29. “Πριν από αυτό“, είπε, “Δεν έγραψα τίποτα. Ήμουν απλώς ένας από αυτούς τους απλούς ανθρώπους. Διεύθυνα ένα τζαζ κλαμπ και δεν δημιούργησα τίποτα άλλο“. Περιέγραψε τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να γράψει ως μια ζέστα που μπορούσε ακόμα να νιώθει στη καρδιά του. Πήγε σπίτι κι άρχισε να γράφει κείνο το βράδυ. Εργάστηκε στο Hear the Wind Sing για 10 μήνες τις νύχτες, μετά από τη δουλειά τις ημέρες στο μπαρ. Ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα και το ‘στειλε στον μοναδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό που θα δεχόταν ένα έργο τέτοιας έκτασης, κερδίζοντας το 1ο βραβείο. Η αρχική επιτυχία του με αυτό τον ενθάρρυνε να συνεχίσει να γράφει. Έν έτος μετά, δημοσίευσε ένα σίκουελ, Φλίπερ, (1973).
Το 1981, συνέγραψε μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Yume de Aimashou με τον συγγραφέα και μελλοντικό δημιουργό του Earthbound/Mother, Shigesato Itoi. Το 1982, δημοσίευσε το A Wild Sheep Chase, μια κριτική επιτυχία. Hear the Wind Sing, Pinball, (1973), και A Wild Sheep Chase σχηματίζουν τη Trilogy of the Rat (ένα σίκουελ, Dance, Dance, Dance, γράφτηκε αργότερα αλλά δεν θεωρείται μέρος της σειράς), με επίκεντρο τον ίδιο ανώνυμο αφηγητή κι ο φίλος του, “ο Αρουραίος”. Τα 2 1α μυθιστορήματα δεν ήταν ευρέως διαθέσιμα σε αγγλική μετάφραση εκτός Ιαπωνίας μέχρι το 2015, αν και μια αγγλική έκδοση, μεταφρασμένη από τον Alfred Birnbaum μ’ εκτενείς σημειώσεις, είχε εκδοθεί από τη Kodansha ως μέρος μιας σειράς που προοριζόταν για Ιάπωνες φοιτητές της αγγλικής γλώσσας.
Ο Μουρακάμι θεωρεί ότι τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα ήταν ανώριμα και σαθρά και δεν ήθελε να τα μεταφράσει στα αγγλικά. Το A Wild Sheep Chase, λέει, ήταν “το 1ο βιβλίο όπου μπόρεσα να νιώσω ένα είδος αίσθησης, τη χαρά της αφήγησης μιας ιστορίας. Όταν διαβάζεις μια καλή ιστορία, απλά συνεχίζεις να διαβάζεις. Όταν γράφεις μια καλή ιστορία, απλά συνέχισε να γράφεις“. Το 1985, έγραψε το Hard-Boiled Wonderland & the End of the World, μια ονειρική φαντασία που οδήγησε τα μαγικά στοιχεία του έργου του σε ένα νέο άκρο. Πέτυχε μια σημαντική αναγνώριση κι εθνική καταξίωση το 1987 με τη δημοσίευση του Norwegian Wood, μιας νοσταλγικής ιστορίας απώλειας και σεξουαλικότητας. Πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα στους νεαρούς Ιάπωνες. Αυτό ώθησε τον ελάχιστα γνωστό Μουρακάμι στο προσκήνιο. Δέχτηκε όχλησεις σε αεροδρόμια κι άλλους δημόσιους χώρους, με αποτέλεσμα να αναχωρήσει από την Ιαπωνία το 1986. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, έζησε στις ΗΠΑ κι επί του παρόντος κατοικεί στο Oiso της Kanagawa, με γραφείο στο Τόκυο. Ήταν συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, στο Νιου Τζέρσεϋ, στο Πανεπιστήμιο Τάφτς στο Μέντφορντ της Μασαχουσέτης και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε τα South of the Border, West of the Sun και The Wind-Up Bird Chronicle.
Το Wind-Up Bird Chronicle (1995) συνδυάζει ρεαλιστικό και φανταστικό και περιέχει στοιχεία σωματικής βίας. Είναι επίσης πιο κοινωνικά συνειδητοποιημένο από το προηγούμενο έργο του, που ασχολείται εν μέρει με το δύσκολο θέμα των εγκλημάτων πολέμου στο Manchukuo (Β.Α. Κίνα). Το μυθιστόρημα κέρδισε το Βραβείο Yomiuri, που απονεμήθηκε από έναν από τους πιο σκληρούς πρώην κριτικούς του Μουρακάμι, τον Kenzaburō Ōe, που κέρδισε ο ίδιος Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1994. Η επεξεργασία του συλλογικού τραύματος έγινε σύντομα ένα σημαντικό θέμα στη γραφή του που προηγουμένως ήτανε πιο προσωπική. Επέστρεψε στην Ιαπωνία στον απόηχο του σεισμού του Κόμπε και της επίθεσης με αέριο στο Aum Shinrikyo. Συμβιβάστηκε μ’ αυτά τα γεγονότα με το 1ο του έργο μη μυθοπλασίας, το Underground και τη συλλογή διηγημάτων Μετά Τον Σεισμό. Το Underground αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από συνεντεύξεις θυμάτων των επιθέσεων με αέριο στο μετρό του Τόκυο. Το 1996, σε μια συνομιλία με τον ψυχολόγο Hayao Kawai, εξήγησε ότι άλλαξε τη θέση του από “απόσπαση” σε “δέσμευση” αφού έμεινε στις ΗΠΑ τη 10ετία του 1990. Ονόμασε το The Wind-up Bird Chronicle σημείο καμπής στη καρριέρα του, σηματοδοτώντας αυτή την αλλαγή στο επίκεντρο.
Οι αγγλικές μεταφράσεις πολλών διηγημάτων του που γράφτηκαν μεταξύ 1983 και 1990 έχουνε συγκεντρωθεί στο The Elephant Vanishes. Έχει επίσης μεταφράσει πολλά έργα των Fitzgerald, Carver, Capote, Irving και Paul Theroux, μεταξύ άλλων, στα Ιαπωνικά. Πήρε ενεργό ρόλο στη μετάφραση του έργου του στα αγγλικά, ενθαρρύνοντας τις προσαρμογές των κειμένων του στην αμερικανική πραγματικότητα κι όχι στην άμεση μετάφραση. Μερικά από τα έργα του που εμφανίστηκαν στα γερμανικά αποδείχτηκαν μεταφράσεις από τα αγγλικά κι όχι από τα ιαπωνικά (South of the Border, West of the Sun, The Wind-Up Bird Chronicle, 10ετία του 2000), μ’ ενθάρρυνση του ίδιου. Αργότερα και τα τρία μεταφράστηκαν εκ νέου από τα ιαπωνικά.
Το Sputnik Sweetheart εκδόθηκε 1η φορά το 1999, ακολουθούμενο από το Kafka on the Shore το 2002, με την αγγλική μετάφραση να ακολουθεί το 2005. Το Kafka on the Shore κέρδισε το Παγκόσμιο Βραβείο Φαντασίας Μυθιστορημάτων το 2006. Η αγγλική έκδοση του μυθιστορήματός του After Dark κυκλοφόρησε Μάη του 2007. Επιλέχθηκε από τους The New York Times ως “αξιοσημείωτο βιβλίο της χρονιάς“. Στα τέλη του 2005, δημοσίευσε συλλογή διηγημάτων με τίτλο Tōkyō Kitanshū, ή 東京奇譚集, (Μυστήρια του Τόκυο). Μια συλλογή των αγγλικών εκδόσεων 24 διηγημάτων, με τίτλο Blind Willow, Sleeping Woman, εκδόθηκε Αύγουστο του 2006. Αυτή η συλλογή περιλαμβάνει τόσο παλαιότερα έργα της 10ετίας του 1980 όσο και μερικά από τα πιο πρόσφατα διηγήματά του, συμπεριλαμβανομένων και των 5 που εμφανίζονται στο Tōkyō Kitanshū. Το 2002, δημοσίευσε την ανθολογία Birthday Stories, που συγκεντρώνει διηγήματα με θέμα τα γενέθλια. Η συλλογή περιλαμβάνει έργα των Russell Banks, Ethan Canin, Raymond Carver, David Foster Wallace, Denis Johnson, Claire Keegan, Andrea Lee, Daniel Lyons, Lynda Sexson, Paul Theroux και William Trevor, καθώς και μια ιστορία του ίδιου: What I Talk About When I Talk About Running, που περιέχει ιστορίες για την εμπειρία του ως μαραθωνοδρόμος κι αθλητής τριάθλου, δημοσιεύτηκε στην Ιαπωνία το 2007, με αγγλικές μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν στο Η.Β. και στις Η.Π.Α. το 2008. Ο τίτλος παίζει με αυτόν της συλλογής διηγημάτων του Raymond Carver, What We Talk About When We Talk About Love.
Η Shinchosha Publishing δημοσίευσε το μυθιστόρημα 1Q84 στην Ιαπωνία στις 29 Μάη 2009. Το 1Q84 προφέρεται “ichi kyū hachi yon“, όπως και το 1984, καθώς το 9 προφέρεται επίσης “kyū” στα Ιαπωνικά. Το βιβλίο ήτανε στη μεγάλη λίστα για το Man Asian Literary Prize το 2011. Ωστόσο, μετά τις αντι-ιαπωνικές διαδηλώσεις του 2012 στη Κίνα, τα βιβλία του Μουρακάμι αφαιρέθηκαν από τη πώληση εκεί, μαζί μ’ αυτά άλλων Ιαπώνων συγγραφέων. Ο Μουρακάμι επέκρινε τη πολιτική εδαφική διαμάχη Κίνας-Ιαπωνίας, χαρακτηρίζοντας την υπερβολικά εθνικιστική απάντηση ως φτηνό ποτό που οι πολιτικοί δίνανε στο κοινό. Απρίλη 2013 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι & τα χρόνια του προσκυνήματός του, που έγινε διεθνές μπεστ-σέλλερ αλλά έλαβε μικτές κριτικές.
Το Killing Commendatore (Kishidancho Goroshi – Σκοτώνοντας Τον Κομμαντόρε) κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία στις 24 Φλεβάρη 2017 και στις ΗΠΑ Οκτώβρη 2018, το μυθιστόρημα είναι ιστορική μυθοπλασία που ‘χει προκαλέσει διαμάχη στο Χονγκ-Κονγκ και χαρακτηρίστηκε Άσεμνο Κλάσης ΙΙ εκεί. Αυτή η ταξινόμηση οδήγησε σε μαζική λογοκρισία. Ο εκδότης δεν πρέπει να διανέμει το βιβλίο σε άτομα κάτω των 18 ετών και πρέπει να ‘χει τυπωμένη μια προειδοποιητική ετικέττα στο εξώφυλλο. Το πιο πρόσφατό του Η πόλη & τ’ αβέβαια τείχη της κυκλοφόρησε από τη Shinchosha στην Ιαπωνία στις 13 Απρίλη 2023, είναι μετά 6 έτη, 1.200 σελίδων και διαδραματίζεται σε συγκινητικό, 100% αγνό κόσμο Μουρακάμι. που περιλαμβάνει ιστορία που ‘χε από καιρό σφραγιστεί. Στη προώθηση του τελευταίου του βιβλίου, δήλωσε ότι πίστευε πως η πανδημία κι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία έχουνε δημιουργήσει τείχη που διχάζουνε τους ανθρώπους, τροφοδοτώντας φόβο και σκεπτικισμό αντί για αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Τα περισσότερα έργα του χρησιμοποιούν αφήγηση σε 1ο πρόσωπο στη παράδοση του ιαπωνικού μυθιστορήματος. Λέει πως επειδή η οικογένεια διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη παραδοσιακή ιαπωνική λογοτεχνία, κάθε κύριος χαρακτήρας που ‘ναι ανεξάρτητος γίνεται άνθρωπος που εκτιμά την ελευθερία και τη μοναξιά έναντι της οικειότητας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το μοναδικό χιούμορ του, όπως φαίνεται στη συλλογή διηγημάτων του το 2000, After the Quake. Στην ιστορία Superfrog Saves Tokyo, ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με έναν 6 πόδια ψηλό βάτραχο που μιλά για τη καταστροφή του Τόκυο μ’ ένα φλιτζάνι τσάι. Παρά τον νηφάλιο τόνο της ιστορίας, πιστεύει ότι ο αναγνώστης θα πρέπει να ψυχαγωγηθεί μόλις ανακαλυφθεί η σοβαρότητα του θέματος που παρουσιάζεται. Εξηγεί πως οι χαρακτήρες του βιώνουν αυτό που βιώνει καθώς γράφει, κάτι που θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα σετ ταινίας όπου οι τοίχοι και τα στηρίγματα είναι όλα ψεύτικα. Συνέκρινε περαιτέρω τη διαδικασία της συγγραφής με ταινίες: “Αυτή είναι μια από τις χαρές της συγγραφής μυθοπλασίας -φτιάχνω τη δική μου ταινία φτιαγμένη μόνο για μένα“.
Πολλά από τα μυθιστορήματά του έχουν θέματα και τίτλους που παραπέμπουν στη κλασσική μουσική, όπως τα 3 βιβλία της 3λογίας, The Wind-Up Bird Chronicle: The Thieving Magpie (μετά την όπερα του Rossini), Bird as Prophet (μετά από ένα κομμάτι για πιάνο του Schumann συνήθως γνωστό στα αγγλικά ως The Prophet Bird) και The Bird-Catcher (ένας χαρακτήρας στην όπερα του Mozart The Magic Flute). Μερικά από τα μυθιστορήματά του παίρνουν τους τίτλους τους από τραγούδια: Dance, Dance, Dance (μετά το τραγούδι της B-side του 1957 των The Dells, αν και συχνά πιστεύεται ότι τιτλοφορήθηκε μετά από τη μελωδία των Beach Boys του 1964), Νορβηγικό Δάσος (μετά το τραγούδι των Beatles) και South of the Border, West of the Sun (μετά το τραγούδι South of the Border). Ορισμένες αναλύσεις βλέπουνε πτυχές του σαμανισμού στα γραπτά του. Σ’ ένα άρθρο του 2000, η Σούζαν Φίσερ συνέδεσε τον Σιντοϊσμό ή τον Ιαπωνικό Σαμανισμό με ορισμένα στοιχεία του The Wind-Up Bird Chronicle, όπως μια κάθοδος σε στεγνό πηγάδι. Σε συμπόσιο Οκτώβρη του 2013 που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Χαβάης, ο αναπληρωτής καθηγητής του Ιάπωνα Nobuko Ochner είπε πως “υπήρχαν πολλές περιγραφές ταξιδιών σ’ ένα παράλληλο κόσμο καθώς και χαρακτήρες που έχουνε κάποια σχέση με τον σαμανισμό στα έργα του Μουρακάμι“.
Σε άρθρο του Οκτώβρη 2022 για το The Atlantic, ο Μουρακάμι διευκρίνισε ότι σχεδόν κανείς από τους χαρακτήρες στο έργο του δεν έχει δημιουργηθεί με βάση άτομα στη πραγματική ζωή, όπως ισχυρίστηκαν πολλοί. Έγραψε: “Σχεδόν ποτέ δεν αποφασίζω εκ των προτέρων ότι θα παρουσιάσω ένα συγκεκριμένο είδος χαρακτήρα. Καθώς γράφω, σχηματίζεται ένα είδος άξονα που καθιστά δυνατή την εμφάνιση ορισμένων χαρακτήρων, προχωρώ προσαρμόζωντας τη μια λεπτομέρεια μετά την άλλη στη θέση της σαν υπολείμματα σιδήρου που προσκολλώνται σε μαγνήτη και μ’ αυτό τον τρόπο υλοποιείται μια συνολική εικόνα ενός ατόμου. Στη συνέχεια σκέφτομαι συχνά ότι ορισμένες λεπτομέρειες μοιάζουν μ’ αυτές ενός πραγματικού προσώπου, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας συμβαίνει αυτόματα. Νομίζω ότι σχεδόν ασυνείδητα τραβάω πληροφορίες και διάφορα θραύσματα από τα ντουλάπια στον εγκέφαλό μου και μετά τα υφαίνω μαζί“. Ονόμασε αυτή τη διαδικασία “Αυτόματοι Νάνοι“, και συνέχισε: “Έν απ’ τα πράγματα που μ’ αρέσει πιότερο όταν γράφω μυθιστορήματα είναι η αίσθηση ότι μπορώ να γίνω όποιος θέλω“, σημειώνοντας ότι: “Οι χαρακτήρες που είναι -με λογοτεχνική έννοια- ζωντανοί, τελικά θ’ απελευθερωθούν από τον έλεγχο του συγγραφέα και θ’ αρχίσουν να δρουν ανεξάρτητα“.
Το 1ο μυθιστόρημά του, Hear the Wind Sing (Kaze no uta o kike), διασκευάστηκε από τον Ιάπωνα σκηνοθέτη Kazuki Ōmori. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1981 και διανεμήθηκε στο Art Theatre Guild. Ο Naoto Yamakawa σκηνοθέτησε 2 μικρού μήκους ταινίες, Attack on the Bakery (1982) και A Girl, She is 100% (1983), βασισμένες στα διηγήματά του Bakery Attack κι On Seeing the 100% Perfect Girl One Beautiful April Morning. Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Τζουν Ιτσικάουα διασκεύασε το διήγημά του Τόνι Τακιτάνι σε ταινία 75 λεπτών. Η ταινία έπαιξε σε διάφορα φεστιβάλ σινεμά και κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες στις 29 Ιουλίου 2005. Το πρωτότυπο διήγημα, μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Jay Rubin, είναι διαθέσιμο στο τεύχος της 15 Απρίλη 2002 του The New Yorker, ως αυτόνομο βιβλίο που εκδόθηκε απ’ τη Cloverfield Press και μέρος του Blind Willow, Sleeping Woman από τη Knopf. Το 1998, η γερμανική ταινία The Polar Bear (γερμ: Der Eisbär), σε σενάριο και σκηνοθεσία Granz Henman, χρησιμοποίησε στοιχεία του διηγήματος The Second Bakery Attack σε 3 διασταυρούμενες γραμμές ιστορίας. Επίσης διασκευάστη σα ταινία μικρού μήκους το 2010, σε σκηνοθεσία Carlos Cuarón, με πρωταγωνίστρια τη Kirsten Dunst κι ως μέρος της νοτιοκορεατικής ταινίας Οmnibus Acoustic.
Το έργο που διασκευάστηκε επίσης για ταινία το 2003 ήτανε το The Elephant Vanishes, συμπαραγωγής της βρεττανικής εταιρείας Complicite και του ιαπωνικού Setagaya Public Theatre. Η παραγωγή, που σκηνοθέτησε ο Simon McBurney, διασκεύασε 3 διηγήματά του και κέρδισε την αναγνώριση για τη μοναδική ανάμειξη πολυμέσων (βίντεο, μουσική και καινοτόμο σχεδιασμό ήχου) με σωματικό θέατρο που καθοδηγείται από ηθοποιούς (μίμος, χορός, ακόμη κι ακροβατικό σε σύρμα έργο). Στη περιοδεία, το έργο παίχτηκε στα ιαπωνικά, με μεταφράσεις υπέρτιτλων για ευρωπαϊκό κι αμερικανικό κοινό. 2 ιστορίες απ’ το βιβλίο του After The Quake –Honey Pie και Superfrog Saves Tokyo– διασκευάστηκαν για ταινία και σκηνοθετήθηκαν από τον Frank Galati. Το έργο παρουσιάστηκε 1η φορά στο Steppenwolf Theatre Company σε συνεργασία με το La Jolla Playhouse, κι άνοιξε στις 12 Οκτώβρη 2007, στο Berkeley Repertory Theatre. Το 2008, ο Galati διασκεύασε και σκηνοθέτησε επίσης θεατρική εκδοχή του Kafka on the Shore, πρωτοεμφανίστηκε στο Steppenwolf Theatre Company του Σικάγο από τον Σεπτέμβρη ως τον Νοέμβρη.
Στο άλμπουμ του Max Richter του 2006 Songs from Before, ο Robert Wyatt διαβάζει αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα του Murakami. Το 2007, ο Robert Logevall διασκεύασε το All God’s Children Can Dance σε ταινία, με ένα soundtrack που συνέθεσε το αμ. συγκρότημα Jam Sound Tribe Sector 9. Το 2008, ο Tom Flint διασκεύασε το On Seeing the 100% Perfect Girl One Beautiful April Morning σε ταινία μικρού μήκους. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου CON-CAN 2008. Η ταινία ψηφίστηκε και σχολιάστηκε ως μέρος του βραβείου κοινού για το κινηματογραφικό φεστιβάλ. Ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2008 ότι ο Γαλλο-βιετναμέζος σκηνοθέτης Tran Anh Hung θα σκηνοθετούσε προσαρμογή του μυθιστορήματος Νορβηγικό Δάσος. Η ταινία κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία 11 Δεκέμβρη 2010. Το 2010, ο Stephen Earnhart προσάρμοσε το The Wind-Up Bird Chronicle σε 2ωρη παρουσίαση πολυμέσων σκηνής. Η παράσταση άνοιξε στις 12 Γενάρη 2010 σαν μέρος του φεστιβάλ Under the Radar του Public Theatre στο Ohio Theatre της Νέας Υόρκης, που παρουσιάστηκε σε συνεργασία με την The Asia Society και το Baryshnikov Arts Center. Η παράσταση έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Εδιμβούργου στις 21 Αυγούστου 2011. Η παρουσίαση περιλαμβάνει ζωντανούς ηθοποιούς, προβολή βίντεο, παραδοσιακό ιαπωνικό κουκλοθέατρο και καθηλωτικά ηχοτόπια για ν’ αποδώσει το σουρρεαλιστικό τοπίο του πρωτότυπου έργου.
Το Memoranda, ένα βιντεοπαιχνίδι του 2017 είχε εμπνευστεί από πολλές μικρές ιστορίες του Μουρακάμι, κυρίως από τα Blind Willow, Sleeping Woman και The Elephant Vanishes και περιλαμβάνει αρκετούς χαρακτήρες του, συμπεριλαμβανομένου του Mizuki Ando. Μια ταινία βασισμένη στο διήγημα Drive My Car έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών 2021, όπου κέρδισε το καλύτερο σενάριο, το βραβείο FIPRESCI και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής, κι άλλες 3 υποψηφιότητες: Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου. Σε σκηνοθεσία του Ryusuke Hamaguchi, εμπνέεται επίσης από το θεατρικό του Τσέχωφ, Ο Θείος Βάνια, καθώς κι από το Scheherazade και το Kino, 2 άλλες ιστορίες της συλλογής Men Without Women.
Το 2022, ο σκηνοθέτης Pierre Földes διασκεύασε 6 διηγήματα από τα βιβλία του: After the Quake, Blind Willow Sleeping Woman και The Elephant Vanishes σε ταινία κινουμένων σχεδίων. Η ταινία, με τίτλο Blind Willow, Sleeping Woman, είναι μια διεθνής συμπαραγωγή του Καναδά, της Γαλλίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Έκανε πρεμιέρα στο διαγωνισμό ταινιών μεγάλου μήκους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων Annecy 2022, όπου βραβεύτηκε με διάκριση της κριτικής επιτροπής. Το 2022, το Confessions of a Shinagawa Monkey μεταφράστηκε στη Γιορούμπα από τον Νιγηριανό γλωσσολόγο Kola Tubosun, καθιστώντας τη 1η φορά που μια ιστορία του Μουρακάμι θα μεταφραστεί σε μια αφρικανική γλώσσα. Αφού έλαβε το Βραβείο Gunzo για το λογοτεχνικό έργο του 1979, Hear the Wind Sing, δε φιλοδοξούσε να συναντήσει άλλους συγγραφείς. Τρέχοντας δίπλα στον Τζόις Κάρολ Όουτς και τη Τόνι Μόρισον, δεν ήταν ποτέ μέλος κοινότητας συγγραφέων, ο λόγος του ήταν ότι ήταν μοναχικός και ποτέ δεν λάτρευε τις ομάδες, τα σχολεία και τους λογοτεχνικούς κύκλους. Όταν εργάζεται σε βιβλίο, δηλώνει ότι βασίζεται στη σύζυγό του, που είναι πάντα 1η του αναγνώστρια. Ενώ δεν γνώρισε ποτέ πολλούς συγγραφείς, μεταξύ των σύγχρονων συγγραφέων, απολαμβάνει το έργο των Kazuo Ishiguro, Cormac McCarthy, Lee Child και Dag Solstad. Ενώ δεν διαβάζει πολύ τη σύγχρονη ιαπωνική λογοτεχνία, απολαμβάνει τα έργα των Ryū Murakami και Banana Yoshimoto.
Απολαμβάνει το μπέιζμπολ και περιγράφει τον εαυτό του ως θαυμαστή των Tokyo Yakult Swallows. Στο δοκίμιό του το 2015 για το Literary Hub Η στιγμή που έγινα μυθιστοριογράφος, περιγράφει πώς η παρακολούθηση του αγώνα ενός Χελιδονιού στο Στάδιο Τζίνγκου το 1978 οδήγησε σε μια προσωπική θεοφάνεια με την οποία αποφάσισε να γράψει το 1ο του μυθιστόρημα. Είναι λάτρης των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Στη διάρκεια του γυμνασίου ενώ ζούσε στο Kōbe, αγόραζε χαρτόδετα από καταστήματα μεταχειρισμένων βιβλίων και μάθαινε να διαβάζει αγγλικά. Το 1ο βιβλίο που διάβασε στα αγγλικά ήταν το The Name is Archer, γραμμένο απ’ Ross Macdonald το 1955. Άλλοι συγγραφείς που τον ενδιέφεραν ήταν ο Τολστόι κι ο Ντοστογιέφσκι. Επίσης έχει πάθος ν’ ακούει μουσική, ειδικά κλασσική και τζαζ. Όταν ήτανε στα 15, άρχισε να αναπτύσσει ενδιαφέρον για τη τζαζ αφού παρακολούθησε μια συναυλία Art Blakey και Jazz Messengers στο Κόμπε. Αργότερα άνοιξε το Peter Cat, ένα καφέ τζαζ-μπαρ. Έχει πει πως η μουσική, όπως και το γράψιμο, είναι ένα νοητικό ταξίδι. Κάποτε φιλοδοξούσε να γίνει μουσικός, αλλά επειδή δεν μπορούσε να παίξει καλά τα όργανα αποφάσισε να γίνει συγγραφέας.
Σε συνέντευξή του στον Guardian, δήλωσε τη πεποίθησή του ότι τα σουρρεαλιστικά βιβλία του απευθύνονται στους ανθρώπους ειδικά σε περιόδους αναταραχής και πολιτικού χάους. Δήλωσε ότι “ήμουν τόσο δημοφιλής τη 10ετία του 1990 στη Ρωσία, την εποχή που άλλαζαν από τη Σοβιετική Ένωση -υπήρχε μεγάλη σύγχυση κι οι άνθρωποι σε σύγχυση αρέσκονταν στα βιβλία μου” και “Στη Γερμανία, όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, επικρατούσε σύγχυση -και στον κόσμο άρεσαν τα βιβλία μου“. Δήλωσε στους New York Times το 2011: “Θεωρώ τον εαυτό μου ως πολιτικό πρόσωπο, αλλά δε δηλώνω τα πολιτικά μου μηνύματα σε κανέναν“. Συγκρίνοντας τον εαυτό του με τον Όργουελ, θεωρεί ότι στέκεται ενάντια στο σύστημα. Το 2009, ενώ δεχόταν ένα βραβείο στο Ισραήλ, εξέφρασε τις πολιτικές του απόψεις ως εξής: “Αν υπάρχει ένας σκληρός, ψηλός τοίχος κι ένα αυγό που σπάει πάνω του, ανεξάρτητα από το πόσο σωστό ή λάθος είναι το αυγό, θα σταθώ στο πλάι του αυγού. Γιατί; Γιατί ο καθένας μας είναι ένα αυγό, μια μοναδική ψυχή κλεισμένη σ’ ένα εύθραυστο αυγό. Καθένας από μάς αντιμετωπίζει ένα ψηλό τοίχο. Ο ψηλός τοίχος είναι το σύστημα που μας αναγκάζει να κάνουμε πράγματα που συνήθως δεν θεωρούσαμε κατάλληλα να κάνουμε ως άτομα“.
Το Γενάρη του 2015, ο Μουρακάμι εξέφρασε την υποστήριξή του στον γάμο ομοφύλων, που δεν αναγνωρίζεται στην Ιαπωνία, απαντώντας σε ερώτηση αναγνώστη σχετικά με τη στάση του στο θέμα. Τον Αύγουστο του 2021, στη διάρκεια μιας από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, ο Μουρακάμι επέκρινε τον πρωθυπουργό Yoshihide Suga σχετικά με τον χειρισμό της πανδημίας COVID-19 στην Ιαπωνία, λέγοντας ότι είχε αγνοήσει την αύξηση των κρουσμάτων και τις ανησυχίες του κοινού για τη κατάσταση της πανδημίας. Ανέφερε πως ο Σούγκα είπε “έξοδος είναι τώρα μπρος μας μετά από μακρύ τούννελ” και πρόσθεσε, επικριτικά, ότι “αν είδε πραγματικά έξοδο, τα μάτια του πρέπει να είναι εξαιρετικά καλά για την ηλικία του. Είμαι της ίδιας ηλικίας ως ο κ. Σούγκα, αλλά δε βλέπω καθόλου διέξοδο“. Το 2022, στη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που ήταν μέρος του ευρύτερου ρωσο-ουκρανικού πολέμου, ζήτησε ειρήνη. Ετοίμασε ειδικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα καλώντας για ειρήνη. Παρουσίασε εκεί, περίπου 10 μουσικά κομμάτια που ενθαρρύνανε τον τερματισμό του πολέμου και την εστίαση στη πολύτιμη αξία της ζωής.
ΒΡΑΒΕΊΑ:
* 1979: Βραβείο Gunzo (καλύτερο 1ο μυθιστόρημα) για το Hear the Wind Sing
* 1982: Λογοτεχνικό Βραβείο Noma (καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος) για το A Wild Sheep Chase
* 1985: Βραβείο Τανιζάκι για το Hard-Boiled Wonderland & the End of the World
* 1995: Βραβείο Yomiuri (καλύτερο μυθιστόρημα) για το The Wind-Up Bird Chronicle
* 1999: Βραβείο Kuwabara Takeo για Underground.
* 2006: World Fantasy Award (καλύτερο μυθιστόρημα) για το Kafka on the Shore
* 2006: Διεθνές Βραβείο Διηγήματος Frank O’Connor για το Τυφλή Ιτιά Κοιμωμένη Γυναίκα
* Το 2006, ο Μουρακάμι έγινε ο 6ος αποδέκτης του Βραβείου Φραντς Κάφκα.
* 2007: Τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Μυθιστορήματος Kiriyama για τη συλλογή διηγημάτων του Τυφλή Ιτιά, Κοιμωμένη Γυναίκα, αλλά σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του βραβείου, αρνήθηκε να το δεχθεί για λόγους προσωπικών αρχών.
* Το Γενάρη του 2009, έλαβε το βραβείο Jerusalem Prize, ένα 2ετές λογοτεχνικό βραβείο που απονέμεται σε συγγραφείς που το έργο τους πραγματεύεται θέματα ανθρώπινης ελευθερίας, κοινωνίας, πολιτικής και κυβέρνησης. Υπήρξανε διαμαρτυρίες στην Ιαπωνία κι αλλού κατά της συμμετοχής του στη τελετή απονομής του Φλεβάρη στο Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένων απειλών για μποϊκοτάζ στο έργο του ως απάντηση στον πρόσφατο βομβαρδισμό του Ισραήλ στη Γάζα. Ο Μουρακάμι επέλεξε να παραστεί στη τελετή, αλλά έδωσε μια ομιλία στους συγκεντρωμένους Ισραηλινούς αξιωματούχους επικρίνοντας σκληρά τις ισραηλινές πολιτικές. Είπε, “Καθένας από μάς έχει μιαν απτή ζωντανή ψυχή. Το σύστημα δεν έχει κάτι τέτοιο. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο σύστημα να μας εκμεταλλευτεί“. Την ίδια χρονιά ονομάστηκε Ιππότης του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων της Ισπανίας.
* Το 2011, δώρισε τα κέρδη του 80.000 ευρώ από το Διεθνές Βραβείο Καταλονίας (από τη Generalitat de Catalunya) στα θύματα του σεισμού και του τσουνάμι της 11ης Μάρτη και σε όσους επλήγησαν από τη πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα. Αποδεχόμενος το βραβείο, είπε στην ομιλία του ότι η κατάσταση στο εργοστάσιο της Φουκουσίμα ήταν “η 2η μεγάλη πυρηνική καταστροφή που γνώρισε ο ιαπωνικός λαός… ωστόσο, αυτή τη φορά δεν ήτανε βόμβα που έπεσε πάνω μας, αλλά λάθος που έγινε από τα ίδια μας τα χέρια“. Σύμφωνα με τον Μουρακάμι, ο ιαπωνικός λαός θα ‘πρεπε να ‘χε απορρίψει τη πυρηνική ενέργεια αφού “μάθαινε μέσω της θυσίας του hibakusha πόσο άσχημα αφήνει η ακτινοβολία σημάδια στον κόσμο και στην ανθρώπινη ευημερία“.
* Τα τελευταία χρόνια, ο Χαρούκι Μουρακάμι αναφέρεται συχνά ως πιθανός αποδέκτης Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεδομένου ότι όλα τα αρχεία υποψηφιοτήτων σφραγίζονται για 50 χρόνια από την απονομή του βραβείου, είναι καθαρή εικασία. Όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο να του απονεμηθεί το βραβείο, απάντησε γελώντας λέγοντας “Όχι, δεν θέλω βραβεία. Αυτό σημαίνει ότι τελειώσαμε“.
* Τον Οκτώβρη του 2014 τιμήθηκε με το Welt-Literaturpreis.
* Τον Απρίλη του 2015, ονομάστηκε ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή του TIME 100. Τον Νοέμβρη του 2016, του απονεμήθηκε το Βραβείο Λογοτεχνίας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ένα βραβείο που ‘χε κερδίσει στο παρελθόν η Βρεττανίδα συγγραφέας JK Rowling.
* Το 2018 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νέας Ακαδημίας στη Λογοτεχνία. Ζήτησε να αποσυρθεί η υποψηφιότητά του, λέγοντας ότι ήθελε να επικεντρωθεί στη συγγραφή, μακριά από τη προσοχή των μέσων ενημέρωσης.
* Ο Μουρακάμι έχει λάβει τιμητικούς τίτλους (Διδάκτωρ Γραμμάτων) από το Πανεπιστήμιο Λιέγης (Σεπτέμβρης 2007), Πανεπιστήμιο Πρίνστον (Ιούνιος 2008), Πανεπιστήμιο Tufts (Μάης 2014) και το Πανεπιστήμιο Yale (Μάης 2016).
* Το 2018 το Πανεπιστήμιο Waseda στο Τόκυο συμφώνησε να στεγάσει τα αρχεία του, συμπεριλαμβανομένων των χειρογράφων, των πηγών εγγράφων και της μουσικής συλλογής του. Η συλλογή προορίζεται να ‘ναι ανοιχτή σε μελετητές και πρόκειται άνοίξε τον Οκτώβρη του 2021.
* Το 2018, το Barn Burning από τη συλλογή διηγημάτων του The Elephant Vanishes διασκευάστηκε σε ταινία με τίτλο Burning από τον σκηνοθέτη Lee Chang-dong. Η ταινία τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Κριτικών FIPRESCI για τη καλύτερη ταινία, λαμβάνοντας την υψηλότερη βαθμολογία μέχρι σήμερα. Ήταν επίσης η υποβολή της Νότιας Κορέας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας μεγάλου μήκους το 2019.
* 2018: Βραβείο Αμερικής Λογοτεχνίας για όλη του τη προσφορά που ‘ναι μήνυμα σύγχρονου ανθρωπισμού.
* Τον Σεπτέμβρη του 2021, ο αρχιτέκτονας Kengo Kuma ανακοίνωσε το άνοιγμα μιας βιβλιοθήκης αφιερωμένης αποκλειστικά στα έργα του στο Πανεπιστήμιο Waseda. Θα περιλαμβάνει περισσότερα από 3.000 έργα του Μουρακάμι, συμπεριλαμβανομένων μεταφράσεων σε περισσότερες από 50 άλλες γλώσσες.
* 2022: Prix mondial Cinco Del Duca για όλη του τη προσφορά που ‘ναι μήνυμα σύγχρονου ανθρωπισμού.
* 2023: τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Πριγκήπισσας της Αστούριας.
Έκτοτε ο Μουρακάμι κι η Γιόκο μοιράζουνε το χρόνο τους ανάμεσα Ιαπωνία και Χαβάη, δουλεύοντας με πρωτοφανή συνέπεια τα μυθιστορήματά του.==========================
Aφρόκρεμα
(διήγημα, από το: Σε Πρώτο Ενικό)
Διηγούμαι λοιπόν σ’ ένα νεότερο φίλο μου ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη όταν ήμουν δεκαοκτώ. Δε θυμάμαι καλά γιατί το ανέφερα. Απλώς έτυχε να έρθει στη κουβέντα ενώ μιλούσαμε. Θέλω να πω, ήταν κάτι που είχε συμβεί πριν από πολύ καιρό. Αρχαία ιστορία. Κι εκτός αυτού, δεν κατάφερα ποτέ να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα.
-“Είχα ήδη αποφοιτήσει τότε από το λύκειο, αλλά δεν πήγαινα ακόμη στο πανεπιστήμιο“, εξήγησα. “Ήμουν αυτό που αποκαλούν “ακαδημαϊκός ρόνιν”, ένας φοιτητής που απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και περιμένει να δοκιμάσει ξανά. Όλα ήταν στον αέρα, θα λέγαμε“, συνέχισα, “αλλά αυτό δε μ’ ενοχλούσε ιδιαίτερα. Ήξερα ότι, αν το ήθελα, θα μπορούσα να φοιτήσω σε κάποια σχετικά αξιοπρεπή ιδιωτική σχολή. Αλλά οι γονείς μου επέμεναν να δοκιμάσω να περάσω σε κρατικό πανεπιστήμιο, κι έτσι έδωσα εξετάσεις, γνωρίζοντας εξαρχής ότι αυτή η ιστορία θα κατέληγε σε φιάσκο. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, απέτυχα. Εκείνη την εποχή οι εξετάσεις για το πανεπιστήμιο περιλάμβαναν υποχρεωτικά και μαθηματικά, κι εγώ δεν είχα το παραμικρό ενδιαφέρον για τον λογισμό. Ξόδεψα την επόμενη χρονιά κατά κύριο λόγο σκοτώνοντας τον χρόνο μου, σαν να κατασκεύαζα ένα άλλοθι. Αντί να τρελαθώ στα φροντιστήρια για να προετοιμαστώ να ξαναδώσω εξετάσεις, πηγαινοερχόμουν στη τοπική βιβλιοθήκη και βυθιζόμουν στην ανάγνωση ογκωδών μυθιστορημάτων. Οι γονείς μου φαντάζονταν ότι πήγαινα εκεί για να μελετήσω. Τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Το έβρισκα πολύ πιο ευχάριστο να διαβάζω Μπαλζάκ παρά να εμβαθύνω στις αρχές του λογισμού. Στις αρχές Οκτωβρίου εκείνου του έτους έλαβα μια πρόσκληση για ένα ρεσιτάλ πιάνου από ένα κορίτσι που ήταν μία τάξη μικρότερη από μένα στο σχολείο κι έκανε μαθήματα πιάνου με τον ίδιο δάσκαλο. Μια φορά είχαμε παίξει μαζί ένα μικρό κομμάτι του Μότσαρτ για τέσσερα χέρια. Όταν έγινα δεκάξι ωστόσο, σταμάτησα να κάνω μαθήματα, κι από τότε δεν την είχα ξαναδεί. Έτσι, δεν καταλάβαινα γιατί μου είχε στείλει αυτή την πρόσκληση. Μήπως ήταν τσιμπημένη μαζί μου; Σε καμμία περίπτωση. Ήταν ελκυστική, δεν υπήρχε αμφιβολία, αν και όχι ο τύπος μου όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση. Ντυνόταν πάντα πολύ μοντέρνα και πήγαινε σ’ ένα πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο θηλέων. Κάθε άλλο παρά το είδος του κοριτσιού που θα ερωτευόταν ένα αδιάφορο, συνηθισμένο αγόρι σαν εμένα.
Όταν παίξαμε μαζί εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανα φάλτσο μού έριχνε ένα ξινισμένο βλέμμα. Έπαιζε πιάνο καλύτερα από μένα, γι’ αυτό συνήθως ήμουν υπερβολικά σφιγμένος, κι όποτε καθόμασταν δίπλα δίπλα για να παίξουμε, τα έκανα μαντάρα με τις νότες. Επίσης, της έριχνα συχνά σκουντιές με τον αγκώνα. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο κομμάτι και, επιπλέον, είχα το ευκολότερο μέρος. Κάθε φορά που τα έκανα θάλασσα, το πρόσωπό της έπαιρνε μια έκφραση σαν να έλεγε “Λυπήσου με”. Και πλατάγιζε τη γλώσσα της αποδοκιμαστικά -όχι πολύ δυνατά, αλλά πάντως αρκετά ώστε να φτάνει στα δικά μου αυτιά. Μπορώ ακόμη ν’ ακούσω αυτόν τον ήχο, μέχρι και τώρα. Πιθανότατα έπαιξε κάποιον ρόλο στην απόφασή μου να εγκαταλείψω το πιάνο. Όπως και να ‘χει, η μόνη σχέση που είχαμε ήταν ότι έτυχε να σπουδάζουμε στο ίδιο ωδείο. Λέγαμε ένα γεια όποτε πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά δε θυμάμαι να μοιραστήκαμε ποτέ τίποτα προσωπικό.
Έτσι, το γεγονός ότι είχα λάβει ξαφνικά μια πρόσκληση για το ρεσιτάλ της (όχι σόλο, αλλά ομαδικό με τρεις πιανίστες) ήταν εντελώς αναπάντεχο κι είχα πραγματικά παραξενευτεί. Αν όμως διέθετα κάτι σε αφθονία τότε, αυτό ήταν ο χρόνος, κι έτσι επιβεβαίωσα ότι θα παρευρισκόμουν. Ένας λόγος που το έκανα ήταν επειδή ήμουν περίεργος ν’ ανακαλύψω τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτή την κίνηση -αν υπήρχε πράγματι κάποιο κίνητρο. Γιατί ύστερα από τόσον καιρό μού είχε στείλει αυτή την απροσδόκητη πρόσκληση; Ίσως είχε κάνει προόδους στο πιάνο και ήθελε να μου δείξει πόσο δεξιοτέχνης ήταν. Ή μπορεί να επιθυμούσε να μου μεταφέρει κάποιο προσωπικό μήνυμα. Με άλλα λόγια, πάσχιζα να βρω ένα τρόπο να ικανοποιήσω τη περιέργειά μου κι έσπαγα το κεφάλι μου με κάθε είδους εικασίες. Η αίθουσα όπου θα γινόταν το ρεσιτάλ βρισκόταν στην κορυφή ενός από τα βουνά του Κόμπε. Πήρα ένα τρένο των Σιδηροδρόμων Χάνκιου για να φτάσω όσο πιο κοντά μπορούσα κι ύστερα επιβιβάστηκα σ’ ένα λεωφορείο, που άρχισε να σκαρφαλώνει σ’ έναν απότομο ελικοειδή δρόμο. Ύστερα από μια σύντομη διαδρομή, έφτασα σε μια μετρίου μεγέθους αίθουσα συναυλιών η ιδιοκτησία και η διαχείριση της οποίας ανήκαν σ’ έναν κολοσσιαίο όμιλο εταιρειών. Δε γνώριζα ότι υπήρχε τέτοιος χώρος εδώ, σ’ ένα τόσο άβολο σημείο στην κορυφή ενός βουνού, σε μια ερημική γειτονιά με πολυτελείς κατοικίες. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, υπήρχαν ένα σωρό πράγματα στον κόσμο που δε γνώριζα.
Αισθανόμουν ότι έπρεπε να της πάω κάτι για να την ευχαριστήσω που με είχε προσκαλέσει, κι έτσι διάλεξα από ένα ανθοπωλείο κοντά στον σταθμό διάφορα λουλούδια που μου φάνηκε ότι ταίριαζαν στην περίσταση και τους ζήτησα να μου φτιάξουν ένα μπουκέτο. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το λεωφορείο και πήδηξα μέσα. Ήταν ένα ψυχρό κυριακάτικο απόγευμα. Ο ουρανός ήταν καλυμμένος από πυκνά γκρίζα σύννεφα και φαινόταν ότι από λεπτό σε λεπτό θ’ άρχιζε να πέφτει μια παγωμένη βροχή. Ωστόσο δε φυσούσε καθόλου. Φορούσα ένα απλό λεπτό πουλόβερ μέσα από ένα γκρίζο σακάκι ψαροκόκαλο με μια αδιόρατη μπλε απόχρωση και είχα ένα σακίδιο από καραβόπανο κρεμασμένο στον ώμο. Το σακάκι ήταν πολύ καινούργιο, το σακίδιο πολύ παλιό και φθαρμένο. Και στο χέρι κρατούσα ένα φανταχτερό μπουκέτο με κόκκινα λουλούδια τυλιγμένο με σελοφάν. Όταν ανέβηκα στο λεωφορείο ντυμένος έτσι σαν γαμπρός, έπιασα τους άλλους επιβάτες να μου ρίχνουν κάθε τόσο ματιές. Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Ένιωσα τα μάγουλά μου να ανάβουν. Εκείνη την εποχή κοκκίνιζα με το παραμικρό. Και το κοκκίνισμα δεν έλεγε να φύγει. “Τι στην ευχή γυρεύω εδώ πέρα;” αναρωτήθηκα όπως καθόμουν μαζεμένος, δροσίζοντας τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μου με τις παλάμες μου. Δεν επιθυμούσα ιδιαίτερα να δω αυτό το κορίτσι, ούτε ν’ ακούσω το ρεσιτάλ πιάνου. Γιατί λοιπόν είχα φάει όλο μου το χαρτζιλίκι για ένα μπουκέτο λουλούδια και είχα κάνει όλον αυτόν τον δρόμο μέχρι την κορυφή ενός βουνού ένα μουντό κυριακάτικο απόγευμα του Νοεμβρίου; Μάλλον κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ εμένα που είχα πάει κι είχα ρίξει στο κουτί του ταχυδρομείου την επιβεβαίωση της παρουσίας μου στο ρεσιτάλ.
Όσο ψηλότερα ανεβαίναμε στο βουνό, τόσο πιο λίγους επιβάτες είχε το λεωφορείο, κι όταν φτάσαμε στη στάση μου, είχαμε απομείνει μόνο ο οδηγός κι εγώ. Κατέβηκα και ακολούθησα τις οδηγίες της πρόσκλησης, παίρνοντας ένα ελαφρώς ανηφορικό δρομάκι. Κάθε φορά που έστριβα σε μια γωνία, πρόβαλλε φευγαλέα το λιμάνι κι ύστερα χανόταν πάλι από τη θέα. Ο συννεφιασμένος ουρανός ήταν βαρύς σαν να τον είχαν καλύψει με μολύβι. Υπήρχαν πολλοί γερανοί κάτω στο λιμάνι, κι έτσι όπως υψώνονταν στον αέρα, έμοιαζαν με κεραίες κάποιων αδέξιων πλασμάτων που είχαν συρθεί έξω απ’ τον ωκεανό.
Τα σπίτια κοντά στη κορφή της πλαγιάς ήταν μεγάλα και πολυτελή, με ογκώδεις πέτρινους τοίχους, εντυπωσιακές πύλες και διθέσια γκαράζ. Οι θαμνοφράχτες με τις αζαλέες ήταν προσεκτικά κουρεμένοι. Άκουσα από κάπου κάτι που έμοιαζε με γάβγισμα τεράστιου σκύλου. Γάβγισε δυνατά τρεις φορές και ύστερα, σαν να τον μάλωσε κάποιος αυστηρά, σταμάτησε απότομα και απλώθηκε παντού ησυχία. Καθώς ακολουθούσα τον απλό χάρτη που ήταν τυπωμένος στην πρόσκληση, κυριεύτηκα από ένα ανησυχητικό ακαθόριστο προαίσθημα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Από τη στιγμή που κατέβηκα απ’ το λεωφορείο δεν είχα συναντήσει κανέναν. Διασταυρώθηκα, βέβαια, με δύο αυτοκίνητα, αλλά κατηφόριζαν την πλαγιά, δεν ανέβαιναν προς τα πάνω. Θα περίμενα να δω περισσότερο κόσμο, εφόσον σε λίγο επρόκειτο ν’ αρχίσει εδώ ένα ρεσιτάλ. Ωστόσο βασίλευε απόλυτη ησυχία σε όλη τη γειτονιά, λες και τα πυκνά σύννεφα ψηλά στον ουρανό κατάπιναν κάθε ήχο. Μήπως δεν είχα καταλάβει καλά;
Έβγαλα την πρόσκληση από τη τσέπη του σακακιού μου για να ελέγξω ξανά τις πληροφορίες. Ίσως δεν τις είχα διαβάσει σωστά. Τη μελέτησα προσεκτικά, αλλά δεν έβρισκα κανένα λάθος. Ήταν ο σωστός δρόμος, η σωστή στάση λεωφορείου, η σωστή μέρα και ώρα. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω και το έπιασα πάλι από την αρχή. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πάω μέχρι την αίθουσα συναυλιών και να βεβαιωθώ.
Όταν τελικά έφτασα στο κτίριο, η μεγάλη ατσάλινη πύλη ήταν ερμητικά κλειστή. Γύρω της ήταν τυλιγμένη μια χοντρή αλυσίδα ασφαλισμένη με ένα βαρύ λουκέτο. Κανείς άλλος δε βρισκόταν τριγύρω. Από ένα στενό άνοιγμα στην πύλη διέκρινα ένα άνετο πάρκινγκ, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα αμάξι παρκαρισμένο. Ανάμεσα από τις πλάκες στο λιθόστρωτο είχαν ξεπεταχτεί αγριόχορτα και ο χώρος στάθμευσης φαινόταν αχρησιμοποίητος από καιρό. Παρ’ όλα αυτά, η φαρδιά πινακίδα στην είσοδο μου επιβεβαίωνε ότι πράγματι αυτή ήταν η αίθουσα του ρεσιτάλ που έψαχνα. Πίεσα το κουμπί στο θυροτηλέφωνο πλάι στην είσοδο, όμως δεν απάντησε κανείς. Περίμενα λίγο, ύστερα πάτησα ξανά το κουμπί, και πάλι χωρίς καμμία απόκριση. Κοίταξα το ρολόι μου. Το ρεσιτάλ υποτίθεται ότι θα ξεκινούσε σε δεκαπέντε λεπτά, αλλά κανένα σημάδι δεν προμηνούσε ότι επρόκειτο ν’ ανοίξει η πύλη. Σε μερικά σημεία η μπογιά ξεφλούδιζε και η πόρτα είχε αρχίσει να σκουριάζει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο να κάνω, κι έτσι πίεσα άλλη μια φορά το κουμπί του θυροτηλεφώνου, κρατώντας το πατημένο λίγο περισσότερο, αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα όπως και πριν: βαθιά σιωπή.
Μην έχοντας ιδέα τι να κάνω, έγειρα με την πλάτη στη βαριά ατσάλινη πύλη κι έμεινα εκεί για κάνα δεκάλεπτο. Είχα την αμυδρή ελπίδα ότι μπορεί να εμφανιζόταν κάποιος από στιγμή σε στιγμή.
Αλλά δε φάνηκε κανείς.
Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη κίνησης, είτε μέσα είτε έξω απ’ την πύλη. Δε φυσούσε καθόλου. Κανένα πουλί δεν κελαηδούσε, κανένα σκυλί δε γάβγιζε. Όπως και πριν, ένα αδιαπέραστο στρώμα από γκρίζα σύννεφα κάλυπτε τον ουρανό. Τελικά τα παράτησα -τι άλλο να έκανα;- κι άρχισα να κατηφορίζω, σέρνοντας τα πόδια μου στον δρόμο προς τη στάση του λεωφορείου, παντελώς ανίκανος να κατανοήσω τι συνέβαινε. Το μόνο ξεκάθαρο γεγονός σε αυτή την ιστορία ήταν ότι σήμερα δεν επρόκειτο να γίνει κανένα ρεσιτάλ πιάνου ή οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση σε τούτο το μέρος. Δε μου έμενε να κάνω τίποτα παρά να κατευθυνθώ προς το σπίτι μου, με το μπουκέτο των κόκκινων λουλουδιών στο χέρι. Η μητέρα μου, δίχως αμφιβολία, θα ρωτούσε: “Τ;i τα θες τα λουλούδια;” κι εγώ θα έπρεπε να δώσω κάποια πειστική απάντηση. Ήθελα να τα ξεφορτωθώ στον κάδο απορριμμάτων στον σταθμό, αλλά ήταν αρκετά ακριβά -για μένα τουλάχιστον- για να τα πετάξω απλώς στα σκουπίδια. Λίγο πιο κάτω στο λόφο υπήρχε ένα χαριτωμένο παρκάκι περίπου στο μέγεθος ενός μικρού οικιστικού οικοπέδου. Στην άλλη άκρη της έκτασης αυτής, μακριά απ’ τον δρόμο, υψωνόταν ένας κεκλιμένος πέτρινος τοίχος. Μετά βίας θα το αποκαλούσες πάρκο -δεν υπήρχε σιντριβάνι, ούτε εξοπλισμός παιδικής χαράς. Το μόνο που είχε ήταν μια μικρή πέργκολα, τοποθετημένη στο κέντρο. Τα τοιχώματα της πέργκολας αποτελούνταν από ρομβοειδή καφασωτά καλυμμένα εντελώς από κισσό. Τριγύρω είχε θάμνους και στο έδαφος υπήρχε μια σειρά από επίπεδες τετράγωνες πέτρινες πλάκες. Ήταν δύσκολο να πει κανείς τι σκοπό εξυπηρετούσε αυτό το πάρκο, κάποιος όμως το περιποιούνταν τακτικά: τα δέντρα και οι θάμνοι ήταν όμορφα κλαδεμένα, χωρίς αγριόχορτα ή σκουπίδια τριγύρω. Ανεβαίνοντας στον λόφο, είχα περάσει ακριβώς δίπλα του χωρίς να το προσέξω.
Μπήκα στο πάρκο για να οργανώσω τις σκέψεις μου και κάθισα σ’ ένα παγκάκι κάτω από την πέργκολα. Ένιωθα ότι έπρεπε να μείνω λίγο ακόμα στην περιοχή για να δω πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση (μπορεί να εμφανίζονταν ξαφνικά άνθρωποι), και μόλις κάθισα κάτω συνειδητοποίησα πόσο κουρασμένος ήμουν. Ήταν ένα παράξενο είδος εξάντλησης, λες και είχα φτάσει στα όρια των αντοχών μου εδώ και καιρό και μόλις τώρα το καταλάβαινα. Από την πέργκολα είχα πανοραμική θέα στο λιμάνι. Υπήρχαν αρκετά φορτηγά πλοία δεμένα στην αποβάθρα. Από τη κορφή του βουνού τα στοιβαγμένα μεταλλικά εμπορευματοκιβώτια φαίνονταν σαν τα μικρά τσίγκινα κουτάκια που έχουμε στο γραφείο μας για να φυλάμε κέρματα και συνδετήρες.
Ύστερα από λίγο άκουσα μια αντρική φωνή από κάπου μακρyά. Όχι φυσική, αλλά ενισχυμένη μέσα από μεγάφωνο. Δε διέκρινα τι ακριβώς έλεγε, αλλά μεταξύ κάθε πρότασης μεσολαβούσε μια ξεκάθαρη παύση και η φωνή μιλούσε με ακρίβεια, χωρίς ίχνος συναισθηματικής φόρτισης, σαν να προσπαθούσε να μεταφέρει κάποιο εξαιρετικά σημαντικό μήνυμα όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα. Μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν κάποιο προσωπικό μήνυμα που απευθυνόταν σ’ εμένα και μόνο σ’ εμένα. Κάποιος είχε μπει στον κόπο να μου εξηγήσει πού είχα κάνει λάθος, τι είχα παραβλέψει. Δεν ήταν κάτι που θα σκεφτόμουν υπό κανονικές συνθήκες, αλλά για κάποιον λόγο αυτή η εντύπωση μου δημιουργήθηκε. Άκουσα προσεκτικά. Η φωνή δυνάμωνε σταθερά και πλέον την καταλάβαινα ευκολότερα. Πρέπει να ερχόταν από ένα μεγάφωνο στην οροφή κάποιου αμαξιού που ανέβαινε αργά την ανηφόρα, κατά τα φαινόμενα χωρίς να βιάζεται καθόλου. Τελικά συνειδητοποίησα τι ήταν: ένα όχημα που μετέδιδε κάποιο χριστιανικό μήνυμα.
-“Όλοι θα πεθάνουν“, έλεγε η φωνή ήρεμα, μονότονα. “Όλοι οι άνθρωποι τελικά χάνονται. Κανείς δε γλιτώνει τον θάνατο και την κρίση που ακολουθεί. Μετά τον θάνατο όλοι θα κριθούν αυστηρά για τις αμαρτίες τους“.
Καθόμουν εκεί στο παγκάκι ακούγοντας αυτό το μήνυμα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω για ποιον λόγο θ’ αποφάσιζε κάποιος να κάνει κήρυγμα σ’ αυτή την ερημική συνοικία στην κορυφή του βουνού. Οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ πέρα ήταν όλοι πλούσιοι, μ’ ένα σωρό αμάξια ο καθένας.
Αμφέβαλλα κατά πόσο γύρευαν να σωθούν από την αμαρτία. Ή μήπως έκανα λάθος; Το εισόδημα και η κοινωνική θέση μπορεί να μην είχαν καμία σχέση με την αμαρτία και τη σωτηρία.
-“Αλλά όλοι όσοι γυρεύουν τη σωτηρία στον Ιησού Χριστό και μετανοούν για τις αμαρτίες τους θα συγχωρεθούν από τον Κύριο. Θα γλιτώσουν τις φλόγες της Κολάσεως. Πιστέψτε στον Θεό, γιατί μόνο όσοι πιστεύουν σ’ Εκείνον θα λυτρωθούν μετά θάνατον και θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή“.
Περίμενα το αμάξι της χριστιανικής αποστολής να εμφανιστεί μπροστά μου στον δρόμο λέγοντας περισσότερα για την Ημέρα της Κρίσεως. Νομίζω ότι μάλλον έλπιζα ν’ ακούσω λόγια ειπωμένα με καθησυχαστική, σίγουρη φωνή, ό,τι κι αν ήταν αυτό που θα έλεγαν. Αλλά το αμάξι δε φάνηκε ποτέ. Και κάποια στιγμή η φωνή άρχισε να γίνεται όλο και πιο σιγανή, όλο και πιο δυσδιάκριτη, ώσπου σύντομα δεν άκουγα πλέον τίποτα. Το αμάξι πρέπει να πήρε άλλη κατεύθυνση, μακρyά από το σημείο όπου βρισκόμουν. Όταν χάθηκε, ένιωσα σαν να με είχε εγκαταλείψει ο κόσμος.
Ξαφνικά μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί όλη αυτή η ιστορία να ήταν μια φάρσα που είχε καταστρώσει το κορίτσι. Αυτή η ιδέα -ή μάλλον το προαίσθημα, θα ήταν πιο σωστό να πω- μου καρφώθηκε στο μυαλό από το πουθενά.
Για κάποιον λόγο που δεν μπορούσα να κατανοήσω πλήρως, μου είχε δώσει σκόπιμα λάθος πληροφορίες και με είχε σύρει στην κορυφή ενός ερημικού βουνού ένα κυριακάτικο απόγευμα. Ίσως να είχα κάνει κάτι για το οποίο εκείνη μου κρατούσε κακία. Ή μπορεί, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, να της ήμουν τόσο δυσάρεστος, ώστε δε με άντεχε. Κι έτσι μου είχε στείλει μια πρόσκληση για ένα ανύπαρκτο ρεσιτάλ, και τώρα γελούσε χαιρέκακα, ξεκαρδιζόταν στα γέλια, καθώς έβλεπε (ή μάλλον φανταζόταν) πώς μ’ είχε κοροϊδέψει και πόσο αξιολύπητος, γελοίος έδειχνα. Εντάξει, αλλά θα ‘μπαινε κανείς στ’ αλήθεια σ’ όλη αυτή τη φασαρία καταστρώνοντας ένα τόσο πολύπλοκο σχέδιο προκειμένου να ταλαιπωρήσει κάποιον, απλώς από κακία; Και μόνο το τύπωμα της πρόσκλησης δεν ήταν μικρός κόπος. Μπορούσε πραγματικά να είναι κανείς τόσο κακός; Δε θυμόμουν να της είχα κάνει τίποτα για να με μισεί τόσο πολύ. Καμμιά φορά όμως, χωρίς καν να συνειδητοποιούμε, τσαλαπατάμε τα συναισθήματα των άλλων, πληγώνουμε τη περηφάνεια τους, τους κάνουμε να νιώσουν άσχημα.
Συλλογιζόμουν τη πιθανότητα αυτού του όχι και τόσο αδιανόητου μίσους, τις παρεξηγήσεις που μπορεί να είχαν συμβεί, αλλά δεν κατέληγα σε τίποτα πειστικό. Κι έτσι όπως παράδερνα μάταια στον λαβύρινθο των συναισθημάτων μου, ένιωσα να χάνω το μυαλό μου. Προτού το καταλάβω, άρχισα να δυσκολεύομαι ν’ ανασάνω. Μου συνέβαινε κάπου κάπου, μια δυο φορές τον χρόνο. Πιστεύω ότι πρέπει να ήταν υπεραερισμός λόγω υπερβολικού άγχους. Κάτι με αναστάτωνε, ο λαιμός μου σφιγγόταν και δεν ήμουν πια σε θέση να εισπνεύσω αρκετό αέρα και να γεμίσω τα πνευμόνια μου. Με έπιανε πανικός, σαν να με κουκούλωνε ένα ορμητικό ρεύμα κινδυνεύοντας να με πνίξει, και το κορμί μου κοκάλωνε. Το μόνο που μπορούσα να κάνω τότε ήταν να κουλουριαστώ, να κλείσω τα μάτια μου και να περιμένω υπομονετικά να επιστρέψει το σώμα μου στους φυσιολογικούς του ρυθμούς.
Μεγαλώνοντας, έπαψα να βιώνω παρόμοιες καταστάσεις (και κάποια στιγμή σταμάτησα και να κοκκινίζω τόσο εύκολα), αλλά στην εφηβεία μου αυτά τα προβλήματα με ταλαιπωρούσαν πολύ. Κράτησα τα βλέφαρά μου σφαλιστά καθισμένος στο παγκάκι της πέργκολας, έγειρα μπροστά και περίμενα να ελευθερωθώ απ’ αυτό το μπλοκάρισμα. Μπορεί να πέρασαν πέντε λεπτά, μπορεί και δεκαπέντε. Δεν ξέρω πόσο κράτησε. Στο μεταξύ, παρακολουθούσα διάφορα παράξενα σχήματα που εμφανίζονταν μες στο σκοτάδι κι ύστερα χάνονταν, μετρώντας τα σιωπηλά, πασχίζοντας με όλες μου τις δυνάμεις να καλμάρω την αναπνοή μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σε ξέφρενο ρυθμό στον θώρακά μου, σαν να έτρεχε εκεί μέσα ένα τρομοκρατημένο ποντίκι. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένος στο μέτρημα, που μου πήρε λίγο χρόνο μέχρι να αντιληφθώ την παρουσία ενός άλλου ατόμου. Είχα την αίσθηση ότι κάποιος βρισκόταν μπροστά μου και με παρατηρούσε. Άνοιξα τα μάτια μου προσεκτικά, πάρα πολύ αργά, και σήκωσα λιγάκι το κεφάλι μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ακόμη σαν τρελλή.
Χωρίς να το πάρω χαμπάρι, ένας ηλικιωμένος άντρας είχε καθίσει στο παγκάκι απέναντί μου και με κοιτούσε επίμονα. Δεν είναι εύκολο για έναν νέο να υπολογίσει την ηλικία κάποιου γηραιότερου. Στα δικά μου μάτια όλοι φαίνονταν εξίσου μεγάλοι. Εξήντα, εβδομήντα… τι διαφορά είχε; Δεν ήταν πλέον νέοι, αυτή ήταν η ουσία. Ο άντρας ήταν λεπτός, μετρίου αναστήματος και φορούσε μια γκριζογάλανη μάλλινη ζακέτα, καφέ κοτλέ παντελόνι και μπλε ρουά αθλητικά παπούτσια. Η κατάσταση των ρούχων του μαρτυρούσε ότι είχε παρέλθει ένα σεβαστό διάστημα από τότε που ήταν καινούργια. Όχι πως έδειχνε κουρελιάρης ή τίποτα τέτοιο. Τα γκρίζα μαλλιά του ορθώνονταν πυκνά και πάνω από τ’ αυτιά του ξεπετάγονταν τούφες όπως τα φτερά των πουλιών όταν τσαλαβουτούν στο νερό. Δε φορούσε γυαλιά. Δε γνώριζα από πότε καθόταν απέναντί μου, αλλά είχα την αίσθηση ότι με παρατηρούσε αρκετή ώρα.
Ήμουν βέβαιος ότι θα με ρωτούσε “Είσαι καλά;” ή κάτι παρόμοιο, αφού πρέπει να έδινα την εντύπωση πως είχα κάποιο πρόβλημα (και πράγματι είχα). Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό μόλις αντίκρισα τον ηλικιωμένο άντρα. Αλλά δεν είπε τίποτα, δε ρώτησε τίποτα, απλώς βαστούσε μια σφιχτόκλειστη ομπρέλα σαν μπαστούνι. Η ομπρέλα είχε ξύλινη λαβή με κεχριμπαρένιο χρώμα και φαινόταν αρκετά γερή ώστε να χρησιμεύσει σαν όπλο σε περίπτωση ανάγκης. Υπέθεσα ότι ζούσε στη γειτονιά, αφού δεν κουβαλούσε τίποτε άλλο μαζί του. Έμεινα καθισμένος εκεί προσπαθώντας να ηρεμήσω την αναπνοή μου και ο ηλικιωμένος με παρακολουθούσε σιωπηλός. Με κοιτούσε επίμονα, χωρίς να αποτραβάει το βλέμμα καθόλου. Μ’ έκανε να νιώθω άβολα -σαν να τριγύριζα σε ξένη αυλή χωρίς άδεια- κι ήθελα να σηκωθώ να φύγω απ’ το παγκάκι και να πάω το συντομότερο δυνατό στη στάση του λεωφορείου. Αλλά για κάποιον λόγο δε με βαστούσαν τα πόδια μου. Ο χρόνος περνούσε, και τότε ξαφνικά ο γέρος μίλησε.
-“Ένας κύκλος με πολλά κέντρα“. Σήκωσα το βλέμμα μου πάνω του. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Το μέτωπό του ήταν πολύ πλατύ, η μύτη του σουβλερή. Τόσο σουβλερή όσο το ράμφος ενός πουλιού. Δεν έβρισκα τίποτα να πω, κι έτσι ο γέρος επανέλαβε ήρεμα τα λόγια του: “Ένας κύκλος με πολλά κέντρα“.
Φυσικά, δεν είχα την παραμικρή ιδέα τι προσπαθούσε να πει. Μια σκέψη μού πέρασε απ’ το μυαλό: μήπως ήταν εκείνος που οδηγούσε το αμάξι με το μεγάφωνο και μετέδιδε τα χριστιανικά μηνύματα; Ίσως να είχε παρκάρει κάπου εδώ κοντά και να έκανε ένα διάλειμμα. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Η φωνή από τα μεγάφωνα ανήκε σε κάποιον πολύ νεότερο. Ή μπορεί να ήταν ηχογραφημένη.
-“Κύκλοι, είπατε;” ρώτησα διστακτικά. Ήταν μεγαλύτερος από μένα κι η ευγένεια υπαγόρευε να του μιλήσω.
-“Υπάρχουν πολλά κέντρα -όχι απλώς πολλά, μερικές φορές είναι αμέτρητα- κι ο κύκλος δεν έχει περιφέρεια“. Ο γέρος συνοφρυώθηκε λέγοντας αυτά τα λόγια και οι ρυτίδες στο κούτελό του βάθυναν. “Μπορείς να φέρεις στο μυαλό σου έναν τέτοιον κύκλο“;
Το μυαλό μου βρισκόταν ακόμη εκτός λειτουργίας, αλλά, από αβρότητα και μόνο, έκανα μια προσπάθεια να τον φανταστώ. Έναν κύκλο με πολλά κέντρα και χωρίς περιφέρεια. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να τον σχηματίσω στο μυαλό μου.
-“Όχι, δεν το πιάνω“, είπα. Ο γέρος με κοίταζε σιωπηλά. Φαινόταν να περίμενε κάποια καλύτερη απάντηση. “Δε νομίζω ότι μας δίδαξαν τίποτα γι’ αυτούς τους κύκλους στα μαθηματικά“, δικαιολογήθηκα.
Ο γέρος κούνησε αργά το κεφάλι του.
-“Φυσικά και όχι. Είναι αναμενόμενο. Αφού δε σας τα μαθαίνουν αυτά στο σχολείο. Ποτέ δε σας διδάσκουν τα πράγματα που έχουν σημασία στο σχολείο. Αυτό όμως το γνωρίζεις πολύ καλά“.
Το γνώριζα πολύ καλά; Γιατί το θεωρούσε δεδομένο ο ηλικιωμένος άντρας;
-“Υπάρχει στ’ αλήθεια αυτό το είδος κύκλου“; ρώτησα.
-“Φυσικά κι υπάρχει“, είπε ο γέρος, κουνώντας μερικές φορές το κεφάλι του. “Υπάρχει πραγματικά αυτός ο κύκλος. Αλλά δεν μπορούν να τον δουν όλοι“.
-“Εσείς μπορείτε να τον δείτε“;
Ο ηλικιωμένος δεν αποκρίθηκε. Η ερώτησή μου έμεινε για λίγο να αιωρείται άβολα στην ατμόσφαιρα, μέχρι που θόλωσε κι εξαφανίστηκε. Ο γέρος μίλησε ξανά:
-“Άκου, πρέπει να βασιστείς στη δική σου δύναμη για να τον φανταστείς. Χρησιμοποίησε όλη τη σοφία που διαθέτεις και φέρε την εικόνα του στο μυαλό σου. Ένας κύκλος που έχει πολλά κέντρα αλλά όχι περιφέρεια. Αν προσπαθήσεις σκληρά, μέχρι να νιώσεις σαν να φτύνεις αίμα, τότε σταδιακά θα ξεδιαλύνει τι είναι αυτός ο κύκλος“.
-“Ακούγεται δύσκολο“, είπα.
-“Και βέβαια είναι“, συμφώνησε ο γέρος με τρόπο που ακούστηκε λες και έφτυνε κάτι με δύναμη. “Κανένα πράγμα με αξία στον κόσμο δε γίνεται να το αποκτήσεις εύκολα“. Και μετά καθάρισε τον λαιμό του σαν να ξεκινούσε μια νέα παράγραφο. “Αν όμως αφιερώσεις πολύ χρόνο και προσπάθεια και καταφέρεις να πετύχεις κάτι τόσο δύσκολο, τότε γίνεται η πεμπτουσία της ζωής σου“.
-“Η πεμπτουσία“;
-“Στα γαλλικά έχουν μια έκφραση: crème de la crème. Τη γνωρίζεις“;
-“Όχι“, είπα. Δεν ήξερα καθόλου γαλλικά.
-“Σημαίνει την αφρόκρεμα. Ό,τι καλύτερο υπάρχει. Το πιο ουσιώδες πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η crème de la crème. Καταλαβαίνεις; Όλα τ’ άλλα είναι απλώς βαρετά και ανάξια λόγου“. Τότε δεν είχα καταλάβει πού το πήγαινε ο ηλικιωμένος. Crème de la crème; “Σκέψου το λίγο“, είπε ο γέρος. “Κλείσε ξανά τα μάτια σου και σκέψου το πάλι από την αρχή. Ένας κύκλος που έχει πολλά κέντρα αλλά όχι περιφέρεια. Ο εγκέφαλός σου είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να είσαι ικανός να στοχαστείς δύσκολα πράγματα. Με τρόπο που σε βοηθάει να φτάσεις στο σημείο να καταλαβαίνεις κάτι που αρχικά δεν μπορούσες να συλλάβεις. Δε γίνεται να είσαι τεμπέλης ή αμελής. Αυτή ακριβώς η στιγμή έχει αποφασιστική σημασία. Επειδή είναι η περίοδος που ο εγκέφαλος και η καρδιά σου διαμορφώνονται και παγιώνονται“.
Έκλεισα ξανά τα μάτια μου και προσπάθησα να φανταστώ αυτόν τον κύκλο. Δεν ήθελα να είμαι τεμπέλης ή αμελής. Προσπάθησα να σχηματίσω την εικόνα ενός κύκλου με πολλά κέντρα αλλά χωρίς περιφέρεια. Αλλά, όσο κι αν πάσχιζα να σκεφτώ αυτό που είχε πει ο άντρας, μου ήταν αδύνατο εκείνη τη στιγμή να συλλάβω το νόημά του. Οι κύκλοι που γνώριζα είχαν ένα μόνο κέντρο και μια καμπυλωτή περιφέρεια που συνέδεε σημεία σε ίση απόσταση απ’ αυτό. Το γνωστό απλό σχήμα που μπορούσες να σκαρώσεις μ’ έναν διαβήτη. Κι αυτό το είδος του κύκλου που περιέγραφε ο ηλικιωμένος δεν ήταν το ακριβώς αντίθετο του κύκλου;
Δεν πίστευα ότι ο γέρος τα είχε χαμένα. Ούτε ότι με δούλευε. Ήθελε να μεταδώσει κάτι σημαντικό. Τουλάχιστον αυτό, για κάποιον λόγο, μπορούσα να το καταλάβω. Έτσι, προσπάθησα ξανά να το συλλάβω, αλλά το μυαλό μου απλώς βολόδερνε μάταια, χωρίς να κάνει την παραμικρή πρόοδο. Πώς ήταν δυνατόν ένας κύκλος με πολλά (ίσως ακόμα και άπειρα) κέντρα να νοείται ως κύκλος; Να ήταν άραγε κάποια προχωρημένη φιλοσοφική μεταφορά; Παραιτήθηκα από την προσπάθεια και άνοιξα τα μάτια μου. Χρειαζόμουν κι άλλα στοιχεία. Αλλά ο ηλικιωμένος δε βρισκόταν πια εκεί. Κοίταξα παντού τριγύρω, όμως δε φαινόταν ίχνος ζωής στο πάρκο. Ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Φανταζόμουν πράγματα με το μυαλό μου; Όχι βέβαια, δεν επρόκειτο για φαντασίωση. Καθόταν εκεί, ακριβώς μπροστά μου, κρατώντας σφιχτά την ομπρέλα του, μιλώντας ήρεμα, θέτοντας ένα παράξενο ερώτημα. Κι ύστερα έφυγε.
Συνειδητοποίησα ότι η αναπνοή μου είχε ξαναγίνει φυσιολογική, ήταν ήρεμη και σταθερή. Το ορμητικό ρεύμα είχε περάσει. Τρύπες άρχισαν ν’ ανοίγουν εδώ κι εκεί στο πυκνό στρώμα από σύννεφα πάνω απ’ το λιμάνι. Μια αχτίδα φωτός ξεπήδησε ανάμεσά τους, φωτίζοντας την αλουμινένια καμπίνα στην κορυφή ενός γερανού, σαν να είχε βάλει στο σημάδι ακριβώς εκείνο το σημείο. Έμεινα για ώρα να κοιτάζω, καθηλωμένος απ’ αυτή τη σχεδόν μυθική σκηνή. Δίπλα μου, τυλιγμένο στο σελοφάν, βρισκόταν το μικρό μπουκέτο με τα κόκκινα λουλούδια. Σαν κάποιου είδους απόδειξη όλων των παράξενων πραγμάτων που μου είχαν συμβεί αυτή τη μέρα. Σκεφτόμουν τι να το κάνω και τελικά αποφάσισα να το παρατήσω στο παγκάκι κάτω από την πέργκολα. Ήταν η καλύτερη επιλογή, κατά τη γνώμη μου. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς τη στάση του λεωφορείου όπου είχα κατέβει νωρίτερα. Είχε σηκωθεί αέρας και σκόρπιζε τα στάσιμα σύννεφα από πάνω.
Όταν τελείωσα τη διήγηση αυτής της ιστορίας, έγινε μια παύση κι ύστερα ο νεότερος φίλος μου είπε:
-“Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω. Τι συνέβη πραγματικά τότε; Υπήρχε κάποιος κρυφός σκοπός, κάποιο ηθικό συμπέρασμα“;
Αυτό το παράξενο περιστατικό που βίωσα στη κορφή κείνου του βουνού στο Κόμπε ένα κυριακάτικο απόγευμα στα τέλη του φθινοπώρου, ακολουθώντας τις οδηγίες στην πρόσκληση και πηγαίνοντας στο μέρος όπου υποτίθεται ότι θα δινόταν το ρεσιτάλ, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω ότι το κτίριο ήταν έρημο, τι μπορεί να σήμαινε; Και γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Αυτό ήταν που ρωτούσε ο φίλος μου. Απολύτως φυσιολογικά ερωτήματα, πόσο μάλλον αφού η ιστορία που του είχα διηγηθεί δεν οδηγούσε σε κανένα συμπέρασμα.
-“Ούτε κι εγώ μπορώ να το καταλάβω, ακόμα και τώρα“, παραδέχτηκα. Θα παρέμενε μυστήριο για πάντα, σαν κάποιος αρχαίος γρίφος. Ό,τι κι αν είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, ήταν ακατανόητο, ανεξήγητο, και στα δεκαοκτώ μου με είχε μπερδέψει και με είχε σαστίσει. Σε τέτοιον βαθμό, που για ένα διάστημα ένιωθα σχεδόν σαν χαμένος. “Έχω όμως την εντύπωση“, είπα, “ότι δεν έχει και τόση σημασία ο σκοπός ή το ηθικό συμπέρασμα“.
Ο φίλος μου έδειχνε σαστισμένος.
-“Θέλεις να πεις ότι δεν υπάρχει λόγος να μάθεις τι σήμαιναν όλα αυτά“; Έγνεψα καταφατικά. “Εμένα όμως“, είπε, “θα μ’ ενοχλούσε απίστευτα. Θα ήθελα να μάθω την αλήθεια, γιατί συνέβη κάτι σαν κι αυτό. Αν ήμουν στη θέση σου, θέλω να πω“.
-“Ναι, βέβαια. Κι εμένα με είχε ενοχλήσει τότε. Πολύ. Και με είχε πληγώσει επίσης. Όμως φέρνοντάς το στο μυαλό μου αργότερα, βλέποντάς το από απόσταση, αφού είχε μεσολαβήσει χρόνος, κατέληξε να μοιάζει ασήμαντο, δεν άξιζε τον κόπο να ταράζομαι γι’ αυτό. Αισθανόμουν ότι δεν είχε καμμία σχέση με την πεμπτουσία της ζωής“.
-“Τη πεμπτουσία της ζωής“, επανέλαβε.
-“Πράγματα σαν κι αυτά συμβαίνουν καμμιά φορά στη ζωή μας“, είπα. “Ανεξήγητα, παράλογα γεγονότα που, παρ’ όλα αυτά, μας κάνουν άνω κάτω. Φαντάζομαι ότι δε χρειάζεται να τα σκεφτόμαστε, απλώς να κλείνουμε τα μάτια μας και να τ’ αφήνουμε να μας προσπερνάνε. Σαν να γλιστράμε κάτω από ένα τεράστιο κύμα“.
Ο νεότερος φίλος μου έμεινε για λίγο σιωπηλός για να συλλογιστεί αυτό το τεράστιο κύμα. Ήταν έμπειρος σέρφερ και υπήρχαν ένα σωρό πράγματα, σοβαρά πράγματα, που όφειλε να λαμβάνει υπόψη του σχετικά με τα κύματα. Τελικά μίλησε.
-“Αλλά και το να μη σκέφτεσαι για κάτι μπορεί να είναι εξίσου δύσκολο“.
-“Έχεις δίκιο. Πράγματι μπορεί να είναι δύσκολο“.
Κανένα πράγμα με αξία στον κόσμο δε γίνεται να το αποκτήσεις εύκολα, είχε πει ο γέρος με ακλόνητη πεποίθηση, σαν να εξηγούσε ο Πυθαγόρας το θεώρημά του.
-“Σχετικά μ’ αυτόν τον κύκλο με τα πολλά κέντρα αλλά χωρίς περιφέρεια… Έδωσες ποτέ καμμιά εξήγηση“; ρώτησε ο φίλος μου.
-“Καλή ερώτηση“, είπα. Κούνησα αργά το κεφάλι μου. Έδωσα καμμιά εξήγηση; Στη ζωή μου, όποτε συμβαίνει κάποιο ανεξήγητο, παράλογο, δυσάρεστο γεγονός (δεν εννοώ ότι συμβαίνει συχνά, αλλά έχει συμβεί μερικές φορές), πάντα μου έρχεται στον νου αυτός ο κύκλος -ο κύκλος με τα πολλά κέντρα αλλά χωρίς περιφέρεια. Κι όπως έκανα στα δεκαοκτώ μου σ’ εκείνο το παγκάκι κάτω από την πέργκολα, κλείνω τα μάτια μου και αφουγκράζομαι τον χτύπο της καρδιάς μου.
Μερικές φορές αισθάνομαι ότι μπορώ να ψυχανεμιστώ τι είναι αυτός ο κύκλος, αλλά αδυνατώ να φτάσω σε μια βαθύτερη κατανόηση. Το ίδιο συμβαίνει ξανά και ξανά. Το πιθανότερο, αυτός ο κύκλος δεν είναι ένας κύκλος με ξεκάθαρη, πραγματική μορφή, αλλά μάλλον υπάρχει μόνο στο μυαλό μας. Αυτό πιστεύω. Όταν αγαπάμε αληθινά κάποιον με όλη μας την καρδιά, όταν νιώθουμε βαθιά συμπόνια, όταν σκεφτόμαστε ιδεαλιστικά για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, όταν βρίσκουμε την πίστη μας (ή έστω κάτι κοντά στην πίστη), τότε κατανοούμε τον κύκλο ως κάτι δεδομένο και τον αποδεχόμαστε στην καρδιά μας. Ωστόσο αυτό δεν είναι παρά η προσωπική μου αόριστη απόπειρα να τον εκλογικεύσω.
Ο εγκέφαλός σου είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να είσαι ικανός να στοχαστείς δύσκολα πράγματα. Με τρόπο που σε βοηθάει να φτάσεις στο σημείο να καταλαβαίνεις κάτι που αρχικά δεν μπορούσες να συλλάβεις. Κι αυτό γίνεται η πεμπτουσία της ζωής σου. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς βαρετά και ανάξια λόγου. Αυτό μου είχε πει ο γκριζομάλλης γέρος. Ένα συννεφιασμένο κυριακάτικο απόγευμα στην κορυφή ενός βουνού στο Κόμπε, καθώς κρατούσα σφιχτά ένα μικρό μπουκέτο με κόκκινα λουλούδια. Και ακόμα και τώρα, όποτε μου συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, συλλογίζομαι ξανά αυτόν τον ξεχωριστό κύκλο και τα βαρετά και ανάξια λόγου πράγματα. Και την εξαίσια αφρόκρεμα που πρέπει να βρίσκεται εκεί βαθιά μέσα μου…