Βιογραφικό
O Cezare Pavese (Τσέζαρε Παβέζε) ήταν Ιταλός μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος. Συχνά αναφέρεται στους σημαντικότερους συγγραφείς και ποιητές της εποχής του 20ού αι. στη χώρα του. Αν κι εντάσσεται στη γενιά του νεορρεαλισμού, το ποιητικό του έργο κι η πεζογραφία του διακρίνονται για το λυρικό τους τόνο συγκερασμένο με κάποια στοιχεία κλασσικισμού. Νεαρός έδειξεν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία κι ανάλαβε στο Πανεπιστήμιο Τορίνου, διατριβή για τη ποίηση του Walt Whitman και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρεττανούς συγγραφείς, που ‘ταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό. Είχε επηρεαστεί βαθιά στα 1α του χρόνια από την αμερικανική λογοτεχνία. Αλλά αργότερα δυσαρεστήθηκε με την αμερικανική κουλτούρα, φτάνοντας να τη βλέπει ως υλιστική και ρηχή. Απολίτικο πρόσωπο σ’ έντονα πολιτικοποιημένους καιρούς, κινήθηκε σε αντιφασιστικούς κύκλους και συνελήφθη από το καθεστώς Μουσολίνι…

Γεννήθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχία Cuneo, στις 9 Σεπτέμβρη 1908. Ήτανε το χωριό που κι ο πατέρας του γεννήθηκε και πού η οικογένεια επέστρεφε για καλοκαιρινές διακοπές κάθ’ έτος. Ξεκίνησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο San Stefano Belbo, αλλά το υπόλοιπο της εκπαίδευσής του ήτανε στο Τορίνο. Παρακολούθησε το Liceo Classico Massimo d’Azeglio εκεί για λυκειακές σπουδές -που μαθητές του είχαν ιδρύσει το 1897 τη Γιουβέντους. Ο σημαντικότερος δάσκαλός του κείνη την εποχή ήταν ο Augusto Monti, συγγραφέας κι εκπαιδευτικός, που το στυλ γραφής προσπάθησε να στερηθεί κάθε ρητορικής. Εν τω μεταξύ είχεν ήδη αρχίσει να γράφει ποίηση.
Ως νεαρός άνθρωπος των γραμμάτων, είχεν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλόφωνη λογοτεχνία, αποφοιτώντας από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο με μια διατριβή για την ποίηση του Whitman. Μεταξύ των μεντόρων του στο πανεπιστήμιο ήταν ο Leone Ginzburg, ειδικός στη ρωσική λογοτεχνία και κριτικός λογοτεχνίας, σύζυγος της συγγραφέως Natalia Ginzburg και πατέρας του μελλοντικού ιστορικού Carlο Ginzburg. Κείνα τα ζοφερά χρόνια, μετέφραζε κλασσικούς και πρόσφατους Αμερικανούς και Βρεττανούς συγγραφείς που ήτανε τότε νέοι στο ιταλικό κοινό.
Φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη το 1935 και καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη στο Confino, εξόριστος στη Nότια Ιταλία, συνήθης καταδίκη για ενόχους μικρών πολιτικών εγκλημάτων. Ο Leone Ginzburg κι ο Carlo Levi, επίσης απ’ το Τορίνο -συγγραφέας του Ο Χριστός Σταμάτησε Στο Έμπολι-, ήταν ομοίως εκεί. Μετά από 1 χρόνο παραμονής στο χωριό Brancaleone της Καλάβρια, επέστρεψε στο Τορίνο, όπου εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Giulio Einaudi ως συντάκτης και μεταφραστής. Η Natalia Ginzburg εργάστηκε επίσης εκεί, ως συντάκτης και μεταφραστής. Ήτανε στη Ρώμη όταν κλήθηκε από το φασιστικό στρατό, αλλά λόγω άσθματος πέρασε 6 μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Σ’ ορισμένα έργα του περιέγραψε την ιταλική κοινωνία την επαύριο του Β’ΠΠ: Τον κόσμο του χωριού (Οι δικοί σου τόποι), το προλεταριάτο των πόλεων και τους μικροαστούς διανοουμένους, στην αντίθεσή τους με τις προνομιούχες τάξεις των μεγάλων πόλεων του ιταλικού Βορρά (Πριν αλέκτωρ φωνήσαι, Το όμορφο καλοκαίρι). Σε μερικά μάλιστα έργα του, όπως το Κοπέλες μόνες, προέβλεψε τις επικείμενες κοινωνικές ανακατατάξεις που θα επέφερε η οικονομική άνθηση της 10ετίας του ‘50 στην Ιταλία. Συνέβαλε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον ομότεχνό του στη διάδοση και την απήχηση της αμερικανικής λογοτεχνίας στην Ιταλία.χ
Όταν επέστρεψε στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τους δρόμους κι οι περισσότεροι φίλοι του είχαν φύγει για να πολεμήσουν ως παρτιζάνοι. Κατέφυγε στους λόφους γύρω από το Serralunga di Crea, κοντά στο Casale Monferrato. Δεν πήρε μέρος στον ένοπλο αγώνα που διεξαγότανε στη περιοχή αυτή. Στη διάρκεια των χρόνων του στο Τορίνο, ήταν μέντορας της νεαρής συγγραφέως και μεταφράστριας Fernanda Pivano, πρώην συμμαθήτριάς του στο Liceo D’Azeglio. Της έδωσε την αμερικανική έκδοση της Spoon River Anthology, που κυκλοφόρησε στην ιταλική μετάφραση της Pivano το 1943.
Μετά τον πόλεμο προσχώρησε στο ΚΚΙ κι εργάστηκε στην εφημερίδα L’ Unita. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του δημοσιεύθηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Προς το τέλος της ζωής του, επισκεπτότανε συχνά το Le Langhe, περιοχή που γεννήθηκε, όπου έβρισκε μεγάλη παρηγοριά. Η κατάθλιψη, η αποτυχία σύντομης ερωτικής σχέσης με την ηθοποιό Constance Dowling*, που ήταν αφιερωμένο το τελευταίο του μυθιστόρημα και το τελευταίο ποίημα του: Ο θάνατος θα ‘ρθεί και θα ‘χει τα μάτια σου, οι ψυχικές του ανασφάλειες, τα διλήμματα κι η πολιτική απομυθοποίηση τον οδήγησαν στην αυτοκτονία από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών στις 27 Αυγούστου 1950. Κείνη τη χρονιά είχε κερδίσει το Βραβείο Strega για το La Bella Estate, αποτελούμενο από 3 νουβέλες: La tenda, γραμμένο το 1940, Il diavolo sulle colline 1948 και Tra donne sole 1949.
1η δημοσιευμένη δουλειά του ήταν Η Δουλειά Κουράζει (Lavorare Stanca) το 1936. (ακολουθεί παρακάτω).Το περιστατικό της αυτοκτονίας του, που ‘γινε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, περιγράφεται στη τελευταία σκηνή του Tra Donne Sole, το προτελευταίο βιβλίο του. Τελευταίο ήτανε το: La Luna Ε Ι Falο, που δημοσίευσε στην Ιταλία το 1950 και μετέφρασε στ’ αγγλικά ως Το Φεγγάρι & Οι Φωτιές. Χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής στο έργο του, είναι ο μοναχικός άντρας, -είτε εξ επιλογής, είτε λόγω περιστάσεων. Οι σχέσεις του με τους άντρες και τις γυναίκες τείνουν να ‘ναι προσωρινές κι επιφανειακές. Μπορεί να επιθυμήσει να ‘χει περισσότερη αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους, αλλά καταλήγει συχνά προδομένος από ιδανικά κι από φίλους. Π.χ., στη φυλακή, ο πολιτικός εξόριστος σε χωριό στη Νότια Ιταλία λαμβάνει σημείωμα από άλλο πολιτικό εξόριστο που ζει κοντά, που προτείνει συνάντηση. Ο πρωταγωνιστής απορρίπτει την επίδειξη αλληλεγγύης κι αρνείται να τονε συναντήσει. Αυτό το σύντομο μυθιστόρημα εμφανίστηκε σε συλλογή με τίτλο Before the Cock Crows που αναφέρεται στην προδοσία του Πέτρου στο Χριστό πριν απ’ το θάνατό του.
Το La Langhe, περιοχή που περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές του ως αγόρι, είχε μεγάλην επίδραση πάνω του. Είναι χωριό γεμάτο λόφους κι αμπελώνες, περιοχή που αισθάνθηκε κυριολεκτικά σα σπίτι του, αλλ’ αναγνώριζε τις σκληρές και βασανιστικές συνθήκες διαβίωσης των φτωχών αγροτών, για να μπορέσουνε να βγάλουνε τα προς το ζην, από τη γη. Πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις γίνανε στη περιοχή, μεταξύ Γερμανών και Παρτιζάνων. Αυτός ο τόπος έχει γίνει μέρος της προσωπικής μυθολογίας του.
Η Leslie Fiedler έγραψε για το θάνατό του:
“Για τους Ιταλούς, ο θάνατός του έχει φτάσει να έχει βάρος σαν αυτό του Hart Crane για μας, νόημα που διεισδύει πίσω στο δικό του έργο και λειτουργεί ως σύμβολο στη λογοτεχνία μιας εποχής. Οι συνθήκες της αυτοκτονίας του, που έγινε σε δωμάτιο ξενοδοχείου, μιμούνται τη τελευταία σκηνή του Tra Donne Sole (Among Single Women), του προτελευταίου βιβλίου του. Το τελευταίο του βιβλίο ήτανε το La Luna e i Falò, που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1950 και μεταφράστηκε στα αγγλικά ως The Moon and the Bonfires από τη Louise Sinclair το 1952“.
____________________________
* Επιβεβλημένη Παρένθεση:
Η Constance Dowling (Κόνστανς Ντάουλινγκ, 24 Ιουλίου 1920-28 Οκτώβρη 1969) ήταν Αμερικανίδα χορεύτρια, μοντέλο που ‘γινε ηθοποιός των 10ετιών ’40 & ’50. Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, ήταν μοντέλο και χορεύτρια πριν μετακομίσει στη Καλιφόρνια το 1943. Είχε 2 αδέλφια, τον Ρίτσαρντ και τον Ρόμπερτ Σμιθ κι ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της ηθοποιού Ντόρις. Παρακολούθησε το Wadleigh High School for Girls στη Νέα Υόρκη. Ήτανε χορεύτρια στο νυχτερινό κέντρο Paradise στη Νέα Υόρκη, δουλειά που απέκτησε λέγοντας ψέματα για την ηλικία της στον εργοδότη της και λέγοντας ψέματα για τη δουλειά στη μητέρα της. Πριν από τη μετακόμισή της στο Χόλιγουντ, εμφανίστηκε σε αρκετές παραγωγές του Μπρόντγουεϊ, συμπεριλαμβανομένων των Quiet City, Liliom, Panama Hattie (με τη Doris), Hold On To Your Hats και The Strings, My Lord, Are False.
Προωθήθηκε από τους πράκτορες τύπου του παραγωγού Σάμιουελ Γκόλντγουιν ως τρισδιάστατη (μπορεί να τραγουδήσει, μπορεί να χορέψει και μπορεί να παίξει). Ξεκίνησε καρριέρα στην οθόνη εμφανιζόμενη στο Up in Arms (1944) για τον Γκόλντγουιν. Κείνη την εποχή, η αρθρογράφος της εφημερίδας Sheilah Graham ανέφερε ότι ο Danny Kaye «ήλπιζε για μεγάλο κινηματογραφικό όνομα να πρωταγωνιστήσει απέναντί του, αλλά το αφεντικό Goldwyn σκέφτεται διαφορετικά κι έχει υπογράψει τη Dowling. Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε δίπλα στον Νέλσον Έντι στο Knickerbocker Holiday. Το 1946, η αρθρογράφος της εφημερίδας Hedda Hopper ανέφερε ότι είχε υπογράψει μακροπρόθεσμο συμβόλαιο με την Eagle-Lion Films. Λίγο μετά την εμφάνισή της στις ταινίες The Well-Groomed Bride (1946) και Black Angel (1946), δανείστηκε στη Columbia Pictures για να εμφανιστεί στο Boston Blackie and the Law.
Είχε εμπλακεί σε μια μακρά σχέση με τον παντρεμένο σκηνοθέτη Ελία Καζάν στη Νέα Υόρκη. Δεν μπορούσε ν’ αφήσει τη γυναίκα του κι η σχέση τελείωσε όταν πήγε στο Χόλιγουντ με συμβόλαιο με την Goldwyn. H Ντάουλινγκ έζησε στην Ιταλία από το 1947 ως το 1950 κι εμφανίστηκε σ’ αρκετές ιταλικές ταινίες. Εκεί μετά συνδέθηκε με το διάσημο Ιταλό ποιητή και μυθιστοριογράφο Cesare Pavese, που αυτοκτόνησε το 1950 μετά από ισόβια κατάθλιψη που επιδεινώθηκε, σε κάποιο σημείο κι απ’ την απόρριψή του απ’ αυτήν, Στη ποίησή του τη συνδέει συχνά με την άνοιξη (πρόσωπο της άνοιξης). Από τα τελευταία ποιήματά του έχει τίτλο Ο θάνατος θα ‘ρθεί και θα ‘χει τα μάτια σου. Επέστρεψε στο Χόλιγουντ τη 10ετία ’50 και πήρε ρόλο στη ταινία Gog της ΕΦ . Ήταν η τελευταία της ταινία.
Το 1955, παντρεύτηκε τον παραγωγό ταινιών Ιβάν Τορς, σεναριογράφο και παραγωγό της τελευταίας της ταινίας. (Άλλη πηγή, που δημοσιεύθηκε 2 χρόνια πριν, αναφέρεται στο ζεύγος ως μήνα του μέλιτος). Στη συνέχεια αποσύρθηκε από την υποκριτική, αποκτώντας 3 γιους κι 1 θετό με τον Tors: τον Steven, τον David, τον Peter και τον θετό γιο Alfred Ndwego της Κένυα. Στις αρχές του 1964, εισήγαγε τον John C. Lilly στο LSD για 1η φορά. Στις 28 Οκτώβρη 1969, πέθανε σε ηλικία 49 ετών από καρδιακή προσβολή στο Ιατρικό Κέντρο UCLA. Η ταφή της έγινε στο νεκροταφείο του Τιμίου Σταυρού στο Culver City της Καλιφόρνια.
———————————–
Στο The Moon and the Bonfires, ο πρωταγωνιστής αφηγείται ιστορία κατανάλωσης μπύρας σε μπαρ στην Αμερική. Έρχεται ένας, που αναγνωρίζει ότι κατάγεται από τις κοιλάδες του Le Langhe από τον τρόπο περπατήματος και τις προοπτικές του. Του μιλά σε διάλεκτο, υποδηλώνοντας ότι το μπουκάλι με τοπικό κρασί θα ‘τανε καλύτερο απ’ τη μπύρα. Μετά από μερικά χρόνια στην Αμερική, ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στο χωριό του. Εξερευνά το Le Langhe με φίλο που ‘χε παραμείνει στη περιοχή. Ανακαλύπτει ότι τόσοι πολλοί απ’ τους συγχρόνους του έχουνε πεθάνει κάτω από θλιβερές συνθήκες, μερικοί ως παρτιζάνοι που εκτελέστηκαν απ’ τους Γερμανούς, ενώ αξιοσημείωτη τοπική καλλονή είχε εκτελεστεί από παρτιζάνους ως φασίστας κατάσκοπος.
Όταν αυτοκτόνησε στα 41 του, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της Ιταλίας. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, είχε επηρεαστεί βαθιά στα πρώτα του χρόνια από την αμερικανική λογοτεχνία. Αλλά αργότερα δυσαρεστήθηκε με την αμερικανική κουλτούρα, φτάνοντας να τη βλέπει ως υλιστική και ρηχή. Ως έφηβος και νεαρός βυθίστηκε στην αμερικανική λογοτεχνία, ειδικά κείνη του 19ου κι αρχών 20ου. Το 1930, στο απόγειο της δημοτικότητας του ιταλικού φασισμού, έγραψε διατριβή για τον πιο δημοκρατικό από τους ποιητές της Αμερικής, τον Whitman. Στη συνέχεια υποστήριξε τον εαυτό του μεταφράζοντας αμερικανική μυθοπλασία, κυρίως το Moby Dick, και γράφοντας δοκίμια για Αμερικανούς συγγραφείς. Είδε τους Αμερικανούς συγγραφείς, ειδικά τον Whitman και τον Herman Melville, όχι μόνο ως λογοτεχνικά παραδείγματα αλλά κι ως πρότυπα ανδρισμού, οδηγούς για τρόπους ζωής που δε βρήκε στον περιορισμένο, κομφορμιστικό κόσμο της Ιταλίας του Μουσολίνι. Οι μεταφράσεις και τα δοκίμιά του αποτελούσαν ύπουλες πράξεις πολιτικής και γλωσσικής ανατροπής, αλλά και δείκτες της προσωπικής και καλλιτεχνικής αυτοπραγμάτωσής του.
Εδραίωσε τη θέση του στα ιταλικά γράμματα σε διάρκεια 5 ετών μετά το Β’ΠΠ. Ο τραγικός θάνατός του, που επιταχύνθηκε από σύντομη αποτυχημένη ερωτική σχέση με τη Dowling, Αμερικανίδα ηθοποιό του κινηματογράφου 15 χρόνια νεότερή του. Αν και τη γνώριζε ελάχιστα, η αναχώρησή της από την Ιταλία τον Απρίλη του 1950 πυροδότησε τις μακροχρόνιες λανθάνουσες αυτοκτονικές παρορμήσεις του κι αυτοκτόνησε 4 μήνες μετά.
Το Φεγγάρι Κι Η Φωτιά
ΡΗΤΑ:
Πολλοί άνθρωποι που βρίσκονται στο σημείο ενός εποικοδομητικού θανάτου θα ήταν έξαλλοι αν ξαφνικά αποκαθιστούσαν την υγεία τους.
Ήμασταν στην ηλικία που η συζήτηση ενός φίλου μοιάζει με τον εαυτό του να μιλά, όταν κάποιος μοιράζεται κοινή ζωή με τον τρόπο που εξακολουθώ να σκέφτομαι, όσο εργένης κι αν είμαι, μερικά παντρεμένα ζευγάρια είναι σε θέση να ζήσουν.
Τι έχεις στο μυαλό σου; Ότι επιστρέφω στην καταγωγή μου; Τα σημαντικά πράγματα που έχω στο αίμα μου και κανείς δεν πρόκειται να τα πάρει. Είμαι εδώ για να πιω ένα μπουκάλι κρασί και να τραγουδήσω λίγο -με οποιονδήποτε.
Μην ανακατεύεις κρασί και γυναίκες.
Είστε σαν όλους τους άλλους. Αλλά δεν καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να τσακωθούμε; Αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αν μπορούσα να τον μισήσω με τον ίδιο τρόπο που μισώ τον εαυτό μου, τότε φυσικά θα τον κακοποιούσα. Αλλά κανείς μας δεν το αξίζει.
Αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, πόσο εύκολο θα ήταν να καταλάβουμε τους ανθρώπους.
Τι δεν κοιμάται κάτω από το καβούκι όλων μας; Χρειάζεται απλώς θάρρος για να το αποκαλύψει και να είναι ο εαυτός του. Ή τουλάχιστον να το συζητήσουμε. Δεν υπάρχει αρκετή συζήτηση στον κόσμο.
Δεν έχω ανακαλύψει τίποτα. Αλλά θυμάσαι πόσο μιλούσαμε όταν ήμασταν αγόρια; Μιλήσαμε μόνο για τη διασκέδαση. Ξέραμε πολύ καλά ότι ήταν μόνο λόγια, αλλά και πάλι το απολαύσαμε.
Πρέπει να καταλάβεις τη ζωή, να τη καταλάβεις όταν είσαι νέος.
Όλοι αυτοί, όλοι αυτοί οι ηλίθιοι που πιέζουν το μυαλό τους και δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν.
Άρχισα να της εξηγώ ότι τίποτα δεν είναι χυδαίο από μόνο του, αλλά ότι η ομιλία κι η σκέψη το κάνουν έτσι.
Αλλά όλα τα χρόνια είναι ηλίθια. Μόνο όταν τελειώσουν γίνονται ενδιαφέροντα.
Ήμουν αρκετά χαρούμενος. Ήξερα ότι στη διάρκεια της νύχτας ολόκληρη η πόλη θα μπορούσε να τυλιχθεί στις φλόγες κι όλοι οι άνθρωποί της να σκοτωθούν, αλλά οι χαράδρες, τα σπίτια και τα μονοπάτια θα ξυπνούσανε το πρωί ήρεμα κι αμετάβλητα.
Το θάρρος να στέκεσαι μόνος σου σαν να μην υπάρχουν άλλοι και να σκέφτεσαι μόνο αυτό που κάνεις. Να μη φοβάσαι αν οι άνθρωποι σε αγνοούν. Πρέπει να περιμένεις χρόνια, πρέπει να πεθάνεις. Στη συνέχεια, αφού πεθάνεις, αν είσαι τυχερός, γίνεσαι κάποιος.
Είναι άσκοπο να κλαις. Γεννιέται κανείς και πεθαίνει μόνος…
Αυτός ο πόλεμος που είχα καταφύγει, πεπεισμένος ότι τον είχα αποδεχτεί, ότι είχα κάνει τη δική μου δυσάρεστη ειρήνη, έγινε πιο άγριος, λίγο βαθύτερος, έφτασε στα νεύρα και το μυαλό κάποιου..
Το να μην πιστεύεις σε τίποτα είναι επίσης θρησκεία.
Αλλά δεν γέλασε. Όταν έχεις παιδιά, είπε κοιτώντας το ποτήρι της, αποδέχεσαι τη ζωή.
Αν υπάρχουν αθάνατα έργα στη λογοτεχνία, είναι εκείνα που δεν έχουνε πλοκή.
Είστε ή δεν είστε πεπεισμένοι ότι η αδυναμία είναι η κατάσταση ενός άνδρα; Πώς μπορείς να σηκώσεις τον εαυτό σου αν δεν έχεις πέσει πρώτος;
Δεν υπάρχει τίποτα που να γεύεται περισσότερο το θάνατο από τον καλοκαιρινό ήλιο, το δυνατό φως, την πληθωρική φύση. Μυρίζεις τον αέρα και ακούς το δάσος και ξέρεις ότι τα φυτά και τα ζώα δεν δίνουν δεκάρα για σένα. Όλα ζουν και καταναλώνουν τον εαυτό τους. Η φύση είναι θάνατος…
Σκέφτηκα πόσα μέρη υπάρχουνε στον κόσμο που ανήκουν με αυτόν τον τρόπο σε κάποιον, που το έχει στο αίμα του πέρ’ απ’ τη κατανόηση οποιουδήποτε άλλου.
Υπάρχει έλεος για όλους εκτός από αυτούς που έχουν βαρεθεί τη ζωή.
Δεν ξέρετε ότι αυτό που σας συμβαίνει μια φορά συμβαίνει πάντα ξανά; Πάντα αντιδράς με τον ίδιο τρόπο στο ίδιο πράγμα. Δεν είναι τυχαίο όταν κάνεις ένα χάος. Στη συνέχεια, το κάνετε ξανά. Ονομάζεται πεπρωμένο.
Γιατί τόσα υπονοούμενα, ντυμένα σαν κισσός για να κρύψουν ένα βόθρο, όταν όλοι ήξεραν ότι ο βόθρος ήταν εκεί;
Ότι χρειάζεσαι ένα χωριό, έστω και μόνο για την ευχαρίστηση να το αφήσεις. Το δικό σου χωριό σημαίνει ότι δεν είσαι μόνος, ότι ξέρεις ότι υπάρχει κάτι από σένα στους ανθρώπους και στα φυτά και στο χώμα, ότι ακόμα και όταν δεν είσαι εκεί περιμένει να σε καλωσορίσει.
Δεν ήτανε χώρα όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε να ηρεμήσει και να ξεκουράσει το κεφάλι του και να πει στους άλλους: “Εδώ είμαι για καλό ή για κακό. Καλώς ή κακώς ας φύγω εν ειρήνη”. Αυτό ήταν το τρομακτικό.
Η πραγματική θλίψη των γηρατειών είναι οι τύψεις.
Όλοι αυτοί οι φιλόσοφοι που πιστεύουν στην απόλυτη λογική της Αλήθειας δεν χρειάστηκε ποτέ να κάτσουν να τη συζητήσουν με μια γυναίκα.
Μου είπε ότι δεν είναι αυτό που κάνεις, αλλά το πώς το κάνεις που δείχνει αν είσαι έξυπνος ή όχι.
Υπάρχει το εξής πρόβλημα με την αυτοκτονία: είναι μια πράξη φιλοδοξίας, αλλά μπορεί να εκτελεστεί μόνο από κάποιον που έχει υπερβεί τη φιλοδοξία.
Τους είπε ότι μόνο τα σκυλιά γαβγίζουν και πηγαίνουν για παράξενα σκυλιά, κι οι άνδρες βάζουν ένα σκυλί επειδή τους ταιριάζει να δείξουν ότι είναι ακόμα αφέντες, αλλά αν τα σκυλιά δεν ήταν χαζά ζώα θα έρχονταν σε συμφωνία μεταξύ τους και θα άρχιζαν να γαυγίζουν σε αυτά.
Ίσως είναι καλύτερα έτσι, καλύτερα ότι όλα θα πρέπει ν’ ανεβαίνουν σε φλόγα ξηρού γρασιδιού κι ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να ξεκινήσουνε ξανά.
Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα καλύτερο θα ‘ναι πάντα στο σκότος, επειδή η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που φροντίζουν ώστε οι απλοί άνθρωποι να μη καταλαβαίνουν, στα χέρια, δηλαδή, της κυβέρνησης, του κληρικού κόμματος, των καπιταλιστών.
Να ζεις σε καλύβα ή σε παλάτι είναι το ίδιο, το αίμα έχει το ίδιο χρώμα κι όλοι θέλουν να πλουτίουνε, να ερωτευτούνε και να κάνουνε περιουσία.
Η ζωή χωρίς κάπνισμα είναι σαν τον καπνό χωρίς ψητό.
Όταν γραφτεί η 1η γραμμή αφηγήματος, έχουν ήδη επιλεγεί τα πάντα, το ύφος, ο τόνος κι η τροπή των γεγονότων. Με δεδομένη αυτή τη γραμμή, δε χρειάζεται παρά υπομονή: όλα τα υπόλοιπα πρέπει και μπορεί να βγουν από αυτήν.
Ποιος κόσμος βρίσκεται πέρ’ απ’ αυτή τη φουρτουνιασμένη θάλασσα δεν ξέρω, αλλά κάθε ωκεανός έχει μακρυνή ακτή και θα τη φτάσω.
Αυτό που πρόκειται να έρθει θα αναδυθεί μόνο μετά από μακρά ταλαιπωρία, μακρά σιωπή.
Εξετάστε προσεκτικά αυτό το σημείο: σήμερα, η αυτοκτονία είναι απλώς ένας τρόπος εξαφάνισης. Εκτελείται δειλά, ήσυχα και πέφτει επίπεδη. Δεν πρόκειται πλέον για αγωγή, αλλά απλώς για υποβολή.
Όταν ένας άντρας θρηνεί για κάποια που τον έχει παίξει ψεύτικα, δεν είναι από αγάπη γι ‘αυτήν, αλλά για τη δική του ταπείνωση που δεν άξιζε την εμπιστοσύνη της.
Θυμηθείτε, το να γράφετε ποίηση είναι σαν να κάνετε έρωτα: ποτέ δεν θα μάθετε αν η δική του ευχαρίστηση μοιράζεται.
Αν είναι αλήθεια ότι κάποιος συνηθίζει να υποφέρει, πώς γίνεται καθώς περνούν τα χρόνια να υποφέρει πάντα πιότερο;
Όχι, δεν είναι τρελλοί, αυτοί οι άνθρωποι που διασκεδάζουν, απολαμβάνουν τη ζωή, ταξιδεύουν, κάνουν έρωτα, τσακώνονται -δεν είναι τρελλοί. Θα θέλαμε να κάνουμε το ίδιο κι εμείς.
Όλα τα αμαρτήματα προέρχονται από αίσθημα κατωτερότητας, ή, για να το πούμε αλλιώς, από φιλοδοξία.
Η μόνη χαρά στον κόσμο είναι να αρχίσεις. Είναι καλό να είσαι ζωντανός γιατί η ζωή αρχίζει, πάντα, κάθε στιγμή. Όταν λείπει αυτή η αρχή -όπως όταν κάποιος είναι στη φυλακή, ή άρρωστος, ή ηλίθιος, ή όταν η ζωή έχει γίνει συνήθεια- μπορεί κάλλιστα να ‘ναι νεκρός.
Αλλά η πραγματική, τεράστια αλήθεια είναι η εξής: ο πόνος δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.
Μια σκέψη αγάπης: Σε αγαπώ τόσο πολύ που θα ευχόμουν να είχα γεννηθεί αδελφός σου ή να σε είχα φέρει στον κόσμο ο ίδιος.
Έπρεπε να σου συμβεί, να συγκεντρωθείς όλη σου τη ζωή σ’ ένα σημείο και μετά ν’ ανακαλύψεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα εκτός από το να ζήσεις σε κείνο το σημείο.
Αυτό είναι βέβαιο: μπορείς να ‘χεις οτιδήποτε στη ζωή εκτός από γυναίκα που θα σε αποκαλεί άντρα της. Και μέχρι τώρα όλη σου η ζωή βασιζόταν σ’ αυτή την ελπίδα.
Δώσε μου καλύτερα πρόθυμο χέρι παρά πρόθυμη γλώσσα.
Η τέχνη της ζωής είναι η τέχνη του να ξέρεις πώς να πιστεύεις ψέμματα. Το φοβερό είναι ότι, μη γνωρίζοντας ποια μπορεί να είναι η αλήθεια, μπορούμε ακόμα να τα αναγνωρίσουμε.
Εδώ είναι η δυσκολία σχετικά με την αυτοκτονία: είναι μια πράξη φιλοδοξίας που μπορεί να διαπραχθεί μόνο όταν κάποιος έχει ξεπεράσει τη φιλοδοξία.
Γιατί ο άντρας που είναι αληθινά ερωτευμένος επιμένει ότι αυτή η σχέση πρέπει να συνεχιστεί και να είναι δια βίου; Γιατί η ζωή είναι πόνος κι η απόλαυση της αγάπης είναι αναισθητικό. Ποιος θα ήθελε να ξυπνήσει στα μισά μιας επέμβασης;
Μια παρηγορητική σκέψη: αυτό που έχει σημασία δεν είναι αυτό που κάνουμε, αλλά το πνεύμα που το κάνουμε. Άλλοι υποφέρουν επίσης. τόσο πολύ που δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο παρά μόνο πόνος. Το πρόβλημα είναι απλώς να διατηρήσουμε καθαρή συνείδηση.
Διότι, για να περιφρονήσει κανείς τα χρήματα, πρέπει να έχει άφθονα.
Το να εκδικηθείς λάθος που σου ‘χει γίνει, είναι σαν να στερείς από τον εαυτό σου την άνεση να φωνάζεις ενάντια στην αδικία του.
Κανείς δεν στερείται ποτέ ενός καλού λόγου αυτοκτονίας.
Ακόμα και η αναμονή είναι απασχόληση. Αυτό που ‘ναι τρομακτικό είναι να μην έχεις τίποτα να περιμένεις.
Μην εμπιστεύεστε τις γυναίκες όταν παραδέχονται λάθος.
Όταν κάποιος έχει κάνει λάθος, λέει. «Μια άλλη φορά θα ξέρω τι να κάνω», όταν πρέπει να πει: «Ξέρω ήδη τι θα κάνω πραγματικά κάποια άλλη φορά».
Εφόσον ο Θεός θα μπορούσε να δημιουργήσει ελευθερία που δεν θα μπορούσε να υπάρξει κακό (δηλαδή, μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι και βέβαιοι ότι δεν θα αμαρτάνουν), έπεται ότι επιθυμούσε να υπάρχει το κακό. Αλλά το κακό Τον προσβάλλει. Μια συνηθισμένη περίπτωση μαζοχισμού.
Υπάρχει κάτι χυδαίο στις λέξεις. Πρέπει να ψάχνεις για ένα πράγμα μόνο, για να βρεις πολλά.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο σκεφτόμαστε πάντα το δικό μας εγώ είναι ότι πρέπει να ζούμε με αυτό πιο συνεχώς απ’ ό,τι με οποιονδήποτε άλλο.
Ο θάνατος είναι ανάπαυση, αλλά η σκέψη του θανάτου διαταράσσει κάθε ανάπαυση.
Όλες οι πιο ιερές αγάπες μας είναι απλώς πεζή συνήθεια.
Νοιαζόμαστε τόσο λίγο για τους άλλους που ακόμη κι ο Χριστιανισμός μας προτρέπει να κάνουμε καλό για την αγάπη του Θεού.
Τέλεια συμπεριφορά προκύπτει από την πλήρη αδιαφορία.
Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από την άβυσσο είναι να την ατενίσουμε, να τη μετρήσουμε, να την αφουγκραστούμε, και να βουτήξουμε σ’ αυτήν.
Οι άνθρωποι που έχουνε θυελλώδη εσωτερική ζωή και δεν επιδιώκουν να δώσουν διέξοδο σ’ αυτή μιλώντας ή γράφοντας, είναι απλά άνθρωποι που δεν έχουν θυελλώδη εσωτερική ζωή.
Δώστε συντροφιά σε έναν μοναχικό και θα μιλήσει πιότερο απ’ οποιονδήποτε.
Τα μαθήματα δεν δίνονται, παίρνονται.
Ο άνθρωπος της δράσης δεν είναι ο ξεροκέφαλος ανόητος που ορμά στον κίνδυνο χωρίς να σκέφτεται τον εαυτό του, αλλά ο άνθρωπος που κάνει πράξη τα πράγματα που γνωρίζει.
Δεν μπορείς να προσβάλεις έναν άνθρωπο πιο αποτρόπαια από το να αρνηθείς να πιστέψεις ότι υποφέρει.
Μπορούμε όλοι μας να κάνουμε καλές πράξεις, αλλά πολύ λίγοι μπορούμε να κάνουμε καλές σκέψεις.
Είναι ανόητο να θρηνείς για την απώλεια φίλης: μπορεί να μην την έχεις συναντήσει ποτέ, οπότε μπορείς να κάνεις χωρίς αυτήν.
Δεν είναι η πραγματική απόλαυση της ευχαρίστησης που επιθυμούμε. Αυτό που θέλουμε είναι να δοκιμάσουμε τη ματαιότητα αυτής της ευχαρίστησης, έτσι ώστε να μην έχουμε πλέον εμμονή με αυτήν.
Η ανθρώπινη φαντασία είναι πάρα πολύ φτωχότερη από τη πραγματικότητα.
Αποκτούμε όλα τα πράγματα που θέλουμε, όταν δεν τα θέλουμε πια.
Οι δυστυχίες δεν αρκούν για να κάνουν έναν ανόητο έξυπνο άνθρωπο.
Πέρασα όλο το βράδυ καθισμένος μπροστά σ’ ένα καθρέφτη για να έχω συντροφιά.
Αυτό που επιθυμούμε δεν είναι να κατέχουμε γυναίκα, αλλά να ‘μαστε οι μόνοι που τη κατέχουμε.
Είμαι ο καπετάνιος του πεπρωμένου μου. Δεν εγκαταλείπω το πλοίο στα δύσκολα. Αλλά δεν είμαι τόσο χαζός ώστε να βυθιστώ μαζί του.
Όταν διαβάζουμε, δεν ψάχνουμε για νέες ιδέες, αλλά για να δούμε τις δικές μας σκέψεις να λαμβάνουν τη σφραγίδα επιβεβαίωσης στην τυπωμένη σελίδα. Οι λέξεις που μας κάνουν εντύπωση είναι κείνες που ξυπνάν ηχώ σε ζώνη που ‘χουμε ήδη κάνει δική μας -τον τόπο όπου ζούμε- κι η δόνηση μας δίνει τη δυνατότητα να βρούμε νέες αφετηρίες μέσα μας.
Η Μητέρα του
Η αδράνεια κάνει τις ώρες να περνούν αργά και τα χρόνια γρήγορα. Η δραστηριότητα κάνει τις ώρες σύντομες και τα χρόνια μεγάλα.
Δεν θυμόμαστε μέρες. Θυμόμαστε στιγμές.
Το πιο κοινότοπο πράγμα, που ανακαλύπτεται στον εαυτό μας, γίνεται έντονα ενδιαφέρον. Δεν είναι πλέον μια αφηρημένη κοινοτοπία, αλλά ένας εκπληκτικός συντονισμός μεταξύ της πραγματικότητας και της δικής μας ατομικότητας.
Το όλο πρόβλημα της ζωής, λοιπόν, είναι το εξής: πώς να ξεφύγει κανείς από τη μοναξιά του, πώς να επικοινωνήσει με τους άλλους.
Θέλουμε τον πλούτο της εμπειρίας του Ρεαλισμού και το βάθος του συναισθήματος του Συμβολισμού. Όλη η τέχνη είναι ένα πρόβλημα ισορροπίας μεταξύ δύο αντιθέτων.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα. Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.
Τα πράγματα που δεν κοστίζουν τίποτα είναι αυτά που κοστίζουν περισσότερο. Επειδή μας κοστίζουνε τη προσπάθεια να καταλάβουμε ότι είναι ελεύθερα.
Αν θες να ταξιδέψεις μακρυά, ξεκίνα το ταξίδι χωρίς περιττά βάρη. Άφησε πίσω ζήλιες, φθόνους, πείσματα, εγωισμούς και φόβους.
Γενικά, ο άνθρωπος που ‘ναι πρόθυμος να θυσιάσει τον εαυτό του είναι αυτός που δεν ξέρει πώς αλλιώς να δώσει νόημα στη ζωή του.
Το επάγγελμα του ενθουσιασμού είναι η πιο αηδιαστική από όλες τις ανειλικρίνειες.
Αν ήταν δυνατόν να ‘χουμε ζωή εντελώς απαλλαγμένη από κάθε αίσθημα αμαρτίας, τι τρομακτικό κενό θα ήταν!
Οι γενιές δεν γερνούν. Κάθε νεολαία οποιασδήποτε περιόδου, κάθε πολιτισμός, έχει τις ίδιες δυνατότητες όπως πάντα.
Όνειρο είναι δημιουργία της νοημοσύνης, ο δημιουργός είναι παρών αλλά δεν ξέρει πώς θα τελειώσει.
Οι αγκυροβόλοι συνήθιζαν να κακομεταχειρίζονται τον εαυτό τους με τον τρόπο που το έκαναν, έτσι ώστε οι απλοί άνθρωποι να μη τους δυσαρεστούν με τον μακαρισμό που θα απολάμβαναν στον ουρανό.
Δεν πρέπει ποτέ να πούμε, ακόμη και για πλάκα, ότι είμαστε απογοητευμένοι, επειδή κάποιος μπορεί να μας πάρει σοβαρά.
Η ζωή δεν είναι αναζήτηση εμπειρίας, αλλά του εαυτού μας. Έχοντας ανακαλύψει το δικό μας θεμελιώδες επίπεδο, συνειδητοποιούμε ότι συμμορφώνεται με το πεπρωμένο μας και βρίσκουμε την ειρήνη.
Ένας άνθρωπος επιτυγχάνει να ολοκληρώσει ένα έργο μόνο όταν οι ιδιότητές του το υπερβαίνουν.
H βίλλα στο Μπρέμπο
Οι καλλιτέχνες είναι οι μοναχοί της αστικής κοινωνίας.
Το πραγματικά έξυπνο πράγμα, σε υποθέσεις αυτού του είδους, δεν είναι να κερδίσετε γυναίκα που ήδη επιθυμούν όλοι, αλλά ν’ ανακαλύψετε τέτοιο βραβείο ενώ είναι ακόμα άγνωστη.
Θέλουμε τον πλούτο εμπειρίας που δίνει ο Ρεαλισμός και το βάθος του συναισθήματος που δίνει ο Συμβολισμός. Όλη η τέχνη είναι ένα πρόβλημα ισορροπίας μεταξύ αντιθέτων.
Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται στις αναμνήσεις που ‘χουμε ξεχάσει.
Η αγάπη έχει την ικανότητα να κάνει δύο εραστές να φαίνονται γυμνοί, όχι ο ένας στα μάτια του άλλου, αλλά στα δικά τους.
Οι μεγάλοι εραστές θα ‘ναι πάντα δυσαρεστημένοι, επειδή, γι’ αυτούς, η αγάπη είναι υψίστης σημασίας. Κατά συνέπεια, απαιτούν από την αγαπημένη τους την ίδια ένταση σκέψης που έχουνε για κείνη, διαφορετικά αισθάνονται προδομένοι.
Μια απόφαση, μια πράξη, είναι αλάνθαστοι οιωνοί για το τι θα κάνουμε κάποια άλλη φορά, όχι για κάποιον αόριστο, μυστικιστικό, αστρολογικό λόγο, αλλά επειδή προκύπτουν από μια αυτόματη αντίδραση που θα επαναληφθεί.
Καμμία γυναίκα δεν παντρεύεται για χρήματα: είναι όλες αρκετά έξυπνες, πριν παντρευτούν εκατομμυριούχο, τον ερωτεύονται.
Υπάρχει μόνο μια ηδονή: να είσαι ζωντανός. Όλα τα υπόλοιπα είναι μιζέρια.
Όταν μια γυναίκα παντρεύεται, ανήκει σε άλλο άνδρα. Κι όταν ανήκει σε άλλον, δεν υπάρχει τίποτα πιότερο που μπορείτε να της πείτε.
Τα πράγματα αποκαλύπτονται μέσα από τις αναμνήσεις που έχουμε από αυτά. Το να θυμάσαι κάτι σημαίνει να το βλέπεις -μόνο τότε- για 1η φορά.
Στη ψυχική διαταραχή και τη προσπάθεια της γραφής, αυτό που σε συντηρεί είναι η βεβαιότητα ότι σε κάθε σελίδα υπάρχει κάτι που δεν έχει ειπωθεί.
Η αγάπη είναι επιθυμία για γνώση.
Η ζωή είναι πόνος κι η χαρά του έρωτα είναι αναισθητικό.
Έρχεται μέρα που, για κάποιον που μας έχει καταδιώξει, νιώθουμε μόνον αδιαφορία, κούραση για τη βλακεία του. Τότε τον συγχωρούμε.
Το πρόβλημα δεν είναι η σκληρότητα της Μοίρας, γιατί ό,τι θέλουμε αρκετά έντονα το παίρνουμε. Το πρόβλημα είναι μάλλον ότι όταν το έχουμε το βαρεθούμε και τότε δεν πρέπει ποτέ να κατηγορούμε τη Μοίρα, μόνο τη δική μας επιθυμία.
Αφήγηση απίστευτων πραγμάτων σαν να ‘ταν αληθινά -παλιό σύστημα-. αφηγούνται πραγματικότητες σαν να ‘ταν απίστευτες, το νέο.
Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται σ’ αναμνήσεις που ‘χουμε ξεχάσει.
Δεν υπάρχει τίποτα ωραίο στο να είσαι παιδί: είναι εντάξει όταν είμαστε μεγάλοι, να κοιτάζουμε πίσω όταν ήμασταν παιδιά.
Δεν απελευθερωνόμαστε από κάτι αποφεύγοντάς το, αλλά μόνο ζώντας μες απ’ αυτό.
Πώς μπορείτε να ‘χετε εμπιστοσύνη σε γυναίκα που δεν θα διακινδυνεύσει να σας εμπιστευτεί ολόκληρη τη ζωή της, μέρα και νύχτα;
Σίγουρα, το να ‘χεις γυναίκα που σε περιμένει στο σπίτι, που θα κοιμηθεί μαζί σου, δίνει ζεστή αίσθηση σαν να ‘χεις κάτι που πρέπει να πεις. Σε κάνει να λάμπεις, σου κρατά συντροφιά, σε βοηθά να ζεις.
Δεν αυτοκτονεί κανείς για τον έρωτα γυναίκας. Αυτοκτονεί γιατί έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την αθλιότητά μας, την αδυναμία μας, το κενό.
Δεν υπάρχει καλύτερη εκδίκηση απ’ αυτή που οι άλλοι προκαλούνε στον εχθρό σας. Επιπλέον, έχει το πλεονέκτημα ότι σας αφήνει το ρόλο ενός γενναιόδωρου ανθρώπου.
Το γράψιμο είναι ωραίο πράγμα, γιατί συνδυάζει 2 απολαύσεις: να μιλάς στον εαυτό σου και να μιλάς σε πλήθος.
Η αναμονή εξακολουθεί να ‘ναι κατοχή. Δεν έχει τίποτα να περιμένει, γιατί αυτό είναι το τρομερό.
Υπάρχει μόνο μία ευχαρίστηση -αυτή του να είσαι ζωντανός. Όλα τα υπόλοιπα είναι δυστυχία.
Μας αρέσει να ‘χουμε δουλειά να κάνουμε, ώστε να ‘χουμε δικαίωμα να ξεκουραστούμε.
Τα προβλήματα που ταράζουν τη μια γενιά αναστατώνονται για την επόμενη, όχι επειδή έχουεν λυθεί, αλλά επειδή η γενική έλλειψη ενδιαφέροντος τα σαρώνει.
Δεν είναι ότι τα πράγματα συμβαίνουν στον καθένα μας σύμφωνα με τη μοίρα του, αλλά ότι ερμηνεύει τι έχει συμβεί, αν έχει τη δύναμη να το κάνει, σύμφωνα με την αίσθηση του πεπρωμένου του.
Ο κόσμος, το μέλλον, είναι τώρα μέσα σας ως παρελθόν, ως εμπειρία, επιδεξιότητα στη τεχνική και το πλούσιο, αιώνιο μυστήριο βρίσκεται να ‘ναι παιδαριώδες για σας, που κείνη τη στιγμή, δεν κάνατε καμμία προσπάθεια να κατέχετε.
Η πράξη δεν πρέπει να ‘ναι εκδίκηση. Πρέπει να ‘ναι ήρεμη, κουρασμένη παραίτηση, κλείσιμο λογαριασμών, ιδιωτική, ρυθμική πράξη. Η τελευταία παρατήρηση.
Πρέπει να πληρώσουμε το αντίτιμο για κάθε πολυτέλεια, και τα πάντα είναι πολυτέλεια αρχίζοντας με το ότι υπάρχουμε σ’ αυτό τον κόσμο.
Τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί στα υπόλοιπα, στο παρελθόν. Ξεκινάμε πάντα από την αρχή.
Το ένα καρφί διώχνει το άλλο. Αλλά 4 καρφιά κάνουν ένα σταυρό.
Οι αυτοκτονίες είναι δειλοί δολοφόνοι. Μαζοχισμός αντί σαδισμός.
Αυτό που φοβούνται πιότερο στα κρυφά συμβαίνει πάντα.
Γράφω: Ω, ελέησον. Και μετά; Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο θάρρος. Όσο πιότερο ο πόνος γίνεται σαφής και καθορισμένος, τόσο πιότερο το ένστικτο της ζωής επιβάλλεται κι η σκέψη της αυτοκτονίας υποχωρεί. Φαινόταν εύκολο όταν το σκέφτηκα. Αδύναμες γυναίκες το ‘χουνε κάνει. Χρειάζεται ταπεινοφροσύνη, όχι υπερηφάνεια. Όλα αυτά είναι αηδιαστικά. Όχι λόγια. Μια πράξη. Δεν θα γράψω άλλο. 1950-08-18, τέλος.
9 μέρες μετά αυτοκτόνησε, αφήνοντας αυτό το μήνυμα:
“Συγχωρώ όλες κι όλους και για όλα ζητώ συγχώρεση. Εντάξει; Μη με κουτσομπολέψετε πολύ“.
Ο Θάνατος έχει πάντα για όλους ένα βλέμμα.
Ο Θάνατός μου, όταν έρθει. θα ‘χει τα μάτια σου!
ΕΡΓΑ:
Lavorare stanca (Η Δουλειά Κουράζει) 1936
Ποιήματα 1936. Εκτεταμένη έκδοση 1943.
Paesi Tuoi (Τα χωριά σου), μυθιστόρημα 1941.
La Spiaggia (Η παραλία), μυθιστόρημα 1941.
Feria d’agosto (Διακοπές Αυγούστου) 1946.
Il Compagno (Ο σύντροφος), μυθιστόρημα 1947.
Διάλογοι με τη Λευκοθέα, φιλοσοφικοί διάλογοι μεταξύ κλασσικών ελληνικών χαρακτήρων, 1947.
Il diavolo sulle colline (Ο διάβολος στους λόφους), μυθιστόρημα 1948.
Prima che il gallo canti (Πριν Αλέκτωρ Φωνήσαι), 1948.
2 μυθιστορήματα. La casa in collina (Το σπίτι στο λόφο) και Il carcere (Η φυλακή), 1948.
La bella estate (Το όμορφο καλοκαίρι),
3 νουβέλες, 1. La tenda 1940
2. Il diavolo sulle colline 1948
3. Tra donne sole (Γυναίκες μόνες), 1949.
La luna e i falò (Το φεγγάρι κι οι φωτιές), μυθιστόρημα 1950.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi (Ο θάνατος θα ‘ρθεί και θα ‘χει τα μάτια σου), ποιήματα, 1951.
Il mestiere di vivere: Diario 1935–1950, The Business of Living: Diaries 1935–1950 (εκδ. στα αγγλικά: The Burning Brand), 1952
Saggi Letterari, λογοτεχνικά δοκίμια.
Racconti, – δύο τόμοι διηγημάτων.
Lettere 1926–1950, – δύο τόμοι επιστολών.
Disaffections: Complete Poems 1930–1950, (2002)
========================
Η Δουλειά Κουράζει
οι θαλασσες του νοτου
(στον Α. Μόντι)
Περπατάμε ένα βράδυ στη πλαγιά ενός λόφου σιωπηλά. Στη σκιά του δειλινού που προχωρούσε, ο ξάδερφός μου φαντάζει σα γίγας ντυμένος στα λευκά, που προχωρά ήρεμος, ηλιοκαμένος στο πρόσωπο, σιωπηλός . Η σιωπή είναι αρετή μας. Κάποιος πρόγονός μας ήτανε σίγουρα λιγομίλητος -ένας άντρας ανάμεσα σ’ ηλίθιους ή ένας θλιμμένος ανόητος- για να μας διδάξει τέτοια σιωπή. Ο ξάδερφός μου μίλησε απόψε. Με ρώτησε αν θ’ ανέβαινα μαζί του στη κορφή, απ’ όπου τις ξάστερες νύχτες, ο μακρινός φάρος του Τορίνο, καθρεφτίζεται στον ουρανό.
-“Συ που μένεις Τορίνο…”, είπε “…έχεις δίκιο. Tη ζωή πρέπει να τη ζήσουμε μακρυά από το χωριό: προκόβεις, χαίρεσαι και μετά, όταν επιστρέφεις, σαν εμένα στα σαράντα σου τα πάντα έχουν αλλάξει. Οι Λάγκε δε χάνονται”.
Μιλά τη διάλεκτο αργά, που όπως οι πέτρες αυτού του λόφου, είναι τόσο τραχιά και σκληρή που είκοσι χρόνια ιδιωμάτων και διαφορετικών ωκεανών δε την αλλάξανε. Περπατά στην ανηφόρα ανήσυχος με σκληρό βλέμμα που θυμάμαι από παιδί να ‘χουν οι αγρότες, όταν είναι λιγάκι κουρασμένοι. Είκοσι χρόνια ταξίδεψε στον κόσμο. Ήμουνα παιδί όταν έφυγε, σ’ αγκαλιές γυναικών και τον είχανε για νεκρό. ‘Ακουσα μετά να μιλάνε γι’ αυτόν οι γυναίκες, όπως στα παραμύθια μερικές φορές, όμως οι άντρες τον ξέχασαν.
Ένα χειμώνα στον πατέρα μου, που ‘χεν ήδη πεθάνει, έφτασε μια κάρτα μ’ ένα μεγάλο πράσινο γραμματόσημο, με καράβια σ’ ένα λιμάνι κι ευχές για καλό τρύγο. Ήταν μεγάλη έκπληξη, αλλά ο μικρός που ‘χε πια μεγαλώσει, εξήγησε με ζήλο πως η κάρτα ερχόταν από ένα νησί που το λέγανε Τασμανία, που τη κυκλώνει γαλάζια θάλασσα, άγρια με καρχαρίες, στον Ειρηνικό, νότια της Αυστραλίας και πρόσθεσε πως ο ξάδερφος χωρίς αμφιβολία ψάρευε μαργαριτάρια. Και ξεκόλλησε το γραμματόσημο. Καθένας είπε τη γνώμη του, αλλά όλοι συμπέραινανε πως, αν δεν ήταν νεκρός, σύντομα θα πέθαινε. Κατόπιν τονε ξεχάσανε και πέρασε πολύς καιρός.
Ω! από πότε έχω να παίξω τους πειρατές της Μαλαισίας, πόσος καιρός πέρασε. Από τη τελευταία φορά που κατέβηκα να βουτήξω σε κείνο το θανάσιμο σημείο ακολουθώντας ένα παιδί που παίζαμε μαζί κι ανέβηκα πάνω σ’ ένα δέντρο σπάζοντάς τα ωραία του κλαδιά, χτυπώντας το κεφάλι πάνω σ’ έναν αντίπαλο, πόση ζωή πέρασε. ‘Αλλες μέρες, άλλα παιχνίδια, άλλα τινάγματα του αίματος μπροστά σε πιο ύπουλους αντιπάλους: τις σκέψεις και τα όνειρα. Η πόλη με δίδαξε ατελείωτο φόβο. Ένα πλήθος, ένας δρόμος με κάναν να τρέμω, μερικές φορές ένα βλέμμα βγαλμένο από ένα πρόσωπο. Ακόμα νιώθουν τα μάτια μου το περιπαικτικό φως απ’ τα χιλιάδες λαμπιόνια που παίζουνε στο σύρσιμο των ποδιών.
Ο ξάδερφός μου επέστρεψε στο τέλος του πολέμου, γίγας, ανάμεσα σε νάνους. Και με χρήματα. Οι συγγενείς λέγανε σιγά:
-“Σ’ ένα χρόνο το πολύ θα τα ‘χει φάει όλα και θα περιπλανιέται πάλι. Έτσι πεθαίνουν οι απελπισμένοι”.
O ξάδερφός μου με το αποφασιστικό πρόσωπο αγόρασε στο χωριό ένα ισόγειο και το μετέτρεψε σε τσιμεντένιο γκαράζ με μια λαμπερή χρωματιστή αντλία για να δίνει βενζίνη και πάνω στη στροφή, στο γεφύρι, έστησε μια μεγάλη διαφημιστική πινακίδα. Έβαλε κει ένα μηχανικό για να παίρνει το χρήμα κι αυτός γύρισε όλους τους λόφους, καπνίζοντας. Στο μεταξύ παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χωριό αδύνατη και ξανθιά όπως οι ξένες, που θα ‘χε βέβαια συναντήσει σ’ άλλους τόπους. Όμως βγήκε και πάλι μόνος του. Ντυμένος στα λευκά, με τα χέρια πίσω από τη πλάτη, με ηλιοκαμένο πρόσωπο. Το πρωί γύριζε στα πανηγύρια και με πονηρό ύφος παζάρευε άλογα. Μετά μου εξήγησε, όταν το σχέδιο ναυάγησε, πως ο σκοπός του ήταν ν’ απομακρύνει όλα τα ζώα από τη κοιλάδα και ν’ αναγκάσει τον καθένα ν’ αγοράσει μηχανές απ’ αυτόν.
-“Όμως” έλεγε, “το πιο χοντρό ζώο απ’ όλα, ήμουν εγώ που το σκέφτηκα. Έπρεπε να το ξέρω πως εδώ άνθρωποι και βόδια είναι όλοι τους μια ράτσα”.
Περπατάμε πάνω από μισή ώρα. Η κορφή είναι κοντά και συνεχώς μεγαλώνει γύρω μας το θρόισμα και το σφύριγμα του ανέμου. Ο ξάδερφός μου σταματά ξάφνου και γυρνώντας μου λέει:
-“Φέτος θα γράψω στην πινακίδα: -Το Σαν Στέφανο ήταν πάντα πρώτο στις γιορτές της κοιλάδας του Μπέλμπο- κι ας λένε αυτοί απ’ το Κανέλι”. Μετά ξαναπήρε την ανηφόρα. Έν άρωμα από χώμα κι αέρα μας τυλίγει στο σκοτάδι, κάποιο μακρινό φως, αγροικίες, αυτοκίνητα που μόλις ακούγονται κι εγώ σκέφτομαι τη δύναμη που μου ‘δωσεν αυτός ο άνθρωπος τραβώντας την από τη θάλασσα, από τις μακρινές χώρες, απ’ αυτή την ησυχία που διαρκεί.
Ο ξάδερφός μου δε μιλά για τα περασμένα ταξίδια. Λέει ξερά πως ήταν σ’ αυτό ή στο άλλο μέρος και σκέφτεται τις μηχανές του. Μόνον ένα όνειρο απόμεινε στο αίμα του: Ταξίδευε κάποτε όταν ήτανε θερμαστής σ’ ένα ολλανδικό ψαράδικο κι είδε να πετάνε τα βαριά καμάκια στον ήλιο, είδε να φεύγουνε φάλαινες ανάμεσα σ’ αφρούς από αίμα, να τις κυνηγά και να σηκώνουνε τις ουρές και να παλεύουν με τα καμάκια.
Μου το αναφέρει καμμιά φορά. Αλλά όταν του λέω πως είναι τυχερός που ‘δε την αυγή στα πιο όμορφα νησιά της γης, στη θύμηση χαμογελά κι αποκρίνεται πως ο ήλιος ανάτειλε την ώρα που η μέρα ήτανε γρια γι’ αυτούς.
7-19 Σεπτέμβρη-Νοέμβρη 1930
προγονοι
Σαστισμένος από τον κόσμο, έφτασα στην ηλικία που έριχνα μεγάλες γροθιές στον αέρα κι έκλαιγα μονάχος μου. Είναι μικρή χαρά ν’ ακούς τις κουβέντες των αντρών και των γυναικών χωρίς να ξέρεις να απαντήσεις. Όμως κι αυτή η εποχή πέρασε. Δεν είμαι πια μόνος κι αν δε ξέρω να πω, ξέρω να το κάνω λιγάκι. Βρήκα φίλους βρίσκοντας τον εαυτό μου. Ανακάλυψα ότι πριν να γεννηθώ, έζησα πάντα με σκληρούς άντρες, αφεντικά του εαυτού τους και κανείς δεν ήξερε τι να πει κι όλοι ήτανε σιωπηλοί.
Δυο κουνιάδοι άνοιξαν ένα μαγαζί -η πρώτη τύχη της οικογένειάς μας- κι ο ξενομερίτης ήτανε σοβαρός, συμφεροντολόγος, αμείλικτος, μικροπρεπής: μια γυναίκα. Ο άλλος άντρας, ο δικός μας άντρας, στο μαγαζί συνήθιζε να διαβάζει μυθιστορήματα -στο χωριό αυτό ήταν αρκετό- κι οι πελάτες που μπαίναν ακούγαν να απαντά μ’ απότομες κουβέντες ότι η ζάχαρη και τ’ αλάτι είχαν εξαντληθεί. Αργότερα λοιπόν αυτός ο δικός μας άντρας βοήθησε τον κουνιάδο που χρεωκόπησε.
Το να σκέφτομαι αυτόν τον κόσμο νιώθω πιο δυνατός από το να κοιτώ στον καθρέφτη σηκώνοντας τις πλάτες, σουφρώνοντας τα χείλη σε μεγαλοπρεπές χαμόγελο. Ένας από τους παππούδες μου έζησε, πολύ καιρό πριν, εξαπατήθηκε από ένα συγχωριανό του και τότε αυτός έσκαψε το αμπέλι -κατακαλόκαιρα- για να δει τη δουλειά να γίνεται καλά. Έτσι έζησα πάντα κι έχω πάντα τίμιο πρόσωπο πληρώνοντας τοις μετρητοίς.
Στην οικογένειά μας οι γυναίκες δεν υπολογίζονται. Θέλω να πω, πως οι δικές μας γυναίκες μένουνε σπίτι και μας φέρνουνε στον κόσμο και δεν μιλάνε δεν υπολογίζονται διόλου και δε τις θυμόμαστε. Κάθε γυναίκα μας ενσταλάζει στο αίμα κάτι καινούριο, αλλά όλες σκοτώνονται στη δουλειά και μεις, έτσι ανανεωμένοι είμαστε οι μόνοι που αντέχουν. Είμαστε γεμάτοι ελαττώματα, ιδιοτροπίες και φόβους -εμείς, οι άνδρες, οι πατεράδες- κάποιος σκοτώθηκε, ποτέ δεν γνωρίσαμε ντροπή, δεν υπήρξαμε ποτέ γυναίκες, ποτέ δούλοι σε κανένα.
Βρήκα μια γη βρίσκοντας τους συντρόφους, μια κακή γη, που είναι προνόμιο να μη κάνεις απολύτως τίποτα και να ονειρεύεσαι το μέλλον. Γιατί η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή για τους φίλους μου και μένα. Εμείς ξέρουμε να τσακιζόμαστε από τον κόπο, αλλά το πιο μεγάλο όνειρο των γονιών μου ήτανε πάντα να μη κάνουνε τίποτα, σα τους μάγκες.
Γεννηθήκαμε για να περιπλανιόμαστε πάνω σ’ αυτούς τους λόφους δίχως γυναίκες βάζοντας τα χέρια πίσω απ’ τη πλάτη.
Άνοιξη 1932
χαμενος κοσμος
Πάρα πολύ θάλασσα. Είδαμε πολύ θάλασσα. Αργά το σούρουπο που το νερό απλώνεται άτονο και ξεθωριασμένο στο τίποτα, ο φίλος μου το κοιτά επίμονα, εγώ κοιτώ το φίλο μου και κανείς δε μιλά. Το βράδυ καταλήγουμε στο βάθος μιας ταβέρνας μες στους καπνούς μόνοι μας, να πίνουμε παρέα. Ο φίλος μου έχει τα όνειρα του (είναι λιγάκι μονότονα τα όνειρα, στο βουητό της θάλασσας) όπου το νερό ανάμεσα στα νησιά δεν είναι παρά ο καθρέπτης των λόφων που ‘ναι διάστικτοι από καταρράκτες κι αγριολούλουδα. Το κρασί του είναι σαν τα όνειρά του. Βλέπει, κοιτώντας το ποτήρι, ν’ ανεβαίνει πράσινους λόφους στη πεδιάδα της θάλασσας. Οι λόφοι μου αρέσουνε και τον αφήνω να μιλά για τη θάλασσα -το νερό είναι τόσο διάφανο που φαίνονται τα βότσαλα.
Βλέπω μόνο λόφους και μου γεμίζουνε τον ουρανό και τη γη με τις σταθερές γραμμές των μακρινών και κοντινών πλαγιών. Μόνον οι δικοί μου είναι άγριοι κι αυλακωμένοι με κουρασμένα αμπέλια πάνω στη καμένη γη. Ο φίλος τους δέχεται και τους θέλει ντυμένους στα λουλούδια και στ’ άγρια φρούτα για ν’ ανακαλύψει γελώντας, κορίτσια πιο γυμνά από τα φρούτα. Αυτό δεν είναι απαραίτητο: στα πιο σκληρά όνειρά μου δε λείπει το χαμόγελο.
Αν αύριο το πρωί πηγαίναμε προς τους λόφους, θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στ’ αμπέλια κάποια μελαχρινή, ηλιοκαμένη κοπέλα και πιάνοντας κουβέντα, να φάμε λίγα από τα σταφύλια της.
1933
δυο τσιγαρα
Κάθε βράδυ είναι λευτεριά. Κοιτάς τις αντανακλάσεις της ασφάλτου πάνω στους δρόμους που ανοίγουνε διάπλατα, λάμποντας στον άνεμο. Κάθε περαστικός έχει ένα πρόσωπο και μιαν ιστορία. Αλλ’ αυτή την ώρα δεν υπάρχει πλέον κούραση: τα χιλιάδες λαμπιόνια είναι όλα για όποιο δε μπορεί ν’ ανάψει ένα σπίρτο. Η φλογίτσα σβήνει στο πρόσωπο της γυναίκας που μου ζήτησε το σπίρτο. Ο αέρας σβήνει τη φλόγα. Απογοητευμένη η γυναίκα μού ζητά έν άλλο που σβήνει κι αυτό: η γυναίκα γελά σιγανά.
Εδώ μπορούμε να μιλάμε φωναχτά και να φωνάζουμε, αφού κανείς δε μας ακούει. Σηκώνουμε τα μάτια στα πολλά παράθυρα -μάτια σβηστά που κοιμούνται- και περιμένουμε. Η γυναίκα σφίγγει τις πλάτες και παραπονιέται πως έχασε τη χρωματιστή της εσάρπα που τη ζέσταινε τη νύχτα. Αλλ’ αρκεί να γείρουμε στη γωνιά κι ο αγέρας δεν είναι πλέον παρά ένα φύσημα. Πάνω στη κατεστραμμένη άσφαλτο υπάρχει ήδη ένα αποτσίγαρο. Αυτή η σάρπα ήρθε από το Ρίο, αλλά η γυναίκα λέει πως είναι χαρούμενη που την έχασε, γιατί συνάντησε μένα. Αν η σάρπα ήρθε από το Ρίο, πέρασε τη νύχτα πάνω από τον φωτισμένο ωκεανό με το μεγάλο υπερωκεάνιο. Βέβαια, νύχτες μ’ αγέρα σα κι αυτή. Είναι το δώρο ενός ναύτη του. Ο ναύτης δεν υπάρχει πλέον. Η γυναίκα μου λέει σιγά πως αν ανέβω μαζί της, θα μου δείξει το πορτραίτο του με τα σγουρά μαλλιά και μαυρισμένον από τον ήλιο. Ταξίδευε πάνω σε βρώμικα βαπόρια και καθάριζε τις μηχανές: εγώ είμαι πιο ωραίος.
Πάνω στην άσφαλτο υπάρχουν δυο αποτσίγαρα. Κοιτάμε στον ουρανό: Το παράθυρο κει ψηλά -μου δείχνει με το δάχτυλο η γυναίκα- είναι το δικό μας. Αλλά κει πάνω δεν υπάρχει θερμάστρα. Τη νύχτα πίσω από τα βαπόρια που περνάνε, λάμπουνε λίγα φώτα ή μόνο τ’ αστέρια. Πιασμένοι αλαμπρατσέτα διασχίζουμε την άσφαλτο, παίζοντας για να ζεσταθούμε.
1933
μιαν εποχη
Κάποτε το σώμα αυτής της γυναίκας ήτανε σφιχτό, νέα σάρκα: όταν ήταν έγκυος, κρυβότανε και μελαγχολούσε μoνάχη της. Δεν της άρεσε να βγαίνει άσχημη στο δρόμο. Τον υπόλοιπο καιρό (ήταν νέα και χωρίς να το θέλει έκανε πολλά παιδιά) περνούσε στο δρόμο με σίγουρο βήμα κι ήξερε να χαίρεται κάθε λεπτό. Τα φορέματα ανεμίζανε τα βράδια του Μάρτη και στριμώχνονταν και κυματίζανε γύρω από τις γυναίκες που διαβαίνανε. Το γυναικείο της κορμί κινιότανε σίγουρο στον αγέρα που ‘σβηνε, αφήνοντάς το ακίνητο. Δεν είχε τίποτε άλλο καλό πάνω της παρά κείνο το κορμί, που τώρα είναι εξαντλημένο από τα τόσα παιδιά.
Τα βράδια με τον αγέρα απλώνεται, μια μυρωδιά υγρασίας, η μυρωδιά που ‘χε το σώμα όπως τότε που ήταν νέα κάτω από κείνα τα ρούχα. Γεύση νοτισμένου χώματος, που κάθε Μάρτη επιστρέφει. Ακόμη και κει που στη πόλη δεν υπάρχουνε δρόμοι και δε φτάνει με τον ήλιο η ανάσα του αγέρα, το κορμί της ζούσε, αναδίδοντας αναστατωμένους χυμούς ανάμεσα στους πέτρινους τοίχους. Με τα χρόνια κι αυτή που ‘χε ταΐσει άλλα σώματα, τσακίστηκε και λύγισε. Δεν είναι ωραίο να τη κοιτάς, έχασε κάθε δύναμη· αλλά, από τα πολλά της παιδιά, μια κόρη γυρίζει για να περάσει το βράδυ, από τους δρόμους και να δείξει στον άνεμο κάτω από τα δέντρα, το σώμα της που ζει, φρέσκο και δυνατό. Υπάρχει ακόμη κι ένας γιος που γυρνά και ξέρει να στέκεται μόνος και να διασκεδάζει μόνος. Του αρέσει να κοιτά τις αντανακλάσεις στα παράθυρα, ευχαριστημένος, για τον τρόπο που κρατά αγκαζέ τη κοπέλα του. Του αρέσει, παίζοντας με τα μπράτσα, να τη πλησιάζει, αυτή ν’ αντιστέκεται κι αυτός να τη φιλά στο λαιμό. Πάνω απ’ όλα του αρέσει, αφότου έκανε έρωτα με τη γυναίκα αυτή να την αφήνει να μελαγχολεί κι αυτός να γυρνά στον εαυτό του. Έν αγκάλιασμα τον κάνει μόνο να γελά, ένας γιος θα τον έκανε να θυμώσει.
Το κορίτσι το ξέρει κι είναι έτοιμη να κρύψει την άσχημη κοιλιά, όμως χαίρεται μαζί του και θαυμάζει τη δύναμη κείνου του κορμιού που χρειάζεται για να κάνει τόσα άλλα πράγματα.
1933
atlantic oil
Ο μεθυσμένος μηχανικός είναι ευτυχισμένος, πεσμένος σ’ ένα χαντάκι. Το βράδυ από τη ταβέρνα, σε πέντε λεπτά μέσα από το λιβάδι κάποιος είναι σπίτι: αλλά πριν, υπάρχει η φρεσκάδα του χορταριού για να φχαριστηθεί κι ο μηχανικός κοιμάται μέχρι να ‘ρθει η αυγή. Δίπλα, στο λιβάδι, υψώθηκε η κοκκινόμαυρη πινακίδα: όποιος πλησιάζει πολύ, δε μπορεί να τη διαβάσει, γιατί είναι μεγάλη. Αυτή την ώρα είναι ακόμα νοτισμένη από τη δροσιά. Ο δρόμος τη μέρα, τη σκεπάζει με σκόνη, όπως σκεπάζει τα βάτα. Ο μηχανικός κάτω, σαλεύει στον ύπνο του. Απόλυτη σιωπή. Σε λίγο στη θαλπωρή του ήλιου, θα περάσουνε τ’ αυτοκίνητα χωρίς σταματημό, ξυπνώντας τη σκόνη. Απρόσμενα στη κορφή του λόφου, επιβραδύνουνε λιγάκι και μετά ρίχνονται προς τα κάτω από την στροφή. Κάποιο σταματά στη σκόνη, μπρος στο γκαράζ για να βάλει βενζίνη.
Οι μηχανικοί το πρωί, θα ‘ναι λιγάκι ζαλισμένοι καθισμένοι πάνω στα μπιτόνια, περιμένοντας για δουλειά. Είναι ωραίο να περνάς το πρωί καθισμένος στη σκιά. Εδώ η βρώμα των λαδιών ανακατεύεται, με τη μυρωδιά του πράσινου, του καπνού και του κρασιού κι η δουλειά έρχεται να τους βρει ακριβώς στη πόρτα τους. Πότε-πότε γίνεται κάτι για να γελάσουνε: χωριάτισσες που περνάνε και κατηγοράνε, για τα ζώα και για τα φοβισμένα κορίτσια, το γκαράζ για τη κίνηση· χωριάτες που λοξοκοιτάζουν. Ο καθείς τους, κάθε τόσο, κατεβαίνει στα γρήγορα στο Τορίνο και γυρίζει πιο άδειος. Μετά ανάμεσα στα γέλια και στο πούλημα της βενζίνης, κάποιος σταματά: αυτά τα χωράφια, να τα κοιτάς μόνον, είναι γεμάτα σκόνη από το δρόμο κι αν κάθεσαι στο χορτάρι η σκόνη φεύγει.
Ανάμεσα στις πλαγιές υπάρχει πάντα ένα αμπέλι που αρέσει σ’ όλες τις άλλες: κι η ιστορία θα τελειώσει όταν ο μηχανικός παντρευτεί το αμπέλι που του αρέσει και τη κοπέλα που αγαπά. Θα βγει να σκάψει κάτω από τον ήλιο και θα γυρίσει με το σβέρκο μαυρισμένο και θα πιει το κρασί του, που το ‘στιψε τις νύχτες του φθινοπώρου, στο υπόγειο.
Το βράδυ περνάν αυτοκίνητα ,αλλά πολύ πιο ήσυχα, τόσο που δε ξυπνήσανε τον μεθυσμένο που κοιμάται στο χαντάκι. Τούτη τη νύχτα η κίνηση δε σηκώνει πολύ σκόνη. Στο φως των φαναριών μπορείς να δεις καθαρά τη πινακίδα στο λιβάδι, πάνω στη στροφή.
Την αυγή τ’ αυτοκίνητα κινούνται προσεχτικά και δεν ακούγεται θόρυβος, παρά μόνο το δροσερό αεράκι. Και φτάνοντας στη κορφή, χάνονται στη πεδιάδα, καθώς βυθίζονται στο σκοτάδι.
1933
η δουλεια κουραζει
Το πέρασμα ενός δρόμου για να το σκάσει από το σπίτι, είναι κάτι που το κάνει μόνον έν αγόρι, αλλ’ αυτός ο άντρας που γυρνά όλη μέρα στους δρόμους, δεν είναι πια έν αγόρι και δε το σκάει από το σπίτι. Υπάρχουνε καλοκαιρινά απογεύματα που ακόμα κι οι πλατείες είναι άδειες, απλωμένες κάτω από τον ήλιο που γέρνει κι αυτός ο άντρας που φτάνει από μια λεωφόρο ανώφελων δέντρων, σταματά.
Αξίζει τον κόπο να ‘σαι μόνος, για να ‘σαι πάντα πιότερο μόνος; Αν το μόνο που κάνεις είναι να περιπλανιέσαι στους δρόμους και τις πλατείες, θα τους βρίσκεις πάντα άδειους. Πρέπει να σταματήσεις μια γυναίκα να της μιλήσεις και ν’ αποφασίσεις να ζήσετε μαζί. Διαφορετικά, κάποιος μιλά μόνος του. Γι’ αυτό μερικές φορές τη νύχτα στο σκοτάδι, ένας μεθυσμένος μιλά στον κόσμο και τους διηγείται τα σχέδια μιας ολάκερης ζωής.
Δεν είναι σίγουρο ότι περιμένοντας στην έρημη πλατεία, θ’ ανταμώσεις κάποιον, αλλά όποιος γυρνά στους δρόμους κάθε τόσο σταματά. Αν ήτανε δυο, γυρνώντας στους δρόμους, το σπίτι θα ‘ταν εκεί που βρισκόταν εκείνη η γυναίκα και θ’ άξιζε τον κόπο.
Τη νύχτα η πλατεία επιστρέφει έρημη κι αυτός ο άντρας, που περνά, δε βλέπει τα σπίτια ανάμεσα στ’ ανώφελα φώτα, δε σηκώνει πια τα μάτια: ακούει, μόνο το λιθόστρωτο, που το φτιάξαν άλλοι άνθρωποι με ροζιασμένα χέρια, όπως τα δικά του. Δεν είναι σωστό να μένει κανείς στην έρημη πλατεία. Θα περάσει βέβαια κείνη η γυναίκα από το δρόμο που με προσευχές, θα ‘θελε να δημιουργήσει οικογένεια.
1934
οδυσσεας
Είναι ένας απογοητευμένος γέρος, γιατί γέννησε το γιο του πολύ αργά. Κοιτάζονται κάθε τόσο στα μάτια μα κάποτε έφτανε ένα χαστούκι. Ο γέρος βγαίνει έξω και γυρίζει με το γιο του που σφίγγει τη πλάτη και δε σηκώνει πια τα μάτια. Τώρα ο γέρος κάθεται ως αργά τη νύχτα, μπρος σ’ ένα μεγάλο παράθυρο, αλλά κανείς δεν έρχεται κι ο δρόμος είναι έρημος. Σήμερα το πρωί το αγόρι το ‘σκασε και θα επιστρέψει απόψε. Θα γελά ειρωνικά. Σε κανένα δε θα θέλει να πει αν έφαγε ή όχι το μεσημέρι. Ίσως θα ‘χει τα μάτια του κουρασμένα και θα πάει στο κρεβάτι σιωπηλός: δυο λασπωμένες αρβύλες.
Ύστερα από ένα μήνα βροχής το πρωινό ήτανε γαλάζιο. Ένα πικρό άρωμα φύλλων χύνεται από το ανοιχτό παράθυρο. Όμως ο γέρος δε κουνιέται στο σκοτάδι, δεν έχει ύπνο το βράδυ και θα ‘θελε να κοιμηθεί για να τα ξεχάσει όλα, όπως κάποτε όταν επέστρεφε μετ’ από μακρινή πορεία. Κάποτε για να ζεσταθεί, φώναζε και χτυπιότανε μόνος του. Το αγόρι που θα γυρίσει σε λίγο, δε δέχεται πια τα χαστούκια. Το αγόρι αρχίζει να γίνεται άντρας και κάθε μέρα κάτι ανακαλύπτει και δε μιλά σε κανένα. Δεν υπάρχει τίποτα στο δρόμο που να μη το γνωρίζει καθισμένος σ’ αυτό το παράθυρο. Όμως το αγόρι περπατά στο δρόμο όλη τη μέρα. Δε ψάχνει για γυναίκες, όχι ακόμα, ούτε παίζει με τα χώματα. Κάθε φορά επιστρέφει.
Το αγόρι έχει τον τρόπο του να βγαίνει από το σπίτι, που όποιος μένει μέσα, νιώθει ότι δε μπορεί να κάνει πλέον τίποτα.
1935
γυναικες του παθους
Οι κοπέλες το γλυκοχάραμα, κατεβαίνουνε στο νερό όταν η θάλασσα απλωμένη ησυχάζει. Στο δάσος το κάθε φύλο ανασκιρτά ενώ δισταχτικές προβάλλουνε πάνω στην αμμουδιά και κάθονται στην ακρογιαλιά. Ο αφρός κάνει τα δικά του ζωηρά παιχνίδια. Οι κοπέλες φοβούνται τα φύκια που ‘ναι θαμμένα κάτω από τους ίσκιους, που τους αρπάζουν τα πόδια και τις πλάτες, όταν το σώμα είναι γυμνό. Βιαστικές ανεβαίνουνε στην ακτή και φωνάζουνε τα ονόματά τους, κοιτώντας τριγύρω. Ακόμη κι οι σκιές στο βυθό της θάλασσας, στο σκοτάδι, είναι τεράστιες και φαίνονται να κινούνται διστακτικές, αβέβαιες, σα να γοητεύονται από τα σώματα που περνάνε.
Το δάσος είναι ένα ήσυχο καταφύγιο, στον ήλιο που γέρνει, αλλ’ αρέσει στις μελαχρινές κοπέλες να κάθονται στο ύπαιθρο, στο σεντόνι. Κάθονται όλες σταυροπόδι σφίγγοντας το σεντόνι στα πόδια και κοιτάνε την απέραντη θάλασσα, όπως ένα λιβάδι το χάραμα. Μια τους θα τολμούσε να ξαπλώσει γυμνή σ’ ένα λιβάδι; Από τη θάλασσα θ’ αναπηδούσανε τα φύκια, που ακουμπάνε τα πόδια, για ν’ αρπάξουνε ξαφνικά και να τυλίξουνε σφιχτά το σώμα που τρέμει.
Υπάρχουν μάτια στη θάλασσα που κάποιες φορές λάμπουν. Η άγνωστη κείνη ξένη, που τη νύχτα κολυμπούσε μόνη και γυμνή στο σκοτάδι όταν άλλαζε το φεγγάρι, χάθηκε μια νύχτα και δε θα γυρίσει ποτέ πια.
Ήταν ψηλή και θα ‘πρεπε να ‘ναι λευκή εκτυφλωτική, έτσι όπως τη προφτάσανε τα μάτια μες από της θάλασσας τα βάθη.
15 Αυγούστου 1935
η πουτανα αγροτισσα
Ο απέναντι τοίχος γύρω από την αυλή έχει συχνά μιαν αντανάκλαση ενός μικρού ήλιου που θυμίζει τον αχυρώνα. Και το δωμάτιο, ακατάστατο κι έρημο στο πρωινό, όταν το κορμί ξυπνά, γνωρίζει τη μυρωδιά του πρώτου αδέξιου αρώματος. Ακόμα και το σώμα, μπερδεμένο στο σεντόνι είναι το ίδιο των πρώτων χρόνων, που η καρδιά χόρευε ανακαλύπτοντας. Τώρα κείνη ξυπνά μόνη, στο κάλεσμα του πρωινού, τις πρώτες ώρες κι αναδύεται στο βαρύ μισοσκόταδο, η εγκατάλειψη ενός άλλου ξυπνήματος: ο αχυρώνας της παιδικής ηλικίας κι η βαριά κούραση του ζεστού ήλιου που λάμπει στ’ αδιάφορο άνοιγμα της πόρτας. Έν άρωμα πότιζε απαλά το συνηθισμένο ιδρώτα των μαλλιών και τα ζώα το νιώθανε. Κρυφά, το σώμα χαιρότανε το γλυκό χάδι του ήλιου σα να ‘ταν μια επαφή.
Τώρα στην εγκατάλειψη του άδειου κρεβατιού, τα πόδια της είναι αδύναμα κι εξασθενημένα. Κοντά, κοντόχοντρα πόδια, σα του μικρού κοριτσιού. Το άπειρο κοριτσάκι μύριζε το άρωμα του καπνού και του άχυρου τρέμοντας στο εφήμερο άγγιγμα του άντρα: της άρεσε να παίζει. Μερικές φορές έπαιζε ξαπλωμένη με τον άντρα μες στο άχυρο, αλλά ο άντρας δε μύριζε τα μαλλιά: Έψαχνε μες στο άχυρο τα σφιγμένα πόδια της πιέζοντας με τον τρόπο που ‘κανε ο πατέρας της. Το άρωμα ήτανε λουλούδια πεταμένα πάνω στους βράχους.
Τώρα, καθώς ξυπνά αργά από τον ύπνο, συνεχίζει να επιστρέφει από το παρελθόν αυτή η χαλασμένη μυρωδιά των λουλουδιών, του αχυρώνα και του ήλιου. Δεν υπάρχει άντρας που να ξέρει τ’ απαλό χάδι κείνης της στυφής ανάμνησης. Δεν υπάρχει άντρας που να βλέπει πέρ’ από το ξαπλωμένο σώμα, κείνη τη παιδική ηλικία που πέρασε μες στη πιο αδέξια λαχτάρα.
11-15 Νοέμβρη 1937
το ενστικτο
Ο γέρος άνδρας, απογοητευμένος απ’ όλα, στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού του στον αδύναμο ήλιο, κοιτά το σκύλο και τη σκύλα ν’ ακολουθάνε το ένστικτό τους. Στο φαφούτικο στόμα του κυνηγιούνται μύγες. Η γυναίκα του έχει πεθάνει από καιρό. Κι αυτή σαν όλες τις σκύλες δεν ήθελε να ξέρει τίποτε γι’ αυτά, αλλά είχε το ένστικτο. Ο γέρος άνδρας αισθανότανε -δεν ήταν ακόμη φαφούτης- η νύχτα ερχότανε, πέφτανε στο κρεβάτι. Ήταν ωραίο το ένστικτο.
Αυτό που αρέσει στο σκυλί είναι η μεγάλη λευτεριά. Από το πρωί ως το βράδυ γυρίζει στους δρόμους· μερικές φορές τρώει, μερικές φορές κοιμάται, μερικές φορές καβαλά τις σκύλες. Δε περιμένει μέχρι το βράδυ. Σκέφτεται όπως μυρίζει κι οι μυρωδιές που νιώθει είναι δικές του.
Ο γέρος άντρας θυμάται πως μια φορά που ‘κανε έρωτα σα σκυλί σ’ ένα χωράφι με σιτάρι. Δε ξέρει πια με ποια σκύλα, αλλά θυμάται τον μεγάλο ήλιο και τον ιδρώτα και την επιθυμία να μη σταματήσει ποτέ. Ήταν όπως στο κρεβάτι. Αν γινότανε και πάλι νέος, θα ‘θελε να το κάνει πάντα σ’ ένα χωράφι με σιτάρι.
Μια γυναίκα κατεβαίνει στο δρόμο και σταματά για να κοιτάξει· ο παπάς περνά και γυρίζει. Στη δημόσια πλατεία μπορείς να κάνεις οτιδήποτε. Ακόμη κι η γυναίκα, που ντρέπεται να γυρίσει για να κοιτάξει τον άντρα, σταματά.
Μόνον έν αγόρι δεν αφήνει το παιχνίδι και τους πετροβολά. Ο γέρος άντρας θυμώνει.
Γενάρης 1936
πατροτητα
Άντρας μόνος αντίκρυ στην ανώφελη θάλασσα, περιμένοντας το βράδυ, περιμένοντας το πρωί. Τα παιδιά παίζουν, μα ο άντρας αυτός θα ‘θελε να ‘χει ένα παιδί και να το βλέπει να παίζει. Μεγάλα σύννεφα φτιάχνουν ένα παλάτι στο νερό που κάθε μέρα καταστρέφεται και ξαναγίνεται και βάφει τα παιδιά στο πρόσωπο. Πάντα θα υπάρχει η θάλασσα. Το πρωινό πληγώνει. Σ’ αυτή την υγρή αμμουδιά σέρνεται ο ήλιος, πιασμένος σε δίχτυα και σε πέτρες.
Βγαίνει ο άντρας στον θολό ήλιο και περπατά κατά μήκος της θάλασσας. Δε κοιτά τους μουσκεμένους υγρούς αφρούς που βρέχουνε την ακτή και δεν ησυχάζουνε πια ποτέ. Αυτή την ώρα τα μωρά λαγοκοιμούνται ακόμα στη θαλπωρή του κρεβατιού. Αυτή την ώρα λαγοκοιμάται στο κρεβάτι μια γυναίκα, που θα ‘κανε έρωτα αν δεν ήταν μονάχη της. Ο άντρας γδύνεται αργά και γυμνός όπως κι η γυναίκα που λείπει, κατεβαίνει στη θάλασσα.
Κατόπιν τη νύχτα, που η θάλασσα ξεθυμαίνει, ακούει το μεγάλο κενό που υπάρχει κάτω από τα αστέρια. Τα παιδιά μες στα κοκκινισμένα σπίτια σκουντουφλάνε από τη νύστα και κάποιο κλαίει. Ο άντρας, κουρασμένος από την αναμονή, σηκώνει τα μάτια στ’ άστρα που δε νιώθουνε τίποτα.
Υπάρχουνε γυναίκες που αυτή την ώρα ξεντύνουν ένα παιδί και το κοιμίζουν. Υπάρχει κάποια σ’ ένα κρεβάτι αγκαλιασμένη μ’ έναν άντρα. Από το σκοτεινό παράθυρο μπαίνει ένα βραχνό λαχάνιασμα που κανείς δεν ακούει, παρά μόνον ο άντρας που ξέρει όλη την ανία της θάλασσας.
Οκτώβρης 1935
το πρωινο αστερι
Ο μοναχικός άντρας σηκώνεται όταν η θάλασσα είναι ακόμα σκοτεινή και τ άστρα τρεμοπαίζουν. Μια θαλπωρή αναπνοής σηκώνεται από την ακρογιαλιά, που είναι το κρεβάτι της θάλασσας και γλυκαίνει την ανάσα. Αυτή είναι η ώρα που τίποτα δε πρόκειται να συμβεί. Ακόμη κι η πίπα ανάμεσα στα δόντια κρέμεται σβηστή. Νυχτερινός είναι κι ο σιγανός παφλασμός.
Ο μοναχικός άντρας άναψε ήδη μια μεγάλη φωτιά από κλαδιά και τη κοιτά που κοκκινίζει το χώμα. Ακόμα κι η θάλασσα σε λίγο θα ‘ναι σα τη φωτιά, πυρακτωμένη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πικρό από την αυγή μιας μέρας κατά την οποία τίποτα δε θα συμβεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πικρό από το ανώφελο. Στον ουρανό κρέμεται κουρασμένο ένα χλωμό αστέρι, σαστισμένο από την αυγή. Βλέπει τη θάλασσα να ‘ναι ακόμα σκοτεινή και τη κηλίδα της φωτιάς όπου ο άντρας, για να κάνει κάτι, ζεσταίνεται και πέφτει να κοιμηθεί ανάμεσα στα σκοτεινά βουνά, που υπάρχει ένα κρεβάτι από χιόνι. Το αργό πέρασμα της ώρας είναι αδίστακτο για κείνον που δε περιμένει πλέον τίποτα.
Αξίζει τον κόπο να σηκωθεί ο ήλιος από τη θάλασσα και να ξεκινήσει η ατέλειωτη μέρα; Αύριο θα ξανάρθει η αδιάφορη αυγή με το διάφανο φως και θα ‘ναι πάλι όπως χτες και τίποτα δε θα συμβεί.
Ο μοναχικός άντρας θα ‘θελε μονάχα να κοιμηθεί.
Όταν το τελευταίο αστέρι θα σβήσει στον ουρανό, ο άντρας ετοιμάζει αργά-αργά τη πίπα του και την ανάβει.
9-12 Γενάρη 1936
—————————
Cesare Pavese
“Lavorare Stanca” (1936)
Μετ: Γιάννης Η. Παππάς
—————————
Ο Θάνατος Θα ‘Ρθεί Και Θα ‘Χει Τα Μάτια Σου
Ο θάνατος θα ‘ρθεί
και θα ‘χει τα μάτια σου
ο θάνατος που ‘ναι μαζί μας
ξάγρυπνος απ’ το πρωί ως το βράδυ,
άφωνος σα τη παλιά τύψη
ή κάποιο πάθος ανόητο.
Τα μάτια σου θα ‘ναι μάταιη λέξη,
πνιγμένη κραυγή, μια σιωπή.
Σαν κι αυτή που κάθε πρωί
βλέπεις, όταν σκύβεις μονάχη
πάνω απ’ τον καθρέφτη.
Ω αγαπημένη ελπίδα,
κείνη τη μέρα
που κι οι δυο θα μάθουμε
πως είσαι ζωή και τίποτα.
Ο θάνατος έχει
ένα βλέμμα για όλους.
Ο θάνατος θα ‘ρθει
και θα ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σα να παρατάς ένα πάθος,
σα να βλέπεις ένα νεκρό πρόσωπο
ν’ αναδύεται απ’ τον καθρέφτη,
σα ν’ ακούς χείλη κλειστά να μιλάνε.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί…
Πάντα Επιστρέφεις Πρωί*
Η αμυδρή ανάσα της Αυγής
αναπνέει με το στόμα
στις άκρες των άδειων δρόμων.
Γκρίζο φως τα μάτια σου,
γλυκές σταγόνες αυγής
σε σκοτεινούς λόφους.
Τα βήματα κι η ανάσα σου
σαν τον άνεμο της αυγής
πνίγουν τα σπίτια.
Η πόλη τρέμει,
οι πέτρες εκπνέουν
-είσαι ζωή, ένα ξύπνημα.
Αστέρι χαμένο
στο φως της αυγής,
τρίξιμο του αεράκι,
ζεστασιά, ανάσα
-η νύχτα τελείωσε.
Είσαι ‘λαφριά και πρωινη…
* τίτλος αγγλικά γραμμένος για την ερωμένη του, Constance
Οι Γάτες Θα Το Ξέρουν
Ακόμα θα πέφτει η βροχή
Στα γλυκά σου λιθόστρωτα
Μια σιγανή βροχή
Σαν φύσημα ή σα βηματισμός.
Ακόμα η αύρα κι η αυγή
Θ’ ανθίζουν απαλά
Σαν κάτω από το βήμα σου
Όταν εσύ θα επιστρέφεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια
και τα παράθυρα
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θα υπάρξουν άλλες μέρες
Θα υπάρξουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ’ ακούς λέξεις παλιές
Λέξεις κουρασμένες κι άδειες
Όπως τα παρατημένα ρούχα
Της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις κι εσύ χειρονομίες
Θα απαντάς με λέξεις-
Πρόσωπο της άνοιξης
Θα κάνεις κι εσύ χειρονομίες.
Οι γάτες θα το ξέρουν
Πρόσωπο της άνοιξης
κι η σιγανή βροχή.
Η αυγή με χρώματα υακίνθων
Που τη καρδιά ξεσχίζουν
Εκείνου που δεν ελπίζει πια σε σένα
Είναι το λυπημένο χαμόγελο
Που χαμογελάς μονάχη σου.
Θα υπάρξουν άλλες μέρες
Άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Θα υποφέρουμε την αυγή
ανοιξιάτικο πρόσωπο.
Χώρα
Είσαι σα κάποια χώρα
που ποτέ κανείς δεν ονόμασε.
Τίποτε δε περιμένεις
παρά μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει από τα βάθη
σα τον καρπό ανάμεσα στους κλώνους.
Είναι ένας άνεμος που σε προφταίνει.
Πράγματα στεγνά, ξαναπεθαμένα
σου φράζουνε το δρόμο,
τα παίρνει ο άνεμος.
Μέλη και λέξεις αρχαίες.
Τρέμεις μες στο καλοκαίρι.
Συ Δε Ξέρεις...
Συ δε ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε,
όλοι μας ρίξαμε το όπλο
και τ’ όνομά μας.
Μια γυναίκα,
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε κει με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδειο ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του.
Μια γυναίκα μας περιμένει
στους λόφους…
Ό,τι Χρειαζεται Ένα Χωριό
Ό,τι χρειάζεσαι ένα χωριό,
έστω μόνο και μόνο
για την ευχαρίστηση, να το αφήσεις.
Το δικό σου χωριό σημαίνει
ότι δεν είσαι μόνος,
ότι ξέρεις ότι υπάρχει
κάτι από σένα στους ανθρώπους
και στα φυτά και στο χώμα,
ότι κι όταν δεν είσαι εκεί ακόμα
κάτι να σε καλωσορίσει, περιμένει…
Πρόσωπο Από Πέτρα Λαξευτή
Έχεις πρόσωπο από πέτρα λαξευτή,
αίμα από τη σκληρυμένη γη,
έρχεσαι απ’ τη θάλασσα.
Όλα μαζεύονται εκεί
κι εξετάζονται βαθιά
και τ’ απορρίπτεις
όπως αυτή η θάλασσα.
Στην καρδιά σου υπάρχει
σιωπή και λέξεις
που καταπίνονται.
Είσαι σκοτάδι.
Για σένα, η αυγή
είναι σιωπή.
Είσαι σαν τις φωνές της γης
-τον παφλασμό ενός κουβά
σ’ ένα πηγάδι.
Στο τραγούδι στη φωτιά,
στο γδούπο ενός μήλου,
τα παραιτημένα λόγια
και τα χτυπήματα
στα κατώφλια,
την κραυγή ενός αγοριού
-πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ.
Δεν είσαι βουβή.
Είσαι σκοτάδι.
Είσαι το κλειστό κελάρι,
στη χτυπημένη γη,
όπου κάποτε έμπαινε
ένα ξυπόλητο αγόρι
και θα θυμάται πάντα.
Είσαι το σκοτεινό δωμάτιο
που θα θυμάται πάντα,
όπως η παλιά αυλή
όπου αποκαλύφθηκε η αυγή.
Μαύρη Γη, Κόκκινη Γη
Μαύρη Γη, Κόκκινη Γη,
έρχεσαι απ’ τη θάλασσα,
από τ’ άνυδρο πράσινο,
όπου υπάρχουν αρχαίες λέξεις
κι αιματηρός μόχθος
και γεράνι ανάμεσα στους βράχους
-δεν ξέρεις πόσο φέρνεις μόχθο
και λόγια απ’ τη θάλασσα,
είσαι πλούσια σαν ανάμνηση,
σαν την άγονη ύπαιθρο,
εσύ ο σκληρότερος
και γλυκύτερος λόγος,
αρχαίος λόγω του αίματος
που μαζεύτηκε στα μάτια.
Νέα, σα φρούτο
που ‘ναι ανάμνηση κι εποχή
-η ανάσα σου αναπαύεται
κάτω απ’ τον ουρανό του Αυγούστου,
οι ελιές του βλέμματός σου
γλυκαίνουν τη θάλασσα,
και ζεις και ξαναζείς
χωρίς καμμίαν έκπληξη,
βέβαιη σαν τη γη,
σκοτεινή σαν τη γη,
ένας μύλος εποχών κι ονείρων
που αποκαλύπτεται
κάτω απ’ το φεγγάρι
να είναι τόσο παλιός,
ακριβώς όπως,
στα χέρια της μητέρας σου,
το μπωλ του φούρνου.
Τέλος Της Φαντασίας
Αυτό το σώμα
δεν θα κινήσει ξανά.
Αγγίζοντας το δικό σου
Κόγχες ματιών
αισθάνεται κανείς
ότι ένας σωρός γης
είναι πιο ζωντανός,
ότι κι η γη,
ακόμη την αυγή,
δεν κρατιέται τόσο ήσυχη.
Αλλά ένα πτώμα
είναι τα απομεινάρια
πάμπολλων αφυπνίσεων.
Έχουμε μόνο αυτή τη δύναμη:
να ξεκινάμε κάθε μέρα στη ζωή
-πριν από τη γη,
κάτω από έναν σιωπηλό ουραν
-προσμένοντας αφύπνιση.
Κάποιος εκπλήσσεται,
τόση αγγαρεία την αυγή.
Μέσω της αφύπνισης
μες στην αφύπνιση
γίνεται μια δουλειά.
Μα ζούμε μόνο για
να τρέμουμε μπροστά
και να ξυπνάμε
τη γη μια φορά.
Κατά καιρούς συμβαίνει.
Μετά μαζι μας ηρεμεί.
Αν άγγιζε αυτό το πρόσωπο
το χέρι δεν θα έτρεμε
-αν τ’ ολοζώντανο χέρι
θα αισθανόταν ζωντανό
αγγίζοντάς το-
αν είναι αλήθεια
ότι αυτό το κρύο
είναι μόνο το κρύο
σε τούτη τη γη,
παγωμένο την αυγή,
ίσως θα ήταν αφύπνιση
κι αυτά τα πράγματα
που παραμένουν ήσυχα
κάτω από την αυγή,
θα μιλούσαν ξανά.
Αλλά μου τρέμει το χέρι
κι από όλα τα πράγματα
μοιάζει με ένα χέρι
π’ ακίνητο μνέσκει.
Άλλες φορές
το ξύπνημα την αυγή
ήτανε ξερός πόνος,
ένα δάκρυ φωτός,
ακόμη κι απελευθέρωση.
Ο τσιγκούνης λόγος στη γη
ήτο χαρούμενος, για μια στιγμή,
και το να πεθάνεις σήμαινε
να ξαναεπιστρέψεις εκεί.
Τώρα, το σώμα που περιμένει
είναι αυτό που απομένει
από πάρα πολλά ξυπνήματα
και δεν επιστρέφει στη γη.
Δεν το λένε καν,
τα σκληρυμένα χείλη.
