Plath Sylvia: Λογοδοσμένη Mε Tο Χάρο…

Βιογραφικό

     H Sylvia Plath (Σύλβια Πλαθ) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Πιστώνεται τη προώθηση του είδους της εξομολογητικής ποίησης κι είναι πιότερο γνωστή για το The Colossus & Other Poems (1960), Ariel (1965) και The Bell Jar,  ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε λίγο πριν απ’ την αυτοκτονία της το 1963. Τα Συλλεχθέντα Ποιήματα δημοσιεύθηκαν το 1981, που περιλάμβαναν πριν αδημοσίευτα έργα. Για τη συλλογή αυτή τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ στη ποίηση το 1982 κι έγινε η 4η που λαμβάνει αυτή τη τιμή μετά θάνατον.
     Γεννημένη στη Βοστώνη, αποφοίτησε από το Smith College Μασαχουσέτης και το Πανεπιστήμιο Cambridge της Αγγλίας, που ήτανε φοιτήτρια στο Newnham College. Η Πλαθ αργότερα σπούδασε με τον Ρόμπερτ Λόουελ στο Πανεπιστήμιο Βοστώνης, μαζί με τους ποιητές Αν Σέξτον και Τζορτζ Στάρμπακ. Παντρεύτηκε τον ποιητή Τεντ Χιουζ το 1956 κι έζησαν μαζί στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Αγγλία. Η σχέση τους ήταν ταραχώδης και στις επιστολές της, ισχυρίζεται κακοποίηση στα χέρια του. Είχανε 2 παιδιά πριν χωρίσουνε το 1962. Ήτο κλινικά καταθλιπτική το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της, αντιμετωπίστηκε πολλάκις με ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT). Έβαλε τέλος στη ζωή της το 1963.
     Γεννήθηκε στις 27 Οκτώβρη 1932 στη Βοστώνη Μασαχουσέτης. Η μητέρα της, Aurelia Schober Plath (1906-1994), ήταν Αμερικανίδα 2ης γενιάς αυστριακής καταγωγής κι ο πατέρας της, Otto Plath (1885-1940), ήταν από το Grabow Γερμανίας. Ήταν εντομολόγος και καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης που έγραψε βιβλίο για τις μέλισσες. Στις 27 Απρίλη 1935, γεννήθηκε ο αδελφός της, Warren. Το 1936 η οικογένεια μετακόμισε από την 24 Prince Street στην Jamaica Plain, Μασαχουσέτη, στην 92 Johnson Avenue, Winthrop, Μασαχουσέτη. Η μητέρα με τους παππούδες της Plath απ’ τη πλευρά της, τους Schobers, ζούσαν απ’ το 1920 σε τμήμα του Winthrop που ονομάζεται Point Shirley, τοποθεσία που αναφέρεται στη ποίησή της. Ενώ ζούσε στο Winthrop, η 8χρονη Plath δημοσίευσε το 1ο της ποίημα στο παιδικό τμήμα της Boston Herald. Τα επόμενα έτη δημοσίευσε πολλά ποιήματα σε περιφερειακά περιοδικά κι εφημερίδες. Στα 11, άρχισε να κρατά ημερολόγιο. Εκτός από το γράψιμο, έδειξε νωρίς πολλά υποσχόμενη ως καλλιτέχνης, κερδίζοντας βραβείο για τους πίνακές της από τα Scholastic Art &; Writing Awards το 1947. Ακόμη και στα νιάτα της, η Πλαθ οδηγήθηκε φιλόδοξα να πετύχει.



     Ο Όττο Πλαθ πέθανε στις 5 Νοέμβρη 1940, λίγο μετά τα 8α γενέθλια της, από επιπλοκές μετά τον ακρωτηριασμό ενός ποδιού λόγω διαβήτη που δεν είχε αντιμετωπιστεί. Είχε αρρωστήσει λίγο μετά τον θάνατο ενός στενού φίλου του από καρκίνο του πνεύμονα. Συγκρίνοντας τις ομοιότητες μεταξύ των συμπτωμάτων του φίλου του και των δικών του, πείστηκε ότι κι αυτός είχε καρκίνο πνεύμονα και δεν αναζήτησε θεραπεία μέχρι ο διαβήτης του να προχωρήσει πάρα πολύ. Μεγαλωμένη ως Ουνιταριανή, βίωσε απώλεια πίστης μετά το θάνατο του πατέρα και παρέμεινε αμφίθυμη σχετικά με τη θρησκεία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Ο πατέρας της θάφτηκε στο νεκροταφείο Winthrop στη Μασαχουσέτη. Μια επίσκεψη στον τάφο του πατέρα της την ώθησε αργότερα να γράψει το ποίημα Ηλέκτρα στο μονοπάτι της αζαλέας.
     Μετά το θάνατο του Otto, η Aurelia μετακόμισε με τα παιδιά και τους γονείς της στο 26 Elmwood Road, Wellesley, Massachusetts, το 1942. Η Plath σχολίασε στο “Ocean 1212-W“, απ’ τα τελευταία έργα της, ότι τα πρώτα 9 έτη της “σφραγίστηκαν σαν πλοίο σε μπουκάλι -όμορφο, απρόσιτο, ξεπερασμένο, ωραίος, λευκός ιπτάμενος μύθος“. Φοίτησε στο Bradford Senior High School, που είναι τώρα Wellesley High School στο Wellesley της Μασαχουσέτης, από όπου αποφοίτησε το 1950. Αμέσως μετά την αποφοίτησή της απ’ το γυμνάσιο, είχε τη πρώτη της εθνική δημοσίευση στο The Christian Science Monitor. Το 1950, φοίτησε στο Smith College, ιδιωτικό γυναικείο κολλέγιο φιλελεύθερων τεχνών στη Μασαχουσέτη, όπου αρίστευσε ακαδημαϊκά. Ενώ ήταν στο Smith, ζούσε στο Lawrence House και πλάκα μπορεί να βρεθεί έξω από το παλιό της δωμάτιο. Επιμελήθηκε το The Smith Review. Μετά το 3ο έτος, έλαβε πολυπόθητη θέση ως προσκεκλημένη συντάκτρια στο περιοδικό Mademoiselle, που σε διάρκεια πέρασε το μήνα στη Νέα Υόρκη. Η εμπειρία δεν ήταν αυτό που ήλπιζε και πολλά από τα γεγονότα που λάβανε χώρα στη διάρκεια κείνου του καλοκαιριού χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως έμπνευση για το μυθιστόρημά της The Bell Jar.



     Ήταν έξαλλη που δεν συνάντησε -είχε κανονίσει ο εκδότης, Cyrilly Abels- τον Ουαλλό ποιητή Dylan Thomas, ποιητή που το έργο του αγαπούσε, σύμφωνα τους φίλους της, πιότερο από την ίδια τη ζωή. Περιπλανιότανε γύρω από τη ταβέρνα White Horse και το ξενοδοχείο Chelsea 2 μέρες, ελπίζοντας να τονε συναντήσει, μα ήταν ήδη στο δρόμο για το σπίτι του. Λίγες εβδομάδες μετά, έκοψε τα πόδια της για να δει αν είχε αρκετό θάρρος για να αυτοκτονήσει. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν έγινε δεκτή σε σεμινάριο γραφής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ με τον συγγραφέα Frank O’Connor. Μετά την ηλεκτροσπασμοθεραπεία για κατάθλιψη, έκανε τη 1η τεκμηριωμένη απόπειρα αυτοκτονίας στις 24 Αυγούστου 1953, μπουσουλώντας κάτω από τη μπροστινή βεράντα και παίρνοντας τα υπνωτικά χάπια της μητέρας της.
     Επέζησε αυτής της απόπειρας, γράφοντας αργότερα ότι υπέκυψε μακάρια στη περιστρεφόμενη μαυρίλα που ειλικρινά πίστευε ότι ήταν αιώνια λήθη. Πέρασε τους επόμενους 6 μήνες σε ψυχιατρική περίθαλψη, λαμβάνοντας πιότερη θεραπεία ηλεκτρσόκ ινσουλίνης υπό τη φροντίδα της Ruth Beuscher. Η διαμονή της στο νοσοκομείο McLean κι η υποτροφία Smith πληρώθηκαν από την Olive Higgins Prouty, που επίσης ανάρρωσε από ψυχική κατάρρευση. Σύμφωνα με τον βιογράφο της Plath, Andrew Wilson, η Olive θα ‘παιρνε τον Δρ Tillotson στο καθήκον για τη κακή διαχείριση της ηλεκτροσπασμοθεραπείας, κατηγορώντας τον για την απόπειρα αυτοκτονίας της Sylvia. Φάνηκε ν’ αναρρώνει καλά κι επέστρεψε στο κολλέγιο. Γενάρη του 1955, υπέβαλε τη διατριβή της The Magic Mirror: A Study of the Double in Two of Dostoyevsky’s Novels και τον Ιούνιο αποφοίτησε από το Smith με A.B.. Ήταν μέλος της ακαδημαϊκής κοινωνίας τιμής Phi Beta Kappa και είχε IQ περίπου 160.
     Έλαβε υποτροφία Fulbright για να σπουδάσει στο Newnham College, έν από τα 2 κολλέγια μόνο για γυναίκες του Πανεπιστημίου Cambridge στην Αγγλία, που συνέχισε να γράφει ποίηση και να δημοσιεύει το έργο της στη φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Newnham, σπούδασε με τη Dorothea Krook, που την είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Πέρασε τις χειμερινές κι ανοιξιάτικες διακοπές του 1ου έτους ταξιδεύοντας σ’ όλη την Ευρώπη. Γνώρισε τον ποιητή Τεντ Χιουζ στις 25 Φλεβάρη 1956. Σε συνέντευξή της στο BBC το 1961, που τώρα βρίσκεται στο Αρχείο Ήχου Βρεττανικής Βιβλιοθήκης, η Πλαθ περιγράφει πώς γνώρισε τον Χιουζ:

   “Είχα διαβάσει μερικά απ’ τα ποιήματα του Τεντ σ’ αυτό το περιοδικό κι εντυπωσιάστηκα πολύ κι ήθελα να τονε γνωρίσω. Πήγα σ’ αυτή τη μικρή γιορτή κι εκεί συναντηθήκαμε… Τότε είδαμε πολλά ο ένας στον άλλον. Ο Τεντ επέστρεψε στο Κέιμπριτζ και ξαφνικά βρεθήκαμε να παντρευόμαστε λίγους μήνες αργότερα… Συνεχίσαμε να γράφουμε ποιήματα ο ένας στον άλλο. Στη συνέχεια, απλά μεγάλωσε απ’ αυτό, υποθέτω, αίσθηση ότι κι οι δύο γράφαμε τόσο πολύ και περνούσαμε τόσο ωραία κάνοντάς το, αποφασίσαμε ότι αυτό πρέπει να συνεχιστεί“.

     Η Πλαθ περιέγραψε τον Χιουζ ως τραγουδιστή, αφηγητή, λιοντάρι και περιπλανώμενο στον κόσμο με φωνή σα βροντή του Θεού. Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 16 Ιουνίου 1956, στο St George the Martyr, Holborn, στο δήμο Camden του Λονδίνου, με τη μητέρα της παρούσα και πέρασαν το μήνα του μέλιτος στο Παρίσι και στο Benidorm της Ισπανίας. Επέστρεψε στο Newnham τον Οκτώβρη για να ξεκινήσει το 2ο έτος της. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου κι οι δύο άρχισαν να ενδιαφέρονται βαθιά για την αστρολογία και το υπερφυσικό, χρησιμοποιώντας πίνακες ouija. Τον Ιούνιο του 1957, μετακομίσανε στις ΗΠΑ κι από Σεπτέμβρη δίδαξε στο Smith College, το alma mater της. Δυσκολεύτηκε να διδάξει και να έχει αρκετό χρόνο κι ενέργεια για να γράψει και στα μέσα του 1958, το ζευγάρι μετακόμισε στη Βοστώνη. Έπιασε δουλειά ρεσεψιονίστ στη ψυχιατρική μονάδα του Γενικού Νοσοκομείου Μασαχουσέτης και, το βράδυ, συμμετείχε σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής που έδωσε ο ποιητής Ρόμπερτ Λόουελ (που παρακολούθησαν επίσης οι συγγραφείς Αν Σέξτον και Τζορτζ Στάρμπακ). Κι οι 2 ενθάρρυναν τη Πλαθ να γράψει από εμπειρία και το ‘κανε. Συζήτησε ανοιχτά τη κατάθλιψή της με το Lowell και τις απόπειρες αυτοκτονίας με τη Sexton, που την οδήγησε να γράψει από πιο γυναικεία προοπτική. Άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της πιο σοβαρά εστιασμένη ποιήτρια και διηγηματογράφο. Εκείνη την εποχή το ζεύγος συνάντησε 1η φορά τον ποιητή W.S. Merwin, που θαύμαζε το έργο τους κι επρόκειτο να παραμείνει δια βίου φίλος. Η Plath επανέλαβε τη ψυχαναλυτική θεραπεία το Δεκέμβρη, σε συνεργασία με τη Beuscher.
     Το ζεύγος ταξίδεψε σ’ ολόκληρο τον Καναδά και τις ΗΠΑ, μένοντας στην αποικία καλλιτεχνών Yaddo Saratoga Springs της Νέας Υόρκης στα τέλη του 1959. Η Plath λέει ότι ήταν εδώ που έμαθε να είναι αληθινή στις δικές της παραξενιές, αλλά παρέμεινε ανήσυχη να γράψει εξομολογητικά, από βαθιά προσωπικό κι ιδιωτικό υλικό. Το ζεύγος μετακόμισε πίσω στην Αγγλία το Δεκέμβρη του 1959 κι έζησε στο Λονδίνο στν πλατεία Chalcot 3, κοντά στη περιοχή Primrose Hill Regent’s Park, όπου πλάκα αγγλική καταγράφει τη κατοικία της. Η κόρη τους Φρίντα γεννήθηκε τη 1η Απρίλη 1960 και τον Οκτώβρη δημοσίευσε τον Κολοσσό, τη 1η της ποιητική συλλογή.



     Φλεβάρη του 1961, η 2η εγκυμοσύνη της κατέληξε σε αποβολή. Αρκετά από τα ποιήματά της, συμπεριλαμβανομένου του Parliament Hill Fields, αναφέρονται σ’ αυτό το γεγονός. Σ’ επιστολή προς το θεραπευτή της, έγραψε ότι ο Hughes τη χτύπησε 2 μέρες πριν απ’ την αποβολή. Τον Αύγουστο ολοκλήρωσε το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της The Bell Jar κι αμέσως μετά, η οικογένεια μετακόμισε στο Court Green στη μικρή εμπορική πόλη North Tawton. Ο Νικόλαος γεννήθηκε Γενάρη του 1962. Στα μέσα του 1962, το ζεύγος άρχισε να κρατά μέλισσες, που θα ήτανε θέμα πολλών ποιημάτων.
     Τον Αύγουστο του 1961, το ζευγος νοίκιασε το διαμέρισμα στην πλατεία Chalcot, στην Assia (το γένος GutmannWevill και τον David Wevill. Ο Hughes εντυπωσιάστηκε αμέσως με την όμορφη Assia, καθώς ήταν μαζί του. Τον Ιούνιο του 1962, η Πλαθ είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, που το περιέγραψε ως μία από τις πολλές απόπειρες αυτοκτονίας. Τον Ιούλιο του 1962, ανακάλυψε ότι ο Hughes είχε σχέση με την Assia Wevill. Τον Σεπτέμβρη, χώρισαν.
      Ξεκινώντας τον Οκτώβρη του 1962, γνώρισε μεγάλη έκρηξη δημιουργικότητας κι έγραψε τα περισσότερα από τα ποιήματα που στηρίζεται τώρα η φήμη της, γράφοντας τουλάχιστον 26 από τα ποιήματα της μεταθανάτιας συλλογής της Άριελ κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής της. Τον Δεκέμβρη του 1962, επέστρεψε μόνη της στο Λονδίνο με τα παιδιά και νοίκιασε, με 5ετή μίσθωση, διαμέρισμα στην οδό Fitzroy 23 -μόνο λίγους δρόμους από το διαμέρισμα της πλατείας Chalcot. Ο William Butler Yeats ζούσε κάποτε στο σπίτι, που φέρει μπλε πλάκα αγγλική για τον Ιρλανδό ποιητή. Η Πλαθ ήταν ευχαριστημένη απ’ αυτό το γεγονός και το θεώρησε καλό οιωνό.
     Ο βαρύς χειμώνας του 1962-1963 ήταν από τους ψυχρότερους των τελευταίων 100 ετών. Οι σωλήνες πάγωσαν, τα παιδιά -2 ετών κι 9 μηνών- ήτανε συχνά άρρωστα και το σπίτι δεν είχε τηλέφωνο. Η κατάθλιψή της επέστρεψε, αλλά ολοκλήρωσε την υπόλοιπη ποιητική συλλογή της, που θα δημοσιευόταν μετά το θάνατό της (1965 στη Βρεττανία, 1966 στις ΗΠΑ). Το μοναδικό της μυθιστόρημα, The Bell Jar, εκδόθηκε Γενάρη του 1963, με το ψευδώνυμο Victoria Lucas κι αντιμετωπίστηκε με κριτική αδιαφορία.
     Πριν από το θάνατό της, προσπάθησε αρκετές φορές να αυτοκτονήσει. Στις 24 Αυγούστου 1953, πήρε υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών και στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1962, οδήγησε το αυτοκίνητό της από την άκρη του δρόμου σε ποτάμι, που αργότερα είπε ότι ήτανε προσπάθεια να αυτοκτονήσει.



     Γενάρη του 1963, μίλησε με τον John Horder, τον γενικό γιατρό της, και στενό φίλο που ζούσε κοντά της. Περιέγραψε το τρέχον καταθλιπτικό επεισόδιο που βίωνε. Ήταν σε εξέλιξη για 6-7 μήνες. Ενώ για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ήτανε σε θέση να συνεχίσει να εργάζεται, η κατάθλιψή της είχε επιδεινωθεί κι γίνει σοβαρή, που χαρακτηρίζεται από συνεχή διέγερση, αυτοκτονικές σκέψεις και αδυναμία να αντιμετωπίσει την καθημερινή ζωή. Πάλευε με την αϋπνία, έπαιρνε φάρμακα τη νύχτα για να προκαλέσει ύπνο και συχνά ξυπνούσε νωρίς. Έχασε 9 κιλά. Ωστόσο συνέχισε να φροντίζει τη φυσική της εμφάνιση και δεν μιλούσε προς τα έξω για αίσθημα ενοχής ή αναξίας. Ο Horder της συνταγογράφησε αντικαταθλιπτικό αναστολέα της μονοαμινοξειδάσης, λίγες ημέρες πριν από την αυτοκτονία της. Γνωρίζοντας ότι κινδύνευε με 2 μικρά παιδιά, λέει ότι την επισκεπτόταν καθημερινά κι έκανε επίπονες προσπάθειες για να εισαχθεί σε νοσοκομείο. Όταν αυτό απέτυχε, κανόνισε ιδιωτική νοσοκόμα.
     Ο Hughes ισχυρίστηκε σε χειρόγραφο σημείωμα προς τον κριτικό λογοτεχνίας Keith Sagar, που ανακαλύφθηκε το 2001, ότι τα αντικαταθλιπτικά που συνταγογραφήθηκαν ήτανε βασικός παράγοντας στην αυτοκτονία της. Είπε ότι είχε προηγουμένως ανεπιθύμητη αντίδραση σε κάποια συνταγογραφούμενα χάπια που ‘χε πάρει όταν ζούσαν στις ΗΠΑ. Όταν επέστρεψαν στην Αγγλία, τα χάπια πωλήθηκαν με διαφορετικό όνομα και παρόλο που ο Hughes δεν κατονομάζει ρητά τα χάπια, ισχυρίστηκε ότι είχαν συνταγογραφηθεί από νέο γιατρό που δεν είχε ιδέα για τις δυσμενείς επιπτώσεις. Οι σχολιαστές έχουν υποστηρίξει ότι επειδή τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να χρειαστούν ως και 3 βδομάδες για να τεθούνε σε ισχύ, η συνταγή από τον Horder δεν θα είχε πλήρη ισχύ, ωστόσο, οι ανεπιθύμητες ενέργειες των αντικαταθλιπτικών μπορούν να ξεκινήσουν αμέσως.
     Η νοσοκόμα επρόκειτο να φτάσει στις 9 το πρωί 11 Φλεβάρη 1963, για να τη βοηθήσει με τη φροντίδα των παιδιών της. Στην άφιξή της, δεν μπορούσε να μπει στο διαμέρισμα, αλλά τελικά απέκτησε πρόσβαση με τη βοήθεια ενός εργάτη, του Charles Langridge. Βρήκανε τη Πλαθ νεκρή με το κεφάλι της στο φούρνο, έχοντας σφραγίσει τα δωμάτια ανάμεσα σ’ αυτή και τα παιδιά της που κοιμόντουσαν, με ταινία, πετσέτες και πανιά. Ήτανε 30 ετών.
     Οι προθέσεις της έχουνε συζητηθεί. Κείνο το πρωί, ρώτησε τον γείτονά της στον κάτω όροφο, τον ιστορικό τέχνης Trevor Thomas (1907-1993), τι ώρα θα έφευγε. Άφησε επίσης ένα σημείωμα που έγραφε “Call Dr. Horder”, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού τηλεφώνου του γιατρού. Υποστηρίζεται πως άναψε το αέριο σε στιγμή που ο Τόμας θα μπορούσε να δει το σημείωμα, αν και το αέριο που διαφεύγει είχε διαρρεύσει στον κάτω όροφο κι επίσης άφησε τον Τόμας αναίσθητο ενώ κοιμόταν. Ωστόσο, στη βιογραφία της Giving Up: The Last Days of Sylvia Plath, η φίλη της, Jillian Becker, έγραψε: “Σύμφωνα με τον κ. Goodchild, αστυνομικό που συνδέεται με το γραφείο του ιατροδικαστή, η Plath είχε σπρώξει το κεφάλι της μακρυά στο φούρνο αερίου κι είχε πραγματικά σκοπό να πεθάνει“. Ο Horder πίστευε επίσης ότι η πρόθεσή της ήτανε σαφής. Δήλωσε ότι “Κανείς που είδε τη φροντίδα με την οποία ήταν προετοιμασμένη η κουζίνα δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει την πράξη της ως οτιδήποτε άλλο εκτός από έναν παράλογο καταναγκασμό“. Η Πλαθ είχε περιγράψει τη ποιότητα της απελπισίας της ως “τα νύχια της κουκουβάγιας που σφίγγουνε τη καρδιά μου“.



     Στο βιβλίο του για την αυτοκτονία του 1972, The Savage God, ο φίλος και κριτικός Al Alvarez ισχυρίστηκε ότι η αυτοκτονία της ήταν αναπάντητη κραυγή για βοήθεια και μίλησε, σε συνέντευξή του στο BBC Μάρτη του 2000, για την αποτυχία του ν’ αναγνωρίσει τη κατάθλιψή της, λέγοντας ότι λυπάται για την αδυναμία του να της προσφέρει συναισθηματική υποστήριξη: “Την απογοήτευσα σ’ αυτό το επίπεδο. Ήμουνα 30 ετών κι ηλίθιος. Τι ήξερα για τη χρόνια κλινική κατάθλιψη; Χρειαζόταν κάποιον να τη φροντίσει. Κι αυτό δεν ήτανε κάτι που μπορούσα να κάνω“.
     Έρευνα πραγματοποιήθηκε στις 15 Φλεβάρη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου ήταν αυτοκτονία, δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα. Ο Χιουζ ήτανε συντετριμμένος. Είχανε χωρίσει για 6 μήνες, λόγω της σχέσης του με την Assia Wevill. Σε γράμμα προς παλιό φίλο της Πλαθ από το Smith College, έγραψε: “Αυτό είναι το τέλος της ζωής μου. Τα λοιπά είναι μεταθανάτια“. Η Wevill πέθανε επίσης από αυτοκτονία, χρησιμοποιώντας μια σόμπα αερίου, 6 έτη μετά. Η ταφόπλακα της Πλαθ, στο προαύλιο της ενοριακής εκκλησίας του Αγίου Θωμά του Αποστόλου του Χέπτονσταλ, φέρει την επιγραφή που επέλεξε ο Χιουζ γι’ αυτήν: “Ακόμη και μέσα σε άγριες φλόγες μπορεί να φυτευτεί ο χρυσός λωτός“. Οι βιογράφοι αποδίδουνε τη πηγή του αποσπάσματος στο ινδουιστικό κείμενο, τη Μπαγκαβάτ Γκίτα ή στο βουδιστικό μυθιστόρημα του 16ου αι. Ταξίδι στη Δύση που γράφτηκε από τον Wu Cheng’en. Η κόρη της Plath, Frieda Hughes, είναι συγγραφέας και καλλιτέχνης. Στις 16 Μάρτη 2009, ο γιος της Plath, Nicholas Hughes, αυτοκτόνησε στο σπίτι του στο Fairbanks στην Αλάσκα, μετά από ιστορικό κατάθλιψης.
     Η Πλαθ έγραψε ποίηση από τα 8 της, με το 1ο της ποίημα να εμφανίζεται στο Boston Traveller. Μέχρι τη στιγμή που έφτασε στο Smith College, είχε γράψει πάνω από 50 διηγήματα και το έργο της είχε δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά. Στο Smith, ειδικεύτηκε στην αγγλική λογοτεχνία και κέρδισε όλα τα σημαντικά βραβεία γραφής κι υποτροφίας, συμπεριλαμβανομένων λογοτεχνικών βραβείων για τη ποίησή της. Επιπλέον, έλαβε μια θέση θερινής συντάκτριας στο περιοδικό νέων γυναικών Mademoiselle και κατά την αποφοίτησή της το 1955, κέρδισε το Βραβείο Glascock για το Two Lovers & a Beachcomber by the Real Sea. Αργότερα, έγραψε για τη πανεπιστημιακή έκδοση Varsity. Μέχρι τη στιγμή που η Heinemann δημοσίευσε τη 1η της συλλογή, The Colossus & Other Poems in the UK στα τέλη του 1960, η Plath είχε επιλεγεί αρκετές φορές στο διαγωνισμό βιβλίου Yale Younger Poets κι είχε τυπώσει το έργο της στο Harper’sThe Spectator και The Times Literary Supplement. Όλα τα ποιήματα του The Colossus είχανε τυπωθεί σε μεγάλα αμερικανικά και βρεττανικά περιοδικά κι είχε συμβόλαιο με το The New Yorker. Ήταν, ωστόσο, η συλλογή της Ariel του 1965, που δημοσιεύθηκε μετά θάνατο, που βασίζεται ουσιαστικά η φήμη της. “Συχνά, το έργο της ξεχωρίζει για την έντονη σύζευξη των βίαιων ή διαταραγμένων εικόνων και τη παιχνιδιάρικη χρήση της παρήχησης και της ομοιοκαταληξίας“.



     Το The Colossus έλαβε πολλές θετικές κριτικές στη Βρεττανία, τονίζοντας τη φωνή της Plath ως νέα κι ισχυρή, ατομική κι αμερικανική σε τόνο. Ο Peter Dickinson στο Punch αποκάλεσε τη συλλογή πραγματικό εύρημα» και «συναρπαστικό να διαβαστεί, γεμάτο καθαρό, εύκολο στίχο. Ο Bernard Bergonzi στη Manchester Guardian έγραψε ότι το βιβλίο ήταν εξαιρετικό τεχνικό επίτευγμα με βιρτουόζικη ποιότητα. Από τη στιγμή της δημοσίευσης, έγινε παρουσία στη ποιητική σκηνή. Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αμερική το 1962 με λιγότερο λαμπερές κριτικές. Ενώ η τέχνη της επαινέθηκε γενικά, η γραφή της θεωρήθηκε από ορισμένους κριτικούς εκείνη την εποχή ως περισσότερο παράγωγο άλλων ποιητών.
     Το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Πλαθ -η μητέρα της ήθελε να εμποδίσει την έκδοση- εκδόθηκε το 1963 και στις ΗΠΑ το 1971. Περιγράφοντας τη συλλογή του βιβλίου στη μητέρα της, έγραψε: “Αυτό που ‘κανα είναι να συγκεντρώσω γεγονότα από τη δική μου ζωή, μυθοπλασία για να προσθέσω χρώμα -είναι πραγματικά ένας λέβητας, αλλά νομίζω ότι θα δείξει πόσο απομονωμένος αισθάνεται ένας άνθρωπος όταν υποφέρει από βλάβη… Προσπάθησα να φανταστώ τον κόσμο μου και τους ανθρώπους σ’ αυτόν, όπως φαίνονται μες απ’ τον παραμορφωτικό φακό ενός βάζου καμπάνας“. Περιέγραψε το μυθιστόρημά της ως “αυτοβιογραφικό μαθητευόμενο έργο που ‘πρεπε να γράψω για να απελευθερωθώ από το παρελθόν“. Η Πλαθ έβγαινε μ’ έναν ανώτερο του Γέιλ ονόματι Ντικ Νόρτον sτη διάρκεια του 1ου έτους. Ο Norton, που βασίζεται ο χαρακτήρας του Buddy στο The Bell Jar, προσβλήθηκε από φυματίωση κι υποβλήθηκε σε θεραπεία στο σανατόριο Ray Brook. Ενώ τον επισκεπτόταν, έσπασε το πόδι της κάνοντας σκι, περιστατικό που ήτανε φανταστικό στο μυθιστόρημα. Χρησιμοποίησε επίσης το μυθιστόρημα για να τονίσει το ζήτημα των γυναικών στο εργατικό δυναμικό στη 10ετία του ’50. Πίστευε ακράδαντα στις ικανότητες των γυναικών να ‘ναι συγγραφείς κι εκδότριες, ενώ η κοινωνία τις ανάγκαζε να εκπληρώνουνε γραμματειακούς ρόλους:

   “Τώρα για μένα το γράψιμο είναι 1η απόλαυση στη ζωή. Θέλω χρόνο και χρήμα για να γράψω και τα δύο πολύ απαραίτητα. Δεν θα θυσιάσω το χρόνο μου για να μάθω στενογραφία, επειδή δεν θέλω καμμία από τις θέσεις εργασίας που θα άνοιγε η στενογραφία, αν κι αυτές είναι αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρουσες για τα κορίτσια που τις θέλουνε. Δεν θέλω τις άκαμπτες ώρες ενός περιοδικού ή μιας εκδοτικής εταιρείας. Δεν θέλω να πληκτρολογώ τα γράμματα άλλων και να διαβάζω τα χειρόγραφά τους. Θέλω να πληκτρολογήσω το δικό μου και να γράψω το δικό μου. Έτσι, η γραμματειακή εκπαίδευση είναι εκτός για μένα. Αυτό το ξέρω καλά“.
     (Το γράμμα της Σύλβια Πλαθ στη μητέρα της, 10 Φλεβάρη 1955)

     Το 1963, μετά την έκδοση του The Bell Jar, άρχισε να δουλεύει σ’ άλλο έργο, με τίτλο Double Exposure, που δεν εκδόθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τον Τεντ Χιουζ το 1979, άφησε πίσω της ένα δακτυλόγραφο περίπου 130 σελίδων, αλλά το 1995 μίλησε μόνο για 60-70 σελίδες. Ο Olwyn Hughes έγραψε το 2003 ότι το χειρόγραφο μπορεί να ‘τανε τα 2 πρώτα κεφάλαια και δεν ξεπερνούσε τις 60 σελίδες. Η μεταθανάτια δημοσίευση της Άριελ το 1965 επιτάχυνε την άνοδό της σε φήμη. Τα ποιήματα της Άριελ σηματοδοτούν απομάκρυνση απ’ το προηγούμενο έργο της σε πιο προσωπική αρένα ποίησης. Η ποίηση του Ρόμπερτ Λόουελ μπορεί να ‘παιξε ρόλο σ’ αυτή τη μετατόπιση, καθώς ανέφερε το βιβλίο του Life Studies, 1959, ως σημαντική επιρροή, σε συνέντευξη λίγο πριν το θάνατό της. Ο αντίκτυπος της Άριελ δραματικός, με τις σκοτεινές και δυνητικά αυτοβιογραφικές περιγραφές της ψυχικής ασθένειας σε ποιήματα όπως: Τουλίπες, Μπαμπάς & Λαίδη Λάζαρος.
     Το έργο της εντάσσεται συχνά στο είδος της εξομολογητικής ποίησης και στο ύφος συγκριτικά με άλλους συγχρόνους της, όπως ο Lowell και ο W.D. Snodgrass. Ο στενός φίλος της, Αλ Άλβαρεζ, που ‘γραψε εκτενώς γι’ αυτήν, είπε για τη μετέπειτα δουλειά της: “Η περίπτωση της Πλαθ περιπλέκεται από το γεγονός ότι, στο ώριμο έργο της, χρησιμοποίησε σκόπιμα τις λεπτομέρειες της καθημερινής της ζωής ως 1η ύλη για την τέχνη της. Ένας περιστασιακός επισκέπτης ή ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα, ένα κόψιμο, ένας μώλωπας, ένα μπωλ κουζίνας, ένα κηροπήγιο -όλα γίνανε χρησιμοποιήσιμα, φορτισμένα με νόημα, μεταμορφωμένα. Τα ποιήματά της είναι γεμάτα αναφορές κι εικόνες που φαίνονται αδιαπέραστες σ’ αυτή την απόσταση, αλλά που θα μπορούσαν να εξηγηθούν κυρίως σε υποσημειώσεις από μελετητή με πλήρη πρόσβαση στις λεπτομέρειες της ζωής της. Πολλά απ’ τα μεταγενέστερα ποιήματά της ασχολούνται μ’ αυτό που ο κριτικός αποκαλεί εγχώριο σουρρεαλιστικό που η Πλαθ παίρνει καθημερινά στοιχεία της ζωής και διαστρεβλώνει τις εικόνες, δίνοντάς τους σχεδόν εφιαλτική ποιότητα. Το ποίημά τη Morning Song από την Ariel θεωρείται από τα καλύτερα ποιήματά της για την ελευθερία έκφρασης ενός καλλιτέχνη.

     Η συνάδελφος εξομολογητική ποιήτρια και φίλη της Πλαθ, Αν Σέξτον, σχολίασε: “Η Σύλβια κι εγώ μιλούσαμε εκτενώς για τη 1η μας αυτοκτονία, λεπτομερώς και σε βάθος -ανάμεσα στα δωρεάν πατατάκια. Η αυτοκτονία είναι, τελικά, το αντίθετο του ποιήματος. Η Σύλβια κι εγώ συχνά μιλούσαμε αντίθετα. Μιλήσαμε για τον θάνατο με καμμένη ένταση κι οι 2 μας τον τραβήξαμε σαν σκώροι σε μια ηλεκτρική λάμπα, ρουφώντας τον. Είπε την ιστορία της 1ης αυτοκτονίας της με γλυκειά και τρυφερή λεπτομέρεια κι η περιγραφή της στο The Bell Jar είναι ακριβώς η ίδια ιστορία“. Η εξομολογητική ερμηνεία του έργου της οδήγησε ορισμένους ν’ απορρίψουν ορισμένες πτυχές του έργου της ως έκθεση συναισθηματικού μελοδράματος. Το 2010, για παράδειγμα, ο Theodore Dalrymple ισχυρίστηκε ότι η Plath ήταν η προστάτιδα αγία της αυτοδραματοποίησης και της αυτολύπησης. Ρεβιζιονιστές κριτικοί όπως ο Tracy Brain έχουν, ωστόσο, επιχειρηματολογήσει ενάντια σε αυστηρά αυτοβιογραφική ερμηνεία του υλικού της. Στις 16 Γενάρη 2004, η εφημερίδα The Independent στο Λονδίνο δημοσίευσε άρθρο που κατέταξε την Άριελ ως το 3ο καλύτερο βιβλίο σύγχρονης ποίησης μεταξύ των 10 καλύτερων βιβλίων σύγχρονης ποίησης.
     Το 1971, οι τόμοι Winter Trees και Crossing the Water δημοσιεύθηκαν στη Βρεττανία, συμπεριλαμβανομένων 9 προηγουμένως αθέατων ποιημάτων από το πρωτότυπο χειρόγραφο της Ariel. Γράφοντας στο New Statesman, ο ποιητής Peter Porter έγραψε: “Η διάσχιση του νερού είναι γεμάτη από τέλεια υλοποιημένα έργα. Η πιο εντυπωσιακή εντύπωση είναι μιας πρώτης τάξεως καλλιτέχνιδας στη διαδικασία ανακάλυψης της πραγματικής της δύναμης. Είναι τέτοιος ο έλεγχος της Πλαθ που το βιβλίο διαθέτει μοναδικότητα και βεβαιότητα που θα ‘πρεπε να το κάνει τόσο διάσημο όσο ο Κολοσσός ή η Άριελ“. Τα Συλλεκτικά Ποιήματα, δημοσιευθήκανε 1981, επιμελήθηκαν και παρουσιάστηκαν από τον Τεντ Χιουζ, περιείχανε ποίηση γραμμένη από το 1956 μέχρι το θάνατό της. Η Πλαθ τιμήθηκε μετά θάνατον με το Βραβείο Πούλιτζερ για τη ποίηση. Το 2006, η Anna Journey, τότε μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Virginia Commonwealth University, ανακάλυψε ένα προηγουμένως αδημοσίευτο σοννέττο γραμμένο από τη Plath με τίτλο Ennui. Το ποίημα, που γράφτηκε στη διάρκεια των 1ων ετών της στο Smith College, δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Blackbird.



     Οι επιστολές της δημοσιεύθηκαν το 1975, επιμεληθήκανε κι επιλέχθηκαν από τη μητέρα της. Η συλλογή Letters Home: Correspondence 1950–1963 βγήκε εν μέρει ως απάντηση στην έντονη αντίδραση του κοινού στη δημοσίευση του The Bell Jar στις ΗΠΑ. Η Πλαθ άρχισε να κρατά ημερολόγιο από τα 11 και συνέχισε να το κάνει μέχρι την αυτοκτονία της. Τα ημερολόγιά της, ξεκινώντας από το πρώτο έτος στο Smith College το 1950, δημοσιεύθηκαν το 1982 ως The Journals of Sylvia Plath, σ επιμέλεια της Frances McCullough, με τον Ted Hughes ως σύμβουλο συντάκτη. Το 1982, όταν το Smith College απέκτησε τα υπόλοιπα περιοδικά της, ο ΄Τεντ σφράγισε 2 απ’ αυτά μέχρι τις 11 Φλεβάρη 2013, 50ή επέτειο του θανάτου της.
     Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Hughes άρχισε να εργάζεται σε πληρέστερη έκδοση των ημερολογίων της. Το 1998, λίγο πριν το θάνατό του, αποσφράγισε τα 2 ημερολόγια και πέρασε το έργο στα παιδιά του Frieda και Nicholas,που το έδωσαν στη Karen V. Kukil, που ολοκλήρωσε την επεξεργασία το Δεκέμβρη του 1999. Το 2000 η Anchor Books δημοσίευσε το The Unabridged Journals of Sylvia Plath. Πιότερο απ’ το μισό του νέου τόμου περιείχε υλικό που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Η Αμερικανίδα συγγραφέας Joyce Carol Oates χαιρέτισε τη δημοσίευση σα γνήσιο λογοτεχνικό γεγονός. Ο Χιουζ αντιμετώπισε κριτική για το ρόλο του στο χειρισμό των ημερολογίων: ισχυρίζεται ότι κατέστρεψε το τελευταίο ημερολόγιο της Πλαθ, που περιείχε καταχωρήσεις απ’ το χειμώνα του 1962 μέχρι το θάνατό της. Στον πρόλογο της έκδοσης του 1982, γράφει: “Κατέστρεψα το τελευταίο ημερολόγιό της επειδή δεν ήθελα τα παιδιά της να πρέπει να το διαβάσουν εκείνη την εποχή θεωρούσα τη λήθη ως ουσιαστικό μέρος της επιβίωσης“.
     Καθώς ο Χιουζ κι η Πλαθ ήταν νόμιμα παντρεμένοι τη στιγμή του θανάτου της, κληρονόμησε το κτήμα της, συμπεριλαμβανομένου όλου του γραπτού έργου της. Έχει καταδικαστεί επανειλημμένα επειδή έκαψε το τελευταίο ημερολόγιό της, λέγοντας ότι δεν ήθελε τα παιδιά της να πρέπει να το διαβάσουν. Ο Χιουζ έχασε έν άλλο περιοδικό κι ένα ημιτελές μυθιστόρημα κι έδωσε εντολή ότι συλλογή εγγράφων και περιοδικών της Πλαθ δεν θα ‘πρεπε να κυκλοφορήσει μέχρι το 2013. Έχει κατηγορηθεί ότι προσπάθησε να ελέγξει τη περιουσία για δικούς του σκοπούς, αν και τα δικαιώματα από τη ποίησή της τοποθετήθηκαν σε λογαριασμό εμπιστοσύνης για τα 2 παιδιά τους.



     Η ταφόπλακά της έχει επανειλημμένα βανδαλιστεί από κείνους που θίγονται ότι το “Hughes” είναι γραμμένο στη πέτρα. Προσπάθησαν να το σμιλέψουν, αφήνοντας μόνο τ’ όνομά της. Όταν η ερωμένη του Hughes Assia Wevill αυτοκτόνησε σκοτώνοντας τη 4χρονη κόρη τους Shura το 1969, αυτή η πρακτική εντάθηκε. Μετά από κάθε βλάβη, ο Hughes αφαιρούσε τη κατεστραμμένη πέτρα, μερικές φορές αφήνοντας τη περιοχή χωρίς σήμανση στη διάρκεια της επισκευής. Εξοργισμένοι πενθούντες τονε κατηγορήσανε στα ΜΜΕ ότι ατίμασε τ’ όνομά της αφαιρώντας τη πέτρα. Ο θάνατος της Wevill οδήγησε σε ισχυρισμούς ότι ήτανε καταχρηστικός και σ’ αυτήν.
     Η ριζοσπαστική φεμινίστρια ποιήτρια Robin Morgan δημοσίευσε το ποίημα Arraignment, που τονε κατηγόρησε ανοιχτά για τη δολοφονία της Plath. Το βιβλίο της Monster (1972) περιελάμβανε ένα κομμάτι που μια συμμορία οπαδών της Plath φαντάζεται να ευνουχίζει τον Hughes, να γεμίζει το πέος του στο στόμα του και στη συνέχεια να φυσά το μυαλό του. Ο Χιουζ απείλησε να μηνύσει τη Μόργκαν. Το βιβλίο αποσύρθηκε από τον εκδότη, αλλά παρέμεινε σε κυκλοφορία μεταξύ των φεμινιστριών. Άλλες φεμινίστριες απείλησαν να τονε σκοτώσουνε στ’ όνομά της και να επιδιώξουνε καταδίκη για φόνο. Το ποίημα της Πλαθ The Jailor, που η ποιήτρια καταδικάζει τη βαρβαρότητα του συζύγου της, συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία τηςMorgan το 1970 Sisterhood Is Powerful: An Anthology of Writings from the Women’s Liberation Movement.
     Το 1989, με τον Χιουζ σε δημόσια επίθεση, μάχη μαινόταν στις σελίδες επιστολών της εφημερίδας The Guardian και της εφημερίδας The Independent. Στη 1η στις 20 Απρίλη 1989, ο Χιουζ έγραψε: “Το μέρος όπου η Σύλβια Πλαθ πρέπει να αναπαυθεί εν ειρήνη: Στα χρόνια αμέσως μετά το θάνατό της, όταν με πλησίασαν μελετητές, προσπάθησα να πάρω στα σοβαρά τη προφανώς σοβαρή ανησυχία τους για την αλήθεια. Αλλά έμαθα το μάθημά μου νωρίς. Αν προσπαθούσα πολύ σκληρά να τους πω ακριβώς πώς συνέβη κάτι, με την ελπίδα να διορθώσω κάποια φαντασίωση, ήτανε πολύ πιθανό να κατηγορηθώ ότι προσπαθούσα να καταστείλω την ελευθερία του λόγου. Σε γενικές γραμμές, η άρνησή μου να ‘χω οιαδήποτε σχέση με τη Plath Fantasia θεωρήθηκε σα προσπάθεια καταστολής της ελευθερίας του λόγου… Η φαντασία για τη Σύλβια είναι πιότερο απαραίτητη από τα γεγονότα. Πού αφήνει αυτό σεβασμό για την αλήθεια της ζωής της και της δικής μου ή για τη μνήμη της, ή για τη λογοτεχνική παράδοση, δεν ξέρω“.
     Ακόμα αντικείμενο εικασιών και κατακραυγής το 1998, δημοσίευσε το Birthday Letters εκείνο το έτος, τη δική του συλλογή 88 ποιημάτων για τη σχέση του με τη Plath. Είχε δημοσιεύσει πολύ λίγα για την εμπειρία του από το γάμο και την αυτοκτονία της και το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση, θεωρούμενο ως η 1η ρητή αποκάλυψή του κι έφτασε στη κορυφή των μπεστ-σέλλερ. Δεν ήτανε γνωστό στη κυκλοφορία του τόμου ότι είχε καρκίνο τελικού σταδίου και θα πέθαινε αργότερα κείνο το έτος. Το βιβλίο κέρδισε το Forward Poetry PrizeT.S. Eliot Prize for Poetry και το Whitbread Poetry Prize. Τα ποιήματα, που γράφτηκαν μετά το θάνατο της Πλαθ, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ μετά, προσπαθούν να βρουν λόγο που αυτοκτόνησε. Οκτώβρη του 2015, το ντοκιμαντέρ του BBC Two Ted Hughes: Stronger Than Death εξέτασε τη ζωή και το έργο του. Περιλάμβανε ηχογραφήσεις της Πλαθ ν’ απαγγέλλει τη δική της ποίηση. Η κόρη τους Frieda μίλησε 1η φορά για τους γονείς της



     Τα πρώιμα ποιήματά της παρουσιάζουν αυτό που ‘γινε η τυπική εικόνα της, χρησιμοποιώντας προσωπικές και βασισμένες στη φύση απεικονίσεις που περιλαμβάνουνε π.χ., το φεγγάρι, το αίμα, τα νοσοκομεία, τα έμβρυα και τα κρανία. Ήτανε κυρίως ασκήσεις μίμησης ποιητών που θαύμαζε, όπως ο Dylan Thomas, ο W.B. Yeats κι η Marianne Moore. Τέλη του 1959, όταν αυτή κι ο Hughes ήταν στην αποικία συγγραφέων Yaddo στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, έγραψε το 7μερές Ποίημα για γενέθλια, απηχώντας τη σειρά Lost Son του Theodore Roethke, αν και το θέμα είναι η δική της τραυματική κατάρρευση κι απόπειρα αυτοκτονίας στα 20. Μετά το 1960 το έργο της μεταφέρθηκε σε πιο σουρρεαλιστικό τοπίο σκοτεινό από μια αίσθηση φυλάκισης κι επικείμενου θανάτου, που επισκιάστηκε από τον πατέρα της. Ο Κολοσσός είναι γεμάτος με θέματα θανάτου, λύτρωσης κι ανάστασης. Μετά την αποχώρηση του Χιουζ, η Πλαθ παρήγαγε, σε λιγότερο από 2 μήνες, τα 40 ποιήματα οργής, απελπισίας, αγάπης κι εκδίκησης που βασίζεται κυρίως η φήμη της.
     Η ποίηση τοπίου της, που έγραψε καθ’ όλη τη ζωή της, έχει περιγραφεί ως «ένας πλούσιος και σημαντικός τομέας της δουλειάς της που συχνά παραβλέπεται, μερικά από τα καλύτερα από τα οποία γράφτηκαν για τους βάλτους του Γιορκσάιρ. Το ποίημά της Ανεμοδαρμένα Ύψη Σεπτέμβρη του 1961 παίρνει τον τίτλο του από το μυθιστόρημα της Emily Brontë, αλλά το περιεχόμενο και το στυλ του είναι το ιδιαίτερο όραμα της Plath για το τοπίο Pennine. Ήταν η δημοσίευση της Άριελ το 1965 που επιτάχυνε την άνοδό της στη φήμη και βοήθησε να εδραιωθεί η φήμη της ως μία από τις καλύτερες ποιήτριες του 20ού αι.. Μόλις δημοσιεύτηκε, οι κριτικοί άρχισαν να βλέπουνε τη συλλογή ως χαρτογράφηση της αυξανόμενης απελπισίας ή της επιθυμίας θανάτου της. Ο δραματικός θάνατός της έγινε η πιο διάσημη πτυχή της και παραμένει έτσι. Το Time and Life επανεξέτασε τον μικρό όγκο της Άριελ μετά το θάνατό της. Ο κριτικός είπε: “Μέσα σε μια βδομάδα απ’ το θάνατό της, η διανοούμενη ήτανε σκυμμένη πάνω από αντίγραφα ενός παράξενου και τρομερού ποιήματος που ‘χε γράψει στη διάρκεια της τελευταίας άρρωστης ολίσθησης προς την αυτοκτονία. Μπαμπάς ήταν ο τίτλος του. Το θέμα της ήταν η νοσηρή αγάπη-μίσος της για τον πατέρα της. Το στυλ του ήτανε τόσο βάναυσο όσο ένα γκλομπ. Επιπλέον, ο Μπαμπάς ήταν απλώς ο 1ος πίδακας φλόγας από ένα λογοτεχνικό δράκο που τους τελευταίους μήνες της ζωής του ανέπνεε ένα φλεγόμενο ποτάμι χολής στο λογοτεχνικό τοπίο… Στα πιο άγρια ποιήματά της, Μπαμπάς και Λαίδη Λάζαρος, ο φόβος, το μίσος, ο έρωτας, ο θάνατος κι η ταυτότητα της ίδιας της ποιήτριας συγχωνεύονται σε μαύρη φωτιά με τη μορφή του πατέρα της, και μέσω αυτού, με την ενοχή των Γερμανών εξολοθρευτών και τα βάσανα των Εβραίων θυμάτων τους. Είναι ποιήματα, όπως λέει ο Ρόμπερτ Λόουελ στον πρόλογό του στην Άριελ, που παίζουνε ρώσικη ρουλέτα με 6 φυσίγγια στον κύλινδρο“. Στις 16 Γενάρη 2004, ο Independent στο Λονδίνο δημοσίευσε άρθρο που κατέταξε την Άριελ ως το 3ο καλύτερο βιβλίο σύγχρονης ποίησης μεταξύ των T10 Best Modern Poetry Books.



     Κάποιοι στο φεμινιστικό κίνημα την είδαν να μιλά για την εμπειρία τους, ως σύμβολο της πληγωμένης γυναικείας ιδιοφυΐας. Η συγγραφέας Honor Moore περιγράφει την Ariel ως, σηματοδοτώντας την αρχή ενός κινήματος, ξαφνικά ορατή ως γυναίκα στο χαρτί, σίγουρη και τολμηρή. Η Μουρ λέει: “Όταν η Άριελ της Πλαθ εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1966, οι Αμερικανίδες το παρατήρησαν. Όχι μόνον οι γυναίκες που συνήθως διαβάζουνε ποιήματα, αλλά οι νοικοκυρές κι οι μητέρες των είχαν ξυπνήσει τις φιλοδοξίες… Εδώ ήτανε γυναίκα, εξαιρετικά εκπαιδευμένη στη τέχνη της, που τα τελευταία ποιήματα της χαρτογράφησαν ασυμβίβαστα τη γυναικεία οργή, αμφιθυμία και θλίψη, με φωνή που πολλές γυναίκες ταυτίστηκαν. Ορισμένες φεμινίστριες απείλησαν να σκοτώσουνε τον Χιουζ στο όνομα της Πλαθ. Το Smith College, alma mater της Plath, κατέχει τις λογοτεχνικές εργασίες της στη βιβλιοθήκη του Smith College. Η Ταχυδρομική Υπηρεσία ΗΠΑ εισήγαγε γραμματόσημο με την Plath το 2012. Μια πλάκα αγγλική καταγράφει τη κατοικία της Πλαθ στη πλατεία Chalcot 3, στο Λονδίνο. Η φωνή της ακούγεται σε ντοκιμαντέρ του BBC για τη ζωή της, που ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο στα τέλη του 1962. Από την ηχογράφηση του BBC η Elizabeth Hardwick έγραψε:

   “Ποτέ πριν δεν έμαθα τίποτα από ποιητική ανάγνωση, εκτός αν τα ρούχα, τα γένια, τα κορίτσια, η κακή ή καλή κατάσταση του ποιητή μπορούν να θεωρηθούν είδος γνώσης. Αλλά αιφνιδιάστηκα απ’ την ανάγνωση της Πλαθ. Δεν ήτανε κάτι όπως θα μπορούσα να φανταστώ. Ούτε ίχνος του σεμνού, υποχωρητικού, χιουμοριστικού Worcester της Μασαχουσέτης της Elizabeth Bishop. τίποτα από τη καταπιεσμένη πεδιάδα της Πενσυλβανίας της Marianne Moore. Αντ’ αυτού, αυτά τα πικρά ποιήματα: –ΜπαμπάςΛαίδη ΛάζαροςΟ ΑιτώνΠυρετός 103°- διαβάστηκαν όμορφα, προβληθήκανε σε γεμάτο, παχουλό, τέλειο λεξικό, αγγλικό, μαγευτικό ρυθμό, ολόγυρα, γρήγορα, ρυθμισμένα και διαχωρισμένα. Η φτωχή υπολειπόμενη Μασαχουσέτη είχε διαγραφεί. Το έκανα ξανά! Σαφώς, τέλεια, κοιτάζοντας κάτω. Φαινόταν να στέκεται σε συμπόσιο σαν τον Τίμωνα, κλαίγοντας: Αποκαλύψτε, σκυλιά κι αγκαλιά“!

     Η Γκουίνεθ Πάλτροου υποδύθηκε τη Πλαθ στη βιογραφική ταινία Sylvia (2003). Παρά τη κριτική από την Ελίζαμπεθ Σίγκμουντ, φίλη της Πλαθ και του Χιουζ, ότι απεικονίστηκε ως μόνιμο καταθλιπτικό και κτητικό άτομο, παραδέχτηκε ότι η ταινία έχει ατμόσφαιρα προς το τέλος της ζωής της που ‘ναι σπαρακτική στην ακρίβειά της. Η Frieda Hughes, τώρα ποιήτρια και ζωγράφος, που ήταν 2 ετών όταν πέθανε η μητέρα της, ήτανε θυμωμένη απ’ τη δημιουργία ψυχαγωγίας που χαρακτηρίζει τη ζωή των γονιών της. Κατηγόρησε το κοινό ότι θέλει να παρασυρθεί απ’ τις τραγωδίες της οικογένειας. Το 2003, η Frieda αντέδρασε στη κατάσταση με το ποίημα My Mother στο Tatler:

Τώρα θέλουν να κάνουνε ταινία
για όποιον δεν έχει ικανότητα
να φανταστεί το σώμα,
το κεφάλι στο φούρνο,

ορφανά παιδιά…
νομίζουν ότι πρέπει
να τους δώσω τα λόγια

της μητέρας μου
Για να γεμίσει το στόμα
του τέρατος τους,

Η κούκλα αυτοκτονίας
της Σύλβια…

                         Σκίτσο της Πλαθ για τον Τεντ Χιούζ

     Στο Ariel: Five Poems of Sylvia Plath (1971), ο Αμερικανός συνθέτης Ned Rorem έχει μελοποιήσει για σοπράνο, κλαρινέτο και πιάνο τα ποιήματα WordsPoppies In JulyThe Hanging ManPoppies In October και Lady Lazarus.
     Αντλώντας επίσης από την Άριελ, στα Έξι ποιήματα της Σύλβια Πλαθ για σόλο σοπράνο (1975), ο Γερμανός συνθέτης Aribert Reimann έχει μελοποιήσει τα ποιήματα Edge, Sheep In Fog, The Couriers, The Night Dances και Words. Αργότερα μελοποίησε το Lady Lazarus (1992), επίσης για σόλο σοπράνο.
     Το 5μερές έργο της Φινλανδής συνθέτριας Kaija Saariaho From the Grammar of Dreams για σοπράνο και mezzo a cappella είναι δομημένο πάνω σε ένα κολάζ θραυσμάτων από το The Bell Jar και το ποίημα Paralytic. Το κομμάτι ενορχηστρώθηκε επίσης από τον συνθέτη σ’ έκδοση για σοπράνο κι ηλεκτρονικά (2002), που η τραγουδίστρια τραγουδά σε αλληλεπίδραση με ηχογραφημένο διπλό της δικής της φωνής. Αν και συντέθηκε ως κομμάτι συναυλίας, το From the Grammar of Dreams έχει επίσης σκηνοθετηθεί.
     Το Lorelei (1989) της Αμερικανίδας συνθέτριας Juliana Hall για μέτζο, κόρνο και πιάνο είναι μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος της Plath. Η Χαλ είχε προηγουμένως θέσει το The Night Dances ως κίνηση του κύκλου της για σοπράνο και πιάνο Night Dances (1987) με κείμενα πέντε γυναικών ποιητών και συνέχισε να γράφει έναν κύκλο τραγουδιών για σοπράνο και πιάνο εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη Plath, Crossing The Water (2011), που περιλαμβάνει τα ποιήματα Street SongCrossing The WaterRhyme κι Alicante Lullaby.
     Στον κύκλο της για σοπράνο και πιάνο The Blood Jet (2006), η Αμερικανίδα συνθέτρια Lori Leitman μελοποίησε τα ποιήματα Morning SongThe RivalKindness και Balloons.

   “Δε μπορώ ποτέ να διαβάσω όλα τα βιβλία που θέλω. Δε μπορώ ποτέ να ‘μαι όλοι οι άνθρωποι που θέλω και να ζήσω όλες τις ζωές τους. Δε μπορώ ποτέ να εκπαιδεύσω τον εαυτό μου σε όλες τις δεξιότητες που θέλω. Και γιατί θέλω; Θέλω να ζήσω και να νιώσω όλες τις αποχρώσεις, τους τόνους και τις παραλλαγές της ψυχικής και σωματικής εμπειρίας που είναι δυνατές στη ζωή μου“.

ΡΗΤΑ:

Το να γεννιέμαι γυναίκα είναι η φοβερή τραγωδία μου.

Ζηλεύω τους άντρες. Ζηλεύω τη σωματική ελευθερία του ανθρώπου να ζήσει μια διπλή ζωή.

Πόσο εύθραυστη πρέπει να είναι η ανθρώπινη καρδιά – Μια καθρεφτισμένη δεξαμενή σκέψης.

Κλείνω τα μάτια μου και όλος ο κόσμος πέφτει νεκρός. Ανοίγω τα βλέφαρά μου κι όλα αναγεννιούνται.

Τι έκαναν τα δάχτυλά μου πριν τον κρατήσουν; Τι έκανε η καρδιά μου, με την αγάπη της;

Ήταν ένα queer, αποπνικτικό καλοκαίρι, το καλοκαίρι που έπαθαν ηλεκτροπληξία στους Rosenbergs και δεν ήξερα τι έκανα στη Νέα Υόρκη.

Πρέπει να υπάρχουν αρκετά πράγματα που ένα ζεστό μπάνιο δεν θα θεραπεύσει, αλλά δεν ξέρω πολλά από αυτά.

Ποτέ δεν αισθάνομαι τόσο πολύ τον εαυτό μου όσο όταν είμαι σε ένα ζεστό μπάνιο.

Υπάρχει κάτι αποθαρρυντικό στο να βλέπεις δύο ανθρώπους να τρελλαίνονται όλο και περισσότερο ο ένας για τον άλλον, ειδικά όταν είσαι το μόνο επιπλέον άτομο στο δωμάτιο.

Αν δεν περιμένεις τίποτα από κάποιον, δεν απογοητεύεσαι ποτέ.

Αυτό που είναι ένας άντρας είναι ένα βέλος στο μέλλον και αυτό που είναι μια γυναίκα είναι το μέρος από το οποίο εκτοξεύεται το βέλος.

Τότε απλά στάθηκε εκεί μπροστά μου και συνέχισα να τονε κοιτώ. Το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ο λαιμός και το στομάχι της γαλοπούλας κι ένιωσα πολύ κατάθλιψη.

Σκέφτηκα πόσο παράξενο δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι ήμουν μόνο καθαρά ευτυχισμένη μέχρι τα 9 μου.

Έτσι άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως ήταν αλήθεια ότι όταν ήσουν παντρεμένος κι έκανες παιδιά ήταν σαν να σου έκαναν πλύση εγκεφάλου και μετά κυκλοφορούσες τόσο μουδιασμένος όσο ένας σκλάβος σε κάποιο ιδιωτικό, ολοκληρωτικό κράτος.

Το μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία κι αυτή η εποχή έφτανε στο τέλος της.

Αν ο νευρωτικός θέλει δύο αμοιβαία αποκλειόμενα πράγματα ταυτόχρονα, τότε είμαι νευρωτική σαν τη κόλαση. Θα πετώ πέρα-δώθε μεταξύ ενός αμοιβαία αποκλειόμενου πράγματος κι ενός άλλου για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Άρχισα να καταλαβαίνω γιατί οι μισογύνηδες μπορούσαν να κάνουνε τόσο ανόητες τις γυναίκες. Οι μισογύνηδες ήτανε σα θεοί: άτρωτοι κι ασφυκτικά γεμάτοι δύναμη. Κατέβηκαν και μετά εξαφανίστηκαν. Δεν θα μπορούσατε ποτέ να πιάσετε έναν.

Καταλάβαιναν πράγματα του πνεύματος στην Ιαπωνία. Ξεκοιλιάζονταν όταν κάτι πήγαινε στραβά.

Όπου κι αν καθόμουν -στο κατάστρωμα ενός πλοίου ή σε ένα καφέ του δρόμου στο Παρίσι ή την Μπανγκόκ- καθόμουν κάτω από το ίδιο γυάλινο βάζο καμπάνας, βράζοντας στον δικό μου ξινό αέρα.

Πώς ήξερα ότι κάποια μέρα – στο κολέγιο, στην Ευρώπη, κάπου, οπουδήποτε – το βάζο της καμπάνας, με τις ασφυκτικές παραμορφώσεις του, δεν θα κατέβαινε ξανά;

Για το άτομο στο βάζο καμπάνας, κενό και σταματημένο σαν νεκρό μωρό, ο ίδιος ο κόσμος είναι το κακό όνειρο.

Πήρα μια βαθΕιά ανάσα και άκουσα την παλιά καυχησιολογία της καρδιάς μου: Είμαι, είμαι, είμαι.

Θα έπρεπε, σκέφτηκα, να υπάρχει ένα τελετουργικό για να γεννηθείς δύο φορές – μπαλωμένο, αναγομωμένο κι εγκεκριμένο για το δρόμο.

Μη μου μιλάς για τον κόσμο που χρειάζεται χαρούμενα πράγματα! Αυτό που θέλει το άτομο από το Belsen – σωματικό ή ψυχολογικό – είναι κανείς να μην λέει ότι τα πουλιά εξακολουθούν να κάνουν tweet-tweet, αλλά η πλήρης γνώση ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί και ξέρει το χειρότερο, ακριβώς πώς είναι.

Μιλάω στον Θεό, αλλά ο ουρανός είναι άδειος.

Βρέχει. Μπαίνω στον πειρασμό να γράψω ένα ποίημα. Αλλά θυμάμαι τι έλεγε σε ένα απορριπτικό δελτίο: Μετά από μια έντονη βροχόπτωση, ποιήματα με τίτλο ΒΡΟΧΗ ξεχύνονται από όλη τη χώρα.

Μαζί μου, το παρόν είναι για πάντα, και το για πάντα μετατοπίζεται, ρέει, λιώνει. Αυτό το δεύτερο είναι η ζωή. Και όταν φύγει, είναι νεκρό. Αλλά δεν μπορείτε να ξεκινήσετε από την αρχή με κάθε νέο δευτερόλεπτο. Πρέπει να κρίνετε από το τι είναι νεκρό. Είναι σαν κινούμενη άμμος… απελπιστική από την αρχή.

Το αίμα της αγάπης αναβλύζει στην καρδιά μου με έναν αργό πόνο.

Απογοητευμένοι; Ναι. Γιατί; Επειδή είναι αδύνατο για μένα να είμαι ο Θεός – ή η παγκόσμια γυναίκα και άνδρας – ή οτιδήποτε άλλο. Είμαι αυτό που αισθάνομαι και σκέφτομαι και κάνω. Θέλω να εκφράσω την ύπαρξή μου όσο πληρέστερα μπορώ, γιατί κάπου πήρα την ιδέα ότι θα μπορούσα να δικαιολογήσω το γεγονός ότι είμαι ζωντανός με αυτόν τον τρόπο.

Αν δεν σκεφτόμουν, θα ήμουν πολύ πιο ευτυχισμένος. Αν δεν είχα σεξουαλικά όργανα, δεν θα ταλαντευόμουν στο χείλος του νευρικού συναισθήματος και των δακρύων όλη την ώρα.

Ίσως όταν πιάνουμε τον εαυτό μας να θέλει τα πάντα, είναι επειδή είμαστε επικίνδυνα κοντά στο να μην θέλουμε τίποτα.

Πρέπει να πάρω πίσω τη ψυχή μου από σένα. Σκοτώνω τη σάρκα μου χωρίς αυτη.

Είμαι φτιαγμένη, ωμά, για την επιτυχία.

Κατά ειρωνικό τρόπο, η βιογραφία του Henry James με παρηγορεί κι ανυπομονώ να του γνωστοποιήσω τη μεταθανάτια φήμη του – έγραψε, με πόνο, έδωσε όλη του τη ζωή (κάτι που είναι περισσότερο από ό, τι θα μπορούσα να σκεφτώ να κάνω – έχω τον Ted, θα έχω παιδιά – αλλά λίγους φίλους) και οι κριτικοί τον προσέβαλαν και τον χλεύασαν, οι αναγνώστες δεν τον διάβασαν.

Επιθυμώ τα πράγματα που θα με καταστρέψουνε στο τέλος.

Το αφηρημένο σκοτώνει, το συγκεκριμένο σώζει.

ΕΡΓΑ:

Ποιητικές συλλογές
Ο Κολοσσός και άλλα ποιήματα (1960, William Heinemann)
Άριελ (1965, Faber and Faber)
Τρεις γυναίκες: Ένας μονόλογος για τρεις φωνές (1968)
Διασχίζοντας το νερό (1971)
Χειμωνιάτικα δέντρα (1971)
Η συλλογή ποιημάτων (1981)
Επιλεγμένα ποιήματα (1985)
Ariel: Η αποκατεστημένη έκδοση (2004)

Συλλογή πεζογραφίας και μυθιστορημάτων
The Bell Jar, με το ψευδώνυμο “Victoria Lucas” (1963)
Letters Home: Correspondence 1950–1963 
Johnny Panic and the Bible of Dreams: Short Stories, Prose, and Diary Excerpts (1977, Faber and Faber)
Τα ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ (1982)
The Magic Mirror (1989)
The Unabridged Journals of Sylvia Plath, (2000)
The Letters of Sylvia Plath, Volume 1 2017
The Letters of Sylvia Plath, Volume 2 2018
Η Μαίρη Βεντούρα και το ένατο βασίλειο 2019



Παιδικά βιβλία
The Bed Book, εικονογράφηση Quentin Blake 1976
The It-Doesn’t-Matter Suit 1996
Η κουζίνα της κυρίας Cherry 2001
Collected Children’s Stories 2001

======================

          Άριελ

Τώρα το κεφάλι σου,
με συγχωρείς, είναι άδειο.
Έχω εισιτήριο για αυτό.
Έλα εδώ, γλυκειά μου,
έξω από τη ντουλάπα.
Λοιπόν,
ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό;
Γυμνό σα χαρτί
να ξεκινήσει…

Αλλά σε είκοσι πέντε χρόνια
θα είναι ασημένια,
σε πενήντα, χρυσάφι.
Μια ζωντανή κούκλα,
όπου κι αν κοιτάξεις.
Μπορεί να ράψει,
μπορεί να μαγειρέψει,
μπορεί να μιλήσει,
να μιλήσει, να μιλήσει…

Λειτουργεί,
δεν υπάρχει τίποτα κακό μ’ αυτό.
Έχεις μια τρύπα,
είναι ένα κατάπλασμα.
Έχεις ένα μάτι,
είναι μια εικόνα.
Αγόρι μου,
είναι η τελευταία σου λύση.
Θα το παντρευτείς,
θα το παντρευτείς, θα το παντρευτείς…

Ο προσφεύγων

Πεθαίνοντας
Είναι μια τέχνη,
όπως όλα τα άλλα.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.

Το κάνω έτσι ώστε
να αισθάνεται σαν κόλαση.
Το κάνω έτσι ώστε
να αισθάνεται πραγματικό.
Υποθέτω ότι θα μπορούσατε
να πείτε ότι έχω μια κλίση.

   Μπαμπάς

Όχι ο Θεός,
αλλά μια σβάστικα
Τόσο μαύρη
που κανένας ουρανός
δεν μπορούσε να τρίζει.
Κάθε γυναίκα λατρεύει
ένα φασίστα,
τη μπότα στο πρόσωπο,
την ωμή, ωμή καρδιά
ενός κτήνους σαν εσένα.

Υπάρχει ένα στοίχημα
στη χοντρή μαύρη καρδιά σου
κι οι χωρικοί δεν σε συμπάθησαν ποτέ.
Χορεύουν και σε πατάνε.
Πάντα ξέραν ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά,
κάθαρμα, τελείωσα.

Αγάπη μου, όλη τη νύχτα
τρεμοπαίζω, off, on, off, on.
Τα σεντόνια γίνονται βαριά
σαν το φιλί ενός λάγνου…

    Καλοσύνη

Η γυναίκα τελειοποιείται
νεκρή Της

Το σώμα φοράει
το χαμόγελο της ολοκλήρωσης,
Η ψευδαίσθηση
μιας ελληνικής αναγκαιότητας

Ρέει στους ρόλους της τόγκας της,
γυμνή της

Τα πόδια φαίνεται να λένε:
Έχουμε φτάσει τόσο μακρyά,
έχει τελειώσει.

Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο,
ένα λευκό φίδι,
ένα σε κάθε μικρό

Στάμνα γάλακτος,
τώρα άδεια.
Έχει διπλώσει τους
πίσω στο σώμα της
ως πέταλα

Ενός τριαντάφυλλου
κοντά όταν ο κήπος
σκληραίνει κι οσμές
αιμορραγούν
απ’ το γλυκό, βαθύ λαρύγγι
του νυχτολούλουδου.

Το φεγγάρι
δεν έχει τίποτα να λυπάται,
Κοιτάζοντας από την κουκούλα
των οστών της.
Είναι συνηθισμένη
σε τέτοια πράγματα.
Τα μαύρα της τρίζουν
και σέρνονται…

         Λέξεις

Διασχίζοντας το νερό 

Αυτοί οι λόφοι είναι πολύ πράσινοι
και γλυκοί για να έχουν δοκιμάσει αλάτι.
Ακολουθώ το μονοπάτι
των προβάτων ανάμεσά τους.
ένας τελευταίος γάντζος με φέρνει
στη βόρεια όψη των λόφων
και το πρόσωπο είναι πορτοκαλί βράχος
που δεν κοιτά τίποτα,
τίποτα άλλο παρά ένας μεγάλος χώρος
από λευκά και κασσίτερα φώτα
και χλαλοή αργυροχόου
χτυπώντας και χτυπώντας
σ’ ένα δυσεπίλυτο μέταλλο…

       Βατόμουρο

Αυτά τα ποιήματα δεν ζουν:
είναι μια θλιβερή διάγνωση.
Μεγάλωσαν τα δάχτυλα των ποδιών
και των δακτύλων τους αρκετά,
Τα μικρά μέτωπά τους
διογκώθηκαν με συγκέντρωση.
Αν έχαναν την ευκαιρία
να περπατούν σαν άνθρωποι
δεν ήταν λόγω έλλειψης
της μητρικής αγάπης…

          Θνησιγενής

Τώρα είμαι μια λίμνη.
Μια γυναίκα σκύβει πάνω μου,
ψάχνοντας τις εκτάσεις μου
γι’ αυτό που πραγματικά είναι.
Στη συνέχεια στρέφεται
σε αυτούς τους ψεύτες,
τα κεριά ή το φεγγάρι.
Τη βλέπω πίσω
και την αντανακλώ πιστά.

Με ανταμείβει με δάκρυα
και ταραχή των χεριών.
Είμαι σημαντική γι ‘αυτήν.
Έρχεται και φεύγει.
κάθε πρωί είναι το πρόσωπό της
που αντικαθιστά το σκοτάδι.

Μέσα μου έχει πνίξει
ένα νεαρό κορίτσι
και μέσα μου μια γριά
ανεβαίνει προς το μέρος της
μέρα με τη μέρα,
σαν ένα τρομερό ψάρι…

      Καθρέφτης

Είμαι ένα αίνιγμα σε εννέα συλλαβές
Ένας ελέφαντας, ένα βαρύ σπίτι,
ένα πεπόνι που περπατά
σε δύο τρύπες.
Ω κόκκινα φρούτα,
ελεφαντόδοντο, εκλεκτά ξύλα!
Αυτό το καρβέλι είναι μεγάλο
με το μαγιάτικο φούσκωμα του.

Τα χρήματα είναι νεόκοπα
σε αυτό το χοντρό πορτοφόλι.
Είμαι ένα μέσο, ένα στάδιο,
μια αγελάδα στο μοσχάρι.
Έχω φάει μια τσάντα
πράσινα μήλα,
Επιβιβάστηκε στο τραίνο
δεν υπάρχει αποβίβαση…

    Μεταφορές

      Χειμωνιάτικα δέντρα

Είπατε ότι θα το σκοτώσετε
σήμερα το πρωί.
Μη το σκοτώνετε.
Με τρομάζει ακόμα,
η προεξοχή αυτού του περίεργου,
σκοτεινού κεφαλιού, βηματισμού

Μέσα από το άκοπο χορτάρι
στο λόφο της φτελιάς.
Είναι κάτι
για να κατέχει ένα φασιανό,
ή απλά να επισκεφθεί καθόλου.

Δεν είμαι μυστικιστής:
δεν είναι σαν να νόμιζα
ότι είχε πνεύμα.
Είναι απλά στο στοιχείο του.

Αυτό της δίνει μια βασιλεία,
ένα δικαίωμα…

       Κολοσσός

Ποτέ δεν θα μπορέσω
να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει
κολλημένο και συναρμοσμένο.

Γκαρίσματα,
γρυλίσματα γουρουνιών
και αισχρά κακαρίσματα
εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..

Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
επιστόμιο για τους νεκρούς,
ή για κάποια θεότητα.

Τριάντα χρόνια τώρα
είναι που μοχθώ
να στεγνώσω τις λάσπες
από το λαιμό σου.

Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές
με τα δοχεία της κόλλας
και τους κουβάδες με τη λαζολίνη

Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις
των φρυδιών σου
να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες
του κρανίου σου
και να καθαρίσω τους γυμνούς
λευκούς τύμβους των ματιών σου.

Ένας γαλάζιος ουρανός
βγαλμένος από την Ορέστεια
ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας.
Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
ρωμαλέος κι ιστορικός
σαν Ρωμαική Αρένα.

Στρώνω για το γεύμα μου
πάνω σ’ ένα λόφο
με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα
κι ακάνθινα μαλλιά
είναι σκορπισμένα
με την γνωστή τους αναρχία
στη γραμμή του ορίζοντα.

Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό
από το χτύπημα ενός κεραυνού
για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
του αριστερού σου αυτιού,
μακρυά από τον άνεμο,
μετρώντας τα κόκκινα άστρα
κι εκείνα που έχουνε
το χρώμα του δαμάσκηνου.

Ο ήλιος ανατέλλει
από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια
για το τρίξιμο μιας καρίνας
πάνω στις γυμνές πέτρες
της αποβάθρας…

Μαύρος Κόρακας στη βροχή

Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
που στρώνει ξανά και ξανά
το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
ή ένα ατύχημα
να πυροδοτήσουν την όραση
μες τα μάτια μου,
ούτε ψάχνω πια
στον ανερμάτιστο καιρό
κάποιο σχέδιο,
μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα
να πέφτουν όπως πέφτουν,
χωρίς τελετή, ή οιωνό.

Παρόλο που, το μολογώ,
κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση
απ’ το βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως
μπορεί ακόμα να ξεπηδήσει λευκόπυρο
απ’ της κουζίνας το τραπέζι
ή τη καρέκλα
σαν μια ουράνια φωτιά
που πότε-πότε κατέχει
τα πιο αμβλεία αντικείμενα
καθαγιάζοντας έτσι
ένα διάστημα αλλιώς ασυνεπές
επιδίδοντάς του γενναιοδωρία, τιμή,
κάποιος ίσως πει αγάπη.
Ούτως ή άλλως
τώρα περπατώ επιφυλακτική
(γιατί θα μπορούσε να συμβεί
ακόμα και σ’ αυτό το μουντό,
ερειπωμένο τοπίο) δύσπιστη
Παρ’ όλ’ αυτά συνετή,
αγνοώντας πως ένας άγγελος
ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου.
Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του
μπορεί να λάμψει τόσο
ώστε ν’ αδράξει τις αισθήσεις μου,
ν’` ανασηκώσει τα βλέφαρά μου
και να μου παραχωρήσει
μια σύντομη ανάπαυλα απ’ το φόβο
της απόλυτης ουδετερότητας.
Με λίγη τύχη,
μοχθώντας επίμονα
μέσα απ’ αυτή την εποχή
της κόπωσης, θα συρράψω
ένα κάποιο κίβδηλο, περιεχόμενο.
Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει ν’ αποκαλείς
αυτά τα σπασμωδικά
τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα.
Η αναμονή άρχισε ξανά,
η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι’ αυτή τη σπάνια, τυχαία κάθοδο…

Παπαρούνες Τον Οκτώβρη

Ακόμα και τα ηλιοφώτιστα σύννεφα
αυτό το πρωινό δεν καταφέρνουν
να φτιάξουν τέτοιες φούστες.
Ούτε και η γυναίκα στο ασθενοφόρο
Παρ’ όλο που η κόκκινη καρδιά της
ανθίζει μες απ’ το παλτό της
τόσο εκθαμβωτικά,

Ένα δώρο, ένα δώρο αγάπης
Απόλυτα απροσδόκητο
Από έναν ουρανό
που χλομά και φλογισμένα
πυροδοτεί το μονοξείδιο του άνθρακα,
από μάτια  προσηλωμένα και βαθύσκιωτα
κάτω από στρογγυλά καπέλα.

Ω Θεέ μου, τι είμαι εγώ
Για να ανοίξουν κραυγάζοντας
αυτά τα αργοπορημένα στόματα
μέσα σ’ ένα δάσος από πάγο,
σε μια αυγή από αγριολούλουδα;

           Άϋπνος

Ο ουρανός της νύχτας είναι
σαν ένα φύλλο καρμπόν, μπλε-μαύρο,
με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
που αφήνουν το φως να περνά,
από τρύπα σε τρύπα
ένα φως οστέινο,
λευκό σαν θάνατος,
πίσω από κάθε πράγμα.

Κάτω απ’ τα μάτια των αστεριών
και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
υπομένει την έρημο
του προσκεφαλιού του,
η αυπνία απλώνει τη λεπτή,
ερεθιστική της άμμο
προς όλες τις κατευθύνσεις
ξανά και ξανά,
η παλιά, κοκκώδης ταινία
προβάλλει ντροπές,
τις βροχερές ημέρες
της παιδικής ηλικίας κι εφηβείας,
κολλώδεις από όνειρα,
γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά έδρανα,
εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα
που του έφερναν κλάμμα.

Το μέτωπό του ανώμαλο
σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται
να βγουν στην επιφάνεια
σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά.

Έχει πια ανοσία στα χάπια:
κόκκινα, μωβ, μπλε-
πως φωτίζουνε τη πλήξη
ενός απογεύματος
που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες,
που η επίδρασή τους κέρδισε γι’ αυτόν.

Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο
και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα
ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα
και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.

Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα
δεν τον ωφελούν.

Το κεφάλι του είναι
ένας μικρός χώρο
από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει
ακαριαία σ’ ένα σοκκάκι
από συρρικνούμενες προοπτικές
και η σημασία του
στραγγίζεται σα νερό
έξω από την οπή
στην άλλη άκρη.

Ζει εκτεθειμένος
σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
οι γυμνές σχισμές των ματιών του
πέτρωσαν ορθάνοιχτες
στο ακατάπαυστο ασταποβόλο
πετάρισμα των καταστάσεων.

Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή,
αόρατες γάτες ούρλιαζαν σαν γυναίκες
ή σαν κατεστραμένα όργανα.

Μπορεί κιόλας να νιώσει
το φως της ημέρας,
τη λευκή του αρρώστια,
να ξεπροβάλλει έρποντας
μ’ ένα καπέλο γεμάτο
ασήμαντες επαναλήψεις.

Η πόλη είναι ένας χάρτης
με χαρούμενους σφυριχτές τώρα
και παντού άνθρωποι,
με τα μάτια τους διάφανα
–ασημί και άδεια,
καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά,
λες κι έχουν πρόσφατα
υποστεί πλύση εγκεφάλου.

 Η Σελήνη & Ο Ίταμος

Αυτό είναι το φως του μυαλού,
ψυχρό και αστρικό
Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα.
Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους
στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός.
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου
και ψέλνουν τη ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη
ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου
μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα,
είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
λευκό σαν γροθιά
και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της
σαν σκοτεινό έγκλημα,
είναι αθόρυβη
με το ορθάνοιχτο στόμα
της απόλυτης απελπισίας.
Εδώ ζω.
Τη Κυριακή οι καμπάνες
ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
οχτώ τεράστιες γλώσσες
επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος,
αναφωνούν με επισημότητα
τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω.
Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα
και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου.
Δεν είναι γλυκειά σαν τη Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της
βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω
στην τρυφερότητα.
Το πρόσωπο του αγάλματος
απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα
τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει.
Τα σύννεφα ανθίζουν
μπλε κι απόκοσμα
πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία,
οι άγιοι θα ‘ναι όλοι θλιμμένοι,
θα αιωρούνται
με τα ευαίσθητα πόδια τους
πάνω απ’ κρύα στασίδια,
ια χέρια και τα πρόσωπά τους
αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά.
Είναι τυφλή κι αγριεμένη.
και το άγγελμα του ίταμου
είναι σκοτεινιά,
σκοτεινιά και σιωπή…

Η Λαίδη Λάζαρος

Το έκανα ξανά.
Κάθε δέκα χρόνια μια φορά
Το καταφέρνω –

Κάτι σαν περιφερόμενο θαύμα,
το δέρμα μου
Φωτεινό όπως αμπαζούρ των ναζί,
Το δεξί μου πόδι

Ένα πρες παπιέ,
Το πρόσωπό μου άμορφο, λεπτό
Εβραϊκό λινό.

Ξετύλιξε τη γάζα
ω εχθρέ μου.
Προξενώ τον τρόμο; 

Η μύτη, οι κόγχες των ματιών,
η πλήρης σειρά των δοντιών;
Η στυφή αναπνοή
Σε μια μέρα θα χαθεί.

Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα
Η φαγωμένη από του τάφου τη σπηλιά
Θα ‘ναι πάνω μου μια χαρά

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα.
Είμαι μονάχα τριάντα χρονών.
Κι όπως η γάτα
έχω να πεθάνω εννιά φορές.

Αυτή είναι η νούμερο «Τρία».
Τι ανοησία
Να εκμηδενίζεις κάθε δεκαετία.

Πόσα εκατομμύρια κλωστές.
Το πλήθος μασουλώντας φυστίκια
Στριμώχνεται να τους δει

Να με ξετυλίγουν χέρια πόδια
Το μεγάλο στριπτίζ
Κυρίες και κύριοι

Ιδού τα χέρια μου
Ιδού τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι κόκκαλο και πετσί,

Κι όμως είμαι η ίδια
κι απαράλλαχτη γυναίκα.
Τη πρώτη φορά που συνέβη
ήμουν στα δέκα:
Ήταν ατύχημα.

Τη δεύτερη φορά είχα σκοπό
Να κρατήσει και να μην γυρίσω πίσω.
Λικνιζόμουν κλειστή

Καθώς κοχύλι.
Έπρεπε να με φωνάξουν
και να με ξαναφωνάξουν
Και να μαζέψουν
πάνωθέ μου τα σκουλήκια
σαν λιπαρά μαργαριτάρια.

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη,
όπως κάθε τι.
Το κάνω εξαιρετικά καλά.

Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.
Μπορείτε να πείτε πως διαθέτω κλίση σ αυτό.

Είναι αρκετά εύκολο
να το κάνω σ ένα κελλί.
Είναι αρκετά εύκολο
να το κάνω και να μείνω κεί.
Είναι η θεατρική
επιστροφή μέρα-μεσημέρι
Στα ίδια μέρη,
στο ίδιο πρόσωπο,
στην ίδια βάρβαρη
εύθυμη κραυγή:

«Θαύμα»
Που μου δίνει τη χαριστική βολή.
Υπάρχει επιβάρυνση

Για να κοιτάξετε τις ουλές μου,
υπάρχει επιβάρυνση
Για ν ακούσετε τη καρδιά μου
-πράγματι χτυπάει.

Και υπάρχει επιβάρυνση,
πολύ μεγάλη επιβάρυνση
Για μια λέξη
ή ένα άγγιγμα
Ή για λίγο αίμα,

Η ένα κομμάτι απ τα μαλλιά μου
ή τα ρούχα μου.
Λοιπόν, λοιπόν, χερ Ντόκτορ.
Λοιπόν, χερ εχθρέ.

Είμαι το έργο σου,
Είμαι το τιμαλφές σου,
Ένα μωρό σκέτο χρυσάφι

Που αναλύεται σε μια στριγκλιά.
Στριφογυρίζω και παίρνω φωτιά.
Μη νομίζεις πως υποτιμώ
το μέγα ενδιαφέρον σου.

Στάχτη στάχτη
Σκαλίζεις κι αναδεύεις.
Σάρκα, κόκαλα,
τίποτε δεν υπάρχει εκεί 

Μια πλάκα σαπούνι,
Μια βέρα,
Ένα σφράγισμα χρυσό.

Χερ Ύψιστε,
χερ Εωσφόρε
Πρόσεξε
Πρόσεξε.

Από τη στάχτη βγαίνω
Με πορφυρά μαλλιά
Τ’ αντράκια τα μασάω
Τα κάνω μια χαψιά

       Ερωτικό Ποίημα

Δεν είναι εύκολο να εκφράσω
την αλλαγή που επέφερες.

Αν είμαι τώρα ζωντανή,
νεκρή ήμουνα τότε,
Αν κι όπως μια πέτρα,
αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
να μένω στη θέση μου
ακολουθώντας τη συνήθεια…

                    Δώρο Γενεθλίων

Τι είναι αυτό, πίσω απ’ το πέπλο, ειν’ όμορφο, ειν’ άσχημο;
Τρεμολάμπει, στήθος έχει, έχει όρια;

Μοναδικό είναι, είμαι σίγουρη, σίγουρη είμαι ότι είναι ακριβώς αυτό που θέλω.
Σιωπηλή στα μαγειρέματά μου να με κοιτάζει το νιώθω, το νιώθω να σκέπτεται

«Αυτή είναι που ενώπιόν της θα παρουσιαστώ,
Αυτή είναι η εκλεκτή, αυτή με τα μάτια μαύρες κόχες και την ουλή;

Που το αλεύρι μετράει, που βγάζει το περίσσιο,
Που κολλάει στους κανόνες, στους κανόνες, στους κανόνες.

Αυτή είναι αυτό για την αναγγελία;
Θεέ μου, τι πλάκα!»

Όμως τρεμολάμπει, δεν σταματά, και θαρρώ εμένα θέλει.
Και κόκκαλα να ‘ταν δεν θα μ’ ένοιαζε, ή ένα μαργαριταρένιο κουμπί.

Έτσι κι αλλιώς, δώρα δεν θέλω φέτος.
Στο κάτω κάτω κατά λάθος είμαι ζωντανή.

Ευχαρίστως θα σκοτωνόμουν κείνη τη φορά, με κάθε δυνατό τρόπο.
Τώρα είναι αυτά τα πέπλα, σαν κουρτίνες τρεμολάμπουν,

Διάφανα σατέν γεναριάτικου παραθύρου
Λευκά σαν στρωσίδια μωρουδίστικα, σπιθίζουνε με ανάσα νεκρή.
Ω φίλντισι!

Ένας χαυλιόδοντος πρέπει να ‘ναι εκεί, ένας φασματικός κίονας.
Ούτε που με νοιάζει τι ‘ναι, δεν το βλέπεις;

Να μου το δώσεις δεν μπορείς;
Μην ντρέπεσαι – μικρό κι αν είναι δεν με νοιάζει.

Μην είσαι κακός, είμαι έτοιμη για θηριωδίες εγώ.
Ας κάτσουμε μαζί του, ένας από κάθε του πλευρά, αποθαυμάζοντας τη λάμψη,

Το λούστρο, τα τόσα καθρεφτίσματά του.
Ας φάμε το τελευταίο δείπνο απ’ αυτό, σαν από νοσοκομείου πιάτο.

Γιατί δεν μου το δίνεις ξέρω,
Τρομοκρατημένος είσαι

Ο κόσμος με μια στριγκλιά θ’ ανατιναχτεί, μαζί και το κεφάλι σου,
Ανάγλυφος, μπρούτζινος, μια ασπίδα αρχαϊκή,

Θαύμα για τα δισέγγονά σου.
Μην φοβάσαι, δεν είναι έτσι.

Θα το πάρω απλώς κι ήσυχα παράμερα θα σταθώ.
Ούτε που θα μ’ ακούσεις να τ’ ανοίγω, ούτε καν τρίξιμο χαρτιού,

Κορδέλες δεν θα πέσουν, ούτε επιφώνημα στο τέλος.
Τόση διακριτικότητα από ‘μένα, μάλλον, δεν περίμενες.

Μόνο αν ήξερες πως τα πέπλα ‘κείνα σκότωναν τις μέρες μου.
Για σένα είναι μόνο διαφάνειες, αεράκι καθαρό.

Όμως θεέ μου, τα σύννεφα βαμβάκι είναι λες.
Στρατιές ολόκληρες. Διοξείδιο του άνθρακα.

Γλυκά, γλυκά εισπνέω,
Τις φλέβες μου με τ’ αόρατα γεμίζω, με τα εκατομμύρια

Κόκκους πιθανούς που τα χρόνια της ζωής μου αφαιρούν.
Ασημοντυμένος είσαι για την περίσταση. Αχ αριθμομηχανή –

Αδύνατο σου είναι ν’ αφήσεις κάτι να ξεφύγει,
αδύνατο πλήρες να τ’ αφήσεις να ξεφύγει;
Σφραγίδα μωβ πρέπει σ’ όλα να πατάς,

Να σκοτώνεις πρέπει ό,τι μπορείς;
Υπάρχει κάτι που θέλω σήμερα, και μόνο εσύ να μου το δώσεις μπορείς.

Στέκει στο παραθύρι μου, απέραντο σαν τον ουρανό.
Απ’ τα σεντόνια μου ανασαίνει, από το ψυχρό επίκεντρο

Όπου τσακισμένες ζωές πήζουν και σκληραίνουν ιστορία για να γίνουν.
Με το ταχυδρομείο ας μην έρθει, δάκτυλο με το δάκτυλο.

Στόμα με στόμα ας μην έρθει, εξήντα θα ‘μαι
Ώσπου πλήρες να παραδοθεί, ανήμπορη κάτι για να το κάνω.

Μόνο άσε το πέπλο να πέσει, το πέπλο, το πέπλο.
Θάνατος αν ήταν

Τη βαθιά βαρύτητά του θα θαύμαζα, τ’ άχρονα μάτια του.
Τότε θα ήξερα πως σοβαρά το ‘χες πάρει.

Αρχοντιά θα υπήρχε τότε, τότε θα ‘ταν γενέθλια.
Και το μαχαίρι δεν θα τεμάχιζε, θα μπηγόταν

Ανέγγιχτο και καθαρό σαν του μωρού το κλάμα,
Και το σύμπαν απ’ το πλευρό μου τότε θα γλιστρούσε.

Το ερωτικό τραγούδι του τρελού κοριτσιού

Κλείνω τα μάτια, χάνεται όλη η πλάση.
Τα βλέφαρα ανοίγω και γεννιούνται πάλι όλα.
(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω πλάσει).

Χορό μπλε, κόκκινα αστέρια έχουν στήσει,
Κι ορμά στα ξαφνικά καλπάζοντας το σκότος.
Κλείνω τα μάτια και η πλάση έχει σβήσει.
Στ’ όνειρο, με μάγια στο κρεβάτι μ’ είχες ρίξει,
Ερωτοχτυπημένη, στο φιλί σου τρελλαμένη.
(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω φτιάξει).

Κυλά ο Θεός από ψηλά, η Κόλαση αργοσβήνει·
Και εφορμούν τα σεραφείμ και του διαβόλου οι φίλοι·
Κλείνω τα μάτια, και η πλάση όλη κλείνει.

Πως θα γυρνούσες πίστεψα το είχες τάξει
Όμως γερνώ και το όνομά σου το ξεχνώ
(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω φτιάξει).

Πουλί φωτιάς θα έπρεπε να ‘χω αγαπήσει
Την άνοιξη τουλάχιστον αυτό θα ξαναρχόταν.
Κλείνω τα μάτια και η πλάση όλη έχει σβήσει
(Θαρρώ πως μέσα στο μυαλό μου σ’ έχω κλείσει).

            Η άλλη

Έρχεσαι αργά, σκουπίζοντας τα χείλη σου.
Τι άφησα ανέγγιχτο στο κατώφλι 

Λευκή Νίκη,
Πετάς στους τοίχους μου ανάμεσα;

Χαμογελώντας η μπλε αστραπή
Αξιώνει, σαν τσιγκέλι, το βάρος των μελών του.

Η αστυνομία σε λατρεύει, ομολογείς τα πάντα.
Λαμπερά μαλλιά, μαύρο βερνίκι, η γνωστή επιτήδευση,

Είναι η ζωή μου τόσο ενδιαφέρουσα;
Γι’ αυτό γούρλωσες τα μάτια σου;

Γι’ αυτό τα μόρια του αέρα χάνονται;
Δεν είναι μόρια αέρα, αιμοσφαίρια είναι.

Άνοιξε την τσάντα σου. Τι μυρωδιά είναι αυτή;
Είναι το πλεκτό σου,

Μόνο του πλέκεται με ζήλο,
Είναι οι γλοιώδεις καραμέλες σου.

Έχω το κεφάλι σου στον τοίχο μου.
Ομφάλιοι λώροι, πορφυροί και λαμπεροί,

Στριγκλίζουν από την κοιλιά μου σαν βέλη, αυτά καβαλάω.
Ω λάμψη της σελήνης, Ω άρρωστη εσύ,

Κλεμμένα άλογα, πορνείες
Κυκλώνουν μια μαρμάρινη μήτρα.

Πού πας
Και ρουφάς την ανάσα σαν απόσταση;

Θειώδεις μοιχείες θρηνούν σ’ ένα όνειρο.
Παγωμένο γυαλί, πώς εισβάλεις

Ανάμεσα σε εμένα κι εμένα.
Γρατζουνάω σαν γάτα.

Το αίμα που τρέχει είναι φρούτο σκοτεινό—
Μια εντύπωση, ένα κοσμητικό.

Χαμογελάς.
Όχι, δεν είναι μοιραίο.

Ο Νικ και το Κηροπήγιο

Είμαι μεταλλωρύχος.
Καίει το φως, γαλάζιο.
Κερένιοι σταλακτίτες
στάζουν και πήζουν, δάκρυα

που εκβάλλει η γήινη μήτρα
όταν θανάσιμα βαριέται.
Αέρας μαύρη νυχτερίδα

με τυλίγει, τρύπια μαντήλια,
ψυχρά φονικά.
Κολλούν πάνω μου σαν τα δαμάσκηνα.

Αρχαία σπηλιά,
ασβέστιο αποκρυσταλλωμένο,
αρχαία αντιλαλιά.
Ακόμη κι οι σαύρες είναι λευκές,

οι θρησκευόμενες.
Και τα ψάρια, τα ψάρια.
Χριστέ μου! πάγου παγίδες

σαν κοφτερές λεπίδες
πιράνχας θρησκείας
που μεταλαμβάνει
τη πρώτη κοινωνία
στις μύτες των δαχτύλων μου.
Το κερί
καταπίνει κι ανακτά
το μικρό του δέμας,
το κίτρινό του αναθαρρεύει.

Αχ αγάπη μου,
πώς βρέθηκες εδώ;
Αχ, έμβρυο, θυμάσαι,
ακόμα και στον ύπνο,
μικρό-μικρό σου τό’δωσα
πώς σταυρωτά κοιμόσουν.
Το αίμα θάλλει καθαρό
μέσα σου, ρουμπίνι μου.
Ο πόνος που σε ξύπνησε
δεν είναι καν δικός σου.

Αγάπη, αγάπη μου
κρέμασα στη σπηλιά μας
τριανταφυλλιές,
στρωσίδια αραχνοΰφαντα
βικτωριανά κατάλοιπα.
Ας γκρεμοτσακιστούν τ’ αστέρια
στον σκοτεινό τους προορισμό,

Άσε του υδραργύρου
τα άτομα τα παραλυτικά να στάξουν
μέσα στο τρομερό πηγάδι.

Εσύ είσαι εκείνος
ο στερεός που πάνω του στηρίζεται
με φθόνο το στερέωμα.
Εσύ είσαι το μωρό στη φάτνη…

       Απόκρυφο

Ο αέρας είναι ένας μύλος από αγκίστρια
Ερωτήσεις χωρίς απάντηση,
Λαμπερές και μεθυσμένες σα μύγες
Που του φιλιού τους το κεντρί είναι αβάσταχτο
Μέσα στις δυσώδεις μήτρες του μαύρου αγέρα
κάτω απ’ τα πεύκα το καλοκαίρι.

         Θυμάμαι

Τη νεκρή μυρωδιά του ήλιου
στις ξύλινες καμπίνες ,
Την ακαμψία των ιστίων,
τα μακριά αλατισμένα σάβανα.
Αν έχεις αντικρίσει μια φορά το Θεό,
ποια είναι η γιατρειά;
Αν έχεις μια φορά κατακτηθεί
χωρίς να μείνει ούτ’ ένα κομμάτι,
ούτε καν ένα δάχτυλο
κι αναλωθεί, Αναλωθεί απόλυτα,
στη πυρκαγιά του ήλιου,
Μέσα στο φως
από βιτρώ αρχαίων καθεδρικών
Ποια είναι η γιατρειά;

Η όστια της μετάληψης;
Το βάδισμα πλάι σε ακύμαντα νερά;
Η μνήμη;
Ή να διακρίνεις τα λαμπρά ίχνη
Του Χριστού στα πρόσωπα των τρωκτικών,
Των δειλών λουλουδοφάγων,
εκείνων που έχουν τόσο ταπεινές ελπίδες,
ώστε αισθάνονται άνετα
Καμπουριασμένη στο παστρικό σπιτάκι της
Κάτω από τις ακτίνες της αγράμπελης.
Άραγε δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας,
μόνο τρυφερότητα;
Θυμάται η θάλασσα
εκείνον που βάδισε πάνω της;
Το νόημα διαρρέει από τα μόρια.
Οι καμινάδες της πόλης αναπνέουν,
το παράθυρο ιδρώνει,
Τα παιδιά σκιρτούν στα κρεβάτια τους.
Ο ήλιος ανθίζει, είναι ένα γεράνι.

Η καρδιά δεν έχει σταματήσει…

      Λεσβίες

Λύσσα μες στη κουζίνα!
Οι πατάτες συρίζουν.
Τόσο χολιγουντιανή, χωρίς παράθυρα,
η λάμπα φθορισμού αναβοσβήνει
σαν φριχτή ημικρανία,
σεμνότυφες χάρτινες κουρτίνες για πόρτες,
αυλαίες, μπουκλίτσες χήρας.
Κι εγώ, αγαπούλα,
είμαι παθολογική ψεύτρα,
Και το παιδί μου, κοίτα τη,
με τα μούτρα στο πάτωμα,
μια μικρή αναστατωμένη μαριονέτα
που κλωτσάει μπας κι εξαφανιστεί,
μα είναι μια σχιζοφρενής.
Το πρόσωπό της κόκκινο και άσπρο,
ένας πανικός,
έχωσες τα γατάκια τη
σ’ ένα τσιμεντένιο πηγάδι
έξω απ’ το παράθυρό σου
κι εκεί μέσα χέζουν,
ξερνάνε και κλαίνε
και δεν μπορεί να τ’ ακούει.
Λες δεν την αντέχεις,
είναι κορίτσι το μπάσταρδο.
Εσύ έχεις κάψει τις λάμπες σου
σαν παλιό ραδιόφωνο
καθαρό από φωνές κι ιστορία,
το καινούριο είναι γεμάτο παράσιτα.
Λες θα ‘πρεπε να πνίξω τα γατάκια.
Τη βρώμα τους!
Λες θα ‘πρεπε να πνίξω το κορίτσι μου.
Θα κόψει τον λαιμό της στα δέκα,
αν είναι τρελλή στα δύο.
Το μωρό χαμογελάει,
παχουλό σαλιγκάρι,
Στους γυαλιστερούς ρόμβους
του πορτοκαλί μουσαμά.
Θα μπορούσες να τον φας.
Αγόρι είναι.
Λες ο άντρας σου δεν σου φέρεται καλά,
η Εβραία του μαμά φυλάει
το γλυκό του φύλο σα θησαυρό.
Εσύ έχεις ένα μωρό, εγώ έχω δυο.
Θα ‘πρεπε να κάθομαι σ’ ένα βράχο
έξω απ’ την Κορνουάλη
να χτενίζω τα μαλλιά μου.
Θα ‘πρεπε να φοράω τιγρέ εσώρουχα,
θα ‘πρεπε να έχω εραστή.
Θα ‘πρεπε να συναντηθούμε σε μιαν άλλη ζωή,
θα ‘πρεπε να συναντηθούμε στον άνεμο,
Εγώ κι εσύ.

Στο μεταξύ βρωμάει λίπος
και σκατό μωρού.
Είμαι ναρκωμένη και βαρειά
απ’ το τελευταίο μου ηρεμιστικό.
Η κάπνα απ’ το μαγείρεμα,
η κάπνα της κόλασης
κάνει τα κεφάλια μας να αιωρούνται,
δυο φαρμακερά αντίθετα άκρα,
τα κόκκαλά μας, τα μαλλιά μας.
Σε φωνάζω Ορφανή, ορφανή.
Είσαι άρρωστη.
Ο ήλιος σε γεμίζει με έλκη,
ο άνεμος με φυματίωση.
Κάποτε ήσουν όμορφη.
Στη Νέα Υόρκη, στο Χόλιγουντ,
οι άντρες έλεγαν: “Τέλος;
Άτσα το μωρό, πολύ ζόρικο”
Έπαιζες, έπαιζες, έπαιζες
για την έξαψη.
Ο ανίκανος σύζυγος
πετάγεται έξω για καφέ.
Προσπαθώ να τον κρατήσω μέσα,
Ένα γέρικο κοντάρι για τον κεραυνό,
Όξινα λουτρά, ξεχύνονται
ουρανοκατέβατα από μέσα σου.
Το σπρώχνει στην πλαστική
λιθόστρωτη κατηφόρα,
Τραμ χτυπημένο.
Οι σπινθήρες είναι μπλε.
Οι μπλε σπινθήρες ξεχύνονται,
Σκάνε σαν χαλαζίες
σε εκατομμύρια κομματάκια.

Ω στολίδι μου!
Ω πολύτιμή μου!
Εκείνη τη νύχτα η σελήνη
Έσυρε τον αιμάτινο σάκο της,
άρρωστο ζώο
πάνω απ’ τα φώτα του λιμανιού
κι ύστερα μεγάλωσε κανονικά,
Σκληρή κι απόμακρη κι ολόλευκη.
Η λάμψη της άμμου πάγωνε το αίμα μου.
Τη μαζεύαμε στις χούφτες μας,
τη λατρεύαμε,
τη δουλεύαμε σαν ζυμάρι,
σαν κορμί μιγάδας,
Τη μεταξωτή άμμο.
Ένας σκύλος πέρασε
και πήρε τον σκυλίσιο σου σύζυγο.
Κι έφυγε.

Τώρα είμαι σιωπηλή,
μίσος ως τον λαιμό,
Παχύ, παχύ.
Δε βγάζω τσιμουδιά.
Μαζεύω τις ωμές πατάτες
σαν ρούχα καλά,
Μαζεύω τα μωρά,
Μαζεύω τα άρρωστα γατιά.
Ω βάζο με οξύ,
Με έρωτα έχεις γεμίσει.
Ξέρεις ποιον μισείς.
Αυτόν που κρεμάει την μπάλα του
και την αλυσίδα στην αυλόπορτα
Που ανοίγει στη θάλασσα
Και την οδηγεί μέσα,
λευκή και μαύρη,
Κι ύστερα την ξερνά πίσω.
Κάθε μέρα τον γεμίζεις ψυχή,
σαν κανάτα.
Είσαι τόσο εξαντλημένη.
Η φωνή σου σκουλαρίκι μου,
Φτεροκοπάει και ρουφάει,
αιμοβόρα νυχτερίδα.
Αυτά. Αυτά.
Κρυφοκοιτάζεις πίσω απ’ τη πόρτα,
Θλιβερή στρίγκλα.
“Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες.
Δεν βγάζω άκρη”.

Βλέπω τη χαριτωμένη σου διακόσμηση
Να σε σφίγγει σαν γροθιά μωρού
Ή σαν ανεμώνη,
εκείνη την αγαπημένη
τη θαλασσινή,
εκείνη την κλεπτομανή.
Είμαι ακόμη ωμή.
Λέω πως μπορεί να ξανάρθω.
Γι’ αυτό είναι τα ψέμματα.

Ούτε στον Ζεν παράδεισό σου
δεν πρόκειται να συναντηθούμε…

Η Σελήνη Και Το Κυπαρίσσι

Αυτό είναι το φως του νου,
κρύο και πλανητικό.
Τα δέντρα του νου είναι μαύρα.
Το φως είναι γαλάζιο.
Η χλόη ξεφορτώνει τις λύπες της
στα πόδια μου σα να ήμουν ο Θεός.
Βελονίζοντας τους αστραγάλούς μου
και ψιθυρίζοντας την ταπεινότητά της.
Μια ομίχλη από καπνούς
και πνεύματα κατοικεί αυτόν τον τόπο.
Που τον χωρίζουν από το σπίτι μου
επιτύμβιες πλάκες.
Απλώς δε βλέπω που μπορεί να πάει κανείς.
Η σελήνη δεν είναι πόρτα.
Είναι ένα πρόσωπο για τον εαυτό της.
Άσπρη σαν κλείδωση
και φοβερά αναστατωμένη.
Τραβάει τη θάλασσα πίσω της
σαν ένα σκοτεινό κρίμα˙ είναι ήσυχη
Με το χασμουρητό της απόλυτης απόγνωσης.
Ζω εδώ.
Δύο φορές την Κυριακή οι καμπάνες
εκπλήττουν τον ουρανό-
Οχτώ μεγάλες γλώσσες
επιβεβαιώνοντας την Ανάσταση.
Στο τέλος νηφάλια
χτυπάνε τα ονόματά τους.
Το κυπαρίσσι δείχνει προς τα πάνω.
Έχει γοτθικό σχήμα.
Τα μάτια ανεβαίνουν μαζί του
κι ανακαλύπτουν τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου.
Δεν είναι γλυκειά σαν τη Μαρία.
Τα γαλάζια της ενδύματα εξαπολύουν
μικρές κουκουβάγιες και νυχτερίδες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω
στη τρυφερότητα-
Το πρόσωπο του ομοιώματος,
γλυκύτερο από τα κεριά.
Στύβοντας, πάνω μου ειδικά,
τα ήπια του μάτια.
Έπεσα πολύ χαμηλά.
Σύννεφα ανθίζουν.
Μυστικιστικά και γαλάζια
πάνω στο πρόσωπο των άστρων.
Μέσα στην Εκκλησία,
οι άγιοι είναι όλοι γαλάζιοι.
Επιπλέοντας με τα λεπτά τους πόδια
πάνω από τα στασίδια.
Τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους
άκαμπτα από την αγιότητα.
Η σελήνη δε βλέπει τίποτα από όλα αυτά.
Είναι φαλακρή κι άγρια.
Και το μήνυμα που στέλνει το κυπαρίσσι
είναι νύχτα, νύχτα και σιωπή…

      Φινιστέρρε

Αυτό ήταν το τέλος της γης:
τα τελευταία δάχτυλα,
αρθρωμένα και ρευματικά,
Στριμωγμένος στο τίποτα. Μαύρο
Αδμονισμένοι γκρεμοί
κι η θάλασσα εκρήγνυται
Χωρίς πάτο, ή οτιδήποτεσ
την άλλη πλευρά του,
Ασπρισμένη από τα πρόσωπα των πνιγμένων.
Τώρα είναι μόνο ζοφερό,
μια χωματερή βράχων
Απομεινάρια στρατιώτες
από παλιούς, ακατάστατους πολέμους.
Τα θαλάσσια κανόνια στο αυτί τους,
αλλά δεν κουνιούνται.
Άλλοι βράχοι κρύβουν τις κακίες τους
κάτω από το νερό.
Οι γκρεμοί είναι γεμάτοι
με τρίφυλλα, αστέρια και καμπάνες
Όπως τα δάχτυλα μπορεί να κεντήσουν,
κοντά στο θάνατο,
Σχεδόν πολύ μικρό
για ν’ ασχοληθώ με την ομίχλη.
Η ομίχλη είναι μέρος
των αρχαίων παραφυγίων
Ψυχές, κυλισμένες
στον θόρυβο της θάλασσας.
Μελανιάζουν τους βράχους
και μετά τους ανασταίνουν.
Ανεβαίνουν χωρίς ελπίδα,
σαν αναστεναγμοί.
Περπατώ ανάμεσά τους
και γεμίζουν το στόμα μου με βαμβάκι.
Όταν με ελευθερώσουν,
είμαι γεμάτη δάκρυα.
Η Παναγία των Ναυαγίων
βαδίζει προς τον ορίζοντα,
Οι μαρμάρινες φούστες της
ανατινάχτηκαν ξανά σε δύο ροζ φτερά.
Μαρμάρινος ναύτης
γονατίζει στο πόδι της αφηρημένος,
και στο πόδι του
Μια χωριάτισσα στα μαύρα
Προσεύχεται στο μνημείο
του ναυτικού που προσεύχεται.
Η Παναγία των Ναυαγίων
είναι τριπλάσια σε μέγεθος ζωής,
Τα χείλη της γλυκά από θεότητα.
Δεν ακούει τι λέει ο ναύτης
ή ο χωριάτης
Είναι ερωτευμένη
με την όμορφη αμορφία της θάλασσας.
Κορδόνια στο χρώμα του γλάρου
φτερουγίζουν στα ρεύματα της θάλασσας
Δίπλα στους πάγκους των καρτ ποστάλ.
Οι χωρικοί τα αγκυροβολούν με κοχύλια.
Ένας λέει:
“Αυτά είναι τα όμορφα μπιχλιμπίδια
που κρύβει η θάλασσα,
Μικρά κοχύλια φτιαγμένα σε κολιέ
και κυρίες παιχνιδιών.
Δεν έρχονται από τον Κόλπο των Νεκρών εκεί κάτω,
Μα από άλλο μέρος,
τροπικό και γαλάζιο,
Δεν έχουμε πάει ποτέ.
Αυτές είναι οι κρέπες μας.
Φάτε τα πριν κρυώσουν. “

Οι παπαρούνες του Ιούλη

Μικρές μου παπαρούνες,
μικρές φλόγες της κολάσεως,
εσείς δεν πληγώνετε κανέναν;
Αναβοσβήνετε.
Μα δεν μπορώ να σας ακουμπήσω.
Βάζω τα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες.
Μα τίποτα δεν καίει.
Με εξουθενώνει που σας βλέπω
να αναβοσβήνετε με τον τρόπο αυτό,
έτσι ζαρωμένες και κοκκινωπές που είστε,
σαν το δέρμα ενός στόματος.
Ενός στόματος που αιμορραγεί.
Μικρές αιματηρές φούστες!
Υπάρχουν ορισμένες οσμές
που δεν μπορώ να ακουμπήσω.
Πού είναι το οπιούχο σας
κι οι εμετικές σας κάψουλες;
Μακάρι να μπορούσα να αιμορραγήσω,
ή τουλάχιστον να κοιμηθώ!
Μακάρι το στόμα μου να ζευγάρωνε
με έναν πόνο σαν και αυτόν!
ή μακάρι οι χυμοί σας να κυλούσαν μέσα μου,
σ’ αυτήν την γυάλινη κάψουλα
και να μείνω ακίνητη, βαριεστημένη.
Αλλά άχρωμη. Άχρωμη…

         Μαινάδα

Κάποτε ήμουν συνηθισμένη:
Δίπλα στη φασολιά
του πατέρα μου καθόμουν
Τρώγοντας τα δάχτυλα της σοφίας
Τα πουλιά κατέβαζαν γάλα.
Όταν βροντούσε κρυβόμουνα
κάτω από μια πέτρα επίπεδη…

Η μάνα των στομάτων δε μ` αγάπησε.
Ο γέρος συρρικνώθηκε
ώσπου έγινε μια κούκλα.
Ω, είμαι πια μεγάλη
δεν γίνεται να πάω πίσω:
Των πουλιών το γάλα είναι πούπουλα,
Τα φύλλα της φασολιάς
μουγκά σαν χέρια.

Λίγα έχει να κάνεις αυτό το μήνα.
Οι νεκροί ωριμάζουνε
μέσα στ` αμπελόφυλλα.
Μια κόκκινη γλώσσα
υπάρχει ανάμεσά μας.
Μητέρα, κρατήσου έξω
απ’ την αυλή μου,
Γίνομαι κάποιος άλλος.

Σκυλίσια μορφή, μακελάρη:
Τάισέ με τα μούρα του σκότους.
Τα βλέφαρα δε λένε να κλείσουν.
Ο χρόνος ξετυλίγει
την ατέλειωτη λάμψη του
απ’ τον μεγαλόπρεπο
ομφαλό του ήλιου.
Πρέπει να τη καταπιώ όλη.

Κυρά, ποιοί είν’ αυτοί οι άλλοι
μες στου φεγγαριού την δεξαμενή–
Σε μεθυσμένη νάρκη,
τα μέλη τους σε συμπλοκή;
Μαύρο είναι το αίμα
κάτω από αυτό το φως..
Πες μου τ` όνομά μου.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *