Bιογραφικό
Είτε πρόκειται για τη Βεατρίκη του Δάντη είτε για τη Λάουρα του Πετράρχη, οι πιο διάσημες γυναίκες στον ιταλικό ποιητικό κανόνα είναι κείνες που δημιουργήθηκαν από άντρες: είναι ποιητικές μούσες κι όχι οι ίδιες ποιήτριες. Στη διάρκεια των αιώνων, η ποιητική παραγωγή σε Ιταλία κι Ευρώπη κυριαρχήθηκε από άντρες -ονόματα όπως Montale, Leopardi, Saba, Pavese κι Ungaretti είν’ αυτά που ‘ρχονται στο νου όταν εξετάζει κανείς τους μεγάλους ποιητές, με την Alda Merini να αποτελεί εξαίρεση. Επιπλέον, όταν οι φωνές των γυναικών της Ευρώπης άρχισαν ν’ αξιοποιούνται στο πλαίσιο του λογοτεχνικού κανόνα, ήτανε συχνά μες στον κόσμο του μυθιστορήματος -η Madame de Lafayette κι η Austen είναι 2 παραδείγματα. Αν κι η παρουσία των γυναικών στον ιταλικό ποιητικό κανόνα είναι μερικές φορές λιγότερο εμφανής, ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν εντελώς. Ο 20ός αι. ήταν εποχή τεράστιας μεταμόρφωσης στην ιταλική λογοτεχνία και ποίηση. Ο συνδυασμός 2 πολέμων κι ενός καταπιεστικού φασιστικού καθεστώτος, σε συνδυασμό με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών που επιτεύχθηκε το 1945, δημιούργησε ευμετάβλητο λογοτεχνικό τοπίο που οδηγεί σε πειραματισμό, επιτρέποντας στις γυναίκες να γίνουνε δημιουργοί ποίησης κι όχι απλά θέματα.
Η Antonia Pozzi (Αντόνια Πότσι) ήταν Ιταλίδα ποιήτρια που γεννήθηκε στο Μιλάνο 13 Φλεβάρη 1912. Ήτο κόρη του δικηγόρου Ρομπέρτο Πότσι και της κοντέσσας Lina Cavagna Sangiuliani di Gualdana. Η μητέρα της, σπουδαγμένη στο Κολλέγιο Bianconi στη Monza, γνωρίζει καλά γαλλικά κι αγγλικά και διαβάζει πολύ, κυρίως ξένους συγγραφείς, παίζει πιάνο κι αγαπά τη κλασσική μουσική, πηγαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου, όπου θα την ακολουθήσει κι η μικρή Αντόνια. Διαθέτει επίσης χέρια ιδιαίτερα επιδέξια στο σχέδιο και το κέντημα.. Ο παππούς Αντόνιο ήτανε πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, γνωστός κι εκτιμημένος ιστορικός της περιοχής της Παβία, λάτρης της τέχνης, έμπειρος στο σχέδιο και την ακουαρέλλα. Η γιαγιά, Μαρία, πολύ ζωντανή και πολύ ευαίσθητη, κόρη της Ελίζας Γκρόσι, με τη σειρά της κόρη του πιο διάσημου Tommaso, που η Αντόνια θα ονομάσει Νένα και που θα ‘χει σχέση τρυφερής στοργής και βαθειάς κατανόησης από παιδί.
Στη συνέχεια, πρέπει να προστεθεί η θεία Ida, αδελφή του πατέρα της, δασκάλα, που θα ‘ναι σύντροφος της σε πολλά απ’ τα ταξίδια της. τις τρεις μητρικές θείες, που θα περάσει σύντομες περιόδους διακοπών μεταξύ παιδικής ηλικίας και πρώιμης εφηβείας. Η γιαγιά της από τη πλευρά του πατέρα της, η Ρόζα, επίσης δασκάλα, που πέθανε, ωστόσο, όταν η Αντόνια ήταν ακόμα παιδί. Το 1917 άρχισε η σχολική εμπειρία της, η απουσία, μεταξύ των εγγράφων, της κάρτας αναφοράς της 1ης τάξης, υποδηλώνει ότι το παιδί παρακολούθησε χωρίς να ‘χει ακόμη συμπληρώσει τα 6, το σχολείο των αδελφών Marcelline, στη Piazzale Tommaseo, ή προετοιμάστηκε ιδιωτικά να γίνει στη συνέχεια δεκτή στη 2η τάξη στο ίδιο σχολείο, όπως πιστοποιείται από τη κάρτα αναφοράς. Από τη 3η τάξη, ωστόσο, μέχρι τη5η φοιτά σε δημόσιο σχολείο στη Via Ruffini. Έτσι, το 1922, ούτε καν 11, βρέθηκε αντιμέτωπη με το γυμνάσιο, απ’ όπου, το 1930, αποφοίτησε για πανεπιστημιακές σπουδές, στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Η Αντόνια μεγάλωσε, επομένως, σε καλλιεργημένο κι εκλεπτυσμένο περιβάλλον.
Όταν γεννήθηκε ήτανε μέρα Τρίτη, ξανθιά, μικροκαμωμένη, πολύ λεπτή, τόσο πολύ που κινδύνευε να μη καταφέρει να διαρκέσει στη παγκόσμια σκηνή. Αλλά μεγαλώνει: είναι όμορφο παιδί, όπως την απεικονίζουνε πολλές φωτογραφίες, που φαίνεται να αποπνέει όλη η αγάπη κι η χαρά των γονιών της, ο δικηγόρος Roberto Pozzi, με καταγωγή από το Laveno κι η κόμισσα Lina, κόρη του κόμη Antonio Cavagna Sangiuliani di Gualdana και της Maria Gramignola, ιδιοκτήτες τεράστιας γης, που ονομάζεται La Zelata, στο Bereguardo. Στις 3 Μάρτη, βαφτίστηκε στο San Babila και κληρονόμησε τ’ όνομα του παππού της, το 1ο από σειρά γονικών ονομάτων (Rosa, Elisa, Maria, Giovanna, Emma), που θα έδειχναν για πάντα τη ταυτότητά της. Ήταν απ’ τις σημαντικότερες Ιταλίδες ποιήτριες και πιο πρωτότυπες φωνές της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας του 20ου αι. παρ’ όλο που δεν έτυχε αναγνώρισης για το έργο της στη διάρκεια της ζωής της. Ωστόσο μετά το θάνατό της, τα ποιήματά της είχαν αλλεπάλληλες δημοσιεύσεις στην Ιταλία και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Άρχισε να γράφει ποίηση στην εφηβεία της, αλλά τα έργα της έχουν ανακαλυφθεί και μελετηθεί ξανά τις τελευταίες 10ετίες. Κρατούσε ημερολόγιο, έγραφε γράμματα και φωτογράφιζε, καταγράφοντας τις σπουδές, τα ταξίδια και τα συναισθήματά της. Το σπίτι κι η προσωπική της βιβλιοθήκη βρίσκονταν στην οικογενειακή βίλα στο Παστούρο, στους πρόποδες των βουνών Grigna στη Λομβαρδία. Κάποια στιγμή σχεδίαζε να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα που θα διαδραματιζόταν στη Λομβαρδία. Ήταν η 1η ποιήτρια που συζητήθηκε ως μέρος από τη λεγόμενη 2η γενιά ποιητών του Novecento (που γεννήθηκαν μεταξύ 1911-24). Το ποιητικό της ύφος ήτο λίγο διαφορετικό απ’ τα συνήθη και φαινόταν να σηματοδοτεί αλλαγή όχι μόνο στο ύφος, αλλά και στο ποιος επιτρεπόταν να γράφει ποίηση.
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Μιλάνο, το 1922. Συνήψε σχέση με τον καθηγητή αρχαίων ελληνικών και λατινικών, Antonio Maria Cervi. Η σχέση τους έληξε το 1933, πιθανώς μετά από παρέμβαση των γονιών της. Το 1930 γράφτηκε στη Φιλολογική Σχολή Μιλάνου, γνώρισε και σπούδασε με σημαντικούς φιλοσόφους όπως ο Antonio Banfi. Ήταν επίσης εδώ που έγινε φίλη με τον ποιητή Vittorio Sereni, που είχανε παρόμοιο ποιητικό στυλ. Σπούδασε γλώσσες και λογοτεχνία, γράφοντας τη διατριβή της για το Γάλλο ρεαλιστή μυθιστοριογράφο Flaubert κι αποφοίτησε με πτυχείο φιλολογίας το 1935. Το 1938 εργάστηκε στο περιοδικό Corrente.
Τα χρόνια του γυμνασίου σηματοδοτούν τη ζωή της για πάντα, σ’ αυτά σφυρηλατεί έντονες και βαθειές φιλίες με τη Lucia Bozzi και την Elvira Gandini, τις εκλεκτές αδελφές. Αφιερώνεται επιμελώς στη ποίηση, αλλά, πάνω απ’ όλα, είχε τη συναρπαστική και ταυτόχρονα οδυνηρή εμπειρία της αγάπης. Είναι 1927: Η Αντόνια πηγαίνει στο 1ο γυμνάσιο και γοητεύεται αμέσως από τον καθηγητή ελληνικών και λατινικών, Antonio Maria Cervi. Όχι από την εξωτερική του εμφάνιση, γιατί δεν υπάρχει τίποτα φανταχτερό σε αυτόν, αλλά από την εξαιρετική του κουλτούρα, από το πάθος που διδ’ασκει, από το ήθος που λάμπει μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του, από την αφοσίωση που ακολουθεί τους μαθητές του, που δε φείδεται χρόνου και που τους δίνει βιβλία για να μπορέσουν να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν τον πολιτισμό τους. Ο πολύ νεαρός μαθητής δεν αγωνίζεται να ανακαλύψει πίσω από τον ζήλο και τη σοβαρότητα, καθώς και τη σοβαρότητα του δασκάλου, πολλές συγγένειες: η αγάπη για τη γνώση, για την τέχνη, για τον πολιτισμό, για τη ποίηση, για την ομορφιά, για τη καλωσύνη, είναι το δικό της ιδανικό. Επιπλέον, ο καθηγητής έχει κάτι στα μάτια του που μιλά για βαθύ πόνο, ακόμα κι αν προσπαθεί να το κρύψει, κι η Αντόνια έχει ψυχή πολύ ευαίσθητη για να τη συλλάβει: η γοητεία σύντομα γίνεται αγάπη και θα ‘ναι αγάπη τόσον έντονη και τραγική, γιατί παρεμποδίζεται με κάθε τρόπο από τον πατέρα της και που θα δει την απάρνηση της ονειρεμένης ζωής το 1933, όχι σύμφωνα με τη καρδιά, αλλά σύμφωνα με το καλό, θα έγραφε η Αντόνια, αναφερόμενη σ’ αυτό. Στη πραγματικότητα, αυτή η αγάπη θα μείνει ανεξίτηλη στη ψυχή ακόμα κι όταν, ίσως για να γεμίσει το τρομερό κενό, θα αυταπατηθεί γι’ άλλες αγάπες, γι’ άλλα έργα, στη σύντομη και βασανισμένη ζωή της.
Το 1930 η Αντόνια εισήλθε στο Πανεπιστήμιο στη σχολή λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. βρήκε επιφανείς δασκάλους και μεγάλες νέες φιλίες: Vittorio Sereni, Remo Cantoni, Dino Formaggio, παρακολουθώντας το Μάθημα Αισθητικής, που πραγματοποιήθηκε από τον Antonio Banfi, αποφάσισε να αποφοιτήσει μαζί του και προετοίμασε τη διατριβή του για τη λογοτεχνική κατάρτιση του Flaubert, αποφοιτώντας με τιμητικές διακρίσεις στις 19 Νοέμβρη 1935. Σ’ όλ’ αυτά τα χρόνια του γυμνασίου και του πανεπιστημίου φαίνεται να ζει πολύ φυσιολογική ζωή, τουλάχιστον για νέα γυναίκα σαν κι αυτήν, ανώτερης μεσαίας τάξης, καλλιεργημένη, γεμάτη ευφυή περιέργεια, ξυπνά κάθε συναίσθημα που το όμορφο ή το τραγικό ή το ταπεινό ξυπνάνε στο πνεύμα της: η αγάπη για τα βουνά, που καλλιεργείται από το 1918, όταν άρχισε να περνά τις διακοπές της στο Παστούρο, χωριό στους πρόποδες της Grigna, την οδηγεί συχνά στους αλπικούς βράχους, όπου τολμά πολλούς περιπάτους κι ακόμη και μερικές αναρριχήσεις, ζώντας πολύ έντονες εμπειρίες, που μεταφράζονται σε ποίηση ή σελίδες πεζογραφίας που σου προκαλούνε ρίγη, για το μεγαλείο της αφήγησης και των εικόνων. Το 1931 βρισκότανε στην Αγγλία, επίσημα να μάθει καλά αγγλικά, ενώ σχεδόν αναγκάστηκε να το κάνει από τον πατέρα της, που σκόπευε να την απομακρύνει από τον Cervi. Το 1934 έκανε κρουαζιέρα, επισκεπτόμενη τη Σικελία, την Ελλάδα, τη Μεσογειακή Αφρική και ανακαλύπτοντας έτσι από κοντά τον κόσμο του πολιτισμού που τόσο αγαπούσε και μελετούσε ο καθηγητής της και τον κόσμο που δεν είχε ακόμη επηρεαστεί από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όπου ο πρωτογονισμός ομοιοκαταληκτεί, γι’ αυτήν, με την ανθρωπότητα.
Μεταξύ 1935 και 1937 ήτανε στην Αυστρία και τη Γερμανία, για να εμβαθύνει τις γνώσεις της στη γλώσσα και τη γερμανική λογοτεχνία, που έμαθε ν’ αγαπά στο πανεπιστήμιο, ακολουθώντας τα μαθήματα του Vincenzo Errante, γλώσσα που τη συναρπάζει τόσο πολύ και που την οδηγεί να μεταφράσει στα ιταλικά μερικά κεφάλαια του Lampoon, του M. Hausmann. Εν τω μεταξύ, έχει γίνει μάστερ στη φωτογραφία: όχι τόσο από την επιθυμία να μάθει τη τεχνική, άγονα, αλλά επειδή τα πράγματα, οι άνθρωποι, η φύση έχουνε τη δική τους κρυμμένη αίσθηση που ο φακός πρέπει να προσπαθήσει να συλλάβει, να τους δώσει κείνη την αιωνιότητα που η εφήμερη πραγματικότητα του χρόνου δεν επιτρέπει ούτε μια ματιά. Έτσι συντίθενται τα λευκώματά της, αληθινές σελίδες ποίησης σε εικόνες. Αυτή η κανονικότητα, ειπώθηκε, είναι, ωστόσο, μόνον ομοιότητα. Στη πραγματικότητα, η Pozzi ζούσε μέσα της αδιάκοπο υπαρξιακό δράμα, που καμμία δραστηριότητα δεν μπόρεσε να κατευνάσει: ούτε η διδασκαλία στο Τεχνικό Ινστιτούτο Schiaparelli, που ξεκίνησε το ’37 και ξανάρχισε το ’38, ούτε η κοινωνική δέσμευση υπέρ των φτωχών, παρέα με τη φίλη της Λουκία. ούτε το σχέδιο μυθιστορήματος για την ιστορία της Λομβαρδίας ξεκινώντας απ’ το 2ο μισό του 19ου αι. ούτε ποίηση, που παραμένει, μαζί με τη φωτογραφία, ο πιο αληθινός τόπος της καλλιτεχνικής της κλίσης.
Η Pozzi έζησε τα χρόνια της διαμόρφωσής της σ’ εποχή πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής, που ‘χε βαθύ αντίκτυπο στο έργο της. Οι ιταλικοί leggi razziali (φυλετικοί νόμοι) τεθήκανε σε ισχύ το 1938 υπό το φασιστικό καθεστώς. Αυτοί οι νόμοι υπήρχανε να επιβάλουν το ρατσισμό και τις διακρίσεις σε μεγάλο βαθμό κατά των Ιταλών Εβραίων και σήμαιναν τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των Εβραίων στην Ιταλία. Τα βιβλία τους απαγορεύτηκαν, αποκλείστηκαν από την εκπαίδευση και την κατοχή δημόσιων αξιωμάτων κι οι ξένοι Εβραίοι εξορίστηκαν, μεταξύ πολλών άλλων κανόνων. Ο Pozzi επηρεάστηκε βαθιά από τους φυλετικούς νόμους. Αν και δε στοχοποιήθηκε προσωπικά απ’ αυτούς, πολλοί από τους φίλους της ήταν. Έγραψε στον φίλο της Vittorio Sereni, “ίσως η εποχή των λέξεων έχει τελειώσει για πάντα“, τονίζοντας την απελπισία της για τη κατάσταση που βρέθηκε η χώρα της υπό το φασιστικό καθεστώς.
Αντίθετα με πολλούς ποιητές αυτής της εποχής που χρησιμοποίησαν τις 11σύλλαβες γραμμές που ‘ναι κοινές στην ιταλική ποίηση, η ποίησή της ήταν μετρικά και ρυθμικά ελεύθερη. Οι στίχοι της τείνουν να ποικίλλουνε σημαντικά σε μήκος και χρησιμοποιεί στρατηγικά τοποθετημένες παύλες να τονίσει τα στοιχεία που ‘νιωθε ότι ήταν πιο σημαντικά. Το στυλ είναι από πολλές απόψεις παρόμοιο με τους συγχρόνους συμπεριλαμβανομένου του φίλου της Sereni (γεννημένος το 1913), που ‘βαλε επίσης τις προσωπικές του εμπειρίες στη ποίηση όταν φυλακίστηκε στην Αλγερία στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ.. Ενώ οι παλαιότεροι ποιητές είχανε προτιμήσει να επικεντρωθούνε στην ανάκριση και την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου, η γενιά των ποιητών του Novecento της Pozzi τοποθετεί τη πραγματικότητα και τη βιωμένη εμπειρία στο επίκεντρο του έργου τους. Ποιητές όπως ο Zanzotto (γ. 1921) και ο Fortini (γ. 1917) επιδεικνύουν επίσης αυτή τη τάση. Η ποίησή της τοποθετείται επίσης συχνά τοπογραφικά, όπως η ποίηση του Pier Paolo Pasolini (γεν. 1922). ποιήματα όπως το Via dei Cinquecento (που πήρε το όνομά του από πραγματικό δρόμο σε φτωχή περιοχή του Μιλάνου) συνδυάζουνε τη παρατήρηση της πόλης με τη ποιητική υποκειμενικότητα.
Υφολογικά φαίνεται να μην ευθυγραμμίζεται με κάποια συγκεκριμένη ομάδα, αλλά να συνδυάζει πτυχές ποικιλίας ειδών. Έχει χαρακτηριστεί νεορρομαντική, καθώς μπορεί να περιγραφεί ως παράδειγμα της Μεγάλης Ρομαντικής Λυρικής, ποίηση γραμμένη ρεαλιστικά για πραγματική κατάσταση. Ωστόσο, έχει επίσης τοποθετηθεί στο είδος της εξομολογητικής, ευθυγραμμίζοντάς τη μ’ αγγλόφωνους ποιητές όπως η Plath, καθώς έχει αφηγηματική ποιότητα, εκθέτοντας και συζητώντας προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα. Αυτός είναι ο πιο εύστοχος τρόπος θεώρησης της ποίησης της· Οι εμπειρίες κι οι σχέσεις της είναι κεντρικές στη ποίησή της. Το έργο της, αν κι έγινε γνωστό μετά το θάνατό της, ήταν μοναδικό κι αξεπέραστο στο μέτρο και στο βαθμό που η ποιήτρια ακολούθησε τη δική της ποιητική διαδρομή, χάραξε τις δικές της κατευθυντήριες αρχές για τη ποιητική σύνθεση και δημιουργία. Τα 300 και πλέον ποιήματα που άφησε πίσω, γραμμένα στα 1929-38 και που κυκλοφόρησαν σε μεταθανάτιες εκδόσεις μαρτυράνε ποιητική φωνή βαθειά κι έντονα λυρική και ποιητική ιδιοσυγκρασία εξαιρετικά ευαίσθητη, σφραγισμένη απ’ τη μοναξιά κι από την εναγώνια επιθυμία σύλληψης της πραγματικότητας με τους όρους που η ίδια η ποίηση θέτει και προϋποθέτει. Γι’ αυτό το έργο της χαρακτηρίζει η τόσον έντονη ποιητικότητα κι αίσθηση αναζήτησης νοήματος για την ύπαρξη και τον κόσμο που δεν μπορεί να βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο μες στους στίχους.
Βασικά η ποίηση της είναι αυτοβιογραφική. Εκκινεί σε μεγάλο βαθμό από το προσωπικό της βίωμα, τις εμπειρίες της που αφορούνε κυρίως τον έρωτά της προς τον καθηγητή της, Antonio Cervi, τη ζωή της μες στην οικογένεια, αλλά κι από ό,τι προσλάμβανε μέσω των αισθήσεών της ως ποιητικό ερέθισμα προερχόμενο είτε απ’ τη φύση, είτε απ’ τις δραστηριότητές της, είτε απ’ τους ανθρώπους και τις σχέσεις της μαζί τους. Απ’ αυτή την άποψη θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι διατηρεί σαφείς και στενούς δεσμούς με το ρεαλισμό, με δεδομένο ότι αφορμή κι αφετηρία της είναι πραγματικά, υπαρκτά πρόσωπα, βιώματα, εμπειρίες, ταξίδια, εικόνες, στιγμές και περιστατικά. Στη πραγματικότητα, όμως, η σύνδεση κι η σχέση αυτή μένει σε 1ο, επιφανειακό επίπεδο κι η λογοτεχνική μετουσίωση του άμεσα αντιληπτού έρχεται για να υποκαταστήσει ή, μάλλον, για να μεταστοιχειώσει την αλήθεια, να την κάνει να λάμψει ευκρινέστερη και, σαφώς, πιο καίρια και καταλυτική.
Το στοιχείο κείνο που χαρακτηρίζει πιότερο από κάθε άλλο τη στιχουργία της είναι το απολύτως προσωπικό ύφος κι ήθος των ποιημάτων της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει δεχθεί επιρροές από άλλους ποιητές, σύγχρονους και προγενέστερους, Τα διαβάσματά της είναι πολλά, ποικίλα κι ιδιαίτερα προσεκτικά. Η διαμόρφωση, όμως, της ποίησης και της ποιητικής της ακολούθησε το δικό της δρόμο χωρίς, έτσι, να μπορεί να εντοπίσει κανείς κάποια άμεση κι ευθεία αναφορά, εξάρτηση ή επιρροή άλλου ποιητή. Απ’ αυτή την άποψη, αξίζει να μελετηθεί και να διαβαστεί ως ενδεικτική περίπτωση καλλιτέχνιδος που αναζητώντας το προσωπικό της στίγμα κατέκτησε την ιδιαίτερη, ξεχωριστή της θέση μέσα στην ιταλική και γενικά, στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Απ’ τη 1η κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων της διαμορφώνει κανείς την εντύπωση ποίησης απολύτως προσωπικής, με τον ίδιο τρόπο που υπήρξε προσωπική η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση που εισήχθη και καθιερώθηκε στη ποιητική πράξη και πρακτική η εξομολόγηση, η παραδοχή, η ανάδυση του αισθήματος του καλλιτέχνη κι η μετουσίωση του σε στίχους. Η Pozzi εικονοποιεί ουσιαστικά, αυτό που θα μπορούσε να προσδιορίσει κανείς ως την ανάλαφρη πτώση του ανθρώπου, όπως αυτή συμβαίνει κι εντοπίζεται στη φύση και τις εκφάνσεις της: ανακαλύπτει το κύμα του χρόνου και τη μυστική παραίτηση όπως από κλαδί σε κλαδί/ ανάλαφρα πέφτουνε τα πουλιά που πια τα φτερά τους δεν τα βαστάνε. Πολλά απ’ τα ποιήματά της τεχνουργούνται και συντίθενται γύρω από αντιθετικά δίπολα όπως αυτά του φωτός και του σκοταδιού, της σιωπής και των ήχων, με τον τρόπο που αυτά ενυπάρχουν στη ζωή και τον κόσμο, όχι μόνο για να αντιπαρατεθούν μεταξύ τους, αλλά και για να συμπληρώσουν ή να διαδεχθούν το ‘να τ’ άλλο.
Στα περισσότερα απ’ τα ποιήματα της μπορεί κανείς ν’ ανιχνεύσει ερωτική διάθεση και τάση, ερωτισμό που απορρέει και κατευθύνεται προς το αγαπημένο πρόσωπο, κάλλιστα, όμως, μπορεί να προκύπτει κι απ’ τη σχέση που αναπτύσσει η ποιήτρια με τη φύση και τον τρόπο που αυτή μορφοποιείται και μεταμορφώνεται μες στο χρόνο με την έλευση των εποχών. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για κάποιου είδους φυσιολατρία, αλλά για βαθειά κι ουσιαστική σχέση της ποιήτριας με το φυσικό περιβάλλον που βλέπει ν’ αντανακλάται η ψυχική διάθεση κι η συναισθηματική της φόρτιση: Τα κλαδιά γίνονται χέρια χλιαρά που περιπλέκονται παθιασμένα τα φύλλα είναι στεναγμοί κρυφοί τ’ αστέρια γίνονται μάτια πύρινα και τα σύννεφα ένα σεντόνι που αποκαλύπτει τη γύμνια. Απ’ αυτήν ακριβώς τη σχέση προκύπτει κι η συνειδητοποίηση, πικρή και θαρραλέα ταυτόχρονα, της αναπότρεπτης πορείας των πραγμάτων, του ανθρώπου και του κόσμου προς το τέλος, βέβαιο, αμετάκλητο, οριστικό. Πολύ συχνά το τέλος αυτό μοιάζει να καθίσταται ο στόχος όχι μόνο της ζωής, αλλά και της ίδιας της ποίησης της αφού πολλά απ’ τα ποιήματά της εκκινούν από παρατήρηση, σκέψη, ερέθισμα για να καταλήξουνε σ’ απολύτως φιλοσοφημένη ενατένιση του νοήματος της ύπαρξης που εντοπίζεται ακριβώς σ’ αυτή τη φυσική νομοτέλεια που θέλει το μαύρο να ‘ναι η απόληξη λαμπρής και φωτεινής πορείας: Και σαν μακρύφυλλο κολχικό με τη πορφυρή στεφάνη των στοιχειών σου τρέμεις κάτω απ’ το μαύρο βάρος των ουρανών.

Με όπλα κι εργαλεία την ευαισθησία και την απαντοχή, το αίσθημα και τη συνείδησή της, κατασκευάζει το ποιητικό της σύμπαν προκειμένου να τοποθετήσει μέσα σ’ αυτό την ύπαρξη της και να μπορέσει, έτσι, να την υπερασπιστεί και να τη προστατεύσει. Με την ανεξάντλητη δύναμη που η τέχνη του λόγου της προσφέρει, στέκεται απέναντι σε ό,τι τη δονεί, την απειλεί, τη φοβίζει και προσπαθεί να συμφιλιωθεί μαζί του ή, έστω, να το αποδεχθεί και να συμπορευθεί με την ιδέα του και τη πραγμάτωσή της. Παράλληλα, αφήνεται κι αφήνει ελεύθερο το ποιητικό της ένστικτο να περιηγηθεί στις ομορφιές της ζωής και του κόσμου, ν’ αντιληφθεί το μέγεθος και το μεγαλείο του έρωτα και της φύσης και να πλέξει έτσι το εγκώμιο και τον ύμνο τους, να τις αναδείξει σε δυνάμεις σωτήριες, λυτρωτικές και καταλυτικές, όπως ακριβώς κι η ίδια η ποίηση που καταλήγει να γίνει η μήτρα της εξιδανίκευσής τους.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα ποιήματά της, όπως προανεφέρθη, έχουνε περιεχόμενο αυτοβιογραφικό, αποτυπώνοντας πολύ συχνά στιγμές ζωής και εικόνες φευγαλέες. Αυτές οι στιγμές ξεκινάνε με τη καταγραφή αναμνήσεων από τοπία κι από τη σχέση της με τους γονείς της, διαπερνάνε την εφηβεία της, που σημαδεύτηκε απ’ τον έρωτά της για τον καθηγητή Τσέρβι, καθώς κι από τη σχέση που για αρκετά χρόνια διατήρησε μαζί του και φτάνουν μέχρι το τέλος της ζωής της, με σκηνές που παραπέμπουν συχνά στα ταξίδια της. Πέρ’ από όλους τους τόπους και τα πρόσωπα όμως που καταγράφονται, κυριαρχεί το εσωτερικό ταξίδι της Αντόνια στα βάθη του ευαίσθητου ψυχισμού της -τον οποίο κανείς δεν μπόρεσε να κατανοήσει, κι αυτή η αίσθηση της μοναξιάς ίσως έφερε το πρόωρο τέλος της- καθώς κι ένας στόχος σχεδόν μεταφυσικός: η αποκάλυψη της κρυμμένης αρμονίας των πραγμάτων.
“Να μην έχεις Θεό
να μην έχεις μνήμα
να μην έχεις τίποτα στέριο
παρά μόνο ζώντα πράγματα
που ξεγλιστράνε“
γράφει η ποιήτρια στο ποίημα Κραυγή που βρίσκεται στο Θάνατο Των Αστεριών, την επιλογή ποιημάτων της.
Δεκέμβρη του 1938 στα 26 της, φεύγει απ’ τη δουλειά στο Ινστιτούτο Schiaparelli να ταξιδέψει εκτός Μιλάνου. Θα πάρει χάπια, θα χάσει τις αισθήσεις κι αγρότης θα τη βρει μπρος στο Αβαείο Chiaravalle έξω στο χιόνι σχεδόν νεκρή, έχοντας γράψει 3 αποχαιρετιστήρια σημειώματα. Την επόμενη μέρα θα καταλήξει, αφήνοντας πίσω της πάνω από 300 αδημοσίευτα ποιήματα στα τετράδια της. Τα ποιήματα αυτά ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια της ως ζώντα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που λιγοστεύει η κλεψύδρα. Το 1939, έναν χρόνο μετά το θάνατό της, τη κλεψύδρα αυτή γυρίζει ξανά ο πατέρας της. Μιλανέζος δικηγόρος Διεθνούς Δικαίου και διορισμένος δήμαρχος του Φασιστικού Κόμματος στο Παστούρο, τόπο της εξοχικής βίλλας της αυστηρής και θρησκόληπτης οικογένειας Πότσι. Ο Ρομπέρτο Πότσι θα επιμεληθεί προσωπικά τη μεταθανάτια ιδιωτική έκδοση 91 ποιημάτων της κόρης του.
Οι παρεμβάσεις του Πότσι στα χειρόγραφα θα είναι εμφατικές. Άλλαξε τίτλους, διέγραψε αφιερώσεις, αφαίρεσε στίχους και λέξεις. Οι θεολογικές ανησυχίες της κόρης του εξημερώθηκαν κι εξαλείφθηκαν, καθώς και καθετί που αφορούσε την εξαετή -κι ανάρμοστη για τα ήθη της οικογένειας-ερωτική ιστορία της με τον Αντόνιο Τσέρβι, καθηγητή της στο κλασσικό λύκειο Manzoni. Το 1955 οι μεταφράσεις της Nora Wydenbruck στα αγγλικά αναπαράγουν τις ίδιες πατρικές αυθαιρεσίες. Η Wydenbruck, μάλιστα, στον πρόλογό της ευχαριστεί τον Πότσι για τη βοήθεια που της προσέφερε στη κατανόηση των σκοτεινών σημείων. Η λογοκρισία που επέβαλλε ο πατέρας στα γραπτά της θα πάψει οριστικά μισό αιώνα μετά τη 1η δημοσίευσή τους. Μόλις το 1989, χάρη στις Alessandra Cenni κι Onorina Dino στο βιβλίο Parole, όπου η ποίηση της Πότσι θα ‘χει 2η, αυθεντική κι αλογόκριτη ζωή. Η πιο πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση είναι, το βιβλίο του 2015 Parole: Tutte le poesie, απόδειξη της επίμονης παρουσίας της στα ιταλικά γράμματα.
Η διαχείριση του ανέκδοτου έργου της ποιήτριας από τους οικείους της μετά τον θάνατό της, θυμίζει τις εκδοτικές περιπέτειες της Ντίκινσον και της Πλαθ. Τη στιγμή που η γραφή της, συγγενεύει με τη λιγότερο γνωστή στην Ελλάδα Lorine Niedecker (1903-1970). Δύο αμερικανίδες ποιήτριες που εκπροσωπούν επάξια τον μοντερνισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η Πότσι μπορεί με βεβαιότητα να ενταχθεί σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό ρεύμα. Ο νεορρομαντισμός και πρώιμη χροιά εξομολογητικής ποίησης απηχούνε στο προσωπικό της ιδίωμα. Ενώ οι προγενέστεροι ποιητές είχαν επιλέξει την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου, η ποιητική γενιά του ιταλικού Novecento, που ανήκει, τοποθέτησε τη πραγματικότητα και το βίωμα στη καρδιά της γλωσσικής εμπειρίας. Από αυτήν την άποψη η ποιήτρια -είτε μοιράζεται το εσωτερικό της ταξίδι με την αέρινη φορά του λυρισμού της, είτε γράφει επιτόπια ποιήματα για τους μη προνομιούχους και τους διωκόμενους στις συμπληγάδες των παγκοσμίων πολέμων και του φασιστικού καθεστώτος -διαβάζεται σε κλίμα παρόμοιο μ’ αυτό των Andrea Zanzotto (1921-2011) και Franco Fortini (1917-1994). Εν συντομία, ο ερμητισμός, (όρος του 1936), πρότεινε μυστικιστική αντίληψη στη ποιητική τέχνη. Καλλιέργησε ιδίωμα εσωστρεφές κρυπτικό, ερμητικό. Όχι για να προκρίνει επιτηδευμένα δυσνόητο ποιητικό λόγο αλλά για να επαναφέρει τη ποιητική καθαρότητα ως αντίδοτο στη ρητορεία και το βερμπαλισμό, απέναντι στον στρεβλό δημόσιο λόγο της προπαγάνδας.
Οι λεγόμενοι ερμητιστές, ακολούθησαν το ύφος των Giuseppe Ungaretti κι Eugenio Montale, με τον 2ο να ξεχωρίζει τη φωνή της Πότσι, να προλογίζει την επανέκδοση των ποιημάτων της και να γράφει για κείνη στην Il Mondo το 1945. Ο Montale, είδε στην Πότσι μουσική ψυχή που κινήθηκε πέρ’ απ’ το ανάχωμα της γυναικείας ποίησης, το εμπόδιο που κάνει τους περισσότερους άντρες ν’α αμφισβητούνε την ίδια τη πιθανότητα ποίησης δοσμένης από γυναίκα. Η πρόθεσή του σ’ αυτό το κείμενο -άλλο απόσπασμά του βρίσκεται στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης από το Ενύπνιο– ήταν να τη παινέσει, καλωσορίζοντας στη μακρά ιταλική παράδοση τα ποιήματά της. Ποιήματα που κείνα τα 1α χρόνια, όφειλαν την εκδοτική ύπαρξή τους στον πατριαρχικό έλεγχο και την ασφυκτική επιμέλεια του Πότσι.
Η κριτική της κριτικής ωστόσο, π.χ. η Rebecca West στο βιβλίο Italian Women Writers: A Bio-bibliographical Sourcebook (1994), θεώρησε πως ο Montale ,ουσιαστικά μιλώντας όχι για τα πρωτότυπα κείμενα της ποιήτριας αλλά για την εκδοχή που ο πατέρας της επέτρεψε, εστίασε υπερβολικά στην αντρική ποιότητα της γραφής της στα στοιχεία κείνα που ταίριαζαν κι ομονοούσαν με την ανδροκρατούμενη ερμητική παράδοση στην Ιταλία. Ο Montale μετά, το 1962 θ’ αρνηθεί την ύπαρξη του ερμητισμού. Η ποιητική παραγωγή στην Ιταλία κατακλίστηκε από αντρικά ονόματα. Με αυτά των Quasimodo, Montale, Leopardi, Saba, Ungaretti και να είναι και τα πρώτα που ‘ρχονται στο νου. Η φωνή της Πότσι βρίσκει τη θέση της στον κανόνα, χρονολογικά 1η σε σειρά αξιόλογων ποιητριών που ακολούθησαν –Maria Luisa Spaziani (1922-2014), Goliarda Sapienza (1924-1996), Amelia Rosselli (1930-1996) και Nadia Campana (1954-1985)- η αναγνώρισή της από ευρύτερο κοινό επιβεβαιώνεται μες απ’ το ενδιαφέρον και των άλλων τεχνών για τη προσωπικότητά και το καλλιτεχνικό της έργο.
Συλλογή φωτογραφιών που ‘βγαλε η ίδια κυκλοφόρησε με τίτλο Nelle immagini l’anima από την Ancora Editrice το 2007, ενώ το 2015 γυρίστηκε και μία ταινία για τη ζωή της, η Antonia του Ferdinando Cito Filomarino που προβλήθηκε και διακρίθηκε σε διεθνή φεστιβάλ. Βέβαια, κατά πόσον άνοιγμα μέσα από τέχνες πληθυντικότερες της ποίησης αντισταθμίζει αποσιωπήσεις όπως η μη-ανθολόγηση, η απουσία της Πότσι από το The Faber Book of 20th-Century Italian Poems το 2005. Ευτυχώς, «η εποχή των λέξεων» δείχνει να μην έχει τελειώσει» ακόμη. Παρά την αντίθετη αίσθηση της Πότσι και το απεγνωσμένο forse l’età delle parole è finita per sempre που απηύθυνε στο φίλο κι ομότεχνό της Sereni. Ιδίως όταν όλο και πιότεροι αποκτούνε πρόσβαση στη καλή ποίηση, ανακαλύπτοντας φωνές που σε πείσμα πολλών κατάφεραν ν’ ακουστούν κρυστάλλινα.
Η έλλειψη πίστης, που σε σχέση με την Αντόνια, παρά το βαθύ θρησκευτικό πνεύμα, παρέμεινε πάντα στο κατώφλι, συμβάλλει στον επίλογο: είναι 3 Δεκεμβρη 1938. Το βλέμμα της Antonia, που ‘χε διευρυνθεί σχεδόν απεριόριστα, για να συλλάβει την ουσία του κόσμου και της ζωής, σβήνει για πάντα καθώς πέφτει η νύχτα με τις πορφυρές σκιές της…====================
Νοέμβρης
Και τότε -αν συμβεί φεύγω-
Θα παραμείνει κάτι
του εαυτού μου
στον κόσμο μου
-Θα παραμείνει
ένα λεπτό απόνερο σιωπής
Ανάμεσα στις φωνές
-μια ισχνή ανάσα λευκού
Στην καρδιά του Azure-
Κι ένα βράδυ του Νοέμβρη
ένα αδύναμο κοριτσάκι
σε μια γωνιά του δρόμου
θα πουλήσει τόσα πολλά χρυσάνθεμα
Κι εκεί θα είναι τ’ αστέρια
Παγωμένο, πράσινο,
απομακρυσμένο
-Κάποιος θα κλάψει
ποιος ξέρει πού
-ποιος ξέρει πού-
Κάποιος θα ψάξει
χρυσάνθεμα για μένα
στον κόσμο όταν συμβαίνει αυτό
χωρίς επιστροφή
Θα πρέπει να φύγω.
Δάκρυα
Κοριτσάκι, σε είδα
που απόψε έκλαιγες,
καθώς η μαμά σου
έπαιζε μουσική∙
τα δεκαπέντε σου,
πολύ λίγα
για τόσο κλάμα.
Το ξέρω, είμαστε όλοι
πλάσματα γεννημένα
από πανάρχαιο άγχος:
τη θάλασσα κι ότι η ζωή,
όταν ανασκαλεύει
και ξεσκίζει την ύπαρξη μας,
βγάζει από τα βάθη μας
το λίγο αλάτι απ’ όπου
οι γυναίκες αποκοπήκαμε.
Όμως δεν είναι για σένα
τα δάκρυα τ’ αλμυρά.
Άσε με να κλάψω μόνο εγώ,
αν κάποιος παίζει έναν σκοπό,
κάποιον σκάρο λυπητερό.
Η μουσική, πράγμα βαθύ
κι ανήσυχο σαν νύχτα
νοτισμένη μ’ άστρα,
σαν τη ψυχή του.
Άσε με να κλάψω εγώ.
Γιατί εγώ
δεν θα μπορέσω ποτέ
ν’ αποκτήσω -μ’ ακούς;-
ούτε τ’ άστρα
ούτε κείνον.
Εμπιστοσύνη
Έχω τόση πίστη σε σένα.
Μου φαίνεται πως θα μπορούσα
να περιμένω τη φωνή σου στη σιωπή,
μέσα από αιώνες σκοταδιού.
Εσύ ξέρεις όλα τα μυστικά,
όπως ο ήλιος:
θα μπορούσες να κάνεις
τα γεράνια και τα λουλούδια
της άγριας πορτοκαλιάς ν’ ανθίσουν
στο βάθος των πέτρινων ορυχείων
και των μυθικών φυλακών.
Έχω τόση πίστη σε σένα.
Είμαι γαλήνια
όπως ο Άραβας τυλιγμένος
στη λευκή κελεμπία του,
που αφουγκράζεται το Θεό
να ωριμάζει γι’ αυτόν
το κριθάρι γύρω από το σπίτι.
Δίψα
Τώρα θέλεις να σου πω
Μια ιστορία των ψαριών
ενώ η λίμνη συννεφιάζει;
Αλλά δεν βλέπεις
πώς χτυπά η δίψα στο λαιμό
από τις σαύρες
στα θρυμματισμένα φύλλα;
Στο έδαφος
Οι νεκροί σκαντζόχοιροι
του φθινοπώρου έχουν βυθιστεί
μέσα στα φραγκοστάφυλα.
Και μασάτε
Οι ξεραμένοι μίσχοι:
Ήδη η γωνία του χείλους σου
αιμορραγεί λιγάκι.
Και τώρα Θες να σου πω
την ιστορία των πουλιών;
Αλλά στη ζέστη του μεσημεριού,
ο άγριος κούκος πετά μόνος.
Και ακόμα Το χαμένο κουτάβι
ουρλιάζει ανάμεσα στους βραχους
ίσως το άλογο κούρσας, που τρέχει,
τον χτύπησε με μαύρη οπλή
στο μουσούδι του.
Απελπισία
Είμαι το λουλούδι του
ποιος ξέρει τι θαμμένο κούτσουρο
ότι να είναι ζωντανός
δημιουργεί παιδιά
Ψηλά από το σκοτάδι
μήτρα της γης—
Είμαι ένα παγωμένο λουλούδι—
αποξενωμένος
από κάθε ανθρώπινο έλεος ή προσευχή
και ο αέρας γύρω μου
είναι άδειο—
χωρίς ανάσα—
Σκιασμένο
από πένθιμα κυπαρίσσια—
O ποιος θα δώσει στο λουλούδι
στην οδυνηρή κορώνα του
Η τελική δύναμη
να θάψει τον εαυτό;
Παλιόκαιρος
Σε υδαρή δίχτυα
Το μοναστήρι
της παιδικής ηλικίας
ξαναγεννήθηκε για μένα.
Πού είσαι
λευκή σκάλα;
Σε κατέβασα
ανάμεσα στις χαρουπιές
και τη γη
δεν είχε χαρακώματα.
Τώρα σε μακρινά μονοπάτια
ένας σύντροφος παραπαίει,
μεταφέροντας έναν νεκρό.
Στο πρόσωπό του
Τα βλέφαρά του πέφτουν
σαν άψυχες βιολέτες.
Πού είσαι
λευκή σκάλα;
Μια κραυγή
γλιστράει από μένα:
Το έδαφος έχει φύγει.
Φλόγες αρωματισμένου καπνού
Κατά μήκος της διαδρομής
δεν δίνουν πλέον καταφύγιο
σε αυτή τη βροχή.
Επανένωση
Αν καταλάβαινα
τι εννοεί
– να μην σε βλέπω πια –
νομίζω ότι η ζωή μου εδώ–
θα τελείωνε.
Αλλά για μένα η γη
είναι μόνο ο σβώλος
όπου πάνω πατάω
κι ο άλλος που πατάτε:
το υπόλοιπο
είναι αέρας
στον οποίο – χαλαρές σχεδίες –
πλέουμε για να συναντήσουμε
ο ένας τον άλλον.
Ασφαλής ουρανό, στη πραγματικότητα,
μικρά σύννεφα,
κλωστές από μαλλί
ή φτερά υψώνονται
μερικές φορές – μακρινά –
κι όσοι κοιτάζουν από εκεί
λίγες στιγμές αργότερα
βλέπουν ένα μόνο
σύννεφο να απομακρύνεται.
Ομορφιά
Σου δίνω τον εαυτό μου,
τις άγρυπνες νύχτες μου,
τις μακριές γουλιές
του ουρανού και των άστρων
– μεθυσμένος στα βουνά,
το αεράκι των θαλασσών ταξίδεψε
σε μακρινές ανατολές.
Σου δίνω τον εαυτό μου,
τον παρθένο ήλιο
των πρωινών μου
σε υπέροχες ακτές
ανάμεσα σε σωζόμενες κολώνες
και ελαιόδεντρα
και στάχυα καλαμποκιού.
Σου δίνω η ίδια,
τα απογεύματα
στην άκρη των καταρρακτών,
τα ηλιοβασιλέματα
στους πρόποδες των αγαλμάτων,
στους λόφους, ανάμεσα
στους κορμούς των κυπαρισσιών
που ζωντανεύουν από φωλιές –
Και καλωσορίζεις το θαύμα μου
σαν πλάσμα,
το τρέμουλο μου
ενός ζωντανού βλαστού
στον κύκλο των οριζόντων,
λυγισμένο στον καθαρό άνεμο
– της ομορφιάς:
Και επίτρεψέ μου
να κοιτάξω αυτά τα μάτια
που σου έδωσε ο Θεός,
τόσο πυκνά με ουρανό –
βαθιά σαν αιώνες φωτός
βυθισμένοι πέρα από
τις κορυφές –
Εσύ τη νύχτα, εγώ είμαι μέρα
Εσύ τη νύχτα, εγώ τη μέρα,
τόσο μακρινή κι αναλλοίωτη
στο χρόνο, τόσο κοντά
σαν δύο δέντρα
βαλμένα το ‘να μπρος στ’ άλλο
για να δημιουργήσουν τον ίδιο κήπο,
αλλά χωρίς τη δυνατότητα
ν’ αγγίξουν το ‘να τ’ άλλο
παρά μόνο με σκέψεις,
Εσύ τη νύχτα, εγώ τη μέρα,
σύ με τ’ άστρα σου
και το σιωπηλό φεγγάρι,
εγώ με τα σύννεφά μου
και τον εκθαμβωτικό ήλιο,
εσύ που ξέρεις το αεράκι της βραδιάς
κι εγώ κυνηγάω τον ζεστό άνεμο
μέχρι να φτάσει το ηλιοβασίλεμα
Τα κλαδιά γίνονται ζεστά χέρια
που πλέκονται με πάθος
Τα φύλλα είναι κρυμμένοι
αναστεναγμοί
Τα αστέρια γίνονται
κάρβουνα μάτια
και τα σύννεφα
σεντόνι που αποκαλύπτει τη γύμνια
Το φεγγάρι κι ο ήλιος
είναι δύο γρήγοροι
και φευγαλέοι εραστές
και δεν είμαστε πλέον εσύ κι εγώ,
είμαστε εμείς συγχωνευμένοι
στη πληρότητα του αμυδρού φωτός
που ταλαντεύεται
σαν τη παλίρροια
στην αιώνια φυλή …
Ξέρω τι σημαίνει αγάπη
όταν πεθαίνει η μέρα.
Τραγούδι της γύμνιας μου
Κοίτα με: είμαι γυμνή.
Από τον ανήσυχο μαρασμό
των μαλλιών μου
μέχρι τη λεπτή ένταση
του ποδιού μου,
είμαι όλη μια άγουρη λεπτότητα
καλυμμένη με χρώμα εβένου.
Κοίτα: η σάρκα μου είναι χλωμή.
Φαίνεται ότι το αίμα δεν ρέει εκεί.
Το κόκκινο δεν λάμπει.
Μόνο ένα νωθρό μπλε
αίσθημα παλμών εξασθενεί
στη μέση του στήθους του.
Βλέπεις πόσο κούφια
είναι η κοιλιά μου.
Η καμπύλη των γοφών αβέβαιη,
αλλά τα γόνατα
Κι οι αστράγαλοι
κι όλες οι αρθρώσεις,
έχουν κοκαλιάρικο και σταθερό
σαν καθαρό αίμα.
Σήμερα, καμάρα γυμνή,
στη διαύγεια του λευκού μπάνιου
και θα καμφθεί γυμνή
αύριο σε ένα κρεβάτι,
αν κάποιος με πάρει.
Και μια μέρα γυμνή, μόνη,
ξαπλωμένη ανάσκελα
κάτω από πάρα πολύ χώμα,
θα μείνω, όταν θα με καλέσει
ο θάνατος.
Ζωή
Στο κατώφλι του φθινοπώρου,
σε σιωπηλό ηλιοβασίλεμα,
ανακαλύπτεις το κύμα του χρόνου
και τη μυστική σου παράδοση
σαν από κλαδί σε κλαδί,
φως, μια πτώση πουλιών
που τα φτερά τους
δεν κρατάνε πια.
Νούφαρα
Χλωμά νούφαρα, φως,
ξαπλωμένα στη λίμνη –
ένα μαξιλάρι που άφησε
μια ξύπνια νεράιδα
στο γαλαζοπράσινο νερό –
νούφαρα – με μακριές
ρίζες χαμένες στα βάθη
που αλλάζουν χρώμα –
κι εγώ δεν έχω ρίζες
που να δένουν τη ζωή μου
– με τη γη –
μεγαλώνω κι εγώ από τον βυθό
μιας λίμνης – γεμάτος
δάκρυα.
Λιβάδια
Ίσως δεν είναι καν αλήθεια
αυτό που μερικές φορές
ακούτε να ουρλιάζει
στη καρδιά σας:
ότι αυτή η ζωή είναι,
μέσα στην ύπαρξή σας,
ένα τίποτα και ότι αυτό
που αποκαλέσατε φως
είναι μια γκάφα,
το ακραίο θάμπωμα
των άρρωστων ματιών σας –
και ότι αυτό που προσποιηθήκατε
πως είναι ο στόχος
είναι ένα όνειρο,
το διαβόητο όνειρο
της αδυναμίας σας.
Ίσως η ζωή να ‘ναι πραγματικά
αυτό που την ανακαλύπτεις στα νιάτα:
μια αιώνια ανάσα που αναζητά
από ουρανό σε ουρανό
ποιος ξέρει τι ύψος.
Αλλά είμαστε σαν το χορτάρι
των λιβαδιών που νιώθει
τον άνεμο να περνά
από πάνω του και όλοι
τραγουδούν στον άνεμο
και ζουν πάντα στον άνεμο,
και όμως δεν ξέρει
πώς να μεγαλώσει
τόσο πολύ ώστε να σταματήσει
αυτή την υπέρτατη πτήση
ή να πηδήξει από τη γη
για να πνιγεί σε αυτήν.
Πεδιάδα
Κάποια βράδια θα ήθελα να ανέβω
στα καμπαναριά του κάμπου,
να δω τα μεγάλα ροζ σύννεφα
να αργούν στον ορίζοντα
σαν βουνά συνυφασμένα με ακτίνες.
Θα ήθελα να καταλάβω
από το σημάδι των λεύκων
πού περνάει ο ποταμός
και τι αέρα σέρνει.
για να είναι σε θέση να πει
πού θα ανατείλει ο ήλιος αύριο
και ποιο μονοπάτι θα πάρει, σημειωμένο
στο ήδη καστανισμένο ρύζι,
στους κόκκους.
Θα ήθελα να αγγίξω
την άκρη των κουδουνιών
με τα δάχτυλά μου,
όταν πέφτει η μέρα
και το αεράκι ανεβαίνει:
να νιώσω τον ρυθμό
των μεγάλων μακρινών πτήσεων
να περνούν μέσα από το χάλκινο.
Αντανακλάσεις
Λέξεις – γυαλί
που αντανακλά άπιστα
τον ουρανό μου –
σε σκέφτηκα
μετά το ηλιοβασίλεμα
σε ένα σκοτεινό δρόμο
όταν ένα παράθυρο
έπεσε πάνω στα βότσαλα
και τα θρυμματισμένα σκορπισμένα φως
στο έδαφος για πολλή ώρα–
Αγάπη για την απόσταση
Θυμάμαι ότι, όταν ήμουν στο σπίτι
της μητέρας μου, στη μέση του κάμπου,
είχα ένα παράθυρο με θέα στα λιβάδια.
Στο κάτω μέρος,
το δασώδες ανάχωμα
έκρυβε το Ticino
κι ακόμη πιο κάτω,
υπήρχε μια σκοτεινή λωρίδα λόφων.
Είχα δει τη θάλασσα
μόνο μια φορά τότε,
αλλά διατήρησα τη νοσταλγία
ενός πικραμένου εραστή γι’ αυτήν.
Προς το βράδυ κοίταξα τον ορίζοντα.
Έκλεισα λίγο τα μάτια μου.
Χάιδεψα το περίγραμμα
και τα χρώματα
ανάμεσα στις βλεφαρίδες μου:
και η λωρίδα των λόφων
πεπλατυσμένη, τρεμάμενη, μπλε:
για μένα φαινόταν σαν θάλασσα
και μου άρεσε περισσότερο
από τη πραγματική θάλασσα.
Γυναικεία φωνή
Γεννήθηκα γυναίκα του στρατιώτη σου.
Ξέρω ότι μεγάλες εποχές
πορειών και πολέμων
σε χωρίζουν από μένα.
Σκυμμένος πάνω από την εστία στο bragi,
πάνω από το κρεβάτι σου
έχω απλώσει ένα πανό –
αλλά αν σε σκέφτομαι έξω,
βρέχει στο φθινοπωρινό μου σώμα
σαν σε κομμένο δάσος.
Όταν ο ουρανός του Σεπτέμβρη
αναβοσβήνει και μοιάζει
με ένα γιγαντιαίο όπλο στα βουνά,
κόκκινοι σοφοί ανθίζουν στη καρδιά μου:
είτε με καλείτε, είτε με χρησιμοποιείτε
με την εμπιστοσύνη που δίνετε σε πράγματα,
όπως νερό που ρίχνετε στα χέρια σας
ή μαλλί που τυλίγετε γύρω από το στήθος σας.
Είμαι ο χοντροκομμένος φράκτης του κήπου σας
που είναι βουβός για να ανθίσει
κάτω από συνοδείες τσιγγάνων αστεριών.
Στην άκρη της ζωής
Επιστρέφω από το συνηθισμένο δρόμο,
τη συνηθισμένη ώρα,
κάτω από έναν χειμωνιάτικο ουρανό χωρίς χελιδόνια,
έναν χρυσό ουρανό ακόμα χωρίς αστέρια.
Η σκιά κρέμεται
πάνω από τα βλέφαρα
σαν ένα μακρύ καλυμμένο χέρι
και τα βήματα στην αργή
εγκατάλειψη παραμένουν,
τόσο γνωστός είναι ο δρόμος
και έρημος και σιωπηλός
.
Δύο παιδιά
πηδούν από ένα σκοτεινό πέρασμα
κουνώντας τα χέρια τους:
τα άλματα σκιάς
που ραβδώνονται
από μια τρεμάμενη πτήση
καθαρών σερπαντινών.
Οι καμπάνες φωνάζουν,
όλοι φωνάζουν για ξαφνική αφύπνιση,
φωνάζουν για απόκρυφο θαυμασμό,
σαν σε θεϊκή ανακοίνωση:
η ψυχή ανοίγει διάπλατα
με τους μαθητές
σε ένα άλμα ζωής.
Τα παιδιά σταματούν
με τα χέρια τους ενωμένα
και εγώ σταματάω
για να μην πατήσω
τις χλωμές σερπαντίνες που
έχουν εγκαταλειφθεί
στη μέση του δρόμου.
Τα παιδιά σταματούν να τραγουδούν
με την εύθραυστη φωνή τους
το δυνατό τραγούδι των κουδουνιών:
και εγώ σταματάω σκεπτόμενη
ότι στέκομαι ακίνητη απόψε
στην ακτή της ζωής
σαν κεφάλι βούρλων που τρέμει
από ένα κινούμενο νερό.
Παύση
Μου φάνηκε ότι αυτή η μέρα
χωρίς εσένα
πρέπει να είναι ανήσυχη,
σκοτεινή. Αντίθετα,
είναι γεμάτη από μια παράξενη γλυκύτητα,
η οποία διαστέλλεται
μέσα στις ώρες –
ίσως καθώς η γη
είναι μετά από μια νεροποντή,
η οποία παραμένει μόνη στη σιωπή για να
πιει το πεσμένο νερό
και σιγά-σιγά στις βαθύτερες φλέβες
αισθάνεται να διεισδύει από αυτό.
Η χαρά που χθες ήταν αγωνία,
καταιγίδα – τώρα επιστρέφει
στη καρδιά με σύντομους γδούπους,
σαν γαλήνια θάλασσα:
τα κοχύλια που άφησε το κύμα
στην ακτή λάμπουνε
στον ήπιο ήλιο που επανεμφανίστηκε,
λευκά δώρα.
Μοναξιά
Τα χέρια μου πονάνε και μαραζώνουν
από μια ανούσια επιθυμία να
προσκολληθώ σε κάτι ζωντανό, το οποίο αισθάνομαι
μικρότερος από τον εαυτό μου. Θα ήθελα να αρπάξω ένα από τα βάρη μου με ένα άλμα και μετά να
παρασυρθώ, τρέχοντας,
όταν έρθει το βράδυ.
να ορμήσει στο σκοτάδι για να την υπερασπιστεί,
όπως η θάλασσα ρίχνεται στα βράχια.
πολεμήστε γι ‘αυτόν, μέχρι να παραμείνει
ένα ρίγος ζωής. Στη συνέχεια, να πέσει
στη βαθύτερη νύχτα, στο δρόμο,
κάτω από έναν φουσκωτό ουρανό ασημένιο
με φεγγάρι και σημύδες. να επιστρέψω
σε εκείνη τη ζωή που κρατάω στο στήθος μου –
και να το κοιμίσω – και να κοιμηθώ κι εγώ, επιτέλους…
Όχι: Είμαι μόνος. Μόνη μου κουλουριάζομαι
πάνω από το λεπτό σώμα μου. Δεν παρατηρώ
ότι, αντί για ένα πονεμένο φρύδι,
φιλάω σαν παράφρονας
το τεντωμένο δέρμα των γονάτων μου.
Άγριο τραγούδι
Φώναξα από χαρά,
στο ηλιοβασίλεμα.
Έψαχνα για κυκλάμινο
ανάμεσα στα βράχια:
είχα ανέβει στους πρόποδες
ενός πρησμένου και ζαρωμένου βράχου,
σπασμένου με θάμνους.
Στο γκαζόν γεμάτο ογκόλιθους,
στο ξανθό κεφάλι των μαργαρίτες,
στα μαλλιά μου, στον γυμνό λαιμό μου,
ο άνεμος ξεφλούδιζε από τον ψηλό ουρανό.
Φώναξα από χαρά καθώς κατέβαινα.
Λάτρεψα την άγρια και άγρια δύναμη
που κάνει τα άπληστα γόνατά μου να πηδούν.
Η άγνωστη και παρθένα δύναμη, που
με τεντώνει σαν τόξο στη συγκεκριμένη φυλή.
Όλος ο δρόμος μύριζε κυκλάμι.
Τα λιβάδια μαράζωναν στις σκιές,
τρέμοντας ακόμα με χρυσά χάδια.
Μακριά, σε ένα τρίγωνο πράσινο,
ο ήλιος παρέμενε. Θα ήθελα
να πυροβολήσω, με ορμή, υπό αυτό το πρίσμα·
και ξάπλωσε στον ήλιο, και γδύσου,
για να πιει ο θνήσκων Θεός
από το αίμα μου.
Τότε να μείνω, τη νύχτα,
ξαπλωμένη στο λιβάδι, με άδειες φλέβες:
τα αστέρια – να λιθοβολήσω την αποξηραμένη,
νεκρή σάρκα μου με οργή
.
Η ονειρεμένη ζωή
Όσοι μου μιλούν δεν ξέρουν
ότι έχω ζήσει μια άλλη ζωή –
όπως κάποιος που λέει
ένα παραμύθι
ή μια ιερή παραβολή.
Γιατί ήσουν
η αγνότητά μου,
εσύ που ένα λευκό
κύμα θλίψης έπεφτε στο πρόσωπό σου
αν σε φώναζα με ακάθαρτα χείλη,
εσύ που τα γλυκά
σου δάκρυα τρέχανε
στα βάθη των ματιών
σου αν κοιτούσαν ψηλά –
κι έτσι σου φαίνομαι πιο όμορφη.
Ω πέπλο εσύ – της νιότης μου,
το καθαρό μου ένδυμα,
η εξαφανισμένη αλήθεια –
ω λαμπερός κόμπος
– μιας ολόκληρης ζωής
που ονειρεύτηκες – ίσως –
ω, επειδή σε ονειρεύτηκα,
αγαπημένη μου ζωή,
ευλογώ τις μέρες που απομένουν –
το νεκρό κλαδί
όλων των ημερών
που απομένουν,
που χρησιμεύουν
για να σε θρηνήσουν.