Poe Edgar Allan: Ποιήματα Μοναδικά…

Βιογραφικό

     Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε* (Edgar Allan Poe) (*Σημ.Στη Βρεττανία το Poe το προφέρουνε Πόου) ήταν Αμερικανός -με λονδρέζικες ωστόσο ρίζες- ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξεν από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στη παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Λογοτέχνης με σπάνια διανοητική διαύγεια, αναλυτική φαντασία και μαθηματική σχεδόν ακρίβεια να κυριαρχούνε στα έργα του, που όμως έπεσε θύμα των παθών του. Πρώτα η μεγάλη ευαισθησία του, οι εθισμοί του έπειτα σε χαρτοπαιξία, αλκοόλ κι ίσως τα ναρκωτικά (όπιο;) ήταν μοιραία και τον οδηγήσανε σε πρόωρο θάνατο πριν καν κλείσει τα 41 του χρόνια.
     Γεννιέται στις 19 Γενάρη 1809, στη Κάρβερ Στρητ, στη Βοστώνη, Μασαχουσέτη. Είναι το 2ο από τα 3 παιδιά των ηθοποιών Ντέιβιντ Πόε Τζούνιορ κι Ελίζαμπεθ Άρνολντ Χόπκινς-Πόε, -ο πατέρας ιρλανδικής καταγωγής, αλλά χωρίς ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο, η δε μητέρα, γεννημένη το 1787, στο Λονδίνο, κόρη Βρεττανών ηθοποιών που αργότερα εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ με τη μητέρα της. Εμφανίστηκε στην αμερικανική σκηνή όταν ήταν ακόμη έφηβη κι η φήμη της εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών το 1802, ωστόσο ο 1ος σύζυγός της πέθανε το 1805. Τον Απρίλη του 1806 παντρεύτηκε τον Ντέιβιντ Πόε τον νεώτερο, γεννηθέντα το 1784. Η Ελίζαμπεθ τα επόμενα 4 έτη αν κι εργαζότανε συνεχώς έφερε στον κόσμο 3 παιδιά. Τον Γουίλιαμ Χένρι Λέοναρντ στις 30 Γενάρη 1807, τον Έντγκαρ στις 19 Γενάρη 1809 και τη Ρόζαλι στις 20 Δεκέμβρη 1810.
     Οι νεαροί γονείς δίνανε παραστάσεις στις μεγαλύτερες πόλεις της ανατολικής ακτογραμμής. Τον Ιούλιο του 1811 ζούσανε στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια όταν ο Ντέιβιντ μετά από έναν άγριο καβγά εγκατέλειψε την Ελίζαμπεθ και τα παιδιά, όπως αποκάλυψαν οι Dwight Thomas και David K. Jackson στο βιβλίο: The Poe Log: A Documentary Life of Edgar Alan Poe, 1809- 1849, Βοστόνη 1987. Απελπισμένη δέχτηκε τη πρόταση που της έκανε τον Αύγουστο ο διευθυντής του θεάτρου Ρίτσμοντ, μολονότι υπέφερε από φυματίωση, κάτι που σύντομα την έκανε ανήμπορη ν’ ανέβει στη σκηνή. Οι θεατρόφιλοι συγκινήθηκαν από την οικτρή κατάσταση της όμορφης, νεαρής ηθοποιού και την επισκέπτονταν για να δούνε το οικτρό της θέαμα, να ‘ναι καθηλωμένη στο κρεββάτι με τα 3 πεινασμένα, μικρά παιδιά της ολόγυρα. Όπως έλεγε ειρωνικά ένας ντόπιος έμπορος εκείνη τη σεζόν “το δωμάτιο της άρρωστης κυρίας Πόε είχε γίνει το πιο κοσμικό θέρετρο”..



    Ανάμεσα στους επισκέπτες της ήτανε κι η Φράνσις Βαλεντάιν Άλλαν σύζυγος ενός ευκατάστατου καπνέμπορου, του Τζων Άλλαν κι η φίλη της Τζέιν Μακένζι, που συγκινήθηκαν ιδιαίτερα από το δράμα της Ελίζαμπεθ και των παιδιών της. Η μητέρα πέθανε στις 8 Δεκεμβρη 1811. Ο σύζυγός της ήταν άγνωστο που βρισκόταν εκείνη την εποχή, πιθανότατα όμως κι αυτός είχε προσβληθεί από φυματίωση. Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα εκδοχή πέθανε στις 11 Δεκέμβρη 1811, 3 μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του (κατά τη Susan Archer Talley Weiss). Ο Χένρι Πόε στάλθηκε στη Βαλτιμόρη να ζήσει με τους παππούδες του. Η Τζέιν Μακένζι υιοθέτησε τη Ρόζαλι. Η Φράνσις Άλλαν έπεισε τον ευκατάστατο σύζυγό της να πάρουνε το μικρότερο αγόρι στην οικογένειά τους, κάτι που έγινε. Η Φράνσις λάτρευε τον μικρό Έντγκαρ, ενώ ο Τζον το δέχτηκε κυρίως για να ικανοποιήσει τη Φράνσις. Παίρνει τ’ όνομα Έντγκαρ Άλλαν, παρ’ όλο που δεν υιοθετείται ποτέ επίσημα από το ζεύγος.
     Τα επόμενα χρόνια η επιχείρηση που είχαν ο Άλλαν κι ο συνέταιρός του Τσαρλς Έλλις έγινε ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Το 1815 το ζεύγος φεύγει απ’ το Ρίτσμοντ για το Λονδίνο παίρνοντας μαζί τους τον 6χρονο Έντγκαρ και την ανύπαντρη αδελφή της Φράνσις, την Ανν Βαλεντάιν. Ο Τζον Άλλαν άνοιξε στο Λονδίνο ένα παράρτημα της εταιρείας του. Τον Απρίλη του 1816  ο Πόε μπήκε εσωτερικός στο οικοτροφείο των δεσποινίδων Ντιμπούρ, όπου έμαθε αγγλική γραμματική και συντακτικό. Στα τέλη του 1817 ή τις αρχές του 1818 γράφτηκε στο σχολείο Manor House. Εκεί διδάχθηκε αγγλικήν ιστορία και λογοτεχνία. Το 1820 καθώς το λονδρέζικο παράρτημα της εταιρείας δεν στέριωσε οι Άλλαν επιστρέψανε στο Ρίτσμοντ. Ο Άλλαν έγραψε τον Έντγκαρ σ’ ένα κλασσικό σχολείο που διηύθυνε ο Τζόσεφ Χ. Κλαρκ. Εκεί έμαθε λατινικά, αρχαία ελληνικά, μαθηματικά και φυσική. Αξιόλογες ήταν οι επιδόσεις του και στον αθλητισμό, αλλά κυρίως σε λατινικά και μαθήματα θεάτρου. Σε κείνο το χρονικό σημείο, ερωτεύεται τη Τζέην Στάιναρντ, μητέρα ενός φίλου και συμφοιτητή του, που ωστόσο θα πεθάνει 3 έτη μετά. Το 1823 μετεγγράφηκε στην ακαδημία του Γουίλιαμ Μπερκ αλλά τον Μάρτη του 1825 έφυγε από αυτή. Την ίδια εποχή ο θετός του πατέρας κληρονόμησε περίπου 750.000 δολάρια και σύντομα αγόρασε τη τεράστια βίλα Μολντέιβια στο Ρίτσμοντ. Εκεί ο 16χρονος πια Πόε ερωτεύτηκε την έφηβη κόρη των γειτόνων του Ελμίρα Ρόιστερ, που ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του. Οι γονείς της όμως αντιδράσανε και τη πάντρεψαν με τον ντόπιο επιχειρηματία Αλεξάντερ Σέλτον.

     Το 1826 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Εκεί, αρίστευσε στα λατινικά και στα γαλλικά, αλλά μένει μόνον ένα 4μηνο, γιατί ξεκίνησε τη χαρτοπαιξία που τον οδήγησε σε τεράστια χρέη (περίπου 2.000 δολάρια). Έτσι ο Άλλαν τον υποχρέωσε να σταματήσει τη φοίτησή του και τον έβαλε να δουλέψει στο λογιστήριο της εταιρείας του. Από την αρχή ήτανε πολύ βίαιος απέναντί του, αλλά τα πράγματα γίνανε χειρότερα, όταν ο νεαρός άρχισε να παραμελεί τα μαθήματά του και να ξοδεύει το χρόνο του χαρτοπαίζοντας. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο Πόε έφυγε από το σπίτι και το Μάρτη του 1827 έφυγε για τη Βοστόνη. Εκεί εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο Tamerlane & Other Poems (Ταμερλάνος κι άλλα ποιήματα‘). Απέφυγε να γράψει το όνομά του κι αρκέστηκε στο Ένας Βοστονέζος. Το βιβλίο ανοίγει με το ποίημα Ταμερλάνος και κλείνει με τη Λίμνη.
     Στο μεταξύ μην έχοντας παρά ελάχιστα εισοδήματα κατατάχθηκε στον αμερικανικό στρατό. Συγκεκριμένα στις 26 Μάη 1827 εντάχθηκε στην 8η Πυροβολαρχία του Α’ Πυροβολικού στο Οχυρό Ιντιπέντενς στο λιμάνι της Βοστόνης με το ψευδώνυμο Έντγκαρ Α. Πέρι. Στις 28 Φλεβάρη 1829 πεθαίνει η κυρία ‘Αλλαν, η θετή μητέρα του. Η εξέλιξή του στο στρατό ήτανε ραγδαία και τη 1η Γενάρη 1829 έγινε αρχιλοχίας και μετατίθεται στο Οχυρό Μάουλτρι, στο νησί Σάλιβαν της Νότιας Καρολίνα -σκηνικό του Xpvσoύ Σκαραβαίου. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι και στο Στρατό δεν είχε μέλλον. Με τη βοήθεια του θετού πατέρα του απολύθηκε επίσημα στις 15 Απρίλη 1829 και πήγε στη Βαλτιμόρη, όπου παρουσίασε μια νέα ποιητική συλλογή με σημαντικότερο το ποίημα Αλ Ααράαφ. Το βιβλίο γίνεται δεκτό με ευνοϊκές κριτικές από τον Τζον Νιλ, κριτικό της εποχής, με σημαντική επιρροή. Τον Ιούνιο του 1830 εντάχθηκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ.
     Το επόμενο χρονικό διάστημα μια σειρά γεγονότων αλλάξανε ριζικά τη ζωή του. Στις 11 Σεπτέμβρη 1930, δημοσιεύει το Σοννέττο Στην Επιστήμη στην εφημερίδα Saturday Evening Post. Ο Άλλαν παντρεύτηκε τη Λουίζα Πάτερσον στις 5 Οκτωβρίου 1830. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς η νέα κυρία Άλλαν έμεινε έγκυος. Τότε ο Πόε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να είναι κληρονόμος. Έπαψε να παρακολουθεί τα μαθήματα του Γουέστ Πόιντ, να πηγαίνει στα γυμνάσια κι έκανε πολλά ακόμη σκόπιμα παραπτώματα. Κατηγορήθηκε για αμέλεια, πέρασε από στρατοδικείο κι αποπέμφθηκε. Επέστρεψε στη Βαλτιμόρη όπου ζούσε με τη θεία του Μαρία Κλεμ και τη νεαρή κόρη της και ξαδέλφη του Βιρτζίνια, που τότε ήτανε δεν ήταν 7 ετών. Κατά καιρούς εκλιπαρούσε το θετό του πατέρα να του στείλει λίγα χρήματα, μάταια όμως γιατί εκείνος αρνιότανε πεισματικά. Στις 23 Αυγούστου 1831 στο Ρίτσμοντ η Λουίζα Άλλαν έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι, τον Τζον Άλλαν τον νεώτερο. Το Μάρτη του 1834 ο Άλλαν πέθανε. Στη διαθήκη του δεν άφησε τίποτα στον Πόε.


     Τη Δευτέρα 16 Μάη 1836 νυμφεύεται τη ξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλεμ που ήτανε μόλις 14 ετών. Ωστόσο, ένας μάρτυρας ο κύριος Κλίλαντ, πριν το γάμο κατέθεσε ότι ήταν 21. Ητανε πολύ όμορφη και τονε βοήθησε ν’ αποκτήσει κάποια σταθερότητα στη ζωή του. Πλέον έπρεπε να βιοπορίζεται μόνον από τα γραπτά του και το 1833 με το διήγημά του MS. Found in a Bottle (Μήνυμα Σ’ Ένα Μπουκάλι) κέρδισε 50 δολάρια σε διαγωνισμό εβδομαδιαίας εφημερίδας της Βαλτιμόρης. Το 1835 εγκαταστάθηκε στο Ρίτσμοντ και συνεργάστηκε με το περιοδικό Southern Literary Messenger. Άρχισε ν’ αποκτά φήμη σα κριτικός, καθώς έχει ήδη γράψει 80 κριτικές για το Messenger, ανάμεσα στις οποίες και 2 ενθουσιώδεις κριτικές για τον Ντίκενς. Όμως απολύθηκε από το περιοδικό γιατί είχε κρίσεις μέθης κι εγκαταστάθηκε στη Ν. Υόρκη.
     Εκεί δημοσιεύει τη Λιγεία και τον Ιούλιο του 1938 εκδίδει ένα μεγάλο πεζογράφημα με τίτλο Τhe Narrative of Arthur Gordon Pym (Η Αφήγηση Του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ) στον εκδοτικό οίκο Harper’s. Το 1839 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Butron’s Gentleman Magazine της Φιλαδέλφεια. Τότε έγραψε τις ιστορίες τρόμου: William Wilson (Γουίλιαμ Γουίλσον) και The Fall Οf Τhe House Οf Usher (Η Πτώση Του Οίκου Των Άσερ). Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησαν οι Αλλόκοτες Ιστορίες (Tales Οf Τhe Grotesdue & Arabesdue –Στον πρόλογο του αναφέρει πως στις ιστορίες του αυτές, “ο τρόμος δεν προέρχεται από τη Γερμανία, αλλ’ από τη ψυχή”. Τον Ιούνιο του 1840 παραιτήθηκε από το περιοδικό, αλλά ο Τζορτζ Γκράχαμ αγοράζει το Βurton’s το Νοέμβρη toy 1940 και το μετονομάζει σε Graham’s Magazine. Εεκί ο Πόε δημοσιευει τον Άνθρωπο Του Πλήθους στο τεύχος του Δεκέμβρη. Το 1841 δημοσίευσε τη 1η αστυνομική ιστορία του με τίτλο The Murders Ιn Τhe Rue Morgue (Οι Φόνοι Της Οδού Μοργκ), χάρη στο οποίο έγινε ο πατέρας της ντοκουμενταρισμένης αστυνομικής λογοτεχνίας. Το 1842 γίνεται αρχισυντάκτης του. και την επόμενη χρονιά, το διήγημά του The Gold Bug (Ο Χρυσός Σκαραβαίος) κέρδισε το βραβείο της εφημερίδας της Φιλαδέλφεια Dollar’s Newspaper.


                                          Η Βιρτζίνια Κλεμ-Πόε

     Το 1844 επέστρεψε στη Ν. Υόρκη όπου δημοσίευσε (στην εφημερίδα Sun) το διήγημα The Baloon Hoax (Η Απάτη Του Μπαλονιού). Στις 29 Γενάρη 1845 δημοσίευσε στην εφημερίδα New York Mirror το περίφημο ποίημά του Το Κοράκι, με το οποίο έγινε διάσημος σ’ όλη τη χώρα. Το 1845 επίσης, ο Πόε εξέδωσε τον τόμο Το Κοράκι & Άλλα Ποιήματα‘ (The Raven & Other Poems) και τη συλλογή διηγημάτων Tales’ (Ιστορίες). Το 1846 συνεργάστηκε με το βραχύβιο έντυπο Broadway Journal, όπου δημοσίευσε τα περισσότερα διηγήματά του. Την ίδια χρονιά η ποιήτρια Φράνσις Σάρτζεντ Λοκ Όζγκουντ τον ερωτεύτηκε και τα ποιήματα που έγραφε γι’ αυτόν με ψευδώνυμο Φάνι προκαλέσανε σκάνδαλο. Εγκαθίσταται στο εξοχικό σπίτι στο Φόρντχαμ (σήμερα συνοικία της Νέας Υόρκης) όπου έγραψε μια σειρά κειμένων με τίτλο Διανοούμενοι Της Νέας Υόρκης (Literaty of New York) για λογαριασμό του Godey’s Lady’s Book. Επρόκειτο για παρουσίαση προσωπικοτήτων της εποχής με τα σχετικά κουτσομπολιά. Αυτά όμως τον οδηγήσανε στα δικαστήρια με τη κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης.
     Η σύζυγός του Βιρτζίνια πέθανε από φυματίωση το Γενάρη του 1847, κάτι που τονε συγκλόνισε. Το 1848 δημοσίευσε τη διάλεξή του Eureka (Εύρηκα), όπου επιχειρεί μια υπερβατική εξήγηση του Σύμπαντος. Μετά το θάνατο της Βιρτζίνια, οι αυτοκαταστροφικές του τάσεις εντάθηκαν. Αρραβωνιάστηκε τη Σάρα Έλεν Γουίτμαν, αλλά ο γάμος τους ακυρώθηκε όταν ο ποιητής εντοπίστηκε να πίνει, αν κι είχε υποσχεθεί πως θα το κόψει. Το καλοκαίρι του 1849 μαθαίνει πως ο παιδικός του έρωτας Ελμίρα Ρόιστερ Σέλτον είχε χηρέψει και βρισκότανε στο Ρίτσμοντ. Τη βρήκε και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Εκείνη έκπληκτη δίστασε. Ωστόσο, τελικά δέχτηκε τη πρότασή του με τον όρο να κόψει το ποτό. Το υποσχέθηκε και τη τελευταία βδομάδα του Αυγούστου του 1849 προσχώρησε στον αντιαλκοολικό σύνδεσμο Υιοί της Εγκράτειας ενώ ορκίστηκε ότι θα κόψει το ποτό. Η προσπάθειά του στέφθηκε από επιτυχία κι ο αρραβώνας του με την Ελμίρα επικυρώθηκε. Τότε αποφάσισε να μεταβεί στη Ν. Υόρκη να πάρει τη θεία του και μητέρα της Βιρτζίνια, κυρία Κλεμ και να τη φέρει στο Ρίτσμοντ. Πέμπτη 27 Σεπτέμβρη έφυγε από το Ρίτσμοντ με ατμόπλοιο με προορισμό τη Βαλτιμόρη.



     Είναι άγνωστο τι έκανε στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιβίβασή του στο ατμόπλοιο νωρίς το πρωί της Πέμπτης και την επόμενη Τετάρτη που τον είδε ένας τυπογράφος, ο Τζόζεφ Γ. Γουόκερ, στη Βαλτιμόρη. Ο Γουόκερ τον εντόπισε σε μια ταβέρνα στην οδό Ιστ Λόμπαρντ. Ο Πόε είχε άθλια όψη και φαινόταν ότι έπινε μέρες. Ήταν ημέρα των εκλογών και οι ταβέρνες είχαν μετατραπεί σε εκλογικά κέντρα. Οι κομματάρχες κερνούσαν όποιον υποσχόταν ότι θα ψηφίσει τον υποψήφιο που υποστήριζαν. Ο Πόε, μετά από ένα μήνα αποχής από το αλκοόλ, εκμεταλλεύτηκε προφανώς το γεγονός αυτό, κάτι που τελικά αποδείχθηκε μοιραίο. Ο Γουόκερ έστειλε ένα επείγον μήνυμα στον παλιό φίλο του Πόε, Τζόζεφ Σνόντγκρας, που έφτασε πολύ γρήγορα στη ταβέρνα. Ο Σνόντγκρας έλεγε αργότερα:

   “Μπήκαμε στην αίθουσα όπου προσφέρονταν ποτά κι αμέσως αναγνώρισα το πρόσωπο εκείνου που τόσο συχνά έβλεπα και τόσο καλά γνώριζα στο παρελθόν μολονότι τώρα είχε μια έκφραση κενής ηλιθιότητας που με έκανε να ανατριχιάσω. Η λάμψη της ευφυΐας στα μάτια του είχε σβήσει ή μάλλον είχε βυθιστεί σε μια γαβάθα αλκοόλ. Όμως το φαρδύ, ολύμπιο μέτωπο του συγγραφέα του Κορακιού ήταν ακόμα εκεί, με μια τόσο ευρεία ζώνη ιδανικότητας που σπανίως συναντάς σε άλλους ανθρώπους“.
Thomas & JacksonThe Poe Log.

     Ήτανε τόσο μεθυσμένος που με το ζόρι μπορούσε να περπατήσει. Ο Σνόντγκρας και μερικοί άλλοι τον ανέβασαν σε μια άμαξα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Ουάσινγκτον Κόλετζ. Ο εφημερεύων γιατρός δρ. Τζον Τζ. Μόραν παρατήρησε ότι τα μέλη του τρέμανε και μιλούσε ασταμάτητα, με μιαν ασυνάρτητη συνομιλία με φασματικά και φανταστικά αντικείμενα στους τοίχους. Η έλλειψη αλκοόλ μετά από μεθύσι πολλών ημερών, προκάλεσε απότομη μείωση της περιεκτικότητας του αλκοόλ στο αίμα, που σε ακραίες περιπτώσεις ενδέχεται να αποβεί μοιραία. Τελικά πέθανε λίγες μέρες μετά, ύστερα από παρατεταμένο παραλήρημα. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν “Κύριε, βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου” (Lord help my poor soul).
     Υπάρχει σχετικό μυστήριο για τις τελευταίες μέρες του, καθώς πέθανε λίγο πριν τα ξημερώματα της Κυριακής 7 Οκτώβρη 1849 στη Βαλτιμόρη. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε βιαστικά και μ’ ελάχιστα άτομα, αφού δεν υπήρξε κανονική ανακοίνωση του γεγονότος. Η αιτία του θανάτου του ακόμα παραμένει αδιευκρίνιστη. Δεν υπάρχει κάποιο επίσημο πιστοποιητικό θανάτου, αλλά σύμφωνα μ’ έρευνες, ο θάνατός του ήταν απόρροια του αλκοολισμού. Πολλοί ήταν εκείνοι που μίλησαν για σύφιλη, δηλητηρίαση ή λύσσα, αλλά η 1η εκδοχή φαίνεται να ‘ναι η πιο πιθανή.
     Όπως έγραψε σε ένα άρθρο του στο Southern Literary Messenger, μετά το θάνατο του, ο Τζον Μ. Ντάνιελ: “…αδιάφορος για τις κοινωνικές συμβάσεις ή για τη δέουσα συμπεριφορά σε μια πολιτισμένη κοινωνία, έλεγε ό,τι ήθελε κι έκανε ό,τι επιθυμούσε. Αδυνατούσε να ελέγξει και το ποτό και τις απόψεις του. Ήταν υπόδουλος του αλκοόλ κι εκτόξευε επικρίσεις χωρίς να τον νοιάζει τι σκέφτονταν οι άλλοι. Ήτανε κοινωνικά απόβλητος, Ισμαηλίτης, διεστραμμένος που πήγαινε προς τη μία πλευρά όταν όλοι οι άλλοι κατευθύνονταν προς την αντίθετη“.


                      Σκίτσο στο ξακουστό ποίημά του Κοράκι

     Παρά τη περιγραφή του Πόε ως ανθρώπου ανήθικου, άξεστου και αναίσθητου ο Ντάνιελ επαινούσε τη λογοτεχνική του πρωτοτυπία. Το άρθρο αυτό, στα 2/3 του, ήτανε το περιεχόμενο ενός δοκίμιου που έγραψε το 1852 ο Μπωντλαίρ, προκαλώντας μεγάλην αίσθηση. Ως το 1867, δημοσίευσε 5 τόμους με αφηγήματα του Πόε. Ωστόσο, τα ποιήματά του μεταφραστήκανε στα γαλλικά μόλις το 1889 από τον Μαλαρμέ.
     Το έργο του επηρέασε τη λογοτεχνία στις ΗΠΑ αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ενώ συνέβαλε και σ’ ειδικά πεδία όπως αυτό της κρυπτογραφίας και της κοσμολογίας. Ο Μπωντλαίρ ήταν από τους 1ους μελετητές του έργου του, μεταφράζοντας το σύνολό του στα γαλλικά. Θαυμαστές του έργου του ήταν οι Χ.Φ. Λάβκραφτ, ο Γουώλτ Ουίτμαν, ο Ιούλιος Βέρν, ο Όσκαρ Γουάiλντ, ο Ουίλλιαμ Φώκνερ κι ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο οποίος ήταν αυστηρός απέναντί του αλλά εκτιμούσε το κριτικό του έργο. Οι Μπωντλέρ και Μαλαρμέ, ευθύνονται για τη μεγάλη διάδοση των έργων του σ’ όλη την Ευρώπη. Ο Γκυ ντε Μωπασσάν, τελειοποίησε τα έργα του, διαβάζοντας έργα του Πόε. Ο Ιούλιος Βερν έγραψε τη Σφίγγα Των Πάγων ως συνέχεια του έργου του Πόε, Η Αφήγηση Του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ Απ’ Το Ναντάκετ και μάλιστα αφιέρωσε το έργο αυτό, στη μνήμη του.
     Το 1895, ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Κονσταντίν Μπαλμόντ, μετέφρασε στα ρωσικά διηγήματα του Πόε, ενώ αργότερα μετέφρασε και τα ποιήματά του. Η χορωδιακή συμφωνία του Ραχμάνινωφ Οι Καμπάνες βασίζεται στη μετάφραση του ομότιτλου ποιήματός του από τον Μπάλμοντ. Ο Κροάτης συγγραφέας Άντουν Γκούσταβ Μάτος, ταύτιζε τον εαυτό του με τον Πόε. Σ’ ένα μάλιστα έργο του, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Σαλταπήδας, που είναι τ’ όνομα ενός ήρωα του Πόε. Αλλά κι ο μεγάλος Χόρχε Λούις Μπόρχες επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Επίσης, ο Νικαραγουανός ποιητής Ρουμπέν Νταρίο ταυτίστηκε με τον Πόε και χρησιμοποίησε πολλά στοιχεία από τα έργα του. Επίσης σημαντικοί ζωγράφοι επηρεάστηκαν από τον Πόε. Το 1875, ο Μανέ εικονογράφησε το Corbeau, ένα βιβλίο με τη γαλλική μετάφραση από τον Μαλαρμέ, του ποιήματος, Το Κοράκι. Ο Γκωγκέν στη Γυναίκα Με Το Λουλούδι, ο Ντελακρουά, ο Μαξ Έρνστ στα κολλάζ και τη ζωγραφική, ο Νταλί, ο Μαγκρίτ, ο Μάδεργουελ και πολλοί ακόμα ζωγράφοι, επηρεάστηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απ’ αυτόν.



     Στο σινεμά, 1ος ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ ασχολήθηκε με τον Πόε. Το 1909, σκηνοθέτησε το Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ένα σύντομο βιογραφικό ντοκιμαντέρ που ενσωματώνει στοιχεία από το Κοράκι κι άλλα έργα. Το 1914, ο Γκρίφιθ σκηνοθέτησε το The Avenging Conscience (Η Τιμωρός Συνείδηση), βασισμένη στο διήγημά του Μαρτυριάρα Καρδιά. Σε πολλές ταινίες του, ο Φελλίνι έχει επηρεαστεί από τα χιουμοριστικά αφηγήματα του Πόε. Οι Γάλλοι σκηνοθέτες του νέου κύματος, έχουν επίσης εμπνευστεί απ’ αυτόν. Το Οβάλ Πορτραίτο, ενέπνευσε τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ στη ταινία Vivre sa Vie (1962 Ζούσε τη Ζωή της). Κλασσικές ωστόσο είναι οι ταινίες του Ρότζερ Κόρμαν, βασισμένες σε διασκευές έργων του Πόε, που γυριστήκανε τη 10ετία του ’60 κι είχανε βασικό πρωταγωνιστή τον Πίτερ Κάσινγκ. Έχουνε χαρακτηριστεί b- moovies κλπ., ωστόσο παρόλο το χαμηλό προϋπολογισμό τους, χάρη κυρίως στην υποβλητική τους ατμόσφαιρα, άφησαν εποχή και δημιούργησαν μια νέα γενιά θαυμαστών του.
     Ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, η μεγάλη επίδραση του Πόε στην ελληνική λογοτεχνία. Ποιήματα του Σολωμού όπως Η Φαρμακωμένη (1826), Νεκρική Ωδή (1829), Εις Μοναχήν (1829) & Φαρμακωμένη Στον Άδη (1833), έχουνε κοινά στοιχεία με τη θεματολογία του Πόε (έρωτας-θάνατος) και την ατμόσφαιρα των έργων του. Ο Ροΐδης, υπήρξε μέγας θαυμαστής και 1ος μεταφραστής έργων του… Εδγάρδου Πόου!. Ο Χρυσοκάραβος, μια συλλογή μεταφρασμένων από το Ροΐδη διηγημάτων του Πόε, κυκλοφορεί ακόμη και σήμερα. Ο Ν. Επισκοπόπουλος κι ο Π. Γιαννόπουλος, επηρεάστηκαν από τα πεζά έργα του. Ο Καίσαρ Εμμανουήλ (γνωστός από το ποίημα Γράμμα Σ’ Ένα Ποιητή του Καββαδία, που μελοποίησεν έξοχα ο Δ. Ζερβουδάκης), ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης, ο Μ. Παπανικολάου, ο Φ. Κόντογλου, ο Σκαρίμπας, η Λ. Νάκου, ο Γ. Μπεράτης, ο Γ. Βαφόπουλος, ο Γ. Κότσιρας, ο Τ. Αλαβέρας, ο Μ. Δημάκης, ο Γ. Γεραλής, ο Τ. Πίττας, ο Δ. Ρικάκης, ο Α. Πωπ, ο Α. Σφακιανάκης κ.ά, επηρεαστήκανε σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από τον Πόε.
     Το έργο του οφείλει πολλά στο ενδιαφέρον του ρομαντισμού για το υπερφυσικό και το σατανικό, όπως και στις δικές του ταραγμένες φαντασιώσεις. Είχε τη σπάνια ικανότητα να δημιουργεί μιαν αληθοφανή πειστική πλοκή από τα πιο απίθανο υλικό. Ο Πόε ήτανε παράξενη, διπλή, διχασμένη προσωπικότητα. Υπάρχει μάλιστα κι ιατρική μαρτυρία σύμφωνα με την οποία υπέφερε από κάκωση του εγκεφάλου. Κι αν η ζωή του σίγουρα δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση, τα έργα του 170 χρόνια μετά το θάνατό του ασκούν ιδιαίτερη επιρροή και γοητεία σε εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο. Ένας poete maudit (καταραμένος ποιητής), -πολύ πριν ο Βερλαίν (1883 στο περιοδικό Lutece), εισάγει τον όρο-, που πλήρωσε ακριβά τα λάθη του, άφησε όμως αθάνατα έργα.



———————-
     Η προσωπική τραγωδία ήτανε, δυστυχώς, επαναλαμβανόμενη κατάσταση σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του. Γεννημένος στη Βοστώνη το 1809 από γονείς ηθοποιούς, ποτέ δε γνώρισε τον πατέρα του Ντέιβιντ Πόε, που εγκατέλειψε τη μητέρα του κι εξαφανίστηκε λίγο μετά τη γέννηση του, για να πεθάνει στη Βιρτζίνια το 1811. Η μητέρα του, που υπέφερε από φυματίωση, πέθανε στο Ρίτζμοντ της Βιρτζίνια τον Δεκέμβρη του 1811, αφήνοντας ορφανούς τον Έντγκαρ, το μεγαλύτερο αδελφό του Ουίλιαμ-Χένρι και την ετεροθαλή αδελφή τους Ροζαλί.
     Η κυρία Φράνσις Άλλαν από το Ρίτζμοντ έπεισε τον πλούσιο έμπορο σύζυγό της Τζον να πάρει στο σπίτι τους τον μικρό. Ήταν στο σπίτι τους που μεγάλωσε, κι εκεί δέχτηκε και τις πρώτες επιρροές του, που ήταν ιστορίες σκλάβων και παραμύθια ειπωμένα από καροτσέρηδες κι έμπορους της θάλασσας. Οι νεκροί κι οι ετοιμοθάνατοι πάντα όριζαν την ψυχοσύνθεση του. Σύμφωνα μάλιστα με μια ιστορία, όταν ήταν 6 χρόνων, κάποια μέρα καθώς περνούσε από το τοπικό νεκροταφείο ένιωσε να «καταλαμβάνεται από τον τρόμο», καθώς ήταν σίγουρος ότι τα πνεύματα των απέθαντων θα τον κυνηγούσαν.
     Το 1815, η οικογένεια πήγε στη Σκοτία και την Αγγλία, όπου έζησαν για 5 χρόνια. Οι εμπειρίες από το σχολείο προσέθεσαν ακόμη περισσότερες επιδράσεις στη ζωή του. Επιστρέφοντας στο Ρίτζμοντ κι ενώ βρισκόταν στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, άρχισε να γράφει ποίηση σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Λίγο μετά συνάντησε και τον έρωτα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού που άκουγε στο όνομα Ελμίρα, με την οποία και συνήψε δεσμό. Το 1826 τον έστειλαν στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια για να σπουδάσει νομικά. Ο πλούσιος πατριός του, με τον οποίο πάντα είχε μια τρικιμιώδη σχέση, του έδωσε 100 δολάρια για να καλύψει τα χρονιαία του έξοδα, τα οποία ξεπερνούσαν τα 450 δολάρια. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο νεαρός ποιητής σύντομα βρέθηκε χρεωμένος κι άρχισε να παίζει χαρτιά για να καλύψει τις ζημιές του. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα γράμματα της Ελμίρα προς αυτόν υποκλέπτονταν κι από τους γονείς της κι από τους δικούς του, με αποτέλεσμα η κοπέλα που δεν πήρε τις απαντήσεις που περίμενε, ώστε να πειστεί ν’ αρραβωνιαστεί κάποιον άλλο. Μετά απ’ αυτό, ο Έντγκαρ το ‘ριξε στο ποτό. Οι αντιστάσεις του στο αλκοόλ ωστόσο ήταν αδύνατες και πολύ εύκολα γινόταν βίαιος και παρανοϊκός όταν έπινε πολύ.



     Μέχρι το τέλος του χρόνου, ο Άλλαν τον έβγαλε από το πανεπιστήμιο. Μετά από φοβερούς καυγάδες με τον πατριό του ο ποιητής εγκατέλειψε το σπίτι και κατευθύνθηκε προς τη Βοστώνη. Το 1827 εξέδωσε το πρώτο του βιβλιαράκι με τίτλο, Ο Ταμερλάνος & Άλλα Ποιήματα. Η φτώχεια, τον ίδιο χρόνο, τον οδηγεί στην απεγνωσμένη λύση της στράτευσης. Κατατάσσεται στα 18 του χρόνια σαν Έντγκαρ Α. Πέρι, αναφέροντας στην αίτησή του πως είναι 22 χρόνων. Το 1829, μετά το θάνατο της αγαπητής του μητριάς, κάνει αίτηση για εγγραφή στην στρατιωτική ακαδημία του West Point, έχοντας την υποστήριξη του πατριού του, αλλά και κάποιου αξιωματικού.
     Με το που βρέθηκε, όμως, στο West Point το 1830, βούλιαξε πάλι στα χρέη. Έμοιαζε επίσης να μη του ταιριάζει το κλίμα κει. Ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους φοιτητές, πιο μορφωμένος και σωματικά πιο αδύνατος. Ενώ βρισκόταν στην ακαδημία, μελέτησε τους ρομαντικούς ποιητές: ByronShelleyKeatsWordsworth και Coleridge κι άφησε να διαδοθεί η φήμη ότι ήταν εγγονός του Μπένετικτ ‘Αρνολντ. Έχοντας βαρεθεί το West Point ως τις αρχές του 1831, αποφάσισε να παραμελεί τα καθήκοντά του για να τον διώξουνε. Το Γενάρη πέρασε στρατοδικείο για διάφορα παραπτώματα. Μετά την απόλυσή του, κατέληξε να ζει στη Βαλτιμόρη με την αδελφή του πατέρα του Μαρία Κλεμ (θεία Μάτι) και τη κόρη της Βιργινία.
     Εκεί, άρχισε να γράφει πεζά κείμενα κι ήθελε να υποβάλει σε διάφορους διαγωνισμούς διηγημάτων. Την ίδια περίοδο, στα 1832, ανακάλυψε και το όπιο, ένα συνηθισμένο φάρμακο της εποχής, που ήτανε διεγερτικό κι είχε την ικανότητα να εξουδετερώνει πείνα και κρύο και να επεκτείνει την αίσθηση του χρόνου. Στη διάρκεια κείνου του καλοκαιριού είχε δεθεί ερωτικά με τη Μαίρη Ντέβερο, αλλά ο δεσμός αυτός δεν κράτησε πολύ, λόγω της τρομακτικής συμπεριφοράς που παρουσίαζε κάθε φορά, που βρισκόταν υπό την επιρροή αλκοόλ ή ναρκωτικών. Το 1833 κέρδισε ένα λογοτεχνικό βραβείο αξίας 50 δολαρίων από μιαν εφημερίδα της Βαλτιμόρης για την ιστορία του, “Μήνυμα Στο Μπουκάλι“. Αυτό του έφερε πρώτη σημαντική αναγνώριση και φήμη τους τοπικούς λογοτεχνικούς κύκλους.
     Ο Τζον Άλαν πέθανε το 1834, αλλά δεν άφησε κάτι αξίας από την περιουσία του στο θετό γιο που ποτέ δεν υιοθέτησε, που σύντομα πρόσθεσε και τη λήψη λάβδανου στις κακές του συνήθειες. Το 1835 επέστρεψε στο Ρίτζμοντ για να δουλέψει σαν συντάκτης στη Southern Literary Messenger. Τότε ήταν που παντρεύτηκε και τη 13χρονη ξαδέρφη του Βιργινία, πρώτα σε κρυφή τελετή και μετά σε δημόσια, που στο πιστοποιητικό της αναφερόταν ότι το κορίτσι ήταν 21 χρόνων. Μετά από διάφορες μετακομίσεις και δουλειές η μικρή οικογένεια των ΈντγκαρΒιργινίας και Μάτι, κατέληξε στη Φιλαδέλφεια, που ο ποιητής έπιασε δουλειά στο Burton’s Gentleman’s Magazine. Ήτανε στη διάρκεια κείνης της περιόδου που έγραψε μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες τρόμου κι υπερφυσικού. Τότε άρχισε να εκκολάπτεται μέσα του η ιδέα να ξεκινήσει κάποιο δικό του περιοδικό, το The Penn Magazine, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε, The Stylus.
      Στη διάρκεια ενός δείπνου, το Γενάρη του 1842, ενώ η Βιργινία έπαιζεν άρπα και τραγουδούσε, ξαφνικά κόπηκε η ανάσα της κι άρχισε να βήχει δυνατά. Βγήκε αίμα από το στόμα της, λερώνοντας το λευκό φόρεμα. Αυτό το γεγονός επιβεβαίωσε κείνο που φοβόταν από καιρό: ότι υπέφερε από τη μυστηριώδη ασθένεια της φυματίωσης που του ‘χεν ήδη στερήσει μητέρα και πατέρα. Η ανακάλυψη αυτή τον έριξε με πάθος στο ποτό. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1842 κι ενώ η θεία Μάτι κρατούσε το σπιτικό όπως μπορούσε, ακόμη και δεχόμενη ελεημοσύνη, η κατάσταση της Βιργινίας υποτροπίασε. Ο Πόε αναζήτησε τη νιόπαντρη Μαίρη Ντέβερο στη Νέα Υόρκη. Περίμενε έξω από τη πόρτα της μέχρι να γυρίσει σπίτι και με το που την είδε τη κατηγόρησε ότι δεν αγαπούσε τον άντρα της. Μετά από λίγες μέρες, τονε βρήκαν να περιπλανιέται στο δάσος, βρώμικος κι αναμαλλιασμένος.



      Λίγο καιρό μετά μπήκε σ’ εφαρμογή ένα σχέδιο για να βρεθεί υποστήριξη για το σχεδιαζόμενο περιοδικό του, μέσω πολιτικών επαφών. Οι προσπάθειές του στη Φιλαδέλφεια απέτυχαν, αλλά το 1943 τον προσκάλεσαν για να δώσει μια διάλεξη στην Ουάσιγκτον και να συναντηθεί με τον πρόεδρο στο Λευκό Οίκο. Αυτή ήταν η πιο σημαντική ευκαιρία που ‘χε ποτέ για να κάνει καλή εντύπωση και ν’ αποκτήσει χρήσιμους συμμάχους. Αλλά, λίγες μόλις μέρες μετά την άφιξή του, πείστηκε να πιει ποτό στη διάρκεια ενός δείπνου. Αυτό οδήγησε σ’ ακόμη περισσότερο ποτό. Τελικά, η διάλεξή του ακυρώθηκε κι όταν παρουσιάστηκε στο Λευκό Οίκο, ήταν μεθυσμένος και ρεζιλεύτηκε. Μ’ όλες τις ελπίδες για στήριξη στο περιοδικό του κατεστραμμένες, επέστρεψε στη Φιλαδέλφεια.
     Παρακολουθώντας τη Βιργινία ν’ αργοπεθαίνει αυξήθηκαν οι τάσεις του γι’ αυτοκαταστροφή. Στο ποίημά του “Το Σκουλήκι Κατακτητής” (The Conqueror Worm), που γράφτηκε στη διάρκεια αυτής της σκοτεινής περιόδου, προβάλει την εικόνα ενός καταστροφικού σκουληκιού ή κάμπιας και την αποσύνθεση της ανθρωπότητας. Αν κι απέκτησε αναγνώριση στους λογοτεχνικούς κύκλους, τίποτα δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τη φήμη που απόκτησε με το που έκδοσε το 1845 το ποίημα, “Το Κοράκι“. Το ποίημα αυτό έγινε μια εθνική ψύχωση μέσα σε λίγες βδομάδες κι ανατυπώθηκε σ’ εφημερίδες και περιοδικά σ’ ολάκερη τη χώρα, αλλά λόγω του ότι τότε δεν υπήρχε προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, όλες αυτές οι ανατυπώσεις δε του απέφεραν ούτε σεντ. Συνέχισε να ζει στην αιώνια φτώχεια του.
     Στο μεταξύ η κατάσταση της Βιργινίας συνέχισε να χειροτερεύει και το Γενάρη του 1847, στην ηλικία των 25 υπέκυψε στο μοιραίο. Το 1848, ο Έντγκαρ αρραβωνιάστηκε τη Σάρα-Έλεν Ουίτμαν, αλλά ο γάμος αναβλήθηκε 2 μέρες πριν τη τέλεσή του, καθώς ο Πόε, που ‘χεν υποσχεθεί να κόψει το ποτό, εντοπίστηκε να πίνει. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες επέστρεψε στο Ρίτζμοντ που συνάντησε τον έρωτα της πρώτης του νιότης την Ελμίρα, την οποία αρραβωνιάστηκε. Ο γάμος ορίστηκε για τις 17 Οκτώβρη 1849.
     Τον Σεπτέμβρη αναχώρησε για να συναντήσει κάποιους φίλους και συγγενείς και να φροντίσει κάποιες δουλειές, ταξιδεύοντας προς τη Νέα Υόρκη μέσω Βαλτιμόρης και Φιλαδέλφειας. Δεν τα κατάφερε να πάει πιο πέρα από τη Βαλτιμόρη. Έφτασε εκεί μεθυσμένος κι εξαφανίστηκε για 5 μέρες. Όταν, τελικά, τον βρήκανε βρισκότανε σε παραλήρημα. Τον οδήγησαν στο νοσοκομείο όπου κρατήθηκε με το ζόρι στη ζωή για λίγες ακόμη μέρες. Πέθανε τη Κυριακή 7 Οκτώβρη 1849, σ’ ηλικία 40 ετών μόλις. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κύριε βοήθα τη φτωχή μου ψυχή». Σαν ένα μυστηριώδες υστερόγραφο στη ζωή του. Κάποιος ανώνυμος επισκέπτης παίρνει τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του, στη Westminster Church της Βαλτιμόρης, στην επέτειο των γενεθλίων του συγγραφέα κάθε χρόνο, από το 1949.

                        Γραμμένο από το Λάκη Φουρουκλά

     Στις 9 Οκτώβρη 1849 ο σκοτεινός λογοτέχνης και ποιητής Πόε, πεθαίνει τρελλός και μόνος στους δρόμους της Βαλτιμόρης με μυστηριώδη τρόπο, που θυμίζει ιστορία θρίλλερ. Φέρεται να είπε στην οικογένειά του τα εξής στερνά λόγια: “Μη φοβάστε για τον Έντυ“! Παρόλο που ‘ναι απ’ τους πιο αγαπημένους ποιητές & συγγραφείς παγκοσμίως, απ’ τους πρωτεργάτες της σκοτεινής λογοτεχνίας ελάχιστοι γνωρίζουνε τις πραγματικά σκοτεινές πτυχές της ζωής του. Σε μερικά σημεία ρίχνει φως ο βιογράφος Πωλ Κόλλινς, παρουσιάζοντάς τα στην εφημερίδα Huffington Post, έτσι ως τα ‘γραψε στο βιβλίο του, Edgar Allan Poe: The Fever Called Living. Ας τα δούμε παρέα:
     Χρησιμοποίησε μιαν εντυπωσιακή σειρά από ψευδώνυμα με 1ο, το αρκετά απρόθυμο, κολλεγιακό του Gaffy,. Πολλά απ’ τα λοιπά ήταν από ανάγκη, για να κρυφτεί απ’ τους πιστωτές κι απ’ το στρατό. Τα ‘χε χρησιμοποιήσει επίσης για να γράψει τραγούδια, για να συντάξει ένα περιοδικό με δικό του έργο (Littleton Barry) ή να καταδιώξει μια πιθανή αρραβωνιαστικιά.
     Είχε σκεφτεί να μετακομίσει στο Ιλινόις καθώς πέρασε χρόνια παραμένοντας προσκολλημένος σ’ ένα απ’ τα πιο δυνατά όνειρά του: ένα δικό του περιοδικό. Είχε μια παραλίγο συνεργασία το 1849, μ’ έναν επιχειρηματικό εταίρο, τον Εντουαρντ Πάτερσον. Ωστόσο αυτός του ζήτησε να μετακομίσει στο χωριό Οκουάκα του Ιλινόις και να γίνει υπεύθυνος του περιοδικού Oquawka Spectator.
     Είχε τον μεγάλο αδελφό που ήταν επίσης ποιητής -ο Γουίλιαμ Χένρι Λέοναρντ Πόε, ναύτης σκληρός και πότης- κι έφηβος τον έβλεπε που δημοσίευε κάποια πρώιμη ποίηση και πεζογραφία σε περιοδικό της Βαλτιμόρης. Ο αδελφός του πέθανε στη διάρκεια επιδημίας χολέρας, τη περίοδο που ζούσε με τον Εντγκαρ, το 1831.



     Αν και πολυγραφότατος συγγραφέας, δεν προλάβαινε ποτέ τις προθεσμίες του όταν δούλευε. Στη διάρκεια μιας ιδιαίτερα χαοτικής επιμέλειας του Broadway Journal, άφησε μιαν ολάκερη στήλη κενή στο τεύχος της 27ης Δεκέμβρη 1845. Δεν τη γέμισε μ’ άρθρα απ’ άλλο περιοδικό, ή διαφημίσεις. Την άφησε απλά κενή. Κι έτσι σε λίγες μέρες βρέθηκε ξανά χωρίς δουλειά.
     Μπορεί να είναι γνωστός σε μας σήμερα σαν μεγάλος λογοτέχνης, αλλά στη διάρκεια της ζωής του, ο ένας και μοναδικός εργοδότης που αξιόπιστα τον εκτιμούσε και τονε προωθούσε ήταν ο στρατός των ΗΠΑ. Η εγγραφή του στην ηλικία των 18, με ψευδώνυμο για ν’ αποφύγει τους πιστωτές, Εντγκαρ Α. Πέρι, σε 2 έτη τον έστειλε στη κορφή των υπαξιωματικών του συντάγματος Sgt. Major. Ευτυχώς για τους αναγνώστες, αποδείχθηκε πολύ άτακτος για να τελειώσει τα καθήκοντά του πυροβολικού ή την επακόλουθη καρριέρα της κατάρτισης αξιωματικού στο West Point. Έτσι μπορούμε να πούμε πως ο στρατός υπήρξε η πιο σταθερή απασχόλησή του.
     Αρκετές φορές του καρφωνόντουσαν τραγούδια στο μυαλό, μάλιστα η περίπτωσή του είναι μία από τις αρχαιότερες γνωστές περιγραφές του νευρολογικού φαινομένου του “σκώληκα“. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται στην ιστορία του: The Imp of the Perverse.
     Ποτέ δεν ήταν ντροπαλός στις φιλολογικές διαμάχες και μες απ’ το Broadway Journal το 1845, επιτέθηκε (άδικα) στον ποιητή Χένρυ Χάντσγουορθ Λονγκφέλοου, κατηγορώντας τον για λογοκλοπή. Ο αμήχανος ποιητής δεν απάντησε ποτέ στις κατηγορίες και σύμφωνα με τον εκδότη του Πόε, απάντησε οργισμένος αναγνώστης που συνέχισε ν’ ανταλλάσσει μύδρους μέσω του περιοδικού. Ωστόσο είναι πιθανό, ο αναγνώστης να ήταν ο ίδιος, γεμίζοντας τις στήλες του περιοδικού παίζοντας και τους 2 ρόλους.
=======================

                       ΡΗΤΑ

 * Θες ν’ αγαπηθείς; Τότε μην αφήσεις τη καρδιά σου να παρεκκλίνει απ’ το μονοπάτι της. Παράμεινε αυτός που ‘σαι τώρα.

 * Παρατηρήθηκε πως όλοι οι τρελοί ήτανε φιλόσοφοι και πως όλοι οι φιλόσοφοι ήτανε τρελοί.

 * Τα γκρίζα μαλλιά είναι τ’ αρχεία του παρελθόντος.

 * Η ευτυχία δε βρίσκεται στη γνώση, αλλά στην απόκτησή της.

 * Κείνος που νείρεται ξυπνός έχει συναίσθηση χιλιάδων πραγμάτων που διαφεύγουν σε κείνους που νείρονται κοιμισμένοι.

 * Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουνε και λέξεις που καίνε.

 * Τα πάθη πρέπει να ‘ναι σεβαστά.

———————————–

  Τα Πνεύματα Των Νεκρών

Μονάχη η ψυχή σου θα βρεθεί εκεί,
της γκρίζας πλάκας μισοσκότεινες οι σκέψεις
όχι η μια, μα όλο το σμάρι θ’ απλωθεί
μες σε μιαν ώρα μυστική.

Σ’ αυτή τη σιγαλιά να είσαι σιωπηλή,
γιατί αυτό δεν είναι μοναξιά για κει,
είν’ οι ψυχές νεκρών που στάθηκαν
στη ζωή πριν από σένανε και πάλι
με θάνατο τριγύρω σου, να θένε
να σε σκεπάσουν: Μείνε ακίνητη.

Γιατί η νυχτιά -που ωστόσο καθαρίζει-,
θα κρύψει τ’ άστρα να μη δούνε κάτω,
απ’ τα ψηλά θρονιά τους στον Παράδεισο,
Ελπίδας φως για να προσφέρουν στους θνητούς.

Αλλά οι ερυθρές δέσμες τους δίχως λάμψη,
στην ανιαρή σου εμφάνιση θα δείχνουν
σαν ένα κάψιμο, σαν ένας πυρετός,
που όμως θα σε κόλλαγε για πάντα εκεί.

Τώρα είναι σκέψεις που δεν πρέπει ν’ αποδιώξεις,
τώρα είν’ οράματα που δεν πρέπει να φύγουν,
που απ’ το πνεύμα σου πια θα περάσουν
και όχι πια σαν τη δροσιά απ’ τό γρασίδι.

Το αεράκι -του Θεού ανάσα- είν’ ακόμα
και η ομίχλη πάνω στο λοφάκι,
σκιώδης, σκιώδης δίχως όμως διακοπή,
είν’ ένα σύμβολο κι ένα στοιχείον,
που κρέμεται στα δέντρα πάνω,
ένα μυστήριο των μυστηρίων.

              Ένα… Ραβασάκι

     Αυτό το ποίημα έχει μιαν ιστορία. Ο Πόε έγραφε σε εφημερίδες κείνη την εποχή κι έβαζε και κριτικές. Το 1845 έδωσε μια Διάλεξη κι εκθείασε μια ποιήτρια της εποχής εκείνης. Αυτή γοητεύτηκε, του έστειλε μιαν ευχαριστήρια απάντηση με λιγάκι φλερτ, αυτός απάντησε κλπ κλπ και ξεκίνησε ένα πλατωνικό ειδύλλιο επιστολών. Σημειωτέον, εκείνη τη χρονιά η ποιήτρια ήτανε σε διάσταση με το σύζυγό της -όχι διαζύγιο- κι η γυναίκα του Πόε, δεν ήταν ακόμα τόσον άσχημα, αλλά όχι και στη καλλίτερή της φάση, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
     Μη τα πολυλογώ, ο Πόε έγραψε καλές κριτικές για κείνη, στην εφημερίδα του, αντάλλασσαν ερωτικές περίπου επιστολές, αλλά τελικά το πράγμα ατόνησε ως εξαφανίσεως παρόλο που δημοσίευσε μερικά ερωτικά της ποιήματα και μερικά δικά του του -όπως το παρακάτω- με ψευδώνυμο όμως αυτός. Ατόνησε παρόλο που η Βιρτζίνια σε μια τεράστια κίνηση, κάλεσε τη ποιήτρια σπίτι τους γιατί ήξερε πως θα πεθάνει κάποια στιγμή κι ήθελε να εξασφαλίσει μια καλή συνέχεια στον αγαπημένο της Έντγκαρ. Το παρόν ποίημα λοιπόν είναι όπως λέει ένα ραβασάκι (A Valentine) μόνο που πρέπει να της είναι πλέον λιγάκι θυμωμένος, γιατί ενώ τη παινεύει οπτικά, ισχυρίζεται πως ήταν όλα ψέμματα. Τέλος, το ποίημα αυτό έχει και μια Ποεϊκή παραξενιά κι εγώ εκμεταλλευόμενος αυτό, δεν σας φανερώνω το όνομα της ποιήτριας, γιατί το γράφει το ποίημα αλλά θα πρέπει να το ανακαλύψετε μέσα στους στίχους -πράμα απίθανο/ Στους αγγλικούς εννοώ γιατί στους ελληνικούς μη μου ζητάτε τέτοια πράματα, είδα κι έπαθα να το στήσω έτσι όπως είναι. Ωστόσο στη φωτό έχω το ποίημα κι έχω σημειώσει με κόκκινο μολύβι πάνω στα συγκεκριμένα γράμματα, ώστε αθρόίζοντάς τα από πάνω προς τα κάτω, να βρείτε το όνομά της.

Για τα μάτια της γράφω ετούτη τη ρίμα:
εκφραστικά, φωτεινά, σαν εκείνα της Λήδας.
Αν το ψάξει θα βρει στις στροφές της σελίδας
το γλυκό όνομά της, -ψεύτικο σε κάθε ρήμα.

Μες στους στίχους, απ’ όλους, είν’ αυτό τυλιγμένο.
Δες καλά στις γραμμές -κρύβουν θείο θησαυρό-
δεν το βλέπει αναγνώστης, -μενταγιόν- φυλαχτό.
Στη καρδιά εκείνο πρέπει για να φορεθεί κρυμμένο.

Πρόσεξε καλά το μέτρο -λέξεις- μέτρα συλλαβές!
Το μικρούλι μη σου φύγει το στοιχείο, χάνεις όλη τη σειρά!
Κι όμως δεν είν’ Γόρδιος με ξίφος να χαλά
Απλά πρέπει να καταλάβεις μόνο τις γραμμές.

Γραμμένα, έτσι όπως είν’ τα μάτια, στο χαρτί
σπινθηροβολάνε λάμποντας, ψυχή.
Τρεις λέξεις εύγλωττες ως ακουστήκαν από ποιητή
από επίσης ποιητές -καθώς και τ’ όνομά του, τι.

Τα γράμματά του ψεύτικα ήτανε φυσικά,
σαν του Πίντο Μέντες Φερδινάνδο, του Ιππότη,
έχουνε την επίφαση αλήθειας μοναχά.
Σταμάτησε να προσπαθείς,
το γρίφο δε θα βρεις παρ’ ότι
κάνεις ό,τι καλλίτερο μπορείς…

    Το Κολοσσιαίο

Ερείπιο της Αρχαίας Ρώμης!
Πλούσια λειψανοθήκη Υψηλού στοχασμού,
π’ αφήνεται στο Χρόνο,
με θαμμένους αιώνες,
ισχύος και μεγαλοπρέπειας!

Πολύ μετά, ημερών προσκύνημα
κοπιαστικό κι ατέλειωτη μια δίψα,
-για τις πηγές της παράδοσης
που ψάχνεις μέσα σου-,
γονατίζω ταπεινά κι αλλαγμένος πλέον,
ανάμεσα στις σκιές σου
κι έτσι πιες από μέσα μου…
Η ίδια η ψυχή μου, το μεγαλείο σου,

η κατήφεια κι η δόξα σου!
Απεραντοσύνη! κι Eποχή!
κι οι Μνήμες απ’ το Eld!
Σιωπή! και Ερημιά!
και Νύχτα σκοτεινή!

Σε νιώθω τώρα
-στη Ρώμη1 σου, σε νιώθω -,
ω! τα ξόρκια, σίγουρα πια
από τον άλλοτ’ Ιουδαίο βασιλιά,
διδάσκεσαι στους κήπους της Γεθσημανή!

Ω! και γητειές πιο δυνατές,
από την αλωμένη πια Χαλδαία2,
που πέταξε ποτέ,
κάτω από ήσυχα άστρα!

Εδώ που έπεσ’ ήρωας,
στήνεται μία στήλη!
Εδώ, που ο θριαμβευτής αετός,
έλαμψε με χρυσάφι,
μια μεταμεσονύκτια αγρύπνια
κρατάει το βαρύ της ρόπαλο!
εδώ οι κυρίες της Ρώμης,
λάμπουνε στα χρυσά μαλλιά τους!

Σείστε στον άνεμο τώρα, σείστε
το καλάμι και τ’ αγκάθι!
εδώ, που στο χρυσό του θρόνο
κάθισε ο μονάρχης,
γλιστρώντας, σαν το φάντασμα,
ως το μαρμάρινό του σπίτι,
που φωτισμένο από τ’ αδύναμο φως
του κερασφόρου φεγγαριού,
σα γρήγορη και σιωπηλή,
γλιστρά, σαύρα της πέτρας!

Mα στάσου! αυτοί οι τοίχοι
-αυτές οι στοές με τον κισσό-
αυτοί οι πλίνθοι του κτισίματος,
αυτοί οι θλιβεροί και μαυρισμένοι άξονες,
αυτά τα ασχημάτιστα ερείπια,
αυτή η θρυμματισμένη ζωφόρος,
αυτά τα σπασμένα γείσα,
αυτό το ναυάγιο, αυτό το ερείπιο,

Αυτές οι πέτρες είναι όλοι,
-αλίμονο! αυτές οι γκρίζες πέτρες-
είν’ όλοι αυτοί οι ξακουστοί,
τεράστιοι που χαθήκαν
μέσα στη διάβρωση του Χρόνου,
για τη Μοίρα τους κι εμένα;

Όχι όλα” -μου απαντά η Ηχώ -“όχι όλα!
Προφητικοί και δυνατοί ήχοι,
προκύπτουνε για πάντα,
από εμάς κι από όλη τη καταστροφή,
στους σοφούς, ως μελωδία,
από τον Μέμνονα στον Ήλιο3.

Κυβερνάμε τις καρδιές
των ισχυρότερων ανθρώπων
-κυβερνάμε δεσποτικά περιδινίζοντας
όλα τα γιγάντια μυαλά.

Δεν είμαστε ανίκανοι,
χλωμιάζουμε τις πέτρες.
Δεν έχει χαθεί όλη μας η Ρώμη1
-ούτε όλη μας η φήμη.

Δεν είναι όλη η μαγεία
της μεγάλης μας φήμης.
Δεν είναι όλο το θαύμα
που μας περικυκλώνει.

Δεν είναι όλα τα μυστήρια
που βρίσκονται μέσα μας.
Ούτ’ όλες οι μνήμες που κρέμονται
κολλώντας πάνω μας σα ρούχο:

Να μας ντυθεί μια τέτοια ρόμπα,
κάτι πιο πάνω κι από δόξα“.

 1 = Στο πρωτότυπο αναφέρεται με τη λέξη “ισχύ, δύναμη κλπ” θεώρησα σκόπιμο να βάλω, με προσωπική μου ευθύνη, τη λέξη “Ρώμη” που υπονοεί το ίδιο και παράλληλα προτείνει την ίδια τη πόλη… και παρακάτω το ίδιο πάλι…

 2 = Αναφέρεται στους Χαλδαίους, ένα λαό της αρχαίας Βαβυλωνίας που έδινε μεγάλη πίστη στην αστρολογία, τη μαντεία με βάση τη θεωρία ότι ανθρώπινα κι αστρονομικά γεγονότα συνδέονται.

 3 = Στη κλασσική μυθολογία, ο Μέμνων είναι γιος της Ηούς, -της Αυγής. Η αναφορά είναι σ’ ένα αρχαίο άγαλμα του Μέμνονα στη Θήβα, που λέγεται ότι παράγει έναν μουσικό ήχο όταν χτυπιέται από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου το ξημέρωμα (το «φιλί» της Ηούς).

         Στη Μητέρα Μου

Επειδή νιώθω πως στους Ουρανούς επάνω
οι Άγγελοι τί ψιθυρίζουν μεταξύ τους,
δεν βρίσκω μες στους φλογισμένους λόγους τους,
τίποτα πιο λατρευτικό απ’ το “Μητέρα”.

Έτσι στο αγαπημένο όνομα σε φώναξα καιρό,
συ που ‘σουνα για μένα πιότερο μητέρα
και γέμισες μ’ αγάπη όλη τη καρδιά μου,
όταν σε πήρε ο Χάρος, πνεύμα της Βιργινίας μου,
ελευθερώνοντάς σε. Αυτή που έφυγε νωρίς,
ήτανε μόνον η μητέρα μου. αλλά εσύ, μητέρα
ήσουνα σ’ ό,τι αγαπούσα τόσον ακριβά.

Κι έτσι είσαι πιο αγαπητή απ’ τη μητέρα που ‘ξερα
Απ’ τ’ άπειρο που η γυναίκα μου ήτανε
πιο αγαπητή για τη ψυχή, απ’ τη ψυχή-ζωή της.

  Στον Ένα Στον Παράδεισο

Εσύ είσαι όλ’ αυτά για μένα, αγάπη,
αυτά που ‘κανε πεύκο, η ψυχή μου.
Νησάκι πράσινο στη θάλασσα, αγάπη,
με συντριβάνι και μιαν εκκλησιά.
Όλα στεφανωμένα με νεραϊδανθούς
και φρούτα κι είν’ όλα δικά μου.

Ήτανε όνειρο λαμπρό πολύ, να διαρκεί:
Η έναστρη Ελπίδα! Μα αντ’ αυτή
μας βρήκε άλλη, σκοτεινή.
Από το Μέλλον κλαίει ήδη μια φωνή:
“Επ ωπ!” είναι το Παρελθόν, που μας καλεί,
(όρμος αχνός). Το πνεύμα μου βουβά
κι ακίνητα στα ψέμματα φτεροκοπά.

Μα δυστυχώς, αλίμονο σε μένα,
το φως της Ζωής, μου τέλειωσε!
Όχι πια, όχι άλλο, όχι άλλο πια!
(Μια τέτοια γλώσσα είναι που κρατά
επίσημα τη θάλασσα, στην ακροθαλασσιά).
Το κεραυνόδεντρο θ’ ανθίσει,
ή ο χτυπημένος αητός σε πτήση!

Κι όλες οι μέρες μου εκστατικές
κι όλες οι νύχτες μου ονειρικές,
κει που κοιτά το γκρίζο μάτι σου,
κει που το βήμα σου αστράφτει:
Σε τί αιθέριους χορούς,
σε ποια αιώνια ρεύματα!

    Για Την Άννυ

Ευχαριστώ τον Ουρανό!
Κρίση και κίνδυνος είναι πια παρελθόν
Η νόσος μου η παρατεταμένη
τελείωσε και ο πυρετός
λέγεται πλέον “ζωντανός”
και η πορεία του πετυχημένη.

Δυστυχώς πλέον τώρα λογαριάζω
και λυπημένος απ’ τη δύναμή μου,
μηδέ κινώντας ούτε μυ μου
κάθε που ψέμματα αραδιάζω,
αλλά δεν έχει σημασία, τελικά.
Επιτέλους είμαι τώρα πια καλά..

Τώρα που ξεκουράζομαι ήρεμα,
βλέπω απ’ το κρεββάτι μου
σαν ένας παρατηρητής,
να μοιάζω πλέον με νεκρό
και λέω και ν’ αρχίσω,
σαν να με σκέφτομαι νεκρό.

Η γκρίνια και το βογκητό
οι στεναγμοί, το δάκρυ,
συχάσαν τώρα πια τελείως.
Μ’ αυτό το φριχτό χτύπημα
-αχ, στη καρδιά ήταν φριχτό-
και καρδιοχτύπι τρομερό.

Η αρρώστια, η ναυτία
κι ο άθλιος ο πόνος,
πάψανε με τον πυρετό μου.
Μου τρέλλαινε τη σκέψη
αυτός o “ζωντανός” ο πυρετός,
έκαψε το μυαλό μου.

Κι απ’ όλα μου τα βάσανα,
αυτό ήταν χειρότερο
κι έχει υποχωρήσει -τρομερό
το βάσανο της δίψας
για το ποτάμι ναφθαλίνης
του πάθους του καταραμένου-,
εγώ έπινα νερό πολύ
που σβήνει αυτή τη δίψα.

Ένα νερό που ρέει
με ήχο νανουριστικό
από πηγή σε λίγα μέτρα
κάτω απ΄ την επιφάνεια της γης,
σε μια σπηλιά, όχι μακρυά,
και κάτω απ’ το έδαφος.

Κι αχ! μη τ’ αφήσετε ποτέ,
είπε, να είν’ ανόητο τόσο,
γιατί το δώμα θλιβερό
και το κρεββάτι μου στενό,
γι’ αυτόν που δεν κοιμήθηκε
ποτέ σε διαφορετικό
και πρέπει, για να κοιμηθείς,
πάντα τον ύπνο να καλείς
σε τούτο το κρεββάτι.

Το πνεύμα μου ξεγελασμένο
και ήρεμα αναπαυμένο,
ξεχνώντας ή ποτέ να μη λυπάται
τα ρόδα του -τις ταραχές του-
τριαντάφυλλα και τις μυρτιές του.

Και τώρα εν’ όσο ήσυχα,
ψέμματα θα φαντάζεται,
μια πιο γερή οσμή
για τούτα με πανσέδες,
μια μυρωδιά δενδρολιβάνου
-με τον πανσέ, συνδυασμό-
μ’ απήγανο κι υπέροχους
πουριτανούς πανσέδες.

Κι έτσι βρίσκεται ευτυχώς
να κολυμπάει σε πολλά,
σε όνειρο αληθινό
-κι η ομορφιά της Άννυ-
μες στο λουτρό πνιγμένος,
στις Άννυ τις κοτσίδες.

Γλυκά-γλυκά με φίλησε,
με χάιδεψε με αγάπη,
κι ύστερα έγειρα απαλά
να κοιμηθώ στο κόρφο της.
Βαθιά αποκοιμήθηκα
στους παραδείσους των μαστών της.

Όταν εσβήστηκε το φως,
με τύλιξε ζεστά
και προσευχήθηκε σ’ αγγέλους,
να με κρατήσει ασφαλή.
Ζήτησε απ’ των αγγέλων τη βασίλισσα
να με φυλάξει από κακό.

Και κείτομαι τόσο ήρεμα
τώρα στο κρεββάτι μου,
(ξέροντας την αγάπη της),
να με φαντάζεται νεκρό
κι αναπαύομαι ευτυχής,
τώρα στο κρεββάτι μου
(με την αγάπη της στο στήθος).
Να με φαντάζεται νεκρό
και να ριγά κοιτώντας με,
στη σκέψη της, νεκρός.

Μα η καρδιά πιο φωτεινή
μου είν’ απ’ όλα τ’ άλλα.
Στον ουρανό τ’ αστέρια
λάμπουνε με την Άννυ-
Λάμπουν μ’ όλο το φως της,
της Άννυ την αγάπη –
στη σκέψη του φωτός της,
στης Άννυ μου τα μάτια.

          Σε Όνειρο 

Σε όνειρο, μια νύχτα σκοτεινή
στον ύπνο μ’ είδα, νά ‘φευγε η χαρά
και ξύπνησα στο φως και στη ζωή,
με τσακισμένη τούτη τη καρδιά.

Αχ! Δεν είν’ όνειρο ημέρας τούτο ‘δω
γι’ αυτόν, οπού ορμάει του η ματιά,
σε μιαν αχτίδα από το παρελθόν,
κάθε που επιστρέφει στα παλιά.

Το όνειρο το ιερό, – αυτό το ιερό-
που σκάλωσε στη πρώτη παιδωμή
ενθουσιασμένο, με μία λάμψη π’ οδηγεί
το πνεύμα τούτο, το μοναχικό.

Τί κι αν το φως αυτό σκοτάδι ρίχνει
και θύελλα και τρέμουλο αφήνει;
Τί άλλο θα ‘ταν απ’ αυτό, πιο φωτεινό,
απ’ τ’ Άστρο της Αλήθειας το Πρωινό;

Ύμνος Στον Αρμόδιο Και Τον Αριστογείτονα

Θα κρύψω το σπαθί μου σε μυρτιά να μένει,
καθώς γενναίοι αθλητές αφοσιωμένοι
όταν βυθίσαν σε τυράννους το ατσάλι
και στην Αθήνα λευτεριά δώσανε πάλι.

Οι αθάνατες ψυχές σας, ήρωες λατρευτοί,
γυρίζουν ευτυχείς σε νήσους ευλογίας,
οπού αρχαίοι ισχυροί χαίρουνε κατοικίας:
Διομήδης, Αχιλλέας και λοιποί, έχουν αναπαυτεί.

Λεπίδα μου, σ’ ολόφρεσκη μυρτιά θα τυλιχτείς
όπως ο Αρμόδιος ο καλός και ευγενής
σαν έστησε στου ιερού ναού σχολή,
με τυραννίας τ’ άλικο αίμα, μια σπονδή.

Ναι! Βγάλατε την Αθήνα απ’ τη ντροπή!
Ναι! Εκδικητές σε λάθη λευτεριάς!
Η φήμη σας θ’ ακολουθεί σε κάθε γενεάς,
τη ταγισμένη με τ’ αχού σας την ωδή!

              Σερενάτα

Έτσι ώρα γλυκειά μ’ ήρεμο τον καιρό,
νιώθω πως είναι έγκλημα φριχτό,
όταν κοιμάτ’ η Φύση, τ’ αστέρια σιωπηλά,
να σπάσω έστω με φλάουτο, αυτή τη σιγαλιά.

Σ’ ανάπαυση λαμπρή τα χρώματα τ’ ωκεανού,
απλώνοντας των Ηλυσίων μιαν εικόνα:
Εφτά Πλειάδες διέτρεχαν το θόλο τ’ ουρανού,
φτιάχναν μ’ αντανάκλαση άλλες εφτά ακόμα:

Ο Ενδυμίων να πετά ψηλά στον ουρανό,
στη θάλασσα σε δεύτερην αγάπη ρίχνει βλέμμα.
Μες στις κοιλάδες καφετί και αμυδρώς
και στου φασματικού βουνού το στέμμα,
αργοπεθαίνει πια το κουρασμένο φως,
η γη και τ’ άστρα, πόντος κι ουρανός,
μοσχοβολάν στον ύπνο τους, όπως εγώ
μοσχοβολώ από σένανε, μοσχοβολάς κι εσύ,
ω! Αντελάιν, αγάπη μου εσύ μοναδκή.

Μα πλάγιασες και γουργουρίζεις απαλή,
του εραστή σου η φωνή απόψε θα πετάξει
που ξάγρυπνά, και τη ψυχή σου θα ταράξει,
με λόγια, ‘κει στις παρυφές τ’ ονείρου σα μια μουσική.

Κι έτσι, ενώ κανείς ήχος απλός, είτε τραχύς,
όσον αχνοκοιμάσαι, δεν θα οχλήσει,
ψηλάθε ο Θεός, τις σκέψεις, τις ψυχές μας
και κάθε πράξη μας μ’ αγάπη θε να ντύσει.

      Σοννέττο Στην Επιστήμη

Ω Επιστήμη! κόρη αληθινή εκείνων του Παλιού Καιρού,
π’ όλα, τα πάντα αλλοιώνει στη ματιά.
Γιατί του ποιητή τρως πάντα τη καρδιά;
Όρνιο, σε βαρετές αλήθειες πώς ανοίγεις τα φτερά;

Πώς θα σ’ αγαπά, πώς θαν’ αυτό κάτι σοφό;
Ποιός δεν θα τονε παρατήσει, για να βρει
τους θησαυρούς και τα στολίδια τ’ Ουρανού,
έστω κι αν πλάι πέταξε μ’ ακράτητο φτερό;

Δεν έσυρες την Άρτεμη έξω από το άρμα της,
κι έβγαλες την Αμαδρυάδα από το δάσο,
για να γυρέψετε μαζί πιο χαρωπό αστέρι;

Δεν έβγαλες και τη Ναϊάδα απ’ τη πλημμύρα της,
και την Ελίνφ από το πράσινο γρασίδι,
κι εμέ, απ’ όναρ θερινό, κάτω απ’ τη φοινικιά;

                Israfel

…Kι ο άγγελος Ισραφέλ, του οποίου οι χορδές της καρδιάς του είναι λαγούτο και που έχει τη γλυκειά φωνή όλων των πλασμάτων του Θεού!
 – Κοράνι

Εκεί ψηλά στον Ουρανό οικεί
άγγελος με λαγούτο τη καρδιά
και λέει ο θρύλος πως κανείς
δεν ημπορεί στη μελωδιά να παραβγεί
τον Ισραφέλ. Και τ’ άστρα ακόμα
παύουν τον ύμνο και βουβά
ακούν τη μαγική του τη φωνή.

Τρεμίζοντας επάνω η σελήνη,
ολόγιομη κι ερωτευμένη, ντροπαλή,
ερυθριά, τον ύμνο σαν ακούει
του ερυθρού λαμπρού αγγέλου
(μαζί με τις εφτά γοργές Πλειάδες)
που παύει στη Παράδεισο.

Και λένε τάχα (ο χορός των αστεριών
και όποιος άλλος τον ακούει)
πως του Ισράφελ ‘νάφτουνε φωτιές,
απ’ το λαγούτο που κρατά
σαν παίζει και σαν τραγουδά,
απ’ τη ζωή που θάλλει χαρωπά
σ’ αυτές τις ασυνήθιστες χορδές.

Και όπου στα ουράνια ύμνησε
κει που ‘ναι χρέος ιερό οι στοχασμοί,
κει που ο Έρωτας πυργώνεται Θεός
κι όπου λαμποκοπάνε τα Ουρί,
τα έντυσε μ’ όλην αυτή την ομορφιά,
που μεις θαυμάζουμε σαν άστρου αναλαμπή!

Κι έτσι σωστά περιφρονείς
τα αδειανά τραγούδια,
Ισράφελ βάρδε μας σοφέ,
δάφνες ανήκουνε σ’ εσέ,
πάντα να ζεις, να ‘σαι καλά
επί πολύ και πάντα ευτυχής.

Πάνω κι από εκστάσεις φλογερές
πα’ στα δικά σου μέτρα περαστές,
-το μίσος, θλίψη, αγάπη και χαρά-
με του λαγούτου σου τη μαγικήν ισχύ
κάνεις και τ’ άστρα ν’ απομείνουν σιωπηλά.

Ναι ο Παράδεισος σ’ ανήκει, μα εδώ
είναι ο κόσμος μας γλυκύς μα και πικρός,
τα λούλουδα μας είναι λούλουδα απλώς,
ακόμα κι η δικη σου συννεφιά σαφώς,
λιακάδα και χαρά Θεού είναι για μας.

Αν μπόραγα εγώ να κατοικώ,
εκεί που ο άγγελος διαμένει
κι εκείνος κατοικούσε εδώ,
δεν θα μπορούσε πια να παραβγαίνει
το πάθος από το λαγούτο το θνητό,
που στα Ουράνια με οργή θα στέλνει.

                Ολολυγμή*

Ήταν σταχτιοί και χαλαροί οι ουρανοί.
Τα φύλλα κιτρινίσανε τριγύρω μαραμένα,
τα φύλλα κριτσανίζανε στο χώμα ξεραμένα.
Ήταν τ’ Οκτώβρη μια νυχτιά μοναχική,
μία χρονιά μου απ’ αυτές τις ξεχασμένες:
Ήτανε δύσκολη, στου Γουίρ* τη περιοχή,
στου Ώμπερ* την ομίχλη με τη λίμνη τη θολή,
-στη λάσπη του Ωμπέρ- στου Γουίρ τη περιοχή
στις σκοτεινές δασιές τις στοιχειωμένες.

Κάποτε ‘δω με τη ψυχή μου σεργιανούσα
σ’ ένα δρομάκι ατέλειωτο, γιομάτο κυπαρίσσια.
με τη Ψυχή, ω! ψυχή μου, βάδιζα ίσια.
Τότε που κόχλαζε ηφαίστειο στη καρδιά μου,
καθώς λεροί. οι μολυσμένοι ποταμοί κυλάνε,
καθώς οι λάβες ρέουν κι ασταμάτητα κυλάνε,
κάτω στο Γιαάνεκ*, τα θειώδη ρεύματά τους,
στις Πέρα κι Ύστερες του Βόρειου Πόλου χώρες,
-βρυχώμενες στου Γιαάνεκ τις υπώρειες,
στου Πόλου πέρα τα βασίλεια και τις χώρες.

Ητανε ήρεμη κουβέντα χαλαρή και σοβαρή,
αλλά η σκέψη και των δυο τρεμούλιαζε ξερή,
-οι μνήμες μας ήτανε δόλιες και ξερές-
γιατί γνωρίζαμε πως ήτανε Οκτώβρη, η νυχτιά,
δε συγκρατήσαμε ποια ήταν η νυχτιά,
(αχ νύχτα! μια απ’ όλες, κείνη τη χρονιά)
δεν είδαμε τη λίμνη του Ωμπέρ τη σκοτεινή,
(κι ας τη περάσαμε τόσες πολλές φορές)
ξεχάσαμε τις όχθες του Ωμπέρ τις λασπωμένες
και τις δασιές του Γουίρ τις στοιχειωμένες.

Κι έτσι καθώς η νύχτα ξεψυχούσε
κι ο Πολικός τη χαραυγή μας προμηνούσε
κι όλα τ’ αστέρια τ΄ουρανού δείχναν αυγή,
στο τέλος του μονοπατιού μία υγρή,
θολή ομίχλη ολούθ’ ανάβρυσε λαμπρή,
κι ανάμεσό της, φάνηκ’ Ημισέληνος
-μια στολισμένη μ’ ένα διπλοκέρατο-
Αστάρτης το διακριτικό, η Ημισέληνος
με διακριτό σημάδι: διπλοκέρατο**.

Κι είπα: “Είν’ απ’ τη Ντιάνα πιο θερμή
περνά μες απ’ τους μύριους στεναγμούς,
γλεντά με φως όλους τους αναστεναγμούς,
πως δε στεγνώνουνε τα δάκρυα, έχει δει,
στα μάγουλα που το σκουλήκι πάντα ζει,
απ’ τον αστερισμό του Λιόντα έχ’ ερθεί,
για να μας δείξει το δρομί του ουρανού,
-της Λήθης τη γαλήνη, του ουρανού-
κι ήρθε, παρά το Λιόντα, να φωτίσει
με τη ματιά της τη λαμπρή, τη ζήση,
κι ήρθε απ’ του Λιόντα τη φωλιά
μ’ αγάπη στη λαμπρή της τη ματιά“.

Αλλ’ η Ψυχή, μ’ έδειξε με το δάχτυλό της,
κι είπε: “Δυστυχώς με τη σελήνη δυσπιστώ,
-είν’ η παράξενη χλωμάδα της που προξενεί αυτό:
Αχ, βιάσου!- Ας μη μείνουμ’ άλλο ‘δώ!
Αχ, πέτα!- Ας πετάξουμε! -έτσι είναι το πρεπό“.
Με τρόμο τα ‘πε κι άφησε στη σκόνη
να πέσουνε, να κυλιστούνε τα φτερά της,
με αγωνία και λυγμό άφησε το φτερό της,
τη θλίψη της να τη χαράξει μες στη σκόνη.

Κι απάντησα: “Δεν είναι παρά όνειρο αυτό:
Ας τυλιχτούμε το τρεμάμενο αυτό φως!
Ας το λουστούμε το κρυστάλλινο αυτό φως!
Η λάμψη του σιβυλλικά ακτινοβολεί,
Κάλλος κι Ελπίδα απόψε -δες πως διαλαλεί!
Πως τρεμοσβύνει τούτη τη νυχτιά στον ουρανό!
Αχ ναι πρέπει να την εμπιστευθούμε ασφαλώς
και να ‘σαι σίγουρη πως θα μας πάει σωστά,
πρέπει να εμπιστευθούμε αυτή τη λάμψη ασφαλώς,
μπορεί να μας καθοδηγήσει με ασφάλεια, σωστά,
καθώς θα τρεμοσβύνει τη νυχτιά στον ουρανό“.

Έτσι γαλήνεψ’ η Ψυχή και τηνε φίλησα
και τη δελέασα να βγει απ’ τη σκοτεινιά
-παρέκαμψα και δισταγμούς και σκοτεινιά-
και βγήκαμε μαζί στο τέρμα του μονοπατιού,
μα σταματήσαμε μπροστά από ‘να μνήμα,
-στη πλάκα από ένα θρυλικό μακάβριο μνήμα,
κι είπα: “Τί γράφει εκεί γλυκειά μου αδελφή“;
Ολολυγμή! Αλίμονο! Εδώ είναι το μνήμα
της χαμένης σου!” απάντησ’ η αδελφή Ψυχή…

Τότε η καρδιά μου νέκρωσε, στο γκρι ξεθύμανε,
όπως τα φύλλα τα ξερά, γύρω κιτρινισμένα
καθώς τα φύλλα ξεραθήκανε τριγύρω μαραμένα
και τότε ολόλυξα: “Σίγουρα Οκτώβρης ήτανε,
την ίδια νύχτα ακριβώς, εκείνη τη χρονιά,
που ξαναπέρασα από ‘δω -σαν καληώρα
που έσυρα το θλιβερό φορτίο -καληώρα
αυτήν απ’ όλες τις νυχτιές μες στη χρονιά,
ποιός δαίμων με δελέασε και μ’ έφερε ‘δω τώρα;
Αναγνωρίζω πια τη λίμνη του Ωμπέρ τη λασπωμένη
και του Γουίρ τη περιοχή υγρή, σκοτεινιασμένη!
Ξέρω καλά τη λίμνη του Ωμπέρ τη θολωμένη
και του Γουίρ τη σκότεινη δασιά τη στοιχειωμένη“!

 * Πριν ξεκινήσω αυτή τη μετάφραση, κι επειδή με παραξένευε ο συμβολισμός αλλά κι ο τίτλος, έκανα μια μικρή έρευνα, μπας και πίσω από τις… ύποπτες λέξεις, Ulalume, Weir, Auber & Mount Yaanek, κρύβεται κάτι, κάποιος μύθος, κάτι από την ιστορία του Πόε κλπ. Τελικά εκείνο που κατάφερα να διαπιστώσω είναι πως Γουίερ είναι υδατοφράγμα, το Ώμπερ είναι μια σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη, μάλλον σημαίνει βαθύ μωβ χρώμα, -κι αυτό με μερικές ρυθμίσεις, δλδ, αν το παραπέμψουμε στα γαλλικά με τη λέξη, Ωμπερζίν, ενώ το όρος Γιάανεκ είναι κάτι υπαρκτό, από τα πιο ενεργά ηφαίστεια με ύψος 3.323 μέτρα. Ο κυριώτερος όμως προβληματισμός που αφορά στο Ουλαλούμ, μ’ άφησε τελείως αναποφάσιστο. Πιθανότατα σημαίνει ολολυγμός, θρήνος, μα αν σημαίνει κάτι τέτοιο, πως στεναχωρεί η απώλειά του, ή μάλλον πως ονομάζεις έτσι την αγαπημένη σου; -το ανάποδο και κανονικό είναι Ευλαλία ή Ευτυχία ή Χαρά κλπ. Σκέφτηκα λοιπόν να δώσω το όνομα αυτό στην αγαπημένη του που χάθηκε, με τον ελληνικό της τρόπο: Ολολυγμή -σκέφτηκα και το Θρηνωδία μα δε συνηχεί με το πραγματικό τίτλο. Άλλωστε, στη πραγματικότητα, με αυτήν τελικά συνέπλευσε ολάκερη η ζωή του ποιητή: Τη θρηνωδία!
     Αναλαμβάνω λοιπόν αυτή την ευθύνη!

 ** Εδώ σαφώς εννοεί κείνο το νιό φεγγάρι του προχωρημένου φθινοπώρου, όπου είναι μισοφέγγαρο κι οι ακρούλες του μοιάζουν όντως με κέρατα.

               Ρομάντσα

Ρομάντσα, π’ αγαπά να νεύει και να τραγουδά
με θολωμένο το μυαλό και διπλωμένα τα φτερά
ανάμεσα στα φύλλα που ο άνεμος κινεί
πέρα μακρυά σε μία λίμνη σκοτεινή,
σε μένα ήτανε χρωματιστό πουλί,
-παπαγαλάκι, απ’ τα πτηνά το πιο γνωστό-
που μ’ έμαθε την αλφαβήτα μου να πω,
χαράζοντας τη λέξη μου τη πρώτη
στο αγριόξυλο, ψευδόμενος, καθότι,
ήμουνα άμαθο παιδί με οφθαλμό θολό.

Τέλη στου αιώνιου Κόνδορα τους χρόνους,
οι, που κινούνε τ’ Ουρανού τους θρόνους
καθώς με χλαλοή βροντάνε μεταξύ τους,
δε θα χασομερήσω πια για να γνοιαστώ,
και να χαζεύω έναν ανήσυχο ουρανό.

Κι όταν με ήρεμα φτερά κάποια στιγμή,
πετάξουν πέρ’ απ’ την ανήσυχή μου τη ψυχή,
αυτή τη τόση δα στιγμή, ένα στιχάκι,
μια ρίμα με τη λύρα, τολμηρή
και θα ‘ναι κρίμα αν η καρδιά ψυχρή,
δεν πάλλεται μαζί με τις χορδές, λιγάκι.

                 H Koιμωμένη

Κάποια μεσάνυχτα του μήνα Αλωνάρη
στάθηκα κάτω από ‘να μυστικό φεγγάρι.
Απ’ το χρυσό χειλάκι της άχνιζεν απαλός
και δροσερός του οπίου ο καπνός
και στάλαζε απαλά, στάλα τη στάλα
στην ήσυχη ψηλή βουνοκορφή,
και νυσταγμένα σκαρπετάει με μουσική,
σε μια τεράστια συμπαντική κοιλάδα.

Σειέται το δενδρολίβανο στο μνήμα,
Λυγά το κρίνο το λευκό πάνω στο κύμα,
Ομίχλη τύλιξε γλυκά τα δυο της στήθη
όλεθρος που μεταγυρνά σ’ ανάπαυσή της,
Bλέπεις! η λίμνη, -ακριβώς όπως η Λήθη-
σε έναν ύπνο ξυπνητό έχει ξακρίσει
και τίποτα στο κόσμο δε θα τη ξυπνήσει.
Πεντάμορφη κοιμάται! Κι εγώ μαζί της!
όπου και κείται με τις μοίρες της, η Ειρήνη.

Ω λαμπερή κυρά, στη νύχτα είναι σωστό,
το παραθύρι αυτό να μείνει ανοιχτό;
Oι φαύλες αύρες, απ’ των δέντρων τις κορφές
περνούν το πλέγμα των κλαδιώνε γελαστές,
Oι άστατοι άνεμοι, του μάγου η κρυψώνα,
φτεροκοπάνε μέσα-έξω σου μες στον κοιτώνα
και σειεί της κλίνης σου το θόλο, στα γερά
φουσκώνοντας του τη κουρτίνα, ζοφερά,
Πάν’ απ’ το κροσσωτό καπάκι το κλεισμένο
που κείται τ’ άυλο σώμα σου κρυμμένο,
εκεί πάνω απ’ το πάτωμα κι από τον τοίχο κάτω
σαν τα φαντάσματα, σκιές πλανιούνται πάνω-κάτω!

Ω γλυκειά κυρά μου, τάχα δε φοβάσαι;
Γιατί, και τί τάχα εδώ να συλλογάσαι;
Σίγουρα θα ‘ρθες από πόντους μακρινούς
Θαύμα σ’ αυτά τα κυπαρίσσια, που δε βάν’ ο νους.
Παράξενο το ρούχο σου, παράξενα χλωμή!
Παράξενη η μακριά κοτσίδα σου, κι απ’ όλα πιο πολύ,
ετούτη η θανάσιμα πανίσχυρη σιωπή.

Η κυρά κοιμάται. Αχ! Μπορεί να κοιμηθεί
σε ύπνο, ατέλειωτο, ατάραχτο, βαθύ!
Οι Ουρανοί τηνε φυλάν σε κρύπτην ιερή!
Αυτή η σκέπη άλλαξε σε άλλη βλογημένη
κι η κλίνη της σε μελαγχολική!
Στο Θεό προσεύχομαι να είναι πλαγιασμένη
με σφαλιχτά τα δυο της μάτια, να μη δουν,
όταν τα ζοφερά, χλωμά φαντάσματα περνούν.

Η αγάπη μου κοιμάται. Είθε να κοιμηθεί
σ’ αυτό τον ύπνο τον αιώνιο και βαθύ!
Θα πάρουν το κορμί της σκουλήκια ευγενικά!
Πέρα μακρυά, στο δάσο, χωμάτινη, παλιά
για κείνην να γενεί μια υψηλή φωλιά,
μια φωλιά που μαύρα φόρεσε συχνά
με φτερωτά φατνώματα, θριαμβικά πετά
πάνω απ’ τ’ άλλα μνήματα τα οικογενειακά.

Κάποιο κιβούρι, μοναχό και μακρινό
κόντρα στις πύλες ‘τές που ‘χει διαβεί
όντας παιδί, πολλή πλάκα λευκή
να κλειεί με αυτό τον κρότο σαν ηχώ
φρίκη να το σκεφτείς κι οριστικά
δε θ’ ακουστεί από σένανε ξανά,
και μη σκιαχτείς, φτωχό της αμαρτιάς παιδί!
είν’ οι λυγμοί που βγάνουν οι νεκροί.

       Νυφική Μπαλλάντα

Στο χέρι μου φορώ το δαχτυλίδι
και το στεφάνι μου ‘πεσε στο φρύδι.
Κοσμήματα, μεταξωτά μεγάλα,
τά ‘χω όλα υπό έλεγχον, τα μάλα.
Και τώρα είμαι ευτυχής!

Και ο αφέντης μου τρελλά με αγαπά,
μα σαν τον όρκο του μου ‘πε ψιθυριστά,
στο στήθος μου φουσκώσανε λυγμοί,
γιατί οι λέξεις του χτυπήσαν σαν ωδή
πένθιμη, με φωνή εκείνου που ‘πεσε
στη μάχη, κει στου κάμπου τη ρωγμή
και είναι τώρα ευτυχής!

Μα τότε ξαναορκίστηκε καθησυχαστικά
φιλώντας με στο μέτωπο το ωχρό
και τότε μου ‘ρθε όραμα, σε μνήμα
πως βρέθηκα, έξω απ την εκκλησιά.
Και αναστέναξα, σαν μπρος μου νά ‘χα,
στη σκέψη μου, τον Ντ’ Ελορμί νεκρό:
“Ω! τώρα είμαι ευτυχής”!

Κι έτσι, τούτες οι λέξεις π’ ακουστήκανε
κι αυτός ο όρκος ο δεσμευτικός,
-τι κι αν η πίστη μου κομμάτια τσάκισε
κι αν η καρδιά χίλια κομμάτια τσάκισε-
κι αυτό το δαχτυλίδι μου, είν’ απόδειξη
πως τώρα είμαι ευτυχής!

Κάνε θεέ μου από τούτο να ξυπνήσω
γιατί μονάχη μου δεν ημπορώ να βγω!
Κι ειν’ η ψυχή μου τώρα δυστυχής
σαν πίσω μου να σέρνεται κακό,
μπας κι ο νεκρός που άφησα ξοπίσω,
δεν είναι τώρα πλέον ευτυχής!

      Η Πόλη Μες Στη Θάλασσα

Ω Συμφορά! Πήγεν ο χάρος κι έστησε θρονί
σε μια πόλη παράξενη, χαμένη, κάτω ‘κει
στης Δύσης τα σκοτάδια, που αιώνια καθείς,
καλός, κακός, φριχτός κι αγνός, γαλήνη ἔχει βρει.
Και οι βωμοί, τ’ ανάκτορα, τα κάστρα, εκεί,
(άπαρτα κάστρα μ’ απ’ το χρόνο φαγωμένα!),
κάτι ανθρώπινο πια δεν μηνάν. Μόνο κάτι ωχρά,
πια κι απ’ τον άνεμο ολογύρω ξεχασμένα,
κάτω απ’ τον ουρανό λιμνάζουν βαλτωμένα,
της πιο βαθειάς μελαγχολίας τα νερά.

Δε φτάνουν πια ιερές αχτίδες απ’ τον ουρανό,
σ’ αυτής της πόλης πάνω την ατέλειωτη νυχτιά.
Mόνο μακάβριο φως, από τη θάλασσα κι αυτό
ξαστράφτει στους πυργίσκους σιωπηλό,
-στις κορυφές τους βέβηλα αντανακλά και πέρα-
σε τρούλους, σε πυργίσκους, σε φανούς,
στις στέγες, στις αψίδες, τα τυλίγει ζοφερά,
σαν τείχος βαβυλώνιο, τα ρημαγμένα, σκοτεινά,
παλιά ντουβάρια, με κισσούς και λούλουδα
στη πέτρα λαξεμένα, βωμούς και μνήματα πολλά
και τάφους, πλήθος τάφους θαυμαστούς,
με τα στεφάνια τους πλεγμένα τρυφερά,
με βάτο, με βιολέττες και κρινιά.

Κάτω απ’ τον ουρανό πλαγιάζουνε παθητικά
κι ατάραχα, τα μελαγχολικά της θλίψης τα νερά.
Και μπλέχοντας με τις σκιές οι θόλοι,
δείχνουν να τρεμουλιάζουν με τ’ αγέρι,
ενώ από το πιο ψηλό ναό στη πόλη,
τεράστιος ο Θάνατος, κάτω, τα πανθ’ ορά.

Εκεί τάφοι ξεσκέπαστοι, ταφόπλακες σπασμένες
κώχες που χάσκουνε στο φως του κύματος, λουσμένες.
Αλλα εκεί στα κοραλλένια μάτια απ’ τους νεκρούς
δεν έχει πλούτη ή στολίδια κι ούτε θησαυρούς,
μες στα στρωσίδια τους καλμάρουν τα νερά,
ποτέ του να μη κυματίζει τίποτε, αλιά!
Σε όλη αυτή τη γυάλινη και άγρια ερημιά,
κανένα κύμα τον παραμικρό τον άνεμο δε μαρτυρά.
Σε άλλες θάλασσες μακρυα και πιο ευτυχισμένες
η κάλμα αυτή θα σήμαινε πως είν’ γαληνεμένες.

Μα στάσου! κάτι αναδεύει τον αγέρα!
Το κύμα εκεί… κάτι κινείται εκεί πέρα!
Σα να παραμερίζουνε οι πύργοι ελαφρά
αργά βυθίζονται στα θεριεμένα τα νερά
κι οι κορυφές τους σα να σκίζουνε στα δυό
τον θαμποφωτισμένο κι ομιχλώδη ουρανό.
Πορφύρισαν τα κύματα κι οι ώρες ξεψυχάνε,
βουλιάζ’ η πόλη δίχως να βαρυγκομήσει,
όλο πιο κάτω οι πυργίσκοι βυθισμένοι
και να! μες από χίλιους θρόνους ανεβαίνει
η ίδια η Κόλαση για να την ευλογήσει…

Στην Ιάνθη Στον Παράδεισο

Ήτανε όλα τούτα, αχ! η αγάπη μου,
που κάμαν ένα δέντρο τη ψυχή μου,
νησάκι πράσινο στη θάλασσα, η αγάπη μου,
με το ιερό και μια πηγούλα, Ιάνθη,
κι άνθη τριγύρω εμυρώναν τη πηγή μου
κι ήταν ολόδικά μου όλα τ’ άνθη.

Μα τ’ όνειρο δεν ‘μπόρειε να διαρκέσει
και τ’ άστρο της Ελπίδας, το λαμπρό,
νέφη πυκνά το κρύψανε, να σβέσει.
Από το Μέλλον μια φωνή κραυγάζει:
“Εμπρός!” Αφού στο Παρελθόν
το πνεύμα μου -τί χάσμα σκοτεινόν!-
ευρίσκεται, λικνείται και πλαγιάζει
παράλυτο, εμβρόντητο, βουβό.

Aλί κι αλίμονο, για μένα δυστυχώς,
κάθε φιλοδοξία τώρα πια τελειώνει.
“Τίποτε άλλο, τίποτε, τίποτε τώρα πια”.
(Μ’ αυτά τα λόγια, του κυμάτου ο αφρός,
την άμμο της ακτής βαθιά πληγώνει).
Το δέντρο μου τάχα θα ξανανθίσει,
ή ζοφερός αητός θα το γκρεμίσει;

Κι οι νύχτες μου οι εκστατικές,
κι όλα τα όνειρά σου,
σα βράδυασε η ματιά σου,
κει που το βήμα σ’ έλαμψε, σα χτες,
σε τί αιθέριους ρυθμούς,
και ποιούς αιώνιους χορούς!

        Η Χώρα Των Ονείρων

Σε ρότα βάδιζα θαμπή, μοναχική,
π’ άρρωστοι αγγέλοι τη στοιχειώνουν μόνο,
π’ αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λένε, εκεί,
σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,
και στα εδάφη πρόσφατα έφτασα τούτα,
στης Θούλης, την απόλυτη θολούρα
με τον παράξενο καιρό, που κείται,
εκτός Τόπου και Χρόνου και λικνείται.

Βάλτοι απύθμενοι κι απέραντα λαγκάδια,
σπηλιές και βάραθρα και των Τιτάνων δάση,
με κορυφές oπού κανείς γήινος δε θα φτάσει
με την αχλύ που πιτσιλά παντού σκοτάδια,
υπεραιώνια βουνά, σε θάλασσες δίχως ακτές,
Θάλασσες άγριες, οπού μοχτούν κι αυτές
με βιά να απλώσουνε στους ουρανούς φωτιές,
λίμνες π’ απλώνουν άπνοα, τα έρημα νερά τους,
-έρημα και νεκρά- τα έρημα νερά τους,
-ψυχρά κι ασάλευτα- γιομάτα χιόνι
που γονατάει τ’ άνθη και τα λυώνει.

Περ’ απ’ τις λίμνες που απλώνουν τα νερά τους,
-έρημα και νεκρά- τα λυπημένα τα νερά τους,
-θλιμμένα και ψυχρά- γιομάτα χιόνι
που γονατάει τ’ άνθη και τα λυώνει,
περ’ από κείνα τα βουνά, στον ποταμό ανάντα
που μουρμουρίζει σιγαλά, που μουρμουρίζει πάντα,
περ’, απ’ τη γκρίζα τη δασιά, από τους βάλτους πέρα,
όπου βατράχοι κι ερπετά φωλιάζουν νύχτα-μέρα,
περ’ απ’ τις γούρνες τις φριχτές των ξωτικών λημέρια,
από κάθε ανίερη ρωγμή, κάθε πνιγμένη θλίψη,
εκεί ο διαβάτης άναυδος θα δει, θα συναντήσει,
σαβανωμένες Παρελθόντος Μνήμες και χαμπέρια,
μορφές σκελετωμένες π’ αρχινάν το θρήνο,
δίπλα περνώντας από το διαβάτη εκείνο,
λευκοντυμένοι σκελετοί φίλων, καιρό χαμένων
στ’ ανάμεσα Γης κι Ουρανού την αγωνία, ριγμένων.

Για τη φτωχή καρδιά τους, που τα δεινά πολλά,
ο ειρηνικός τόπος αυτός είναι παρηγοριά,
στο θολό πνεύμα τους που πορπατεί στη σκιά,
ω, ναι! Σαν του Ελντοράντο μοιάζει τα καλά!

Μα όποιος διαβάτης μπόρεσε να φτάσει ως εκεί,
δεν τόλμησε, δεν άντεξε τα μάτια να σηκώσει.
Τα μυστικά, ποτέ ο τόπος δεν θα ενδώσει,
σ’ αδύναμου άντρα τη ματιά να φανερώσει.

Έτσι το θέλει ο Βασιλιάς που καθορίζει
το ανασήκωμα των δυο κλειστών βλεφάρων.
Έτσι, η κάθε δύστυχη Ψυχή που προσεγγίζει,
σκιές θωρεί αχνές μέσω σκούρων κρυστάλλων.

Σε δρόμο βάδιζα θαμπό, μοναχικό,
π’ άρρωστοι άγγελοι τονε στοιχειώνουν μόνο,
π’ αυτό το Είδωλο, που ΝΥΧΤΑ λέμε, εδώ,
σε μαύρο, καθισμένο βασιλεύει, θρόνο,
και πρόσφατα πίσω στο σπίτι γύρισα,
από τη Θούλη, τη θολή του ύπνου Ρήγισσα.

      Άνναμπελ Λη

Περάσαν από τότε έτη πολλά,
που κάποια κόρη κατοικούσε
σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στο γιαλό,
Άνναμπελ Λη τη λέγαν μοναχά
και με μια σκέψη μόνο ζούσε
να μ’ αγαπά και να την αγαπώ.

Παιδάκια ακόμα ήμασταν μικρά
σ’ ένα σπιτάκι τόσο δα, μικρό,
ήταν ωστόσο, η αγάπη μας τρανή:
η Άνναμπελ Λη κι εγώ, μαζί.
Τα φτερωτά τα Σεραφείμ στον ουρανό
ζηλέψανε, κοιτώντας μας με μάτια φθονερά.

Γι’ αυτό λοιπόν, σαν πέρασε καιρός,
στο σπίτι μας πλάι στο γιαλό,
από τα νέφη έπεσε ο χάρος παγερός,
στην όμορφή μου Άνναμπελ Λη
και τηνε πήρε αφήνοντάς με μοναχό.

Σε τάφο μέσα πλάγιασε αυτή,
πλάι στο σπιτάκι στο γιαλό.
Τα Σεραφείμ δεν είχαν τη δική μας
ευτυχία, ως ήταν φυσικό, ζηλέψαν
-καθώς το ξέρουν όλοι, στο σπιτάκι,
πλάι στο γιαλό- μας τηνε κλέψαν.

Μαύρος αγέρας νύχτα στην αυλή μας,
απ’ τα νέφη έφτασε ψυχρός και φονικός
κι εχάθη ο όμορφός μου θησαυρός.
Κι ήταν η αγάπη μας ακόμα πιο πολλή
κι απ’ των σοφών και των μεγάλων, πιο τρανή
κι ούτ’ άγγελοι πάνω στον ουρανό,
ούτε δαιμόνοι του βυθού στον ωκεανό,
μπορούνε να χωρίσουν τη ψυχή μου,
απ’ της ωραίας, της Άνναμπελ Λη μου.

Γι’ αυτό, σαν το φεγγάρι βγαίνει
γλυκά ονείρατα πάντα θα μου κρατεί,
της όμορφης μου Άνναμπελ Λη
και πάντα όταν στράφτουνε τ’ αστέρια,
πάνω μου πέφτει η φωτεινή ματιά της
κι όλη τη νύχτα βρίσκομαι κοντά της.

Την όμορφή μου Άνναμπελ Λη,
σύντροφο, φίλη και αγάπη μου πιστή,
μέσα απ’ τον τάφο, δίπλα στην ακτή,
που του πελάου το κύμα αντιλαλεί.

      Eldorado

Ντυμένος, στολισμένος,
ευγενικός Ιππότης,
με σκια και με λιακάδα,
ταξίδευε καιρό
κι άδωντας πάντα, γύρευε
να βρει το Ελδοράδο.

Κύλησε χρόνος… Γέρασε
ο ατρόμητος Ιππότης
και πάνω στη καρδιά του,
σκιά μεγάλη φώλιασε,
καθώς δε βρήκε μέρος,
να μοιάζει στο Ελδοράδο.

Έχασε τις δυνάμεις του,
τη νιότη και το σφρίγος,
κι αντάμωσε μια σκιά
προσκυνητή, κι ερώτα:
“Σκιά” της λέει,
“ξες που ‘ν’ αυτό
το μέρος: Ελδοράνδο;”

“Πέρνα τα Όρη Του Φεγγαριού
και στη Κοιλάδα Των Σκιών,
γερά κάλπασε, τρέχα.”
Του πεν η σκιά, “κι από ‘κει
συνέχα, τρέχα, γύρευε
αν ψάχνεις το Ελδοράδο!”

             Σκουλήκι ο Κατακτητής

Ιδού πρεμιέρα: γεγονός τρανό στην ερημιά των ημερών!
Φθάνουν οι άγγελοι: περοῦκες, ρούχα επίσημα, χρυσάφια…
Ολούθε καταφτάνουνε να δουν’ το θάμα δακρυστοί,
μία παράσταση υψηλών φόβων μα και προσδοκιών,
κι η ορχήστρα λαχανιάζοντας παίζει τη μουσική βραχνή,-
πα στο σκοπό των ουρανίων σφαιρών.

Μίμοι που μουρμουράν -υπέρτατοι, μασκαρευτοί θεοί-
όλο γκρινιάζουν μ’ ακατάληπτες λέξεις και συλλαβές…
Ἀνδρείκελα που, σπαστικά πιστά σε κάποιες εντολές
πλασμάτων άσχημων, τεράστιων, τραβούν τα σκηνικά,
χτυπώντας τις αόρατες γιγάντιες φτερούγες τους
πότε από δω και πότε από κεί, τρομαχτικά.

Θα μείνει αξέχαστο, ασφαλώς, αυτό το μέγα δράμα:
το κλασσικό του Φάντασμα να φύγει, παίρνει δρόμο,
του πλήθους, π’ όλο πιο κοντά το φτάνει, -δεν το πιάνει,
κι ὅλο γυρνά στο ίδιο το σημεῖο, και βουλιάζουνε
όλα, στη Τρέλα μέσα, στην Αιδώ, και μες στον Τρόμο.

Μα, τί ‘ν’ αυτό; Μες στην ανία αυτής της παρωδίας,
κάτι σαλεύει κι ἔρχεται, κάτι θρηνεί και σπεύδει,
σα ματωμένο, μπαίνει στης σκηνής την ερημιά!
Πεινά, χτυπιέται, σπαρταρά,
κι οι μίμοι ουρλιάζουνε φρικτά
σαν τους κατασπαράζει.
Φρικιούν κι οι άγγελοι, σα δουν’ ράκη κομματιασμένα,
σάρκινα μέλη ανθρώπινά,
στα πορφυρά σαγόνια κρεμασμένα.

Πέφτει η Αυλαία. Κεραυνός που έπεσε εν αιθρία.
Σβήνουν τα φώτα: Σαν το σάβανο, τυλίγει το σκοτάδι
τα πλάσματα, που σπαρταράν ακόμα στο φινάλε τους,
κι οι αγγέλοι κάτωχροι και ξέπνοοι, όρθιοι λένε:
Ε ναι λοιπόν ιδού  ‘Ο Άνθρωπος’η γνήσια τραγωδία,
κι αυτό εδώ είναι στ’ αλήθεια Πρωταγωνιστής:
Σκουλήκι ο Κατακτητής”!

                  Καμπάνες
I
Άκου τα έλκηθρα με τις καμπάνες απ’ ασήμι,
μας διαλαλούν μες στη ψυχρή τούτη νυχτιά,
χαρμόσυνο ένα κόσμο -τίνκ’λ τίνκ’λ- τρυφερά.
Και τ’ άστρα, στου ουρανού το φόντο σκορπισμένα,
φεγγοβολάνε, λαμπυρίζουνε κι αυτά ευτυχισμένα,
και πάλλουν ακλουθώντας το ρυθμό ξοπίσω,
σ’ αυτό το ρουνικό* ρυθμό, κρατάν το ίσο,
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- πα’ στις καμπάνες απ’ ασήμι,
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- παίζουν και πάλλουν με χαρά
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- σφύζουν και λάμπουν τρυφερά.

II
Άκου τις όμορφες γαμήλιες καμπάνες τις χρυσές,
λαλούνε κόσμον ευτυχιάς γεμάτον αρμονία,
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- με μυρωμένες νυχτοανασιές.
-Τίνκ’λ, τίνκ’λ- που τραγουδάει τη χαρά του,
με τις νότες λυωμένες, σα χρυσές σταλαξιές,
κελαρύζει τραγούδι κι ολούθε σκορπά με μανία,
στη μικρή περιστέρα που ακούει και φλερτάρει,
και ποτάμι κυλά ο ρυθμός στο φεγγάρι,
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- πλημμυρίζει τα πάντα μπροστά του.
Αυτός ο ρυθμός μουσικής πως φουσκώνει
με συγχορδίες γλυκειές, ρυθμικές γιγαντώνει.
-Τίνκ’λ, τίνκ’λ- πως απλώνει και μένει!
Για το Μέλλον που φτάνει, μιλά, κι επιμένει
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- με καμπάνες χρυσές τρυφερά
-τίνκ’λ, τίνκ’λ- που σκορπάνε παντού τη χαρά!

III
Χτυπάν ακούστε, μπρούντζινες καμπάνες δυνατά!
Ποιάν ιστορία τρόμου μας λαλούνε ρυθμικά!
Ποιόν κίνδυνο στα τρομαγμένα μας αυτιά
βροντοφωνάζουν πανικόβλητες, μες στη νυχτιά!
Τρόμος που δεν ειπώνεται με λέξεις, μα κραυγάζει,
μόνον αυτό: εκλιπαρεί, -ντάν, ντάν- και πως ουρλιάζει
χωρίς ρυθμό -νταν, νταν νταν, νταν- βροντοφωνάζει,
και ικετεύουν να φανεί πιο σπλαγχνική η φωτιά.
τρελλή μια λιτανεία στη κωφεύουσα και λυσσαλέα πια,
φωτιά που κώρωσε κι αδιάφορα γλείφει και πιο ψηλά,
με μιαν ακόρεστη κι απεγνωσμένη πείνα χοχλακά,
σκληρά κι αποφασιστικά, να φτάσει, να σταθεί σιμά,
πλάι στο χλωμό φεγγάρι να φλογίσει! και -ντάν, ντάν-
Ποιάν, οι καμπάνες τρομερή ιστορία μας λαλούνε, ποιάν;-
Ποιάν της απόγνωσης -νταν, νταν- μας λένε ικεσία!
Νταν, νταν- και πως δονούνται και βαρούνε και χτυπάν;
Ποιά φρίκη διασκορπίζουν στον παλλόμενον αγέρα;
Και νιώθει το, γνωρίζει το, πολύ καλά τ’ αυτί,
από του πάλσιμού τους, τη κλαγγή με σημασία,
πως καταπλέει κίνδυνος γοργά μ’ ορθή παντιέρα.
Αλαφιάζουν οι καμπάνες στης νυχτιάς τ’ αυτί πνιχτά,
γοργά ο τρόμος γιγαντώνει με τη κάθε τους χτυπιά,
από το τρεμοπαίξιμο και κραδασμό -νταν, νταν-
οι μπρούντζινες καμπάνες με κλαγγή χτυπάν!

IV
Άκου! Καμπάνες από σίδερο μέσα στο πένθος, κλαίνε!
Οι θρήνοι σπάνε τη γαλήνη της νυχτιάς και τη σιωπή,
κραυγάζοντας τον τρόμο σε αυτό το ρεσιτάλ τους.
Κάθ’ ήχος μια αγχόνη από σκουριά, κλει’ στα λαιμά τους,
τον όποιο στεναγμό, κι αυτοί ‘κει πάνω, -πάντα αυτοί-
πού ‘ν’ στα καμπαναριά μονάχοι και κρατάνε το ρυθμό
-νταν, νταν, νταν, νταν- με κείνο το μονότονο ρυθμό,
νιώθουνε δόξα, να πετάνε πέτρα στων ανθρώπων τη καρδιά,
ούτ’ άνθρωποι, ούτε τέρατα, μα λάμιες χωρίς φύλο
κι ο Αφέντης τους, ο Δαίμονας, τους δέρνει μ’ ένα ξύλο
και -νταν, νταν, νταν, νταν, νταν, χτυπάνε κι όλο κλαίνε,
-νταν, νταν, νταν- παιάνα, αγκαθερό που κορυφώνει, λένε,
κι αυτός στο ρυθμό του, -νταν, ντάν- χορεύει, στριγγλά,
και κρατάει μαζί τους -νταν, ντάν- το ρυθμό σταθερά,
κρατά -νταν, νταν, νταν, νταν- τον αρχέγονό τους ρυθμό,
-νταν, ντάν, νταν, ντάν- κρατά το ίσο στον παιάνα τους αυτό.
Και χαρούμενα αναγγέλλει, μ’ ένα ξόρκι μαγικό
δίνοντας -νταν, νταν- σε κείνες τον απαίσιο ρυθμό
και -νταν, ντάν- ουρλιάζουν έτσι, οι καμπάνες με ρυθμό
και -νταν, ντάν- κραυγάζουν έτσι στο ρυθμό το ρουνικό*!

 * Ρούνοι, ρούνες, ρουνικό! Ρούνοι ονομάζεται το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης, το οποίον η μυθολογική παράδοση αποδίδει στους θεούς κι είναι αμφισβητήσιμης καταγωγής. Το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανικοί (και κατ’ επέκτασην οι Σκανδιναβικοί) λαοί, πριν αποκτήσουνε το δυτικό αλφάβητο, όπως οι Τεύτονες κι οι Βίκινγκς. Η λέξη ρούνος (rune), με βάση την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ru, σημαίνει ψίθυρος, μυστικό. Αυτό συνεπάγεται κι από τη πρωταρχική χρήση που είχαν: η παράδοσή τους ήτανε προφορική και μεταδιδόταν από το Σαμάνο ή το Δρυίδη στον μαθητευόμενο και μόνο. Έτσι η χρήση των ρουνικών συμβόλων ως μέσο απομνημόνευσης των εννοιών και των δοξολογιών παρέμενε σ’ ένα κλειστό ιερατικό κύκλο. Ακόμη, εικάζεται πως γράφονταν σε ξύλο, που, πέρα της φθαρτότητάς του σε σχέση με τη πέτρα και τον πάπυρο, καιγότανε στο τέλος της τελετής. Έτσι τα στοιχεία που ‘χουμε γι’ αυτούς είναι κατά πολύ νεώτερα της χρήσης τους (γύρω στο 200 μ.Χ), ενώ ασαφή αποσπάσματα έχουμε σε πέτρες της Νορβηγίας, που ανάγουνε τη χρήση τους περί το 1300 π.Χ.

            Το Στοιχειωμένο Παλάτι

Στη πιο χλωρεύφορη κοιλάδα μας, αγγέλων κατοικία,
παλάτι αγέρωχα όμορφο, λαμπρό, πύργωνε με καμάρι.
Στ’ απόλυτου Μονάρχη νου τη διάτα, ‘κεί στεκάμενο!
Ποτέ στο πριν, φτερούγα Σεραφείμ δε φτεροκόπησε,
πάνω από τέτοια θαυμαστή κι εξαίσιαν εμορφιά!

Λάβαρα κατακίτρινα, χρυσά, ένδοξα κυματίζανε,
κι επάλλοντο επάνω στις επάλξεις του,
-αυτά γινόντουσαν παλιά, στα βάθη του Καιρού-
κάθ’ άνεμος ευγενικός τα χάιδευε, μέρα γλυκειά,
εν άρωμα σκορπίζοντας γλυκό πάνω στις πολεμίστρες.

Και οι διαβάτες που περνούσαν απ’ της ευτυχιάς τη γη,
στα παραθύρια βλέπαν φως και μέσα να λικνούνται
πνεύματα, στο ρυθμό απ’ τις χορδές ενός λαούτου,
γύρω απ’ το θρόνο, που ο βασιλιάς πορφυρογέννητος
καθόταν κι απολάμβανε, μ’ όλο το μεγαλείο του,
άξιος ηγέτης στη καρδιά του ευγενικού λαού του.

Και λάμπαν όλες πάναγνο σεντέφι και ρουμπίνι,
του ωραίου παλατιού οι εξαίσιες Πύλες, όπου
βγαίναν και βγαίναν σα πανίσχυρες στρατειές,
λάμποντας οι αντίλαλοι, με μόνο τους καθήκον,
πάντα να προστατεύουνε με τις γλυκές τους τις φωνές,
ψάλλοντας, το πνεύμα και το νου του βασιλιά τους.

Μα όντα σατανικά ντυμένα θλίψη τη χτυπήσανε,
την υψηλή κυριαρχία του Μονάρχη -τώρα κλάψτε!
γιατί καλή αυγή δε πρόκειται να ξανάφέξει πια,
πάνω απ’ αυτή τη ζοφερή πλέον, την ερημιά!-
Κι η ιστορία γύρω απ’ το τρανό βασίλειό του,
που η δόξα ρόδιζε, άνθιζε, είναι λησμονημένη,
καλά μες στου Παλιού Καιρού το κοιμητήρι πια θαμμένη.

Και τώρα όσοι απ’ τη κοιλάδα τύχει να περάσουνε,
βλέπουν απ’ τα παράθυρα να βγαίνει φως σαν αίμα,
κάτι τεράστια κι άσχημα πλάσματα να λικνούνται
πάνω σ’ ένα παράταιρο κι απαίσιο σκοπό,
που απ’ τις Πύλες τις χλωμές, γύρω ξεχύνεται,
μαζί με πλήθος όντων που γελάν -μα δε χαμογελάνε.

                         Λενόρ

Τσάκισ’ η κούπα η χρυσή, το πνεύμα αχ φτερουγίζει!
Θρηνήστε σήμαντρα για την αθώα ψυχή καθώς
χάνεται μες στα ζοφερά ύδατα της Στυγός.
Και μοναχός ο Γκυ Ντε Βερ, για δεν δακρύζει;
Θρήνησε τώρα ή ποτέ πια! Άκαμπτη και θλιμμένη
σε χάρου κλίνη κείται η Λενόρ σου αγαπημένη.
Εμπρός! του θάνατου τραγούδι ας ακουστεί
και η νεκρώσιμη ακολουθία ας διαβαστεί,
ύμνος στο μεγαλείο της, που πέθανε τόσο μικρή!
που πέθανε δύο φορές: και τόσο νέα και νεκρή!

“Καθάρματα! Το λαμπρό της μεγαλείο π’ αγαπήσατε
μα τη θαυμάσια τη περηφάνεια της μισήσατε.
Κι όταν αρρώστησε βαριά, νεκρή τη μακαρίσατε!
Πώς πια νεκρώσιμη η λειτουργιά να διαβαστει;
Κι ο επιτάφιος ύμνος της πώς να τραγουδιστεί,
από το στόμα το κακό, τη γλώσσα σας τη μοχθηρή,
κι από το μάτι το κακό σας, Χάρου νάβγει ευχή;
Κι εκείνη αθώα -Θε μου- κείται τόσο νέα και νεκρή!”

“Τι θλιβερό! Τα παραλές! Αρκεί μια προσευχή,
να στείλει τη νεκρή κοντά στο Θεό ν’ αναπαυθεί.
Λενόρ κι ελπίδα, ήτανε νεκρές από καιρό,
πετάξανε μακρυά και σε αφήσαν μοναχό
να πνίγεσαι σε παιδικής αγάπης μάταια ‘παντοχή.
Και τώρα η αιθέρια ομορφιά της γέρνει ταπεινή,
με ολοζώντανα ξανθά μαλλιά
μα με σβησμένο βλέμμα,
με φλογερά και ζωντανά ολόξανθα μαλλιά
και θάνατο στο βλέμμα!”

“Μακρυά από ‘μέ! Απόψε η καρδιά μου ελαφριά
και δεν θ’ ασχοληθώ, μα ο άγγελος πετά ψηλά
μ’ ένα Παιάνα του παλιού καιρού! Καμπάνες μη θρηνείτε!
Μπας κι η γλυκειά ψυχή χαρά να βρει, καταφυγή,
καθώς τις νότες νιώσει, αφήνοντας τη Μαύρη Γη,
τους κάτω φίλους, για τους πάνω παρατήσει,
σε θρόνο χρυσό, τη Κόλαση τούτης της γης ν’ αφήσει
και θρήνους κι οδυρμούς, να πάει να καθίσει
σιμά στο Κύρη της Παράδεισος κι εκεί να κατοικήσει!”

                  Μονάχος

Δεν ήρθα από τη παιδωμή μου, όπως άλλοι.
Δεν έχω δει τα μύρια όσα, όπως άλλοι.
Τα πάθη μου δε τα φερε μια άνοιξη κοινή,
δεν θα μπορούσε…

Δε ρούφηξα τη θλίψη μου απ’ την ίδια πηγή.
Δεν θά ‘μποργα ποτέ μου να ξυπνήσω
με τη καρδιά μου ρυθμισμένη στη χαρά,
κι ό,τι αγαπήσα, το λάτρεψα μονάχος.

Τότε, στης παιδωμής μου την αυγή,
μια πιο τρικυμισμένη ζήση μου χαράχτηκε,
από τα βύθη του καλού και νοσηρού
μυστήριου, -π’ ακόμα με ορίζει-, αυστηρού.

Από το χείμαρρο, ή απ’ το σιντριβάνι,
από τον κοκκινόβραχο εκείνου του βουνού,
από τον ήλιο που με τύλιγε παντού
σ’ ένα φθινόπωρο μ’ απόχρωση χρυσού,

από την αστραπή στον ουρανό,
-καθώς που πέρασε τ’ ανάμεσό μου-,
από τη θύελλα κι από τον κεραυνό

και σχήμα δόθηκε στο σμάρι των νεφών,
(κι αν το λοιπό στερέωμα, ήτανε γαλανό)
ενός μεγάλου δαίμονα, στη θώρια μου.

      Η Ανήσυχη Κοιλάδα

Μας χαμογέλασε μια σιωπηλή κοιλάδα
όπου ανθρώποι πια δεν κατοικούσαν.
Είχανε πάει, βλέπεις, στους πολέμους,
μπιστεύοντας στα μπιρμπιλόματα άστρα,
νύχτα απ’ τους αιθέριους πύργους τους,
να προστατεύουνε τα λούλουδα,
π’ αναμεσό τους είν’ όλη τη μέρα,
μέχρι το σούρουπο τεμπέλικα να πέσει.

Τώρα ο διαβάτης να ηρεμήσει πρέπει
τη λυπημένη ανησυχία της κοιλάδας.
Που τίποτε ποτέ δεν μένει ακίνητο-
Τίποτε πια δε σώζει τους ανέμους
οπού γεννούν στη μοναξιά τη μαγική.
Τα δέντρα αυτά κανείς αγήρ δεν ανακάτεψε
μα πάλλονται σαν τις ψυχρές τις θάλασσες,
πέρα στις μακρινές ομίχλινες Εβρίδες!

Δίχως αγέρα αυτά τα νέφη οδηγούνται
θροΐζοντας μες στον ανήσυχο Ουρανό,
ανάκατα απ’ το πρωί ως το δείλι,
πάνω από τις βιολέτες, που πλαγιάζουνε
σε χίλιους-δυό σχηματισμούς ‘που ‘δει το μάτι,
σαν κυματίζουνε πάνω στους κρίνους
και κλαίνε πάνω σ’ ένα ξένο τάφο!

Σειούνται: -απ’ τις ευωδιαστές κορφές τους
πέφτουνε φλούδες μόσχου σε σταγόνες.
Θρηνούν: -από τους λεπτούς τους μίσχους
δάκρυα χιλιόχρονα σταλάζουν σε διαμάντια.

              Στην Ελένη

Είναι για μένα η ομορφιά σου, Ελένη,
σα της Νικαίας κειά τα μπάρκα τα παλιά,
και πλέει αργά και τρυφερά, μέσα χαμένη
ανά τους αιώνες, στο νερό το μυρωμένο,
προσκυνητή να μεταφέρει αποσταμένο,
στο χοχλασμό του κύματος γερμένο,
πίσω στη μητρική του ακρογιαλιά.

Σε πέλαγα απελπισιάς πολύ θα τριγυρίσω,
ως οι μπούκλες σου οι ξανθές, η όψη αρχετυπική,
και των Ναϊάδων οι άνεμοι, να με γυρίσουν πίσω,
στο Σθένος μου το Ρωμαϊκό, στη Λάμψη την Ελληνική!

Ιδού λοιπόν! Ανοίγει ένα παράθυρο όλο φώς
λαμπρό, κι εσύ σαν άγαλμα να στέκεις μπρος,
κρατώντας το αχάτινο λυχνάρι σου στο χέρι!
Ψυχή! Ω Ψυχή! Όποια Ιερή Γη κι αν σ’ έχει φέρει!

Στη Marie Louise (Shew) *

Όλοι όσοι χαίρονται πρωί τη παρουσία σου
όλοι όσοι έχουνε νυχτιά την απουσία σου
Το χνάρι απ’ τον ουρανό ψηλά που τους κοιτά
Ήλιος ιερός, κείνους που κλαιν’, τους ευλογά
Για ελπίδα, μίαν ώρα -μια ζωή-, κι απ’ όλα πάνω,
Για τη πίστη, τη βαθιά θαμμένη τους, ανάσταση ξανά
Σε Αλήθεια, σ’ Αρετή, στον Κόσμον όλο, κάνω,
Για όσους έχουν ξαπλωθεί σ’ απελπισιάς άξενη κλίνη,
Σαν έτοιμοι από καιρό, να δουν το φως να σβήνει,
Μιαν ικεσία “Γεννηθείτω Φως” απλά, ψιθυριστά.

Μ’ αυτό το λόγο που εκπληρώθηκε απαλά,
Στων Σεραφείμ τη λάμψη των ματιών τους,
-Απ’ όσους που χρωστάν τον εαυτό τους-
Η ευγνωμοσύνη τους πλησιάζει σε λατρεία,
-Θυμήσου, ο πιο αληθινός- ο πιο θερμά αφοσιωμένος,
Και σκέψου, αυτός ο λόγος ο απλός, είναι γραμμένος
Από αυτόν, που τους τυλά, με τόση μνεία,
Αυτός, οπού το πνεύμα του με άγγελο μιλά.

* Ενόσω η οικογένεια Poe ζούσε στο Fordham της Ν. Υόρκης, η κυρία Shew ξεκίνησε να περιθάλπει ως νοσοκόμα, τη σύζυγό του, Βιρτζίνια κι αργότερα και τον ίδιο, καθώς ήτανε στενός φίλος κι έμπιστος. Είχε παντρευτεί τον Joel Shew, αλλά πήρε διαζύγιο και παντρεύτηκε τον Rolad Stebbins Houghton το 1850.

                Στο Ποτάμι

Γλυκό ποτάμι! στη φωτερή κρυστάλλινη ροούλα,
είσ’ έμβλημα της λαμπερής της ομορφάδας,
-μια φωναχτή καρδιά. Της παιγνιδιάρικης μαγνάδας
τέχνη, μες στου γερο-Αλμπέρτο τη κορούλα.

Μα σαν το κύμα σου κοιτά η καρδιά μου,
τότε λυγά και τρέμει σα κλαράκι.
Γιατί λοιπόν το ομορφώτερο ρυάκι
σου, μοιάζει να τη προσκυνά βαθιά μου;

Γιατί η καρδιά μου όμοια με το ρέμα,
κρατάει την εικόνα της βαθιά μου.
Καρδιά που τρέμει σαν αχνός, αλλοιά μου,
σαν η ψυχή της με γυρεύει με το βλέμμα.

                  Η Λίμνη

Στων νιάτων μου την Άνοιξη ειχά την ευκαιρία
Στο μέγα κόσμο μας να βρω ‘να μέρος μαγικό
Κι αυτό π’ αγάπησα σαν ‘τι μοναδικό,
τη μοναξιά τη λατρευτή στην όχθη άγριας λίμνης,
να ‘μαι στο μαύρο βράχο της και γύρω μου τα πεύκα.

Μα σαν η Νύχτα έρριξε τα πέπλα της τα μαύρα,
εδώ που βρίσκομαι, μα και παντού στον κόσμο
κι ο άνεμος ψιθύριζε στ’ αυτιά τη μελωδιά του,
τ’ άγριο τραγούδι του με ξύπνα τρομαγμένο
αχ! της μοναχικής μου άγριας λίμνης η φοβέρα.

Κι όμως τρομακτικό δεν ήτανε παρά,
το τρέμουλο αυτό μια ηδονική χαρά.
Μια αίσθηση σα να ‘μουν σε χρυσωρυχείο,
μπορεί μου δείξει ή πληρώσει να ορίζω
-όχι Αγάπη- αν κι Αγάπη της χαρίζω.

Θάνατος ήτανε σ’ αυτό το κύμα από φαρμάκι
και μες στον κόλπο του ο τάφος ταιριαστός
γι’ αυτόν που εκεί παρηγοριά ζητά για να ‘χει
για τη μονάχη φαντασία, στ’ αλήθεια ποιός
μπορεί Εδέμ να κάνει της μοναχικής ψυχής του,
αυτή τη σκοτεινή και άγρια λίμνη!

            Νεραϊδοχώρα

Θολές πεδιάδες, γκρίζες, μουλιασμένες
δάση νεφελωμένα από τη πάχνη,
και που το σχήμα τους να δούμε δε μπορούμε,
γιατί θολώσανε σταγόνες τη ματιά μας
σα δάκρυα που στάζουνε παντού:

Τεράστια κέρινα φεγγάρια νωτισμένα
και πάλι -και ξανά- κάθε στιγμή της νύχτας,
ατέλειωτα αλλάζουν θέσεις κι έξω
κρατάνε μακρυά το φως των άστρων
με των ωχρών τους των προσώπων τη χνοή.

Σημαίνει δώδεκα στο ρολογάκι της σελήνης.
Μια απ’ τις πιο θολές, φαιά μεμβράνη
(αυτή που πιο σωστά κατά τη διαλογή,
να ‘ναι η πιο θολή απ’ όλες τους, εφάνη)
μπαίνει στο κάτω-κάτω και πιο κάτω,
με κέντρο της στο στέμμα της κορφής
ενός βουνού κι η περιφέρειά της
πέφτει σαν απαλή κουρτίνα πάνω
στα χωριoυδάκια, στα δρομάκια, όπως λάχει,
απ’ το παράξενο δάσος επάνω
-κι από της θάλασσας τον πόντο-
πάνω κι απ’ τις ψυχές, κι ευθύς επάνω,
σε κάθε μισοκοιμισμένο πράγμα,
και τα καλύπτει ερμητικά και απαλά
σε ένα δαίδαλο φωτός και τότε
πόσο βάθος! -Ω, Θέ μου πόσο βάθος,
κρατά στον ύπνο τους το πάθος.

Εγείρονται καθώς χαράζει το πρωί,
κι η φεγγαρένια φορεσιά τους
τινάσσεται και σκάζει στα ουράνια,
ψεκάζοντας σταγόνες της παντούθε,
-όπως σχεδόν στο κάθετί
ή σ’ ένα κίτρινο αλμπατρός.

Δεν έχουνε πια τη σελήνη
σαν ίδιο σκέπασμα όπως πριν,
σαν μια σκηνή, σαν μια τέντα,
που ‘ν’ άχρηστη και περιττή.

Οι στάλες, όμως διασκορπώνται
γοργά με ψεκασμό, απ’ όπου,
σαν πεταλούδες από τη Γη μας,
ζητούνε τον Παράδεισο τους,
(ποτέ τους ευχαριστημένες),
κι έτσι τον ξαναβρίσκουν πάλι.
φέρνοντας πάλι ένα κομμάτι, κάτω,
πα’ στα παλλόμενα φτερά τους.

            Όνειρο Μέσα Σ’ Όνειρο

Πάρε τούτο το φίλημα πα’ στα γραμμένα φρύδια
και καθώς φεύγω άσε με λιγάκι να σου πω.
Δε λάθεψες πως κύλησεν ολ’ η ζωή μου ίδια
σαν όνειρο χωρίς ιδιαίτερο σκοπό!

Ακόμα κι αν η Ελπίδα πέταξε μακριά μου,
στ’ όραμα ή στο τίποτε, στη νύχτα ή στη μέρα,
τούτο λες να ‘ν’ η πιο τρανή απώλειά μου;
Όνειρο μέσα σ’ όνειρο… κι απ’ όσα ζούμε πέρα…

Κρατώ μέσα στη χούφτα μου κόκκους ξανθούς της άμμου,
καταμεσίς σε άγριους θαλασσόδαρτους γιαλούς.
Τι λιγοστοί! Πως ξεγλιστρούν μες απ’ τα δάχτυλά μου;
Κι εγώ ξεσπώ σ’ ατέλειωτους… ατέλειωτους λυγμούς.

Κύμα ανελέητο με χτυπά, με θόρυβο μεγάλο.
Κι -ω Θε μου- δε μπορώ μητ’ ένανε να σώσω;
Αχ! όλα όσα ζήσαμε, να ήτανε ωστόσο,
όνειρο μέσα σ’ όνειρο, το ένα μέσα στ’ άλλο;
                                                                         Ιούλιος 2005
Μτφρ: μέχρις εδώ Πάτροκλος

————————————————————-

    Το Κοράκι

Δώδεκα έδειχνεν η ώρα,
μεσονύχτι όπως και τώρα
κι ήμουν βυθισμένος ώρα
σε βιβλία αλλοτινά,
όταν μες από ‘να θάμπος
ύπνου να μου ‘φανη σάμπως,
έξω από τη πόρτα κάποιος
να χτυπούσε σιγανά.
Επισκέπτης“, είπα, “θα ‘ναι
    και χτυπάει σιγανά,
                         τούτο θα ‘ναι μοναχά
“.

Α! θυμάμαι ‘πεφτε χιόνι
και του κρυού Δεκέμβρη τόνοι
σκούζαν μες στο παραγώνι
και στοιχειώναν τη φωτιά.
Η νυχτιά με στεναχώρα
κι άδικα έψαχνα τόση ώρα
να ‘βρω τη γλυκειά Λενώρα
μες στ’ αρχαία μου χαρτιά.
Τη Λενώρα που αγγέλοι
      της κρατούνε συντροφιά
                               και δικιά μας ποτέ πιά.

Κάθε θρόισμα στο μετάξι
της κουρτίνας είχ’ αλλάξει
κι έρχονταν να με ταράξει
άγριος φόβος που τρυπά
κι έλεγα, να πάρω θάρρος
και να διώξω αυτό το βάρος:
Επισκέπτης, δίχως άλλο,
θα ‘ναι τούτος που χτυπά.
Κάποιος νυχτοπαρωρίτης,
      που για να ‘μπει μου χτυπά,
                                    τούτο θα ‘ναι μοναχά
“.

Ξάφνου άντρειωσ’ η ψυχή μου
και παρά τη ταραχή μου:
-“Κύριε“, φώναξα, “ή κυρία
συχωρέστε μ’ έστω αργά.
Στα χαρτιά ήμουν σκυμμένος
κι ίσως μισοκοιμισμένος,
δε σας άκουσα ωρισμένως
να χτυπάτε έτσι αργά
“.
Με τα λόγια τούτα ‘νοίγω
       τα πορτόφυλλα γοργά.
                                     Έξω νύχτα μοναχά.

Το σκοτάδι αυτό τρυπώντας
έμεινα κειδά απορώντας,
κάθε τόσο ανασκιρτώντας
μέσα σ’ όνειρα αλγεινά.
Κράτησε σιγή για ώρα
κι άξαφνα απ’ τα βάθη τώρα,
μια φωνή να λέει: “Λενώρα
σα ν’ ακούστηκε βραχνά.
Εγώ φώναξα: Λενώρα!
         και τη φέρνει ηχώ ξανά.
                             Έτσι θα ‘ναι μοναχά
“.

Μπήκα στο δωμάτιο πάλι
μ’ άνω-κάτω το κεφάλι,
μα μες απ’ αυτή τη ζάλη,
δυνατήν ακουώ χτυπιά.
Α! Στο παραθύρι θα ‘ναι“,
λέω ευθύς, “και με ζητάνε.
Ας ιδώ τώρα ποιός να ‘ναι,
φτάνει το μυστήριο πια.
Η καρδιά μου δεν αντέχει,
          φτάνει το μυστήριο πια.
                            θα ‘ν’ αγέρας μοναχά
“.

Τότε τα παντζούρια ανοίγω,
όμως μια κραυγή μου πνίγω,
καθώς βλέπω ‘να κοράκι
μες στο δώμα να περνά.
Η ευγένεια δε το νοιάζει
κι ούτε που με λογαριάζει,
μα γαντζώνει στο περβάζι
της εσώπορτας, στερνά.
Και γαντζώνει και κουρνιάζει
              στη μαρμάρινη Αθηνά
                                   και κοιτάζει μοναχά.

Πώς ανάπνευσα στ’ αλήθεια!
και γελώντας απ’ τα στήθεια,
λέω από παλιά συνήθεια,
στ’ όρνιο με τη κρυά ματιά:
-“Κι αν σου κόψαν το λοφίο
κι αν σ’ αφήκαν έτσι αστείο,
μαυροπούλι, άλλως θείο,
που πλανιέσαι στη νυχτιά,
ποιό ‘ν’ τάχα τ’ όνομά σου
                μες στην άραχνη νυχτιά
“;
                                Και μου λέει: -“Ποτέ πια“!

Τρόμαξα στ’ αλήθεια μου όντας
μου δευτέρωσε μιλώντας.
Δίχως άλλο“, είπα σκιρτώντας,
τούτο ξέρει μοναχά.
Κάποιος πρώην κύριός του,
θα ‘κλαψε πολύ. Ο καημός του
ίσως να ‘γινε δικός του
και για τούτο αγκομαχά.
Του απόμεινε στη σκέψη
                 κι είναι σα να ξεψυχά,
                        λέγοντάς μου
: Ποτέ πιά”!

Και τη θλίψη μου ξεχνώντας,
έστρεψα σ’ αυτό γελώντας,
τη καρέκλα μου τραβώντας
στο κοράκι αντικρυνά.
Μα στο κάθισμά μου πάνω,
χίλιες τόσες σκέψεις κάνω
και στο νου μου τώρα βάνω,
για ποιό λόγο αληθινά,
σα μιαν επωδό μακάβρια,
          να μου λέει όλο ξανά,
                               το κοράκι; -“Ποτέ πια“!

Γρίφος θα ‘ν’ ή αίνιγμά του
κι ίσως μήνυμα θανάτου
και κοιτώντας τη ματιά του,
που τρυπούσε τη καρδιά,
γέρνω ωραία το κεφάλι,
στο δικό της προσκεφάλι,
όπου αντιφεγγούσε πάλι
σα και τότε μια βραδιά,
με το βιολετί βελούδο,
         σα και τότε μια βραδιά
                          και που δε θα αγγίξει πια!

Ξάφνου να ‘νιωσα μου ‘φάνη
γύρω μου άκρατο λιβάνι
και πλημμύρα να μου φτάνει
νέφι η θεία του καπνιά.
-“‘Αθλιε!” φώναξα, “στοχάσου,
που Θεός στέλνει κοντά σου
άγγελους να σου σταλάσσου’
νηπενθές για λησμονιά.
Πιές το, ω! πιές το, τη Λενώρα,
           να ξεχάσεις μ’ απονιά
“.
                              Και μου λέει: -“Ποτέ πια“!

-“Α! Προφήτη“, κράζω, “ωιμένα!
κι αν του Δαίμονα ‘σαι γέννα
κι αν ο Πειρασμός σε μένα,
σ’ έστειλ’ απ’ τη γης βαθιά.
Κι αν σε τόπο ρημαγμένο
σ’ έχει ρίξει απελπισμένο,
σ’ ένα σπίτι στοιχειωμένο,
με σκιές και με ξωθιά,
θα ‘βρω στη Γαλαάδ, ω! πέσμου,
              θα ‘βρω κει παρηγοριά
“;
                                   Και μου λέει: -“Ποτέ πια“!

-“Α! Προφήτη, ανήλιαγο όρνιο
κι αν πουλί ‘σαι κι αν τελώνιο,
απ’ το σκότος σου το αιώνιο
κι απ’ τη κρύα σου νεφιά,
πέσμου, στης Εδέμ τα δάση,
θα ‘βρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει,
μια παρθένα που ‘χει αγιάσει
κι έχει αγγέλους συντροφιά;
Μιαν ολόλαμπρη παρθένα,
          που ‘χει αγγέλους συντροφιά
“;
                                  Και μου λέει: -“Ποτέ πια“!

-“Φύγε στ’ άγρια σου τα μέρη,
όρνιο ή φάντασμα! Ποιός ξέρει,
αν αυτό που σ’ έχει φέρει,
δε σε καταπιεί ξανά
κι ούτ’ ένα μικρό φτερό σου
να μη μείνει ‘δω δικό σου
!”
φώναξα, “και το φευγιό σου
να χαθεί στα σκοτεινά.
Πάρε και το κρώξιμό σου,
            πέρ’ από την Αθηνά
“!
                      Και μου λέει: -“Ποτέ πια“!

Κι από τότε ‘κει δεμένο,
το κοράκι καθισμένο.
Μένει πάντα κουρνιασμένο,
στη μαρμάρινη Θεά.
Κι η ματιά του, όπως κοιτάζει,
με ματιά δαιμόνου μοιάζει
κι η νυχτιά που το σκεπάζει,
του στοιχειώνει τη σκιά.
Α! η ψυχή μου δε θα φύγει
          απ’ αυτήνε τη σκιά.
                           Δε θα φύγει ποτέ πια!

μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης

(ΣΗΜ: Η καλύτερη μετάφρασή του απ’ όλες όσες έχω διαβάσει
-κι έχω διαβάσει πολλές, έννοια σας!- κι όταν μου ζητήθηκε να
το γράψω Φωνητικό Ποίημα, δεν κατάφερα ποτέ να το πετύχω
γιατί με σταματάν οι λυγμοί! Απίστευτο πράγμα!
Τέλος, δεν θα τολμούσα ποτέ ν’ αγγίξω μεταφραστικά αυτό
…)


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *