Rilke Reiner-Maria: Έρωτας Άρρωστος Για Ποίηση

Βιογραφικό

     Ήτανε λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ού αι.. Οι εικόνες του εστιάζονται στη δυσκολία της κοινωνίας σε μιαν εποχή δυσπιστίας, μοναξιάς και βαθειάς ανησυχίας -θέματα που τονε τοποθετούνε σα ποιητή μεταξύ παραδοσιακής και νεότερης ποίησης. Τα 2 διασημότερα έργα του είναι: Σονέττα Στον Ορφέα κι Ελεγείες Του Ντουίνο. Έγραψεν επίσης πιότερα από 400 ποιήματα στα γαλλικά, που τ’ αφιέρωσε στη πατρίδα επιλογής του: το καντόνι Βαλέ (Valais) στην Ελβετία, όπου τελικά και πέθανε.

     Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Karl William Johann Josef Maria Rilke) γεννήθηκε στη Πράγα, στις 4 Δεκέμβρη 1875, γιος του Τζόζεφ (1838) και της Σοφί Ρίλκε (1851), επωνομαζόμενος Ρενέ. Το 1884 χωρίσαν οι γονείς του κι ο μικρός Ρενέ, έμεινε με τη μητέρα. Παρακολουθεί μέση εκπαίδευση σε κάποιο στρατιωτικό γυμνάσιο και το 1891 μπαίνει στην Εμπορική Σχολή του Λιντς. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1894 πρωτοεμφανίζεται στο προσκήνιο με τη πρώτη του συλλογή “Life & Songs“. Την επόμενη χρονιά ολοκληρώνει τις σπουδές του και γίνεται δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Πράγας να σπουδάσει Ιστορία Τέχνης, Ιστορία Λογοτεχνίας & Φιλοσοφία. Είναι μόλις 20 ετών. Εκδίδει τη  ποιητική του συλλογή “Larenopfer“. Το 1896 εγκαταλείπει τη Πράγα και πηγαίνει να σπουδάσει στο ΜόναχοΑισθητική, Ιστορία Τέχνης & Δαρβινική Θεωρία. Κάνει μερικά ταξίδια στο μεταξύ και τον Απρίλη συναντά στο Μόναχο τη Λου Σαλομέ-Αντρέας.
     Ήταν μάλλον ο πιο σημαντικός άντρας στη ζωή της, παρόλο που ‘χανε 14 χρόνια διαφορά: αυτή 36 κι αυτός 22. Την ακολούθησε στο Βερολίνο τον Οκτώβρη του ίδιου έτους και για πολλούς μήνες φιλοξενήθηκε στην όμορφη βίλα του καθηγητή Αντρέας, στην εξοχή. Βοηθούσε τη Λου να σχίζει ξύλα και να πλένει τα πιάτα. Κάνανε πολλούς περιπάτους στο δάσος κι όπως διηγείται η ίδια: “…τα μικρά ελάφια μυρίζανε τις τσέπες των παλτών μας καθώς περπατούσαμε ξυπόλητοι…” Κατά τη γνώμη της, εκείνος ήταν ο πιο ολοκληρωμένος έρωτας που ‘χε ποτέ. Είναι επίσης δυνατόν, (αφορά σε κείνο που λέγαμε πιο πάνω) να ‘ταν εκείνος ο πρώτος άντρας της σαρκικής ζωής της. Εντωμεταξύ παρουσιάζει άλλη μια ποιητική του συλλογή. Ταξιδεύει μόνος τις χρονιές 1898-9, σταματά τις σπουδές του και παράλληλα γράφει ζώντας σ’ ένα όνειρο.

 Λου & Ρίλκε στη Ρωσία μαζί

     Τον Μάρτη του 1899 η Λου δέχτηκε να ταξιδέψει μαζί του στη Ρωσία. Ήταν αξέχαστη εμπειρία. “Γεγονότα που δεν είχανε τίποτε το παράξενο μας μετέφεραν σ’ ένα μύθο: ένα λιβάδι στο ηλιοβασίλεμα, στην άκρη ενός χωριού, ένα γρήγορο άλογο που γύριζε στο παχνί του τη νύχτα ή το πίσω μέρος του Κρεμλίνου όπου ακουγόταν ο εκκωφαντικός ήχος της καμπάνας“, θα γράψει αργότερα εκείνη. Πήγανε στο χωριό Γιασνάια-Πολιάνα να βρούνε τον Τολστόι που ‘χε εγκαταλείψει τη φιλολογία και περνούσε μια βαθειά θρησκευτικήν εμπειρία. Τονε προσκάλεσαν να κάνει μαζί τους ένα περίπατο και μετά από μακρά σιωπή, ο Τολστόι ρώτησε τον Ρίλκε με τί ασχολείται. Εκείνος απάντησε δειλά, πως ασχολείται με τη ποίηση. Όλο το υπόλοιπο της μέρας, οι δυο ερωτευμένοι επισκέπτες υποχρεώθηκαν ν’ ακούνε τις επινοήσεις του τρομερού γέροντα κατά της ποίησης κι υπέρ της μη χρησιμότητας των ποιητών, εν γένει.
     3 χρόνια περίπου κράτησεν η σχέση τους αυτή, με πάθος κι έρωτα, μα όταν εκείνος άρχισε να γίνεται όλο και πιο εξαρτημένος απ’ αυτή, ξύπνησε ξανά μέσα της η ανάγκη για ανεξαρτησία. Διακόπτει τη σχέση τους το Φλεβάρη του 1901. Ο ποιητής συντετριμμένος της αφιερώνει ένα στίχο:

                      Σαν έτοιμος στέργω κοντά σου
                      κι ήρεμα χαμογελώ που σφάλλεις.
                      Ξέρω, με τη μοίρα θα τα βάλεις
                      όταν θα μείνεις μοναχιά σου.
                      Θε να ξαναγυρέψεις πάλι…
                      των χεριών μου την αγκάλη


                        Στη Λου μου          Ράινερ Μαρία Ρίλκε

              
     Ο Ρίλκε πριν            Η Λου στα 36              Ο Ρίλκε μετά

     
Στις 28 Απρίλη του ίδιου έτους, προφανώς γι’ αντίδραση, παντρεύεται τη γλύπτρια Κλάρα Γουέστχοφ (Clara Westhoff1878-1954), φίλη της Πόλα Μόντερστον Μπέκερ, στη Βρέμη κι εγκαθίστανται κει. Στις 12 Δεκέμβρη έρχεται στον κόσμο η κόρη τους Ρουθ (1901-1972). Μην αντέχοντας όμως και πολύ αυτή την …εκδίκηση, -προφανώς- ο Ρίλκε χωρίζει, αφήνει την 9 μηνών κόρη του στη μάνα της και μετακομίζει στο Παρίσι. Συνεχίζει να ταξιδεύει συνεχώς και να γράφει ποιήματα. Το 1906 χάνει τον πατέρα του και πηγαίνει στη Πράγα για τη κηδεία. Γνωρίζει τη Φερστίν Μαρί, το 1909, συνάπτει σχέση και ταξιδεύουν μαζί. Το 1912, συνεχίζοντας να γράφει και να ταξιδεύει, συναντά την Ελεονόρα Ντιούς, στη Βενετία και μένει κάμποσο μαζί της. Και πάλι γράψιμο και πάλι ταξίδια και το 1920 συναντά στη Γενεύη τη Βαλεντίνε Κοσλόφσκα. Το 1922, τη πιο παραγωγική του χρονιά, ολοκληρώνει τις “Ελεγείες Του Δούναβη“, ένα από τα κοσμήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά παντρεύεται η κόρη του Ρουθ, τον Δρα Καρλ Σιέγκερ.
     Την ίδια χρονιά μπαίνει για πρώτη φορά σε σανατόριο, στη Γενεύη και μένει λίγους μήνες για θεραπεία. Γράφει τα “Γράμματα Σ’ Ένα Νέο Ποιητή“. Παρόλη τη κλονισμένη του υγεία, συνεχίζει και να γράφει και να ταξιδεύει. Ίσως δεν υπάρχει άλλος που να ταξίδεψε πιότερο σε τούτο τον κόσμο. Λες και πάσχιζε να ξεφύγει από κάτι ή να προσπαθούσε να συναντήσει κάτι. Το 1926 μπαίνει για δεύτερη φορά σε σανατόριο. Η αρρώστια είναι λευχαιμία και διαγιγνώσκεται μόλις τότε. Βγαίνει και ταξιδεύει ξανά, μα το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς επιστρέφει, πολύ χειρότερα. Μες στο σανατόριο, στις 13 Δεκέμβρη 1926, γράφει μιαν επιστολή προς την αγαπημένη του Λου και κλείνοντας το, τη προσφωνεί στα ρώσικα, “Αντίο γλυκειά μου αγάπη“. Λίγο πριν πεθάνει φέρεται να είπε: “Ρωτήστε τη Λου τί πρόβλημα έχω. Είναι το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που μπορεί να ξέρει καλύτερα από τον καθένα“. Έπασχε από έλκη στο στόμα, ο πόνος του τρυπούσε το στομάχι και τα έντερα και το πάλευε πλέον με πολύ χαμηλό ηθικό. Το πρωί στις 29 Δεκέμβρη ξεψυχά με ολάνοιχτα μάτια, σ’ ηλικία 51 ετών, στα χέρια του θεράποντος ιατρού του, στο σανατόριο του Βαλμόν. Στις 2 Γενάρη 1927 θάβεται στο κοιμητήρι Ραρόν της Ελβετίας. Λέγεται μάλιστα πως τριγύρω στο κρεββάτι του υπήρχανε σωροί κόκκινων ρόδων.
     Ένας μύθος επιπλέον που αναπτύχθηκε γύρω από το θάνατό του και τα τριαντάφυλλα, μας λέει το εξής: Για να τιμήσει μιαν επισκέπτρια, την Αιγυπτία καλλονή Nimet Eloui Bey, πήγε στον κήπο του να της μαζέψει μερικά τριαντάφυλλα. Τρυπήθηκε στο χέρι από ένα αγκάθι, το χέρι ολάκερο πρήστηκε κι επηρεάστηκε και το άλλο, κι έτσι πέθανε. Δηλαδή ο μύθος λέει πως πέθανε από τέτανο, καθώς πασίγνωστον, ότι τα αναερόβια μικρόβια του τετάνου συχνά φωλιάζουνε στ’ αγκάθια των λουλουδιών. Όπως και να ‘χει, στο μνήμα του αναγράφεται το επίγραμμα του:

Ρόδο, ω καθαρή αντίφαση,
τί ηδονή, του καθενός ο ύπνος να ‘ναι,
κάτω από τόσα βλέφαρα
.


     Το αμφίσημο σύμβολο του ρόδου με το πλήθος των “βλεφάρων” του, δηλαδή των πετάλων του, παραπέμπει αρχικά στον ύπνο, την ανάπαυση και τη λύτρωση που παρέχει ο θάνατος. Συγχρόνως όμως αισθητοποιεί τη δύναμη της ζωής, αφού η χαρά, η “ηδονή” που προκαλεί η ομορφιά του διώχνει κάθε σκέψη ύπνου και παραίτησης. Γι’ αυτό ο ποιητής το αποκαλεί “καθαρή αντίφαση”.

                      
       Ο Ρίλκε: 1904                1916                                1922

================= 

                  Ο Πάνθηρας

Το βλέμμα του κουράστηκε από το πέρα-δώθε
πίσω από το κάγκελο, που δε κρατιέται άλλο.
Του μοιάζει να υπάρχουνε χιλιάδες σιδερόβεργες
και πίσω από αυτές τις σιδερόβεργες το Τίποτα!

Η απαλή κι ευλύγιστη, γερή περπατησιά
που οδηγεί σε κύκλους που μικραίνουν,
μοιάζει χορός με δύναμη στο κέντρο,
που ναρκωμένη πυργώνεται μια θέληση.

Μόνο λίγες φορές ανοίγει τα βλέφαρα,
αθόρυβα. Έπειτα εισχωρεί μια εικόνα,
που διαπερνά τη γαλήνη των μελών του
κι εκεί στη καρδιά, παύει πια να υπάρχει.

                Άφιξη

Ξένο ό,τι λόγος στα χείλη σου αυξάνει
τα μαλλιά σου ξένα και το φόρεμά σου
ξένο είναι και ό,τι ρωτά η ματιά σου.
Κι ούτε ένας φλοίσβος πια δε μας φτάνει
απ’ της δικής μας ζωής τη σφοδρότη
στη δική σου βαθειά σπανιότη.

Σα κάποια κονίσματα φαντάζεις γραμμένα
που πάνω απ’ την άδεια βωμού, σκευοθήκη
αιώνια τα χέρια σταυρώνουν
αιώνια στεφάνια κρατούν παλιωμένα
και θάματα αιώνια πάντα οργανώνουν,
τα θάματα αν έχουν καιρό σταματήσει.

Είσαι τόσον ωχρός μα και τόσο ξένος.
Μόνο που κάποτε φωτά τη μορφή σου
πόθος απελπισίας η επιστροφή σου,
όπου μέσα στα ρόδα ο κόσμος χαμένος.

Και λαχτάρα στο βλέμμα βαθειά καθαρή
από προσπάθεια κι ανάγκη πολλή τη χώρα,
που σαν άνθισμα μες τη σιγή,
‘γίνη πια το έργο απ΄ τα χέρια σου τώρα.
                                                            (απόδοση Δ. Λιαντίνης)

        Η Γέννηση Της Αφροδίτης
                                    (Geburt Der Venus)
Εκείνο το πρωί
Ύστερα από μια νύχτα γιομάτη αντάρα καλέσματα και ταραχή
για μια ακόμη φορά ανέβηκε το πέλαγο στην κορυφή
και βόγγηξε.
Κι όταν αργά η κραυγή καταλάγιασε πάλι
βουλιάζοντας μέσα στην άβυσσο τη βουβή
η θάλασσα γέννησε.

Στον ήλιο τον πρώτο λαμποκόπησε ο αφρός της κόμης
και το κορίτσι υψώθηκε στην ούγια των γλαυκών
κυμάτων,
κατάλευκο αμήχανο και υγρό.
Έτσι σαν ένα πράσινο φύλλο ανάδεψε,
τεντώθηκε και καμπυλώνοντας σε μια πρόκληση
νωχελική ξεδίπλωσε το σώμα του
μέσα στο δροσάτο αγέρι της αυγής.

Καθαρά ξεπρόβαλλαν τα γόνατα,
δυο φεγγάρια ανεβασμένα
από τα δαχτυλιδωτά σύγνεφα των μηρών.
Οι κνήμες υποχώρησαν μέσα σε ίσκιους αχνούς.
Και οι αρμοί του πήραν να ζωντανεύουν
όπως το λαρύγγι του πότη.

Και το σώμα έγειρε ανάγερτο στο γύρο ποτηριού
όπως ο νέος καρπός σ’ ενού παιδιού τα χέρια.
Η μικρή δαχτυλήθρα του αφαλού
φύλαγε όλο το σκοτάδι εκείνου του ολόφωτου σώματος.
Πιο κάτου κύμα μικρό σηκώθη αχνογελόχαρο
κύλησε σίγουρο και κύκλωσε τα ισχία
όπου ένα ήσυχο κελάρυσμα θρόιζε.
Διάφανο όμως και χωρίς ίσκιους ακόμη
σαν το απόσταγμα από σημύδες του Απρίλη
πρόβαλε το αιδοίο
άδειο, ζεστό και αναμένοντας.

Τώρα οι ώμοι ζυγαριάστηκαν τέλεια
πάνω στο λυγερό κορμί.
Από το δοχείο του θηλυκού σαν συντριβάνι
τινάχτηκε ο ρυθμός
και γκρεμίζονταν τρέμοντας
στους καταρράχτες των μαλλιών
και στα μακρυά ωραία χέρια.

Ύστερα αργά – αργά προσπέρασε η όψη της.
Η θηλυκάδα, ακατανίκητη ροπή,
έγινε αδιόρατη μες στο σκοτάδι
και ετελείωνε ήρεμα στο θεληματικό της πηγούνι.

Τώρα ο λαιμός άστραφτε όπως αχτίνα,
και μέσαθέ του ανεβήκαν οι χυμοί
όπως στο ύπερο του λουλουδιού.
Σύγκαιρα τεντώθηκαν οι δύο βραχίονες,
κύκνων λαιμοί
όταν πλένε κατά την όχθη.

Και τότε σ’ εκείνου του σώματος το σκοτεινό
ξύπνημα εκίνησε σαν αύρα πρωινή
η πρώτη αναπνοή.

Τα κλαδιά των φλεβών σχημάτισαν ψιθυρίζοντας
ένα δέντρο τρυφερό.
Και το αίμα άρχισε να βουίζει
μέσα από το βαθύ μυχό του.
Και τούτος ο άνεμος αύξαινε.
τόσο που χύθηκε με όλη τη βία του
στα νέα στήθη.
Τα γέμισε και τα φούσκωσε σαν δυο πανιά
τεντωμένα από την προσδοκία του μακρυνού.
Και αλάφριο το κορίτσι το σπρώξανε στην στεριά.

Έτσι καταπλέοντας άραξε η θεά.

Πίσω της αναμεριάζοντας πλατιά προς την
καινούργια όχθη ανέβαιναν όλο το πρωινό
τα λουλούδια και τα καλάμια
βρυαρά μπερδεμένα κι ανεβάσταγα
όπως οι αφές στο αγκάλιασμα.
Κι αυτή προχωρούσε να φτάσει.

Όμως το μεσημέρι, εκείνη την ώρα τη βαρειά,
σηκώθηκε το πέλαγο μια ακόμη φορά
και στην ίδια εκείνη θέση που γέννησε τη θεά
ξέβρασε ένα δελφίνι
νεκρό, πορφυρό κι ανοιγμένο.
                                                               (απόδοση Δ. Λιαντίνης)   

            Πέμπτη Ωδή

Σηκωθείτε και φοβήστε τον τρομερό Θεό, γκρεμίστε τον.
Χαρά πολέμου, από αιώνες τον έχει κακομάθει.
Τώρα εσάς να σπρώξει ο πόνος
εσάς να σπρώξει ένας νέος, πληγωμένος πόνος του πολέμου,
μπροστά στο θυμό του.
Κι αν σας αναγκάζει το αίμα, τρανωμένο απ’ τους πατέρες σας ψηλά
τρεχούμενο αίμα, τότε ας είναι το συναίσθημα δικό σας.
Μη κάνετε τα ίδια τα παλιά.
Εξετάστε, μήπως είστε ο πόνος.
Ο δρων πόνος.
Ο πόνος έχει κι αυτός τη δική του αγαλλίαση.
Ω! και μετά ξεδιπλώνει η σημαία πάνω σας,
στον αγέρα που ‘ρχεται από τον εχθρό!
Ποιά; Του πόνου.
Η σημαία του πόνου.
Το βαρύ που σας χτυπά πανί του πόνου.
Καθένας από σας σκούπισε το ιδρωμένο καφτό πρόσωπό του.
Όλων σας τα πρόσωπα είναι μαζεμένα κει, σε κομμάτια.
Κομμάτια του μέλλοντος ίσως.
Να μη κρατούσε συνεχώς μέσα του το μίσος,
αλλά μονάχα απορία.
Γιατί, ο προαποφασισμένος πόνος, ο υπέροχος θυμός
κι αυτοί οι τυφλοί γύρω σας, θολώσανε το νου σας.

       Απ’ Όλα Σχεδόν Τα Πράγματα…

Απ’ όλα σχεδόν τα πράγματα πνέει αίσθηση
κι από κάθε αλλαγή μας γνέφει. Σκέψου!
Η μέρα, όταν προσπερνούσαμε σα ξένοι,
αποφασίζει να προσφερθεί σα μελλοντικό δώρο.

Ποιός υπολογίζει τη προσφορά μας;
Ποιός μας χωρίζει απ’ τα παλιά τα περασμένα χρόνια;
Τί μάθαμε μεις από τη πρώτη τη στιγμή,
αν όχι πως το κάθε τι βρίσκεται κι αλλού;

Αν όχι, πως κοντά μας το ψυχρό ζεσταίνεται;
Ω! σπίτι, ω βουνοπλαγιά, ω φως του δειλινού,
για μια στιγμή μας φέρνεις κατάφατσα μ’ αυτά.
Στέκεσαι δίπλα μας τυλίγοντας τις αγκαλιές μας.

Σ’ όλα τα πλάσματα απλώνεται το μόνο διάστημα:
το Ενδοσύμπαν. Απαλά μας προσπερνούνε τα πουλιά.
Ω! εγώ που θέλω να ριζώσω, κοιτώ έξω
και μέσα μου βλασταίνει σα δέντρο.

Ανησυχώ και μέσα μου στέκεται το σπίτι.
Προφυλάγομαι και μέσα μου υπάρχει η σκέπη.
Εγώ που ‘γινα ο αγαπημένος, -στη μορφή μου
ησυχάζει της ωραίας κτίσης το ομοίωμα, και κλαίει!

                    Σ’ Αγαπώ

Κλείσε τα μάτια μου
Μπορώ να σε κοιτάζω
Τ’ αυτιά μου σφράγισ΄ τα
Να σ ακούσω μπορώ
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σε σένα
Και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ

Σταμάτησέ μου την καρδιά
και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Και αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι

Χωρίς τα χέρια μου μπορώ να σε σφιχταγκαλιάσω
Σαν να χα χέρια όμοια καλά με την καρδιά

Σταμάτησέ μου την καρδιά
και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι
Κι αν κάνεις το κεφάλι μου συντρίμμια στάχτη
Εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ έχω πάλι

(ΜτφρΚωστής Παλαμάς)

       Έκθετος Πάνω Στα Όρη Της Καρδιάς

Έκθετος πάνω στα όρη της καρδιάς
κοίτα πόσο μικρός εκεί, κοίτα:
των λόγων ο τελευταίος χώρος
και ψηλότερα χώρος του συναισθήματος.
Τον αναγνωρίζεις;
Έκθετος πάνω στα όρη της καρδιάς.
Πέτρινο έδαφος κάτω απ’ τα χέρια.
Εδώ άνθιζε βέβαια κάτι.
Μέσα από τον βουβό γκρεμό,
φυτρώνει τραγουδώντας ένα ανύπαρκτο χορτάρι.
Όμως ο Γνώστης…
Αχ αυτός άρχιζε να γνωρίζει και τώρα σιωπά,
έκθετος πάνω στα όρη της καρδιάς.
Εκεί τριγυρίζουν ασφαλώς μ’ ακέρια τη Συνείδηση
μερικά μικρά σιγουρεμένα ζώα του βουνού,
αλλάζουν θέση και στέκουν.
Και το μεγάλο κρυμμένο πουλί γυροφέρνει
πάνω απ’ την αγνή άρνηση των κορυφών.
Όμως χωρίς ασφάλεια, εδώ πάνω στα όρη της καρδιάς…

                      Σονέτο

Στη ζωή μου μέσα τρέμει δίχως παράπονο
κι αναστεναγμό, ένας πόνος σκοτεινός.
Το χιόνι των ονείρων μου, το κατάλευκο χιόνι,
είναι των σιωπηλών μου ημερών, ο αγιασμός.

Συχνότερα όμως προσπερνά το μέγα ρώτημα
το μονοπάτι μου -και νιώθω μικρός και προχωρώ
ανεπηρέαστος παραπέρα, κοντά στη λίμνη,
το άγριο κύμα της να μετρήσω δε τολμώ.

Και τότε πληθαίνει μέσα μου μια θλίψη θολή
σαν το γκριζωπό μιας νύχτας θερινής
που μόνον έν αστέρι τη φωτίζει, δω κι εκεί.

Τα χέρια μου γυρεύουνε αγάπη πιο σωστή
και με χαρά θα έλεγα μια προσευχή μονάχα,
που το καυτό μου στόμα δε μπορεί να βρει…

                   Φθινόπωρο

Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού.
πέφτουν με άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.

Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες τα όλα γύρω: χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.

                        Μοναξιά

Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή. Τα βράδια
απ’ του πελάγους αναθρώσκει τον καθρέφτη.
από κοιλάδες μακρινές κι από λιβάδια
στον ουρανό ανεβαίνει πάντα, που την έχει.

Κι ύστερα, από εκεί ψηλά, στην πόλη πέφτει.
Πέφτει την ώρα που το φως πια δεν αντέχει,
όταν τους δρόμους βάφουν πάλι τα σκοτάδια,
κι όταν τα σώματα χωρίζουν λυπημένα
δίχως να βρουν ό,τι ζητούν, μένοντας ξένα.

κι όταν οι άνθρωποι εκείνοι, που μισούνται,
πάλι στο ίδιο στρώμα πέφτουν και κοιμούνται:
τη μοναξιά τη παίρνουν τότε τα ποτάμια…

 Τί Θ’ Απογίνεις Θε Μου Αν Πεθάνω;
 
Τί θ’ απογίνεις, Θε μου, αν πεθάνω;
Εγώ είμαι το κανάτι σου (αν σπάσω;)
Εγώ είμαι το ποτό σου (αν πικράνω;)
Εγώ είμαι το έργο σου και το ένδυμά σου,
μαζί μου θα χαθεί το νόημά σου.

Αλλού δεν πρόκειται να βρεις μια στέγη άλλη
να σε δεχτεί με λόγο απλό, ζεστό.
Θα σου λυθεί απ’ το πόδι το σανδάλι
το μεταξένιο σου, που είμαι εγώ.
Το πανωφόρι σου πια θα σ’ αφήσει.

Το βλέμμα σου, που στο πλευρό μου
το είχα πάντοτε εγώ προσκέφαλό μου,
μάταια τριγύρω ώρα πολλή θα με ζητήσει
κι όταν ο ήλιος τελικά γείρει στη Δύση,
σε ξένης πέτρας αγκαλιά θα ξενυχτήσει.

Τί θ’ απογίνεις, Θε μου; Αγωνιώ.

                Νεκροτομείο

Νά τοι, παραταγμένοι, λες και πρέπει
να τους δοθεί κι εδώ ένας ρόλος για να παίξουν,
ώστε όλο αυτό το ψύχος που τους δρέπει,
την παρουσία του άλλου δίπλα τους ν’ αντέξουν,

σα να μη τέλειωσε τίποτε ακόμα.
Τί όνομα βρέθηκε στην τσέπη τους γραμμένο;
Της αηδίας τον λεκέ από το στόμα
οι νεκροκόμοι τούς τον έχουν ξεπλυμένο,

όμως δεν βγήκε. Ας έχουν τώρα στόμα καθαρό.
Τα γένια τους στα μάγουλα εξέχουν πιο σκληρά,
κι ας τους τα ευπρέπισε μια έγνοια συνετή,

μη νιώσει απέχθεια το ευαίσθητο κοινό.
Μόνο τα μάτια τους έχουν αντιστραφεί
κάτω απ’ τα βλέφαρα. κοιτούν στα ένδον πια.

Αρχαϊκός Κορμός Απόλλωνος

                Στον μεγάλο φίλο μου Αύγουστο Ροντέν 
 
Δεν το γνωρίσαμε το ανήκουστο κεφάλι
όπου μεστώναν των ματιών του οι βολβοί.
Όμως το στήθος του φλογίζει σα κερί
κι εκεί το βλέμμα, ριζωμένο τώρα σ’ άλλη

θέση, ζει και διαρκεί. Το στέρνο, αλλιώς,
δεν θα σε τύφλωνε κι απ’ τη καμπή του ισχίου
δεν θα κυλούσε ενός γέλιου ο μορφασμός
ώς το σημείο που ήταν πρώτα του μορίου.

Αλλιώς, η πέτρα θα ‘στεκε ανάπηρη, μισή
κάτω απ’ τους ώμους που ερειπώθηκαν στη πτώση
και δεν θα σπίθιζε όπως άγρια λεοντή

ούτε σαν έκρηξη άστρου από παντού με τόση
λάμψη: γιατί το κάθε τι από δω σε βλέπει,
η κάθε μια γωνιά. Ζωή ν’ αλλάξεις πρέπει.

                Ερωτικό

Τη ψυχή μου πώς να συγκρατήσω
στη δική σου να μη ταιριάζει ψυχή;
Πώς να τη κάνω με κάτι άλλο να υψωθεί
πάνω από σένα; Θάθελα με ό,τι πια εχάθη
μες στο σκοτάδι να την ασφαλίσω
σε μια γωνιά ήρεμη και ξένη που να μη
δονείται όταν της αναδεύονται τα βάθη.

Ό,τι σε ‘σε και μένα φέρνει ταραχή
κοντά μας φέρνει, σα μια δοξαριά
που μια φωνήν αφήνει, μοναχή
από τις δυο χορδές! Πού είμαστε δεμένοι;
Ποιό όργανο, ποιός παίχτης είναι, ω τραγούδι, που μας δένει;

                   Άτιτλο

Αν μόνο μια φορά το παν απόλυτα σιωπούσε.
Αν το τυχαίο και συμπτωματικό
βουβαινόταν και το γέλιο το γειτονικό,
αν ο θόρυβος των αισθήσεών μου ηρεμούσε,
που τόσο μ’ εμποδίζει ν’ αγρυπνήσω -:

με μια χιλιόμορφη σκέψη θα δυνόμουν, ίσως,
ως τα πέρατά σου να σε στοχαστώ
και (μόνο όσο κρατά ένα χαμόγελο) να σε κρατήσω,
σε κάθε ζωή να σε χαρίσω,
σαν ένα Ευχαριστώ.

             Η Πείρα Του Θανάτου

Την αναχώρηση αυτή, που δε μοιράζεται μαζί μας
τίποτα, δεν την ξέρουμε. Δεν είχαμε λόγο
να θαυμάζουμε, ν’ αγαπούμε ή να μισούμε
τον θάνατο, δεν είχαμε παρά ένα στόμα μόνο

τραγικής μάσκας παράξενα παραμορφωμένο.
Γεμάτος ρόλους είναι ακόμη ο κόσμος,
που τους παίζουμε. Αν θέλουμε ν’ αρέσουμε, παίζει
κι ο θάνατος, μ’ όλο που δεν του αρέσει.

Μα, ως έφευγες, στη σκηνή τούτη, ξάφνου,
μι’ αχτίδα πραγματικότητας τρύπωσε, απ’ τη χαραμάδα
αυτήν απ’ όπου έφευγες: αληθινό ηλιόφως,
πράσινο αληθινού πράσινου, αληθινό δάσος.

Παίζουμε συνεχώς. Απαγγέλοντας και χειρονομώντας
και, πότε-πότε, ό,τι μάθαμε δύσκολα, με φόβο,
αναιρώντας. μα η τόσο μακρυνή σου
παρουσία, αφαρπασμένη από τον ρόλο μας, μπορεί

να μας ξαφνιάσει, κάποτε, σα γνώση, που, από κείνη
την πραγματικότητα, πάνω μας χαμηλώνει,
έτσι, που, μια στιγμή, παρασυρμένοι, τη ζωή μας
παίζουμε, χωρίς να ’χουμε χειροκροτήματα στον νού μας.

Μτφρ: Άρης Δικταίος

    Μιλά Στον Άνθρωπο Ο Θεός…

Μιλά στον άνθρωπο ο Θεός, μόνο προτού τον φτιάξει
κι έπειτα βγαίνει σιωπηλά μαζί του έξω απ’ τη νύχτα.
Και να τα λόγια που μιλά, προτού ο καθείς ν’ αρχίσει,
λόγια συννεφιασμένα:

Απ’ τις αισθήσεις σου σπρωγμένος έξω,
ως με της νοσταλγίας το χείλος τράβα.
Φόρεμα δος μου.

Ως πυρκαγιά μεγάλωνε πίσω απ’ τα πράγματα, ώστε
ν’ απλώνουν οι ίσκιοι τους πολύ, κι ολά-
καιρο να με σκεπάζουν πάντα.

Άσε το κάθε τι να σου συμβεί: Και ομορφιά και τρόμος.
Ο άνθρωπος πρέπει να τραβά μπροστά. Κανένα
αίσθημα απόμακρο πολύ δεν είναι.

Να μη μ’ αποχωρίζεσαι.
Η χώρα, που τη λεν ζωή,
κοντεύει.

Από τη σοβαρότητά της θα την αναγνωρίσεις.
Δος μου το χέρι.

ΜτφρΔ. Οικονομίδης

          Επίλογος

Ο θάνατος είναι μεγάλος.
Είμαστε δικοί του
κι όταν γελούμε.

Κι εκεί ̟που θαρρούμε
π̟ως η ζωή μας ζώνει
τολμά να κλάψει εντός μας.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *