Rolland Romain: Απαλός Δροσερός & Σοφός

Βιογραφικό

     Ο Ρομαίν Ρολλάν (Romain Rolland) ήτανε Γάλλος συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, δοκιμιογράφος κι ιστορικός της τέχνης, γνωστότερος για το πολύτομο μυθιστόρημά του Ζαν Κριστόφ και βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1915. Γεννήθηκε στο Κλαμεσύ (Clamecy) του νομού Νιέβρ της Γαλλίας, στις 29 Γενάρη του 1866. Οι γονείς του ήτανε συμβολαιογράφοι κι οι πρόγονοί του αγρότες κι αστοί. Ο ίδιος γράφει στο Εσωτερικό Ταξίδι του (Voyage intérieur, 1942), ότι θεωρεί τον εαυτό του ως απόγονο κι αντιπρόσωπο ενός αρχαίου είδους.
     Ο Ρομαίν έγινε δεκτός στην Εκόλ Νορμάλ το 1886, όπου σπούδασε αρχικώς φιλοσοφία, αλλά η ανεξαρτησία του πνεύματός του τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει αυτές τις σπουδές, ώστε να μη προσχωρήσει στην κυρίαρχη ιδεολογία. Πήρε πτυχίο ιστορίας το 1889 και μετά πέρασε 2 χρόνια στη Ρώμη, όπου η συνάντησή του με τη Μαλβίδα φον Μέυζενμπουγκ -φίλη των Νίτσε και Ρίχαρντ Βάγκνερ– κι η ανακάλυψή των ιταλικών αριστουργημάτων ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη της σκέψης του. Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1895, πήρε διδακτορικό με τη διατριβή του Ιστορία της όπερας στην Ευρώπη προ των Lully και Scarlatti. Το 1ο του βιβλίο εκδόθηκε το 1902, όταν ήτανε 36 ετών. Με την επιχειρηματολογία του υπέρ ενός “θεάτρου του λαού” έμελλε να συνεισφέρει σημαντικά προς τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Ως ανθρωπιστής εξ άλλου αγκάλιασε την ινδική φιλοσοφία (Συζητήσεις με τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και τον Μαχάτμα Γκάντι), πράγμα που πιθανώς εξηγεί και το ότι ήτανε χορτοφάγος. Δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις από τη φιλοσοφία Βεδάντα (Βεντάντα), κυρίως μέσα από τα έργα του Σουάμι Βιβεκανάντα.



     Η σημαντικότερη συνεισφορά του στο θέατρο έγκειται στην υπεράσπιση ενός “λαϊκού θεάτρου” με το δοκίμιό του Το θέατρο του λαού (Le Théâtre du peuple, 1902). “Υπάρχει μόνο μία αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση ενός νέου θεάτρου“, έγραψε, “να ‘ναι η σκηνή κι η πλατεία του θεάτρου ανοιχτές στις λαϊκές μάζες, να είναι ικανές να χωρέσουν ένα λαό και τις πράξεις ενός λαού“. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε αργότερα, το 1913, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων του είχεν ήδη δημοσιευθεί στην Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης (Revue d’Art Dramatique) ανάμεσα στο 1900 και στο 1903. Προσπάθησε να κάνει πράξη τη θεωρία του με τα μελοδράματά του με θέμα τη Γαλλική επανάσταση, τα Δαντών (1900) κι Η 14η του Ιούλη (1902), αλλά ήτανε κυρίως οι ιδέες του που θα αποτελούσαν μείζον σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς θεατράνθρωπους. Το δοκίμιο αποτελεί μέρος ενός γενικότερου κινήματος της εποχής για τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Η Επιθεώρηση είχε προκηρύξει διαγωνισμό και προσπάθησε να οργανώσει “Παγκόσμιο Συνέδριο για το Θέατρο του Λαού”, ενώ ένας αριθμός από “Θέατρα του Λαού” είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε το κίνημα Freie Volksbühne (Ελεύθερο Θέατρο του Λαο”) στη Γερμανία και το Théâtre du Peuple του Μωρίς Ποτεσέ στη Γαλλία. Ήτο μαθητής του Ποτεσέ κι αφιέρωσε το δοκίμιό του σε αυτόν.



     Ωστόσο, η προσέγγισή του είναι πιο επιθετική από το ποιητικό όραμα του Ποτεσέ για ένα θέατρο ως υποκατάστατο μιας “κοινωνικής θρησκείας” που θα φέρνει ενότητα στο έθνος. Ο Ρολλάν εγκαλεί τη μπουρζουαζία για πολιτιστικό σφετερισμό του θεάτρου, που προκαλεί την ολίσθησή του στη παρακμή με τα επιβλαβή αποτελέσματα της ιδεολογικής της κυριαρχίας. Προτείνοντας κατάλληλο ρεπερτόριο για το λαϊκό του θέατρο, απορρίπτει το κλασσικό δράμα πιστεύοντας ότι είναι υπερβολικά δύσκολο ή στατικό για να ‘χει ενδιαφέρον για τις μάζες. Αντλώντας από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, προτείνει στη θέση του “ένα επικό ιστορικό θέατρο με χαρά, δύναμη κι ευφυία, που θα υπενθυμίζει στο λαό την επαναστατική του κληρονομιά και θα ξαναζωντανεύει τις δυνάμεις που εργάζονται για μια νέα κοινωνία“. Ο Ρολλάν πίστευε ότι ο λαός θα βελτιωνόταν βλέποντας ηρωικές εικόνες από το παρελθόν του. Η επιρροή του Ρουσσώ μπορεί ν’ ανιχνευθεί στη σύλληψη του Ρολλάν για το θέατρο ως γιορτή, προτίμηση που αποκαλύπτει κατά τους Μπράντμπυ και Μακκόρμικ μια θεμελιώδη αντιθεατρική προκατάληψη:

Tο θέατρο προϋποθέτει ζωές φτωχές και ταραγμένες, ένα λαό που ψάχνει στα όνειρα ένα καταφύγιο. Αν ήμασταν πιο ευτυχισμένοι και πιο ελεύθεροι, δεν θα έπρεπε να αισθανόμαστε πεινασμένοι για θέατρο. […] Λαός που είναι χαρούμενος και ελεύθερος χρειάζεται γιορτές περισσότερο από θέατραΟ λαός έχει βαθμιαία κατακτηθεί από τη μπουρζουαζία, έχει διαποτιστεί από τη σκέψη της και το μόνο που θέλει τώρα είναι να της μοιάσει. Αν ποθείς μια τέχνη του λαού, άρχισε δημιουργώντας ένα λαό“!
 -Ρομαίν ΡολλάνLe Théâtre du peuple (1903).

     Τα δράματα του Ρολλάν έχουν παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία κάποιων από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες του εικοστού αιώνα, όπως είναι οι Μαξ Ράινχαρντ και Έρβιν Πισκάτορ. Ο Πισκάτορ σκηνοθέτησε την παγκόσμια πρεμιέρα του ειρηνιστικού δράματος του Ρολλάν Θα έρθει η ώρα (Le Temps viendra, 1903) στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου, με 1η παράσταση στις 17 Νοέμβρη 1922, με μουσική του K. Pringsheim και σκηνικά των O. Schmalhausen και M. Meier. Το έργο αυτό έχει ως θέματα τη σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον καπιταλισμό, τη μεταχείρηση των πολιτών του εχθρού και τη χρήση στρατοπέδων συγκέντρωσης, όλα δραματοποιημένα μέσα σ’ επεισόδιο από τον Πόλεμο των Μπόερς. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιέγραψε το ανέβασμά του ως “επιμελώς νατουραλιστικό, κι όχημα για την “επίτευξη του μέγιστου ρεαλισμού στην ηθοποιία και τα σκηνικά”. Παρά το ρητορικό στιλ του έργου, η παραγωγή απέσπασε θετικές κριτικές.
     Το γνωστότερο το μυθιστόρημά του είναι το 10τομο μυθιστόρημα-ποταμός (roman-fleuve) Ζαν Κριστόφ (Jean-Christophe, 1903–1912), το οποίο “συγκεντρώνει όλα τα ενδιαφέροντα και τα ιδανικά του στην ιστορία ενός Γερμανού-μουσικής ιδιοφυίας που κάνει τη Γαλλία 2η πατρίδα του και γίνεται ένα όχημα για τις απόψεις του Ρολλάν πάνω στη μουσική, τα κοινωνικά ζητήματα και τη κατανόηση μεταξύ των εθνών”. Τα λοιπά μυθιστορήματά του είναι τα Nicolas Breugnon (1919), Clérambault  1920), Pierre et luce (1920) και το 2ο μυθιστόρημα-ποταμός του, το 7τομο L’âme enchantée (Η μαγεμένη ψυχή, 1922–1933).
     Ο Ρολλάν έγινε καθηγητής της ιστορίας στο Λύκειο Ερρίκος Δ’, μετά στο Λύκειο Λουδοβίκος ο Μέγας και μέλος της Γαλλικής Σχολής της Ρώμης και τέλος, ως πανεπιστημιακός, καθηγητής της Ιστορίας της Μουσικής στη Σορβόννη και της Ιστορίας στην Εκόλ Νορμάλ. Ως νέος καθηγητής ήταν απαιτητικός αλλά συνεσταλμένος και δεν του άρεσε η διδασκαλία. Δεν αδιαφορούσε για τα νιάτα: οι Ζαν Κριστόφ, Ολιβιέ και οι φίλοι τους, οι ήρωες των μυθιστορημάτων του, είναι νεαροί. Αλλά με τους ανθρώπους στη πραγματική ζωή, νεαρούς κι ώριμους, ο Ρολλάν διατηρούσε μόνο απόμακρες σχέσεις. Πρώτα και κύρια ήταν ένας συγγραφέας. Μόλις διαπίστωσε πως η συγγραφή θα του εξασφάλιζε ένα έστω και μέτριο εισόδημα, παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο, το 1912.



     Το 1915 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1923 πρωτοστάτησε στην ίδρυση της επιθεώρησης Ευρώπη. Ήτανε σ’ όλη του τη ζωή ειρηνιστής. Διαμαρτυρήθηκε ενάντια στον Α’ Παγκ. Πόλ. στο έργο του Au-dessus de la Mêlée (Πάνω Στη Μάχη, 1915). Το 1924, το βιβλίο του για τον Μαχάτμα Γκάντι συνεισέφερε στη φήμη του Ινδού ηγέτη της “μη-βίας” κι οι δυο τους συναντήθηκαν το 1931. Αργότερα μετακόμισε στο Βιλνέβ, στις ακτές της Λίμνης της Γενεύης, για ν’ αφοσιωθεί στη συγγραφή. Η καθημερινή ζωή του διακοπτόταν μόνον από προβλήματα υγείας κι από ταξίδια σ’ εκθέσεις τέχνης. Το ταξίδι του στη Μόσχα το 1935, μετά από πρόσκληση του Γκόρκυ, υπήρξε μία ευκαιρία για να συναντηθεί με τον Στάλιν. Έπαιξε ανεπίσημα τον ρόλο του πρεσβευτή των Γάλλων καλλιτεχνών στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, ως ειρηνιστής, δεν αισθανόταν άνετα με τη κτηνώδη καταπίεση των αντιπολιτευόμενων από τον Στάλιν. Επεχείρησε να συζητήσει τις ανησυχίες του αυτές με τον ίδιο, συμμετείχε στην εκστρατεία για την απελευθέρωση του αριστερού ακτιβιστή και συγγραφέα Victor Serge κι έγραψε στον Στάλιν ζητώντας έλεος για τον Νικολάι Μπουχάριν. Κατά τη φυλάκιση του Σερζ (1933–1936), είχε συμφωνήσει να επιβλέπει τις εκδόσεις των κειμένων του στη Γαλλία, παρά τη πολιτική του διαφωνία με αυτά.


                                          Το Clamesy

     Το 1937 επέστρεψε στη Γαλλία κι έζησε στο Βεζελέ. Τη περίοδο της γερμανικής κατοχής απομόνωσε τον εαυτό του ζώντας χωρίς καμμιάν επαφή με τον έξω κόσμο. Το 1940 ολοκλήρωσε τα απομνημονεύματά του και τη μουσική του έρευνα πάνω στη ζωή του Μπετόβεν. Λίγο πριν τον θάνατό του έγραψε το Péguy (1944), στο οποίο εξετάζει τη θρησκεία και τον σοσιαλισμό μέσα από τις αναμνήσεις του. Πέθανε στο Βεζελέ στις 30 Δεκέμβρη του 1944.
     Το 1921 ο Αυστριακός συγγραφέας και φίλος του Ρολλάν, Στέφαν Τσβάιχ έγραψε τη βιογραφία του με τον τίτλο Ο άνδρας και τα έργα του. Θαύμαζε βαθιά τον Ρολλάν, που τονε χαρακτήρισε κάποτε ως “την ηθική συνείδηση της Ευρώπης” στα έτη των πολέμων και της αναταραχής στην ήπειρο. Το 1928, μαζί με τον Ούγγρο διανοούμενο, φιλόσοφο κι οπαδό και πειραματιστή της φυσικής ζωής Έντμουντ Σέκελυ, ίδρυσε τη Διεθνή Βιογενική Εταιρεία για τη προαγωγή και την εξέλιξη των ιδεών τους σχετικά με την αλληλολοκλήρωση του νου, του σώματος και του πνεύματος. Ο Έρμαν Έσσε αφιέρωσε το μυθιστόρημά του, Σιντάρτα,”στο Ρολλάν, τον αγαπητό μου φίλο“.



     Το 1923 άρχισε αλληλογραφία με τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, όπου διακρίνεται ο αμοιβαίος θαυμασμός του ενός για τον άλλο (ο Φρόιντ γράφει σ’ ένα γράμμα προς τον Ρολλάν: “Το ότι μου επιτράπηκε ν’ ανταλλάξω χαιρετισμούς μ’ εσάς θα παραμείνει μια ευχάριστη ανάμνηση ως το τέλος της ζωής μου“). Μες απ’ αυτή την αλληλογραφία ο Φρόιντ γνώρισε την έννοια του “ωκεανικού αισθήματος” που ‘χεν αναπτύξει ο Ρολλάν μέσα από τη μελέτη του ανατολικού μυστικισμού. Ο Φρόιντ άρχισε το επόμενο βιβλίο του, το Ο πολιτισμός πηγή δυσφορίας (1929) με μια συζήτηση γύρω από τη φύση αυτού του αισθήματος, που το αναφέρει πως είχε σημειώσει από έναν ανώνυμο “φίλο”. Αυτός ο φίλος ήταν ο Ρολλάν, που παρέμεινε μία σημαντική επίδραση πάνω στο έργο του πατέρα της ψυχανάλυσης, συνεχίζοντας την αλληλογραφία μαζί του μέχρι το θάνατο του Φρόιντ το 1939.
     Μέγας δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ιστορικός τέχνης και μυστικιστής που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1915 ως αφιέρωμα στον ιδεαλισμό. τη λογοτεχνική του παραγωγή και στη συμπάθεια και την αγάπη για την αλήθεια που έχει περιγράψει διαφορετικούς τύπους ανθρώπων». Υπήρξε κορυφαίος υποστηρικτής του Στάλιν στη Γαλλία κι είναι επίσης γνωστός για την αλληλογραφία του και την επιρροή του στον Σίγκμουντ Φρόιντ. Γεννήθηκε στο Clamecy του Nièvre σε μια οικογένεια που ‘χε στη γενεαλογία της τόσο πλούσιους κατοίκους της πόλης όσο κι αγρότες. Γράφοντας εσωτερικά στο Voyage intérieur του (1942), βλέπει τον εαυτό του ως εκπρόσωπο ενός “είδους αντίκα”. Θα ‘βαζε αυτούς τους προγόνους στο Nicolas Breugnon (1919).
     Έγινε δεκτός στην École normale supérieure το 1886, σπούδασε αρχικά φιλοσοφία, αλλά η ανεξαρτησία του πνεύματος τον οδήγησε να την εγκαταλείψει για να μην υποταχθεί στη κυρίαρχη ιδεολογία. Έλαβε το πτυχίο του στην ιστορία το 1889 και πέρασε 2 χρόνια στη Ρώμη, όπου η συνάντησή του με τη Malwida von Meysenbug -που ήτανε φίλη του Νίτσε και του Βάγκνερ- κι η ανακάλυψη των ιταλικών αριστουργημάτων ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη της σκέψης του. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία το 1895, έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα με τη διατριβή Les origines du théâtre lyrique moderne. Histoire de l’opéra en Europe avant Lulli et Scarlatti. Για τις επόμενες 2 10ετίες, δίδαξε σε διάφορα λύκεια στο Παρίσι πριν διευθύνει τη νεοσύστατη μουσική σχολή της École des Hautes Études Sociales από το 1902 ως το 1911. Το 1903 διορίστηκε στη 1η έδρα μουσικής ιστορίας στη Σορβόννη. διηύθυνε για λίγο το 1911 το μουσικό τμήμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Φλωρεντίας.



     Το 1ο του βιβλίο εκδόθηκε το 1902, όταν ήταν 36 ετών. Μες από την υπεράσπιση του λαϊκού θεάτρου, συνέβαλε σημαντικά στον εκδημοκρατισμό του. Ως ανθρωπιστής, αγκάλιασε το έργο των φιλοσόφων της Ινδίας (Συνομιλίες με τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και τον Μαχάτμα Γκάντι). Επηρεάστηκε έντονα από τη φιλοσοφία Vedanta της Ινδίας, κυρίως μέσω των έργων του Swami Vivekananda. Απαιτητικός, αλλά συνεσταλμένος νέος, δεν του άρεσε η διδασκαλία. Δεν ήταν αδιάφορος για τη νεολαία: ο Ζαν-Κριστόφ, ο Ολιβιέ κι οι φίλοι τους, οι ήρωες των μυθιστορημάτων του, είναι νέοι άνθρωποι. Αλλά με πρόσωπα της πραγματικής ζωής, νέους καθώς κι ενήλικες, ο Ρολλάν διατηρούσε μόνο μια μακρινή σχέση. Ήτανε πρωτίστως συγγραφέας. Με τη βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία θα του παρείχε ένα μέτριο εισόδημα, παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο το 1912.
     Ήταν ένας ισόβιος ειρηνιστής, ένας από τους λίγους σημαντικούς Γάλλους συγγραφείς που διατήρησε τις ειρηνιστικές διεθνιστικές αξίες του και μετακόμισε στην Ελβετία. Διαμαρτυρήθηκε για τον Α’ Παγκ. Πόλ. στο Au-dessus de la mêlée (1915), Above the Battle (Σικάγο, 1916). Το 1924, το βιβλίο του για τον Γκάντι συνέβαλε στη φήμη του Ινδού μη βίαιου ηγέτη κι οι 2 άντρες συναντήθηκαν το 1931. Ήτανε χορτοφάγος. Τον Μάη του 1922 παρακολούθησε το Διεθνές Συνέδριο Προοδευτικών Καλλιτεχνών κι υπέγραψε την «Ιδρυτική Διακήρυξη της Ένωσης Προοδευτικών Διεθνών Καλλιτεχνών». Το 1928 με τον Ούγγρο μελετητή, φιλόσοφο και πειραματιστή της φυσικής διαβίωσης Edmund Bordeaux Szekely ίδρυσαν τη Διεθνή Βιογενική Εταιρεία για να προωθήσουν και να επεκτείνουν τις ιδέες τους για την ενοποίηση του νου, του σώματος και του πνεύματος. Το 1932 ήταν από τα πρώτα μέλη της Παγκόσμιας Επιτροπής κατά του Πολέμου και του Φασισμού, που οργανώθηκε από τον Willi Münzenberg. Επέκρινε τον έλεγχο που ανέλαβε ο Münzenberg επί της επιτροπής κι ήτανε κατά της έδρας του στο Βερολίνο.


                                       Το σπίτι του

     Μετακόμισε στο Villeneuve, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης για να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Η ζωή του διακοπτόταν από προβλήματα υγείας κι από ταξίδια σ’ εκθέσεις τέχνης. Η επίσκεψή του στη Μόσχα (1935), μετά από πρόσκληση του Γκόρκυ, ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσει τον Ιωσήφ Στάλιν, τον οποίο θεωρούσε τον μεγαλύτερο άνθρωπο της εποχής του. Υπηρέτησε ανεπίσημα ως πρεσβευτής των Γάλλων καλλιτεχνών στη Σοβιετική Ένωση. Αν και θαύμαζε τον Στάλιν, προσπάθησε να παρέμβει ενάντια στις διώξεις των φίλων του. Προσπάθησε να συζητήσει τις ανησυχίες του μαζί του και συμμετείχε στην εκστρατεία για την απελευθέρωση του ακτιβιστή και συγγραφέα της Αριστερής Αντιπολίτευσης Βίκτορ Σερζ κι έγραψε στον Στάλιν ζητώντας επιείκεια για τον Νικολάι Μπουχάριν. Στη διάρκεια της φυλάκισης του Σερζ (1933–1936), ο Ρολλάν είχε συμφωνήσει να χειρίζεται τις δημοσιεύσεις των γραπτών του στη Γαλλία, παρά τις πολιτικές τους διαφωνίες. Το 1937 επέστρεψε για να ζήσει στο Vézelay, που, το 1940, καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Στη διάρκεια της κατοχής απομονώθηκε σε απόλυτη μοναξιά. Χωρίς να σταματήσει ποτέ το έργο του, το 1940, τελείωσε τα απομνημονεύματά του. Έβαλε επίσης τις τελευταίες πινελιές στη μουσική του έρευνα για τη ζωή του Λούντβιχ φον Μπετόβεν. Λίγο πριν από το θάνατό του, έγραψε το Péguy (1944), που εξετάζει τη θρησκεία και τον σοσιαλισμό μες από το πλαίσιο των αναμνήσεών του.
     Το 1921, ο στενός του φίλος, ο Αυστριακός συγγραφέας Stefan Zweig δημοσίευσε τη βιογραφία του (στα αγγλικά Romain Rolland: The Man and His Works). Ο Τσβάιχ θαύμαζε βαθιά τον Ρολλάν, τον οποίο κάποτε περιέγραψε ως “ηθική συνείδηση της Ευρώπης“, στα χρόνια της αναταραχής και του πολέμου στην Ευρώπη. Ο Zweig έγραψε εκτενώς για τη φιλία του με τον Rolland στην αυτοβιογραφία του (στα αγγλικά The World of Yesterday), συζητώντας, για παράδειγμα, τις αποτυχημένες προσπάθειές τους να οργανώσουν ένα συνέδριο αντιπολεμικών διανοουμένων κι από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα στην ουδέτερη Ελβετία. Ο Βίκτορ Σερζ εκτιμούσε τις παρεμβάσεις του Ρολλάν εκ μέρους του, αλλά τελικά απογοητεύτηκε βαθιά από την άρνηση του Ρολλάν να έρθει σε ρήξη δημόσια με τον Στάλιν και το καταπιεστικό σοβιετικό καθεστώς. Το λήμμα για τις 4 Μαΐου 1945, λίγες εβδομάδες μετά το θάνατο του Ρολλάν, στο Serge’s Notebooks: 1936-1947 σημειώνει με οξύτητα: “Σε ηλικία 70 ετών, ο συγγραφέας του Jean-Christophe επέτρεψε στον εαυτό του να καλυφθεί με το αίμα που χύθηκε από μια τυραννία της οποίας ήτανε πιστός θαυμαστής“.



     Η προσέγγιση του Ρολλάν είναι, ωστόσο, πιο επιθετική από το ποιητικό όραμα του Pottecher για το θέατρο ως υποκατάστατο της κοινωνικής θρησκείας που φέρνει ενότητα στο έθνος. Εκεί κατηγορεί την αστική τάξη για την οικειοποίηση του θεάτρου, προκαλώντας τη παρακμή και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδεολογικής κυριαρχίας της. Προτείνοντας ένα κατάλληλο ρεπερτόριο για το λαϊκό του θέατρο απορρίπτει το κλασσικό δράμα με τη πεποίθηση ότι είναι είτε πολύ δύσκολο είτε πολύ στατικό για να ενδιαφέρει τις μάζες. Βασιζόμενος στις ιδέες του Jean-Jacques Rousseau, προτείνει αντ’ αυτού ένα επικό ιστορικό θέατρο χαράς, δύναμης κι ευφυΐας, που θα υπενθυμίζει στο λαό την επαναστατική του κληρονομιά και θα αναζωογονεί τις δυνάμεις που εργάζονται για μια νέα κοινωνία» (κατά τα λόγια του Bradby και McCormick, παραθέτοντας τον Ρολλάν). Ο οποίος πίστευε ότι οι άνθρωποι θα βελτιώνονταν βλέποντας ηρωικές εικόνες του παρελθόντος τους. Η επιρροή του Rousseau μπορεί να ανιχνευθεί στην αντίληψη του Ρολλάν για το θέατρο ως γιορτή, μια έμφαση που αποκαλύπτει μια θεμελιώδη αντιθεατρική προκατάληψη:

“Το θέατρο υποθέτει ζωές φτωχές και ταραγμένες, ένα λαό που ψάχνει στα όνειρά του ένα καταφύγιο από τη σκέψη. πιο ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι δεν πρέπει να πεινάμε για θέατρο […] Ένας λαός που είναι χαρούμενος και ελεύθερος έχει περισσότερο ανάγκη από γλέντια παρά από θέατρα· θα βλέπει πάντα από μόνος του το ωραιότερο θέαμα“.



     Τα δράματα του Rolland έχουν ανέβει από μερικούς από τους πιο σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες του 20ού αι. συμπεριλαμβανομένων των Max Reinhardt κι Erwin Piscator. Ο Piscator σκηνοθέτησε τη παγκόσμια πρεμιέρα του ειρηνιστικού δράματος του Rolland, The Time Will Come (Le Temps viendra, που γράφτηκε το 1903) στο Central-Theatre του Βερολίνου, το οποίο άνοιξε στις 17 Νοεμβρίου 1922 με μουσική του K. Pringsheim και σκηνικό σχέδιο των O. Schmalhausen και M. Meier. Το έργο πραγματεύεται τις συνδέσεις μεταξύ ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, τη μεταχείριση των εχθρών αμάχων και τη χρήση στρατοπέδων συγκέντρωσης που δραματοποιούνται όλα μέσω ενός επεισοδίου στον πόλεμο των Μπόερ. Ο Πισκάτορ περιέγραψε την αντιμετώπισή του στο έργο ως “εντελώς φυσιοκρατική”, με την οποία επιδίωξε να πετύχει τον μεγαλύτερο δυνατό ρεαλισμό στην υποκριτική και τη διακόσμηση. Παρά το υπερβολικά ρητορικό ύφος του έργου, η παραγωγή αξιολογήθηκε θετικά. Το πιο διάσημο μυθιστόρημα του Rolland είναι η 10-τόμη ακολουθία μυθιστορημάτων Jean Christophe (1904-12), που συγκεντρώνει τα ενδιαφέροντα κι τα ιδανικά του στην ιστορία μιας γερμανικής μουσικής ιδιοφυΐας που κάνει τη Γαλλία δεύτερο σπίτι του και γίνεται όχημα για τις απόψεις του για μουσική, κοινωνικά θέματα και κατανόηση μεταξύ των εθνών. Άλλα μυθιστορήματά του είναι τα Nicolas Breugnon (1919), Clérambault (1920), Pierre et Luce (1920) και το 2ο roman-fleuve του, το 7 τόμο L’âme enchantée (1922–1933). Έγινε καθηγητής ιστορίας στο Lycée Henri IV, στη συνέχεια στο Lycée Louis le Grand, και μέλος της École française de Rome, κατόπιν καθηγητής της Ιστορίας της Μουσικής στη Σορβόννη και καθηγητής Ιστορίας στην École Normale Supérieure.



     Το 1899 ο Rolland ξεκίνησε μια ογκώδη αλληλογραφία με τον Γερμανό συνθέτη Richard Strauss (η αγγλική μετάφραση, που επιμελήθηκε ο Rollo Myers, έχει 239 σελίδες, συμπεριλαμβανομένων κι ορισμένων εγγραφών ημερολογίου). Εκείνη την εποχή, ο Στράους ήταν διάσημος μαέστρος έργων των ΒάγκνερΛιστΜότσαρτ και δικών του ποιημάτων. Το 1905, ο Στράους είχε ολοκληρώσει την όπερα του Σαλώμη, βασισμένη στο έργο στίχων του Όσκαρ Ουάιλντ, που αρχικά γράφτηκε στα γαλλικά. Ο Στράους βάσισε την εκδοχή της στη γερμανική μετάφραση του Χέντβιχ Λάχμαν που είχε δει να εκτελείται στο Βερολίνο το 1902. Σεβόμενος τον Ουάιλντ, ο Στράους ήθελε να δημιουργήσει μια παράλληλη γαλλική εκδοχή, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό κείμενο του Ουάιλντ κι έγραψε στον Rolland ζητώντας τη βοήθειά του σε αυτό το έργο. Ο Rolland ήταν αρχικά απρόθυμος, αλλά ακολούθησε μια μακρά ανταλλαγή, που καταλάμβανε 50 σελίδες της έκδοσης Myers και στο τέλος ο Rolland έκανε 191 προτάσεις για τη βελτίωση του λιμπρέτου Strauss/Wilde. Η γαλλική εκδοχή της Salome που προέκυψε έλαβε τη πρώτη της παράσταση στο Παρίσι το 1907, δύο χρόνια μετά τη γερμανική πρεμιέρα. Στη συνέχεια, τα γράμματα του Rolland συζητούσαν τακτικά τις όπερες του Strauss, συμπεριλαμβανομένης της περιστασιακής κριτικής στον λιμπρετίστα του Strauss, Hugo von Hoffmannsthal: “Λυπάμαι μόνο που ο μεγάλος συγγραφέας που σου δίνει τόσο λαμπρά λιμπρέτα πολύ συχνά στερείται την αίσθηση του θεάτρου“.
     Ο Rolland ήταν ειρηνιστής και συμφώνησε με τον Strauss όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να υπογράψει το Μανιφέστο των Γερμανών καλλιτεχνών και διανοουμένων που υποστήριζαν τον γερμανικό ρόλο στον Α’ Παγκ. Πόλ. Ο Rolland σημείωσε την απάντηση του Strauss στο ημερολόγιό του για τον Οκτώβρη του 1914: “Οι δηλώσεις για τον πόλεμο και τη πολιτική δεν αρμόζουνε σ’ ένα καλλιτέχνη, που πρέπει να δώσει τη προσοχή του στις δημιουργίες του και στα έργα του.” (Myers σελ. 160)



     Το 1923 ξεκίνησε αλληλογραφία με τον ψυχαναλυτή Sigmund Freud, όπου διαπίστωσε ότι ο θαυμασμός που έδειξε για τον Φρόιντ ανταποκρινόταν εξίσου (ο Φρόυντ διακηρύσσει σε μια επιστολή του: “Ότι μου επέτρεψαν να ανταλλάξω ένα χαιρετισμό μαζί σου θα μείνει μια χαρούμενη ανάμνηση μέχρι το τέλος των ημερών μου“.). Αυτή η αλληλογραφία εισήγαγε τον Φρόιντ στην έννοια του “ωκεάνιου συναισθήματος” που είχε αναπτύξει ο Rolland μέσω της μελέτης του για τον ανατολικό μυστικισμό. Ο Φρόιντ άνοιξε το επόμενο βιβλίο του Πολιτισμός και οι δυσαρέσκειες του (1929) με μια συζήτηση για τη φύση αυτού του συναισθήματος, το οποίο ανέφερε ότι του είχε σημειώσει ένας ανώνυμος φίλος. Αυτός ο φίλος ήταν ο Rolland. Ο Rolland θα παραμείνει μια σημαντική επιρροή στο έργο του Freud, συνεχίζοντας την αλληλογραφία τους μέχρι το θάνατο του Freud το 1939.

ΡΗΤΑ:

“Για την ελεύθερη σκέψη υπάρχει κάτι ακόμα πιο αφόρητο στα όσα υποφέρουν τα ζώα από τα όσα υποφέρουν οι άνθρωποι. Γιατί με τους δεύτερους είναι τουλάχιστον παραδεκτό ότι το να υποφέρουν είναι κάτι το κακό και ότι το πρόσωπο που το προκαλεί είναι εγκληματίας. Αλλά χιλιάδες ζώα σφάζονται χωρίς λόγο κάθε μέρα χωρίς υποψία τύψεων. Αν κάποιος αναφερόταν σε αυτή την κατάσταση, θα σκεφτόμαστε ότι είναι γελοίος. Και αυτό είναι το ασυγχώρητο έγκλημα. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να δικαιολογήσει όλα τα βάσανα των ανθρώπων. Φωνάζει για εκδίκηση πάνω στο ανθρώπινο γένος.” (Ζαν Κριστόφ)

“Αν υπάρχει ένας τόπος πάνω στη Γη όπου όλα τα όνειρα του ανθρώπινου γένους έχουν βρει ένα σπίτι από τις πρώτες ήδη ημέρες που ο άνθρωπος άρχισε το υπαρξιακό του όνειρο, αυτό είναι η Ινδία… Για πάνω από τριάντα αιώνες, το δένδρο του οράματος με όλες τις χιλιάδες των κλαδιών του… …έχει φυτρώσει σε αυτή τη γη, την καιόμενη μήτρα των θεών. Κι αυτοανανεώνεται ακούραστα χωρίς να δείχνει σημάδια φθοράς.” (Η ζωή του Ραμακρίσνα)

“Το αληθινό βενταντικό πνεύμα δεν αρχίζει με ένα σύστημα προκατασκευασμένων ιδεών. Κατέχει απόλυτη ελευθερία και απαράμιλλο θάρρος ανάμεσα στις θρησκείες ως προς τα δεδομένα και τις ποικίλες υποθέσεις που έχει διατυπώσει για τον συντονισμό τους. Μη έχοντας παρεμποδιστεί από μία τάξη ιερατείου, ο κάθε άνθρωπος ήταν εντελώς ελεύθερος να αναζητήσει οπουδήποτε ήθελε για την πνευματική εξήγηση του θεάματος του Σύμπαντος.” (Η ζωή του Βιβεκανάντα)

“-Υπάρχουν μερικοί νεκροί που είναι πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς. -`Οχι, όχι! Θα ήταν σωστότερο να πεις ότι υπάρχουν μερικοί ζωντανοί που είναι πιο νεκροί από τους νεκρούς. -Πιθανόν. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν παλαιά πράγματα που είναι ακόμα νέα. -Τότε, αν είναι ακόμα νέα, μπορούμε να τα ανακαλύψουμε για τον εαυτό μας… Αλλά δεν το πιστεύω. Αυτό που υπήρξε καλό κάποτε, δεν είναι ποτέ καλό και πάλι.” (Ζαν Κριστόφ).



“Αυτοί όλοι οι νεαροί εκατομμυριούχοι ήταν αναρχικοί, φυσικά: όταν ένας άνθρωπος κατέχει τα πάντα, αποτελεί την υπέρτατη πολυτέλεια γι’ αυτόν να αρνηθεί την κοινωνία, επειδή με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποφύγει τις ευθύνες του απέναντί της.” (Ζαν Κριστόφ)

Είναι αδύνατη η συζήτηση με κάποιον που προσποιείται πως δεν ψάχνει την αλήθεια αλλά τη κατέχει ήδη.

Ευτυχία είναι να ξέρεις τα όριά σου και να σου αρέσουν.

Βρίσκω τον πόλεμο αποκρουστικό, αλλά αυτοί που τον εγκωμιάζουν χωρίς να συμμετέχουν σ’ αυτόν, είναι ακόμα περισσότερο.

Ήρωας είναι αυτός που κάνει ό,τι μπορεί.

Μοιρολατρία είναι η δικαιολογία των ψυχών που δεν έχουν θέληση.

Τελικά έμαθα τι ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα: οικονομικά προβλήματα.

Ένα ελάττωμα ομολογημένο κι ήδη αναγνωρισμένο είναι κατά το μισό διορθωμένο.

Η ευημερία δεν φέρνει χαρά και δεν γοητεύει παρά μόνο κείνους για τους οποίους είναι καινούρια.

Ο ασίγαστος πόθος για μια νέα ζωή, για περισσότερη δικαιοσύνη και για ανθρωπιά, ποτέ δεν θα καταπνίγει. Χίλιες φορές κι αν συντριφτεί, θα ξαναγεννηθεί από τις φλόγες, χίλιες και μία.

Όπου υπάρχει ο θάνατος, εκεί δεν υπάρχει καθόλου τέχνη. Τέχνη είναι η ζωή.

Σήμερα, η αλήθεια εκφράζεται καλύτερα απ’ τους ανθρώπους της επιστήμης. Αυτοί είναι οι μεγάλοι ποιητές.

ΕΡΓΑ:

Amour d’enfants (Παιδικοί έρωτες, 1888)
Les Baglioni (Οι Μπαλιόνι, 1891), ανέκδοτο μέχρι τον θάνατο του Ρολλάν
Empédocle (Εμπεδοκλής, 1891), ανέκδοτο μέχρι τον θάνατο του Ρολλάν
Orsino (1891), ανέκδοτο μέχρι τον θάνατο του Ρολλάν
Le Dernier Procès de Louis Berquin (Η τελευταία δίκη του Λουί Μπερκέν, 1892)
Les Origines du théâtre lyrique moderne (Οι απαρχές του σύγχρονου λυρικού θεάτρου, 1895), εμπεριστατωμένη πραγματεία βραβευμένη από τη Γαλλική Ακαδημία
Histoire de l’opéra avant Lully et Scarlatti (Ιστορία της όπερας στην Ευρώπη προ των Λούλλυ και Σκαρλάττι, 1895), Διατριβή για το διδακτορικό του της φιλολογίας
Cur ars picturae apud Italos XVI saeculi deciderit (Γιατί παρήκμασε η ζωγραφική των Ιταλών τον 16ο αιώνα, 1895)
Saint-Louis (Άγιος Λουδοβίκος, 1897)
Aërt (1897), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Les Loups (Οι λύκοι, 1898), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Le Triomphe de la raison (Ο θρίαμβος της λογικής, 1899), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Georges Danton ( Ζωρζ Νταντόν, 1899), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Le Poison idéaliste (Το ιδεαλιστικό δηλητήριο, 1900)
Les Fêtes de Beethoven à Mayence (Οι γιορτές του Μπετόβεν στο Μάιντς, 1901)
Le Quatorze Juillet (Η Δεκάτη Τετάρτη Ιουλίου, 1902), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Jean-François Millet (Ζαν Φρανσουά Μιγέ, 1902)
Vie de Beethoven (Η ζωή του Μπετόβεν, 1903)
Le temps viendra (Θα έρθει η ώρα, 1903), δράμα
Le Théâtre du peuple (Το Θέατρο του λαού, 1903), δοκίμιο για τον εκδημοκρατισμό της τέχνης του θεάτρου
La Montespan ( Η Μοντεσπάν, 1904), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Jean-Christophe (Ζαν Κριστόφ, 1904 – 1912), δεκάτομο μυθιστόρημα διαιρούμενο σε τρεις “σειρές”: Jean-Christophe, Jean-Christophe à Paris, και Fin du voyage μτφ. Γ.Πράτσικας (εκδ. “Γκοβόστης”)



Α. Jean-Christophe
1. L’Aube (Η Αυγή, 1904)
2. Le Matin (Το πρωί, 1904)
3. L’Adolescent (Ο έφηβος, 1904)
4. La Révolte (Η εξέγερση, 1905)
Β. Jean-Christophe à Paris
1. La Foire sur la place (Το πανηγύρι στην πλατεία, 1908)
2. Antoinette (Αντουανέτα, 1908)
3. Dans la maison (Μέσα στο σπίτι, 1908)
Γ. Fin du voyage
1. Les Amies (Οι φίλες, 1910)
2. Le Buisson ardent (Η φλεγομένη βάτος, 1910)
3. La Nouvelle Journée (Η νέα ημέρα, 1912)
Vie de Michel-Ange (Η ζωή του Μιχαήλ Αγγέλου, 1907)
Musiciens d’aujourd’hui (Σύγχρονοι μουσικοί, 1908)
Musiciens d’autrefois (Μουσικοί του παρελθόντος, 1908)
Haendel (Χαίντελ, 1910)
La Vie de Tolstoï (Η ζωή του Τολστόι, 1911)
L’Humble Vie héroïque (Η ταπεινή ζωή του ήρωα, 1912)
Au-dessus de la mêlée (Πάνω από τη μάχη, 1915), πασιφιστικό μανιφέστο
Salut à la révolution russe (Χαιρετισμός στη Ρωσική Επανάσταση, 1917)
Pour l’internationale de l’Esprit (Για την Διεθνή του Πνεύματος, 1918)
L’Âge de la haine (Η εποχή του μίσους, 1918)



Colas Breugnon (Κολά Μπρενιόν, 1919), μια ιστορία από τη Βουργουνδία
—μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. “Κραναός”)
Liluli (1919), θεατρικό έργο
Déclaration de l’indépendance de l’Esprit (Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του πνεύματος, 1919)
Les Précurseurs (Οι πρόδρομοι, 1919)
Clérambault (1920), αντιμιλιταριστικό μυθιστόρημα
Pierre et Luce(1920), μυθιστόρημα
Pages choisies (Επιλεγμένες σελίδες, 1921)
La Révolte des machines (Η επανάσταση των μηχανών, 1921)
L’Âme enchantée (Η μαγεμένη ψυχή, 1922-1933), μυθιστόρημα
—μτφ. Νικηφόρος Βρεττάκος (εκδ. “Σύψα”)
1. Annette et Sylvie (Αννέτα και Σύλβια, 1922)
2.L’Été (Το καλοκαίρι, 1924)
3. Mère et fils (Μητέρα και γιος, 1927)
4. L’Annonciatrice (Η Ευαγγελίστρια, 1933)
Les Vaincus (Οι νικημένοι, 1922)
Mahatma Gandhi (1924)
Le Jeu de l’amour et de la mort (Το παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, 1925) – μτφ. Τάκης Μπάρλας – εκδ. Γκοβόστης χ.χ
Pâques fleuries (Κυριακή των Βαΐων, 1926)
Léonides (1928)


                                     Η Τελευταία Κατοικία

De l’Héroïque à l’Appassionata (Από την Eroica στην Appassionata, 1928)
Essai sur la mystique de l’action (Μελέτη του μυστικισμού της δράσης, 1929)
L’Inde vivante (Η ζωντανή Ινδία, 1929), δοκίμια
Vie de Ramakrishna (Η ζωή του Ραμακρίσνα, 1929), δοκίμια
Vie de Vivekananda (Η ζωή του Βιβεκανάντα, 1930), δοκίμια
L’Évangile universel (Το παγκόσμιο Ευαγγέλιο, 1930), δοκίμια
Goethe et Beethoven (Γκαίτε και Μπετόβεν , 1930), δοκίμια
Quinze Ans de combat (Δεκαπέντε χρόνια μάχης, 1935)
Compagnons de route (Συνοδοιπόροι, 1936)
Le Chant de la Résurrection (Το Τραγούδι της Ανάστασης)
Valmy (Βαλμύ, 1938)
Les Pages immortelles de J.-J.Rousseau (Οι αθάνατες σελίδες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, 1938)
Robespierre (Ροβεσπιέρος, 1939), ιστορικό-φιλοσοφικό δράμα
Le Voyage intérieur (Το εσωτερικό ταξίδι, 1942)
La Cathédrale interrompue (Ο ημιτελής Καθεδρικός)
1. La Neuvième Symphonie (Η Ενάτη Συμφωνία, 1943)
2. Les Derniers Quatuors (Τα τελευταία κουαρτέτα, 1943)
3. Finita Comœdia (Η κωμωδία τέλειωσε, 1945, μεταθαν.)
Péguy (Πεγκύ, 1945, μεταθαν.)

========================

                               To Xάραμα  (L’ Aube)

       (σκόρπια αποσπ. από το 1ο βιβλίο τουΖαν Κριστόφ)

Η αηδία που του προκάλεσαν οι παλιές συνθέσεις του, πού ‘χαν γραφτεί χωρίς πάθος, τον ανάγκασε με τη συνηθισμένη υπερβολή του ν’ αποφασίσει να μη γράψει τίποτα πια αν δεν τον πιέσει μια βαθιά ανάγκη για να το γράψειˑ και, παρατώντας το κυνήγημα των ιδεών, ορκίστηκε να παραιτηθεί για πάντα απ’ τη μουσική, αν η δημιουργία δεν του επιβαλλόταν με κεραυνούς.
Μιλούσε έτσι, γιατί ήξερε καλά πως η καταιγίδα ερχόταν. Ο κεραυνός πέφτει όπου θέλει κι όταν θέλει. Υπάρχουν όμως κορφές που τον τραβάνε. Κάποιοι τόποι -κάποιες ψυχές- είναι εστίες καταιγίδων: τις δημιουργούν ή τις τραβάνε απ’ όλα τα σημεία του ορίζονταˑ και το ίδιο κάποιοι μήνες του έτους, κάποιες ηλικίες της ζωής, είναι τόσο κορεσμένοι από ηλεκτρισμό, που οι κεραυνοί ξεσπάνε πάνω τους, αν όχι θεληματικά, τουλάχιστον στην ώρα που τους περιμένεις.
Ολάκερο το είναι τεντώνεται. Συχνά, μέρες και νύχτες, η καταιγίδα ετοιμάζεται. Ένα καυτερό, λευκό νεφέλωμα σκεπάζει τον ουρανό. Ούτε πνοή. Ο ακίνητος αέρας κοχλάζει, φαίνεται να βράζει. Η γη σωπαίνει, τσακισμένη από νάρκη. Το μυαλό βουίζει από πυρετό: ολάκερη η φύση περιμένει την έκρηξη της δύναμης που μαζεύεται, το χτύπημα του σφυριού που σηκώνεται βαριά για να ξαναπέσει μεμιάς στο αμόνι των σύγνεφων. Μεγάλες, σκοτεινές και θερμές σκιές περνούνˑ ένας πύρινος άνεμος υψώνεται! τα νεύρα ανατριχιάζουν σ’ όλο το κορμί, σαν φύλα… Ύστερα η σιωπή απλώνεται πάλι. Ο ουρανός εξακολουθεί να κλωσάει τον κεραυνό.
Υπάρχει σ’ αυτή την αναμονή μια ηδονική αγωνία. Μ’ όλη τη στεναχώρια που σας πιέζει, νιώθετε να περνάει στις φλέβες σας η φωτιά που καίει το σύμπαν. Η ψυχή μεθυσμένη βράζει μες στο καμίνι, σαν το σταφύλι στο πατητήρι. Χιλιάδες σπόροι ζωής και θανάτου τη βασανίζουν. Τι θα ‘βγει απ’ αυτό; Ούτε το ξέρει. Σαν την γκαστρωμένη γυναίκα, σωπαίνει, με το βλέμμα χαμένο μέσα της, αφουγκράζεται όλο ανησυχία, το σκίρτημα των σπλάχνων της και σκέφτεται: “Τι θα γεννηθεί από μένα;”…
Κάποτε,η αναμονή είναι μάταιη. Η καταιγίδα διαλύεται χωρίς να ξεσπάσει, και ξυπνάς με το κεφάλι βαρύ, απογοητευμένος, νευριασμένος, αηδιασμένος. Δεν είναι παρά μια αναβολή: πάντα θα ξεσπάσειˑ αν δεν είναι σήμερα, θα ‘ναι αύριο όσο πιο πολύ θα ‘χει αργήσει, τόσο θα ‘ναι πιο ορμητική.
Νάτη!… Τα σύννεφα ξεπετάχτηκαν απ’ όλα τα καταφύγια τού είναι, μάζες πυκνές, μαυρογάλαζες, που τις ξεσκίζουν οι φρενιτικοί σπασμοί των αστραπώνˑ προχωρούν με ιλιγγιώδες και βαρύ πέταγμα, κυκλώνοντας τον ορίζοντα της ψυχής, κλείνοντας ξαφνικά τα δυο τους φτερά πάνω στον πνιγμένο ουρανό και σβήνοντας το φως. Ώρα τρέλας!…
Τα στοιχεία αγριεμένα, ξαπολυμένα απ’ το κλουβί όπου τα κρατούν κλεισμένα οι Νόμοι που ασφαλίζουν την ισορροπία του πνεύματος και την ύπαρξη των πραγμάτων, βασιλεύουν άμορφα και κολοσσιαία, μέσα στη νύχτα της συνείδησης.
Νιώθεις την αγωνία. Δεν ποθείς πια να ζήσεις. Δεν ποθείς παρά το τέλος, τον θάνατο που λυτρώνει…
Και ξαφνικά, να η λάμψη!
Ο Κριστόφ ούρλιαζε από χαρά.
Χαρά, φρένιασμα χαράς, ήλιος που φωτίζει κάθε τι που είναι και θα είναι, θεία χαρά να δημιουργείς! Δεν υπάρχει άλλη χαρά παρά στη δημιουργία. Δεν υπάρχει ύπαρξη παρά για κείνους που δημιουργούν. Όλοι οι άλλοι είναι σκιές που κυματίζουν πάνω στη γη, ξένοι στη ζωή. Όλες οι χαρές στη ζωή είναι χαρές δημιουργίας: έρωτας, μεγαλοφυΐα, δράση – αναλαμπές δύναμης που βγαίνουν απ’ το ίδιο μοναδικό καμίνι. Ακόμα κι εκείνοι που δεν μπορούνε να βρούνε θέση γύρω από τη μεγάλη εστία – οι φιλόδοξοι, οι εγωιστές και οι στείροι ακόλαστοι, πασκίζουν να ζεσταθούν στις ξεθωριασμένες αντιφεγγιές της.
Να δημιουργείς στο πεδίο της σάρκας ή στο πεδίο του πνεύματος, είναι να βγαίνεις απ’ τη φυλακή του κορμιού, είναι να ορμάς μέσα στη θύελλα της ζωής, είναι να ΄σαι Εκείνος που Είναι. Να δημιουργείς, είναι να σκοτώνεις το θάνατο.
Αλίμονο στο άγονο πλάσμα που μένει μονάχο και χαμένο στη γη, ατενίζοντας το ξεραμένο του κορμί και τη νύχτα που είναι μέσα του, απ’ όπου καμιά φλόγα ζωής δεν θα ξεπεταχτεί ποτέ! Αλίμονο στην ψυχή που δε νοιώθει τον εαυτό της γόνιμο, βαρύ από ζωή κι αγάπη, σα λουλουδιασμένο δέντρο την άνοιξη! Ο κόσμος μπορεί να τη γεμίσει με τιμές κι ευτυχίες: στεφανώνει ένα πτώμα.
Όταν ο Κριστόφ άστραφτε απ’ την αχτίδα του φωτός, μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνούσε το κορμί τουˑ έτρεμε από κατάπληξη. Ήταν σάμπως, μέσα στην απέραντη θάλασσα, μέσα στη βαθιά νύχτα, ν’ αντίκριζε ξαφνικά τη γη. Ή, σάμπως, περνώντας ανάμεσα από πλήθος, να δεχόταν το τράνταγμα δυο βαθιών ματιών. Συχνά, αυτό τύχαινε ύστερα από ώρες κατάπτωσης, όπου το μυαλό του βολόδερνε, απελπιστικά μες στο κενό. Μα πιο συχνά ακόμα σε στιγμές όπου σκεφτόταν κάτι άλλο, μιλώντας με τη μητέρα του ή περπατώντας στο δρόμο. Αν βρισκόταν στο δρόμο, η ευπρέπεια τον εμπόδιζε να εκδηλώσει πάρα πολύ ζωηρά τη χαρά του. Μα στο σπίτι τίποτα δεν τον συγκρατούσε πια. Χτυπούσε τα πόδια τουˑ σάλπιζε μια φανφάρα θριάμβου. Η μάνα του το γνώριζε καλά και στο τέλος είχε μάθει τι σήμαινε αυτό. Έλεγε στον Κριστόφ πως έμοιαζε με κότα που ‘χε γεννήσει. […]
[…] Δεν ήταν παρά μια αστραπήˑκάποτε, ερχόντανε κι άλλες, η μια πίσω απ’ την άλλη: και καθεμιά φώτιζε κι άλλες γωνιές της νύχτας. Μα συνήθως, η ιδιότροπη δύναμη, αφού είχε εκδηλωθεί μια φορά, έτσι ξαφνικά, εξαφανιζόταν για πολλές μέρες στα μυστηριακά της καταφύγια, αφήνοντας πίσω της μια φωτεινή γραμμή. […]
Ξαφνικά, όπως ανοίγει ένα φράγμα, πίσω του, στην αυλή, ένας καταρράκτης νερού, μια βροχή πυκνή, πλατιά, κάθετη, κατρακύλησε. Ο ακίνητος αγέρας αναρρίγησε. Το ξερό και σκληρό χώμα αντήχησε σαν καμπάνα. Και το απέραντο άρωμα της φλογισμένης και θερμής σαν ένα κτήνος, γης, η μυρουδιά των λουλουδιών, των φρούτων και της ερωτευμένης σάρκας, υψώθηκε σ’ ένα σπασμό μανίας και ηδονής. Ο Κριστόφ, μέσ’ στη φρεναπάτη του, τέντωσε όλο του το είναι και ρίγησε ως τα σπλάχνα του. Τρεμούλιασε… Ο πέπλος σκίστηκε. Ήταν ένα θάμπωμα. Μες στη λάμψη της αστραπής, είδε στο βάθος της νύχτας, είδε -έγινε θεός. Ο θεός μέσα τουˑ ο θεός έσπαζε το ταβάνι της κάμαρας, τους τοίχους του σπιτιούˑ ο θεός έκανε να τρίζουν τα όρια του όντος· γέμιζε τον ουρανό, το σύμπαν, το μηδέν. Ο κόσμος ορμούσε μέσα σ’ Αυτόν, σαν καταρράκτης. Μες στην φρίκη και στην έκσταση αυτού του γκρεμίσματος, ο Κριστόφ έπεφτε κι αυτός παρασυρμένος απ’ το στρόβιλο που σάρωνε και σύντριβε σαν άχερα τους νόμους της φύσης. Έχανε την ανάσα, μεθούσε απ’ την πτώση αυτή μέσα στο θεό… Ο θεός άβυσσος! Ο θεός βάραθρο! Φλόγα τού είναι! Θύελλα της ζωής! Τρέλα να ζεις -άσκοπα, ξέφρενα, παράλογα- για τη μανία της ζωής!…


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *