Κάθε άνθρωπος είναι,
όπως τον έκανε ο Παράδεισος
και μερικές φορές, πολύ χειρότερος…
Βιογραφικό

Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra –Το επώνυμο Σααβέδρα δεν σχετίζεται με την οικογένειά του, αλλά υιοθετήθηκε επισήμως από τον Θερβάντες το 1586-87 κι εμφανίζεται στα έγγραφα που σχετίζονται με το γάμο του με τη Καταλίνα ντε Σαλαθάρ. Το ίδιο επώνυμο έδωσε σε έναν από τους χαρακτήρες του έργου El trato de Alger.), ήταν Ισπανός συγγραφέας, που θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα κι ο κατ’ εξοχήν μυθιστοριογράφος παγκοσμίως. Το έργο του ανήκει χρονικά στη χρυσή ισπανική εποχή (περ. 1492-1648), στην οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική άνθηση στις τέχνες. Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασσικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από 60 γλώσσες κι έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από τον 18ο αι.. Είναι χωρίς καμμία αμφιβολία ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών. Η περιπετειώδης και γεμάτη οδύνες ζωή του κύλησε ανάμεσα στη περίοδο του μεγαλείου της Ισπανίας και στην αρχή της παρακμής της, πράγμα που αποτυπώνεται στο αριστούργημά του. Το έργο αυτό επηρέασε γενιές πεζογράφων, όχι μόνο στον ισπανόφωνο, αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το πιο πολυμεταφρασμένο βιβλίο, μετά τη Βίβλο.
Γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, περίπου 30 χλμ ΒΑ της Μαδρίτης, 4ο από τα συνολικά 7 παιδιά της οικογένειάς του. Για τα νεανικά του χρόνια διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες, μα χαρακτηρίστηκαν από τις πολυάριθμες μετακινήσεις της οικογένειας σε διαφορετικές ισπανικές πόλεις. Τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα του χρονολογούνται το 1568, ενώ το 1ο μυθιστόρημα του, Γαλάτεια, εκδόθηκε το 1585. Από το 1570 και για αρκετά χρόνια, πρόσφερε τις υπηρεσίες του σαν επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου σαν υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα (Marquesa-Μαρκησία), στη πολιορκία της Κέρκυρας (1571), καθώς και στην εκστρατεία της Τύνιδας. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία, εργάστηκε στην Αυλή του Φιλίππου Β’ ως φοροεισπράκτορας, ενώ λίγα χρόνια μετά εκδόθηκε ο Α’ τόμος του Δον Κιχώτη (1605), έργο που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό κόσμο. Το 1607 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του κι έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Γεννήθηκε πιθανώς στις 29 Σεπτέμβρη 1547, ενώ η βάπτισή του, όπως γνωρίζουμε από αρχειακά έγγραφα, πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτώβρη. Λαμβάνοντας υπόψη τη πρακτική της εποχής εκείνης να βαπτίζονται τα νεογνά λίγες μόνο ημέρες μετά τη γέννησή τους, καθίσταται πιθανό και το ενδεχόμενο να γεννήθηκε μία βδομάδα νωρίτερα, μήνα Οκτώβρη. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό της βάπτισης, ως τόπος γέννησής του θεωρείται σήμερα με βεβαιότητα η ισπανική πόλη Αλκαλά ντε Ενάρες, αν κι αρκετά χρόνια πολυάριθμα χωριά ή πόλεις της Ισπανίας διεκδίκησαν τον τίτλο της γενέτειράς του. Καταγόταν από οικογένεια πρώην ευγενών, γιος του χειρουργού και πρακτικού ιατρού, με άστατο βίο, Ροδρίγο ντε Θερβάντες και της Λεονόρ ντε Κορτίνας, πιθανώς εβραϊκής καταγωγής που μετά μεταστράφηκαν στον καθολικισμό. Επιφανή μέλη της οικογένειας Θερβάντες υπήρξαν ο προπάππους του, Ροδρίγο Ντίαθ ντε Θερβάντες, ασχολούμενος μ’ εμπόριο υφασμάτων κι ο παππούς του Χουάν ντε Θερβάντες, νομικός και κατώτερος δικαστικός υπάλληλος.
Από πολύ μικρός αγαπούσε να διαβάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του και να γράφει στίχους. Το 1569 δημοσίευσε το 1ο γνωστό του έργο σε τόμο με ελεγείες για τη Γ’ σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Β’, Ελισσάβετ, που ο πρόωρος θάνατός της είχε βυθίσει στο πένθος ολόκληρη την Ισπανία. Τα νεανικά του χρόνια, που χαρακτηρίστηκαν από συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του σε πολυάριθμες ισπανικές πόλεις όπου εξασκούσε το επάγγελμά του ο πατέρας του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, όπως και για την εκπαίδευσή του. Σύμφωνα με μία διαδεδομένη αντίληψη, εκπαιδεύτηκε για ένα διάστημα στο περιβάλλον Ιησουιτών, πιθανώς στη Κόρδοβα, στη Σεβίλλη ή στη Σαλαμάνκα, ενδεχόμενο που ωστόσο παραμένει υπό αμφισβήτηση. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ισπανών λογοτεχνών της εποχής του, ο Θερβάντες δεν φοίτησε στο πανεπιστήμιο, αν κι από νεαρή ηλικία εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία κι εξελίχθηκε σε δεινό αναγνώστη λογοτεχνικών έργων. Τη περίοδο κατά την οποία η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, φοίτησε κοντά στον ουμανιστή Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος (Juan López de Hoyos), που ξεχώρισε τον Θερβάντες για τη κλίση του στα γράμματα. Σε μια ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Όγιος το 1569, με κεντρικό θέμα το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ του Βαλουά, τον χαρακτήρισε ως αγαπημένο μαθητή του. Στην ίδια συλλογή συναντώνται τα 4 πρώτα δημοσιευμένα ποίηματά του, συνολικά 4 συνθέσεις, μεταξύ των οποίων μία ελεγεία κι ένας επιτάφιος στη μορφή σοννέττου.
Η σύζυγός του, Καταλίνα Ντε Σαλαθάρ
To 1569, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, για λόγους που μέχρι σήμερα παραμένουν άγνωστοι. Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο ισχυρισμό, η φυγή του συνδεόταν με ένα επισήμως καταγεγραμμένο περιστατικό, κατά το οποίο τραυματίστηκε ένας πολίτης ονόματι Αντόνιο ντι Σιγκούρα. Όπως βεβαιώνεται από επίσημο έγγραφο της 15ης Σεπτέμβρη 1569, για τη πράξη αυτή καταδικάστηκε ένας Ισπανός με το όνομα Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ωστόσο δεν θεωρείται βέβαιο πως επρόκειτο πράγματι για το γιο του Ροδρίγο ντε Θερβάντες από το Αλκαλά ντε Εναρές. Η μετάβασή του στην Ιταλία ερμηνεύεται από ορισμένους βιογράφους του ως προσπάθεια φυγής του καταζητούμενου Θερβάντες, ωστόσο, πιθανώς αποτέλεσε απλώς κοινή πρακτική με αυτήν που ακολουθούσαν αρκετοί συμπατριώτες του, προκειμένου να προωθήσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Για σύντομο χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αυλάρχης στον οίκο του Τζούλιο Ακουαβίβα, μετέπειτα καρδινάλιου, στη Ρώμη, όπου είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τη πλούσια πολιτιστική παράδοση της πόλης, την αναγεννησιακή τέχνη, αλλά και με την ιταλική λογοτεχνία. Εκτιμάται ότι η θέση του θα μπορούσε να τού εξασφαλίσει την ανέλιξή του στην παπική Αυλή, ωστόσο την εγκατέλειψε έπειτα από περίπου 15 μήνες και το 1570 ξεκίνησε να υπηρετεί στο πεζικό σώμα του ισπανικού στρατού στη Νάπολι, έδαφος που τότε βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή. Τον Σεπτέμβρη του 1571 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός με το πολεμικό πλοίο Μαρκέσα που ήτανε τμήμα του μεγάλου στόλου υπό τις διαταγές του Δον Χουάν της Αυστρίας και πολέμησε νικηφόρα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (ή Λεπάντο) στις 7 Οκτώβρη, εναντίον του οθωμανικού στόλου, αμφισβητώντας 1η φορά τη κυριαρχία του στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με ανεξάρτητες μαρτυρίες που διασώζονται, η στάση του υπήρξε γενναία, αρνούμενος να περιοριστεί στα μετόπισθεν, παρά το γεγονός πως ήταν προσβεβλημένος από πυρετό. Στη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε 2 φορές στο στέρνο, ενώ 3ος τραυματισμός προκάλεσε μόνιμη βλάβη, αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι. Ο ίδιος, στον πρόλογο του Β’ μέρους του Δον Κιχώτη (1615) περιγράφει με περηφάνεια τη συμμετοχή του στη μάχη, που τη χαρακτήρισε ως τη πλέον ένδοξη των όσων είδαν ή θα δουν οι αιώνες. Στο δε Ταξίδι στον Παρνασσό (1614) υπαινισσόμενος τη κατοπινή επιτυχία του Α’ μέρους του Δον Κιχώτη (1605), αναφέρει ότι στη Ναύπακτο αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι προς δόξαν του δεξιού. H σοβαρότητα των τραυμάτων του φαίνεται από το γεγονός πως, μετά το τέλος της μάχης, παρέμεινε στο νοσοκομείο για περίπου 6 μήνες, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές του.
Η γενέτειρά του
Το 1572 επανήλθε στην υπηρεσία του ισπανικού στρατού στη Νάπολη και τα επόμενα 3 χρόνια συμμετείχε στις εκστρατείες της Κέρκυρας, του Ναυαρίνου και της Τύνιδας. Έπειτα από μία περίοδο ανάρρωσης στη Μεσίνα της Σικελίας, ο Θερβάντες επέστρεψε στην Ισπανία και τον Απρίλη του 1572 πήρε μέρος στην αποτυχημένη εκστρατεία για την κατάληψη της Τύνιδας. Το 1575, υπηρετώντας στη Νάπολη, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά, με αίτημα να προαχθεί στο βαθμό του λοχαγού, παρότι είχε μόλις 5 έτη υπηρεσίας στο στράτευμα. Στις 20 Σεπτέμβρη αναχώρησε με πλοίο για τη Μαδρίτη, προκειμένου να υποστηρίξει το αίτημά του. 6 μέρες μετά, το πλοίο του αποκόπηκε από τα υπόλοιπα και δέχθηκε επίθεση κουρσάρικων καραβιών. Η γαλέρα που έπλεε δέχθηκε επίθεση από πειρατές και συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι, όπου παρέμεινε για 5 έτη ως δούλος. Η αλληλογραφία που έφερε πάνω του πιθανότατα μεγέθυνε την αξία του στα μάτια των κυρίων του, γεγονός που ίσως συνέβαλε στην αύξηση του τιμήματος που έπρεπε να καταβληθεί για την απελευθέρωσή του και στη παράταση της παραμονής του στο Αλγέρι.
Στη διάρκεια των 5 ετών της αιχμαλωσίας του, επιχείρησε ανεπιτυχώς να δραπετεύσει 4 φορές, ως το 1580, οπότε απελευθερώθηκε με την καταβολή λύτρων, προσπάθησε πολλές φορές να δραπετεύσει, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1576 οργάνωσε απόπειρα, αλλά ο ντόπιος που ‘χε πληρωθεί να απελευθερώσει τον Θερβάντες, τον αδελφό του κι άλλους Ισπανούς αιχμαλώτους, τους εγκατέλειψε με αποτέλεσμα να συλληφθούν και να αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη αυστηρότητα. Στις αρχές του 1577, κληρικοί από το Τάγμα του Ελέους έφθασαν στο Αλγέρι με 300 κορόνες, που είχαν συγκεντρώσει οι συγγενείς του Θερβάντες. Τα χρήματα αυτά έφεραν μόνο την απελευθέρωση του αδελφού του Ροδρίγο, που μηχανεύτηκε τολμηρό σχέδιο για την απελευθέρωση και του αδελφού του Μιγέλ. Στα περίχωρα του Αλγερίου, ο άρχοντας της πόλης είχε παραλιακό εξοχικό σπίτι και μέσα στον κήπο υπήρχε μια σπηλιά. Με τη συνδρομή του Ισπανού κηπουρού, που ήταν κι αυτός αιχμάλωτος, ο Θερβάντες κρύφτηκε στη σπηλιά μαζί με άλλους 13 συγκρατούμενούς του, περιμένοντας την άφιξη μιας φρεγάτας που θα τους μετέφερε πίσω στη πατρίδα. Το πλοίο έφθασε όπως ήταν προγραμματισμένο στη διάρκεια της νύχτας, αλλά έγινε αντιληπτό κι οι 14 φυγάδες συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν ενώπιον του κυβερνήτη Χασάν Πασά, ενός Οθωμανού αξιωματούχου, διαβόητου για τη σκληρότητά του. Ο Μιγκέλ στάθηκε θαρραλέα απέναντί του κι ανέλαβε όλη την ευθύνη για την απόδραση των 14. Ο Χασάν εντυπωσιάστηκε από την ηρωική του στάση και τον εξαγόρασε για τη προσωπική του υπηρεσία. Επιχείρησε κι άλλες φορές να αποδράσει, παρότι για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε αλυσοδεμένος. Σε μία από τις απόπειρές του καταδικάστηκε σε 2.000 μαστιγώσεις, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε. Η οικογένειά του συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωσή του. Ο πατέρας του απηύθυνε έκκληση στον βασιλιά, υπενθυμίζοντάς του τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο γιος του, ενώ η μητέρα του συγκέντρωνε χρήματα, τα οποία εμπιστεύθηκε σε δύο μοναχούς του Τάγματος της Αγίας Τριάδας.
Ανέκτησε τελικά την ελευθερία του, τον Σεπτέμβρη του 1580, χάρη στη συνδρομή Τριαδιστών καλόγερων και της οικογένειάς του που κατάφεραν να συγκεντρώσουν το οικονομικό ποσό που απαιτείτο. Οι δύο μοναχοί έφθασαν στο Αλγέρι στις 29 Μάη 1580, ακριβώς τη περίοδο που έληγε η θητεία του Χασάν Πασά. Τα χρήματα ήταν λιγότερα από τα 500 χρυσά δουκάτα που ζητούσε ο Οθωμανός αξιωματούχος, αλλά χριστιανοί έμποροι της πόλης προθυμοποιήθηκαν να καλύψουν τη διαφορά. Έτσι, στις 19 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, ο Θερβάντες, που επρόκειτο να ακολουθήσει τον Χασάν στη Πόλη ως δούλος του, κηρύχθηκε ελεύθερος και του επετράπη να αναχωρήσει από το Αλγέρι. Στις 24 Οκτώβρη 1580, πάτησε επί ισπανικού εδάφους ύστερα από χρόνια κι αμέσως κατευθύνθηκε προς την Μαδρίτη. Αυτή η περιπετειώδης περίοδος της ζωής του αποτυπώθηκε μεταγενέστερα στο λογοτεχνικό έργο του, ειδικότερα στα θεατρικά έργα Τα κάτεργα του Αλγερίου (Los baños de Argel) και H ζωή στο Αλγέρι (El trato de Argel).
Η κατοικία του στο Βαγιαδολίδ
Με την επιστροφή του στη Μαδρίτη άρχισε και πάλι να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα, που όμως δεν τού απέφεραν έσοδα. Έπρεπε να αναζητήσει εργασία έξω από τη λογοτεχνία για τα προς το ζην. Στις 12 Δεκέμβρη 1584 νυμφεύτηκε τη κατά 18 χρόνια νεώτερή του Καταλίνα δε Σαλαθάρ υ Παλάθιος, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων της. Του προσφέρθηκαν ως προίκα μερικοί αμπελώνες κι ένας κήπος με οπωροφόρα δέντρα, ποικιλία από έπιπλα, 4 κυψέλες και 45 πουλερικά. Ένα ή 2 χρόνια νωρίτερα, είχε αποκτήσει μία κόρη, την Ισαμπέλ ντε Σααβέδρα, από μία πρόσκαιρη σχέση του με την Άνα Φράνκα δε Ρόχας ή Άνα ντε Βιγιαφράνκα. Από τη γυναίκα του δεν απέκτησε παιδιά. Τον επόμενο χρόνο, εκδόθηκε το 1ο λογοτεχνικό έργο του, με τίτλο Γαλάτεια (La Galatea), ποιμενικό μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον Ασκάνιο Κολόνα, πιστό φίλο του Τζούλιο Ακουαβίβα, προσδοκώντας πιθανότατα στην αιγίδα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την έκδοση του βιβλίου του, κατάφερε να αποκτήσει περιορισμένη φήμη, υποστηριζόμενος εν μέρει κι από ένα στενό κύκλο λογοτεχνών, χωρίς ωστόσο να γνωρίσει τη καταξίωση που θα ερχόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Οι μοναδικές επανεκδόσεις της Γαλάτειας που τυπώθηκαν ενόσω ήταν εν ζωή, ήταν αυτές του 1590 και 1611, στη Λισαβώνα και το Παρίσι αντίστοιχα. Το 1585, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον θεατρικό επιχειρηματία Γκασπάρ ντε Πόρρας για τη συγγραφή 2 δραματικών έργων, ένα εκ των οποίων ονομάστηκε Η σύγχυση (La Confusa) κι αποτελούσε κατά τον Θερβάντες το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, στη περίοδο αυτή ολοκλήρωσε περισσότερα από 20 θεατρικά έργα, από τα οποία όμως διασώθηκαν μόλις 2 τραγωδίες, Η πολιορκία της Νουμάνθια (El cerco de Numancia) κι Η ζωή στο Αλγέρι (Los tratos de Argel), που χρονολογούνται στη 10ετία του 1580. Ως δραματικός συγγραφέας, δεν διακρίθηκε, ούτε κατάφερε να αποκομίσει οικονομικά οφέλη, την ίδια περίοδο που δέσποζε η ισχυρή παρουσία του Λόπε ντε Βέγκα, με καθοριστική συμβολή στο ισπανικό θέατρο και θεμελιωτής της comedia nueva.
Ο θάνατος του πατέρα του, τον Ιούνιο του 1585, αύξησε τις ευθύνες του και τα οικονομικά του προβλήματα, αφού τώρα πια είχε να φροντίσει μια οικογένεια με πολλές γυναίκες, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι αδελφές του και μία ανιψιά του. Το γράψιμο εξακολουθούσε να μη του προσπορίζει έσοδα. Η αδυναμία του να καταξιωθεί ως λογοτέχνης, τον οδήγησε στην αναζήτηση διαφορετικής κατεύθυνσης και το 1587, διορίστηκε ως υπεύθυνος επισιτισμού κι εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, ενώ τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ισπανίας και μία από τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής. Όμως, η παράνομη κατάσχεση ενός φορτίου σιταριού της Εκκλησίας τού στοίχισε λίγες μέρες φυλάκισης κι ένα αφορισμό. Παράλληλα, συνέχιζε να γράφει και τον Μάη του 1595 κέρδισε το 1ο βραβείο στον ποιητικό διαγωνισμό της Θαραγόθα, με έπαθλο 3 χρυσά κουτάλια. Η οικονομική διαχείριση που επωμίστηκε, επισκιάστηκε από καταχρήσεις, υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, που φυλακίστηκε το 1592 για 2 μέρες στο Κάστρο ντελ Ρίο. Από το 1594 μέχρι το 1596, εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας μ’ έδρα την Ανδαλουσία, αντιμετωπίζοντας εκ νέου τη κατηγορία της κατάχρησης, που τον οδήγησε σε νέα φυλάκιση, αυτή τη φορά στη Σεβίλλη. Τον Σεπτέμβρη του 1597 επειδή παράκουσε διαταγή να παρουσιαστεί στη Μαδρίτη εντός 20 ημερών, φυλακίστηκε μέχρι τον Απρίλη του 1598. Στον πρόλογο που συνόδευσε τον Α’ τόμο του Δον Κιχώτη, αφήνει να εννοηθεί πως πιθανώς συνέλαβε την ιδέα του έργου στη περίοδο της φυλάκισής του.
Πίνακας που τονε δείχνει φυλακισμένο από πειρατές
Το Γενάρη του 1605 εκδόθηκε το σημαντικότερο ίσως έργο του, 0 ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα, γνωστό περισσότερο ως Δον Κιχώτης. Το μυθιστόρημα είχε αξιοσημείωτη επιτυχία και μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχαν τυπωθεί 2 εκδόσεις του στη Μαδρίτη και τη Λισαβόνα, καθώς και μία έκδοση στη Βαλένθια. O Θερβάντες είχε ήδη παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του μυθιστορήματος στον Ισπανό εκδότη Φρανθίσκο ντε Ρόβλες, για άγνωστο χρηματικό ποσό, με αποτέλεσμα να μην επωφεληθεί οικονομικά από τη μεταγενέστερη επιτυχία και τις πολλαπλές εκδόσεις του. Σημαντική οικονομική ενίσχυση του πρόσφεραν ο προστάτης του, Κόντε ντε Λεμός κι ο αρχιεπίσκοπος Τολέδο Μπερνάρδο ντε Σαντοβάλ ι Ρόχας. Ο Θερβάντες αφιέρωσε στον 1ο ορισμένα από τα έργα του, μεταξύ αυτών και το Β’ τόμο του Δον Κιχώτη. Παρά το γεγονός πως άρχισε να αναγνωρίζεται στο λογοτεχνικό κόσμο σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, η τελευταία περίοδος της ζωής του υπήρξε η πιο δημιουργική.
Το 1613 εκδόθηκαν οι Υποδειγματικές νουβέλες (Novelas ejemplares), σειρά διηγημάτων που συνιστούσαν την απαρχή της σύντομης αφήγησης στη καστιλλιάνικη λογοτεχνία. Στον πρόλογο της έκδοσης, αποκάλυψε πως πρόθεσή του ήταν η συγγραφή διηγημάτων που να μην είναι μεταφράσεις ή μεταφορές έργων ξένων δημιουργών, αναγνωρίζοντας πως ήταν ο 1ος που έγραψε νουβέλες στη γλώσσα της Καστίλλης, που τις ονόμασε “υποδειγματικές” για τον διδακτικό χαρακτήρα τους. Ο χρόνος της συγγραφής τους δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε το Ταξίδι στον Παρνασσό, ένα μακροσκελές αλληγορικό ποίημα, στον πρόλογο του οποίου ξεχωρίζει η ομολογία του σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο είδος της ποίησης. Το 1615 εκδόθηκαν 8 θεατρικά έργα του, γνωστά ως οι Οκτώ κωμωδίες (Ocho comedias, y ocho entremeses nuevos), συνοδευόμενα από ισάριθμα κωμικά ιντερμέτζα, σύντομα μέρη που απαγγέλλονταν συνήθως στα διαλείμματα των θεατρικών πράξεων. Η έκδοσή τους συνδέεται πιθανώς με το γεγονός πως δεν υπήρξε ενδιαφέρον ώστε να παρουσιαστούν σε θεατρικές σκηνές. Από το 1614 θα πρέπει να ξεκίνησε κι η συγγραφή του Β’ τόμου του Δον Κιχώτη. Τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους εκδόθηκε πλαστή έκδοσή του, από τον Αλόνσο Φερνάντεθ ντε Αβεγιανέδα (Alonso Fernández de Avellaneda), γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του, που μάλιστα εκδηλώθηκε στον πρόλογο της πραγματικής έκδοσης του έργου (1615). Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησαν ανατυπώσεις του στις Βρυξέλλες, στη Βαλένθια και στη Λισαβόνα, ενώ οι 1ες μεταφράσεις του ολοκληρώθηκαν το 1618 και το 1620, στη Γαλλική κι Αγγλική γλώσσα αντίστοιχα.
Ένας καυγάς με μαχαιρώματα έξω από το σπίτι του στο Βαγιαδολίδ τον Ιούνιο του 1605, γεγονός που οδήγησε αυτόν και τους δικούς του στη φυλακή ως υπόπτους, του θύμισε ότι εξακολουθούσε να ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες. Για 3 ολόκληρα χρόνια ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό ο Θερβάντες χάθηκε από τον κόσμο, για να ξαναεμφανιστεί το 1608 στη Μαδρίτη. Εκεί τον περίμεναν καινούργιοι μπελάδες νομικού χαρακτήρα γύρω από πολλά και ποικίλα οικονομικά και οικογενειακά ζητήματα. Ο σωτήρας του ήταν τελικά ο Κόμης Λέμος, αντιβασιλιάς της Νεάπολης, που τον βοήθησε να ξεπεράσει τα οικονομικά του προβλήματα και να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο γράψιμο τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ο Θερβάντες πέθανε 22 Απρίλη 1616. Η 23η Απριλίου ήταν η ημερομηνία της ταφής του, όπως βεβαιώνει το πιστοποιητικό έγγραφο της εποχής. Το 1617 εκδόθηκαν Τα πάθη του Περσίλεως και της Σιγισμούνδης (Los trabajos de Persiles y Sigismunda, historia setentrional), από τα τελευταία ρομαντικά αφηγήματά του, με σημαντική απήχηση όπως μαρτυρούν οι 8 ισπανικές εκδόσεις που τυπώθηκαν σε διάστημα 2 ετών, καθώς κι οι μεταφράσεις του στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα που ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1619. Στις 11 Ιουνίου 2015 ο Θερβάντες τάφηκε με επίσημη τελετή σε μοναστήρι της Μαδρίτης, σε μνημείο όπου εναποτέθηκαν τα λείψανα που ανευρέθηκαν το 2005 και πιστεύεται ότι ανήκουν στον ίδιο.
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έζησε σε κρίσιμη ιστορική περίοδο της Ισπανίας, όταν άρχιζε να καταρρέει το παλιό καθεστώς της φεουδαρχίας και των ευγενών. Γι’ αυτό σατιρίζει με λεπτή ειρωνεία κείνους που πίστευαν στα παλιά ιδανικά και ήθελαν να νεκραναστήσουν τις δόξες των ιπποτών. Ένας ξεπεσμένος ιππότης της Ισπανίας, ο Αλφόνσο Κιχάνο, που μεταβαπτίζεται από τον συγγραφέα σε Δον Κιχώτη -κιχότε ισπανικά σημαίνει πανοπλία- νομίζοντας πως είναι ο μεγαλοπρεπέστερος και γενναιότερος ιππότης του καιρού του, ντύνεται μία πανάρχαια και σκουριασμένη πανοπλία, καβαλικεύει ένα ψωραλέο άλογο, τον Αχαμνόεντα κι έχοντας για ιπποκόμο του ένα πονηρό και φιλοχρήματο χωριάτη, τον Σάντσο Πάντσα, ξεκινά για να καταπλήξει τον κόσμο με τα κατορθώματά του. Η ξαναμμένη φαντασία του βλέπει παντού εχθρούς, που τους πολεμά και γελοιοποιείται πάντοτε. Το πρώτο χάνι που συναντά, προβάλλει στα μάτια του σαν τεράστιο φρούριο. Μερικοί ανεμόμυλοι του φαίνονται πελώριοι γίγαντες, κοπάδι πρόβατα τα εκλαμβάνει σαν πολυάριθμο στρατό. Τα γεμάτα με κρασί ασκιά ενός πανδοχείου θεωρούνται πελώριοι γίγαντες.
Ο Δον Κιχώτης επιτίθεται εναντίον όλων αυτών και συνεχώς ρεζιλεύεται. Οι ανεμόμυλοι τον παρασύρουν με τα φτερά τους, οι βοσκοί των κοπαδιών τον κυνηγούν με τις πέτρες και τα κατατρυπημένα ασκιά καταβρέχουν με το περιεχόμενό τους τον Σάντσο. Πάντα γελοιοποιημένος, ο Δον Κιχώτης συλλαμβάνεται από τους φίλους του και επιστρέφει στη πόλη κλεισμένος σε κλουβί και φορτωμένος σε άμαξα, που τη σέρνουνε βόδια. Πάντα, όμως, αμετανόητος ξαναφεύγει και φιλοξενείται από ζεύγος ευγενών, που αφού διασκεδάσει μαζί του, τον πείθει να ξαναγυρίσει πίσω στο σπίτι του. Ο Δον Κιχώτης πείθεται τελικά κι όταν πεθαίνει, αφήνει παραγγελία “τα δικά του παθήματα να γίνουν μαθήματα στους άλλους”. Για τον συγγραφέα του Δον Κιχώτη, όλος αυτός ο θρίαμβος είχε ασήμαντη οικονομική σημασία. Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου, θα δανειστεί 450 ρεάλια από τον τυπογράφο του για να τα βγάλει πέρα.
Ο Τάφος Του
ΕΡΓΑ:
1582 El cerco de Numancia – Η πολιορκία της Νουμαντίας (τραγωδία)
1585 La Galatea – Γαλάτεια (ποιμενικό μυθιστόρημα)
1605 (Α’), 1615 (Β’). El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha – Ο μεγαλοφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα
1613 Novelas exemplares (Υποδειγματικές νουβέλες – διηγήματα)
1614 Viage del Parnaso – Ταξίδι στον Παρνασσό (ποίηση)
1615 Ocho comedias, y ocho entremeses nuevos – Oκτώ κωμωδίες κι οκτώ φάρσες
1617 Los trabaios de Persiles y Sigismunda, historia setentrional – Τα Πάθη του Περσίλες και της Σιγισμούντα, Ιστορία βορεινή (μυθιστόρημα)
1615 El laberintο de amor – Ο Λαβύρινθος του έρωτα (θεατρικό έργο)
Όλες οι προσωπογραφίες του Θερβάντες είναι μεταγενέστερες του θανάτου του και προϊόντα της φαντασίας των δημιουργών. Η μοναδική γραπτή περιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών του που είναι γνωστή ανήκει στον ίδιο και περιέχεται στον πρόλογο της έκδοσης των Υποδειγματικών διηγημάτων (1613):
…με ωοειδές πρόσωπο, καστανά μαλλιά, αρυτίδωτο μεγάλο μέτωπο, ζωηρά μάτια, γαμψή αλλά με σωστές αναλογίες μύτη, μικρό στόμα, δόντια όχι για να ειπωθούν πολλά αφού έχει μόλις έξι σε κακή κατάσταση και σε λάθος θέσεις, καθώς ούτε δύο από αυτά δεν είναι διαδοχικά, κορμί μεταξύ των δύο άκρων, ούτε ψηλό ούτε κοντό, με έντονες αποχρώσεις, ελαφρά σκυφτός στους ώμους και με βήμα όχι ιδιαίτερα ανάλαφρο.
_______________________
ΡΗΤΑ:
Άντρες με μεγάλα ταλέντα, ποιητές ή ιστορικοί, σπάνια αποφεύγουν τις επιθέσεις αυτών, που χωρίς να ‘χουνε καθόλου προικίσει τον κόσμο με έργα δικής τους παραγωγής, εντρυφούν στην επίκριση των έργων των άλλων.
Εκείνος που κυκλοφόρησε ένα βιβλίο διέτρεξε πολύ μεγάλο κίνδυνο από τους αναγνώστες του.
Ένα ατομικό αμάρτημα δεν είναι τόσο βλαβερό σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο μια δημόσια ασχήμια.
Η αγάπη κι ο πόλεμος είναι το ίδιο πράγμα… Κι η στρατηγική κι η τακτική το ίδιο εφαρμόσιμες και στα δύο.
Η ανάγκη σπρώχνει σε απονενοημένα διαβήματα.
Η ανάμνηση μιας προηγούμενης δυστυχίας, φέρνει μια καινούρια.
Η αρετή είναι η πραγματική ευγένεια.
Η ενάρετη γυναίκα είναι σαν τον καθρέφτη, που το καθαρό και λαμπερό του κρύσταλλο λερώνεται και σκοτεινιάζει με τη παραμικρότερη πνοή που τ’ αγγίζει.
Η ιστορία είναι θεματοφύλακας μεγάλων πράξεων, μάρτυρας του παρελθόντος, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον.
Η καλλονή μονάχη δεν εμπνέει τον έρωτα, πολλές φορές ευχαριστεί, αλλά δεν προκαλεί στοργή.
Κάθε άνθρωπος είναι όπως τον έκανε ο Παράδεισος και μερικές φορές πολύ χειρότερος.
Οι εκδηλώσεις αγάπης που δεν δυσαρεστούν τις γυναίκες -κι αν ακόμη είναι κι οι πιο απρεπείς-, έστω κι αν αυτοί που τις κάνουν είναι τελείως αδέκαροι, αφήνουν κάποια μικρή ικανοποίηση στις καρδιές τους.
Οι ζηλότυποι τα βλέπουν όλα με μεγεθυντικό φακό, που κάνει τα μικρά να φαίνονται μεγάλα, τους νέους γέροντες και τις υποψίες πραγματικότητες.
Όταν αφήνουμε τον κόσμο τούτο και μας θάβουν κάτω απ’ τη γη, ο πρίγκηπας κατέχει τόσο στενό χώρο όσο κι ο εργάτης.
Ποιος άντρας μπορεί με σιγουριά να υποστηρίξει πως ξέρει, σ’ όλη της την ένταση, την τόσο αινιγματική γυναικεία ψυχή και ποιος μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα σταθεροποιήσει τη τόσο ρευστή της φύση;
Πολύ σπάνια συμβαίνει η ευτυχία να ‘ναι τόσο ολοκληρωμένη και να μη φέρνει μαζί της έστω κι ελάχιστη θλίψη.
Το κάλλος της σεμνής γυναίκας είναι σαν απομακρυσμένη φωτιά ή σαν κοφτερό σπαθί. Ούτε κείνη καίει, ούτ’ αυτό πληγώνει αυτούς που δεν πλησιάζουν.
Ποτέ μη παρακαλάς για κάτι που ‘χεις τη δύναμη να το κερδίσεις.
Να σωπαίνει κείνος που ‘δωσε, να μιλά κείνος που πήρε.
Πάντα μου λέγανε, Σάντσο, ό,τι να κάνεις καλό σε χαμερπείς ανθρώπους είναι σα να χύνεις νερό στη θάλασσα.
Τα γεγονότα, καλέ μου Σάντσο, είναι οι εχθροί της αλήθειας.
Μην αγαπάς αυτό που είσαι, αλλά αυτό που μπορείς να γίνεις.
Τα μάτια, αυτές οι σιωπηλές γλώσσες της αγάπης…
Η απουσία, αυτή η κοινή θεραπεία για την αγάπη…
Η καθυστέρηση πάντα φέρνει κίνδυνο. Και το ν’ αναβάλλεις ένα μεγάλο σχέδιο σημαίνει -συχνά- να το καταστρέφεις.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος από το ν’ απελπιστεί.
Το να ‘σαι έτοιμος είναι μισή νίκη.
Υπάρχουν άνθρωποι που η γνώση των λατινικών δεν τους εμποδίζει να είναι ζώα.
Εκείνες οι δύο θανατηφόρες φράσεις: “δικό μου” και “δικό σου”.
Τί προτιμάς: σοφή τρέλα ή ανόητη λογική;
Είμαστε οι γιοι των πράξεών μας.
Αυτή είναι η γυναικεία φύση: να μην αγαπούν όταν τις αγαπάμε και να αγαπούν όταν δεν τις αγαπάμε.
Ένας άνθρωπος ατιμασμένος είναι χειρότερα από νεκρός.
Είναι άλλο πράγμα να εκθειάζεις τη πειθαρχία κι άλλο να υποκύπτεις σ’ αυτήν.
Μια παροιμία είναι μια μικρή πρόταση βασισμένη σε μια μακρά εμπειρία.
Η πείνα είναι η καλλίτερη σάλτσα του κόσμου.
Δεν γεννιούνται όλοι μ’ έν ασημένιο κουτάλι στο στόμα.
Ο καθένας είναι όπως τον έφτιαξε ο Θεός και συχνά πολύ χειρότερος.
Υπάρχουνε δυο δρόμοι που οι άνθρωποι μπορούν ν’ αποκτήσουνε πλούτη και τιμές: ο ένας με τα γράμματα, ο άλλος με τα όπλα.
Δεν είναι υπάρχει τίποτε πιο διεγερτικό από το να διατάζεις και να σε υπακούν.
Δεν υπάρχει ανθρώπινη ιστορία χωρίς γυρίσματα της τύχης.
Όλοι είναι πάντα πολύ πρόθυμοι να δανείσουν λεφτά στους ανθρώπους της εξουσίας.
Ο έρωτας όπως κι η ιπποσύνη, ανεβάζει όλα τα πράγματα σ’ άλλο επίπεδο.
Σ’ όλες τις δυστυχίες, η μεγαλύτερη παρηγοριά είναι ένας φίλος που μας συμπονά.
Όταν η καλή τύχη χτυπά τη πόρτα, βιάσου να τη προϋπαντήσεις.

==========================
Tα Πάθη Του Περσιλέως Και Της Σιγισμούνδης
(Αφιέρωση & Πρόλογος)
Πριν Απ’ Το Στερνό Ταξίδι
Αφιέρωση: ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΟΝ ΠΕΔΡΟ ΦΕΡΝΑΝΤΕΘ ΔΕ ΚΑΣΤΡΟ, ΚOΜΗTΑ TOY ΛΕΜΟΣ, TOY ΑΝTΡΑΔΕ, TΉΣ ΒΙΛΙAΛΜΠΑΣ, ΜΑΡΚΗΣΙΟ ΤΟΥ ΣΑΡΡΙΑ, ΕΥΓΕΝΉ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΚΟΙΤΩΝΑ ΤΉΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ, ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΉΣ lΤΑΛΙΑΣ, ΕΞΑΡΧΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΕΝΤΟΥ ΤΉΣ ΘΑΡΘΑΣ, ΙΠΠΟΤΉ ΤΟΥ ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΉΣ ΑΛΚΑΝΤΑΡΑΣ*
Εκείνοι οι παμπάλαιοι στίχοι, οι τόσο φημισμένοι ένα καιρό, που αρχινούσαν:
Με το ‘να πόδι στον αναβολέα του αλόγου,
πριν το ταξίδι το στερνό στο στον τάφο,
κυρά μου αυτό το γράμμα τώρα γράφω,
γιατί νεκρός κάλλιο να φύγω από δω
αν πρόκειται να μη σε ξαναδώ.
Άμποτε να μη βγαίνανε τόσο ταιριαστοί με την επιστολή μου αυτή, αφού σχεδόν με τα ίδια λόγια θα μπορούσα κι εγώ να την αρχίσω…
Μου δώσανε χτες τη στερνή Μετάληψη1 και γράφω σήμερα τούτα δω. Ο καιρός λιγοστεύει, η αγωνία πληθαίνει, οι ελπίδες σβήνουνε κι ωστόσο εγώ είμαι ακόμα ζωντανός, μόνο και μόνο από λαχτάρα να ζήσω κι ας ήταν έστω ώσπου να φιλήσω τα πόδια της Αφεντιάς σας, όπου με τόση χαρά, αν έβλεπα την Αφεντιά σας να επιστρέφει με το καλό στν Ισπανία, θα ήταν ίσως αρκετή για να μου ξαναδώσει τη ζωή.
Αν πάλι είναι γραφτό να τη χάσω ας γίνει το θέλημα των ουρανών κι ας ξέρει έστω η Αφεντιά σας αυτή μου την επιθυμία κι ας ξέρει ακόμα πως στο πρόσωπό μου είχε ένα δούλο αφοσιωμένο τόσο, που θα ‘φτανε και πέρα από το θάνατο για να δείξει την αγαθή του προαίρεση.
Παρ’ όλ’ αυτά θέλω. προφητικά σχεδόν, να χαιρετίσω την επάνοδο της Αφεντιάς σας και χαίρομαι ως τα βάθη της καρδιάς μου κάθε που βλέπω να σας δείχνουνε με το δάχτυλο κι είναι διπλή η χαρά που επαληθεύονται οι ελπίδες μου καθώς απλώνεται παντού η φήμη των αγαθοεργιών της Αφεντιάς σας2.
Έχω στο νου μου κάτι λίγα που απομένουν από τα 7ήμερα του κήπου και τον ξακουστό Βερνάρδο κι αν είναι και σταθώ τυχερός -που πια δε θά ‘ναι τύχη, αλλά θαύμα- και μου δώσουν οι ουρανοί ζωή, θα τα δείτε κι αυτά και μαζί το τέλος της Γαλάτειας, που ξέρω πόσο σας άρεσε.
Και με τα έργα τούτα, εύχομαι και πάλι να φυλάει ο Θεός την Αφεντιά σας όπως μπορεί.
Από τη Μαδρίτη στις 19 Απρίλη του έτους χίλια εξακόσια δεκάξι.
Δούλος της Αφεντιάς σας
* Στον ίσχυρο προστάτη του, τον κόμητα του Λέμος, ό Θερβάντες είχε αφιερώσει το 2ο μέρος του Δον Κιχώτη (1615), τα Υποδειγματικά Αφηγήματα (Novelas ejemplares, 1613) και τις Όχτώ Κωμωδίες Κι Οχτώ Ιντερμέδια ( Ocho comedias y ocho entremeses, 1615). Στlς 19 Απρίλη του 1616, 4 μέρες πριν από το θάνατό του, γραφει αυτή τη τελευταία αφιερωση, που συνοδεύει το Los trabajos de Persiles y Sigismunda (Tα πάθη τοϋ Περσιλέως και της Σιγισμούνδης) . Αν, όπως λένε, ό Persiles είναι μισός Περσέας και μισός Αχιλλέας, ο Δον Πέδρο βρίσκεται ακόμα στην Ιταλία ώς Άντιβασιλεuς Νάπολης (1610-1616), γι’ αυτό του εύχεται εμμέσως, να τονε ξαναδεί “με το καλό στην Ισπανία”.
1 Η αλήθεια είναι πως ο Θερβάντες μυρώθηκε με ευχέλαιο. το έσχατο εφόδιο για τους βαριά άρρωστους κι ετοιμοθάνατους καθολικούς κι ανήκει στο τυπικό της Εκκλησίας.
2 Στους προλόγους και στις αφιερώσεις του ο Θερβάντες ανακοίνωνε πάντα τα μελλοντικά του σχέδια -καθώς δούλευε διάφορα βιβλία ταυτόχρονα, προπάντων στα τελευταία χρόνια της ζωής του- κι οι πληροφορίες που έδινε κάθε φορά αποδεικνύονταν ακριβείς. τίποτα δεν σώθηκε από τα έργα που αναγγέλονται εδώ, σχεδόν τελειωμένα: ούτε τα 7ήμερα Του Κήπου, (semanas del jardin, κατά μίμησιν του Δεκαημέρου του Βοκκάκιου, ούτε ο ξακουστός Βερνάρδος (μάλλον ο επικός ήρωας Bernardo del Carpio), ούτε το Β’ μέρος της αγαπημένης του Γαλάτειας.
______________________
Πρόλογος
Έτυχε λοιπόν φίλτατε αναγνώστη και καθώς επιστρέφαμε μαζί με άλλους δυο φίλους, απ’ τα ξακουσμένα μέρη της Εσκιβίας1 -ξακουσμένα για χίλιους δυο λόγους, που ένας είναι τα μεγάλα τζάκια τους κι ακόμη ένας τα τρισμέγιστα κρασιά τους- άκουσα να ‘ρχεται πίσω μου, σπηρουνίζοντας το ζωντανό του με μεγάλη φούρια, ένας που καταπώς φαινότανε, είχε βαλθεί να μας προλάβει και μάλιστα το έδειχνε, γιατί μας φώναζε να μη τρέχουμε τόσο πολύ.
Κοντοσταθήκαμε κι είδαμε να ‘ρχεται, καβάλλα σε μια γαϊδουρίτσα, ένας σπουδαστής ολόιδιος σταχτοπούλι, γιατί ήτανε ντυμένος από πάνω ως κάτω στα γκρίζα, με γκέττες, στρογγυλά παπούτσια, ξίφος, θηκάρι σιδεροντυμένο κι αστραφτερή τραχηλιά με ομοιόμορφες φουντίτσες. Η αλήθεια είναι πως απ’ τις φουντίτσες του είχαν απομείνει όλες κι όλες δυο, γιατί κάθε τόσο η τραχηλιά του γλυστρούσε στο πλάι κι ήτανε μεγάλη φασαεία και μπελάς να τη ξαναφέρει στα ίσια της. Και καθώς έφτανε κοντά μας είπε:
-“Το δίχως άλλο, οι εξοχότητές σας θα ‘χουνε κάποια σπουδαία κρατική ή εκκλησιαστική υπόθεση κάτω στη πόλη2 που βρίσκεται κι ο Θεοφιλέστατος του Τολέδο κι ο Μεγαλειότατος -και πώς αλλιώς να εξηγήσω τη βιασύνη σας, γιατί εμένα να ξέρετε, της γαϊδουρίτσας μου δεν της παραβγαίνει κανείς εύκολα“.
-“Το παλιάλογο του κύριου Μιχαήλ Θερβάντες τα φταίει, γιατί έχει κομμάτι μεγαλούτσικο βηματισμό“, απάντησε στα λόγια του ένας από τους δυο συντρόφους μου.
Με το που άκουσε το όνομα ο σπουδαστής, ξεπέζεψε από το ζωντανό του, γκρεμίζοντας το σελάχι του από τη μια και και το μπαουλάκι του με τα ρούχα από την άλλη, γιατί ταξίδευε μ’ όλ’ αυτά τα μεγαλεία κι ορμώντας κατά πάνω μου έκανε να μου πιάσει το αριστερό χέρι3 και είπε:
-“Α, ναι! αυτός είναι ο σακατεμένος κι ο ακέραιος, ο περιλάλητος, ο πνευματώδης συγγραφέας και τέλος το Αγλάισμα Των Μουσών“.
Όσο για μένα, ακούγοντάς τον να με λούζει μονομιάς με τέτοιους ύμνους και φιλοφρονήσεις, σκέφτηκα πως θα ‘ταν αγένεια να μη του το ανταποδώσω. Πέρασα λοιπόν το χέρι μου στο λαιμό του, όπου λίγο έλειψε να χάσει τη τραχηλιά του άπαξ και δια παντός και του είπα:
-“Είναι ένα λάθος που κάνουνε πολλοί αδαείς θαυμαστές μου. Ο Θερβάντες είμαι, κύριέ μου, αλλά ούτε αγλάισμα των μουσών, ούτε τίποτ’ άλλο απ’ τις κουταμάρες που λέει η Χάρη σου. Μαζέψτε τη γαϊδουρίτσα σας και καβαλικέψτε τη και θα τα πούμε ωραία-ωραία στο λίγο δρόμο που μας απομένει“.
Έτσι κι έκανε ο φιλότιμος σπουδαστής και πάλι πιάσαμε τα γκέμια και με σταθερό βήμα ξαναπήραμε το δρόμο και στο αναμεταξύ ήρθε η κουβέντα στην αρρώστια μου κι ο καλός σπουδαστής μου ‘κοψε επιτόπου και τη τελευταία ελπίδα:
-“Αυτή η αρρώστια” είπε, “λέγεται υδρωπικία4 και δεν μπορεί νας σας γιατρέψει ούτ’ όλο το νερό του Ωκεάνιου Πελάγους5, όσο γλυκά και να το πιείτε. Η Χάρη σας κύριε Θερβάντες, πρέπει να βάλει μέτρο στο πιοτό, αλλά και να μη λησμονεί το φαγητό και θα γιατρευτεί δίχως άλλο φάρμακο“.
-“Πολλοί μου το ‘χουνε πει αυτό” του αποκρίθηκα, “και θα ‘κανα πολύ ευχαρίστως και χωρίς να πίνω απολύτως τίποτα, σα να ‘μουν έτσι από γεννησιμιού μου. Όμως εμένα η ζωή μου τελειώνει κι απ’ ό,τι δείχνει μέρα τη μέρα ο σφυγμός μου, θα τερματίσει τη διαδρομή του το πολύ ως τη Κυριακή6 και μαζί θα τελειώσει κι εμένα η ζωή μου. Σε δύσκολη ώρα έτυχε να με γνωρίσει η Χάρη σας και πια δεν έχω περιθώριο να εκφράσω στη Χάρη σας την ευγνωμοσύνη μου για τη καλωσύνη που μου ‘δειξε“.
Πάνω στην ώρα φτάναμε στη γέφυρα του Τολέδο κι εγώ θα έμπινα στη πόλη από κει ενώ εκείνος θα συνέχιζε ως τη γέφυρα της Σεγκόβια. Κι ό,τι είναι να ειπωθεί γι’ αυτό το περιστατικό θα φροντίσει η φήμη κι οι φίλοι μου δε θα χορταίνουν να το διηγούνται και πιο πολύ δεν θα χορταίνω να το ακούω εγώ.
Τον αγκάλιασα μια φορά ακόμα, μ’ αποχαιρέτησε και κείνος, σπιρούνισε τη γαϊδουρίτσα του κι έφυγε, καβαλλάρης της συμφοράς, αφήνοντάς με σε παρόμοια συφοριασμένη διάθεση είχε δώσει στη πέννα μου μιαν ωραία ευκαιρία να γράψει κάτι έξυπνο, αλλά το κάθε πράγμα στο καιρό του, θα ‘ρθει ο καιρός, ποιός ξέρει πότε, που θα ξαναδέσω τούτο το κομμένο νήμα και θα πω αυτό που λείπει εδώ κι αυτό που πρέπει.
Έχετε γεια χωρατά, έχετε γεια εξυπνάδες, έχετε γειά φίλοι μου που διασκεδάσατε μαζί μου, εγώ όπου να ‘ναι πεθαίνω κι άμποτε να ξανανταμώσουμε όλοι μας με το καλό, στην άλλη ζωή.
___________________
1 Εσκιβία είναι η περιοχή του χωριού της γυναίκας του κι όντως μέχρι σήμερα είναι ξακουστή για τα υπέροχα κρασιά της.
2 Η πόλη που αναφέρει εδώ είναι η Μαδρίτη (El Corte).
3 To αριστερό του χέρι όντως ήτανε σακατεμένο από τον τραυματισμό του στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571).
4 Η υδρωπικία (από καρδιακή ανεπάρκεια ή κίρρωση του ήπατος) ήτανε πολύ συνηθισμένη αιτία θανάτου εκείνες τις εποχές. Ανάμεσα στους μύθους που τη τυλίγαν ήτανε και η άσβεστη δίψα του αρρώστου αλλά κι οι θεραπείες με αυστηρή αποχή από κάθε τι πόσιμο, ακόμα και νερό.
5 Εl Mar Oceano: Ο Ατλαντικός ωκεανός, με τ’ όνομα που ‘χε απ’ τα χρόνια του Κολόμβου.
6 Ο Θερβάντες ήτανε συγκινητικά ακριβής: ξεψύχησε Σάββατο 22 Απρίλη 1616.
____________________
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ
ΚΕΦ 1 Που γίνεται λόγος για το χαρακτήρα και τις ασχολίες του περίφημου άρχοντα Δον Κιχώτη της Μάντσας
Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που τ’ όνομά του δεν θέλω να θυμηθώ, εδώ κι όχι πολύ καιρό ζούσε ένας ευγενής από κείνους που ‘χουνε κοντάρι στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα ξελιγωμένο άλογο κι ένα λαγωνικό σκυλί. Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του σε σούπες με κρέας βραστό που ήταν τις πιο πολλές φορές αρνίσιο παρά γελαδινό, έτρωγε από το ίδιο κρέας το βράδυ, ομελέττα με λαρδί το Σάββατο, φακές τη Παρασκευή και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές. Το υπόλοιπο εισόδημα πήγαινε για το ντύσιμο. Ένα γιλέκο από ύφασμα λεπτό, παντελόνι εφαρμοστό από βελούδο και παπούτσια από το ίδιο ύφασμα για τις γιορτινές μέρες, μια γκρίζα τσόχινη στολή για τις καθημερινές.
Είχε στο σπίτι του μια οικονόμο πάνω από 40 ετών και μια aνηψούλα περίπου 20 καθώς κι έναν υπηρέτη κατάλληλο για όλες τις δουλειές που ήξερε: να σελώνει το άλογο και να δουλεύει το κλαδευτήρι. Ο ευγενής μας ζύγωνε τα πενήντα, είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν κι αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, πρωινός στο ξύπνημα και μερακλής στο κυνήγι. Λένε μερικοί πως το επώνυμο του ήταν Κιχάδας ή Κεσάδας, δεν συμφωνούνε πάνω σ’ αυτό οι βιογράφοι του. Ωστόσο το πιθανότερο είναι να τονε λέγανε Κεχάνα, κατά τους καλλίτερους υπολογισμούς. Δεν έχει όμως σημασία για την ιστορία μας αυτό, φτάνει μόνο να μην απομακρυνθούμε σε κανένα σημείο από την αλήθεια.
Πρέπει να ξέρουμε λοιπόν ότι ο άρχοντας μας, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει -κι αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο, τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση κι ευχαρίστηση, που ξεχνούσε και το κυνήγι, αλλά και τις υποθέσεις του σπιτιού του. Έφτασε μάλιστα σε τέτοια υπερβολή ώστε πούλησε πολλά στρέμματα χωράφια για ν’ αγοράσει ιπποτικά μυθιστορήματα και γέμισε μ’ αυτά όλο του το σπίτι. Πιο πολύ του άρεσαν εκείνα που ‘χε γράψει ο Φελισιάνο ντε Σύλβα. Ήτανε καταμαγεμένος με το ύφος του και θαύμαζε τις ακαταλαβίστικες εκφράσεις του, -στις ερωτικές εξομολογήσεις κυρίως και σε κείνα τα σπαραξικάρδια γράμματα, όπου αφθονούσανε κάτι φράσεις τέτοιου γούστου: “Ο λογισμός του παραλογισμού ων προξενείτε ει το λογικόν μου, εξασθενεί τοσούτον το εν λόγω λογικόν μου, ώστε ουχί άνευ λόγου, παραπονούμαι δια την ωραιότητά σας“. Ή ακόμη σαν κι αυτήν: “Οι αχανείς ουρανοί, οίτινες εκ της θεότητας σας θεϊκώς σας κοσμούν δια των αστέρων, άτινα σας κάμνουν ν’ αξίζετε την αξία ήν αξίζει το μεγαλείον σας“.
Ο φουκαράς ο άρχοντάς μας είχε χάσει το τσερβέλο του με αυτές τις φράσεις. Έστιβε το μυαλό του για να βρει τι ήθελαν να πουν, αλλά κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης αν ανασταινότανε, θα ‘χανε όλη του τη σοφία μπροστά τους. Ωστόσο δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο δον Μπελιάνης πληγώνει και πληγώνεται τόσες φορές γιατί, λέει, όσο σπουδαίοι κι αν ήταν οι γιατροί που τον γιατρεύανε, ήταν όλο του το κορμί γεμάτο σημάδια. Δεν έπαυε ωστόσο να εκτιμά τον συγγραφέα αυτού του μυθιστορήματος, που τελείωνε το έργο του με την υπόσχεση ότι θα συνεχιστούν οι ατελείωτες περιπέτειες του ήρωά του. Πολλές φορές μάλιστα μπήκε στον πειρασμό να κάτσει και να τις αποτελειώσει ο ίδιος. Και σίγουρα, θα το είχε κάνει, με επιτυχία κιόλας, αν δεν τον απασχολούσαν επίμονα κάτι άλλες σκέψεις, πιο σημαντικές. Λογομαχούσε πολλές φορές με τον παπά του χωριού, άνθρωπο λόγιο, που είχε κάνει τις σπουδές του στη Σιγκουένσα, σχετικά με το ζήτημα ποιος ήταν ο καλλίτερος ιππότης: ο ντε Παλμερίνος της Αγγλίας ή ο Αμαντί της Γαλλίας; Ο μαστρο-Νικόλας ωστόσο, κουρέας του χωριού τους, υποστήριζε πως κανείς δεν έφτανε τον ιππότη Φοίβο και πως αν υπήρχε κάποιος να συγκριθεί μαζί του, αυτός ήταν μόνο ο αδερφός του Αμαντί, ο δον Γκαλάορ, που ‘κανε τα πάντα δίχως νάζια και κλαψούρες σαν τον αδερφό του, από τον οποίον άλλωστε δεν υστερούσε καθόλου σε παλληκαριά.
Μ’ ένα λόγο, ο άρχοντας μας είχε τέτοια μανία με το διάβασμα ώστε έμενε νύχτες ξάγρυπνος και περνούσε ολόκληρες ημέρες διαβάζοντας αυτά τα πράγματα. Έτσι, καθώς διάβαζε δίχως να κοιμάται σχεδόν καθόλου, αποκούτιανε κι έχασε την ορθή του κρίση. Η φαντασία του γέμισε μ’ όλ’ αυτά που ‘χε διαβάσει και στο μυαλο του στριφογύριζαν πια όλο μαγείες, τσακωμοί, προκλήσεις, μάχες, πληγές, έρωτες, λάθη και απίστευτες παλαβομάρες. Και σε λίγο, όλες αυτές οι φαντασιώσεις του. φαίνοντας σαν ιστορίες από τις πιο αληθινές που μπορούν να συμβούν. Έλεγε πως ο Σιντ Ρουί Ντιάζ υπήρξε αναμφισβήτητα ένας καλός ιππότης αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον ιππότη της Πύρινης Ρομφαίας που με μια μόνο σπαθιά του κομμάτιαζε δυο πανύψηλους γίγαντες. Εκτιμούσε ακόμη πιο πολύ τον Βερνάρδο ντε Κάπριο γιατί εξόντωσε στη κοιλάδα του Ρονσεβώ το Ρολάνδο, παρόλο που κείνος ήταν μαγεμένος, χρησιμοποιωντας το τεχνασμα που ‘χε μεταχειριστει κι ο Ηρακλής όταν έπνιξε στην αγκαλιά του τον Ανταίο, τον θαυμαστό γιο της Γης. Μίλαγε επίσης με πολύ καλά λόγια για τον γίγαντα Μόργκαν που, αν και καταγόταν από την εγωιστική και αγενέστατη ράτσα των γιγάντων, ήτανε τόσο γλυκομίλητος και καλοαναθρεμένος. Περισσότερο απ’ όλους όμως του άρεσε ο Ρενώ ντε Μποντομπάν, προ πάντων όταν τον έβλεπε να βγαίνει από τον πύργο του και να ρίχνεται κατά πάνω στον καθένα που ‘βρισκε στο δρόμο του, ή όταν πήγαινε στη Μπαρμπαριά κι άρπαζε το είδωλο του Μωάμεθ, που ‘ταν ολόχρυσο, κατά πως λέει ή ιστορία. Όσο για τον προδότη Γκανελόν, θα ‘δινε την οικονόμα του και την ίδια του την ανηψιά, φτάνει να μπορούσε να του κοπανήσει μερικές δυνατές κλωτσιές.
Τελικά, με το μυαλό ολότελα σαλεμένο, του σφηνώθηκε η πιο παράξενη σκέψη που μπορεί να κάνει ένας τρελλός. Πίστεψε ότι το καλλίτερο που μπορούσε να κάνει για το καλό του κράτους και για τη προσωπική του δόξα, ήταν να γίνει περιπλανώμενος ιππότης και να πάρει σβάρνα όλο τον κόσμο, με τα όπλα και τ’ άλογό του, γυρεύοντας περιπέτειες, όπως κάνανε κι οι ιπποτες, που ‘χε σαν παράδειγμα, επανορθώνοντας κάθε είδους αδικία κι εκθέτοντας τη ζωή του σε μεγάλους κινδύνους για ν’ αποχτήσει δόξα αθάνατη. Φανταζότανε κιόλας ο ταλαίπωρος, τον εαυτό του να στέφεται το λιγότερο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, χάρη στη μεγάλη του αξία. Πλημμυρισμένος από τις ευχάριστες αυτές σκέψεις, ενθουσιασμένος με την αλλόκοτη χαρά που ‘νιωθε όταν τις έκανε, δεν είχε στο νου του τίποτ’ άλλο πια παρά πώς να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του το γρηγορότερο δυνατό.
Το πρώτο πράγμα που ‘κανε ήταν να καθαρίσει μια πανοπλία, παμπάλαια και σκουριασμένη από την εποχή των προπάππων του που, για αιώνες, ήτανε πεταμένη σε κάποια γωνιά. Γυάλισε τα διάφορα κομμάτια της και τα ίσιωσε όσο γινότανε καλλίτερα. Παρατήρησε όμως πως από τη περικεφαλαία είχε σωθεί μόνον η κάστα. Με την εφευρετικότητα του συμπλήρωσε αυτή την έλλειψη. Πήρε ένα χοντρό χαρτόνι και συγκολλώντας όλ’ αυτά κατασκεύασε ένα είδος κράνους ή κάτι που ‘μοιαζε τουλάχιστον με κράνος. Αλλ’ όταν θέλησε να δοκιμάσει αν το κράνος του ήταν αρκετά γερό για ν’ αντέχει τις σπαθιές, του κοπάνησε μια δυνατή με το ξίφος και το ‘κανε κομμάτια με τη πρώτη. Έτσι πήγε τζάμπα μια βδομάδα δουλειάς. Δεν του άρεσε καθόλου η λιγοστή αντοχή που ‘δειξε η περικεφαλαία του. Για να διορθώσει το κακό τη ξανάφτιαξε απ’ την αρχή στερεώνοντάς την από μέσα με σιδερένια ελάσματα. Έμεινε λοιπόν ευχαριστημένος και χωρίς να ξανακάνει το πείραμα για να δει αν αντέχει, το πήρε απόφαση πως διαθέτει πια μία τέλεια περικεφαλαία.
Ύστερα πήγε να δει το άλογο του. Παρόλο που το δύστυχο τούτο ζώο είχε στα πόδια του τόσους ρόζους όσες ήταν κι οι κηλίδες του και πιο πολλά κουσούρια κι από το άλογο του Γκονέλα, που ήταν πετσί και κόκκαλο, του φάνηκε κείνου πως δεν θα μπορούσε να συγκριθούν μαζί του ούτε ο Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ούτε ο Μπαμπιεσά του Ελ Σίντ. Έχασε τέσσερις μέρες να του βρει όνομα γιατί δεν ήταν σωστό, κατά τη γνώμη του, το άλογο ενός τόσο σπουδαίου ιππότη και μάλιστα τόσο τέλειο άλογο, να μην έχει ένα όνομα που να το ξέρει όλος ο κόσμος. Προσπάθησε λοιπόν να βρει κάτι που να εκφράζει τι ήτανε προτού το πάρει ο περιπλανώμενος ιππότης και τι είχε γίνει τώρα. Έλεγε πως αφού άλλαξε πια κι ο ίδιος, έπρεπε ν’ αλλάξει όνομα και τ’ άλογό του και να πάρει όνομα σπουδαίο κι εντυπωσιακό, που να ταιριάζει στη νέα του κατάσταση και την αποστολή που θ’ αναλάμβανε. Αφού ‘φερε στο νου χίλια δυο ονόματα που τα συνταίριαζε, τα έκοβε, τα ‘φτιαχνε και τα χάλαγε κάθε τόσο, του ‘δωσε τελικά τ’ όνομα Ροσινάντης, που του φάνηκε πολύ ευγενικό, εύηχο και που ‘δειχνε πως από ‘να κοινότατο πολεμικό άλογο που ‘ταν άλλοτε, είχε γίνει τώρα το πρώτο άλογο του κόσμου.
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για κείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτότανε και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη, πράγμα που δείχνει πως είχανε δίκιο οι χρονικογράφοι της αληθινής αυτής ιστορίας που υποστηρίζουν ότι το πραγματικό του όνομα ήτανε Κιχάδας κι όχι Κεσάδας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι. Ο ήρωας μας ωστόσο θυμήθηκε πως ο Αμαντί δεν περιορίστηκε σ’ ένα σκέτο όνομα αλλά πρόσθεσε σ’ αυτό και τ’ όνομα της πατρίδας του για να το κάνει πιο σπουδαίο κι έγινε ο Αμάντι της Γαλατίας. Θέλησε λοιπόν κι αυτός, σαν καλός ιππότης, να προσθέσει στ’ όνομά του και τ’ όνομα της πατρίδας του κι έτσι έγινε ο Δον Κιχώτης της Μάντσας πιστεύοντας ότι τιμά κατ’ αυτό τον τρόπο και την οικογενεια του και τη γενετειρά του. Αφού λοιπον καλογυάλισε τα όπλα του και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και τ’ άλογό του, το μόνο που του ‘λειπε ήτανε μια κυρία, ευγενής στη καταγωγη για να την ερωτευτει, γιατί περιπλανώμενος ιππότης χωρίς έρωτα, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν κορμί χωρίς ψυχή.
-“Αν” έλεγε από μέσα του, “για τις αμαρτίες μου ή μάλλον για καλή μου τύχη συναντήσω πουθενά κανένα γίγαντα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στους περιπλανώμενους ιππότες και με τη πρώτη κιόλας σπαθιά τονε ρίξω κάτω ή τονε σκίσω στα δυο, αν τέλος πάντων τον νικήσω και μου ζητά έλεος, δεν θα ‘τανε καλό να ‘χω μιαν αγαπημένη για να της τονε στείλω δώρο; Να πάει να τη βρει και γονατίζοντας μπροστά της να της πει με φωνή ταπεινωμενη κι υποταχτικη: «Κυρία είμαι ο γίγαντας Καρακιουλιάμπρο κι άρχοντας του νησιού της Μαλιντράνια, που με νίκησε σε αγώνα τρομερό ο πολυθρύλητος ιππότης Δον Κιχώτης της Μάντσας. Έρχομαι τώρα κατά διαταγή του, να παρουσιαστώ μπροστά στη Χάρη σου και να με κάνει η Μεγαλειότητά σου ό,τι θέλει»”.
Ω πόσο χάρηκε ο καημένος ο ιππότης μας όταν έκανε αυτή την όμορφη σκέψη κι ακόμη περισσότερο όταν βρήκε κείνη που θα γινόταν η αγαπημένη του. Ήτανε καθώς λένε χωριατοπούλα, καλοκαμωμένη που εδώ και καιρό την είχε ερωτευτεί χωρίς αυτή να το ξέρει και χωρίς να νοιάζεται καθόλου. Την έλεγαν Αλντότσα Λορέντσο κι έκρινε καλό να της δώσει τον τίτλο της Δέσποινας των λογισμών του. Έψαξε να της βρει ένα όνομα που να μην είναι λιγότερο ευγενικό από το δικό του και να ταιριάζει σε μία πριγκήπισσα ή μεγάλη κυρία. Την ονόμασε λοιπόν Δουλτσινέα του Τομπόζο, γιατί είχε γεννηθεί σ’ αυτό το μέρος. Ήτανε κατά τη γνώμη του όνομα το ίδιο αρμονικό, παράξενο κι εκφραστικό, όσο κι αυτά που ‘χε βρει για τον εαυτό του και για τ’ άλογό του….
(τέλος αποσπ.)