Shelley Percy Bysshe: Μεγαλοφυής Λόγιος Ποιητής

Βιογραφικό

     Ο Percy Bysshe Shelley ήτανε Βρεττανός συγγραφέας που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ρομαντικούς ποιητές. Ριζοσπαστικός στη ποίησή του καθώς και στις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις, δεν σημείωσε φήμη στη διάρκεια της ζωής του, αλλά η αναγνώριση των επιτευγμάτων του στη ποίηση αυξανόταν σταθερά μετά το θάνατό του κι έγινε σημαντική επιρροή στις επόμενες γενιές ποιητών, όπως Robert BrowningAlgernon Charles SwinburneThomas Hardy και W. B. Yeats. Ο Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ τον περιγράφει ως έναν εξαιρετικό τεχνίτη, ένα λυρικό ποιητή χωρίς αντίπαλο και σίγουρα έναν από τους πιο εξελιγμένους σκεπτικιστές διανόησης που έχουνε γράψει ποτέ ένα ποίημα.
     Η φήμη του διακυμάνθηκε στη διάρκεια του 20ου αι., αλλά τις τελευταίες 10ετίες έχει επιτύχει αυξανόμενη κριτική για τη σαρωτική ορμή της ποιητικής του εικόνας, τη κυριαρχία του στα είδη και τις μορφές στίχων και την περίπλοκη αλληλεπίδραση σκεπτικιστικών, ιδεαλιστικών και υλιστικών ιδεών στο έργο του . Από τα πιο γνωστά έργα του είναι: Οζυμανδίας (1818), Ωδή στον δυτικό άνεμο (1819), Σ’ έναν ουρανοξύστη (1820), το φιλοσοφικό δοκίμιο Η αναγκαιότητα του αθεϊσμού (1811), που ο φίλος του Ο Τ. Τζ. Χογκ μπορεί να είναι συν-συγγραφέας κι η πολιτική μπαλάντα The Mask of Anarchy (1819). Άλλα σημαντικά έργα του είναι το δράμα στίχων The Cenci (1819) και μεγάλα ποιήματα όπως το Alastor, or The Spirit of Solitude (1815), Julian & Maddalo (1819), Adonais (1821), Prometheus Unbound (1820) -θεωρούνται επίσης δικά του, το αριστούργημα, Hellas (1822) και το τελευταίο, ημιτελές έργο του, The Triumph of Life (1822).
     Ο Shelley έγραψε επίσης πεζογραφία και μερικά δοκίμια για πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Μεγάλο μέρος αυτής της ποίησης και της πεζογραφίας δε δημοσιεύτηκε στη διάρκεια της ζωής του, ή δημοσιεύτηκε μόνο σε ξεκάθαρη μορφή, λόγω του κινδύνου δίωξης για πολιτική και θρησκευτική συκοφαντία. Από τη 10αετία του 1820, τα ποιήματά του και τα πολιτικά κι ηθικά του γραπτά γίνανε δημοφιλή στους OwenistChartist και ριζοσπαστικούς πολιτικούς κύκλους κι αργότερα προσέλκυσαν θαυμαστές τόσο διαφορετικούς όπως ο Karl Marx, ο Mahatma Gandhi κι ο George Bernard Shaw.



     Η ζωή του σημαδεύτηκε από οικογενειακές κρίσεις, κακή υγεία, αντίδραση ενάντια στον αθεϊσμό, τις πολιτικές του απόψεις και περιφρόνηση των κοινωνικών συμβάσεων. Πήγε σε μόνιμη αυτοεξορία στην Ιταλία το 1818 και τα επόμενα 4 χρόνια δημιούργησε αυτές που ο Zachary Leader κι ο Michael O’Neill αποκαλούνε μερικές από τις καλύτερες ποιήσεις της ρομαντικής περιόδου. Η 2η σύζυγός του, Mary Shelley, ήταν η συγγραφέας του Frankenstein. Πέθανε σε ατύχημα με πλοίο 8 Ιουλίου 1822 σ’ ηλικία 29 ετών.
     Γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου 1792 στο Field Place, Warnham, West Sussex, Αγγλία. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Sir Timothy Shelley (1753-1844), βουλευτή Whig για το Horsham από το 1790-92 και για το Shoreham μεταξύ 1806-12, και της συζύγου του, Elizabeth Pilfold (1763–1846), κόρης ενός πετυχημένου χασάπη. Είχε 4 μικρότερες αδερφές κι έναν πολύ μικρότερο αδερφό. Η πρώιμη παιδική ηλικία του ήτανε προστατευμένη και κυρίως ευτυχισμένη. Ήταν ιδιαίτερα δεμένος με τις αδερφές του και τη μητέρα του, που τον ενθάρρυναν να κυνηγήσει, να ψαρέψει και να ιππεύσει. Στα 6 του, στάλθηκε σε ημερήσιο σχολείο που διεύθυνε ο εφημέριος της εκκλησίας του Warnham κι έδειξε εντυπωσιακή μνήμη κι άνεση με τις γλώσσες.

     Το 1802 εισήλθε στην Ακαδημία Syon House του Brentford, Middlesex, όπου μαθητής ήταν ο ξάδερφός του Thomas Medwin. O Shelley εκφοβιζόταν κι ήταν δυσαρεστημένος στη σχολή και μερικές φορές απαντούσε με βίαιη οργή. Άρχισε επίσης να υποφέρει από τους εφιάλτες, τις παραισθήσεις και το περπάτημα στον ύπνο που επρόκειτο να τον επηρεάζουνε περιοδικά σ’ όλη του τη ζωή. Ανέπτυξε ένα ενδιαφέρον για την επιστήμη, που συμπλήρωσε την αδηφάγα ανάγνωση των ιστοριών του μυστηρίου, του ρομαντισμού και του υπερφυσικού. Στη διάρκεια των διακοπών του στο Field Place, οι αδερφές του ήτανε συχνά τρομοκρατημένες όταν υποβλήθηκαν στα πειράματά του με το μπαρούτι, τα οξέα και τον ηλεκτρισμό. Πίσω στο σχολείο ανατίναξε έναν χλωμό φράχτη.
     Το 1804, μπήκε στο Eton College, μια περίοδο που αργότερα θυμήθηκε με απέχθεια. Δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρό μπούλινγκ που οι δράστες τονε λέγανε Shelley-baits. Αρκετοί βιογράφοι και σύγχρονοι έχουν αποδώσει τον εκφοβισμό στην αποστασιοποίηση, τη μη συμμόρφωση και την άρνηση του να συμμετάσχει στο fagging. Οι ιδιαιτερότητες κι οι βίαιες μανίες του χαρίσανε το παρατσούκλι Mad Shelley. Το ενδιαφέρον του για τον αποκρυφισμό και την επιστήμη συνεχίστηκε κι οι σύγχρονοι τονε περιγράφουν να κάνει ηλεκτροσόκ σ’ ένα δάσκαλο, ν’ ανατινάζει ένα δέντρο με πυρίτιδα και να προσπαθεί να καλέσει πνεύματα με αποκρυφιστικές τελετουργίες. Στα τελευταία του χρόνια, βρέθηκε υπό την επιρροή ενός δασκάλου μερικής απασχόλησης, του Dr James Lind, πους ενθάρρυνε το ενδιαφέρον του για τον αποκρυφισμό και τον σύστησε σε φιλελεύθερους και ριζοσπάστες συγγραφείς. Ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα και την ιδεαλιστική φιλοσοφία, που την ακολούθησε στα μετέπειτα χρόνια μέσω της αυτο-μελέτης. Σύμφωνα με το Ρίτσαρντ Χολμς, στο έτος της αποχώρησής του, είχε αποκτήσει τη φήμη του κλασσικού μελετητή και του ανεκτού εκκεντρικού. Στη τελευταία του θητεία στο Eton, εμφανίστηκε το 1ο του μυθιστόρημα Zastrozzi και είχε δημιουργήσει οπαδούς στους συμφοιτητές του. Πριν εγγραφεί στο University College της Οξφόρδης, τον Οκτώβρη του 1810, ολοκλήρωσε τη Πρωτότυπη Ποίηση των Victor και Cazire (που γράφτηκε με την αδελφή του Elizabeth), το μελόδραμα στίχων The Wandering Jew και το γοτθικό μυθιστόρημα St. Irvine. ή, The Rosicrucian: A Romance (έκδοση 1811).



     Στην Οξφόρδη, παρακολούθησε λίγες διαλέξεις, αντ’ αυτού περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας και διεξάγοντας επιστημονικά πειράματα στο εργαστήρι που έστησε στο δωμάτιό του. Γνώρισε έναν συμφοιτητή του, τον Thomas Jefferson Hogg, που ‘γινε στενός του φίλος. Πολιτικοποιήθηκε όλο και πιότερο υπό την επιρροή του Hogg, αναπτύσσοντας ισχυρές ριζοσπαστικές κι αντιχριστιανικές απόψεις. Τέτοιες απόψεις ήταν επικίνδυνες στο αντιδραστικό πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στη διάρκεια του πολέμου Βρεττανίας με τη Γαλλία του Ναπολέοντα κι ο πατέρας τον προειδοποίησε για την επιρροή του Χογκ.
     Τον χειμώνα του 1810–1811, δημοσίευσε σειρά ανώνυμων πολιτικών ποιημάτων και φυλλαδίων: Μεταθανάτια θραύσματα της Margaret NicholsonThe Necessity of Atheism (γραμμένο σε συνεργασία με τον Hogg) και A Poetical Essay on the Existing State of Things. Ο Shelley έστειλε το The Necessity of Atheism σ’ όλους τους επισκόπους και τους επικεφαλής των κολλεγίων της Οξφόρδης και κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον των υποτρόφων του κολλεγίου, συμπεριλαμβανομένου του κοσμήτορα, George Rowley. Η άρνησή του ν’ απαντήσει σε ερωτήσεις των αρχών του κολλεγίου σχετικά με το αν ήταν συγγραφέας ή όχι του φυλλαδίου είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξή του από την Οξφόρδη στις 25 Μάρτη 1811, μαζί με τον Χογκ. Στο άκουσμα της αποβολής του γιου του, ο πατέρας του απείλησε να διακόψει κάθε επαφή μαζί του, εκτός κι αν συμφωνούσε να επιστρέψει στο σπίτι και να σπουδάσει κάτω από δασκάλους που είχε διορίσει. Η άρνησή του να το κάνει οδήγησε σε ρήξη με τον πατέρα του.
     Τέλη Δεκέμβρη του 1810, είχε γνωρίσει τη Harriet Westbrook, μαθήτρια στο ίδιο οικοτροφείο με τις αδερφές του. Αλληλογραφούσαν συχνά κείνο το χειμώνα, επίσης και μετά την εκδίωξη του από την Οξφόρδη. Ο Shelley εξέθεσε τις ριζοσπαστικές του ιδέες για τη πολιτική, τη θρησκεία και το γάμο στη Χάριετ και σταδιακά έπεισαν ο ένας τον άλλον ότι καταπιεζόταν από τον πατέρα της και στο σχολείο. Ο έρωτας του Shelley με τη Harriet αναπτύχθηκε τους μήνες που ακολούθησαν, όταν βρισκόταν υπό σοβαρή συναισθηματική πίεση λόγω της σύγκρουσης με την οικογένειά του, της πικρίας του για τη κατάρρευση του ρομαντισμού του με τη ξαδέρφη του Harriet Grove και την αβάσιμη πεποίθησή του ότι μπορεί να ‘χε θανατηφόρα ασθένεια. Ταυτόχρονα, η μεγαλύτερη αδερφή της Χάριετ, Ελίζα, που μαζί της ήτανε πολύ δεμένη, ενθάρρυνε το ειδύλλιο της νεαρής κοπέλας με τον Σέλλεϊ. Η αλληλογραφία του με τη Harriet εντάθηκε τον Ιούλιο, ενώ κείνος έκανε διακοπές στην Ουαλλία κι ως απάντηση στις επείγουσες εκκλήσεις της για προστασία του, επέστρεψε στο Λονδίνο στις αρχές Αυγούστου. Αφήνοντας κατά μέρος τις φιλοσοφικές του αντιρρήσεις για το γάμο, έφυγε με τη 16χρονη Χάριετ για το Εδιμβούργο στις 25 Αυγούστου 1811 και παντρεύτηκαν εκεί στις 28.
     Στο άκουσμα της απόδρασης, ο πατέρας της Χάριετ, Τζον Γουέστμπρουκ κι ο πατέρας του Σέλλευ, κόψανε τα επιδόματα της νύφης και του γαμπρού. Ο πατέρας του πίστευε ότι ο γιος του είχε παντρευτεί από συμφέρον, καθώς ο πεθερός του είχε κερδίσει περιουσία στο εμπόριο κι ήταν ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας κι ενός καφέ.



     Επιζώντας με δανεικά χρήματα, έμειναν στο Εδιμβούργο για ένα μήνα, με τον Hogg να ζει κάτω από την ίδια στέγη. Το τρίο έφυγε για το Γιορκ τον Οκτώβρη κι ο Σέλλεϊ πήγε στο Σάσεξ για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις με τον πατέρα του, αφήνοντας πίσω τη Χάριετ με τον Χογκ. Ο Σέλι επέστρεψε από την ανεπιτυχή εκδρομή του για να διαπιστώσει ότι η Ελίζα είχε μετακομίσει με τη Χάριετ και τον Χογκ. Η Χάριετ ομολόγησε ότι ο Χογκ είχε προσπαθήσει να την αποπλανήσει όσο ο Σέλλεϋ έλειπε. Ο Shelley, η Harriet κι η Eliza σύντομα έφυγαν για το Keswick στη περιοχή Lake District, αφήνοντας τον Hogg στο York. Εκείνη τη περίοδο ο Shelley είχε επίσης μια έντονη πλατωνική σχέση με την Elizabeth Hitchener, μια 28χρονη ανύπαντρη δασκάλα προχωρημένων απόψεων, με την οποία είχε αλληλογραφία. Η Χίτσενερ, που ο Σέλευ αποκαλούσε αδελφή ψυχή και δεύτερο εαυτό, έγινε ο έμπιστος και διανοητικός σύντροφός του καθώς ανέπτυξε τις απόψεις του για τη πολιτική, τη θρησκεία, την ηθική και τις προσωπικές σχέσεις. Της πρότεινε να ενωθεί μαζί του, η Harriet κι η Eliza σ’ ένα κοινόχρηστο νοικοκυριό όπου θα μοιραζόταν όλη η περιουσία. Οι Shelleys κι η Eliza πέρασαν το Δεκέμβρη και το Γενάρη στο Keswick όπου ο Shelley επισκέφτηκε τον Robert Southey που τη ποίησή του θαύμαζε. Ο Σάουθεϊ συνελήφθη με τον Σέλλεϊ, παρ’ όλο που υπήρχε μεγάλο χάσμα μεταξύ τους πολιτικά και προέβλεψε σπουδαία πράγματα γι’ αυτόν ως ποιητή. Ο Southey ενημέρωσε επίσης τον Shelley ότι ο William Godwin, συγγραφέας του Political Justice, που τον είχε επηρεάσει πολύ στα νιάτα του και τον οποίο θαύμαζε κι ο Shelley, ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Shelley έγραψε στον Godwin, προσφέροντας τον εαυτό του ως αφοσιωμένο μαθητή του. Ο Godwin, ο οποίος είχε τροποποιήσει πολλές από τις προηγούμενες ριζοσπαστικές του απόψεις, συμβούλεψε τον Shelley να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, να γίνει λόγιος πριν δημοσιεύσει οτιδήποτε άλλο και να εγκαταλείψει τα ομολογημένα σχέδιά του για πολιτική αναταραχή στην Ιρλανδία.
     Εν τω μεταξύ, ο Σέλλεϋ είχε συναντήσει τον προστάτη του πατέρα του, Τσαρλς Χάουαρντ, 11ο Δούκα του Νόρφολκ, που βοήθησε να εξασφαλιστεί η επαναφορά του επιδόματος του Σέλλεϋ. Με το επίδομα της Χάριετ να αποκατασταθεί επίσης, ο Σέλλεϋ είχε τώρα τα κεφάλαια για το ιρλανδικό του εγχείρημα. Η αναχώρησή τους για την Ιρλανδία επιταχύνθηκε από την αυξανόμενη εχθρότητα προς το νοικοκυριό Shelley από τον ιδιοκτήτη και τους γείτονές τους που ανησυχούσαν από τα επιστημονικά πειράματα, τη σκοποβολή με πιστόλι και τις ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις του Shelley. Καθώς η ένταση αυξανόταν, ο Shelley ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί επίθεση στο σπίτι του, ένα γεγονός που μπορεί να ήταν πραγματικό ή ένα παραληρηματικό επεισόδιο που προκλήθηκε από το άγχος. Αυτό ήταν το πρώτο από μια σειρά επεισοδίων τα επόμενα χρόνια όπου ο Shelley ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση από αγνώστους στη διάρκεια περιόδων προσωπικής κρίσης.
     Στις αρχές του 1812, έγραψε, δημοσίευσε και διένειμε προσωπικά στο Δουβλίνο 3 πολιτικά φυλλάδια: An Addressto the Irish PeopleΠροτάσεις για Σύλλογο Φιλανθρωπιστών. και Διακήρυξη Δικαιωμάτων. Εκφώνησε επίσης ομιλία σε μια συνεδρίαση της Καθολικής Επιτροπής του O’Connell, στην οποία ζήτησε τη καθολική χειραφέτηση, τη κατάργηση των Πράξεων της Ένωσης και τον τερματισμό της καταπίεσης των φτωχών της Ιρλανδίας. Αναφορές για τις ανατρεπτικές δραστηριότητες του Shelley στάλθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών. Επιστρέφοντας από την Ιρλανδία, το νοικοκυριό Shelley ταξίδεψε στην Ουαλλία, στη συνέχεια στο Ντέβον, όπου βρέθηκαν ξανά υπό τη παρακολούθηση της κυβέρνησης για διανομή ανατρεπτικής λογοτεχνίας. Η Ελίζαμπεθ Χίτσενερ μπήκε στο νοικοκυριό στο Ντέβον, αλλά αρκετούς μήνες αργότερα είχε διαμάχη με τους Σέλλεϊ κι έφυγε. Το σπιτικό των είχε στηθεί στο Tremadog της Ουαλλίας τον Σεπτέμβρη του 1812, όπου αυτός εργάστηκε στο Queen Mab, ουτοπική αλληγορία μ’ εκτενείς σημειώσεις που κηρύττει τον αθεϊσμό, την ελεύθερη αγάπη, τον ρεπουμπλικανισμό και τη χορτοφαγία. Το ποίημα κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο σε ιδιωτική έκδοση 250 αντιτύπων, αν κι αρχικά διανεμήθηκαν ελάχιστα λόγω του κινδύνου δίωξης για ανατρεπτική και θρησκευτική συκοφαντία.



     Τον Φλεβάρη του 1813, ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε επίθεση στο σπίτι του τη νύχτα. Το περιστατικό μπορεί να ήτανε πραγματικό, ψευδαίσθηση που προκλήθηκε από το άγχος ή μια φάρσα που σκηνοθέτησε για να ξεφύγει από τη κρατική επιτήρηση, τους πιστωτές και τις εμπλοκές του στη τοπική πολιτική. Οι Shelleys κι η Eliza κατέφυγαν στην Ιρλανδία και μετά στο Λονδίνο. Πίσω στην Αγγλία, τα χρέη του αυξήθηκαν καθώς προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλήξει σε οικονομικό διακανονισμό με τον πατέρα του. Στις 23 Ιουνίου, η Harriet γέννησε ένα κορίτσι, την Eliza Ianthe Shelley (γνωστή ως Ianthe), και τους επόμενους μήνες η σχέση μεταξύ τους επιδεινώθηκε. Ο Shelley αγανακτούσε για την επιρροή που είχε η αδερφή της Harriet πάνω της, ενώ η Harriet αποξενώθηκε από τη στενή φιλία του με μια ελκυστική χήρα, τη κυρία Boinville και τη κόρη της Cornelia Turner. Η κυρία Boinville είχε παντρευτεί έναν Γάλλο επαναστάτη μετανάστη και φιλοξενούσε ένα σαλόνι όπου ο Shelley μπορούσε να συζητήσει για τη πολιτική, τη φιλοσοφία και τη χορτοφαγία. Η κυρία Boinville έγινε έμπιστή του στη διάρκεια της γαμήλιας κρίσης του και μάλλον ερωτεύτηκε τη κόρη της.
     Μετά τη γέννηση της Ianthe, οι Shelleys μετακινούνταν συχνά στο Λονδίνο, την Ουαλλία, τη Lake District, τη Σκωτία και το Berkshire για να ξεφύγουν από τους πιστωτές και να αναζητήσουνε σπίτι. Τον Μάρτη του 1814, ο Shelley παντρεύτηκε ξανά τη Harriet στο Λονδίνο για να διευθετήσει τυχόν αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα του γάμου τους στο Εδιμβούργο και να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του παιδιού τους. Παρ’ όλ’ αυτά, οι Shelleys ζήσανε χωριστά για τους περισσότερους από τους επόμενους μήνες κι ο Shelley συλλογίστηκε με πικρία: “η εξάρτηση κι η άκαρδη ένωσή μου με τη Harriet”.
     Το Μάη του 1814, άρχισε να επισκέπτεται τον μέντορά του Godwin σχεδόν καθημερινά και σύντομα ερωτεύτηκε τη Mary, τη 16χρονη κόρη του και της αείμνηστης φεμινίστριας συγγραφέως Mary Wollstonecraft. Ο Shelley κι η Mary δηλώσανε την αγάπη τους ο ένας για τον άλλο στη διάρκεια μιας επίσκεψης στον τάφο της μητέρας της στο προαύλιο της εκκλησίας του St. Pancras Old Church στις 26 Ιουνίου. Όταν ο Shelley είπε στον Godwin ότι σκόπευε να αφήσει τη Harriet και να ζήσει με τη Mary, ο μέντοράς του τον έδιωξε από το σπίτι κι απαγόρευσε στη Mary να τον δει. Ο Shelley κι η Mary φύγανε στην Ευρώπη στις 28 Ιουλίου, παίρνοντας μαζί τους τη θετή αδερφή της Mary, Claire Clairmont. Πριν φύγουν, είχαν εξασφαλίσει δάνειο 3.000 λιρών αλλά είχε αφήσει τα περισσότερα χρήματα στη διάθεση του Godwin και της Harriet, που ήτανε πλέον έγκυος. Η οικονομική συμφωνία με τον Godwin οδήγησε σε φήμες ότι είχε πουλήσει τις κόρες του στον Shelley. Διασχίσανε τη κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γαλλία, όπου ο Shelley έγραψε στη Harriet, ζητώντας της να τους συναντήσει στην Ελβετία με τα χρήματα που της είχε αφήσει. Μη ακούγοντας τίποτα από τη Χάριετ στην Ελβετία και μη μπορώντας να εξασφαλίσουν επαρκή κεφάλαια ή κατάλληλη διαμονή, οι 3 ταξίδεψαν στη Γερμανία και την Ολλανδία πριν επιστρέψουν στην Αγγλία στις 13 Σεπτέμβρη.



     Πέρασε τους επόμενους μήνες προσπαθώντας να συγκεντρώσουνε δάνεια και ν’ αποφύγει τους δικαστικούς επιμελητές. Η Μαίρη ήταν έγκυος, μοναχική, καταθλιπτική κι άρρωστη. Η διάθεσή της δε βελτιώθηκε όταν άκουσε ότι, στις 30 Νοέμβρη, η Harriet είχε γεννήσει τον Charles Bysshe Shelley, κληρονόμο της περιουσίας και της βαρωνετίας των Shelley. Ακολούθησε, στις αρχές Γενάρη 1815, η είδηση ότι ο παππούς του, ο Sir Bysshe, είχε πεθάνει αφήνοντας ένα κτήμα αξίας 220.000 λιρών. Ωστόσο, ο διακανονισμός του κτήματος κι ο οικονομικός διακανονισμός με τον πατέρα του (τώρα Σερ Τίμοθι), ολοκληρώθηκαν μόλις τον Απρίλη του επόμενου έτους. Το Φλεβάρη του 1815, η Μαίρη γέννησε πρόωρα ένα κοριτσάκι που πέθανε 10 μέρες αργότερα, βαθαίνοντας τη κατάθλιψή της. Τις επόμενες εβδομάδες, η Mary ήρθε κοντά στον Hogg, που μετακόμισε προσωρινά στο σπίτι. Ο Shelley είχε σχεδόν σίγουρα σεξουαλική σχέση με τη Claire αυτή τη στιγμή κι είναι πιθανό ότι η Mary, με την ενθάρρυνσή του, είχεν επίσης σεξουαλική σχέση με τον Hogg. Τον Μάη η Κλερ άφησε το σπίτι, μετά από επιμονή της Μαίρης για να μείνει στο Λίνμουθ. Τον Αύγουστο μετακόμισαν στο Bishopsgate όπου εργάστηκε στο Alastor, μεγάλο ποίημα σε κενό στίχο που βασίζεται στον μύθο του Νάρκισσου και της Ηχούς. Δημοσιεύτηκε σε μια έκδοση 250 αντιτύπων στις αρχές του 1816 με χαμηλές πωλήσεις και σε μεγάλο βαθμό δυσμενείς κριτικές από τον συντηρητικό τύπο. Στις 24 Γενάρη 1816, η Mary γέννησε τον William Shelley. Ο Shelley ήταν χαρούμενος που είχε έναν άλλο γιο, αλλά υπέφερε από την πίεση των παρατεταμένων οικονομικών διαπραγματεύσεων με τον πατέρα του, τη Harriet και τον Godwin κι έδειξε σημάδια παραληρηματικής συμπεριφοράς και σκεπτόμενος απόδραση στην ήπειρο.
     Η Claire ξεκίνησε σεξουαλική σχέση με τον Λόρδο Byron τον Απρίλη του 1816, λίγο πριν την αυτοεξορία του στην ήπειρο και στη συνέχεια κανόνισε να συναντήσει ο Byron τον Shelley, τη Mary κι αυτήν στη Γενεύη. Ο Σέλλεϋ θαύμαζε τη ποίηση του Βύρωνα και του ‘χε στείλει το Queen Mab κι άλλα ποιήματα. Η ομάδα έφτασε στη Γενεύη τον Μάη και νοίκιασε σπίτι κοντά στη Villa Diodati, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, όπου διέμενε ο Byron. Εκεί ο Shelley, ο Byron κι οι άλλοι ασχολήθηκαν με συζητήσεις για τη λογοτεχνία, την επιστήμη και διάφορα φιλοσοφικά δόγματα. Ένα βράδυ, ενώ ο Μπάιρον απήγγειλε τη Christabel του Coleridge, έπαθε μια σφοδρή κρίση πανικού με παραισθήσεις. Το προηγούμενο βράδυ η Μαίρη είχε πιο παραγωγικό όραμα ή εφιάλτη που ενέπνευσε το μυθιστόρημά της Φρανκενστάιν.
     Ο Shelley κι ο Byron κάνανε μια περιοδεία με βαρκάδα γύρω από τη λίμνη της Γενεύης, που τον ενέπνευσε να γράψει τον Hymn to Intellectual Beauty, το 1ο του ουσιαστικό ποίημα μετά τον Alastor. Μια περιοδεία στο Chamonix στις γαλλικές Άλπεις ενέπνευσε το Mont Blanc, που έχει περιγραφεί ως μια αθεϊστική απάντηση στον Hymn before Sunrise in the Vale of Chamonix του Coleridge. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας, υπέγραφε συχνά βιβλία επισκεπτών με μια δήλωση ότι ήταν άθεος. Αυτές οι δηλώσεις έγιναν αντιληπτές από άλλους Βρετανούς τουρίστες, συμπεριλαμβανομένου του Southey, που σκλήρυνε τη στάση εναντίον του Shelley στη πατρίδα. Οι σχέσεις μεταξύ του Μπάιρον και του κόμματος του Σέλλεϋ εντάθηκαν όταν στον Βύρωνα είπαν ότι η Κλερ ήταν έγκυος στο παιδί του. Ο Shelley, η Mary κι η Claire φύγαν απ’ την Ελβετία στα τέλη Αυγούστου, με τις ρυθμίσεις για το αναμενόμενο μωρό να ‘ναι ακόμα ασαφείς, αν κι ο Shelley προέβλεψε τη Claire και το μωρό στη διαθήκη του. Το Γενάρη του 1817 η Κλερ γέννησε τη κόρη του Βύρωνα που ονόμασε Άλμπα, αλλ’ αργότερα μετονόμασε σε Αλέγρα σύμφωνα με τις επιθυμίες του Βύρωνα.
     Ο Shelley κι η Mary επιστρέψανε στην Αγγλία τον Σεπτέμβρη του 1816 και στις αρχές Οκτώβρη άκουσαν ότι η ετεροθαλής αδερφή της Mary, Fanny Imlay, είχεν αυτοκτονήσει. Ο Godwin πίστευε ότι η Fanny ήταν ερωτευμένη με τον Shelley κι ο ίδιος υπέφερε από κατάθλιψη κι ενοχές για τον θάνατό της, γράφοντας: “Φίλη αν είχα μάθει τη μυστική σου θλίψη / δεν θα είχαμε χωρίσει έτσι“. Ακολούθησε περαιτέρω τραγωδία στο Δεκέμβρη όταν η εν διαστάσει σύζυγος του Shelley, Harriet, πνίγηκε στο Serpentine. Η Χάριετ, έγκυος και ζούσε μόνη κείνη την εποχή, πίστευε ότι την είχε εγκαταλείψει ο νέος της εραστής. Στην επιστολή αυτοκτονίας της ζήτησε από τον Shelley ν’ αναλάβει την επιμέλεια του γιου τους Charles αλλά να αφήσει τη κόρη τους στη φροντίδα της αδελφής της Eliza.
     Ο Shelley νυμφεύτηκε τη Mary στις 30 Δεκέμβρη, παρά τις φιλοσοφικές του αντιρρήσεις για το θεσμό. Ο γάμος είχε σκοπό να βοηθήσει στην εξασφάλιση της επιμέλειας των παιδιών του από τη Harriet και να κατευνάσει τον Godwin που ‘χε αρνηθεί να τους δει λόγω της προηγούμενης μοιχικής τους σχέσης. Μετά από παρατεταμένη δικαστική διαμάχη, το Δικαστήριο της Καγκελαρίας ανέθεσε τελικά την επιμέλεια των παιδιών τους σε ανάδοχους γονείς, με αιτιολογία πως είχε εγκαταλείψει τη 1η του σύζυγο χωρίς αιτία κι ήταν άθεος. Τον Μάρτη του 1817 οι Σέλλεϋ μετακόμισαν στο χωριό Μάρλοου, στο Μπάκιγχαμσάιρ, όπου ζούσε ο φίλος του Σέλλεϊ, Τόμας Λοβ Πήκοκ. Το νοικοκυριό τους περιλάμβανε τη Claire και το μωρό της Allegra, που η παρουσία τους δυσανασχετούσε τη Mary. Η γενναιοδωρία του Shelley με τα χρήματα και τα αυξανόμενα χρέη οδήγησε επίσης σε οικονομικό και συζυγικό άγχος, όπως και τα συχνά αιτήματα προς τον Godwin για οικονομική βοήθεια.
     Στις 2 Σεπτέμβρη η Mary γέννησε μια κόρη, τη Clara Everina. Αμέσως μετά, ο Shelley έφυγε για το Λονδίνο με τη Claire, γεγονός που αύξησε τη δυσαρέσκεια της Mary προς τη θετή αδερφή της. Ο Shelley συνελήφθη για 2 μέρες στο Λονδίνο για χρήματα που χρωστούσε κι οι δικηγόροι επισκέφθηκαν τη Mary στο Marlowe για τα χρέη του. Ο Shelley συμμετείχε στο λογοτεχνικό και πολιτικό κύκλο που περιέβαλλε το Leigh Hunt και στη διάρκεια αυτής της περιόδου γνώρισε τον William Hazlitt και τον Keats. Το σημαντικότερο έργο του στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν το Laon and Cythna, ένα μεγάλο αφηγηματικό ποίημα που χαρακτηρίζει την αιμομιξία και τις επιθέσεις στη θρησκεία. Αποσύρθηκε βιαστικά μετά τη δημοσίευσή του λόγω φόβου δίωξης για θρησκευτική συκοφαντική δυσφήμιση κι επανεκδόθηκε και ξανά εκδόθηκε ως The Revolt of Islam το Γενάρη του 1818. Δημοσίευσε επίσης 2 πολιτικά φυλλάδια με ψευδώνυμο: A Proposal for putting Reform to the Vote σ’ όλη τη διάρκεια το Βασίλειο (Μάρτης 1817) και Μια Ομιλία στο Λαό για τον θάνατο της Πριγκήπισσας Σάρλοτ (Νοέμβρης 1817). Το Δεκέμβρη έγραψε το Ozymandias, που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα σοννέττα του, στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού με το φίλο και συνάδελφο ποιητή Horace Smith. 12 Μάρτη 1818 οι Shelleys με τη Claire εγκατέλειψαν την Αγγλία για να ξεφύγουν από την αστική και θρησκευτική τυραννία. Ένας γιατρός είχε επίσης συστήσει στον Shelley να πάει στην Ιταλία για το χρόνιο παράπονό του στους πνεύμονες κι αυτός είχε κανονίσει να πάει τη κόρη της Claire, Allegra, στον πατέρα της Byron που βρισκότανε τώρα στη Βενετία.
     Αφού ταξίδεψε μερικούς μήνες στη Γαλλία και την Ιταλία, άφησε τη Mary και το μωρό στο Bagni di Lucca (στη σημερινή Τοσκάνη) ενώ ταξίδεψε με τη Claire στη Βενετία για να δει τον Byron και να κανονίσει να επισκεφθεί την Allegra. Ο Μπάιρον κάλεσε τους Σέλλεϋ να μείνουν στη θερινή του κατοικία στο Έστε κι ο Σέλλεϊ παρότρυνε τη Μαίρη να τον συναντήσει εκεί. Η Κλάρα αρρώστησε βαριά στο ταξίδι και πέθανε στις 24 Σεπτέμβρη στη Βενετία. Μετά το θάνατο της, η Mary έπεσε σε μια μακρά περίοδο κατάθλιψης και συναισθηματικής αποξένωσης. Μετακόμισαν στη Νάπολη τη 1η Δεκέμβρη, όπου μείνανε 3 μήνες. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν άρρωστος, καταθλιπτικός και σχεδόν αυτοκτονικός: κατάσταση του νου που αντικατοπτρίζεται στο ποίημά του Στάνζα που γράφτηκε στο Dejection, κοντά στη Νάπολι, το Δεκέμβρη του 1818. Ενώ βρισκόταν εκεί, κατέγραψε τη γέννηση και τη βάφτιση ενός κοριτσιού, της Elena Adelaide Shelley (γεννημένη στις 27 Δεκέμβρη), ονομάζοντας τον εαυτό του ως πατέρα και ονομάζοντας ψευδώς τη Mary ως μητέρα. Η καταγωγή της Έλενας δεν έχει εξακριβώθεί σίγουρα. Οι βιογράφοι έχουν υποθέσει ποικιλοτρόπως ότι υιοθετήθηκε απ’ αυτόν για να παρηγορήσει τη Mary για το χαμό της Clara, ότι ήταν παιδί του από τη Claire, ότι ήταν παιδί του από την υπηρέτρια Εlise Foggi ή ότι ήταν παιδί μυστηριώδους κυρίας που τον είχε ακολουθήσει στην ήπειρο. Ο Shelley κατέγραψε τη γέννηση και το βάπτισμα στις 27 Φλεβάρη 1819 και το νοικοκυριό έφυγε από τη Νάπολη για τη Ρώμη την επόμενη μέρα, αφήνοντας την Έλενα με φροντιστές. Η Έλενα επρόκειτο να πεθάνει σ’ ένα φτωχό προάστιο της Νάπολι στις 9 Ιουνίου 1820.



     Στη Ρώμη, ήταν σε κακή υγεία, πιθανώς να ‘χε αναπτύξει νεφρίτιδα και φυματίωση που αργότερα ήταν σε ύφεση. Παρ ‘όλα αυτά, έκανε σημαντική πρόοδο σε 3 μεγάλα έργα: Julian & Maddalo, Prometheus Unbound και The Cenci. Το 1ο είναι αυτοβιογραφικό ποίημα που διερευνά τη σχέση μεταξύ Shelley και Byron κι αναλύει τις προσωπικές κρίσεις του Shelley τα 1818 & 1819. Το ποίημα ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1819, αλλά δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε. Το 2ο είναι μεγάλο δραματικό ποίημα εμπνευσμένο από την επανάληψη του μύθου του Προμηθέα από τον Αισχύλο. Ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1819 και δημοσιεύτηκε το 1820. Το 3ο είναι στιχόδραμα βιασμού, δολοφονίας κι αιμομιξίας που βασίζεται στην ιστορία του Κόμη της Αναγέννησης Σένσι της Ρώμης και της κόρης του Βεατρίκης. Ολοκλήρωσε το έργο τον Σεπτέμβρη κι η 1η έκδοση κυκλοφόρησε κείνη τη χρονιά. Έπρεπε να γίνει έν απ’ τα πιο δημοφιλή έργα του και το μοναδικό που είχε 2 εξουσιοδοτημένες εκδόσεις στη ζωή του.
     Ο 3χρονος γιος του, William, πέθανε τον Ιούνιο, πιθανότατα από ελονοσία. Η νέα τραγωδία προκάλεσε περαιτέρω πτώση στην υγεία του και βάθυνε τη κατάθλιψη της Mary. Στις 4 Αυγούστου έγραψε: “Έχουμε ζήσει πλέον 5 χρόνια μαζί· κι αν όλα τα γεγονότα της 5ετίας εξαφανίζονταν, ίσως ήμουν ευτυχισμένη“. Οι Shelleys ζούσαν τώρα στο Λιβόρνο όπου, τον Σεπτέμβρη, άκουσε για τη σφαγή ειρηνικών διαδηλωτών στο Peterloo στο Μάντσεστερ. Μέσα σε 2 βδομάδες είχε ολοκληρώσει ένα από τα πιο διάσημα πολιτικά του ποιήματα, το The Mask of Anarchy και το ‘στειλε στο Leigh Hunt για δημοσίευση. Ο Χαντ, ωστόσο, αποφάσισε να μη το δημοσιεύσει, φοβούμενος τη δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση. Το ποίημα δημοσιεύτηκε επίσημα μόλις το 1832. Οι Shelleys μετακόμισαν στη Φλωρεντία τον Οκτώβρη, όπου ο Shelley διάβασε μια καυστική κριτική για την Εξέγερση του Ισλάμ (και τη πριν εκδοχή της Laon and Cythna) στη συντηρητική Quarterly Review. Εξοργίστηκε από τη προσωπική επίθεση εναντίον του στο άρθρο που λανθασμένα πίστευε πως είχε γραφτεί από τον Southey. Η πικρία του για τη κριτική κράτησε για το υπόλοιπο της ζωής του.
     Στις 12 Νοέμβρη, η Mary γέννησε ένα αγόρι, τον Percy Florence Shelley. Γύρω στη εποχή της γέννησης του οι Σέλλεϋ γνώρισαν τη Σοφία Στέισι, που ήτανε φύλακας ενός από τους θείους του κι έμενε στην ίδια γειτονιά μαζί τους. Ταλαντούχα αρπίστρια και τραγουδίστρια, έκανε φιλία με τον Shelley ενώ η Mary ήταν απασχολημένη με τον νεογέννητο γιο της. Ο Shelley έγραψε τουλάχιστον 5 ερωτικά ποιήματα κι αποσπάσματα για τη Sophia, συμπεριλαμβανομένου του Song written for an Indian Air. Οι Shelleys μετακόμισαν στη Πίζα Γενάρη του 1820, φαινομενικά για να συμβουλευτούνe γιατρό που τους είχανε συστήσει. Εκεί γίνανε φίλοι με την Ιρλανδή δημοκρατική Margaret Mason (Lady Margaret Mountcashell) και τον σύζυγο της George William Tighe. Η κυρία Mason έγινε η έμπνευση για το ποίημα του Shelley The Sensitive Plant κι οι συζητήσεις του με αυτούς, επηρεάσανε τη πολιτική του σκέψη και το κριτικό του ενδιαφέρον για τις πληθυσμιακές θεωρίες του Thomas Malthus.
     Τον Μάρτη έγραψε σε φίλους ότι η Mary ήτανε καταθλιπτική, αυτοκτονική κι εχθρική απέναντί του. Κατακλύζονταν επίσης από οικονομικές ανησυχίες, καθώς πιστωτές από την Αγγλία τονε πίεζαν να πληρώσει κι ήταν υποχρεωμένος να κάνει μυστικές πληρωμές. Εν τω μεταξύ, έγραφε το A Philosophical View of Reform, πολιτικό δοκίμιο που ‘χε ξεκινήσει στη Ρώμη. Το ημιτελές δοκίμιο, που παρέμεινε αδημοσίευτο στη διάρκεια της ζωής του, ονομάστηκε ένα από τα πιο προηγμένα κι εξελιγμένα έγγραφα της πολιτικής φιλοσοφίας του 19ου αι.


                                 H Aποτέφρωση του Shelley

     Άλλη κρίση ξέσπασε τον Ιούνιο, όταν ισχυρίστηκε πως είχε δεχτεί επίθεση στο ταχυδρομείο της Pisan από έναν άνδρα που τον κατηγορούσε για αποκρουστικά εγκλήματα. Ο βιογράφος του, James Bieri, προτείνει πως αυτό το περιστατικό ήταν πιθανά παραληρηματικό επεισόδιο που προκλήθηκε από ακραίο άγχος, καθώς ο Shelley εκβιαζόταν από ένα πρώην υπηρέτη, τον Paolo Foggi, για τη μικρή Elena. Είναι πιθανόπως ο εκβιασμός συνδέθηκε με ιστορία που διαδόθηκε από μια άλλη πρώην υπηρέτρια, την Elise Foggi, ότι είχε αποκτήσει ένα παιδί με τη Claire στη Νάπολι και το ‘χε στείλει σε σπίτι νεογνών. Οι Shelley κι η Claire αρνήθηκαν αυτήν την ιστορία κι η Elise μετά την αποκήρυξε. Τον Ιούλιο, ακούγοντας ότι ο Κητς ήτανε βαριά άρρωστος στην Αγγλία, του έγραψε προσκαλώντας τον να μείνει μαζί του στη Πίζα. Ο Κιτς απάντησε με την ελπίδα να τον δει, αλλά αντ’ αυτού, έγιναν ρυθμίσεις ώστε να ταξιδέψει στη Ρώμη. Μετά το θάνατο του το 1821, ο Shelley έγραψε το Adonais, που ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρεί μια από τις σημαντικότερες ποιμενικές ελεγείες. Το ποίημα δημοσιεύτηκε στη Πίζα τον Ιούλιο του 1821, αλλά πούλησε λίγα αντίτυπα.
     Στις αρχές Ιουλίου 1820, ο Σέλλεϋ άκουσε ότι το μωρό Έλενα είχε πεθάνει στις 9 Ιουνίου. Τους μήνες που ακολούθησαν το περιστατικό στο ταχυδρομείο και τον θάνατο της Έλενας, οι σχέσεις μεταξύ της Μαίρης και της Κλερ επιδεινώθηκαν και η Κλερ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων δύο ετών ζώντας χωριστά από τους Σέλλεϊ, κυρίως στη Φλωρεντία. Εκείνο τον Δεκέμβρη ο Shelley συνάντησε τη Teresa (Emilia) Viviani, που ήταν η 19χρονη κόρη του Κυβερνήτη της Πίζας και ζούσε σε ένα μοναστήρι περιμένοντας έναν κατάλληλο γάμο. Η Shelley την επισκέφτηκε αρκετές φορές τους επόμενους μήνες και ξεκίνησαν μια παθιασμένη αλληλογραφία η οποία μειώθηκε μετά τον γάμο της τον επόμενο Σεπτέμβριο. Η Αιμιλία ήταν η έμπνευση για το σημαντικό ποίημα Επιψυχίδιο του Σέλλεϋ.
     Τον Μάρτη του 1821 ολοκλήρωσε το A Defense of Poetry, απάντηση στο άρθρο του Peacock, The Four Ages of Poetry. Το δοκίμιό του, με το περίφημο συμπέρασμα “Οι ποιητές είναι οι ανομολόγητοι νομοθέτες του κόσμου“, έμεινε αδημοσίευτο όσο ζούσε. Πήγε μόνος στη Ραβέννα στις αρχές Αυγούστου για να δει τον Μπάιρον, κάνοντας μια παράκαμψη στο Λιβόρνο για ένα ραντεβού με τη Κλερ. Έμεινε με τον Byron 2 βδομάδες και κάλεσε τον ποιητή να περάσει το χειμώνα στην Πίζα. Αφού άκουσε τον Μπάιρον να διαβάζει το πρόσφατα ολοκληρωμένο 5ο κάντο του Δον Ζουάν, έγραψε στη Μαίρη: “Απελπίζομαι να συναγωνιστώ τον Βύρωνα“.


                                     Η Ταφόπλακα του Shelley

     Τον Νοέμβρη ο Μπάιρον μετακόμισε στη Villa Lanfranchi στη Πίζα, ακριβώς απέναντι από τον ποταμό από το Shelleys. Ο Βύρων έγινε το κέντρο του “κύκλου Πισάν” που επρόκειτο να περιλάβει τους ΣέλεϋΤόμας ΜέντγουινΈντουαρντ Ουίλιαμς κι Έντουαρντ Τρελώνυ. Τους πρώτους μήνες του 1822 συνδέθηκε όλο και περισσότερο με τη Jane Williams, που ζούσε με τον σύντροφό της Edward στο ίδιο κτίριο. Έγραψε μια σειρά από ερωτικά ποιήματα για τη Τζέιν, μαζί και των The Serpent is shut out of Paradise και With a Guitar, to Jane. Η προφανής αγάπη γι’ αυτήν ήταν να προκαλέσει αυξανόμενη ένταση μεταξύ τους. Η Claire έφτασε στη Πίζα τον Απρίλη μετά από πρόσκληση τους κι αμέσως μετά άκουσαν ότι η κόρη της Allegra είχε πεθάνει από τύφο στη Ραβέννα. Οι Shelleys και Claire μετακόμισαν στη συνέχεια στη Villa Magni, κοντά στο Lerici στις όχθες του κόλπου της La Spezia. Ο Shelley ενήργησε ως μεσολαβητής μεταξύ της Claire και του Byron σχετικά με τις ρυθμίσεις για τη ταφή της κόρης τους κι η πρόσθετη πίεση τον οδήγησε σε σειρά από παραισθήσεις.
     Η Μαίρη παραλίγο να πεθάνει από μια αποβολή στις 16 Ιουνίου, η ζωή της σώθηκε μόνο από τις αποτελεσματικές 1ες βοήθειες του Shelley. 2 μέρες μετά έγραψε σε φίλη του ότι δεν υπήρχε συμπάθεια μεταξύ της Mary και του ίδιου κι αν το παρελθόν και το μέλλον μπορούσαν να εξαλειφθούν, θα ήταν ικανοποιημένος στο σκάφος του με τη Jane και τη κιθάρα της. Την ίδια μέρα έγραψε επίσης στον Trelawny ζητώντας πρωσσικό οξύ. Την επόμενη βδομάδα, ξύπνησε το νοικοκυριό με τις κραυγές του για εφιάλτη ή παραίσθηση που είδε τον Edward και την Jane να περπατούν σα ζόμπι και τον εαυτό του να στραγγαλίζει τη Mary. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραφε το τελευταίο του σημαντικό ποίημα, το ημιτελές The Triumph of Life, που ο Χάρολντ Μπλουμ αποκάλεσε το πιο απελπισμένο ποίημα που έγραψε.
     Τη 1η Ιουλίου 1822, ο Shelley κι ο Edward έπλευσαν με το νέο σκάφος του, το Don Juan, στο Λιβόρνο, όπου εκεί συνάντησαν τον Leigh Hunt και τον Byron προκειμένου να κανονίσουν ένα νέο περιοδικό, το The Liberal. Μετά τη συνάντηση, στις 8 Ιουλίου, ο Σέλλεϊ, ο Ουίλιαμς και το αγόρι τους από τη βάρκα έπλευσαν από το Λιβόρνο για το Λερίτσι. Λίγες ώρες αργότερα, το Don Juan και το άπειρο πλήρωμά του χάθηκαν σε μια καταιγίδα. Το σκάφος, ένα ανοιχτό σκάφος, είχε κατασκευαστεί κατά παραγγελία στη Γένοβα για τον Shelley. Η Mary δήλωσε στο Note on Poems of 1822 (1839) ότι το σχέδιο είχε ελάττωμα κι ότι το σκάφος δεν ήτανε ποτέ αξιόπλοο. Στη πραγματικότητα, ωστόσο, ο Δον Ζουάν ήταν υπερκατανεμημένος. η βύθιση οφειλόταν σε σφοδρή καταιγίδα και κακή ναυτική ικανότητα των τριών ανδρών που επέβαιναν στο πλοίο. Το σώμα του Shelley που είχε αποσυντεθεί άσχημα ξεβράστηκε στη στεριά στο Viareggio 10 μέρες μετά κι αναγνωρίστηκε από τον Trelawny από τα ρούχα κι αντίγραφο του Keats Lamia στη τσέπη σακακιού. Στις 16 Αυγούστου, το σώμα του αποτεφρώθηκε σε μια παραλία κοντά στο Βιαρέτζιο κι οι στάχτες θάφτηκαν στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο της Ρώμης. Την επόμενη μέρα μετά την είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αγγλία, η εφημερίδα των Τόρις του Λονδίνου The Courier που έγραφε:: “Ο Σέλεϊ, ο συγγραφέας κάποιας άπιστης ποίησης, πνίγηκε· τώρα ξέρει αν υπάρχει Θεός ή όχι“.



     Οι στάχτες του Shelley θάφτηκαν ξανά σε διαφορετικό οικόπεδο στο νεκροταφείο το 1823. Ο τάφος του φέρει τη λατινική επιγραφή Cor Cordium (καρδιά από καρδιές, Heart of Hearts) και μερικές γραμμές του Ariel’s Song από το The Tempest του Shakespeare:

     Τίποτ’ απ’ αυτόν δε ξεθωριάζει
     Αλλά σαν θάλασσα αλλάζει
     Σε κάτι πλούσιο και παράξενο…

     Όταν το σώμα του αποτεφρώθηκε στη παραλία, η υποτιθέμενη καρδιά του αντιστάθηκε στο κάψιμο κι ανασύρθηκε από τον Trelawny. Η καρδιά πιθανώς ήταν ασβεστοποιημένη από μια προηγούμενη φυματιώδη λοίμωξη ή ίσως ήταν το συκώτι του. Ο Trelawny έδωσε το καμμένο όργανο στον Hunt, που το συντήρησε σε αποστάγματα κρασιού κι αρνήθηκε να το παραδώσει στη Mary. Τελικά υποχώρησε κι η καρδιά τελικά θάφτηκε είτε στην Εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Μπόρνμουθ είτε στο Κράισττσερτς Priory. Ο Hunt ανέκτησε επίσης ένα κομμάτι από το οστό του Shelley που, το 1913, δόθηκε στο Shelley-Keats Memorial στη Ρώμη.
     Ο παππούς του Shelley από τον πατέρα ήταν ο Bysshe Shelley (21 Ιουνίου 1731– 6 Γενάρη 1815), που, το 1806, έγινε ο Sir Bysshe Shelley, ο 1ος βαρωνέτος του Castle Goring. Μετά το θάνατο του Sir Bysshe το 1815, ο πατέρας του Shelley κληρονόμησε τη βαρωνετία κι έγινε ο Sir Timothy Shelley. Ο Shelley ήταν ο μεγαλύτερος από πολλά νόμιμα παιδιά. Ο Bieri υποστηρίζει ότι είχε ένα μεγαλύτερο παράνομο αδερφό, αλλά, αν υπήρχε, λίγα είναι γνωστά γι’ αυτόν. Τα μικρότερα αδέρφια του ήταν: John (1806-1866), Margaret (1801-1887), Hellen (1799-1885), Mary (1797-1884), Hellen (1796-1796, πέθανε στη βρεφική ηλικία) και Elizabeth (1794-1831). Είχε 2 παιδιά από τη 1η του σύζυγο Harriet: την Eliza Ianthe Shelley (1813-1876) και τον Charles Bysshe Shelley (1814-1826). Απέκτησε 4 από τη 2η σύζυγό του Μαίρη: μια ανώνυμη κόρη που γεννήθηκε το 1815 κι επέζησε μόνο 10 μέρες. William Shelley (1816-1819); Clara Everina Shelley (1817-1818); και Percy Florence Shelley (1819-1889). Δήλωσε επίσης ότι ήταν ο πατέρας της Elena Adelaide Shelley (1818-1820), που μπορεί να ήταν νόθα ή υιοθετημένη. Ο γιος του Percy Florence έγινε ο 3ος βαρωνέτος του Castle Goring το 1844, μετά το θάνατο του Sir Timothy Shelley.
     Ο Shelley ήταν ένας πολιτικός ριζοσπάστης επηρεασμένος από στοχαστές όπως ο Rousseau, ο Paine, ο Godwin, ο Wollstonecraft κι ο Leigh Hunt. Υποστήριξε τη καθολική χειραφέτηση, τον ρεπουμπλικανισμό, τη κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση, την επέκταση των δικαιωμάτων, την ελευθερία του λόγου και την ειρηνική συνάθροιση, τον τερματισμό των αριστοκρατικών και κληρικών προνομίων και μια πιο ίση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Οι απόψεις που εξέφραζε στα δημοσιευμένα έργα του ήτανε συχνά πιο μετριοπαθείς από κείνες που υποστήριζε ιδιωτικά λόγω του κινδύνου δίωξης για στασιαστική συκοφαντία και της επιθυμίας του να μην αποξενώσει πιο μετριοπαθείς φίλους και πολιτικούς συμμάχους. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πολιτικά του γραπτά κι ο ακτιβισμός του τον έφεραν στη προσοχή του Υπουργείου Εσωτερικών και βρέθηκε υπό κυβερνητική επιτήρηση σε διάφορες περιόδους.
     Το πιο σημαντικό πολιτικό έργο του στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του ήταν το ποίημα Queen Mab, που περιλάμβανε εκτενείς σημειώσεις για πολιτικά θέματα. Το έργο πέρασε από 14 επίσημες και πειρατικές εκδόσεις μέχρι το 1845 κι έγινε δημοφιλές στους κύκλους των Owenist και Chartist. Το μεγαλύτερο πολιτικό του δοκίμιο, A Philosophical View of Reform, γράφτηκε το 1820, αλλά δε δημοσιεύτηκε μέχρι το 1920. Η υπεράσπιση της μη βίαιης αντίστασης βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στους προβληματισμούς του για τη Γαλλική Επανάσταση και την άνοδο του Ναπολέοντα και τη πεποίθησή του ότι η βίαιη διαμαρτυρία θα αύξανε τη προοπτική ενός στρατιωτικού δεσποτισμού. Αν κι ο Shelley συμπαθούσε τους υποστηρικτές της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, όπως ο Peter Finnerty κι ο Robert Emmet, δεν υποστήριξε τη βίαιη εξέγερση. Στο 1ο του φυλλάδιο An Address, to the Irish People (1812) έγραψε: “Δεν θέλω να δω τα πράγματα να αλλάζουν τώρα, γιατί δεν μπορεί να γίνει χωρίς βία και μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι κανείς από εμάς δεν είναι κατάλληλος για οποιαδήποτε αλλαγή, όσο καλό κι αν είναι, αν καταδεχθούμε να χρησιμοποιήσουμε βία σε έναν σκοπό που νομίζουμε σωστό“.


     Στο μεταγενέστερο δοκίμιό του A Philosophical View of Reform, παραδέχτηκε ότι υπήρχαν πολιτικές συνθήκες που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η βία: “Η τελευταία λύση αντίστασης είναι αναμφίβολα η εξέγερση. Το δικαίωμα της εξέγερσης πηγάζει από τη χρήση της ένοπλης δύναμης για να εξουδετερώσει τη βούληση του έθνους“. Υποστήριξε την ένοπλη εξέγερση του 1820 κατά της απόλυτης μοναρχίας στην Ισπανία και την ένοπλη ελληνική εξέγερση του 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας.
     Το ποίημά του The Mask of Anarchy  (που γράφτηκε το 1819, αλλά πρωτοδημοσιεύτηκε το 1832) ονομάστηκε ίσως η 1η σύγχρονη δήλωση της αρχής της μη βίαιης αντίστασης. Ο Γκάντι ήταν εξοικειωμένος με το ποίημα κι είναι πιθανό να είχε έμμεση επιρροή σ’ αυτόν μέσω της Πολιτικής Ανυπακοής του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ.
     Ήταν ομολογημένος άθεος, που επηρεάστηκε από τα υλιστικά επιχειρήματα στο Le Système de la nature του Holbach. Ο αθεϊσμός του ήτo σημαντικό στοιχείο του πολιτικού του ριζοσπαστισμού καθώς έβλεπε την οργανωμένη θρησκεία ως άρρηκτα συνδεδεμένη με τη κοινωνική καταπίεση. Ο φανερός κι υπονοούμενος αθεϊσμός σε πολλά από τα έργα του εγείρει σοβαρό κίνδυνο δίωξης για θρησκευτική συκοφαντία. Το πρώιμο φυλλάδιο του The Necessity of Atheism αποσύρθηκε από τη πώληση αμέσως μετά τη δημοσίευσή του μετά από καταγγελία ενός ιερέα. Το ποίημά του Queen Mab, που περιλαμβάνει συνεχείς επιθέσεις κατά του ιερατείου, του Χριστιανισμού και της θρησκείας γενικότερα, διώχθηκε 2 φορές από την Εταιρεία για τη Καταστολή της Βίας το 1821. Ορισμένα άλλα έργα του επιμελήθηκαν πριν από τη δημοσίευση για να μειωθεί ο κίνδυνος δίωξης.
     Η υπεράσπιση του ελεύθερου έρωτα από τον Shelley βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο έργο της Mary και στο πρώιμο έργο του Godwin. Στις σημειώσεις του προς τη βασίλισσα Mab, έγραψε: “Δεν θα μπορούσε κάλλιστα να ‘χε επινοηθεί ένα σύστημα πιο επιμελώς εχθρικό προς την ανθρώπινη ευτυχία, από το γάμο“. Υποστήριξε ότι τα παιδιά των δυστυχισμένων γάμων τρέφονται σε ένα συστηματικό σχολείο κακού χιούμορ, βίας και ψεύδους. Πίστευε ότι το ιδανικό της αγνότητας εκτός γάμου ήταν μια μοναχική κι ευαγγελική δεισιδαιμονία που οδηγούσε στην υποκρισία της πορνείας και της ασυδοσίας.
     Πίστευε πως η σεξουαλική σύνδεση πρέπει να ‘ναι ελεύθερη μεταξύ κείνων που αγαπούν ο ένας τον άλλον και να διαρκεί μόνο όσο ο αμοιβαίος έρωτάς τους. Η αγάπη πρέπει επίσης να ‘ναι ελεύθερη και να μην υπόκειται σε υπακοή, ζήλεια και φόβο. Αρνήθηκε ότι η ελεύθερη αγάπη θα οδηγούσε σ’ ασωτεία και διατάραξη σταθερών ανθρώπινων σχέσεων, υποστηρίζοντας ότι οι σχέσεις που βασίζονται στην αγάπη θα ήτανε γενικά μακράς διάρκειας και θα χαρακτηρίζονταν από γενναιοδωρία κι αφοσίωση. Όταν ο φίλος του T. J. Hogg, έκανε μια ανεπιθύμητη σεξουαλική προέλαση στη 1η σύζυγό του Harriet, ο Shelley τον συγχώρεσε για το φρικτό λάθος του και τον διαβεβαίωσε ότι δεν ζήλευε. Είναι πολύ πιθανό ο Shelley να ενθάρρυνε τον Hogg και τη Mary να έχουν επίσης σεξουαλική σχέση.



     Ο Shelley δοκίμασε δίαιτα λαχανικών στις αρχές Μάρτη 1812 και τη συνέχισε, με περιστασιακά κενά, για το υπόλοιπο της ζωής του. Η χορτοφαγία του επηρεάστηκε από αρχαίους συγγραφείς όπως ο Ησίοδος, ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Οβίδιος κι ο Πλούταρχος, αλλά πιο άμεσα από τον John Frank Newton, συγγραφέα του The Return to Nature ή, A Defense of the Vegetable Regimen (1811). Έγραψε 2 δοκίμια για τη χορτοφαγία: A Vindication of Natural Diet (1813) κι On the Vegetable System of Diet (γραμμένο περίπου το 1813-5, μα 1ο δημοσιεύτηκε το 1929). Ο Michael Owen Jones υποστηρίζει ότι η υπεράσπιση της χορτοφαγίας ήταν εντυπωσιακά μοντέρνα, δίνοντας έμφαση στα οφέλη για την υγεία, στην ανακούφιση του πόνου των ζώων, στην αναποτελεσματική χρήση της γεωργικής γης που εμπλέκεται στη κτηνοτροφία και στην οικονομική ανισότητα που προκύπτει από την εμπορευματοποίηση της παραγωγής ζωικής τροφής. Η ζωή και τα έργα του ενέπνευσαν την ίδρυση της Vegetarian Society στην Αγγλία (1847) κι επηρέασαν άμεσα τη χορτοφαγία του George Bernard Shaw κι ίσως του Gandhi.
     Το έργο του δεν διαβάστηκε ευρέως στη διάρκεια της ζωής του έξω από έναν μικρό κύκλο φίλων, ποιητών και κριτικών. Το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης, του δράματος και της μυθοπλασίας του δημοσιεύτηκε σε εκδόσεις των 250 αντιτύπων που γενικά πωλήθηκαν ελάχιστα. Μόνο το The Cenci πήγε σε μια εξουσιοδοτημένη 2η έκδοση όσο ήταν ζωντανός -αντίθετα, το The Corsair (1814) του Byron πούλησε τη 1η του έκδοση των 10.000 αντιτύπων σε μια μέρα. Η αρχική υποδοχή του έργου του στα κύρια περιοδικά (με εξαίρεση τον φιλελεύθερο Εξεταστή) ήταν γενικά δυσμενής. Οι κριτικοί συχνά εξαπέλυαν προσωπικές επιθέσεις στην ιδιωτική ζωή και τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές απόψεις του, ακόμη κι όταν παραδέχονταν ότι η ποίησή του περιείχε όμορφες εικόνες και ποιητική έκφραση. Υπήρξε επίσης κριτική για τη καταληπτότητα και το ύφος του, ο Hazlitt το περιέγραψε ως ένα παθιασμένο όνειρο, μια καταπόνηση μετά από ακατόρθωτα, μια καταγραφή αγαπημένων εικασιών, μια μπερδεμένη ενσωμάτωση της αόριστης αφαίρεσης.
     Η ποίησή του απέκτησε σύντομα ευρύτερο κοινό στους ριζοσπαστικούς και μεταρρυθμιστικούς κύκλους. Η Queen Mab έγινε δημοφιλής στους Owenists και Chartists και η Revolt of Islam επηρέασε ποιητές που συμπαθούσαν το εργατικό κίνημα όπως ο Thomas Hood, ο Thomas Cooper κι ο William Morris. Ωστόσο, οι κύριοι ακόλουθοί του δεν αναπτύχθηκαν παρά μόνο μια γενιά μετά το θάνατό του. Ο Bieri υποστηρίζει ότι οι εκδόσεις των ποιημάτων του που δημοσιεύτηκαν το 1824 και το 1839 επιμελήθηκεν η Mary για να τονίσει τα λυρικά χαρίσματα του αείμνηστου συζύγου της και να υποβαθμίσει τις ριζοσπαστικές ιδέες του. Ο Matthew Arnold τον περιέγραψε περίφημα ως έναν όμορφο κι αναποτελεσματικό άγγελο.



     Ο Shelley άσκησε μεγάλη επιρροή σε μια σειρά σημαντικών ποιητών τις επόμενες δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένων των Robert BrowningAlgernon SwinburneThomas Hardy και William Butler Yeats. Χαρακτήρες που του έμοιαζαν εμφανίζονταν συχνά στη λογοτεχνία του 19ου αι. Περιλαμβάνουν τον Scythrop στο Nightmare Abbey του Thomas Love Peacock, τον Ladislaw στο Middlemarch του George Eliot και τον Angel Clare στο Tess of the d’Urbervilles του Hardy.
     Οι κριτικοί του 20ού αι. όπως ο Eliot, ο Leavis, ο Allen Tate κι ο Auden επέκριναν ποικιλοτρόπως τη ποίησή του για ελλείψεις στο ύφος, απωθητικές ιδέες κι ανωριμότητα της διανόησης και της ευαισθησίας. Ωστόσο, η κριτική φήμη του άρχισε ν’ ανεβαίνει στη 10ετία του ’60 καθώς μια νέα γενιά κριτικών τόνισε το χρέος του Shelley προς τους Spenser και Milton, τη μαεστρία του στα είδη και τις μορφές στίχων και την περίπλοκη αλληλεπίδραση σκεπτικιστικών, ιδεαλιστικών και υλιστικών ιδεών στο έργο του. Ο Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ τον περιγράφει ως έναν εξαιρετικό τεχνίτη, έναν λυρικό ποιητή χωρίς αντίπαλο και σίγουρα έναν από τους πιο προηγμένους σκεπτικιστές διανόησης που ‘χουνε γράψει ποτέ ένα ποίημα. Σύμφωνα με τον Donald H. Reiman, ανήκει στη μεγάλη παράδοση των δυτικών συγγραφέων που περιλαμβάνει τον Dante, τον Σαίξπηρ και τον Milton.
     Ο Shelley πέθανε αφήνοντας πολλά από τα έργα του ημιτελή, αδημοσίευτα ή δημοσιευμένα σε ξεκάθαρες εκδόσεις με πολλαπλά λάθη. Υπήρξαν μια σειρά από πρόσφατα έργα με στόχο τη δημιουργία αξιόπιστων εκδόσεων των χειρογράφων και των έργων του. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων από αυτές είναι:

Reiman D. H. (γενική έκδ.), The Bodleian Shelley Manuscripts (23 τ.), Ν. Υόρκη (1986-2002)
Reiman D. H. (γεν. έκδ.), The Manuscripts of the Younger Romantics: Shelley (9 τ. 1985-97)
Reiman D. H., & Fraistat N. The Complete Poetry of Percy Bysshe Shelley (3 τ.) 1999-2012 Βαλτιμόρη Johns Hopkins University Press.
Cameron K. N., & Reiman, D. H. (eds), Shelley & his Circle 1773–1822 Cambridge, 1961 (8 τ.)
Everest K. Matthews G. The Poems of Shelley 1804-1821 (4 τ.) Longman, 1989-2014
Murray E. B. The Prose Works of Percy Bysshe Shelley Α’ (1811-18) Oxford University Press 1995
Το χαμένο από καιρό Ποιητικό Δοκίμιο για την Υπάρχουσα Κατάσταση των Πραγμάτων (1811) ανακαλύφθηκε εκ νέου το 2006 και στη συνέχεια έγινε διαθέσιμο στο διαδίκτυο από τη Βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη.

     Ο John Lauritsen κι ο Charles Robinson έχουν υποστηρίξει ότι η συμβολή του στο μυθιστόρημα Frankenstein της Mary Shelley ήταν εκτεταμένη κι ότι θα ‘πρεπε να θεωρείται συνεργάτης ή συν-συγγραφέας. Η καθηγήτρια Charlotte Gordon κι άλλοι αμφισβήτησαν αυτόν τον ισχυρισμό. Η Fiona Sampson είπε: “Τα τελευταία χρόνια οι διορθώσεις του Percy, ορατές στα σημειωματάρια του Frankenstein που φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη Bodleian της Οξφόρδης, χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία ότι πρέπει τουλάχιστον να ήταν συν-συγγραφέας του μυθιστορήματος. Στην πραγματικότητα, όταν εξέτασα το ο ίδιος, συνειδητοποίησα ότι ο Πέρσι έκανε λιγότερα από οποιονδήποτε συντάκτη γραμμών που εργάζεται στις εκδόσεις σήμερα“.
     Η Memorial Association Keats–Shelley, που ιδρύθηκε το 1903, υποστηρίζει το Keats–Shelley House στη Ρώμη, το οποίο είναι ένα μουσείο και βιβλιοθήκη αφιερωμένη στους ρομαντικούς συγγραφείς με ισχυρή σύνδεση με την Ιταλία. Η ένωση είναι επίσης υπεύθυνη για τη συντήρηση του τάφου του Percy Bysshe Shelley στο μη Καθολικό νεκροταφείο στο Testaccio. Ο σύλλογος εκδίδει την επιστημονική επιθεώρηση Keats–Shelley. Διευθύνει επίσης τα ετήσια βραβεία γραφής Keats–Shelley & Young Romantics και τη Keats–Shelley Fellowship.


ΡΗΤΑ:

 * Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα.

 * Αφού είναι Πανάγαθος, ποιος ο λόγος να Τον φοβόμαστε;

 * Αν είναι Παντογνώστης, γιατί να Τον ενημερώνουμε για τις ανάγκες μας και να Τον κουράζουμε με τις προσευχές μας;

 * Τίποτα δεν μαραίνεται πιο γρήγορα από τις δάφνες πάνω στις οποίες επαναπαυόμαστε.

 * Ο πόλεμος είναι το παιχνίδι του πολιτικού, η απόλαυση του ιερέα, η διασκέδαση του δικηγόρου, και του πληρωμένου φονιά το επάγγελμα.

 * Ο πόλεμος είναι ένα είδος δεισιδαιμονίας, μιας παγανιστικής λατρείας όπλων και σημαιών που συνεγείρει τους άντρες.

 * Η ποίηση είναι ένας καθρέφτης που δείχνει όμορφο αυτό που παραμορφώνει.

 * Η ποίηση σηκώνει το πέπλο από την κρυφή ομορφιά του κόσμου και κάνει συνηθισμένα αντικείμενα να φαίνονται σαν να μην είναι συνηθισμένα.

 * Οι ποιητές είναι οι νομοθέτες του κόσμου χωρίς να τους το αναγνωρίζει κανένας αυτό.

 * Το λεπτό του πνεύμα, ανοίγει τέτοια πληγή που το μαχαίρι χάνεται μέσα της.

 * Κάθε αγάπη είναι γλυκειά, είτε τη δίνουμε είτε τη παίρνουμε.

 * Η εκδίκηση είναι το γυμνό λατρευτικό είδωλο μιας ημι-βάρβαρης εποχής.

 * Η ιστορία είναι ένα ανακυκλούμενο ποίημα γραμμένο από τον Χρόνο πάνω στις μνήμες του ανθρώπου.

 * Κι αν έρχεται ο χειμώνας, μπορεί η άνοιξη να είναι μακρυά;

 * Καμμιά αλλαγή, καμμιά παύση, καμμιά ελπίδα. Κι όμως αντέχω!

 * Η κόλαση είναι μια πόλη που μοιάζει πολύ με το Λονδίνο -Μια πολυάνθρωπη και καπνισμένη πόλη.

 * Οι χαμαιλέοντες τρέφονται με φως και αέρα. Η τροφή των ποιητών είναι έρωτας και φήμη.

———————————
ΕΡΓΑ:

     (Παρατίθενται ανά περίπου έτος σύνθεσης. Το έτος 1ης δημοσίευσης δίνεται όταν είναι διαφορετικό. Πηγή είναι ο Bieri, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.)

(1810) Zastrozzi
(1810) Original Poetry by Victor and Cazire (collaboration with Elizabeth Shelley)
(1810) Posthumous Fragments of Margaret Nicholson: Being Poems Found Amongst the Papers of That Noted Female Who Attempted the Life of the King in 1786
(1810) St. Irvyne; or, The Rosicrucian (published 1811)
(1810) The Wandering Jew (published 1831)
(1812) The Devil’s Walk: A Ballad
(1813) Queen Mab: A Philosophical Poem
(1815) Alastor, or The Spirit of Solitude (Published 1816)
(1816) Mont Blanc
(1816) On Death
(1817) Hymn to Intellectual Beauty (text)
(1817) Laon and Cythna; or, The Revolution of the Golden City: A Vision of the Nineteenth Century (published 1818)
(1818) The Revolt of Islam, A Poem, in Twelve Cantos
(1818) Ozymandias (text)
(1818) Rosalind and Helen: A Modern Eclogue (published in 1819)
(1818) Lines Written Among the Euganean Hills, October 1818
(1819) Love’s Philosophy
(1819) The Cenci, A Tragedy, in Five Acts
(1819) Ode to the West Wind (text)
(1819) The Mask of Anarchy (published 1832)
(1819) England in 1819
(1819) Julian and Maddalo: A Conversation
(1820) Peter Bell the Third (published in 1839)
(1820) Prometheus Unbound, A Lyrical Drama, in Four Acts
(1820) To a Skylark
(1820) The Cloud
(1820) The Sensitive Plant[188]
(1820) Oedipus Tyrannus; Or, Swellfoot The Tyrant: A Tragedy in Two Acts
(1820) The Witch of Atlas (published in 1824)
(1821) Adonais
(1821) Epipsychidion
(1822) Hellas, A Lyrical Drama
(1822) The Triumph of Life (unfinished, published in 1824)

Short prose works
“The Assassins, A Fragment of a Romance” (1814)
“The Coliseum, A Fragment” (1817)
“The Elysian Fields: A Lucianic Fragment” (1818)
“Una Favola (A Fable)” (1819, originally in Italian)


                                     Μουσείο Σέλλεϋ & Κητς

Essays
The Necessity of Atheism (with T. J. Hogg) (1811)
Poetical Essay on the Existing State of Things (1811)
An Address, to the Irish People (1812)
Declaration of Rights (1812)[189]
A Letter to Lord Ellenborough (1812)
A Vindication of Natural Diet (1813)
A Refutation of Deism (1814)[190]
Speculations on Metaphysics (1814)
On the Vegetable System of Diet (1814–1815; published 1929)
On a Future State (1815)
On The Punishment of Death (1815)
Speculations on Morals (1817)
On Christianity (incomplete, 1817; published 1859)
On Love (1818)
On the Literature, the Arts and the Manners of the Athenians (1818)
On The Symposium, or Preface to The Banquet Of Plato (1818)
On Frankenstein (1818; published in 1832)
On Life (1819)
A Philosophical View of Reform (1819–20, first published 1920)
A Defence of Poetry (1821, published 1840)

Chapbooks
Wolfstein; or, The Mysterious Bandit (1822)
Wolfstein, The Murderer; or, The Secrets of a Robber’s Cave (1830)
Translations
The Banquet (or The Symposium) of Plato (1818) (first published in unbowdlerised form 1931)
Ion of Plato (1821)
Collaborations with Mary Shelley
(1817) History of a Six Weeks’ Tour
(1820) Proserpine
(1820) Midas

=============================

         Ελεγείο

Αγριεμένε αέρα που θρηνείς,
πόνε πολύ λυπητερέ
για να σε τραγουδήσω,
αέρα που λυσσομανείςς
όταν το νέφος σκοτεινό
μουγκρίζει ολονυχτίς,

Μπόρα λυπητερή που μάταια κλαις,
Δάση γυμνά με τα κλαδιά 
ανεμοδαρμένα, βαθειές σπηλιές
και μαύρε ωκεανέ, τί λες,
για τ’ άδικο όπου νικά,
στον κόσμο, να θρηνείτε.



   (Από νεαρός διακρινόταν για τη λεπτότητα του συναισθηματικού του κόσμου, τη πρωτοτυπία κι επαναστατικότητα των ιδεών του. Αυτά σε συνδυασμό με την εξαίρετη κυριαρχία στα εκφραστικά του μέσα, του δώσαν ιδιαίτερη θέση στην αγγλική λογοτεχνία. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στα ιδεώδη της ειρήνης, της αδελφοσύνης και της αγάπης, που ήταν συχνά πολύ προωθημένα όπως υποστήριξη του αθεϊσμού. Ήταν σίγουρα φιλέλλην -στο ποίημά του Ελλάς υμνεί την Ελληνική Επανάσταση ενάντια στον τουρκικό ζυγό).

           Hellas (αποσπ.)

…Μέγας αιών στον κόσμο αναγεννάται.
Ξανάρχονται έτη χρυσά.
Και σαν το φίδι η γης
το ρούχο της αλλάζει,
που o χειμών το πάλιωσε.

Ο ουρανός χαμογελά.
Θρησκείες και βασίλεια
δεν ρίχνουν άλλο πια,
παρά ασθενική μια λάμψη,
σα λείψανα, σβησμένα πια, ονείρου.

Μια Ελλάδα πιο λαμπρή,
υψώνει τα όρη της μακρυά
πάνω από γαλήνια κύματα.
Ένας καινούριος Πηνειός
τα νερά του αργοκυλά
να συνατήσει τ’ άστρι στην αυγή.

Εκεί που ανθούν Τέμπη πι’ ωραία,
μεθάν κι οι νεαρές Κυκλάδες,
σ’ άβυσσο ηλιόλαμπρη απάνω.
Μια πλέον υπερήφανη Αργώ
τον πόντο διασχίζει γαλανό
γιομάτη μ’ ένα νέο θησαυρό.

Ένας Ορφέας νιούτσικος να ψέλνει
και ν’ αγαπά, και κλαίει, και πεθαίνει.
Ξαναμανά ένας καινούριος Οδυσσέας,
τη Καλυψώ εγκαταλείπει στο νησί της.
Ω! ας μη γράφετε την ιστορία
ξανά και πάλι για τη Τροία!
Εάν η γης είναι να καταστεί
βιβλίο του θανάτου.

Μη μπλέκετε του Λάιου τη μανία,
με τη χαρά που τώρα ανατέλλει
πάνω σ’ ανθρώπους λεύτερους,
αν και πιο προσιτή πλέον η Σφίγγα
του χάρου θα φρεσκάρει τα αινίγματα,
οπού ποτέ δεν μάθανε στη Θήβα.

Νέες Αθήνες θα ανατείλουν
και σ’ ένα μέλλον μακρυνό
θα μας κληροδοτήσουν,
όπως η δύση εκεί στον ουρανό,
της αυγής τους τη λάμψη.
Και θα αφήσουν,
αν τίποτε πανέμορφο
δεν ημπορεί να ζήσει,
ό,τι η γη μπορεί να πάρει
ή το στερέωμα να δώσει…
                                                (μτφρ.: Πάτροκλος)

   Ο Ύμνος Του Πάνα

Από τα δάση τα σκιερά
και τις βουνοσπαρμένες χώρες,
Έρχομαι, έρχομαι,
Από τα νησιά που ο ποταμός περιζώνει,
Κι όπου τα κύματα τα βουερά βουβάθηκαν,
Γιατί άκουσαν
Την γλύκα της φλογέρας μου.

Ο αγέρας δεν φυσούσε
στα βούρλα και στις καλαμιές,
Σώπαιναν στα θυμάρια οι μέλισσες,
Ο τζίτζικας στις φλαμουριές,
Στα μύρτα πουλιά δεν κελαηδούσαν,
Κι οι σαύρες μέσα στα χόρτα,
Κι αυτές βουβές απόμειναν,
Έτσι όπως στέκει πάντα,
Ο γέρο Τμώλος σιωπηλός,
Ακούγοντας το σκοπό μου,
Τη γλύκα της φλογέρας μου.

Γοργοκυλούσε ο Πηνειός
τα διάφανα νερά του,
Τα Τέμπη ήταν θαμπόφωτα,
Μέσα στου Πηλίου τη σκιά,
Το φως της μέρας ξεψυχούσε,
Μέσα στον αχό της μαγικής φλογέρας,
Οι Σειληνοί και οι Αιγίπανες,
Οι Σάτυροι και οι Νύμφες,
Στα δάση και στα κύματα,
Στον λιβαδιών την όχθη,
Στις σπηλιές με τις δροσοσταλίδες,
Και όλοι που με συντρόφευαν
Και με ακολουθούσαν
Απ’ την αγάπη σιωπηλοί μένανε,
Απόλλωνα, όπως στέκεσαι κι εσύ αμίλητος
Από ζηλοφθονία,
Για τη γλυκιά φλογέρα μου.
Τραγούδησα τον ουρανό,
Τη γη τη δουλεμένη,
Και τα’ άστρα που χορεύουνε,
Γέννηση, Αγάπη, Θάνατο,
Τις τιτανομαχίες εγώ τραγούδησα.

Ύστερα σκοπό καινούργιο πήρα,
Κι είπα πως μέσα στα
Φαράγγια του Μαίναλου, εκεί πέρα,
Ένα καλάμι αγκάλιασα,
Για κόρη παίρνοντας το!
Έτσι πλανιόμαστε όλοι, Θεοί κι Ανθρώποι.
Πλάνη που όταν βλασταίνει
τις καρδιές ματώνει.
Κι όλοι τότε θρηνούσαν
Όπως θα κάνατε κι εσείς οι δύο τώρα,
Το αίμα σας αν δεν πάγωναν
τα γερατειά ή η ζήλια,
Στο θρήνο της φλογέρας μου.

          Γραμμές

Η κρύα η γη κάτω κοιμότανε,
έλαμπε απάνω ο κρύος ο ουρανός,
και γύρω, μ’ ένα ήχο που σε μάργωνε,
από παγοσπηλιές
και κάμπους χιονοσκέπαστους
η πνοή της νύχτας
κύλαε σαν το θάνατο
κάτ’ από το φεγγάρι που βασίλευε.

Ήτανε μαύρη
η χειμωνιάτικη φραγή,
ένα χορτάρι πράσινο δεν έβλεπες.
Στο μονοπάτι πλάι,
κουρνιάζαν τα πουλιά
στο αγκάθι απάνω το γυμνό,
που οι ρίζες του
κουλουριαζόνταν πάνω
απ’ τις πολλές ραϊσιές
που εκεί τις είχε ανοίξει η παγωνιά.

Στου φεγγαριού,
που πέθαινε, το φως
τα μάτια σου γυαλίζαν.
Πώς σε ρυάκι απάνω αργό
λάμπει θαμπός φωσφορισμός,
όμοια έλαμπε και το φεγγάρι εκεί
και χρύσωνε
τα κορακάτα σου μαλλιά,
που μες στης νύχτας
σάλευαν τον άνεμο.

Τα χείλια σου τα χλώμιαζε
η σελήνη, αγαπημένη μου.
Ο αέρας πάγωνε το στήθος σου.
Έχυνε η νύχτα
στο ακριβό κεφάλι σου
την παγωμένη της δροσιά
κι εσύ κειτόσουνα
εκεί που του γυμνού ουρανού
η πικρή πνοή
μπορούσε και σ’ αγκάλιαζε
όπως ήθελε…

                    Λευτεριά

Το ‘να με τ’ άλλο τα βουνά μιλούν τα φλογισμένα
κι οι φοβερές τους οι βροντές ηχούνε πέρα ως πέρα.
Οι ανταριασμένες θάλασσες ξυπνούνε η μια την άλλη
και του τυφώνα η σάλπιγγα σύντας φυσήξει, σειούνται
οι βράχοι οι παγοσκέπαστοι στο θρόνο του χειμώνα.

Από ‘να μόνο σύννεφο λάμπει η αστραπή και γύρω
μύρια νησιά φωτίζονται. Μια πολιτεία μεγάλη
γίνεται στάχτη από σεισμό κι άλλες τρέμουν, τραντάζουν
ενώ η βουή του η φοβερή κάτου απ’ τη γη βρουχιέται.
Μα εσύ κι από την αστραπή πιο κοφτερό έχεις βλέμμα,
περπατησιά γοργότερη κι απ’ του σεισμού το βήμα.

Του ωκεανού βουβαίνεται η μανία στον αχό σου,
απ’ τη δική σου τη ματιά τυφλώνονται τα ηφαίστεια
και του ήλιου ο φωτερός πυρσός μπρος στη δική σου λάμψη
τέλμα φωτός μοιάζει χλωμό, θαμπό και μαραμένο.

Απ’ τα βουνά, τα κύματα, μέσα απ’ ατμούς και ανέμους,
το φέγγος του ήλιου χύνεται κι απλώνεται η αυγή σου
σε πολιτείες, φτωχόσπιτα, λαούς, σε κάθε σκέψη
και μοιάζουνε ίσκιοι της νυχτός οι τύραννοι κι οι σκλάβοι
μέσα στο φως το φτερωτό και στο δικό σου λάμπος.
                                                                        (μτφρ.: Δημήτρης Σταύρου)

                 Το Σύννεφο

Στα διψασμένα φέρνω εγώ λουλούδια τη βροχούλα
τη δροσερή, απ’ τις θάλασσες κι απ’ τα ποτάμια· φέρνω
στα φύλλα, καθώς γέρνουνε στα μεσημεριανά τους
ονείρατα, τον απαλό τον ίσκιο. Απ’ τα φτερά μου
ξεχύνονται οι δροσοσταλιές που τα γλυκά ξυπνάνε
μπουμπούκια, καθώς γέρνουνε, νανουρισμένα επάνω
στης μάνας των να κοιμηθούν τα στήθια, που έχει στήσει
χορό στον ήλιο γύρωθε. Τινάζω το δικράνι
του χαλαζιού π’ ορμητικά το χώμα μαστιγώνει
και δίνω κάτασπρη θωριά στους πράσινους τους κάμπους
κι ύστερα πάλι το διαλώ και σε βροχή το ρίχνω,
και μ’ ένα γέλιο προχωρώ κι αντιπερνάω βροντώντας.

Και κάτωθέ μου στα βουνά σκορπίζω εγώ το χιόνι,
και τα μεγάλα πεύκα τους στενάζουν φοβισμένα
κι είναι για μένα ολονυχτίς το προσκεφάλι το άσπρο,
ότα κοιμούμαι γέρνοντας στην αγκαλιά του ανέμου.
Η αστραπή, ο πιλότος μου, στων ουρανίων μου θόλων
τους πύργους κάθεται αψηλά, κι εκεί από κάτω, μέσα
σ’ ένα σπηλιάρι είν’ η βροντή διπλοφυλακισμένη,
κι ουρλιάζει κι αγωνίζεται μες στα τινάγματά της.

Πάνω από χώρες, ωκεανούς, ανάρια-ανάρια πάντα,
οδηγητής μου στέκεται αυτός μου ο τιμονιέρης,
’τί τον τραβά η αγάπη του για τα στοιχειά όπου πέρα
στης πορφυρένιας θάλασσας σαλεύουνε τα βάθη.
Πάνω από ρυάκια, από ψηλά βουνά, πάνω από λόφους,
όπου κι αν ονειρεύεται το Πνεύμα όπ’ αγαπάει
πως μένει, κάτω από βουνά ή ποτάμια κι εγώ ωστόσο
απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού το χαμογέλιο παίρνω
τη θέρμη, κι αυτός γύρωθε σκορπίζει τη βροχούλα.
Η ματωμένη ανατολή, με τα μετέωρα μάτια,
τα φλογισμένα της φτερά τα διάπλατα ανοιγμένα,
πηδάει πάνω στη ράχη μου την ταξιδεύτρα τότες
που της αυγής το λαμπερό τ’ αστέρι ξεψυχάει
όπως καθίζει ένας αητός για μια στιγμή στην άκρη
κάποιου βουνίσιου κι αψηλού που απ’ το σεισμό αργοτρέμει
βράχου, μες στων ολόχρυσων φτερών του τις ανταύγειες.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φλογισμένη κάτω,
θε ν’ ανασαίνει τις ορμές τις διάπυρες η δύση
γεμάτη από έρωτα κι από γαλήνης πόθο,
κι ο πορφυρένιος, δειλινός μαντύας θε να ’χει απλώσει
από τα βάθη τ’ ουρανού ψηλά, με διπλωμένες
φτερούγες ξεκουράζομαι, μες στην αιθέρινή μου
φωλιά, και τη γαλήνη αυτή μιας περιστέρας έχω,
που μ’ απλωμένα τα φτερά θερμαίνει τα μικρά της.

Η κόρη εκείνη, με το φως που είναι γεμάτη το άσπρο,
η στρογγυλή, που οι άνθρωποι, τήνε καλούν σελήνη,
φεγγόβολη στο δώμα μου γλιστράει το πουπουλένιο,
στρωμένο απ’ του μεσονυχτιού τις απαλές τις αύρες·
κι όπου, το βήμα που πατάν τ’ αθώρητά της πόδια,
και στους αγγέλους μοναχά είν’ ακουστό, το φάδι
της ντελικάτης στέγης μου ραγίσει το κι ανοίξει,
ξοπίσω φανερώνουνται και λάμπουνε τ’ αστέρια·
κι εγώ γελώ που βλέπω τα σαν μελισσοκοπάδι
πολύχρυσο να τριγυρνάν και να τραβούνε πέρα,
όταν πλαταίνω τ’ άνοιγμα της ανεμοχτισμένης
της τέντας μου, ώσπου οι θάλασσες κι οι ποταμοί οι γαλήνιοι
κι οι λίμνες, απ’ των αστεριών το φως και της σελήνης
θε να στρωθούνε, μοιάζοντας με τ’ ουρανού κορδέλες
που από τα ύψη πέσανε, περνώντας από μένα.

Του ήλιου δένω το θρονί με ζώνη φλογισμένη,
και με κορδέλα γύρωθε το θρόνο της σελήνης
τυλίγω μαργαριταριών· των ηφαιστείων θαμπώνω
το φως, και τ’ άστρα τρέμουνε και κολυμπούνε, όταν
οι ανέμοι τη σημαία μου απλώνουνε φυσώντας.
Από ’να κάβο σ’ άλλονε, απέραστη απ’ του ήλιου
το φως, πάνω απ’ τη θάλασσα, που η τρικυμία τη δέρνει,
σαν γέφυρα είμαι κρεμαστή, σαν στέγη όπου κολόνες
τα κορφοβούνια την κρατάν. Το θριαμβικό το τόξο
π’ ακολουθώ διαβαίνοντας με χιόνι, ανεμοζάλη
και με φωτιά, σαν τα στοιχειά τ’ ανέμου είναι δεμένα
στο θρόνο μου, είναι το λαμπρό το ουράνιο τόξο που έχει
μυριοχρωμάτιστη θωριά· η σφαίρα η φλογισμένη
τα χρώματα του τ’ απαλά ψηλάθε εκέντησέ τα,
όταν η γη από κάτω της γελούσε η νοτισμένη.

Είμαι της γης και του νερού η θυγατέρα κι είμαι
βυζασταρούδι τ’ ουρανού, διαβαίνω από τους πόρους
τ’ ωκεανού κι απ’ της αχτής τους πόρους· πάντ’ αλλάζω,
μα να πεθάνω αδύνατο είναι για μένα ωστόσο.
Γιατ’ ύστερα από τη βροχή, χωρίς καμιά κηλίδα,
όταν ο θόλος τ’ ουρανού γυμνός απλώνει κι όταν
οι ανέμοι κι οι φεγγοβολιές των ηλιαχτίνων πάλι
αντάμα ξαναχτίζουνε το θόλο τον αιθέριο
και το γαλάζιο, σιωπηλά γελώ προς το δικό μου
το ίδιο κενοτάφιο, κι απ’ της βροχής τα σπήλια
σαν το παιδί απ’ την κοιλιά της μάνας του, σαν φάσμα
μέσ’ από τάφο υψώνομαι και τον γκρεμίζω πάλι.
                                                                                 (μτφρ.: Κώστας Παπαδάκης)

   Φιλοσοφία Του Έρωτα

Μες στα ρυάκια χύνοντ’ οι πηγές
κι οι ωκεανοί με τα ποτάμια σμίγουν.
Στα ουράνια των ανέμων οι πνοές
η μια την άλλη αόρατες τυλίγουν.
Και τίποτα δε ζει στη μοναξιά.
Νόμος θεϊκός κάθε ύπαρξη του κόσμου
τη ρίχνει σε μιας άλλης αγκαλιά:
-Αχ, έλα πια στην αγκαλιά μου, φως μου!

Τα όρη φιλούνε τον ψηλό τον ουρανό,
τα κύματα αγκαλιάζουν το ’να τ’ άλλο,
και κάθε λουλουδάκι δροσερό
στ’ αδέρφια του έρωτα σκορπά μεγάλο.
Του ήλιου το φως φιλεί τη γη θερμά,
φιλεί η σελήνη πέλαγα αφρισμένα…
-Αχ, τί αξίζουν όλα τούτα τα φιλιά
αν εσύ φως μου δε φιλείς εμένα;
                                                              (μτφρ.: Ε. Ψαρά)

            Ύμνος του Απόλλωνα

Οι ώρες που άγρυπνες φρουρούν τον ύπνο μου κρυμμένες
πίσω από παραπετάσματ’ αστροϋφασμένα
κι από τα πλάτια του σεληνοφώτιστου ουρανού
διώχνουν τις έγνοιες απ’ τα μάτια μου τα θολωμένα,
τη μάνα τους, τη γκρίζα Αυγή, προσμένουνε να πει,
να με ξυπνήσουν, όταν πια η Σελήνη έχει χαθεί.

Και τότε εγώ υψώνομαι στου ουρανού το δώμα
περνάω πάνω από βουνά και κύματα π’ αφρίζουν,
αφήνοντας πα’ στον αφρό το φωτεινό χιτώνα:
ποδοπατώ τα σύννεφα και κάνω να σπιθίζουν·
λάμπουν οι σκοτεινές σπηλιές στη φωτερή θωριά μου·
ρίχνει τ’ αγέρι ολόγυμνη τη Γη στην αγκαλιά μου.

Κοντάρια οι ηλιαχτίδες μου που με αυτές σκοτώνω
το δόλο που νυχτογυρνά, μα μέρα δε ζυγώνει
κι όλοι αυτοί που το κακό κλώθουν μες στο μυαλό τους,
με τρέμουν· κι έτσι, η δόξα μου μονάχα δυναμώνει
μυαλά καθάρια κι έργα αγνά που η λάμψη τους θολώνει,
όταν η νύχτα σκοτεινά πέπλα τριγύρω απλώνει.

Ουράνιο τόξο, σύννεφα και λούλουδα αιθέρια
χαϊδεύουν τις αχτίδες μου, το στρογγυλό φεγγάρι
και τ’ αστέρια τα αγνά μες στον ουράνιο κόσμο
τη δύναμή μου, εσθήτα τους φοράνε με καμάρι
κι ότι ’ναι στέρεο στη γη ή λάμπει στα ουράνια
παίρνει από μένα δύναμη, από μένα περηφάνεια.

Στέκω καταμεσήμερο ψηλά στα μεσουράνια
και αρχινώ κατέβασμα αργό και δίχως κέφι·
τα σύννεφα, ως με κοιτούν να φεύγω, σκυθρωπάζουν
και κλαίνε, ενώ αργά βουτώ στου Ατλαντικού τα νέφη·
όμως, εγώ απ’ το δυσμικό νησί χαμόγελα τους στέλνω
και με το φωτογέλιο μου τον πόνο τους γλυκαίνω.

Είμαι το μάτι του θεού που κάνει όλη την Πλάση
να βλέπει και να χαίρεται τη θεία ομορφιά της·
είμαι η αρμονία του τραγουδιού, το φτέρωμα του στίχου.
Η προφητεία και το φως της Τέχνης και της Φύσης
είναι δικά μου, κι η γιατριά κάθε κακού δική μου·
νίκη και δόξα ο ύμνος μου· δόξα στη δύναμή μου.
                                                                                 (μτφρΜερόπη Οικονόμου)

             Οζυμανδίας*

Αρχαίας γης ταξιδευτή συνάντησα και μου ‘πε:
πελώρια δυο κι ασώματα ποδάρια από πέτρα
στέκουν ορθά στην έρημο… Σιμά, μέσα στην άμμο κείται
σπασμένο ένα πρόσωπο που της μορφής του η έχτρα,

το σουρωμένο χείλι του και η ψυχρή της προσταγής του χλεύη
το πώς ο γλύπτης ένοιωθε τα πάθη τούτα λένε,
που η άψυχη πέτρα έσωσε -η τέχνη τα σμιλεύει-
που το χέρι τ’ αντέγραψε και τη καρδιά που καίνε.

Λόγια στο βάθρο φαίνονται σκαμμέν’ από γραφίδα:
Οζυμανδίας λέγομαι και βασιλιάδων άρχω:
δείτε τα έργα μου, ω Τρανοί, κι αφήστε κάθ’ ελπίδα!”

Τίποτ’ άλλο δεν μένει. Μες στης φθοράς τη δίνη
ερείπιο αυτός ο κολοσσός, γυμνή την άμμο είδα
έρμη και λεία ν’ απλώνεται στην απεραντοσύνη.

                                                     (μτφρ.: Μάριος Βύρων Ραΐζης)
—————————–
* Οζυμανδία λέγαν οι Έλληνες τον φαραώ Ραμσή Β’. Ο ανδριάντας του που ενέπνευσε τον Σέλλεϋ, είχε ύψος σχεδόν 20 μ.
——————————–

             Στην…

Όταν οι απαλές σβήνουν φωνές,
στη μνήμη αντηχούν οι μουσικές
το άρωμα της βιολέτας που πεθαίνει,
ζει μες στην αίσθηση που ανασταίνει.

Με ροδοπέταλα, όταν το ρόδο φθίνει,
της καλής μας ραντίζουμε τη κλίνη·
έτσι σαν φύγεις, ο Έρωτας θα ‘ρθει,
στην αγκαλιά της σκέψης σου να κοιμηθεί.
                                                                          (μτφρ.: Χάρης Βλαβιανός)

                 Θρήνος

Αγέρα, που ξεσπάς και κλαις τόσ’ άγρια τον καημό σου,
τόσο που αυτός δε γίνεται ποτέ τραγούδι πια·
αγέρα μου, που ολονυχτίς χτυπάς το πένθιμό σου
το σήμαντρο, μέσ’ στη βαριά τη μαύρη συννεφιά·
μπόρες με τα θλιμμένα σας και με τα μάταια δάκρυα,
δάση γυμνά με τα ξερά κλωνάρια απ’ άκρια σ’ άκρια,
βαθιές σπηλιές, κι εσύ τρελή του ωκεανού μανία,
του κόσμου ετούτου κλάψετε πικρά την αδικία.

      Τραγουδάκι

Ένα πουλάκι στο ξερό κλαδί
κλαίει για το ταίρι του το πεθαμένο,
ο παγωμένος ο βοριάς απάνω του,
και το ρυάκι κάτω παγωμένο.

Στο δάσος το γυμνό φύλλο δεν ήτανε,
στο χώμα ένα λουλούδι δεν ανθούσε,
και τη γαλήνη γύρω δεν ετάραζε
παρά ο τροχός του μύλου που εβογγούσε.
                                                                                (μτφρ.: Λάμπρος Πορφύρας)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *