Smith Clark Ashton: Imaginarium

    Πριν ξεκινήσω, να δηλώσω πως το παρόν έγινε τη ευγενική χορηγία του φίλου κι εξαίρετου μεταφραστή του ΣμιθΓιάννη Καραγιαννάκη, τον οποίον ευχαριστώ πάρα πολύ και δημόσια!
Π. Χ.

Βιογραφικό

     Ο Αμερικανός Clark Ashton Smith είναι γνωστός στη χώρα μας και διεθνώς κυρίως ως συγγραφέας του φανταστικού, φίλος και συνοδοιπόρος του Lovecraft. Ένας από τον κύκλο του Λάβκραφτ με τακτική παρουσία στο περιοδικό Παράξενες Ιστορίες (Weird Tales) που η πρώιμη ποίησή του έκανε πρωτοσέλιδα άρθρα και την εκθείασαν μεγάλοι συγγραφείς πολύ πριν η ποιητική του πρόζα, η ανυπέρβλητη φαντασία του κι η ισχυρή αίσθηση του δέους επηρεάσουν το πεδίο της επιστημονικής φαντασίας. Η αρχική του παραγνώριση οφείλεται αφενός στη σύνδεση του ονόματός του με το χώρο της παραλογοτεχνίας, αφετέρου στο στυλ γραφής του, με αναμνήσεις από τους ελισαβετιανούς ως τους Γάλλους συμβολιστές, που καθιστούνε τη γλώσσα, τα θέματα και το ύφος του παράταιρα για τον 20ο αι. από τον Έλιοτ και μετά.
     Στον Κλαρκ Άστον Σμιθ άρεσε να λέει ότι γεννήθηκε Παρασκευή 13 Γενάρη 1893 κάτω από την επιρροή του Κρόνου που υποτίθεται ότι προδιαθέτει κάποιον προς το παράξενο και το μυστήριο. Γονείς του ήταν ο Τίμεους Άστον Σμιθ (Τimeus Ashton Smith) κι η Μαίρη Φράνσις Γκέιλορντ (Mary Francis Gaylord). Γεννήθηκε στο σπίτι των παππούδων του στην Long Valley της Καλιφόρνια. Ο πατέρας του, γιός πλούσιου βιομήχανου, ήταν αγγλικής καταγωγής που αφού ξόδεψε όλη τη περιουσία του σε ταξίδια ανά τον κόσμο εγκαταστάθηκε στη κομητεία Placer, κυρίως επειδή ήτανε κοντά σε μια αρκετά μεγάλη αγγλική αποικία, την πόλη του Penryn.
     Ήτανε πολύ μορφωμένος, με πολύ καλούς τρόπους κι έξαπτε τη φαντασία του γιού του με διηγήσεις από ταξίδια στον Αμαζόνιο και με περιπέτειες από το Μεξικό. Ο Τίμεους, πολύ φτωχός πλέον, κέρδιζε τα προς το ζην δουλεύοντας σα νυχτερινός υπάλληλος σε ξενοδοχείο στο Όμπουρν, σα χρυσοθήρας, σα φρουτοπαραγωγός και σαν ορνιθοτρόφος πριν η κακή υγεία του τον αναγκάσει να τ’ αφήσει όλα και το βάρος της οικογένειας να το αναλάβει η γυναίκα του. Κατάφερε όμως να αγοράσει λίγη γη και να φτιάξει ένα μικρό σπίτι 4 δωματίων με λίγη βοήθεια κι από τον μικρό τότε Κλάρκ. Η κατασκευή πήρε 4-5 χρόνια κι η οικογένεια εγκαταστάθηκε επίσημα το 1907.



     Οι γονείς του ήτανε κι οι δυο πάνω από 40 όταν τον γέννησαν. Καθώς ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας, ήταν μοναχικός κι όπως τα περισσότερα μοναχικά παιδιά έμαθε να διαβάζει από νωρίς, κυρίως ιστορίες με ξωτικά και τις χίλιες και μια νύχτες. Ξεκίνησε να γράφει στα 11 επηρεασμένος από αυτές τις ιστορίες. Μια κρίση πυρετού από οστρακιά, στα 4, που κράτησε περισσότερο από το συνηθισμένο και κατέληξε σε ρευματοειδή πυρετό, είχε σοβαρές επιπλοκές στη μετέπειτα πορεία της υγείας του και καθυστέρησε και την πρόοδο του στο μονοτάξιο τοπικό σχολείο. Εκεί οι βιβλιοφιλικοί τρόποι του, η αδύναμη φυσική του κατάσταση κι η μοναχική του φύση τον έκαναν στόχο πειραγμάτων από τους συμμαθητές του. Μετά παραδέχτηκε ότι υπέφερε από μια αίσθηση απομόνωσης. Καθώς αρνιόταν την παρέα των άλλων βρήκε καταφύγιο στις ομορφιές της φύσης και τη παρατήρηση των αστεριών.
     Αν κι ο Σμιθ έγινε δεκτός στο τοπικό λύκειο, αρνήθηκε να το παρακολουθήσει νιώθοντας ότι θα τα πήγαινε καλύτερα αν μορφωνόταν και εκπαιδευόταν μόνος του. Έτσι, διάβασε ολόκληρη την εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα όχι μία αλλά δύο φορές, τουλάχιστον ένα πλήρες λεξικό και κάθε τόμο στην τοπική βιβλιοθήκη του Κάρνεγκι. Στα 13 ανακάλυψε τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε (Edgar Allan Poe). Και καθώς τα διαβάσματά του επεκτείνονταν ανακάλυψε ότι η λογοτεχνία της Καλιφόρνια χρωστούσε πολλά στον Πόε. 4 από τις ιστορίες του ήτανε τόσο καλές ώστε να μπούνε στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής με τις πρώτες 2 το 1911 που δημοσιευτήκαν στο περιοδικό Overland Monthly. Μέχρι το 1926 έγραψε κυρίως ιστορίες φαντασίας καθώς και 2 νουβέλες κι επηρεάστηκε πολύ από τις Αραβικές Νύχτες Από Το Βάτεκ του Ουίλιαμ Μπέκφορντ, από τον Πόε και από τον Κίπλινγκ.



     Υπήρξεν όμως κι εξαιρετικός ποιητής, μολονότι η αξία του ποιητικού του έργου ξεκίνησε ν’ αναγνωρίζεται πρόσφατα, πολύ μετά το θάνατό του, όπως συνέβη με τον Poe. Μέχρι το 1929 χαρακτήριζε τον εαυτό του ποιητή κι ήτανε σαν ποιητής που κέρδισε τη 1η του φήμη. Ήταν ευχαριστημένος όταν βρισκόταν αναγνώστης που θαύμαζε το έργο του αλλά πάντα ξεκαθάριζε ότι δεν αναζητούσε διασημότητα. Αλληλογραφούσε όλη του τη ζωή με πάρα πολλά άτομα, ένα εκ των οποίων ήταν κι ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (Howard Philips Lovecraft) ο οποίος ξεκίνησε αλληλογραφία μαζί του το 1922 μέχρι και το θάνατό του το 1937.
     Παρά την αρχική του επιτυχία δεν έβρισκε καλή την ιδέα να συνεχίσει να γράφει σύντομες ιστορίες, αλλά ο θαυμασμός του για τα ποιήματα σε πρόζα του Μπωντλαίρ και για τα έργα του Λάβκραφτ τον οδήγησαν να κάνει πειράματα πάνω στην φόρμα του γραψίματος. Υπήρξε από τους καλλίτερους μεταφραστές του Μπωντλαίρ στην αγγλική γλώσσα, όντας αυτοδίδακτος στα γαλλικά. Ομοίως έμαθε μόνος του την Ισπανική, κατορθώνοντας μάλιστα να γράφει πρωτότυπα ποιήματα στα γαλλικά και στα ισπανικά. Το 1929 αναγκάστηκε να βρει ένα τρόπο να υποστηρίξει τους γερασμένους γονείς του κι έτσι ξανάρχισε να γράφει φαντασία. Ξεκινώντας τον Οκτώβρη του 1930 με το Τέλος Της Ιστορίας (End Of Story) που μπήκε στο διάσημο περιοδικό Weird Tales ο Σμιθ ξεκίνησε να γράφει συνέχεια. Είναι γεγονός ότι μέχρι το Δεκέμβρη του 1935 το όνομά του ήταν η πιο συχνή παρουσία στα περιοδικά του χώρου.

     Οι ιστορίες του Σμιθ ήταν κατά πολλούς τρόπους προεκτάσεις των πιο παλιών έργων του με θέματα, εικόνες και τεχνικές από τα ποιήματά του και την πρόζα του να επανεμφανίζονται. Ήταν η χρήση της γλώσσας κι οι δυνατές λέξεις του που τονε ξεχώριζαν από τους σύγχρονούς του. Έκανε πολλά έργα ζωγραφικής και σχεδίων τη 10ετία του 1920. Η ικανότητά του να εκφράζει τη φαντασία του με ποίηση, με πρόζα, με ζωγραφική ή με γλυπτική είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Σμίθ. Η 10ετία του 1930 έφερε πολλές τραγωδίες στη ζωή του. Ένας φίλος του κι αλληλογράφος, ο Βέιτσελ Λίντσει (Vachel Lindsay) πέθανε το 1931. Οι γονείς του ήτανε συνέχεια άρρωστοι αναγκάζοντάς τον να διακόψει το γράψιμό του το 1933. Άλλος ένας αλληλογράφος και φίλος του, συγγραφέας Ρόμπερτ Χάουαρντ (Robert E. Howard) αυτοκτόνησε το 1936. Ο κυριότερος αλληλογράφος του, ο Λάβκραφτ, πέθανε το 1937. Αργότερα τον ίδιο χρόνο πέθανε κι ο πατέρας του Τίμεους.
     Από το θάνατο του πατέρα του και μετά ζούσε σε κατάσταση απόγνωσης και δεν έγραψε τίποτα τα επόμενα 3 χρόνια. Στη πραγματικότητα, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του (1937-1961), έγραψε μόνο περίπου 12 ιστορίες, μεγάλη αντίθεση με τη πρότερη δημιουργικότητά του. ‘Όπως έγραψε κι ο ίδιος σε γράμμα του στον Όγκοστ Ντέρλεθ, (August Derleth) “περισσότερο ζω παρά γράφω” και γι’ αυτό μετά από αυτή τη περίοδο δεν υπάρχουνε και πολλά γράμματά του.



     Αλλά δεν παρέμεινε αδρανής το διάστημα του τελευταίου τρίτου της ζωής του. Για ακόμα μια φορά το ενδιαφέρον του ξαναγύρισε στη ποίηση και σε μια ακόμα αγάπη του, τη τέχνη. Τους πίνακες και τα σχέδια του, τα χαρακτήρισαν αρχικά ως αφελή μόνο και μόνο για το λόγο ότι ήταν αυτοδίδακτος. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει με νερομπογιές το 1916. Μέχρι το 1920 θεωρούσε τον εαυτό του εξειδικευμένο στο σχέδιο. Τα θέματά του περιλάμβαναν αφηρημένες φιγούρες χωρίς κάποιο φόντο (συνήθως χαρακτήρες από τις ιστορίες του), φανταστικές σκηνές κι εξωγήινα τοπία με παράξενη αρχιτεκτονική και παράξενα φυτά. Το 1935 ξεκίνησε να κάνει γλυπτά κατά λάθος μια μέρα που επισκέφτηκε το ορυχείο χαλκού του θείου του, σήκωσε μια πέτρα στεατίτη και συνειδητοποίησε ότι ήταν αρκετά μαλακή ώστε να μπορεί να τη σκαλίσει με τον σουγιά του. Πειραματίστηκε και με άλλα είδη πέτρας όπως σαπωνόλιθο, σερπεντίνη, ψαμμίτη, λάβα και πορφυρίτη. Μερικές, αφού τις σκάλιζε, τις έβαζε στη ξυλόσομπα για να σκληρύνουν. Οι μικρές σε μέγεθος γροθιάς φιγούρες, τα αγάλματα κι οι προτομές συγκρίθηκαν με τη προ-κολομβιανή τέχνη και τα φημισμένα κεφάλια της νήσου του Πάσχα. Άλλες φιγούρες βασίζονταν στη κλασσική μυθολογία και ξανά, στη μυθολογία του Λάβκραφτ. Ο Όγκοστ Ντέρλεθ ήταν ένας απο τους πολλούς συλλέκτες. Σκάλισε επίσης πίπες, βάζα, κηροπήγια κι άλλα φυσιολογικά αντικείμενα.
     Ο Σμιθ πουλούσε συνήθως τους πίνακες, τα σχέδια και τα γλυπτά για μερικά μόνο δολάρια. Άλλα τα έστελνε σα δώρο στα άτομα που αλληλογραφούσε -συμπεριλαμβανομένου του Λάβκραφτ, που εμπνεύστηκε πολύ από τα γλυπτά του. Έμαθε μόνος του γαλλικά κι ισπανικά, έγραψε μερικά ποιήματα σε αυτές τις γλώσσες και μετέφρασε αρκετούς ποιητές. Αν κι είχε σχεδόν σταματήσει να γράφει φαντασία, το έργο του συνέχισε να δημοσιεύεται και να τραβά τη προσοχή. Ιστορίες που έβγαζε από τα συρτάρια του συνέχισαν να εμφανίζονται στο περιοδικό Weird Tales κι αλλού.



     Στην εμφάνισή του, χαρακτηριζότανε ψηλός (πάνω από 1,80), αδύνατος, με καστανά κι αργότερα γκρίζα μαλλιά, μουστάκι κι ένα μεγάλο κεφάλι στο οποίο συνήθως φορούσε μαύρο ή κόκκινο μπερέ. Κάπνιζε πολύ (πίπα και τσιγάρα), έπινε μέτρια ως πολύ (κυρίως σπιτικό κρασί) και παρά το πιο διάσημο ποίημά του (The Hashish-Eater) δεν φαίνεται να πειραματίστηκε ποτέ με ναρκωτικά. Στην ερωτική του ζωή φαίνεται ότι περάσανε πολλές γυναίκες, κυρίως το διάστημα 1909-1930, με πολλές από αυτές να ‘ναι παντρεμένες. Λέγεται επίσης ότι έκανε σχέση που κράτησε πολλά χρόνια αλλά έληξε άδοξα το 1950. Στις 14 Νοέμβρη 1954, στα 61, νυμφεύτηκε τη Κάρολιν Ντόρμαν (Carolyn Dorman), χήρα με 3 ανήλικα παιδιά.
     Μέχρι κείνη την εποχή, είχε πουλήσει σχεδόν όλη τη γη της οικογένειάς του κρατώντας μόνον ένα μικρό κομμάτι με το σπίτι των 4 δωματίων. Ένας εργολάβος ζητούσε επίμονα και το υπόλοιπο κομμάτι αλλά ο Σμιθ αρνιότανε. Στα τέλη του 1955, όταν έλειπε, το σπίτι βανδαλίστηκε, οι τεφροδόχοι των γονιών του διαλυθήκανε κι η στάχτη τους σκορπίστηκε. Ήτανε συντετριμμένος κι άρχισε να μεταφέρει τα υπάρχοντά του σε πιο ασφαλές σημείο. Τελικά το σπίτι κάηκε ολοσχερώς το 1957, αποτέλεσμα εμπρησμού και μαζί του καήκανε κι ορισμένα χειρόγραφα και τυπωμένα κείμενα, πιθανώς όλα τα αδημοσίευτα έργα του. Μετά από αυτό παραδόθηκε και πούλησε και την υπόλοιπη γη.
     Μετά το γάμο του έγραψε πολύ λίγο και δούλευε σαν επαγγελματίας κηπουρός στις γύρω κατοικίες. Αν κι είχε πάντα προβλήματα υγείας κι όρασης, αυτά άρχισαν να αυξάνονται στη 10ετία του 1950. Το 1953 έπαθε έμφραγμα. Το 1961 υπέφερε από μια σειρά εγκεφαλικών τα οποία επιβράδυναν την ομιλία του. Ο Κλαρκ Άστον Σμιθ πέθανε στον ύπνο του στις 14 Αυγούστου 1961. Μερικά χρόνια αργότερα οι στάχτες του μεταφέρθηκαν στο Όμπουρν και θάφτηκαν δίπλα σε ένα βράχο κάτω από τις μπλε βελανιδιές κοντά στο σημείο που βρισκόταν το οικογενειακό σπίτι τους. Ακόμα αργότερα, ο δρόμος που ήταν κοντύτερα στο σπίτι μετονομάστηκε σε Οδός Ποιητή Σμιθ (Poet Smith Drive). Ο βράχος πρόσφατα μεταφέρθηκε στο πάρκο της 100ετίας στο Όμπουρν όπου μια πλάκα αναφέρεται στη ζωή του. Η φήμη σαν ένας σημαντικός συγγραφέας φαντασίας τον τελευταίο αιώνα, 2ος μετά τον Λάβκραφτ, έχει τραβήξει μεγάλο ενδιαφέρον αναγνωστών, μελετητών και συλλεκτών σε όλους τους τομείς, και τα έργα του συνεχίζουν και εκτυπώνονται ακόμα και σήμερα σε μεγάλες ποσότητες. Πρόσφατα μάλιστα εκδόθηκε το σύνολο του ποιητικού του έργου σε 3 τόμους.

   “Φεύγω, αλλά σ’ αυτό τον ετοιμόρροπο πύργο χτισμένο πάνω στις εσχατιές του κόσμου θα κατοικούνε τα βιβλία και τα φίλτρα μου”.
      (Donald Sidney Fryer 
Εμπνευσμένο από ποίημα του Σμιθ).

———————————–

   Σημ Π. Χ.: Ό,τι δείτε γραπτό δικό του οπουδήποτε στο Στέκι, έχει μεταφραστεί υπό Γιάννη Καραγιαννάκη, εξόν όσων αναφέρουνε ρητά, κάτι διαφορετικό.

     Στο Στέκι υπάρχει Σμιθ, στο Φανταστικό:
 
      Ιστορίες

     Επίσης στη Πινακοθήκη, υπάρχει με πίνακες  του!

     Υπάρχει πανέμορφη πλούσια σελίδα του -στα αγγλικά- στο Διαδίκτυο:

                   Clark Aston Smith

==================================

        Τα Δάση Του Λυκόφωτος

  (μτφρ.: Πάτροκλος) (The Twilight Woods)

Καθώς το σούρουπο ματώνει λαμπρή μέρα,
με πλούσιο φλογοκόκκινο και φωτερό αίμα
και βάφει πορφυρούς τους ουρανούς,
Πνεύματα ψιθυρίζοντας οδηγάν τα πόδια πέρα
σ’ ανέμους που λυσσομανόύν αυτή τη γκρίζαν ώρα
και ξέρουν τόσα μυστικά
και που βαλανιδιές, πεύκα απαντούνε τώρα,
επάνω στο κεφάλι μου και τα κλαδιά σε πλέγμα
μπλέκουν να κρύψουνε τον ήλιο μακρυά.

Περνώ απ’ τις αψίδες τους αργά, συλλογισμένα,.
Είναι μαγεία το λυκόφως που αρχίζει και σκουραίνει,
που όλα πια αλλόκοτα φαντάζουνε στις σκιές:
Θάμνοι και δέντρα παίρνουνε φανταστικές μορφές
και κρύβονται στο δάσος που απέραντα βαθαίνει,
απαρατήρητες, ωστόσο αισθητές ως την αυγή,
γιατί όταν γυρίζω να τις δω τρέπονται σε φυγή
στα σκοτεινά του ζόφου βύθη τ’ αγιασμένα.

         Η Οδύνη των Ονείρων

(μτφρ.: Πάτροκλος) (Dolor of Dreams)

Της θλίψης μια σκιά το φως στοιχειώνει
κι η αίσθηση της ‘νειρευτής λησμονημένης φαντασίας,
φάντασμα μιας μνήμης που ακόμα επιβιώνει
σαν η αυγή, του χτες τα φάσματα, σκοτώνει.

Ως η γαλάζια απόχρωση της μέρας στη σελήνη,
πιο καθαρά διακρίνουμε στο μέρος το σκιασμένο,
κάποιο νεκρό, του τραγικού ονείρου μας, χαμένο,
ως τ’ αμυδρό μεσημεριού το μέρος, φωτισμένο.

Ώσπου, μισός όντας, εγώ να στέκω στη κορφή,
ενός λοφίσκου, με ομίχλη τυλιγμένης
κι ακουώ, από μακρυά και δυνατά για μια στιγμή,
τις θλιβερές καμπάνες να ηχούν της γης της τυφλωμένης.

         Μαδριγάλι

(μτφρ.: Πάτροκλος) (Madrigal)

Έχεις τα μάτια σου χαμηλωμένα,
είναι πανέμορφα κι η αγάπη πως ν’ αντέξει:
μακάρι γρήγορα να τα φιλούσα,
πριν κλείσουνε σαν άνθη κουρασμένα
από τον άνεμο του δειλινού.

Το άγιο του στήθους σου λευκό,
μια απαλή καμπύλη τυλιγμένη,
γεμάτη όμως με πόνο οδυνηρό:
Εκεί τα χείλη μου ξανακλειστήκαν
με μιαν απόλαυση αποδειγμένη,
ευκολία απ’ του παρόντος το φαρμάκι δανεισμένη.

        Προειδοποίηση  

  
(μτφρ.: Πάτροκλος) (Warning)

Έχεις ακούσει απ’ τον βάλτο τις φωνές
να ψάλλουνε θανατηφόρους ρούνους απαλά,
που πιάσαν στο πεσμένο το φεγγάρι καλαμιές;
Τραγούδια που ‘ναι απ’ το κώνειο πιο γλυκά,
ή το ανακατεμένο με καννάβι, μέλι,
να σύρουνε τ’ ανθρώπινα του όνειρου τα μέλη,
με τρόπους που δε σύρθηκαν ξανά.

Κάτω από το, σαν ραμμένο, το γρασίδι,
οι σύρτες είναι πιο βαθειές και μαλακές
κι από κρεββάτι που πλαγιάζουν εραστές
κι είναι χαρά σ’ όσους περιπλανώνται κει
μ’ όπλα που λάμπουνε γυμνά και ασαφή,
και γνέφουν στον μοναχικό τον βάλτο
σ’ όσα συχνάζουνε νεκρά και περπατούν εκεί.

Πρόσεξε! Οι φωνές αυτές είν’ απαλές
πλέουν και πέφτουν, ίσα που ακούς,
τυχαία βρίσκονται εκεί σ’ εσέ γλυκές,
όπως οι ρούνοι και οι ψίθυροι, σε μέρες
που η αγάπη μόνη της δεν ζούσε ‘δω:
Πρόσεξε! Γιατί αυτό που λένε οι φωνές
είναι: πως ήρεμα νερά σου ράβουν νυφικό.

      Οι Χαμένες Αγροικίες

 (μτφρ.: Πάτροκλος) (Las Alquerjas Perdidas)

Λατρεύω τα περβόλια, τους αγρούς,
τους κήπους με τα στολιστά τους άνθη,
που μπήκε ζούγκλα και τα πήρε πίσω
και τα βοτάνια έχουν ξαναφτιάξει,
σκάζοντας τα μικρά, πιστά τους άνθη,
γεμάτα ευωδιές και μέλι.

Μου αρέσουν βαρυφορτωμένες
σπάταλες, αχαλίνωτες μηλιές,
τα δέντρα που ψυχορραγούνε
καθώς τα πνίγουνε λειχήνες.
Μου αρέσει αμπέλι στα οπωροφόρα,
τα γκι στις αχλαδιές.

Βρίσκω στο δάσο το πυκνό,
σε σωρό πέτρες μιας σβηστής φωιτάς,
κει να φυτρώνει το χαμένο τριαντάφυλλο
και να τραβάει στο τοπίο το θολό,
ζωή γεμάτα, ταξιδιάρικα κολίμπρι.

Πίσω από τα βούρλα ξέρω,
ένα παλιό υπόστεγο
με κόκκινα, παλιά ντουβάρια
και σκουριασμένες σιδεριές,
σπίτι από μούχλα και ποντίκια
κι εργαστήρι ιστών των αραχνών.

Έχω δει σ’ ένα μικρό νησάκι βάτα,
δίχως στρατί, σα μία τιμωρία,
γέρικη κυδωνιά να ρίχνει όλους
τους χειμωνιάτικους καρπούς της
για να βαλτώσει τα νερά.

Έχω ιδεί σουρούπωμα,
σε ξέφωτο στο ύπαιθρο,
άνθη λευκά δαμάσκηνου σε κύκλο,
σαν ένα φάντασμα χλωμό,
να ψάλλουνε τραγούδι μαγικό,

όταν πετάν οι νυχτερίδες,
τις πρώτες ώρες της νυχτιάς,
μυρίζω από προηγούμενη ζωή,
πέταλα ανθών να κρέμονται
σε μυστικιστικά κλαδιά…

            Oρντέβρ

 (μτφρ.: Πάτροκλος) (Antepast)

Tο να σκεφτώ το θάνατο, για μένα,
είναι σαν όασης μια σκοτεινή πηγή.
Ήσυχη, δροσερή, λαμπρή. κρυφή
-κρυμμένη ευτυχώς,, στα αποκοιμισμένα
δέντρα της φοινικιάς, τα ασημένια
τα δειλινά, στης έρημος τα χείλη.

Ή είναι σα μια πολυθρόνα πέτρινη
που πάνω της, στο σεληνόφωτο,
σε κάμαρα μαρμάρινη, ο βασιλιάς
πυρέσσων αναπαύεται, μονάχος.
Έτσι, με την ελπίδα του ύπνου,
η αναφαίρετη η σιγουριά: ο τάφος.

    Στάχτες Του Δειλινού

 (μτφρ.: Πάτροκλος) (Ashes Οf Sunset)

Ποιός πλήρωσε τάχα για νά ‘βρει
το δειλινό, που πέταξε μακρυά;
Θά ‘χει τα πέπλα του λυκόφωτος κοντά
κι όλη τη στάχτη τ’ ουρανού στην άκρη.

Σε μέρη που ποτέ του δε θα μάθει,
ράθυμα κρύβεται το μεγαλείο ‘κεί,
σα φάρος σε μοναχική ακτή,
με μάβινους αφρούς, πάντα κρυμμένο,

οπού τα όνειρα εξάπτουνε μάτι κλεισμένο…

     Φθινοπωρινή Αγάπη

 (μτφρ.: Πάτροκλος) (Amor Autumnalis)

Η αγάπη μου είναι η φλόγα
ενός άφθαρτου φθινοπώρου
Είναι η αναλαμπή των φύλλων
που δε ξεραθήκανε
Σε μιαν έκσταση
αλκυονικού χώρου και φωτός
Είναι το αιώνιο ψήλωμα
ανθών χωρίς φροντίδα
κι άνεμοι που μεταφέρουν πάνω τους
τα βάλσαμα καλοκαιριού
σε κοιλάδα μοναχική και ξεχασμένη
όπου θα ‘ρθετε να περιπλανηθείτε ήσυχα.
Ξεχάστε κήπους χωρίς ρόδα
Σε μια ήσυχη κοιλάδα
Όπου το αμπέλι με χρώμα του αίματος
θα σας οδηγήσει,
Όπου ξύλα χρυσά και λόφοι
θα σας κλείσουν μέσα τους
Και θα προβάλλετε σε μπρούντζινες
διάφανες καθάριες λίμνες
από μαύρο οπάλι
Στη θέα των πεύκων που ανηφοράνε,
και κεχριμπάρινες φλεγόμενες ιτιές
κόντρα στ’ ονειρικό μαβί
βουνών π’ αιώνια πάλλονται
μες στα ξεφτίδια τ’ ουρανού.

            Απολογία

 (μτφρ.: Πάτροκλος)   (Apologia)

Δεν έχω παίξει γι’ ευγενέστερην αγάπη
από ‘σέ, με το λαγούτο από νεφρίτη.
Ούτε σε κείνο το υπέροχο φαγκόττο,
το φτιαγμένο από κέρατα Κενταύρου
και καλοκουρδισμένα τα κομμάτια του
με διάφανα του φεγγαριού πετράδια.

Αυτό που λευτερώσανε τα παιδικά μου χέρια,
έπεσε σ’ ένα ιερό κι άγιο μέρος
και πά’ στη πιο μελωδική του νότα,
βγήκ’ απ’ το δέντρο μια καφετιά δρυάδα
και τσούρμο ήρθαν τα χλωμά βαμπίρ με χέρια,
γλυκύτερα απ’ τους λωτούς τους πατημένους.

Δεν έχω κάνει τέτοιες μελωδίες,
αυτές που λένε ξόρκια μαγικά,
αλλά θα πλέξω κάποια φθινοπώρου μέρα,
τραγούδι, να ‘χει τη δική σου ομορφιά,
φτιαγμένο μ’ όχι μυστικούς σχεδιασμούς
κι απογοήτευσης παθιάρικες χορδές.

Να πω, μ’ όχι συνηθισμένα λόγια
για δυο πουλιά του φθινοπώρου
που ‘χαν οδηγηθεί σε ξεχασμένους ουρανούς
κι είχανε δρέψει σπάνιους αστέρες
π’ απ’ το γρασίδι πρόβαλλαν, σαν τα μαλλιά σου,
να κλέψουνε το μπλε, απ τα δυο μάτια σου.

Zουλέικα: Ένα Τραγούδι Ανατολίτικο

 (μτφρ.: Πάτροκλος) (Zuleika: An Oriental Song)

Στις ύστατες του ήλιου ακτίνες
λαμποκοπάν τείχη και μιναρές.
Βυθίζονται, αργά-αργά κι εκείνες,
σκορπίζοντας παντούθε τις σκιές.

Και μες απ’ τα λαμπρά του δαχτυλίδια,
στριγκά ο μουεζίνης καλεί προσκυνητές.
Χαμογελώ καθώς δε σκέφτομαι τα ίδια,
μα άλλα πράγματα και τ’ ουρανού ειρκτές.

Κι όπως η σκέψη χάνεται σιγά-σιγά
γλυκά-γλυκά λοξοδρομά σε σένα.
Όσο το σώμα κλίνει στον Αλλάχ αργά,
η καρδιά γονυπετεί κρυφά σε σένα.

Αίθουσα είν’ ο νους μου, στοιχειωμένη
με την εικόνα της μορφής σου.
Μια κρύπτη είναι, ιερή και μαγεμένη
από τη χάρη την αργά αισθησιακή σου.

Αλλά το καλοδέχομαι που με στοιχειώνει
το πνεύμα της μορφής σου ω! γλυκειά μου.
Αγαπητή είναι αυτή που με λιγώνει,
αυτά τα μάτια τηνε κάνανε δικιά μου!

Που ‘ναι χειμάρροι που να σβήσουν τη φωτιά
και την αγάπη μου για σένα;
Για’ δεν υπάρχει πα’ στη γη ισχύς με βιά,
που να χωρίσει εσένανε και μένα.

     Η Γη Των Διαβολικών Άστρων

  (μτφρ.: Πάτροκλος) (The Land Of Evil Stars)

Mες σε γαλάζιες, πράσινες ημέρες και χρυσές
η δοξασμένη γη γαλήνια θ’ ανθίσει,
του πρωινού οι ασπίδες φλογερές,
κι εκστατικά, άνθη λευκά, αρκούν για να φωτίσει,
με το βλέμμα τους λαμπρό και ξαφνιασμένο,
να εναλλάσσουνε την έκσταση με ζόφο,
ανάμεσα στο σμαραγδένιο ήλιο τον πεσμένο
και στον αγέννητον αυτό το γαλανό.

Όμως στους ήλιους όλους, νύχτα φθάνει πια
και τότε τί πανέμορφη η θλίψη τους,
καθώς ένα καινούριο αύριο ξεκινά
από εδάφη ερημωμένα μακρυνά,
που ξεχαστήκαν τα υπέροχα άνθη τους
κι η καθαρότητα της κάθε λίμνης η αγνή,
που δυστυχώς θυμόμαστε σα φεύγουμ’ από ‘κει.

Στη στοιχειωμένη από τ’ άστρα τη νυχτιά
η γη άλλα βρίσκει φώτα διαφορετικά,
όλες σατανικές ακτίνες και μικρές,
από τις σφαίρες που αστράφτουν μαγικές,
από χαιρέκακο, διαβολικό και μίσος δυνατό.
Όποιος μένει εκεί και νιώθει την υπεροχή,
θα δει ως να κρυφτούν οι ήλιοι σ’ ουρανό,
με τη τριπλή τους λάμψη, δοξασμένα,
τ’ αχνά ανθάκια θά ‘ναι τσαλαπατημένα.

Αχ! όχι πια τη ψύχρα ή το κρύο των καιρών,
τ’ αστέρια αυτών των μακρυσμένων των ωρών.
Η γλύκα κι η χλωμάδα των ανθών,
ήδη έχει μολυνθεί και τσαλαπατηθεί
απ’ το φαρμάκι του φωτός αυτών,
που συσκευάσθηκε ξερά μ’ αρές και προσοχή:
Όλος ο μόχθος του ηλιακού φωτός,
πάει χαμένος στ’ άγρια μάτια τους,
στα μεθυσμένα απ’ το ζόφο μάτια τους,
που σταματάν του χρόνου τη ροή στο διάβα τους
φλεγόμενα σα κάρβουνα στη δρόσο της νυχτός.

                 Λάμια

        (μτφρ.:Πάτροκλος) (Lamia)

Ήρθεν η Λάμια απ’ την έρημο μακρυά,
φίδι υπέροχο που έχει γυναικός κορμί,
με βρήκε ‘κει, με τ’ όνομά μου χαιρετά,
κι ας είχε δώσει σε πολλούς καιρούς φιλί.

Και όταν μου τραγούδησε, μου φάνηκε στ’ αυτί,
πως άκουσα παλιό Αβατάρ με της Αγάπης τη φωνή.
Θανάσιμο το κάλλος της, μπερδεύτηκε στο αίμα μου
σαν ξόρκι, γέμισε με φως καρδιά και φλέβα μου.

Απτόητος την έκανα γυναίκα μου με βιά,
μαζί με του χλωμού κορμιού της τη σκιά,
μ’ όλες της τις ανατριχίλες, στη φωλιά
και τους νεκρούς που ‘ταν μαζί μας τη νυχτιά.

Ψυχρή η σάρκα της από του βάλτου ερπετά.
Στα στήθια της ξέχασα όμως την αρχαία συμφορά
και λησμονώντας ζωντανούς, βρίσκω χαρά.

Αχ! είμαι τώρα χίλια χρόνια πια νεκρός,
απ’ όταν έκανα την όμορφη τη Λάμια νύφη μου.
Δεν θα το μάθουνε ποτέ αυτοί που συναντώ…

Πως είμαι τώρα χίλια χρόνια πια νεκρός!

                Έκσταση

 (μτφρ.Πάτροκλος)  (Ecstasy)

Απ’ τ’ απαλά σου τα τσουλούφια τυφλωμένος
γυρνώ απ’ του Μισόφωτου τη χώρα, σα χαμένος,
του Έρωτα την ιστορία με τα χείλη μου να πω
τη δίχως λέξεις, πά’ στων δικών σου τον ανθό.

Άγνωστα αστέρια μακρινά, πέρα στη σκιερή
νοτιά, μόνα κι αόρατα, σε έρημιά ξερή
με χρόνια δίψα, μ’ ένα βαθύ γλυκό φιλί
θα ξεδιψάσουν απ’ το στόμα σου πολύ.

Τα χέρια μας πονάν σφιχτοδεμένα
ανοιγοκλείνοντας εκστατικά και μεγαλώνει
το πάθος, μες στις μυστικές φλέβες απλώνει,
όπως αν καις το κεχριμπάρι, λάμπει φωτισμένα.

Αυτή η αγάπη που ‘χουμε γλυκειά ‘ναι και κρατά
καλλίτερα από σανταλόξυλο ή χρυσό, μετά
τις άγονες πικρές αγάπες τις τρελλές
τις περασμένες θλιβερές μας τις παλιές.

Αυτή η αγάπη είν’ η καλή κι η τυχερή
πίσω απ’ το πέπλο των μαλλιών των απαλών.
Έχει επάνω μας γλυκά προσκολληθεί
πάνω στο στέρνο μας ζεστά κι είναι γυμνή.

         Το Ζοφερό Σκοτάδι

(μτφρ.Πάτροκλος) (The Eldritch Dark)

Τώρα που του Μισόφωτος τ’ αμφίβολο σκοτάδι,
σφραγίζει με τη σιγουριά της Νύχτας,
ένας αγέρας στρόβιλος παράξενα θρηνεί
και τις σκιές τις ζοφερές που έρπουνε,
τα δέντρα τις μιμούνται με κραυγές που ικετεύουνε,
είτε αχνές ή δυνατές, μ’ έκσταση χαλαρή,
τον ουρανό, όπου μορφές της πάχνης φεύγουνε
απ’ το μουντό φεγγάρι
και πάνω σ’ όλα πέφτουνε.

Διπλόπεπλα σκεπάζοντας -σιγή και νέφη- πλέρια,
μ’ όλη τη κίνησή τους των πραγμάτων τον αχό,
λευκή κάνουν τη νύχτα ως τη διαλυμένη δύση
και βγαίνει η ματωμένη η λεπίδα της σελήνης
σκοτίζοντας τη νύχτα πάλι.
Οι σκιές αναπαυμένες
σωρεύονται ξανά σε μια μεγάλη…

       Η Αρχαία Αναζήτηση

(μτφρ.Πάτροκλος) (The Ancient Quest)

Ω, γιγάντια άστρα γεννημένα απ’ το αιώνιο φως.
Ω, φτερωτές φωτιές που σπέρνουνε κενό
σα ζοφεροί προφήτες από άγνωστό Θεό,
μιλάτε με τον νόμο του φωτός!

Δεν είχαμε παρά να δούμε και να νιώσουμε,
τις άμετρες τις φλόγες σα μια γλώσσα απλή,
που θα μας πει για όσα μάταια ιδρώσαμε.
Στο τέλος φτάνει, η αναζήτηση αυτή.

Ω, νέοι κόσμοι, που πετάν ακούραστα δεμένοι,
και σκαρφαλώνουν διακαώς σ’ άπλετο κι άκορφο βυθό!
Ω, σεις πλανήτες σκοτεινοί π’ έρπετε ζαρωμένοι
μες σε τροχιές που πνίγηκαν στη νύχτα μας, εδώ!

Όμοια διστάζετε, μπρος στην αθάνατην Αλήθεια,
με θλίψην άπειρη, που δεν θα τηνε βρείτε.
Όμοια φλεγομένοι ήλιοι, μα τυφλοί χωρίς βοήθεια
κι από το φως της δεν θα λαμπρυνθείτε.

Για τη Ζωή αυτών που με φιλόδοξα μάτια Θεού
θα δούνε τ’ αστροδηλωμένο της αλήθειας μεγαλείο,
πρέπει, μ’ αδιάβλητη ματιά να δούνε το θηρίο,
τεράστιο σαν Άπειρο, το τέρας του Καιρού.

      Πριν Την Αυγή

(μτφρ.Πάτροκλος)  (Before Dawn)

Άδεια η νύχτα και αργεί.
Ο ύπνος δε τη παίρνει,
μόνη καρδιά, που δε θα κοιμηθεί,
στα χείλη της άθλιο τραγούδι σέρνει.

Βαθειά η νύχτα και αργή.
Του κόλπου ποιές φιγούρες
τρελλές, θολές, χωρίς μορφή
τυφλές, θλιμμένες μάσκες σκούρες.

Ύστερη αχτίδα φεγγαριού
τρυπώνει στο φεγγίτη,
απ’ όνειρα του στεναγμού
πριν απ’ τη μέρα ‘κρύφτει.

Πριν με διακόψει η αυγή,
πριν το μυαλό ηρεμήσει,
στον κόρφο σου να κοιμηθεί
κι ας μη ξυπνήσει.

            Πλάι Στο Ποτάμι

(μτφρ.Πάτροκλος)  (By The River)

Νόμισα θα ‘χαν φύγει οι χρυσές νεράιδες
και στάθηκα πλάι στο ποτάμι να ρεμβάσω,
μαζί μ’ αυτές και με το φαύνο αντάμα
κι άτσαλος έσπασα τα μπρούτζινα καλάμια
που κάποτ’ έπαιζεν ο Πάνας μες στο δάσο.

Ταράχτη το ποτάμι απ’ τη θυμωμένη ιτιά
κι είδα κυματισμούς οργής να το χοχλάζουν,
όπως τα γέλια τ’ έρωτα εν’ όνειρο ταράζουν
κι είδα ασημένιους σπόρους γαϊδουράγκαθου
να γοργοπλέουν στα νερά, δίχως αγέρας να φυσά.

Νόμισα θα ‘χαν φύγει οι χρυσές νεράιδες
και τότε σ’ είδα ν’ ανυψώνεσαι απ’ το κύμα,
γυμνή, -σα νύμφη που από φαύνο ξέφυγε-
μ’ αφρού κοσμήματα λευκά τα μέλη στολισμένα
κι ίδια Ελλάς, στα μάτια τα γαληνεμένα.

  Δως Μου Τα Χείλη Σου

 (μτφρ.Πάτροκλος) (Give Me Your Lips)

Δώς μου τα χείλη σου:
σαν άλικο καρπό του Παραδείσου
που ξάνοιξε πριν φράξουνε τις Πύλες
και καίνε τη ματιά μου,
ή σαν τα πορφυρά εκείνα άνθη
που στάζουνε διακριτικό, γλυκύ φαρμάκι,
ή σα στολίδια κόκκινα, σκληρά και κρύα,
που τρυγημένα στη λαχτάρα μου,
θα λυώσουν με φωτιά και με κρασί,
κρασί κρασιών, οπού μετρά το γήινο χρόνο,
φωτιά απ’ τις φωτιές πιο δυνατή,
σε ουρανό με άστρα υπέρλαμπρα γεμάτο.

Δως μου τα χείλη σου:
σαν άγγιξες τα χείλη μου με το χρυσό σου στόμα
χωρίς προσχέδιο και ούτε γιατρικό,
ούτε κερήθρα που γλυκύ το μέλι στάζει,
ούτ’ έλος βουλιαγμένο κάτω απ’ τον έρημο ουρανό,
ούτε το πράσινο, πικρό κρασί των θαλασσών,
ούτε σταλίτσες Παραδείσου ή Λήθης,
ούτ’ όλ’ αυτά, μα ούτε και το ένα,
θα πάρουν από πάνω μου τις φλόγες, το κρασί,
π’ αφήσανε τα χείλη σου απάνω στα δικά μου.

            Ύστερα

(μτφρ: Πάτροκλος) (Afterwards)

Επικρατεί στο κόσμο μια σιγή
απ’ όταν είπαμε το “έχε γειά” μαζί
κι η ομορφιά σ’ άγνωστη γλώσσα μας μιλεί
μιαν άγνωστη ιστορία να μας πει.

Επικρατεί στον κόσμο μια σιγή
που πια δεν είναι ησυχιά σεμνή:
Κάθε που πάω μακρυά να ξεμυτίσω
σε ρότες ταραγμένες θα βαδίσω.

Μα σαν ακούω μουσική οιμωγή
σε αίθουσες γιομάτες γέλια ‘κει,
ένας μονάχα δαίμων μ’ οδηγεί
κι ύστερα πάλι έρχετ’ η σιγή.

                  Τύχη

       (μτφρ.: Πάτροκλος) (Chance)

Υποκλιθείτε μπρος στο δαίμονα του κόσμου,
στο μισοπίθηκο, μισοχαζό, τεράστιο θεό
με χέρια αδέξια, μα πανίσχυρα, μορφή να δώσουν
στο στήθος μιας πόρνης ή να στήσουνε βωμό.

Απ’ το χαμένο ήλιο σε μια μαύρη κόλαση πια πέφτουν,
ή στροβιλίζονται στον ουρανό τους χωρατεύοντας,
όλοι οι υπόλοιποι θεοί, ποτέ δεν του ξεφεύγουν,
η θέλησή του κάποτε τους γέννησε χορεύοντας.

Πολέμοι που γενήκανε με λάβαρα σκισμένα,
σαν αειπεριπλανώμενες φωτιές λαμποκοπώντας,
από βασίλειο σε βασίλειο ή το ζευγάρωμα
των ποντικών ή των τεράτων παίγνιο,
όλα πάντα συμβαίνουνε στην επικράτειά του.

Πλάσματα, γεννήματα του σκότους, ταραγμένα,
περνώντας από κει γεννάν αστέρια, σταύλους,
σάρκα λεπρού, την άσπρη σάρκα της αγάπης σου.

                      Έρωτας

(μτφρ.: Πάτροκλος) (Amor)

Να της Εστίας η φωτιά στο προσεγμένο τζάκι.
Φλόγα που στήριζε τη Τροία τη καστρόχτιστη.
Σελήνης λάμψη ερωτική στον Ενδυμίωνα*.
Το ξυπνημένο ολόγιομο όνειρο του Μελκάρθ**.

Να και το πέτρινο αστέρι που επιστρέφει,
πιστό σε αρχαίες πλοηγήσεις*** της νυχτιάς.
Δαυλός των Κορυβαντικών**** των Μυστηρίων
στη σφραγισμένη λυκηθο σπίθα π’ ακόμα καίει…

Να η Λυχνία, που αρχαία χέρια την ανάψανε
βαθιά, σε σφραγισμένες κρύπτες αίματος κι οστών…
Για μας τους δυο μια μάγισσας φωτιά που τρίζει.

Σα φτερουγίσουνε τα μυστικά και σκότεινα φτερά,
αυτή θα κατακάψει και Βαλπούργια***** και Σελήνη
και θα υψωθεί ακατάσβεστη σα ρόδον άφθαρτο
στο νεφελώδη ουρανό κάποιου μεσημεριού.
_____________________________________

            * Στο πρωτότυπο λέει Λάτμιαν, που είναι το όρος που μυθολογικά γεννήθηκε ο Ενδυμίων, και τη Σελήνη με κεφαλαίο, πρόκειται περί αναφοράς στο μύθο του έρωτα μεταξύ τους.
         ** Ο Μέλκαρθ είναι φοινικική θεότητα και τ’ όνομά του σημαίνει “ο άρχων της πόλης“. Ήταν η κύρια θεότητα της Τύρου και των δύο αποικιών της, της Καρχηδόνας και του Κάντιθ (Cádiz, Ισπανία). Ο Ηρόδοτος, θεωρεί κι αποδίδει τον ναό του Μέλκαρθ στον Ηρακλή. Ήτανε θεότητα που τον εορτάζαν εκεί κάθ’ έτος σαν αρχή του χειμώνα και πιστεύεται ότι ήτανε πρότυπο για το κτίσιμο του ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ.
     *** Στο ποίημα χρησιμοποιεί την ελληνικής ρίζας λέξη “Ephmerides” και σημαίνει αστρολογικά εν προκειμένω, τις αρχαίες μεθόδους εύρεσης θέσης και γεωγραφικού στίγματος αλλά τη νύχτα με τα άστρα, εκτός επίσης κι άλλων γνωστών επεξηγήσεων.
   **** Κορύβαντες είναι μυθολογικά όντα που θεωρούνταν σαν οι “πρώτοι άνθρωποι πάνω στη γη“. Αναφέρονται επίσης και σαν Ιδαίοι Δάκτυλοι αλλά δεν είναι ακριβές αυτό, καθώς οι τελευταίοι ήτανε μυθικά πλάσματα που γεννηθήκανε στη Κρήτη στο όρος Ίδη. Ο αριθμός τους δε από εκδοχή σε εκδοχή ποικίλλει από 3-5 ή 15 έως κι 100. Λέγεται πως αυτοί φέρανε στη γη τη χρήση της φωτιάς και του σιδήρου. Εν τω μεταξύ, ο Λύχνος-Λυχνία που αναφέρεται πιο κάτω, πρέπει να εννοείται το Ερωτικό ιεροτελεστικο λυχνάρι που ανάβαν οι εταίρες ή γενικά οι ιέρειες της Αφροδίτης ώστε να φέγγει όσο διαρκέσει η συνουσία.
***** Η Βαλπούργη (Walpurga) γεννήθηκε τον 8ο αι. στο Ντέβον της Αγγλίας από οικογένεια τοπικού ηγεμόνα. Ο άγιος Βονιφάτιος -ο Άγγλος που προσηλύτισε στο χριστιανισμό τους Φράγκους κι είναι ο προστάτης άγιος της Γερμανίας- ήταν θείος της -αδελφός της μητέρας της. Η Βαλπούργη κι οι δύο αδελφοί της πήγανε στη Γερμανία να βοηθήσουνε τον Βονιφάτιο στον εκχριστιανισμό των γερμανικών φύλων. Για το έργο της και την αρετή της ανακηρύχτηκε αγία κι η μνήμη της γιορτάζεται από τους Ρωμαιοκαθολικούς 1η Μάη. Η γιορτή της Βαλπούργης μπλέχτηκε με τα τοπικά εορταστικά έθιμα της παραμονής της πρωτομαγιάς κι έτσι η γερμανική Walpurgisnacht (αγγλικά Walpurgis Night), η βαλπούργεια ή βαλπούργια νύχτα όπως έγινε στα ελληνικά, περιγράφει ειδικότερα τις τελετές μαγισσών που μαζεύονται σε βουνό μαζί με τους δαίμονες να γιορτάσουνε την άνοιξη, που στο βορρά έρχεται με κάποια καθυστέρηση. Τέτοια νύχτα περιγράφει κι ο Γκαίτε στο Φάουστ σκηνή που αξιοποιεί βέβαια ο Γκουνό στην ομώνυμη όπερα. Γενικότερα οι βαλπούργιες νύχτες περιγράφουν οργιαστικές τελετές και νύχτες οργίων.
____________________________

H Oυσία Των Πραγμάτων

   (μτφρ: Πάτροκλος) (Quiddity)

Όταν θάφτηκε στο χώμα η αμβροσία,
που ‘τανε ολόδικιά μας,
από την απάθειά μας,
πήρε σάρκα τότε με δική μας απουσία,
τ’ Άψυχου η βασιλεία.

To Ροσόλι Του Παρελθόντος

      (μτφρ: Πάτροκλος) (Attar Οf The Past)

Καθώς τα ρόδα
δεν αναπτύσσονται πια σε κήπο,
επιλέγουν να δημιουργούνε,
την ουσία τους σε φιαλίδιο.                   

                      Εξορκισμός

      (μτφρ: Πάτροκλος) (Adjuration)

Γλυκειά Λεσβία, σαν η αγάπη μας περάσει,
Ας μην αφήσουμε στίγμα κακό ή σκιά,
Ας σεβαστούμεν έστω όλα ή τίποτα
Όσα μας κάνουν δυο – όσα μας κάναν ένα.

Πες μοναχά πως η αγάπη μας τελείωσε
χωρίς αιτία, ως ανθίζει ένα ρόδο
και τώρα απλά η άδική του μοίρα
θα είναι να γευτεί το θάνατό του.

          Φθινοπωρινός Έρωτας

  (μτφρ: Πάτροκλος) (Amor Autumnalis)

Ο Έρωτάς μου αναλαμπή των αεί θάλλων φύλλων,
με φλόγα μοιάζει απ’ ανθισμένο φθινοπώρι,
μια πανδαισία ονειρική χρωμάτων και φωτός.

Άνθη ψηλά και σκορπιστά κι ανέμοι τον χνωτίζουν,
σπέρνωντας μυρωδιές φευγάτου θέρους στη πεδιάδα,
που ξεχασμένη, απόμερη, τη σεριανάς γαλήνια,
περιφρονώντας τους, χωρίς όμορφα ρόδα, κήπους.

Θα σ΄οδηγούν διαδοχικά αιμάτινα αμπέλια,
δάση θα σε τυλίγουνε χρυσά και θα χαζεύεις
καθάριες λίμνες μπρούντζινες και από μαύρο οπάλι.

Κοιτώντας στις οροσειρές, τα πεύκα φλογισμένα
και τις ιτιές κεχριμπαρένιες, μες στο φόντο,
των κορυφών των που αιωρούνται σαστισμένα,
με τα θαμπά μωβ κρέπια του ατέλειωτου ουρανού.

         O Θρίαμβος Της Αβύσσου

    (μτφρ: Πάτροκλος)  (The Abyss Triumphant)

Η ισχύς των ήλιων χάθηκε χωρίς να ξαναρθεί.
Το Χάος πλέον εντελώς σ όλα κυριαρχεί.
Παντού κουφάρια μες σε βύθη ξεχασμένα,
άσκοπα επιπλέουνε, λερά και παγωμένα.

Μονάχος μνέσκει ο παγωμένος ουρανός:,
καιρό πριν ξεχυθήκαν απ’ της Κόλασης τη μήνι,
ο Διάβολος κι οι δαίμονες, συλώντας τη Γαλήνη,
κι η Χάρις του Θεού χάθηκε, δυστυχώς.

(Με μαγικό κηρύκειο, θα ‘χεν αυτό αποτραπεί)
Kαι τώρα πύργωσε γερά, πα’ στης Ουράνιας Πύλης,
σάπιους παντού πυλώνες πια κανείς θα δει,
του τελευταίου σταθερού Προπύργιου της Ύλης.

Αρχίσανε ο προμαχών κι ο μιναρές να γνέφουν
ώσπου τα πλήθη, που τη Ράβδο Του δεν έχουν
διασκορπισμένα στη βροντή στου Τίποτα κενού τους,
χωθούν σ’ άμμο κινούμενη στα πόδια του Θεού τους!

        Η Αλχημειά Της Θλίψης

    (μτφρΠάτροκλος)     (Alchemy of Sorrow)

Ο ένας με τη φλόγα του στο κόσμο θα μιλήσει
κι ο άλλος με ολάκερη τη θλίψη του:
Ο πρώτος βλέπει χαλαρή, χαρμόσυνην ημέρα,
κι ο άλλος ακουρμά του σκουληκιού ψιθύρους.

Ο άγνωστος Ερμής, που με τη χείρα βοηθά
το νου μου και γεμίζει φόβο τα όνειρά μου,
που μέσω τους είμαι θρηνητικό τραγούδι,
του πρώτου απ’ τους αλχημιστές, του Μίδα.

Καλό χρυσάφι το γυρνώ σε σκουριασμένο σίδερο
και τον Παράδεισο τον κάνω Κολασμένο.
Στις συννεφένιες μπούκλες και στη λάμψη
το λατρεμμένο πτώμα περιγράφω:
Και να οικοδομήσουμε στις όχθες τ’ ουρανού,
πυργώνοντας περήφανα τις σαρκοφάγους.

                     Άγνωστη

        (μτφρΠάτροκλος) (Ιncognita)

Μπορεί να μη γνωρίσω όπως άλλοι, τη μορφή
που έδωσες στον ταραγμένο ήλιο, που σμιλεύει
κάθε μοβόρα νύχτα. Κι ίσως κανείς δε μοιραστεί,
μαζί μου, τις ομορφιές που κρύβουν οι σκιές,
μήτε τ’ αρχαϊκό στολίδι των φρυδιών σου,
π’ ανάγλυφα και σοβαρά κοντράρει τη σελήνη.

Ξέθωρη εικόνα αυτοκράτειρας, σ’ ένα πλατύ δουβλόνι
φλεγάμενο, λαμπρό. Έκαστος πάντα πρέπει να σιμώνει
στον τόπο που τονε τραβά η ιδιαίτερη αίσθησή του,
τον σφραγισμένο με οπτασίες αλλιώτικες, εκεί,
που μες στη δίνη της φθοράς του κόσμου, κατοικεί
η ομορφιά σου, να μας μπλέxει το μυαλό… Παρθενική
είσαι, κι αχνά, -αν αγαπήθηκες καθόλου- αγαπητή,
γιατί στο πιο σφιχτό φιλί, υπάρχουν άγνωστοι γκρεμοί.

                Ο Απολογισμός

 (μτφρΠάτροκλος)     (The Balance)

Για λίγο κράτησεν ο κόσμος τον πυλώνα:
Τώρα, κει που ‘ταν ρήγισσες η Ων κι η Καρχηδόνα,
είναι καυτός αγέρας που αναδεύει ερημιά
κι άμμο, κει που ‘ταν κάποτε κάστρα και οχυρά,

ή λάκκοι μες στους δρόμους των τους κεντρικούς,
που βύθη ωκεανών πάνω στ’ αρχέγονο φαγί τους
σκεπάσανε, κι οι ξεχασμένες πόλεις μνέσκουν,
πάνω στης σκόνης τους σωρούς.

Γι’ αυτό το λάθος θα ‘ρθεί στο τέλος πληρωμή τους,
σαν καταπιεί τα καστρα, η πεινασμένη γη γη τους,
τ’ αυτοκρατορικά παλάτια πια ερειπωμένα,
τα τείχη γκρεμισμένα

κι η σκόνη να τινάζεται μακρυά πολύ και πέρα
και να δινίζεται, στη Παρελθοντική τη Σφαίρα
κι οι ανέμοι να τη μπλέχουνε μ’ άγριαν αμάχη πάλι,
στου Ήλιου την αιθάλη.

====================

(από δω και κάτω Γιάννης Καραγιαννάκης μτφρ.)

Το Τραγούδι Των Ελεύθερων Όντων

                                                 (Εl Cantar Del Los Seres Libres)

Αγριόγατε, αδερφέ της ψυχής μου,
να ‘σαι ατίθασος και χωρίς αλυσίδα.
Μην ακλουθάς κανέν ανθρώπινο μονοπάτι,
σκεπάσου με τα φύλλα των φυτών
και μ’ αγριόχορτα.

Γεράκι τ’ ουρανού, φτερωτέ σύντροφε,
αν δεν είναι για το κυνήγι, δε βουτάς
και σα πύργος, φωλιάζεις στα κορφοβούνια,
που τα περιβάλλουν των βουνίσιων χειμάρρων
οι τρανές όχτες.

Τρανή κουκουβάγια, νυχτοπούλι και ντάμα μου,
σε σπηλαιώδη κυπαρισσένια περιστύλια,
να φυλάς τα κρυμμένα μυστικά,
απ’ όποιον δε μπορεί να δει το φως στα σκότη.

           Αφροδίτη

                                                 (Venus)

Από τότε που ‘χω δει τη λαμπρότητά της,
από χαμηλά κι από κοντά
και με θερμό κι οικείο τρόπο
μες στα μάτια τα δικά σου,
η Αφροδίτη, η μακρινή,
στους ουρανούς της είναι,
όμορφη σα κάθε Παραδεισένιο αστέρι.

Αλλά τώρα εσύ έχεις φύγει:
δάκρυα πολλά. Η δόξα της,
όταν αυτή ανατέλλει, σκοτεινιάζει,
στη σιωπή που διαγράφεται:
στους δρόμους που εσύ έφυγες:
προς τη δύση και προς το έμπα του φθινοπώρου.

                         Άρτεμις

                                                      (Artemis)

Στον πράσινο κι αλούλουδο κήπο που ‘χω ‘νειρευτεί,
Που βρίσκεται κάτω απ’ ατέλειωτα φεγγάρια, μακριά,
Όπου τις κυπαρισσόχτιστες αναδεντράδες του
Και τις κισσομένες μυρσίνες, κανείς δε θα διασχίσει·
Στο νεκρικό λαβύρινθο του αγριόπευκου και της δάφνης,
Κατά μήκος λευκού γρασιδιού, κατά πλάτος φασματικών βουνών,
Διακρίνεσαι μες απ’ τη καταχνιά που λάμπει
Απ’ όλα τα ψηλά φεγγαροκρεμασμένα συντριβάνια,
Με τα πόδια καλυμμένα απ’ το άκαρπο πράσινο
καλοκαιρινών δέντρων που δεν έχουν ανθούς καλοκαιριού,
Αλειμμένο με χειμωνιάτικα λούστρα
Πάνω στο περίκλειστο μάρμαρο
Του δικού σου στήθους,
Περιμένεις, εσύ,
Ω πένθιμο, αινιγματικό
Είδωλο της μπερδεμένης-σε-έρωτα Άρτεμης,
Που τα χείλη του τα τρυφερά, πολύ αργά,
Ή εντελώς άκαιρα, έχουν αναζητήσει
Το φιλί που πληγώνει.

             Η Λιβελλούλα

                                               (The Dragon-fly)

Πλάι στο καθάριο πράσινο ποτάμι,
Έν απόγευμα, το πρώιμο φθινόπωρο,
Μια λιβελλούλα με πορφυρά φτερά ήρθε και κάθισε
Στο λευκό μηρό της αγαπημένης μου.

Κι από τότε που πέταξε μακριά,
Έχω καταλάβει ακόμη πλέρια, την ομορφιά
Και το φευγαλέο των ημερών.

Κι η αγάπη κι η ομορφιά καίνε μέσα μου
Όπως τα σωριασμένα φύλλα από κεχριμπάρι κι αίμα
Που καίγονται στο τέλειωμα του φθινοπώρου.

   Tο Σπασμένο Λαγούτο

                                                (The Broken Lute)

Επειδή είστε σιωπηλοί
στις λυρικές προσευχές μου,
κουφοί στις μελωδίες που ‘χω κάνει
με στεναγμούς και ψιθυρίσματα
μιας πληγωμένης αγάπης,
έχω σπάσει το χρυσό λαγούτο μου
και το ‘χω πετάξει μακριά,
λερωμένο και χωρίς χορδές,
μες στα κόκκινα φύλλα των ρόδων
που αργοπεθαίνουνε
στο κήπο του Σεπτέμβρη.

Η σιωπή, η ασημένια σκόνη των κρίνων,
ο σιωπηλός θλιμμένος αγέρας του φθινοπώρου
και τα φύλλα που παρασέρνονται άτακτα,
το ‘χουνε ζητήσει για δικό τους.

Βλέποντάς το κει,
καθώς περνάτε αδιάφοροι μ’ αλαζονεία,
ανάμεσα στα σπασμένα ρόδα,
δε θ’ αντηχήσει στη καρδιά σας
ένας στεναγμός απ’ τους πολλούς,
που, σα μουσική για την ευχαρίστησή σας,
ανασάνατε από τις χορδές του,
τις περασμένες, μισοξεχασμένες πια
καλοκαιρινές ημέρες;

         Η Απουσία Της Μούσας

                                                   (The Absence Of The Muse)

Ω Μούσα, πού χασομεράς;
Μήπως σε κάθε γη του Κρόνου,
Που τη φωτίζουνε φεγγάρια και νούφαρα;

Σε ποια μητρόπολη ψηλή στον Άρη, τάχα,
Ν’ ακούς τα γκονγκ της τρομερής, απόκρυφης εντολής,
Και τις σάλπιγγες να παίζουν απ’ το γιαλό, τον άγνωστο γιαλό
Ηπείρων που κατατροπώθηκαν στους παλαιούς πολέμους
Που ξεκίνησαν αρχαίοι βασιλιάδες;

Ή στις αμμοσύρτεις
Από τις θάλασσες στην Αφροδίτη
Που αποτραβιούνται απ’ την άμμο
Tου θρυμματισμένου μάργαρου με τα χίλια χρώματα;

Συ άραγε μαδάς τ’ άνθη του πορφυρού φυκιού
Και τα τριαντάφυλλα από τα μπλε κοράλλια,
Για τα μαλλιά σου;

Μήπως τάχα, έχοντας φύγει πέρα
Από το βρυχόμενο ζωδιακό,
Μεταφράζεις την ιστορία των γήινων νέων
Και τα γήινα τραγούδια τους
Στους τραγουδιστές του Βωμού;

      Θα Συναντηθούμε

                                            (We Shall Meet)

Θα συναντηθούμε άλλη μια φορά
Τα παράξενα και τελευταία καλοκαίρια,
Και θα θυμηθούμε,
Όπως οι παλιοί μίμοι με το προσωπείο,
Το παλιό παιχνίδι της αγάπης και του πόνου.

Θα σε χαιρετήσω
Όχι με τα φιλιά
Των ημερών των αλλοτινών,
Γνωρίζοντας
Πως αυτά θα ‘τανε μάταια,
Όπως εκείνα του φυσήματος των φαντασμάτων
Που μοιάζουν της ομίχλης, τις έσχατες αβύσσους.

Εξασθενημένο άρωμα
Θα σε συνοδεύει
Όπως το φυλακισμένο-στη-λάρνακα μύρο
Κι η καρδιά μου που ‘νείρεται
Κει που τα πεσμένα
Φθινόπωρινά φύλλα σαλεύουν,
Θα προσφέρει το σβησμένο μισερό τους φως.

Από τον τάφο
Η αγάπη θ’ αναστηθεί
Αμίλητα, με τον τρόπο ενός φάσματος,
Στο φαινόμενο κόσμο
Φανάρια παντοτεινά ψυχρά κι ωχρά
Θα εκπέμπουν από τα μάτια μας τα νεκρομαντικά.

Αλλά κανένα δάκρυ
Δε θα τρέξει,
Τα δάκρυα της γνώσης
Είναι κενά και μάταια,
Όπως οι σκόρπιες
Σταγόνες της βροχής
Στον ύπνο των λιονταριών της ερήμου.

Ψύχρα και ξηρασία,
Όπως η χλόη
Που χνουδοξεπετάγεται σ’ ένα κομμάτι χιόνι,
Θα ξέρουμε ότι τίποτα δεν είχε σημασία,
Καθώς θα ιστορούμε
Τη σχεδόν σβησμένη πια θλίψη
Που περάσαμε προηγουμένως.

————————————–

                           Προς Το Δαιμόνιο

                                      (To the Daemon)

     Πες μου πολλές ιστορίες, ω ευγενές κακοποιό δαιμόνιο, αλλά μη μου πεις καμιά που να ‘χω ακουστά ή να την έχω δει στ’ όνειρο κάποτε, παρά μουντά μονάχα ή σπάνια.
     Όχι μη πεις τίποτα που να βρίσκεται στα όρια του χρόνου ή του διαστήματος: γιατί λίγο αντέχω όλα τα έτη τα καταγεγραμμένα και τα εδάφη τα παραχωρημένα και τα νησιά στα δυτικά της Κάθραϋ και τα βασίλεια στα ηλιοβασιλέματα της Ιντ, δεν είναι αρκετά μακρινά για να γίνουν μόνιμος τόπος της φαντασίας μου· κι η Ατλαντίς παραείναι νέα για να φιλοξενήσει τις σκέψεις μου εκεί κι η Μου έχει ατενίσει τον ήλιο ψηλά σε αιώνες πρόσφατους πάρα πολύ.
     Πες μου πολλές ιστορίες, αλλά να ‘ναι του παρελθόντος, πράματα των παλιών θρύλων και να μην υπάρχει καμιά μυθολογία στο δικό μας ή σ’ οποιονδήποτε κόσμο γειτονικό.
     Πες μου αν θες, για τα χρόνια που το φεγγάρι ήταν νέο κι είχε θάλασσες με σειρήνες να κελαρύζουν μέσα τους κι είχε τα βουνά ζωσμένα με λουλούδια από τη ρίζα ως τη κορφή· πες μου για πλανήτες γκρίζους από το χρόνο, σε κόσμους που δεν έχει κοιτάξει ποτέ κανείς θνητός αστρονόμος και που οι απόκρυφοι τους ουρανοί κι ορίζοντες, έχουνε βάλει σε συλλογίσματα τους οραματιστές.
     Πες μου για τα πιο τρανά άνθη όπου μες στους λικνιστούς τους κάλυκες, μια γυναίκα μπορεί να κοιμότανε· για τις θάλασσες φωτιάς που σκάνε σ’ ακρογιαλιές με πάγο που δε λυώνει ποτέ· γι’ αρώματα που μπορούν να δώσουν ύπνο αιώνιο με μιαν ανάσα· για τους τυφλούς Τιτάνες που κατοικούνε στον Ουρανό και τα όντα που περιπλανιούνται στο πράσινο φως των δίδυμων θαλασσί και πορτοκαλί ήλιων.
     Πες μου ιστορίες ασύλληπτου φόβου κι αφάνταστης αγάπης, σ’ αστέρια που ο δικός μας ήλιος είναι μια ανώνυμη μπαλίτσα φωτός ή που κει οι ακτίνες του δεν έχουνε φτάσει ποτέ.

       Είδωλο Από Μπρούτζο & Είδωλο Από Σίδερο

      (The Image of Bronze and the Image of Iron)

     Στο ναό της πόλης Μορμ, που βρίσκεται μεταξύ ερήμου και θάλασσας, είναι δυο είδωλα του θεού Άμανον -ένα μπρούτζινο είδωλο απέναντι σ’ ένα σιδερένιο στις φωτιές και τις αιματένιες κηλίδες στο πέτρινο θυσιαστήρι. Όταν το ματωμένο ηλιοβασίλεμα της ημέρας της θυσίας τελειώνει κι οι τρεμάμενες φλόγες της θυσίας αργοπεθαίνουν κι η σελήνη γελά μ’ ένα παγωμένο, μαρμάρινο χαμόγελο στο μαυρισμένο βωμό- τότε ο Άμανον μιλά στον Άμανον, με σιδερένια αλλά και μια μπρούτζινη φωνή…
    Έτσι κι όχι μ’ άλλο τρόπο, το σιδερένιο είδωλο μίλησε στο μπρούτζινο:
 -“Αδελφέ, όταν τα θυμιατήρια που είναι δουλεμένα με ξέχωρα ζαφείρια και ρουμπίνια, γεμίζανε τον αγέρα με γαλάζιο αρωματισμένο νέφωμα και τα κόκκινα φίδια της φωτιάς ταΐστηκαν με τη καρδιά της θυσίας, είδα ένα παράξενο όνειρο: Μου φάνηκε, σε κάποια μέρα μακρινή, μέρα απροφήτευτη μέχρι τα τώρα με τ’ αστέρια, πως ο ναός κι η πόλη Μορμ, οι άνθρωποι της κι εμείς, τα είδωλα του Θεού της, είμαστ’ ένα με την άμμο της ερήμου και της θάλασσας την άμμο: Η πέτρα έπεφτε απ’ τη πέτρα πάνω, το άτομο χωριζόταν από το άτομο, στη φθοροποιό επίδραση της βροχής και του αέρα και του ήλιου. Οι λειχήνες κι η χλόη της ερήμου, είχανε φάει το ναό ως τη βάση του κι η κρύα, αργή φωτιά της σκουριάς, η οξείδωση του μπρούντζου, που σερνόταν από το στόμα στα ρουθούνια κι απ’ τα γόνατα ως το λαιμό, μας είχαν αφήσει τους δυο, ένα μικρό σωρό κόκκινη και πράσινη σκόνη. Οι ρίζες ενός κάκτου σκίζανε τη πέτρα του βωμού κι η σκιά του κάκτου, λες κι ήταν αδέξιος δείκτης κάποιου φανταστικού ηλιακού ρολογιού, σύρθηκε πάνω του, μες στις μέρες της μπλε φωτιάς και τις νυχτες του αποπνικτικού θειούχου σεληνόφωτος. Φυσώντας μες στη μοναχική αγορά, ο άνεμος της ερήμου προσέφερε τη σκόνη των βασιλιάδων στον άνεμο της θάλασσας“.

                             Η Mαύρη Lίμνη

                                    (The Black Lake)

     Σε μια χώρα που τ’ αλλόκοσμο και το μυστήριο είχαν ενωθεί δυνατά με την αιώνια θλίψη, η λίμνη ξεχείλισε κάποια άγνωστη μέρα των παλιότερων αιώνων, για να γεμίσει κάποιαν άπατη άβυσσο μακριά, κάτω και πέρα μες στις σκιές των ηφαιστειακών, δίχως χιόνια, βουνών.
     Κανένα μάτι, ούτε ακόμα και του ήλιου που φώτισε μανιασμένα πάνω στη γη για λίγες ώρες το μεσημέρι, δε φάνηκε ικανό να μαντέψει τα πλέρια βάθη αυτής της μελαγχολικής μαυρίλας και της αρυτίδωτης σιωπής.
     Ήτανε γι’ αυτό το λόγο που βρήκα μια τόσο μοναδική ευχαρίστηση στο να συλλογίζομαι συχνά τη παράξενη λίμνη.
     Καθώς καθόμουνα, δε ξέρω για πόσο, στις ψυχρές βασαλτικές ακτές της, που δε φυτρώνανε παρά μόνο λίγες σαρκώδεις κόκκινες ορχιδέες, που σκύβανε πάνω απ’ τα νερά σαν ανοιχτά, διψασμένα στόματα, κοίταζα επίμονα με αμέτρητες φανταστικές υποθέσεις και σκιερές φαντασίες, το δελεαστικό μυστήριο της άγνωστης κι ανεξερεύνητης αβύσσου.
     Ήτανε σε μιαν ώρα πρωινού πριν ο ήλιος υπερβεί τη τραχειά και σπασμένη περιφέρεια των κορυφών, όταν πρωτόρθα και σκαρφάλωσα προς τα κάτω μες στις σκιές που γεμίζανε την ηφαιστειακή λεκάνη με κάποιο λεπτό υγρό.
     Ορατή στο βάθος της ασάλευτης απόχρωσης από αέρα και λυκόφως, η λίμνη έμοιαζε σαν υπολείμματα σκότους.
     Καθώς κοίταξα ερευνητικά πρώτη φορά, μετά τη βαθειά και δύσκολη κάθοδο, τα μουντά και μολυβένια νερά, αντιλήφθηκα για πολύ, κάποιες μικρές και διασκορπισμένες ανταύγειες ασημιού, εμφανώς μακριά κάτω απ’ την επιφάνεια.
     Τις πέρασα για μέταλλο σε κάποια μυστηριώδη προεξοχή ή σπινθηρίσματα ενός από καιρό βυθισμένου θησαυρού.
     Έσκυψα πιο κοντά ανυπόμονα και τελικά διέκρινα πως αυτό που ‘δα, δεν ήτανε τίποτ’ άλλο παρά η αντανάκλαση των άστρων, που, μολονότι η μέρα πύργωνε πάνω στα βουνά και στο έδαφος, ήταν ακόμη ορατά στο βάθος και το ζόφο αυτού του σκοτεινιασμένου μέρους.

                        Ένα Όνειρο Της Λήθης

                                (A Dream of Lethe)

     Σ’ αναζήτηση κείνης που ‘χα χάσει, ήρθα εντέλει στις ακτές της Λήθης, κάτω απ’ τον υπόγειο θάλαμο του απέραντου, κενού, εβένινου ουρανού, απ’ όπου όλα τ’ άστρα είχαν εξαφανιστεί ένα-ένα.
     Προχωρώντας, χωρίς να ξέρω από που, έπεφτε θαμπά ένα χλωμό, αόριστο φως, σαν από μισόσβηστο φεγγάρι ή από κάποιο φασματικό φωσφορισμό νεκρού ήλιου, στο σκούρο ρεύμα και στα μαύρα αλούλουδα λιβάδια.
     Μ’ αυτό το φως, είδα πολλές περιπλανώμενες ψυχές αντρών και γυναικών, που έρχονταν διστακτικά ή βιαστικά, να πιουν απ’ τ’ αργά ακελάρυστα νερά.
     Αλλά μεταξύ τους δεν υπήρξε κανείς που να φεύγει βιαστικά κι υπήρχανε πολλοί που μένανε να παρατηρήσουνε, με απλανή ματιά, την ήρεμη κι ακύμαντη επιφάνειά του.
     Τελικά στη λυγερή ψηλή σα κρίνο μορφή και τ’ ακίνητο, υψωμένο πρόσωπο μιας γυναίκας που στάθηκε ξέχωρα απ’ τους υπόλοιπους, είδα αυτό που ‘χα γυρέψει και τρέχοντας προς το μέρος της, με καρδιά που οι παλιές μνήμες τραγουδούσανε σα μια φωλιά αηδόνια, ήμουνα πρόθυμος να τη πάρω απ’ το χέρι.
     Αλλά στα χλωμά, αμετάβλητα μάτια και στα ωχρά, ασάλευτα χείλη που συναντήσανε τα δικά μου, δεν είδα κανένα φως θύμησης, ούτε κανένα σημάδι αναγνώρισης.
     Ξέροντας τώρα πως είχε ξεχάσει πια, έφυγα μακριά, απελπισμένος και βρίσκοντας το ποτάμι πλάι μου, συνειδητοποίησα ξάφνου την αρχαία δίψα μου για το νερό του, δίψα που ‘χα σκεφτεί κάποτε να σβήσω σ’ άλλες πολλές και διάφορες πηγές, αλλά μάταια.
     Πέφτοντας βιαστικά, ήπια και σηκώθηκα πάλι, έχοντας αντιληφθεί ότι το φως είχε σβήσει, είχεν εξαφανιστεί, κι ότι όλο το έδαφος ήταν όπως το έδαφος στον ανόνειρο ύπνο, που δε μπορούσα πλέον μέσα του να διακρίνω πρόσωπα συντρόφων.
     Ούτε κι ήμουν ικανός πια να θυμηθώ, γιατί πεθύμησα να πιω απ’ το νερό της Λήθης.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *