Βιογραφικό

O Πωλ Βαλερύ, γεννήθηκε 30 Οκτώβρη 1871, από Κορσικανό πατέρα (Barthelemy Valery) και μητέρα Γενοβέζα (Fanny Grassi), στο Sete, μια πόλη στη μεσογειακή ακτή Herault, αλλά ανατράφηκε στο Μονπελιέ, από το 1884, ένα μεγαλύτερο αστικό κέντρο κει κοντά. Σ’ ηλικία 7 ετών επισκέφθηκε με τη μητέρα του το Λονδίνο. Μετά τη παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική στοιχειώδην εκπαίδευση και τον θάνατο του πατέρα του, (το Μάρτη του 1887), το 1888 εγράφεται για να σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ. Γενικά ήταν μέτριος μαθητής κι αν κι ήτανε κοινωνικός κι επικοινωνιακός χαρακτήρας, πάντα κρατούσε μέσα του ένα μυστικό κήπο, που κει αποσυρόταν, όταν ήθελε, για να ταΐσει την οργιώδη, ευαίσθητη κι ερωτική φαντασία του, μ’ εικόνες εξ ολοκλήρου δικές του.

Διαβάζει Ουγκώ (Hugo), Γκωτιέ (Gautier), Μπωντλαίρ (Baudelaire), Βερλαίν (Verlaine) και τότε ξεκινά να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Τότε περίπου, ανακαλύπτει και το Musee Fabre The Dictionnaire De l’ Architecture του Viollet-le-Duc και το The Grammar Of Ornament του Owen Jonesκι αρχίζει να σχεδιάζει, να σκιτσάρει και να ζωγραφίζει. Ένας φίλος του, ο Pierre Feline, τονε μπάζει στη χώρα των μαθηματικών και της μουσικής, ιδιαίτερα κείνης του Βάγκνερ (Wagner).
Λίγον αργότερα, έρχεται κι η πρώτη δημοσιεύση ποιημάτων του και φυσικά νιώθει ευτυχής και περήφανος. Διαβάζει Μαλαρμέ (Mallarme), Πόε (Poe) & Huysmans. Την επόμενη χρονιά παρουσιάζεται για τη στρατιωτική του θητεία και παράλληλα γνωρίζεται με τη κυρία De Rovira, που θ’ αποτελέσει το πρώτο ερωτικό του σκίρτημα και τη πρώτη ερωτική του απογοήτευση, που θα του επιφέρει μια πρόσκαιρη τρικυμία στο μυαλό. Το 1890 γνωρίζεται και συνάπτει φιλική σχέση με τους, Pierre Louys κι Andre Gide και την επόμενη χρονιά δημοσιεύει τα του Νάρκισσου. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, επισκέπτεται τον Μαλαρμέ κι αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι, για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το 1893 ξεκινά να μελετά επιστημονικά: Faraday, Maxwell, Lord Kelvin, Riemann, Lobatchevsky, Russel, Cantor, Poincare. Συνάπτει φιλία με τον Marcel Schwob, που τονε μπάζει στους Άγγλους συγραφείς και πιο συγκεκριμένα στους: Stevenson, Defoe, Meredith. Την επόμενη χρονιά πιάνει διαμέρισμα στην οδό Gay-Lussac και μελετά στη βιβλιοθήκη το συγγραφικό, επιστημονικό έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.

Το 1900, παντρεύτηκε τη Jeannie Gobillard, κοινή φίλη του Μαλαρμέ και συγγενής της ζωγράφου Berthe Morisot κι αποκτήσανε μαζί 3 παιδιά: Claude, Agathe και Francois. Γενικά, εργάστηκε σε διάφορες δουλειές κι άργησε πολύ ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με το γράψιμο, στην ηλικία των 50 ετών. Το 1925 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Παρισιού κι έκτοτε κάνει διαλέξεις και μελέτες, για πολιτιστικά και λογοτεχνικά θέματα, σ’ όλη την Ευρώπη. Το 1931 ιδρύει το College Internationale De Cannes, ιδιωτικό σχολείο που δίδασκε, γαλλική γλώσσα, πολιτισμό κι ιστορία και λειτουργεί ακόμα και σήμερα. To 1932 έδωσε πνοή στον εορτασμό των 100 χρόνων από το θάνατο του Goethe. Το 1937 διορίστηκε διευθυντής στο Πανεπιστήμιο Νίκαιας. Στο Β’ Παγκ. Πολ., η κυβέρνηση των δοσιλόγων του Vichy, αφαίρεσε πολλά από τα προνόμιά του.

Ο Πολ Βαλερί πέθανε στις 20 Ιουλίου 1945 και θάφτηκε 5 μέρες αργότερα, στο κοιμητήρι της γενέτειράς του, το Sete, σ’ ηλικία 74 ετών.========================
Το Κοιμητήρι Πλάι Στη Θάλασσα
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
Πίνδαρος: Πυθιόνικοι, ΙΙΙ
Η στέγη τούτη η ήρεμη, που περιστέρια τη πατάνε,
ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους πάλλεται· και νά ’ναι
η Μεσημβρία η δίκαιη εκεί, με τις φωτιές της να συνθέτει
τη θάλασσα, τη θάλασσα που πάντα ξαναρχίζει! Σκύβει
αυτός που σκέφτεται, ω, ύστερα και νιώθει πως τον ανταμείβει
των θεών το βλέμμα εκείνο που η γαλήνη επάνω του αποθέτει!
Μα ποιό έργο δίχως λάμψεις καθαρές διαμάντια όλο βρίσκει
μες στους ασύλληπτους αφρούς, και βρίσκοντάς τα τά αναλίσκει,
και ποιά είναι η ειρήνη που να εγκυμονείται μοιάζει – ποια και πόση;
Όταν στην άβυσσο από πάνω στέκεται ήλιος μεσημέρι,
και αμάλαγα έργα, που ’βγαν από αιτία αιώνια, υπερεξαίρει,
ο Χρόνος πάντα σπινθηροβολεί και το Όνειρο είναι γνώση.
Ταμείο στέρεο, απλέ Ναέ στην Αθηνά αφιερωμένε,
γαλήνης μάζα και δεξαμενή ορατή, της στέρνας μένε,
νερό πηγαίο, σύνοφρυ, Οφθαλμέ που μέσα σου επιλέγεις
τόσο πολύ ύπνο να φυλάς κάτω από φλόγινο μαγνάδι,
ω εσύ Σιωπή μου!… ω οικοδόμημα μες στην ψυχή, με υφάδι
ολόχρυσο τα χίλια κεραμίδια κέντησες της Στέγης!
Ναέ του Χρόνου, που σου συνοψίζει τους καιρούς ο στόνος,
ιδού, ανεβαίνω στο σημείο αυτό και συνηθίζω μόνος,
καθώς μες στο θαλασσινό μου βλέμμα βρίσκομαι κλεισμένος·
και πέμποντας προς τους θεούς την υπερτάτη προσφορά μου
ατάραχοι σπινθηρισμοί, γαλήνιοι, σπέρνουνε σιμά μου,
σε τούτο το ύψωμα, το κραταιό θράσος, το νά ’μαι επηρμένος.
Σιγά, κι έτσι όπως λειώνεται, να γίνει απόλαυση η οπώρα,
που αν, όμως, λείψει, σε ηδονή η απουσία της αλλάζει, τώρα
μέσ’ σ’ ένα στόμα χάνεται, κι εκεί το σχήμα του πεθαίνει,
κι εγώ, έτσι, εδώ, στον τόπο αυτό, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,
ενώ ο ουρανός στη φαγωμένη μου ψυχή, στον ψυχισμό μου,
τραγούδι για τις αλλαγές στεναζουσών ακτών υφαίνει.
Ωραίε ουρανέ, εσύ αληθινέ ουρανέ, για δες με πώς αλλάζω!
Μετά από τόσην έπαρση και την αλλόκοτη που βγάζω
νωθρότητα, έναν όκνο που ’χει σφρίγος να του περισσεύει,
εγκαταλείπομαι στον χώρο τούτον που λαμποκοπάει,
και ο ίσκιος μου στους οίκους των νεκρών επάνω περπατάει,
ενώ η κίνησή του η εύθραυστη γνωρίζει να με τιθασεύει.
Φως την ψυχή μου από του ηλιοστάσιου τους πυρσούς φαιδρύνει
για να σε υπερασπίζομαι περίφημη δικαιοσύνη
του φωτισμού, με τ’ ανοικτίρμονά σου όπλα στην αράδα!
Σ’ επαναφέρω αμόλυντη και αγνή στις πρωτινές σου θέσεις:
κοιτάξου!… Μ’ επαναφορά φωτός υπό προϋποθέσεις
συμβαίνει μόνο: τη μισή απαιτεί του σκότους σκυθρωπάδα.
Για μένα, ω, μόνο, και σ’ εμένα, ναι, σ’ εμέ τον ίδιο, που είναι σ’
εγγύτητα με μια καρδιά και στου ποιήματος τις κρήνες,
ανάμεσα κενού και γνήσιων συμβάντων επαλλήλων,
ο αντίλαλος προσμένω ν’ αρθρωθεί του εντός μου μεγαλείου,
πικρή μια στέρνα, ζοφερή, σκοτεινιασμένη του ανηλίου
νερού, όπου πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!
Γνωρίζεις, ψεύτικη εσύ ειρκτή των φυλλωμάτων, ναι, γνωρίζεις,
ω κόλπε, που τις κάτισχνες αυτές κιγκλίδες ροκανίζεις,
σαν κλείνω ερμητικά τα μάτια μου, ποιοί μυστικοί ιμάντες
με σέρνουν, ποιό κορμί στο τέλος του το οκνό με παρασύρει,
ποιό μέτωπο, στη γη για να το χώσει από τα οστά το σύρει;
Εδώ μια σπίθα συλλογιέται τους δικούς μου μεταστάντες.
Μέρος ιερό, από μια άυλη φωτιά γεμάτο, και κλεισμένο·
χωμάτινο ένα θραύσμα, σπάραγμα, στο φως προσκομισμένο –
μου αρέσει ο τόπος τούτος ο σπαρμένος όλο λύχνους, και όντως
με τέρπει: σύνθεμα χρυσού και λίθων, που από σύσκια γέμει
δεντριά, και που το μάρμαρο απ’ τις τόσες τις σκιάσεις τρέμει·
εδώ, έμπιστος, στο σκέπασμα των τάφων μου κοιμάται ο πόντος!
Θαυμάσια, εξαίσια Σκύλλα, τους παγανιστές μακριά μου κράτα!
Με το χαμόγελο όταν του ποιμένος βόσκω εγώ τα πράτα
–τα μυστηριώδη πρόβατά μου, μόνος απ’ αρχής έως τέλους,
το ολόλευκο κοπάδι εκεί, όπου οι ήσυχοί μου τάφοι ορίζουν–
τα φρόνιμα να διώχνεις περιστέρια εσύ, που γουργουρίζουν,
τα μάταια απόπεμπε όνειρα και τους περίεργους αγγέλους!
Εδώ που βρίσκομαι, το μέλλον είναι σχόλη και ακηδία.
Μονήρες, ξεκομμένο ξύνει το έντομο την ξηρασία·
τα πάντα εκάηκαν, ανεμοσκορπιστήκαν, σε δαύτη
την αδυσώπητη –μακάρι νά ’ξερα κι εγώ ποιά– ουσία…
Τεράστια γίνεται η ζωή μεθώντας απ’ την απουσία·
η πίκρα είναι γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα αστράφτει.
Σε τούτο ’δώ το χώμα οι πεθαμένοι είναι καλά κρυμμένοι –
στη γης αυτή που θάλπει το μυστήριό τους· το ξεραίνει.
Η Μεσημβρία εκεί ψηλά –ψηλά και δίχως να κινείται–
στοχάζεται ενδομύχως, βρίσκει την ισχύ των νοημάτων…
Γεμάτε νου και κορεσμένε, διάδημα εκ των τελειοτάτων,
εγώ είμαι εντός σου η αλλαγή που μυστικώς επιτελείται.
Τους φόβους σου να ελέγχεις έχεις μόνο τη βοήθειά μου!
Οι μεταμέλειες μου, οι αμφιβολίες μου, τα εμπόδιά μου
είν’ ελαττώματα: ό,τι το τρανό διαμάντι σου ψευτίζει…
Μα μέσα εκεί στη νύχτα τους, που από τα μάρμαρα βαραίνει,
ένας –ας πούμε– λαός στων δέντρων είν’ τις ρίζες και επιμένει
το μέρος σου να παίρνει από καιρό και να σε υποστηρίζει.
Σε μι’ απουσία τελείως έχουν διαλυθεί πυκνή, δασεία,
και η κόκκινη άργιλος κατάπιε το λευκό τους είδος· στα ία,
ναι, στα άνθη, που το ρούφηξαν, το δώρο της ζωής εδόθη!
Πού πήγαν των κεκοιμημένων οι γνωστές, συνήθεις φράσεις;…
Η ατομική τους τέχνη;… της ψυχής του πού ’ναι οι ανατάσεις;
Κει μέσα που τα δάκρυα επλάθονταν, πλαγγόνα τώρα κλώθει.
Των κοριτσιών τσιρίδες που πιαστήκαν αιφνιδιασμένα,
τα μάτια και τα δόντια και τα τσίνορά τους τα κλαμένα,
το ελκυστικό τους στήθος που με τη φωτιά παίζει με κέφι.,
επίσης το αίμα που αστραφτοκοπά στα πρόθυμά τους χείλη,
τα λοίσθια δώρα, τ’ ακροδάχτυλα που τους φρουρούν την ύλη,
το καθετί στο χώμα μπαίνει και στην παιδιά επιστρέφει!
Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, είσ’ εδώ, στης προσμονής τη ράχη,
πιστεύοντας πως τ’ όνειρο της πλάνης χρώματα δεν θά ’χει
σαν κείνα που χρυσό το κύμα σ’ ένσαρκες ματιές συσταίνει;
Θα τραγουδάς, αλήθεια, κι όταν πια καπνός θε νά ’χεις γίνει;
Εμπρός! Τα πάντα φεύγουν! Πόρος μου κανένας δεν θα μείνει·
ακόμα και αυτή η ανυπομονησία η αγία, ναι, πεθαίνει!
Αθανασία κάτισχνη, μαυρειδερή, επιχρυσωμένη,
παρηγορήτρα εσύ, φρικιαστικά δαφνοστεφανωμένη,
που φτιάχνεις απ’ τον θάνατο ένα στήθος μητρικό και τέλειο,
το ψεύδος το πανέμορφο και την ευλαβικιάν απάτη!
Ποιός δεν τα ξέρει;… Ποιός αρνιέται ότι είναι μες σε τούτα κάτι;:
σ’ ετούτο το κρανίο το άδειο και στο αιώνιο ετούτο γέλιο!
Πατέρες μυχιότατοι, κεφάλια δίχως καν ενοίκους,
που κάτω από το βάρος τόσων φτυαρισμάτων, μες στους οίκους
του χώματος βρισκόσαστε, μπερδεύοντάς μας πια το βήμα,
και το σαράκι το πραγματικό, το μόνιμο σκουλήκι,
δεν είναι εκεί για σας τους κοιμωμένους, μήτε σας ανήκει·
ζει από τη ζωή και δεν με αφήνει – ακόμα κι έξω από το μνήμα!
Αγάπη νά ’ναι ή μήπως τάχα για τον εαυτό μου μίσος;
Το μυστικό του δόντι είναι κοντά, και τόσο δίπλα μου ίσως,
που, ναι, τα ονόματα όλα, πιθανόν, μπορεί να του ταιριάζουν!
Ποιό τ’ όφελος! Θωρεί και θέλει και ονειρεύεται και αγγίζει!
Το τέρπει η σάρκα μου, και στη στρωμνή μου νά ’ρθει ανηφορίζει·
Όλα όσα ζω σε αυτό το ζωντανό ον ν’ ανήκω με αναγκάζουν.
Ω Ζήνων! Ζήνων άσπλαχνε! Ω Ζήνων Ελεάτη, μ’ έχεις
τρυπήσει ώς πέρα με το φτερωμένο βέλος που κατέχεις,
που πάλλεται και που πετά και ας μην πετάει. Κατά τ’ άλλα
παιδί με κάνει ο ήχος του, και με σκοτώνει αυτό το βέλος!
Αχ, ο ήλιος!… Μέσα στην ψυχή σκιά χελώνας είναι, τέλος,
ο ωκύπους Αχιλλεύς: ακίνητος με βήματα μεγάλα!
Όχι, όχι!… Ορθός στην αιώνια μείνε εποχή – μην κάνεις βήμα!
Κορμί μου, πιάσε σύντριψε το ορθοφρονούν ετούτο σχήμα!
Και στήθος μου, εσύ ρούφηξε τη γέννηση του αγέρα απ’ έξω!
Δροσιά καλή με μια ευκρασία εκεί, που η θάλασσα αναδίνει,
μου ξαναδίνουν την ψυχή μου… Ω δύναμη, ώ της άρμης δίνη!
Για ν’ αναβλύσω πάλι ζωντανός, στο κύμα τώρα ας τρέξω!
Ναι! Θάλασσα μεγάλη, πόντε εσύ, της μάνητας κοιτίδα,
του πάνθηρα ω τομάρι, μα και χιλιοτρύπητη χλαμύδα,
που με είδωλα χιλιάδες χρόνια τώρα ο ήλιος την αργάζει,
ω απόλυτη ύδρα, απ’ τη γλαυκή σου σάρκα πάντα μεθυσμένη,
που η ουρά σου σπίθες εκτοξεύει και είσαι πάλι δαγκωμένη
σε κάποια μέσα ταραχή που της σιωπής στ’ αλήθεια μοιάζει,
σηκώνεται ο άνεμος!… Οφείλω να γευτώ ό,τι η ζωή μού δίνει!
Ο απέραντος αγέρας το βιβλίο μου μού ανοιγοκλείνει·
Το κύμα ως χους, ως κονιορτός τολμά απ’ τα βράχια ν’ αναβλύσει!
Λαμπρές σελίδες για πετάξτε – και το λάμπος σας μην κρύψτε!
Και κύματα εύθυμα, νερά φαιδρά μου, ελάτε και συντρίψτε
την ήρεμη τη στέγη αυτή που φλόκοι έχουνε ραμφίσει.
Σπαράγματα Νάρκισσου
Cur aliquid vidi?
Ι
Έλα και λάμψε επιτέλους, αγνό τέρμα αυτής της φυγής!
Καθώς το ελάφι, απόψε, που διψασμένο πηγαίνει προς της πηγής
Τη μεριά κι όλο τρέχει ώσπου πιάνεται σε καλάμια πικρά
Έτσι κι εγώ απ’ τη δίψα γκρεμίζομαι λίγο πριν τα νερά.
Πώς να δροσίσω αυτό τον κατάξερο έρωτα;
Θα πρέπει να πάψω της πηγής την έξαψη πρώτα:
Νύμφες μου, νύμφες, αν μ’ αγαπάτε, κοιμηθείτε ακόμα!
Κάθε ψυχούλα είναι φρίκη και ξάφνιασμα στο δικό σας το σώμα.
Το ελάχιστο φύλλο, όταν πέφτει στα δάση.
Ξυπνά και ραγίζει ολάκερη πλάση.
Κι ας φεύγει κι ας κρύβεται σ’ ίσκιους βαθιά,
Ο ύπνος σας είναι για με, ευτυχία ανίκητη από σπαθιά,
Επιτέλους, αυτός ο αναίτιος φόβος ας φύγει!
Το πρόσωπο μου ας μείνει σαν όνειρο που δε καταλήγει
Που μόνο ένας θεός που ‘χει φύγει μπορεί να θυμάται!
Νύμφες μου σεις που κοιμάστε και συ ουρανέ,
μη σταματάτε να με κοιτάτε!
Ονειρευτείτε, ονειρευτείτε με!… Δίχως εσάς, ωραίες πηγές,
Η ομορφιά μου, ο πόνος μου, μάταιες θα ‘ταν πληγές.
Ό,τι πιο πάνω αγαπώ θα ‘ψαχνα δίχως ελπίδα.
Το κορμί μου ολάκερο χαμένη θα ‘ταν φροντίδα.
Και το βλέμμα μου λυπημένο κι ανήξερο
Αλλού θα ζητούσε τον οίστρο…
Ίσως προσμένατεπρόσωπο αδάκρυτο κι άθλιβο,
Εσείς που μονάχα τα άνθη και τα κλαριά
Και τ’ αγέρωχο ύψος έχετε μάθει,
Δεχτείτε αυτή την ανταύγεια απ’ ανθρώπινα πάθη,
Ω Νύμφες!… Υπακούω στις μαγεμένες πλαγιές.
Που με φέρνουν κοντά σας και μου δείχνουν μονοπάτια, βραγιές.
Νερά μου ακύμαντα, νερά βαθιά, τα κορμιά σας
από την άπνοια είναι λιωμένα!
Είμαι μόνος!… Ας μ’ αφήσουν κι εμένα
Έτσι να ‘μαι: οι θεοί, οι ήχοι, οι θρήνοι, τα κύματα!
Μόνος!… Κι όμως πάλι στον εαυτό μου πηγαίνω με κλάματα.
Όπως κάποιος πηγαίνει σε κάποια πηγή που κρύβει ένα φύλλωμα…
Απ’ τα όρη ψηλά ο αέρας παύει τώρα το ρήμαγμα·
Η φωνή των πηγών ξάφνου αλλάζει, μου μιλά για το βράδυ·
Ακούω την ελπίδα, με ακούν τα νερά, πούναι ήσυχα λάδι.
Μέσα στην άγια σκιά ακούω τη χλόη να μεγαλώνει.
Και το πανούργο φεγγάρι τον καθρέφτη του παντού να γυρίζει
Μέχρι μέσα βαθιά στα μυστικά της πηγής που κρυώνει…
Μέχρι μέσα βαθιά οτα μυστικά της ψυχής που να μάθει δειλιάζει,
Μέχρι μέσα βαθιά στην αγάπη για τον πικρό κρυμμένο εαυτό,
Τίποτε πια απ’ το αμίλητο βράδυ δεν μπορεί κανείς να ελπίζει…
Στο κορμί μου η νύχτα κρυφά διαδίδει ότι αγαπάω μόνο αυτό.
Δροσερή η φωνή της στις ευχές μου αποκρίνεται·
Και αμέσως μετά μες στην αύρα ιδού υποκρίνεται,
Του ναού της ο τρόμος είναι αβάσταχτος.
Στη σιωπή παραδίδεται, είν’ ο τόπος αυτός ανυπόταχτος.
Τί γλυκό, ακόμα να σε κρατά στη ζωή, η μέρα,
Όταν πια σα ρόδο του έρωτα σκορπά στον αγέρα,
Μες στο αίμα αργά να κυλά, φορτωμένη
Τρυφερούς θησαυρούς και να μοιάζει γερμένη
Μες στη μνήμη, σε θάνατο ολόγεμο και πορφυρό
Ευτυχισμένη ωστόσο, τα ‘χει όλα αρπάξει σα λάφυρο
Τ’ αφήνει κατόπιν και χάνεται μ’ όλο τον τρύγο
Καταλήγει σ’ όνειρο, που το βράδυ κρύβεται λίγο.
Σ’ ένα τόσον ήσυχο τόπο βουλιάζεις βαθιά στο Εγώ!
Η ψυχή σου μέχρι που φεύγει ψάχνει για ένα Θεό
Τον ζητάει στο έρημο κύμα, ίδιο με κύκνο
Που αφήνει στο πέρασμα λαμπρότατο λίκνο…
Στο κύμα αυτό ποτέ δεν ήρθαν να πιούνε τα πλήθη!
Μόνο κι άλλοι χαμένοι που ‘ρθαν να βρούνε τη λήθη
Και να τώρα απ’ τη δύσμοιρη γη ένα μνήμα ολοφώτεινο ανοίγει…
Όμως δε βγαίνει καθόλου γαλήνη από ‘κει, μόνο φόβοι και ρίγη!
Όταν η μαύρη ηδονή, που κοιμάται η λάμψη,
Σα φύλλωμα εμπρός μου ξαναπετάξει,
Τότε, ω σώμα μου τυραννικό, θα ‘χεις δαμάσει
Τη σκιά, θάχεις το φόβο της αφήσει στα δάση.
Για την αιώνια νύχτα της μόνο συ θα λυπάσαι!
Για σένα δω όλα είναι πλήξη, Νάρκισσε!
Όλα σε κράζουν, σε δένουν στο λαμπρό σου κορμί
Που στέλνει πάνω σου των νερών η κρύα ορμή!
Ας θρηνήσω τη μοιραία σου λάμψη, τη τόσον αγνή,
Γιατί μόνον εγώ σου παραστέκομαι, πηγή,
Τα δικά μου τα μάτια τρυγούν από σένα κρύα ανταύγεια και κυανή,
Της ψυχής μου τα μάτια κοιτάζουνε σαν έκπληκτη μαρμαρυγή!
Βάθη, ω βάθη κι όνειρα σεις, που με κοιτάτε,
Καθώς θα κοιτάζατε μιαν άλλη ζωή,
Πέστε μου, μένα δεν είναι που μόνο κοιτάτε,
Το κορμί μου δεν είναι δική σας ροή;
Πάψτε πια, ω πνεύματα μαύρα, αυτό το μαρτύριο
Που κατατρέχει μια ψυχή που αγρυπνά
Μην ψάχνετε μέσα σας, στους ουρανούς, το ελιξήριο
Για το θαύμα της ύπαρξης που τόσο πονά:
Στην πηγή θα το βρείτε, είναι το σώμα μου, ένα μυστήριο…
Κρατείστε στα μάτια σας το εξαίσιο θήραμα,
Αιχμαλωτείστε μαζί και τον άρρωστο έρωτα για τον εαυτό του
Οι βλεφαρίδες σας, μεγάλες σα δίχτυα θα είναι κράμα
Από μετάξι κι από τη λάμψη του ωραίου αιχμαλώτου-
Μη πιστέψετε όμως ότι θα πάει ποτέ σε άλλο μέρος.
Αυτός μονάχα στο κρύσταλλο μένει·
Τίποτε δεν μπορεί, όσο κι αν επιμένει,
Να τον πάρει αυτόν απ’ τα νερά, ώσπου γίνεται γέρος…
Έρως
Έρως;
Κάποιος φωνάζει Έρως… Α, χλευαστή!
Ηχώ μακρινή που φέρνει μήνυμα!
Από το γέλιο της ο βράχος πέφτει, σπάει την καρδιά μου σαν την κλωστή
Και η σιωπή σαν από θαύμα,
Παύει!… μιλά, γεννιέται ξανά μες στα νερά…
Έρωτας;…
Έρωτας μαύρος!… Εσείς μου το λέτε καλάμια πικρά,
Και την πληγή μουστον άνεμο γυρνάτε μ’ αγκάθια!
Σπηλιές, την ψυχή μου ανοίγετε κι άλλο βαθιά,
Η σκιά σας πονάει, τρέμει η φωνή της και ξεψυχάει…
Ο ψίθυρος σας, κλαδιά, σα φήμη αντηχάει,
Σπαράζει και σέρνεται με του δάσους τα πνεύματα,
Σα χρυσάφι λεπτό παραδέρνει στης μοίρας τα νεύματα…
Θεοί ασυγκίνητοι, όλα με μένα τώρα πια επιδίδονται!
Τα μυστικά μου στους πέντε ανέμους ευθύς διαδίδονται,
Γελάει ο βράχος, το δέντρο θρηνεί, με το δικό του το θρήνο,
Στους ουρανούς, την ύπαρξη μου ολόκληρη τείνω,
Τη δύναμη της εκεί θέλω να χάσει!
Τι κρίμα! Μες στην αγκάλη που γεννάει τα δάση,
Μια λάμψη δειλή αμφίβολης ώρας υπάρχει,..
Εκεί, από ένα περίσσευμα μέρας προβάλλει ο νυμφίος,
Ολόγυμνος και στων νερών πιασμένος τη λυπημένη απόχη.
Όμορφος δαίμονας, ηδονικότατος, κρύος!
Είσαι εσύ, γλυκό μου κορμί, από φεγγάρια και ρόδα,
Ω μορφή μου υπάκουη, τις ευχές μου εμπόδια!
Και τι φέρνουν τα χέρια, ωραία και μάταια δώρα!
Τα χέρια μου αργά μες στο χρυσάφι γέρνουνε τώρα
Παύουν πια να ζητούν τον αιχμάλωτο που τα φύλλα κρατούν
Η καρδιά μου μόνο φωνάζει, μα οι Θεοί δεν ακούν!…
Τί ωραίο το στόμα σου μένει σ’ αυτή τη βουβή βλασφημία!
Πόσο μου μοιάζεις!… Αλλά πόσο πιο όμορφη έχεις φυσιογνωμία,
Καθαρότατη στα μάτια μου μπρος, αυτή η εφήμερη αθανασία,
Το κορμί σου ολόφεγγο μαργαριτάρια και τα μαλλιά σου ωραία μετάξια
Γιατί όλ’ αυτά ήρθ’ η σκιά και τα μαύρισε,
Η νύχτα γιατί μας χωρίζει, ω Νάρκισσε,
Γιατί να μας κόβει σαν κρύο μαχαίρι που κόβει ένα μήλο!
Τι έχεις; πες μου.
Σε κούρασ’ ο θρήνος μου;…
Να σου στείλω
Πασκίζω λίγη πνοή, αδελφέ μου, στα χείλη.
Μα η διάφανη κάμα τρέμει πολύ, έξω μας κλείνει σαν Πύλη!
Πώς τρέμεις!… Αλλά τα λόγια που λέω
Είναι μόνο ψυχή που διστάζει και καίω
Από τη μνήμη που σέρνει το δόλιο κεφάλι…
Να σε πιω θα μπορούσα, είμαι τόσο κοντά, μου έρχεται ζάλη.
Πρόσωπο μου!… Ένας σκλάβος γυμνός είν’ η δίψα που έχω
Μέχρι τώρα είχα μάθει απ’ τον εαυτό μου ν’ απέχω,
Να τον αγαπάω δεν ήξερα ούτε πώς να τον βρω!
Σε βλέπω, σκλάβε γυμνέ, στης καρδιάς μου κάθε ίσκιο αβρό
Υπακούω, υπακούω στον πόθο, μόνο σ’ αυτόν.
Βλέπω στο μέτωπο την καταιγίδα, βλέπω τη λάμψη των μυστικών,
Βλέπω, τι θαύμα να βλέπω, το στόμα αυτό να χαράζει
Να προδίδει… επάνω στο κύμα λουλούδι από σκέψη να ζωγραφίζει
Και τι γεγονότα σκορπάει στα μάτια!
Τι έπαρση και νωχέλεια ως πέρα στα πλάτια.
Καμιά νύμφη παιδούλα τέτοια δεν έχει
Καμία! Με τα νάζια που κάνει, όταν τρέχει,
Καμιά απ’ τις νύμφες, καμιά δε με θέλγει, γι’ αυτό
Μόνο σένα αγαπάω, Εγώ μου αστέρευτο!…
ΙΙ
Πηγή, ω πηγή, ψυχρό μου παρόν.
Τρυφερή συγκατάβαση στη δίψα των όντων,
Που πρόθυμα τρέχουν στη φωλιά τσυ θανάτου.
Για σε όλ’ αυτά είναι όνειρο, παγερή αδελφή του αναπότρεπτου.
Δεν προφταίνεις τη μοίρα να δεις κι αμέσως αλλάζει,
Το πρόσωπό της κατά τη φυγή πάντα κοιτάζει,
Ο ύπνος σου, ω κύμα, τα ύψη μαγεύει!
Απ’ τα όντα που νίβεις κανένα δε σε μολεύει
Και τα χρόνια περνούν από πάνω σα νέφη
Όμως γνωρίζεις το καθετί που σου γνέφει
Αστέρια, τριαντάφυλλα, εποχές, τα κορμιά, τις αγάπες τους!
Τέτοια νύμφη διάφανη, με πυκνή ομορφιά, δεν είδαν ποτέ τους
Ν’ ανθίζει, να παίρνει ζωή απ’ ό,τι γλυκά την αγγίζει.
Στο βράχο της μέσα σοφία συνάζει,
Τη σκιά της ημέρας χαράζει στα δάση.
Γνωρίζει τα πάντα που υπήρξαν στην πλάση…
Σκεπτική παρουσία, νερό με την ήσυχη ανατριχίλα
Σκοτεινό θησαυρό συγκεντρώνεις από μύθους και φύλλα,
Το πεθαμένο πουλί, το ώριμο φρούτο, πέφτουν αργά,
Όλ’ αυτά και δαχτυλίδια παλιά η σιωπή σου τρυγά.
Ότι τρέφεσαι φαίνεται απ’ την απώλεια,
Η αιώνια όψη σου απαυγάζει των μεγάλων ερώτων
Την κρύα συντέλεια…
Καθώς το φύλλωμα στον άνεμο πλέει,
Και τρέμει και φεύγει κι απ’ όλα τα μέρη του κλαίει,
Το μαύρο έρωτα βλέπεις να δέρνεται σαν καταιγίδα.
Το φλογερό εραστή ν’ αγκαλιάζει τη λευκή παλλακίδα,
Να νικά τη ψυχή… Και ξέρεις με τί τυφερότη
Το εύρωστο χέρι του περνά τη πυκνότη
Της κόμης που κοσμεί το ωραίο κεφάλι,
Απλώνεται βέβαιο σα να ‘ναι η μόνη αγκάλη-
Κυριεύει τη σάρκα, στ’ αφτί ψιθυρίζει.
Ο αιώνιος άνεμος τα μάτια πικρίζει
Και βλέπουν μονάχα το αίμα που τα βλέφαρα βάφει,
Η τρομερή του πορφύρα σκοτεινιάζει τα φώτα και τα εδάφη.
Όπου πέρα βαδίζει ένα ζευγάρι, μάλλον τρεκλίζει
Κι οι δυο στενάζουν… Η γη τους μαυλίζει
Τα κορμιά τους κλονίζονται, ακόμη παλεύουν
Απ’ την άμμο που το σμίξιμο κόβει να γλιτώσουν γυρεύουν
Η αγάπη τους όμως σε λίγο πεθαίνει…
Η ανάσα τους μόνο ανυπότακτη μένει,
Η ψυχή που πιστεύει ότι τάχα μ’ άλλη ψυχή ανασαίνει
Αλλά συ, ακριβή μου πηγή, γνωρίζεις καλά τι συμβαίνει
Τι καρπό τέτοιες μαγεμένες στιγμές πάντοτε βγάζουν!
Γιατί, όταν οι ερωτευμένες καρδιές ησυχάζουν
Όταν είναι πια με ηδονή χορτασμένες
Κι όταν οι δυο εραστές χωριστούν, βλέπεις τι μαραμένες
Οι μέρες τους είναι μέσα στο ψέμα
Τι τρυφερά ο ένας του άλλου πίνουν το αίμα!
Σε λίγο, πάνσοφο κύμα μου, άπιστο, πάντοτε ίδιο,
Αυτούς τους τρελούς που τον έρωτα είχαν πιστέψει για πιστό κατοικίδιο
Ο χρόνος τώρα προς τα βράχια σου σέρνει πικρά να στενάζουν!
Με τα βήματα τους εκεί τις μνήμες μετρούν που συνάζουν…
Μπρος στις όχθες σουφορτωμένοι σκιές και ωχρότη
Πετρωμένοι και βαθιά πληγωμένοι από τ’ ουρανού την πολλή ωραιότη
Που κρατά και θυμίζει των παλιών ημερών τους τη λάμψη,
Εκεί πέρα ζητούν, στα ωραία που έχουν χαθεί, την ανάπαψη.
«Αυτή εκεί η γωνιά στη σκιά ήταν δική μας, πόσο ήσυχη!»
«Το κυπαρίσσι αυτό η αγάπη μου πόσο το λάτρευε, με τί ψυχή»
«Από ‘δω μας εδρόσιζε η ανάσα της θάλασσας πέρα!»
Αλίμονο τώρα! Και τα τριαντάφυλλα είναι πικρά μες στον αγέρα…
Λιγότερη πίκρα φέρνει ο καπνός, η οσμή,
Απ’ τα φύλλα που σήπονται σε βράχου σχισμή!…
Τους πνίγει αυτός ο αέρας, δεν ξέρουν στ’ αλήθεια αν περπατούν
Με τα πόδια τους τρίβουν την απελπισία που ζουν…
Το βάδισμα τους πότε αργό πότε γρήγορο, όπως οι σκέψεις,
Που περνούν στο κεφάλι τους, σαν πληγές και σαν τύψεις!
Το χάδι κι ο φόνος στα χέρια τους μπλέκονται
Η καρδιά τους πάει να σπάσει, όπου κι αν τώρα πορεύονται.
Ωστόσο παλεύει, κρατάει μέσα της λίγη ελπίδα.
Όμως στο πνεύμα τους καμιά ηλιαχτίδα.
Είναι λαβύρινθος, είναι κατάρα!
Η τρελή μοναξιά τους ίδια με ύπνου γλυκιά συμφορά
Ξεγελά το παρόν η μυστική ακοή τους
Παντού ξεθάβει φωνές που ποθεί η ψυχή τους.
Τίποτε δε γλιτώνει απ’ την απόλυτη δύναμη των δικών τους ονείρων
Όμως ούτε ο ήλιος δεν μπορεί να νικήσει το μηδέν των απείρων!
Στο χρυσάφι μέσα το βλέμμα τους κι αν γυρνά.
Είναι μαύρο, με τα δάκρυα του τον άδη κερνά,
Τον ποθεί πιο πολύ κι απ’ όλη της μέρας τη χάρη!
Και στο σώμα αυτό, απ’ όπου ο έρωτας τα πάντα έχει πάρει
Και όπου η ψυχή με τη βία στέκει άλλο,
Καίει σα φιλί ένα σφοδρό μυστικό και μεγάλο…
Όμως εγώ, Νάρκισσε μου ακριβέ, δεν έχω απορία
Παρά μόνο για τη δική μου ουσία·
Κάθε άλλος έχει για μένα καρδιά γεμάτη μυστήρια.
Κάθε άλλος είναι για μένα απουσία.
Κορμί μου κυρίαρχο έχω μόνο εσένα!
Ο πιο ωραίος θνητός πώς ν’ αγαπήσει άλλο κανένα…
Γλυκός, χρυσαφένιος, δεν είναι σαν είδωλο πιο ιερό
Απ’ όλο το δάσος που χάνεται με τον καιρό
Κι ας είναι ζωσμένο από τόσα πουλιά και ουρανό;
Δεν είναι σα δώρο πιο θεϊκό από κάθε κρουνό,
Κι η μέρα που σβήνει ποιον άλλο σκοπό
Υψηλότερο έχει απ’ το να φέρνει στα μάτια μου τ’ ωραίο μου πρόσωπο;
Ας αρχίσει λοιπόν μεταξύ μας η γλυκιά ανταπόδοση.
Αδελφέ μου ομόφωτε, από σιωπή κι από έκσταση!
Της ψυχής μου ω τέκνο και των κυμάτων, δέξου αυτόν τον χαιρετισμό
Του καθρέφτη αμύθητο χρυσωρυχείο, μοιράσου μαζί μου τον κόσμο!
Η τρυφερότητα μου σε σένα προστρέχει
Μεθά με τον πόθο που μόνο χορταίνει μ’ ό,τι δεν έχει!
Με τις ευχές μου πώς μοιάζεις εσύ απαράλλαχτος!
Απαλός πόσο δείχνεις, δίχως άλλο ανέγγιχτος.
Είσαι φως, μόνο φως, είσαι η μια μόνο πτυχή
Από έναν έρωτα πούναι ένωση αδύναμη, άψυχη!
Δυστυχώς είναι η ίδια η νύμφη που μας χωρίζει!
θα μπορούσε κανείς εκτός από δάκρυα κάτι άλλο πια να ελπίζει;
Τι ωραίους κινδύνους θα μπορούααμε οι δυο μας να προτιμάμε!
Μαζί δίχως φόβο να λαχταράμε.
Οι δυστυχίες μας σα χέρια, σα δάχτυλ,α, σφιχτά να πλεχτούν,
Οι σιωπές μας τα ίδια όνειρα να ονειρευτούν,
Η ίδια νύχτα να κλαίει στα μάτια μας με σπαραγμούς.
Να στηθοδερνόμαστε με τους ίδιους πικρούς στεναγμούς
Να σφίγγουμ’ οι δυο μας την ίδια καρδιά πρόθυμη μόνο εμάς ν’ αγαπήσει…
Επιτέλους αρνήσου αυτή τη σιωπή, γυρεύω απάντηση,
Νάρκισσε μου σκληρέ, ωραίε κι απρόσιτε έρωτα.
Την ομορφιά μου κρατάς, τη νύμφη, αν θες, ρώτα…
III
…Αυτό το καθάριο κορμί άραγε ξέρει πόσο πολύ με ταράζει;
Από τι βάθη ξεκινά η ορμή σου που τα σπλάχνα μου σφάζει,
Ω ερημίτη εσύ της αβύσσου χωράει ο νους
Πως είσαι τώρα στα σκοτεινά, εσύ που έχεις πέσει απ’ τους ουρανούς;
Είσαι το κόσμημα του λυπημένου μου πόθου,
Ένα χαμόγελο που τολμά να χαράζει στο κέντρο του ζόφου,
Τόσο ακριβό, λεπτότατο τόσο, που τρέμω μη σβήσει,
Αν τυχόν η καρδιά μου κάτι άλλο ελάχιστο επιθυμήσει!
Ποια πνοή σ’ ανεβάζει στο κύμα, ψυχρό μου, ωραίο τριαντάφυλλο!
Αγαπώ… Αγαπάω!… Ποιος θα μπορούσε, λοιπόν, ν’ αγαπά κάτι άλλο
Παρεκτός το γλυκό εαυτό του;
Μόνον εσύ κορμί μου, κορμί, ω αγάπη των άκρων.
Με φυλάς και με βγάζεις απ’ τα νύχια των κρύων νεκρών.
Μια προσευχή μες στη σιωπή τώρα από μας ας ακουστεί
Μια προσευχή στους θεούς που απ’ την τόση αγάπη έχουν συγκινηθεί
Γι’ αυτό η μέρα με εντολή τους μες στο λυκόφως έχει σταθεί!…
Είθε, ω ‘Αρχοντες ευτυχισμένοι, που θερμά συνιστάτε της πλάνης το χάδι
Η λάμψη απ’ το ρόδο ή το σμαράγδι
Το σκήπτρο απ’ τα όνειρα που σεις κρατάτε να αναλάβει
Είθε αγνή και ίδια με πνεύμα καθάριο που αναπαύει
Ψηλά στο στερέωμα να με προσμένει
Και μέσα εκεί με την αγάπη μου νάβρω κλίνη στρωμένη
Είθε να βγεις απ’ της νύμφης το κρύο πλευρό
Κοιτάζοντας με στα μάτια, τον εαυτό μου έτσι να βρω,
Μες στη ζωή μου τρυφερά η μορφή σου να γείρει,
Να σ’ αγγίξω επιτέλους!… Το γλυκό σου κορμί σαν τη γύρη
Να με τυλίξει, από κάθε καρπό, από κάθε γυναίκα, πολύ πιο αγνό…
Όμως είναι από πέτρα σκληρή ο ναός, όπου εγώ τριγυρνώ.
Όπου ζω… Γιατί απ’ τα χείλη σου εγώ ζω, αν ότι ζω πω!…
Κορμί μου, ακριβό μου κορμί, ο ναός μου είσαι, ω,
Όμως γιατί μου κρατάς μακριά το δικό μου θεό…
Αν γαληνέψω το στόμα σου, μ’ ένα φιλί μου θα πιω
Κάθε φραγμό που μας χωρίζει απ’ την υπέρτατη ύπαρξη,
Αυτή την έντρομη, συνεσταλμένη και μοιραία απόσταση
Σε μένα ανάμεσα και το νερό, στην ψυχή μου ανάμεσα και τους θεούς.
Αντίο… Νιώθεις και συ αυτούς τους μύριους χαιρετισμούς;
Γύρω μας τρέμουν, αρχίζουν ταράζονται και οι σκιές!
Ένα δέντρο τυφλό με τα κλαδιά του σφιχτά αγκαλιάζεται, δες,
Της ψυχής του γυρεύει το δέντρο που χάνεται ίσως…
Η ψυχή μου και μένα χάνεται, να, στο δικό της άγριο δάσος.
Εκεί που η ένταση ξεπερνάει τα μέτρα…
Η ψυχή, η ψυχή μελανόφθαλμη, αγγίζει τα τάρταρα
Μεγαλώνει, απλώνεται, όμως στο τίποτε πάντα περνά…
Στο θάνατο ανάμεσα και τον εαυτό της, Θεέ μου, τι βλέμμα γυρνά!
Θεοί! Της άγιας ημέρας τ’ απομεινάρια,
Στης επάρατης μοίρας το δρόμο τραβούν δίχως χνάρια·
Γκρεμίζονται μέσα στης άβυθης μνήμης την κόλαση
Αλίμονο! Ω άθλιο σώμα, μην αποφεύγεις την ένωση…
Σκύψε… φιλήσου. Συγκλονίσου ως της ύπαρξης σου τα έγκατα!
Ο απόρθητος έρωτας που ήρθες εδώ να μου τάξεις με κλάματα
Σαν άγριο ρίγος, περνά, σπαράζει τον Νάρκισσο, φεύγει…
Μιλά Ο Νάρκισσος
narcissae placandis manibus
Κρίνα, λυπημένα αδέλφια μου, πεθαίνω
Από ομορφιά και προς την αθώα γύμνια σας πηγαίνω
Και προς εσένα, Νύμφη, ω Νύμφη, Νύμφη της πηγής
Έρχομαι κλαίγοντας, δάκρυα προσφέρω της σιγής.
Μια γαλήνη απέραντη με κρατάει μα εγώ τη νιώθω σαν ελπίδα τρελλή.
Η φωνή των πηγών όλο αλλάζει και για τη νύχτα μου μιλεί-
Ακούω τη χλόη, τί ασημένια, να μεγαλώνει στην άγια σκιά,
Και το φεγγάρι, με τον καθρέφτη του, άπιστο πάλι
Ψάχνει ως μέσα στης σωπασμένης πηγής τα μυστικά.
Μα εμένα η καρδιά μου μες στα καλάμια μ’ έχει ριγμένο,
Από τη θεία ομορφιά μου αργά να πεθαίνω!
Το μαγεμένο νερό μονάχα μπορώ ν’ αγαπάω
Και τα χαμόγελα, τα τριαντάφυλλα όλο ξεχνάω.
Τη μοιραία σου λάμψη τώρα ας θρηνήσω,
Τί γλυκά, τί θανάσιμα, ω πηγή, σ’ αγκάλιαζω,
Άραγε ποιον, εσένα ή τα μάτια μου εγώ να μισήσω
Που την εικόνα μου έχω πιεί σα φαρμάκι και γοργά παρακμάζω.
Αλίμονο! Τί μάταιο είδωλο, τί δάκρυα παντοτινά!
Μες από δάση γαλάζια κι απ’ τ’ αδελφού μου περνά
Την αγκαλιά, μια λάμψη αχνή σαν ώρα ακραίου δισταγμού,
Κι ιδού ο νυμφίος προβάλλει ολόγυμνος απ’ του φωτός τα συντρίμμια
Στο νερό σχεδιάζεται μία όψη πνιγμού…
Δαίμονά μου ωραίε, ψυχρέ και απρόσιτε, όπως τ’ αγρίμια!
Στο νερό το κορμί μου από κρύα δροσιά καμωμένο κι από σελήνη
Μορφή μου υπάκουη κι όμως σκληρή στων ματιών τη γαλήνη
Τα χέρια μου απλώνονται σαν κρίνα αθώα κι ευγενικά!…
Η ικεσία αυτή πώς τα κούρασε έτσι σκληρά
Και άπρακτα πέφτουν στα φύλλα επάνω και στα μαύρα νερά!
Μάταια κράζω, οι θεοί δεν έχουν ονόματα, τα κρατούν μυστικά.
Χαίρε, ανταύγεια που σβήνεις στο ήσυχο κύμα,
Νάρκισσε… και τ’ όνομα σου ακόμη γλυκαίνει
Την καρδιά σαν ευωδιά. Φυλορροεί και πηγαίνει
Μαζί σου στο θάνατο η τριανταφυλλιά ένα ρόδινο μνήμα.
Στόμα μου, γίνε η τριανταφυλλιά, γίνε το φιλί
Που μια μορφή λατρεμένη τη γαληνεύει αγάλι,
Γιατί η νύχτα ανήσυχη φεύγει ξαναγυρνά
Και με λόγια μισά μιλάει στα φίλυπνα άνθη.
Το φεγγαράκι με της μυρτιάς γλεντάει τα πάθη.
Κάτω απ’ τα μύρτα αυτά τα νεκρά, ο ερωτάς μου ξαγρυπνά
Για σένα δύστυχο κορμί που άνθισες μόνο για τη μοναξιά
Για τον καθρέφτη αυτόν στο δάσος βαθιά που σε κοιτάει μ’ ακαταδεξιά.
Απ’ τη ζωή σου μάταια φεύγω μακριά,
Ολοένα ο χρόνος μας ξεγελάει με ψεύτικα δάκρυα
Και με κρυμμένη χαρά μας προσπερνά.
Χαίρε, Νάρκισσε… Ιδού το λυκόφως, καιρός να πεθάνεις!
Με το στεναγμό, ω καρδιά μου, τί ζωή να σημάνεις,
Με τη φλογέρα θαμμένη στα ουράνια πώς να ποιμάνεις
Το κοπάδι των ήχων της λύπης που περισσεύει.
Αλλά στο θανάσιμο κρύο, όπου μόλις φέγγει τ’ αστέρι,
Προτού η ομίχλη σα μνήμα σκεπάσει τα μέρη,
Κράτα καλά το φιλί μου που ανοίγει τα ύδατα όλα!
Γιατί η ελπίδα μονάχα συντρίβει τα κρύσταλλα.
Ας με πλανέψουν λοιπόν τα νερά, ας με πάρουν στην εξορία
Ας γίνει η ανάσα μου αυλός ή άρια
Κι ας μου κρατήσει κι εμέ η μουσική κάπου μιαν άκρη.
Φύγε, επιτέλους, ω ύπαρξη θεία και ταραγμένη!
Και συ φλογέρα συνόδεψε τον συγκινημένη
Βρέξε παντού το φεγγάρι μ’ ασήμι και δάκρυ.
Μτφρ: Βαγγέλης Κάσσος
