Βιογραφικό
O Paul Verlaine (Πωλ Βερλαίν ή Πολ Βερλέν για τους ελληνάρες 30/3/1844, Μετζ 8/1/1896, Παρίσι) ήτανε Γάλλος ποιητής που συνδέθηκε με τη σχολή του παρνασσισμού κι αργότερα αποτέλεσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος του συμβολισμού και της Παρακμής. Χαρακτηρίζεται ως ένας καθαρά λυρικός ποιητής που σημάδεψε μετάβαση από το ρομαντισμό στο κίνημα του συμβολισμού, και διακρίνεται για τo μουσικό αποτέλεσμα της γραφής του, μέσα από τη χρήση αρκετών μυστικών της γαλλικής προσωδίας, όπως τις παρηχήσεις, τις συνηχήσεις και τους ανισοσύλλαβους στίχους. Παρά το γεγονός πως το έργο του επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση του συμβολισμού, ο ίδιος αργότερα τον αποκήρυξε, καθώς το κίνημα απέκλινε ακόμα περισσότερο από τις παραδοσιακές ποιητικές φόρμες, ενώ ο Βερλαίν υποστήριζε την αναγκαιότητα ορισμένων, όπως για παράδειγμα της ομοιοκαταληξίας του στίχου.
Γεννήθηκε στο Μετς κι ανατράφηκε σε άνετο οικογενειακό περιβάλλον που του εξασφάλισαν οι γονείς του, ο στρατιωτικός Νικολά-Ωγκύστ κι η Ελίζα-Στεφανί Ντεέ. Τη περίοδο 1851-61 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, φοιτώντας αρχικά στο ίδρυμα Landry και κατόπιν στο λύκειο Bonaparte (σήμερα Condorcet) του Παρισιού. Το 1862 απέκτησε το baccalauréat, με διάκριση στα λατινικά και για χρονικό διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία και στο δημαρχείο του Παρισιού. Η ενασχόλησή του με τη ποίηση είχε ξεκινήσει νωρίτερα κι έγινε πιο συστηματική λόγω της συναναστροφής του με τους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης.
Ο Βερλαίν ήρθε σε επαφή με την ομάδα των παρνασσιστών κι άλλους σύγχρονους ποιητές, όπως τον Μαλαρμέ και τον Ανατόλ Φρανς, ενώ ποιήματά του άρχισαν να δημοσιεύονται στις περιοδικές εκδόσεις τους. Το ποίημα “Mr Prudhomme” ήτανε το πρώτο που δημοσιεύτηκε, στην έκδοση La Revue du Progrès του Louis Xavier de Ricard, το 1863. Τρία χρόνια αργότερα δημοσιεύτηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο “Poèmes Saturniens“, που θεωρείται πως διαπνέεται από τα συναισθήματά του για την εξαδέλφη του Ελίζα, με την οποία ήταν ερωτευμένος.
Στη περίοδο της Παρισινής Κομμούνας, ανέλαβε διευθυντικά καθήκοντα στο γραφείο τύπου της Κομμούνας και πιθανώς ο φόβος των αντιποίνων της Γ’ Δημοκρατίας αποτέλεσε έναν από τους λόγους της ύστερης μποέμ στάσης ζωής του. Αύγουστος 1870 παντρεύεται τη 16χρονη Ματίλντ Μοτέ και μετακομίζει στα πεθερικά του στο Παρίσι. Σεπτέμβρης 1871 χρονολογείται η γνωριμία του με το Ρεμπώ, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στη ζωή του. Ξεκίνησε να του στέλνει γράμματα ένας 17χρονος έφηβος, δηλώνοντας θερμός θαυμαστής της ποίησης του. Αλληλογραφούν τακτικά κι ο Ρεμπώ αφήνει τη γενέτειρα του, Charleville κι έρχεται στο Παρίσι περνώντας τον κλοιό των πρωσσικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τη πόλη. Ο Πωλ τον φιλοξενεί για 15 μέρες όπου η φιλία τους μετατρέπεται σε έρωτα.
Περιπλανήθηκε μαζί του στη Β. Γαλλία και στο Βέλγιο, εγκαταλείποντας τον Ιούλιο του 1872 σύζυγό και νεογέννητο γιο, το Ζωρζ -ήτανε 3 μόλις μηνών. Στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκαν δύο μήνες αργότερα, ολοκλήρωσε τη συλλογή “Romances Sans Paroles” που διακρίνεται για τη μουσικότητά της αλλά και τους πειραματισμούς του γραφέα της. Εκεί ζούνε μποέμικη ζωή με συγγραφή και πολλά μεθύσια και κραιπάλες. Τον Ιούλιο του 1873 ο Βερλαίν τραυματίζει τον Ρεμπώ στο χέρι πυροβολώντας τον 2 φορές ύστερα από έντονο καυγά κι ενώ βρίσκονταν κι οι δυο υπό την επήρεια μέθης. Η σχέση τους έληξε άδοξα ενώ ο Πωλ καταδικάστηκε σε 2ετή φυλάκιση, κατά τη διάρκεια της οποίας εκδόθηκαν τα Romances sans paroles (1874) από το φίλο του, Εντμόν Λεπελετιέ (Edmond Lepelletier).

Aφέθηκε ελεύθερος το Γενάρη του 1875, έχοντας ασπαστεί τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε επισημοποιηθεί ο χωρισμός του με τη σύζυγό του. Η σύζυγος του τον είχε χωρίσει κι αυτός έκανε μια προσπάθεια επανασύνδεσης, χωρίς αποτέλεσμα. Το επόμενο διάστημα, μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια επανασύνδεσης και με το Ρεμπώ όταν τον επισκέφτηκε στη Στουτγκάρδη, εγκαταστάθηκε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος γαλλικών και σχεδίου, ενώ παράλληλα κέρδισε την αναγνώριση σπουδαίων Άγγλων λογοτεχνών, όπως του Άλφρεντ Τέννυσον και του Άλγκερνον Τσαρλς Σουΐνμπερν. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1877 και τον Οκτώβρη του 1880 εκδόθηκε η συλλογή “Sagesse“, με ποιήματα που κατά κύριο λόγο γράφτηκαν τη περίοδο 1873-78 και συνέβαλαν στη καθιέρωσή του.
Ο θάνατος του αγαπημένου μαθητή του, Λυσιέν Λετινουά, τον Απρίλη του 1883 καθώς και κείνος της μητέρας του, το Γενάρη του 1886, σε συνδυασμό με τις αποτυχημένες απόπειρές του να συμφιλιωθεί με την πρώην σύζυγό του, συνέβαλαν στην επιστροφή του στον έκλυτο βίο του παρελθόντος. Τα επόμενα χρόνια εκδόθηκαν οι ποιητικές συλλογές “Jadis et naguère” και “Parallèlement“, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε μία σειρά από βιογραφίες, όπως τους Καταραμένους ποιητές (Les Poètes maudits), που περιλαμβάνει υλικό για έξι ποιητές, μεταξύ των οποίων οι Μαλαρμέ και Ρεμπώ, καθώς και το Les Hommes d’aujourd’hui (π. 1886), με σύντομες βιογραφίες σύγχρονων λογοτεχνών. Αμιγώς αυτοβιογραφικά κείμενα υπήρξαν τα Hôpitaux και Mes Prisons, στα οποία ο Βερλαίν κατέγραψε τις πολυάριθμες εμπειρίες του στα νοσοκομεία, όπου έτυχε περίθαλψης κατά καιρούς και στη φυλακή, αντίστοιχα. O ίδιος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση της συλλογής Εκλάμψεις του Ρεμπώ, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στη καθιέρωσή του.

Το ποτό, οι ουσίες, οι κραιπάλες κλόνισαν ωστόσο πολύ την υγεία του με αποτέλεσμα, το σχετικά πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία μόλις 51 ετών, στις 8 Γενάρη 1896, στο Παρίσι. Θάφτηκε στο Cimetière des Batignolles.======================
Ποτέ Πια!
Θύμηση! Θύμηση! Τί θες; Στον άτονον αγέρα
έκανε το φθινόπωρο τη κίσσα να πετιέται
κι ο ήλιος μια μονότονη σφεντόνιζεν αχτίδα,
στο δάσος κείνο το χλωμό που μαίνονταν μελτέμια.
Μονάχοι πορευόμαστε σε στοχασμούς δωσμένοι,
εγώ κι αυτή -με τα μαλλιά στις αύρες και τη σκέψη.
Ξάφνου, τη συγκλονιστική ματιά της στρέφοντάς μου:
-“Ποιά ήταν πρώτη αγάπη σου;” είπ’ ηχερή η λαλιά της,
μέταλλο ζον, μ’ αγγελικό, πλέρια καθάριο τόνο.
Μ’ εν άφραστο χαμόγελο της απεκρίθην μόνο,
και τ’ άσπρο της ασπάστηκα, ευλαβικά, το χέρι…
Τ’ άνθος το πρώτο! α πόσο μοιάζει μυρωμένο!
Πως μ’ ένα ψίθυρο στενάζει τρισχαριτωμένο
το πρώτο “ναι” που βγαίν’ απ’ τ’ ακριβά τα χείλια.
Τραγούδι
Ακούστε το τραγούδι που για χάρη σας
γλυκύτατα θρηνεί το μοιρολόι.
Είν’ απαλό κι ευγενικό κι ανάλαφρο,
ανατριχίλα του νερού στη χλόη!
Γνωστή σας η φωνή -κι αγαπημένη σας!-
όμως φορεί τα κρέπια αυτή την ώρα
σαν έρημη χήρα, ωστόσο τί περήφανη
στο πόνο της, ακόμα είναι και τώρα.
Και μέσα στις μακριές πτυχές του πέπλου της
που τρέμει στου φθινοπωριού τ’ αγέρι,
κρύβει και τη καρδιά της που ξαφνίζεται,
της δείχνει την αλήθεια σαν αστέρι.
Σας λέει η φωνή π’ αναγνωρίσατε,
ότι ζωή μας είν’ η καλωσύνη,
κι ότι απ’ το φθόνο κι απ’ το μίσος τίποτε,
σαν έρθει ο θάνατος, δε θ’ απομείνει.
Και για τη δόξα ακόμα σας μιλεί,
να μη ζητάς πολλά κι απλά να ζήσεις,
για γάμους λέει χρυσούς, για τη χαρά
γλυκειάς ειρήνης, δίχως να νικήσεις.
Δεχθήτε τη φωνούλα που στ’ αθώο της
το επιθαλάμιο πάντα επιμένει.
Σύρτε και δεν είν’ άλλο απ’ το να κάνουμε
κάποια ψυχή λιγώτερο θλιμμένη.
Πονά τούτ’ η ψυχή που δεν εθύμωσε
στη πίκρα της ποτέ τη πιο μεγάλη,
και πόσο φως στα λόγια της, ακούστε το,
το φρόνιμο τραγούδι που σας ψάλλει.
Το Γαλανό Ουρανό
Το γαλανό ουρανό χαρά ‘ποπάνω μου
θεού γιομίζει.
Έν δεντρί το βάγιο του ‘ποπάνω μου
το ναναρίζει.
Σημάντρου αχός στον ουρανό που φαίνεται
γλυκοσκορπιέται.
Ένα πουλάκι στο δεντρί που φαίνεται,
παραπονιέται.
Ήσυχη, απλή θέ μου, η ζωή είναι κει
ειρηνοφόρα.
Τούτ’ η βουή που φτάνει ειν’ από κει,
από τη χώρα.
Τί τά καμες, εσύ που κλαίς και κλαίς,
δάκρυα ποτάμ,
τα νιάτα σου πες, πες μου, συ που κλαίς
τί τάχεις κάμει;
Αισθηματική Συνομιλία
Μέσα στο πάρκο το παλιό που παγωνιά κι ερμιά το δέρνουν
δυο ίσκιοι ξάφνου φαίνονται, ζευγάρι να διαβαίνουν.
Τα μάτια τους είναι νεκρά κι απ’ τ’ απαλό τους στόμα
τα λόγια βγαίνουν σιγαλά, ίσ’ αγροικιούντ’ ακόμα.
Μέσα στο πάρκο το παλιό, τ’ έρμο και παγωμένο,
δυο ίσκιοι αναθυμίζονται καιρόν ευτυχισμένο.
-Θυμάσαι κείνα τα παλιά τα ‘νειρεμένα χρόνια;
-Τώρα γιατί να με ρωτάς αν τα θυμάμαι αιώνια;
-Τάχα η καρδιά σ’ στο χτύπο της το όνομά μου τό ‘χει
ακόμα; Ζει η ψυχή μου στα όνειρά σου; -Όχι
-Ω! τί αξέχαστες στιγμές θείας ευτυχίας! Πού να ‘ναι;
Τα στόματά μας σμίγανε, θυμάσαι; -Αλήθεια, πάνε!
-Πως ήταν γαλανός ουρανός κι η ελπίδα πάλι, πόση;
-Πάει κι η ελπίδα, ουρανός μαύρος την έχει ζώσει.
Έτσι στα στάχυα τα τρελλά οι ίσκιοι περπατούσαν
κι η νύχτα μόνον άκουγε τα λόγια που μιλούσαν.
Κάματος
Δώσ’ μου τη την ατονία, ατονία, ατονία!
Μέρωσε πια του πυρετού το φρένιασμα, γλυκειά μου.
Ως και τη κόχη τ’ οργασμού -το βλέπεις- η ερωμένη
χρωστά να γίνει ανέμελη κι ειρηνική αδερφούλα.
Γίνου ερωτιάρα, δωσ’ μου τα κοιμάμενά σου χάδια,
τη ρυθμικιάν ανάσα σου και το βαθύ σου βλέμμα,
τ’ άνομο σφιχταγκάλιασμα, σπασμός που πόθο λύνει,
τι είν’ μπρος στο βαθύ φιλί, -κι ας είναι ψέμμα!
Μες στη γλυκειά, χρυσή καρδιά σου -ακούω, καλή μου, ξέρω-
το πάθος τ’ άκρατο χυμά και μες στο κέρας κράζει:
άφησ’ το εσύ το δολερό κι αν του βολεί ας σαλπίζει,
το μέτωπό σου και το χέρι βάλε στα δικά μου,
κι ώμωσέ μ’ όρκους π’ αύριο θα τους πατήσεις πάλι,
κι ας κλάψουμε, μικρούλα απρόφταστη, ώσπου να ξημερώσει!
Σε Κακοστρωμένα Μονοπάτια
Σε κακοστρωμένα μονοπάτια
περπατούσα αναποφάσιστα θλιμμένα…
Τα χεράκια σου μου γίναν οδηγοί.
Σ’ ακροούρανα απομακρυσμένα
κάτι χάραξε θαμπό: τα δυο σου μάτια
μ’ είδαν και μου γίνανε αυγή.
Όλα ολόγυρα, βουβά στο πεζοδρόμο.
Το μόνο που λιγόστευε τον τρόμο
ήταν του βήματός του ο ρυθμικός
ήχος. Μα η φωνή σου είπε: “Ακόμα μπρός!”
Η καρδιά μου η φοβισμένη η ζοφερή
έκλαιγε σ’ έρμη στράτα μοναχή,
μα η αγάπη, μελιστάλαχτη χαρά,
μας πρόφτασε νικήτρα στη χαρά.
Νυχτερινή Φαντασία
Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ’ αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα ‘χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ’ ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.
Κάτι Κλαίει
Κάτι κλαίει στη καρδιά μου
καθώς βρέχει μες στη χώρα,
τάχα τί μαράζι, αλιά μου,
τη στραγγίζει τη καρδιά μου;
Γλυκά σταλάζει η βροχή
στη γη, στα κεραμίδια.
Στην άχαρή μου τη ψυχή,
τάχα τί τραγουδάς, βροχή;
Κλάμα, χωρίς αστεία.
σπαράζει η καρδία.
Τάχα μια απιστία;
Κλαίει χωρίς αιτία.
Κι είν’ ο πόνος της περίσσος
να μη ξέρει το γιατί,
μ’ ούτ’ αγάπη, ούτε μίσος
να τη δέρνουν οι λυγμοί.
Το Οικείο Μου Όνειρο
Συχνά έχω τούτο το παράξενο και διαπεραστικό όνειρο
μιας γυναίκας άγνωστης που αγαπώ και με αγαπά
και που όμως δεν είναι κάθε φορά ούτε ακριβώς η ίδια
αλλά ούτε και κάποια άλλη, και με αγαπά και με καταλαβαίνει.
Γιατί εκείνη με καταλαβαίνει κι η καρδιά μου είναι διάφανη
για αυτή μονάχα˙ και τον ιδρώτα του χλωμού προσώπου μου
μονάχα αυτή ξέρει να δροσίζει με το κλάμα της
Να είναι άραγε καστανή, ξανθιά ή κοκκινομάλλα; Δε ξέρω.
Το όνομά της; Θυμάμαι πως είναι γλυκό κι εύηχο
σαν τα ονόματα των αγαπημένων που μας στέρησε η ζωή
Το βλέμμα της είναι όμοιο με το βλέμμα των αγαλμάτων
κι όσον αφορά στη φωνή της, απόμακρη σοβαρή κι ήρεμη,
με τη χροιά φωνών αγαπημένων που σωπάσαν…
Το Πιάνο
Το πιάνο, που λιανό χεράκι το φιλεί
σε δείλι αχνοφέγγει τριανταφυλλί,
μ’ ένα σύρσιμο ανάριο, σαν από ‘να φτερό,
-έν’ κομμάτι αρχαίο κι όμορφα σφαλερό,
διστάζοντας πλέκει δειλά ένα γύρω,
στο κοιτώνα που στέκει εκείνης το μύρο…
Τί να ‘σαι συ λίκνο, που ξαφνου΄χεις πάρει
το φτωχό μου το είναι, να το νανουρίσεις,
τι ζητά ο σκοπός ο γλυκός, όλο χάρη,
ταπεινό μου στροφάδι, τί ζητάς σε ρωτώ,
κάτω απ’ το παραθύρι μου ήρθες να σβήσεις
-εκεί προς στο κήπο- που ‘χα αφήσει ανοιχτό;
Ένας Βαθύς, Μαύρος Ύπνος
Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει πάνω στη ζωή μου.
Κάθ’ ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.
Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό…
Ω θλιμμένο παραμύθι!
Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι τη κουνάει
στη κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!… μιλιά!…
Αισθηματικός Περίπατος
Η δύση άφηνε τις ύστατες αχτίδες
κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε,
τ’ ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια
θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.
Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου
μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,
που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο
φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,
με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,
που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,
μέσα από τις ιτιές, που ολόμονος πλανιόμουν
σέρνοντας την πληγή μου, και των ίσκιων ήρθε
το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίγει
της δύσης αντήλιες μες στα χλωμά νερά του
και τα νούφαρα, μεσ’ από τα καλάμια,
τ’ ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.
Οι Ράθυμοι
-Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
-Σπάνια η πρόταση, ορισμένως.
-Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
-Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!
-Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.
-Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.
Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη χλόη
και στ’ άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι
αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι’ αυτό
-χι! χι! χι!- καταγοητευμένοι.
μτφρ: Κ. Καρυωτάκης
Άκου, Το Κέρας Θλίβεται…
Άκου, το κέρας θλίβεται κατά τα δάση
κι έχει τόσον καημό, που ορφάνιες θυμίζει
κι έρχεται ως του βουνού τα πόδια να σωπάσει
με τ’ αγέρι που τρέχει και στενά γαβγίζει.
Του λύκου κλαί’ η ψυχή σε τούτη τη φωνή
που βγαίνει (όπως κι ο ήλιος, που όλο χαμηλώνει)
από μιαν αγωνία που μοιάζει ταπεινή
και που μια σε μαγεύει, μια σε φαρμακώνει.
Το παράπονο τούτο ως για να το χορταίνει,
σε ξέφτια μακρουλά το χιόνι κατεβαίνει,
με τον ήλιο που μέσα στο αίμα βασιλεύει.
Στεναγμός χινοπώρου μοιάζει η ατμοσφαίρα:
ω, τόσο είναι γλυκιά η μονότονη εσπέρα,
που ο τόπος ο ήμερος τον ύπνο του γυρεύει.
Λάμπει Τ’ Ολόλευκο Φεγγάρι…
Λάμπει τ’ ολόλευκο φεγγάρι
μέσα στα δέντρα τα πυκνά,
σε κάθε τρυφερό κλωνάρι
και μια φωνούλα αρχινά
κάτω από τη φυλλωσιά…
‘Ω, αγάπη μου γλυκειά.
Βαθύς καθρέφτης, μιαν ιτιά,
η λιμνούλα ζωγραφίζει.
Στα κλαδιά της ο αγέρας
πονεμένα μουρμουρίζει
και πληθαίνουν οι λυγμοί…
Να, του ονείρου η στιγμή.
Πόση απλώθηκε γαλήνη
Τόσο γλυκειά, τόσο απαλή,
κατηφορίζοντας κι εκείνη
για νά ‘μπει μέσα στην ψυχή
απ’ ένα αστέρι, που ιριδίζει…
Να μια στιγμή που τόσο αξίζει.
Μες Στο Θολό Ποτάμι
Μες στο θολό ποτάμι από τη καταχνιά
ο ίσκιος απ’ τα δέντρα πεθαίνει σα καπνιά,
ενώ ψηλά, στ’ αληθινά τ’ αλώνια,
στενάζουν τα τρυγώνια.
Ποσάκις ω διαβάτη, στο σκοτεινό αυτό τόπο,
τον ίδιο εαυτό σου χλωμό κι εσύ δεν είδες,
ενόσω κλαίγαν στα ψηλά φυλλώματα
θλιμμένες, οι πνιγμένες σου ελπίδες!
Τα Χέρια
Τα χέρια τ’ ακριβά, δικά μου που έγιναν,
ωραία-ωραία, μικρά-μικρά,
κι ύστερ’ απ’ όλα τα θανάσιμα γλυστρήματα
κι απ’ όλ’ αυτά τ’ ανίερα κοσμικά.
Ύστερ’ από τ’ αραξοβόλια και τις αμμουδιές
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρήγικα χέρια πιο πολύ κι απ’ των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ’ αγαπημένα χέρια.
Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ’ τη ψυχή μου,
τάχα το ξέρω εγώ τι θα ‘χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ’ αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;
Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;
Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.
Παιδική Σύζυγος
Δεν κατάλαβες τίποτα
απ’ την απλότητά μου,
Τίποτα, καημένο μου παιδί!
Κι είναι μ’ αυτό το γνώριμο
προσωπείο, το θλιβερό
Που το βάζεις στα πόδια.
Στα μάτια σου θα έπρεπε
να λάμπει μόνον η γλύκα
Ο αντικατοπτρισμός τ’ ουρανού
Ανάβλύζε χολή,
ω άθλια αδελφή,
Που μας πονάει να δούμε.
Κάτι χειρονομείς
με τα μικρά σου χέρια
Σαν αδέξιος πολεμιστής,
Μ’ επιστήθιους αλαλαγμούς,
το δύστυχο, αλί!
Εσύ που τραγουδούσες μόνο!
Γιατί σε φόβιζαν
καταιγίδες, κεραυνοί
Που ξεσπούσαν και βροντούσαν
Και βέλαζες στη μητρική αγκαλιά
-ω από τον πόνο!
Σαν πασχαλινός αμνός.
Και δεν θα έχεις δει
το φως και τη φωτιά
Ενός έρωτα μαχητή,
Πολέμιος του πόνου,
αιχμάλωτος του πόθου
Ζωντανός μέχρι θανάτου!
