Άβλιχος Μικέλης: Πρικαμένη Λόγια Σάτιρα

Βιογραφικό

     Ο Μικέλης (Μιχαήλ) Γ. Άβλιχος ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής και τέκτονας από τη Κεφαλλονιά, από τους τελευταίους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής. Μυήθηκε στις αναρχικές ιδέες στην Ελβετία, όπου σπούδαζε και με την ελευθερόφρονα στάση του προκαλούσε συχνά τη μήνι των συμπατριωτών του Ληξουριωτών.  Ισοβίως ιδεολογικός πολέμιος του κλήρου, της ανθρώπινης αδυναμίας κι άγνοιας. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις σοννέττων, λυρικών και σατιρικών ποιημάτων, που αντιμετώπιζε περισσότερο ως όργανο κριτικής των ηθών του καιρού του, παρά ως λογοτεχνήματα. Όσο ζούσε δεν εξέδωσε έργα του, παρά τ’ ότι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό. Τα Άπαντά του συγκεντρώθηκαν κι εκδόθηκαν το 1976, ενώ προηγήθηκε το 1959 η έκδοση ενός μικρού τόμου ποιημάτων του. Όταν αργότερα επέστρεψε στο Ληξούρι, έταξε σκοπό της ζωής του την ηθική και πνευματική αναμόρφωση των συμπολιτών του, την απελευθέρωσή τους από τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις τους. Ως όπλο σ’ αυτόν τον αγώνα χρησιμοποίησε τη σάτιρα, μία σάτιρα καυστική, που γρήγορα του στέρησε φιλίες και συμπάθειες και τον έκανε να ζει μέσα σε κοινωνική και πνευματική μοναξιά. και τέκτονας κυρίως όμως ήταν πράος και καταδεκτικός, συμπαθής δάσκαλος κι αγαπητός φίλος για τους Ληξουριώτες, όμως η καυστική σάτιρά του απομάκρυνε, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολλούς φίλους από κοντά του.

     Γεννήθηκε στο Ληξούρι στις 18 Μάρτη 1844 και μεγάλωσε σε περιβάλλον ευνοϊκό για τη πνευματική του ανάπτυξη, από τους εύπορους γονείς, τον Γεώργιο Άβλιχο του Θεοδώρου (1807-28/10/1897), την Ειρήνη Κουρούκλη του Σπυρίδωνος (1820-17/1/1845) κι είχε έναν αδελφό, το ζωγράφο Γιώργο Άβλιχο. Από παιδική ηλικία δέχτηκε την επίδραση του ΛασκαράτουΑνδρέα Μομφερράτου, των Ριζοσπαστών και σ’ εφηβική ηλικία ενθουσιάζεται με τον αγώνα τους και συνδέεται φιλικά μαζί τους. Σπούδασε στο εκεί Πετρίτσειο Γυμνάσιο, χωρίς να αποφοιτήσει και μετά στην Ελβετία στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου κι ήλθε σ’ επαφή με τον αναρχισμό και τις ιδέες του Κροπότκιν και του Μπακούνιν κι έγινε φίλος του, καθώς και μέλος της A’ Διεθνούς -κατά μίαν ανεξακρίβωτη πληροφορία, συμμετείχε στα γεγονότα της Παρισινής Kομμούνας. Έζησε κάποια χρόνια στο Παρίσι, τη Ζυρίχη και τη Βενετία. Όταν το 1872 επέστρεψε στη πατρίδα του, συνέχισε και συμπλήρωσε τη ποίηση του συμπατριώτη του Λασκαράτου, εστιάζοντας τη λεπτή ειρωνεία του στον αγώνα κατά της κοινωνικής αδικίας, της θρησκοληψίας, της πλουτοκρατίας και του πολέμου.
     Για ένα μικρό διάστημα συνεργάστηκε λογοτεχνικά με τους Παναγιώτη Πανά και το Βαλαωρίτη -που κι αυτός είχε επηρεασθεί απ’ τις ίδιες ιδέες, μα τις ξέχασε όταν εξελέγη βουλευτής Eπτανήσων- υπήρξε ωστόσο πολύ φειδωλός στις δημοσιεύσεις και γι’ αυτό το σύνολο της δημοσιευμένης ποιητικής του παραγωγής (κυρίως σοννέττα) δε ξεπερνά τις 100 σελίδες. Στη περίοδο 1912–1913 πάντως, έκανε τις τακτικότερες δημοσιεύσεις του στο περιοδικό Ζιζάνιο. Παρά την ευψυχία και την ισχυρή του προσωπικότητα, δεν κατόρθωσε να επηρεάσει αποτελεσματικά την επτανησιακή διανόηση της εποχής κι ενώ, όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, στην Αθήνα η ποίησή του εκτιμήθηκε πολύ, η ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους πλούσιους και τους παπάδες τοπική κοινωνία τον οδήγησε γρήγορα στην απομόνωση. Έμεινε μέχρι το θάνατό του συνεπής στις αθεϊστικές κι αναρχικές θέσεις του κι αποχαιρέτησε τους φίλους του με τα εξής τελευταία του λόγια: “Μη θρηνείτε, γιατί ο Μικέλης πάει στη ζωή“.



     Πολιτικά ήταν οπαδός του Ληξουριώτη ριζοσπάστη πολιτικού Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, γνωστού με το προσωνύμιο Γιωργαντάρας, λόγω της πληθωρικής παρουσίας του στη Βουλή. Όπως κι εκείνος, πίστευε πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνισμού ήταν η Ρωσία, γι’ αυτό και σατίριζε δριμύτατα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν αυτός πήρε, στον Α’ Παγκ. Πόλ. το μέρος της Αντάντ, που ήτανε βασικό μέλος η μισητή Ρωσία. Σύγχρονος και συμπατριώτης του Λασκαράτου, πίστευε, όπως κι εκείνος, στην αναμορφωτική κι ηθικοπλαστική δύναμη της σάτιρας. Η σάτιρά του δεν καταφεύγει τόσον εύκολα στο γέλιο, όσο κείνου. Είναι πιότερο σκυθρωπή, πικρή κι αιχμηρή (“…με πίσσα και με θειάφι γράφω“). Εν τούτοις κάτω από την οργίλη σάτιρα κρύβεται πάντα τρυφερότητα κι ελεγειακή λυρική διάθεση, όπως ήταν ακριβώς κι ο ποιητής ως άνθρωπος. Όσοι τον γνωρίζαν, περιγράφουν ως εξαιρετικά πράο και προσηνή. Ζούσε στη συνοικία του Αγίου Δημητρίου και στο σπίτι του είχε δίπλα-δίπλα την εικόνα του Αγίου Ανδρέα και τη προσωπογραφία του Μπακούνιν για να υπενθυμίζει στον επισκέπτη πως ο ένοικος του σπιτιού ήτανε σαρκαστής κι άθεος. Σύμφωνα, όμως, με τους φίλους του δεν ήταν άθεος, αλλά πίστευε σε μία δεύτερη ζωή και σ’ ένα δικό του θεό.
     O Mικέλης Άβλιχος άρχισε γρήγορα να γράφει στίχους και να ζει μόνος σαν ασκητής. Παρέμεινε αναρχικός και με τους στίχους του σατίριζε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής. H σάτιρά του, δουλεμένη, άμεση και καυστική, στρεφότανε κατά πάντων των δεινών του λαού. Δεν σκέφθηκε ποτέ να γράψει μια δική του θεωρητική άποψη και του αρκούσε να σατιρίζει το θεομπαίχτη, τον πατριώτη, το φοροεισπράκτορα, το θρησκόληπτο, το δικαστή, τον αστυνομικό, τον κυβερνήτη. Oι στίχοι του ήταν οργισμένοι κι είχαν εντελώς προσωπικό ύφος που τους έκανε να διαφέρουν από τους στίχους των άλλων σατιρικών ποιητών της εποχής. Το πιο φιλόδοξο έργο του είναι το μακρόστιχο σατιρικό ποίημα Η Πινακοθήκη της Κολάσεως, που έμεινε ημιτελές. Σ’ αυτό φαντάζεται τον εαυτό του σα ζωγράφο, που τον αγγάρεψε ο διάβολος να στολίσει τη Κόλαση με εικόνες ψυχών σατανικών. Κατόρθωσε έτσι να ζωγραφίσει τα πορτραίτα των πλέον μισητών του προσώπων και να προκαλέσει την οργή των συμπατριωτών του με τους καυστικούς στίχους του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Αργοστόλι. Συχνά επέστρεφε στην αγαπημένη γενέθλια πόλη του, με νοσταλγική διάθεση. “Το Ληξούρι είναι οι φίλοι μου“, έλεγε, έστω κι αν οι φίλοι του ήταν πλέον λιγοστοί.
     Ο Μικέλης Άβλιχος πέθανε στο Αργοστόλι στις 28 Νοέμβρη 1917, στα 73 του. Η σορός του διακομίστηκε στο Ληξούρι, όπου κι ετάφη. Το φέρετρό του υποβαστάζετο από νέους του Ληξουρίου που τον έκλαψαν με πραγματική συγκίνηση καθώς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην εκεί νεολαία. Στη διάρκεια της ζωής του, δημοσίευσε σκόρπια τα ποιήματά του σε περιοδικά ή χειρόγραφα γνωστά μόνο σε λίγους. Το 1920 έγινε το πρώτο μεγάλο λογοτεχνικό αφιέρωμα στο έργο του από το περιοδικό Νουμάς (9 Μάη –βλ. παρακάτω), ενώ μόλις το 1959 κυκλοφόρησαν 1η φορά συγκεντρωμένα τα ποιήματά του από το Χαράλαμπο Λιναρδάτο. Kι αυτό γιατί πολύ δύσκολα έμενε ικανοποιημένος από τα γραπτά του, ώστε να τα δίνει στη δημοσιότητα. Πίστευε στη κοινωνική δύναμη της ποίησης κι ειδικά της σάτιρας. Ήταν ακέραιος άνθρωπος, με σπάνια συνείδηση, εριστικός και αρκετά μετριόφρονας. Ποτέ δεν υπέγραφε τα ποιήματά του με το πραγματικό του όνομα, αλλά χρησιμοποίησε περίπου 30 διαφορετικά ψευδώνυμα, αν κι από το 1912-13 έδινε ενυπόγραφους στίχους για δημοσίευση στο περιοδικό Zιζάνιο. Eίχε λίγους φίλους και πέθανε μόνος, παραγνωρισμένος. Έχει κυκλοφορήσει μόνον ένα βιβλίο με τα άπαντά του, που περιλαμβάνει κριτικό πρόλογο του Kωστή Παλαμά και πιότερο πλήρης βιογραφία του από τον Eπαμεινώνδα Mάλαινο και κυκλοφόρησε στην Aθήνα το 1959. Τελευταία κυκλοφόρησε έν ακόμα βασικό βιβλίο για τον Άβλιχο, από το Βαγγέλη Σακκάτο.
    Πρόκειται για ένα σατιρικό που στα ποιήματά του αποφεύγει το στομφώδες ύφος και το παρωδεί όταν το συναντά σ’ άλλους ποιητές, όπως στο Βαλαωρίτη, μένοντας πιστός στη Σολωμική σχολή κι Επτανησιακή παράδοση. Διάλεξε να ζήσει σε ηθελημένη αφάνεια και μετριοφροσύνη ενώ πολλές φορές παρεξηγήθηκε για κάποιες πράξεις του. Η ζωή του είναι ένα άγραφο βιβλίο και το σύστημά του να μην αλληλογραφεί με κανένα το ονόμαζε γραμματοαγραφία. Ακόμα και το έργο του μετά το θάνατό του ήταν διασκορπισμένο και στη συνέχεια έγιναν προσπάθειες συγκέντρωσης των ποιημάτων του. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο γεγονός ότι δεν ήταν πολυγραφότατος, αλλά και στ’ ότι ήταν πολύ αυστηρός με τους στίχους του και δύσκολα έμενε ικανοποιημένος από αυτούς, ώστε να τους δημοσιεύσει ή να τους δώσει στους φίλους του κι εξ αιτίας της μετριοφροσύνης του έμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια.
     Από μικρός βρέθηκε σε εξαιρετικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον κοντά στον Λασκαράτο, τους Ιακωβάτους, τον Ανδρέα κι Ιωσήφ Μομφεράτο και τους Ριζοσπάστες. Μη ξεχνάμε ότι το 1859 εκδίδεται το έργο του Σολωμού συγκεντρωμένο από τον Ιάκωβο Πολυλά. Ο Άβλιχος θα συνεχίσει τη μεγάλη παράδοση των Επτανησίων. Γνώρισε τον Ψυχάρη με τον οποίο θα ‘χει επικοινωνία κι αργότερα καθώς συμφωνούν οι απόψεις τους σχετικά με τη δημοτική γλώσσα. Το 1888 θα εμφανιστεί ο Ψυχάρης στα ελληνικά γράμματα που τα διδάγματα θ’ ακολουθήσει ο Παλαμάς. Είναι μια κρίσιμη περίοδος για την ελληνική γλώσσα και το γλωσσικό ζήτημα, με αποκορύφωση το κάψιμο της μετάφρασης του Ευαγγελίου το 1901. Το Ληξούρι που κατά την Ενετοκρατία υπήρξε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, στην εποχή του Άβλιχου βρισκότανε σε παρακμή. Έχει χαθεί πια η παλιά άνθιση και τα Επτάνησα έχουν ενωθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα όπου επικρατεί ο λογιοτατισμός του Αχιλλέα Παράσχου. Αυτό είναι το κατάλληλο κλίμα για να αναπτύξει τη σάτιρά του. Παίρνει τη θέση ελεύθερου σκοπευτή και καυτηριάζει με τους στίχους του τα κακώς κείμενα. Δηλώνει το παρόν και σχολιάζει όλα τα γεγονότα, όχι μόνο σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Έτσι το 1909 ενθουσιάζεται με το κίνημα στο Γουδί γράφοντας το ποίημα Ανόρθωσι αλλά την επόμενη χρονιά απογοητεύεται όταν στις βουλευτικές εκλογές ο λαός ψήφισε τους ίδιους βουλευτές που κατηγορούσε ως φαύλους και διεφθαρμένους. Επίσης, με αφορμή ένα βιβλίο που έλαβε με φουτουριστικό περιεχόμενο που όπως έλεγε δε μπορούσε να καταλάβει, δε δίστασε να εκφράσει την αρνητική του άποψη για το φουτουρισμό γράφοντας στην ιταλική γλώσσα επίγραμμα που σατιρίζει το ιταλικό αυτό λογοτεχνικό κίνημα. Στη συνέχεια η Εστία αναδημοσιεύοντάς το θα σχολιάσει ότι ο Άβλιχος είναι ένας εκ των ευφυεστέρων και πλέον εμπνευσμένων επτανησίων σατιρικών.
     Άλλο ένα από τα στοιχεία που τον χαρακτήριζαν ήταν το γεγονός ότι ήταν τέκτων κι αυτή ήταν η αιτία να περιοριστεί ακόμα περισσότερο ο κύκλος των συναναστροφών του εφόσον κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή καταδικαζόταν σε κοινωνική απομόνωση. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδιζε το θρησκευτικό του αίσθημα. Στον Α’ Παγκ. Πόλ. η Ελλάδα μπαίνει στη Παγκόσμια σύρραξη το 1917 μετά από έναν Εθνικό Διχασμό (Βασιλιάς Κωνσταντίνος – Βενιζέλος) κι θαλάσσιο αποκλεισμό από τους Αγγλογάλλους. Η απόβασή τους στη Κεφαλονιά από το 1916 οδήγησε το νησί σε έλλειψη τροφίμων, ενώ υπήρξαν κι αρκετά θύματα από τη πείνα. Ο Άβλιχος ξεσπά σε δριμύτατους, πικρόχολους, σαρκαστικούς κι ειρωνικούς στίχους. Ο πόλεμος τον εξοργίζει ειδικά όταν βλέπει τον τόπο του να ρημάζει. Άδικα κάποιοι τον κατηγόρησαν για φιλοβασιλισμό και Καϊζερο-Γερμανολατρεία.
     Ο Μικελάκης, όπως του άρεσε να τον φωνάζουν (καθώς η κατάληξη -άκης ήταν τιμητική), έζησε σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή κι ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες και κινήματα που επηρέασαν την ιστορία. Μετά την οριστική επιστροφή του στο Ληξούρι ασχολήθηκε με τη σάτιρα. Οι φιλίες του ήτανε πνευματικές και λόγω της καλλιέργειάς του περιορισμένες. Επίσης, είναι γνωστή η αλληλογραφία του Άβλιχου με τον Παλαμά, που όταν πληροφορήθηκε το θάνατό του μιλά μ’ επαινετικά λόγια για τη προσωπικότητα και το έργο του στο άρθρο του Οι παραγκωνισμένοι, κείμενο που παρατίθεται ως κριτικό σημείωμα στην έκδοση του Χ. ΛιναρδάτουΜικέλη Άβλιχου Τα Ποιήματα. Ανίατη αρρώστια που επιδεινώθηκε από το ναυτικό αποκλεισμό του νησιού από τους Αγγλογάλλους και την έλλειψη τροφίμων, τον οδήγησε στο Νοσοκομείο Αργοστολίου. Με το θάνατό του έσβησε κι ο τελευταίος εκπρόσωπος της Σολωμικής Σχολής.

     Στο μεγάλο ποίημά του Πινακοθήκη Της Κολάσεως, όπου κόλαση είναι μια μαυροφορεμένη γυναίκα κι ο ίδιος ο ποιητής ένας ζωγράφος, που του ανατέθηκε η διακόσμηση του σαλονιού της, ζωγραφίζει τις προσωπογραφίες όλων των προσώπων που μισεί, μαζί και του αδερφού του, με αποτέλεσμα να εξεγερθούν εναντίον του οι συμπατριώτες του κι αναγκάστηκε αν κι ήταν ηλικιωμένος κι άρρωστος, έπασχε από χρόνια αδράνεια των εντέρων, να εγκαταλείψει το Ληξούρι και να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Το φθινόπωρο του 1917 ασθένησε και λόγω του ναυτικού αποκλεισμού που είχε επιβάλλει στο νησί ο αγγλο-γαλλικός στόλος, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου και πέθανε, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο.
     Το 1877 ύστερα από τις δεκαετείς σπουδές στην Ευρώπη, για λόγους υγείας έμεινε στην Κέρκυρα και σε ηλικία 34 χρονών εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ληξούρι. Αν και ταξίδευε αρκετά, παρέμεινε τύπος ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει και να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε. Μιλούσε άριστα Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ισπανικά, τα οποία διδάχθηκε από το φίλο του Αγαμέμνονα Λοβέρδο, έμπορο στη Βαρκελώνη. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε στο επικήδειο άρθρο του για τον Άβλιχο ο Παλαμάς: “Διέκειτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον“.
     Είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής ποιητικής σχολής και συνεχιστής του έργου του Λασκαράτου, αν και δεν διαθέτει ούτε τη δύναμη ούτε την εκφραστική ευστοχία του. Το ποιητικό του έργο, είναι λιγοστό, καθώς μετά βίας ξεπερνά ένα βιβλίο 100 σελίδων. Σπάνια υπέγραφε τα ποιήματά του και χρησιμοποίησε περί τα 25 διαφορετικά ψευδώνυμα, όπως “Φιλαλήθης Ατσαλένιος”, “Μοναχός Ακάκιος Παιγνιδογάτσουλος”, “Ενας ειλικρινής Ριζοσπάστης”, “Ιερεμίας Περίδρομος”, “Σφογγαράκης”, “Αμήν”, “Χλωροκούκης”, “Τρελλάκης”, όμως από την περίοδο 1912-13 έδινε ενυπόγραφους στίχους στο περιοδικό Zιζάνιο. Τα ποιήματά του ήταν ανέκδοτα σκορπισμένα σ’ εφημερίδες, περιοδικά και χειρόγραφα, που είχαν οι φίλοι του.
     Θεωρούσε τη σάτιρα κριτική κι έλεγε χαρακτηριστικά “…Για να σατιρίσεις ένα πρόσωπο, σημαίνει πως του κάνεις πρώτα κριτική και το συμπέρασμά σου το λες με στίχους“. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ιδρυτής, εκδότης και διευθυντής της αθηναϊκής εφημερίδας Ακρόπολις τον είχε ονομάσει “Αρχίλοχον” και “λαξευτήν του στίχου“, ενώ έλεγε για το έργο του ποιητή “…αν μίαν ημέρα ιδούν το φως τα ποιήματα του Άβλιχου, ένας πλανήτης πρώτου μεγέθους θ’ αναλάμψη στον Ιονικόν ορίζοντα…“. Γλώσσα του έργου του είναι η δημοτική, την οποία θεωρούσε προάγγελο της εθνικής αναγεννήσεως και στα ποιήματά του παρουσιάζεται αντίπαλος του καθαρευουσιάνου Γιώργου Μιστριώτη και φίλος του πατριάρχη του δημοτικισμού Γιάννη Ψυχάρη. Από την αλληλογραφία του, την οποία δημοσίευσε ο Γιώργος Αλισανδράτος, προκύπτει ότι είχε αναπτύξει φιλία και με τον Παλαμά, τον οποίο είχε καλέσει για επίσκεψη, στο Ληξούρι. Στη ποίησή του έμεινε θαυμαστής του Σολωμού, διατηρώντας επιμόνως τη λεγόμενη επτανησιακή παράδοση (που κάποιοι τον ορίζουν ως τον τελευταίο εκπρόσωπο) και πάντα εναντιούμενος στο στομφώδες ύφος των συγχρόνων του ποιητών.
    Έμεινε μέχρι τις τελευταίες του ημέρες δημοτικιστής, εκ πεποιθήσεως μετριόφρων (“ούτε η τωροφημία ούτε η υστεροφημία με γνοιάζουνε“) και συνεπής στις αναρχικές θέσεις του (που τις έβλεπε κυρίως ως όργανο υπέρτατης αριστοκρατίας κι απαλλαγής των ανθρώπων από προλήψεις και δεισιδαιμονίες), όχι όμως και στις αθεϊστικές, καθώς συχνά παλινδρομούσε μεταξύ της κλασσικής αθεϊας και μιας εξιδανικευμένης εικόνας για τον Χριστό (μαρτυρείται ότι πάνω από το γραφείο του το πορτραίτο του Μπακούνιν έστεκε δίπλα στην εικόνα του Αγίου Ανδρέα). Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, ο Παλαμάς επαίνεσε την προσωπικότητα και το έργο του στο κείμενο Οι παραγκωνισμένοι. Όπως σημειώνει ο Μ. Παπαϊωάννου (Μιχάλης Παπαϊωάννου) στο Ριζοσπάστη (9-10/7/75), “ο Άβλιχος έζησε στη σκιά του πολυακουσμένου συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτου. Κι οι δύο τους Ληξουριώτες. Όμως, ενώ ο Λασκαράτος κατάχτησε την πανελλήνια δόξα, έγινε δεκτός και στην Αθήνα, ο Άβλιχος έμεινε ριζωμένος στη γενέθλια γη και πέρασε τη ζωή του αθόρυβα, με συντροφιά τους μαθητάδες, τους καλούς του φίλους, και με το γλυκό κρασάκι μας μας και με τη μουσική μας“. Άνθρωπος του 19ου αιώνα, της βιοτεχνικής, εμπορικής πόλης, που δεν έχει αποκοπεί ακόμη από την αγροτική ενδοχώρα. Το ταβερνάκι ήταν το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Οι ιδεολόγοι του ποτηριού απλοί, γνήσιοι άνθρωποι, με κάποια προσωπικότητα δεν είχαν ακόμη επηρεαστεί από τα ψεύτικα στολίδια, δεν είχαν ακόμα σκλαβωθεί από τις μικροαστικές μηχανικές συνήθειες.
     Στα 1844 γεννήθηκε και πέθανε το Νοέμβρη του 1917 -θύμα του αποκλεισμού κι αυτός. Ο Λασκαράτος είχε γεννηθεί 33 χρόνια και πέθανε 16 χρόνια νωρίτερα από τον Άβλιχο. Η μακροζωία του Λασκαράτου -πέθανε στα 1901- τους κάνει σύγχρονους. Είναι κι οι δύο αναθρεμμένοι με το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, μόνο που ο Άβλιχος προχώρησε παραπέρα. Η θαυμαστή διαύγεια του νου του φαίνεται να είναι έπαθλο των σπουδών του στην Ευρώπη. Ευρωπαίος, λοιπόν, από τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές μας. 12 χρόνια νεότερος από τον άλλο συμπατριώτη του ουτοπιστή σοσιαλιστή, τον Παναγιώτη Πανά, που μάλλον πρέπει να θεωρείται κι ο πρώτος σοσιαλιστής ποιητής μας. Λίγα έγραψε ο Μικελάκης Άβλιχος, μα δε λείπει από καμμιά ανθολογία. Κι ανήκει σε κείνους που πήραν τη σελίδα ή τη σελίδα τους στις ανθολογίες με το σπαθί τους. Η σάτιρά του είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η παράδοση στην Ελλάδα: ΛασκαράτοςΠαλαμάςΒάρναλης κλπ. Γι’ αυτό κι είναι ένας από τους άθεους της γραμματολογίας μας, από τους πρώτους σοσιαλιστές ποιητές μας.


_________________________
     Γεννήθηκε στο μικρό Ληξούρι, που φαίνεται πως το νερό του έχει το αλάτι εκείνο, που πήρε κι αυτός μαζί με τον άλλο συνάδελφό του στη Σάτιρα, το Λασκαράτο, και το ‘ριξε στα τραγούδια του για να τους δώσει τη θεία νοστιμάδα, που όσο κάνεις τα διαβάζει τόσο και του ανοίγει, η όρεξη. Γεννήθηκε στα 1844, τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στο Πετρίτσειο Λύκειο τον Ληξουριού κι ύστερα τέλειωσε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης της Ελβετίας. Γύρισε στα σπουδαιότερα κέντρα της Ευρώπης (Παρίσι, Ζυρίχη, Βενετία κτλ.) μελετώντας διαρκώς τη σύγχρονη κίνηση, των γραμμάτων. Στη Βέρνη τότε θριάμβευε ο Ρώσος αναρχικός Μπακούνιν, που οι θεωρίες όχι λίγη επίδραση έφεραν στον Άβλιχο και μ’ αυτές τις θεωρίες είχε μορφώσει το χαραχτήρα του, χαραχτήρα επαναστατικό, χαραχτήρα αναμορφωτικό που μισούσε τη σαπίλα, ιδίως την κοινωνική κι ήθελε το γενικό ξερίζωμα στο συνηθισμένο καθεστώς, στηρίζοντας τη γνώμη του στο αθάνατο δίδαγμα “Πρέπει να είσαι κι όχι να έχεις, γιατί όταν είσαι, έχεις, ενώ όταν έχεις μπορεί να μην είσαι“. Επιστρέφει στο Ληξούρι και ζει με περιορισμένες σχέσεις, περιστοιχισμένος πάντα από μερικούς θαυμαστές του, που τον περιέβαλαν με μια ανεχτίμητη αγάπη, ζει περιορισμένος, γιατί παρεξηγείται από τον πολύ λαό, που ακόμα δεν του ‘χουν πέσει απ’ τα μάτια του τα σύγνεφα της νύχτας, του σκοταδισμού, της ψευτιάς και δεν μπορεί να διακρίνει τον ήλιο της αλήθειας, παρεξηγείται κάθε του λέξη εδώ κάθε του κίνηση, σε τέτοιο σημείο, που θυμάμαι κάποιον σοβαρόν μάλιστα γραμματιζούμενον, να λέει: “Τι τον πλησιάζετε τον μασόνο, που για περιφρόνηση έχει στο σπίτι του κρεμασμένο ανάποδα το Χριστό”. Και τι ήταν αυτό; Μια εικόνα ζωγραφισμένη από τον αδερφό του Άβλιχου, ζωγράφο και παρίστανε τη σταύρωση του Άγιου Αντρέα, που σταυρώθηκε ανάποδα. Παρεξηγείτο γιατί με τα λόγια του και τα αθάνατά του τραγούδια ήτανε μάστιγα σε κάθε σάπιο, σε κάθε έκτροπο είτε στη πολιτεία είτε στη κοινωνία, είτε στη θρησκεία, όπου κεραυνοβολούσε ακατάπαυστα τους ψεύτικους τύπους, τους ασυμβίβαστους με τα λόγια του Χριστού και την υποκρισία των παπάδων, από τους οποίους κανείς δεν τόνε χώνευε, γιατί με φαρμάκι, μπορώ να ειπώ, έχυνε όλη του τη χολή για να τους κατηγορέσει με την ιδέα -την αλάνθαστη βέβαια και γενικά από τους έξυπνους ανθρώπους παραδεγμένη- πως αυτοί με τα έργα και τα λόγια, τους καταστρέφουν το σκοπό τον ηθικό, τον ιδεώδη του Ναζωραίου κι είναι αναχρονισμός μες στη λογική.
     Το σπίτι του, στη ρομαντική συνοικία του Αγ. Δημητρίου, ήταν το σπουδαστήριο των λίγων φίλων του κι εκεί μέσα ετελείτο η θεία πραγματικώς μυσταγωγία με τ’ αθάνατά του διδάγματα, που ποθούσε να μας τα λέει σε στενό κύκλο, αλλά ηθικό, -όπως έλεγε- και τ’ ακούαμε με θρησκευτική ευλάβεια, παίρνοντας απ’ αυτή τα θεμέλια, τ’ ακλόνητα, να διαμορφώσουμε χαραχτήρα γρανιτένιο, καθώς μας το ‘λεγε κι ο αλησμόνητος ποιητής. Καθαρός και άμωμος καθώς ήτανε στη συνείδηση, καθαρός ήταν και στο σώμα και στο φαγητό του μέχρι σκολαστικισμού, -πράμα που τον κατάντησε ενοχλητικό σε όλα τα ξενοδοχεία, όπου βρόμικες συνείδησες είχαν συνδυαστεί με τη γενική σε όλα, τρόφιμα, ρούχα αγγειά κτλ., βρόμα. Στην απομόνωσή του από την άλαλη κοινωνία, εντρυφούσε και δημιουργούσε μια ζωή ολάκερη, απεικονισμένη με δυνατά χρώματα στους στίχους του. Συζητούσε κι έδειχνε αμέσως τη φιλοσοφική του σκέψη, μισούσε την επίδειξη, τα επιχειρήματά του ήσαν ακαταγώνιστα, κι όπου συναντούσε εμπόδια, εκεί ήτανε υπέροχος, εκεί θαυμάζαμε τον αληθινό, τον ανίκητο παλαιστή· δεν ενικούσε, εσύντριβε τον αντίπαλο· όπου συναντούσε την αδυναμία συνδυασμένη με την παράλογη ισχυρογνωμοσύνη, δεν εσπαταλούσε τον πολύτιμό του χρόνο, αλλά έπαυε τη συζήτηση με το αθάνατό του απόφθεγμα: “Λείπει η μηχανή και το υλικό, δηλαδή το μυαλό και η μόρφωση”.
     Άγνωστος σχεδόν, γιατί είχε την ιδιοτροπία να μη δημοσιεύει σχεδόν τίποτε, επειδή είχε μορφώσει τη γνώμη πως δεν πρέπει να δημοσιεύει κανείς τίποτε, που πιθανόν ύστερα ν’ αναγκαστεί ναν το αλλάξει· γνωστός όμως στο φιλολογικό κόσμο, όπου τον είχαν σε μεγάλη εχτίμηση και σεβασμό και ιδίως ο ποιητής Παλαμάς, που σε κάποιο του τραγούδι τον έγραψε “συνάδελφο ποιητή” για να λάβει ευθύς αμέσως την ακόλουθη απάντηση (Το ποίημα του Παλαμά “ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Μ. ΑΒΛΙΧΟ ΤΟΥ ΛΗΞΟΥΡΙΟΥ” κι η απάντηση του Άβλιχου “ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, -ΑΠΟΚΡΙΣΙ ΕΙΣ ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ” δημοσιεύτηκαν στο 464ο τεύχος του περιοδικού “Ο Νουμάς”, στις 28 του Γενάρη 1912):

Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,
εσύ, πηγή ύδατος αλλομένου,
νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,
που αιώνια Ελλάδα βουίζει θαυμαστή.

Κι άμποτες απ’ αυτό να ποτιστεί
το χώμα αυτού του τόπου του καμένου!
Και να ‘ναι κι η βουλή του πεπρωμένου
ξανά με δάφνες νέες να στολιστεί!

Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μια βρυσούλα
που έρημη ρέει σ’ έρημο γιαλό
και ρέει σαν να κλαίει την ερημιά της…

Και μόνο νύχτα μέρα βράδυ, αυγούλα
κρένει με του πελάου το βογκητό
σαν έρτει φτερωτός να πιει διαβάτης….

     Μέσα στην οποία φανερώνεται η μετριοφροσύνη του ποιητή κι ο πόθος του για την Ελλάδα μας, που την ποθούσε και κείνος δαφνοστολισμένη με δάφνες αμάραντες, αληθινές και συχνά, βλέποντας την αδυναμία και την άδικη καταφρόνεσή της, κλαίει με πικρόχολα δάκρυα. Η δυστυχία τον συγκινούσε, η φτώχεια του προκαλούσε τα σπλαχνικά του δάκρυα και συχνά τον ακούαμε να λέει: “Του ποιητή αχώριστός του σύντροφος πρέπει να είναι η συμπόνεση και τα δάκρυα“.



     Είχε στιγμές που βυθιζόνταν σα σε έκσταση που κάποιο τυχαίο περιστατικό του αφαιρούσε όλη του την προσοχή και τότε κρεμιόμαστε από τα χείλη του· ήταν η στιγμή που η ψυχή του έχυνε τα πιο γλυκά της μέλια, και μεις αχόρταγα, σα φιλόπονες μέλισσες, τ’ αρπάζαμε και τα αποθηκεύαμε.
Πολλά τέτοια περιστατικά μας έδωσαν να εννοήσουμε τη δύναμη της σκέψης του· σαν τα εξής: στην αρχή του Ευρωπαϊκού πολέμου, που κυριολεχτικώς με την έκρηξή του τον έκαμε, από τη φρίκη και τον αποτροπιασμό του, νευρικότατο, σε τρόπο που να μην έχει ποτέ ησυχία, καθόμαστε στο παραλιακό καφενείο του Ληξουριού και βλέπαμε ένα αεροπλάνο που πετούσε, κι ακούσαμε από το στόμα του ποιητή: “Ο άνθρωπος κατόρθωσε να γίνει πουλί και ψάρι (αεροπλάνο και υποβρύχιο), μα ακόμα δεν κατόρθωσε να γίνει άνθρωπος”. Και το άλλο: Τον ρωτήσαμε αν έκαμαν καλά οι σοσιαλιστές ν’ αναμιχτούν στον πόλεμο κατά το 1914 κι αν θα ζημιωθεί ή όχι απ’ αυτή την ανάμειξη ο σοσιαλισμός κι από τότε έδωκε την απάντηση. “Έπρεπε ν’ αναμιχτούν γιατί η στρατοκρατορία θαν τους έσφαζε σαν το Ζωρές· ο σοσιαλισμός θα νικήσει, γιατί πρέπει ο πόλεμος να χτυπηθεί διά του πολέμου το χακί διά του χακιού“. Ο πόλεμος και μάλιστα μεταξύ χριστιανών, του προκαλούσε την υπέρμετρη πίκρα, που θαυμάσια τη ζωγραφίζει στα δυο του ακόλουθα ποιήματα. Το ένα το έκαμε στην πρώτη παράκληση που γίνηκε το 1912 στη Μητρόπολη του Ληξουριού και διαβάστηκε η ευχή της Ιερής Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδα, το επιγράφει “Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας” και λαβαίνει αρχή από το ρητό του αποστόλου Παύλου: “η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος” και λέει:

Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά
μέσα με φόβο του Θεού γυρεύουνε
-Ν ί κ α ς   κ α τ ά   β α ρ β ά ρ ω ν- να μας δώσει,
κι απ’ όξου κάτι βρόμικα σκυλιά
σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Π α τ ρ ί δ α και Θ ε ό και γνώση!
Πέστε μου τώρα, ανθρώποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
Και ενώ από μέσα αντηχάει το Α μ ή ν,
των σκύλων είναι το Ε ι ρ ή ν η   υ μ ί ν:
κι από την αναρχία έχετε τρόμο
μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο.

     Και το άλλο, που το ‘γραψε στα Χριστούγεννα του 1914 και τ’ αφιερώνει “στον Πάπαν της Ρώμης Πίον για τις προσπάθειές του για την ειρήνη“, και λέει:

Δεν είν’ αλήθεια… Είν’ όνειρο κακό!
τ’ ανθρώπινο αίμα ρέει ποταμός,
κοκκίνησε κι αυτός ο ωκεανός.
Δεν είν’ αλήθεια τέτοιο ξαφνικό!
Καίονται χώρες… όνειρο φριχτό!
Η γη είναι φλόγες… ο ουρανός καπνός!
Κι άγρια Σ τ α υ ρ ό   σ υ ν τ ρ ί β ε ι   ά λ λ ο ς   Σ τ α υ ρ ό ς!
βόγκος ο αέρας, ψυχομαχητό.
Κι άνωθεν ύμνος άγιος αντηχάει:
Χ ρ ι σ τ ό ς   γ ε ν ν ά τ α ι -του Κυρίου η χάρις-
αγνός αμνός της παναγίας αγάπης…
Μα από τον Άδη ο Σατανάς γελάει
που ακόμα είναι Θεός του κόσμου ο Άρης,
κι ως κι ο Πολιτισμός μέγας χασάπης!

     Τη δόξα του πολέμου την καταφρονούσε και ζητούσε τη δόξα στη βιοπάλη για την ηθική ανύψωση της κοινωνίας και πονούσε λαχταριστά σε στιγμές που μάθαινε πως κανένας άνθρωπος των γραμμάτων έπεφτε θύμα της λύσσας του πολέμου· και την πίκρα του αυτή τη την αφήνει κατάκαρδα να φαίνεται στα δυο του ακόλουθα τραγούδια. Το πρώτο το στέρνει στο φίλο του Ψυχάρη, στο Παρίσι, κλαίοντας το θάνατο του γιου του στο μέτωπο το Γαλλικό. Το επιγράφει: “Στον Ψυχάρη, για το θάνατο του παιδιού του στον πόλεμο, γκαρδιακό συλλύπημα“.

Κατάρα να ‘χει ο πόλεμος
που τους βλαστούς θερίζει,
κατάρα, η Δόξα η μάταιη
που σπέρνει συμφορές,
που αγαπημένα αντρόγυνα
σκληρά τ’ αποχωρίζει!
και που γονέων απάνθρωπα
σουβλίζει τις καρδιές!..
Σε σε, πατέρα δύστυχε,
τα λόγια ετούτα λέω,
στο σκοτωμό του τέκνου σου
με θλίψη της ψυχής,
και τον αγιάτρεφτο χαμό
—φίλος— μαζί σου κλαίω
ποτήρι που σε κέρασεν
ο πόλεμος να πιεις!…

     Και τ’ άλλο αφιερωμένο στο Μαβίλη, όταν σκοτώθηκε στο Δρίσκο. Το επιγράφει: “Ο καημός μου για το χαμό του φίλου μου Μαβίλη που στη μάχη στο Δρίσκο εσκοτώθηκε“.

     Παίρνει κατόπι κάποιο γαλλικό απόφθεγμα, το εξής:

Heureux, qui pour la gloire et pour la liberté dans l’ orgueil de la force et l’ivresse du rêve, meurent ainsi d’une mort éblouissante et brève (La morte de l’aigle)” και λέει:

Μα η φιλία κλαίει, κλαίει, κλαίει…
γιατί τη θλίψη η Δόξα δεν κοιμίζει!

Μαβίλη μου! Αχ, ο κόσμος σε φημίζει
και την αξία κι αρετή σου λέει,
κι ο ηρωικός σου ο θάνατος του εμπνέει
εγκώμια και με δάφνες Σε στολίζει!

Και μάρτυρα -Ποιητή- Σε αθανατίζει
μα η φιλία κλαίει… κλαίει… κλαίει…
κι αφ’ τον καημό θερμό το δάκρυ ρέει
που η Δόξα σου τη θλίψη δεν κοιμίζει!

Μαβίλη μου! αχ, έλεγα εγώ σαν γέρος
εμέ η γλυκιά φιλία σου πως θα κλάψει!
κι άξιά Σου λόγια πόνου δεν ευρίσκω…

Κι εύρηκε η Μοίρα απάντεχο ένα μέρος
μες στη φωτιά, στο Δρίσκο να σε θάψει,
και ναν το στήσει Δόξας οβελίσκο!

     Επαναστατούσε η συνείδησή του και μισούσε -μπορεί να πει κανείς- και μια τάξη ανθρώπων, που χωρίς να ‘χουν να προσφέρουν τίποτε στον πόλεμο, όλο για πόλεμο μιλούσαν, κι έναν τέτοιον παίρνοντας μοντέλο, ρίχνει σ’ αυτόν το φαρμάκι του, φαρμάκι στην καρδιά, που λιώνει τον αντίπαλο στα πόδια του και το καταντά τέλειο πτώμα· επιγράφει: “Ο μοχθηρός Ψευτοφιλόπατρις

Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά,
το γέλιο το κρυφό και λυσιασμένο
που η δυστυχία των άλλων του γεννά.

Το φθονερό του μάτι το σβησμένο,
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά,
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.

Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μανάδες που μισεί,
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους.

Θα ‘ναι δροσιά στην έρμη του ψυχή…
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει-κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!

     Οπαδός πιστός των ιδεών του μεγάλου πολιτικού του Ληξουριού του Γιωργαντάρα Ιακωβάτου, που μόνο εμπόδιο στα όνειρα της Φυλής -όχι και τόσο άδικα- έβλεπε τη Ρωσία, την αρκούδα με τους χαχόλους της, βρισκότανε σε διαρκή παροξυσμό από την αρχή του ευρωπαϊκού πολέμου, φανταζόμενος τον προσανατολισμό μας με το μέρος της Αντάντ, που ‘χε συνεργάτη τη Ρωσία, τέλεια καταστροφή στα ιδανικά μας· και γι’ αυτό, διαφωνώντας με την πολιτική του προέδρου της Κυβερνήσεως, σατιρίζοντας την πολιτική ιδεολογία του έδειχνε της ιδικής του ψυχής τους στοχασμούς. Κι έγραφε, τότε που μας καλούσαν οι Σύμμαχοι στα Δαρδανέλια:

               Η Πόλη

Δεν έσωνε η Ελλάδα μας μονή
…………. την Πόλη για να πάρει,
κι αφού την καταφέραμε διπλή
την κράζουν στα μπουγάζια για φανάρι.
Απάνου κάτου και για ψαρτική
το ιστορικό να ψάλει το τροπάρι,
“τ η   υ π ε ρ μ ά χ ω” κι έτσι λάου-λάου εκεί
με την Αντάντ η Αρκούδα να μπουκάρει.
Κατακαημένη Πόλη! τι είναι ετούτα
(όπου για σε το Γένος αιώνες τρέμει)
για ενός ψευτομεσσία τη μεσιτεία,
και για μπαξίσι λίγη Μικρασία,
βγαίνοντας απ’ του Τούρκου το χαρέμι
να γένεις του Χαχόλου Μαντενούτα.

     Με το φόβο μες στη ψυχή, μήπως με τη νίκη της Αντάντ ανοίξει το αχόρταγό της στόμα η Ρωσία και μας καταπιεί, κατάντησε αμείλικτος κατήγορος, γι’ αυτό και μόνο το ζήτημα, του αρχηγού της Φυλής, τον οποίον εθεώρει έξυπνον καθ’ όλα τ’ άλλα, αλλά πως πέφτει σε άβυσσο με την πολιτική του. Μ’ αυτήν την αφορμή και χωρίς ποτέ ανήθικο σκοπό, συμφέρο ή υστεροβουλία, από αγνή αντίθεση γνωμών, ετέντωνε το τόξο του και χτυπούσε σε κάθε περίσταση πο’ ‘βρισκε την πολιτική του Κυβερνήτη, παίρνοντας σχεδόν πάντα τα Δαρδανέλλια βάση κι έγραφε: “Το καυτό μου δάκρυ εμπρός στα Δαρδανέλλια, αφιερωμένο στη μνήμη του Γεωργίου Ιακωβάτου“.

Εγώ ‘μαι, σαρκαστής, εγώ ‘μαι εμπαίχτης.
Γελάω και το κόκκινο το αυγό
και μόνο πως δεν είμαι θεομπαίχτης,
από κακό κεφάλι μου κι αυτό.

Ως και με την αρρώστια μου, τα γέλια
τα σκάω, σαν ο πόνος μου περνάει.
Κι ωστόσο εμπρός στα Καψο-δαρδανέλλια
τώρα καφτό το δάκρυ μου κυλάει.

Όχι γι’ αυτούς που ο πόλεμος θερίζει
να κάμουν Πάσχα ψάρια και πουλιά,
Αφού κι η Θεία Πρόνοια φροντίζει
με δίκιο και γι’ αυτά της τα παιδιά.

Μα εδώ που η Αντάντ κουβάλησε αφ’ τα πέρατα
της οικουμένης στόλους και στρατεύματα.

και του Σ τ α υ ρ ο ύ της έσπασε τα κ έ ρ α τ α…
(που από κουκί και μεις να μπούμε στα αίματα,)

εδώ, εδώ της τύχης μοχθηρία!…
Με της Αντάντ τας τ η λ ι κ α ύ τ α ς   ή τ τ α ς!
Κι έναν του Γένους που ‘χαμε Μεσσία
βγήκε κι αυτός, αλίμονο, Κλουβίτας!

     Και σ’ άλλο τραγούδι πάλι σαρκαστικά έγραφε· το επιγράφει “Ο υπερντρέτνωτ Μεσσίας” και το αφιερώνει “Εις το σεσωσμένο τώρα πλέον Ελληνικό Γένος” και λέει:

Ότι όντως είναι υπερντρέτνωτ ο Μεσσίας.
ο Κύριος Βενιζέλος σοβαρώς,
τόσοι το δείχνουν -όχι ένας Σταυρός,
Κι ο Ελληνικός κι ο Μέγας της Γαλλίας.
ενώ ένα μόνον έλαβε ο Χριστός,
και ξύλινον κι αυτόν κι άνευ ταινίας.
Και τώρα εάν οι Εβραίοι στις προφητείες
βάλουνε τα γυαλιά τους και κοιτάξουνε,
τις οίδε… Μήπως έχουμε αμαρτίες
και μες το, Θεέ καλέ, μας τον αρπάξουνε.

     Τη δύναμη όμως του σαρκασμού του τη δείχνει στο ακόλουθο, που το επιγράφει: Condensed actuality – Κραυγή περί δικαίου

Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών
δε θέλησε η Ελλάς να πολεμήσει
Δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν
και δίκαιον από πείνα να ψοφήσει.

Μα το φτωχό το ζώο να πεθαίνει
της πείνας για δική μας μοχθηρία!
Σκεφτείτε το, Λαοί πολιτισμένοι….
Σ’ αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία.

Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα….
-Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους,
Ερρέτω ο πταίστης! σώσατε τ’ αθώα
τ’ άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους…

Δίκαιον όμως ο οίκτος ν’ απλωθεί
κι εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία,
κι αθώους κι αυτούς, δικαίως να τους δεχθεί
στην Κιβωτό της μέσα η σωτηρία.

     Κι η επανάσταση του 1909 δεν τον αφήκε αδιάφορο. Στην αρχή τηνέ δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση, αναμένοντας να ιδεί, καθώς όλοι μας, κάποιο ευχάριστο αποτέλεσμα, μα όμως, καθώς είδε πως οι αξιωματικοί στο τέλος φρόντισαν μόνο και μόνο για σιρίτια -αλίμονο μας αν μέχρι στο τέλος έμεναν οι ίδιοι να διευθύνουν, και δεν ευρισκότανε ο από μηχανής Θεός ο νέος της Κρήτης Επιμενίδης, να πάρει στα χέρια του το τιμόνι- τότε κι ο ποιητής αφήνει τη μούσα του λεύτερη και με δύναμη Αρχιλόχειο την καφτηριάζει με 3 του πολύ φαρμακεμένα τραγούδια. Το ένα το επιγράφει:  “Το Μπουσουλότο

Αυγούστου δεκαπέντε “Ανάγκη ειλικρινείας”
Ένα γουδί τα πάντα κάνει τρίμματα.
Οκτώ Αυγούστου πάλι δια θαυματουργίας
τα πάντα βγαίνουν σώα, μα βλαστήμα τα.
Προς δε βγαίνουν και μένουν χίλιες οργιές σιρίτια
γιατί αν δεν περισσεύουν δεν πάνε εμπρός τα σπίτια.

     Σατιρίζει με δυνατή αγανάχτηση τα άρθρα της εφημερίδας Ο Χρόνος που είχαν την επιγραφή “Ανάγκη ειλικρινείας”, το Γουδί, την εθνοσυνέλευση και τελευταία τους προβιβασμούς των αξιωματικών. Το άλλο το επιγράφει: Η ανόρθωση (Κάδρο)

Της αρετής και της τιμής τ’ ασκέρι
σέρνει στην καταδίκη μ’ απονιά,
τη μοιχαλίδα τη φαυλοκρατία
να την λιθοβολήσει,
και σ’ όλο αυτόν τον άχραντο ντουνιά
(που φαίνουντ’ όλοι ανθρώποι απ’ άλλο αστέρι)
δε βρίσκει η δυστυχιά της ευσπλαχνία
και μάτι να δακρύσει.
Και μια γλυκιά μαζί της καν στιγμή
κανείς δεν της θυμάται περασμένη.
Ο νόμος είναι Μωυσής… Πυγμή,
Βαρείτε της -Η ανόρθωση να γένει!

     Και σαν επακολούθηση για τούτο, γράφει το άλλο και το επιγράφει: “Ο σκασμός μου“.

Κι ομπρός στο κάδρο τούτο ο ποιητής
όπου έζησε κουτά σαν ασκητής,
και μήτε τη ματιά της
σαν να’ τανε σακάτης
δεν έλαβε την τύχη ν’ αντικρύσει·
σκάει κι αυτό γιατί να μη γλεντήσει…
αφού… κι αφού με μια καλή μπουγάδα
όση κι αν έχουν λέρα κι απλυσιά
βγαίνουν τα ρούχα κρίνα στην ασπράδα,
κι αφού με το έλεός της κι η Εκκλησιά
νηστεύσαντας και μη
όλους στερνά γραμμή
μ’ ένα κερί στο Πάσχα ισοπεδώνει…
Κι έτσι κι αυτός με τη στερνή του γνώση
επί τη πολυελαίω μας ανορθώσει,
όλο το παρελθόν του φασκελώνει.

     Το άγρυπνό του μάτι δεν αφήκε τίποτε άταχτο, αχτύπητο· η κοινωνική και πολιτική αταξία αλύπητα χτυπήθηκε από τον άκαμπτο ποιητή, μα όμως η θρησκευτική παραμόρφωση η ψεύτικη απόδοση κι η εξήγηση στις μεγάλες αλήθειες του μεγάλου κήρυκα της Αγάπης και της Ειρήνης, του Θεού της Αλήθειας και του Φωτός, του Χριστού, εύρηκε τον αμείλιχτό της διώχτη, όταν σκεφτότανε να γράψει κάτι τι για το θέμα αυτό, την πέννα του τη βουτούσε στο πιο δραστικό δηλητήριο κι έβγανε όλη του τη χολή, την οποίαν όχι λίγες φορές αιστάνθηκε να την φαρμακώνει η παπαδοσύνη μας που δε βρίσκεται στη θέση της, πο’ ‘χει ξεφύγει από το σκοπό της, που μας κατάντησε την εκκλησιά του Χριστού όχι πια αμνάδα, καθώς την έλεγαν οι προφήτες, αλλά προβατίνα που διαρκώς την αρμέγουν αυτοί οι υποκριτές που μοιάζουν πραγματικά στους προκατόχους τους Φαρισαίους· κι ο ποιητής, αγαναχτισμένος, γράφει τα τραγούδια του, έλεγχο σ’ όλην αυτή την άθλια κατάσταση, ελπίζοντας -μάταια όμως- μην ο έλεγχος φέρει τη διόρθωση. Απ’ όλα του θ’ αναφέρω τρία τα καλύτερά του. Το πρώτο το επιγράφει: “Τα Χριστούγεννα

Στη φάτνη των κτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή,
η Θεία Φύσις κάνει για μαμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, Θεός, κοιμάται.
Αύριο άντρας, σα ληστής κρεμάται,
-Νέα του κόσμου θέλει οικοδομή-
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή,
πλην άγιο φως στον τάφο του γεννάται.
Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας,
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.
Εσάς τιμή σας μόνη: Το σ τ ι χ ά ρ ι
Π ο μ π έ ς,   Θ ε ο π ο μ π έ ς το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν εσάς, μιαρός!…

     Το άλλο το επιγράφει: “Προσωπο -ψυχογραφία ενός θεομπαίχτη

Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή,
αντίς για αίμα, ρέει, Θεομπαίχτη, πλάνε,
κι ενώ το στόμα σου για θρησκεία μιλεί.
λύσσας αφρούς τα χείλη σου σκορπάνε .

Είσαι αφ’ των Φαρισσαίων τη φυλή,
που του Χριστού τη σταύρωση θυμάνε,
και μίση μόνον η καρδιά σου κλει,
ωσάν οχιές που στη φωλιά τους να ‘ναι.

Κάνε νηστείες, αγύρτη, και σταυρούς,
γέλα τις γυναικούλες με τα ψέματα
και μάνιζε εναντίον στους ασεβείς,

πλην μάτην σκοτεινούς ποθείς καιρούς
και μάταια διψάς γι’ απίστων αίματα,
την έπαθες!…αργά να γεννηθείς.

Και το τρίτο, που το αφιερώνει: “Εις τον παπα-Σκιαδά

Ευλογημένε μου, παπα-Σκιαδά,
σε βλέπω ως και τώρα, στα γεράματα,
με την παλιά σου ευλάβεια μπροστά,
πιστόνε πάντα στ’ άγια προστάματα,
να βγαίνεις κούτσι-κούτσι, ξεσυρτά,
χωρίς να σε πειράζουν τα σκοντάματα,
ν’ αγιάζεις σαν και πρώτα ταχτικά
της Χριστιανής την πόρτα και τα πράματα!
Και μου τονίζει, ως κι εμέ, τη λύρα
η αμάραντή σου, δέσποτα, αγιαστήρα!

     Αλλά και στ’ άλλα του σατιρικά την αυτή δύναμη δείχνει. Και στο ζήτημα της γλώσσας νεωτεριστής, ήταν οπαδός της δημοτικής, της γλώσσας που όσο πάει, τόσο θεριεύει γιατί είναι ζωντανή και κάθε ζωντανό, μ’ όλα τα εμπόδια, θα δείξει τη ζωή του. Μισούσε τους σχολαστικούς καθαρευουσιάνους και ιδιαίτερα τον αρχηγό τους το Μιστριώτη, τον οποίον κυριολεχτικά ζεματίζει με το ακόλουθο τσουχτερό του σονέτο· παίρνει γι’ αυτό βάση τα λόγια από τον Προμηθέα του Αισχύλου, “Την πεπρωμένην δε χρη αίσαν φέρειν ως ράστα, γιγνώσκειν θ’ ότι το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος” και τ’ αφιερώνει:

    Εις Μιστριώτην τον πάνυ

Εις των λογάδων του Έθνους το Ιερόν
όπερ θα εγείρει η νέα μας Ιστορία,
εις το στασίδιον το Δεσποτικόν
θα θέσει Σε, της γλώσσης μας Μεσσία.
Και όμως, επέκλωσέ Σοι μαλλιαρόν
όνομα φέρειν αίσης μοχθηρία,
Μυστράν2 μιμνήσκον τυροκομικόν

αντί να λάμπει εν τούτω η Λακωνία.
Και ουτωσί φευ! εις άπαντας αιώνας,
έξεις τον ρύπον του βαρβαρισμού!
Ενώ του χυδαιολόγου του Ψυχάρη
(όπου της γλώσσας είναι ο λυμεώνας,
και Πατριάρχης του μαλλιαρισμού)
τ’ όνομα Ελληνικό θα φιγουράρει.

     Κι όταν μια φορά ήτανε μάρτυρας σε κάποια υπόθεση στο Πρωτοδικείο του Αργοστολιού, κι ο πρόεδρος του είπε να ορκιστεί, αρνήθηκε κι είπε: “Όρκος είναι η συνείδηση, ο Χριστός απαγορεύει τον όρκο“, κιντύνεψε να καταγγελθεί ως ά θ ε ο ς, κι έγραψε γι’ απάντηση στον Πρόεδρο το εξής· που το επιγράφει: “Του Προεδρείου το κουδουνάκι

Το βλέπω στην αλήθεια με καημό,
που δεν είναι στη θέση του βαλμένο
αυτό του προεδρείου το κουδουνάκι,
του λείπει μια κρεμάστρα για λαιμό
κι ενώ το πράμα (πρόβατο) εμπρός του στελιασμένο,
μάταιο το ‘χει η μπάνκα στολιδάκι…

     Και σε δυο γεροντοκόριτσα που κάποτε κάτι εναντίο του είπανε, αφιερώνει το ακόλουθο:

Κάτι κούκκαλα ντυμένα μες σε ρούχα γυναικεία
που τους φαίνεται πως είναι θηλυκά χωρίς τ’ αστεία,
με ιδέα μες στο μεντούλι
πως τα λιχουδεύουν ούλοι,
συζητούσανε μια μέρα στη φτωχή μας τούτη γη,
μήπως κίνδυνος υπάρχει για βιαία απαγωγή!
Κι ένας είπε από τσου φίλους
“να φοβώνται μόνο σκύλους”.

     Και στο Γυμνασιάρχη Α. Παπαγεωργίου, που καθιέρωσε τις αρλουμπίστικες και περίφημες για αλαλιά διάλεξές του, στο Ληξούρι, έγραφε:

Είν’ η ζωή μας ένα καλαμπούρι
αφού είναι συνεχής και πεθαμός·
και το “ουδέν οίδα” γνώσεως ορισμός,
εις αυτό εξαιρώντας μόνο το Ληξούρι,
που τη συνδρομή του Γυμνασιάρχη
α γ ν ο ί α ς  ά γ ν ο ι α υπάρχει!

     Και όταν έκαψαν στην Αθήνα του Ευαγγελίου τη μετάφραση πάλι και τότε έγραψε το εξής:

Αν είχε στόμα τ’ αγαθό βιβλίο
ήθε μιλήσει μες αφ’ την πυρά
κι ήθελε ο κόσμος πάλι ξανακούσει
τ’ απρόσιτο του λόγου μεγαλείο
εκείνην τη φωνή την Ιερά
Συγχώρησ’ τους, πατέρα μου,
δεν ξέρουν τι ποιούσι”.

     Εκεί όμως που φαίνεται η δύναμη στη σάτιρα, εκεί που το φαρμάκι είναι χυμένο μ’ αφθονία, που δεν τσούζει, αλλά θανατώνει, είναι το έργο του Η  Π ι ν α κ ο θ ή κ η  Τ η ς  Κ ο λ ά σ ε ω ς. Φαντάζεται τη Κόλαση μια γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, τον εαυτό του ζωγράφο και τον προσκαλεί να της ζωγραφίσει τη σάλα της· τις εικόνες τις παίρνει εκ του φυσικού, αρπάζει όλους όσους δε βλέπει να στέκουν καλά στην κοινωνία, και τους μαστιγώνει· δεν ευσπλαχνιέται ούτε τον αδερφό του, για τον οποίον γράφει:

Έμπα και συ, να μη σε ονομάσω,
στης αηδίας μου το τραγούδι,
που ήθελα την καρδιά μου να ξεράσω
στον τάφο σου για νεκρικό λουλούδι κτλ.

     Για προοίμιο στο δυνατό του αυτό έργο γράφει:

Τη κόλαση με εικόνες να στολίσει
εμπήκε στον Διάλου το κεφάλι
και γύρισε τον κόσμο να ζητήσει
πρόσωπα που ν’ αρμόζει εκεί να βάλει…

Μα πουθενά δεν ηύρε να εχτιμήσει
κακίας βάθος που να κάνει ζάλη,
σαν στην Κεφαλονιά και ν’ αγαπήσει
ψυχές σατανικές, φρικώδη κάλλη…

Κι αγγάρεψε κι εμέ, φτωχό ζωγράφο
που κάπου είχε δική μου δει δουλειά,
για της Πινακοθήκης του τεχνίτη.

Γι’ αυτό με πίσσα και με θειάφι γράφω
κι η Μούσα μου στον άχαρο μπελιά,
με την κακή μου τύχη κλαίει και φρίττει.

     Και σε μερικά δίστιχα ακόμα είναι κι εκεί όχι λιγότερο δηχτικός. Για κάποιο γιατρό κομπογιαννίτη έγραφε μια φορά:

Για το γιατρό που πέθανε, ολίγοι στη κηδεία του!
Την έστειλε για υποδοχή μπροστά τη πελατεία του.

     Σε κάποιον άλλον έγραφεν επίσης:

Κρίμα για σε, για δίστιχο, να χαλαστεί μελάνι,
Γατόψαρο, ποιος φρόνιμος, το βάνει στο τηγάνι;

     Σε κάποιους επίσης εμπόρους συγγενείς του στ’ Αργοστόλι χρωστούσε μερικά χρήματα· τους ζήτησε μια φορά λίγο ύφασμα για εσώρουχα· εκείνοι, γνωρίζοντας πως ο ποιητής θα το πάρει και κείνο χρεωστικό του ‘δωσαν ύφασμα ελεεινό· αυτό το περιστατικό σατιρίζοντας έγραφε:

Τα σάπια και τα σκάρτα όλα περνάνε
αλέσματα για κείνους που χρωστάνε.

     Επίσης αφιέρωσε ένα δίστιχο στο Βιλλάρδο, ένα τύπο μεγαλομανούς ηλίθιου κι έγραφε:

Τ’ αστεία του πατέρα σου θα μείνουν φημισμένα
απ’ όλα ως αριστούργημα, μας άφησεν εσένα!

     Και σαν επισφράγιση στο σατιρικό του έργο, τώρα στις τελευταίες του στιγμές, σατιρίζει και τις συμβουλές των γιατρών που του ‘λεγαν πως νια γίνει καλά -βασανιζόταν με μιαν ελεεινή αρρώστια των εντέρων που και τον έστειλε στον Άδη- του χρειαζότανε να πάει στην εξοχή κι έγραφε:

        Η αρρώστια μου

Λέει ο γιατρός πως καθαρόν αέρα
η βουλιασμένη αρρώστια μου πως θέλει.
προ πάντων για να λάβει θεραπεία
Μα εδώ, γιατρέ μου, είναι αντινομία,
αφού έχει δικασμένο το Μικέλη
η ανάγκη στο καθίκι νύχτα μέρα·
Κι έτσι μες στα σιγύρια (έπιπλα) του σπιτιού
κούπωμα ναν κι αυτός του κανατιού!

     Μα ο ποιητής, που με αμυδρότητα σας τον παρουσιάζω, ως τώρα, για σατιρικό, και λέω με αμυδρότητα, γιατί τα δυνατά του έργα δυστυχώς ακόμα δεν τα μάθαμε, γιατί είναι αδημοσίευτα, στα χέρια του παλιού και καλού του φίλου Θρασ. Μομφεράτου, δεν έχει μόνο δύναμη στη σάτιρα. Η μούσα του καμιά φορά ξεχνούσε το φαρμάκι της και σαν ξεχασμένη άφηνε να χύνεται από το στόμα της μελιστάλαχτο νάμα με μια περιπάθεια και μ’ ένα λυρισμό που δεν είναι καθόλου κατώτερος από κείνον που συναντούμε στους αρχαίους μας λυρικούς. Λυπούμαι που μου λείπουν τα δυο του καλύτερα λυρικά έργα Η βασίλισσά μου, και Το Κυπαρισσάκι μου που μέσα σ’ αυτά φαίνεται πως θα ‘ναι ολοζώντανη η δύναμή του, γιατί γι’ αυτά μας έλεγε: “‘Όλα μου τ’ άλλα έργα θα μου τα σβήσει η κριτική, αλλά στη Βασίλισσα μου και στο Κυπαρισσάκι μου δε θα βάλει ποτέ χέρι“. Απ’ όσα όμως λυρικά του έχω στα χέρια μου, θ’ αναφέρω μερικά και θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα στη νέα μορφή του ποιητή. Και πρώτο θ’ αναφέρω κάποιο ποίημα που αφιέρωσε σε κάποια αγαπημένη του Λουΐζα όταν ο ποιητής είχεν ηλικία 20-22 ετών. Το επιγράφει:

Παράπονο εις μίαν Λουίζαν

Με λέει η Λουίζα ασεβή
και τα ωραία της μάτια δε γυρίζει
τον άτυχο να ιδεί τον ποιητή
γιατί κεριά σ’ αγίους δεν ανάβει
και δεν πηγαίνει, αχ! να μεταλάβει…
Κι αν ήτανε η Λουίζα μια ομορφιά
σα μια αγία Ορθόδοξη που να ‘χει
το χρώμα της ελιάς, χολερικιά,
και στραβομούρα με κυρτή τη ράχη,
υπομονή, θε να ‘λεγα! ας είναι…
Φέτια φαρμάκια, στιχουργέ μου πίνε.
Μα να ‘ναι ένας Άγγελος σωστός
με δίχως πόνο τα φτερά να φέρει
ωσάν αφ’ τον Παράδεισο αρπαχτός
αφ’ του Ζωγράφοιυ Ραφαήλ το χέρι,
και να μη στρέφει κάν να με κοιτάζει,
μες στη χολή μου την ψυχή μου βράζει.
Αχ, μη Λουίζα, μη λέγεις ασεβή,
μήπως κι εγώ Θεό λες δεν πιστεύω;
στην ομορφιά εικόνα του πιστή,
μήπως, τι άλλο παρ’ αυτόν λατρεύω:
Και μήπως εμπροστά στην ομορφάδα
δεν καίεται η καρδιά μου σα λαμπάδα
Έπειτα την αγάπη, εντολή
μεγάλη σαν τον ίδιο το Θεό μας,
εσύ την εχτελείς από τους δυο μας
μήπως να πεις μπορείς πως πιο πολύ;
Αχ, μη με λες, Λουίζα, άπιστονε
να μη πιστέψω το Θεό σκληρόνε.
Μα η Λουίζα όχι μόνο να με ιδεί
τα ωραία της τα μάτια δε γυρίζει,
μα ούτε καν ακούει τη παλαβή
τη μούσα μου αν ίσως μουρμουρίζει
ένα τραγούδι τέτοιο δίχως χάρη,
που αν του ήλιου εκείνου μόνο μία
αχτίνα είχε, θα ‘λαμπε ως φεγγάρι,
μέσα στων τραγουδιών την απειρία!

     Μέσα στο τραγούδι αυτό μπορεί κανείς να ειπεί πως βρίσκει όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να ειπωθεί ένα ποίημα λυρικό. Εδώ όμως δε συναντά κανείς μόνο το αίστημα να ξεχειλίζει, βλέπει και τη ζωηρότητα στις διάφορες εικόνες, με τις οποίες κατορθώνει ο ποιητής να μας συγκρατήσει ακέραιους μέσα στην έννοια. Και στ’ άλλα όμως που θ’ αναφέρω δεν είναι ούτε πιο λίγη, ούτε πιο κατώτερη η περιπάθεια και το αίστημα του ποιητή. Κι έγραφε:

     Εις το χεράκι της

Όταν αφράτο, τρυφερό χεράκι,
παίρνω γλυκά μες στο δικό μου χέρι,
για να σε χαιρετίσω,
γλυκαίνει αύτη η στιγμή πολύ φαρμάκι,
και μια κουφή πνοή ζωής μου φέρει
κι επιθυμάω να ζήσω.
Και πάλι στο δικό σου το γεράκι,
(που μ’ ελεείς και δίχως ναν το ξέρεις)
τολμάω να πιθυμήσω,
με της ψυχής ένα θερμό φιλάκι
όπως μικρό σαν σαϊτεύει αστέρι,
έτσι κι εγώ να σβήσω.

     Και σ’ άλλο:

          Η τριανταφυλλιά

Σε μια τριανταφυλλιά που μου στολίζει
όλ’ ανθισμένη το μικρό μου ανθώνα
έδωσα τ’ όνομά σου το χρυσό.
Κι όπως εκείνη ετούτο δε γνωρίζει,
δεν ξέρεις και συ πόσο σ’ αγαπώ,
Συ πο’ ‘χεις τα χρυσά μαλλιά κορώνα,
Βασίλισσά μου, φίλημα δειλό,
είν’ το μικρό μου αυτό φτωχό τραγούδι,
που προς εσέ πετάει ερωτεμένο
σαν πεταλούδα σ’ όμορφο λουλούδι,
για να σου πω το πόσο σ’ αγαπώ,
για να σου πω το πώς για σε πεθαίνω.

     Και στα δυο του αυτά τραγούδια πάλι φαίνεται μια περίσσια χάρη και μια τρυφεράδα όχι από τις συνηθισμένες. Μα όπου κι όταν έγραφε λυρικά ο ποιητής παντού μας παρουσιάζεται παθεμένος, παντού μας παρουσιάζεται να αισθάνεται, να συμμερίζεται, να πονεί, να κλαίει και να χαίρεται. Και στ’ ακόλουθά του ο ίδιος φαίνεται να λέει:

             Παράπονο

Αχ, κάτι γιασεμιά λησμονημένα
που ελπίζανε να λάβουνε τη χάρη,
σε μια καρδιά χρυσή για μαξιλάρι,
να μαραθούν απάνω ζηλεμένα…
Άχαρο και θλιμμένο ριζικό τους,
τα πήρε ο αέρας, τα ‘ριξε στη σκόνη…
μα εκείθενε με φόβο ξεφυτρώνει
φτωχό τραγούδι, το παράπονο τους!

     Άλλο, που το αφιερώνει σε κάποια γνωστή του

                          Εις την…

Ομοιάζεις με την  Ά ν ο ι ξ η  με τ’ ανθηρά σου νιάτα
κι έχουνε του  Κ α λ ο κ α ι ρ ι ο ύ  τα μάτια σου πυράδα,
και του σεμνού  Φ θ ι ν ό π ω ρ ο υ  τα χείλη νοστιμάδα
μα και  Χ ε ι μ ώ ν α  κρύβουνε τα στήθη τα χιονάτα!

     Κι εξακολουθεί σε κάθε του τραγούδι να μας παρουσιάζει την ομορφιά και την άνθιση της άνοιξης, καθώς θα φανεί στα παρακάτω. Έγραφε για κάποια κάποτε και τι έλεγε:

                Πασχαλινό

Δεν έχεις της μοσκιάς την ομορφάδα,
ούτε του ρόδου, λυγερή μου, ξένη,
στην όψη τη ζωηρή την κοκκινάδα
οπού σε τόσες λάμπει, αγορασμένη!

Μα ‘χει το πρόσωπό σου τόση ασπράδα,
σα να ‘σουν από ανθόγαλα πλασμένη,
και τόση έχει το γέλιο σου γλυκάδα,
με ζάχαρη σα να ‘σουν ζυμωμένη!

Και μοιάζουν τόσο, Κόρη μου καλή,
με γλύκισμα από γάλα, αυτά τα κάλλη,
και τόσο, αχ! μου αρέσουνε πολύ,
και τόσο μου ζαλίζουν το κεφάλι,
που όχι να σου δώσω ένα φιλί.,
ήθελα να σε φάω με το κουτάλι!

     Και στο άλλο, που το επιγράφει:

           Σαρακοστιανό

Μ’ αυτά τα μάτια σαν ελιές,
παντοτινά θε να ‘κανα νηστεία!
κι ήθε αστοχήσω Πάσχα και Τυρνές
να την περνάω με ξεροφαγία!…
να προσφαΐζω με γλυκειές ματιές,
δοξάζοντας Χριστό και Παναγία!

     Και σε κάποιο λεύκωμα της δεσποινίδας Χαριτάτου έγραφε:

Ήθελα το φτωχό μου καλαμάρι,
αντί μελάνι για να πάρει η πέννα,
λιωτό να ‘χει για σε μαργαριτάρι.
Κι αντί για λόγια εδώ καλλωπισμένα,
μ’ αυτό να γράψω μόνο τ’ όνομά σου.
συμβολικώς με τη σεμνή λαμπράδα,
να παρασταίνει τη γλυκιά θωριά σου,
καθώς και της ψυχής την ομορφάδα!

     Και με τη μετριοφροσύνη του τη μεγάλη που τον έκανε να μένει αφανής και γνωστός μόνο σ’ ένα μικρόν κύκλο από θαυμαστές του, γράφει ένα από τα πιο ωραία κι εύοσμα λουλούδια του ποιητικού του ανθώνα, συνδυάζοντας ταυτόχρονα στη μετριοφροσύνη κι έναν αφάνταστο λυρισμό, και το επιγράφει:

     Το βραβείο των στίχων μου

Δε στέρνω εγώ σ’ αγώνες τους φτωχούς
τους στίχους μου, που δάφνες δε γυρεύω·
αγάπη μου, αφ’ της γης τους θησαυρούς
το γέλιο σου μονάχα εγώ ζηλεύω.
Και στους κρυφούς μου μέσα τους καημούς
που με μια τύχη άσπλαχνη παλεύω,
αυτά τα μάτια -αυτούς τους ουρανούς-
σαν όαση κι ελπίδα μου αγναντεύω!
Κι αφ’ την καρδιά μου στο δικό τους φως,
σα μυρουδάτα ανοίγουνε λουλούδια…
Για σένα λέω τα έρμα μου τραγούδια…
Βραβείο τους ο γλυκός ανασασμός,
στο διάβασμά τους χάδι αγαπημένο,
κι εγώ άσημος στον κόσμο ας απομένω.

     Άλλα και στις νεκρολογίες του μας παρουσιάζεται νεωτεριστής, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, τα τριμμένα, και στην κλάψα του μέσα μας αρπάζει και μας φέρνει σ’ ένα νέο κόσμο. Απ’ αυτές θ’ αναφέρω δύο, αναφερόμενες στην ίδια οικογένεια Δ. Λούζη, για το θάνατο των δυο παιδιών της. Το πρώτο το ‘φτιασε την 27 Οχτώβρη 1891, στο θάνατο του πρώτου παιδιού, Σπύρου. Το επιγράφει “Δάκρυ” κι απάνου γράφει τα εξής λόγια του Αλφρέδου Μυσσέ:

Le seul bein qui me reste au monde
est d’ avoir quelque fois pleure

Επάλεψες, παιδάκι αγαπημένο,
με το σκληρό το Χάρο σα λιοντάρι.
Βλαστάρι θαλερό κι ολανθισμένο,
με του βοριά τη λύσσα, σαν πρινάρι…
Κι έπεσες… αχ… στην πάλη νικημένο
Ο Θάνατος για δόξα του ας το πάρει…
Είναι ειρωνεία ο βίος μας…. και ξένο
Είναι ό,τι ωραίο ζει στη γη για χάρη!
Τα ολόφωτά σου μάτια θα θυμούνται
οι δύστυχοι γονιοί σου για λαχτάρα!
Κι αν εις τον ύπνο κάποτε ευτυχείς
τα ιδούν, σε νέα θα βρεθούν τρομάρα,
ξυπνώντας στο σκοτάδι της ζωής,
που το γλυκό τους φως θε να στερούνται.
Και συ, τραγούδι μαύρο, απελπισμένο
στον κόσμο τι ζητείς;
-Δάκρυ είμαι εγώ θερμό κι αγαπημένο,
οδύνη της ψυχής.
Στάλα δροσιάς… σε τάφου λουλουδάκι
άχαρο “χαίρε”… τελευταίο φιλάκι..
μόνον εγώ στη γη δεν είμαι ξένο…

     Και το δεύτερο, που το επιγράφει “Λόγια Πόνου” στο θάνατο του δεύτερου παιδιού Αντρέα:

Στους θρήνους σας, στη πρώτη συμφορά
είπα κι εγώ του πόνου σας τραγούδι,
μα η διωγμένη εγύρισε Χαρά
φέρνοντας νέο αφάνταστο λουλούδι,
κι εστέγνωσαν τα μάτια τα θλιμμένα
κι ανθίσαν πάλι γέλια αγαπημένα.
Κι έλαμψε νέα ολόχαρη ζωή
χαρές κι ελπίδες κι όνειρα γεμάτη
ωσάν λαμπρής ημέρας χαραυγή!
Και όμως… μόνον ειρωνεία κι απάτη
εβγήκαν όλα… κι άσπλαχνη ειμαρμένη
φώλιαζε στ’ άνθι σαν οχιά κρυμμένη…
Και μες στην αγαλλίαση, το μιαρό
και το φριχτό της έχυσε φαρμάκι…
Κι έδωσε του μαρτύριου το Σταυρό
σ’ ένα αγγελούδι πιο παρά παιδάκι·
κι εγίνατε και σεις μέχρι θανάτου
μάρτυρες στο σκληρό το Γολγοθά του!
Και τώρα, που σε μαύρο ωκεανό
ο πόνος την ψυχή σας τη βυθίζει,
ο Γολγοθάς (όπου τον ουρανό
μόνος αυτός με την κορφή του εγγίζει),
άμποτε από το φως του να σας δίνει
μικρή παρηγοριά για ελεημοσύνη!

     Κι από την περιπάθεια από τη κλάψα ξεπετιέται ευθύς και γελάει ευτράπελα δείχνοντας μες στους στίχους του με ζηλευτή κι έντεχνη αφέλεια την αθώα αστειότη. Και γράφει:

      Ερωτική επιστολή

Η χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα
μ’ έκαμε τη ζωή να βαρεθώ
και μου ‘ρθε και στο νου να σκοτωθώ,
χωρίς ν’ ακούσω στη καρδιά τρομάρα.

Κι είπα· στο τάφο δεν είναι λαχτάρα!
Και πήρα το ξουράφι να σφαώ,
και το ‘χα ναν το χώσω στο λαιμό,
για να τελειώσει κάθε φαωμάρα…

Μα δεν ηξέρω πώς και τι και ποιο,
κι αντίς να κάμω τέτοια αντραγαθία
εβάρτηκα με μιας να ξουριστώ…
Κι εκόπασε και τούτη η τρικυμία…

Κι αντί να μ’ αγροικήσεις σκοτωμένονε,
θα ‘ρτω να με φιλήσεις ξουρισμένονε!

     Μέχρι στη τελευταία του στιγμή έγραφε και ποτέ δεν κουράστηκε καθώς ο ίδιος σ’ ένα του τραγούδι γράφει σε κάποια γνωστή του που τον ρώτησε “Τι κάνει η μούσα του“.

Ακόμα δεν εχήρεψα αφ’ τη μούοα
και κοπελίζει ακόμα ο πειρασμός
και μου γυρεύει ακόμα πάντα λούσα
κι είναι στον Αη καθρέφτη πάντα ομπρός…

Χήρος βέβαια πιο καλά θα ζούσα,
κι ούτε το ‘να με τ’ άλλο θα χτυπούσα
τα χέρια, όπως με φέρνει ο απερπισμός…
Και τώρα μες στου βίου μου το χειμώνα,

μες στη γεροντική της αγκαλιά
βρίσκω πυράδα της ζωής ακόμα
και στο ξεθωριασμένο της το στόμα
τα πιο θερμά και γκαρδιακά φιλιά
οπού μου μένουν πλέον και τα μόνα….

     Αυτή είναι η εικόνα του ποιητή -αν μπορώ να ‘χω την απαίτηση πως πέτυχα να ζωγραφίσω, πραγματικά την εικόνα του χωρίς να ξέρω από τέτοια ζωγραφική. Με ήρεμη και γαλήνια τη συνείδηση μέχρι στην τελευταία του στιγμή, ξακολουθούσε να μένει ο ίδιος, όπως άρχισε. Φιλοσοφώντας και την παραμικρότερη κίνηση και χτυπώντας αλύπητα κάθε έχτροπο, κάθε εκτροχιασμό της κοινωνικής μηχανής. Κι ο συκοφαντημένος ως άθεος!, μασόνος, (αν μπορεί να ειπωθεί πως είναι συκοφαντία και βρισιά το μασόνος), ξεψύχησε ήσυχα μέσα σ’ ένα δωμάτιο του νοσοκομείου Αργοστολιού (έτσι πεθαίνουνε όλοι της μούσας οι τρόφιμοι), ξεψύχησε με τες αθάνατες λέξες:
Μη κλαίτε ο Μικέλης πάει στη ζωή!”
     Κι ο Νοέβρης του 1917 στέρνει στον τάφο το τελευταίο αστέρι του Ληξουριώτικου ουρανού που το στερέωμά του τώρα δεν έχει τις αχτίδες του χλωμού φεγγαριού του Ιούλιου Τυπάλδου να αχνοφωτίζουν τη σκέψη μας και να μας οδηγούν στον ίδιο με τούτους δρόμο. Ας ελπίσουμε όμως, ότι τα έργα του σημερινού μας ποιητή -σε καλά όπως βρέθηκαν χέρια, στου φίλου του Θρασ. Μομφερράτου– θα ιδούν γλήγορα το φως της δημοσιότητας για να μπορέσουμε να λάβουμε πιο ζωντανή εικόνα του, από την αχνή και τέλεια άτεχνη που σας παρουσίασα σήμερα, και να μένουν για μας πηγή φωτός να οδηγηθούμε κι εμείς, σαν άλλοι Μάγοι, στους πλούσιους κι ολανθισμένους παράδεισους της ποίησης που κρύβει μέσα της την κάθε αλήθεια.

Πειραιάς 2 Σεπτέμβρη 1919
                                               ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΝΤΩΝΑΤΟΣ

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος 683, σελ. 294-302 (1920) του περιοδικού Ο Νουμάς.
____________________________

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΑΒΛΙΧΟΥ
Από τη πλούσια σε ανέκδοτα ζωή του Ληξουριώτη ποιητή, δημοσιεύουμε δω μερικά, που τα χρωστάμε στην καλοσύνη αγαπημένου φίλου του και φίλου μας:

ΨΥΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΑΒΛΙΧΟΣ
Όταν ο Ψυχάρης στα 1912 πήγε στην Κεφαλονιά. σταλμένος από τη Γαλλική Κυβέρνηση για επιστημονική εργασία, περνώντας από το Ληξούρι, ζήτησε, πρώτα πρώτα, τον Άβλιχο. Ο Μικελάκης έτυχε να λείπει τη μέρα κείνη στο Αργοστόλι. Ο Ψυχάρης έγραψε τότε στην οξώπορτα του σπιτιού του με κιμωλία:
Τ ω   Μ ι κ ε λ ά κ ῃ   χ α ί ρ ε ι ν
Ψυχάρης

ΜΙΚΡΟΣ ΤΟ ΔΕΜΑΣ…
Γινότανε κάποτε δίκη στην Κεφαλονιά για μοιχεία, που ‘χε κάνει κρότο, γιατί οι ένοχοι ανήκανε στην καλή κοινωνική τάξη. Ο Μικελάκης είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει τον ήρωα του οικογενειακού δράματος. Κι όταν του τονέ δείξανε, έναν κοντούλη ανθρωπάκο, είπε:
— Μικρός το δέμας άλλα  μ ο ι χ η τ ή ς!…

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
Έλεγε στους φίλους του, παίζοντας ή σοβαρευόμενος, (αυτό δεν εξακριβώθηκε), πως κατάγεται από τον αρχαίο ποιητή…. Ι ά μ β λ ι χ ο. Για το φίλο του Γιώργο Τσιμπιδάρο έλεγε πως κατάγεται από τον… Πίνδαρο! Τ σ ι μ—Π ί ν δ α ρ ο ς = Τσιμπιδάρος

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΑΤΙΡΑΣ
Αν και σατιρικός ποιητής, δεν έδινε και τόση αξία στη σάτιρα.
— Η σάτιρα, έλεγε, δεν είναι ποίηση· είναι κριτική. Για να σατιρίσεις ένα πρόσωπο, σημαίνει πως του κάνεις πρώτα κριτική, και το συμπέρασμά σου το λες με στίχους….

ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ
Ήταν όχι μόνο σοσιαλιστής, μα και αναρχικός. Επρέσβευε… την αναρχία των στοιχείων! Παθαινότανε όμως και για την Πόλη, μήπως και μας την πάρουν οι Χαχόλοι, καθώς έλεγε τους Ρώσους. Ήτανε, δηλ. ένα περίεργο κράμα σοσιαλιστή, αναρχικού κι εθνικόφρονα.

ΜΙΑ ΑΠΕΡΓΙΑ
Μισούσε όμως τρομαχτικά τον πόλεμο. Ούτε να τον ακούσει ήθελε. Και για τούτο έφτανε σε τόση υπερβολή, ώστε να εύχεται να δει, πριν πεθάνει, την απεργία… του στρατού…
—Είναι αδύνατο, έλεγε συχνά, να μη γίνει, αργά ή γλήγορα, κι αυτή η απεργία. Ν’ απεργήσει ο στρατός, ν’ αρνηθούν δηλ. οι στρατιώται να πάνε στα γυμνάσια, στις φρουρές, στον πόλεμο…
________________________________
Με πίσσα και με θειάφι γράφω… “
     Αυτά τα υλικά, τη πίσσα και το θειάφι, χρησιμοποιούσε ο μεγάλος σατιρικός και συνεχιστής του, Μικέλης Άβλιχος. Άγνωστος λίγο πολύ, ακόμα και στους φιλολογικούς κύκλους, ο Ληξουριώτης ποιητής της ειρήνης και της επανάστασης, σατίριζε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του. Με καυστικό κι άμεσο τρόπο, σατίριζε όλους όσων προξενούσαν δεινά στο λαό: τη καθεστηκυία τάξη, το θεομπαίχτη, τον πατριώτη, το φορομπήχτη, το θρησκόληπτο, το δικαστή, τον αστυνομικό, τον κυβερνήτη, έχοντας όμως έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού κι αυτό τον διαφοροποιούσε απ’ τους άλλους ομότεχνους του, όπως τον πολυακουσμένο και συμπατριώτη του Λασκαράτο.
     Στα πρώτα χρόνια της ζωής του η Κεφαλλονιά συνταράσσεται από τις λαϊκές ταραχές του 1843 και την εξέγερση του 1848 κατά της Αγγλοκρατίας, από την άνθιση του ριζοσπαστικού κινήματος, από τις σκληρές διώξεις ριζοσπαστών ηγετών και την ίδρυση της λέσχης των ριζοσπαστών Αναγνωστήριον Η Ομόνοια. Είχε την τύχη από παιδική ηλικία να βρεθεί δίπλα σε σημαντικούς ριζοσπαστές και επηρεάζεται από τον αγώνα τους, συγκεκριμένα από τους Ιακωβάτους, τον Λασκαράτο, τον Ανδρέα κι Ιωσήφ Μομφεράτο. Το 1871 τονε βρίσκει στα οδοφράγματα της Παρισινής Κομμούνας, όπου θα συμμετάσχει στην εξέγερση από το Μάρτη ως και το Μάη του 1871, στις 72 μέρες που σημάδεψαν τον κόσμο, πριν η κυβέρνηση του Λουί Τιερ τη πνίξει στο αίμα. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Φτέρης, είναι ένας από αυτούς πού μαρτυράνε για τη συμμετοχή του σε κείνα τα γεγονότα.
     Μετά τις περιπλανήσεις του σε μιαν Ευρώπη που συνταράσσεται από εξεγέρσεις κι ιδεολογικές συγκρούσεις, ο αναρχικός Άβλιχος επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του το 1878, όμως το Ληξούρι δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Το άλλοτε πασίγνωστο πνευματικό κέντρο που γνώριζε όλη η Ελλάδα, μετά την Ένωση, παρακμάζει, σαπίζει, βουλιάζει στο βάλτο του Νεοελληνικού Βασιλείου. Ένα απάνθρωπο φεουδαρχικό σύστημα, κατάλοιπο της Ενετοκρατίας, σε συνδυασμό με την ασύδοτη τοκογλυφία και τη διεφθαρμένη δικαιοσύνη, μετατρέπει χωρικούς σε δουλοπάροικους. Φτώχεια, θρησκοληψία, ψευδοφιλοπατρία κι αμάθεια, κυριαρχούν… “Αμάθεια, άσπλαχνη Θεά, τη δύναμη σου τρέμω!“, αναφωνεί ο Μικέλης και για 40 ολάκερα έτη αυτοεγκλωβίζεται στο Ληξούρι. Ο ισόβιος υποστηρικτής του Μπακούνιν αργοσβήνει στο λυκόφως της Επτανησιακής παράδοσης. Αυτή η βαθύτατη πικρία, η παραίτηση, η ηττοπάθεια, αυτή η βαθειά αίσθηση αδικίας χαρακτηρίζει όλους τους επιφανείς Κεφαλλήνες μετά την Ένωση με την Ελλάδα. Από το 1850 οι ριζοσπάστες της Επτανήσου, πρώτα από τους Άγγλους και μετά από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, αντιμετωπίζουν διώξεις και τρομοκρατία. Όλοι σχεδόν οι επιφανείς ριζοσπάστες βρίσκονται στις φυλακές ή στις εξορίες. Ενώ οι φιλομοναρχικοί κι οι Αγγλόφιλοι πανηγυρίζουν, οι πραγματικοί ήρωες, διασύρονται ως προδότες. Μέσα σε 4 10ετίες από την Ένωση, οι ριζοσπάστες διασύρονται, συκοφαντούνται, εξουδετερώνονται το ίδιο θα συμβεί και στους Κεφαλλονίτες, ουτοπιστές, πρωτοσοσιαλιστές, που διώκονται ή δολοφονούνται. Η πικρία, το φαρμάκι κι η αηδία του Άβλιχου, ακόμα κι ο αυτοεγκλεισμός, η μοναξιά κι η απραξία είναι μια επίδειξη απόλυτου ηθικού ιδεαλισμού. Ακόμα κι ο αναρχισμός του είναι καρπός της ρομαντικής Επτανησιακής παράδοσης.
     Είναι απαισιόδοξος όμως ο Άβλιχος; Δεν είναι ούτε απαισιόδοξος, ούτε αισιόδοξος. Είναι τραγικός. Περιγράφει μιαν εποχή που το σύμπαν που γνώριζε καταρρέει με πάταγο. Ο πολιτισμός που τον ανάθρεψε σβήνει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του Νεοελληνικού κρατιδίου. Οι μέρες της αναρχίας στη Βέρνη και τα λόγια του Μπακούνιν στοιχειώνουν τις ασήμαντες νύχτες του στο Ληξούρι. Τα 40 σχεδόν έτη που θα ζήσει στο αγαπημένο του Ληξούρι, απομονωμένος δε θα δουλέψει ποτέ. Θα ζήσει απ’ τα λίγα που του προσφέρει η γη που του άφησε ο πατέρας του. Στο σπίτι του στη συνοικία του Αγ. Δημητρίου, πίσω από το γραφείο του, είχε 2 εικόνες, από τη μία μεριά η εικόνα του Αγ. Ανδρέα σταυρωμένο ανάποδα, ζωγραφισμένο από τον αδελφό του Γεώργιο Άβλιχο, σπουδαίο ζωγράφο και ποιητή κι από την άλλη η φωτογραφία του Μιχαήλ Μπακούνιν.
     Ο Μικέλης Άβλιχος ήταν ένας άνθρωπος βαθιά ουμανιστής, αντιμιλιταριστής, γεμάτος αγάπη για τους γύρω του, δεν του άρεσε να επιδεικνύεται, θεωρούσε δόξα την αδοξία του και πίστευε ότι μερικά καλά βιβλία και μερικές αξιόλογες συζητήσεις μ’ εγκάρδιους φίλους, για διάφορα πνευματικά ζητήματα, είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά για κάποιον άνθρωπο. Μισούσε τη σαπίλα, ιδίως τη κοινωνική στηρίζοντας τη γνώμη του στο δίδαγμα: “Πρέπει να είσαι και όχι να ‘χης, γιατί όταν είσαι, έχεις, ενώ όταν έχης, μπορεί να μην είσαι“. Με τα λόγια και τα τραγούδια του ήτανε μάστιγα σε κάθε σάπιο, σε κάθε έκτροπο, οπουδήποτε το εύρισκε, θα γράψει ο ο Χαρίλαος Αντωνάτος. Ο Κωστής Παλαμάς τρέφει μεγάλη εκτίμηση στον Μικέλη και μάλιστα γράφει ένα ποίημα αφιερωμένο σε αυτόν.
     Ακόμα και ο θάνατός του ήταν αλήθεια κι αυτός ποιητικός. Στο νοσοκομείο του Αργοστολιού ο Μικέλης νοσηλεύεται από μια χρόνια ασθέενια που τονε ταλαιπωρεί. Κάποια στιγμή θα σηκωθεί από το κρεβάτι για να προσφέρει λίγα λουλούδια που του ‘χει φέρει κάποιος σε μια άγνωστη νοσοκόμα που τον φρόντιζε. Ζαλίστηκε όμως κι έπεσε ψιθυρίζοντας:
Το φώς μου σβήωμαι“.
     Έτσι έσβησε το τελευταίο αυθεντικό τέκνο του Επτανησιακού πολιτισμού, στις 28 Νοέμβρη 1917, ενός πολιτισμού που δεν πρόλαβε να γεράσει αλλά δολοφονήθηκε άξαφνα πάνω στην άνθισή του. “Απατιέστε αν νομίζετε πως δεν πιστεύω στον Θεό, αρνήθηκα οριστικά να τον πλησιάσω μες απ’ την επιστήμη και τη θεολογία. Αναζητώ τον Θεό μες στους ανθρώπους. Μες στην ελευθερία τους. Τον αναζητώ μες στην επανάσταση“!
     Μη κλαίτε ο Μικέλης πάει στη ζωή…

============================

         Η Μεγαλοσιάνα

Νομίζεις πως κάτι είσαι αληθινά
κ’ εμπρός σου θες να γέρνουν το κεφάλι,
γιατί μεταξωτά φορείς σκουτιά,
κ’ έχεις και τον παρά με το τσουβάλι.

Και μ’ όλον πώχεις τόση προστυχιά
στους τρόπους σου, το παίρνεις για μεγάλη…
μεγάλη αληθινά στην αλαλιά
κι όλο τον κόσμο παίρνεις για χαμάλη.

Μα όσα κι αν έχης χρήματα χιλιάδες,
κι αν ξέρης και πέντ’ έξη ιταλικά,
είσαι και συ σαν κάθε γυναικούλα…

Πιστεύεις εις τα ξόρκια, στους παπάδες,
κουλούρες τρως και συ στην Εκκλησιά
και κάνεις ό,τι κάνει κάθε δούλα.

   Αηδίας Άσμα Ασμάτων

Αηδίαν άοιδε, Θεά.

Α
Έχω φαρμάκι τόσο στην ψυχή μου
μ’ αυτή τη μαύρη, την άχαρη ζωή μου,
που απορώ σταλαματιά γλυκάδα
αν ημπορή στους στίχους μου να στάξη!
κι ήθελε κάθε τι μιαν Ιλιάδα
από το νου μου νάβγη να πετάξη
σε τούτα τα χαρτιά.

Κι εγώ μ’ αυτή την άπειρη αηδία μου
και τη πικράδα οπού ακούω στο στόμα
να πάρω να τη ρίψω στη φωτιά
για να χορτάση λάμψ’ η φαντασία μου
πριν πάω να γίνω μες στο χώμα, χώμα!

Β
Κι εσύ αηδία, έμπνευση μου δίνεις
σε τούτα εδώ τα λόγια που αραδιάζεις,
μαύρη χολή από τους στίχους βγάζεις
βοήθα τη ρίμα κι έρμο μη μ’αφίνεις.

Τ’ άσμα σου ψάλλω εκ βαθέων ψυχής
που εγνώρισα του κόσμου τα σιχάματα
κι είμαι για τούτο κάπως ευτυχής,
που δεν προσφεύγω σε γελοία κλάμματα.

Και πού να στρέψω δίχως εμπροστά μου
εσύ να μη φανής, Θεά αηδία!
εσύ πώχεις γεμάτη τη καρδιά μου;

      Η Βασίλισσά Μου

Μικρούτσικο σπιτάκι χαμηλὸ
Εἶν’ τῆς βασίλισσάς μου τὸ παλάτι
κι ἐκεί μέσα, σὰ γιούλιο ντροπαλό,
κρυμμένη εἶν’ ἀφ τὸ βλέμμα τοῦ διαβάτη.

Κι ἐγὼ διαβαίνω κεῖθε δειλὰ
μὲ τὸν κρυφὸ καημό μου τὸ κοιτάζω
κι ἀθέλητα ἀπ’ ἀγάπη σιγαλὰ
Μὲς ἀπ’ τὴ καρδιά μου ἀναστενάζω.

Καὶ καμαρώνω τὸ βασιλικό,
οποὺ τὸ παραθύρι της στολίζει.
-Καλότυχο μυροῦδι φτωχικό,
ποὺ τὸ χρυσό της χέρι σε ποτίζει!

Κι ὅταν τὸ χτυπολόημα τ’ ἀργαλειοῦ
καὶ τὸ γλυκὸ κελάδημ’ ἀγροικιέται
τοῦ πολυαγαπημένου μου πουλιοῦ,
κάθε καημὸς ἀφ τὴ καρδιά μου σβιέται.

Καὶ τοῦ παραθεριοῦ της τ’ ἀχνὸ φῶς
τὰ βράδυα ν’ ἀγναντεύω δὲ χορταίνω.
Ἄστρο γιὰ μὲ δὲν ἔχει ὁ οὐρανὸς
Τόσο γλυκὸ καὶ τόσο ἀγαπημένο.

Καὶ λέω: καλή σου ἡ ὥρα, ἐσὺ φτωχή,
πού, ἂν ἔχουν μετρημοὺς οἱ κόκκοι τοῦ ἄμμου,
έχει κι ὁ πλοῦτος, πὄχεις στὴ ψυχή!
Καλή σου ἡ ὥρα, ἐσύ, βασίλισσά μου!

Παππάς Σε Ωραίαν Υδρευομένη

Αχ! ο Θεός κοπέλα μου το ξέρει
πως το νερό που παίρνεις απ’ τη βρύση
το ‘χα κι εγώ ανάγκη να μου σβήσει
τη φλόγα που στον τάφο θα με φέρει!

Τα ράσα μου μη τα θωρείς, -ν’ αφήσει
δεν δύναται κανείς ό,τι συμφέρει.
Δος μου να πιω με τ’ άσπρο σου το χέρι
κι ό,τι κι αν έχω πάρε για μπαξίσι.

Μη λες όπως μπορεί τούτο το ράσο
τη γλώσσα να μου δέσει… Σ’ αγαπάω.
Κι αν δεν σου το πω φως μου, θε να σκάσω.

Αχ! άφησε (γιατί άλλο δε βαστάω)
το στήθος σου με σέβας να πλησιάσω…
Το φυλακτό σου ν’ ασπασθώ, διψάω.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *