Βιογραφικό
Ο Μάρκος Αυγέρης (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπαδόπουλος: Ιωάννινα, 18 Φεβρουαρίου 1884 – Αθήνα, 8 Ιουνίου 1973) ήταν έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και μέλος της 2ης Επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1940). Επίσης, κομμουνιστής, διακεκριμένος γιατρός, εξαιρετικός ποιητής, αγωνιστής του δημοτικισμού, πρωτοπόρος «οδηγητής» των προοδευτικών Ελληνικών Γραμμάτων στον 20ό αιώνα και «θεμελιωτής» της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός στα Ιωάννινα, στην Ανω Τζουμαγιά, κι αγωνιστής του Μακεδονικού Αγώνα. Από τα δύο έως τα οκτώ του χρόνια, ο Αυγέρης έζησε στο χωριό Καρύτσα Ιωαννίνων, που είχε εγκατασταθεί η μητέρα του που είχε προσβληθεί από φυματίωση. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ζωσιμαία Σχολή. Το καλοκαίρι του 1901 εγκατέλειψε τα Ιωάννινα για να πάει στην Αθήνα και να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο Αυγέρης έζησε του καημούς και τις λαχτάρες του Ελληνισμού του αλύτρωτου και σαν πατριώτης και δημοκράτης υπήρξε οπαδός και θαυμαστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ανήσυχη και προοδευτική φύση, προσχώρησε γρήγορα στο κίνημα του δημοτικισμού, πριν από το 1909 ακόμα, κι αγωνίσθηκε με θέρμη για την επιβολή της γλώσσας του Λαού. Έλαβε το δίπλωμα του ιατρού το 1907 για να εργαστεί κατόπιν σε διάφορες κλινικές της Αθήνας. Τη περίοδο 1912-22, υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στον Ελληνικό Στρατό επί 6 συνολικά χρόνια.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, τις κοινωνικές κι ιδεολογικές ανακατατάξεις, πού επακολούθησαν, προσχώρησε στο κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Πνεύμα ριζοσπαστικό ούτε εκεί έμεινε ικανοποιημένος και στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής ενστερνίστηκε το σοσιαλισμό.
Το 1926 διορίσθηκε επιθεωρητής υγιεινής στο Υπουργείο Εργασίας και κατά την διετία 1928–1929 μετεκπαιδεύθηκε στο Παρίσι και στο Βερολίνο στον τομέα της επαγγελματικής υγιεινής, -θέση από την οποία απομακρύνθηκε το 1947 για πολιτικούς λόγους μιας κι ήδη πριν τη κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, είχε ενταχτεί στο χώρο της Αριστεράς και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, παραμένοντας πιστός στην ιδεολογία του ως το τέλος της ζωής του. Το 1933 νυμφεύθηκε την Γαλάτεια Καζαντζάκη–Αλεξίου, αδελφή της Έλλης Αλεξίου και 1η σύζυγο του Καζαντζάκη. Την υπεραγαπούσε και τη συμβουλευόταν για πολλά ζητήματα. Στη Γαλάτεια ο Αυγέρης είχε αφιερώσει ποιήματα αγάπης κι’ αφοσίωσης.
Συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο Εργασίας έως το 1947, οπότε και εκδιώχθηκε από την θέση του για την συμμετοχή του στο ΕΑΜ και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Μετά το θάνατο της γυναίκας του (19 Νοεμβρίου 1962), έζησε με τη συμπαράσταση της Έλλης Αλεξίου, στην οποία άφησε όλα του τα υπάρχοντα. Προικισμένος με πλούσια ζωτικότητα από τη φύση του, είχε μια φλόγα κι απληστία ζωής που τη διατήρησε ως τα τελευταία του χρόνια. Η απληστία αυτή τον έκανε να ζήση μια έντονη ζωή γεμάτη εμπειρίες. Νεαρός ακόμα ήταν μέλος της «παρέας της Δεξαμενής». Οπως και τώρα και τότε λειτουργούσε στη Δεξαμενή ένα μικρό καφενείο, όπου σύχναζαν σ’ αυτό πολλοί λόγιοι και λογοτέχνες: Ο Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Βέης, ο Κοσμάς Πολίτης κ.ά.
Εξακολούθησε να εργάζεται ως τα τελευταία του χρόνια της ζωής του και πέθανε στην Αθήνα, πάντα διαυγής και δημιουργικός, σε βαθιά γεράματα (89 ετών, 1973) και κηδεύτηκε με εκδηλώσεις πένθους και θαυμασμού. Αποχαιρετιστήριους λόγους εξεφώνησαν ο πεζογράφος Μελής Νικολαΐδης, πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ό ποιητής Νίκος Παπάς κ.ά. Ειδικό ποίημα απήγγειλε ο ποιητής Στάθης Πρωταίος. Στη κηδεία παρευρέθηκαν ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πολιτικός Γεώργιος Μαύρος και πολλοί εκπρόσωποι του πνευματικού και πολιτικού κόσμου.
Έφυγε εν μέσω της Απριλιανής χούντας, αφήνοντας στο λαό μας την επίκαιρη και σήμερα «διαθήκη» του:
«Μέσα στις ύπουλες ενέδρες των καιρών
έτοιμος πάντα να ‘σαι
γι’ αντίσταση κι αγώνα
Κι αν τόχει η μοίρα σου να πέσεις
βάστα ακόμα
μη πεις ποτέ, ψυχή μου παραδώσου».
Πέρασε δικαιωματικά στη χορεία των αθανάτων. Ό,τι δίδαξε, έπραξε με όλη τη ζωή και το έργο του, γι’ αυτό και πραγματοποιήθηκε ο πόθος του:
«Αχ, να φτερώσω και να ‘ρθώ κι εγώ μαζί σας
να ‘μαι αναστήθηκα θανάτω θάνατον πατήσας».
Εμφανίσθηκε στα γράμματα πολύ νέος με το ποίημα «Η Βάβω Η Τασιά» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νουμάς το 1904. Ένα ποίημα όλο τρυφερότητα, χάρη και ρυθμό, που αναβίωσε θαυμαστά το δημοτικό τραγούδι. Την ίδια χρονιά, ο Κ. Χρηστομάνος ανέβασε στη Νέα Σκηνή, το θεατρικό έργο του Αυγέρη «Μπροστά Στους Ανθρώπους». Το έργο χειροκροτήθηκε θερμά από το κοινό κι ο νεαρός έγινε δεκτός στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας με διθυραμβικές κριτικές. Το δράμα αυτό, που δυστυχώς χάθηκε, υμνήθηκε, μεταξύ άλλων, από τον “πατριάρχη” του θεάτρου, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Ηγησώ (ψυχή του οποίου υπήρξε όλος ο τότε “ανθός” των Γραμμάτων: Γρυπάρης, Βάρναλης, Καρβούνης, Λαπαθιώτης, Κουμαριανός, Γιώργος και Φώτος Πολίτης, Φιλύρας κ.ά.), Παναθήναια, Παν, Οι Νέοι, Ακρίτας κ.ά. Συνεργάστηκε και με εφημερίδες, μεταξύ των οποίων ο παράνομος κατοχικός “Ριζοσπάστης“,ο νόμιμος μετά την απελευθέρωση “Ρίζος της Δευτέρας” κι αργότερα με την “Αυγή”.
Η ποιητική του παραγωγή διακρίνεται σε 2 περιόδους τη νεανική και την όψιμη, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό από το 1908 (εξέδωσε «Το Τραγούδι Της Τάβλας») ως το 1969, οπότε εκδόθηκε εκτός εμπορίου η συλλογή του «Αντίδρομα Και Παράλληλα», θεωρούμενη από τη λογοτεχνική κριτική ως η σημαντικότερή του, με ποιήματα γραμμένα τα περισσότερα μετά το 1960. Το νεανικό του έργο τοποθετείται στο χώρο του ιδεαλισμού και της παράδοσης της σολωμικής ποίησης όπως αξιοποιήθηκε από τους ποιητές του μεσοπολέμου στην Ελλάδα (Σικελιανός, Βάρναλης, Μελαχρινός κ.α.). Στην όψιμη περίοδό του στράφηκε προς τη νεωτερική ποίηση και ανανέωσε τα εκφραστικά του μέσα και τον προσανατολισμό του, διατηρώντας ωστόσο αναλλοίωτη τη βάση της ποιητικής του οπτικής. Παράλληλα ο Αυγέρης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική κινούμενος στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας της λογοτεχνίας, ενώ σημαντικό είναι το λογοτεχνικό και θεατρικό μεταφραστικό του έργο. Ακολούθησαν κι άλλα ποιήματα και μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων και ξένων λογοτεχνών. Τα ΕΑΜικά “Ελεύθερα Γράμματα”,η “Επιθεώρηση Τέχνης” και τα “Νεοελληνικά Γράμματα”.
Δημοσίευσε πολλές κριτικές μελέτες για Έλληνες και ξένους λογοτέχνες στις αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Εξέδωσε το δοκίμιο «Αγγελος Σικελιανός», το δοκίμιο «Τόμας Ελιοτ» και το ογκώδες δίτομο κι εκτεταμένο έργο του, με τίτλο «Ελληνες Λογοτέχνες» και την επίσης μεγάλη μελέτη του «Ξένοι Λογοτέχνες», τη μελέτη του «Θεωρήματα» και τη μελέτη «Παγκόσμια». Το μεγάλο έργο του «Ελληνες Λογοτέχνες» ουσιαστικά αποτελεί περισπούδαστη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κατά εποχές και κατά τα κοινωνικά και λογοτεχνικά ρεύματα. Επίσης με τον Θρασύβουλο Σταύρου, τον Βασίλη Ρώτα και τον Μ.Μ. Παπαϊωάννου, κατάρτισαν και εξέδωσαν 5τομη, μεγάλου σχήματος, «Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης Από Την Αρχαιότητα Ως Τα 1960». Το έργο αυτό αποτελεί πραγματικό corpus της ελληνικής ποίησης. Κι οι εισαγωγές του Αυγέρη, σε κάθε τόμο, αποτελούν εξαίρετο μελέτημα.
Ό Αυγέρης έγραψε ποίηση αντιστασιακή κι επαναστατική:
«Άσαρκοι, νηστικοί, γυμνοί, μα πήραν τ’ ανηφόρι
και βγήκαν πρώτ’ οι έσχατοι κι’ οι απλοί τροπαιοφόροι
τώρα τραβούν για να ντυθούν ψηλά του ηλιού τη δόξα,
εκεί που ξεδιπλώνονται των ουρανών τα τόξα»
(από το ποίημα «Στις Κορφές»).
Παράλληλα μ’ αυτά έγραψε κι ωραιότατα ποιήματα ερωτικού λυρισμού. Και μάλιστα σε μεγάλη ηλικία:
«Κι αν ίσως και στο ξάγναντο προβάλλει με υψωμένα
τα δυο της χέρια για χαιρετισμό,
ένα κοπάδι περιστέρια μεθυσμένα
θα δω με μιας να ξεχυθούν στον αίθριο ουρανό»
(Από το ποίημα «Ανοιξιάτικες εικόνες»).
Κι ακόμα στο κατώφλι των 90 χρόνων, ενώ ακούει το βαρύ βήμα του θανάτου, κατάφορτος από συγκινησιακές εμπειρίες και βασανισμένος από εναγώνια βιώματα ζητά καταφύγιο και πάλι «στη γλώσσα των ποιητών και των αγίων», όπως λέει και ο Χάιζεμπεργκ. Κι επιτελεί άθλο. Παραδοσιακός ο Αυγέρης. Νέος έχει συνταιριάσει σολωμικές και καταφανείς επιδράσεις του δημοτικού τραγουδιού. Και στα 90 του ανανεώνεται κι αστράφτει ένας άλλος Αυγέρης, μοντέρνος, πλατύτατος, με αντιφατικά και πλούσια σε ποικιλία βιώματα. Γράφει στίχους ωραιότατους με βαθυστόχαστη ύφη, με αυθεντική αγωνία μπροστά στα μεγάλα ερωτηματικά που προβάλλει ο άνθρωπος:
«Ποιο είναι το καίριο.
Πέσμου, ποιο κάνει
την αγιάτρευτη πληγή;»
(Από το ποίημα «Ανοιξιάτικες εικόνες»).
Η Μικρασιατική Καταστροφή κλόνισε σοβαρά το φιλελεύθερο ιδεολογικό πιστεύω του. Χρησιμοποιώντας τις αφηγήσεις του Βασίλειου Κοτρώτσου, ενός έλληνα αεροπόρου που αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στη περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής, έγραψε ανώνυμα το πεζογράφημα «Από Την Αιχμαλωσία: Κατά Το Ημερολόγιο Του Αιχμαλώτου Αεροπόρου Β.Κ.» (Αθήνα 1923· επανακυκλοφόρησε το 2006), που συγκρίνεται ως προς το αντιπολεμικό και ρεαλιστικό του ύφος με τη «Ζωή Εν Τάφω» του Μυριβήλη και το «Νούμερο 31328» του Βενέζη.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου, ο Αυγέρης σταμάτησε να γράφει για να επανέλθει στο γράψιμο στα χρόνια γερμανοϊταλικής κατοχής (1941–1944). Στα μεταπολεμικά χρόνια, ασχολήθηκε κυρίως με τον πολιτικό σχολιασμό και τη κριτική της λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά, πάντα από τη πλευρά της μαρξιστικής θεώρησης. Παρέμεινε πιστός στις αριστερές του ιδέες, αλλά η οξυδέρκειά του στη κριτική της λογοτεχνίας αναγνωρίσθηκε κι από διανοούμενους άλλων ιδεολογικών χώρων.
Γιατί η ζωή, πρότυπο ανθρώπινου, αγωνιστικού, επιστημονικού ήθους και προσφοράς στο λαό μας, εκτιμήθηκε κι εξακολουθεί να εκτιμάται, ακόμα κι από τους ιδεολογικούς αντιπάλους του. Και γιατί το –αν κι όχι εκτενές– ποιητικό έργο του θεωρείται σημαντικότατο. Και γιατί τα θεωρητικά και κριτικά κείμενά του για κορυφαίους Ελληνες και ξένους ποιητές και πεζογράφους αποτελούν αφετηριακό και μέγιστο σημείο αναφοράς, δάσκαλο των σύγχρονων μελετητών (ακόμα και των αντιμαρξιστών) της ιστορίας, της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Για κάθε σοβαρό σημερινό Ελληνα μελετητή αυτού του τομέα, η μελέτη του θεωρητικού και κριτικού έργου του Αυγέρη είναι εκ των ων ουκ άνευ. Και, αλήθεια, όποιος –ειδικός ή μη– μπει στον κόπο να κάνει μια συγκριτική ανάγνωση μεταξύ των θεωρητικών και κριτικών κειμένων του Αυγέρη και «δοκιμίων» κάποιων «νεωτεριστών» και «μεταμοντέρνων» θεωρητικών και κριτικών, θα διαπιστώσει στα κείμενα του Αυγέρη τη τεράστια ευρυμάθεια, την ανυπόκριτη μαρξιστική αντίληψη, το ήθος του. Τη βαθειά, τολμηρή, σαφή, καθάρια κριτική σκέψη, την ειλικρίνεια, ευαισθησία και σεμνότητα του ανθρώπου και του κριτικού, τη θερμή, ανεπιτήδευτη, χυμώδη, εύληπτη από όλους γλώσσα του. Την αγάπη του για το λαό και, εντέλει, τον πόθο του η λογοτεχνία να γίνει μέσο πνευματικής καλλιέργειας και κοινωνικής ανύψωσης του λαού. Αντίθετα στα κείμενα των «μεταμοντέρνων» θα διαπιστώσει τον ανομολόγητο, δήθεν απολιτικό κι όμως βαθύτατα πολιτικό, παρωπιδισμό τους, τη θεωρητική ανεπάρκεια, την αισθητική σύγχυση, τη νοηματική ασάφεια, την έπαρση του «παντογνώστη ειδικού», την απώθηση, αν όχι την απέχθεια, για οτιδήποτε λογοτεχνικό αφορά κι εκφράζει το λαό μας, τη γλωσσική επιτήδευση, αν όχι μια απόλυτη τρικυμία εν κρανίω.
Έχοντας μελετήσει πολύπλευρα κι «έχοντας ζήσει όλη την ιστορία της ανθρωπότητας», όπως έλεγε, δεν έκρυψε ποτέ πως «ο λαός με τη γλώσσα του και τις λαϊκές δημιουργίες του ήταν η μεγάλη σχολή» του. Πως «η αισθητική του ανταποκρινόταν στην ιδεολογία του». Ότι «συντόνισε το βήμα του με το βήμα της ιστορίας» και «μέσα στις τάξεις του λαού» γνώρισε «τη ψυχική του έξαρση και την ηθική του μέθη. Σ’ αυτό τον αγώνα πήρα περισσότερα απ’ όσα έδωσα».
Ποτέ δεν έκρυψε ότι ήταν μαρξιστής. Ούτε με όσα σπουδαία πρόσφερε ως γιατρός, ως αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ως ποιητής, ως ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως θεωρητικός και κριτικός της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Στο διαχρονικής αξίας θεωρητικό έργο, το οποίο ξεκίνησε να διατυπώνει από τα 1910, ανέπτυξε στο μεσοπόλεμο κι ολοκλήρωσε μετά τον πόλεμο (περιλαμβάνεται στον τόμο «Κριτικά-Αισθητικά» των «Απάντων» του), γράφει ξεκάθαρα:
«Τρεις κύριες ιδεολογικές τάσεις ξεχωρίζουν μες στην ιστορία της τέχνης: α) την επαναστατική ιδεολογία, από τις τάξεις που ανεβαίνουν και που τώρα μεγαλώνει η δύναμή τους. Αυτές αρνούνται τη τωρινή κατάσταση και προβάλλουν ένα ιδανικό τελειότερης ζωής για το αύριο, β) τη συντηρητική ιδεολογία, από τις τάξεις που κυριαρχούν και είναι στάσιμες, καταδικάζουν τις αλλοτινές προοδευτικές ιδέες τους και θέλουν να διαιωνίσουν τα τωρινά σαν αξίες αναντικατάστατες και γ) την αντιδραστική ιδεολογία, από τις τάξεις που βρίσκονται στον ξεπεσμό τους και τις έχουν παραμερίσει άλλες ιστορικές δυνάμεις. Οι δύο αυτές τελευταίες τάσεις είναι ιδεαλιστικές στη κοσμοθεωρία τους, γιατί βρίσκουν σ’ αυτή τα επιχειρήματα που τους χρειάζονται για να αποδείξουν την αιωνιότητα των κοινωνικών, ηθικών, πνευματικών αξιών που αντιπροσωπεύουν κι επομένως και την αιώνια αξία στο δικό τους κοινωνικό σύστημα. (…) Από την ιστορία παρατηρούμε πως τις μεγάλες κοινωνικές μεταβολές δεν τις ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό οι μεταβολές στα πνευματικά φαινόμενα. Πολλές αντιλήψεις, θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ηθικές, αισθητικές, που ανταποκρίνονται σ’ έναν προηγούμενο τρόπο ζωής, επιζούνε κι ύστερα από τις μεταβολές που αλλάζουνε τη συγκρότηση μιας κοινωνίας. Οι αντιλήψεις όμως αυτές είναι προορισμένες αργά ή γρήγορα να παραμεριστούνε και να εξαφανιστούν ή να αλλάξουνε και να προσαρμοστούνε στις νέες καταστάσεις».
Και τόνιζε ότι:
«Μ’ όλο που οι πνευματικές αντιλήψεις δεν παίζουνε τον πρωταρχικό κύριο ρόλο στην ιστορική εξέλιξη, αποτελούνε σπουδαία κοινωνική δύναμη. Είναι κι αυτές μια πραγματικότητα».
Αρχοντιά, συνέπεια, τελειομανία. Σ’ αυτή τη μνημόσυνη αναφορά μας, δίνουμε το λόγο σε προσωπικότητες που γνώρισαν και μελέτησαν τον Αυγέρη. Ο Βάρναλης στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματά» του θυμόταν ότι στη 1η 10ετία του 20ού αιώνα, στο φιλολογικό καφενείο της Δεξαμενής ο φίλος του:
«Ο Αυγέρης με το τετράγωνο πιγούνι, το μεγάλο ηπειρώτικο κεφάλι και τα μυωπικά γυαλιά του εδέσποζε. Ητανε φτασμένος πια ποιητής, (…) προικισμένος με πολλή ευαισθησία κι ασφαλή κρίση και με νοσηρή σχεδόν συνείδηση της τελειότητας. Ό,τι έγραψε είναι αριστουργηματικό. Δυστυχώς έγραψε πολύ λίγα (σ.σ. εννοεί ποιήματα). Του αναχαίτισε τη δημιουργική του δραστηριότητα ο τρόμος της τελειότητας».
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γράφει ότι:
«το έργο του Αυγέρη είναι έργο σημερινό, με την επικαιρότερη σημασία. Είναι ένα έργο για τον άνθρωπο και τη χιλιοπροδομένη του μοίρα. Έργο, που είναι στην ουσία Πόλεμος από το ίδιο πάντοτε μετερίζι, που διάφορα λαγούμια θεατά κι αθέατα το κάνουν να επικοινωνεί με κάποιες θεμελιώδεις θέσεις κι αξίες που ανήκουν και στα χρόνια αυτά, στη μαύρη τριετία (1967-1969), αλλά ανήκουν και στα παλιότερα και στα ακόμα παλιότερα και σε κείνα που ακόμα δεν ήρθαν μα θα ‘ρθουν, έρχονται».
Εξάλλου, αυτή η διαλεκτική σκέψη του Αλεξανδρόπουλου για τους μέλλοντες καιρούς, διατυπώθηκε από τον Αυγέρη και ποιητικά:
«Μα οι μέρες έρχονται, έρχονται οι μέρες
και δε θ’ αργήσουν
Ο λόγος ο προφητικός δε θ’ αναιρεθεί
και δε θα χαθεί στων καιρών τα γυρίσματα».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος θεωρούσε ότι:
«’Οσο θα περνά ο καιρός, τόσο θα τρανεύει το όνομα του Μάρκου Αυγέρη, τόσο πιο πολύ θα φανερώνεται η μεγάλη σημασία της δουλιάς του μέσα στο πνευματικό ελληνικό στερέωμα».
Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε:
«Στον Αυγέρη η πρώτη ύλη δημιούργησε το έργο, ενώ σε άλλους το έργο καλύπτει την ανυπαρξία πρώτης ύλης… Είχε την απλότητα της αληθινής αρχοντιάς. Την αρχοντιά του, που ήτανε πρώτα απ” όλα πνευματική, ήθελε να τη δώσει σε όλους. Αν στην ευγένειά του προσθέσουμε τον πραγματισμό του, τη γνώση της ζωής, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τη γοητεία που εξασκούσε η προσωπικότητά του. Ο Δίκαιος αυτός ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που μ” έκαναν να νοσταλγώ την Ελλάδα».
Ο Αλέξης Αργυρίου σημειώνει ότι:
«Η έντονη παρουσία του από το 1945 κι έπειτα, σε συνδυασμό με τη πλατιά του καλλιέργεια κι ενημέρωση συνέβαλαν στο να θεωρηθεί ο πρύτανης των μαρξιστικών κριτικών της γενιάς του, στην οποία συμπεριλαμβάνονται ο Βάρναλης κι ο Γληνός».
Ο Μιχάλης Παπαϊωάννου έγραφε:
«Πολύ λίγοι από τους Έλληνες λογοτέχνες γνώριζανε τόσο καλά τη ποίηση, τη πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, τη φιλοσοφία της Ευρώπης και της Αμερικής, όσον ο Αυγέρης. Τα κύρια ρεύματα της ξένης σκέψης τα είχε παρακολουθήσει σα πιστός, με το πάθος του οπαδού. Μπορούσε να τα απολαμβάνει σαν άνθη του καλού, ή ύστερα, στη περίοδο του διαφωτισμού του, να τα ελέγχει, να τα κρίνει σαν άνθη του κακού. Εμεινε πιστός στον όρκο του, δε σάλεψε, δε δείλιασε, έμεινε στις επάλξεις, δυσκολοπλησίαστο παράδειγμα αγωνιστή, διανοούμενου υπερασπιστή της κομμουνιστικής ιδέας».
Η ποίηση του Αυγέρη είναι λιτή, ουσιαστική και παλλόμενη και συχνά αποκτάει το ειδικό αισθητικό βάρος του καίριου λόγου. Στη τελευταία του ποιητική συλλογή, με το θάνατο να τον καρτερεί κιόλας, η υπαρξιακή του αγωνία εκβλασταίνει στίχους με επαναστατημένη θλίψη για την άτεγκτη βιολογική ειμαρμένη. Και η προθανάτια, θα λέγαμε, αυτή ποίηση του δίνει ένα καινούργιο ύψος στην ποιητική του ποιότητα.
Σαν κριτικός ο Μάρκος Αυγέρης διέθετε πρωτόφαντη οξυδέρκεια, κοφτερή, αποδεικτικότητα και δύναμη ανάλυσης. Η μεγάλη καλλιέργεια του εξώπλιζε την έμφυτη οξυδέρκεια του και τον τοποθέτησε ανάμεσα στα κορυφαία κριτικά πνεύματα της νεώτερης ελληνικής εποχής. Στρατευμένος στα ιδανικά του, προφυλάχτηκε από το πλατύ πνεύμα του, έτσι που ν’ απόφύγη μονομέρειες και μεροληψίες. Και δεν αρνήθηκε την αξία ποιητών που ανήκαν σε άλλες ιδεολογίες από τη δική του. Παράδειγμα τα πολύ επαινετικά κείμενα γιά τον Σεφέρη, οι ανεπιφύλαχτοι έπαινοι, γιά τον ‘Ελύτη, και η μεγάλη εκτίμηση πού συχνά εξέφραζε γιά την ποίηση του Ν.Δ. Καρούζου. Ο Μάρκος Αυγέρης με το καθόλου κριτικό του έργο και ιδιαίτερα των τελευταίων του χρόνων φωτίζει με διεισδυτικό φως τη Νεοελληνική λογοτεχνία, και υποχρεώνει κάθε σοβαρό μελετητή και τώρα και σε κάθε μελλοντική εποχή να λογαριάζη σοβαρά τις απόψεις του βαθυστόχαστου, του μεγάλου κριτικού.
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΓΕΡΗΣ
“Γιατρός” του λαού και των Γραμμάτων (εκ της ΑΥΓΗΣ)
Ήταν 8 του Ιούνη, 34 χρόνια που το παράνομο τότε ΚΚΕ, η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, η προοδευτική διανόηση, η ελληνική και ξένη λογοτεχνία έχασαν έναν αφοσιωμένο “θεράποντά” τους. Τον Μάρκο Αυγέρη.Τον σπουδαίο πνευματικό “καθοδηγητή”, του οποίου, έστω και ένα ελάχιστο ανάλογο εκλείπει στις μέρες μας. Κι είναι αυτός ένας επιπλέον λόγος, με την ευκαιρία της περασμένης επετείου του θανάτου του, να μνημονεύσουμε την απουσία του, εκτός από τον κύριο, που είναι: να παρακινηθούν, έστω και λίγο από το σημείωμά μας, οι νεολαίοι να διαβάσουν το έργο του, το λογοτεχνικό κι οπωσδήποτε το θεωρητικό-κριτικό περί λογοτεχνίας, γιατί μ’ αυτό θα μάθουν να ξεχωρίζουν την αληθινή λογοτεχνία από τα, πλεονάζοντα σήμερα,… απονέρια της. Διαβάζοντας το έργο του θα αφουγκραστούν το, τόσο επίκαιρο σήμερα, μήνυμά του:
“Σ’ αυτό τον τόπο, που η φωνή
πνίγεται μέσα στο λαρύγγι,
τη λέξη θέλω, ζητάω τη λέξη σάλπιγγα
που ρίχνει τα τείχη της Ιεριχώς
και ξυπνάει τους κεκοιμημένους…”
“Μέσα στις ύπουλες ενέδρες των καιρών
έτοιμος πάντα να ‘σαι
γι’ αντίσταση κι άγριον αγώνα.
Κι αν τόχει η μοίρα σου να πέσεις
βάστα ακόμα,
μη πεις ποτέ, ψυχή μου παραδώσου“
“Νέστορα” των Ελληνικών Γραμμάτων τον είπανε τον Μάρκο Αυγέρη. Το μυθικό όνομα δόθηκε στον Αυγέρη, γιατί εκείνος υπήρξε σύμβολο και ορόσημο των Γραμμάτων και της ελληνικής προοδευτικής σκέψης στον αιώνα μας. Ηταν, εξάλλου, αρχαιομαθής, γλωσσομαθής, εξαίρετος ποιητής, αλλά και πρωτοπόρος – και ιδιοφυής – (όπως χαρακτηρίστηκε) θεωρητικός και κριτικός της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ο “μαθητεύσας” με το πνεύμα του “θεμελιωτή” της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας Μπελίνσκι.
Ο Αυγέρης, γιος φαρμακοποιού στην Καρύτσα της Ηπείρου, γεννήθηκε στις 14/2/1884. Γεώργιος Παπαδόπουλος το όνομά του στα επίσημα χαρτιά, αλλά ως Μάρκος Αυγέρης θα “ζει” στα Ελληνικά Γράμματα, στην αγωνιστική ιστορία του λαού μας και στα τιμητικά “κατάστιχα” του κόμματός του, του ΚΚΕ. Και θα “ζει” όπως ποιητικά “προφήτευσε”:
“Μέσα στους αγνώστους αδελφούς που έρχονται
θα ζήσω λάμποντας κι όλο λάμποντας,
μέσα στις γενιές θα πορεύομαι
και θα υψώνω ολοένα το ανάστημά μου“.
Ο “γιατρός”, όπως τον αποκαλούσαν μέχρι τέλους οι σύντροφοι και φίλοι του, από νέος “θεράπευε” και τα Γράμματα. Από τα 1910 αρχίζει να ερευνά, να μελετά και να θέτει συστηματικά κοινωνικά κριτήρια για το ρόλο της λογοτεχνίας, αλλά και της κριτικής της, γράφοντας διαχρονικής αξίας θεωρητικά έργα γύρω από την ξένη και την ελληνική λογοτεχνία. Ταυτόχρονα, μεταφράζει Αριστοφάνη, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Γκαίτε, Ιψεν, Λάτσκο, Ουγκώ, Μαίτερλιγκ. Συναναστρεφόμενος, από τη 1η 10ετία του αιώνα μας, τους πρωτοπόρους σοσιαλιστές διανοούμενους στο φιλολογικό καφενεδάκι της “Δεξαμενής”, όπου γνωρίζεται και με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (με την οποία παντρεύτηκε μετά το διαζύγιό της με τον Καζαντζάκη, με κουμπάρα την αδελφή της, την Ελλη Αλεξίου) συνεπαίρνεται ολοκληρωτικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπηρετεί στο υπουργείο Παιδείας ως επόπτης των εκδόσεων των σχολικών βιβλίων και ο μέγιστος “δάσκαλος” του λαού μας Δημήτρης Γληνός τού αναθέτει την επιμέλεια των πρώτων διδακτικών βιβλίων της δημοτικής γλώσσας.
Αυτή τη 10ετία μεγεθύνεται παράλληλα και το ιατρικό του κύρος, με σπουδές Υγιεινής της Εργασίας στο Παρίσι, εξ ου και διορίζεται Επιθεωρητής Υγιεινής της Εργασίας στο υπουργείο Εργασίας (1926-1947). Με μελέτες στη Γερμανία για το θεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης, εξ ου και η εισηγητική συμμετοχή του στις προπαρασκευαστικές εργασίες του υπουργείο Εργασίας για τη θεσμοθέτηση της Κοινωνικής Ασφάλισης. Με το εκτενές βιβλίο του “Η Κοινωνική Ασφάλισις Κι Η Δημόσια Υγεία“, που επίσης συνέβαλε τα μέγιστα στη θεμελίωση του θεσμού στην Ελλάδα. Με την πολυετή ιδιότητα του μονίμου συνέδρου του Τμήματος Εργασίας της “Κοινωνίας των Εθνών”.
Και μόνο η παράθεση των τίτλων του τεράστιου -και σε όγκο- ποιητικού, θεωρητικού – αισθητικού, πεζογραφικού έργου του θα απαιτούσε αρκετές σελίδες. Πολλές σελίδες θα απαιτούσαν και η ιδρυτική συμβολή του στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών,η αγωνιστική και πολύτροπη πνευματική δράση του, η ζωή του μέσα στη συγγραφική οικογένεια των Αλεξίου και με τη γυναίκα του, Γαλάτεια Καζαντζάκη, (τη πρωτοκόρη του Στυλιανού Αλεξίου) που πέθανε το 1962, βυθίζοντας σε μέγα πένθος τον Αυγέρη. Ευτυχώς δίπλα του, μέχρι τη στερνή του ώρα, στάθηκε στοργική σε όλα του τα βάσανα, η Έλλη Αλεξίου.
Ο Μάρκος Αυγέρης ζυμωμένος θεωρητικά από πολύ νωρίς με τις μαρξιστικές ιδέες, γιγάντωσε τη μαρξιστική του συνείδηση με τη στρατολόγησή του -από τον Κώστα Καραγιώργη- πρώτα στο ΕΑΜ, του οποίου διατέλεσε Γενικός Γραμματέας μετά την έξοδο του Νίκου Καρβούνη στο Βουνό, και μετά στο ΚΚΕ. Στο ΚΚΕ εντάχθηκε το 1944 (σύμφωνα με μαρτυρία της Έλλης Αλεξίου), στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του.
Υποδειγματικά σεμνός αυτός ο μέγας διανοούμενος, μας διδάσκει με τις παρακάτω αυτοβιογραφικές – και αυτοκριτικές – του μνήμες:
“Κάτω από τη τεράστια εντύπωση της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης από τη μια μεριά κι ύστερα κάτω από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής πολλοί διανοούμενοι -κι εγώ μαζί τους- ένιωσαν βαθιά πως οι εθνικοί σοβινισμοί και το καταχτητικό πνεύμα με τους πολέμους ήταν ολέθρια για τον πολιτισμό, για τις ανθρώπινες αξίες και ιδιαίτερα για τους μικρούς λαούς, όπως η Ελλάδα, που μπορούσαν να γίνουν βορά των ισχυρών και να εξαφανιστούν σαν ελεύθεροι λαοί. Και μόνο αν στερέωνε ο σοσιαλισμός, που ήταν κατά των πολέμων και του κατακτητικού ιμπεριαλισμού, θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν ήσυχα και δημιουργικά. Με το εργατικό ελληνικό κίνημα και το σοσιαλισμό άλλαξε και στον τόπο μας η κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα. Θεωρητικά είχα από τότε προσχωρήσει στο μαρξισμό και μ’ αχόρταγη περιέργεια έπεσα στη μελέτη της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Ομως, δεν πήγα πέρα από τον Παπαναστάση. Αργοπόρησα πολύ να βγάλω από πάνω μου τις ιδεαλιστικές επιδράσεις. Μόνο με τη δικτατορία του Μεταξά ένιωσα πως έπρεπε να μπω ξανά στη σχολή του λαού και να λάβω μέρος στους αγώνες του (… ) Δεν υπήρχε πια περιθώριο για καμιά άλλη κοινωνική τοποθέτηση“.
“Μπήκα στις αγωνιζόμενες τάξεις του λαού. Ετσι συντόνισα το βήμα μου με το βήμα της ιστορίας. Μέσα στις τάξεις του λαού γνώρισα την ψυχική του έξαρση και την ηθική του μέθη. Σ’ αυτόν τον αγώνα πήρα περισσότερα απ’ όσα έδωσα.Η ζωή μου σαν πνευματικού ανθρώπου δικαιώθηκε και απόκτησε νόημα. Βέβαια, εγώ δεν είχα στο ενεργητικό μου κανένα πνευματικό κεφάλαιο, όμως, θα μπορούσα να καυχηθώ, όπως ο Αισχύλος, πως πολέμησα στο Μαραθώνα κι είναι αυτό η μόνη μεγάλη μου αρετή. Ετσι, θα μπορούσε και για μένα να γραφτεί στον τάφο μου «Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση» και αυτό θα ‘ταν αρκετό για την ευθανασία ενός ανθρώπου“.
Τη σεμνή, γεμάτη κομμουνιστικό και πατριωτικό ήθος, επιθυμία του εκπλήρωσε η Ελλη Αλεξίου, γράφοντας στο μνήμα του, τη λιτή επιγραφή “Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση“.
To 1912, στο χωριό Κράσι του νομού Ηρακλείου, μια παρέα νέοι μαζεύτηκαν για να περάσουν το καλοκαίρι. Τους βλέπετε αριστερά, και δεν έχω την απαίτηση να τους αναγνωρίσετε, παρόλο που σαν ονόματα οι πιο πολλοί είναι πασίγνωστοι. Λοιπόν, από αριστερά προς τα δεξιά: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης κι ο λιγότερο γνωστός Χαρ. Στεφανίδης. Τη φωτογραφία την έβγαλε ο Λευτέρης Αλεξίου, ο αδελφός της Έλλης και της Γαλάτειας, που ήταν κι αυτός στη παρέα.
Βάρναλης, Αυγέρης και Καζαντζάκης κόντευαν τα τριάντα, κι είχαν αρχίσει να αποκτούν ένα όνομα στα γράμματα. Όλοι είχαν φέρει μαζί τους τα χαρτιά τους, κάτι γράφανε ή κάτι μεταφράζανε. Το Κράσι είναι ημιορεινό χωριό κι οι διακοπές τους ήταν διακοπές δημιουργικής εργασίας, τουλάχιστον για τον Καζαντζάκη, που τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια το πρόγραμμά του: ξυπνούσε στις 6 το πρωί, κι έγραφε ή διάβαζε ώς το μεσημέρι, κι ύστερα από τη σιέστα πάλι ως το δειλινό, που έβγαιναν όλοι για περίπατο και μετά για βραδινό φαγητό. Κοιμούνταν μαζί με τη Γαλάτεια (είχαν παντρευτεί τον περασμένο χρόνο) σ’ ένα παταράκι, ονταδάκι το λέει η Αλεξίου στο «Για Να Γίνει Μεγάλος», Στα αριστερά της φωτογραφίας, βλέπουμε τη σκάλα που ανέβαινε στο ονταδάκι.
Οι άλλοι δεν είχαν την προσήλωση του Καζαντζάκη, ξυπνούσαν πολύ αργότερα και με το πάσο τους. Στο σπίτι υπήρχε και μια τράπουλα, αυτή της φωτογραφίας ίσως, και μια μέρα, μετά το μεσημεριανό, στρώθηκαν στο πόκερ Αυγέρης, Βάρναλης, Λευτέρης και Γαλάτεια, ως το βράδυ. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Ο Καζαντζάκης δεν άλλαζε ούτε κεραία το πρόγραμμά του, δουλειά. Τη 3η μέρα, κατεβαίνοντας από το ονταδάκι μετά τη σιέστα ο Καζαντζάκης τους είδε να συνεχίζουν το χαρτί και ξέσπασε:
-«Μα επιτέλους, δεν ντρέπεστε, άνθρωποι με τόσα προσόντα; Δεν ντρέπεστε να το ρίχνετε στα χαρτιά; Ντροπή σας! Κι αν δεν θέλετε να γράφετε ποιήματα, φτιάξτε τουλάχιστον επιγράμματα»! Κι άρπαξε τη τράπουλα, την έκανε κομμάτια κι ύστερα καταγανακτισμένος βγήκε έξω και πήρε ν’ ανεβαίνει το βουνό. Οι άλλοι έμειναν αποσβολωμένοι, αλλά τελικά αντί να οργιστούν ακολούθησαν τη συμβουλή του και πράγματι, το έριξαν στα σατιρικά επιγράμματα, κι όταν επέστρεψε από το βουνό συνέχισαν όλοι μαζί να σκαρώνουν κι άλλα. Μερικά τα διασώζει η Έλλη Αλεξίου στο βιβλίο που είπαμε, απ’ όπου ξεσηκώνω ένα για τον Βάρναλη:
Ο Πήγασος στα σκέλια σου κατάντησε γαϊδούρι
εσύ τον πας στα Ηλύσια κι αυτός σε πάει στ’ αχούρι.
Πρόκειται για υπαινιγμό για το ποίημα «Θυσία» του Βάρναλη, που λέει «κι άμε να φέρεις απ’ τ’ αχούρι / το διχρονίτικο γαϊδούρι / το βαρβάτο».
Μια βραδιά, εκεί που παίζοντας κουβεντιάζαν για τον θάνατο, τους ήρθε να δηλώσουν ποια χρονιά πρόκειται να πεθάνουν -και μάλιστα έγραψαν τις προβλέψεις τους σε μια από τις πρώτες σελίδες ενός βιβλίου, του γαλλικού λεξικού Petit Larive et Fleury. Όπως παρατηρεί η Αλεξίου, επειδή έτυχε να το γράψουν σε λεξικό, σώθηκε, γιατί τα λεξικά είναι τα πιο μακρόβια βιβλία σε ένα σπίτι. Τα άλλα δανείζονται, κλέβονται, χάνονται.
Να η σελίδα με τις προβλέψεις, ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο που, όπως είδα, δεν έχει ανεβεί στο Διαδίκτυο (αν και έχει αναδημοσιευτεί σε εφημερίδες). Πάνω και αριστερά, η πρόβλεψη του Μάρκου Αυγέρη, που υπογράφει με τα πραγματικά του αρχικά (Γ.Π., λεγόταν Γιώργος Παπαδόπουλος). Γράφει: «Τα πράγματα με σπρώχνουν να πεθάνω ως το 1917». Είχε χάσει τη μητέρα του από φυματίωση και φοβόταν πως θα πάει από την ίδια αρρώστια -που τον καιρό εκείνο έκανε θραύση. (Για την ιστορία, πέθανε το 1973. στα 89 του χρόνια).
Στο κέντρο, η πρόβλεψη του Καζαντζάκη, που την υπογράφει με το γνωστό του Ν σαν αετός με ανοιγμένα φτερά: «Λέω να πεθάνω στα 1966, Αύγουστο μήνα». Έπεσε έξω εννιά χρόνια, πέθανε το 1957 (γεννημένος το 1883). Πάντως, ήταν αυτός που έκανε την πιο σωστή πρόβλεψη.
Από κάτω, ο Λευτέρης Αλεξίου (1890-1964) έκανε την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη «Εγώ θα πεθάνω στα 1914, Ιούλιο μήνα» -κι έπεσε 50 χρόνια έξω.
Κι ακόμα πιο κάτω ο Βάρναλης, που υπογράφει Κ.Ι.Β. (Γιάννης ο πατέρας του) δεν προσδιορίζει χρονολογία θανάτου: «Πάντως να ζήσω ως τα 1930 -αλλά θα πεθάνω αργότερα». Πέθανε τον Δεκέμβρη του 1974, στα 90 του, ένα χρόνο μετά τον συνομήλικό του τον Αυγέρη.
Οι κοπέλες της παρέας μάλλον δεν έκαναν πρόβλεψη.
Με τον τίτλο «Πρωτοπόροι» κυκλοφόρησε το 1930-31 ένα «περιοδικό της προχωρημένης διανόησης», όπως ήταν ο υπότιτλός του, που εκδιδόταν από ομάδα αριστερών λογοτεχνών-καλλιτεχνών, με ψυχή τους τον Πέτρο Πικρό και με την υποστήριξη του ΚΚΕ. Στα τέλη του 1931 το ΚΚΕ ήρθε σε σύγκρουση με τον Πικρό κατηγορώντας τον (όχι τελείως αβάσιμα) ότι χρησιμοποιεί το περιοδικό για προσωπική προβολή του, οπότε η υπόλοιπη συντακτική ομάδα αποχώρησε και εξέδωσε το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με το οποίο συνεργάστηκαν πολλοί αριστεροί και κομμουνιστές λογοτέχνες και διανοούμενοι, έως το 1936 που το περιοδικό έκλεισε με τη δικτατορία του Μεταξά.
Τον Αύγουστο του 1943 με πρωτοβουλία του ΕΑΜ εκδόθηκαν πάλι οι Πρωτοπόροι, φυσικά παράνομοι, αλλά με χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε νόμιμο έντυπο: τακτική κυκλοφορία, τιμή πώλησης, ακόμα και στήλη αλληλογραφίας. Επειδή όμως το περιοδικό ήταν παράνομο, οι συνεργάτες του υπέγραφαν με ψευδώνυμα, εκτός από όσους είχαν βγει στο αντάρτικο. Έτσι, ας πούμε, μπορεί ο Γιώργος Λαμπρινός να υπέγραφε με το όνομά του, αλλά οι περισσότερες συνεργασίες ήταν ή ανυπόγραφες ή ψευδώνυμες: ως Μ. Αλκαίος υπογράφει ένα διήγημά του ο Ηλίας Βενέζης, ως Α. Ταπεινός έδωσε το ποίημα «Αθήνα 1943» ο Νίκος Καββαδίας, ενώ ο Μάρκος Αυγέρης, που ήταν στυλοβάτης του περιοδικού υπέγραφε Μ. Στεφανίδης (ψευδώνυμο του ψευδωνύμου, αφού το κανονικό του όνομα ήταν Παπαδόπουλος).
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση να βάλω το ποίημα του Νίκου Καββαδία, ως Α. Ταπεινός, «Αθήνα 1943»
ΑΘΗΝΑ 1943
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους “εν κινδύνω”
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί “Σιστάς Μοσκβά”
και στις οχτώ (βαλ’ το σιγά) “Εδώ Λονδίνο”.
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Περιοδικό “ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ” Α. Ταπεινός (Ν. Καββαδίας) Δεκέμβρης 1943
Τέλος Παρένθεσης
Οι Πρωτοπόροι εξέδωσαν πέντε τεύχη, έως τον Δεκέμβριο του 1943. Δεν ξέρω για ποιον λόγο διακόπηκε η έκδοση, αν δηλαδή υπήρξαν τεχνικές δυσκολίες ή αν έγινε η επιλογή να διοχετευτούν οι προσπάθειες στο εβδομαδιαίο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα που κυκλοφορούσε νόμιμα.
Πέρα από ποιήματα και διηγήματα, οι Πρωτοπόροι δημοσίευαν και κριτικά κείμενα. Σε κάποια από αυτά γίνεται καλοπροαίρετη κριτική σε λογοτέχνες οι οποίοι δεν ανήκαν στην Αριστερά, σε μια προσπάθεια συζήτησης, προσέγγισης ή προσεταιρισμού τους. Έτσι, στο 3ο τεύχος δημοσιεύτηκε κριτική στο «Δαιμόνιο» του Γ. Θεοτοκά, ενώ στο 2ο τεύχος δημοσιεύτηκε μια συνολική κριτική του έργου του Μ. Καραγάτση, η οποία προκάλεσε, στο 4ο τεύχος, την απάντηση του ενδιαφερόμενου, έστω και με ψευδώνυμο -δήθεν ότι πρόκειται για «φίλο του Καραγάτση».===========================================
Έργα του:
Τραγούδι της τάβλας, Αθήνα 1908
Ο Σικελιανός, η ποίηση του, το θέατρό του – κριτικός απόλογος, Αθήνα 1952
Κριτικά – Αισθητικά – Ιδεολογικά, Βουκουρέστι 1959
Εισαγωγή στην νεοελληνική λογοτεχνία & Η ελληνική ποίηση, Βουκουρέστι 1964
Άπαντα, τόμοι τρεις, Αθήνα 1964–1966
Ξένοι λογοτέχνες, Αθήνα 1966
Έλληνες λογοτέχνες, Αθήνα 1966
Η παγκόσμια έρις, Αθήνα 1967 (;)
Αντίδρομα και παράλληλα, ποιήματα, Αθήνα 1969
Φωνές της νύχτας, δώδεκα ποιήματα, Αθήνα 1970
Εισαγωγή στην ελληνική ποίηση, Αθήνα 1971
Θεωρήματα, Αθήνα 1972
Άπαντα ποιητικά, Αθήνα 1975=======================================
Η Βάβω Η Τασιά
Σαν ήρταν άμετροι οχτροί
το πήραν τ’ όμορφο καστρί.
Εσύραν σκλάβους, νιούς και νιές,
πήραν κι ασήμια θημωνιές.
Οχτρός το Γιάννο ‘ποθυμά,
μα ‘κειός στο σπίτι πολεμά,
γύρω-τριγύρω ‘χουν ερτεί
μ’ αυτός αλάργα τους κρατεί.
Κοντά του η βάβω η Τασιά,
βάνει καινούργια φορεσιά.
Η νιά γυναίκα του Μαρώ,
κάνει στο ‘κόνισμα σταυρό.
Και τ’ άστρι, η κόρη τ’ η Αυγή,
σκυμμένη κάνει προσευκή.
Σα φόρεσε τη φορεσιά,
του είπ’ η βάβω η Τασιά:
-‘”Ακου παιδί μου ‘συ Γιαννιά,
μη μας ντροπιάσεις τη γενιά.
Έχεις γυναίκα που ‘ναι νιά
και κοπελλούδα παρανιά,
δώσε σε ‘μας μια μαχαιριά
κι ύστερα βάλε μας φωτιά
και μεσ’ τη πρώτη την αυγή,
πετάξου ‘συ μεσ’ τη σφαγή“.
-“Μάννα μου, δόσμου την ευχή“.
-“Μ’ όλη μου, γιέ μου τη ψυχή,
αρκούδι να ‘βγεις το ταχύ“!
Κατάστηθα τη μαχαιριά,
εδέχτηκ’ ύστερ’ η γριγιά.
Η νιά γυναίκα τ’ η Μαρώ,
τον άσπρον έδωκε λαιμό,
κάτ’ απ’ τ’ ολόξανθα μαλλιά,
κοντά στις δυό σειρές φλουριά.
Μέσα στο χέρ’ η Αυγή κρατεί
την ολοδάκρυτη μορφή
και στη θερμή τη προσευκή
έφυγ’ η άσπρη της ψυχή.
Εκεί που σφάχτηκ’ η Τασιά,
γίνηκεν ύστερα εκκλησιά.
Εκεί που έπεσ’ η Μαρώ,
σταίνουν οι νιοί κι οι νιές χορό.
Κι εκεί που πλάγιασ’ η Αυγή,
πλήθος τα κρίνα έχουν ‘βγει!
Προσευχή
Άκοπο χάρισε φτερό του λογισμού μου, απ’ τ’ άδεια
της πίκρας και του αδύναμου πόθου να βγω, σκοτάδια.
Στου φωτός σου τα κύματα να το κρατώ ανοιγμένο,
άσειστον όλο, ακοίμητα πετράδια σκεπασμένο.
Στ’ άσβηστο, οι Έρωτες οι Εφτά που σ’ έζωσαν καμίνι,
πότε υψωμένη η καρδιά θα καίει, δετό ρουμπίνι;
Μες στου πνευματικού ουρανού τ’ ατίμητα διαμάντια
θα ‘ναι τα μάτια μου ανοιχτά, σ’ αιώνια φέγγη αγνάντια.
Ω άγιοι ‘λιοπερίχυτοι του λυτρωμού μου δρόμοι!
Του πονηρού δε θέλει αργήσει, θα λυγίσει η γνώμη.
Ως του θανάτου τα πλατιά φτερά θα με σηκώσουν
οι χρυσοπόρφυροι ουρανοί οι εφτά θα με κυκλώσουν.
Σ’ αμάραντα θ’ αγάλλομαι για πάντα καλοκαίρια.
Κι ενώ η ψυχή θα λούζεται στα παραδεισονέρια,
ψηλά σ’ αιθρίες ατάραχες κι από τα θεία τα κλώνια,
θα κελαδούν ασίγητα, τα Ηλύσια χελιδόνια.
3 ποιήματα
Ποιητική
Ι
Μη μου μιλάς για τους ελεύθερους
ποιητές στις αρχαίες ημέρες.
Κι ας τους συνόδευε ο αλαλαγμός
της νιότης όπου περνούσαν.
Τίποτε σταθερό δε μένει
κι ο κορεσμός την αφοσίωση ακολουθεί.
Και τη σημερινή μας πίστη
σκληρά το αύριο θα την αρνηθεί.
Μνήσθητι, Κύριε του Παλαμά,
μνήσθητι και του Σικελιανού.
Από πολύν καιρό τους έχουν γράψει
στο μεριδοχάρτι των ψυχών.
Μνήσθητι κι άλλους όσους
τους σκεπάζουν τα νερά της Λήθης.
Α, πάλιωσε πολύ στη συντροφιά μας
εκείνος ο ακέραιος αρχαίος λόγος.
Μιαν άλλη τώρα πιο υψηλή
τέχνη καλλιεργούμε.
Κι είν’ άλλα τα συνθήματα που τώρα
ακούονται για της ποίησης τη θεωρία.
Ας μείνει για το λαό η απλοϊκή στιχουργία
δεν πάει αυτή για τη νέα αισθητική μας.
Τιμή κι ευγένεια απόχτησε
εσώστρεφη κι ομφαλική όπως είναι τώρα.
II
Σκαλίζοντας μόνο τα βάθη του εαυτού σου
θα βρεις τα βάθη των πραγμάτων.
Μη φοβηθείς τα όσα κρυφά
κρατούν τα σωθικά σου.
Κι αν θέλεις σα σοφός να λάμψεις
γίνου ασαφής, γίνου ασαφής.
Να μην τα λες τα πράγματα με τ’ όνομά τους,
το σφάλμα αυτό μεγάλη αφέλεια θα κριθεί.
Σβήσε κι από το νου σου τη γλώσσα των ανθρώπων
και πάσκισε να βρεις κρυφή δική σου γλώσσα.
Απρόσιτος θα πρέπει να ‘σαι για να εξέχεις,
ν’ ανακατώνεις τα χαρτιά σου όσο μπορείς.
Το νόημα πρέπει να ‘ναι και να μένει
κρυφό σαν του Λοξία τα λόγια.
Οσο λιγότερο θα δένεσαι στο πλήθος
τόσο και πιο τεχνίτης θα λογιέσαι.
Σοφό τεχνίτη θα σε πουν
και πνεύμα αριστοκρατικό
κι οι σνομπ θ’ ακολουθούν με θαυμασμό.
Αν μεγάλη ασάφεια και σκοτείνια αποχτήσεις
στην πιο προχωρημένη θα ταχθείς πρωτοπορία.
III
Μα ο φρόνιμος και τον αντίλογο θ’ ακούσει
Αν είναι ευαίσθητος αλήθεια
προς τι τα περισσόλογά σου.
Άφησε το κρασί σου αγνό
να ‘ναι μεθυστικό καθώς το φυσικό του.
Κράτα μακρυά του περιθώριου
τα σχόλια που το ξεθυμαίνουν.
Κι αν μόνο στις πυκνές ουσίες
ζητάς το στόχο,
Τεχνίτης άξιος θα δειχτείς
για το στεφάνι.
ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ (Ι)
Σπασμένα αγάλματα, σπασμένες κολώνες
όνειρα σπασμένα, εδώ στη χώρα του θανάτου.
Στην κόλασή μας κυβερνούν οι άδειες κάρες
κι είναι κλειδοκράτόροι κουφάρια με κόγχες αδειανές.
Πολεοδόμοι για τις πολιτείες του θρήνου
μαστορεύουν τα λαγούμια που παχαίνει το σκουλήκι
χτίζοντας πλατιά κοιμητήρια
για να χωρέσουν ζωντανοί και πεθαμένοι.
Σώσον ελέησον! μα ποιος σ’ ακούει
και ποιος θα σώσει από το στεναγμό του το λυταρωμένο.
Παλιά κατάρα μας βαραίνει
μ’ αυτά τ’ απανωτά νεκρόδειπνα που ζούμε.
Στην πλατεία τα χάλκινα και τα κρουστά αλαλάζουν
λοφία φανταχτερά, χρυσές φούντες στα σπαθιά
κι η βασιλική δαλματική στους ώμους.
-Παντρεύεται ο Χάρος τη Ροκάνα-
ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Φωνές, δάκρυα ικεσίας, χέρια υψωμένα,
φωνές της οργής, της κατάρας και του τρόμου.
Λαοί που μάχονται να ζήσουν στρέφονται σε σένα
που ήσουνα υπόσχεση κι ελπίδα.
Το τεράστιο ανάστημα σου
είναι τώρα ο τρόμος των λαών.
Οι πρώτοι κάτοικοι σ’ αυτή τη χώρα
φυλές αρχαίες όσο κι ο κόσμος
είναι εξοντωμένοι.
Μεμιάς στιγμής χειρονομία σου μεγάλες πολιτείες
καίονται σα λαμπάδες.
Θα κάψει τη γη ο αναμμένος δαυλός σου;
Οι χώρες που η ρομφαία σου προστατεύει
πνίγονται στα δάκρυα.
Στρέφονται σε σένα που είναι τ’ όνομά σου
υποκρισία κι αίνιγμα το πρόσωπό σου.
Με τις γκρεμισμένες πολιτείες και την καμένη γη
τον ύμνο σου θα υψώσεις και τη δόξα;
Είναι τα σπλάχνα σου νεκρά;
κι είναι κλεισμένες σιδερόδετες οι ακοές σου;
Σαν πιο θανατερή κι απ’ το τραγούδι των Σειρήνων
είναι η φωνή σου, δολερή.
«Λάτε σε μένα οι πρόσφυγες της ζωής,
οι αποδιωγμένοι των εθνών
όσοι δεν έχετε στον ήλιο μοίρα…».
Και ν’ ακούω του αητού σου το κρώξιμο
απάνω σε βουνά πτωμάτων.