Βιογραφικό
O Κώστας Βάρναλης ήτανε λογοτέχνης, ποιητής, κριτικός και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Ανατολικής Ρωμυλίας (Β. Θράκη νυν Βουλγαρία) 14 Φλεβάρη 1884. όπου βίωσε το κλίμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό, δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου μένανε πολλοί Έλληνες -το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς. Στo σχολείο της πατρίδας του έμαθε τα πρώτα γράμματα, τελείωσε το 1898 και κατόπιν σπούδασε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης κι αφού δίδαξε λίγα χρόνια στο σχολείο του Πύργου έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε 10 τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του κι άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), στα 18 του, και στη συνέχεια στην Ελλάδα, στην Αμαλιάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Επίσης παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας στο Παρίσι.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ώς το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό κι αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για τη ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημά του Προσκυνητής.
Πρωτοπαρουσιάσθηκε στα ελληνικά γράμματα με στίχους, που δημοσίευσε, σπουδαστής ακόμα, στην εφημερίδα της Φιλιππούπολης Ειδήσεις Του Αίμου με το ψευδώνυμο Φηγεύς και λίγον αργότερα στο Νουμά με τ’ όνομά του. Η 1η του ποιητική συλλογή εξεδόθη με τίτλο Κηρήθρες στην Αθήνα (1905) και το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα τη 2η με τίτλο Το Φως Που Καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, αφού εν τω μεταξύ επιβλήθηκε σα ποιητής με τα ποιήματα, που δημοσίευσε στα διάφορα περιοδικά. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύθηκε από τη θέση του με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το Φως Που Καίει.

Στράφηκε στη δημοσιογραφία κι έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους, (διηγήματα).Το 1929 νυμφεύθηκε τη ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή Απολογία Του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άη Στράτη. Υπήρξε κομμουνιστής και στη Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).
Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχανε προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο Της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (2 τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ’. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά κι εγκυκλοπαίδειες, μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Το ταφικό μνημείο του ποιητή, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης, το 1975.
Bάρναλης & Στρατής Τσίρκας
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική κι έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση μ’ ενδιαφέρον για το σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίησή του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο διονυσιασμό, παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριώτερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε τη ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Υπήρξε ένας από την πλειάδα των νέων, που στα 1904-5 εξέδωσε το περιοδικό Ηγησώ, μοναδικό στο είδος του για την Ελλάδα, γιατί περιείχε μόνο ποιήματα των ιδρυτών και συνεργατών του και καθόλου πεζά.
Επιτάφια πλάκα του στο Μπουργκάς, Βουλγαρία
Τα Έργα του:
- Ποιητικές συνθέσεις
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Ποιητικές συλλογές:
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)
Πεζά και κριτικά έργα:
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ. ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί – Αληθινοί (1958)
Οι διχτάτορες (1965)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
Θέατρο:
Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Μεταθανάτιες συλλογές κειμένων:
Γράμματα από το Παρίσι, («Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2013, 164 σελ.)
Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2014, 306 σελ.
Αττικά, 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2016, 578 σελ.
Αστυνομικά, 265 χρονογραφήματα (1939-1957) εμπνευσμένα από το αστυνομικό δελτίο, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2017, 376 σελ.
Μεταφράσεις:
Αριστοφάνης – Βάτραχοι
Αριστοφάνης – Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης – Ιππείς
Αριστοφάνης – Λυσιστράτη
Αριστοφάνης – Πλούτος
Ευριπίδης – Ιππόλυτος
Ευριπίδης – Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρος – Μισάνθρωπος
Ευγένιος Ποτιέ – Η Διεθνής
________________________________
Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι άν τα γονατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. -“Γειά σου Κωσταντή βαρβάτε!”
-“Καλησπερούδια, αφεντικά, πως τα καλοπερνάτε“;
Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπηλειά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ εκείνος ο Τριβέλας!-
καμώσουν πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θελησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πούσαι νιότη, που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Το Τραγούδι Του Τρελλού
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που ’ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να ’χα να σας φράξω,
να ’χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να ’στε γεροί,
της πέννας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να ‘χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
Οι Μοιραίοι
Μες στην υπόγεια τη ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμε ψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος -ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γιός του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; Ποιος φταίει; …Κανένα στόμα
δε το ‘βρε και δε το ‘πε ακόμα.
Ετσι, στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σα τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Η Μπαλάντα Του Κυρ-Μέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ‘βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέματα.
Kαι στον πόλεμ’ “όλα γι’ όλα”
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Kαι γι’ αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με τη κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
“Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι’ οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πως και τί,
να ζητάς την αρετή!”
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τους προγόνους ντράπου!
-Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!”
Kι έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι’ εγώ,
του Θεού τ’ αβασταγό!
Kι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω τη πνοή
(ένα πουφ είν’ η ζωή),
H ψυχή μου θε να δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
“Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσ’ το γέρο τον κυρ-Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ-λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!…”
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου ‘κλεισε κι’ αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνά με βιά:
“Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι όξαποδώ
κει δεν είναι παρά ‘δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Όπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ’ αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον Αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη“.
Οι Πόνοι Της Παναγιάς
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί τ’ Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θα ‘χεις τη καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Tη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου ‘τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι
Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη τη πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σα την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Τρεις Θάνατοι
Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά
και τη κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη,
να σε πάρουν τα κύματα βαθιά.
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,
σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε
κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.
Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,
μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.
Ιούδας
Ξυπόλητος μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά
Τη μέρα τη μέρα να κρυβόμαστε τη νύχτα να βρωμάμε
Ξυπνούν αλάργα τα σκυλιά και μας γαβγίζουν δυνατά
Πόσες ημέρες νηστικοί θυμάμαι δεν θυμάμαι
Αχ δε βαστώ καρδούλα μου κι ότι λογιάσεις κάνε
Στην ‘Αγια Πόλη ως μπήκαμε βάγια πολλά και φοινικιές
Και ξένοι αρχόντοι και δικοί κρυμμένοι τρέμαν όλοι
Γιατί άνεμος ξεσήκωνε τα πλήθη ελπίδες ξαφνικές
Που πας σιγά τώρα καιρός για τη μεγάλη σχόλη
Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνεια μάθε η πόλη
Για σας μανάδες κι αδελφοί και τώρα κι ύστερα σιγά
Θα κάνω απόψε που νογά της ανταρσίας το κρίμα
Και ξέρω η καταλαγιά τη μνήμη μου θα κυνηγά
Αν δεν πετύχει τούτο δα το πρώτο μέγα βήμα
Θα πουν οι εμπόροι των Θεών τον πρόδωσε το χρήμα.
Το Πέρασμά Της
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
Στην γης αυτή που μας μισεί
Κι όσο να πιούμε δεν σε σβηούμε
Πόνε πικρέ και πόνε αψύ
Που μας κρατάς και σε κρατούμε
Ήρθες εσύ μιαν άγια μέρα
Όραμα βίαιο και ξαφνικό
Και γέμισε ανθών οπώρα
Κελαϊδισμό παθητικό
Όλ’ η καρδιά μας όλ’ η χώρα
Αχ τόσο λίγο να βαστάξει
Τούτη η γιορτή κι η Πασχαλιά
Έφυγες κι έχουνε ρημάξει
Ξανά και πάλι η πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει.
