Γκάτσος Νίκος : Κομμάτια Ουρανού Σε Στίχους

Βιογραφικό

    Γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω ΑσέαΑρκαδίας, όπου και τελείωσε το ΔημοτικόΓυμνάσιο τέλειωσε στη Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Ήξερε ήδη αρκετά καλά γαλλικά, αγγλικά κι είχε μελετήσει Παλαμά, Σολωμόδημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεοτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.
     Στην Αθήνα εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του κι άρχισε να ‘ρχεται σ’ επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σ’ έκταση και με κλασσικόν ύφος, στα περιοδικά Νέα Εστία1931 & Ρυθμός1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά Μακεδονικές ΗμέρεςΡυθμός και Νέα Γράμματα (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, τη Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη, αντίστοιχα).


     Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις Αετός σε 308 αντίτυπα, το βιβλίο του “Αμοργός” με το ομώνυμο ποίημα, που ‘μελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αυτό ήτανε και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από 20 μόνο σελίδες, εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στη  κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές κι αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα, το 1947, αντιστράφηκε το κλίμα κι η “Αμοργός” μ’ ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στη κορφή της ελληνικής ποίησης. (Επανεκδόσεις: 19631969 και 1987). Από τότε δημοσίεψε μόνο ακόμη ποιήματα: το “Ελεγείο” (1946Φιλολογικά Χρονικά), “Ο Ιππότης & Ο Θάνατος” (1947Μικρό Τετράδιο) και το “Τραγούδι Του Παλιού Καιρού” (1963Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στο Σεφέρη. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στη ποίηση.


     Με το τέλος του πολέμου, συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση σα μεταφραστής και με το ΕΙΡ, σα ραδιοσκηνοθέτης, για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα, άρχισε να γράφει στίχους πάνω στη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ανοίγοντας έτσι λαμπρή θητεία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα θα συνεργαζόταν και μ’ άλλους αξιόλογους συνθέτες, όπως με τους Θεοδωράκη και Ξαρχάκο. Έχοντας εκφραστική δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τη μετάφραση έργων, κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασσικές με πρώτη αυτή του “Ματωμένου Γάμου“. Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους ΛόρκαΛόπε Ντε Βέγκα και Ραμόν Ντελ Βάλιε-ΙνγκλάνΖενέΟ’ ΝηλΤ. Ουίλιαμς, Α. Μακ ΛιςΣων Ο΄ΚέιζιΑύγουστο ΣτρίντμπεργκΚρίστοφερ Φράι κι άλλους.
     Το 1944 μετέφρασε στα Φιλολογικά Χρονικά, το “Νυχτερινό Τραγούδι“, “Ματωμένος Γάμος” (1948), “Το Σπίτι Της Μπερνάντα ‘Αλμπα” (1945) του Λόρκα, “Ο Πατέρας” του Στρίνμπεργκ (1962) και “Το Μακρύ Ταξίδι Της Ημέρας Μέσα Στη Νύχτα” του Ο’ Νηλ (1965). Ολα ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Νέα ΕστίαΤραμΜακεδονικές ΜέρεςΜικρό ΤετράδιοΝέα ΓράμματαΦιλολογικά Χρονικά, Ρυθμός και Καλλιτεχνικά Νέα. Επίσης, σε συνεργασία με την ελληνική ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά.

     Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής σαν στιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την “Αμοργό“. Συνεργάστηκε στενά με κορυφαίους Ελληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ. ΧατζιδάκιςΜ. ΘεοδωράκηςΣτ. ΞαρχάκοςΔ. ΜούτσηςΛ. ΚηλαηδόνηςΧ. Χάλαρης κ.α. σε κορυφαίες δημιουργίες κι επιτυχίες. Ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον Χατζιδάκι και για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θανατό του ήταν επίλεκτο μέλος της ομάδας XατζιδάκιEλύτη, Tσαρούχη, Mποσταντζόγλου κι Αργυράκη. Με τη ψηλής ποιότητας μεστή ποίησή του, καθιερώθηκε σα κορυφαίος στιχουργός της ελληνικής έντεχνης μουσικής.
     Πέθανε στις 12 Μάη 1992 και θάφτηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και σαν εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού.



Μα ήταν αγέρας κι έφυγε, κορυδαλλός κι εχάθη,
   ήταν του Μάη το πρόσωπο, του φεγγαριού η ασπράδα,
   ένα περπάτημα λαφρό σα σκίρτημα του κάμπου,
   ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης


=================

Η Μπαλάντα Του Ουρί

Ουρανέ,
όχι δε θα πω το ναι.
Ουρανέ,
φίλε μακρινέ.
Πώς να δεχτώ,
άλλης αγκαλιάς τη στοργή;
Πώς να δεχτώ;
Μάνα μ’ είν’ η γη!
Πώς ν’ αρνηθώ,
της Ζωής το φως το ξανθό;
Αχ Ουρανέ!
Πόνε μακρινέ!

Κάθε δειλινό,
κοιτώ τον Ουρανό,
τον γαλανό
κι ακούω μια φωνή,
καμπάνα γιορτινή,
να με παρακινεί.
Κάθε Κυριακή,
μου λέει να πάω κει,
που χτίζουνε φωλιά,
αλλόκοτα πουλιά,
στου Ήλιου τα σκαλιά.

Ουρανέ,
όχι δε θα πω το ναι.
Ουρανέ,
φίλε μακρινέ.
Πώς να δεχτώ,
άλλης αγκαλιάς τη στοργή;
Πώς να δεχτώ;
Μάνα μ’ είν’ η γη!
Πώς ν’ αρνηθώ,
της Ζωής το φως το ξανθό;
Αχ Ουρανέ!
Πόνε μακρινέ!

Κάθε δειλινό,
κοιτώ τον Ουρανό,
τον γαλανό
και μια φωνή τρελή,
σα χάδι κι απειλή,
κοντά της με καλεί.
Κάθε Κυριακή,
μου λέει να πάω κει.
Μου τάζει Ωκεανούς,
κομήτες φωτεινούς
και ό,τι βάζει ο νους.

Έβαλ’ Ο Θεός Σημάδι

Έβαλ’ ο Θεός σημάδι
παλικάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον ‘Αδη
άκουσε μια τουφεκιά.

Της γενιάς μου βασιλιά,
μη κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες τ’ αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.

Έβαλ’ ο Θεός σημάδι
παλικάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον ‘Αδη
τράβηξε μια χαρακιά.

Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μη περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.

Είχα Φυτέψει Μια Καρδιά

Με τ’ αστεράκι της αυγής
στο παραθύρι σου σα βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά
να ‘ρχεται από τη ξενιτιά
στείλε με τ’ άσπρα σου πουλιά
γλυκά φιλιά

Είχα φυτέψει μια καρδιά
στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που ‘ρθα να σε βρω
με δαχτυλίδι και σταυρό
γίνε το φως μου και του κόσμου η ξαστεριά
κι απ’ το παλιό μας το κρασί
δόμου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα στη πικρή στεριά

        Κεμάλ  

Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ, ενος νεαρού πρίγκηπα της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, που νόμισε ότι μπορέι ν’ αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων

Στης Ανατολής τα μέρη
μια φορά κι ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι,
μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσούλη, τη Βασόρα,
στη παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα
της Ερήμου τα παιδιά.

Κι ενας νέος από σόι
και γενιά βασιλική
αγροικά το μοιρολόι
και τραβάει κατά κει.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι
με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει,
πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.

Σαν ακούσαν οι αρχόντοι
του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι
και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη,
απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη
να τον πιάσουν ζωντανό.

Πέφτουν πάνω του τα στίφη,
σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στον χαλίφη
να του βάλει τη θηλειά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα
ήπιε κείνο το πρωί
πριν αφήσει στη κρεμάλα
τη στερνή του τη πνοή.

Με δυο γέρικες καμήλες
μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες
ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι-χέρι
κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι
τους κρατούσε συντροφιά.

Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο
βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο
λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
-“Νικημένο μου ξεφτέρι
δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί
“!

 Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ…
Καληνύχτα…

        Καίγομαι

Όταν γεννιέτ’ ο άνθρωπος
ένας καημός γεννιέται
όταν φουντώνει ο πόλεμος
το αίμα δε μετριέται

Καίγομαι, καίγομαι
ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά
πνίγομαι, πνίγομαι
πέτα με σε θάλασσα βαθειά

Ορκίστηκα στα μάτια σου
που τα ‘χα σα βαγγέλιο
τη μαχαιριά που μου ‘δωκες
να σου τη κάμω γέλιο

Μα συ βαθιά στη κόλαση
την αλυσίδα σπάσε
κι αν με τραβήξεις δίπλα σου
ευλογημένος να ‘σαι

    Μαύρος Ήλιος

Μαύρος ο ήλιος σήμερα
κι η ξαστεριά μια χίμαιρα
μα βρήκα βράχο και γιαλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
Κι έρριξα τα κρίματα
σε σαράντα κύματα

‘Αμοιρο αδέρφι σου ‘φερα
της λευτεριάς τα νούφαρα
και με τη πίκρα στην ματιά
μάζεψα τ’ άγια σου σκουτιά
Κι έπλυνα τα αίματα
σε σαράντα ρέματα

Μαύρος ο ήλιος σήμερα
κι είναι βουβά τα σήμαντρα
μα ‘γώ στου πόνου τη πλαγιά
προσκύνησα τη Παναγιά
Κι έκλαψα τα θύματα
σε σαράντα μνήματα

    Ο Εφιάλτης Της Περσεφόνης

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν’ να δουν διϋλιστήριο.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μη ξαναβγείς.

               Ο Κυρ-Αντώνης

Ο κυρ-Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
μ’ ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ
είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά

Ο κυρ-Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ό,τι ποτέ δεν έζησε μες στ’ όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή

Μα ένα βράδυ ο κυρ-Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στη πόρτα να φανεί
μα ο κυρ-Αντώνης δε θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες στ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει

Αχ κυρ-Αντώνη πως σ’ αγαπάμε
και μαζί σου τ’ άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να ‘ρθει βροχή
και το θυμό σου πάντα ξεχνάμε
σα πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σα παιδιά με σένα γελάμε
σα κάνεις προσευχή

 Πάει Ο Καιρός…

Πάει ο καιρός,
πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθ’ αυγή
ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη

Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί

Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα,
και πέρα απ’ το βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα
που θα βρει στεριά

Στης Πίκρας Τα Ξερόνησα

Πού να ‘βρω τέσσερα σπαθιά
και μια λαμπάδα στη γροθιά
φωτιά να βάλω σήμερα
και να τον κάψω σίγουρα
τον κόσμο αυτό π’ αγάπησα
και μ’ άφησε και σάπισα

Στης πίκρας τα ξερόνησα
το δάκρυ μου κοινώνησα
και στης ζωής τη φυλακή
που δεν υπάρχει Κυριακή
ποτέ μου δε λησμόνησα
τη μοναξιά τη φόνισσα

Κι εσύ που ήρθες μια βραδιά
να μου ζεστάνεις τη καρδιά
με πέταξες αλίμονο
στο μαύρο καταχείμωνο
με πρόδωσες και μ’ έφτυσες
ήσουν χαρά και ξέφτισες

Πού να ‘βρω τέσσερα κεριά
και στη ψυχή μου σιγουριά
φωτιά να βάλω γρήγορα
και να τον κάψω σήμερα
τον κόσμο αυτό π’ αγάπησα
και μ’ άφησε και σάπισα

Το Πρακτορείο

Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
 
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω ‘γω κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που ‘χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δε τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά

‘Αντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στη προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου τη κάνω πυρκαγιά
Κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μείνει πια κανείς
για να γενούμε πάλι ανθρώποι
στο κήπο της Γεθσημανής

Χάρτινο Το Φεγγαράκι

Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
να σου φιλούν το χέρι.

Χάρτινο το φεγγαράκι
ψεύτικη ακρογιαλιά
αν με πίστευες λιγάκι
θα ‘ταν όλα αληθινά.

Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είν’ ο κόσμος πιο μικρός.

    Φύσα Αεράκι

Γεια σου, χαρά σου Βενετιά
παίρνω τους δρόμους του νοτιά
και τραγουδώ στη κουπαστή
σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί

Φύσα αεράκι, φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά

Γεια σου, χαρά σου Βενετιά
περνώ μια θάλασσα πλατειά
κι απ’ το κατάρτι το ψηλό
τον άνεμο παρακαλώ

Φύσα αεράκι, φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω στη Κρήτη μια κορφή
που ‘χω μανούλα κι αδελφή

Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη

Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δεν μας τα ‘γραψες καλά.
Δες ο Έλληνας τι κάνει
για ν’ ανέβει πιο ψηλά.

Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάμεις ίσο.

Μπαρμπα-Γιάννη Μακρυγιάννη
δεν μας τα ‘γραψες σωστά.
Το φιλότιμο δε φτάνει
για να πάει κανείς μπροστά.

    Η Κόρη Του Πασά

Του Χατζησταυρή τ’ αγόρι
που το λέγανε Γρηγόρη
δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει
ξημερώνεται στη Σμύρνη.

Κάτω στα ντερσέκια τα παλιά
βλέπει να περνά μια κοπελιά.
Ήταν κόρη του πασά
και τη λέγαν Αϊσά.

Ο Γρηγόρης βόλτα-βόλτα
φτάνει στου πασά τη πόρτα
μα του φέρνει το χαμπέρι
γυφτοπούλα από τ’ Αλγέρι.

-“Χτες“, του λέει, “που φούντωσε η φωτιά,
έριξα για σένα τα χαρτιά.
Τη ζωή σου αν αγαπάς
τέτοια πόρτα μη χτυπάς
“.

Του Χατζησταυρή τ’ αγόρι
κλαίει για του πασά τη κόρη.
Και Χριστός κι Αλλάχ αντάμα
άρχισαν κι αυτοί το κλάμα.

                                     Αμοργός

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη…

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *