Βιογραφικό
Ο Καβάφης είναι απ’ τους κορυφαίους -αν όχι ο κορυφαίος- Έλληνες και ξένους ποιητές, Γνώριζε πολύ καλά τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός κι ο συμβολισμός, μα δεν φαίνεται ν’ ακολούθησε συστηματικά κάποιο. Βαθμιαία κινήθηκε στα πλαίσια του ρεαλισμού. Γύρω στα 1900 περίπου είχε ήδη διαμορφώσει το δικό του ύφος. Η αφήγησή του έχει το χαρακτήρα ντοκουμέντου, ενώ τα αισθήματα απομόνωσης, φθοράς και παρακμής κυριαρχούνε στα ποιήματά του. Στο αδιέξοδο που κυριαρχεί στον εξωτερικό κόσμο, το μόνο που απομένει είναι η αξιοπρέπεια του ατόμου. Κι αυτή είναι η απάντηση που δείχνουν να δίνουνε τα περισσότερα απ’ αυτά. Τα ποιητικά κείμενά του πλησιάζουνε τον πεζό λόγο. Αυτό το πετυχαίνει με τη λιτότητα στην έκφραση, τα λιγοστά επίθετα, τον ελεύθερο στίχο με τον άνισο αριθμό συλλαβών. Η γλώσσα ιδιότυπη περιέχουσα πολλά στοιχεία απ’ τη καθαρεύουσα κι απ’ τη δημοτική, ενώ είναι διανθισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς από Αλεξάνδρεια και Πόλη. Είναι γνωστός επίσης για την ειρωνεία του, μοναδικός συνδυασμός λεκτικής και δραματικής ειρωνείας. Σήμερα η ποίησή του όχι μόνον έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα απ’ τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.
Ο Κωνσταντίνος Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης γεννήθηκε 29 Απρίλη 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας τη Πόλη το 1850. Ήταν το 9ο παιδί του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη (1814-1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (1835-1899), που ανήκε σε παλιά φαναριώτικη οικογένεια μεγαλεμπόρων και κοινοτικών επιτρόπων της Πόλης, με καταγωγή από το Φανάρι. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία κι ήτανε κάτοχος βρεττανικού διαβατηρίου. Πλούσια οικογένεια στην αρχή, με εμπορικά υποπρακτορεία στα αξιολογότερα κέντρα της Ευρώπης, μα ξέπεσαν μετά το θάνατο του πατέρα το 1870. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σε πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό κι Αγγλίδα τροφό. Η οικογένεια νοίκιαζε μεγάλη οικία που ανήκε στον Στέφανο Ζιζίνια, ενώ το 1860 μετακόμισε στην οδό Σερίφ Πασά. Το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας ήτανε πολύ υψηλότερο σε σχέση μ’ αυτό των Ελλήνων της εποχής. Το 1869, ο Πέτρος Καβάφης παρασημοφορήθηκε με το Μετζιδιέ 4ης Τάξης για τη συμβολή στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας, ενώ απεβίωσε στις 10 Αυγούστου 1870, σε ηλικία 56 ετών. Στην Αλεξάνδρεια, διδάχτηκε αγγλικά, γαλλικά κι ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για 1-2 έτη στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Αλεξάνδρειας.
Με το θάνατο του πατέρα αρχίζει η παρακμή της οικογένειας κι τη σταδιακή διάλυση της επιχείρησης Καβάφης & Σία, η οικογένεια εγκαταστάθηκε το 1872 στο Λίβερπουλ και το 1874 στο Λονδίνο. Πριν εγκαταλείψουν την Αίγυπτο μεταφέρουν τη κινητή περιουσία τους σε διαμέρισμα της οδού Ραμλίου με προσιτότερο ενοίκιο. Το 1877 γίνεται η οριστική εκκαθάριση της εταιρείας. Στη διαμονή του εκεί, δεν είναι γνωστό αν φοίτησε σε κάποιο σχολείο ή αν έλαβε τη μόρφωσή του με ιδιαίτερα μαθήματα. Στα 6 έτη της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 κι επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο 15ετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή. Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στη Πόλη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια κι η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί 3ετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη. Τη περίοδο της παραμονής του εκεί εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στη ποίηση κι εκδηλώθηκε 1η φορά σύμφωνα με μαρτυρίες η ομοφυλοφιλική τάση του. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουνε κι αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884), ενώ ενημερωνότανε για τις εξελίξεις στην Αλεξάνδρεια μέσω των εκεί φίλων του Μικέ Ράλλη και Στέφανου Σκυλίτση. Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς -Ένα έπος), που περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας απ’ την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως τη Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβρη του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα 2 αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι ν’ αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα. Το 1886 κατείχε δημοσιογραφική ταυτότητα απ’ το περιοδικό Τηλέγραφος και ξεκίνησε συνεργασία με το λογοτεχνικό περιοδικό Έσπερος και την εφημερίδα Ομόνοια, όπου δημοσίευσε ποιήματα και πεζά. 5 έτη μετά πέθανε ο αδερφός του Πέτρος-Ιωάννης κι ο θείος του Γεώργιος Καβάφης. Συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά της Αλεξάνδρειας και της Λειψίας και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου έστειλε το ποίημα Κτίσται στο Αττικόν Ημερολόγιον. Αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων κι από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση που θα παραμείνει ως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη. Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά του. Εκδίδει το 1ο αξιόλογο ποίημά του Κτίσται και δημοσιεύει μερικά απ’ τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του, Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και 2 κείμενα για τα Ελγίνεια και ξεκίνησε τη συγγραφή ενός ιστορικού λεξικού που το διέκοψε στο λήμμα Αλέξανδρος.
Από το 1893 ως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει Σκεπτικιστή, φιλοσοφικό, μελαγχολικό, με ειρωνική πικρία. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, που την υπεραγαπούσε. Είχανε προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896). To 1902 ταξιδεύει 1η φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του, Κίμωνα Μιχαηλίδη, Γρηγόριο Ξενόπουλο κι Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί τη 1η εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει έν απ’ τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για 3η φορά την Αθήνα για τη κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.

Δεκέμβρη του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, ξεκίνησε να ζει ως μποέμ και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Νέας Ζωής μετά από γνωριμία του με τον ποιητή Παύλο Πετρίδη.και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας απ’ την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρώ, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης κι η Μυρτιώτισσα. Το 1910 χρονολογείται η έκδοση του 2ου τεύχους συλλογής ποιημάτων του. Το 1912 ξεκίνησαν τα επικριτικά σχόλια για τη ποίησή του από αθηναϊκούς κι αλεξανδρινούς κύκλους. Ο Καβάφης ετοίμαζε τότε τη 1η συλλογή ποιημάτων του σε μονόφυλλα, που συνεχίστηκε τα έτη: 1917 η 2η, 1918 η 3η, 1920 η 4η κι η 5η, 1924 η 6η κι η 7η, 1929 η 8η κι η 9η και τέλος 1930 η 10η. Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. 5 έτη μετά, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό. Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλη του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. “Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα“, γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, που υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το Παράσημο Φοίνικος, διάκριση που ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι “το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ” κι εξέδωσε το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του, oι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Δε μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα, όπου διαμένοντας στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ, εισπράττει μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Μεταφέρθηκε για ανάρρωση στη κλινική Καψαλά στη Κηφισιά και τύπωσε το ποίημα Μέρες του 1908. Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει κι αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο. Στις αρχές Απρίλη μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 28 του ίδιου μήνα έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση. Στις 2 το πρωί στις 29 Απρίλη 1933 ο ποιητής αφήνει τη τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών (την ίδια ημερομηνία γενεθλίων και θανάτου).
Κλειστός, εγκεφαλικός, ευαίσθητος και με μιαν έντρομη εσωτερικότητα, που τη μεγέθυνε ο συνεχής φόβος μην ανακαλύψουνε τις ιδιαίτερες ερωτικές του επιλογές, στράφηκε στη μελέτη και στη ποίηση. Η κριτική διαμάχη γύρω από τη ποίησή του κράτησε ως το τέλος της ζωής του με αμείωτη ένταση και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1917 πραγματοποιήθηκε έκδοση επιλογής 21 ποιημάτων του Καβάφη μαζί με μια μελέτη του Γ. Βρισιμιτζάκη για το έργο του μ’ έγκριση του ποιητή στη σειρά των Γραμμάτων Βιβλία της Ζωής. Το βιβλίο γνώρισε 2 εκδόσεις που εξαντλήθηκαν. Το 1918 πέθανε ο ξάδερφός του Γ.Ψύλλιαρης, που σύμφωνα με πληροφορίες ο ποιητής είχε τον πρώτο του ερωτικό δεσμό σε εφηβική ηλικία. Τότε πραγματοποιήθηκε κι η διάλεξη του Αλέκου Σεγκόπουλου για τη καβαφική ποίηση στην αίθουσα του επιστημονικού συλλόγου Πτολεμαίος Α’. Το κείμενο της διάλεξης, γραμμένο όπως αποδείχτηκε από τον ίδιο τον Καβάφη προκάλεσε αντιδράσεις. Έν έτος μετά ο E.M. Forster δημοσίευσε το ιστορικής αξίας δοκίμιο για τον Καβάφη στο περιοδικό Atheneum του Λονδίνου (το 1922 εξέδωσε το αφιερωμένο στον ποιητή βιβλίο Alexandria. A history and a guide). Το 1920 πέθανε στη Γαλλία σε ηλικία εξήντα χρόνων ο αδερφός του Παύλος. Το 1921 σημειώθηκαν η διάλεξη του Τέλλου Άγρα και το άρθρο του Παλαμά στο Εμπρός για τον Καβάφη. Το 1924 κυκλοφόρησε το αφιερωμένο στον Καβάφη τεύχος της Νέας Τέχνης και δημοσιεύτηκε η Ιθάκη στο περιοδικό Criterion από τον Thomas Eliot.
Το σώμα των καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα), τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, που μετά τα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα, δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η 1η πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. 2 ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα. Είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε 3 κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ερωτικά ή αισθησιακά.
* Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουνε και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (π.χ. Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ’21, αλλά ούτε κι από τη κλασσική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών κι οι περισσότεροι ήρωές του είναι “ηττημένοι“.
* Τα αισθησιακά ή ερωτικά ποιήματα, που είναι τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ομοφυλοφιλία και θέματα όπως η ανάμνηση κι η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν και πολύ συχνά ο οραματισμός.
* Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους διδακτικά. Ο Ε.Π. Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με “συμβουλές προς ομοτέχνους”, δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας (Καισαρίων) κ.ά.
Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό κι ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, η φιλοσοφική του σκέψη κι η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του κι ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.
Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου -ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια- είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή κι ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου “ψευδοϊστορικό” είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει μ’ αυτό τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο “ιστορικοφανή“. Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, που τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει τη πλοκή. Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο “ιστοριογενή” για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό.Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τις πτυχές της ομοφυλοφιλίας του. Η γλώσσα κι η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:
* Ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.
* Εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα).
* Ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακρυά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Η γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα.
* Εξαιρετικά σύντομα ποιήματα.
* Ιαμβικός ρυθμός, αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να διακριθεί.
* Ομοιοκαταληξία όχι σε όλα τα ποιήματα, ενίοτε χαλαρή και περιστασιακή.
* Ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (π.χ. ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (π.χ. χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).
Ο Καβάφης λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ού αι. με τη συλλογική συνείδηση. Ιδιαίτερο στοιχείο της τεχνικής του είναι μία σπάνιας υφής σκηνοθετική ικανότητα αντίστοιχη μ’ αυτή που συναντά κανείς στον πεζογραφικό ή και θεατρικό λόγο. Άλλο ένα όμως χαρακτηριστικό του συμπληρωματικό του προαναφερόμενου είναι η τάση, μέσω του λόγου του, να υποδύεται περσόνες. Το εν λόγω χαρακτηριστικό δημιουργεί μια πολυεπίπεδη ποίηση αλλά κι αινιγματικότητα μιας κι είναι συχνά δυσδιάκριτο για τον αναγνώστη ν’ αναγνωρίσει μέσω τίνος προσώπου μιλά ο ίδιος ο ποιητής και με ποιο ταυτίζεται.
Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με τη τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική κι οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους τη ποιητική του. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος προσδιορίζει ως “ενιαίο καβαφικό κύκλο“, αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν τη καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.
* Το 1926, του απονεμήθηκε το βραβείο Φοίνικας από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου.
* Από τις 16 Νοέμβρη 1992, το διαμέρισμα του Καβάφη, στην άλλοτε κακόφημη συνοικία του Αταρίν στην Αλεξάνδρεια, έχει μετατραπεί σε μουσείο. Το μουσείο διαθέτει αρκετά από τα σκίτσα και τα πρωτότυπα χειρόγραφά του, φωτογραφίες και πορτραίτα του.
* Το 1996, προβλήθηκε η κινηματογραφική ταινία Καβάφης ελαφρώς βασισμένη στη ζωή του, με τους Δημήτρη Καταλειφό και Βασίλη Διαμαντόπουλο στον ομώνυμο ρόλο και σε σκηνοθεσία Γιάννη Σμαραγδή.
* Το 2004, ο Σον Κόνερι απήγγειλε την Ιθάκη του, σε μουσική επένδυση του Βαγγέλη Παπαθανασίου, Αυτή η εκτέλεση κυκλοφόρησε σε CD και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Ithaca – A Journey in Colour της Μισελίν Ροκμπρίν Κόνερι.========================
Εν Τω Mηνί Aθύρ
Με δυσκολία διαβάζω στη πέτρα την αρχαία.
“Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ“. Ένα “Ψυ[χ]ήν” διακρίνω.
“Εν τω μη[νί] Aθύρ, Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη“.
Στη μνεία της ηλικίας “Εβί[ωσ]εν ετών“,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω “Aυτό[ν]… Aλεξανδρέα“.
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες,
μα κάτι λέξεις βγάζω σαν “δ[ά]κρυα ημών, οδύνην“,
κατόπιν πάλι “δάκρυα“, κι “[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος“.
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
Τα Άλογα Του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, δυνατός και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως.
Η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργο που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
τη γη χτυπούσαν με τα πόδια και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που νιώθαν -άψυχο αφανισμένο-
μια σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ τη ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων κι ελυπήθη. “Στου Πηλέως τον γάμο”
είπε, «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μη σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που ‘ναι το παίγνιο της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ γήρας,
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι”. Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου τη παντοτινή
τη συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Η Πόλις
Είπες· “Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ ειν’ η καρδιά μου σα νεκρός θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μεσ’ στο μαρασμόν αυτό θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα“.
Καινούριους τόπους δε θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μεσ’ στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στη πόλη αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού μην ελπίζεις
δεν έχει πλοίο για ‘σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες
Η Σατραπεία
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στο μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι μ’ απελπισία
αυτά τα πράγματα που δε τα θέλεις.
‘Αλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει:
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους.
Aυτά που θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
Η Κηδεία Του Σαρπηδόνα
Bαριάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κι οι Aχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το ‘ξευτελίσουν.
Aλλά ο Zευς διόλου δε στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί -που τ’ άφησε
κι εχάθηκεν, ο Nόμος ήταν έτσι-
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στη πεδιάδα
ερμηνευμένο πως το σώμα να ‘νοιασθεί.
Tου ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και το πάει στο ποταμό.
Tο πλένει απ’ τες σκόνες κι απ’ τα αίματα
κλείει τη πληγή του, μην αφήνοντας
κανένα ίχνος να φανεί, της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει πάνω του και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα το ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Tώρα σα νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης
-στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι-
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείο.
Έτσι σα που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και το Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν’ το σώμα στη Λυκία, το πλούσιο τόπο.
Kαι κατά εκεί το πλούσιο τόπο, τη Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν, οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος κι όταν πια ‘φθάσαν
στη πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδωσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Kι ως το ‘λαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνισε
με συνοδείες και τιμές και θρήνους
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή
κι έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κι έκαμαν το μνήμα και τη στήλη.
Μέρες Του 1896
Εξευτελίσθη πλήρως. Μια ερωτική ροπή του
λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη
(έμφυτη μολοντούτο) υπήρξεν η αιτία:
ήταν η κοινωνία σεμνότυφη πολύ.
Έχασε βαθμηδόν το λιγοστό του χρήμα,
κατόπι τη σειρά και την υπόληψί του.
Πλησίαζε τα τριάντα χωρίς ποτέ ένα χρόνο
να βγάλει σε δουλειά, τουλάχιστο γνωστή.
Ενίοτε τα έξοδά του τα κέρδιζεν από
μεσολαβήσεις που θεωρούνται ντροπιασμένες.
Κατήντησ’ ένας τύπος που αν σ’ έβλεπαν μαζί του
συχνά, ήταν πιθανό μεγάλως να εκτεθείς.
Aλλ’ όχι μόνο τούτα. Δε θα ‘τανε σωστό.
Aξίζει παραπάνω της εμορφιάς του η μνήμη.
Μια άποψις άλλη υπάρχει που αν ιδωθεί απ’ αυτήν
φαντάζει, συμπαθής, φαντάζει, απλό και γνήσιο
του έρωτος παιδί, που πάνω απ’ τη τιμή
και την υπόληψί του έθεσ’ ανεξετάστως
της καθαρής σαρκός του τη καθαρή ηδονή.
Aπ’ την υπόληψί του; Μα η κοινωνία που ήταν
σεμνότυφη πολύ, συσχέτιζε κουτά.
Περιμένωντας Τους Βαρβάρους
Τί περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τί κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δε νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τί νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως τη πιο μεγάλη πύλη
στο θρόνο πάνω, επίσημος, φορώντας τη κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να του δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Γιατί οι δυό μας ύπατοι κι οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
Γιατί κι οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σα πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί εφθάσαν απ’ τα σύνορα,
κι είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις!
Προ της Ιερουσαλήμ
Β’
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
ως κ’ η υπερηφάνεια η ιπποτική των,
ευθύς απ’ τες ψυχές των απεβλήθησαν.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Στην έκστασι και στην κατάνυξί των
εξέχασαν τες έριδες με τους Γραικούς,
εξέχασαν το μίσος για τους Τούρκους.
Έφθασαν τώρα εμπρός στην Ιερουσαλήμ.
Κ’ οι Σταυροφόροι οι τολμηροί κ’ ακαταμάχητοι
οι ορμητικοί σε κάθε των πορεία κ’ έφοδο,
είναι δειλοί και νευρικοί και δεν μπορούν
να προχωρήσουν· τρέμουν σαν μικρά παιδιά,
και σαν μικρά παιδιά κλαιν, κλαίνε όλοι,
τα τείχη βλέποντας της Ιερουσαλήμ.
[1893;]
Η σκηνή τοποθετείται στις 7 Ιουνίου 1099, όταν οι Φράγκοι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ρεϋμόνδο IV de Saint Gilles, πρωταντίκρισαν τα Ιεροσόλυμα και άρχισαν την πολιορκία τους. Το ποίημα έχει κρυφήν ειρωνική διάσταση, για όποιον θυμάται πως στις 15 Ιουλίου, αμέσως μετά την άλωση της πολιτείας, επακολουθησεν η σφαγή όλου του μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού της Ιερουσαλήμ από τα «μικρά παιδιά» της Δύσης.
[Γ. Π. Σαββίδης]
…
Το ποίημα αυτό το είχε γράψει αρχικά ο ποιητής στη καθαρεύουσα και το μετέτρεψε αργότερα στη δημοτική.
[α’]
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Πάθη, πλεονεξία, και φιλοδοξία,
και η ιπποτική υπερηφάνεια
εκ των ψυχών αυτών απεδιώχθησαν.
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Εν τη εκστάσει των και εν τη κατανύξει
εξέχασαν τας έριδας με τους Γραικούς,
εξέχασαν το μίσος των διά τους Τούρκους.
Έφθασαν τώρα προ της Ιερουσαλήμ.
Κ’ οι Σταυροφόροι οι ακαταμάχητοι,
οι άλλοτε απτόητοι και τολμηροί,
είναι δειλοί και νευρικοί, δεν ημπορούν
να προχωρήσουν, τρέμουν ως μικρά παιδία
και ως μικρά παιδία κλαίουν, κλαίουν όλοι,
τα τείχη βλέποντες της Ιερουσαλήμ.
Μονοτονία
Τη μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι
οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα.
Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Εκόμισα Εις Την Τέχνη
Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κι αισθήσεις
εκόμισα εις τη Τέχνη, κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει Μορφή της Καλλονής
σχεδόν ανεπαισθήτως το βίο συμπληρούσα,
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.
Απολείπειν Ο Θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
τη τύχη σου π’ ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλευτα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα τη, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μη πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σα που ταιριάζει σε π’ αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνηση, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα τη, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Θερμοπύλες
Τιμή σε ‘κείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ απ’ το χρέος μη κινούντες
δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρό γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και πιότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.
Ιθάκη
Σα βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
το θυμωμένο Ποσειδώνα, μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μέν η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δε θα συναντήσεις,
αν δε τους κουβανείς μεσ’ στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δε τους στήνει ‘μπρός σου.
Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
κι ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
-όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά-
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδαγμένους.
Πάντα στο νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος μ’ όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτή δε θα ‘βγαινες στο δρόμο.
‘Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Φωνές
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν ή εκείνων που ‘ναι
για μας χαμένοι σα τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρα μας ομιλούνε.
Κάποτε μες στη σκέψη τις ακούει το μυαλό
και με τον ήχο τους για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από τη πρώτη ποίηση της ζωής μας
σα μουσική, τη νύχτα, μακρυνή, που σβήνει…
(αυτό το ποίημα στην αρχική του κι αποκηρυγμένη μορφή ήταν έτσι:
Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι δια παντός
εσίγησαν, όσαι εντός
καρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.
Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί
αι μελαγχολικαί φωναί
και φέρουν εις την μνήμην μας την τόσον ασθενή
αποθανόντας ακριβούς, ους κρύα γη
καλύπτει και δι’ ους αυγή
ποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.
Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί κι εν τη ψυχή
η πρώτη ποίησις ηχεί
του βίου μας -ως μουσική, την νύκτα, μακρινή)
Το Πρώτο Σκαλί
Εις το Θεόκριτο παραπονιόνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης:
-“Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιό μου έργο είναι.
Αλίμονον, είναι ψηλή της Ποίησης η σκάλα
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δε θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος“.
Είπ’ ο Θεόκριτος:-“Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ‘σαι περήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ απ’ το κοινό το κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών τη πόλη.
Και δύσκολο στη πόλη εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δε γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι,
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα“.
Che Fece… Il Gran Rifiuto
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι και λέγοντας το πέρα
πηγαίνει στη τιμή και στη πεποίθησή του.
Ο αρνηθείς δε μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι
όχι θα ξανάλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι -το σωστό- σε όλη τη ζωή του.
Τείχη
Χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ,
άλλο δε σκέπτομαι, το νου μου τρώγει αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α! όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μη προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από το κόσμον έξω.
Όσο Μπορείς
Κι αν δε μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: Μη την εξευτελίζεις
μες στη πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μη την εξευτελίζεις πιαίνοντάς τη,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς τη
στων σχέσεων και των συναναστροφών
τη καθημερινήν ανοησία,
ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Nέοι της Σιδώνος (400 μ.X.)
Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στο κήπο πάνω
κι είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος και Κριναγόρας και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
“Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει…“
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το “αλκήν δ’ ευδόκιμον“, το “Μαραθώνιον άλσος“),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα και φώναξε:
-“A δε μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σα λιποψυχίες.
Δώσε -κηρύττω- στο έργο σου όλη τη δύναμή σου,
όλη τη μέριμνα και πάλι το έργο σου θυμήσου
μες στη δοκιμασίαν ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ το νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας το Λόγο το λαμπρό-
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας- και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, το σωρό
πολέμησες και συ το Δάτι και τον Aρταφέρνη“.
Aς Φρόντιζαν…
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με το δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κι έχω φιλίες μ’ αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις και παληανθρωπιές και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτή τη χώρα,
τη προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ότι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να ‘μαι στη χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσή μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους-
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους τη Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν ένα τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Διακοπή
Το έργο των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κι η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μεσ’ σε μεγάλες φλόγες και βαθύ καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κι επεμβαίνει.
Kεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα και κυρτά.
Δε θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δε θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν…
———————————————————————————–
ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ
Κτίσται
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη -φέρει
καθείς τον λίθον του, ο εις λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις- και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αφνίδιός τις σάλος
εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,
ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον και μακράν ζωήν και πλούτον και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.
Αλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κι εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.
Βακχικόν
Από του κόσμου κεκμηκώς
την πλάνον αστασίαν
εντός του ποτηρίου μου
εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κι ελπίδα εν αυτώ
και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.
Μακράν εδώ των συμφορών,
των θυελλών του βίου,
αισθάνομ’ ως διασωθείς
ναύτης εκ ναυαγίου
κι εν ασφαλεί ευρισκόμενος
εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.
Ω! υγιής του οίνου μου
ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν.
Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους ή διαβολών,
δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.
Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν
δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν,
και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί
ευρίσκομαι πεδίω
-δος, δος να πίω!
Και αν είναι δηλητήριον
και αν εύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού,
εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν
εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!
Αν Μ’ Ηγάπας
Aν του βίου μου το σκότος
φαεινή έρωτος ακτίς
διεθέρμαινεν, ο πρώτος
της αλγούσης μου ψυχής
ο παλμός ήθελεν ήτο ραψωδία ευτυχής.
Δεν τολμώ να ψιθυρίσω
ό,τι ήθελον σε ειπεί:
πως χωρίς εσέ να ζήσω
μοι είναι αφόρητος ποινή-
αν μ’ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν’ ελπίς απατηλή!
Aν μ’ ηγάπας, των δακρύων
ήθελον το τέρμα ιδεί
και των πόνων των κρυφίων.
Οι δε πλάνοι δισταγμοί
δεν θα ετόλμων πλέον να δείξουν την δολίαν των μορφή.
Εν τω μέσω οραμάτων
θείων ήθελ’ ευρεθείς.
Pόδα θαλερά την βάτον
θα εκόσμων της ζωής-
αν μ’ ηγάπας… πλην, φευ, τούτο είν’ απατηλή ελπίς!
Πάρθεν
Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικα, δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για το χαμό της Πόλης:
“Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν την Σαλονίκη“.
Και τη Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
“ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης“,
ακούσθηκε κι είπε να πάψουν πια,
“πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια“
πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ όλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με τη λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν πως θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονο μοιραίον πουλί “απαί την Πόλην έρται“
μες στο “φτερούλν’αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν“.
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
“Χέρας υιός Γιαννίκας εν” αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται:
“Σιτ’ αναγνώθ’ σιτ’ ανακλαίγ’ σιτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν“.
Δυνάμωσις
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει,
να ‘βγει απ’ τό σέβας κι από την υποταγή.
Από τους νόμους, μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κι έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Τη καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξη·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στη γνώση.
(κρυμμένα ποιήματα 1877 – 1923)