Καραγάτσης Μ. (Δημήτρης Ροδόπουλος): Μπαλζακικός Μοναδικός Τεχνίτης

Βιογραφικό

   Ο Μ. Καραγάτσης ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Γενιάς του ’30. Το πραγματικό του όνομα ήτανε Δημήτρης Ροδόπουλος. Η σύζυγός του Νίκη ήτανε ζωγράφος. Έχει κόρη τη Μαρίνα κι εγγονό τον ηθοποιό Δημήτρη Τάρλοου. Το ψευδώνυμο προήλθε από το δέντρο πτελέα (φτελιά ή καραγάτσι) στο εξοχικό της οικογένειάς του, στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, που περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκότανε στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το Μ. προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα Μίτια (ρωσική εκδοχή του Δημήτρη), που τον έλεγαν όλοι φίλοι και συμφοιτητές, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Dostoyevsky κι ιδιαίτερα για τους Αδερφούς Καραμαζώφ του (Brat’ya Karamazovy). Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως Μ. Καραγάτσης προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά το ερμήνευαν σαν Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο Ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα. Το μυστήριο δε λύθηκε -κι ούτε πρόκειται φυσικά να λυθεί τώρα πια- ποτέ, διότι ο ίδιος δε δήλωσε ρητά δημόσια ποια η σημασία του. Αρκετοί επίσης ήταν εκείνοι που αναρωτήθηκαν γιατί υιοθέτησε το συγκεκριμένο ψευδώνυμο, αγνοώντας το αρκετά πιο εύηχο οικογενειακό Ροδόπουλος. Ο ίδιος υποστήριξε το 1943, στη Νέα Εστία, πως αναγκάστηκε ν’ αλλάξει τ’ όνομά του, επειδή ο πατέρας φοβόταν ότι ο γιος του, αν γινόταν συγγραφέας, κινδύνευε να μοιάσει στο γιο φίλου του στρατηγού, επίσης συγγραφέα κι αιρετικό σε άλλες βιοκοινωνικές του εκδηλώσεις. Ο Λαπαθιώτης, θιγμένος για την έμμεση αυτή αναφορά στο πρόσωπό του, αντέδρασε αμέσως με επιστολή στο περιοδικό, που κατηγορούσε τον Καραγάτση για παραποίηση γεγονότων με σκοπό την αυτοπροβολή.
     Η μαρτυρία οφείλεται σε μια απλή γυναίκα απ’ τη Ραψάνη, που μεταφέρει τις εντυπώσεις γι’ αυτόν:

   Κάτι ήξερε ο κύριος Μίμης και νοίκιαζε σπίτι στον επάνω μαχαλά. Ύστερα ήτανε και το δέντρο της εκκλησίας. Μπορώ να πω περισσότερο βρισκότανε κάτω από τον ίσκιο του και λιγότερο σπίτι του. Μόνος, όλη μέρα, παράξενος άνθρωπος. Καθότανε ξαπλωμένος κι αγνάντευε με τις ώρες και που και που έβγαζε ένα μπλοκάκι από τη τσέπη κι ένα μολυβάκι και κάτι σημείωνε. Η γριά η καντηλανάφτισσα έλεγε ότι τον είχαν μαγέψει τα στοιχειά που ήτανε στον κορμό του δέντρου κι ότι ζουρλάθηκε, αλλιώς δεν γίνεται να κάθεται ‘κεί όλη μέρα μόνο, παλικάρι πράμα. Ποιός ξέρει, μπορεί. Πολλά λέγανε στο χωριό για την αφεντιά του. Αν αυτό που ακούστηκε να λέγεται, ότι απαρνήθηκε τον πατέρα του κι έκανε πατέρα το δέντρο του Άη-Θανάση, το καραγάτσι (φτελιά) κι ότι πήρε τ’ όνομά του, ήταν αλήθεια, σίγουρα η γριά η καντηλανάφτισσσα είχε δίκιο.



    Γεννήθηκε στην Αθήνα, σ’ ένα γωνιακό σπίτι των οδών Ακαδημίας & Θεμιστοκλέους στις 23 Ιουνίου 1908. Ο πατέρας Γεώργιος Ροδόπουλος, ήτανε δικηγόρος και πολιτικός, Πατρινής καταγωγής, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τύρναβο. Ήταν το 5ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του Ροδόπη, Νίκο, Τάκη (χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός, καθώς και Πρόεδρος της Βουλής) και Φωφώ. Πέρασε τη παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του. Ο πατέρας σα διευθυντής τράπεζας δούλεψε σε Τρίκαλα, Πύργο, Αίγιο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Οι μετακινήσεις αυτές, σε συνδυασμό με τη ψυχασθένεια της πρωτότοκης αδελφής, που έκανε τους γονείς να στρέφουν όλο τους το ενδιαφέρον σε κείνη, αλλά και την αυστηρή συμπεριφορά του πατέρα, δημιουργούν αίσθημα αποξένωσης στον Καραγάτση -(φτάνει μέχρι την έμμονη ιδέα ότι είναι νόθος γιος-, αίσθημα που διακατέχει και τους περισσότερους πρωταγωνιστές των αφηγημάτων του. Τα παιδικά του χρόνια τα περιγράφει στο νεανικό διήγημα Εγώ Μικρός Με Μένα Και Τη Θάλασσα, καθώς και στον Μεγάλο Ύπνο. Δημοτικό παρακολούθησε στο Αρσάκειο της Λάρισας, δασκάλα του μια νέα κοπέλα, του εμπνέει το 1ο του διήγημα Η Κυρία Νίτσα, που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό της Νέας Εστίας το 1929. Tα γυμνασιακά του χρόνια, 1922-24 τα περνά στη Θεσσαλονίκη, που τον έστειλε ο πατέρας τιμωρία επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας τα περνά στη Θεσσαλία, ειδικώτερα στη Ραψάνη.

  Γεννήθηκα στην Αθήνα, σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι τους διάφορους αρμοδίους, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα τον Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: Τράβα και συ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά. Όπως βλέπετε το κυρι;vτερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη…
  Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα κι Αρσακειάδα!) κι αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυρά τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μη προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην γυναίκα των ονείρων μου…

     Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία με σκοπό να σπουδάσει εμπορικά. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, το 1925 και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ. Στο Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές κι άλλους λογοτέχνες, όπως τους ΕλύτηΤερζάκηΘεοτοκά. Έφηβος έγραφε ποιήματα γρήγορα όμως στράφηκε στα πεζά. Πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα Η Κυρία Νίτσα, που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Ήταν αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για την 20άχρονη δασκάλα του στο δημοτικό στη Λάρισα. Το 1ο του μυθιστόρημα ήταν Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933. Μετά το πτυχίο Πολιτικών & Οικονομικών που παίρνει, πιάνει δουλειά σαν υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη με την οποία διατρούσε κάμποσα χρόνια ερωτική αλληλογραφία, (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914-1986). Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του Η Μεγάλη Χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβρη δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα.
    Το 1937 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδερφή του, η Ροδόπη Τζουλιάδου, που υπέφερε απο ψυχασθένεια από τη νεανική της ηλικία, και το 1939 πεθαίνει ο πατέρας του. Τη περίοδο της γερμανικής κατοχής τη περνά ήσυχα στο σπίτι του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες. Tο σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στη πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών: Εμπειρίκος, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί. Ωστόσο, μοιάζει απίστευτο πόσο οι λογοτεχνικοί κύκλοι της εποχής τον ζήλευαν. Βοήθησε και το γεγονός ότι, μέσα από τη στήλη του στη Βραδυνή, υπήρξε ένας αυστηρός και καυστικός θεατρικός κριτικός. Αναγκάστηκε να δουλέψει ως ασφαλιστής και διαφημιστής για να βγάλει το ψωμάκι του. Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή ενώ το ίδιο έτος ανεβαίνει και το θεατρικό του έργο Μπαρ Ελδοράδο που δε σημείωσε όμως επιτυχία. Εμφανίζεται και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας Καταδρομή. Το 1946 πεθαίνει κι η μητέρα του, της αφιερώνει το μυθιστόρημα Ο Μεγάλος Ύπνος που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά. Το 1949 στέλνεται σαν πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, που ο εμφύλιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Τουρκία και την Αίγυπτο.


                           Το ζεύγος Καραγάτση/Ροδόπουλου

     Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα γράφει εκλαϊκευμένα την Ιστορία των Ελλήνων και το 1953 ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το δεξιό κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία κι όπως ήτανε φυσικό, απέτυχε και τις 2 φορές. Όταν ρωτήσανε γιατί είχε βάλει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το ‘κανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο, υποψήφιο με την ΕΡΕ. Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει Το Μυθιστόρημα Των Τεσσάρων μαζί με τους Άγγελο ΤερζάκηΗλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, που πρωτοδημοσιεύεται στην Ακρόπολη. Στις 8 Νοέμβρη του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Σεπτέμβρη 1960 ξεκινά να γράφει το Δέκα, που το δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας. Κηδεύεται στις 15 Σεπτέμβρη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το Μεγάλο Συναξάρι: “Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου“.
    Δημιουργός μεγάλης πνοής ο Καραγάτσης από την αρχή της συγγραφικής του δραστηριότητας εμφανίστηκε με αρετές τεχνίτη. Εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία από τον Θεοτοκά, αυθόρμητος, πληθωρικός, εκρηκτικός είναι από τους νεώτερους της γενιάς του, εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς κι ως το 1940 είχε δώσει κιόλας 4 μυθιστορήματα και 2 τόμους διηγημάτων· τα λογοτεχνικά του έργα ως τον πρόωρο σχετικά θάνατό του ξεπερνάνε τα 20. Διακρίνεται η ικανότητά του να δημιουργεί πρωτότυπους αφηγηματικούς χαρακτήρες και πλοκές που κρατάν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα 1α έργα του, (1925-33), ήτανε διηγήματα. Απ’ αυτά, όσα γράφτηκαν πριν από το 1927, δεν τα εξέδωσε ο ίδιος. Το 1933, με το Συνταγματάρχης Λιάπκιν, εγκαινιάστηκε η ώριμη περίοδος των πεζών του. Τα 3, Συνταγματάρχης ΛιάπκινΗ Μεγάλη ΧίμαιραΟ Γιούγκερμαν Και Τα Στερνά Του, αποτελούνε 3λογία με τίτλο Εγκλιματισμός Κάτω Από Το Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, που μετά την Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα κι εργαζότανε στη Γεωργική Σχολή. Ο Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, που εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η Μαρίνα της Χίμαιρας, ήτανε Γαλλίδα, παντρεμένη μ’ Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Κι οι 3 απέτυχαν να εγκλιματιστούνε και τελικά οδηγηθήκανε στη καταστροφή.



     Επόμενος σημαντικός σταθμός ήτανε Το Χαμένο Νησί, που ξεχωρίζει από τα λοιπά πεζά εξ αιτίας της απόστασής του από το ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος το χαρακτήρισε φανταστική νουβέλα). Κεντρικός ήρωάς του είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος, 2ος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στη Τήλο. Αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό εξ αιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατηρήσανε περίεργα κλιματικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες δίνανε λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα κι έπειτα από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί. Στη συνέχεια επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο Κόσμος Που Πεθαίνει. Η σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο 3: Ο Κοτζάμπασης Του ΚαστρόπυργουΑίμα Χαμένο Και ΚερδισμένοΤα Στερνά Του Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν Έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κι αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου. Παρ’ όλο που δεν ολοκλήρωσε αυτή τη σύνθεση, συνέχισε να ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και να εμπνέεται από αυτά: Αποπειράθηκε να γράψει 3τομο ιστορικό έργο, την Ιστορία Των Ελλήνων κι έγραψε τελικά μόνο τον 1ο τόμο για την αρχαία Ελλάδα κι έγραψε τη μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του υποβρυχίου Κατσώνης. Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα: το Σέργιος & Βάκχος, με πρωταγωνιστές τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, είναι σατιρική και καυστική κριτική κι απομυθοποίηση της Ιστορίας. Γι’ αυτό το έργο έγραψε εκτενές κείμενο ο Εμπειρίκος, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό τους κι αποτελεί τεκμήριο της φιλίας τους και του θαυμασμού του για τον Καραγάτση.


                Εμπειρίκος Νίκη Καραγάτση κι ο ίδιος

     Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα 4 έργων και πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10. Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά. Μάλιστα ο συγγραφέας επισκεπτότανε κάθε πρωί το λιμάνι και παρατηρούσε τη κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό. Το ημιτελές μυθιστόρημά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήτανε γεννημένος πεζογράφος. Όλοι αναγνωρίζανε την αφηγηματική του ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους κι όχι μόνο αυτούς της γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του. Πίσω του άφησε περισσότερα από 20 βιβλία, δεκάδες δημοσιευμένα κείμενα σε εφημερίδες, 3 θεατρικά, ένα κινηματογραφικό σενάριο. Η τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει ήταν “Ας γελάσω“…
     Ἀπό τούς συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς τοῦ ’30 εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἀσχολήθηκε συστηματικώτερα μέ τήν ἑλληνική ἱστορία. Φαίνεται πως εἶχε σκοπό νά γράψει ὁλοκληρωμένη ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἔτσι γιά τήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἔγραψε την Ἱστορία Των Ἑλλήνων, το 1952. Τό ἔργο αὐτό δέν παρουσιάζεται μέ τήν εὐθύνη τοῦ ἱστορικοῦ μελετητῆ, ἀλλά μέ τήν εὐαισθησία καί τήν πλαστικότητα τοῦ λογοτέχνη. Γιά τό Βυζάντιο ἀφιέρωσε τό πολυσέλιδο ἔργο τοῦ Σέργιος & Βάκχος, το 1959. Ἐκεῖ μέ βαθεία κριτική διάθεση μελετᾷ τόν μεσαιωνικό ἑλληνισμό. Ὁ ὕπνος τῶν δύο ἡρώων-ἁγίων ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιτυχημένο εὔρημα που του ἐπιτρέπει να ἐρευνήσει τήν ἱστορική πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους μ’ ἐξωκοσμικό βλέμμα. Μέ τη νεώτερη Ἑλλάδα ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση μέχρι τό 1844, ὁ Μ. Καραγάτσης ἀσχολεῖται στη βασική του 3λογία που ανεφέρθη πιό πάνω. Κεντρικός ἥρωας σ’αὐτήν ὁ ἀπόλυτα καραγατσικός Μίχαλος Ῥούσης. Τό ἴδιο ὄνομα ἐμφανίζεται στά βιβλία του Ὁ Μεγάλος Ύπνος κι Ὁ Κίτρινος Φάκελλος με το μικρό ὄνομα Κωστής. Τη τελευταία 15ετία έγραψε και μερικά από τα πιο ιδιότυπα και παράδοξα έργα του, όπως π.χ. το Άμρι Α Μούγκου (Στο Χέρι Του Θεού, 1954), όπου το αιώνιο ερωτικό θέμα τοποθετείται στην αφρικανική ζούγκλα.



    Αντιφατικός, μανιώδης καπνιστής, όμορφα σκοτεινός και συνάμα εικονοκλαστικός, παραμένει ακόμη και στις μέρες μας ένας από τους πιο θερμούς Έλληνες συγγραφείς. Είναι μια σχολή από μόνος του κι απ’ τους πολυγραφότερους νεοέλληνες συγγραφείς. Η πληθωρικότητά του αυτή πηγάζει προπάντων από τη πλούσια μυθοπλαστική του φαντασία, που είναι η κυριώτερη αρετή του. Μολονότι βέβαια πολλά είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο του, δεν αναλίσκεται όμως και δεν εξαντλείται σ’ αυτά, πλάθει τύπους κι έχει το ταλέντο να τους παρουσιάζει σ’ όλη τη ζωντάνια και τη μυθιστορηματική τους αρτιότητα. Λένε πως αν έγραφε αγγλικά, θα διαβαζόταν από εκατομμύρια αναγνώστες, θα ‘χε ανακαλυφθεί από το Χόλιγουντ κι οι ήρωές του θα ‘τανε σήμερα κομμάτι του δυτικού πολιτισμού. Γιατί, ο εικονοκλαστικός κι εριστικός Καραγάτσης συγκεράζει την αφηγηματική δύναμη του Χεμινγουαίη και τα αδιόρατα τρέμουλα του Φιτζέραλντ, με τη δύναμη του Γκράχαμ Γκρην. Ο ίδιος λογαριάζει τον εαυτό του ως μαθητή του Ντοστογιέφσκη. Ήταν ένας τιτάνας της 10ετίας του ’30. Ένας Ζολά που αρεσκόταν κι εκείνος στις τοιχογραφίες. Αλλά χωρίς ίχνος ηθικοπλαστικής διάθεσης. Τα μυθιστορήματά του σε τραβάνε σα χοάνη, είναι ένα καλειδοσκόπιο εμπειριών, θέλεις μαρτυρικά ν’ ανήκεις στο σύμπαν του, να μιλάς σε κορμιά ψιθυριστά, να σ’ εξοργίζει ο πόθος σου. Ο Καραγάτσης αφήνει απ’ έξω το Θεό, η προσέγγισή του είναι ανθρωποκεντρική, σχεδόν ρομαντική. Κι είναι χοάνη ο ίδιος που απορροφά τα πάντα: το Φρόιντ, την ιστορία, το ρεαλισμό, το νατουραλισμό, τη πολιτική, τη τέχνη, φιλοσοφικές θεωρίες, περιγραφές της φύσης, όνειρα, αναδρομές, αστυνομικές πλοκές. Για να καταλήξει στη νυχτερινή απελπισία, εκεί όπου ενοικιάζονται σπίτια και τάφοι (Γιούγκερμαν). Τέλος, άλλο μόνιμο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του είναι το επίμονο ξαναγύρισμα στο σεξουαλικό στοιχείο. Ο ηδονισμός του δεν είναι καθόλου ευφρόσυνος, είναι ένας ηδονισμός τραγικός· οι ήρωές του, με το αξεδίψαστο πάθος του κορεσμού που τους τυραννεί, οδηγούνται τελικά στη καταστροφή.
    Τη προβληματική του σχέση με το πατρικό πρότυπο, τους δαίμονές του, άλλοτε κατάφερνε να δαμάσει κι άλλοτε όχι. Ταλαιπώρησε πολύ τη 19χρονη κόρη του Μαρίνα όταν, άτεγκτος, παρουσία του φίλου του Εμπειρίκου και της ιδίας, σχολιάζει: Είναι ανιαρά ενάρετη. Στο έργο της διαπιστώνεται το ταλέντο, όχι όμως και το έργο. Σήμερα, εκείνη λέει: Με τον πατέρα ήταν όλα ανάποδα. Αν έπαιρνα κάποιο από τα τέλεια ξυσμένα μολύβια του με έβαζε τιμωρία. Κυκλοφορούσε ντυμένος με χακί σορτ και κάτι παλιοπαντόφλες -σαν να κλαδεύεις τη μηλιά/μιλιά. Όμορφα σκοτεινός όμωςΜε ήρωες σύνθετους κι αντιφατικούς. Ο ίδιος διχασμένος, παρορμητικός, χωρίς το παραμικρό διπλωματικό χάρισμα. Τον φαντάζομαι να περιδιαβαίνει κατσούφης και στοχαστικός κάτω από δρόμους με μουριές και νεραντζιές, με το επιβλητικό του παράστημα, πανύψηλος, δέντρο ο ίδιος, φορώντας τα σκούρα κι αυστηρά σταυρωτά κοστούμια του. Για να καταλήξει σε μυστικά ερωτικά ραντεβού σε μαγειριά και καφενέδες.



    “Ο Καραγάτσης και μέσα στις αυθαιρεσίες και τους παραλογισμούς του, τις εκρήξεις και τις ακαταλόγιστες συχνά αντιδράσεις προς πρόσωπα και πράγματα, παρέμενε πάντα μια σπάνια ιδιοφυΐα. Στον Εμφύλιο τρόμαξε μήπως τον συλλάβουνε και ζήτησε βοήθεια από τον Καββαδία, μιας κι ο γάμος του Λουντέμη έγινε σπίτι μας με το Σικελιανό παρόντα και με Ρώσους οργανοπαίκτες…”, περιγράφει η κόρη, αναμετρώμενη μια ζωή με το βάρος. Μάνα και κόρη έντρομες, συνεπαρμένες από την αστάθμητη συμπεριφορά και τα ηφαιστειώδη συναισθήματά του. Της έλεγε: “Τί κάθεσαι και διαβάζεις μυθιστορήματα; Θα γίνεις σαν αυτές του κατηχητικού με τα σπυριά και τους κότσους; Να βγαίνεις, να κάνεις παρέα με αγόρια“. Πράγματα ανήκουστα για την εποχή. Κι ύστερα έβαζε στο πικάπ τις Βαλκυρίες.
     Γράφει ο Αντρέας Καραντώνης: “Συνδύαζε ένα διονυσιακό αυθορμητισμό με προγραμματισμό και περίσκεψη. Προχωρούσε τολμηρά στη ζωή, μα προτιμούσε να σταματά κάμποσο μακρυά από το χείλος της αβύσσου. Μέσα του, πότε πάλευαν πότε συνεργάζονταν, πότε αποκοιμούνταν, ένας ποιητής κι ένας επιχειρηματίας. Είναι ο μόνος συγγραφέας μας που η ψυχοσύνθεση κι οι εσώτερες ροπές του παρουσιάζανε κάποιες ομοιότητες με τον Μπαλζάκ. Ο Καραγάτσης και μέσα στις αυθαιρεσίες του και τους παραλογισμούς του, τις εκρήξεις του και τις ακαταλόγιστες, συχνά, αντιδράσεις του προς πρόσωπα και πράγματα, παρέμενε πάντα μια σπάνια ιδιοφυΐα. Βαρύτατη έπεφτε η σκιά του παντού, μια σκιά που μαγνήτιζε κι όταν ακόμη τύχαινε να απωθεί“. Ήτανε καπνιστής του σκοτωμού. Κι άπιστος επίσης. Η Μαρίνα θυμάται επίσης ότι τσαμπουκαλευόταν τους άλλους οδηγούς. Έβγαινε έξω κι έδερνε! Με τη σύζυγο πηγαίνανε σε ταβερνεία. “Μαζί ήτανε συνήθως ο Καραντώνης με τη γυναίκα του, ο Κατσίμπαλης, ο Πατσιφάς… ήταν οι πιο τακτικοί. Κι οι Βενέζηδες μερικές φορές, Τερζάκηδες, αυτοί“. Και πολύ κοιλιόδουλος. “Έγραψα πολλά και διάφορα, (…) έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουνε ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου γι’ αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μού ‘δωσε το βραβείο Αρετής, πώς δεν με κάλεσε να παρακαθίσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον Σπ.. Μελά. Δε επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν“.



     Έπασχε από φοβερές αϋπνίες, πήγαινε στους ψυχίατρους, έπαιρνε φάρμακα. Η γυναίκα του, η ζωγράφος Νίκη Καρυστινάκη που τονε λάτρευε, εξομολογείται: “Είχε δύσκολο ύπνο, οι θόρυβοι τον ενοχλούσαν φοβερά… έβαζε ωτοασπίδες το βράδυ για να κοιμηθεί. Κάθε 2 χρόνια αλλάζαμε σπίτι. Πάντα στον τελευταίο όροφο, για να μην έχουμε άλλους από πάνω και κάνουνε θόρυβο. Θυμάμαι στη Πλατεία Κυριακού (τώρα Πλατεία Βικτωρίας), παλιά μονοκατοικία, τα σανίδια τρίζανε. Είχαμε μάθει όλοι στο σπίτι ποιο σανίδι τρίζει και ποιο όχι, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντα καλά. Έτσι οι καβγάδες δεν έλειπαν… οι φωνές του ακούγονταν στο δρόμο, γιατί δεν έκανε καμμιά προσπάθεια να τις καλύψει“.
     Είναι φανερό πως το κλίμα που κυριαρχεί σε όλα τα έργα του είναι ο ρεαλισμός, ή καλύτερα ένας νατουραλισμός σπρωγμένος ως τα ακραία όρια. Παρ’ όλη του τη μαθητεία στη ψυχανάλυση, δεν είναι τόσο ο ζωγράφος των ψυχολογικών καταστάσεων κι αποχρώσεων, όσον οξύτατος παρατηρητής της πραγματικότητας, που ξέρει να τη παραστήσει ως τη τελευταία λεπτομέρεια. Γεύση πραγματικότητας χωρίς ψευδαισθήσεις ή ποιητικούς οραματισμούς, καθώς κι η τραγική αντίληψη του ανθρώπινου πεπρωμένου, τον οδηγεί συχνά και σ’ ένα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας ή και σ’ ένα χιούμορ γεμάτο ειρωνεία, σκώμμα και σαρκασμό. Βαθύτατα ρεαλιστής κι αντιϊδεαλιστής, κυριαρχείται από μια ριζική απιστία προς κάθε είδος ιδανικού ή ηρωισμού. Οι χαρακτήρες του είναι βαθύτατα, κάποτε και κυνικότατα αντιηρωικοί, πολλάκις διαλέγει επίτηδες μορφές γνωστές ιστορικές, για να τις παρουσιάσει αφηρωισμένες με το πρίσμα το δικό του (με τέτοιο πρίσμα δοκίμασε να γράψει και μίαν Ιστορία των Ελλήνων, έργο αποτυχημένο). Μ’ αυτές τις ιδιότητες, θετικές κι αρνητικές, ήτανε συγγραφέας που στάθηκε αμφιλεγόμενο σημείο στον καιρό του, με πολλούς θαυμαστές αλλά και πολλούς επικριτές. Κανείς ωστόσο δεν μπόρεσε να του αμφισβητήσει τη γνήσια λογοτεχνική, πεζογραφική ιδιαίτερα φλέβα του, την ικανότητά του να στήσει ένα μυθιστόρημα πραγματικό. Είναι βέβαια άνισος· το έργο του έχει πολλές αντιφάσεις κι απότομες πτώσεις, το ύφος του, όντας πηγαίο, είναι κι ατημέλητο, ελάχιστα λογοτεχνικό, και -ιδιαίτερα στα τελευταία του έργα- ξεπέφτει σ’ επίπεδο σχεδόν δημοσιογραφικό.



    Ένα πλήθος γυναικών, έστω και σε δευτερεύοντες ρόλους, κινείται στα έργα του. Ο νατουραλισμός ανέδειξε με ποικίλους τρόπους τη μειονεκτική θέση της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα, τις επιπτώσεις από τις ποικίλες εκδοχές της εκμετάλλευσής της, καθώς και τη διαμόρφωση μιας υποκριτικής ηθικής στο γυναικείο ψυχισμό και στη θηλυκή συμπεριφορά. Σε αυτό το πλαίσιο, η γυναίκα-πόρνη, το παραστρατημένο κορίτσι των λαϊκών τάξεων ή η αστή που ασφυκτιά στο “κουκλόσπιτό” της γίνονται τα αγαπημένα θέματα της νατουραλιστικής λογοτεχνίας. Η γυναίκα στον Καραγάτση έχει συνήθως μια ζωώδη σεξουαλικότητα κι όπως έχει ήδη παρατηρηθεί -εξαίρεση η Μαρίνα της Μεγάλης χίμαιρας- δεν εμφανίζεται στο έργο του σε ρόλο πρωταγωνίστριας.
     Ο Κίτρινος Φάκελλος (1956) πιο συγκεκριμένα, είναι εντελώς άλλης έμπνευσης κι εκτέλεσης. Από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα που θεματοποίησαν την ίδια τη μυθιστοριογραφία, αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη του κι ένα από τα καλλίτερα και πλέον ενδιαφέροντα έργα του.
Κύρια στοιχεία του, όπως συνάγονται έμμεσα ή κι άμεσα από το έργο, είναι όλα εκείνα τα γνωρίσματα που απαντώνται σε κάθε έργο που η νεώτερη κριτική δύναται να χαρακτηρίσει ως μετα-μυθιστορηματικό. Με αυτό το έργο ο αναγνώστης έχει 1η φορά τόσο σαφή την αίσθηση πως ο Καραγάτσης αντιμετώπισε και αποπειράθηκε να υπερβεί το κρίσιμο δίλημμα που αντιμετωπίζει, σε κάποια φάση του έργου του κάθε συνειδητός μυθιστοριογράφος: να χρησιμοποιήσει το μυθιστόρημα ως μέσον μεταφοράς μιας ιστορίας κι ενός νοήματος ή να το μεταχειριστεί ως φορέα των θεωρητικών και κριτικών του απόψεων περί του μέσου του μυθιστορήματος. Χωρίς να θίξει τον αναπαραστατικό ρεαλισμό του μυθιστορήματος και χωρίς να διαταράξει τη φαινόμενη ανταπόκριση ιστορίας και πραγματικότητας, μπόρεσε να διατυπώσει εκ των ένδον τη κριτική του, να μορφώσει δηλαδή λογοτεχνικά την αμφισβήτηση των συμβάσεων της λογοτεχνίας.

     Θαρραλέα μπαίνει ο ίδιος στο μυθιστόρημα με το όνομά του, ως χαρακτήρας του έργου κι εντολοδόχος της συγγραφής του. Η εντολή δόθηκε από τον αποθανόντα, υπό περίεργες συνθήκες, φίλο του μυθιστοριογράφο Μάνο Τασάκο. Είναι γραμμένη στο κάλυμμα ενός κίτρινου ντοσιέ που περιέχει διάφορα στοιχεία για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων Θέσεις & Αντιθέσεις, που ο Τασάκος σχεδίασε αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει κι είναι σαφής: “Να το γράψει ο Καραγάτσης“. Αναλαμβάνει το έργο κι ανασυνθέτει βάσει των στοιχείων που περιέχει ο φάκελλος, αλλά κι άλλων μαρτυριών, το 2ό μυθιστόρημα του Τασάκου. Έτσι, η ιστορία διαπλέκεται με τη μυθιστορία, τα εφευρημένα γεγονότα ταυτίζονται με τα πραγματικά, συγγραφέας κι αναγνώστης δεν γνωρίζουνε τελικά πού σταματά η ζωή και πού αρχίζει το μυθιστόρημα, ποιά η αλήθεια και ποιά η πλαστότητα. Μπορούν να τον απολαύσουν ως μυθιστόρημα κι οι πλέον φυσικοί… αφελείς αναγνώστες. Τα διαδραματιζόμενα γεγονότα είναι πειστικά, οι συμβάσεις του ρεαλιστικού μυθιστορήματος δεν εγκαταλείπονται, ο μετα-μυθιστορηματικός προβληματισμός μπορεί να περάσει, όπως και πέρασε, απαρατήρητος. Με αυτό το έργο κατόρθωσε όχι μόνο να δώσει ένα άρτιο μυθιστόρημα, αλλά και να δείξει ότι καλλιεργούσε το μυθιστορηματικό είδος, έχοντας πλήρη συνείδηση των εγγενών χαρακτηριστικών και προβλημάτων του και προωθημένη αντίληψη των δυνατοτήτων του.
     Όλο το έργο του Καραγάτση είναι ένας παμμεγέθης Κίτρινος Φάκελλος, γεμάτος πειραματικές Θέσεις και ρεαλιστικές Αντιθέσεις για την ανθρώπινη κωμωδία. Αυτό το ενιαίο κείμενο, παρά τις προκαταβολικές ιδέες, ίσως κι εξ αιτίας τους, είναι ολοζώντανο σώμα, που χαίρεται, πλαντάζει, σπέρνει, γεννά, σφάλλει, καρδιοχτυπά. Η πιο σωματική γραφή στα Νέα Ελληνικά είναι όλο αισθήσεις -από τις 5 πιο πολύ η όραση κι η όσφρηση- κι η έκτη βέβαια, οι άλλες δεν σταματάνε παρά μόνο στον θάνατο, ετούτη τονε φέρνει σ’ όλο τον βίο. Δεν υπάρχει εδώ τίποτα αθώο, αναίτιο, σκοτεινό, εκτός από ένα: το πεπρωμένο, το Ριζικό…



     Αν η μία όψη είναι ο αλήτης του Χάμσουν που περιπλανιέται αλλοσούσουμος με φερσίματα και καμώματα αλλόκοτα σε λογοτεχνικές σελίδες κι αποτελεί σύμβολο νεορρομαντικής φυγής στα χρόνια κυρίως της 10ετίας του ’20, επιβάλλοντας τη πληθωρική κι ανέμελη παρουσία του, τότε η άλλη όψη της αλητογραφίας, νατουραλιστικής αυτή τη φορά καταγωγής, προβάλλει μαζί με τους απόβλητους, τους κατατρεγμένους και τους άμεσους ή έμμεσους κοινωνικούς στόχους της. Σ’ αυτήν ακριβώς, τη σκοτεινή, ας πούμε πλευρά του φεγγαριού εντάσσονται κι οι απόκληροι του Καραγάτση. Έτσι, Το Μπουρίνι (Το συναξάρι των αμαρτωλών 1935, Το μεγάλο συναξάρι 1951 κι αυτοτελής έκδοση 1943) με αιχμή του δόρατος τον αλλοπαρμένο Νάσο, Η Μεγάλη Βδομάδα Του Πρεζάκη (Πυρετός 1945 και Το μεγάλο συναξάρι), Ο Άνθρωπος Με Το Φλεμόνι (Πυρετός και Το μεγάλο συναξάρι), Νυχτερινή Ιστορία (Νυχτερινή ιστορία 1943) και Τα Χταποδάκια (Το νερό της βροχής 1950) επιλέγονται κι αποτελούν το σώμα των κειμένων, στα οποία θα ερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο συμπλέκεται ο κόσμος με το από-κοσμο πρόσωπο, το όριο με το περιθώριο, ο σκοτεινός κόσμος των από-κοσμων υποκειμένων κατέχει στο διηγηματογραφικό σύμπαν του Καραγάτση μία περίοπτη φωτεινή θέση.
     Η προβολή του διαφορετικού άλλου με ποικίλες μορφές φαίνεται να επιτελεί σημαντικές λειτουργίες. Καθώς διευρευνάται η σχέση ανάμεσα στον κόσμο και στον από-κοσμο σύντροφο, δίνεται η ευκαιρία αλλού περισσότερο κι αλλού λιγώτερο ν’ ασκηθεί ένα είδος κοινωνικής κριτικής για ακαμψία, αναλγησία και για αδυναμία υποδοχής κι ενσωμάτωσης του αλλιώτικου, να καταδειχθεί ακόμη η κοινωνία ως φάρσα, πλάνη κι απάτη, να εξυμνηθεί η τρυφεράδα κι η γλυκύτητα του εσωτερικού κάτω από την άγρια και σκληρή, απροσπέλαστη σχεδόν, φλούδα, να συντελεστεί η αναγνωστική προσέγγιση με τη βοήθεια της ευνοιοκρατούμενης αφηγηματικής προοπτικής με το ανοίκειο και το εξωτικό, να αποτυπωθεί η ανθρώπινη παθολογία στη πολυπλοκότητά της λουσμένη στο αγγελικό μαύρο φως της, έτσι οι περιθωριακοί του Καραγάτση μπορεί να ‘ναι κι ο τόπος της σάτιρας, της ειρωνείας, της υπονόμευσης και της ανατροπής των συμβάσεων, του μοχθηρού γέλιου που καταδικάζει και περιπαίζει και βέβαια της εναγώνιας αναζήτησης κοινωνικής ταυτότητας που, μεταξύ των άλλων, σημαίνει την αναζήτηση της συντροφικότητας, το νεύμα της αποδοχής και της συγκατάνευσης στο βλέμμα του άλλου.




ΡΗΤΑ:

Ποιό πάθος γιατρεύτηκε ποτέ; Ποιός ανικανοποίητος πόθος δεν απωθήθηκε στα λημέρια του υποσυνείδητου;

Καινούριο σπίτι με τις ίδιες πέτρες δεν ξαναγίνεται.

Δεν υπάρχει πιο απίθανο πράμα από την αλήθεια.

Ο έρωτας πηγάζει από τον εγωισμό να κυριαρχήσουμε, με κάθε θυσία, στον εγωισμό ενός ετερόφυλου.

Οι άνθρωποι με τους συνεπείς κι ακλόνητους χαραχτήρες γεννούν την εχτίμηση των ολίγων και τη συμπάθεια κανενός.

Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος κι η μοίρα των θεών είναι η λήθη.

Η μεγαλύτερη εξυπνάδα είναι εκείνη που οδηγεί στην ευτυχία.

“Πρέπει”. Ποιός ανόητος γέννησε αυτό το λόγο και ποιος τρελός πίστεψε σ’ αυτόν; Το πρόβλημα των πράξεών μας -της ζωής μας δηλαδή το πρόβλημα- δε βρίσκεται στη δεοντολογία, μα στο δυναμισμό.

“Πρέπει”, ο πιο άδειος λόγος στην απέραντη κενολογία της ανθρώπινης γλώσσας.

Ο έρωτας είναι ένα χρέος προς τη φύση που σ’ έπλασε. Προς τον εαυτό σου, που βρήκε τη δικαίωσή του. Προς τον άνθρωπο που αγαπάς, που σου ‘δωσε και του ‘δωσες γεύση ζωής.

Δεν αρκεί ν’ ανοίξεις την πύλη του παραδείσου, για να τον χαρείς. Η ευτυχία στεριώνεται στη συνεχή νομή.

Μες στη ψυχή του κάθε ανθρώπου η τιμιότητα υπάρχει ατόφια. Μα δεν υπάρχει πάντα δύναμη να παραδεχτούμε και να στεριώσουμε το τίμιο με στοχασμούς και πράξεις ανάλογες.

Είναι τα καλά παιδιά, οι συμπαθητικοί τύποι, οι χρυσές καρδιές, οι ευχάριστοι σύντροφοι, οι άχρωμοι άνθρωποι, που όχι μόνο δεν ενοχλούν κανένα με την ανύπαρχτη προσωπικότητά τους, μα και κολακεύουν όλες τις μικροπρέπειες με τη μικροψυχία τους.

Γιατί η σύχγρονη ευπρέπεια εξοστρακίζει από τη ρητορική και το γραπτό λόγο όχι μόνο τα εγκώμια μα και την ονομασία των γλουτών; Πού οι πνευματικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων -δηλαδή όλη η Ανθρωπότητα- βρίσκουν την απρέπεια και το κακό γούστο; Μήπως στην αρχαία Ελλάδα ο όρος “καλλίπυγος” δεν ήταν ανώτατος έπαινος ομορφιάς; Αφού και σε θεούς χαριζόταν και ναοί ήσαν γνωστοί μ’ αυτή την προσωνυμία…

Ο νόμος της ζωής διδάσκει πως ο έρωτας είτε είναι ευχή του Διαβόλου, είτε κατάρα του Θεού.

ΕΡΓΑ:

Μυθιστορήματα

Γιούγκερμαν 1938
Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του, 1941
Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου
Ο μεγάλος ύπνος
Ένας χαμένος κόσμος
Αίμα χαμένο και κερδισμένο
Άμρι α Μούγκου, στο χέρι του Θεού
Τα στερνά του Μίχαλου
Ο θάνατος κι ο Θόδωρος
Ο κίτρινος φάκελος
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, με Ηλ.Βενέζη, Αγγ. Τερζάκη, Στ. Μυριβήλη
Σέργιος και Βάκχος
Η θαυμαστή ιστορία των αγίων Σέργιου και Βάκχου
Το 10 (ημιτελές)

Νουβέλες

Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, 1933
Η Μεγάλη Χίμαιρα, 1936 
Λειτουργία σε λα ύφεσις
To χαμένο νησί

Συλλογές διηγημάτων

Το συναξάρι των αμαρτωλών 1935
Το μεγάλο συναξάρι 1952
Η μεγάλη λιτανεία 1956, (Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Διηγήματος 1956)
Νεανικά διηγήματα 1993
Ιστορίες αμαρτίας κι αγιοσύνης (επιλογή διηγ. από τη Λιτανεία των Ασεβών και το Συναξάρι των αμαρτωλών 2003

Άλλα έργα

Βασίλης Λάσκος μυθιστορηματική βιογραφία, 1948 (για το Βασίλη Λάσκο)
Καταδρομή, σενάριο ταινίας που σκηνοθέτησε ο ίδιος
Το μπαρ Ελδοράδο, θεατρικό έργο , 1946
Κάρμεν η χιτάνα, θεατρική διασκευή , 1948
Η Ιστορία των Ελλήνων, 1952
Περιπλάνηση στον κόσμο, ταξιδιωτικό
Κριτική Θεάτρου 1946-1960, 1999

=================

                                                                   Tα Χταποδάκια

     Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το ‘να πίσω από τ’ άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ’ αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που ‘σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
     Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν, κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ’ ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι -σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα, είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι με σύστημα, πάνω χέρι – κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα, γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνησε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι τού καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί. Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει, λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
– Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
     Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν’ αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο ‘να πιότερο από τ’ άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
– Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
– Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις…
– Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
     Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να τη κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ ου κι ο καβγάς -“περικαλώ, κύριος!” και “με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!”. Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: “Mανώλη! Για τ’ όνομα της Παναγιάς!”, μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
– Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
     Σαν ν’ αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν’ ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν – τι κακό πάλι αυτό! Σαν τους Χίτες, στον Αη-Λευτέρη, που παραξήγησαν τα λεγόμενά του και τον κάναν σώσπαστο στο ξύλο. Μα το ξύλο δεν τον ένοιαζε τόσο, όσο η παρεξήγηση.
– Δεν είμαι κουκουές, εγώ! Είμαι καθώς πρέπει! Πολύ πολύ καθώς πρέπει…
     Οι μαντράχαλοι της άλλης παρέας, που το επεισόδιο λήξαν δεν ασχολούνταν πια μαζί του, του ‘ριξαν σκοτεινές ματιές. Έκλιναν προς τ’ αριστερά, ως φαίνεται, κι ο λόγος του λεγάμενου τους ξινοφάνηκε. Γίνηκε πρόχειρο διαβούλιο -να τον δείρουν, να μην τον δείρουν- μα δεν πήραν απόφαση, ένεκα που μόλις ξυλοδαρμένος από τους Χίτες ήτανε, έστω και λόγω παρεξήγησης, δε στέκεται να τις φάει κι από τους κουκουέδες. Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα: Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσει τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
– Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
– Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης; Εμένα που με βλέπεις, άδικα μ’ έδειραν οι Χίτες στον Άη-Λευτέρη. Δεν είμαι κουκουές!
     Είχε αρπάξει το μαγαζάτορα από το γιακά και του ξηγούσε περί διά μακρών το πώς γίνηκε η παρεξήγηση με τους Χίτες. Κι επέμενε -ψείρα σωστή- πως δεν ήταν εντάξει, ο μαγαζάτορας, να μην του μαγειρεύει τα χταποδάκια, να φάει ένα μεζέ, να πιει ένα κρασί, και δος του επιχειρηματολογία, φλυαρία και λογοδιάρροια -για ψείρα, ναι, ήταν ψείρα και περίφημη!
– Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει η πελατεία.
     Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα πια δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπό μάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
– Στην Ευταλία… Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της… Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
     Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ’ απ’ το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
– Έχει τσιγάρο;
     Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα ‘χε. Αυτός όμως εκεί!
– Θέλω τσιγάρο.
– Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
– Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
     Ήταν κι αναιδής.
– Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους. Ακούς;
     Αυτό δεν του άρεσε, του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
– Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
     Φως φανάρι πως οι Χίτες του Αη Λευτέρη δεν είχαν και τόσο άδικο. Μαρτυρήθηκε μοναχός του. Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ’ έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ’ ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ’ έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να τις συλλογιστεί.
     Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ’ εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να ‘ρθει κι αυτό τ’ αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν’ αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
     Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν’ αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
– Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ’ από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
     Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπόδια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
– Καλά… μουρμούρισε… Καλά! Θα φύγω… Αφού δε με θέλετε… Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς…
     Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
– Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη… Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος…
     Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
     Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων. Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει, δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς…
     Ήρθε τ’ αυτοκίνητο -καιρός ήταν, επί τέλους! Σηκωθήκαμε όλοι με ανακούφιση και τραβήξαμε κατά την πόρτα. Όχι μόνο που βιαζόμαστε, αλλά και κάτι μάς στενοχώραγε, μάς έπνιγε. Το κέφι μας είχε χαλάσει. Όπως δρασκέλαγα το κατώφλι της πόρτας, πάτησα σ’ ένα πράμα μαλακό, γλυστερό, που παρά τρίχα να πέσω, να τσακιστώ. Πρόφτασα όμως και κρατήθηκ’ από το μάνταλο του θυρόφυλλου, έσκυψα βλαστημώντας, κι είδα πως αυτό που πάτησα ήταν το στράτσο με τα δυο χταπόδια.
– Ρε παιδιά! είπα, ο ερίφης παράτησε τα χταποδάκια του…
     Όλοι απομείναμε σιωπηλοί, κάποιος στοχασμός ανάδευε εντός μας, ήταν φανερό αυτό.
-Μήπως και τον προφτάξουμε… μουρμούρισε ο υποπλοίαρχος.
     Κοιτάξαμε πέρα δώθε, ψάξαμε τη νύχτα, με τους προβολείς της φορντ. Τίποτα. Η ακρογιαλιά ξαπλωνόταν ως πέρα σκοτεινή κι ερημική, μόνο κάποιος γάτος τριγυρνούσε κάτω από τη βροχή, ένεκα που κόντευε Γενάρης. Και πάλι απομείναμε δίβουλοι, συλλογισμένοι.
– Τί θα γίνει με τα χταπόδια; ρώτησα
     Ο Αγλέουρας σήκωσε τους ώμους.
– Θα τα πάρω να τα φάω εγώ! είπε. Κρίμα να παν χαμένα…
     Χαμένα… Με τι προσοχή τα κουβαλούσε ο κακόμοιρος, με τι λαχτάρα πρόσμενε να τα μαγερέψει να τα φάει, να τα ποτίσει με καναδυό ποτήρια! Ναι, να τα γλεντήσει “σαν άνθρωπος”, παρέα με τους συνανθρώπους, που θα νιώθαν τον καημό της ψυχής του… Μα οι άνθρωποι -τα θεριά- δεν ένιωσαν, ούτε ήταν βολετό να νιώσουν. Άχρηστα τα χταποδάκια πια, άχθος και βάρος για την απελπισία του. Τα παράτησε στο κατώφλι κι έφυγε και τράβηξε, και πήγε…
     Ω, Θεέ μου! Πώς έπλασες τόσο άχαρη τη ζωή, σε τούτονα τον κόσμο;…
* * *
     Την άλλη μέρα -πάλι με το σούρουπο- στο ίδιο μαγαζί είμαστε μαζωμένοι, πάλι οι ίδιοι άνθρωποι και πάλι τ’ αυτοκίνητο περιμέναμε να’ ρθει να μας πάρει. Ούτε φωνή ούτε κουβέντα. Βαρύθυμες ήσαν οι ψυχές μας, πιότερο κι από τον ουρανό. Ο Αγλέουρας μάλιστα φαινότανε ζαβλακωμένος.
– Τι έχεις; τον ρώτησα.
– Εκείνα τα χταπόδια… Εδώ μού έχουν σταθεί.
– Τα χταπόδια του Παναγιωτάκη; είπε ο μαγαζάτορας που σκούπιζε το τραπέζι με μια πατσαβούρα. Θεός σχωρέσ’ τον! Τόνε βρήκαν σήμερα το πρωί, στα βράχια του κάβου. Όπως ήταν τύφλα χτες το βράδυ, παραπάτησε, φαίνεται, κι έπεσε από ψηλά. Το κεφάλι του γίνηκε λιώμα…
     Κανείς μας δεν εμίλησε. Μόνον ο Αγλέουρας σηκώθηκε από την καρέκλα.
– Πού πας; τον ρώτησα.
– Πάω να κάνω εμετό… είπε.
     Ήτανε κατακίτρινος…


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *