Βιογραφικό
Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Για το έργο του έχουνε γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, δεκάδες ειδικά συνέδρια πραγματοποιήθηκαν. Ο ποιητής που έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων, γράφει ο υπερρεαλιστής Εμπειρίκος στο ποιητικό του μνημόσυνο για τον άνθρωπο, που στη Πρέβεζαν εχάθη. Ο ποιητής του μεσοπολέμου, ανήκει σε μιαν ευρύτερη ομάδα ποιητών, τη γενιά του 1920, αναδείχθηκε σαν ο ιδανικός εκπρόσωπός της. Η ποίηση του δεν είναι παραδοσιακή, αντιθέτως είναι πρωτοποριακή. Ανανέωσε τον ποιητικό λόγο, διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες για τη ποιητική γενιά του 1930 και την ανάπτυξη του μοντερνισμού στη νεοελληνική ποίηση. Επίσης, η ποίησή του είναι μέρος τόσο της ελληνικής εκπαίδευσης όσο και του εξωτερικού, τη στιγμή που για το έργο του έχουν γραφτεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία.
Γεννήθηκε στη Τρίπολη Αρκαδίας στις 30 Οκτώβρη 1896. Ήτανε το 2ο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, με καταγωγή από τη Καρυά Κορινθίας και της Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη από τη Τρίπολη. Στο σπίτι της γεννήθηκε ο ποιητής κι εκεί σήμερα στεγάζεται η διοίκηση του Πανεπιστημίου Τρίπολης. Είχε μία αδελφή έν έτος μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο κι έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα, στα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, τη Καλαμάτα, την Αθήνα, τα Χανιά. Τα παιδικά του χρόνια λοιπόν τα πέρασε φευγάτος από πόλη σε πόλη. Στην εφηβική του ηλικία 1909-1911 βρέθηκε στην Αθήνα και από το 1911-13 στα Χανιά. Εκεί, 17 χρονών, ερωτεύτηκε την Άννα Σκορδύλη, σχέση που θα τον σημαδέψει. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό λίαν καλώς. Από νεαρή ηλικία έδειξε το ταλέντο του στη πέννα, περίπου 16 ετών δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ τ’ όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διάπλασης Των Παίδων.
Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Το 1914, ο 17χρονος τότε, Καρυωτάκης, περνά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι έρχεται στην Αθήνα κι από το 2ο μόλις έτος άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες, όπως η Ακρόπολη. Στα τέλη του 1917, έλαβε το πτυχίο του από τη Νομική με λίαν καλώς, τη περίοδο που ο πατέρας του απολύθηκε από το δημόσιο ως αντιβενιζελικός και το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Στη συνέχεια επιχείρησε ν’ ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά η έλλειψη πελατείας τον ανάγκασε να ζητήσει δημόσιο διορισμό. Έτσι διορίστηκε υπάλληλος (υπουργικός γραμματέας Α’) στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, προφανώς για να είναι κοντά στους γονείς του. Μετά την οριστική απαλλαγή του από το στρατό, τοποθετήθηκε στη Νομαρχία Σύρου κι ύστερα βρέθηκε για μερικούς μήνες ν’ ασκεί καθήκοντα νομάρχη στην Άρτα. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Αθήνα κι υπηρέτησε στη Νομαρχία Αττικής.
Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχότανε τη κρατική γραφειοκρατία, εξ ού κι οι πολλές μεταθέσεις του. Αισθανόμενος λοιπόν απέχθεια για τη κρατική γραφειοκρατία τη καυτηριάζει συχνά. Αυτό του στοιχίζει αντιπάθεια και διώξεις από τους ανωτέρους του, μ’ αποτέλεσμα να μετατεθεί πολλές φορές στην επαρχία. Γνωρίζει έτσι τη μιζέρια και την ανία της κι αυτό του στοιχίζει και τονε πληγώνει βαθιά. Τοποθετήθηκε λοιπόν σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας κι Αθήνας, κάτι που δεν τον ευχαριστούσε. Για ν’ αποφύγει τις μεταθέσεις, μεταπήδησε στο Υπουργείο Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως και μάλιστα στη κεντρική υπηρεσία της Αθήνας. Στο Υπουργείο, επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούσανε τη δημόσια υγεία, έργο που όμως δεν υλοποιήθηκε λόγω της δικτατορίας του Πάγκαλου.
Το Φλεβάρη του 1919 εκδίδει τη 1η του ποιητική συλλογή Ο Πόνος Των Ανθρώπων & Των Πραγμάτων, που δε παίρνει καλή κριτική. Στις 9 Μάρτη 1919 έστειλε εξώδικο στο Νουμά γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική-ανακοίνωση για τη συλλογή: Ο Πόνος του Ανθρώπου & Των Πραγμάτων. Με το φίλο του Άγη Λεβέντη εκδίδει τον ίδιο χρόνο το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Παρά την επιτυχία το περιοδικό κυκλοφόρησε μόνον 6 τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του.
Το 1921 κυκλοφόρησε τη 2η συλλογή του Νηπενθή. Η ομηρική λέξη Νηπενθή σημαίνει αυτά που διώχνουν το πένθος. Ο όρος pharmakon népenthès χρησιμοποιείται από τον Baudelaire στο έργο Les Paradis artificiels (Τεχνητοί παράδεισοι). Τα Νηπενθή παραπέμπουν ακόμη στο έργο του, Les Fleurs du mal (Τα Άνθη του Κακού). Η ποιητική του Καρυωτάκη επηρεάστηκε από τους poètes maudits (καταραμένους ποιητές) κι ειδικά από τον Baudelaire. Δεν τους αντιγράφει αλλά αφομοιώνει στοιχεία της ποιητικής τους και τα μετασχηματίζει δημιουργώντας τη δική του ποιητική φωνή. Σε αυτή τη συλλογή εμφανίζεται ως ένας λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος.
Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία (Ρώμη), Γερμανία και Ρουμανία. Δεκέμβρη του 1927 εκδίδει τη τελευταία του συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες, όπου συντελείται το ποιητικό του άλμα κι αναδεικνύονται τα στοιχεία της διαφορετικότητας του. Στη συλλογή διαφαίνεται η ποιητική του ωριμότητα και πραγματοποιείται η μετάβαση του ποιητή από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό. Προβάλλονται τα πολλαπλά αδιέξοδα του ποιητή και ταυτόχρονα της ποίησης. Αισθανόταν απόγνωση για τη ζωή της μικρής πόλης κι έστελνε απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης που κυριαρχούσανε στη τοπική κοινωνία.
Στις αρχές της 10ετίας των ’20ς συνδέθηκε στενά με τη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, όπου εργάζονταν κι οι δύο προσωρινά, -παρόλο που δεν είχε ξεχάσει τη πρώτη αγάπη, την Άννα Σκορδύλη, που στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Μαρία ήτανε τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει ήδη 2 ποιητικές του συλλογές. Η Πολυδούρη ήτανε χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε προκλητική ζωή για την εποχή. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε έντονο ερωτικό συναίσθημα. Όμως, ο δεσμός τους διακόπηκε πρόωρα λόγω της ασθένειας του ποιητή. Του πρότεινε να παντρευτούνε, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αυτή αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε πως η ασθένειά του ήτανε πρόσχημα για να χωρίσουν. Έπειτα, αρραβωνιάστηκε το δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου στις αρχές του 1925. Η Μαρία βρήκε κι αυτή τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Το 1926, διαλύοντας τον αρραβώνα της, πήγε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης, πριν αναχωρήσει για τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, τη Πρέβεζα. Για πολλά χρόνια η ποιήτρια ήτανε περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση παρά για τη ποίησή της. Έτσι, επισκιάστηκε ο ιδιαίτερος λυρικός ποιητικός της λόγος. Το ερωτικό της πάθος για κείνον διατρέχει όλο το έργο της. Όμως, δεν συνδιαλέγεται μόνο με τον αγαπημένο της αλλά και με το ποιητικό του έργο.
Μαρία Πολυδούρη
Το Φλεβάρη του 1928 αποσπάται στη Πάτρα και τον Ιούνιο στη Πρέβεζα, ενώ είχε ήδη αναπτύξει και συνδικαλιστική δράση, σε σύγκρουση με την αστική τάξη της παρακμής και το αντίστοιχο κράτος. Όντας Δημόσιος Υπάλληλος είχε εκλεγεί, στις 13 Γενάρη 1928, γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συμμετείχε σε απεργιακούς αγώνες, πράγμα που οδήγησε στη μετάθεσή του σε Πάτρα και Πρέβεζα. Η θέση εργασίας του ήτανε στη Νομαρχία Πρέβεζας, στο Γραφείο Εποικισμού κι Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ο Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωσή του για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας.
Αισθανόμενος αηδία κι απόγνωση για τη ζωή αυτής της μικρής πόλης στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα και τη μικρότητα που κυριαρχεί στη τοπική κοινωνία. Στις 20 Ιουλίου αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Αποπειράται να αυτοκτονήσει πέφτοντας γυμνός στη θάλασσα και μάταια προσπαθώντας επί 10ωρο να πνιγεί. Δε τα καταφέρνει όμως γιατί ήτανε καλός κολυμβητής. Το πρωί της επομένης, απτόητος, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σ ένα καφενείο όπου φυτεύει μια σφαίρα στη καρδιά του. Στη τσέπη του αφήνει το τελευταίο του σημείωμα:
“Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να ‘ρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ ν’ αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια.
Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ. Γ. Κ.
Οι συνθήκες της αυτοκτονίας του και κυρίως τα αίτια της παραμείνουν ένα μυστήριο. Τα αίτια προβληματίζουν ακόμη τη φιλολογική έρευνα. Η οικογένειά κατέχει σημαντικό ρόλο στην απόκρυψη στοιχείων της αυτοκτονίας αλλά και της ζωής του ποιητή. Η αναγγελία του θανάτου του δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες αρκετές μέρες μετά το θάνατο του. Όλες οι εφημερίδες της εποχής ανήγγειλαν την αυτοκτονία αποδίδοντας την στον υπουργό Υγιεινής και Πρόνοιας Μιχαήλ Κύρκο. Ο Μιχαήλ Κύρκος είχε υπογράψει την άδικη μετάθεση του ποιητή στη Πρέβεζα, που σύμφωνα με την οικογένεια είχε οδηγήσει τον ποιητή στη μελαγχολία. Το προσωπικό αρχείο του ποιητή εξαφανίστηκε κι ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος βρέθηκε λειψός.
Παράλληλα, ο βιογράφος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, στον οποίο ανέθεσε η οικογένεια την επιμέλεια των Απάντων, μεταφέρει επιλεκτικές πληροφορίες και διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του. Τονε παρουσιάζει εγωκεντρικό, μισάνθρωπο, μελαγχολικό, καταθλιπτικό, δηλαδή ως κλασσική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας. Ο αμφιλεγόμενος βιογράφος του αποσιωπά σημαντικά γεγονότα της ζωής και της δράσης του ποιητή, όπως τη νόσο της σύφιλης, τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τη συμμετοχή στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Όλα αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι επιχειρήθηκε από την οικογένεια του μια συστηματική συγκάλυψη στοιχείων. H οπτική του Σακελλαριάδη επέβαλε για πολλά χρόνια ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της ποίησης Καρυωτάκη, δημιουργώντας την εικόνα του πεισιθάνατου ποιητή.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, δεν αυτοκτόνησε από κατάθλιψη, ούτε εξαιτίας της μετάθεσής του στη Πρέβεζα, παρόλο που κι οι δύο αυτοί λόγοι οπωσδήποτε επηρεάσανε σοβαρά τη ψυχική του διάθεση. Τα σύγχρονα δεδομένα φανερώνουν ότι σημαντικό ρόλο στο τέλος της ζωής του κατείχε η νόσος του ποιητή. Γνώριζε ότι έπασχε από το αφροδίσιο νόσημα της σύφιλης ήδη από το 1922, γεγονός που του δημιούργησε έντονο αίσθημα αποξένωσης. Η ασθένεια πέρα από την απειλή της υγείας του και το στιγματισμό του ερωτισμού του, απειλούσε και την υπόληψή του, καθώς η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα. Ο ποιητής αναφέρει για τη νόσο στο ποίημα του Τραγούδι Παραφροσύνης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ωχρά Σπειροχαίτη, δηλαδή το όνομα του βακτηρίου που τη προκαλεί.
Ο Γ. Π. Σαββίδης, που διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σ’ επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, ήταν αυτός που αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός και, μάλιστα ο αδελφός του, Θάνος, θεωρούσε πως η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Ο μελετητής λοιπόν. -καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης- που θεμελίωσε τη παράδοση της καρυωτακικής έρευνας-, διατυπώνει την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στη Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου τη περίοδο εκείνη. Θέλοντας μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής ν’ αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο πως έπασχε από τη νόσο. Το έργο του, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή κι ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις γι’ αυτό. Διατυπώνει έν ακόμη στοιχείο που πιθανότατα οδήγησε τον ποιητή στο συναισθηματικό αδιέξοδο. Ο ποιητής είχε πέσει θύμα εκβιασμού, για τον οποίον όμως δεν έχουμε σαφή αντίληψη. Θεωρεί ότι πρόκειται για συκοφαντίες σχετικά με ναρκωτικές ουσίες ή κοινές γυναίκες. Οι διώκτες του επιδίωκαν να τον εξοντώσουν ηθικά, ώστε να μηδενίσουνε τη συνδικαλιστική του δράση. Συνεπώς, οι αλλεπάλληλες άδικες μεταθέσεις, η επαρχιακή ανία, η ασθένεια της σύφιλης κι οι πολιτικές διώξεις και κατηγορίες βάρυναν αναμφίβολα τη ψυχολογική του κατάσταση οδηγώντας τον στην αυτοκτονία. Με την αυτοκτονία του η φήμη του εκτινάχθηκε και στη ποίηση του αναγνωρίσθηκε η ειλικρίνεια του βιώματος.
Το σπίτι του στη Τρίπολη
Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προβλημάτισε και συζητήθηκε σχεδόν όσο κανέν άλλο κείμενο Έλληνα λογοτέχνη. Γνωρίζουμε το περιεχόμενό της μέχρι το 1980 χωρίς τα σημεία που βρίσκονται σε παρένθεση. Ας θυμηθούμε το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα της εποχής. Ο ποιητής βρίσκεται με δυσμενή απόσπαση στη Πρέβεζα, με μια απειλητική κατηγορία να τονε βαραίνει. Tο Γενάρη του 1928, όταν αρχίζουν οι διώξεις της υπηρεσίας εναντίον του, με αποκορύφωμα την αυθαίρετη μετάθεσή του στη Πρέβεζα, εκλέγεται Γενικός Γραμματέας των Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας σε μια στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα δείχνει μιαν ιδιαίτερη δραστηριότητα. Επιπλέον ορισμένα δημοσιεύματα με την υπογραφή του, αλλά και ψευδώνυμα, που αποκαλύπτουνε τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την αναξιοκρατία, τονε φέρνουν αντιμέτωπο με τον ίδιο τον υπουργό.
Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα δεν έδωσε αρκετή ικανοποίηση σε όσους επιθυμούσανε την οριστική του απόλυση από την Υπηρεσία. Έτσι δημιουργήθηκε μια σκευωρία σε βάρος του ενοχλητικού συνδικαλιστή Καρυωτάκη με αποτέλεσμα τη διατύπωση μιας χαλκευμένης κατηγορίας που τον πιέζει ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Σε αυτήν αναφέρονται άλλωστε τα 2 λογοκριμένα αποσπάσματα της αποχαιρετιστήριας επιστολής του. Η χυδαία πράξη που του αποδίδεται και το επάγγελμα που τη προϋποθέτει θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με την έρευνα των στοιχείων, η μαστρωπεία. Την εικασία αυτή την είχε αποκλείσει ο Σαββίδης, επειδή, όπως γράφει, “κανείς ποτέ, δεν ξέρω να ψιθύρισε λέξη ούτε για πορνεία ούτε για μαστροπεία, ούτε καν για αρσενοκοιτία ή παιδεραστία του κυρίου Τάκη“. Ο Σαββίδης πιθανολόγησε ότι ο ποιητής έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ωστόσο, κανείς δεν κάνει λόγο για χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι ποιητές Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μήτσος Παπανικολάου, Γιώργος Μυλωνογιάννης, Τεύκρος Ανθίας και Γεώργιος Τσουκαλάς, για να μείνουμε στους πιο γνωστούς, καταφεύγουν ακόμα και στη χρήση ηρωίνης. Για τον Καρυωτάκη ωστόσο δεν γνωρίζουμε να έχει διατυπωθεί η παραμικρή υπόνοια. Οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του με τις “δουλεύτρες της αμαρτίας”, για να χρησιμοποιήσω ένα νεανικό του ποίημα, θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πρόσφορο πεδίο εκμετάλλευσης από τους συκοφάντες του, είναι κι αρκετές κι ενδιαφέρουσες. Από τα συμφραζόμενα της επιστολής προκύπτει το συμπέρασμα πως η κατηγορία πρέπει ν’ αφορούσε σε μιαν υποτιθέμενη ατιμωτική δραστηριότητά του, σ’ ένα επάγγελμα που όμως δεν ήταν, όπως λέγει ο ίδιος, ο κατάλληλος άνθρωπος. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι όπως κι άλλοι θερμόαιμοι νέοι της εποχής του, σύχναζε σε καφέ σαντάν κι οίκους ανοχής. “Οι νέοι πλησίαζαν ρομαντικά το μπορντέλο“, μας πληροφορεί σχετικά ο Ασημάκης Πανσέληνος κι ο Τερζάκης δίνει επίσης μαρτυρία για την ιδιαίτερη αίγλη που ασκούν οι πόρνες στους λογοτεχνικούς κύκλους: “Ερωτεύονταν πλατωνικά κοινές γυναίκες καθώς οι ήρωες του Ντοστογιέφσκυ και του Αντρέγιεφ“. Εκεί μολύνθηκε από το στίγμα της ωχράς σπειροχαίτης, που θα καθορίσει δυστυχώς την ερωτική του ζωή.
Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Σακελλαριάδη, είχε ανακοινώσει στους δικούς του πως σχεδίαζε να συζήσει με μια κοινή γυναίκα. Σίγουρα αυτή η πληροφορία δόθηκε εσκεμμένα, όπως άλλωστε αρκετές από τις πληροφορίες του βιογράφου του που πρέπει να εξετάζουμε μάλλον καχύποπτα, για να υποστηρίξει την εκδοχή της οικογένειας περί ταραγμένου ψυχισμού. (Μόνον έτσι μπορούσε να επιτραπεί η κηδεία του και να αποσιωπηθούνε τα ποικίλα σχόλια για τις ερωτικές κι ιδεολογικές του επιλογές). Γράφει ο Σακελλαριάδης στο σχετικό χωρίο:
“Η άλλη ερωτική ζωή του Καρυωτάκη, αν κι όχι τόσο σημαντική, είναι όμως αρκετά χαρακτηριστική για τη διαρκή του μα χιμαιρική αναζήτηση μιας γυναίκας, που να νιώθει αληθινή αγάπη γι’ αυτόν. Δειλός, πολύ δειλός στον έρωτά του, όταν νόμιζε πως είχε απέναντί του γυναίκα όχι απ’ τις κοινές, θρασύτατος πάλι στις άλλες περιπτώσεις, λαχταρούσε πάντα στη περίοδο των περισπασμών και του ψυχικού καμάτου, την ανακούφιση που δίνει στη ζωή η ατμόσφαιρα τρυφερότητας και θαλπωρής, που μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να του τη δημιουργήσει. Έφτασε στο σημείο, με την απειρία της γυναικείας ψυχολογίας που είχε, λίγο καιρό πριν φύγει για τη Πρέβεζα, να μένει αρκετό χρονικό διάστημα με τη φρεναπάτη ότι τον αγαπά μια όλως διόλου κοινή γυναίκα. Λογάριαζε μάλιστα να ζήσει μαζί της και χρειάστηκε να γίνει από μέρους της μια από κείνες τις σιχαμερές σκηνές, που μόνο τέτοιου είδους γύναια είν’ άξια να τις δημιουργούνε, για να καταλάβει επιτέλους με τι άνθρωπο είχε να κάνει“.
Από εδώ και πέρα αρχίζει ο κύκλος των υποθέσεων. Ο ποιητής όχι μόνο ζει για αρκετό χρονικό διάστημα με τη φρεναπάτη ότι τον αγαπά μια πόρνη, αλλά και σχεδιάζει να ζήσει μαζί της. Ας προσέξουμε τη πληροφορία πως αυτά συνέβησαν λίγο καιρό πριν φύγει για τη Πρέβεζα. Ένας δημόσιος υπάλληλος και ταυτόχρονα ενοχλητικός συνδικαλιστής, που συχνάζει στα κακόφημα σπίτια, δεν αργεί να γίνει στόχος του τμήματος ηθών, που διαθέτει τους σπιούνους του και συνεργάζεται με το τμήμα προστασίας του κράτους από τον “κομμουνιστικό κίνδυνο”. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να σκηνοθετήσουνε κατηγορία περί μαστρωπείας και μάλιστα με τη συνδρομή μαρτύρων. Η κοινή γυναίκα που συνδεόταν ο ποιητής εξαναγκασμένη από τις προφανείς εξαρτήσεις της πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε εναντίον του. Ο Καρυωτάκης κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στη Πρέβεζα θα πρέπει να ενημερώθηκε αρμοδίως για τη σοβαρή κατηγορία εις βάρος του.
Οι ψυχικές του αντιστάσεις ήταν ήδη εξασθενημένες από τις συναισθηματικές και τις επαγγελματικές απογοητεύσεις. Αν προσθέσουμε και τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του, αυτή η τελευταία καταδίωξη τον έφερε περισσότερο παρά ποτέ “στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου”. Το 2ο λογοκριμένο απόσπασμα της επιστολής, “ήμουν άρρωστος”, κλείνει ουσιαστικά το 1ο και σημαντικότερο μέρος της απολογίας του. Η φράση αυτή, νομίζω πως είναι αρκετά πλέον προφανές ότι παραπέμπει στο αφροδίσιο νόσημα και την επίδραση που είχε στη ζωή του. Η αρρώστια που στιγματίζει τον ερωτισμό του Καρυωτάκη δεν απειλεί μόνο την υγεία του αλλά και την υπόληψή του. Αυτός είναι κι ο λόγος που φροντίζουν με τόση προσοχή οι οικείοι του ν’ αποσιωπήσουν κάθε στοιχείο που θα οδηγούσε σ’ αυτή την αποκάλυψη.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καλοκαίρι του 1922, είναι η εποχή της ερωτικής σχέσης του με τη Πολυδούρη, μιας σχέσης που διακόπτει απότομα, αναστατωμένος από την ανακάλυψη της μοιραίας αρρώστιας που τρέχει ανίατη στις φλέβες του. Το Φλεβάρη του 1923 δημοσιεύει στον Νουμά το τετράστιχο:
Στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει.
Οι φίλοι αποτραβήχτηκαν, για πάντα, οι τελευταίοι.
Σ’ όλα έκλεισα τη πόρτα μου κι έρημος έχω μείνει,
τώρα που ακούω το θάνατο στις φλέβες μου να ρέει.
Λίγο αργότερα θα δημοσιεύσει το ποίημα Τραγούδι Παραφροσύνης, που θα συμπεριλάβει ως Ωχρά Σπειροχαίτη στο Ελεγεία και Σάτιρες. Το τρομερό μυστικό εξομολογείται στη Μαρία, που του απαντά στις 12.10.1922 μ’ ένα γράμμα αποκαλυπτικό, τόσο για τα συναισθήματά της απέναντί του όσο και για τη δική του αντίδικη μοίρα:
“Ω! αν ήξερες πόσο κακό μου κάνει να σκέπτομαι πως εσύ, το ευγενικό κι εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη, στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!“.
Είναι βέβαιο ότι την αρρώστια του τη κρατά μυστική από την οικογένεια, -συντηρητικών παραδόσεων-, αλλά κι από το βιογράφο και φίλο των νεανικών του χρόνων Χ. Σακελλαριάδη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι δικοί του κι ο βιογράφος του, αρνούνται να δημοσιοποιήσουν οτιδήποτε σχετικό και λογοκρίνουνε, χωρίς να το δηλώνουνε, την αποχαιρετιστήρια επιστολή, ακόμα και στην έκδοση των Απάντων του 1966, μεριμνούν ώστε να απαλειφθούν από το γράμμα της Πολυδούρη όλες οι σχετικές αναφορές. Είχανε σχέση και με την ασθένειά του, αλλά όχι μόνο μ’ αυτή. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από το βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων. Αυτά τα ελλείποντα στοιχεία δεν εξάπτουν μόνο τη φαντασία των φανατικών αναγνωστών του, αλλά συνιστούν ενδιαφέρουσα πρόκληση για μια σύγχρονη βιογραφία του ποιητή.
Με τη μητέρα του, την αδερφή του Νίτσα και το γιό της
Ο Καρυωτάκης κι οι λοιποι ποιητές της γενιάς του 1920 εκφράζουν νέα αισθητική, στρέφονται προς την εσωτερικότητα τους, τονίζουνε την αίσθηση της ανίας και την ανάγκη φυγής. Ο μελαγχολικός τόνος της ποίησης τους είναι κι ο απόηχος των ιστορικών γεγονότων στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής. Αιωρούνται ανάμεσα στη γη και στ’ όνειρο, στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Αποτελεί μια χαμηλή φωνή μοναδικής ευαισθησίας. Στη ποίηση του η κυριαρχεί το αίσθημα του αδιεξόδου, της φθοράς, ο ελεγειακός τόνος, η μουσικότητα, η συνεχής παρουσία ενός ασαφούς κι ανίατου τραύματος κι η αδυναμία επικοινωνίας με τη κοινωνική πραγματικότητα. Τον Καρυωτάκη και τους υπόλοιπους νεοσυμβολιστές, τους δυσαρεστούν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, αλλά δεν εκφράζουνε κάποια μορφή αντίστασης προς αυτές. Σ’ αντίθεση με τους σύγχρονούς τους Σικελιανό, Βάρναλη και Καζαντζάκη, που μέσω της τέχνης τους εκφράζουν ένα νέο όραμα, οι νεοσυμβολιστές είναι απαλλαγμένοι από ιδανικά και ψευδαισθήσεις αλλαγής.
Επηρεασμένος από τον γαλλικό συμβολισμό, αξιοποιεί την τεχνική της υποβολής. Επιδιώκει την ηθελημένη ασάφεια, καθώς δεν τον απασχολεί να δώσει ένα ξεκάθαρο νόημα και εργάζεται για τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ακόμη, στη ποίηση του κυριαρχούν τα σύμβολα και τα μοτίβα του χαμένου ονείρου και του χρόνου. Τέλος, τα ποιήματά του διακρίνονται από μετρική αρτιότητα. Χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές την ομοιοκαταληξία. Δουλεύει πάρα πολύ τον στίχο του και προσπαθεί να συνδυάσει περιεχόμενο και μορφή. Δεν ανανέωσε τον ποιητικό στίχο αλλά εξέφρασε την πίεση και το αδιέξοδο που είχε προκαλέσει η παραδοσιακή φόρμα. Βασικό χαρακτηριστικό της γενιάς του 1920 είναι η ανανεωτική τους τάση κι η ρήξη τους με τις παραδοσιακές μορφές.
Με τόνους αβρούς εκφράζει τη κοινωνική αμφισβήτηση και την υπαρξιακή αγωνία. Ο ρεαλισμός και συγκεκριμένα ο νεοαστικός ρεαλισµός, όπως αναφέρει ο κριτικός κι ομότεχνος του Τέλλος Άγρας, διέπει το έργο του. Η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισµού στο έργο του είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο κι η γραφειοκρατία. Τα τεχνικά ποιήματα κατέχουν μεγάλο μέρος του έργου του. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθεί ν’ αναζητήσει και να δοκιμάσει κι όρια και τις δυνατότητες του ποιητικού λόγου. Οι υπόλοιποι νεοσυμβολιστές ή νεορρομαντικοί τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνε τον ποιητικό λόγο ως μέσω επικοινωνίας με τη κοινωνική πραγματικότητα. Ο Καρυωτάκης περνά στον αντίποδα. Απαξιώνει και σαρκάζει οτιδήποτε μπορεί να φέρει την ανακούφιση, ακόμη και την ίδια τη ποίηση. Η ποιητική διαδικασία είναι γι’ αυτόν ατελέσφορη. Ο ποιητικός λόγος είναι ανολοκλήρωτος, ακυρωμένος κι ανίκανος να εκφράσει τα συναισθήματα του ποιητικού υποκειμένου. Επισημαίνει την αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και τελικά αδιέξοδη σχέση με τη πραγματικότητα. Η τέχνη της ποίησης, πλέον, είναι “τὸ καταφύγιο ποὺ φθονοῦμε”. Επιπλέον, χλευάζει τις υπερβατικές ιδιότητες της ποίησης και του ποιητή.
Το σημείο της αυτοκτονίας του
Η τεχνική της ειρωνείας, του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού βοηθάνε τον ποιητή να εκφράζει την απογοήτευση και να προβάλλει τη κοινωνική διαμαρτυρία. Αυτές οι τεχνικές κυριαρχούν στην τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Όσα έχει θρηνήσει στο παρελθόν θα γίνουνε τώρα αντικείμενο σαρκασμού, καθώς δεν μπορεί να βρεθεί καμμία παρηγορία για τον ποιητή. Ο θάνατος καθίσταται επιθυμητός παρά τον φόβο που προκαλεί ορισμένες φορές. Σε πολλά ποιήματα θεματοποιείται ο θάνατος κι η αυτοχειρία. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο, Ιδανικοί Αυτόχειρες και Δικαίωσις. Δημιούργησε ένα ολόκληρο κλίμα μιμητών κι επηρέασε όσο ελάχιστοι τη φυσιογνωμία της μοντέρνας ποίησης. Η διαδρομή πρόσληψης του έργου του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αρχικά, ο καρυωτακισμός ορίστηκε ως στάσιμη κι αρνητική μίμηση του έργου του, μίμηση που πήρε διαστάσεις μόδας για σχεδόν μια 7ετία μετά την αυτοκτονία του. Ο ποιητής αναγνωριζόταν ως ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της χαμένης γενιάς.
Ο Φώτης Πολίτης με άρθρα του στην εφημερίδα Πολιτεία κατηγορούσε τη νέα γενιά ποιητών για άκρατο ατομικισμό και παρακμή. Η απαισιοδοξία κι η παραίτηση του Καρυωτάκη βρέθηκε στο στόχαστρο της ηγετικής γενιάς του ’30. Αιχμηρές είναι οι κριτικές του Ανδρέα Καραντώνη, Βάσου Βαρίκα, Κ. Θ. Δημαρά, Γιώργου Θεοτοκά, Δημήτρη Νικολαρεΐζη, Βασίλη Ρώτα και Μάρκου Αυγέρη. Βέβαια, δεν στρέφονται πάντα εναντίον του, αλλά της απαισιόδοξης ρητορικής του. Ειδικότερα, ο Ανδρέας Καραντώνης πιστεύει ότι το έργο του δεν επιδρά αρνητικά ως ποιητική αλλά ως στάση ζωής. Αντίθετος με το αντικαρυωτακικό κλίμα έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίησή του εμφανίζει πλήθος καρυωτακικών στοιχείων και μοτίβων, ιδιαίτερα στις 1ες του ποιητικές συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης αντικρούοντας την απόρριψη του ποιητή από συντηρητικούς κριτικούς και λογοτέχνες της εποχής, το 1938 δηλώνει στο Ελεύθερο Βήμα: “Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία κι η μοναξιά δεσπόζουνε στη ψυχή μας, τα Ελεγεία και Σάτιρες μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης“.

Η γενιά του 1960 ή η αποκαλούμενη από το Βύρωνα Λεοντάρη γενιά της ήττας, ένιωσε να εκφράζεται από τους αδικημένους της γενιάς του 1920. Οι επιδράσεις του αυτόχειρα ποιητή εντοπίζονται στον Τίτο Πατρίκιο, στον Μανώλη Αναγνωστάκη κι ακόμη περισσότερο στον Άρη Αλεξάνδρου. Η 10ετία των ’60ς αποδεικνύεται αποφασιστική για την όψιμη αναγνώριση του ποιητή. Τη 10ετία αυτή ο Γ. Π. Σαββίδης εκδίδει την 2τομη φροντισμένη έκδοση του καρυωτακικού έργου. Οι υπερρεαλιστές Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος θα μιλήσουνε θετικά για τον ποιητή και θα τον εντάξουνε στο γενεαλογικό τους δέντρο. Το 1984 ο Μίκης Θοδωράκης, έχοντας μελοποιήσει ήδη τους νομπελίστες ποιητές Γιώργο Σεφέρη κι Οδυσσέα Ελύτη, εργάζεται με τη χαμηλόφωνη φωνή του Καρυωτάκη. Τον δίσκο ερμηνεύει ο Βασίλης Παπκωνσταντίνου. Η μελοποίηση των ποιημάτων από τον Μίκη Θοδωράκη βοήθησε με τη σειρά της στην αναγνώριση του Καρυωτάκη ως ποιητή μεγάλης δυναμικής.
Το 1990 ο Αναγνωστάκης εκδίδει τη προσωπική ανθολογία Η Χαμηλή Φωνή: τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Στο τελευταίο αυτό εκδοτικό εγχείρημα ανθολογεί ποιητές της χαμηλής φωνής, που ανάμεσά τους ανήκουνε πολλοί ποιητές του 1920 και φυσικά ο Καρυωτάκης. Η χειρονομία του για την ανάδειξη της ελάσσονος ποίησης είναι ενδεικτική της στάσης της 1ης μεταπολεμικής γενιάς προς τον Καρυωτάκη. Οι μελετητές παρατήρησαν ότι η το καρυωτακικό διακείμενο συνεχίζει να εντοπίζεται και στη 2η μεταπολεμική γενιά. O Ευριπίδης Γαραντούδης κάνει λόγο για νεοκαρυωτακισμό κι αναφέρει πως ο Καρυωτάκης είναι ο μοναδικός Έλληνας ποιητής του οποίου όχι τόσο το ποιητικό έργο όσο η μυθοποιημένη μορφή αποτέλεσε για τη γενιά του 1970 πόλο έλξης και σημείο ρητής αναφοράς. Αυτή τη φορά, λοιπόν, οι επιδράσεις του στη γενιά της αμφισβήτησης προέρχονται από τη μυθοποιημένη μορφή του και τη παγίωση του ως σύμβολο της κοινωνικής διαμαρτυρίας και του ποιητικού αδιεξόδου.
Το πιστόλι Pieper Bayard, οι σφαίρες κι η επιστολή, εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη
Εκτός από το ποιητικό του έργο, έγραψεν επίσης πεζά, μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως των Φρανσουά Βιγιόν, Σάρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν, Τριστάν Κορμπιέρ, Ζαν Μορεάς, Χάινριχ Χάινε κ.ά., ενώ τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από το ροκ συγκρότημα Υπόγεια Ρεύματα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Λένα Πλάτωνος, τον Μίμη Πλέσσα, το Γιάννη Σπανό, το Γιάννη Γλέζο και τον Νίκο Ξυδάκη. Ο Καρυωτάκης έζησε σε μια εποχή πολύ ταραγμένη, που τονε σημάδεψε: Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκ. Πόλ., επέκταση των συνόρων της χώρας, Μικρασιατική καταστροφή και καταποντισμός της Μεγάλης Ιδέας, μαζική εισροή προσφύγων, πολιτική διαφθορά, εκτεταμένη εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, άθλιες συνθήκες εργασίας, έντονοι απεργιακοί αγώνες κλπ. Η ανεργία μόνο στην Αθήνα, το 1928, έφτανε στο 55%. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ιδιαίτερα ζοφερό για τη νέα γενιά, πολλοί νέοι με κάποιες ευαισθησίες, βλέποντας ένα απροσδιόριστο μέλλον, στραφήκανε στη πνευματική ζωή κι αναζήτηση. Ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο Καρυωτάκης, που με την απαισιοδοξία που τον εδιέκρινε, σε συνδυασμό με την έλλειψη σημείου στήριξης και νέου κοινωνικού προσανατολισμού, έξέφρασε με τα ποιήματά του όλο αυτό το εσωτερικό δράμα μιας μερίδας ανθρώπων εκείνης της εποχής και τον πόνο ενός κόσμου που αλλάζει.
Στο ντοκυμανταίρ του Φρέντυ Γερμανού, ο δήμαρχος Πρέβεζας τη 2ετία 1977-78, Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι, δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, γύρω στις 2.30 μ.μ., ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο Ο Ουράνιος Κήπος, όπου παρήγγειλε κι ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί, όπου κι έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις, που βρεθήκανε και διασώθηκαν στη τσέπη του. Ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στο ντοκυμανταίρ του Φρέντυ Γερμανού ότι τη προηγούμενη μέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα πιστόλι, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια. Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το πιστόλι αυτό είναι τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη κι εκτίθεται από το 2003 στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα (κτίριο Α, Βασ. Σοφίας).
Οικογένεια Καρυωτάκη: Δεξιά ο ίδιος, στη μέση οι γονείς αριστερά ο Θάνος και κάτω η Νίτσα
Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο Ουράνιος Κήπος της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο κι αυτοκτόνησε με πιστόλι στη καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος που έχει δημοσιευθεί και τονε δείχνει κοστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού κι υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: “Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στη καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης“.
Το σπίτι που νοίκιασε και έμεινε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Καρυωτάκης το 1928, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Διατηρείται ακόμα ανέπαφο, υπάρχει αναμνηστική πλάκα και κατοικούσαν εκεί ακόμα και τη 10ετία του ’90. Η τότε σπιτονοικοκυρά του, Πηνελόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928 δήλωσε στο ντοκιμανταίρ του Φρέντυ Γερμανού ότι στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερε ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξε.
Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή που ανέδειξε η γενιά του ’20 κι απ’ τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση, ο Κώστας Καρυωτάκης, επηρέασε πολλούς από τους επόμενους ποιητές, όπως τον Σεφέρη, τον Ρίτσο και τον Βρεττάκο. Η αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση. Ποίηση που δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, ποίηση που αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, με στάση αντιηρωική κι αντιδανική. Γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φτάνει στο σαρκασμό.========================
Αχαριστία
Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία.
Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις.
Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.
Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα ‘ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ’ αναπνέω τ’ άρωμά τους.
Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ’ άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι. Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία. Θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη. Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.
Κι ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.
Το φεγγαράκι απόψε στο γιαλό
θα πέσει, ένα βαρύ μαργαριτάρι.
Κι απάνω μου θα παίζει το τρελό
τρελλό φεγγάρι.
Όλο θα σπάει το κύμα ρουμπινί
στα πόδια μου σκορπίζοντας αστέρια.
Οι παλάμες μου θα ‘χουν γενεί
δυο περιστέρια
θ’ ανεβούν -ασημένια δυο πουλιά-
με φεγγάρι -δυο κούπες- θα γεμίζουν,
με φεγγάρι τους ώμους, τα μαλλιά,
θα μού ραντίζουν.
Το πέλαγο, χρυσάφι αναλυτό.
Θα βάλω τ’ όνειρό μου σε καΐκι
ν’ αρμενίσει. Διαμάντι θα πατώ
λαμπρό χαλίκι.
Το γύρω φώς ως θαν τη διαπερνά,
η καρδιά μου βαρύ μαργαριτάρι.
Και θα γελώ. Και θε να κλαίω…. Και να,
να το φεγγάρι!
Αποκριάτικο
Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα
τα μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν
οι βλάχες, οι κοντέσες, και χαρίζουν
ολούθε χαμογέλια ονειρεμένα.
Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα
τα μάτια τους, τις γύμνιες αντικρίζουν
και —απόκριση στα γέλια— πλημμυρίζουν
τη γλύκα πά’ στα χείλια τα βαμμένα,
τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης
με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης
—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.
Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζι
φιλιά μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,
ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.
Πρέβεζα
Θάνατος ειν’ οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μιαν ελλιπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Τη Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Σταδιοδρομία
Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
“Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες“
θα γράψουν οι εφημερίδες.
“Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου“
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.
Τη ψυχή και το σώμα μου πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στη πάλη.
Αλλά με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Βασιλείου.
Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λόγιους και διδασκάλους.
Τα λόγια μου θα ‘χουν ουσία
κι η σιωπή μου μια σημασία.
Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
Θα φύγουν και θα ‘ν’ η καρδιά μου
σα ρόδο που πάτησα χάμου.
Αποστροφή
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη, μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δύο δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη “Valenzia”, σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας “διά τας μητέρας”.
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…
Σε Παλιό Συμφοιτητή
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να γέρασε
Τέλειωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
π’ όμοια γλυκά και με το γλέντι πέρασε
και με τη πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα ‘ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
μου το ‘δωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ’ όνειρο που ‘σβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ’ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα ‘χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς τη ταβέρνα, το σαμιώτικο
που πίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις… Το κρασί τους θα ‘ν’ αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που τραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα ‘ναι ωραία, πλατύς ορίζοντας
και θα ‘ναι το τραγούδι μου σα κλάμα.
Μόνο…
Αχ, όλα έπρεπε να ‘ρθούνε καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.
Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ‘ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια ‘κει σα μάτια
και σα να μου γελάνε.
Ο Πόνος Του Ανθρώπου & Των Πραγμάτων Θανάτοι
(είναι άνθρωποι που τη κακήν ώρα την έχουν μέσα τους)
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ’ τη χαρά, ζεστά, των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων.
Ματάκια μου που κάτι το διψάσατε
και διψασμένα μείνατε ποτήρια
ματάκια μου που κάτι το διψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια.
Ω, που ‘χατε πολλά να πείτε, στόματα
κι ο λόγος, σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που ‘χατε πολλά να πείτε, στόματα
και τον καημό δεν είπατε που γράφω.
Μάτια, χεράκια, στόματα, ‘στορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου,
μάτια, χεράκια, στόματα, ‘στορήστε μου
τον Πόνο Των Πραγμάτων και τ’ Ανθρώπου.
Χαμόγελο
(χωρίς να το μάθει ποτέ, δάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συμφορές έ ρ χ ο ν τ α ι)
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι,
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δε βρέχει πια κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο, ξάπλωσε, τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη
κι έτσι βαθιά, γιομάτα, ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη.
Ξεφεύγουνε απ’ το σύννεφο αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της. Τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελά στόν ήλιο αγνάντια.
Μυγδαλιά
(κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πως μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται)
Έχει στο κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει,
μα η κάθε μέρα, η κάθ’ αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλίμονο μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρια τη ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλαςς της το ψέμμα θα τελειώσει,
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχα αγάπη τόση…
Στροφές
Είκοσι χρόνια παίζοντας,
αντί χαρτιά, βιβλία,
είκοσι χρόνια παίζοντας,
έχασα τη ζωή.
Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι
μιαν εύκολη σοφία
ν’ ακούσω δω που πλάτανος
γέρος μου τη θροεί.
Απ’ όλα θέλω λεύτερος
να πλέω στα χάη του κόσμου.
Αν ένας φίλος μου ‘μεινε
να φύγει, να περάσει
κι όταν ζητήσει ο θάνατος
τα πλούτη που ‘χω μάσει,
σένα, πικρία μου απέραντη
μονάχο να ‘χω βιος μου.
Για τη ζωή που μου ‘λεγες,
για τον χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της.
Κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο είχε μπει.
Τι χάνω γω τις μέρες μου
τη μια κοντά στην άλλη
κι όπως μ’ ασπρίζουν τα μαλλιά
ξινίζει το κρασί,
αφού μονάχα σα περνώ
το βλέμμα από κρουστάλλι,
με νιά ρετσίνα ολόγεμο
βλέπω τη ζωή χρυσή;
Γραφιάς
Οι ώρες με χλωμιάνανε, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στ’ αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ το παράθυρο στο τοίχο αντικρινά
ήλιος γλυστρά και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά κι ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα λεύτερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους
όμως ακόμα γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να χουν βγει σε τάφο.)
Είμαστε Κάτι…
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στη κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μες μπερδεύεται η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουν τα πειράγματα κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ωχρά Σπειροχαίτη
Ήταν ωραία σύνολα τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχαρες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας εδίναν τα φευγαλέα της χείλη…
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να ‘μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
Το λογικό, τα αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν’ αφηνόμεθα στα χέρι του Θεού.
Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
-ω, κωμωδία!- το θάμπωμα, τ’ όνειρο, την άχλυ.
Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο: την άβυσσο που ερχόταν.
Αισιοδοξία
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράση.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκεί πέρα,
σε χώρες άγνωστες της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτή κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της όλη μέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας και με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -το τραγούδι να μοιάση
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάση.