Κρυστάλλης Κώστας: Σπάνια Λαλιά Γης Ποτισμένης

Βιογραφικό

     Ο Κώστας Κρυστάλλης ήταν Έλληνας -Βλάχικης καταγωγής- ποιητής. χρονικογράφος, λαογράφος, που δυστυχώς πέθανε πολύ νέος, μόλις 26 ετών από φυματίωση και δεν πρόλαβε να ξεδιπλώσει το τεράστιο ταλέντο του, -όιχι πως έκανε και λίγα, στο λίγο που έζησε. Ανήκε στο ρομαντισμό κι υπάγεται στην Αθηναϊκή Σχολή. Λάτρευε τα γράμματα, διάβαζε κι έγραφε από μικρός, βραβεύτηκε μάλιστα 2 φορές. Χρίστηκε Εθνικός Ποιητής με τη συλλογή Αι Σκιαί Του Άδου, που εξέδωσε στη τουρκοκρατούμενη τότε Ήπειρο και διώχθηκε από τον κατακτητή. Ανέχεια κι αρρώστια τον αναγκάσανε να σταματήσει το σχολείο και να εργαστεί, πράγμα που επιδείνωσε την αρρώστια του με συνέπειτα τον πρόωρο θάνατά του, Δέχθηκε αρκετές κριτικές το έργο του και καλές (ΠαλαμάςΞενόπουλος) και κακές (ΘεοτοκάςΆλκης Θρύλος), αλλά σε γενικές γραμμές έχει κερδίσει τη θέση του στην Αθανασία.
     Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου, το 1868. Όμορφο βλαχοχώρι στη Πίνδο, σε υψόμετρο 1800 μ. με κατοίκους Βλάχους νομάδες κτηνοτρόφους, οπως σ’ όλα, που το καλοκαίρι ανεβαίνανε στο χωριό και το χειμώνα κατεβαίνανε στα πεδινά των Ιωαννίνων. Μετά οι κάτοικοι άρχισαν να ασχολούνται και με το εμπόριο, που αρκετοί σημείωσαν εξαιρετικές επιτυχίες, Το όνομά του ήταν αρχικά Κρουστάλλης κι ήτανε γόνος αρχοντικής οικογένειας Βλάχων, πρωτότοκο παιδί του ευκατάστατου έμπορα Δημητρίου Κρουστάλλη και της Γιαννούλας κόρης του αρχιτσέλιγγα Γάκη Ψαλίδα. Μαρία, Ελένη, Περσεφόνη και Γούλας ήτανε τα 4 μικρότερα αδέλφια του. Το άλλαξε αργότερα που κατέβηκε στην Αθήνα, για το φόβο των Τούρκων. Θα περάσει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, δέθηκε με τη φύση και τον τόπο του που αγάπησε υπέρμετρα κι εξύμνησε με πάθος στα έργα του, τόπο παραδεισένιο, σκαρφαλωμένο στη βουνοκορφή, με τον Άραχθο να κυλά στο βάθος της χαράδρας κι απέναντι στενά συνδεδεμένο μαζί του, το διασημότερο και πλουσιότερο των Βλάχικων χωριών, οι Καλαρρύτες.



     Είχε τη τύχη να ‘ναι ο άρχοντας πατέρας του σημαντικός παράγων του τόπου και ταυτόχρονα καλλιεργημένο άτομο που έσπρωχνε τον αγαπημένο πρωτότοκο στα γράμματα, στην αγάπη για τη πατρίδα Ελλάδα. Εκεί κάπου χρονολογικά, θα χαραχτούνε τα νέα σύνορα της χώρας, οι Καλαρρύτες περνάνε στην ελεύθερη Ελλάδα, το Συρράκο μένει στους Τούρκους. Μοιραίο για τον πατέρα γεγονός και για όλους τους Βλάχους της σκλαβωμένης ακόμα Ηπείρου είναι το γεγονός αυτό, για πατριωτικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους, επειδή κόβει τις συναλλαγές με την υπόλοιπη Ελλάδα, Θεσσαλία κλπ. Μεγάλο το κτύπημα για τον έμπορα Κρυστάλλη κι αρχή της μη αναστρέψιμης οικονομικής καταστροφής του εμπορικού μαγαζιού του στα Γιάννινα.  Σε σημείο μάλιστα κάποια στιγμή να κλείσει την επιχείρηση κι αν κι άρχοντας, παράγων του τόπου να εργαστεί υπάλληλος για να συντηρήσει τη φαμίλια του.
     Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλλίτερη περιγραφή της εμφάνισης και των αισθημάτων του ποιητή από το δικό του ποίημα Αι Οδύναι Μου, (βλ. κάτω) που ο νεαρός μας περιγράφει το βαθύ πόνο του, από τη κατάσταση που απότομα αλλάζει τη ζωή του. Είναι αγόρι στα 12, ευτυχισμένο στο Αρχοντικό στο Συρράκο με μια μάνα που τονε λατρεύει, τον πατέρα να έρχεται κάθε τόσο από τα Γιάννινα που ‘χει τα εμπορικά του, στο χωριό να τους δει, τελειώνει αριστούχος το δημοτικό, λατρεύει τα βουνά και το χωριό, διαβάζει και γράφει απ’ αυτή την ηλικία, είναι περήφανος για τους αγώνες του πατέρα του απογόνου Βλάχων ηρώων κατά των Τούρκων για τη λευτεριά της Ηπείρου. Πεθαίνει η μητέρα από φυματίωση, ασθένεια που κληρονομούνε τα 2 αγόρια της οικογένειας, ο Κώστας κι ο Γούλας (Γιώργος). Όλα αλλάζουν, όλα ανατρέπονται, ο πατέρας τον παίρνει μαζί , να σπουδάσει, ζει μαζί του, ξεκινά το Ελληνικό Δημοτικό και μετά το Γυμνάσιο των Ζωσιμάδων που είναι 4τάξιο, στο διάστημα 1879-85, μέχρι που διέκοψε τις σπουδές του επειδή αρρώστησε κι ο πατέρας του τον έστειλε στο χωριό οπου το κλίμα ειναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση της αρρώστιας.

     Εν τω μεταξύ έχει ηδη αρχίσει να επηρεάζεται απο το εθνικό κίνημα της εποχής δεδομένου οτι το Συρράκο ηταν ακόμη Τούρκικο και παρέμεινε οριακά στη Τουρκία και με την νέα οριοθέτηση των συνόρων μετά τη προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Εχει αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα σε γλώσσα καθαρεύουσα, ενω συγχρόνως ασχολείται με το την εθνικότητα της Ηπείρου και την Ελληνικότητα των Βλάχων, για τα οποία συλλέγει οσα περισσότερα στοιχεία μπορεί, πολεμώντας την Ρομουνική προπαγάνδα που είναι σε πλήρη εξέλιξη απο κάποιον Μαργαρίτη. Αυτός με τη προπαγάνδα του προσπαθεί να εξεγείρει τους βλάχους της Ελλάδος σε αποδοχή ρομουνικής εθνότητας και καταγωγής. Τις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου τις πέρναγε στο χωριό ασχολούμενος εντατικά και αποκλειστικά με την συλλογή στοιχείων για εθνική παράδοση των βλάχων της Πίνδου και τα καταγράφει. Το 1886 ολοκληρώνει τη 1η σημαντική συλλογή ποιημάτων, ένα επύλλιον με τίτλο Αι Σκιαί Του Άδου με έντονο το εθνικόαπελευθερωτικο πνεύμα κι αναφορές στις συνθήκες της υπόδουλης ζωής στους Τούρκους και για τον λόγο αυτόν αργότερα θα διωχθεί.
     Ο Μαργαρίτης ζήτησε τότε ἀπὸ τὸ γερο-Κρυστάλλη, νὰ τοῦ δώσει τὸν Κώστα νὰ τονε στείλει γιὰ δωρεὰν σπουδὲς στὸ Βουκουρέστι. Μὲ τὴν πρόταση αὐτὴ ὁ πατέρας πληγώθηκε στὴν ἐθνικὴ φιλοτιμία του, καὶ μάλιστα ἐράπισε τὸν πράκτορα. Τὰ ἴδια πατριωτικὰ αἰσθήματα εἶχε κι ὁ νεαρὸς μαθητὴς-ποιητής, που εἶχε κιόλας τελειώσει τότε το πρωτόλειο Αἱ Σκιαὶ Τοῦ Ἅδου. Ἡ ποιητικὴ αὐτὴ σύνθεση, μολονότι ἄτεχνη, παλλόταν ἀπὸ πατριωτικὴ ἔξαρση. Ὁ πράκτορας τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθεῖ. Κατάγγειλε τo ἔργο στὸν Τοῦρκο στρατιωτικὸ διοικητή, που διέταξε τὴ σύλληψή του. Οἱ συμμαθητές του τῆς Ζωσιμαίας τὸν βοήθησαν νὰ κρυφτεῖ, κὶ ὕστερα ἀπὸ μεγάλες περιπέτειες, τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1888, κατόρθωσε νὰ περάσει τὰ σύνορα καὶ να καταφύγει στὴν Ἀθήνα.



     Ο πατέρας θα νυμφευτεί ξανά εγκαθιστώντας τη μητρυιά στο σπίτι στο Συρράκο, θα αποκτήσει κι άλλα παιδιά, ο έφηβος Κώστας που ήδη παρουσιάζει τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς του πληγώνεται κατάκαρδα: δεν αποδέχτηκε ποτέ τη μητριά και δε συγχώρεσε γι’ αυτό ποτέ τον πατέρα του με τον οποίο δεν έκανε ιδιαίτερα στενή σχέση μέχρι το θανατό του. Τον αγαπά όμως, χαίρεται που ζει μαζί του στα Γιάννινα και δε διαμαρτύρεται για τις άσχημες οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους. Απεναντίας όταν μετά το Ελληνικό κόβει το σχολείο για λόγους οικονομικούς αλλά κι υγείας θα τονε βοηθά στο εμπορικό του μιας κι έχουν απολυθεί με τη φτώχεια, οι υπάλληλοι. Ξανά στο σχολείο,-1888- καημός του να μάθει γράμματα και καημός του πατέρα, φοιτά στην Α’ Γυμνασίου, όμως στη Β’ όλα σταματούν με το κυνήγι του από τους Τούρκους και το παράνομο φευγιό του στην Ελεύθερη Ελλάδα, στη Αθήνα, αρχές του 1889. Θα του δοθεί η ευκαιρία αργότερα μετά το Ελληνικό όταν θα διακόψει τις σπουδές του για λόγους υγείας κυρίως, η ευκαιρία να περιοδεύσει στα βουνά του Πίνδου να καταγράψει ήθη κι έθιμα, παραδόσεις και θρύλους της Ηπείρου, την ιστορία των Βλάχων. Είναι ακόμα μαθητής, η μόρφωσή του όμως περνά κατά πολύ την ηλικία του, αφού ζει με ένα βιβλίο στο χέρι. Κυριολεκτικά, δουλεύει με τον πατέρα, μελετά ασταμάτητα, γυρίζει στα βουνά και κάποια μέρα θα ξαναρχίσει το Γυμνάσιο για να σταματήσει η σχολική του ζωή απότομα με την καταδίωξη του από τις Τούρκικες αρχές , το φευγιό του στην Ελεύθερη Ελλάδα και την Αθήνα.
     Αστός, μόνο τσοπάνος δεν ήτανε, γαλουχημένος με άριστες αξίες κι αρχές, περήφανο αγόρι που ήδη με τη 2ετή κυκλοφορία της 1ης του συλλογής-Σκιαί Του Άδου/1887, γραμμένης από το 1876 όταν δεν ήταν ακόμα 20 χρονών!, έχει γίνει δημοφιλέστατος στους σκλαβωμένους και μη Ηπειρώτες που τον θεωρούν εθνικό τους ποιητή προς μεγάλη περηφάνεια του πατέρα, έρχεται στην Αθήνα -καταδικασμένος από το Τούρκικο δικαστήριο σε 20ετή εξορία στη Βαγδάτη- γεμάτος όνειρα για συνέχιση των σπουδών, να βρει δουλειά, να πάρει υποτροφία, να πάρει χορηγία από τη Κυβέρνηση. Όλες οι πόρτες κλειστές. Θύμα της Τούρκικης βαρβαρότητας διωγμένος από τη πατρίδα, κυνηγά το όνειρο, τη ποίηση, την επιβίωση. Δεν ήταν ούτε 18 ετών κι ήδη στα βουνά της σκλαβωμένης Ηπείρου έκανε άριστη δουλειά. Ανήλικος ερασιτέχνης λαογράφος κι ιστοριοδίφης που είτε μέσα από τα πεζά και τη ποίηση είτε από την αρθρογραφία του, το έργο του ανεκτίμητο. Η μελέτη του Ιστορία Των Βλάχων αποτελεί ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών.



    Φτάνει στην Αθήνα το Γενάρη του 1889 οπου συναντά πολλά κι ανυπέρβλητα εμπόδια στην εκπλήρωση των οραμάτων του για μια ζωή που θα του εξασφάλιζε άνετη ασχολία με το αγαπημένο του γράψιμο. Προσπάθησε ματαίως να βρεί κάποια εργασία για την εξοικονόμηση των προς το ζείν, παρ’οτι απευθύνθηκε σε πολλούς γνωστούς. Κι ενω τα χρήματα που είχε μαζί του άρχισαν να τελειώνουν, ο συχγωριανός του Σπ. Λάμπρου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, του βρήκε εργασία σε ενα τυπογραφείο. Μόνος, ἀβοήθητος, ἄρρωστος, χωρὶς ἐφόδια, ἀλλὰ μὲ τεράστια πίστη καὶ ζῆλο, ὁ νεαρὸς αὐτὸς ἐξόριστος, ἕνα χωριατόπουλο ἄπραγο, χαμένο στὴ μεγαλούπολη, πέτυχε νὰ φέρει ἕνα ῥυάκι δροσερὸ νερό, ἀπὸ τὴ βουνίσια ὀμορφιὰ μέσα στὴν ἀδιάφορη Ἀθήνα. Πέτυχε νὰ ἐπιβάλει τὶς ποιμενικὲς ἀναμνήσεις του, νὰ μᾶς γνωρίσει τὸ κάλλος τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς, νὰ μᾶς ξυπνήσει τὴν πατριωτικὴ φλόγα καὶ νὰ δημιουργήσει μιὰ δική του παράδοση, ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε ἰδιαίτερη θέση στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας.
    Περιττό να σημειωθεί πως οι συνθήκες εργασίας του τυπογραφείου ειναι οτι χειρότερο για την εύθραυστη υγεία του και την αρρώστια της φυματίωσης που είχε ηδη εκδηλωθεί. Ομως η θέληση και το πείσμα του να καταξιωθεί ως ποιητής τον κάνει να εργάζεται 10-12 ωρες στο τυπογραφείο και τις νύχτες να διαβάζει και να γράφει, επιβαρύνοντας συνεχώς την υγεία του. Ἀναστημένος στὴ σκλαβιά, ὕμνησε τὴν ἐλευθερία. Καὶ χάνοντας τὶς ὀμορφιὲς τῆς ὀρεινῆς Ἠπείρου, ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ξαναδεῖ, (οἱ Τοῦρκοι τὸν εἶχανε καταδικάσει ἐρήμην 25 χρόνια ἐξορία στὸ φεζάν), ἔκανε τραγούδι τὴ νοσταλγία του. Ὑπάρχει πολὺ πάθος καὶ πολλὴ ἀλήθεια μέσα στοὺς στίχους του, γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς δίνουν μιὰ γνήσια συγκίνηση.
Ἡ ἐργατικότητά του ἐξάλλου ὑπῆρξε χωρὶς προηγούμενο. Παρὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀντιξοότητες τοῦ βίου του, ἔγραψε μέσα σὲ μιὰ 5ετία τόσα, ὅσα ἄλλοι χρειάστηκαν ὁλόκληρη ζωὴ γιὰ νὰ τὰ γράψουν.



    Εχει αρχίσει ηδη να εγκαταλείπει τη καθαρεύουσα και γράφει στη δημοτική, της οποίας ελάχιστοι ηταν τότε υποστηριχτές. Το 1890 ετοιμάζει την συλλογή του Αγροτικά την οποία υποβάλλει στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό Ποίησης, με κυριώτερους αντιπάλους τους καταξιωμένους ηδη ποιητές Παλαμά και Πολέμη, που παίρνουν τα 2 βραβεία κι αυτός μόνο εναν έπαινο. Αυτή ηταν ομως η 1η του επιτυχία που τον καθιερώνει ως γνωστό ποιητή και του δίνει δυνατότητα να ξεφύγει απο τη δουλειά του τυπογραφείου πιάνοντας δουλειά στο περιοδικό Εβδομάδα που εκδίδει ο Δαμβέργης κι εκεί δημοσιεύει τη μελέτη του για τους βλάχους της Πίνδου. Σε λίγο σταματά κι απο κει και πιάνει δουλειά στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Μπάρτ, γράφοντας άρθρα και θέματα για την Ηπειρο. Τότε του δίνεται κι ένας διορισμός στους σιδηροδρόμους Πελοποννήσου με καλλίτερη αμοιβή αλλά κουραστική δουλειά. Συνεχίζει ομως να γράφει τις νύχτες. Τη περίοδο αυτή ολοκληρώνει και το πιο τέλειο ίσως απ’ τα έργα του τον Τραγουδιστή Του Βουνού Και Της Στάνης, το οποίο υποβάλλει πάλι στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό.
     Είχε όμως την ατυχία εισηγητής να είναι ο κλασσικομανής κι υπέρμαχος της καθαρεύουσας Άγγελος Βλάχος που δε δέχεται τη δημοτική και δίνει το βραβείο στο Στρατήγη για ένα ασήμαντο ποίημα ενώ ο ίδιος μένει πάλι με τον έπαινο. Η απόφαση καταδικάστηκε απο το σύνολο σχεδόν του κόσμου των γραμμάτων ενώ ο εκδότης της Ακρόπολης Βλάσης Γαβριηλίδης τον κατακεραυνώνει σε άρθρο του. Η απόφαση όμως του διαγωνισμού αυτού έχει σαν αποτελέσμα τη μεγάλη αναγνώριση του ποιητή Κρυστάλλη και του ανοίγει επιτέλους τους ορίζοντες που είχε οραματιστεί από μικρός. Δυστυχώς όμως ήρθε αργά γιατί η αρρώστεια εχει ηδη προδιαγράψει καταδικαστικά το μέλλον του. Εν τω μεταξύ εχει απολυθεί απο τους σιδηροδρόμους αλλά η τύχη του χαμογελά μάλλον ειρωνικά αφού τώρα κερδίζει σε ενα λαχείο αρχαιοτήτων 2500 δραχμές, ποσό σημαντικό για τον ίδιο και την εποχή, αν σκεφθούμε οτι στη 1η του δουλειά στο τυπογραφείο είχε ημερομίσθιο μία δραχμή. Η κατάσταση ομως της υγείας του εχει επιδεινωθεί με αιμοπτύσεις και δεν του επιτρέπει ουτε να εργαστεί ουτε να γράψει. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον απομακρύνουν απο την Αθήνα αλλά ο ιδιος εχει πλέον αποκτήσει ψυχολογία μελλοθανάτου και ξενυχτά παίζοντας πρέφα και γράφοντας άρθρα για το λεξικό Μπάρτ.



     Σκληρή δουλειά σε τυπογραφείο, σε περιοδικό Εβδομάδα, το 1891, στους σιδηρόδρομους. Ατέρμονος κύκλος βιοποριστικών δυσκολιών, πενιχρό εισόδημα, μεγάλες αντιξοότητες και κοπιαστικός τρόπος ζωής. Η υγεία του φθείρεται, όμως δεν ζητά βοήθεια από πουθενά. Περήφανος Βλάχος, περήφανος Έλληνας που δεν θα πάρει ούτε την Ελληνική υπηκοότητα -λείπανε κάτι χαρτιά- θα συμμετάσχει 2 φορές στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό Λογοτεχνίας, θα κερδίσει 2 επαίνους, θα χάσει την υγεία του, ‘φίλοι’ καίνε το μπαούλο με τα γραπτά του για το φόβο της αρρώστιας, φεύγει για Κέρκυρα μήπως γίνει καλά,όμως τονε χειροτερεύει το υγρό κλίμα, τελικά φτάνει ετοιμοθάνατος στην Άρτα κοντά στην αγαπημένη του αδελφή Μαρία…
   Απρίλης, άνοιξη… Ο 26χρονος ποιητής καίει στον πυρετό, λιώνει κυριολεκτικά απ’ τους πόνους και δυο μέρες, δυο ολόκληρες μέρες συνέρχεται από τον λήθαργο μόνο για να ρωτήσει την πιστή του Μαρία:
Ο πατέρας, ήρθε ο πατέρας… Μα πόσο αργεί….
Όπου να ‘ναι Κωστάκη μου έρχεται…
     Έφτασε λίγο πριν τη κηδεία…
     Ο Κώστας Κρυστάλλης, πνευματικός αγωνιστής κι ιδιαίτερη προσωπικότητα πέθανε ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης 22 Απρίλη 1894. Κηδεύτηκε τη Μεγάλη. Παρασκευή 23 Απρίλη 1894 λίγο μετά το μεσημέρι και τον Επιτάφιο. Ο θάνατος του σηματοδότησε το ξεκίνημα της Αθανασίας του. Το 26χρονο μόλις αγόρι που δούλεψε σκληρά στο λίγο του βίου του, που βίωσε έναν απίστευτα σκληρό Γολγοθά στο λίγο του βίου του, που έγραψε ένα απίστευτα μεγάλο λογοτεχνικό και ερευνητικό λαογραφικό έργο, στο λίγο του βίου του, που έφυγε απίστευτα ταλαιπωρημένο από την ασθένεια της φυματίωσης, απογοητευμένος και δυστυχισμένος, έγινε σύμβολο ενός λαού, του Ηπειρωτικού, εθνικός ποιητής της Ηπείρου, ποιητής της Ελλάδας που κόντρα στους κριτικούς λογοτεχνίας της εποχής ο λαός τονε λάτρεψε. Ένα χρόνο μετά πεθανε από την ίδια ασθένεια κι ο αδελφός του Γούλας ο δάσκαλος του Συρράκου. Δυστυχώς γι’ αυτόν αλλά και για την Ελλάδα, ούτε η Αθήνα, ούτε οι άνθρωποι της διοίκησης αλλά ούτε κι οι άνθρωποι των γραμμάτων, προσέφεραν αυτό το ελάχιστο που άνθρωποι σαν τον Κρυστάλλη χρειάζονται για να προσφέρουνε τον μεγάλο διανοητικό, πολιτιστικό και καλλιτεχικό πλούτο του ταλέντου τους στη πατρίδα.



   Ο Κώστας Κρυστάλλης, ήτο γνήσιος καλλιτέχνης. Δεν έγραψε μίαν σελίδα, μίαν γραμμήν χωρίς την σφραγίδα της ιδιοφυούς ψυχής του. Και τα πεζά του και τα έμμετρα, και αυτά ακόμη τα εις απλήν και ανεπιτήδευτον καθαρεύουσαν γραμμένα – διότι απ’ αρχής ο ποιητής δεν είχε κατανοήσει ότι αι λαϊκαί του εμπνεύσεις παντού και πάντοτε, μόνον δια της λαϊκής γλώσσης, ήτο δυνατόν ν’ αποδοθούν και εταλαντεύετο ζητών τον αληθή δρόμον, όπως ο αεροπόρος πριν αναλάβει την προς τα ύψη πορείαν- όλα μαρτυρούν ότι ο Κρυστάλης έβλεπε και ησθάνετο βαθέως, ειληκρινώς, ανθρωπίνως, άνευ της μεσολαβήσεως ξένων αναγνωσμάτων, απηλλαγμένος πάσης μιμήσεως, παντός ψιττακισμού.
  –Γρηγόριος Ξενόπουλος

     Εξάλλου, ο Ξενόπουλος κι άριστος κριτικός, εκφράζει μεγάλη εκτίμηση για τα διηγήματα του Κρυστάλλη σε κριτική του, που δημοσιεύει στην εφημερίδα Άστυ. Ενδεικτικά, το διήγημα Η Δασκάλα διακρίνουν, το παρθενικό συναίσθημα, η ψυχογραφική εξέλιξη της αφήγησης, η εκφραστική λεπτομέρεια, η ευγενική, αμοιβαία συμπαράσταση 2 νέων ανθρώπων κατά τη συνοδοιπορία τους στη Πίνδο, που καταλήγουνε σε ειδύλλιο της φαντασίας του αναγνώστη. Σε ένα διαμάντι, όπως χαρακτηρίστηκε το διήγημα, δημοσιευμένο το μοιραίο έτος της ζωής του διηγηματογράφου, το 1894. Θα ήταν ενδιαφέρουσα η μεταγραφή του σε μια κινηματογραφική ταινία μεσαίου μήκους, για να φανεί ότι η ψυχική συγγένεια κι οι κοινές περιστάσεις μπορούν να δημιουργήσουν μια βαθειά ερωτική σχέση.
     Όταν οι επιφανέστεροι κριτικοί της εποχής και μεγάλο τμήμα του τότε αναγνωστικού κοινού αναγνώριζαν την αξία του Κρυστάλλη, δεν έλειψε η αρνητική ή επιφυλακτική κριτική του έργου του -μετά το θάνατό του κι αήθης- χωρίς όμως να αλλάξει τη πορεία του. Κυρίως, του καταλογίζανε δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς οι επικριτές να εμβαθύνουν στη γραφή του. Παιδί της υπαίθρου, επόμενο ήταν να επηρεαστεί από τη λαϊκή ποίηση, όπως κι άλλοι, πολλές φορές χρησιμοποιούσε τα εκφραστικά της μέσα -παράδειγμα ο διάλογος- με τη διαφορά ότι συνέδεε τη λαϊκή ποιητική κληρονομιά με το λόγο του, με τη δική του θεώρηση της ζωής και τελικά δημιούργησε προσωπική ποίηση. Και δεν εκτιμήθηκε από ορισμένους κριτικούς, ότι γράφοντας σε μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, στο τέλος του 19ου αι., συνέβαλλε στην επικράτησή της και τη πρόοδο του νεοελληνικού διηγήματος.


     Οι σκληρές δοκιμασίες άφηναν με λαβωμένα φτερά τον ποιητή και όπου μπορούσε, δεν έφτασε. Η πραγματικότητα τον αδίκησε, αλλά σημασία έχει η λάμψη του έργου, που πρόφτασε να κληροδοτήσει και το μήνυμά του ως ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Αυτή η αλήθεια αφορά όλους τους εργάτες της τέχνης και της επιστήμης, αλλά τηρουμένων των αναλογιών και τα άγνωστα στους πολλούς πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ολική ή μερική ολοκλήρωση των προσπαθειών τους. Ο εξόριστος ποιητής προβάλλει την ομορφιά της Ελλάδας και το ήθος της, σε σύνδεση με το μήνυμα, πως ο δεσμός του ανθρώπου με τη φύση είναι ανάγκη της ψυχής. Σήμερα αυτό το μήνυμα έχει πάρει δραματική διάσταση: ο σεβασμός της φύσης αποτελεί επιτακτική ανάγκη της ζωής στον πλανήτη μας.
     Ο σύγχρονος άνθρωπος, στα δεσμά της θεοποίησης του χρήματος και της τεχνολογίας, ίσως αποζητά τη μάνα-φύση, σε ώρα διαλόγου με το βαθύτερο εαυτό του. Αν εύρισκε, κατά το δυνατόν ανταπόκριση η φωνή του Κρυστάλλη, θα ήμασταν καλλίτεροι άνθρωποι. “..ω φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!” έγραφε κι ο Παλαμάς. Άραγε οι 2 ποιητές μας, με τον τρανό καημό της φύσης, περιμένουν να τους δώσουμε ελπίδα ότι θα κατανοήσουμε επιτέλους το μήνυμά τους; Κι ότι θα αγωνιστούμε για την αποτροπή συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, βαρύτερων από τις σημερινές που επιφέρουν μεγάλες καταστροφές;
     Με τον Κρυστάλλη η ελληνική ποίηση, που ως τότε ήτανε κυρίως ψεύτικη, ρομαντική και κλαψιάρικη, βρήκε νέα νότα, εύρωστη, λεβέντικη και γνήσια ελληνική. Μας ζωντάνεψε τον κόσμο του χωριού και της στάνης· του βουνού και του δάσους, της ορεινής ομορφιάς και της εθνικής μας παράδοσης. Ήταν μιά σημαντική στροφή της ποιητικής έμπνευσης προς την ντόπια παράδοση και μάλιστα με τα μέτρα που ήταν σε χρήση και στο δημοτικό τραγούδι, με τον λαϊκό 15σύλλαβο. H ποίηση αυτή αγαπήθηκε αμέσως από το ελληνικό κοινό και εξακολουθεί να αγαπιέται ακόμα, όπως αγαπήθηκε και ο ποιητής, στον οποίο η λατρεία του κοινού έχει στήσει ως σήμερα τέσσερεις προτομές (στην Πεντέλη, στην Άρτα, στα Γιάννενα και στη Λάρισα). Στη προτίμηση αυτή συντέλεσαν ασφαλώς και οι δραματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησε ο ποιητής, που πέθανε άλλωστε πολύ νέος, σχεδόν παιδί, μόλις 26 ετών.



     Ο Κρυστάλλης υπήρξε ποιητής τ’ αψήλου. Παιδαρέλι κατέβηκε από τα ψηλά της Πίνδου και φοβήθηκε μη τονε φάει ο κάμπος. Γι’ αυτό κι υπέρτατα παρακαλούσε στο ποίημά του τον Σταυραητό να χαμηλώσει λίγο (βλ παρακάτω). Ποίημα-καημός ελευθερίας, που πέρασε στα σχολικά βιβλία κι άγγιξε τις ψυχές των σχολιαρόπαιδων. Το “θέλω” του ποιητή απαιτεί από το ημερόδεντρο να τρώει βελάνια, τυρί ελαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι. Απαριθμεί τα θέλω του καθότι η μοίρα του τον έριξε στον κάμπο της χαμοζωής. Σπάνια έχει τυπωθεί αυτή η λαχτάρα της ελευθερίας. Ούτε έχει συνδεθεί με τα φτερά και το πέταγμα του σταυραητού. Ζούσε τον υπαρξιακό παγανισμό και τη καύση του έρωτα της καρδιάς του. Απ’ τη Πίνδο άντλησε τον πλούτο της άγριας ομορφιάς της φύσης, που κρύπτεσθαι φιλεί, μπας και συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε η έλλογη προέκτασή της (κι η καταστροφή της). Κράτησε στα μάτια του και στη ψυχή του εικόνες, ακούσματα, τραγούδια που έρχονταν από τους αιώνες, σαν μια συμπαντική συναυλία. Ηπιε το αστείρευτο νερό από τη βρυσομάνα παράδοση του τόπου του. Είδε τα λαμπερά αστέρια να χαμηλώνουν μες στη νύχτα κι έτσι του βγήκε ο καημός στα ποιήματα.
     Η συναισθηματική μνήμη γέμιζε από τους αντίλαλους των ρυακιών που κελαηδούσαν κι απ’ ένα βουητό της θείας δημιουργίας. Και την άλλη μέρα και τη παράλλη άκουσε το ξύπνημα της φύσης κι άρχισαν να κατρακυλάνε οι λέξεις του και στο θολό ποτάμι να γίνονται δυο αδέρφια αγκαλιασμένα. Τραγούδια και ποιήματα μιας γλώσσας που είχε γραμματική τις κορυφογραμμές και συντακτικό τους ανθρώπους. Ο Κ.Κ. πέρασε το τοξωτό Γεφύρι της Πλάκας, τον ποταμό Αραχθο (αίρων τη χθόνα) και το Γιοφύρι της Αρτας, κυνηγημένος από τους Οθωμανούς· καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλάκιση κι εξορία μαζί. Αρνήθηκε υποτροφία για το Βουκουρέστι. Τον πατέρα του τον κρέμασαν οι Τούρκοι γιατί ήταν επαναστάτης. Ο Κ.Κ. ξεκίνησε από τη ρίζα των πραγμάτων και δέχτηκε τη παράδοση για να τη παραδώσει. Είναι η συνέχεια του ποιήματος με έμμετρο και πεζό λόγο· από μικρό παιδί έγινε ένα η μορφή και το περιεχόμενο. Είχε μέσα του ποιητική δύναμη. Βίωνε αυτό που έκανε -έγραφε με το αίμα του. Ελεύθερος στην έκφραση, χωρίς δεσμεύσεις και καλούπια, είχε το δημοτικό τραγούδι στα κύτταρά του. Ο νεαρός ποιητής, με όλο του το εθνεγερτικό σφρίγος και την αγνή αγάπη του για τη πατρίδα και την ελευθερία της, εξιστορούσε και διηγούνταν ανθρώπινα είτε με τη ποίησ, είτε με τη πρόζα, είτε με τη καθαρεύουσα, είτε με τη δημοτική.



     Κλώθει με λέξεις το μαλλί κι υφαίνει με την ντοπιολαλιά του το στιγάδι της λογοτεχνίας. Είναι ο Ηπειρώτης ποιητής κι Ελληνας, που έρχεται από το άπειρον της Ηπείρου κι είναι ευτυχία που επιστρέφει σήμερα εδώ. Είναι ο Ελληνας πρόσφυγας -έτσι αποκαλούσε τον εαυτό του, αφού οι αρχές της πρωτεύουσας δεν του χορηγούσανε ταυτότητα γιατί δεν είχε χαρτιά, αδιαφορώντας αν ήτανε κυνηγημένος από τους Τούρκους. Εγραφε στον Σπυρίδωνα Λάμπρου (γιατί καιγόταν όχι μόνο να εκφραστεί αλλά και να φανεί χρήσιμος στη πατρίδα του): “Είναι κακό να είσαι ξένος μα πιο σκληρό να είσαι ξένος στην ίδια σου την πατρίδα…Εκτός τούτου η επάρατος μοίρα μου η προορίσασα τόσα δεινά διά την ζωήν μου με εδώρησε και με το χείριστον εν τω παρόντι αιώνι ελάττωμα, το να μη δύναμαι να εκφράζωμαι διά λόγων, ως πρέπει, τα δυστυχήματά μου“.
     Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής κι είναι γραμμένες σε καθαρεύουσα, αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε από την επαφή του με το πνεύμα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα Αγροτικά πέρασε στον κύκλο της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι. Στη πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά τη καθαρεύουσα, στράφηκε ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, που στη χρήση της συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους. Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί είναι από το δημοτικό τραγούδι, έργα κλασσικών ποιητών ὀπως του Ομήρου, από τον Ερωτόκριτο, από συγχρόνους του, όπως τους ΒαλαωρίτηΖαλοκώσταΒηλαρά κι από τους ρομαντικούς της Αθηναϊκής Σχολής, όπως τον Αχιλλέα Παράσχο.
     Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει κι επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του ποιητή του βουνού και της στάνης. Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς τη καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις 2 γλώσσες. Στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουνε το γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματά του είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι’ αυτόν πίστωση χρόνου -η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουνε την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!



     Σήμερα, πάντως, είμαστε πολύ κοντά στο να συνειδητοποιήσουμε αυτό που έχει από καιρό υποδείξει ο Λίνος Πολίτης: ο στίχος του Κρυστάλλη μπορεί άνετα να διεκδικήσει την αυτονομία του από τις πηγές του δημοτικού τραγουδιού, κερδίζοντάς μας αμέσως με τον ζωντανό κι απολύτως προσωπικό του τόνο. “Ακόμα κι η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού“, επιμένει ο Πολίτης, επιτρέποντάς μας να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα και για το πεζογραφικό έργο του τραγουδιστή του χωριού και της στάνης.
     Τα δημοτικά τραγούδια και τα παραμύθια εξάλλου, μαζί με τη λαϊκή τέχνη, τις ντοπιολαλιές και τη παράδοση, ενδιαφέρουν τους περισσότερους συγγραφείς της γενιάς του 1880, που είναι και γενιά του. Οι ηθογράφοι αυτής της γενιάς είναι, σχηματικά μιλώντας, χωρισμένοι στα 2. Από τη μια στέκουν εκείνοι που επιδιώκουν να ωραιοποιήσουν και να εξιδανικεύσουν την ύπαιθρο. Από την άλλη βρίσκονται όσοι επιζητούν να προβάλουν τη δύσκολη, σκληρή καθημερινότητά της σε συνάρτηση με το βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Ο Κρυστάλλης αγαπά απ’ τα βάθη της καρδιάς του τη φύση, αλλά δεν είναι εξιδανικευτικός, ενώ ο λαϊκός πολιτισμός αναδεικνύεται στη δουλειά του σα σάρκα εκ της σαρκός του. Μπαίνοντας στα καθέκαστα της πεζογραφίας του, θα πρέπει να πούμε προκαταρκτικά πως αντλεί λιγότερο από το ρομαντισμό και το δημοτικό τραγούδι (όπως συμβαίνει με τα ποιήματα) και περισσότερο από τις λαϊκές παραδόσεις, συν το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως εκείνο που κυριαρχεί στη σκηνογραφία της είναι όχι μόνον η ύπαιθρος αλλά κι η πόλη. Πάλι, όμως, τα στοιχεία που δεσπόζουν στα Πεζογραφήματα δεν είναι τόσο η παράδοση και τα ερευνητικά λαογραφικά ενδιαφέροντά του, που ‘χουν αποτυπωθεί σε ξεχωριστές εργασίες, όσο 2 άλλα, αρκετά διαφορετικά δεδομένα: από τη μια πλευρά, η πολιτική κι η Ιστορία κι από την άλλη, η δύναμη της φύσης μαζί με την εκστατική και τη μεταστοιχειωτική της ορμή.



     Ως προς τη πολιτική και την Ιστορία, οι αναφορές του ξεκινάν από τον εθνικό ήρωα της Αλβανίας Γεώργιο Σκεντέρμπεη, η μορφή του οποίου μπορεί να συνενώσει Αρβανίτες κι Έλληνες (Η Εικόνα), την υποταγή -μέσα από ένα παραμύθι- του Αργυρόκαστρου στους Οθωμανούς (Αργύρω Η Μονοβύζα) και το χρονικό (1811-1881) των αποτυχημένων επαναστατικών προσπαθειών κατά της οθωμανικής διοίκησης στα Γιάννενα (Το Σημειωματάρι Του Γεροκαλαμένιου), για να φτάσουν μέχρι τις διώξεις και τη καταπίεση του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου απ’ τους Τούρκους (Το Σουλιωτόπουλο και Η Κυρα-Νίτσα) ή τις πολύπαθες περιπέτειες της κλεφτουριάς πάνω στα ηπειρώτικα βουνά (Εις Την Στάνην Του Μπάρμπα ΜουΤα Χριστούγεννα Των ΚλεφτώνΚαπετάν-Κωνσταντάρας). Ως προς τη δύναμη της φύσης, που δίνει γενναία το παρών σε όλα τα διηγήματα, η γκάμα περιλαμβάνει από ποιμένες απομονωμένους στην άγρια ύπαιθρο (Στα Χαλάσματα) μέχρι την ικανότητα των φυσικών στοιχείων να ευεργετήσουνε τη βασανισμένη ψυχή του ξενιτεμένου (Το Φυλαχτό Μου) ή το ενθαρρυντικό άπλωμα του βλέμματος σε ένα τοπίο που εγκλείει στο εσωτερικό του εκτός από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία (Ο Χωρισμός). Κάπου στο ενδιάμεσο φύσης κι Ιστορίας θα βρούμε και τον έρωτα: έρωτας υψηλόφρων και δυνατός, ανάμεσα σε καρδιές έτοιμες να του παραδοθούν εξ ολοκλήρου (Η Δασκάλα). Κάποια σημασία έχει, τέλος κι η χαρά της ομαδικής δημιουργικής δουλειάς για έναν υψηλό σκοπό, όπως η ανοικοδόμηση μιας εκκλησίας (Τα Μάρμαρα).
     Διατρέχοντας το πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας, ο Κρυστάλλης θα υιοθετήσει ένα σαφώς εθνικό τόνο, δεν θα καταλήξει όμως σε καμμιά περίπτωση εθνοκεντρικός (τα ιστορικά πάθη των Αλβανών με τους Τούρκους δύσκολα αποσπώνται από τα αντίστοιχα πάθη των Ελλήνων). Διατρέχοντας πάλι το πεδίο της φύσης, ο λόγος του θα αποκτήσει εξαιρετική ποικιλία εκφάνσεων: από τη μανία των καιρικών φαινομένων (το σκληρό κρύο, οι νεροποντές και το ξεπάγιασμα σε προστατευμένα κι απροστάτευτα σημεία) και το χορό ανθρώπων και ζώων (από τη πλοκή και τις περιγραφές των διηγημάτων ξεπηδάνε πρόβατα, λύκοι, αρκούδες, τσακάλια κι αγριόχοιροι) μέχρι τις φωνές από τραγούδια και μηνύματα ή παραγγέλματα που εκτοξεύονται στους ουρανούς πάνω από τις κρημνώδεις οροσειρές, αποκαλύπτοντας μια φύση όχι αγροτική αλλά σπινοζικής έμπνευσης -μια natura naturans που γεννιέται κι αναπαράγεται αφ’ εαυτής, σαν άλλος θεός.



     Γράφοντας άλλοτε σε ιστορικό κι άλλοτε σε παροντικό χρόνο, συνδέει, όπως είναι ίσως αναμενόμενο, τη φύση με τη τοπιογραφία του, σ’ ένα κύκλο που περνά από τα Γιάννενα, την Άρτα, το Μέτσοβο, τη Πάργα, το Ζαγόρι και το Σούλι, χωρίς ν’ αφήσει απ’ έξω τη Θεσσαλία και το Αργυρόκαστρο. Κι αυτή η συνεχής εντοπιότητα, που εντάσσει στους κόλπους της αστικές περιοχές, αλλά και χωριά ή βοσκοτόπια παραπέμπει βέβαα στην εντοπιότητα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 19ου αι., από τον Maupassant και τον Alphonse Daudet μέχρι το βερισμό του Giovanni Verga, δείχνοντας άλλη μια φορά πόσο μακρυά μένει ο Κρυστάλλης από την ειδυλλιακή ηθογραφία και το στενά λαογραφικό πνεύμα. Μακρυά, ωστόσο, από τη λαογραφική ιδεολογία μένει και με τη μετριασμένη κι ισορροπημένη δημοτική του, που ενδίδει στη τραχύτητα μόνον όταν ενσωματώνεται στους διαλόγους η ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, ή με τη προσφυγή του στο αφηγηματικό είδος του χρονικού (Το Σημειωματάρι Του Γεροκαλαμένιου) που συνδυάζει τη κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα και την ανακοίνωση των τοπικών ειδήσεων της βυζαντινής χρονογραφίας με το τέχνασμα της ανακάλυψης των χαμένων χειρογράφων. Πάνω απ’ όλα απομακρύνεται από την ηθογραφία και τη λαογραφία μέσω της παράκαμψης του κεκανονισμένου ρεαλισμού που προϋποθέτει η ποιητική αντιμετώπιση της πραγματικότητας από τη πρόζα του.




     Ως ποιητής-πεζογράφος (τον όρο εισήγαγε με αφορμή την περίπτωσή του το 1940 ο Μιχ. Ροδάς) ο Κρυστάλλης υιοθετεί ένα ιδίωμα που θα υπαγάγει την Ιστορία και τη φύση σε ένα λυρικό ρεαλισμό -ένα ρεαλισμό που θα διαρρήξει ευθύς εξαρχής τις σχέσεις του με οποιαδήποτε έννοια (αν εξακολουθούμε να μιλάμε για ηθογραφία και λαογραφία) θησαυρισμού, καταγραφής και καταλογογραφικής απεικόνισης. Επιπλέον η τελειότητα, η γλαφυρότητα κι η ζωντάνια των εικόνων που περιγράφει, είναι δίχως άλλο απαράμιλλη. Κανείς από τους ποιητές μας δεν αγάπησε και δεν τραγούδισε τη φύση, τις ομορφιές της και τα ψηλά λεβέντικα βουνά της πατρίδας μας, όσο αυτός. Αυτό τον έκανε αξιαγάπητο και κοσμοαγάπητο σε όλη την Ελλάδα. Και το κρυσταλλένιο τραγούδι του με την ειλικρίνεια και τον τόνο του δημοτικού τραγουδιού, με τις ωραίες του ποιητικές εικόνες και το δυνατό του στίχο, κυλά από κει με το κελάρυσμα των ρυακιών και φτάνει σε μας απλό και καθάριο, αγνό, όπως ήταν ο ίδιος. “Άγουρος του χωριού κι εγώ, παιδί κι εγώ της στάνης, όσες φορές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω κι οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω“.
    Η ποίηση του Κρυστάλλη είχε μια γνήσια ελληνική νότα. Αν κι έζησε πολύ λίγο τα κείμενα που μας άφησε είναι όσα άλλοι χρειάστηκαν μια ολόκληρη ζωή για να τα συντάξουν. Ο φτωχός ποιητής, αν και στερημένος από τη πανεπιστημιακή μόρφωση, που επιθυμούσε, δεν χάνει ποτέ την έφεση για μόρφωση αλλά και πολύμορφη, ευσυνείδητη έρευνα. Τα Πεζογραφήματα που εκδίδει πριν από το τέλος του, αποτελούν επιλογή κειμένων, που δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά. Ξεκινά από τις αναμνήσεις της Ηπείρου και καταθέτει αξιόλογα μελετήματα εθνογραφικού, ιστορικού και λαογραφικού περιεχομένου. Αναδεικνύεται πρωτεργάτης της λαογραφίας της γενέθλιας γης του. Μερικά άλλα έργα του χάθηκαν οριστικά γιατί κάηκαν στη φωτιά από τη σπιτονοικοκυρά του, όταν έμαθε πως ήτανε φυματικός. Μιά πλήρη βιογραφία του ποιητή, σε μορφή μυθιστορήματος, εκδόθηκε από τον εκλεκτό λογοτέχνη Μιχάλη Περάνθη με τον τίτλο: Ο Τσέλιγκας. To Υπουργείο Παιδείας κήρυξε το 1994 ως Έτος Κώστα Κρυστάλλη.



   Ο Κρυστάλλης δεν είναι ο λαός που βρίσκεται ή που γίνεται ποιητής. Είναι ο ποιητής που βρίσκεται και που γίνεται λαός“.
  –Κωστής Παλαμάς

Έργα του:

Αι Σκιαί του Άδου 1887
Ο καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου 1890
Αγροτικά 1891
Ο τραγουδιστής του βουνού και της Στάνης 1893
Πεζογραφήματα 1894.

===============

                        Πασχαλινό

Αυγούλες απριλιάτικες χαράζουν στα βουνά μας,
Αυγούλες χαμογέλαστες, αυγούλες διαμαντένιες.
Και τα λουλούδια ανοίγουνε στους κάμπους, στα βουνά μας,
Και ροβολάνε οι λαγκαδιές καθάριες ασημένιες.

Στες περσυνές των τις φωλιές ήρθαν τα χελιδόνια
Και σχίζουν γύρω μας τρελά το δροσερό τα’ αγέρι.
Όξω στα δάση τα σκιερά λαλούν γλυκά τα’ αηδόνια
Και τα τρυγόνια, οι πέρδικες πετάνε ταίρι-ταίρι.

Να την προβάλλ’ η Πασχαλιά ξανθή, χρυσοντυμένη,
Και με λουλούδια εδώ κι εκεί χίλια φιλιά σκορπάει.
Όλοι φιλιούνται σήμερα, εχθροί κι αγαπημένοι,
Την έχθρα και το πείσμωμα καθένας λησμονάει,

Έλα και συ, που όμορφη μοιάζεις αυγή τ’ Απρίλη,
Ξανθούλα πεισματάρα μου. Το πείσμα σου λησμόνει,
Και δός μου το γλυκό φιλί στα ροδαλά σου χείλη…
Γελάει καθένας σήμερα, φιλιέται, δεν πεισμώνει.

          Χειμάρρα Πάρε Τ’ Άρματα

Το κύμα όταν ξαπλώνεται στου πέλαου την αγκάλη
Και καρτερεί ένα φύσημα να στηλωθεί να αγριέψει
Να πνίξει κάθε κάτεργο και κάθε περιγιάλι,
Ποιος άνεμος βουλήθηκε ποτέ να το μερέψει;

Το άλογο εκειό τ’ ανήμερο, πo’ μαθε από πουλάρι
Ελεύθερο, ανυπόταχτο να τρέχει, να ανεμίζει
Τη χαίτη του στην έρημο και δίχως καβαλλάρη
Ποιος λέει του βάζει τη θηλιά και σκλάβο τον γυρίζει;

Του λόγγου τ’ αγριοδάμαλο που του’ ναι νεροκράτης
Το ρέμα του Ασπροπόταμου κι έμαθε να κεντρώνει
Τα δέντρα με τα κέρατα, ποιος είπε ζευγολάτης
που του φορτώνει το ζυγό και τ’ οδηγάει κι οργώνει;

Τον σταυραετό που πέτεται απ’ τα μικρά του χρόνια
Μεσουρανίς στα σύννεφα και σμίγει με τ’ αστέρια
Τα φλογερά τα μάτια του και πίνει από τα χιόνια,
Να τον σκλαβώσει ποιος μπορεί μ’ όσα κι αν έχει χέρια;

Το φλογερό αστραπόβροντο, που σχίζει κι ασβολώνει
Τα σύγνεφα και τα βουνά, όπου χαλάει μια χτίση,
Που πύργους, βράχια κι έλατα βαθιά ξεθεμελιώνει,
Ποιος ήταν όπου ετόλμησε να ειπεί πως θα το σβήσει;

Και της Ηπείρου το στοιχειό, την ξακουστή Χειμάρρα,
Πόχει γονιό τον πόλεμο, πόχει τροφή το αίμα
Και μάτι της την αστραπή και χνώτο την αντάρα;
Να την πατήσει ποιος μπορεί; Ποιος είπε τέτοιο ψέμα;

Χειμάρρα, πάρε τ’ άρματα, κατά το Σούλι βάξε
Να παρατήσει γλήγορα τον έρμο χερουλάτη
Και να ζωθεί τ’ αρμούτι του, το γερο-Πίνδο κράξε
Να μη χολιάζει βάρυπνος, να’ χει άγρυπνο το μάτι.

Βουνά μου, πάρτε τ’ άρματα, τα γέρικά σας χιόνια
Και τα πολλά τα κρούσταλλα να ανάψει να τα λιώσει
Η πύρη από τα νιάτα σας κι απ’ τα παλιά σας χρόνια.
Ποιον καρτεράτε, δύστυχα, να ρθει να σας σηκώσει;

                Ἡ Ποδιὰ Τῆς Μαριῶς

Πλένει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιές της,
κι οἱ ὀμορφιές της λάμπουνε, κι ἀστράφτουν στὸ κορμί της
ἀράδες τ’ ἀσημόκουμπα κι ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
καὶ στὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράιδα.
Πέρασε κι ἕνας σταυραετός, πέρασε ἀπάνω ἀπάνω,
καὶ σὰν νὰ νοιάστηκε κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης,
χαμήλωσε ὡς στὸν ποταμὸ κι ἁρπάζει τὴν ποδιά της,
τὴ λαχουριά της τὴν ποδιά, τὴ χρυσοκεντημένη,
ποὖχε ξομπλιάσει ἀπάνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα,
καὶ σκούζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαίει τὴν ποδιά της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χάθηκε μέσ’ στὰ ἀστέρια.
Σὲ λίγες μέρες ὕστερα ταράχθηκεν ἡ χώρα,
παγάνα πῆραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
καὶ δείχνουνε στὲς λυγερὲς ποδιὰ γεμάτη ἀστέρια,
καὶ σ’ ὅποιας πιάσει τὸ κορμί, καὶ ὅποια τὴν πεῖ δική της,
ἐκείνη θὰ τὴν πάρουνε μαζί τους στὸ παλάτι.
Πέρασαν, πέρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
δείχνοντας τὴ χρυσὴ ποδιά, κι οὔτε κι εὑρέθη κόρη
νὰ τῆς ταιριάζει στὸ κορμὶ καὶ τὴν πεῖ δική της.
Καὶ στῆς Μαριῶς πᾶν τὸ χωριὸ καὶ δείχνουνε στὲς κόρες
ἀράδα ἀράδα τὴν ποδιά, καὶ τὴν γνωρίζουν ὅλες.
Μέσα στὲς ἄλλες ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀράδα,
καὶ κοκκινίζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παίρνει καὶ τὴν ζώνει,
τήνε γνωρίζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ τήνε παίρνουνε μαζί, τὴν φέρνουν στὸ παλάτι.
Παίρνουν αὐτοὶ τὸ τάμα τους, κι ὁ βασιλιὰς τὴν κόρη.

                         Πόθοι

Νάξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ’ άλλα.

Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ’ ἀψήλου,
ν’ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν’ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κι ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;…
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ’ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν’ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!…
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κι ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!…
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ’ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!…

                     Στο Σταυραητό

Από μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα
κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια
και μέσ’ στα σύγνεφα πετάς, μέσ’ στα βουνά ανεμίζεις
φωλιάζεις μέσ’ στα κράκουρα, συχνομιλάς με τάστρα,
με την βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις
με τάγρια αστραποπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν
του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.

Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη
κι απ’ άφαντο κι απ’ άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια
και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει•
κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος
κι εφώλιασε βαθιά – βαθιά μέσ’ στ’ άσαρκο κορμί μου
και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τη νιότη.

Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ’ αψηλού ν’ ανεβώ• ν’ αράξω θέλω, αητέ μου,
μέσ’ στην παλιά μου κατοικία, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν’ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ’ εσένα.
Θέλω τ’ ανήμερο καπρί, τ’ αρκούδι, το φλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ’ αγέρι
νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα, σαν αδέρφι
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ’ ανοιχτά μου στήθη.

Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.
Θέλω τ΄αψήλου ν’ ανεβώ, ν’ αράξω θέλω, αητέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν’ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.
Θέλω τ’ ανήμερο καπρί, τ’ αρκούδι, το πλατόνι,
καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ’ αγέρι
νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ’ ανοιχτά μου στήθη.

Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-
να μου προσφέρνουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους
να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι.
Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου
το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.

Κλωνάρια απ’ αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια
θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,
ν’ ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.

Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,
θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ’ άγριο γίδι.
Θέλω ν’ ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά – ζερβά να βλέπω.
Θέλω ν’ ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,
ν’ ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.
-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,
και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα – μέρα.

Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,
και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!

                  Ἡ Καπετάνισσα

Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι’ ἀναστενάζει ἀπ’ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
– Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ’ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ’ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι’ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ’ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κι ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κι ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι’ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κι ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι’ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι’ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν’ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!

                    Το Νεραϊδόπαιδο

Απ’ τη σπηλιά π’ ανοίγεται παρέκει από το ρέμα,
Ξανθές Νεράιδες και Ξωθιές αυτήν την ώρα βγαίνουν.
Λούζουνε τ’ άσπρα τους κορμιά στο ρέμα το καθάριο
Κι απ’ την πολλήν την ομορφιά κι απ΄ τη μοσχοβολιά τους
Μοσχοβολάει το νερό και λάμπει ο τόπος γύρα.
Απλώνουν τα μαντήλια τους στες πέτρες να στεγνώσουν
Και στο σιαδάκι σταίνουνε χορό και τραγουδάνε.
Η Κάλλω σέρνει το χορό, η πρώτη των Νεράιδων,
Και τραγουδάει η δεύτερη κι ακουλουθάν οι άλλες

           Το Τραγούδι Της Ξενιτιάς

Αναθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..

Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,
να βρω και μια κρυόβρυση, να ξαπλωθώ στον ίσκιο,
να πιω νερό να δροσισθώ να πάρω λίγη ανάσα,
ν’ αρχίσω να συλλογισθώ της ξενιτιάς τα πάθη,
να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου.

‘Ανοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.

-Τραγούδια αν εχ’ η μαύρη γη, κι ο τάφος χαμογέλια,
έχει και του παιδιού η καρδιά που περπατεί τα ξένα.
Τα ξένα έχουν καημούς πολλούς και καταφρόνια πλήθος!
Στα ξένα δεν ανθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα,
και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος,
δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος,
και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει!

Στα ξένα, ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σε γελάσει;
Πούν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πούναι τα γέλια τ’ αδερφού κι η συντροφιά του φίλου;
Πούν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;

Αν αρρωστήσεις, ποιος θαρθεί στην ξενιτιά σιμά σου,
να σε ρωτά τον πόνο σου, τα γιατρικά να δίνει;
στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάει μαζί σου;
Κι αν έρθει μερ’ αγλύκαντη στα ξένα να πεθάνεις,
ποιος θα βρεθεί στο πλάι σου τα μάτια να σου κλείσει;
Ποιος θα σου λούσει το κορμί, ποιος θα σε σαβανώσει;
Στο λειψανό σου ποιος θαρθεί λουλουδια να σε ράνει;
Και ποιος με πόνο θα ριχτεί στο νεκροκρεββατό σου
για να σε κλάψει; Ποιος θα ειπεί για σένα μοιρολόγι;
Αχ! πως τους θάφτουν, νάξερες, και πως τους παν τους ξένους!..
Χωρίς λιβάνι και κηρί, χωρίς παπά και ψάλτη!

Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!..

Πού να τον πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω;
Να τον ειπώ στα τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
να τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν τ’ αγριοπούλια!..
Κι αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρια πού να πέσουν;
Αν πέσουνε στη μαύρη γη, χορτάρι δεν φυτρώνει,
αν πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψει,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγουνται τα καράβια,
κι αν τα βαστάξω στην καρδιά, με καίν’ με φαρμακώνουν!

Ανάθεμά σε ξενιτια, με τα φαρμάκια πόχεις!..

                     Τραγούδι Κλέφτικο

Πότε θα ‘ρθη μιαν άνοιξη, θα ‘ρθη ένα καλοκαίρι,
που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λιώνουνε τα χιόνια,
για να ζωθούμε τ’ άρματα και τα χρυσά τσαπράζια,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στα κορφοβούνια;

Μες στην ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι,
να ‘χουμε τ’ άστρα τ’ ουρανού τ’ αποβραδίς κουβέντα,
εμάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζη,
εμάς ο ήλιος την αυγή, σαν κρούη, να πρωτοβλέπη.
Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ’ αηδόνια
και μες στα γάργαρα νερά και μες στες κρύες βρύσες
νεράιδες να μας νίβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν.

              Ήθελα Νά ‘Μουν Τσέλιγκας

Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, νάμουν κι ένας σκουτέρης,
να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα,
νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια,
κι ένα σωρό μαντρόσκυλα, νάχω και βοσκοτόπια,
το καλοκαίρι στα βουνά, και τον χειμώ στους κάμπους.
Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι,
νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια,
νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι,
νάχω φλογέρα να λαλώ, ν’ αντιλαλούν οι κάμποι,
νάχω και κόρη όμορφη, στεφανωτήν μου νάχω,
να μου βοηθάει στο σάλαγο, να μου βοηθάει στα γρέκια,
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.

          Το Τραγούδι Του Τρυγητού

Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ’ αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια,
το λεν στ’ αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
το λέει κι η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ’ αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.

                        Ο Τρύγος

Όταν ανθίζ’ η αγριάμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σκίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα
γιομόζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό – πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μες από βράχους και κρινιά, μες από ερμιές και κήπους,
και τ’ άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους,
και διαλαλάει μ’ ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
κι εις κάμπους κι εις βουνά σκορπούν, κι όπ’ είναι αμπέλι τρέχουν
με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ’ αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε βάτον,
όπου στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φυτιά κι οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γιαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ’ ανατέλλει,
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κι εκείνες,
κι οι περογλιές ξαπλώνονται στα διάπλατα κρεββάτια,
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν,
την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,

Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.

Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψει,
νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος…

O ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θόλωσαν τ’ ανοιχτά νερά κι απάνω βγήκαν τ΄άστρα…

Διπλά ανασαίν’ η εργατιά κι απαρατάει το έργο,
κι εκεί που κληματόβεργες κι από παλιούργια φράχτες
καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.

Ύστερα εις κάθε μια φυτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές ανάβουνε φωτιές μες στ’ απλωτό σκοτάδι.
Ολούρ’ – ολούρ’ απ’ τις φωτιές σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοί, κι απ’ όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ’ ένα απαλό τραγούδι
και μ’ ένα λάλημα γλυκό – γλυκό του ταμπουρά του.
Ώσπου τ’ αστέρια τ’ ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν,
και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.

κι εκεί που σβήνουν οι φωτιές, έρμες ανάρια – ανάρια,
το νυχτοπούλι τ’ άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
ώσπου να σκάσει ο αυγερινός, που θα ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμένο τρύγο.

     Το Κέντημα Του Μαντιλιού

Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.
Την θαλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,
κεντάει τον ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια,
τη γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,
κεντάει κι ένα βουνό, ψηλό ψηλό και μέγα:
το χάραμα γλυκά προβάλει στην κορφή του
και βάφεται η κορφή και τ’ ουρανού η λουρίδα
ροδόλευκη, νερά καθάρια κι ασημένια
τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι αυλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια
κεντάει στις λαγκαδιές με πράσινο μετάξι
στους όχτους, στα ριζα, κοπάδια ασπρολογάνε
και φαίνονται οι βοσκοί, και στ’ όμορφο κεντίδι
φλογέρες λες κι ακούς, λες και γρικάς τραγούδια,
βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια.

Στα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη
με καλαμιές χρυσές, ένας ψαράς στην άκρη
πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει,
κάμπον πλατύν-πλατύν με σμαραγδένιο νήμα
ολόγυρα κεντάει, στη μέση από τον κάμπο,
ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει,
με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια,
με αηδόνια, με φωλιές, και στο πανώριο ξόμπλι
τον φλοίβο του νερού θαρρείς κι ακούς, της δάφνης
τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι ανασαίνεις,
πως τον κελαηδισμό των αηδονιών ξανοίγεις,
πως νιώθεις το απαλό της φυλλουργιάς μουρμούρι…
Στην ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει,
που σκύφτει τα νερά να πιει, τα κρυσταλένια,
και, ξάφνου, σαϊτιά στην πλάτη το λαβώνει,
στρέφεται αυτό, κοιτάει με πόνο την πληγή του,
πάσχει ν’ απαλλαχτεί, δε δύνεται το μαύρο,
κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα
βοήθεια λες ζητάει… Ολόγυρα από τον κάμπο,
πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια ολούθε
με ολόχρυσα σπαρτά, με θυμωνιές, με αλώνια,
πράσινα αμπέλια αλλού, με κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σαν φλουριά, κι έμορφα κοπελούδια,
που μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και τρυγάνε.

Γάμον αρχοντικό σ’ ένα χωριό πλουμίζει,
με νύφην, με γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι,
δράκους αλλού κεντάει, και λάμιες και νεράϊδες,
κεντάει κι έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια,
στην άκρη του γιαλού την ίδια την θωριά της
ολόφαντη ιστορεί από ομορφιάν και νιότη
και πλούτον και αρχοντιά, και στα λευκά της χέρια
τ’ αργόχειρο κρατεί, τ’ ωριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι,
ανάρια το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια:

-Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,
ποιος νάναι τάχα ο νιος οπού θα σ’ αποχτήσει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος που μ’ ένα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος, που μ’ ένα φιλημά του,

γλυκό και φλογερό, απ’ το λευκό μου χέρι
στην κλίνη την αγνή θα μ’ οδηγήσει νύφην;
Ποιος νάναι τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια,
κι εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια,
εσύ ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!
Εσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δε μου τον λες, γιατί δε μου τον δείχνεις,
γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις,
σαν όνειρο χρυσό, γλυκά στην αγκαλιά μου;..

           Τραγούδι Τοῦ Αργαλειού

Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
– Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ’, ὄντας σ’ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ’ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ’ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ’ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ’ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!

                  Ἡ Νησιωτοπούλα

Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ’ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φορὲς-φορὲς τὸ κέντημα κεντοῦσε μὲ τραγούδια,
φορὲς-φορὲς πισώριχνε τὰ ξεπλεγα μαλλιά της.
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος π’ ἁπλώνετο μπροστά της,
καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κι ἐχτύπαγε τὰ στήθια,
γιατ’ ἀγριεμένο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο·
κι αὐτὴ εἶχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβεῖ τὸ βράδυ,
κι ἀπ’ τὸ νησὶ τ’ ἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
ὁ ἀγαπημένος της νἀρθεῖ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε· σκοτάδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημά της τ’ ὄμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ καὶ τὸν ἀκαρτεράει.
Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τ’ ἀστέρια πέρα πέρα,
φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφὲς ἀφράτες,
καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τ’ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νιὰ κι ἀκαρτέρει στ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
καὶ σποῦνε μέσ’ στὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὧρες τηράει τὸ πέλαγο, ὧρες τηράει μπροστά της,
νέφια καὶ κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
ἂν εἶδαν κάπου νάρχεται τ’ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ἀναστενάζουνε βαριὰ-βαριὰ τῆς νιᾶς τὰ στήθια.
Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ἕνα μὲ τ’ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπάνουν στ’ ἀκρογιάλι·
κι ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
νὰ ψηλωθεῖ, νὰ ψηλωθεῖ, τὰ βράχια νὰ περάσει,
καὶ νὰ τὴν πνίγει στὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη πίσω,
καὶ κλειώντας τὴν ἀγκάλη της, ποὺ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθεῖ, σφίγγει στὰ στήθια ἀπάνου
παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.
Ταχιὰ ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα μερέψαν,
καὶ οἱ ψαράδες πὤριχναν στὸ πέλαγο τὶς βάρκες,
στ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μὲσ’ στὰ βράχια βρίσκουν
παραριγμένα δύο κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.

       Τὸ Μαρμαρωμένο Βασιλόπουλο

Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν’ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι’ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι’ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ’ ἀηδόνια,
κι’ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι’ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ’ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ’ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ’ αὐτὴ ν’ ἀνοίξῃ,
ν’ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν’ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι’ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ’ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.

                   Η Ποθοπλανταγμένη

Κάτω ‘ς τὸν Μαραθόκαμπο, ποῦ ὁλονυχτῆς θερίζουν,
Κἄποιος λεβέντης θεριστὴς ψηλό τραγοῦδι λέγει
Κι’ ὠς τὸ ξημέρωμα ξυπνὸν βαστάει ὄλον τὸν κάμπο·
Βαστάει κι ἐμένα ξύπνηγη τὴν ποθοπλανταγμένην
Δέκα βραδιές ὀλόβολες ‘ς τὰ παραθύρια ἀπάνου,
Κι’ ἀπ’ τὸν ἠχὸ τοῦ τραγουδιοῦ κι’ ἀπ’ τὴν γλυκειὰ φωνή του
Τὰ νυσταγμένα μάτια μου τὸν ὔπνο δὲν τὸν θέλουν.
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστή, ποῦ τραγουδάει τὴν νύχτα,
Νὰ κάτεχα, νὰ γνώριζα! Ἥλιε, γλυκὲ πατέρα,
Ἥλιε, ὁποῦ μοῦ χάρισες τόση ἐμμορφιὰ ‘ς τὸν κόσμο,
Μὴ τα χαλᾷς τὰ νιάτα μου καὶ μή τα φαρμακώνῃς.
Μὲ τὲς χρυσές ἀχτίδες σου δεῖξε μου μιὰν ἡμέρα
Τὸν νιὸν αὐτὸν τὸν θεριστή, ποῦ τραγουδάει τὴν νύχτα,
Νὰ τον γνωρίσω, νά τον ‘δῶ, διάνεμμα νὰ του κάμω
Τὴν νύχτα νὰ μὴν τραγουδάη, ‘ς τὸν κάμπο νὰ μὴ βγαίνῃ,
Νἄρχεται μὲ τοῦ φεγγαριοῦ τ’ ἀπόσκια ‘ς τὴν αὐλή μου
Νά τον χορταίνω φίλημα, νά τον χορταίνω ἀγκάλια.

                      Ηλιοβασίλεμα
                                                                                      (αποσπ.)
Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει,
και τ’ ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.
Την πύρη του καλοκαιριού την σβηεί γλυκό αγεράκι
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ’ ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος,
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει,
η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ’ αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει·
θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρου οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιάζουν.

Απ’ όξω, από τα οργώματα, γυρνούνε οι ζευγολάτες,
ηλιοκαμένοι, ξέκοποι, βουβοί, αποκαρωμένοι,
με τους ζυγούς, με τα βαριά τ’ αλέτρια φορτωμένοι,
και σαλαγούν από μπροστά τα δυο καματερά τους,
τρανά, στεφανοκέρατα, κοιλάτα, με μακριά τραχηλιά τραχηλάτα,
«Oώ! φωνάζοντας, οώ! Μελισσηνέ, Λαμπίρη»·
κι αργά τα βόδια περπατούν και πού και πού μουγκρίζουν.
Γυρνούνε από τα έργα τους οι λυγερές, γυρνούνε
με τα ζαλίκια αχ τη λογγιά, με τα σκουτιά αχ το πλύμα,
με τες πλατιές των τες ποδιές σφογγίζοντας τον ίδρω·
και σ’ όποιο δέντρο κι αν σταθούν, σ’ όποιο κοντρί ακουμπήσουν,
εις το μουρμούρι του κλαριού, εις τη θωριά του βράχου
γλυκόν γλυκό και πρόσχαρον χαιρετισμό ξανοίγουν:
«Γεια και χαρά στον κόσμο μας, στον όμορφό μας κόσμο!»

                     Αι Οδύναι Μου

Γιατί με βλέπεις πάντοτε εις σκέψεις βυθισμένον;
Με βλέπεις μελαγχολικόν, ρεμβάν και τεθλιμμένον
και φεύγουσαν με την χαράν, ώ φίλε, καθ’ ημέραν
και γενομένην βαθμηδόν την όψιν μου ωχροτέραν
και τάνθη απεξηραμμένα της νεότητος μου
προώρως, πριν ή θάλλωσι, σβεννύμενον το φώς μου,
το σώμα μου κυρτούμενον, απεσκελεθρωμένον,
και το ευρύ μου μέτωπον κατερρυτιδωμένον.
Και τις οδύνη, μ’ ερωτάς, με καθιστά, φεύ! Ούτω;
Πολλά εις σε εκοίνωσα, μάθε λοιπόν και τούτο.
Δουλεία και Αμάθεια και Μητρυιά, τρείς είναι
αι δηλητηριάσασαι τον βίον μου οδύναι.
                                           Συρράκον, 7 Σεπτεμβρίου 1888

Μιαν Απριλιάτικη βραδιά, μια νύχτ’ αστερωμένη
ψηλά στου Πίνδου τα βουνά μονάχος μου καθόμουν
κι’ εκύτταζα στον ουρανό, κι εκρυφοσυλλογιόμουν
Πως ζεί ο δόλιος άνθρωπος, πως ζεί και πως πεθαίνει.

Το άγιο χώμα που πατάς,
τα δάση που διαβαίνεις
τα μαύρα μάτια που κοιτάς,
τ’ αγέρι π’ ανασαίνεις
τους ποταμούς, τα κρύα νερά,
τα πλάγια τ’ ανθισμένα
και τα βουνά μας τα σκιερά
χαιρέτα κι απο μένα. (1883)

        ΓΛΩΣΣΑΡΙ

πύρη: πύρωμα, καύσωνας
ανάρια: αραιά
αχολογάει: βουίζει, παράγει ήχο
ριζοβούνια: πρόποδες βουνού
ζάλογκα: πυκνά δάση
ζευγολάτες: γεωργοί (που οργώνουν)
ξέκοποι: κατάκοποι
αποκαρωμένοι: νυσταγμένοι από τη ζέστη
καματερά: βόδια που χρησιμοποιούνται στο όργωμα
τραχηλάτα: με μακριά τραχηλιά
ζαλίκια: δεμάτια ξύλα που τα κουβαλούν στον ώμο
λογγιά: πυκνό δάσος
σκουτιά: ρούχα
κοντρί: μεγάλη πέτρα, κοτρόνι
κράκουρα: οι άκρες των ψηλών βουνών.
απιδρομώ: παίρνω φόρα για να τρέξω, ορμώ.
πετρίτης: είδος γερακιού.
άπλερος: χωρίς φτερά.
μπεζερίζω: (λ. τουρκ.) κουράζομαι, βαριέμαι.
λιοβόρι: λίβας.
τ’ αψήλου: ψηλά.
ζάω: ζω.
καπρί: αγριογούρουνο.
πλατόνι: ελάφι.
το τάχυ: το πρωί.
φουρκάλα: διχαλωτό ξύλο.
στοιβανιά: σωρός από ξύλα.
ημερόδεντρο: η ήμερη βαλανιδιά.
ραϊδιά: γκρεμός.
στεφάνι: απότομη κορυφή βουνού.

                                    Γράμματα Στον Σπύρο Λάμπρο

                                                                                       27 Ιανουαρίου 1889
Αξιότιμε κ. Σπ. Π. Λάμπρε,
     …ήδη μου συμβαίνουν και τα παρόντα: Καταδιώκομαι υπέρ του Έθνους, νομίζω υπό των εχθρών αυτού. Ο Θεός με σώζει από τας χείρας των και με στέλλει, με φέρει μάλλον αυτός ο ίδιος εις το έθνος, με ρίπτει εν τω μέσω της Πρωτευούσης αυτού, μεταξύ του Βασιλέως, Υπουργών, Βουλευτών και τόσων άλλων μεγάλων (;) αντρών. Ζητώ ενταύθα και εκείθεν προστασία-και τι προστασίαν; Ούτε Υπουργός θέλω να γίνω, ούτε Βουλευτής, ούτε Βασιλεύς: μικράν υποτροφίαν ζητώ, ολίγα χρήματα, ίνα εξακολουθήσω τα σπουδάς μου, τα γράμματά μου, δι’ ά με έπλασεν ο Θεός και να φανώ χρήσιμος εις την κοινωνίαν, εκπληρώνων δηλ. την αποστολήν μου εν τω κόσμω (αν ουχί εδώ εις τας πολυδαπάνους Αθήνας, εν τη Άρτη τουλάχιστο ή αλλαχού, έως ότου τελειώσω το Γυμνάσιον.).
     Όχι! Μοι απαντούν, όσοι καταδέχονται να με ακούσουν και να μοι ομιλώσι. Όχι! Δεν είναι δια σε τα χρήματα του Έθνους, είναι δια τα στόματα των ελεύθερων (sic) Ελλήνων, των υποστηρικτών των Βουλευτών, των Κομμάτων, των Καταστροφέων του Έθνους. Κι εγώ; Ο δυστυχής είμαι δούλος Έλλην, ξένος δηλαδή ενταύθα υπολογιζόμενος, και μόνος, άνευ ουδενός να με οδηγεί εις τον έναν και εις τον άλλον. Εκτός τούτου, η επάρατος Μοίρα μου, η προορίσατα τόσα δεινά δια την ζωήν μου, με εδώρησε και με το χάρισεν εν τω παρόντι αιώνι ελάττωμα, το να μη δύναμαι να εκφράζομαι διά λόγων, ως πρέπει τα δυστυχήματά μου.
     Με είδατε χθες… όσον δεν έκλαιον! Δεν ηδυνάμην να σας αποκριθώ δεόντως εις τας ερωτήσεις σας, διότι έπνιγον την φωνήν μου τα δάκρυα, τα οποία κατηνάγκαζον εκ των οφθαλμών συναποκομίζοντα μαζί και τους λόγους εντός. Εν τοιαύτη καταστάσει ευρισκόμην χθες ενώπιόν σας. ¨Ηθελα να κλαύσω, να κλαύσω, παντού οδοί, παντού άνθρωποι θα με έβλεπον, και εντρεπόμουν. …
     Ενταύθα ουδέν αγνωριμότερον, ουδένα δικαιότερον έχω παρά εσάς και δια τούτο σας περιγράφω τη θέση μου, καθώς γνωρίζετε τις τελευταίες συμφορές μας που στάθηκαν αφορμή να ερημωθεί η λαμπρά εκείνη οικία εν Συρράκω, στην οποία η κοινότητά μας σας υποδέχτηκε πέρυσι.
     Ήθελα ακόμη πολλά, πολύ πολλά, να σας γράψω, αλλά με πιέζουν τα δάκρυα και κλείω πλέον την τελευταίαν ταύτην ίσως επιστολήν μου.
Σας προσκυνώ και διατελώ μετά σεβασμού,
Κ.Δ. Κρυστάλλης

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *