Έτσι κι αλλιώς η γλώσσα είναι ασέλγεια πάνω στο Είναι.
Σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.
Η κόλαση λοιπόν είναι η πατρίδα μας.
Βιογραφικό
Ο Νίκος Καρούζος ήτανε ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Η ποίησή του έχει χαρακτηρισθεί ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική διάσταση που τη διακρίνει, αλλά μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν. Σύμφωνα με τον Ρόντρικ Μπίτον η σχέση του με τον υπερρεαλισμό είναι θολή κι έχει προκαλέσει ζωηρά και διιστάμενα σχόλια. Εξάλλου, έχει ποικιλοτρόπως χαρακτηρισθεί: άλλοτε ως θρησκευτικός κι άλλοτε ως φιλοσοφικός ποιητής. Πάντως, αν και συχνά αναφέρεται στην ορθόδοξη παράδοση, αυτό που φαίνεται να γυρεύει είναι μάλλον η βουβή κατάδυση στον κόσμο των υπαρκτών αντικειμένων παρά η υπέρβασή του. Η ποίησή του, με διάφορους τρόπους, αποτίει φόρο τιμής στον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη. Ο ποιητικός λόγος που αναπτύσσεται είναι πυκνός και συχνά καταφεύγει στις παρηχήσεις.
Γεννήθηκε 17 Ιουλίου 1926 στο Ναύπλιο. Ο πατέρας ήτανε δάσκαλος στρατευμένος στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε,Α,Μ,), διώχτηκε στη διάρκεια του εμφυλίου κι εξορίστηκε μετά τη συνθηκολόγηση της Βάρκιζας. Η μητέρα του ήτανε κόρη ιερωμένου και δασκάλου.Οι γονείς του, Κωνσταντίνα Πιτσάκη και Δημήτρης Καρούζος, συνέβαλαν στα πρώτα παιδικά χρόνια στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, όπως κι ο ιερέας και δάσκαλος παππούς του από τη πλευρά της μητέρας του που διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη.
Με τους γονείς του, παιδάκι!
Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στη γενέτειρά του κι εντάσσεται στην ΕΠΟΝ Ναυπλίου/Τμήμα Διαφώτισης. To 1945 εισάγεται στη Νομική Σχολή και στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιούνιο του 1946 γλιτώνει τη σύλληψη κι εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ. Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. Το 1951 υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας.
Το 1949 πραγματοποίησε τη πρώτη επίσημη εμφάνισή του στον χώρο των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού εκδόθηκε το 1954. Τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α’ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Το 1955 παντρεύεται τη Μαρία Δαράκη με την οποία χωρίζει μετά από μερικούς μήνες. Εγκαταλείπει τις σπουδές στη Νομική και τη προοπτική να γίνει δικηγόρος. Αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα κι άλλα πεζά κείμενα σε διάφορα περιοδικά, όπως τα Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο και Διαγώνιος. Το 1961 βραβεύεται με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1962 με το Α’ Βραβείο Ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα. Το 1962 παντρεύεται 2η φορά, με τη Μαίρη Μεϊμαράκη, με την οποία χωρίζει το 1980. Τον Μάη του 1967 συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού.
Το διάστημα 1983-84 και το 1986 εργάζεται στο Γ’ Πρόγραμμα ΕΡΑ κάνοντας εκπομπές για τη λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Ποίησης. Αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, διάγνωση καρκίνου). Νοσηλεύεται σε διάφορες κλινικές της Ελλάδας και του εξωτερικού (Φλεβάρης-Μάρτης του 1986 στο Σωτηρία, Μάρτης του 1989 διάγνωση καρκίνου, Φλεβάρης-Μάρτης του 1990 στο Λονδίνο). Πεθαίνει στις 28 Σεπτέμβρη 1990 στο Νοσοκομείο Υγεία.
Παιδιόθεν ασχολείται με το διάβασμα ποίησης και τη συγγραφή. Το 1944-45 πραγματοποιεί τη πρώτη δημοσίευση ποιήματός του στο περιοδικό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά. Το 1949 δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα με τίτλο Σίμων ο Κυρηναίος στο περιοδικό Ο Αιώνας μας, ενώ το 1953 τη πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Η επιστροφή του Χριστού.
Από όλους τους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, αυτός που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία ως προς την ένταξή του σε κάποια κατηγορία ή ομάδα είναι ο Καρούζος. Υποστηρικτής της Αριστεράς στη διάρκεια του Εμφύλιου και για καιρό αργότερα, απέφυγε τη φανερή δέσμευση και την ανοικτή, δημόσια έκφραση, που υιοθετήσανε τόσοι σύγχρονοί του σοσιαλιστές. Στη τελευταία δεκαετία της ζωής του αποκήρυξε το Μαρξισμό στο σύνολό του: “Ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο, ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια“. Η σχέση του με τον υπερρεαλισμό είναι επίσης θολή κι έχει προκαλέσει ζωηρά και διιστάμενα σχόλια.
Ήδη από τα τέλη της 10ετίας του ’60 διέγραφε πορεία όλο και πιο μοναχική. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στην αρχή της καρριέρας του η πίστη του στη προσωπική τέχνη του ποιητή ήταν, αν και ταπεινή, ακλόνητη, πολύ περισσότερο μάλιστα από πολλούς συγχρόνους του.
Στη δεκαετία του ’50 και του ’60, όταν γράφονται και εκδίδονται οι πρώτες συλλογές του, Ποιήματα (1953-1961), Η έλαφος των άστρων (1962), Ο υπνόσακκος (1964) και Πενθήματα (1969), δύο είναι οι κυρίαρχες ροπές στην ποίησή μας: η πολιτική και η υπαρξιακή. Και ο Καρούζος, δείχνει πως ανήκει βέβαια στη δεύτερη ροπή. Είναι ένας υπαρξιακός, που όμως αντιδιαστέλλεται απ’ τη συντεχνιακή παράδοση του είδους, γιατί είναι γειωμένος μες στο περιβάλλον και ανοικτός προς την κοινωνική περιοχή: ο δικός του ήρωας δεν είναι, μυθοποιημένα κι αόριστα, ο Ελπήνορας, είναι αρκετά συγκεκριμένα “Έλληνας με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος“.
Λυρική είναι η ποίηση των πρώτων συλλογών του, που σημαίνει, πιο πολύ από ερωτική, λατρευτική, με κυρίαρχη την τάση προς τη θέωση. Παρ’ όλο που ‘χει χαρακτηριστεί από διάφορους μελετητές ως φιλοσοφικός, θρησκευτικός ή μυστικός ποιητής, αυτό που εκφράζει, στη ποίησή του δεν είναι τόσο μια μεταφυσική αντίληψη για τον κόσμο όσο μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν. Η θετική (αν και χωρίς έμφαση) στάση του απέναντι στην ελληνορθόδοξη παράδοση, προπαντός στις τρεις πρώτες συλλογές του (Ποιήματα, 1961, Η έλαφος των άστρων, 1962, Ο υπνόσακκος, 1964), απορρέει ακριβώς από την πεποίθησή του ότι αυτή η παράδοση εκφράζει μια πιο ερωτική σχέση με τον κόσμο απ’ όσο ο δυτικός πολιτισμός. Αλλά στις τρεις επόμενες συλλογές του (Πενθήματα, 1969, Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, Χορταριασμένα χάσματα, 1974) διακρίνεται όλο και καθαρότερα η απελπισία του για το ακατόρθωτο αυτής της υπέρβασης, κι η βίωση της ύπαρξης ως δυστυχήματος (κατά την έκφραση του ίδιου) γίνεται από εδώ και πέρα το κυρίαρχο γνώρισμα του έργου του.
Λέξεις κι έννοιες ιδιαίτερα φορτισμένες, από τη τεράστια γλωσσική εργαλειοθήκη του ποιητή και την οντολογική του αγωνία, αποτελούνε τα άστρα, αφθονούνε σε όλη τη ποιητική του δημιουργία, είναι η ακραιφνής λεκτική του φιλικότητα, ο Ιησούς (η ανθρώπινη διάσταση όμως), τραγικοί πρωταγωνιστές των Ατρειδών και Λαβδακιδών (Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Οιδίπους). Τους ξαναδίνει το θάνατο μέσα σε έρωτες και μοναχικότητα, η Γεωμετρία, οι στέρεες γνώσεις του στη Φυσική (μοντέρνα, αστροφυσική, κβαντική) που τις χειρίζεται με φιλοσοφική διεισδυτικότητα και με συνεχείς αναφορές, το σύμπαν, τα σωματίδια, το φως και τέλος ένα φαγοπότι που στήνει στον κήπο των εκφράσεων για τα δευτερόλεπτα, περισσότεροι από είκοσι χαρακτηρισμοί (φοβερά, σκληρά, γαλάζια, σύγκορμα, πικρά, κορσέδες) τα παρασύρουνε για να αναμοχλεύσουν το φθαρτό, το στιγμιαίο. Ασμένως φιλοξενούμενοι των στίχων του, ιδρυτές κοσμοθεωριών κι επαναστάτες (Λένιν, Μαχάτμα). Ανοίγει εύκολα μέτωπο με τη διαδικασία της Ιστορίας σε πολλά ποιήματά του, για τη δικαίωσή τους. Επικαλείται διαφορετική εκδοχή της διαδραματισμένης Ιστορίας, και την ξαναγράφει άλλοτε ειρωνευόμενος, άλλοτε σοφότερος.
Ο Καρούζος από την πρώτη του κιόλας συλλογή Ποιήματα κινητοποιεί την ευαισθησία του απέναντι στην ελληνική πρωτεύουσα. Τίτλοι ποιημάτων όπως Αθήνα, η φλόγα που το χρώμα της είναι γαλάζιο, Βραδινή Αθήνα, Στην Αθήνα. Η ίδια οπτική συνεχίζεται αργότερα και στη 2η συλλογή Η έλαφος των άστρων που Εννέα ποιήματα μες στην Αθήνα, Στιγμές της Αθήνας. Είναι γωνία λήψεως απ’ όπου η πόλη νωπή ακόμα στα μάτια του ποιητή είναι έτοιμη για αιχμαλωσία. Η ιστορική και θρησκευτική της οντότητα πλαισιωμένη από ειδυλλιακή ατμόσφαιρα επιτρέπει ακόμα στον άνθρωπο τη γόνιμη περιπλάνηση, του επιτρέπει ακόμα να έχει ατομική κι εθνική ταυτότητα, ακόμα κι η μοναξιά έχει κύρος, δεν είναι ισοπεδωτική. Είναι η Αθήνα της Ελλάδας, η Βαλκανική -που ο ποιητής τη χρησιμοποιεί σα σημείο αναφοράς για να γενικεύσει την έννοια της πόλης. “Θ’ αναγγείλω μια νέα ελπίδα / χαρίζω στη πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου“. Μ’ αυτό το στίχο (από την Έλαφο των άστρων) τονίζεται μια διπλής μορφής αισιοδοξία. Αυτή που αφορά τον καινούργιο κοινωνικό, πολιτισμικό χώρο κι εκείνη που δηλώνει τη πηγή μιας άλλης εκφραστικής. Είναι ένας στίχος που αναγγέλλει μιαν επιφοίτηση πάνω στην έννοια του άστεως. Κι η αποκάλυψη αρχίζει πολύμορφη, πολύφωνη, από τη κτιριακή δομή ως τον τρόπο ζωής.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες, πάντως, δεν ευνοούνται από την ανάγνωση της ποίησής του κι αυτό πιθανόν αποτελεί ένα από τα προβλήματα στο έργο του. Η άλλη μεγάλη αδυναμία του, εντός κι εκτός εισαγωγικών, είναι οι ζωηρές του διαθέσεις απέναντι στη θεωρία. Συχνά η ποιητική του «υπονομεύεται» από ιδέες και σχήματα που απορρέουν από τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία, τη λογική, τη φυσική ή τη μεταφυσική. Παρά ταύτα το ποιητικό χάρισμα του Καρούζου είναι δαιμονικό. Οι καλές συνθέσεις του, για πολλούς αξιόλογους ποιητές της γενιάς του και για άλλους διασημότερους, θα αποτελούσαν καυχήματα. Κι ίσως, ακόμη, δικαιούμαστε να παρατηρήσουμε ότι οι μεγάλες στιγμές του, συναριθμούνται άνετα στις κορυφώσεις της ελληνικής ποίησης για τον 20ό αι.
Απαιτεί από τον αναγνώστη γνώσεις που έχουν απολεσθεί σε καιρούς εκκοσμικευμένης παιδείας όπως είναι οι δικοί μας. Και με όλη του τη λαχτάρα να συναντηθεί με τον συνομιλητή του, τολμά να τον προκαλέσει: «Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε / παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων / ή έστω μνημόσυνα», γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Πενθήματα (1969). Μια άλλη σημαντική ιδιότητα της ποίησής του είναι οι τρομερές διακυμάνσεις στην ποιότητα των ποιημάτων του. Υπάρχουν ασύλληπτες κορυφώσεις αισθητικής τελειότητας (όπως π.χ. «Ο μειλίχιος τρόπος του Βαρβαρόσσα», «Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου», «Ο Ακέραιος κυρ Αλέξανδρος» και τόσα άλλα) με σπάνιες γλωσσικές συλλήψεις, για να ακολουθήσουν μια σειρά καλά ή μέτρια ποιήματα, έως κατασκευές, όπου είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να εκβιάσει τη γραφή του ποιήματος, σαν κατά παραγγελία.
ΡΗΤΑ:
Η λογική είναι η έμμονη ιδέα των ψυχιάτρων.
Η κόλαση λοιπόν είναι η πατρίδα μας.
Σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.
Έτσι κι αλλιώς η γλώσσα είναι ασέλγεια πάνω στο Είναι.
Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες; τίποτα -μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.
Πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει καθώς έβγαινα στο χρόνο που ειν’ άχρονος το αχανές δεσμωτήριο της γλώσσας
Να ανταλλάζεις νομίσματα-στίχους με απουσία, η χειρότερη μορφή να αναπνέουμε.
Όποιος λέει είναι νικητής διαπράττει ανιαρό λάθος όποιος λέει πως είναι νικημένος διαπράττει σπαραχτικό λάθος
Ο πρώτος είναι πρώτος κι ο δεύτερος δεν είναι τίποτα.
Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, κάνε τους να πονέσουν.
Τη καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας.

ΕΡΓΑ:
Ποιητικές συλλογές
Σίμων ο Κυρηναίος, 1949
Η επιστροφή του Χριστού, 1953
Νέες δοκιμές, 1954
Σημείο, 1955
Είκοσι ποιήματα, 1955
Διάλογοι, 1956
Ποιήματα, 1961
Η έλαφος των άστρων, 1962
Ο υπνόσακος, Ζαρβάνος, 1964
Πενθήματα, Αθήνα, 1969.
Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971
Χορταριασμένα χάσματα, Εγνατία, 1974
Απόγονος της νύχτας, Πολυπλάνο, 1978
Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, 1979,
Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980
Μονολεκτισμοί κι ολιγόλεκτα, 1980
Φαρέτριον, 1981
Αναμνηστική λήθη, 1982
Αντισεισμικός τάφος,1984
Συντήρηση ανελκυστήρων, 1986
Νεολιθηκή νυχτωδία στη Κροστάνδη (Α΄ Κρατικό Βραβείο της Ποίησης το 1988), 1987
Ερυθρογράφος, 1988
Λογική μεγάλου σχήματος, 1989
Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο, 1991
Θρίαμβος χρόνου, 1997
Οιδίπους τυραννούμενος κι άλλα ποιήματα 1998
Μεταφράσεις
Χόρχε Λουί Μπόρχες-Ο δημιουργός κι άλλα κείμενα, 1980
Πεζά-δοκίμια
Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄τη ζωη ως το θέατρο, 1966
Περί ζωγράφων, Galerie Titanium, 1988
Πεζά κείμενα, 1997
Επιτομή Έργου
Στις ποιητικές συλλογές από το 1956 και μετά εγκατέλειψε τiς λακωνικές ποιητικές εκφράσεις κι άνοιξε δρόμο στην αναλυτική έκφραση του πνεύματος με κύριους άξονες αναζητήσεων τον έρωτα, το θάνατο και το θεό.========================
Ασκήσεις Άνθους Το Φως Είναι Άοσμο
Ραβδώσεις τ’ ουρανού
κενό της αφής και διάρκεια
είναι το φως που δεν αντιμίλησε στα στήθη
κι η ματιά ένα όστρακο.
Η Αγάπη
Η αγάπη δεν υπάρχει στο σώμα
δεν είναι καν το περιστέρι
όταν χιονίζει ευτυχία
δε τη βλέπω στο γενετήσιο μάκρος.
Ο Δρόμος
Έχω τη μοίρα του ορυκτού
με προσμονή χιλιετηρίδων
ω ελπίδα χοϊκή
τραγουδώ τους καημούς
κι είμαι δίχως φωνή.
Αντικρύζω Μόνος
Χαραυγή και τα δέντρα θαλάσσια…
Η ώρα του Παράδεισου ροδίζει ελαφρά
μεσ΄ στη γενετήσια καθαρότητα
που λειτουργεί στα νερά.
Τι γλυκειά μητέρα η αύρα κι ο ήλιος ευγενής…
Δεν κεράστηκε άνθρωπος
όσο μεσ΄ στο ξημέρωμα.
Τα Δεσμά Της Ελευθερίας.
Κατακίτρινος άγγελος, εκτυφλωτικά πορτοκάλια, χρησιμότητα των κορυφογραμμών- η ποίηση. Κι ύψιστο σκουλήκι- ο ποιητής.
Είπε κάποτε το αηδόνι: “Θα γίνω πίθηκος”. Κι έγινε. Είπε κάποτε ο πίθηκος: “Θα γίνω αηδόνι”. Και δεν έγινε, γιατί το κλαδί έσπασε απ’ τα πολλά του χοροπηδήματα.
Ο ποιητής είναι σαλός. Ο ποιηματογράφος είναι σάλος. Ο πρώτος είναι θέαμα της θεότητας. Ο δεύτερος είναι θεατής της θεότητας.
Ο ποιητής έχει στα μάτια του το αρχέτυπο και ξέρει πως η φύση δεν οργίζεται πραγματικά ούτε με την όποια καταιγίδα. Ο ποιηματογράφος έχει στα μάτια του το εγώ του και παίρνει στα σοβαρά τα δάκρυά του. Φυσικό να φοβάται, λοιπόν, το βρυχηθμό των ερωτημάτων, την ίδια στιγμή που ο ποιητής ποιμαίνει τα ερωτήματα, με την απόκριση που είναι ο ίδιος.
Ο ποιητής ολάκερος μπαίνει στα προβλήματα, ο ποιηματογράφος περνά πλάι απ’ τα προβλήματα. Γι’ αυτό διατυπώθηκε μια μέρα ο καημός: “Έχετε την ιδέα πως να κάνετε ποίηση, όταν το αίμα σας είναι καλά σιγουρεμένο στις φλέβες;”…
Ο ποιητής έχει πάντα μες στην ψυχή του την ευλάβεια, ενώ οι ευλαβείς δεν έχουν πάντα μες στην ψυχή τους την ποίηση.
Ο ποιηματογράφος ενδιαφέρεται για τη διάρκεια στη χρονική προέκταση. Ο ποιητής είναι διαρκής χωρίς την παραμικρή χρονική προέκταση. Ο ένας βλέπει τον ήλιο και νιώθει τη ζέστη. Ο άλλος βλέπει τον ήλιο και νιώθει το φως.
Ο ποιηματογράφος ακούει ελευθερία κι αφήνει τα νύχια του να μεγαλώνουν. Ο ποιητής, αποκαλύπτοντας μέσα του την ελευθερία, κατορθώνει τα δεσμά της.
Ο ποιητής έχει όλα του ποιηματογράφου. Ο ποιηματογράφος δεν έχει τίποτα του ποιητή.
Μετά Το Δείπνο
Ξαφνική νυχτερίδα κι ολούθενες
υπερπληθώρα σελήνης.
Μα η αλήθεια είν’ η έσχατη μεταμόρφωση πλάνης
-φρενοπληξία.
Λες είμαι άρρωστος αλλ’ αυτό δεν υπόκειται
στην ιατρική. μπορώ να ξεπεθαίνω.
Κι αναστοχάζομαι κάθοντας ήρεμα
στην μόνη μου καρέκλα.
Διευθυντής του μηδενός
έχω δικούς μου χειρισμούς θρησκείας.
υφίσταμαι τη ζωή ωσάν περιφραστικός γαλαξίας
όσιος του κακού και μάρτυρας του πόνου.
Χάρμα η ξιπολιά σε καλοκαίρια ρωμαίικα!
/ψ/ ο εργαζόμενος το φως
απουσιάζει με παρουσία
/ψ’/ η μυθοσοφία των ορφικών
ενδεχόμενη
/ψ’’/ η σκέψη είναι πάντα μια εναντίωση
στις βιολογικές πιέσεις
QUELYΦΟΣ
κάποτε φτάνει στο Στυλίτη
κάποτε φτάνει τις ενενήντα ημέρες
του ερημίτη
χωρίς τροφή χωρίς νερό χωρίς ήτοι
COMME-ΩΔΙΑ
η σκέψη γνωρίζει το θάνατο
κι ανατέλλει
από όπου θέλει
Ἡ Ὀρθοδοξία
Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων
ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ
ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο
βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βράχους
τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι.
Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς
καημένε κόσμε
θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος
κερὶ νὰ στάζῃ ὁλοένα στὰ παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σὰ βγαίνουν – ὢ χαρὰ πρώτη – μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες
κ᾿ ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ᾿ Ἅγια…
Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ ἄσπρο του φελόνι
καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα
χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!…
Η Έναστρη Φωτεινότητα
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.
Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα…
Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού
Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά –
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ τ’ αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα…
Αἴφνης
Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.
Ἡ χρησιμότητα τῆς ἀπειλῆς
Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!
Βαθμίδες
1.
Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμένο
καὶ τραγουδοῦσα.
Ὁλοένα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρέπει νὰ μιλήσω σὲ τόσους
φίλους με τὰ αἰώνια τώρα μάτια.
Κινεῖται ὁ δρόμος πρὸς τὸ μεσημέρι.
2.
Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι
νὰ σᾶς ἀπειλεῖ
μ᾿ ἕνα μαχαίρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχίσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φάντασμα τὴν πόρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμένα μῆλα
καὶ νὰ στέκει-
θὰ μὲ ἀγαπήσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρώθηκε αὐτὸ τὸ μεσημέρι.
3.
Ὅλα κοστίζουν ἕνα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κάτω γειτονιὰ καὶ πές: Κορόνα γράμματα
ἐκεῖ ποὺ χάνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
Θέλω ν᾿ ἀκούσεις τὸ μεγάλο μυστικὸ
γιὰ πάντα πέφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δέντρο.
Ἐντούτοις ἐκεῖ ποὺ χάνεται ὁ δρόμος
νὰ τραβήξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλέσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δάκρυα κι ὁ πόνος κοφτερὸς
εἶναι μέσ᾿ στὸ παιχνίδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκούσεις μὴ σὲ παρασύρουν
σφάξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορόνα γράμματα νὰ παίξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τὸν ἔρημο ἀντίπαλο.
Τὸ δέντρο τῶν ἀγνοημάτων
Μιὰ συμφορὰ τυλίγεται στὸ δέντρο.
Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι δέντρα εἶναι
ἂν τὸ προτίμησαν αὐτό, μονάχα ν᾿ ἀδικοῦνται.
Ἡ συμφορὰ μὲ γήινο χρῶμα
τυλίγεται στὸ δέντρο.
Ὢ δύναμη τῆς ζωῆς
λιῶσε τῆς συμφορᾶς τὸ κεφάλι.
Γαλάζια σπλάγχνα
Κάτοικε τοῦ ὀνείρου
μαζεύω τὴ φωνή μου ἀπὸ κάθε ἄκρη
καὶ τὸ ὑπόλειμμά της αὐτὸ στὴ σινδόνη τῶν δέντρων
κ᾿ ἐκεῖνο κεῖ ψηλὰ στὸ σκουριασμένο βράχο
ὅπου ὀργίζεται ὁ γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
γιὰ τὴ μεγάλη ἀποκάλυψη
ρίχνω στὸν ἄνεμο μακρόσυρτη ἀγάπη:
Τὴν θέλω ἐγὼ τὴν ἀπελπισία μου
δὲν τὴν ἀνταλλάσσω μὲ θαλπωρὴ ἄλλη
ἔχασα.
Μὰ χάνουν καὶ τ᾿ ἄνθη
τ᾿ ἄνθη ἀνοίγουν τὸ μοναδικὸ παράθυρο…
Κάλλιο νὰ πλανηθεῖ ὁ χαρταετός μου
δὲ θέλω πιὰ ν᾿ ἀγγίξω τὰ χρώματά του
κλείνω τὰ μάτια μου γιὰ νὰ δῶ.
Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ μὲ διασχίζει
κι ἄλλοτε ποὺ χτυπᾷ στὸν ἄκμονα
χίλιες φορές.
Εἶναι ἡ φωνὴ ἀπὸ ἕνα βάθος:
Γιὰ πάντα νὰ μὴν ἔχεις
τίποτα γιὰ τ᾿ ἀληθινὰ χέρια
μονάχος
ἀνήμπορος ἐκστατικὸς
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄξαφνη γιορτὴ τοῦ δευτερολέπτου
ποὺ παραδίδεται ὁ κόσμος.
Ἔρημος σὰν τὴ βροχή
Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω
στὶς πηγές.
Ἕνα ἔρημο ἄνθος
Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ
ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει
τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα…
Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.
Εἰκόνα
Πῶς δοκιμάζουν τὰ ὄργανα οἱ μουσικοὶ
πρὶν ἀπὸ ἔναρξη συναυλίας
ἔτσι κι ἐγὼ τώρα χειριζόμενος λέξεις
εὐαισθητισμὸς εὐαισθησία αἰσθητισμὸς
εὐαισθησία καὶ αἰσθητῆς τὸ εὐαίσθητον
εὐαισθησιακὸς εὐαισθησιάζομαι εὐαισθησιασμὸς
εὖ καὶ αἰσθητικὸς καὶ αἰσθησιακὸς
αἰσθαντικὸς ἴσως
αἰσθ-ἴσως αἰσθαν-ἴσως
αἰσθ-ἀδελφέ μου καὶ Ἐσθὴρ ἀπ᾿ τὴ Βίβλο
ἀρχίζει μὲ χειροκροτήματα τὸ ποίημα.
Ἡ συντομία τοῦ ὀνείρου
Τρέχει μέσ᾿ στὰ χαράματα τὸ ἐλάφι
ποὺ εἶναι ἡ χαρά μου τόσος ἀντίλαλος
ἐδῶ ποὺ κατοικῶ
ἕνα πουλὶ ἀπὸ καπνὸ ἀνέρχεται στὸ ξημέρωμα.
Ἰδοὺ ὁ Τρέχων
ἔχει σφάξει τὸ ἀρνὶ στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων.
Θριαμβικὴ νεφέλη ὄχημα παλαιὸ ἰδοὺ ὁ Τρέχων
καὶ τὸ σύρουν
ἄλογα τρυπημένα στὰ λάμποντα πλευρά.
Μέσα στὸ ὄχημα βρίσκομαι καὶ πηγαίνω
πρὸς τὸν ἄγνωστο προορισμό μου.
Πέντε Ποιήματα μες στὸ Σκοτάδι
Γυρίζει μόνος
στὰ χείλη του παντάνασσα σιωπὴ
συνέχεια τῶν πουλιῶν τὰ μαλλιά του.
Ὠχρὸς
μὲ βουλιαγμένα ὄνειρα κι ἀνέγγιχτος
νερὸ τρεχάμενο στὰ ῥεῖθρα, ὠχρὸς
ἕλληνας.
Πάντα ὁ δρόμος μέσ᾿ στὰ μάτια του
κ᾿ ἡ λάμψη ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ
ποὺ καταλύει
τὴ νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στὰ χέρια τοῦ κλαδὶ ἀπὸ ἐλιὰ
γεμάτος πόνο χάνεται στὰ δειλινὰ
αἰσθάνεται
πὼς ὅλα χάθηκαν.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε εἶναι ἄνεργος
τὰ χέρια στὶς τσέπες του
σὰν δυὸ χειροβομβίδες.
Μὴν τοῦ μιλᾶτε δὲ μιλοῦν στοὺς καθρέφτες.
Ἄνθη τῆς λεμονιᾶς
λουλούδια τοῦ ἀνέμου
στεφάνωσέ τον Ἄνοιξη
τὸν κλώθει ὁ θάνατος.
Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου
Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες –
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.
Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα – καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος – ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα –
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου…
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.
Εἴσοδος
Εἶναι μία θύρα στὰ μάτια κάθε νεκροῦ
μὲ καίει τρόμος ἀπ᾿ τὴν ἡλικία
τῶν λουλουδιῶν ἔτσι γρήγορα ποὺ φεύγουν
ἔτσι γρήγορα εἶναι μιὰ θύρα βαμμένη μὲ τὴ σιωπὴ
κι ὁ θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ᾿ ἀηδόνι μαῦρος κόρακας καὶ θέλει τὴ φωνή του
μὰ δὲν ἔχει γλῶσσα ἡ δεύτερη ζωή μας. Καλὴ νύχτα,
ποὺ λέει ὁ θεατρίνος ἢ ὁ ψευδοσκότεινος, δὲν ὑπάρχει
κι οὔτε νύχτα κακὴ κι ἀκόμη οὔτε νύχτα
εἶναι μονάχα τὸ Δὲν τὸ Μὴ καὶ τ᾿ Ὄχι σὰν καρπὸς
τοῦ δέντρου μὲ τ᾿ ὄνομα Ἐγὼ καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ὄνομα Ταξιδεύω
κι ὅλα τὰ λόγια μας ἐδῶ
φενάκη κ᾿ ἐσωτερικὰ τηλέφωνα
εἶναι μιὰ θύρα φοβερὴ
γι᾿ αὐτὸ κρατοῦμε τουφέκι τὸ τραγούδι:
Μιὰ θύρα, θύρα ἡ γκρέμιση
τὸ σάλιο τοῦ χελιδονιοῦ ποὺ φτιάχνει μὲ τὰ φρύγανα
στὰ δέντρα οὐράνιες φωλιές.
Καὶ χωρίζουμε σὲ φῶς καὶ σκοτάδι τὸ Ἕνα.
Χωρίζουμε τὸν Ὀδυρμὸ σὲ τύφλωση καὶ θυσία.
Ρωγμές
Πάλι στοὺς δρόμους ὁποὺ ζήσαμε τὴν προσωπίδα
κόκκινη μὲ σταλαγματιὲς χρυσοῦ
τέτοια περιπέτεια τέτοια ὡραία ἐλπίδα
μέσ᾿ στὶς συνέχειες τῶν ὀνείρων ἔχω τὸν ἀμνὸ
δὲν πιστεύω στὰ ποτάμια ὁλοένα τρέχουν
δὲν πιστεύω στὰ φύλλα ὁλοένα πέφτουν
εἶναι θεία ἔνδον αἰθάλη π᾿ ἀλλάζει τὶς ὁράσεις
κι ὁ θάνατος βαθαίνει τὴν τέφρα.
Ἡ εὐγένεια τῆς κωμωδίας μας
Ὅταν ξεραθεῖ τὸ χαμομήλι στὸν καλύτερο ἥλιο τῆς χρονιᾶς
ἔρχονται βράδια νὰ γυρέψει ἀπὸ δαῦτο κι ὁ φτωχὸς κι ὁ πλούσιος
κι ὅπως κυλάει ζεστὸ μέσα μας καὶ βάλσαμο
κ᾿ εὐωδιάζουν τὰ σπλάγχνα κι ἁρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αἴσθημα φαγωμένης πεταλούδας μὲ τὰ χνούδια της
ἕνα τίποτα ἕνα χορτάρι φέρνοντας ὅλη τὴν εἰρήνη
ἔτσι κι ὁ Ἰησοῦς ἕνα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα ἡ μέσα φλόγα ποὺ λιώνει τὴν ἁφὴ
κι ὁ Θεὸς γυμνοπόδης ἕν᾿ ἀρνὶ στὸν ἀέρα
ψηλὰ στὸ δέντρο τῆς βυσσινιᾶς τὸ καιόμενο πέρα στὴ δύση.
Ἂ τί φριχτὸ ποὺ εἶναι τὸ νερὸ ἕνα τίποτα κι ὁ ἀόρατος
μᾶς ἔτυχε καθὼς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ τοῦ κόκορα.
Χαρμόσυνο λάβδανο
Μέσα στὴ βενζινέρημο ξεράθηκε κι ὁ πόνος –
ἡ ἀγάπη στὸ τασάκι· πολιτικὸ κιγκλίδωμα…
Ποιὰ φρίκη εἶν᾿ τὸ φῶς ποὺ μ᾿ ἔχει ἅρπαξει
κι ὁ ἀμφίβραχυς!
Κλαίει κι ἀναδακρυώνει ὁ χαλασμὸς ὀνόματι
ὅραση
κ᾿ εἶναι σαλόνι ἡ ματιά μου σ᾿ αὐτὸ τ᾿ ἁλῶνι
τὸ φαρδὺ τοῦ φεγγαριοῦ
μὲ ἀργυρόχροα ταμένα στὴν ἀπόγνωση
χωρὶς τὴ γλῶσσα-μέγαιρα νὰ διαγουμίζει λήθη
μέσ᾿ ἀπ᾿ τῆς μνήμης τὴ φορμόλη.
Θαυματουργός τη θεωρία τοῦ τροχοῦ σας τὴ δασκάλεψα
τὰ ἀσθητήρια μαστίζοντας
ἀγχιθανὴς ἀγχίθεος ἀγχινεφὴς κι ἀεροβάτης μόνος
ὁ ἥλιος εἶναι τὸ πάγιο προσθέτει ἡ δασύτριχη σελήνη.
Δὲν παίζω σοβαρότητα κι ἀναδεύω φυσικοχημικὰ
συμπεράσματα
τρελόσωστος: ὀπτικὴ εὐφυία ὁ σερίφης ἀνόλβιος
ἀσπάζομαι τὴ γῆ μὲ γοερές μου γονυκλισίες ἀνώφελος
ἐγὼ ἀνταλλάσσω πυρὰ μονάχα μὲ τὸ θάνατο –
καταλαβαίνεις;
Ὅταν ξεμέθαγα τὶς ἀλκοολικὲς βελόνες ἀπ᾿ τὰ τρυπήματα
ἡ ψυχανάλυση τοῦ ἅγιου μαδοῦσε τὴ λάμψη τοῦ καθρέφτη
τὸ σῶμα σου ἀποπλέει ὡσὰν χάρτινο μὲ ξεφλουδίσματα
χρόνου
ἀπὸ χρυσίζουσα ὀχιὰ τὸ πεπρωμένο σου δὲν ἐκκολάφτηκε
κι ἀποπλέει τὸ σῶμα σου
κρατώντας ἠχητικὰ χάμουρα
στὰ θηλυκὰ ἐρείπια τοῦ Ἠρώδειου ὅπως αἰφνίδια
μοῦ φάνηκε πὼς ἔπιασε φωτιὰ
ἡ ἅρπα.
Ξημερώνει μὲ ἀτμώδη βουνὰ μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα
χαρτορίχτρες
ἀπεχθαίρω τὴ στύση μου μελάτη
κι ὦ Θεέ μου ἂς μπόρηγα νἄμπαινα κάποτε γιὰ πάντα
στὸν ὕπνο.
Τί εἶπα κάποτε σ᾿ ἕναν ἱπτάμενο
Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη…
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος…
M’ Αρπάζει Απ’ Το Λαιμό
Πίεση, μ’ αρπάζει απ’το λαιμό
σ’ αρπάζει απ’το λαιμό
κι ας μη το ζήτησε κανείς
Υπο πίεση, μια πόλη υπο κατασκευή,
τη πυρπολεί
Την οικογένεια στα δυο χωρίζει
Τους ανθρώπους
στους δρόμους έξω τους βγάζει.
Και είναι εντάξει.
Είναι ο τρόμος του να ξέρεις
ποιό το νόημα όσων γίνονται στον κόσμο
που βλέπεις φίλους καλούς
να ουρλιάζουν: “Αφήστε με να βγω”
Προσεύχομαι ώστε το αύριο
να με βρει ανεβασμένο
Πίεση που στους ανθρώπους ασκείται,
ανθρώπους που είναι έξω στο δρόμο.
Τριγύρω βολοδέρνω,
τα μυαλά μου στο πάτωμα κλωτσάω
Είναι από τις μέρες αυτές που ποτέ δεν βρέχει,
αλλά μας πνίγουνε.
Άνθρωποι στους δρόμους,
άνθρωποι στους δρόμους.
Είναι ο τρόμος του να ξέρεις
ποιό το νόημα όσων γίνονται στον κόσμο
που βλέπεις φίλους καλούς
να ουρλιάζουν ” Αφήστε με να βγω”
Προσεύχομαι ώστε το αύριο να με ανεβάσει,
να με ανεβάσει, να με ανεβάσει
Πίεση που στους ανθρώπους ασκείται,
ανθρώπους που είναι έξω στο δρόμο.
Την πλάτη μου γύρισα σε όλα,
σαν ένας άντρας τυφλός
κάθισα σε ένα φράχτη,
αλλά δεν έπιασε ούτε αυτό
Έρχομαι προσφέροντας αγάπη
αλλά είναι τόσο κουρελιασμένη
Γιατί, γιατί, γιατί;
Αγάπη.
Σαρδόνια γέλια υπό πίεση,
λυγίζουμε
Στον εαυτό μας μια ακόμη ευκαιρία,
γιατί δεν δίνουμε;
Γιατί δεν δίνουμε στην αγάπη
ακόμη μια ευκαιρία;
Γιατί δεν μπορούμε να δώσουμε αγάπη,
να δώσουμε αγάπη, να δώσουμε αγάπη,
να δώσουμε αγάπη, να δώσουμε αγάπη;
Γιατί είναι η αγάπη κατιτίς ξεπερασμένο
Και η αγάπη σε προκαλεί να νοιαστείς,
γι’ αυτούς που κρέμονται
στην άκρη της νύχτας
Και η αγάπη σε προκαλεί,
τρόπο να νοιάζεσαι για μας
άλλο να βρεις
Και είναι αυτός
ο τελευταίος χορός.
Ιδού εμείς υπο πίεση,
υπό πίεση, υπό πίεση…
Κάτι Παράξενο
Κάτι παράξενο
συμβαίνει στο δωμάτιό μου,
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο,
με φτερουγίσματα
που μαχαιρώνουν τον αέρα,
εισορμά κι ύστερα πάλι
ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα
το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω
τι νά’ ναι το αλάξαφνο πουλί,
τι πτέρωμα να έχει,
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως, όταν ξυπνώ
μες στης αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος από τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούργιο μήνυμα του ήλιου,
όπως πάντα.
Όμως,
τι νά’ ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω
κι ίσως, να είναι το πουλί αυτό,
όλο το μυστικό εδώ πέρα.
Στον Ουρανὸ
Στον ουρανὸ οι δυνατότητες
είναι μόνο συναρπαστικές.
Καθὼς κρεμόμουνα στον αέρα
κρατημένος απὸ ένα κάτασπρο σύννεφο
σε μυθικὴ οθόνη της φαντασίας
παρατηρούσα τις τιμὲς
των στοιχείων του αίματός μου
κι άκουγα μία εκθαμβωτικὴ μουσικὴ πράξη
σχεδὸν εξωανθρώπινη
πρoς τ᾿ αριστερὰ στο γεωγραφικὸ χάρτη
στο σημείο που βρίσκεται το βουνὸ Τρόμος
τυλιγμένο πάντοτε μ᾿αστραπὲς
και έκπαγλες καταιγίδες.
Εκεί ανέβηκα μία φορά.
Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι
που έλεγε ανήκουμε στα νερά.
Κι απ᾿την άλλη έλαμπε ο Εκκλησιαστής.
Απὸ καιρὸ γνώριζα πως το αίμα
περιέχει όλο το μυστήριο
που δίνεται με σημάδια
στον ανθρώπινο νου και πλήρη ασυνέχεια.
Μήπως η κυκλοφορία;
διερωτήθηκε ο λαμπρὸς. Και αιφνιδίως
ήρθε στο μυαλό μου ο Λεονάρντο
που ήξερε θεσπέσιες ειδήσεις απ᾿ το σώμα.
Άσμα Μικρό
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά
πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ
συντετριμμένο.