Λασκαράτος Αντρέας: Λόγιος Με Υψηλό Χιούμορ

Βιογραφικό

    Γεννήθηκε στο Ληξούρι, Κεφαλονιά 1η Μάη 1811 και πιο συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία. Οι γονείς του, Γεράσιμος-Τυπάλδος Λασκαράτος & Στυλιανή Μάνεση, ανήκανε σε οικογένειες “χρυσοβιβλικές” της Επτανησιακής αριστοκρατίας (Libro d’oro). Δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι ούτε ιδιαίτεροι πλούσιοι – ήταν εύποροι, με κτηματική περιουσία. Ο Ανδρέας ήταν το πρώτο παιδί· ακολουθούσαν 3 αδελφές και 3 αδελφοί. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Ληξούρι και στο Αργοστόλι αλλά κι έπειτα κοντά στον Νεόφυτο Βάμβα στη Σχολή του Κάστρου. Ήταν από αρχοντική οικογένεια, πέρασε πολύ ευχάριστα παιδικά και νεανικά χρόνια. Είχε δασκάλους τους Ιταλούς, Ιωάννη Βαστελότσι και Βικέντιο Νανούντσιο και τους δυο μεγάλους μας ποιητές, Σολωμό (πήγαινε και στο σπίτι του, του ‘δειχνε τα στιχουργικά του δοκίμια κι άκουε τις παρατηρήσεις του) και Κάλβο. Τους γνώρισε όταν ήτανε 17 ετών κι είχε επισκεφτεί τη Κέρκυρα. Απ’ αυτό ωφελήθηκε πάρα πολύ η ποιητική του επίδοση.
     Σε ηλικία 21 ετών ο θειος του Δημήτριος Δελαδέτσιμας (1782-1844, πολιτικός με κοινωνική λαμπρότητα)  τονε διόρισε γραφέα στη Γερουσία στη Κέρκυρα και τον έγραψε στη Νομική Σχολή του Ιονίου Πανεπιστημίου επειδή τον πρόοριζε για δικαστή αν κι ο ίδιος επιθυμούσε να σπουδάσει ιατρική. Από τη Κέρκυρα γύρισε στην Κεφαλλονιά και εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα πρωτοκολλητής του Ειρηνοδικείου. Στη συνέχεια παραιτήθηκε και πήγε στη Πίζα και στο Παρίσι για νομικές σπουδές. Το 1839 επέστρεψε ασκώντας μόλις 3 χρόνια το επάγγελμα του νομικού. Όμως ο θάνατος του πατέρα του τον έκανε να ξανασχοληθεί με τη δικηγορία λόγω κάποιων οικογενειακών υποθέσεών του, όμως η Γερουσία του αρνήθηκε την άδεια. Το 1844 πεθαίνει ο πατέρας του και αναλαμβάνει την διαχείριση της περιουσίας. Χτίζει ένα σπίτι στα Ριτσάτα της Παλλικής και προσπαθεί να κάνει σχέσεις με τους ντόπιους και να τους προτείνει νέες καλλιέργειες, όμως τον απορρίπτουν εντελώς. Μετά από αυτό επιστρέφει στο Αργοστόλι και αφοσιώνεται στο γράψιμο. Το 1845 εκδίδει το ποιητικό του έργο με τίτλο “Το Ληξούρι Εις Τους 1836“.Αργότερα πηγαίνοντας στην Αθήνα, θα γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, την Πηνελόπη, κόρη του Δημήτρη Κοργιαλένεια, μεγαλέμπορου από το Λιβόρνο, κι ο δεσμός τους θα κρατήσει ολόκληρη ζωή, του συμπαραστάθηκε σε όλες τις τρικυμίες της ζωής του. Απόκτησαν 9 παιδιά, 7 κόρες και 2 γιους, βιβλική οικογένεια, αλλά με οικονομικές δυσκολίες.

     Τη περίοδο αυτή ταξιδεύει στη Κρήτη για να μελετήσει το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και τα λαϊκά τραγούδια της. Ταξιδεύει επίσης στην Αθήνα, στη Σύρο, στη Κόρινθο, στη Πάτρα, στο Μεσολόγγι.  Όταν ξαναγύρισε στο Ληξούρι έκανε για λίγο το δικηγόρο μα δε του άρεσε, τα παράτησε και διορίστηκε δικαστικός υπάλληλος. Ασχολήθηκε με τη ποίηση, τη δημοσιογραφία, είναι γνωστός κι ως λιβελογράφος. Ήτανε παντρεμένος με τη Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή κι εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε 2 γιους κι 7 κόρες.
     Είναι ο καλύτερος σατιρικός ποιητής μας και τα ποιήματά του διακρίνονται για τη πρωτοτυπία και το εύθυμο σαρκαστικό τους πνεύμα. Αμείλικτος εχθρός του λογιωτατισμού και φανατικός οπαδός της δημοτικής γλώσσας, έγραψε και μερικά λυρικά ποιήματα που αρέσανε πολύ στο λαό και τονιστήκανε κι από μουσικούς της εποχής. Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες, καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής.
     Mετά τη δημοσίευση των “Μυστηρίων Της Κεφαλονιάς” το 1856, που ειρωνεύεται και καυτηριάζει την αμάθεια και την υποκρισία του κλήρου, η ανοχή εξαντλήθηκε. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, προβαίνει σε αφορισμό του συγγραφέα –και φυσικά και το βιβλίο- με την υποστήριξη του φανατισμένου όχλου. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856).  Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο της ενόχλησης των δεσποτάδων όταν η γραφή του ξεσκεπάζει τους βολεμένους κληρικούς και τους τσιγκλά σαν αγκάθι στο πλευρό:

   «Μπορούνε να ειπωθούνε οπαδοί του Χριστού, επειδή πιστεύουνε πως η θεότητα είναι τρισυπόστατη, ενώ η πραγματική τους θεότητα είναι το νιτερέσο τους;» αναρωτιέται. Θέλησε να πάρει τον αφορισμό στ’ αστεία.
 -“Και τί θα πάθω τώρα που με αφόρισαν;” ρώτησε.
 -“Να, το κορμί σου δε θα λιώσει ποτέ“.
 -“Τουλάχιστον αφόρισαν και τα παπούτσια μου να μη λιώνουν οι σόλες“;

     Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού. (Ιδού Ο Άνθρωπος).

     Η 2 Μάρτη 1856 -μέρα του πρώτου αφορισμού του- είναι μια ημερομηνία εφιαλτική για τον Λασκαράτο. Απ’ το πρωί χτυπάνε νεκρικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά το μεσημέρι ο δεσπότης Σπυρίδων Κοντομίχαλος διαβάζει τον αφορισμό για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» μες στη καθιερωμένη θρησκευτική παράταξη και πομπή, με τα μαύρα πισωμένα κεριά και μαύρα άμφια των παπάδων.
     Η εντύπωση είναι τρομακτική. Ο θρησκόληπτος κι αμόρφωτος λαός είναι αγριεμένος σε τέτοιο σημείο εναντίον του «αφορεσμένου» ώστε κινδυνεύει κι η ίδια η ζωή του. Ήδη ένας απ’ τους παπαδανθρώπους τον έχει φτύσει μες στην αγορά. Η Αστυνομία του συνιστά να κλειστεί στο σπίτι του, τουλάχιστον 40 μέρες, ώσπου να κατευναστούν τα πνεύματα. Αλλά κι έτσι προφυλαγμένος κινδυνεύει να πεθάνει της πείνας μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του γιατί κανείς δεν του δίνει τρόφιμα, ούτε ψωμί.
     Μετά δυο βδομάδες η Αστυνομία του συνιστά να εγκαταλείψει την Κεφαλλονιά για να γλυτώσει τη ζωή του. Καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, όπου όμως τον αναγνωρίζουν 2 βαστάζοι συμπατριώτες του και τον φτύνουν. Κι ενώ μισοπεθαμένος εγκαθίσταται σ’ ένα σπίτι φιλικό του, ο δεσπότης Ζακύνθου, Νικόλαος Κοκκίνης του διαβάζει 2ο αφορισμό. Ωστόσο είναι τόσο το μεγαλείο του ανθρώπου αυτού ώστε… «σε τούτη την περίσταση», -όπως γράφει στη περίφημη απόκρισή του στον Αφορισμό- «εγνώρισα διά πείρας εκείνο που είχα ακουστά ως τότες… εγνώρισα την φύση τη Θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμή της… Η συνείδησή μου με σήκωνε ψηλά και ψηλάθε μου έδειχνε έναν άνθρωπο ασχημισμένον από τους άλλους ανθρώπους, επειδή έλαβε την γενναιότητα να τους ειπή την ΑΛΗΘΕΙΑ».

Ο Δημήτρης Ψαθάς γράφει για τον αφορισμό του Λασκαράτου:

     Ύψωσε την ψυχή σου και την φαντασίαν σου εις τα απειράριθμα ηλιακά συστήματα του απείρου Παντός. Ιδές εις αυτά όλα ενωμένα ένα μόριον της Μεγαλειότητος του Θεού, και στοχάσου ενταυτώ ότι τα χριστιανικά μπαίγνια πιστεύουνε, πως τον θεόν εκείνον τόνε γνοιάζει τι μαγερεύουμε και τι τρώμε, διά να μας ανταμοίψη ή να μας παιδέψη!… Οποία μπαιγνιοσύνη…

απόσπασμα από άρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 821, 15/9/1961 1η δημοσίευση: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 4/9/1961

     Στις 2 Μάρτη 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Λασκαράτο λόγω του βιβλίου «Μυστήρια Της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει ημερομηνία 16 Φλεβάρη 1856). Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μάρτη 1856 αφορίζεται κι εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
     Οι απόψεις του Λασκαράτου για την ορθοδοξία, αλλά και για την έννοια του θεού γενικότερα, δεν ήταν δυνατό να γίνουν ανεκτές από το τότε κατεστημένο στην Εκκλησία της Κεφαλονιάς, γιατί τάραζαν τα λιμνασμένα νερά της, που στηρίζονταν στην αμάθεια και στα παράγωγά της. Τη θρησκοληψία, τη θαυματολογία, το εμπόριο των προλήψεων, τη φτώχεια και εξαθλίωση του λαού. Γενικά, στην αγυρτία και στην απάτη.
     Ενας ιδιότυπος δυϊσμός κυριαρχεί στη σκέψη του Λασκαράτου. Στο κεφάλαιο 12, «Θρησκία» (γραφή Λασκαράτου), των «Μ.τ.Κ», γράφει: «Η ψυχή μας λοιπόν είναι συνθεμένη από δύναμες ανθρώπινης φύσεως και δύναμες μιας άλλης ανώτερης φύσης. Η πρώτες μας συγγενέβουνε με τον κόσμο. Η δεύτερες με τη Θεότητα». Και «υπάρχει τω όντι μια ηθική τάξη πραγμάτων, ένας Οικουμενικός Αιώνιος Κόδικας, ο οποίος εμπεριέχει όλες εκείνες τις ηθικές αρετές οπού ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ομολόγησε πάντα και θέλει ομολογήσει». («Απαντα», τόμος 1ος, σελίδες 94-95).
     Αυτή τη θεότητα ο Λασκαράτος τη θεωρεί κάτι πολύ μεγάλο και υψηλό και νομίζει πως η τρέχουσα τότε χριστιανική εκδοχή της τη μειώνει και την ευτελίζει. Π.χ., όπως αναφέρω και στο βιβλίο μου για τους Λασκαράτο και Αβλιχο, στο διήγημά του «Ταξίδι στον πλανήτη Δία», ο Λασκαράτος «καβαλάει» σε μια ηλιαχτίδα που περνάει από το χτήμα του στο Ληξούρι και βρίσκεται στο Δία, όπου τα πάντα, έμψυχα και άψυχα, είναι χίλιες φορές μεγαλύτερα από αυτά της Γης. Οι άνθρωποι του Δία τον παίρνουνε για ανθρωπόμορφο έντομο, για ζωύφιο, τον πιάνουνε με μια τσιμπίδα, τον βάζουνε στη χούφτα τους και τον εξετάζουνε με περιέργεια.
     Μετά τον βάζουνε πάνω σ’ ένα τραπέζι της «Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών του Δία», τον σκεπάζουνε με μια γυάλα, κι επειδή τον είχαν βρει μες στα λάχανα του κήπου, νομίζουνε ότι τα τρώει ωμά και γι’ αυτό του βάζουνε και μια ρίζα λάχανου κάτω από τη γυάλα, για να μην ψοφήσει από την πείνα. Συγκαλείται, στη συνέχεια, η Σύγκλητος της Ακαδημίας για να εξετάσουν τα μέλη της το περίεργο ον. Αυτός σκέφτεται να τους μιλήσει «διά την Ηπειροθεσσαλία και πως ελπίζουμε εντός ολίγου να πάρουμε τα Γιάννινα», σατιρίζοντας τις ανθρωποκεντρικές ιδέες και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των Χριστιανών περί Θεού.
     Οταν οι κάτοικοι του Δία ακούνε για την «τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», προβάλλουνε την ένσταση του «αριθμητικώς ακατανόητου» και συμπεραίνουνε με επιείκεια: «Μην τα ξεσυνεριζομάσθε τα καημένα, έντομα είναι… πλάθουν εις τον εαυτόν τους έναν Θεό, οποίον η διανοητικές τους δύναμες τους τον επιτρέπουν» («Απαντα», τόμος Β, σελίδες 210-216).
     Αλλά και στους «Στοχασμούς» (τόμος 2ος, σελίδα 146) γράφει: «Υψωσε την ψυχή σου και την φαντασίαν σου εις τα απειράριθμα ηλιακά συστήματα του απείρου Παντός. Ιδές εις αυτά όλα ενωμένα ένα μόριον της Μεγαλειότητος του Θεού, και στοχάσου ενταυτώ ότι τα χριστιανικά μπαίγνια πιστεύουνε, πως τον θεόν εκείνον τόνε γνοιάζει τι μαγερεύουμε και τι τρώμε, διά να μας ανταμοίψη ή να μας παιδέψη!.. Οποία ‘μπαιγνιοσύνη…».
     Τα «Μ.τ.Κ» οδηγήσανε στον αφορισμό του Λασκαράτου, του βιβλίου του, αλλά και των αναγνωστών του.

     Οι παπάδες της Κεφαλονιάς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «με όλη την πομπή και παράταξη», εδιάβασαν από τον άμβωνα τον αφορισμό «κατά του πασίγνωστου απονενοημένου και εκ της ευθείας οδού της ορθοδόξου ημών πίστεως δυστυχώς αποπλανησθέντος Ανδρέα Γ. Λασκαράτου». Ο αφορισμός που τύπωσαν και τον εκυκλοφόρησαν καταλήγει ως εξής:

     «Εάν όμως παρακούσει ταις εκκλησιαστικαίς ταύταις παραινέσεις και μη εις το πυρ δώσει τα παρ’ αυτώ σωζόμενα αντίτυπα της παρ’ αυτού εκδοθείσης Βίβλου, έχομεν αυτόν αφωρισμένον παρά Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, παρά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, παρά των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων, έστω τρέμων και στένων επί της γης ως ο Κάιν, κληρονομησάτω τη λέπραν του Γιεζί και την αγχόνην του Ιούδα. Ταύτα μεν, η δε του Θεού χάρις και το άπειρον έλεος, και η ευχή και η ευλογία της ημών ταπεινότητος είη μετά πάντων ημών».

     Αλλος ανώνυμος κληρικός έγραφε:  «Το βδέλυγμα της ερημώσεως εν Κεφαλληνία ή ο ασεβής Ανδρέας Λασκαράτος», βρίζοντας, επίσης, τον ποιητή με το συνηθισμένο ιερατικό τρόπο.
     Ο Λασκαράτος στην «Απόκριση Εις Τον Αφορεσμό», γράφει πως «όταν ένας ήθελ’ είναι αφορεσμένος από την Αγία Τριάδα, ήθελ’ έχει αρκετά» κι όλοι οι άλλοι «ενοχληθήκανε αχρείαστα». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «καταρολόγιο» αυτών των κειμένων.
     Στη συζήτηση που έγινε, στο συμπόσιο και σε «στρογγυλή τράπεζα», ο Γ. Μεταλληνός υποστήριξε πως ο Λασκαράτος επιδίωξε τον αφορισμό του από την Ι. Σ. «για λόγους διαφήμισης» και πως «αν δεν είχε αφοριστεί δε θα είχε γίνει ευρύτερα γνωστός».
     Ο Γ. Αλισανδράτος τόνισε το θετικό ρόλο του Λασκαράτου, ιδίως μετά την Ενωση, χτυπώντας σκληρά τη διαφθορά, προπαντός στο πρόσωπο του Δελιγιαννισμού.
     Ο Σ. Λουκάτος υποστήριξε πως ο Λασκαράτος, ως αριστοκράτης και αντιδραστικός, χτύπησε το λαϊκό κλήρο που ήταν πάντα κοντά στο λαό και τον ενωτικό αγώνα των Επτανησίων, ενώ με τον ανώτερο κλήρο τα είχε καλά. Αναφέρθηκε στο καθεστώς των «κομεστάδων» (από το ιταλικό come sta), που σημαίνει «όπως έχει», «όπως είναι»), που υποστήριζε ο Λασκαράτος.
     Ο Λασκαράτος, παρά τη σύγκρουσή του με την Εκκλησία και τη συμβολή του στο φωτισμό του λαού με την καταγγελία της εκμετάλλευσης της θρησκοληψίας και των προλήψεων, υπήρξε κοινωνικά και πολιτικά αντιδραστικός, έχοντας τοποθετηθεί σταθερά κατά του ριζοσπαστισμού, κατά της Ενωσης, κατά του εκλογικού δικαιώματος και της ελευθεροτυπίας.
     Ήτανε ξένος από την εποχή του, πίσω κι όχι μπροστά από την εποχή του. Ο ρόλος του υπήρξε ανασταλτικός. Αλλά σύμφωνα και με την άποψη του Κ. Πορφύρη, σαν δυνατός σατιρικός ποιητής που ήταν «μπόρεσε να βρει τα τρωτά σημεία της επερχόμενης αστικής πραγματικότητας. Κι έδωσε τη γελοιογραφική εικόνα ενός κόσμου, που έκρυβε κιόλας μέσα του την αποσύνθεσή του».
          Φεύγει στο Λονδίνο για να λήξει η ένταση. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στο νησί αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ αφού περνά 4 μήνες φυλακισμένος στο Σωφρονιστήριο της Κεφαλονιάς μετά από ερήμην καταδίκη του, εξαιτίας της καυστικής εφημερίδας ΛΥΧΝΟΣ.
     Το 1859 εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό “Λύχνος” και κάθε τόσο τονε τραβούσανε στα δικαστήρια και στη φυλακή ενίοτε, για τη καυστική του πέννα και την ελευθεροστομία του προς τους πολιτικάντηδες και τους εκμεταλλευτές της θρησκείας. Για να υποστηρίξει καλύτερα τις πολιτικοκοινωνικές του πεποιθήσεις, ανακατεύτηκε με τη πολιτική κι έβαλε υποψηφιότητα μάλιστα, για βουλευτής. Η αποτυχία του φυσικά, ήτανε προδιαγεγραμμένη, γιατί είχε αδυσώπητο κατατρεγμό, απ’ όλους εκείνους, μικρούς ή μεγάλους, που ‘χε θίξει στα συμφέροντά τους, κατά καιρούς, μέσω του περιοδικού και του λόγου του. Απογοητευμένος, φεύγει για την Αγγλία, μα κι εκεί δεν έμεινε για πολύ.
     Το 1867 εκδίδει την “Απόκριση Εις Τον Αφορεσμόν Του Κλήρου Της Κεφαλονιάς Τω 1856” και μπαίνει σε νέους μπελάδες και νέα δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά όμως το σώμα των ενόρκων τον αθωώνει. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του “Όνειρο” που εμπαίζει ολόκληρο τον κλήρο και μαζί όλα τα ιερά και τα όσια.
     Στο διήγημα αυτό ονειρεύεται, λέει, πως πέθανε και πήγε, εξαιτίας του αφορισμού του, στη κόλαση όπου συνάντησε ένα σωρό Ιερείς, Αρχιερείς και Πατριάρχες να απολαμβάνουν περιποιήσεις ως φιλοξενούμενοι του Εωσφόρου στη κόλαση! Απευθυνόμενος μάλιστα σε γνωστό του Δεσπότη λέει τα εξής χαριτωμένα: «Μα βλέπω που αφορεσμένοι κι αφορεστάδες εις την ίδια τρύπα του Διαόλου καταντάμε!» . Στα 1899 ο ιερέας Γεράσιμος Δορίζας, φίλος και θαυμαστής του συγγραφέα, ζήτησε και πέτυχε, μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και με το Λασκαράτο ν’ αρνείται κατηγορηματικά ν’ απολογηθεί, την άρση του αφορισμού.
     Εκτός από τα ποιητικά του έργα δημοσιεύσε, το 1886, το “Ιδού Ο Άνθρωπος“, με τύπους και χαρακτήρες ανθρώπων, που θεωρούνται εφάμιλλοι του Θεόφραστου και του Λαμπρυγιέρ, σε ψυχογραφική, ψυχολογική κι ηθογραφική αρτιότητα, πληρότητα κι ελευθερία, κατά το ξεδίπλωμα της περιγραφής τους. Όπως αναφέρει ο ίδιος στο ποίημά του “Η γέννησί μου” -που δίνει ένα δυνατό χτύπημα στις λαϊκές προλήψεις:

     “Το μόνο ιστορικό του στιχουργήματος τούτου είναι η μέρα της γεννήσεώς μου. Πραγματικώς, εγώ εξημερώθηκα, γεννημένος την 1ην Μαΐου 1811. Από βραδύς η μάννα μου είχε συμφωνήσει με φιλονάδες της, να πάνε στο Μάη. Έτσι την ακόλουθην αυγή, ευρέθηκε πολύ δυσαρεστημένη, να μη μπορέση να χαρή το ξεφάντωμα κείνο. Οι φιλονάδες της όμως, εις την επιστροφή τους από το Μάη, εφέρανε και μου ερρίξανε απάνω μου όλα τα άνθια, όσα είχανε από το κάμπο.”

…και για να …”προβοδίσει” μιαν έκδοση ποιημάτων του έγραψε:

     “Αγαπητά μου Ποιήματα. Σας λέω ποιήματα, επειδή ετοιμάζοντας να σας παρουσιάσω στην κοινωνία, επιθυμώ να σας προβιβάσω. Οι τίτλοι αρέσουνε μέσα-μέσα, ως και στους πλέον κόκκινους δημοκράτες.
     Πολλά μικρά δίκηα βαλμένα αντάμα μ’ επαρακινήσανε να σας ανακαλέσω από την εξορία σας, να σας ζητήσω δανεικά από το φίλο μου το Βαλαορίτη, να σας αντιγράψω χτενίζοντάς σας και να σας χειραφετήσω, επιτρέποντας να δημοσιευθήτε δια του τύπου. Ανάμεσα όμως εις τα μικρά δίκηα, είναι και ένα όχι αδιάφορο, ό φόβος ότι μίαν ημέρα ήθελε τυπωθείτε εις την αρχικήσας κατάσταση και ήθελε φανείτε πολύ περισσότερο αξιοκατάκριτα απ’ ότι σήμερα έτσι δαμασμένα σας παρρησιάζω. Η δε σημερινή σας δημοσίεψη θα εμποδίση βέβαια κάθε άλλην υστερινότερη μη εξουσιοδοτημένη από εμέ.
     Σε τούτην όμως τη φοβερή στιγμή στην οποία δίνοντας εσάς έξω, βάνω τον εαυτό μου στο μάγγανο της δημόσιας γνώμης, επιθυμώ να σας ειπώ πρώτα δυό λόγια.
     Και απάνου σ’ όλα, μην έβγετε με την οίηση πως είσθε ποίησες, επειδή τέτοιες δεν είσθε. Η ποιητικήσας αξία είναι λίγη, πολλά ολίγη και είναι σχετική στες περίστασες. Το πνεύμα σήμερα της Ελλάδος κοιμάται ύπνο βαθύ και ονειρεύεται να τρώη κολοκύθια ωμά, επειδή ο λογιωτατισμός, αντιτάτου, σβγεί και νεκρώνει τα πνεύματα, και σεις είσθε από τα λίγα που δε λογιοτατίζουνε. Όταν το πνεύμα της Ελλάδος, το ελληνικό πνεύμα ξυπνήσει, όχι πλέον λογιοτατίστικο, αλλά ελληνικό πνεύμα, κι ελεεινολογήση και το καιρό το χαμένονε, και το χαρτί το χαλασμένο το τόσο, δε θα εύρη παρά κάποια λίγα γραμμένα στη γλώσσα του, μεταξύ των οποίων και σας. Και τούτη είναι και θέλει είναι η μόνη φιλολογικήσας αξία…
     …Σύρ’τε λοιπόν, σύρ’τε στίχοιμου. Μπορεί να μην είσθε ποίησες, αλλά θέλ’ είσθ’ ελπίζω κάτι τί καλήτερο από ποίησες. θέλ’ είσθε, σήμερα, κεντιστήρι για το κοιμώμενο ελληνικό πνεύμα, και αύριο-μεθαύριο, μαρτυρίες του σήμερα.
    Σύρ’τε στίχοιμου, Σας προβοδόνω με θάρρος και κατά δεύτερην έποψην. Οι θρησκευτικοί μου διόχτες, εκείνοι που με αφορέζανε επειδή εξεσκέπαζα τες κατάχρησέςτους, καθώς κι εκείνοι οπού μ’ εφτιούτανε γιατί επάσχιζα να τους ανοίξω τα μάτια στες κατάχρησες των απαταιόνωντους, δεν αφορέζουνε πλέον, δεν φτιούνε πλέον. Οι δεύτεροι τούτοι ανοίξανε τέλος-πάντων τα μάτιατους, και οι πρώτοι ελουφιάσανε
.

                     Σύρ’τε στίχοιμου, σύρ’τε τυπωθείτε.
                     Δεν είν’ πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες.
                     Βουβοί, σβυσμένοι, παν’ οι υποκριτάδες,
                     Και σείς ‘μπορείτε τώρα να φανήτε.

                     Λεύθεροι στίχοι, ‘λεύθερα ‘μιλείτε.
                     Στηλητέψετε ολούθε τσή ασχημάδες
                     Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες.
                     Εμπαίξετέτες όπου τες ειδείτε.

                     Στην Αίγυφτόσας ως και σείς κρυμμένοι,
                     Άγγελος και σ’ εσάς φέρνει την είδηση:
                     “Ελάτε”, σας φωνάζει, “είν’ απεθαμένοι,
                      Οι ζητούντες να πνίξουν’ τη συνείδηση”.                          

                     Σύρ’τε στίχοι μου, εβγάτε παρησία
                     και φωνάξετε: “Ζήτω η Ελευθερία”.

     Από τότε έχουν μείνει πολλά ανέκδοτα στη μνήμη των Κεφαλονιτών και τα οποία πιστοποιούν το πόσο έξυπνος και ετοιμόλογος ήταν. Δύο από αυτά τα ανέκδοτα είναι τα εξής:

     Στη γιορτή του, ένας γείτονάς του για να τον ειρωνευτεί του έστειλε με την υπηρέτριά του το δώρο του, ένα καλάθι γεμάτο κέρατα κριαριού και πάνω είχε μια επιγραφή “Στη γιορτή σου“. Βλέποντας αυτό ο Λασκαράτος βγαίνει έξω στον κήπο του και κόβει τα ωραιότερα άνθη και τα βάζει μέσα στο ίδιο καλάθι με την επιγραφή “Απ’ ό,τι έχει ο καθένας δωρίζει” και τα δίνει στην υπηρέτρια και της λέει: “Δώσε αυτά κόρη μου στον κύριό σου“.

     Οταν ο επίσκοπος τον αφόρισε, κάποιος πήγε να τον επισκεφθεί για να του το αναγγείλει και μάλιστα ειρωνικά “Τα έμαθες σιόρ-Ανδρέα, ο επίσκοπος σε αφόρισε” και τότε ο Λασκαράτος του απαντά: “Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα πολύ να μου αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώσουνε ποτέ” (πίστευε ότι όποιος αφορισθεί και πεθάνει δε θα λιώσει ποτέ).

——————————————-
     Απόσπασμα από το έργο του «Όνειρο»:

     Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως απέθανα. Επέθανα, και ως στρίψη ματιού ευρέθηκα εις τον άλλον κόσμο. Εκεί ως από ενστίγματος, έτρεξα ευθύς για τον Παράδεισο κι έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φθάσω εις την στιγμή που ο Θεός έβγαινε να πάη περίπατο.
     Μιλιούνιοι Άγιοι τον επεριστοιχούσανε βαστώνες αγγελούδια λάτινα, σαν εκείνα των εκκλησιών, κι εγώ εστοχάσθηκα να ωφεληθώ από εκείνην την αναστάτωση, από εκείνη την σκοτούρα, δια να έμβω λαθρεμπορικώς πως εις τον Παράδεισο, αποφεύγοντας τελωνειακάς έρευνας, σαν όπου κι εγώ είχα κάτι να κρύψω.
     Άνατρεχα λοιπόν τον χείμαρρον των Αγίων, ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο μου χέρια, όταν ο Άη Πέτρος, ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουρανίων Αναχτόρων, με αρπάζει από το λαιμοδέτη, και «Στάσου, λέει, ανάξια κολασμένη ψυχή!»
 -«Άγιε, του είπα εγώ, γιατί με πιάνεις από το κολέτο, σαν να ήμουνα κλέφτης;»
 -«Σώπα, λέει, μπερδ-μα δεν το τελείωσε- φεύγα εδώθε και πήγαινε στο πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον δια όσους ξεσκεπάζετε τα& τα& τα& των ευσωβών ιερέων μας.»
     Εγώ, για μία στιγμή ετρόμαξα επειδή τα μάτια του Αγίου ερρίχνανε φωτιές από το θυμό του, και τα γένεια του ετρέμανε κι επέτα σπίθες σάλια από το στόμα του! Μα έπειτα κάνοντας δύναμη στον εαυτό μου, έτρεξα κι εσταμάτησα τον Θεόν, κι έπεσα στα πόδια του, και γονυπετής του είπα- «Θεέ Πατέρα, λάβε ευσπλαχνία δι εμέ, και διόρισε του αγίου θυρωρού σου να με αφήση να έμβω εις την αιώνιαν χαράν και αγαλλίασην».
     Μα τότε και ο Άη-Πέτρος -«Παναγιώτατε, του λέει, τούτος είναι καταδικασμένος από τους αντιπροσώπους σου πληρεξούσιους παπάδες εις το πυρ το εξώτερον.»
 -«Α! λέει ο Θεός, τότε, παιδί μου, δεν μπορώ να σου κάμω τίποτα!»
 -«Μα! είπα πάλι εγώ, Θεέ Πατέρα, κάμε έλεος!» Και ο καλός Θεός, στρεφόμενος τότε προς τον μονογενή του υιόν- «Εσύ, λέει, που στάθηκες εκεί κάτου και γνωρίζεις τούτα καλήτερά μου, ιδές περί τίνος πρόκειται». Με τούτο τράβηξε το δρόμο του. Έτσι ο Χριστός εμεινε με εμέ, και, με τη συνηθισμένη του καλοσύνη, μ’ εχάϊδεψε.
     Μα τότες ο Άη-Πέτρος έβγαλε μέσ’ απ’ τα ράσα του το αφοροχάρτι των 1856, και «Διάβασε, λέει του Χριστού, διάβασε, Υπερένδοξε Διάδοχε. Και πες αν ετούτος ο άνθρωπος ημπορή να έμπη στον Παράδεισό μας».
     Ο Χριστός επήρε το αφοροχάρτι, το εφυλολόησε, και στραφείς προς εμέ- «Μα τι τους έκαμες, μου είπε, που σε αφορήσανε;»
 -«Ω γλυκήτατέ μου Ιησού! του είπα εγώ, με αφορέσανε, επειδή του έλεγξα τις ανοσιουργίες τους. Πρέπει να ξέρης , Ιησού μου, ότι η θρησκεία την οποίαν εδίδαξες εις τον Κόσμο, δεν υπάρχει πλέον εκέι κάτου. Επειδή από καιρό σε καιρό, και από λίγο σε λίγο, την άλλαξαν όλην, ώστε τώρα δεν έμεινε παρά το όνομά σου απάνου σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, όπου τα λένε θρησκεία σου. Μια τέτοια θρησκοκιβδήλωση, φυσικώ τω λόγω, μακράν από του να φέρνη την ηθικοποίησην του ατόμου, σκοπός τούτος της θρησκείας σου, διαφθείρει εξεναντίας, και αποχτηνώνει τα πλήθη. Οι δε παπάδες, αδιαφορώντες εις το εξαγόμενον τούτο, μετέρχονται την παπαδοσύνη τους ως έργον για να ζήσουνε και φυσικώ τω λόγω εξαγριώνονται εναντίον εις όποιον προσπαθήση να ανοίξη τα μάτια των οπαδών τους. Έτσι, η εξάλειψη της θρησκείας σου από τον Κόσμο μας είναι, Ιησού μου, τώρα πλέον fait accompli».
 -«Μου το παν κι άλλοι, λέει, μου το παν κι άλλοι!» «Έτσι, εγώ επανέλαβα, κάποιες από τις καταχρησές τους τες εστηλίτεψα σ’ ένα μου βιβλίον, όπου για τούτο το ονόμασα Μυστήρια της Κεφαλονιάς. Αλλά εκείνου σαν ειδώθηκαν ξεφαυλισμένοι εμπρός εις το ποίμνιόν τους, ελυσσιάξανε, Χριστέ μου, επαραφρονήσανε, και με αφορέσανε με όλην την πομπήν και παράταξην από την Εκκλησία τους».
     Ο Χριστός δεν ηθέλησε να ακούση περισσότερο. Εκούνησε λυπημένος του κεφάλι του, και, ξαναλέγοντας πάντα: «Μου το παν κι άλλοι, μου το παν κι άλλοι» έστρεψε προς τον Άη-Πέτρο και «Άσ’ τονε, λέει, να εμπή και βάλ’ τονε σε μια αγκωνή να μην φαίνεται.»
 -«Αδύνατο, Χριστέ μου, αδύνατο!- είπεν ο άγριος εκείνος Κέρβερος. Κλονίζεται η πίστη, αν τούτο γίνη. Ενθυμίσου ότι συ αυτός έδωσες εις τους παπάδες την εξουσία να λυούν και να δένουνε, και υποσχέθηκες να εχτελής εις τον Ουρανόν ό,τι και όπως εκείνοι διορίσουνε στη Γη.»
 -«Corpo di Bacco! είπε τότες ο Χριστός φράγκικα. Ας είναι. Στείλε τονε λοιπόν εις την Κόλαση. Μα δώσε του και δυο γραμμές ένα συστατικό στον Εωσφόρο, για να μη σκληραγωγήση απάνου του».
     Είπε κι έφυγε. Εγώ έμεινα με τον Άη-Πέτρο, όστις έβγαλε κομμάτι χαρτί, και ακουμπώντας απάνου στο γόνα του, έγραψε συστατικό, μου το εγχείρισε, και τότε μια ακαταμάχητη βία με έσπρωξε στην Κόλαση.
     Το εσωτερικόν της Κολάσεως ήτον φοβερόν και επιβλητικό. Ο Μέγας Εωοσφόρος , καθισμένος εις ένα ξάγναντο με τους αξιωματικούς του Αρχιδιαόλους δεξιά-ζερβιάθε, υψωνότουνε ανάμεσά τους σα βράχος. Εμπρός σε τούτους εκυλιόντανε πλήθος Διαολάκια έτοιμα για θέλημα. Η αόρατη βία που με έσπρωξε εκεί μέσα εξακολούθησε να με σπρώχνη, και με έφερε στους πόδας του Μεγάλου εκείνου Κυριάρχου της Κολάσεως.
     Όταν με είδε κοντά του, αναγλύφτηκε, καθώς ήθελε να κάμει λύκος, για να αρπάξη αρνάκι! Αλλ’ όταν του επαρουσίασα το συστατικό του Άη-Πέτρου, έτριξε τα δόντια του από τη λύσσα του! Εσείστηκε η Κόλαση σ’ εκείνο το τρίξιμο, και ο Άη-Πέτρος έκαμε το σταυρό του.
     Μου έδωσε μια φρικώδη στραβοματιά, και«εχθρέ, λέει, του Διαβόλου και της Κολάσεως! Εγώ επάντεχα να σε γδάρω με πυροβολόπετρα. Καθώς ο Νικολάκης ήθελε να γδάρη το φίλο μου τον παπά Μαντσαβίνο. Και όμως υποχρεούμαι να σε ξενίσω κι εσέ, καθώς κάνω και εις τους φίλους μου. επειδή έτσι θέλει ο Αφέντης μου».
     Ένευσ’ έπειτα σ’ ένα Διαολάκι κι εκείνο κυλισμένο, μ’ έσυρε ενεργώντας απάνου μου μίαν έλξη σαν εκείνη του μαγνήτη, επιβλητική και άφευχτη.
     Έτσι δεν αργήσαμε να φθάσωμε σε μία μεγάλη πόρτα, η οποία μας ανοίχθηκε αυτομάτως ευθύς εις το φθάσιμό μας. Αλλά οποία τότε η έκπληξή μου, όταν ευρέθηκα μεταξύ των Ιερέων, Αρχιερέων και Πατριαρχών.


————————-

     Η κατάσχεση του “Λύχνου” θα γίνει θα γίνει μετά από την παρουσίαση του σατιρικού του ποιήματος το “Νανάρισμα” το οποίο αναφερόταν στην κούνια του διαδόχου Κωνσταντίνου.Επίσης εκδίδει “Ιδού Ο Άνθρωπος” το 1886, “Οι στοχασμοί ή συλλογή σοφών γνωμών εις ελληνικήν και ιταλικήν γλώσσαν“, “Αυτοβιογραφία“, “Ήθη, έθιμα και δοξασίαι της Κεφαλονιάς” κ.ά. Έγραψε ποιήματα, πεζογραφήματα, πολεμικά βιβλία και φυλλάδια (λιβέλλους), τεχνολογικά δοκίμια για τον πεζό και ποιητικό λόγο, και πολλά γράμματα σε τοπικές εφημερίδας. Το ηθικό έργο του Λασκαράτου ταυτίστηκε απόλυτα με την γεμάτη ηθική ζωή του κι έμεινε για πάντα στην μνήμη μας και στην Λογοτεχνία ως ένας από τους πιο ακέραιους πνευματικούς ανθρώπους.
     Μετά την επιστροφή του από την Αγγλία, όπου δεν είχε μείνει πολύ, ξαναγύρισε στη Κεφαλονιά, στο Αργοστόλι, όπου κι εγκαταστάθηκε μέχρι τον θάνατό του, πλήρης ημερών, σε ηλικία 90 ετών. Τη νύχτα της 23 προς 24 Ιουλίου 1901, ήρθε γαλήνια το τέλος. Έτσι, ο πρώην απόβλητος της Εκκλησίας θα κηδευτεί με όλες τις τιμές και με πανελλήνια αναγνώριση. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο τ’ Αργοστολιού, στο Δράπανο, του οποίου την Παναγία τη Δραπανιώτισσα επικαλείται ο θεός στη σάτιρά του «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα», απευθυνόμενος στους «πρωτόπλαστους», όταν τους διώχνει από τον παράδεισο:

«Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μωρές,
Θε να σας διόξω εδώθε. Ας ήναι, φτάνει».

     Ο μέγιστος της επτανησιακής και «βαρύ πυροβολικό» της νεοελληνικής σάτιρας έζησε πολλά χρόνια με διωγμούς, κατατρεγμούς, εξορίες, φυλακές και αγώνα, υπερασπίζοντας ανυποχώρητα ό,τι ενόμιζε σωστό.

     Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού.

     Η φύση, πλάθουσα τον άνθρωπον, φαίνεται να έδειξε όλη της φειδωλία σε τούτο το μέρος, εις τη συνείδηση!

     Τίποτα φρονιμώτερο από το να θέλης να ζήσης. Μα θέλε να ζήσης με αξιοπρέπεια.

     
Ενώ εις τον άνθρωπον εδόθη η ύψωσή του έως εις τα υπερφυή όντα, του αφέθη και η καταβίβασή του έως εις τα κτήνη και συχνά και παρακάτου ακόμη.

     Ο Χριστιανισμός σε μας τοποθετείται ανάμεσα στα πράγματα πολυτελείας. Δεν τον χρησιμοποιούμε παρά για κομπασμό και για να κάνουμε επίδειξη, όχι όμως για την καθημερινή χρήση στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. (Στοχασμοί)

     Οι χριστιανοί σήμερα έχουν στην πουσνάρα (=σακούλα) τους τριώ λογιώνε θρησκείες: Μία που τήνε λένε και δεν τήνε κάνουνε. Μία που τήνε κάνουνε και δεν τήνε λένε. Και μία που, και τήνε λένε, και τήνε κάνουνε. Η πρώτη είναι η θρησκεία του Χριστού, η δεύτερη του Διαόλου, η τρίτη τση Κοιλιάς. (Μυστήρια Κεφαλονιάς)

     Ο Αντρέας Λασκαράτος πέθανε στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη, στις 24 Ιουλίου 1901, αλλά το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε ιδιαίτερα μπροστά για την εποχή του και σήμερα, όσα αυτός είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε αλλάξει είτε να εμποδίσει, έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.

================

Το Ληξούρι
                                                 1936  αφιέρωση

Όντις ‘μπορή ένας σ’ όλους να χαρίζη
Και στον ίδιο καιρό να μην τους δίνη,
ήθελ’ είναι κακία να ξεχωρίζη
Ένανε, και τους άλλους ναν τσ’ αφίνη.

Έτσι και τη Λαμπρή  ο παπάςμας στήνει
Τη λαμπάδατου σ’ όποιον την ορίζει
Γιατί, όσο κι αν ανάβουνε από ‘κείνη,
Τίποτα του παπά δεν του στοιχίζει.

Που αν ήτανε να χάνη οχ τη λαμπάδα
Τρείς τέσσαρες σταξούλες, δύο, μία,
Τότε ναίσκε ήθελ’ είναι φρονημάδα
Να βαλθή κι ο παπάς σε οικονομία.

Και πλέον οχ τη λαμπάδα του παπά
Να μην ανάβη πάρι η παπαδιά.
Έτσι κι εγώ μ’ αυτό το ποιηματάκι
Οπού τώρα τυπώνω,

Μικρό, χαροποιό κι αλαφρουλάκι,
Σ’ όλουςσας τ’ αφιερώνω.
Και δίνω το δικαίωμα στον καθένα,
Εις σε λιγολογία,

Να’πή: “Τούτο αφιερώθηκε σ’ εμένα.”
Κι ας το χαρή με υγεία.
Ξεκαθαρίζω ακόμη,
Και τούτο με την άδεια του Δεσπότη,

Και με στέρεάμου γνώμη,
Πως ακούω, διορίζω και θέλω, ότι,
Καλόγηροι, παπάδες,
‘Παντρεμένες, ανύπαντρες κοπέλες,

Καλόγρηες, ασκητάδες,
Νηές ώμορφες, και γρηές με σοτανέλες,
Όλοι, για ‘πινομή μου,
Νάχουνε μέρος στην αφιέρωσήμου. 

          Η Άνοιξη

Εδώναι, εδώναι, επλάκωσε.
Γυναίκες μαζωχτείτε.
Ομπρός, συναπαντήσ’τετη
Ομπρός ναν τη δεχτείτε.

Να, νάρχεται η γλυκιά Άνοιξη
Λουλουδοστολισμένη,
Απάνου σ’ ένα γάϊδαρο
Αντρίκια καθισμένη.

Κι οπίσωθέτης τρέχουνε
Κοπάδια γκαριστάδες,
Όλοι ζουρλοί από το αίσθημα,
Όλοι ζεστοί εραστάδες.

Κλοτσούν’ τετραποδίζοντες
Και κλαίν’ οχ τη χαράτους,
Και ζωντανή στα μάτιάτους
Θωρείς τη βουρλισιάτους.

Και ολόθερμα γκαρίζοντες
Τση χάρεςτης πολλη-ώρα,
Τη φέρνουνε αλοτρίγυρα
Ναν τήνε ιδή όλ’ η χώρα.

Και αυτή στο δρόμο ερχόμενη,
Φυσώντας αέρα χλιόνε
Γιομίζει ζέστα απάντεχα
Τση πόρτες του σπητιώνε.

Ώστε καψιόνει η νηόνυφη
Στο χλιούτσικο αγεράκι,
Κι ενδύνεται αλαφρότερο
Λινό φορεματάκι.

Και ‘βγαίνει και δροσίζεται,
Και βλέπεις το αίσθημάτης,
Που ακούει ναν της εδρόσισε
Ο αγέρας την καρδιάτης.

Αχ! Άνοιξη, γλυκιά Άνοιξη!
Συντρόφισα του νηώνε,
Ίστρε κοινέ αξεχώριστα
Σερνικοθύλικώνε!

Αν εσύ τώρα εγύριζες
Κι αλλού τα βήματάσου,
Πόσους στον κάμπο ακόλουθους
Ήθελε ειδείς κοντάσου!

Ναι, κι ήθε’ ειδείς που οι γέροντες
‘Σα δε ‘μπορούν’ να ελθούνε,
Μένουν’ ξοπίσω, κι άδικα
Τους νηούς κατηγορούνε.

Και δε ‘θυμόντ’ όσα έκαναν
Κι εκείνοι στον καιρότους,
Όντις ακούανε δύναμες
Ζεστές εις τον εαυτότους.

Μα έτσ΄είν… τώρ ας τ’ αφήσωμε.
Να, ιδέτε τι κακό
Χωριατοπούλες ώμορφες
Που κάνουνε χωρό.

Αχ Άνοιξη, ας γυρίσωμε
Σ’ εκείνες το ποδάρι,
Μα βάστα του γαϊδάρουσου
Σφιχτά το χαλινάρι.

Να, ιδέτες που αγκαλιάζουνται
η πουλιό νηότερέςτους,
Κι αμπόνουνται, και πέφτουνε
Και φαίνουντ’ οι ωμορφιέςτους.

Αχ Άνοιξη, βαστηόσουνε
Απάνου στο σαμάρι,
Και τράβαε του γαϊδάρουσου
Σφιχτά το χαλινάρι.

Άνοιξη, γλυκιάμου Άνοιξη,
Συντρόφισα του νηώνε,
Ίστρε κοινέ αξεχώριστα
Σερνικοθύλικώνε!…

Συχαριάσματα Εις Γενέθλια Γαϊδάρου

Καλορίζικος. Να ζήση
Ο νηός γάϊδαρος, ν’ αξίνη.
Να σου ζήση, να σου γίνη
Ωςκαθώς επιθυμάς.

Να σου αξένουνε τ’ αυτιάτου,
Και ναν’ τα συχνοτσουλόνη.
Να χοντρένη, να ‘ψηλώνη,
Ωςκαθώς επιθυμάς.

Να σου ζήση. Ο Θειός να κάμη
Να σου ζήση ο γάϊδαρόςσου.
Ναν τον έχης πάντα ομπρόςσου
Ωςκαθώς επιθυμάς.

Να σου ζήση ο γάϊδαρόςσου
Και να ζήσης κι η αφεντιάσου,
Ναν τον έχης στη δουλειάσου
Ωςκαθώς επιθυμάς. 

           Σοβαρά Κάποια
                                           1851     Λονδίνο 

Εικώνα αγαπητή της γυναικόςμου,
Τώρα έλα καν εσύ στη συντροφιάμου.
Κατοίκα πάντα μέσα στην καρδιάμου,
Και φύλαμε οχ τση πλάνεσες του κόσμου.

Εσύ γιά ‘μέ Προστάτης ‘Αγγελόςμου,
Άμεμπτα φύλαε τα πατήματάμου
Και πρωτού σκοτισθούν’ τα λογικάμου,
Πρόλαβε, τρέξε σύ και λάμψε εμπρόςμου.

Ναι, το φώςσου ‘ξυπνάει την αρετήμου,
Και πιστόνε σ’ εσένα με βαστένει.
Γιατί τόσο σ’ αισθάνομαι ‘δικήμου,

Τόσο με τη ψυχήμου ζημομένη,
Που δεν ηξέρω πλέον στη διαλογήμου
Πώς να σε ‘πω: γυναίκαμου ή ψυχήμου.

Στην Υποκρισία

Σεπτή μου Υποκρισία, Δέσποινά μου,
με συντριβή μου σου φιλώ το χέρι,
και σου προσφέρω τα σεβάσματά μου.
Ποι’ άλλη αρετή καλύτερά σου ξέρει

να κερδίζει τς ανθρώπους εδώ χάμου;
Ο κόσμος σε λατρεύει, σε γεραίρει,
κι εγώ κλίνω σ’ εσέ τα γόνατά μου
και σε γυρεύω για οδηγό μου αστέρι.

Φτιάσε μου σοβαρό το πρόσωπό μου,
δώσ’ μου ύφος πειστικό και όψη οσία,
για να μπορώ κι εγώ σε ποίμνιό μου

να εξασκώ την τόση σου μαγεία.
Κι έτσι να ’ν’ και για μέ τον φτωχόν γέροντα,
του κόσμου τα καλά και τα συμφέροντα. 

Από τους “Στοχασμούς” του

Όποιος με πάραχαιρετά
και με πάραχαϊδεύει,
κάτι από μένα, βέβαια,
να καρπιστεί γυρεύει. 

Γιατί Τὰ Τάλαρα Τὰ Λένε Τάλαρα

Α´
Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη,
τὸ Ληξούρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους,
εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τώρα δὲ μοῦ μένει
πάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους».
Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε,
τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!

«Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα,
νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου,
νὰ θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
νἆνε ᾑ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου·
Οἱ σκύλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε,
καὶ γιὰ σένανε ᾑ κόττες νὰ γεννοῦνε».

«Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια,
ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι·
γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια,
ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι.
Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιάζῃς,
καὶ σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις».

«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτι
μ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει·
καὶ νὰ τρῶς τὸ καλύτερο κομμάτι
χωρὶς νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι.
Μὰ ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου,
νὰ μὴ ῾γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου!».

«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,
κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,
ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,
εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος,
παντοῦ ἐπιθυμητός… μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκι
ποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».

«Μὴν τὰ ῾γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετε
τὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας,
καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένοι στὸν παράδεισό σας.
Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα.
Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα».

Β´
Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλι
εἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία,
καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοι
νὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία,
μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιες
εἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει,
ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια,
ποὺ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ῾μπαίνει,
γιατὶ ῾μποδιέται ἡ τσάκα στὰ χαλίκια
ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοι
κι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι.

Μιὰ ῾μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά του
ἐμετρηόντανε ποιὸς εἶνε ο ψηλότερος,
στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου,
καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότερος
εἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους
νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους!

-«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε!
ὤ, εὐτυχισμένοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ – πέρα
σὲ τόσες ἡδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε… (…)

Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκε
γιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·
κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξη
νὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;
Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»

-«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου,
γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό…
Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μου
καὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».
Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,
τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες.

Εἶνε ἁλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα,
καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια,
καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ῾βρίσκεις δέκα
νὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια,
νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παρᾶδες,
νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες.

Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μου
πὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε.
Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου,
καὶ λένε πὼς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε,
καὶ πὼς μετατρεμμένος εἰς σὲ φείδι
τῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μέρα τὸ ἀντικλείδι.

Βέβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνες
ὁποὺ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖ
νὰ γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνες
ἢ ἂν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.
Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνει
κανείς, ὀμπρὸς – ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.

Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφες
κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες…
Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,
καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της!

Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια,
πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντια
κυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση.
Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γε! τὰ θέλω!
τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!»

Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακίνα·
κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλάτες.
Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα
μὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Ἀδάμ μου… πάρε τα μπιστιού…
Τὸν Ἄγουστο πλερώνεις … μιού… μιού… μιού…

Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανε
μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε·
πού, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε,
τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ῾πνίγανε.
Καὶ λέει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!
Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιού».

Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκε
καὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστήρια,
γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ἐντύθηκε,
ἄκουε ῾πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,
σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ
λάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.

Γ´
Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία,
κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του.
Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία,
κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του.
Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολος
ἐφάνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς Διάολος.

Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα·
κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό του
κ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα
ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό του
ὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή,
ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή.

-«Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη,
καὶ μὲ λυπάει πολύ, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει,
γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσύ ᾽σαι καλομαθημένη
κ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι.
Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ῾θυμήσου
πὼς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου».

«Εἶν᾽ τόσοι ποὺ περσσότερο ἀπὸ σὲ
ἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο,
καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲ
τὸ πλούτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο.
Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ῾ξοδεύῃ…
Κάνει καλά… εἶνε φρόνιμος… σωρεύει…

-«Πλούτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲς
γιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές!
ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·
οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,
μόνε τὸν καταλάβετε κακά».

«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες,
κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο,
μόνε ἂ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες,
εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο.
Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖνα
ποὺ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».

Δ´
Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες,
κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία,
δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ῾κατοστάδες.
Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία.
Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιο
ὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο.

Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι,
κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμένοι
Μικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι,
ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοι
νὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματα
τὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα.

-«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοί μου…
Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼ
ἔπειτα, νὰ τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου!
Κι᾽ ὡς τόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,
προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά,
γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά».

Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι,
καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπίτι,
φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι.
Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη:
-«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι·
Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!»

«Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές;
Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε  Ἅη Γιάννη;
Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε… -φτάνει».
Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,
κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.

Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος,
κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά – λα – ρα.
κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,
κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα!
Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λα, ρα,
εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!

      Καιρός Γι’ Αρρώστια

Καλότυχος που αρρώσταε το Γενάρη,
Για να χορτάση ζέστα κρεββατιού.
Τούτο το κρύο, που ο Διάολος νάν το πάρη,
Μου επάγωσε τα μέλη του κορμιού.

Κακό ‘ναι να αρρωστάς τον Αλονάρη
Που η κάψα του φριχτού καλοκαιριού
Σου βράζει μέσα στο άθλιο σου κουφάρι
Τές δύναμές σου, σώματος και νου.

Μ’ αν τα βουνά μας, κάτασπρα από χιόνια,
Μάς χύνουν κάτου αέρα που ξεσκλάει,
Α! Τότε μέσα στα ζεστά σεντόνια

και η αρρώστια λιγώτερο ενοχλάει
Σαν οπού ακούμε και ζεστά τα εντόστια,
Χώρια οχ’ την ξεγνοιασιά που δίν’ η αρρώστια.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *