Λουντέμης Μενέλαος: Ποιητικά Πεζά Αποσπάσματα

Βιογραφικό

         Γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικρασιατικής πόλης Γιάλοβας, το 1906. Το πραγματικό του όνομα ήτανε Δημήτρης Βαλασιάδης -ενώ το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του- και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που χρεωκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς. Πρόσφυγας από την Αγία Κυριακή της Γιάλοβας (Αιγιαλός) της Μικράς Ασίας μετά τον Μεγάλο Ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής, εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριο Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για τη Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας.

     Ήτανε το μοναδικό αγόρι από τα 5 παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. ». Η οικογένεια του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του. Μικρός μαθητής, εργαζόταν τα καλοκαίρια στα βλαχοχώρια της Άνω Αλμωπίας κάνοντας το δάσκαλο. Για να επιβιώσει έκανε διάφορες άλλες δουλειές (λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, εργάτης στα έργα του Γαλλικού ποταμού).
     Από το 1925 φοίτησε στο γυμνάσιο Έδεσσας μέχρι το Γενάρη του 1929, που μαθητής της Δ’τάξης «απεσύρθη», για πολιτικούς λόγους. Η στράτευσή του στην Αριστερά κι η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας, όπως σημειώνεται στο Γενικό Έλεγχο του σχολείου.
     Έτσι ακολουθώντας τον Μέλιο του, «Ενα Παιδί Μετράει Τ’ Άστρα», θα μετράμε πάντα τ’ άστρα όπως εκείνος μετρά τα όνειρά του, με αγωνία, προσδοκίες κι αγάπη για τη ζωή. Θα φτάσουμε μαζί του στη μεγάλη πολιτεία, εκεί που βρίσκεται το σχολείο, η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου. Ποτέ πριν δεν είχε πάει σε σχολείο και τώρα το Γυμνάσιο φάνταζε στην καρδιά του σαν το ωραιότερο του κόσμου μέρος:
    «Κι άλλοτε κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια και περιφρονείτε τη κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα, σας ρωτώ, ξέρετε κανένα, που να τα ‘χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα «βιβλία» μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε»!
     Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια Νύχτα Με Πολλά Φώτα Κάτω Από Μια Πόλη Με Πολλά Αστέρια».

     Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση, -κι άλλους αριστερούς καλλιτέχνες, που συχνάζανε στη λέσχη Αν Σουσί της οδού Πατησίων.. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης» το 1938 και να ανασάνει κάπως οικονομικά. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θ’ ακολουθήσουν κι άλλες συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη. Τιμήθηκεν επίσης με το βραβείο της Χρυσής Δάφνης Πανευρώπης (Παρίσι, 1951). Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης.
     Στη κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο -ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο και πολλούς άλλους, ενώ η γυναίκα του Έμυ με τη 3χρονη κόρη τους Μυρτώ, εξορίζεται στη Χίο και μετά στο Τρίκερι.
     Από την εξορία, ο Λουντέμης γράφει:
   «Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά. Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ’ τον Χριστό, Αντίο… Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες κι ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει -κρυώνει κάτω απ’ τον βοριά και τα σίδερα».
     Το 1958 δικάζεται εκ νέου, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες Μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι Λύκοι Ανεβαίνουν Στον Ουρανό», αναφέρονται προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας. Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος. Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα κι ακριβώς γιατί δε τα ‘γραψα. Κατηγορούμαι πως έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ τη πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας κι ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό κι αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς». Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του είναι εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στη πορεία του προς το μέλλον. Τέλος ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί: Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση άρνησης του ΚΚΕ, για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας; Κι η απάντησή του: Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια, δύο. Δε θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ.
     Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του το κλίμα ήταν βαρύ για τον Λουντέμη . Γι’ αυτό αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της αυτοεξορίας και της πολιτικής προσφυγιάς, στο Βουκουρέστι, το 1959, αφαιρώντας του μάλιστα την ελληνική ιθαγένεια η τότε ελληνική κυβέρνηση. Ο λόγος; Επειδή παραβρέθηκε στα εγκαίνια του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ και μίλησε ζητώντας να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της Γης όλοι οι τόποι ομαδικής εξόντωσης. «Η καλύτερη τιμή για την ανθρωπότητα», είπε, «θα ήταν να μην εγκαινιάζει τέτοια μνημεία. Βρισκόμαστε τούτη τη στιγμή σε μια μητρόπολη των στρατοπέδων. Μα υπάρχουν και οι αποικίες… Ερχομαι από μία απ’ αυτές. Βρίσκεται στο Αιγαίο και λέγεται Αη-Στράτης».
     Στην εφημερίδα «Μακεδονία», στις 07/05/1959 και με τίτλο «Συνεχίζονται οι διενέξεις των εις το παραπέτασμα καταφυγόντων συμμοριτών», δίνεται η πληροφορία πως από το Μάρτη του 1959 έφτασε στην Οστράβα της Τσεχοσλοβακίας κι ο Μενέλαος Λουντέμης που μίλησε στους πολιτικούς εξόριστους: «Εξ άλλου -κατά τους επαναπατρισθέντας πάντοτε- προ διμήνου αφίχθη επίσης εις Οστράβαν κι ο γνωστός κομμουνιστής λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης , ο οποίος, ομιλήσας προς τους συγκεντρωθέντας Ελληνας συμμορίτας, κατεφέρθη δριμύτατα εναντίον των επαναπατριζομένων διά τους οποίους είπεν ότι μόλις φθάσουν εις την Ελλάδα σπεύδουν να ενισχύσουν τον εναντίον του Κ.Κ.Ε. αγώνα κι επιφέρουν μεγίστην ζημίαν εις το έργον της Ε.Δ.Α. Άμεσον αποτέλεσμα της ομιλίας αυτής του Λουντέμη ήτο ν’ αρχίση ασκουμένη έντονος τρομοκρατία εις βάρος παντός εκδηλούντος πρόθεσιν επαναπατρισμού».
     Εξόριστος πια στο Bουκουρέστι συνεχίζει το λογοτεχνικό του έργο, περιμένοντας τη μέρα της επιστροφής, νοσταλγεί πάντα τη πατρίδα, ένα ελληνικό καφεδάκι… μιά ρετσίνα..., έγραφε σ’ ένα φίλο του. Τη περίοδο της αυτοεξορίας του ταξίδεψε πολύ, φτάνοντας μέχρι τη Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Ο Δήμος Ρεντής (συγγραφέας αναγνωρισμένος, που μεγάλωσε κι αναδείχτηκε στο Βουκουρέστι, πολιτικός πρόσφυγας), βρίσκεται με το ζεύγος Ρίτας και Νίκου Παπά στο Βουκουρέστι, καλοκαίρι του 1965 και μες στο αυτοκίνητο του Λουντέμη, που το οδηγεί με περισσή δεξιοτεχνία. «Καθώς καταλαβαίνω», λέει σε μια στιγμή ο Ρεντής στο Λουντέμη, «είσαι αξιολογότερος σωφέρ από συγγραφέας». «Το παραδέχομαι», απαντά ο Λουντέμης. «Σαν οδηγός δεν έχω σκοτώσει κανέναν ως την ώρα, μα σα συγγραφέας έχω σκοτώσει καμιά τριανταριά».
     Ελεύθερος να γυρίση στην Ελλάδα, αφού εφωδιασθή με το τυπικό ταξιδιωτικό έγγραφο από την ελληνική πρεσβεία και χωρίς άλλη διαδικασία, είναι ο Μενέλαος Λουντέμης. Η πληροφορία δημοσιεύεται σε πρωινή εφημερίδα. Σύμφωνα μ’ αυτή αρμόδιος παράγοντας του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως δήλωσε, ότι πρόσφατη αίτηση του κ. Λουντέμη για τον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει. Αν είχε υποβληθή θα επιτρεπόταν ο επαναπατρισμός του, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Και κατέληξε, ότι εντός της ημέρας θα σταλή σήμα από το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως στην ελληνική πρεσβεία του Βουκουρεστίου.
   “Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι λεύτερος. Μα εγώ ρωτώ: Ο επαναπατρισμός μου είναι λεύτερος. Εγώ όμως θα ‘μαι λεύτερος μετά τον επαναπατρισμό μου; Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες. Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή.  Τέλος πάντων, τί μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; Επαναπατρισμό, μου απαντούν, χωρίς Ιθαγένεια. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!
    Γιατί να ‘ρθω στην Ελλάδα. Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά τη κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και λεύτερος παρά επαναπατρισμένος κι επιτηρούμενος.
     Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να τη προσφέρει στα παιδιά της.
     Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δε μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.
     Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δε θα μπορέσω να ξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη κι ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου.
     Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου τη παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους.
     Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν”.

     Tο 1975 αποκτά ξανά την ελληνική ιθαγένεια κι επιστρέφει στην Eλλάδα. Δε θα προλάβει δυστυχώς να το χαρεί για πολύ. Πεθαίνει στην Αθήνα, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή, στις 22 Γενάρη 1977, σ’ ηλικία 71 ετών. H σορός του θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα, τιμή άξια ενός μεγάλου συγγραφέα κι υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι ενταφιάζεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμή του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών κι απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους. Προς τιμή του, στο Βουκουρέστι δόθηκε τα’ όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο).
     Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Οπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας κι η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας.  Για την Οχτωβριανή Επανάσταση έγραψε στη συλλογή του «Κραυγή στα πέρατα»:
   «Είδα το Λένιν. Τον είδα να τρέχει χέρι-χέρι με τη ζωή. Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο, με τον ώμο, την Ιστορία. Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται. Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Όλα. Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές. «Σήμερα νωρίς – αύριο θα ‘ν’ αργά». Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ήταν καιρός. Το φώναξε κι η «Αβρόρα» από το ποτάμι. Ήταν καιρός. Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας. Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια. Ήταν καιρός. Η πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε. Μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε σαν φανάρι. Για να δείξει στο μέλλον να περάσει».
     Ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στραφήκανε προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον ‘ερασιτεχνικό‘ τρόπο γραφής, που υπηρέτησε εν πλήρη συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας κι η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Παρολαυτά στο σύνολο του έργου του δεσπόζει η τάση να στρέφεται εξ ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό ήρωα-αφηγητή (που συνήθως παραπέμπει στον ίδιο το συγγραφέα), που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων που μας δίνει τη προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου.
     Το έργο του είναι έντονα επηρεασμένο από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία του ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ ΧάμσουνΜαξίμ ΓκόρκυΠαναΐτ Ιστράτι κ.α.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων μ’ έντονο συναίσθημα που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Σ’ έργα του όπως το “Συννεφιάζει” το “Ένα Παιδί Μετράει Τ’ ‘Αστρα” (που μεταφράστηκε στα γερμανικά), αξιοσημείωτη είναι η ψυχογραφική τεχνική, -δημιουργεί ολοκληρωμένους ζωντανούς χαρακτήρες που συναπαρτίζουν μιαν ολάκερη μικρή κοινωνία- η αφηγηματική του δύναμη. Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».
     Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας. Η πένα του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του: «Συννεφιάζει», Οι Κερασιές Θ’ Ανθίσουνε Και Φέτος» και το μπεστ-σέλλερ “Ένα Παιδί Μετράει Τ’ ‘Αστρα” διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70.
     Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ’ αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα Παιδί Μετράει Τ’ Άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά. Κάποια ποιήματα του μελοποιήθηκαν, με γνωστότερα το «Ερωτικό Κάλεσμα» από τους αδερφούς Κατσιμίχα και τον Νταλάρα και το «Οι Κερασιές Θ’ Ανθίσουνε Και Φέτος» που ερμηνεύει ο Αντώνης Καλογιάννης σε μουσική του Σπύρου Σαμοΐλη.
     Ο βόγκος του ακούμπησε στο στήθος μας. Ο Λουντέμης, αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το όραμα. Η πένα του, με αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό ακουμπά τις καρδιές μας κι ενεργοποιεί τη σκέψη.
     Μέρος της κριτικής του καταλογίζει τεχνικές κι εκφραστικές ατέλειες, στρατευμένο ύφος που αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας της αφήγησης, αλλά αναγνωρίζει το λυρικό του οίστρο. Κάποιοι άλλοι θεωρούν το έργο του απολύτως ξεπερασμένο σήμερα, καθώς αναφέρεται σ’ ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια.

     Προσωπική άποψηΤο 1ο του βιβλίο που διάβασα, ήτανε φυσικά το «Ένα Παιδί Μετράει Τ’ Άστρα» και μαγεύτηκα. Ήμουνα 17 ετών κι ήδη διάβαζα από τα 13. Είχα ξεκινήσει πάλι με δανεικό βιβλίο, από τη τότε φιλόλογό μου, Ζωή Κατσιαμπούρα, (που δε ξέρω τι κάνει και που βρίσκεται τώρα, μα ελπίζω να ‘ναι καλά. Καλή της ώρα) που μου χε δώσει «Το Τέλος Της Μικρής Μας Πόλης» του Δημήτρη Χατζή και μου είχε αρέσει πάρα πολύ. Τελειώνω λοιπόν το βιβλίο του, κι ακριβώς τη μέρα που επιλέγω να του το επιστρέψω, στο σχολείο, έρχεται κι ένας πλανόδιος έμπορος βιβλίων. Πάω και χαζεύω, μα το βαλάντιό μου δεν άντεχε πολλά-πολλά. Κοιτώ τα βιβλία και βλέπω μπόλικα του Λουντέμη. Κοιτώ τα χρήματά μου, μόλις που φτάνανε για κολατσιό, και το φτηνότερό του, ήταν ίσα-ίσα. Μια ποιητική συλλογή με τίτλο: «Το Σπαθί Και Το Φιλί» και δε το σκέφτηκα και πολύ, κείνη τη μέρα απλώς έμεινα νηστικός. Τότε δεν ήξερα πως ο τίτλος ήτανε παρμένος από το στίχο της «Μπαλάντας Της Φυλακής Του Ρήντινγκ» του Όσκαρ Ουάιλντ, μα δεν είχε σημασία! Θυμάμαι πως το κράτησα στο χέρι μου, και δεν έβλεπα την ώρα να ξεμπερδέψω με το βάσανο της σχολικής μέρας και να ριχτώ πάνω του. Οι άλλοι κάνανε γρήγορα κύκλο γύρω μου κοιτώντας με… φθόνο κι εγώ καμάρωνα! Βλέπετε ήταν ήδη πασίγνωστος στις ηλικίες μας. Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι από τότε. Ο «πρώτος μου νεανικός, εφηβικός έρωτας» ωρίμασε και πια πέρασα σε πιο διαφορετικά λογοτεχνικά σκαλοπάτια, αφού όμως είχα πια διαβάσει καμμιά 10αριά βιβλία του. «Οι Κερασιές Θ’ Ανθίσουν Και Φέτος», «Έκσταση», τις συνέχειες του «Παιδιού», «Αγέλαστη Άνοιξη» και «Κάτω Απ’ Τα Κάστρα Της Ελπίδας», κι άλλα πολλά.
     Εκείνο λοιπόν που πιστεύω είναι πως τα βιβλία του κυρ-Μενέλαου, είναι ό,τι ακριβώς πρέπει να διαβάζει ένα παιδί, που θέλει να ξεφύγει από τη παιδωμή και να εισέλθει στην εφηβεία-μετεφηβεία. Να πιάσει το χέρι του και να τον αφήσει να του δείξει τον κόσμο, γιατί, έτσι όπως θα του τονε δείξει, δε θα τονε ξαναδεί ποτέ. Και κάπου-κάπου, μεγάλος όντας πια, να ρίχνει καμμιά ματιά, να ξεπλένει λιγάκι τη ψυχή του, για να παίρνει πάλι δυνάμεις να ριχτεί στη σκληρή τραχιά πραγματικότητα.
     Γιατί αυτός ήταν ο κυρ-Μενέλαος: ένας γλυκύτατος δάσκαλος.  Π. Χ,

———————————————————–

         Ερωτικό Kάλεσμα

Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.
 
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν’ ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.

Ο Σταχτύς Θάνατος

Θαρρούσα ως τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρρούσα ως τώρα…
πως όλα τα πράματα
βαδίζουν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η Χαρά άσπρη.
Η Θλίψη χλωμή.
Ο Έρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα…

Και περνούσα τις μέρες μου,
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα όνειρά μου συγυρισμένα.
Με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα…
Γιατί έτσι τα ‘βλεπα.
Έτσι νόμιζα.

Μα μια μέρα…
Μιά μέρα -φίλοι μου καλοί-
ένα σταχτύ σύννεφο άφησε τον ουρανό του
κι έπεσε στη κάμαρά μου.
Και τότε… όλα… έχασαν το χρώμα τους.
Η Θλίψη έγινε σταχτιά.
Σταχτιά κι η χαρά.
Σταχτύς κι Έρωτας.
Και σταχτύς -αλίμονο- κι ο Θάνατος.
 
Ω Σειρήνα, εσύ…
Εσύ που τα ‘βαψες όλα.
Που τ’ άλλαξες όλα,
γιατί δεν άφηνες το Θάνατο
-τουλάχιστον αυτόν-
να με πάρει με τ’ αληθινό του χρώμα;

Το Παραμύθι Ενός Ραγισμένου Έρωτα

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Μα μπορεί και να μην ήτανε γραμμόφωνο
και να ‘ταν μόνο ένα τραγούδι,
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο,
για να πει το καημό του.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
ήταν ένας Έρωτας.
Ένας ολομόναχος Έρωτας
που γύριζε με μια πλάκα στη μασχάλη,
για να βρει ένα γραμμόφωνο
για να πει το καημό του.

Έρωτα μη σε πλάνεψαν
  άλλων ματιών μεθύσια
  και μεσ’ τα κυπαρίσια
  περνάς με μι’ άλλη νιά;
  Έρωτ’ αδικοθάνατε,
  Έρωτα χρυσομάλλη,
  αν σ’ είδαν με μιάν άλλη,
  ήταν η Λησμονιά
“.

Μιά φορά κι ένα καιρό,
δεν ήταν ένας έρωτας,
δεν ήταν ένας πόνος.
Ήταν μισός έρωτας -μισός πόνος-
και μιά μισή πλάκα,
που ‘λεγε το μισό της σκοπό:
Έρωτα μη σε… Έρωτα μη σε…
  έρωτα μισέ… έρωτα μισέ
…”

Θε μου!
Μα δε βρίσκεται ένα χέρι!
Ένα πονετικό χέρι,
για ν’ ανασηκώσει τη βελόνα
και ν’ ακουστεί ξανά,
ολόκληρος ο Έρωτας,
ολόκληρο το τραγούδι:

Έρωτα μη σε σκότωσαν
  τα μαγεμένα βέλη;
  Έρωτα Μακιαβέλλι.
  Τα μάτια που σε λάβωσαν,
  με δάκρυα πικραμένα,
  καρφιά ‘ταν πυρωμένα
  και μπήχτηκαν βαθιά
“.
………………………………………………

Ποιός μου χτυπά το τζάμι;
Μη μου χτυπάτε.
Δεν είμαι ‘δω.
Εδώ κατοικεί η Μοναξιά
με μόνιμη νοικάρισα τη Πλήξη.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Μάταια χτυπάτε.
Εγώ δε μπορώ ν’ ανοίξω.
Δε μπορώ να συρτώ
ούτ’ ως τη πόρτα του σπιτιού μου,
ούτ’ ως τη πόρτα του άλλου κόσμου.

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Δεν είμαι ‘δω.
Εδώ ειν’ ένα ξερό έντομο
σ’ ένα κόσμο, -φέρετρο-
όπου απαγορεύεται -με κίνδυνο ανάστασης-
ακόμη κι ο θάνατος σου!

Μη μου χτυπάτε λοιπόν το τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στο σπίτι.
Λάθος στη πόρτα.
Λάθος στον αιώνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!

Γι΄αυτό πάψτε.
Πάψτε -για το Θεό- να μου χτυπάτε!
Σας το ξαναλέω- μή!
Εδώ δε κατοικώ εγώ.
Εδώ κατοικεί μια αιμοβόρα
κι ακροβάτισα αράχνη,
που πριν λίγο έφαγε μια πεταλούδα.
Μια χρυσή, λεπτή πεταλούδα,
που -αλίμονο- είχε τ’ όνομά μου!

  Α ρα δεν είχα αγαπηθεί, αυτό ήταν όλο  
  Ί σως ανόητα υποδύθηκα το ρόλο
  Γ ελωτοποιού πολύ μετρίας κλάσης
  Λ ησμονημένος σε μιάν άχρηστη αποθήκη
  Η λίθιος κούκλος με σπασμένη μύτη
                       
 (4 Ποιήματα από το: “Κάτω Απο Τα Κάστρα Της Ελπίδας“)
………………………………………………………………..

Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουν μ’ άνθια το παρτέρι.
Πικρή που ειν’ η ‘Ανοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι!
Πικρή που ‘ν’ η ζωή!

‘Ανοιξε το παράθυρο στη πρωϊνή γιορτή,
για να ‘μπουν οι μοσχοβολιές από το περιβόλι.
Αχ κάθε του τριαντάφυλλο και μια πλήγη από βόλι,
είναι για ‘σε ποιητή!

Κουράστηκα να σε καρτερώ, Έρωτα και να λιώνω,
‘πα στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος, μια ζωή.
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωΐ,
χίλια θε να ‘δινα πρωϊνά, να ζήσω εκείνο μόνο.

 ————————————————-              

Θρόμβοι αιματένιοι στου κλαβιέ, κυλήσαν τη καδένα.
Κόκκινη γύρη, που το δρόμο πήρε της νοτιάς.
Ψυχή, που θάλασσα έγινες, -μια θάλασσα φωτιάς-…
Μπαλάντα του Σοπέν Νούμερο Ένα.
………………………………………………………………….
Αντίο Γαλήνη τώρα πια. Αντίο σεμνή Ησυχία
κι αντίο ‘συ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρά που στ’ αποδείπνι σου δε βρήκα ούτε ψιχία
και καλώς ήρθες βιαστικέ και βίαιε Χαλασμέ!

Στάχτη η Αγάπη. Η Ελπίδα αβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αιμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι…
Μες στις ρωγμές ο Θάνατος, σα κρύος βοριας, τρυπώνει
κι οι άνθρωποι -σφάγια- τονε προσμένουν στα παχνιά!

Ορθή η Φοβέρα μοναχά και μοναχά η Οργή,
-κλάψτε μικροί, που για μεγάλοι ‘χατε φτάσει-
Η Δόξα εφτερούγισε, λίγο να ξαποστάσει,
επάνω στα κεφάλια σας και μίσεψε γοργή!

Μικρέ Εαυτέ, που για αητός ανέβαινες κι από ψηλά,
τον ήλιο βάλθηκες, σα σύννεφο να ‘σκιώσεις.
Γραμμένο σου ήτανε σα σύννεφο να λιώσεις
και σα βροχή να πέσεις χαμηλά.

Και τώρα από το χώμα αυτό, που ποτισμένο το ‘χω ‘γω
με των ματιών μου τη βροχή και με τον εαυτό μου,
ζητώ φωτιά, απ’ τη στοργή του τελευταίου εντόμου,
ν’ ανάψω, να πυρποληθώ και να φλεγώ!

Τους πράους δε κατάφερα να τους λατρέψω και να τους
παρηγορήσω που ‘κλαιαν, πάνω στους άδειους μώλους.
Ειν’ η καρδιά μ’ ολόκλειστη για τους ουράνιους, δυνατούς.
Και για τους γήϊνους… και για όλους… και για όλους…

Στιγμή δε τη ξεδίψασα την άγρια ‘παντοχή μου,
θλιμμένος κι όντας έκλαιγα και που τραγούδαγ’ όντας…
Και το κοράκι, που απ’ τα Ηλύσια μ’ έφερε πετώντας,
για πληρωμή, μου πήρε τη ψυχή μου!
………………………………………………………………………..
Καλή μου τέλειωσε ο Σοπέν; Α πόσο υπέροχη ήσουν!
Κι εγώ δε μπόρεσα απλόν, ούτ’ έναν έπαινο να βρώ.
Μα πως να σε παινέψουνε, πως να χειροκροτήσουν,
τα χέρια τούτα που τριάντα χρόνια, κάμαν στο σταυρό;

(2 Ποιήματα από το “Οι Κερασιές Θ’ Ανθίσουν Και Φέτος“)

Ο Εξάγγελος Των Περσών

Σαν έφτασε ο Εξάγγελος στα Σούσα
με καταξεσκισμένο αντερί
για ν’ αναγγείλει το χαμό της Σαλαμίνας…
Και πήρε η σύναξη να βογκά.
Και πέτρωσαν ολοσούσουμοι οι γέροι
κι η Άτοσσα απόμεινε μπρος την πύλη
σαν άγαλμα χρυσό…

Από ‘ναν μακρινό αμμοσωρό
ένας καταμόναχος σκύλος
-σαν πανάρχαιος χρησμός-
ένωσε το κλάμα του,
με τον ψυχοδαρμό των γέρων.
Και συνταράχτηκαν συθέμελα οι Ναοί
και τα χρυσά παλάτια της Περσίας.

Τότε η μεγάλη βασίλισσα,
δείχνοντας τ’ οδυρόμενο σκυλί
«Να σταματήσει!» πρόσταξε.
«Να σταματήσει να διηγάται ο Εξάγγελος
και να κοπούν οι οδυρμοί
και το θρηνολόι των γερόντων».

Τότε η σύναξη σα μαύρη κιονοστοιχία
πέτρωσαν στον τόπο της.
Και με βλέμμα ετοιμόσβηστο:
«Τι δηλοί;» ρώτησαν. «Μεγαλοδόξαστη βασίλισσα!
Τι δηλοί αυτή η σιωπή;»

Κι η Βασίλισσα
-μαδώντας την πλουσιόκομη κεφαλή της-
«Αλί!… είπε. Αλί. Εγώ
το πικρό το άγγελμα το έλαβα.
Σαν σταματήσει το κλάμα του σκυλιού
θ’ αρχίσει ο θρήνος της Περσίας!»

Το Αληθινό Μας Ρούχο

Το πιο πολύτιμο ρούχο μας.
Το πιο επίσημο ρούχο μας.
Το πιο εμφανίσιμο ρούχο μας.
Η χλαμύδα μας.
Το φράκο μας.
Το νυχτικό μας.
Το μόνο σωστό μας.
Το μόνο πιστό μας.
Το μόνο αιώνιο ρούχο μας
είναι το πετσί μας.

Και δεν ντρέπομαι αν είναι μαύρο,
άσπρο
ή μελαψό.

Ντρέπομαι για κείνους
που το χωρίζουν
σε μαύρο,
άσπρο
και μελαψό.

Ας Μη Μετρήσουμε

Ας μη καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήτανε πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ‘ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.

Ας μη καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ‘ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.

Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη
που ‘χουνε τα δάκρυα.

Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)

Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.

Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.

Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μη κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.

Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!

     3 ποιήματα από “Το Σπαθί Και Το Φιλί

                         Το Κορίτσι Με Το Φεγγάρι Στο χέρι

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του― αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει ― όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…― και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.
Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.
Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, ― ά, ναι…― και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη ― το Ολγάκι― με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» ― «Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο, τριβότανε μ’ ένα μικρό θρόισμα απάνω του. «Ώ, τι γλυκό και μοσκοβολημένο φεγγάρι…».
Τώρα που να είναι, τι να κάνει; Το Ολγάκι…
Ήταν τρυφερό, το μόνο τρυφερό συναπάντημα της ζωής του. Μικρό… ολομόναχο. Ανίδεο απ’ τη ζωή και τις παγίδες της. Γελούσε σα φρεσκοκομμένο ρόδι και δεν έβλεπε τους λύκους που ακόνιζαν γύρω της τα δόντια τους. Το είχε ανταμώσει λίγο πριν από το γκρεμό και τ’ άρπαξε και το ‘σφιξε πάνω στο τίμιο στήθος του. Και το καλόπιασε. Κείνη ακούμπησε στο μπράτσο του και πάτησε θαρρετά.
Μα αν γλύτωσε το Ολγάκι απ’ το γκρεμό κι απ’ τα δόντια των λύκων, άλλος γκρεμός, ένας αληθινός τάφος, ανοίχτηκε για τον ίδιο. Άλλοι λύκοι άρχισαν να μυρίζουν τα δικά του τα βήματα. Το κατάλαβε στην ώρα. Και της το ‘πε ― κείνη έτρεμε…
― Ξέρεις, Ολγάκι. Το καταλαβαίνω, πως η ανάσα μου εδώ πάνου θα είναι λίγη. Μια μέρα θα με σύρουν σα φονιά, ναι, εμένα. Θα μου ζητήσουν να πατήσω το ψωμί μου. Να παραδώσω τους συντρόφους μου. Να βρίσω το δίκιο του νηστικού. Να πω ήμαρτον για όλα που αγάπησα. Κι εγώ θα πω «όχι». Και τότε, Ολγάκι, ― δεν έχουμε καιρό να στο εξηγήσω γιατί― τότε μπορεί να με κρεμάσουν ανάποδα, ή να με θάψουν ζωντανό. Και να με κρατούν, κρεμασμένο ή θαμμένο, ώσπου να πέσω ν’ απαρνηθώ. Τότε, Ολγάκι, θα μείνεις ολομόναχο. Και πρέπει να σφίξεις τα δόντια σου. Παντού παραμονεύουνε λύκοι διψασμένοι για πλάσματα σαν και σένα. Πρέπει να σφίξεις τα δόντια και να περιμένεις ώσπου να με ξεθάψουνε ― γιατί κάποτε θα με ξεθάψουνε. Θα κουραστούνε και θα με ξεθάψουνε. Τότε θα μου ξαναδώσεις πάλι να σφίξω το χεράκι σου… και δε θα τ’ αφήσω πια ποτέ.
Που να είναι άραγε τώρα το μικρό του, το ολόμικρό του Ολγάκι;…
Εδώ κάτου όλα ήταν μαύρα σαν κατράμι. Όλα σκεπασμένα με νύχτα πηχτή. Μπερδεμένα τα μερόνυχτα. Σμιγμένη η νύχτα με τη μέρα σε μια μόνη νύχτα χωρίς σύνορα. Είχε πάψει πια να μετράει, γιατί από πού ν’ αρχίσει; Με τι να μετρήσει; Εδώ ήταν όλα ένα μονοκόμματο σκοτάδι. Οι ώρες, τα λεπτά, οι μήνες και τα χρόνια. Τα ρολόγια και τα καλαντάρια, ήταν γι’ αυτούς που ζουν στο ξέφωτο του κόσμου, που έχουν τα μάτια, και που τους χρειάζονται τα μάτια. Εδώ «ζω» θα πει ψηλαφώ.
Έτσι σερνόταν αυτή η άσωτη μαυρίλα, έτσι λίμναζε αυτή η ασήκωτη πίσσα που απάνω τη λένε χρόνο. Κι έτσι θα σερνόταν, κι έτσι θα λίμναζε… αν…
Αν δεν γινότανε αυτό το θαμπωτικό και πρωτάκουστο, αν κάποτε, ξάφνου δεν γινόταν φως. Τι ήταν; Από πού ξεκίνησε; Τι ζητούσε;… Δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι έγινε, ότι κάποτε ― μέσα στα βαθιά έγκατα― έπεσε φως. Μόλις το είδε, έτριψε καλά τα μάτια του, κούνησε το μυαλό του, μην ήταν ψέμα, μην τον περιπαίζανε τα όνειρα. Όχι. Ήταν αλήθεια! Σύρτηκε με τα τέσσερα και κόλλησε τα μάτια του στην τρυπούλα του κελιού. Ήταν φως! Ένα κορίτσι (όνειρο;…) ένα κορίτσι αλαφροπάτητο περνούσε με το φεγγάρι στο χέρι. Φίλησε το βρώμικο σανίδι της πόρτας… Ήταν φως! Η ζωή ήταν ακόμη στη θέση της! Μα δεν πρόφτασε να χαρεί. Χοντρά βήματα ακούστηκαν ξοπίσω της. Και μ’ όλο του το σάστισμα μπόρεσε να ξεχωρίσει τη βαριά σιλουέτα του Σβαρτς, του βασανιστή και σκυλάνθρωπου, που δέκα ολάκερα μερόνυχτα τον παίδευε, πριν τον θάψει εδώ μέσα. Ναι, ήταν αυτός. Μα που την πήγαινε την άγνωστη με το φεγγάρι; Δεν πρόφτασε να την μελετήσει καλά, είχε μόνο ξεχωρίσει τα μαλλιά της ― χρυσά πίσω απ’ το φως, και το μπόι της, αρκετά ψηλό. Τίποτ’ άλλο. Τα βήματα πέρασαν κι έσβησαν.
Κάθισε να τρίβει τα μάτια του. Ήταν φως; Ήταν αλήθεια; Ο κόσμος πέρασε από δίπλα του γρήγορος σαν αστραπή, και χάθηκε πίσω απ’ το διάδρομο. Έχωσε το κεφάλι του μέσ’ στα μπράτσα κι απόμεινε κει. Πέρασαν ώρες, δε θυμόταν πόσες. Σίγουρα. Δεν ήταν αληθινό ό,τι έτρεξε. Του φάνηκε. Όλα τα ‘φερε ο πυρετός. Ο πυρετός απ’ τις κακοφορμισμένες πληγές του. Έτσι θα ήταν. Κρίμα…
Κοιμόταν. Τον είχε κλεφτοπάρει έτσι κουλουριασμένος, όπως έμενε. Μπορεί να ονειρεύτηκε κιόλα. Ένα όνειρο γεμάτο φεγγάρια, φεγγάρια και κορίτσια. Ένα παγκάκι μια ακακία… Μα τι ‘ταν αυτό; Σήκωσε το κεφάλι του. Το φεγγάρι. Το κορίτσι με το φεγγάρι ξαναπερνούσε. Όχι, δεν ήταν όνειρο… Δεν ήταν ψέμα… Αχ… εξαίσιο πέρασμα… χαμόγελο της ζωής. Υπάρχεις λοιπόν; Κι εσύ γυναίκα, όποια κι αν είσαι, να ‘σαι ευλογημένη. Αφού υπάρχει το φως όλα υπάρχουν. Τώρα μπορεί να κυλήσει όσος μαύρος χείμαρρος θέλει. Η ζωή υπήρχε! Και τον περίμενε.
Τότε ορκίστηκε. Αν ζούσε, αν ανέβαινε στο φως, να ψάξει, να την βρει, και να την βρει, και να την προσκυνήσει, όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν. Γιατί τον δυνάμωνε, γιατί κατέβηκε στα τάρταρα, για να του φέρει το φως, και την εγκαρτέρηση.
Έτσι το θυμόταν: Δυνατά, επίμονα, με πάθος… Όλον τον κατοπινό καιρό, όσος ήταν. Τον όρκο τον είχε βάψει στις πληγές του. Το θυμόταν κι όταν σύρτηκαν οι βαριές αλυσίδες ― γιατί κάποτε οι αλυσίδες σύρτηκαν― και τον πέταξαν ξανά στο φως. Θυμόταν και τα λόγια που αλλάξανε ξοπίσω του οι φύλακες. «Μπορείς απ’ την πέτρα την ξερή να βγάλεις νερό, απ’ αυτόν δε βγάζεις λέξη».
Δίπλα στο Ιεροξεταστήριο ήταν ένα καφενεδάκι. Κάθισε στην πρώτη καρέκλα που σκόνταψε. Κάθισε, γιατί δεν μπορούσε ούτε να δει, ούτε να σκεφτεί, ούτε να περπατήσει. Ακόμα ψηλαφούσε… Ήρθε ένας μεσόκοπος άντρας και στάθηκε από πάνω του.
― Από κάτω έρχεσαι;… του λέει με πονετική φωνή. Φαίνεσαι. Είσαι σα χασές. Να σου φέρω ένα καφεδάκι, παιδί μου, να στυλωθείς;
― Πόσον καιρό έχω; Τον ρωτά.
― Που να ξέρω… Πότε σε πιάσανε; πε μου και θα το βρούμε.
― Αρχές Απρίλη.
― Χμ… Σήμερα έχουμε τέλη του Νοέμβρη.
― Τέλη του Νοέμβρη;…
Εφτά μήνες… Εφτά ολοστρόγγυλους μήνες… Μόνο με ψωμί… Νερό και ψωμί, που του το πετούσαν αμίλητοι απ’ την τρυπίτσα. Αμίλητοι, για να μην ακούσει ανθρώπινη μιλιά, κι αναθαρρήσει…
Ο καφετζής ξαναγύρισε με το δίσκο.
― Πάρε, παιδί μου. Κι απόθεσε τον καφέ.
Δεν τον πρόσεξε. Έπεσε πάνω στο νερό με λαχανητό.
― Μπάρμπα… του λέει. Και γαντζώνει πάνω στο ρούχο του. Μπάρμπα, όποιος κι αν είσαι. Έκανα έναν όρκο εκεί κάτω. Και θέλω τώρα που βγήκα να τον ξεπληρώσω…
― Ποιον παιδί μου; Λέγε…
― Κάποτε… δεν ξέρω πότε. Μα μια μέρα… ― ή μια νύχτα…, δε θυμάμαι― εκεί κάτω έγινε φως. Ένα κορίτσι…
― Άσε, ξέρω.
― Ξέρεις;
― Ναι, άσε, ξέρω… Να, εκειδά στο στενάκι κάθεται. Τη βλέπεις κείνη την πόρτα την κανελιά με το χερούλι; Έ, κει κάθεται.
― Ποιος; Το κορίτσι;
― Το κορίτσι. Δώσε στην πόρτα τρεις χτυπησιές και θα σ’ ανοίξουνε. Το ξέρω το κορίτσι. Είναι το τελευταίο κελεπούρι του Σβαρτς. Έχει καναδυό μήνες που το σπίτωσε.
― Του Σβαρτς;… Κάνει σαστισμένος. Και καλά, γιατί ο κύριος δεν πηγαίνει εκεί; Γιατί την κατεβάζει στον μαύρο κόσμο, κάτου στα έγκατα της γης;
― Άπιαστος κόσμος, παιδί μου, χαλασμένος, πώς το λένε… Να, είναι διότροπος, διεστραμμένος, βίδα… πώς το λένε;
― Άσε, μπάρμπα, κατάλαβα. Στην κανελιά πόρτα είπες; Άσε, κατάλαβα. Γεια σου…
Έχωσε τη σκούφια του βαθιά κι έφυγε. Παραπατούσε σα μεθυσμένος. Σερνόταν τοίχο-τοίχο ώσπου έφτασε στο χερούλι της καφετιάς πόρτας και κρεμάστηκε απάνω του. Ένα ξεπλυμένο μούτρο χάραξε την πόρτα και τον κοίταξε στυφά-στυφά.
― Πάαινε παρακάτω, χριστιανέ μου… Δεν έχει…
― Τι;
― Δεν έχουμε λιανά.
Έπιασε με δύναμη την πόρτα και την έσπρωξε μέσα.
― Λιανά;… Λιανά είπες; Για ποιον λοιπόν με πέρασες;
Η γριά τον μέτρησε φοβισμένη.
― Καλά… Κόπιασε. Μα τι ορίζεις;
― Θέλω… (Σταμάτησε. Τι ήθελε;… Σκούπισε τον ιδρώτα του). Θέλω τη… (Μα πως την έλεγαν;). Θέλω… Θέλω τη… την «απαυτή»… τη λεγάμενη του Σβαρτς.
― Χμ…Χμ… κάνει η γριά και ξερογλείφεται. Δεν είναι για τα δοντάκια σου, καψερέ μου. Πάαινε.
― Όχι, γιαγιά. Όχι, να μη χαρώ τα μάτια μου. Δεν…
― Πάαινε… πάαινε… Δεν είναι για κανέναν. Μη βλέπεις με κείνον. Έχει το λόγο της. Ποιον λόγο;… Κείνη ξέρει. Κάτι, λέει, της έταξε… Δεν είναι της «δουλειάς» το κορίτσι, μάτια μου. Τράβα.
― Γιαγιά… κάνει και της σταυρώνει τα χέρια. Δε με κατάλαβες. Δε με νοιάζει ποιανού είναι και τι κάνει. Εγώ θέλω μόνο να τη δω. Τίποτα άλλο. Μόνο να τη δω.
― Να τη δεις; Άλλο και τούτο! Και γιατί;
Κείνη την ώρα ακούστηκαν ξοπίσω βήματα.
― Να… πες τα στην ίδια… λέει η γριά. Άκου, Όλγα, κορίτσι μου. Στράφηκε. Κοντά του ήταν ένα τραπέζι…
― Τι είναι, γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
Τότε έγινε κάτι σα σεισμός. Μα αυτός ωστόσο δεν έπεσε. Στάθηκε αντίκρυ της σαν κέρινη σκιά… (Το μικρό του πάναγνο Ολγάκι…).
Κείνη έπαιξε με δύναμη τα μάτια. Ύστερα τα ‘κλεισε και περίμενε τα νύχια του. Δεν έγινε… Ο άνθρωπος που στεκότανε αντίκρυ της έβγαλε αργά-αργά το σκούφο του και γονάτισε. Κείνη έπεσε στα χέρια της γριάς. Κάτι ζεστό άγγιξε το μέτωπό της… Ένα ζεστό στόμα πέρασε σιγά, λεπτά, με ευλάβεια απ’ τα μαλλιά της… Κι ύστερα ξεμάκρυνε…
Άνοιξε τα μάτια της. Ο άνθρωπος με το φιλί έφευγε. Κι η τραγιάσκα του… ήταν ακόμη κρεμασμένη απ’ το χέρι… Της ήρθε να φωνάξει. Να τρέξει ξοπίσω του, να τον προφτάσει…, μα τα πόδια της ήταν κολλημένα. Ήθελε να του φωνάξει. Να περιμένει. Να δει πως θα πέφτει, και πως θα φιλεί ένα-ένα τα βήματά του… μα κείνος είχε ξεμακρύνει. Ακούστηκε να κλείνει ξοπίσω του η πόρτα.
Και τότε… Τότε κατάλαβε… ― κι έμπηξε φωνή― κατάλαβε… πως στον τάφο που κατέβηκε για να τον βγάλει, έμεινε για πάντα θαμμένη η ίδια…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *