Μαβίλης Λορέντζος: Ηρωϊκός & Ευαίσθητος

Βιογραφικό

     Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν Επτανήσιος λυρικός ποιητής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων. Θυσιάστηκε για την Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σονετογράφος της Ελλάδας.
     Γεννήθηκε στις 6 Σεπτέμβρη 1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του Παύλος υπηρετούσε τότε εκεί πρόεδρος των δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας. Ο παππούς του, Δον Λορέντζος Μαβίλης, Ισπανικής καταγωγής, ήτανε πρόξενος της πατρίδας του στη Κέρκυρα, όπου πήρε γυναίκα Κερκυραία κι εγκαταστάθηκεν εκεί. Η μητέρα του ποιητή ήταν επίσης Κερκυραία κι ονομαζόταν Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια σ’ ένα αγρόκτημα, όπου έμαθε κι αγάπησε τη γλώσσα του λαού, τα τραγούδια και τις παροιμίες και την αγάπη της αυτή τη μετέδωσε στο γιο της. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε λοιπόν εκεί κι αυτός.
     Εξωτερικά ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στη Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί 14 έτη. Επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, τη Κριτική Του Καθαρού Λόγου του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από τη Βουλησιαρχία του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ. Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά τη παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με τη σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων, και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.



     Παρακολούθησε τα γυμνασιακά μαθήματα στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας», κι είχε δάσκαλο ελληνιστή τον Ιωάννη Ρωμανό. Αυτός τονε σύστησε στην Αναγνωστική Εταιρεία, όπου σύχναζαν τότε όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων. Εκεί γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, σοφό εκδότη του Σολωμού. Έμαθε την Ιταλική, Ισπανική, Γερμανική κι Αγγλική. Το 1878 γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την εγκατέλειψε μετά ένα χρόνο για να σπουδάσει στην Γερμανία, φιλολογία, γλωσσολογία και φιλοσοφία. Το 1887 συμμετείχε στο τουρνουά της Φρανκφούρτης. 2 χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στο σκακιστικό τουρνουά της πρωτεύουσας της νότιας Σιλεσίας, Βρότσλαβ (Breslau), με το όνομα Sillibam. Το 1890 στις 16 Ιουνίου αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Έρλαγκεν της Βαυαρίας και κατέβηκε στη Κέρκυρα. Δε δέχτηκε καμία θέση για να μη παραβεί τις ηθικές αρχές του. Ένα μικρό απόσπασμα επιστολής του (προς Κεφαλληνό) μας δίνει συμπυκνωμένο το πρόγραμμα της περαιτέρω προοπτικής του:

   «Ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δε θα κατορθώσω τίποτε».

          Το 1896 συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Και το 1897, πάλι εθελοντής, κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο συγκέντρωσε 70 Κερκυραίους εθελοντές και πήγαν να πολεμήσουν στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος. Εκείνος που δεν ήταν πατριώτης μόνο στο λόγο και στη ποίηση, αλλά και στη πράξη, πολεμά εθελοντής για την απελευθέρωση της Ηπείρου, Μακεδονίας & Κρήτης. Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και την επόμενη χρονιά εκλέγεται βουλευτής Κερκύρας, του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή.
     Το 1911 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα ως αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης Κερκύρας μες στην Ελληνική Βουλή είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους, τα παρακάτω λόγια, έτσι ώστε ιστορική να μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρον 107 του συντάγματος. «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία» είπε «μόνο χυδαίοι άνθρωποι!».(“Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής”, Β’ Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36) Ο άκαμπτος χαρακτήρας του και το ότι δεν προσαρμόστηκε στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε, το λεγόμενο ρουσφέτι, συνετέλεσε στο να μη εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.

     Εκτός από μερικά ποιήματα που δημοσίευσε σε περιοδικά της εποχής, δεν εξέδωσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε. Τα Άπαντά του κυκλοφόρησαν με τη φροντίδα του φίλου του Κ. Θεοτόκη στην Αλεξάνδρεια το 1915. Μετριοφροσύνη τον χαρακτήριζε πάντα, όσον αφορά στο έργο του. Αυτός ο εκπληκτικός μάστορας του σονέτου (14στιχο ποίημα που αποτελείται από 2 4στιχα και 2 3στιχα) έστελνε τους στίχους του στον Παλαμά με την υποσημείωση: «Για το συρτάρι σου». Οι κριτικοί του καιρού του αναγνώρισαν στο πρόσωπό του ένα τεχνίτη απαράμιλλο. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν γι’ αυτή του τη τελειομανία, χαρακτηρίζοντάς τη σα μια νεκρή πεταλούδα που μπορείς να θαυμάσεις τα ψυχρά φτερά της. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πιο εύστοχα, ίσως, απ’ όλους παρατήρησε: …«Στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους». Και πράγματι:
     Στον Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, παρά τα 53 του χρόνια κατετάγη εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών Ερυθροχιτώνων. (Ονομαζόταν Γαριβαλδινοί οι εθελοντές Έλληνες και ξένοι από το όνομα του αρχηγού τους, Ιταλού στρατηγού, Γαριβάλδι. Ερυθροχίτωνες λέγονταν λόγω του κόκκινου χιτώνα που φορούσαν.) Εκείνη την εποχή, ήτανε το βασιλόπουλο του παραμυθιού για μια μεγάλη ποιήτρια, τη κυρία Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, όπως φιλολογικά επέλεξε να ονομάζεται. Η αγάπη αυτή, όσο σαγηνευτικό δόλωμα κι αν ήταν, δε μπόρεσε να τονε κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας κάλυψε τη φωνή της καρδιάς. «Σ’ αγαπώ/ δεν μπορώ/ τίποτ’ άλλο να πω/ πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!» έγραφε για κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Μ’ αυτός τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά «στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας/ και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει...» Όχι πως δεν αγαπούν κι οι ποιητές «μα τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου/ με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του».



     Στις 28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά των εθελοντών που ήδη είχανε προχωρήσει πολύ. Μάχεται ηρωικά, επικεφαλής των στρατιωτών του που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια… Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δυο μάγουλα χαλώντας και πολλά δόντια του. Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τονε βρήκε στο στόμα. Εκείνη τη στιγμή έφτανε στο χειρουργείο κι ο αρχηγός, Αλέξανδρος Ρώμας. Τον είδε και κατάλαβε. «Σε συγχαίρω απ’ τη καρδιά μου!» λέει δίνοντάς του το χέρι. Εκείνος μάζεψε τις στερνές του δυνάμεις, στάθηκε προσοχή και πήρε το χέρι του αρχηγού. Το αίμα που ‘τρεχε σ’ όλο το δρόμο απ’ τις πληγές των παρειών του, πάγωνε στο λαιμό και του δυσκόλευε την αναπνοή. Δε μπορούσε να μιλήσει. Τους κάνει νοήματα να του δώσουν χαρτί, να γράψει. Τα αίματα στάζουν απ’ όλες τις μεριές κι οι βολές του πυροβολικού ακούγονται τώρα κοντύτερα. Αλλά δε προφταίνει ούτε να γράψει. Ο παπα-Φώτης του κλείνει τα μάτια. Ο Πιπίνος Γαριβάλδης, ο μόνος εκείνη τη στιγμή στρατιωτικός, στέκεται προσοχή και τονε χαιρετά. Όλοι σταυροκοπιούνται. Είναι πλέον νεκρός, ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής. Τον έχουνε σκεπάσει με τον ματωμένο μανδύα του. Έχει περάσει πλέον στην αιωνιότητα κερδίζοντας «δώρα άγια τρία: ΘΑΝΑΤΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΙ ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ», όπως το ‘θελε.

     Από τότε στοίχειωσε, η ανάμνηση και το επιβλητικό του όραμα, στη ψυχή και στη ποίηση της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε και τόσο λίγο τονε χάρηκε, της Μυρτιώτισσας. Λίγα χρόνια αργότερα, έρημη, στην Κέρκυρα, πέθανε κι η αδερφή του η Εσθήρ. Την έθαψαν με τις μαύρες πέρλες και τα κρόσινα γάντια.
     Τα σονέτα του είχαν άρτια μορφή κι εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Με 11σύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του  κι εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στη μέση του στίχου, να υπάρχει διάλογος, κλπ. Τέλος σαν εξαίρετος σκακιστής,  θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο πρώτος Έλληνας συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων με διεθνή φήμη.

========================

                   Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. ‘Οντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
σά στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Σα δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν.

             Στη Δημοτική

Είσ΄ έμορφη, σεμνή χωριατοπούλα
και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,
δροσερή και γελούμενη ροδίζεις
όπως στον ουρανό ροδίζ΄ η αυγούλα.

Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα
όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις.
Σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις,
και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.

Όλοι αντάμ΄ ας φιλούν οι άλλοι μία
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.

Εγώ σέν΄ αγαπώ, σέν΄ αγκαλιάζω.
Αν τη φωνή σου ακούσω αναγαλλιάζω,
λυώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα.

                  Ομορφιά

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,

Διάφορου δίψα μόνη τους ανάβει
–περνάς εσύ τόμου σκολάσεις κόρη,
σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι
τέλεια κάθε άλλη επιθυμιά τους παύει.

Μακριά από τ΄ ανθισμένα περιβόλια
και αφώτιστοι απ΄ της τέχνης την αχτίδα,
όμως για σε ξεχνούν κάθ΄ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

 Εις Το Γυρισμό Της

Τὸ γαλανό σου μάτι
Πέρα τὸ μαῦρο σκόρπισε
Σκοτάδι ’ποῦ μ’ ἐκράτει
Ζωσμένον, ὅταν ἔλειπες
Καὶ μακρυὰ ’ς τὰ ξένα
Ταξείδευες, παρθένα.

Τότε συχνὰ τὸ κῦμα
Ρωτοῦσα τ’ ἀφροστόλιστο
Μὴ κἄπου εἰς ξένο κλίμα
Τὴν εὐμορφιὰ καθρέφτισε,
Τὴν εὐμορφιά σου, ἐσένα,
Ἀγαπητὴ παρθένα.

Κι εἰς τῆς νυκτὸς τὴν ἅγια
Γλυκειά, φεγγαροφώτιστη
Γαλήνη τόσα μάγια
Ὅσα ’βλεπα μοῦ ἐνθύμιζαν
Τὴν νύκτα ποῦ μ’ ἐμένα
Ἀγροίκαες, παρθένα,

Τὴν δόλια Φιλομήλα
Π’ ἀντὶς μὲ δάκρυα, ράντιζεν
Ἀπ’ τῆς ροϊδιᾶς τὰ φύλλα,
Τὴν αὔρα μὲ λαλήματα
Πικρὰ καὶ μελωμένα.
Θυμήσου τα, παρθένα!

Θυμήσου τα καὶ πές μου
Ὅτι δὲν ἐλησμόνησες
Ταῖς πίκραις ταῖς δικαῖς μου,
Ταῖς πίκραις ποῦ μ’ ἐμάραναν
Ὣς νὰ μοῦ πῇς, παρθένα,
Δύο λόγια μελωμένα.
                                                  (Κέρκυρα 19 Μαρτίου 1884)
                   Είδωλα

Άχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,
Της ζωής μου ακριβό, κρυφό καμάρι,
Από καθάριο βγαίνετε ζυμάρι
κι είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχει.

Δεν κελαηδάτε ανούσιοι κι άσκοποι ήχοι,
Σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη,
Μα κι ούτε παραιράτε το συρτάρι
Να βρείτε αγοραστή τόσο τον πήχυ.

Γιατ’ είσαστε ψυχούλες και κορμάκια
Των πόθων και των πόνων μου, που πλήθια
Πικρά μ’ εσυχνοπότισαν φαρμάκια.

Είδωλά ‘ναι οι χαρές, καημός η αλήθεια,
Και αλήθεια είν’ η ζωή! Μα τι με μέλλει:
Θωρώ εσάς κι ο καημός γένεται μέλι.

                  Αμίλητα

Ποτάμι τρέχει η Αγάπη και όσο τρέχει
πληθαίνει και στ’ ολόγλυκό της αίμα
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.

Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
απλώνεται γεμάτη δάκρυα κι αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

Χρυσομάννα, εμαράθηκαν τα φύλλα
και χειμώνας πλακώνει· σε θωράω
κατάματα με τρόμου ανατριχίλα.

Και σέναν΄ αλαφιάζεται το πράο
άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα·
θα χαρούμε άλλην άνοιξη σαν πρώτα;

                     Ποίησις

Στην μοναξιάν, όπου ψηλός κρημνός σηκώνει
Την κεφαλή του προς τα σύγνεφα και αφήνει
Τον καταρράκτη να βογγά και να φουσκώνει
Και τα μαρμάρινα τα στήθη του να πλύνει,

Εκεί που δάσος το λαγκάδι περιζώνει,
Ενώ μεσουρανείς φιλέρημη σελήνη
Ασημοϋφαντο λαμπρό μαγνάδι απλώνει
Εις την απέραντη του σύμπαντος γαλήνη,

Αυτού η καρδιά μ’ απ’ τη χαρά της ξεχειλίζει,
Όταν ακούω την αγάπη μου να ψάλλει
Των αθανάτων ποιητών τους θείους στίχους.

Τότε θαρρώ πως εμπροστά μου φτερουγίζει
Αιθέρια μούσα μ’ όλα τ’ ουρανού τα κάλλη,
Θαρρώ πως αγρικώ της λύρας της τους ήχους.

         Σ’ Ένα Δολερό Φίλο

Αʹ
Τὰ δυό σου μαῦρα μάτια μ’ ἐπλάνεσαν
Ποῦ ἔχουν τόση φωτιά·
Ἡ ἀναλαμπαῖς τους πῶς, ἄχ! πῶς μοῦ ἄρεσαν
Εἰς τῆς ζωῆς μου τὴν κακονυχτιά!

Ἄδολη τὴν καρδιά σου ἐφανταζόμουν,
Ἄδολη καὶ χρυσῆ,
Φίλο παντοτεινὸ σ’ ὠνειρευόμουν,
Ἡ ὠνειρεμμένη ἐλπίδα μου ἤσουν Σύ.

Ἀλλὰ καθὼς ἡ ζάμπα ’ς τὸ χορτάρι
Λουφάζει μουλωχτά,
Ὅμοια καὶ ’ς τοῦ προσώπου σου τὴ χάρι
Ἡ ἀπάτη ἐπαραμόνευε φριχτά.

Γιὰ πάντα μ’ ἐφαρμάκευσες· μιὰ μέρα
Θὲ νὰ σ’ ἐκδικηθῶ!
Ὣς τώρα σ’ ἀγαποῦσα, ὡσὰν μητέρα·
Θά ’λθῃ μέρα ποῦ θὰ σ’ ἀπαρνηθῶ.
                                                   (Μόναχο 18 Μάρτη 1885)

Βʹ
Γερνοῦν τὰ χελιδόνια, καὶ τ’ ἀεράκι
Γλυκύτερα φυσᾷ·
Ἀλλὰ μέσα μου βράζει τὸ φαρμάκι
Καὶ τῆς ἀπελπισιᾶς ἡ μάνητα λυσσᾷ.

Πρωΐ, πρωΐ λαλοῦν τὰ κορυδήλια
Ψηλὰ ’ς τὸν οὐρανό,
Κι’ ἡ Χαραυγὴ μὲ τὰ ῥοδάτα χείλια
Γελούμενη φιλεῖ τὸ πράσινο βουνό.

Καὶ ’ς τὸ δάσο τὰ φύλλα λαχταρίζουν
Σὰν νὰ ἦσαν ζωντανά.
Καὶ τὰ νερὰ τῆς λίμνης λαμπυρίζουν
’Σ τὴν ἀνθηρὴν ὀχθηὰ γελῶντας σιγανά.

Ἄχ! κόσμε, πόσο εἶν’ εὔμορφ’ ἡ θωριά σου!
’Σ αὐτὸν ποῦ σὲ θωρεῖ,
Εἶναι κρυμμένα, κόσμε, τὰ θεριά σου·
Τὰ καπλάνια, ἡ ὀχιαῖς, κι’ οἱ φίλοι οἱ δολεροί!
                                                          (Μόναχο 29 Μάρτη 1885)
                    Φάληρο

Eίχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Aργά κινώ να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

M’ ελπίδα σταματάω. Nατο, πλακώνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
Tη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακόμα κι ο σοφέρ σου με σκοτώνει.

Aρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα,
με των Eφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
Tετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,

του θανάτου δε με πιάσανε τρομάρες ,
γλυκύτατες με λιώσανε λαχτάρες:
Να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.

                 Πατρίδα

Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.

Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.

Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα

νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

           Το Αριστούργημα

Δεν στέρνω εγώ σ’ αγώνα τους φτωχούς
Τους στίχους μου, που δάφ[νες] δε γυρεύω.
Αγάπη μου, αφ’ της γης τους θησαυρούς
Το γέλιο σου μονάχα εγώ ζηλεύω.

Και στους κρυφούς μου μέσα τους καημούς,
Που με μια τύχην άσπλαχνη παλεύω,
Τους ιλαρούς σου μόνον οφθαλμούς
Σαν δάση κ’ ελπίδα μου αγναντεύω.

Και στο γλυκό τους φως αφ’ την καρδιά μου
Σα λουλουδάκια ανθίζουνε μικρά
Για σένα μοναχά τα ποιήματά μου.

Αγάπη μου, ελπίδα μου, χαρά μου,
Μου τα βραβεύει κάθε σου ματιά,
Κι ας μη γνωρίσει ο κόσμος τ’ όνομά μου.

               Στὴ Πατρίδα

Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.

Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.
Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.

Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.

                Excelsior!

Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα
χείλια θα ογράνει. Εβγενικιά ανθρωπότη
θα τους φιλέψει πλούσιο φαγοπότι.
Κορμιά από την πλήθια χάρη αλαφρημένα,

Αγάλματα θεών ζωντανεμένα
θ΄ αγναντέψουν στη Νίμπρο εκεί την πρώτη
της λεφτεριάς αστραφτερή λαμπρότη.
Τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.

Και ανηφορούν οι βλάμηδες λεβέντες
στ΄ ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκι
Μονοσκοίνι με γέλοια και κουβέντες.

Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι·
μα τους θεριέβει η ελπίδα του θανάτου
με τ΄ αγιασμένα δαφνοστέφανά του.

            Μούγχρωμα

Φυσάει τ΄ αεράκι μ΄ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλέβει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλέβει
Ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,

Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντέβει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντέβει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης που αχνοσβυέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λυώνει.

              Καλλιπάτειρα

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·

μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»

          Λουτρό

Διαμάντιν’ ἄστρα εἰς τὰ νερὰ
Τὰ φέγγη τους πλαγιάζουν,
Ποῦ ὀνείρατα τῆς θάλασσας
Τῆς κοιμισμένης μοιάζουν,
Οὔτ’ ἕνα φύλλο τρέμει
Καὶ ’ς τοὺς ἀνθοὺς μὲ τὰ πουλιά,
’Σ τὴ δροσερὴ μοσχοβολιὰ
Μὲ τὲς φτεροῦγες μαζωχτὲς
Γλυκοκοιμοῦντ’ οἱ ἀνέμοι.

Ἀγαπημένη λυγερὴ
Πανώρια σὰν τὴν Εὔα,
’Σὲ τούτη τὴν παράδεισο
Νὰ δροσιστῇς κατέβα!
Τῆς γύμνιας σου τὴ χάρη
Ἂν φανερώσῃς μιὰ στιγμή,
Πουλιῶν κι’ ἀνέμων στεναγμοὶ
Θὰ λαχταρίσουν ἔξαφνα
’Σὲ κάθε ἀνθοῦ κλωνάρι.

Θὰ σουφρωθοῦν τὰ πέλαγα
Κι’ ἀργά, σὰν λαμπυρίδες,
Τῶν ἄστρων θέλει ἀναδευτοῦν
Ὁλοῦθ’ ᾐ ἀντιφεγγίδες.
Κι’ ἂν εἰς τὸ κῦμα θἄμπῃς,
Ἡ κάθε στάλ’ ἀπὸ νερὸ
Μαργαριτὰρι λαγαρὸ
’Σ τὸν κόρφο σου θὰ φαίνεται
Καὶ σὰ θεὰ θὰ λάμπῃς.

Θὰ σὲ λατρέψω σὰ θεά,
Δίχως μιλιά, μακρυάθε·
Ἁγνὴ θὰ μείνῃς κι’ ἄσπιλη,
Τ’ ὀμόνω, σὰν τοῦ κάθε
Ἄστρου τὰ φέγγη τ’ ἅγια.
Ἔπειτα εὐθὺς ἂς τυφλωθῶ,
Ἤ σἂν ὁ Ἀχταίωνας ἂς χαθῶ,
Ἀφ’ οὗ εἶδα τῆς πεντάμορφης
Τὰ γυμνωμένα μάγια.

                  Ανάξιο Α’

Στο φως σου σταματώντας, μια γαλήνη
θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,
και της απελπισιάς τ΄ άυπνο καπλάνι
για λίγο τ΄ άγριο νύχι θ΄ απαλύνει.

Μα ο καημός της πατρίδας δε μ΄ αφήνει·
αλλοιώς ήθε σου πλέξω ένα στεφάνι
που άλλο όμοιο σαν κι αυτό να μην εφάνη·
τόσο ήθελε η θωριά σου τ΄ ομορφήνει.

Του νησιού μου τες μύριες ομορφάδες
σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη,
που όλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,

μα σ΄ εσέ σταματώ· γιατί έχει χάρη
κάλλιο παρ΄ άλλη γης η Κέρκυρά μου,
μα μες στην Κέρκυρά μου εσύ, κυρά μου.

                Ανάξιο Β’

Πόσες φορές με τη ψυχή μου σ΄ είδα
ν΄ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολώνα
του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα
σα σε κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.

Και τώρα απ΄ τη μεγάλη Πυραμίδα
ανάερα πλες με αθανασίας κορώνα,
σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα
των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.

Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου, και ομπρός μου
θα λάμπουν τα δυο μάτια σου, θα λέω
πως βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,

πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο,
και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου
τη γλύκα θ΄ αγρικώ του παραδείσου.

      Στροφούλες
                                        (Επί Τύμβω)

Ψυχαροῦδες πετοῦν,
μιὰ τὴν ἄλλη ζητοῦν
μὲς στ’ ἀγκάθια κι’ ἀπάνου στοὺς κρίνους·
ἔτσι ᾑ ῥίμες περνοῦν,
ἔτσι ᾑ ῥίμες γυρνοῦν
μὲς στοὺς ἔρωτες, μέσα στοὺς θρήνους.

Τὸ νερὸ ροβολᾷ
ἀπ’ τὸ βράχο ψηλὰ
καὶ ἀναδίνει γλυκύτατον ἦχο·
καὶ τὸ δάκρυ γεννᾷ,
καὶ ἂς κυλάῃ σιγανά,
εἰς τοῦ τάφου τὴν πλάκα τὸ στίχο.

             Ἡ Ἐλιά

Στὴ κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

       Ιάκωβος Πολυλάς

Στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει
της Λεφτεριάς αμόλευτος αγέρας
και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας
η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει,

Άσκωσες διαμαντένιο μετερίζι
και στη μέση, ομορφιάς θάμα και τέρας,
Ναό της Μεγαλόψυχης Μητέρας
έστησες που σαν ήλιος πορφυρίζει.

Ποτέ στ΄ αραχνιασμένο βάραθρ΄, όπου
μες τη μούχλα και μες τη φαρμακίλα
οχιές κλωσσούν οι κάκητες τ΄ αθρώπου,

Ποτέ δεν εκατέβηκες· κ΄ εκύλα
η φωνή σου βροντή κ΄ έκαιε σα φλόγα
τους πονηρούς, -μα τους καλούς ευλόγα.

               Χάρρις

Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
σε φλόγισε πατώντας της Ηπείρου
το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
νάστραφτε από το -«εν τούτω νίκα»- ο αιθέρας,

Και σα λάμψη παρουσίας δευτέρας
μ΄ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
νάβλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
να γκρεμιστεί η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.

Και σε λόγου σου τότε έκαμες τάμα
να φτάσεις όπου μόνο αυτός ξαμώνει
πούναι ποιητής και μάρτυρας συνάμα.

Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη
σού ΄λειπε του θανάτου –κι ένα βόλι
σ’ έστειλ’ ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι.

        Νίκος Κογεβίνας

Κι αν είναι άλλη ζωή, θάναι για σένα
ο αθέρας τουτηνής· βαθειά γαλήνη
σιωπής παντοτεινής θα μεγαλύνει
τα πλήθια μάγια, σμίγοντάς τα σ΄ ένα

θεράπιο θεϊκό· τη μια παρθένα
που εφίλησες κι ο πόθος σου την κρίνει,
τα πέντε σας παιδιά, που, γήινοι κρίνοι,
ανθούν κι αλλοιώς σου μοιάζει το καθένα

πεντάμορφο, και τ΄ άδολο της Γνώσης
ανάμα και τη φώτιση του ωραίου
κι όσο δάκρυα φτωχών έχει στεγνώσεις
και, με τη λάβρα τ΄ άξιου Κερκυραίου
για του νησιού σου την ευδαιμονία,
για το Γένος, την ένθεη μανία.

           Άλκης Παλαμάς

Γιατί δεν τον φαντάζεσαι που ανέβη
να ψάλει σ΄ άλλη γη μ΄ αγγέλου λύρα
το τραγούδι, τρισεύγενή σου κλήρα,
που τ΄ άχτια κάθε ζήσης ειρηνεύει;

Σ΄ όλο τ΄άπειρο μ΄ άγιρα βασιλεύει
Μέδουσας κεφαλή πάνοπλη Μοίρα·
στης πίκρας την πεντάμορφη πλημμύρα
μόνη η ομορφιά για λίγο αντιπαλεύει.

Και – ω μυστήριο – καθώς διαβαίνει απ΄ άστρα
σ΄ άστρα φως, ζέστα, δύναμη μαγνήτη,
μες τη μενεξεδένια ουράνια πάστρα

με μάγια της ψυχής, σ΄ άλλον πλανήτη
να κατεβαίνει φεγγαροστάλαχτ΄ είδα
(γιατί τον κλαις;) σαν αρμονίας αχτίδα.

          Angelica Farfalla

Στ΄ ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια
ακροπατώντας η ψυχή, σα νάχει
μισοαπλωμένα τα φτερά, μονάχη
κινάει να βρει στην άπειρη, γαλάζια

μονάξια, γιατρεμό για τα μαράζια
που τόσο την παθιάζουν, και σα λάχει
ν΄ αντικρύσει τ΄ ωριόπλουμο σελάχι
κι όλα τ΄ αστραφτερά χρυσά τσαπράζια

του Ήλιου, ορθοποδίζει ερωτεμένη
στης ασημοβολής το μονοπάτι,
που ίσια τη βγάνει στ΄ άσπιλα τεμένη

της ομορφιάς κ΄ εκεί, με την απάτη
πως θα πορεύεται αιώνια ιεροδούλα
στ΄ άγιο φως καίεται σαν πεταλουδούλα.

              Aνεμόμυλος

O κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
κεντισμένο με ρόδα και με βάγια,
μ’ ήλιους και μ’ άστρα, που το απλών’ η Maya
απάνου στης Aλήθειας το σκοτάδι.

Σ’ αγαπούσαμε τόσο, έρμο ρημάδι,
Γιατί στη μέση απ’ της ζωής τα μάγια
στη ψυχή μας φανέρονες την άγια
Tου Θανάτου θωριά, τον κρύον Άδη,

Tο Tίποτε κι ανήξερα στα βάθια
του είναι μας εξύπναες μια λαχτάρα
να γλυτώσουμε απ’ όλα μας τα πάθια,

τη πικρή να ξορκίσουμε κατάρα
Tης ζωής και να μπούμε με μίας
στ’ άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας.

           Υπεράνθρωπος

Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα
και μη σκιαχτείς το δάγκωμα του αστρίτα.
Το τι ΄ναι η αλήθεια αδιάκοπα αναζήτα
και ιδές αν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.

Μία μία τες σαγιτιές του πόνου μέτρα
και άγρυπνος τες πληγές που ανοίγουν κοίτα
μηνύτρα φτάνει η καθεμιά σαγίτα
απ΄ της άσπλαχνης Μοίρας τη φαρέτρα.

Και α βρεις που ο Πόνος είναι η μόνη Αλήθεια,
τότες απ΄ τ΄ αντριωμένα σου τα στήθια
την ταπεινότη γδύσου της ορφάνιας.

Στης Ομορφιάς, στης Δύναμης τη γλύκα,
με αλαλητό χαράς και περηφάνειας
γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα.

                           Νύχτα

Τρεμάμεν’ ἄστρα εἰς τὰ νερὰ τὰ φέγγη τους πλαγιάζουν,
Ποῦ ὀνείρατα τῆς θάλασσας τῆς κοιμισμένης μοιάζουν·
Οὔτ’ ἕνα φύλλο τρέμει
’Σ τὸ δάσο καὶ μὲ τὰ πουλιὰ
’Σ τῶν δένδρων τὴ μοσχοβολιὰ
Μὲ ταῖς φτερούγαις μαζωχταῖς γλυκοκοιμῶντ’ οἱ ἀνέμοι.

Ἐκεῖ ποῦ ἡ πλάση φαίνεται πὼς σὰν νεκρὴ σιγάει,
Ἐκ’ ἡ φιλέρημη ψυχὴ τοῦ ποιητῆ γροικάει
Αἰθέριαν ἁρμονία·
Ἀκούει τ’ ἀστέρια νὰ λαλοῦν,
Τὰ Χερουβὶμ ν’ ἀντιλαλοῦν
’Σ τὴ γαληνὴ τοῦ Σύμπαντος ἀπέραντη ἐκκλησία.

Ἑκεῖνα τὰ λαλήματα ὁ ποιητὴς τ’ ἀκούει,
Κ’ ἐκεῖ μαθαίνει ἔτσι γλυκὰ τὴ λύρα του νὰ κρούῃ,
Καὶ οὐρανικὰ νὰ ψάλλῃ
Ὀνείρατα μαγευτικά,
Ἐλπίδ’, ἀγάπη, ἰδανικά,
Τῆς ὠμορφάδας τὰ καλά, τῆς ἀρετῆς τὰ κάλλη.
                                                           (Μόναχο, 27 Ιουλίου 1885)

                      Ειδύλλιον

Μὲ φωτίσματ’ ἀσημένια λάμπυρίζουν
ᾙ ἐληὲς ὄξω ’ς τὴ λιακάδα·
Μόνο ἐδῶ νερὰ δροσάτα μουρμουρίζουν
Εἰς τ’ ἀπόσκια μὲς τὴν πλούσια πρασινάδα.

Μιὰ σκεπὴ μᾶς πλέκουν ἄνθη ἐδῶ καὶ φύλλα
Ὅπου ὴ κάψα δὲν περνάει·
Μόνο ἀπανούθε τὸ φῶς τὴν πρασινίλα
’Σ τὰ τετράξανθα μαλλιά σου ἀντιφωτάει.

Ἔλ’, ἀγάπη μου, γλυκὰ ν’ ἀναπαυθοῦμε
Δῶ σιμὰ ’ς τὴ νερομάνα·
Γύρ’, ἐδῶθε, λυγερή, νὰ φιληθοῦμε,
Ἀλλ’ ἀγάλια, μὴν ξυπνήσωμε τὸν Πᾶνα!

’Σ τὸ χιονάτο σου τὸν κόρφο ἕνα λουλοῦδι
Μαβὶ κι’ ἄγριο γέρνει κάτου·
Σὰν βραδυάσῃ θὰ σοῦ ψάλω ἕνα τραγοῦδι
Ποῦ θὲ νἄχῃ τὴ δροσιά, τὴ μυρωδιά σου.

Γύρε πάλι, λυγερή, νὰ φιληθοῦμε,
Τὸ νερὸ σιγοκυλάει·
Τὴ μουρμούρα τὴ γλυκειά ποῦ τώρ’ ἀκοῦμε,
Ὁ σκοπὸς ποῦ θὰ σοῦ πῶ θὰ σ’ τὴ θυμάῃ.

Τήρα ἐκεῖ ’ς τ’ ἀλαβαστρένιο σου ποδάρι
Πεταλούδα ὡραία ζυγώνει·
Σὰν κι’ αὐτὴ μὲ πλήθιο χρῶμα καὶ καμάρι
Τὰ φτερά του ὁ κάθε στίχος μου θ’ ἁπλώνῃ.

Δός μου ἀκόμα ἕνα φιλάκι, δός μου κι’ ἄλλο!
Σὺ τοῦ τόπου εἶσ’ ἡ Ναϊάδα.
Ἄχ! νὰ ἠμπόρια στὸ τραγοῦδι μου νὰ βάλω
Τοῦ φιλιοῦ καὶ τοῦ κορμιοῦ σου τὴ γλυκάδα!

           Ψυχοφίλημα

Χρυσάρμενα ονείρατ΄ αργοπλένε
στο πέλαγο του πόθου οι φαντασίες
και κατακεί αρμενίζουν όπου επήες,
όπου τα δυο σου μάτια γελοκλαίνε,

όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
κρίνε της ομορφιάς, κ΄ οι μελωδίες
των τραγουδιών σου σμίγουν τες μαγείες,
που μες τ΄ αγνά σου χείλια σιγοπνένε.

Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι αγάλλου!
Πέρασε η μαύρη νύχτα κ΄ η άγρια μπόρα.
Άνθι και συ μικρό μες του μεγάλο

Κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα.
Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει·
τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι.

          Αργυρόκουπα

Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
απ΄ άδολο κρασί που πορφυρίζει,
με κούνημα θερμό μ΄ αίστημα ακράτο
ένα φτωχό ποτήρι σ΄ αντικρύζει,

σε λαχταράει, σε γγίζει και τ΄ αφράτο
κρασί σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει,
και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο
γιατί το γγίξιμό σου το τσακίζει.

Μα συ στέκεις ατάραχτη και κρύα
αργυρόκουπα, πλούσια ιστορισμένη,
με την περήφανή σου θεωρία.

Είσαι να σ΄ αγαπούν συνηθισμένη·
στης ζωής την πικρή χαροκοπία
δε δείχνεις με τι σ΄ έχουν γεμισμένη.

             Άνθρωπος

Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια
και για πλούτο ή για δύναμη φουσκώνει,
ενάντιο λόγο ή νόημα δε σηκώνει·
Συχώριο δε γνωρίζει η περηφάνεια.

Μα από αψύτερη καίεται κακοφάνεια
–και υποψία προσβολής της φαρμακώνει–
καρδιά που αδικοσέρνεται στη σκόνη
και πικροπαραδέρνει στην ορφάνια.

Και τούτη συμπαθάει· τι, όσο τη σφάζει
πλιο αλύπητα ο καημός, τόσο κάθ΄ άλλη
έγνοια εγδικήτρα μέσα της λουφάζει

και χωνεύει σα σπίθα στην αθάλη:
Μόνη η Αγάπη, άγια λάμπα, από τη στάχτη
ξεσπά αγνάντια στην όχτρητα και στ΄ άχτι.

              Εγκοίμηση

Άρρωστε, ιδές, λαμπρά σβύνεται η μέρα,
τριανταφυλλί προμήνυμα του Χάρου·
τέτοια ομορφάδα στα γεμάτα χάρου
που τύχη σού χαρίζει ανοιχτοχέρα

και στο ναό που άσπρος φαντάζει πέρα
–σα νάγιναν κολώνες του μαρμάρου
οι αρμονίες ενός ύμνου του Πινδάρου
πήζοντας ξάφνου μες τον άγιο αγέρα–

έμπα, κοίμου κι ο ύπνος θα σε γιάνει·
θα ονειρευτείς την ομορφιά την ίδια
που με τ΄ αρχαίο τραγούδι θα γλυκάνει

της καρδιάς σου τα θλίβερα ξεσκλίδια·
«Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος·
μην ξυπνάς. Είμαι ο Θάνατος ο ωραίος.»

                Aφιέρωση

Πέτα, Αγάπη, στα ουράνια και χαιρέτα
τη μάννα μου και δείχ΄ της τα φτωχά μου
τούτα τραγούδια, κ΄ έπειτα εδώ χάμου
βλογημένα απ΄ αυτήν ξανάφερέ τα·

Μ΄ ένα χαμόγελό της χρύσωνέ τα,
και σαν πετράδια ατόφωτα, σαν άμμου
χρυσού κλωνιά, χαρές και βάσανά μου,
θα γυαλίσουν μες τ΄ άτεχνα σονέττα.

Σαν αλκυόνα, Αγάπη, με φτερούγες
απλωμένες διαβαίνεις ιριδένια
κατάστρωτες με φως ανάερες ρούγες.

Στης ζωής τ΄ άγριο πέλαο νεραϊδένια
χαρίζεις καλοσύνη, όθε φωλιάζεις
και μ΄ όνειρα ουρανού το ασπρογαλιάζεις.

                  Καρδάκι

Τ΄ άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου
ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι
χορταριασμένα κοίτονται. Γελάει
γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.

Κια λέω που ακόμα απ΄ την κορφή του ωραίου
βουνού στ΄ άσπρα ντυμένη ροβολάει
η αρχαία ζωή κι αυτού φεγγοβολάει
λαμπρός ναός τεχνίτη Κερκυραίου.

Χρυσόνερο, σε βλέπω γιατί μ΄ έχει
μαγέψει το νερό στην κρύα βρύση,
που μέσαθε από τ΄ άγιο χώμα τρέχει.

Έτσι κάποιος θεός θα τόχει ορίσει.
Κι όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει
στα γονικά του πλια δε θα γυρίσει.

                  Κρήτη

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθόβυζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες στη ροδάτη
κατάχνια του πελάου και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη:

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες στης θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία:
θάνατο, αθανασία κι ελευτερία».

          Παλιοκαστρίτσα

Σαν πεθάνω εδώ θάρθω με τα μύρια
φαντάσματα άυπνα μέσα σε άυλα γνέφια,
ή σε ασημοβολής μαϊκά σεντέφια
τ΄ άγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια·

να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια,
των τελωνιών τα θεότρελλα κέφια.
Του Νεραϊδοχορού να ακούσω ντέφια
και Σέρηνων τραγούδια ή και μαρτύρια.

Και άμα στα αστέρινά τους χρυσαμάξια
οι αγγέλοι φύγουν και ο Ήλιος φέξει πίσω,
ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια

πουλί τ΄ άγριου γιαλού θα κελαηδίσω·
τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια
της λαλησιάς μου θα βαστάει το ίσο.

           Έρως & Θάνατος

Με εκοίταξε ένα σούρουπο το Μάη,
το μοσκοβολισμένο Μάη το μήνα,
και η ματιά της για πάντα μού επρομήνα
ευτυχία, που το ουδέν δεν πεθυμάει.

Μα ο πόθος δε χορταίνει όσο κι α φάει,
μες την καρδιά μου μπήγεται σα σφήνα·
σα διψασμένη λυώνεται αλαφίνα
η ψυχή όση γλύκα κι α ρουφάει.

Μάγο, ανέσπερο φέγγος του θανάτου,
εσύ, ναι, με γλυκιά παρηγορία
πραΰνεις καθενός τα βάσανά του.

Μες απ΄ την αλαβάστρινην υδρία
ό,τι κι αν τάζεις δίνεις κιόλας, αφανίζεις
την πεθυμιά, τους ύπνους αιωνίζεις.

                    Νίκη

Εβρέθηκ΄ ένα ατίμητο βλησίδι!
Τώρα που οι αρχαίοι ξανάζησαν αγώνες,
που της Πατρίδας δίνουν ζωογόνες
φλόγες αντριάς, πολεμικής μισίδι.

Του Γένους μας παμπάλαιο στολίδι,
πώλαμψε στου Ηρακλή τους ελαιώνες
έπειτ΄ από εικοσιτρείς και πάλ΄ αιώνες
ξαναστράφτουν οι Ωδές του Βακχυλίδη.

Σ΄ εμάς τον στέρνει τώρα η Ελλάδα Μάννα
θρίαμβου αρραβώνα στη μεγάλη Πάλη,
και το Γένος μ΄ ελπίδας θρέφει μάνα

που σ΄ άγιο Αγώνα θα νικήσει πάλι.
Μάννα! Τους νέους σου ήρωες να εγκωμιάσει
γεννηθήτω ποιητής που να του μοιάσει!.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *