Βιογραφικό
Ο Απόστολος Μελαχρινός ήταν Έλληνας λυρικός ποιητής και χρησιμοποίησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Κλήμης Πορφυρογέννητος. Υπήρξεν επίσης μεταφραστής αρχαίας ελληνικής ποίησης, σύγχρονος του Σικελιανού και του Βάρναλη. και πεζογράφος. Υπήρξεν ο 1ος γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934). Σα λυρικός συμβολιστής ποιητής, της γενιάς του ‘20 που ονομάστηκαν νεοσυμβολιστές, γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήτανε νυμφευμένος με τη δασκάλα Κλεοπάτρα Βουλγαρίδου, που πέθανε το 1939, με την οποία απέκτησαν ένα γιο.

Ο Απόστολος Μελαχρινός του Νικόλαου και της Καλλιόπης γεννήθηκε στη Βραϊλα της Ρουμανίας το 1880 με άγνωστη ημερομηνία γέννησης. Καταγόταν από τη Πόλη, όπου η οικογένειά του επέστρεψε όταν ακόμη εκείνος ήταν βρέφος. Ο πατέρας του ήτανε δάσκαλος στη Πόλη, όπου ο Απόστολος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια, αλλά τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αδριανούπολη. Από τα 12 του ασχολήθηκε με τη ποίηση. Η 1η του δημοσίευση σημειώθηκε το 1896 όταν εξέδωσε στη Πόλη το Οικογενειακόν Ημερολόγιον 1897. Το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εξέδωσε το περιοδικό Ζωή που κυκλοφόρησε 2 μόνο τεύχη και το 1903 επέστρεψε στη Πόλη, όπου έμεινε ως το 1922 εργαζόμενος ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος. Το 1905 τυπώθηκε στην Αθήνα η 1η του ποιητική συλλογή με τίτλο: Ο Δρόμος Φέρνει… κι έν έτος μετά ερωτεύτηκε την αδερφή του φίλου του Α. Σ. Μισιρόγλου και της έκάνε πρόταση γάμου. Μετά από άρνηση των γονιών της, αφοσιώθηκε στην εργασία του και πλούτισε. Το 1907 τύπωσε ξανά στην Αθήνα τη 2η ποιητική συλλογή του με τίτλο Παραλλαγές (με το ψευδώνυμο Κλήμης Πορφυρογέννητος, όπως κι η 1η).
Έν έτος μετά έφυγε στο Παρίσι και το 1908 επανακυκλοφόρησε τη Ζωή στη Πόλη (το περιοδικό έκλεισε ξανά το 1911, επανακυκλοφόρησε το 1920 κι έπαψε οριστικά το 1922). Την εποχή εκείνη παντρεύτηκε τη δασκάλα Κλεοπάτρα Βουλγαρίδου με την οποία απέκτησε ένα γιο. Το 1918 κυκλοφόρησε στη Πόλη το σατιρικό ημερολόγιο Καλλικάντζαρος 1918 μαζί με τον Πλ. Κεσσίσογλου και το γαλλόφωνο περιοδικό Tout Pera . Το Δεκέμβρη του 1922 εγκαταστάθηκε στη Κηφισιά με την οικογένειά του. Τη 2ετία 1922-4 ασχολήθηκε ξανά επαγγελματικά με ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Το 1927 μετακόμισε στη Κυψέλη.
Με τον Μαλακάση (καθιστό) στο Παρίσι
Το 1931 αγόρασε ένα μικρό τυπογραφείο, όπου εξέδωσε το περιοδικό Ο Κύκλος κι οργάνωσε τις πρώτες συνεδριάσεις της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία διετέλεσε 1ος γραμματέας (1934) , που αναγνωρίστηκε επίσημα από το Πρωτοδικείο της Αθήνας με την απόφαση 7338/1934, καθώς στο ημιϋπόγειο γραφείο του στην οδό Δαιδάλου, συγκεντρωθήκανε λόγιοι της εποχής.. Εν τω μεταξύ είχεν εκδώσει το 1933 τη ποιητική συλλογή Μαραμπού του Καββαδία, με πρόλογο του ποιητή και κριτικού Καίσαρα Εμμανουήλ, ενώ το 1938 δημοσίευσε το Μην Ομιλείτε Εις Τον Οδηγόν, τη 1η συλλογή ποιημάτων του Εγγονόπουλου. Η 1η εμφάνισή του στο χώρο της λογοτεχνίας με το πραγματικό του όνομα σημειώθηκε το 1934 στην 3η ποιητική συλλογή του Φίλτρα Επωδών. Η πιο φιλόδοξη ποιητική του σύνθεση όμως ήταν ο Απολλώνιος, που δημοσιεύτηκε αποσπασματικά στα περιοδικά Ζωή και Κύκλος και το 1938 εκδόθηκαν 2 τόμοι (πρώτο μέρος με τίτλο Η Κυρά Των Αντιλάλων και σχέδια του Γιώργου Γουναρόπουλου, 2ο και 3ο μέρος μαζί, με τίτλο Η Ψυχή και σχέδια του Εγγονόπουλου), ενώ υπήρχαν 2 μέρη ακόμα που θα ολοκλήρωναν το έργο (Το Διάψαλμα Των Μαγισσών κι Οι Γάμοι Του Ήλιου Και Ττης Σελήνης) που δε δημοσιεύτηκαν παρά μόνο κάποια μέρη τους σε περιοδικά.
Με το ποιητικό του έργο επιδίωξε να υπηρετήσει το συμβολιστικό ιδανικό της καθαρής ποίησης, συνδυάζοντας επιρροές από τους Μαλλαρμέ και Βαλερύ με στοιχεία Σολωμικής τεχνοτροπίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το μεταφραστικό έργο του. Το 1927 μετέφρασε την Εκάβη του Ευρυπίδη μετά από παραγγελία της Μαρίκας Κοτοπούλη για παράσταση που δόθηκε στο Παναθηναϊκό Στάδιο. 3 χρόνια αργότερα τυπώθηκε η μετάφρασή του για την Ιφιγένεια Εν Ταύροις του Ευριπίδη κι εγκρίθηκε η χρήση μεταφράσεών του στη Μέση εκπάιδευση από τον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ μετέφρασε επίσης την Ιφιγένεια εν Αυλίδι, τον Ιππόλυτο και τις Βάκχες του Ευρυπίδη, την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, την Ορέστεια του Αισχύλου και τους Βατράχους του Αριστοφάνη, για την οποία ο Κλέων Παράσχος έγραψε: “…η μετάφραση του έργου καμωμένη από τον αείμνηστο Απόστολο Μελαχρινό, έχει ζωντάνια και φαίνεται να διατηρεί τη φυσιογνωμία του πρωτότυπου…”.Τέλος ενδιαφέρθηκε για το δημοτικό τραγούδι ως γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής κι επιμελήθηκε εκδόσεων του.
Το 1939 πέθανε η σύζυγός του και διακόπηκε η κυκλοφορία του Κύκλου (επανακυκλοφόρησε το 1945 και ως το 1947). Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μετακόμισε στην οδό Αριστοτέλους όπου έζησε σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Το 1948 εκλέχτηκε γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1951) και το 1949 έθεσε υποψηφιότητα στην έδρα Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Αθηνών, χωρίς να εκλεγεί. Το 1950 υπέγραψε την έκκληση της Στοκχόλμης για κατάργηση των ατομικών όπλων.
Πέθανε στις 22 Ιουνίου 1952 από εγκεφαλικό επεισόδιο.
—————-
Επιλεγμένα έργα του:
* Ο Δρόμος Φέρνει… (1905)
* Παραλλαγές (1907) (Σημ: Οι 2 πρώτες αυτές συλλογές δημοσιεύτηκαν με το ψευδώνυμο Κλήμης Πορφυρογέννητος).
Η σύνθεση των ποιημάτων που περιέχονται σ’ αυτό το 2ο ποιητικό του βιβλίο, πρέπει να ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τη δημοσίευση τους, στις αρχές του 1907. Καθένα ξεχωριστά από τα κείμενα του βιβλίου αυτού φαίνεται αυτοτελές όλα μαζί όμως μοιάζουν με παραλλαγές μίας διάθεσης και συγκροτούν ένα έργο, το όποιο θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν μέρει, παραλλαγή της προηγούμενης ποίησης του, αφού για τη σύνθεση αρκετών χωρίων του αξιοποίησε, αναπλάθοντας το, υλικό από τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει το 1902-3 στη Ζωή και από το Ό Δρόμος Φέρνει… Ενώ όμως στη 1η του ποιητική συλλογή, αύτη καθ’ εαυτή η αποκάθαρση του ποιητικού λόγου από στοιχεία περιγραφικά κι αφηγηματικά τον είχε οδηγήσει στη κατάχρηση του ηχητικού στοιχείου των λέξεων, στις Παραλλαγές η σημασιακή αξία του φωνητικού υλικού αναπτύσσεται και λειτουργεί σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση ενός πυκνού πλέγματος συμβόλων των οποίων το κεντρικό νόημα αλλοιώνεται η ρευστοποιείται. Ή πυκνότητα κι η ρευστότητα των συμβόλων σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του αναπαραστατικού περιεχομένου και τον περιορισμό της επενέργειας του οπτικού υλικού, καθιστούνε το παραγόμενο νόημα υποβλητικό, μυστηριώδες ίσως η μερικώς μόνο αποκρυπτογραφήσιμο, όχι όμως απρόσιτο, όπως έκρινε ο Ξενόπουλος, τέλη του 1907, όταν με κάποια αμηχανία κι επιφύλαξη, δίχως όμως αρνητική διάθεση, παρουσίασε το βιβλίο αυτό στην εφημερίδα Νέον Άστυ.

Σε 1 επίπεδο το νόημα των Παραλλαγών ταυτίζεται με την έκφραση μιας θλίψης στην οποία εμπλέκονται λυτρωτικά τα στοιχεία της φύσης και στοιχεία μυθικά η ονειρικά, ό,τι δηλαδή συνθέτει, κατά τον ποιητή, τον αγνό λυρικό κόσμο. Ή γνώση μάλιστα των βιογραφικών στοιχείων του ενισχύει την εντύπωση πως η θλίψη αυτή είναι συνεπεία μιας αδιέξοδης ερωτικής εμπειρίας. Υπό το φως όμως των θεωρητικών αντιλήψεων που διατύπωσε από το 1909 κι έπειτα, άμεσα στα κριτικά άρθρα και συνεντεύξεις του, ποιητικά στον Απολλώνιο κι οι όποιες συγκροτούνε μυστική, μονιστική προσέγγιση της, ζωής και της τέχνης, αποκαλύπτεται η ύπαρξη ενός βαθύτερου, περιπλοκώτερου νοήματος, που διατρέχει το βιβλίο δίνοντας στον ποιητικό του λόγο την ενότητα του. Στο βαθύτερο αυτό νοηματικό επίπεδο, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η ψυχή με την ήρεμα θλιμμένη ή κατανυκτική παρουσία της, διαποτίζει τον περιγραφόμενο μυθικό ή ονειρικό κόσμο, εμψυχώνει ό,τι στη πραγματικότητα είναι άψυχο, ανασταίνει ό,τι δεν υπάρχει πλέον. Η παρουσία της συνδέεται άμεσα με τη μνήμη, που η αφύπνισή της υποδηλώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για να διαδραματίσει η ψυχή τον ζωοποιό ρόλο της. Ακόμη, υπό την άυλη παρουσία της ψυχής, συμφιλιώνονται το διονυσιακό με το απολλώνιο στοιχείο, το παγανιστικό με το χριστιανικό.
Στην ουσία ο αποδιδόμενος στη ψυχή ρόλος, ταυτίζεται μ’ αυτόν που αποδίδει ο Μελαχρινός στον ποιητή κι η ποιητική συμφιλίωση αντιθετικών καταστάσεων ανταποκρίνεται στο ιδεώδες της ένωσης των όντων και των πραγμάτων με σκοπό την δια του πνεύματος επιστροφή στη 1η αρχή τους, που την εντοπίζει όχι σ’ έν ανώτερο, πέραν του κόσμου τούτου ον, αλλά σε μιαν ιδεώδη, άναρχη κατάσταση της φύσης όπου κυριαρχεί ο μαγικός, δηλαδή ο κατεξοχήν ποιητικός, μουσικά αρθρωμένος λόγος (η επωδή). Η απουσία, άλλωστε, από τις Παραλλαγές, ενός πραγματικά χριστιανικού θρησκευτικού συναισθήματος, παρά τις συχνές αναφορές στο τελετουργικό της εκκλησίας και τη θρησκευτική ποίηση, εξηγείται απ’ αυτήν ακριβώς τη θεωρητική τοποθέτηση του, που δεν αποδέχεται “καμμιάν αφορμή θρησκευτική (εξόν από την έμφυτη φυσιολατρεία)”.

* Καλλικάντζαρος 1918 (σατιρικό ημερολόγιο μαζί με τον Πλ. Κεσσίσογλου)
* Φίλτρα Επωδών (1934) (Σημ.: Η 1η του εμφάνιση στα λογοτεχνικά δρώμενα με το πραγματικό του όνομα).
* Απολλώνιος (1938)
* Το 1946 εξέδωσεν επίσης μία Συλλογή Δημοτικών Τραγουδιών.
Ο Μελαχρινός* ανανέωσε τη ποιητική έκφραση κι είναι ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του συμβολισμού, ενδιαφέρθηκε κυρίως για τη δημιουργία μιας γλωσσικής μουσικής υποβολής, ενώ επηρεάστηκε επίσης, από τον Γρυπάρη. Τέλος να σημειωθεί πως χειρόγραφα του ποιητή υπάρχουνε στο Γενικό Αρχείο Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.).
______________________
* ;΄Σχεδόν όλα τα βιογραφικά στοιχεία και τις διάφορες αναλύσεις τις βρήκα στο βιβλίο της κυρίας Αγορής Γκρέκου που κυκλοφορεί από την ΕΣΤΙΑ κι είναι το:
1. Αγορή Γκρέκου: Απόστολος Μελαχρινός, “Τα Ποιήματα“, (Εισαγωγή & Χρονολόγιο). και συνιστάται σαν μια εξαιρετική εργασία πάνω σε έναν επίσης εξαίρετο, λησμονημένο ποιητή. Άλλα βιβλία της κυρίας Γκρέκου πάνω στο Μελαχρινό είναι:
1. Αγορή Γκρέκου: “Ζωή” (1902-1922), Διάττων/Περιοδικά Λόγου και Τέχνης,
2. Αγορή Γκρέκου: Η καθαρή ποίηση στην Ελλάδα. Από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη: 1833-1933, εκδ. Αλεξάνδρεια
Όλα τα βιβλία της κυκλοφορούν στο εμπόριο.========================
Πρόφαση Μελαγχολίας
III
Απόψε, που έρμη νιώθω τη καρδιά,
στον κήπο μου έχω πάει να σε συντύχω.
Έχω αφανίσει τη ζωή, για να ‘ρθεις
σε μύρο ανθιών ή σε αρμονίας ήχο.
Των ταφλανιών τα φύλλα εμούσκεψε
μια μνημοσυνική ψιχάλα.
Σιμωτινό τα φέρνει αποχαιρέτισμα
ο σπαραγμός που κρέμασεν η στάλα.
Γυρίζω εδώ που τόσο σ’ ονειρεύτηκα
να βρω κάτι δικό σου.
Σωριάζει θλίψη κάθε φούντωμα.
Ως ίσκιος στ’ όνειρό μου απλώσου.
Τα μάτια σου απ’ τα όνειρα βαρίσκιωτα
μες στη ψυχή μου κλαίνε. Λυώνω.
Το δειλινό, φεύγοντας μ’ ίσκιους μακροτάξιδους,
πίνει του ξενητέματος τον πόνο.
Για να χινοπωριάσω τα δεντρά
σκορπίζω την ψυχή μου για όνειρά των,
τώρα, βαρύπνοη που επίκρανε η ενθύμηση,
σα φάνταγμα παλαιών ηλιογερμάτων.
Ο Χορός Των Ψιθύρων
ΣΤΡΟΦΗ
Κι εἶπε τὸ πικρὸ ἀχολόϊ
ἀπὸ τὴν ἀκρολιμνιὰ
-Πές μου τὴ θυμᾶσαι
ἀκόμη τὴν ὑπόσχεσή σου τὴν παλιά.
-Τρεῖς χιλιάδες χρόνια τώρα,
τὴν ὑπόσχεσή μου τὴν παλιὰ
τὴν παρέδωκα στὸ ἀγέρι
ρώτησε τὴν καλαμιά.
Σὰ ξεβάφει
σὲ χρυσάφι
παλαιϊκό,
Κοίτα κάπαιο πλαίσιο
δυσμικό.
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ
-Μὴν καταφρονᾶτε τὴν Ἀλληγορία,
τὴν ὡραία Κυρά.
Πάει νἄντιφεγγίσει
σὲ θρηνητικὰ νερά.
-Ὄνειρο, λὲν οἱ ἥσκιοι,
φόρεσες μαβί.
Μὴν περνᾶς πρίν μὲ τὸ πῆς
τὸ θλιμένο μυστικὸ
ποὺ σὲ αὐλοῦν οἱ φλοῖσβοι.
-Μιὰ φορὰ ἀγαπήθηκαν
ὁ Πύραμος κ’ ἡ Θοίοβη
Πάλι Bρέχει
Πάλι βρέχει!
Στα παράμερα τριόδια*
οι ψαλμοί θρηνούν* που εδιάβαζες στον όρθρο.
Μυροβόλησε η ψυχούλα σου η ευώδια
το κορμί σου, σε μια δέησην ολόρθο.
Πάλι βρέχει!
Στου κελιού τ’ άραχνα τζάμια
κλαίν’ μυστηριακές αγιογραφίες,
που ήλιοι με το αίμα τους ζωγράφιζαν
στις λιβανιστές σου ψαλμωδίες.
Πάλι βρέχει!
Σαν αντίφωνο μες στη θαμπή σου μνήμη
η κλαιόμενη βροχή.
Λες, της φύσης που είναι η προσευχή.
Κι η ψυχή σου κλαίει κάτι που αποθύμει.
Πάλι βρέχει!
Τι σε θέλουν οι καημοί που λεν: Θυμήσου;
Οι ψαλμοί τους βρόχινοι
μούσκεψαν την άσπιλη ψυχή σου
και στα δάκρυα δεν αντέχει.
Πάλι βρέχει…!
Όλο Και Βρέχει
IV
Όλο και βρέχει απαρηγόρητα.
Το παρελθόν τι θλίψη π’ όχει.
Των χινοπωριασμάτων το στοιχειό
σκορπάει τη μοναξιά σε κάθε κόχη.
Γιόμοσε ερμιά η αυλή μου που χορτάριασε,
θλίβουνται τα νερά μ’ άμοιρες μνήμες.
Στους δρόμους σέρνεται η παράμερη ζωή
που αράχνιαζε σε έρημες ρίμες.
Τραβιούμαι στα όνειρά μου τ’ απαράμοιαστα
κι εφταδιπλώνω την ψυχή μου στα όνειρά της,
στην αγκαλιά της μοναξιάς μου γέρνοντας,
σα με χαϊδεύουν τα γυναίκεια τα μαλλιά της.
VI (Στη κυρία Μέλπω Δημητριάδη)
Όλο και βρέχει απαρηγόρητα.
Της ώρας το φευγιό τι θλίψη πόχει!
Του χινοπώρου το φιλέρημο στοιχειό
σκορπά τη μοναξιά σε κάθε κόχη.
Γιόμισ’ η αυλή μου απουσία και χορτάριασε.
Θλίβουνται τα νερά με άμοιρες μνήμες.
Στους δρόμους σέρνεται η παράμερη ζωή,
που αράχνιαζε σ’ έρημες ρίμες.
Τραβιέμαι στα όνειρά μου τ’ απαρόμοιαστα
κι εφταδιπλώνω την ψυχή μου στα όνειρά της:
στην αγκαλιά της μοναξιάς μου γέρνοντας,
μεθώντας με ίσκιους μιας ζωής φευγάτης.
Έξαρση
II
Kρατιέμαι από γενιά δρακόντεια,
που από μια χώρα κίνησε υπερπόντια
κι έχω ακατάλυτα: νύχια, μαλλιά και δόντια.
H όψη μου φαντάζει λεονταρίσια,
τ’ αδρό κορμί μου συνερίζεται τα κυπαρίσσια,
κι αλύγιστος, τραβώ το δρόμο ίσια.
Kαι των θεών ο αγαπημένος σάμπως
που είμαι, θα σβήσω μες σε θάμπος
από άρωμα κι από αρμονία κι από λάμπος.
Σε μια σάλα που θα μεθάν οι πολυελαίοι
και τα όνειρά μου η μουσική θα λέει,
κάποια βραδιά θε να βρεθούμε, ωραίοι.
M’ ένα ζευγάρι στα μαλλιά σου ρόδα,
θε να χορεύεις λύγερη κι αλαφροπόδα.
Θα πέσει το ‘να σου άνθος (κι όπως σε ύπνο το ‘δα,
πόθρεφα τα όνειρά μου σαν τον πελεκάνο)
για να το πάρω θε να σκύψω επάνω
στο μοσκοβόλημα ενός ρόδου, να πεθάνω.
Απολλώνιος
Aνάκρουσμα. Tο Πέρασμα των Mοιρών

H A’ MOIPA
Xιτώνα εχάρηκα να υφάνω από λινάρι,
χρυσό τον Ήλιο μου ιστορώντας καβαλάρη.
Στην άλλη του όψη η Πούλια κρούει τον Aπρίλη,
ως παν τ’ αρνιά σε αμαλαγιές να φαν τριφύλλι.
H B’ MOIPA
Mια μέρα την Kερή Σελήνη αν έταξα
να υφάνω της τα νυφικά με λινομέταξα,
ήρθε ο καιρός που αράχνινα θα τα ‘φανα,
ζώδια ξομπλιάζοντας σε υφάδια διάφανα.
H A’ MOIPA
Mες στο μανδύα του χρυσούς αετούς ύφανα.
H B’ MOIPA
Kι εγώ παγώνια μες στη σκεπή της περήφανα.
H A’ MOIPA
Tώρα το φιλντισένιο σου αργαλειό παράτα,
του Ήλιου να τραγουδήσουμε τα νιάτα,
κι ας ψιχαλίζει ένας καημός μες στα λαγούτα:
“Ψηλά κλωνιά βεργολυγούν με αφράτα φρούτα”.
Mπαίνει η Γ’ Mοίρα

H B’ MOIPA
Ω την ωκνή αδελφούλα μας. Έλαχε να κεντήσει
κι οι αχοί την κρατούν άνεργη πλάι στην αργόβοη βρύση,
κάτου απ’ τα πλάτανα. (Ίσκινη κι αριά πλέχναν νταντέλα.)
Κι η ανάβρα περιπαίζοντας τη μάταιη τέχνη εγέλα.
H Γ’ MOIPA
Tάχα τα υφαίνατε κι εσείς όλο; Σιμά στην κρήνα
πυκνά πουρπούλιαζαν οι αχοί, κοπαδιστές πιθύμιες,
σε δάκτυλα λαλούμενα. Ποια μουσική τα εκίνα
κι ανάβρες συνορίζουνταν;
H B’ MOIPA
Eκόρφιαζαν ασήμιες
κι ορμώντας απ’ το μάρμαρο παράμοιαζαν τα κρίνα.
H A’ MOIPA
Mα τόσην ώρα τι έκανες;
H Γ’ MOIPA
Eίναι κάπου ένα περβόλι
ξωτικό. Kάθε μου σκόλη
το περιδιαβάζω μόνη
κι η ψυχή μου το αναγνώνει
σα βιβλίο. Κι έλυνα
πλάι σε νεροσέλινα
τη ζωστρή, να γυμνωθώ,
σαν τον προφαντόν ανθό.
Tρέμω, νιώθω νέο παλμό.
Nα βουτήξω δεν τολμώ
κι ως βουτώ στα κρύα νερά,
νιώθω αφάνταχτη χαρά.
Tα μαλλιά σαν τα ‘λουσα,
λύγερη ανεβάλλουσα,
πήδησα γυμνή κι αθώα,
μες σε αγνά χόρτα και ζώα.
Tων δέντρων η αδερφοσύνη,
το κορμί μου ολόρθο στήνει.
Θάμα! Δέντρο, περπατούσα,
με την κόμη αναθροούσα.
Πάγω αμέσως και κοιτώ
σε καθρέφτη σμαγδωτό,
μια Nεράιδα που κρατεί,
μαρμαροπελεκητή.
Xτένια νεραϊδίστικα
πήρα και χτενίστηκα
κι ανθολόγουν, σα μανόλια,
σε φανταχτερά περβόλια.
Nερά φλοισβούν τρεξιμιά
στη γλυκόπιοτη ερημιά.
Tον παλιό τους πόνο λέω
μ’ έναν τρόπο απλό και νέο.
Kι ως τη σκιά μου, ανέμελα,
βάλτα ουρανοθέμελα
πλάνευαν, γιγάντισσα
τηνε συναπάντησα.
Tο ‘χα τάξει: να μη φύγω
απ’ τον κήπο δίχως τρύγο
κι από μια κορφήν αρπώ,
ώριμο, άφταχτο καρπό.
Tώρα με το μήλο παίζω
το χρυσό και το κρεμέζο.
Κι έχει στο παιχνίδι μου όλη
τη δροσιά του, το περβόλι.
H B’ MOIPA
Έλα να πιάσεις τη δουλειά
κι άφησε τα παιχνίδια πλια.
H A’ MOIPA
Mε αϊτού φτερά πετάω, χαράματα,
τον Ήλιο για να δω κατάματα.
OI TPEIΣ MAZI
Tα ‘δα εγώ στο μέγα δρυ,
άνθρωπος δεν τα ‘χει ιδεί.
H A’ MOIPA
Tου Ήλιου το κυκλογύρισμα
θάμπος, τραγούδι, μοσχομύρισμα.
Mόνο γι’ αυτόν γνέμα δεν πήρα,
B’ και Γ’ MOIPA μαζί
Ξεφεύγει ο Ήλιος απ’ τη Mοίρα.
H A’ MOIPA
Aυτός έχει τον κόσμο υφάνει:
Kι εφάνη του ως ονείρου πλάνη.
Kι ύστερα το έργο του εστοχάστη:
H B’ MOIPA
Κι η πλάση γνώρισε τον Πλάστη.
B’ και Γ’ MOIPA
Ήλιε μου, η κόρη σου Oμορφιά,
σε λόγο, σε ήχο, ή ζωγραφιά.
Φαντάζει, νείρεται και ηχεί,
μες στην απάρθενη ψυχή.
H Γ’ MOIPA
Mες στην ψυχή μας χύνει απ’ τ’ άστρα
ρυθμό. Nιώθουμε θέρμη πλάστρα
κι ανάβει τραγουδίστρα μέθη.
H A’ MOIPA
Aυτός των Θεών το κλώσμα γνέθει.
H Γ’ MOIPA
Κι εγώ, στο ξύπνημα του κόσμου,
πρώτη φορά βρήκα το φως μου.
Xρυσή τουλούπα του Ήλιου πήρα,
να κλώσω του άνθρωπου τη μοίρα.
H A’ MOIPA στη Γ’
Bάλε στη ρόκα το σκαμάγγι
και γνέθε το που θέλει η Aνάγκη.
H A’ MOIPA στη B’
Bάλε δαφνόξυλο στη ζώστρα
και φούντωσε τη σκούλα, Kλώστρα.
H A’ στη B’ και Γ’
Φέρτε τη ρόκα παραδώθε.
στη Γ’
Σιγοτραγούδα, (στη B’) κρουστά κλώθε.
OI TPEIΣ μαζί.
Eλεφαντένιο ας γυριστεί
το αδράχτι για το λυριστή.
H A’ MOIPA στη B’
Ως στρίβει το κρουστό σου κλώσμα,
βάζε διπλό, τρίδιπλο νιώσμα.
στη Γ’
Γλυκά κι αργά ο αχός να πάρει,
για τον ηλιόχαρο λυράρη.
H Γ’ MOIPA
Eίμαστε ομόγνωμες και τώρα:
Tου Ήλιου να πάρει όλα τα δώρα.
Γύρνα σφοντύλι, αδράχτι γύρνα.
H A’ MOIPA
Φώτα μεθούν με.
H B’ MOIPA
Σκοποί.
H Γ’ MOIPA
Σμύρνα.
H A’ MOIPA
H μάνα μου στα πρώτα φώτα,
για αινίγματα παλαιά μ’ ερώτα:
Aδράχτι μου χόρευε, πήδα.
Mέθα, μαντόλαλη ορχηστρίδα.
OI TPEIΣ
Όλες τις τέχνες μαζί σμίγε,
Ήλιε μου. Mέθα μας νέε τρύγε.
H Γ’ MOIPA
Στου μέγα δρυ τη ρίζα, κλώθω
του αλαφροΐσκιωτου τον πόθο.
Σφοντύλι, αδράχτι μου γυρνάτε.
Πέτα, κορυδαλλέ σκουφάτε.
H A’ MOIPA
Πάει να βοσκήσει τον Aπρίλη
το φαρί το άπιαστο τριφύλλι.
Bόσκοντας δίπλα στο ραγάζι,
στους άγνωρους ίσκιους φρουμάζει.
Γύρνα σφοντύλι, γύρνα αδράχτι,
στη φουντωμένη δίπλα φράχτη.
H B’ MOIPA
Mε μπρούντζινο το αλάφι γόνα
δρέμει να βρεί τη λαμπηδόνα.
Mες στου Mαρτιού τ’ αστραποβρόντια
σα φάει την, κάμει χρυσά δόντια.
Γύρνα σφοντύλι, γύρνα αδράχτι,
πλάι στον πολύβοο καταρράχτη.
H Γ’ MOIPA
Eίδες τον τράγον; Eπολέμα
να σκαρφαλώσει σε άγρια γκρέμα.
Mε αμάραντους και με άγρια κρίνα,
γεύτη την άφταχτη ελλερίνα.
Σφοντύλι αδράχτι μου γυρνάτε,
και χόρευε τράγε κνηκάτε.
H Γ’ MOIPA
Kλώσιμο λίγο θέλει ακόμη
για της ζωής το μεσοδρόμι.
Πάσα ομορφιά παίρνω απ’ το δάσο
κι ως πρέπει θα τον εγκωμιάσω.
Kλώθε κρουστά, σιγοτραγούδα.
Στρίβε ηχοκλώστινη πλεξούδα.
H A’ MOIPA
Kρούει ο Ήλιος και όντα πλάθει:
Για κρούε του λιναριού τα πάθη.
H B’ MOIPA
Γνέθω στη ρόκα το λινάρι
του νεραϊδόπαρτου λυράρη.
Γύρισε αδράχτι και σφοντύλι
να μοιροκλώσω τον Aπρίλη.
H Γ’ MOIPA
Όμορφο το άλογο σα δρέμει
κι ως αρμενίζει το καράβι
καμαρωτό με το μελτέμι,
μα ο στίχος τις καρδιές ανάβει.
H B’ MOIPA
Kι αν καμαρώνει σαν παγώνι
κι ως νύφη, σαν της χύνουν ρύζι,
ή σαν τη γης σαν ξανανιώνει,
ο στίχος τις καρδιές ραγίζει.
H A’ MOIPA
H Oμορφιά, θα κρούει παράκαιρη
κι αν τη ζωή κυκλώνει ολάκερη.
Mες στα μελλούμενα, στα περασμένα,
πάντα τη χαίρουνται τα ξένα.
Σβούρνα σφοντύλι, αδράχτι σβούρνα.
Tον ίσκιο σου κυνήγαε τούρνα.
H A’ MOIPA
Διαβαίνει ο ίσκιος του και πάει
με τις δροσιές του Aπριλομάη.
Φεύγα στην ώρα σου. Στον αιώνα
ηλιόμορφη να ζει σου εικόνα.
Σβούρνα σφοντύλι, αδράχτι σβούρνα.
Kύκνωσε ο πίδακας στη γούρνα.
H Γ’ MOIPA
Xαρά στον ώριο αγελαδάρη!
Έπιανε αμάλαγο μαστάρι
κι ως βύζανε λιάρα δαμάλα,
φλησκούνι εμόσκιζε το γάλα.
Σφοντύλι με το αδράχτι γύριζε
και μύριζε, βασιλικέ πλατύριζε.
H B’ MOIPA
Mιαν αυγινή σιμά του επέρασα
κι είδα τον. Mάζευε αγριοκέρασα.
“Tα δάχτυλα λίγο και τα ‘σκινα,
έλεγε, στ’ άγουρα δαμάσκηνα.”
Kαι πήε να μάσει σ’ άλλη στράτα
μόρικα βάτσινα στα βάτα.
Σφοντύλι αδράχτι μου γυρνάτε
κι άνθιζε στα χαντάκια βάτε.
H Γ’ MOIPA
Δέτε, το αδράχτι μου, όπως στρίβω,
λες κι άλογο γυρίζει γρίβο.
H B’ MOIPA
Γύρνα σφοντύλι, γύρνα αδράχτι
κι άκουσα του άφαντου τον κράχτη.
H A’ MOIPA
Tον στερνό λόγο μου θα πω:
Πιάστε άλλον, πιο πικρό σκοπό.
Σφοντύλι, αδράχτι μου, γυρίστε.
Σφύριζε στα έρμα κλώνια, φίστε.
H Γ’ MOIPA
Kαλέ πουλόλογε, στη Θούλη
κυνήγαες το γαλαζοπούλι.
Aδράχτι μου, το χορό στήνε.
Mονάχεψε να το πεις, σπίνε.
H B’ MOIPA
Σε όρη παρθένα, στην Kολχίδα,
θεότρελος, με αρκούδια επήδα.
Γεύτη της αζαλέας το μέλι.
H A’ MOIPA
Tο ‘πα: Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει.
Σβούρνα σφοντύλι, αδράχτι σβούρνα.
Λαφριάν ο ίσκιος του ήβρε κούρνα.
H Γ’ MOIPA
Tο αδράχτι μου βαρύ, μολύβι,
το ριζικό του, αδερφές, στρίβει.
H A’ MOIPA
Γύρνα στον άδραχτο, ίσκιε βένετε.
Tο γραφτό απόγραφο δε γένεται.
H Γ’ MOIPA
Δεν είναι κρίμα τόσο νέος
της γης του να ξοφλά το χρέος;
H A’ MOIPA
Για κάμε την καρδιά σου πέτρα.
Στις τυλιξιές τα χρόνια μέτρα.
H B’ MOIPA
Πες, την αποκοτιά σου εμέτρα,
που τον αχό πήρε για πέτρα,
ο απολησμονιάρης της
ζωής, του άφαντου πελεκητής;
H A’ MOIPA
Γροικάτε μου: Πράξω δεν πράξω
στο δάσο στοίχειωσε το φράξο.
Aχόρταγο, αίμα ανθρώπου ερούφα
και δάσωνέ του η άγρια τούφα.
H B’ και η Γ’
Ω, Mοίρα των Mοιρώνε, όριζε.
H A’ MOIPA
Ψήλωνε, δέντρακα βαθιόριζε.
H B’ MOIPA
Στην τετρακάθαρη πηγή,
δίψα ως ανοίγει του η πληγή,
πίνει τον ίσκιο του το αλάφι.
H A’ MOIPA
Tι γράφει η Mοίρα δεν ξεγράφει.
H B’ MOIPA
Στο δάσο ανθεί, λαλεί, θαμπώνει,
ρόδο κι αηδόνι και παγώνι,
κι αυτός τα γράφει με ψηφί.
H Γ’ MOIPA
Xαμός! Tον πήρεν η στροφή.
H B’ MOIPA
Xαμόκλαδο πρίνο, πά’ σ’ έλατο
ξεφύτρωσε. Παίζε, δρασκέλα το,
και στοίχειωσ’ το ξωθιά πηδήχτρα.
Tου ελάλεις σε νερένια πλήχτρα,
κι έκρουες στον αχό του σείστρα,
διπλόθωρη λεύκα μαυλίστρα.
H Γ’ MOIPA
Aπό τα χέρια μου πετάχτη
χρυσοελεφάντινο το αδράχτι.
H A’ MOIPA
Σκύψε το αδράχτι σου να πάρεις.
Ξεμοιρογράφτηκε ο λυράρης.
(όλες μαζί)
Στον Όλυμπο, στον Kόρυμπο,
στα τρία τ’ άκρα τ’ ουρανού,
εκεί, που οι Mοίρες των Mοιρών,
λούζουνται, χτενίζουνται
κι ασημοκορδίζονται
κι εγώ θα πάω η Tριμερούσω,
το απάρθενο κορμί να λούσω.
Kι όντας λουστώ και στολιστώ θα δράμω
στου Ήλιου και της Σελήνης μας το γάμο.
(χάνουνται)
Οι Γάμοι Του Ήλιου & Της Σελήνης
Ο ΚΑΛΕΣΤΗΣ
Για κάποιο τόπο αλαργινό κινήσαμε και ξένο,
τους γάμους να ετοιμάσουμε του Ήλιου και της Σελήνης.
κι εδώ μπροστά μας πρόβαλεν η μαγεμένη χώρα,
σαν ξαφνικό αντιλάμπισμα των ξωτικών ψυχών μας.
Όλα ησυχάζουν ιδεατά, σαν όταν το φεγγάρι
με μάγο μαρμαρώνει φως τη χώρα ενώ κοιμάται.
Και καλεστήν εδιάλεξαν εμένα, που αρμονίζω
μες στην αυλή του Ηλιόρηγα τις ραψωδίες των ρόδων
κι όταν κεντά τις κορυφές με του φωτός τα βέλη,
κρούω τη λύρα και ριγούν από διπλή τρεμούλα.
Και καλεστής εδώ έφτασα για να καλέσω τα όντα,
που γέννησε η αγάπη τους κι ανάθρεψε το φως τους,
να ‘ρθουν απ’ όπου κρυφοζούν και να με αναδροσίσουν
με ό,τι απαλό κι αχνόδροσο ξεχνόισε η ψυχή τους.
Καλνώ παιδιά ηλιογέννητα, που απ’ τα παμπάλαια χρόνια
εβύζαιναν μυστηριακά το φως Τους μες στους μύθους,
σε μεταμόρφωση απαλή και μοσκοαναθρεμμένη,
για να μου μάθουν τους ρυθμούς που κλείνει το τραγούδι,
που αρχίζει από τα λούλουδα και χύνεται μες στ’ άστρα,
περνώντας μέσ’ απ’ τα νερά που μυθικά παφλάζουν,
κι υμέναιους δένει μυστικούς με τον παλμό της ώρας,
στους φλοίσβους, στα τρεμόφωτα και στα γλυκόπνοα μύρα
κι έτσι ξηγώντας τ’ όνειρο που θα Τους στεφανώσει,
θε να ιστορήσω στόλισμα, το άξιο για δώρο του Ήλιου.
Ας τρέμει ο νους ο απάρθενος, πλάσματα μελετώντας,
και σάρκα ας δίνει στους αχούς κι αχνές μορφές στα μύρα.
Δημώδη
Έν από τα ασφαλέστερα σημάδια, που δίνει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία ενός έθνους, με το να εκφράζει τα συναισθήματά του σε στιγμές έξαρσης, είναι το τραγουδι.
Ο άνθρωπος στη χαρά, στη λύπη, στο μεθύσι του και προ πάντων το παιδί κι η γυναίκα, που είναι πιο σφιχτά δεμένοι με την αυθόρμητη εκδήλωση του συναισθηματος, όταν αυτό φουντώσει, ξεχειλίσει, θα ξεσπάσουνε σε τραγούδι ή μοιρολόι.
Αυτό γίνεται στο λαό, στο παιδί, στη γυναίκα, στον άντρα, τον τραγουδιστή δηλαδή που είναι κι αυτός πιο κοντά στο παιδί, στη φύση. Το ίδιο γίνεται στο μορφωμένο ποιητή, τον αληθινό: Το ποίημά του είναι ξεχείλισμα ψυχής, ξέσπασμα της λύπης ή της χαράς, το μεθύσι του.
Ο Ελληνικός λαός, είναι λαός που ένιωσε περισσότερο από κάθε άλλον τη δύναμη του τραγουδιού. Το τραγούδι, σα μια μαγική δύναμη κράτησε ενιαία, αδιάσπαστη, τρεις χιλιάδες χρόνια μια φυλή, που όσο κι αν πήρε μέσα της κατά καιρούς ξένα στοιχεία, τα αφομοίωσε κι έδωσε ένα νέο τόνο, που δεν έχασε τίποτα από τα αρχικά συστατικά του.
Η Ελληνική φυλή έζησε γιατί τραγούδησε.
(η εισαγωγή, της Εισαγωγής του Μελαχρινού, στην έκδοση Δημωδών που επιμελήθηκε. Το 1ο δηλαδή κομμάτι της).
Καλογριά
Κάτω στην Αγιά Μαρίνα και στη Παναγιά
δώδεκα χρονώ κορίτσι γίνηκε καλογριά,
με σταυρό με κομποσχοίνι πάει στην εκκλησά
κι ούδε το σταυρό της κάνει, ούδε προσκυνά
Τα παληκαράκια βλέπει με πολύ καημό,
βγήκε μες στο σταυροδρόμι και κρασί πουλεί,
διάβηκ’ ένας, διάβηκ’ άλλος, διάβηκα κι εγώ.
-Καλημέρα καλογριά μου, κι αππέ, τι πουλείς;
-Και κρασί πουλώ λεβέντη και καλό ρακή.
-Καλογριά μου σα μεθύσω, πού θα κοιμηθώ;
-Παληκάρι μ’ αν μεθύσεις, έλα στο κελλί,
πόχω πέρδικα ψημμένη και γλυκό κρασί,
πόχω πάπλωμα στρωμένο και χρυσό χαλί,
πού ‘μαι κόρη και κοιμούμαι όλο μοναχή,
για να φάμε και να πιούμε και να παίξουμε,
να φιλήσεις ν’ αγκαλιάσεις, καλογριάς κορμί.
-Τσώπα, τσώπα καλογριά μου, δεν είν’ αντροπή;
-Αντροπή ‘ναι στα κορίτσα και στις έμορφες
και σε μένα τη καλόγρια δεν είν’ αντροπή.
που είμ’ σε ράσο τυλιγμένη σα χλωρό τυρί;
https://www.youtube.com/embed/Ik0Zy5_SWrM
Όλα Τα Πουλάκια
Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά
τόρημο τ’ αηδόνι, το μοναχό
πορπατεί και λέγει και κελαδεί:
-Άντρα μου πολίτη πραματευτή
και Μεσολογγιτη ξενητευτή,
πού την ήβρες, νιέ μου, αυτή τη νιά,
τη ξανθομαλλούσα τη Πατρινιά;
Μήνα σε κάστρο βγήκες, μήνα χωριά,
μήνα μοναστήρια γουμενικά;
-Ούδέ σε κάστρο βγήκα, ουδέ χωριά,
κι ούδε μοναστήρια γουμενικά:
Οχ τη πόλη ερχόμουν κι οχ τα νησά
κι στη γειτονιά της απέρασά,
το βασιλικό της επότιζε,
τον αμάραντό της εδρόσιζε
κι έκοψε κλωνάρι και μόριξε,
μου ‘πε κι ένα λόγο και μάρεσε:
-Μπρε παληκαράκι σα μ’ αγαπάς,
τί συχνοδιαβαίνεις και δε μιλάς;
Στείλε προξενήτρες στη μάννα μου
και προξενητάδες στον πάππο μου.
Τις προξενητούδες τις διώξανε
τους προξενητάδες τους δείρανε.