Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος: Κοσμοκαλόγερος Κολοσσός

Βιογραφικό

     Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός κι ως “ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων”, ή “ο κοσμοκαλόγερος”, κατά το βιογράφο του Μιχάλη Περάνθη κι “η κορυφή των κορυφών” κατά τον Καβάφη. Έγραψε μυθιστορήματα, κυρίως διηγήματα, ποιήματα, μεταφράσεις, κριτικά δοκίμια κι άρθρα σε τόσες εφημερίδες που συνεργάστηκε τόσα χρόνια, και που κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
     Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ, όπως ήτανε το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μάρτη 1851 κι ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (εξ ου και το ψευδώνυμο, από τ’ όνομα του πατέρα του και το επάγγελμά του Παπα -Διαμαντής) και της Γκουλιώς (Αγγελικής) κόρης του Αλεξ. Μωραϊτίδη. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν, ὅπως συνέβαινε συνήθως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολύτεκνη. Ἡ σειρὰ τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑξῆς: Ἐμμανουὴλ (πέθανε σὲ νεανικὴ ἡλικία), Οὐρανία, Χαρίκλεια, Ἀλέξανδρος, Σοφούλα, Γεώργιος καὶ Κυρατσούλα. Ὁ πατέρας του, γόνος ναυτικῆς οἰκογένειας, ἦταν ἱερέας τοῦ νησιοῦ, στὸ ὁποῖο ἐπικρατοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση τῶν “Κολλυβάδων*. Ἡ μητέρα του καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τοῦ Μυστρᾶ, που ἐγκαταστάθηκε στη Σκιάθο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰ. Εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκεία, τα ξωκλήσια κι ήσυχη ζωή νησιώτικου περίγυρου. Όλ’ αυτά διαμορφώσαν χριστιανική ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε ως το τέλος της ζωής του.
_________________________
  * Κολλυβάδες ήταν μέλη ενός κινήματος εντός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ξεκίνησε το 2o μισό του 18ου αι. στο Αγίον Όρος κι αγωνίστηκε για την αποκατάσταση των παραδοσιακών πρακτικών σε αντίθεση με αδικαιολόγητες καινοτομίες και που μετατράπηκε απροσδόκητα σε κίνημα πνευματικής αναγέννησης. Υπήρξαν ο αντίποδας των ευρωπαϊστών, δηλαδή των επηρεασμένων από τις αρχές του Διαφωτισμού και του Εγκυκλοπαιδισμού. Τ’ όνομα προέρχεται απ’ τα κόλλυβα που χρησιμοποιούνται για τη τέλεση των μνημοσύνων. Οι υποστηρικτές του ήταν Αθωνίτες μοναχοί που ‘ταν αυστηρά προσκολλημένοι στην Ιερή Παράδοση κι επέμεναν ότι τα μνημόσυνα δεν πρέπει να τελούνται Κυριακές, γιατί αυτή είναι μέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά Σάββατα, που ‘ναι συνήθης μέρα να τιμάται η μνήμη των νεκρών. Ήταν επίσης υπέρ της συχνής λήψης της Θείας Κοινωνίας κι εξασκούσαν την αδιάκοπη προσευχή της καρδιάς. Οι όροι “Κολλυβάδες”, “Κολλυβισταί” και “Σαββατιανοί” αρχικά χρησιμοποιούνταν σαρκαστικά ως προσβολές, ωστόσο με τη πάροδο του χρόνου έγιναν τίτλος τιμής. Επικεφαλής τους ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713 -1784), ο Άγιος Μακάριος Νοταράς (1731 -1805), ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749 -1809) κι ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1722 – 1813).
___________________


                     Ο πατέρας του, Διαμαντής Εμμανουήλ

     Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του ο μικρὸς Ἀλέξανδρος, στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς Σκιάθου (1856 -60), ὅπου φέρεται ἐγγεγραμμένος σαν Ἀλέξανδρος Παπὰ Διαμάντης, στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Σκιάθου (1860 -62), σαν Ἀλέξανδρος Παπὰ Ἀδαμαντίου και στὸ Σχολαρχεῖο Σκοπέλου (στὴν Γ’ τάξη, κατὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1865 -1866), σαν Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντίου ἱερέως. Στο σχολικὸ ἔτος 1867 -68 ἐγγράφεται στὴν Α’ τάξη τοῦ Γυμνασίου Χαλκίδας, σαν Ἀλέξανδρος Ἀδαμαντιάδης. Στη διάρκεια τοῦ ἑπόμενου σχολικοῦ ἔτους ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸν καθηγητὴ τῶν Θρησκευτικῶν, πους τοῦ φαινότανε πολύ… αγράμματος κὶ ἐγκαταλείπει τὴ φοίτηση στὴ μέση της χρονιᾶς. Τον Σεπτέμβρη τοῦ 1869, δίνει ἐξετάσεις, παίρνει τὸ ἐνδεικτικό της Β’ τάξης ἀπὸ τὴ Χαλκίδα καὶ τον Ὀκτώβρη ἐγγράφεται στὴ Γ’ τάξη τοῦ Γυμνασίου Πειραιῶς. Τέλη Γενάρη 1870 διακόπτει τὴ φοίτησή του εκεί κι ἐπιστρέφει Σκιάθο. Ἕνα έτος μετά βρίσκεται στὴν Ἀθήνα μὲ συστατικὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Εὐαγγελιστρίας Σκιάθου Δαμιανοῦ πρὸς τὸν πρωθυπουργὸ Ἀλέξανδρο Κουμουνδοῦρο καὶ τὸν ὑπάλληλο τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Βαλαβάνη. Ὡστόσο δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲ θέλει νὰ τοὺς συναντήσει. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἑπόμενου ἔτους πραγματοποιεῖ ταξίδι στὸ Ἅγιο Ὅρος, ὅπου, φιλοξενούμενος τοῦ μοναχοῦ Νήφωνα τῆς Μονῆς Δοχειαρίου, συμπατριώτη καὶ πιστοῦ φίλου του, παρέμεινε μερικοὺς μῆνες “χάριν προσκυνήσεως” κι ολοκλήρωσε τη (χαμένη) κωμωδία, Ο Διοπτροφόρος κι ένα ποίημα αφιερωμένο στη μητέρα του.. 
     Το 1872 επισκέφθηκε λοιπόν το Άγιον Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο και παρέμεινε 8 μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το αγγελικό σχήμα, επέστρεψε στην Αθήνα 26 Σεπτέμβρη 1873 μέσῳ Χαλκίδας. Δίνει μὲ ἐπιτυχία κατατακτήριες ἐξετάσεις καὶ ἐγγράφεται στὴ Δ’ τάξη τοῦ Βαρβακείου Λυκείου. Φοιτᾶ στὸ Βαρβάκειο, ἐνῶ ταυτόχρονα παραδίδει και κάποια ἰδιαίτερα μαθήματα, γιὰ νὰ ἐνισχύει τὰ πενιχρὰ οἰκονομικά του. Στὶς 16 Σεπτέμβρη 1874 πῆρε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Βαρβακείου μὲ βαθμὸ “σχεδὸν καλῶς” 3 (μὲ ἄριστα τὸ 6) και με τ’ ὄνομα Ἀλέξανδρος Παπαδαμαντίου. Στὶς 25 Σεπτέμβρη τοῦ ἴδιου ἔτους, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεύτηκε ἀνάμεσα στὴ Θεολογία καὶ τὴ Φιλολογία, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου ἤδη φοιτοῦσαν τὰ ξαδέλφια του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ Σωτήρης Οἰκονόμου, ήτανε συμφοιτητής με τον Βιζυηνό, ενώ στους καθηγητές του ήταν ο Στέφανος Κουμανούδης. Αντίθετα μ’ αὐτούς, δὲ θὰ τη τελειώσει ποτὲ, πράγμα που στοίχισε στον πατέρα του, (εξακολουθούσε όμως να προφασίζεται συνέχιση των σπουδών του στην οικογένειά του για αποφυγή της επιστροφής του στη Σκιάθο και της στράτευσής του) που τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις 4 αδελφές του. Οι 3 απ’ αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές του -όπως όταν π.χ., απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα. Το 1877 δημοσίευσε ανώνυμα σειρά άρθρων στην Εφημερίδα με τίτλους Η εβδομάς των Αγίων Παθών και Το Άγιον Πάσχα, στρατεύτηκε για σύντομο διάστημα, διότι πήρε αναστολή ως σπουδαστής, και κλήθηκε ξανά στον στρατό το 1880 -1881.


                                    Η αδελφή του, Χαρίκλεια

    Μένει στὴν Ἀθήνα καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πρὸς τὸ ζῆν κυρίως μὲ φροντιστήριο μαθητῶν. Το 1881 δημοσίευσε το ποίημα Δέησις (Εράνισμα εκ των ψαλμών) στο περιοδικό Σωτήρ, εγκαινιάζοντας την επίσημη πλέον παρουσία του στα γράμματα με τ’ όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Παράλληλα ἔχει διαρκῶς τὴν ἔγνοια γιὰ τὴν οἰκογένειά του κι ἐνεργεῖ γιὰ νὰ διευθετήσει ὑποθέσεις τοῦ πατέρα καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀπὸ τὸ 1876 ἀρχίζει νὰ δημοσιεύει ἀνωνύμως ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα στὴν Ἐφημερίς. Συχνάζει στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Σπ. Κουσουλίνου κι ἀρχίζει νὰ γνωρίζεται μὲ δημοσιογράφους καὶ λογοτέχνες τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβρη τοῦ 1879 μέχρι το Γενάρη τοῦ 1880 δημοσιεύει, μ προτροπὴ και σύσταση τοῦ Βλάσση Γαβριηλίδη, τὸ 1ο μυθιστόρημα Ἡ Μετανάστις στον Νεολόγο στη Πόλη. Ὑπηρετεῖ στὸ στρατὸ ἀπὸ Σεπτέμβρη 1880 μέχρι Ιούνιο 1881. Ἀπὸ τὸ 1882 ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστὴς στὴν Ἐφημερίδα τοῦ Δ. Κορομηλᾶ. Τα οικονομικά του προβλήματα άρχισαν να υποχωρούν κι έτσι ανακοίνωσε και στην οικογένεια τη συγγραφική του δραστηριότητα. Ἀπὸ τότε καὶ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἡ μετάφραση ἄρθρων γιὰ λογαριασμὸ ἐφημερίδων καὶ περιοδικῶν τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ βιβλίων, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά, ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ βιοπορισμοῦ του. Μεταξὺ Νοέμβρη 1882 καὶ Φλεβάρη 1883 δημοσιεύεται στὸ περιοδικὸ Μὴ Χάνεσαι το μυθιστόρημά του Οι Έμποροι Των Εθνών, μὲ τὸ ψευδώνυμο Μποέμ, ἐνῶ ἀπὸ Ἀπρίλη μέχρι Ὀκτώβρη τοῦ 1884, στὴν Ἀκρόπολη δημοσιεύεται τὸ 3ο του μυθιστόρημα, Ἡ Γυφτοπούλα και στο περιοδικό Εστία (Χρήστος Μηλιώνης, 1885).
     Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά κι Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές κι αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα Η Μετανάστις στην εφημερίδα Νεολόγος. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του Οι Έμποροι Των Εθνών στην εφημερίδα Μη Χάνεσαι, ενώ παράλληλα συνέχισε να εργάζεται σαν μεταφραστής. Η θέση του βελτιώθηκε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο κι εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Ακολούθησαν δυο χρόνια σιωπής του (οι πληροφορίες αναφέρουν συγκατοίκησή του με τον μοναχό Νήφωνα που είχε τότε εγκαταλείψει το Άγιο Όρος) ως το 1887, οπότε, 25 Δεκέμβρη δημοσιεύει ένα άρθρο με τίτλο Χριστούγεννα, με ψευδώνυμο ΒΥΖΑΝΤΙΝΌΣ κι 26 Δεκέμβρη η δημοσίευση του 1ου χριστουγεννιάτικου διηγήματος Το Χριστόψωμο και τα 2 στην Εφημερίδα. Η τελευταία αυτή συνεργασία κράτησε ως το 1891 και καρποί της στάθηκαν πολλά διηγήματά του και λογοτεχνικές μεταφράσεις με κορυφαία κείνη του έργου του ΝτοστογιέφσκυΈγκλημα & Τμωρία.


     Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι Τῶν Εθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες.
      Βιογραφικό που ‘στειλε στον Βλαχογιάννη που το ζήτησε για την Εστία.

     Το 1891 επιχείρησε χωρίς επιτυχία να πραγματοποιήσει έκδοση επιλογής των διηγημάτων του με τίτλο Θαλασσινά Ειδύλλια (2η προσπάθειά του το 1902 απέτυχε επίσης).. Είχε προηγηθεί μια έκδοση διηγημάτων του μαζί με έργα των Α.Μωραϊτίδη κι Α.Σπηλιωτόπουλου από τον Γαβριηλίδη (1890) καθώς και το άρθρο του Παλαμά για τον Παπαδιαμάντη στη Τέχνη (1889). Το 1895 πέθανε ο πατέρας του κι από τότε, επιφορτίζεται με την οικονομική φροντίδα της οικογένειάς του. Στα 1902 -04 έμεινε στη γενέτειρά του κι αφοσιώθηκε στη μετάφραση των έργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατά παραγγελία του Βλαχογιάννη που η φιλία τους μετρά από το 1901. Από τη Σκιάθο συνέχισε να στέλνει έργα του στα αθηναϊκά φύλλα (το 1903 δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη η Φόνισσα). Το 1904 επέστρεψε στην Αθήνα. Είχε προηγηθεί νευρικός κλονισμός του αδερφού του Γιώργη κι ακολούθησε ο θάνατός του το 1905.
     Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν κι η αμοιβή του από την εργασία του στην Ακρόπολη ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες – συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήτανε σπάταλος κι ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στη ταβέρνα του Κεχριμάνη στου Ψυρρή (όπου έτρωγε 27 ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του κι η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τονε κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος κι ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στη τσέπη του.


                                    Η αδερφή του Σοφούλα

     “Κατ’ έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος…” έχει γράψει στο διήγημά του ‘Πατέρα Στο Σπίτι. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Νιρβάνας: όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα Το Άστυ, ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: “Πολλές είναι 150. Με φτάνουν 100“. Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά -σιγά του έγινε πάθος, καθώς και το τσιγάρο κι η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο. Εξακολούθησε τη συγγραφική του δραστηριότητα (παρά τη κακή κατάσταση υγείας), χωρίς ποτέ να δει έκδοση των έργων του και το 1906 ο Βλαχογιάννης τον πηγαίνει στο φιλολογικό καφενείο της Δεξαμενής. Ως τότε απέφευγε τους λόγιους κύκλους, λόγω της οικονομικής του ανέχειας, του φόρτου εργασίας του αλλά και της μοναχικής φύσης του και προτιμούσε να συχνάζει σε λαϊκές αθηναϊκές συνοικίες ή να ψέλνει στην εκκλησία του Προφήτη Ελισσαίου στο Μοναστηράκι με τον ξάδερφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Στη Δεξαμενή φωτογραφήθηκε (για 1η φορά στη ζωή του) από τον Νιρβάνα και η ιστορική πλέον φωτογραφία του δημοσιεύτηκε ολοσέλιδη συνοδεία εκτενούς άρθρου για το πρόσωπό του από το Νιρβάνα στα Παναθήναια.
     Παρ’ όλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρ’ όλο που του άρεσε η μοναξιά κι η απομόνωση και δεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο περιοδικό Νέα Εστία (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για κείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας κι ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μαλακάσης κι ένας -δυο άλλοι. Ακόμα και προς το Βλάσση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα σε κάθε δύσκολη στιγμή, δεν έδειξε την αγάπη, που ίσως, θα έπρεπε να δείξει. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του. Αυτός ο περίεργος κι απόκοσμος τρόπος ζωής, με τη παράλληλη προσήλωσή του στη θρησκεία τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στο Ναό του Αγίου Ελισσαίου (ὁ ὁποῖος μὲ ἐνέργειες τῆς Ἑταιρείας Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν ἔχει ἀναστυλωθεῖ ἀπὸ τὸ 2004 καὶ στὸν ὁποῖο ἡ Ἑταιρεία τελεῖ κάθε μήνα ἀγρυπνία) ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο ξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης κι εφημέριος ήταν ο παπα –Νικόλας Πλανάς (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος).


        Αυτή τη φωτογραφία τον έπεισε να τη τραβήξει ο Π. Νιρβάνας

     Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό κι η ασυλλόγιστη απλοχεριά του γίναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε κι η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οι Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Νιρβάνας, Δημήτριος ΚακλαμάνοςΑριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός το 1908 για τα λογοτεχνικά 25χρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει απ’ το οικονομικό αδιέξοδο, υπό τη προστασία της πριγκήπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Η κατάσταση της υγείας του παρουσίαζε διαρκή επιδείνωση, αρνήθηκε να παρευρεθεί στον Παρνασσό και στο τέλος του ίδιου μήνα έφυγε για τη Σκιάθο, όπου έμεινε ως το θάνατό του, εξακολουθώντας να στέλνει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Με τα χρήματά του Παρνασσού, πράγματι, κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει 1η φορά καινούρια ρούχα. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο πριν φύγει. Δεν ήθελε να παραμείνει στη πόλη “της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών” και δεν είχε σκοπό να επιστρέψει, όπως ο ίδιος έγραψε. Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του ‘στελνε ο Βλαχογιάννης, για να ‘χει κάποιο πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρηστήκανε και του ήτανε δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
     Ο Παπαδιαμάντης πέθανε 3 Γενάρη 1911. Εκεῖ, στὸ πατρικό του σπίτι, θὰ ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ λίγες ὧρες πρὶν εἶχε ψάλει ὕμνο τῶν Ὡρῶν τῆς ἐπικείμενης γιορτῆς τῶν Φώτων, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του και πνευμονία, -μόλις τη προηγούμενη, είχεν αναγγελθεί η βράβευσή του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού και τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι αλλού. Στις 22 Νοέμβρη 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους 11 τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 γίναν ομιλίες μπρος στη προτομή του για το έργο του, με τη παρουσία και συμμετοχή 400 Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς κι 150 Ελλήνων λογοτεχνών κι άλλων θαυμαστών του.
     Διηγήματά του άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε τη 1η βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική κι άλλοτε αρνητική. Αν κι η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα, που να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου του, δεν υπάρχουν ως το 1935. “Τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…“. Ήταν το αγαπημένο του εκκλησιαστικό τροπάρι κι αυτό επέλεξε να εκτελέσει η βυζαντινή χορωδία στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε στην Αθήνα το Γενάρη του 1961 για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του. Εκείνη τη βραδιά, στην αίθουσα του Παρνασσού μίλησαν ο λογοτέχνης Γεώργιος Βαλέτας κι ο Φώτης Κόντογλου για τη θρησκευτικότητα του “Αγίου” των ελληνικών Γραμμάτων. Στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο, οι εκδηλώσεις κράτησαν όλο το χρόνο, που είχε ονομαστεί Έτος Παπαδιαμάντη. Σήμερα, η κάρα του φυλάσσεται στο Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Σκιάθου, ενώ ο τάφος του διατηρείται στο Κοιμητήρι του νησιού.


     Εδώ τον ξανα έπεισε να φωτογραφηθούνε παρέα ο Νιρβάνας

     Μες στα περισσότερα διηγήματά του, συγγραφέα κι υμνητή “του ρόδινου νησιού του”, γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση. Επίσης αναφέρεται συχνά κι η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του και με τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες. Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, έπαιρνε θέματα από τη ζωή στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, τόσο στους μετέπειτα χρόνους όσο και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκυ.
     Ολάκερη ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του: “Το έπ’ έμοι, ενόσω ζω κι αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη“. Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και τη τεχνική, ώστε να θεωρείται πως αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα, που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από τον ποιητικό οίστρο και τη μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί, βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα, που χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά -σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, που έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο Αιγαίο, είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό μυστικισμό του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.
     Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, που γνώριζε την πραγματική του αξία, δε θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν κι η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.


                                    Το σπίτι του στη Σκιάθο

     Η 1η του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα Η Μετανάστις. Είναι ένα έργο του ξενιτεμένου ελληνισμού που επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, γιατί κατ’ αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν τη ψυχή τους. Με ηρωίδα την Ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια), που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και στην ευγένεια της ψυχής της, οδηγείται, με καρτερικότητα κι άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στο επίπεδο μορφής της αρχαίας τραγωδίας και, μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο, βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη διαφθορά του περίγυρου και την κακία της κοινωνίας.
     Στο 2ο: Οι Έμποροι Των Εθνών, ξεπερνά τη 1η του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο που δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλλίτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα. Πληθωρική φαντασία, σε συνδυασμό με μεγάλο συγγραφικό ταλέντο, έδωσε έργο πραγματικά γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στη πρώτη της εξόρμηση για τη κατάκτηση των Κυκλάδων και περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και την ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι “οι έμποροι των εθνών“, που η δίψα του χρήματος τούς μεταβάλει σε λύκους κι απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των ελληνικών νησιών.

                            Αυτή τη τράβηξε ο Κ. Χατζόπουλος

     Το 3ο: Η Γυφτοπούλα, είναι συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή. Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του τον θρύλο του μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Είναι μυθιστόρημα για την Άλωση, ένας θρήνος για τη Πόλη, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον ίδιο είναι σύμβολο, θετικό κι αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρία του, τον αποδοκιμάζει για τη θρησκευτική του πλάνη και την άγονη προσπάθειά του να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ιδιαίτερο θέλγητρο στη πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες τον Πλήθωνα και την άτυχη κόρη του, με τον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο (στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται κι οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό την παραμονή της Άλωσης της Πόλης).
     Με τον Χρήστο Μηλιόνη, σαν 4ο, ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της τη τύχη του Έθνους. Είναι προανάκρουσμα της παρουσίασης της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του, “απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους“. Για τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις νόθες εκλογές κάθονταν στη πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια μετεπαναστατική αυτή κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα, που και μόνο αυτό να είχε γράψει θα ήταν αρκετό να χαρακτηριστεί μεγάλος συγγραφέας. Ο πυρήνας του έργου προέρχεται από το γνωστό δημοτικό τραγούδι για τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό κι ασίγαστη πίστη στην ελευθερία.


                      Τα προσωπικά του αντικείμενα στο γραφείο του

     Η Φόνισσα είναι η 2η νουβέλα του και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα, συγκλονιστική, και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, ενώ, παράλληλα, την εξανθρωπίζει το, στο βάθος του, ανθρωπιστικό ιδανικό της.
     Τα Ρόδινα Ακρογιάλια, με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει τη παρακμή και τα γηρατειά του συγγραφέα. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Οι δύο ήρωες, ο ναυτικός Διαμαντής ο Αγάλλος κι ο βοσκός Πατσοστάθης, διηγούνται την ιστορία τους στον τρίτο ήρωα, τον αφηγητή, που ‘ναι ο συγγραφέας. Ο Αγάλλος, αλαφροΐσκιωτος από γενιά, έλειψε χρόνια στα βόρεια της Γαλλίας κι έχει γυρίσει τώρα, γεροντοπαλίκαρο, στο νησί του, ενώ ο Πατσοστάθης, αγροίκος βοσκός ή άπραγο αγρίμι, μένει για 11 χρόνια αρραβωνιασμένος επειδή του έχουν κάνει μάγια, αλλά και με μάγια παντρεύεται. Η νουβέλα μάς δίνει ανάγλυφη την εικόνα της ζωής στην ελληνική επαρχία του 19ου αι. και των ηθών στην ελληνική ύπαιθρο της εποχής όσον αφορά τον γάμο και τις προσωπικές σχέσεις γενικότερα, αναδεικνύοντας -με τον μοναδικό τρόπο και την υψηλή ψυχογραφική δεινότητα του Παπαδιαμάντη – τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις πολύ αξιόλογες περιγραφές του έργου αυτού θαύμαζε ιδιαίτερα ο Καβάφης.
     Δεν ευτύχησε να δει σαν τυπωμένο βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατό του, τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912 -1913) 11 τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε, 5 τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925 -1930 κι 1 τόμο (Θαλασσινά Διηγήματα) ο Αθ. Καραβίας το 1945. Το 1955, τα Άπαντά του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου, με βιογραφικά στοιχεία, κριτικά σχόλια και προλόγους σε γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα Άπαντά του εκδόθηκαν σε 3 τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους κι επιμέλεια Μιχ. Περάνθη. Πέρα από τα 3 μυθιστορήματα και τις 3 νουβέλες, έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες κι άρθρα. Τα διηγήματα του ανήκουν στη 3η περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, που αρχίζει με το 1ο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες και σχέδιο. Με το αριστούργημά του Ολόγυρα Στη Λίμνη, αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει με τη πρωτοτυπία του, εγκαινιάζοντας τη ποιητική πεζογραφία. Με έντονη πλαστική δύναμη, δίνει διάφανες περιγραφές και δροσερές εικόνες, καθαρές κι έντονες, που κάνουν το διήγημα πολυσύνθετο πίνακα νησιώτικης ζωής, γεμάτο ποικιλίες μορφών. Εκτός από αυτό, άλλες κορυφαίες δημιουργίες του μπορούν να θεωρηθούν, η Νοσταλγός και Το Μοιρολόγι Της Φώκιας.



     Από το 1892 ως το 1897, περίοδο που η Ελλάδα είδε τη χρεωκοπία, τη πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του ’97, αυτός ο αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει τη κοινωνική διαφθορά και τη πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής, απόχρωσης. Με τη σάτιρά του προσπαθεί να ξυπνήσει τη κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Με τους Αλαφροΐσκιωτους π.χ., μεταφέρει τη σάτιρά του στη Σκιάθο και χτυπά τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τη μαγεία κλπ. Ψυχολογικό είναι το διήγημα Φιλόστοργοι και κοινωνικό το διήγημα Χωρίς Στεφάνι. Άλλα διηγήματα αυτής της εποχής είναι τα, Ο Γαγάτος Καί Τ’ ΆλογοΑπόλαυσις Στη Γειτονιά κ.ά. Από το 1897 αρχίζει η 3η που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του κι έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία. Ξεδίπλωσε το ταλέντο του, εκδηλώνοντας μορφοπλαστικές ικανότητες μεγάλης δύναμης. Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το Όνειρο Στο ΚύμαΟι ΜάγισσεςΗ ΦαρμακολύτριαΤα Ρόδινα Ακρογιάλια κλπ. Στη 4η τελευταία τη ρεαλιστική -κοινωνική περίοδο, που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως την εποχή των μεγάλων δημιουργιών του, ανήκουν τα διηγήματα: Η Τύχη Απ’ Την Αμέρικα, έργο πνοής κι ωμού ρεαλισμού, Κοκκώνα ΘάλασσαΜάννα Και Κόρη, κλπ.
     Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι, όπως ο Γαβριηλίδης, ο Ιωάννης Καμπούρογλου, ο Δημήτριος Κορομηλάς, ο Ιωάννης Ζερβός, ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ) είναι οι πρώτοι που μίλησαν, χωρίς επιφυλάξεις, εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες, όπως ο Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Κονδυλάκης, ο Ξενόπουλος δεν ανέφεραν ούτε λέξη για το έργο του, ειδικά όταν ζούσε. Έτσι, τον διεκδικούσαν οι δημοτικιστές, γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούσαν για τη γλώσσα του. Το ίδιο και οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι μεν γλωσσικά συντηρητικός, όμως λογοτεχνικά βρίσκεται έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από του Παλαμά στα 1899, και του Νιρβάνα στα 1906, δε γράφτηκε καμμιά (μ’ εξαίρεση τη Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας) και στα 25χρονά του στον Παρνασσό, το 1908, μόνον ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης έγραφε: “Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός κι ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης“. Οι επιφυλάξεις εξακολουθούσαν. Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, “Δίνει την άυλη χαρά της τέχνης. Ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του… Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα… Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις“. Το ίδιο κάνει κι ο Νιρβάνας στα 1906: “Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν… την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον… Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής“.



     Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Ξενόπουλος τον τίμησε με μια από τις καλλίτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, “O Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου… Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή“, ενώ θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την Φόνισσα και την χαρακτηρίζει “τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην“. Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι: “μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα“. Ο Φώτος Πολίτης μ’ ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα έγραψε: “Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος κι ηθικής ρώμης“. Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό: “Μόνον ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό“. Παράλληλα με τον Πολίτη, ο Κωστής Μπαστιάς το 1928, αγωνιζόταν να κάνει τους νέους να συνειδητοποιήσουν το βαθύτερο νόημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Το 1933, ο Φάνης Μιχαλόπουλος σε μια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων, τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του, υπό το πρίσμα των νέων ιδεών και με κοινωνιολογικά κριτήρια. Ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τέλλος Άγρας και πολλοί άλλοι, νέοι τότε, είχαν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν το 1933 ο  Ξενόπουλος, με οξύτατο κι αποστομωτικό άρθρο του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: “Είναι να γελά κανείς, με μερικούς κριτικούς, που τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα κοινωνικού περιεχομένου, τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν’ αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη… Ετσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος, και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν «ιδέες», εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την ομορφιά. Ο Παπαδιαμάντης είναι δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του“.
    Τὸ πρωτότυπο ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη μπορεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Κώστα Στεργιόπουλο, νὰ χωριστεῖ σὲ τρεῖς περιόδους. Στὴν πρώτη (1879 -1885) ἀνήκουν τα 3 προαναφερθέντα μυθιστορήματα καθὼς κι ὁ Χρῆστος Μηλιώνης. Ἡ διηγηματογραφία ἐκτείνεται στὴ δεύτερη (1886 -1896) καὶ στὴ τρίτη (1898 -1910) περίοδο. Μόλις τὸ 2008 βρέθηκε καὶ δημοσιεύτηκε τὸ διήγημά του Το Γιαλόξυλο. Τὸ μεταφραστικό του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες καὶ περιλαμβάνει μεταφράσεις ἄρθρων ποικίλου περιεχομένου, πεζῶν λογοτεχνημάτων καὶ 3 σπουδαίων ἱστορικῶν ἔργων. (Τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ George Finlay, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἀπὸ τὸ Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, τῆς ὁμότιτλης ἱστορίας τοῦ Thomas Gordon, κι ἑνὸς ἱστορικοῦ ἔργου τοῦ Νικολάου Σπηλιάδη, γραμμένου στὰ γαλλικά).



     Το 1937, ο Γιώργος Κοτζιούλας με μια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η περιφρονημένη νεοελληνική ηθογραφία είναι “ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας κι ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ’ αυτόν“. Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. “Πνεύμα Θεού φυσούσε και γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα… Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασσικός. Όμοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου και σώζεται από το καθετί που θα έκανε το έργο του ν’ αρρωσταίνει ψυχές… Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημά του“. Θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζαν Μορεάς, που χαρακτήρισε Το Μοιρολόγι Της Φώκιας αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας κι υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.
     Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η σημαντική φιλολογική μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο και την εποχή του Παπαδιαμάντη, που είδε το φως τον Μάη του 1940 και βραβεύτηκε με το Α’ Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 από τον ίδιο τον κριτικό) στη κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, μ’ επιμέλεια του Βαλέτα, που μέσα δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν σημαντικοί άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων όπως οι Άγγελος ΣικελιανόςΜαλακάσηςΠαναγιώτης ΚανελλόπουλοςΝίκος Βέης, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, οι Δημήτριος ΜπαλάνοςΆγγελος ΤερζάκηςΓιάννης ΧατζίνηςΔημήτριος ΛουκάτοςΚωνσταντίνος ΡωμαίοςΝικόλαος ΠοριώτηςΗλίας ΒενέζηςΤάκης ΠαπατσώνηςΜ. ΚαραγάτσηςΝαπολέων ΛαπαθιώτηςΚωνσταντίνος ΦαλτάιτςΔημήτριος ΕύαγγελίδηςΜιχαήλ ΑργυρόπουλοςΓιώργος ΚασιμάτηςΜυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύτηκε μια διεξοδική μελέτη του Πέτρου Χάρη που εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρεις αξίες: “Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας. Αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου“.


                                            Η Προτομή του

     Η Νέα Εστία το Μάρτη του 1951, αφιέρωσε κι άλλο τεύχος στον Παπαδιαμάντη για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Κι άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαναν αφιερώματα και νεότερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία, βιογραφικά και έργογραφικά, στο φως. Βαθυστόχαστη είναι η μελέτη του Μ.Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τίτλο Η Θρησκευτικότητα Του Παπαδιαμάντη. Τοποθετεί ιστορικά τη προσωπικότητα του και συλλαμβάνει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: “Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Εκείνοι είχαν τ’ όνειρο, εκείνος τη νοσταλγία. Οι δυο τους κοιτούσαν μπροστά, εκείνος πίσω“. Η εργασία του Παπαϊωάννου άνοιξε τον δρόμο για το ξεκαθάρισμα και την τελική αποκατάστασή του. Αξιολογότατο βιβλίο για αυτόν έγραψε ο Μιχαήλ Περάνθης, με τίτλο Ο Κοσμοκαλόγερος, που ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα με τη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που με σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό ύφος, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του.
     Μετά την έκδοση των Απάντων του, η κριτική έχοντας στη διάθεσή της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο για την εθνική σημασία του έργου του. Μέσα στο έργο του μιλά για την αρετή και την κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό, που γι’ αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής κι αλήθειας. Επίσης μιλά για τη πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει μέτρα για την ηθική ανάπλαση, μέτρα για τη παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας, με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή εποχή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπως και τη νεότερη. Με την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ’ όλη την αντίθεσή του στον ακραίο ψυχαρισμό, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Υποστήριξε από τη μια πλευρά την πνευματική αναγέννηση, ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση, προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακρυά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το “μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας”.


                                                 Ο Τάφος Του

     Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη κατέχει πρωτεύουσα θέση στὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἡ διηγηματογραφία του διακρίνεται γιὰ τὸ ρεαλισμό της, ποὺ φτάνει πολλὲς φορὲς μέχρι τὸ νατουραλισμό. Ἡ αὐστηρὴ κι ἀκριβολόγος θεώρηση τόσο τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ του, ὅσο καὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του, ἡ βαθειὰ στοχαστικὴ κι ἐλεγκτικὴ ματιά του πάνω στὰ κοινωνικὰ δρώμενα, ἡ ἀνάδειξη ὡς κεντρικῶν ἡρώων τοῦ ἔργου του ὄχι συνηθισμένων τύπων, ἀλλὰ ἰδιόρρυθμων καὶ περιθωριακῶν, ἀνθρώπων ναυαγισμένων κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά κι ἡ συχνὴ παραπομπὴ στὴ μικρὴ ἀνθρώπινη ὁμάδα, ποὺ ὡς ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἀποκτᾶ καθολικὲς διαστάσεις, δίνει στὸ ρεαλισμό του ἕνα χαρακτήρα κριτικὸ καὶ θεολογικὸ ταυτόχρονα. Ἡ ποικιλία τῶν ἀφηγηματικῶν τεχνικῶν κι ἡ γλώσσα του παράγουν ἔντονη ποιητικότητα. Ἡ γλώσσα του εἶναι στὴ βάση της ἡ καθαρεύουσα τῆς ἐποχῆς, ἐμπλουτισμένη ὡστόσο μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς, διαποτισμένη ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς Γραφῆς καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας καὶ διανθισμένη, ἰδίως στοὺς διαλόγους, μὲ στοιχεῖα τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, θησαυρισμένη, κατὰ τὸν Ἐλύτη, “ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας“. Ἡ ἰδιαιτερότητα αὐτὴ κάνει τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἠθογραφίας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν πεζογράφο Παπαδιαμάντη νὰ ἀναδεικνύεται “ποιητὴς τοῦ πεζοῦ λόγου“.
     Το έργο του, που ‘ναι σήμερα διεθνώς αναγνωρισμένο, επηρεάστηκεν άμεσα από το νησί που γεννήθηκε και πέθανε, το νησί που αγάπησε κι ύμνησε όσο κανείς άλλος, αλλά κι από τους ανθρώπους του, που τις πραγματικές ιστορίες τους μετέφερε γράφοντας. Υπήρξεν άριστος μελετητής της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ηθών της εποχής του. Με την απαράμιλλη και γεμάτη λυρισμό πένα του, έγραψε χωρίς αμφιβολία τα κορυφαία ηθογραφήματα της νεότερης Ελλάδας. Έτσι, το όνομά του μας παραπέμπει στο νησί του, αλλά παράλληλα, στο άκουσμα της λέξης Σκιάθος, δε μπορούμε να μη σκεφτούμε τον μεγάλον αυτό λογοτέχνη, που σφράγισεν ανεξίτηλα το νησί του ακριβώς όπως αυτό σφράγισε το έργο του.
______________________

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:

Αγγλικές:
The New Utopia Jerom Klapka Jerom
The Boundless Garden (Denise Harvey, Publisher), 2007 (διηγήματα),
Tales from a Greek Island, μετάφραση E. Constantinides (1987)
The Murderess, μετάφραση P. Levi (1983)
Alexandros Papadiamandis: Fey Folk − A tale from Skiathos,
The Murderess, (Denise Harvey, Publisher), 2007,
Around the Lagoon, tr. P. Mackridge, (Denise Harvey, Publisher),2014

Γαλλικές:
Alexandre Papadiamantis: Une femme à la mer,

Γερμανικές:
Alexandros Papadiamantis: Der Kirchenscheue,

Ιταλικές:
Alexandros Papadiamandis: Due Racconti Di Skiathos: Sogno sull’onda & Amore sotto la neve,
_______________________

ΡΗΤΑ:

   Ἡ πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.

   Ὁ Χριστὸς εἶπεν “Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω” καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δὲν εἶναι δι’ ὅλους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους “οἷς δέδοται”, ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τὶ δεν ἐξέπεσεν;

   Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.

   Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται να εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε . Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει να κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον να φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.

   Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῷ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ.

   Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.

   Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία… Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.

   Ὅθεν ἡ γλῶσσα αὕτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον να ἐξακολουθῇ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰῶνας να εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴν τουλάχιστον. Ἂς δοκιμάσῃ τις να μεταφράσῃ ἐν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. Π.χ. “Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…” Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα)° καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ’ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). “Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…” Ἀξίζει ἀληθινὰ να σὲ καλοτυχίζουμε σένα τὴν Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.

   Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾶ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.

   Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία να κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει νὰ ἐπικαλώμεθα.

   Ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα.

   Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.

   Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς σφάλμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.

=============================

                                       Παιδική Πασχαλιά

     Τόν υιόν της τον καπετάν Κομνιανόν τον επαντρολογούσεν ήδη η γριά Κομνιανάκαινα, αν και δέν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δυο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, οπού εστενοχώρουν κ’ εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των, καί ήτον καημός καρδιάς να τα βλέπη τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον:

                 “…Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα,
                     Γιατί τα φόρεσα κ’ εγώ για μιαν αγάπη πού ‘χα
“.

     Η γραία έκειτο επί τής κλίνης καθ’ όλην τήν εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου ότι «αγγελιάστηκε» καί ητοιμάζετο ν’ αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίες ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης, εν μέσω δυο γογγυσμών, έβαλε μίαν φωνήν, κ’ έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινο – ερχομένην καί υπηρετούσαν παιδίσκην.
  -“Μή χύνης στήν αυλή τά νερά, χίλιες φορές σ’ το είπα, στό νεροχύτη“!
     Κ’ επανελάμβανε τούς αφορήτους στεναγμούς, επιτείνουσα μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν πτωχή γειτόνισσα, μή τολμώσα νά εισέλθη, ήρχετο δειλώς μέχρι τής θύρας καί ηρώτα πώς ήτο η ασθενής. Βεβαίως η γριά -Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ’ ίσως εμεγαλοποίει τό πράγμα. Εκλαιε «τα νιάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάση νά κάμη εφέτος Πάσχα. Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου ότι η γραία είχε καί «κομπόδεμα», αλλά πού νά εμβάση μέσα καμμίαν εκ τών γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον ικανή ν’ αποθάνη από τήν φιλαργυρίαν της. Δέν εβάστα η ψυχή της νά δώση κάτι τι είς μίαν πτωχήν γυναίκα διά νά τήν «κυττάξη» κ’ επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις τήν Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλε αγρίαν κραυγήν. Εκραζε τήν παιδίσκην νά τήν σκεπάση μέ τό σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη νά τήν εγγίση κάν, η γερόντισσα έβαλλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζε.
     Ο καπεταν -Κομνιανός έλειπε μέ τό γολετί, κ’ επεριμένετο νά έλθη. Είχε μαζί του, μέ τό γολετί, καί τόν πρωτότοκον υιόν του, τόν Γεώργην, δωδεκαετή παίδα. Τούτο ήτο ένας από τούς καημούς τής γραίας, ότι έμελλε ν’ αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς νά επανίδη τόν υιόν της, καί τόν εγγονόν της τόν μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον μέ τόν μακαρίτην τόν πάππον του. Καί ποίος νά τής σφαλήση τά μάτια; Αι ανεψιαί της, υπανδρυμέναι καί αι δύο, τής εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, καί δέν έσπασαν τό πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!» νά έλθουν νά τήν ιδούν. Ούτω τής ήρχετο καί αυτής ν’ αποθάνη εις τό πείσμα των, ν’ αποθάνη χωρίς νά τής φιλήσωσι τήν χείρα.
     Ιατρός, πού νά ευρεθή; Είχεν αυτή νά πληρώνη; Αυτή ώφειλε νά κάμνη οικονομίαν διά τά ορφανά, καί δέν έπρεπε νά φθείρη τό βιό τού υιού τής είς γιατρικά καί δέν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τή δουλειά σου! Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τί τά θέλεις! Έμβαζε αυτή μές στό βιό της, μές στά καλά της, ξένην γυναίκα; Τής ήρχετο νά επαναλάβη πρός τάς γειτονίσσας τήν ιδίαν κραυγήν, δι’ ης απεδίωκε τό πάλαι παρίσακτον όρνιθα από τόν ορνιθώνα της. Ξού, ξένη!…
     Ως τόσον επεθύμει νά ήρχετο ο υιός της διά νά τόν νυμφεύση νά τού δώση καί τήν ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι ο κόσμος είναι πελάγος σάν εκείνο πού αρμένιζε τώρα. Πώς νά περάση τή ζωήν του χωρίς νά έλθη εις δεύτερον γάμον; Καί τά ορφανά, καί αυτά θά εύρισκαν μητέρα, μίαν καλήν οικοκυρά, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα νά έλθη νά τήν υπηρετήση εις τήν ασθενειάν της. Αλλ’ η γραία Κομνιανάκαινα, μή θέλουσα νά παραβή τήν αρχήν της, δέν εδέχθη τήν εκδούλευσιν. Τό βέβαιον είναι ότι εκ τών δυό ορφανών η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, άν δέν επεθύμει ν’ αποκτήση μητέρα, ενθυμείτο κ’ ελυπείτο τήν μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ τής συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε, ούτε ενθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τόν εβίαζε νά φορέση τόν κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω, λευκή καί ωχρά μέ τά μαύρα φουστανάκια της, καί μέ τό μαύρον μανδήλιον τό σκεπάζον τά ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ’ ενθυμείτο τό περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από τήν γένναν της, τό παρελθόν θέρος, καί τό βρέφος μετ’ αυτής. Τώρα η κορασίς είχεν αντί τής καλής καί πονετικής μητρός, τήν μάμμην μέ τήν αφόρητον παρεξενιά της, ήτις ενώ εβεβαίου ότι όλα τής επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλαίται, κοιλία, μέση καί τά λοιπά, πνιγομένη δέ από τόν βήχα καί γογγύζουσα δυνατά καί βάλλουσα κραυγάς αγρίας, εφείδετο νά δώση εις ιατρούς καί φάρμακα, αίφνης ηγείρετο, υποβαστάζουσα τήν κοιλίαν της, ηξήρχετο μέχρι τής θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τόν εκτός κόσμον κ’ έλεγεν:
  -“Αχ! Τί γλυκιά πού ν’ η ζωή“!
     Πέρυσι ώ! πέρυσι τήν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από τήν εκκλησίαν όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή καί προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τόν έβδομον μήνα τής εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη καί ήρχισε νά βάφη εν τή χύτρα τά αυγά, μέ ριζάρι, κιννάβαρι καί όξος. Είτα ήρχισαν νά έρχωνται είς τήν θύραν ανά ζεύγη τά παιδία τής πολίχνης, μέ τόν υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον μέ ρόδα ευώδη καί μέ μήκωνας κατακοκκίνους, μέ δενδρολίβανον καί μέ ποικιλόχροα αγριολούλουδα, μέ τόν αποσπασθέντα από τ’ οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις τό μέσον τού σταυρού, καί μέ ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τό άσμα:

                      “Βλέπεις εκείνο τό βουνί μέ κόκκινη παντιέρα;
                       Εκεί σταυρώσαν τό Χριστό τόν πάντων βασιλέα.
                       ……………………………………………………….
                       Σύρε μητέρα μ’ στό καλό καί στήν καλή τήν ώρα,
                       Κι εμένα νά μέ καρτερής τό Σάββατο τό βράδυ
                       Όταν σημαίνουν εκκλησιές καί ψέλνουνε παπάδες,
                       Τότες καί σύ, μαννούλα μου, να ‘χής χαρές μεγάλες
“.

     Καί τί χαρές μεγάλες τω όντι, τί χαρές δ’ όλα τά παιδία! Καί η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δυό αρτιβαφή αυγά εις όλα τά παιδία δυό αυγά κόκκινα, καί τί ευτυχία! τί νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, καί αρκετά ετραγούδησαν, καί ότι έπρεπε νά υπάγουν καί αλλού. Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε νά ζυμώνη καί έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ’ αυγών διά τόν σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά τήν πενθεράν της, δι’ εαυτήν, διά τές κουμπάρες, ως καί μικρές «κοκώνες» διά τήν Μόρφω, διά τόν Ευαγγελινόν, διά τ’ ανεδεξίμια της καί διά τά πτωχά παιδιά τής γειτονιάς. Κ’ επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δέν είναι αρκετά μεγάλη η κοκώνα του, η μήτηρ τού έδιδεν άλλην νά εκλέξη αλλά αυτός δέν ημέρωνεν ούτε ήθελε νά ταιριασθή. Τό βέβαιον είναι ότι τάς ήθελεν όλας διά τόν εαυτόν του. Καί τότε η μήτηρ τόν επαρηγόρει λέγουσα ότι «τό Σάββατο τό βράδυ θά ‘ρθή η κουρούνα (κρά, κρά!) νά φέρη τό τυρί καί τό κρέας (τσί, τσί!) καί τότε νά ιδής τό παραμύθι. Πάρε Βαγγελινέ τό τυρί, πάρε καί τό τσί -τσί, νά φάτε»!
     Καί ο μικρός εψέλλιζε καί αυτός, «θά ‘θή η κουούνα νά φέη τού τσί -τσί», καί συνάπτων τάς χείρας, δακτύλους μεταξύ δακτύλων κατά τό υπόδειγμα τής μητρός τής γειτόνισσας τής Μηλιάς εξαετές, άνιπτον, ρακένδυτον, οκλάζον είς μίαν γωνίας, κρατούν τήν κοκώνα του, τήν οποίαν εσκέπτετο άν δέν ήτο καλόν νά τή φάγη τώρα πού είναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καί λέγον: «Ναί! Θα ‘ρθή η κουρούνα! άμ’ δέ θά ‘ρθή!» Καί τήν Μεγάλην Παρασκευήν, περί τήν δύσιν τού ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τά δυό παιδία εις τήν εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν τρείς γονυκλισίας πρό τού ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τόν μυόπνοουν Επιτάφιον, τό αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον μέ τ’ αγγελούδια, καί τόν Σταυρόν μέ τ’ ανθρωπάκια καί τίς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καί είτα επέρασαν τρίς υπό τόν υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δ’ Ευαγγελινός (όλα τά ενθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα μέ ύδωρ, εξ εκείνων ούς θέτουσιν υπό τόν Επιτάφιον πρός αγιασμόν, διά νά μεταχειρισθώσι τό ύδωρ εις τό καματηρό, ήτοι τούς μεταξοσκώληκας, καί εις άλλας χρείας, αι νεώτεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «νά ξενυχτίσουν τόν Χριστόν» μένουσαι άγρυπνοι εν τω ναώ πέραν τού μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία τού Επιταφίου ψάλλεται εκεί τό Μέγα Σάββατον, περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δέ γυνή ής ήτο κτήμα ωργίσθη, καί είπεν ότι τό έχει «σέ κακό της». Τότε η μήτηρ τού Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς τό παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «άν είναι κακό, άς είναι γιά μένα!» Καί τήν πτωχήν δέν τήν ηύρε ο χρόνος.
     Τό Μέγα Σάββατον δέ, μικρόν μετά τά μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνησε τόν Ευαγγελινόν καί τήν Μόρφω, κι ενω σήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες επήγαν εις τήν εκκλησίαν όπου εψάλη τό «ω γλυκύ μου έαρ» καί άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι μέ ανημμένας λαμπάδας εξήλθον είς τό ύπαιθρο, υπό τό αμαυρωθέν φέγγος τής φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη καί ξανθή, προπέμποντες τόν Επιτάφιον αγλαόφωτον μέ σειράς λαμπάδων. Καί η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τούς πυρσούς, χωρίς νά τούς σβήνη καί η άνοιξις έπεμπε τά εκλεκτότερα αρώματά της εις τόν Παθόντα καί ταφέντα, ως τά συνέψαλλε καί αυτή, «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καί η θάλασσα φλοισβίζουσα καί μορμύρουσα παρά τόν αιγιαλόν επανελάμβανεν, «οίμοι γλυκύτατε Ιησού!». Τά δέ παιδία προπορευόμενα τής πομπής, μεγαλοφώνως έκραζον: Κύριε Ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά τών άλλων: “Κύιε έησον! Κύιε έησον“!
     Καί ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος τού Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τήν απαραίτητον ομίχλην τής Μεγάλης Παρασκευής, (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα τήν ημέραν καί παμμέλαιναν αράβισσαν τήν νύκτα) ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τά βελάσματα τού αρνίου, τό οποίον ητοιμάζετο νά σφάξη διά τήν οικογένειαν τού καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος τής Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός καί η Μόρφω εξήλθον εις τό προαύλιον. Τί ωραίον, τί ήμερον, τί λευκόμαλλον πού ήτο τό αρνί! Καί πώς εβέλαζε (μπέ! μπέ!) τό καημένο. Εν τούτοις δέν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε νά σφαγή. Καί άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων τήν αμαρτίαν τού κόσμου, καί άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…
     Τήν εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τάς πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! Τί θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας, μέ άνθη τεχνητά, μέ χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε νά πάρη τήν τής αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ τού τήν έδωκεν, αλλ’ ο μικρός τήν έσπασε, εκεί πού έπαιζε μέ αυτήν, έσπασε καί τήν ιδικήν του, καί ύστερον έβαλε τά κλάματα. Ο πατήρ τού ηγόρασεν άλλην, αφού τόν υπεχρέωσε νά υποσχεθή ότι δέν θά τήν πιάση εις τήν χείρα, έως τά μεσάνυκτα, όταν θά υπάγουν εις τήν Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων καί χαίρων.
     Μετά τά μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, καί ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε καί η πλατεία από τό φώς τών κηρίων, τά παιδία ήρχισαν νά καίουν μετά κρότου σπίρτα καί μικρά πυροκρόταλα έξω εις τό πρόναον, καί τίνες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν μέ μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός τού ναού επί τών πλακών τού εδάφους τα βαρέα καρφία μέ τά καψύλια καταπτοούντες καί σκανδαλίζοντες τάς πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ’ όλον τόν διωγμόν όν εκίνουν κατ’ αυτών τήν Μεγάλην Εβδομάδα κατ’ έτος οι επίτροποι, αξιούντες νά περιορίσωσιν αυτάς εις τόν γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον καί παρεισέδυον εντός τού ναού αριστερά, εις τήν μίαν κόγχην.
     Είς δ’ επίτροπος τής επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς, εφοίτων κατά προτίμησιν εις τήν κάτω εκκλησία, είς δέ τήν επάνω ηναγκάζοντο νά ψάλλωσιν οι ιερείς, τί εσοφίσθη; Πιάνει καί αποσπά από τόν γυναικωνίτην τά καφάσια, τά δικτυωτά, δι’ ων εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από τής όψεως τών ανδρών, καί αφήνει τόν γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιάς όλοι οι ευλαβείς καί μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν τήν κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών κ’ έτρεξαν όλοι εις τήν επάνω.
     Είτα τά μικρά παιδία καί τίνες παιδίσκαι τετραετείς, μέ τάς κομψάς ποικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τόν χορόν, περί τά δυό αναλόγια, καί παρά τό εικονοστάσιον, καί ήρχισαν νά θορυβώσι, νά παίζωσι, νά στάζωσιν εις τούς λαιμούς αλλήλων, καί νά τσουγκρίζωσι τά αυγά των. Καί έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον τών άλλων (ήτο ο υιός τής Μηλιάς τής γειτόνισσας) είχε πλαστόν αυγόν εις τόν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφή καί δι’ αυτού έσπαζε τά αυγά όλων τών παιδιών, καί τά έπαιρνε, κατά τήν συμφωνίαν, καί τά έτρωγε. Μία παιδίσκη καί είς παίς, πενταετής, ήρχισαν νά φιλονικώσι περί τού τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφότερα.
  -“Οχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη“.
  -“Οχι, η δική μου“.
  -“Εμένα ο πατέρας μ’ τήν εδιάλεξε, κ’ είναι πλιό καλή“.
  -“Εμένα η μάννα μ’ τήν εστόλισε μονάχη της“.
  -“Καί ξέρει νά κάμη λαμπάδες η μάννα σ’;
  -“Όχι, δέ ξέρει; Σάν τή δική σ’“!
  -“Τέτοια παλιολαμπάδα“!
  -“Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…”
  -“Νά κ’ εσύ“!
  -“Νά κι άλλη μιά“! Καί ήρχισαν νά τύπτουν αλύπητα τάς κεφαλάς αλλήλων μέ τάς λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τά κλάματα καί οι δύο.
     Τό απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β’ Ανάστασις κ’ έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις τήν πλατείαν κι εθεώντο τήν πυρπόλησιν τού Εβραίου. Τί άσχημος καί τί ευμορφοκαμωμένος πού ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε καί λινάρι ως γένειον. Έφερε καί ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τά ενθυμείτο όλα), όμοια μ’ εκείνα πού φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτη ή εμβαλώνη τά παλαιά ρούχα της. Είχε κ’ ένα σακούλι ή πουγκί κρεμασμένον εις τό αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καί αφού τόν εκρέμασαν υψηλά -υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες νά τόν μαστίζουν, νά τόν τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τόν έκαυσαν. Καί ύστερον η μήτηρ έστρωσε τήν τράπεζαν εις τήν οικίαν, καί παρέθεσε τά αυγά τά κόκκινα, τό τυρί, πού είχε φέρει η κουρούνα, καί τό αρνί τό ψημένο, καί τά παιδία εκάθισαν είς τήν τράπεζαν καί ήρχισαν νά τσουγκρίζουν τά αυγά των. Τί χαρά! τί αγαλλίασις!
     Εφέτος, δηλαδή κατά τό έτος εκείνο τής δυστυχίας διά τά δυό ορφανά δέν ήτο πλέον εκεί ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί τών δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί τής κλίνης καί γογγύζουσα. Αντί τών επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δυό τρεμοσβήνοντες καί βλοσυροί οφθαλμοί της. Αντί τής αθώας χαράς, αντί τής αφάτου ευτυχίας τού παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά.
     Ευτυχώς η γραία Κομνιανάκαινα δέν απέθανε, καί ο υιός της έφθασεν απόπασχα μέ τό γολεττί, καί ήρχισε νά καλλωπίζηται καί νά στρίβη τόν μύστακα αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τά δυό παιδία, τάχα θά επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ’ ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τόν Ευαγγελινόν ίσως, διά τήν Μόρφω όμως ποτέ. Αύτη ησθάνετο τήν απουσίαν τής μητρός της καί ήξευρεν ότι δέν έμελλε νά τήν επανίδη πλέον επί τής γής.
     Γλυκεία Πασχαλιά, η μήτηρ τής χαράς! Γλυκεία μήτηρ, τής Πασχαλιάς η ενσάρκωσις!
     Αλλ’ ο Χριστός υπεσχέθη νά πίη μέ τούς εκλεκτούς του καινόν τό γέννημα τής αμπέλου εν τή βασιλεία τού Πατρός Του, καί οι υμνωδοί έψαλλον:  “Ω Πάσχα τό μέγα καί ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σού μετασχείν εν τή ανεσπέρω ημέρα τής Βασιλείας Σου!“.

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –

  Το Μοιρολόγι Της Φώκιας

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γριά -Λούκαινας.
Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της…
Κι ακόμα η γριά μοιρολογά
τα γεννοβόλια τ’ς τα παλιά.
Σαν νά ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου…
                              (περιλαμβάνεται ατόφιο στο ομώνυμο διήγημα)

                Να Έλθης Μόνον…

Εις ένα μνήμ’ αγνώριστο μικρού κοιμητηρίου
δεν θέλω να το βλέπωσιν ακτίνες του ηλίου,
μηδέ κυπάρισσος σκαιά, μηδ’ απεχθής ιτέα
να το σκιάζη. Καταιγίς ας το κτυπά βιαία!

Και δεν ποθώ θυμίαμα, δεν θέλω ψαλμωδίαν,
να έλθης μόνον σε ζητώ, μίαν θαμβήν πρωΐαν,
να βρέξης μ’ ένα δάκρυ σου το διψασμένον χώμα,
κι ας σβύση με το δάκρυ σου και τ’ όνομά μου ακόμα…
                             (περιλαμβάνεται στα “Ρόδινα Ακρογιάλια“)

 Το Τραγούδι Του Ανάμελου

Βρέχει ο ουρανός και βρέχουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.

Έρχουμαι κυρά μ’ δεν έρχουμαι,
έξω στη πόρτα στέκουμαι,
βρέχει ο ουρανός και βρέχουμαι.

Έλα βαριά, σιγά και ταπεινά
μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά
και κάψουνε τη γειτονιά.

Έρχουμαι, καλέ μ’ δεν έρχουμαι,
έξω στη πόρτα στέκουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.

(αυτό το τραγουδά ο κηπουρός με δημοτικό τρόπο στο διήγημα “Το Σπιτάκι Στο Λιβάδι“)

                 Τζερόμ Κλάπκα Τζερόμ

               Η Νέα Ουτοπία (The New Utopia)                              (σε μτφρ. Παπαδιαμάντη)

Μετά το δείπνον, κ’ επάνω στα πούρα (οφείλω να είπω ότι ειξεύρουν πως να φουμάρουν καλά πούρα εις την Εθνικήν σοσιαλιστικήν Λέσχην), έσχομεν διδακτικωτάτην συζήτησιν περί της μελλούσης ισότητος των ανθρώπων και της δημεύσεως των κεφαλαίων.
Δεν ήμην ικανός να λάβω πολύ μέρος εις την συζήτησιν εγώ ο ίδιος, διότι, μείνας όταν ήμην παιδίον εις θέσιν ήτις καθίστα αναγκαίον δι’ εμέ να
κερδίζω ο ίδιος τα προς το ζην, ουδέποτε είχα λάβη καιρόν και αφορμήν να συζητήσω τα ζητήματα ταύτα. Αλλ’ ηκροώμην μετά πολλής προσοχής όταν οι φίλοι μου εξήγουν πώς, επί τόσους και τόσους αιώνας πριν γεννηθώσιν αυτοί, ο κόσμος επήγαινε στραβά και πως εντός ολιγίστων ετών εννοούσαν να τον κάμουν να πηγαίνη ίσια.
Η ισότης όλης της ανθρωπότητος ήτο το σύνθημά των· πλήρης ισότης εις όλα τα πράγματα· ισότης εις την ιδιοκτησίαν και ισότης εις την θέσιν και επιρροήν, ισότης εις τας υποχρεώσεις, και ισότης εις την ευτυχίαν και την αυτάρκειαν.
Ο κόσμος ανήκει εις όλους ομαδόν, και πρέπει να μοιρασθή εξ ίσου. Η εργασία εκάστου ανθρώπου είναι κτήμα, όχι του ιδίου, άλλα της πολιτείας
ήτις τον τρέφει και τον ενδύει, και πρέπει να εφαρμοσθή όχι προς ιδίαν του ανάπτυξιν, άλλα προς πλουτισμόν της φυλής.
Ο ατομικός πλούτος, αυτή η κοινωνική άλυσις με την οποίαν οι ολίγοι έδεσαν τους πολλούς, αυτό το πιστόλιον του ληστού, διά του όποιου μικρά
συμμορία κλεπτών ελήστευσαν όλην την κοινωνίαν από τους καρπούς των κόπων της, οφείλει ν’ αφαιρεθή από τας χείρας όπου τον κατακρατούν τόσον καιρόν τώρα.
Αι κοινωνικαί διακρίσεις, αυτοί οι φραγμοί διά των όποιων η υψουμένη πλήμμυρα της ανθρωπότητος περιωρίσθη και εχαλινώθη έως τώρα, πρέπει να
εκλίπωσι διά πάντοτε. Σο ανθρώπινον γένος οφείλει να εργασθή διά να εκπληρώση τον προορισμόν του (οιοσδήποτε και αν είναι ούτος), όχι καθώς
τώρα ως διεσπαρμένον στίφος, έκαστος βαδίζων δι’ εαυτόν, οι πλούσιοι επί του ομαλού λιθοστρώτου, οι απόκληροι επί των σκληρών χαλίκων, άλλ’ ως συντεταγμένος στρατός, βαδίζοντες παραπλεύρως αλλήλων επί του ομαλού πεδίου της δικαιοσύνης και τής ισότητος. Ο μέγας κόλπος της μητρός ημών γης πρέπει να τρέφη όλα τα τέκνα της, ίσα και ίσα· κανείς δεν πρέπει να πείνα, κανείς δεν πρέπει να παραχορταίνη.Ο δυνατός δεν πρέπει ν’ αρπάζη περισσότερα από τον ασθενή· ο επιτήδειος δεν πρέπει να σχεδιάζη όπως κερδίση περισσότερα από τον απλοϊκόν. Σου ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής· και εις όλην την ανθρωπότητα πρέπει να διαμοιρασθή εις άρτιας μερίδας. Όλοι οι άνθρωποι ήσαν ίσοι κατά τούς νόμους της φύσεως, και οφείλουσι να είναι ίσοι κατά τους νόμους του άνθρώπου. Με την ανισότητα έρχεται η ένδεια, η κακουργία, η αμαρτία, η ιδιοτέλεια, η ιταμότης και η ύποκρισία. Εις ένα κόσμον όπου όλοι θα ήσαν ίσοι, δεν θα υπήρχε πειρασμός κακού, και η φυσική μας ευγένεια θ’ ανεδεικνύετο. Όταν όλοι οι άνθρωποι θα ήσαν ίσοι, ο κόσμος θα ήτο ουρανός, απηλλαγμένος μόνον της οχληράς δεσποτείας του Θεού.
Υψώσαμεν τα ποτήρια μας και επίαμεν υπέρ της ισότητος, της ίεράς ίσότητος· και είτα διετάξαμεν τον παίδα να μας φέρη πράσινον σαρτρέζ και
περισσότερα τσιγάρα.
Επέστρεψα οίκαδε πολύ σύννους. Δεν ημπόρεσα να κοιμηθώ επί πολύ· εκοιτόμην έξυπνος, αναλογιζόμενος την οπτασίαν εκείνην περί του νεωτέρου
κόσμου, όστις είχε παρουσιασθή εις εμέ.
Πόσον χαριτωμένος κόσμος θα ήτο, εάν μόνον το σχέδιον των φίλων μου σοσιαλιστών ηδύνατο να εκτελεσθή. Δεν θα υπήρχε πλέον τίποτε εκ της
αλληλομαχίας και αλληλοφαγίας ταύτης, δεν θα υπήρχεν αντιζηλία, ούτε δυσφορία, ούτε φόβος πτωχείας. Η πολιτεία θα ελάμβανε φροντίδα δι’ ημάς
από της ώρας καθ’ ην εγεννώμεθα μέχρι του θανάτου μας, και θα επρόβλεπε δι’ όλας τας ανάγκας μας από της κοιτίδος μέχρι του φερέτρου, αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων, και ημείς ούτε ανάγκην θα είχομεν να φροντίσωμεν διά το πράγμα. Δεν θα υπήρχε πλέον βαρεία εργασία (τρίωρος εργασία καθ’ εκάστην θα ήτο κατά τους υπολογισμούς μας ο όρος, τον όποιον θ’ απήτει η Πολιτεία από κάθε νέον πολίτην, και εις κανένα δεν θα επετρέπετο να εργασθή περισσότερον -δεν θα έπετρέπετο ουδ’ εις εμέ), ούτε πτωχός διά να ελεήση τις, ούτε πλούσιος διά να φθονήση – κανείς όστις να μας βλέπη χαμηλότερά του, κανείς τον όποιον να βλέπωμεν χαμηλότερά μας (όχι τόσον ευάρεστος η τελευταία αύτη σκέψις) -όλη η ζωή μας θα ήτο κανονική και τακτοποιημένη δι’ ημάς -δεν θα είχομεν τίποτε να σκεφθώμεν ειμή τον ένδοξον προορισμόν (οποιοσδήποτε και αν ήτο) της ανθρωπότητος.
Είτα οι λογισμοί μου αίφνης απέπτησαν εις το χάος, και απεκοιμήθην.
Όταν εξύπνησα, εύρον τον εαυτόν μου κείμενον υπό υαλίνην θήκην, εν υψηλώ, ατερπεί θαλάμω. Επιγραφή τις υπήρχεν υπεράνω της κεφαλής μου.
Ανεσηκώθην και την ανέγνωσα. Είχεν ως εξής:

                      ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΣΜΈΝΟΣ
                  ΕΠΟΧΉ – ΙΘ’  ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΊΣ

Ο άνθρωπος ούτος ευρέθη κοιμισμένος εν τινι οικία του Λονδίνου μετά την μεγάλην κοινωνικήν επανάστασιν του 1899. Εκ των πληροφοριών τας οποίας έδωκεν η σπιτονοικοκυρά της οικίας φαίνεται ότι θα είχε κοιμηθή ήδη όταν ανεκαλύφθη, υπέρ τα δέκα έτη, καθόσον αύτη εξέχασε να τον φωνάξη. Απεφασίσθη, δι’ επιστημονικούς σκοπούς, να μην τον εξυπνήσωσιν, αλλά να ίδωσιν ακριβώς ως πόσα έτη θα εκοιμάτο, και επομένως εκομίσθη και απετέθη εις το Μουσείον των Περιέργων, τη 11 Φεβρουάριου 1900.

    Παρακαλούνται οι επισκέπται να μη ρίπτωσι νερόν διά των οπών

Γηραιός κύριος με νοήμονα φυσιογνωμίαν, όστις ησχολείτο τακτοποιών στοιβαγμένας τινάς σαύρας εις τινα παρακειμένην θήκην, ήλθε και
ανεσήκωσε το κάλυμμα της υαλίνης θήκης μου.
 -Τι τρέχει; ηρώτησε· μήπως σας ηνώχλησε τίποτε;
 -Όχι, είπα· ξυπνώ πάντοτε όταν αισθανθώ ότι εκοιμήθην αρκετά. τι εκατονταετηρίς είναι τώρα;
 -Είναι, είπεν, η εικοστή ενάτη εκατονταετηρίς. Εκοιμήθητε σωστά χίλια έτη.
 -Α! καλά, τόσον καλλίτερα αισθάνομαι τον εαυτόν μου, απήντησα, κατερχόμενος άμα της τραπέζης. Δεν είναι τίποτε ωσάν τον ύπνον που εχόρτασε κανείς.
 -Καταλαμβάνω ότι θα κάμης το συνηθισμένον πράγμα, είπεν ο γηραιός κύριος ενώ εγώ εφορούσα τα ενδύματά μου, τα όποια ευρίσκοντο παραπλεύρως εμού εντός της θήκης. Θα ζητήσης να περιπατήσω μαζύ σου εις όλην την πόλιν, και να σου εξηγήσω όλας τας μεταβολάς, ενώ θα έρωτας και θα κάμνης ανοήτους παρατηρήσεις.
 -Μάλιστα, απήντησα, υποθέτω ότι αυτό πρέπει να κάμω.
 -Κ’ εγώ, ούτω νομίζω, εμορμύρισεν. Έλα και ας πηγαίνωμεν.
Και με ωδήγησεν εκτός του θαλάμου. ενώ κατηρχόμεθα την κλίμακα, είπα:
 -Και είναι τώρα όλα καλά και τέλεια;
 -Τι πράγμα;
 -Ο κόσμος, απήντησα. Μερικοί φίλοι μου εσχεδίαζαν, πριν υπάγω να πλαγιάσω, να τον χαλάσουν και πάλιν να τον φτιάσουν καθώς έπρεπε. Κατώρθωσαν να τον φτιάσουν εν τω μεταξύ; Είναι όλοι ίσοι τώρα, και η αμαρτία και ο πόνος και όλα αυτά εξέλιπον πλέον;
 -Ω, βέβαια, απήντησεν ο οδηγός μου· θα τα εύρετε όλα καλά και δίκαια τώρα. Ειργάσθημεν πολύ δραστηρίως ενώ εκοιμάσθε. Κατεστήσαμεν αυτήν
την γην τελείαν τώρα, δύναμαι να είπω. Εις κανένα δεν επιτρέπεται να πράττη κακίαν τινά η ανοησίαν και όσον αφορά την ισότητα, ούτε οι βάτραχοι δεν έχουν μεταξύ των τόσην όσην ημείς. (Ωμίλει κάπως χυδαικώ τω τρόπω, μοί εφάνη· αλλά δεν επεθύμουν να τον επιπλήξω).
Επεριδιαβάσαμεν εντός της πόλεως. Ήτο πολύ καθάριος και ησυχωτάτη. Αι οδοί, δι’ αριθμών σημειούμεναι, διέθεον παραλλήλως τεμνόμεναι εις ευθείας γωνίας και όλα επαρουσίαζον ακριβώς την αυτήν όψιν. Δεν υπήρχον ίπποι ούτε άμαξαι. Όλη η κυκλοφορία εγίνετο δι’ ηλεκτρικών αμαξίων. Όλοι οι άνθρωποι όσους συνηντώμεν είχον ήρεμον, σοβαράν έκφρασιν, και ήσαν τόσον όμοιοι εις με τον άλλον, ώστε να εμπνεύσωσι την ιδέαν ότι ήσαν μέλη της αυτής οικογένειας. Έκαστος εφόρει, ως και ο οδηγός μου, στακτεράν περισκελίδα και στακτερόν χιτώνα, κομβωμένον σφικτά περί τον λαιμόν και συστελλόμενον διά τελαμώνος περί την μέσην. Έκαστος ήτο ξυραφισμένος γένειον και μύστακα και έκαστος είχε μέλαιναν κόμην. Είπα:
 -Είναι όλοι αυτοί οι άλλοι άνθρωποι δίδυμοι;
 -Δίδυμοι! όχι δα, καλέ μου! απήντησεν ο οδηγός. Σι σας έκαμε να το νομίσητε αυτό;
 -Το ότι όλοι είναι τόσον όμοιοι, και έχουν μαύρα μαλλιά όλοι.
 -Ω! αυτό, είναι ο κανονισμός του χρώματος διά τα μαλλιά, εξήγησεν ο σύντροφός μου· έχομεν όλοι μαύρα μαλλιά. Αν αι τρίχες ενός άνθρώπου δεν είναι μαύραι φυσικά, οφείλει να τας βάψη μαύρας.
 -Διατί; ηρώτησα.
 -Διατί! απήντησεν οργίλος κάπως ο γηραιός κύριος. Διότι, νομίζω ότι εκαταλάβατε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι τώρα ίσοι. Σι θα εγίνετο η ισότης μας, αν εις ανήρ ή μία γυνή είχε το δικαίωμα να βγαίνη ‘ς το σπάτσιο με χρυσόξανθα μαλλιά, ενώ άλλος θα εφιγουράριζε με το χρώμα του γογγυλιού; Οι άνθρωποι κατώρθωσαν όχι μόνον να είναι εις τας ευτυχείς ταύτας ημέρας ίσοι, αλλά και να φαίνωνται ίσοι, όσον το δυνατόν. Τποχρεούντες όλους τους άνδρας να είναι ολοξούριστοι, και όλους τους άνδρας και τας γυναίκας να έχωσι μαύρα μαλλιά κομμένα εις το αυτό μήκος, επανορθούμεν, εν τινι μέτρω, τα λάθη της φύσεως. Είπα:
 -Διατί μαύρα;
Απήντησεν ότι δεν είξευρεν, άλλ’ ότι αυτό ήτο το χρώμα το όποιον είχεν αποφασισθή.
 -Από ποιον; ηρώτησα.
 -Από την Π λ ε ι ο ν ο ψ η φ ί α ν, απήντησεν αίρων τον πίλον του και χαμηλώνων τους οφθαλμούς του ως εν προσευχή.
Εβαδίσαμεν περαιτέρω, και είδομεν πολλούς διαβάτας. Ηρώτησα:
 -Δεν υπάρχουν γυναίκες εις αυτήν την πόλιν;
 -Γυναίκες! ανεφώνησεν ο οδηγός μου. Βεβαίως, ύπάρχουσι. Συνηντήσαμεν ήδη εκατοντάδας.
 -Ενόμιζα ότι θα εγνώριζα μίαν γυναίκα όταν θα την έβλεπα· αλλά δεν ενθυμούμαι να παρετήρησα καμμίαν.
 -Ιδού δύο εκεί, είπεν εφιστών την προσοχήν μου εις ζεύγος προσώπων διερχομένων πλησίον μας, αμφοτέρων με περισκελίδας και χιτώνια στακτερά.
 -Πώς τας γνωρίζετε ότι είναι γυναίκες; ηρώτησα.
 -Βλέπετε τους μεταλλίνους αριθμούς τους οποίους και καθείς φέρει εις το περιλαίμιόν του;
 -Ναί· ακριβώς εσκεπτόμην οπόσον πλήθος αστυνομικών κλητήρων έχετε, και ηπόρουν που είναι οι άλλοι άνθρωποι, οι μη κλητήρες.
 -Λοιπόν, οι άρτιοι αριθμοί είναι γυναίκες· οι περιττοί είναι άνδρες.
 -Πόσον απλούστατα! παρετήρησα· υποθέτω ότι μετά μικράν πείραν ημπορείτε να διακρίνετε το εν φύλον από του άλλου, με το πρώτον βλέμμα σχεδόν.
 -Ω! βέβαια, απήντησεν.
Εβαδίσαμεν εν σιωπή επί βραχύ. Είτα ηρώτησα:
 -Διατί έχει και καθείς ένα αριθμόν;
 -Διά να διακρίνεται, απήντησεν ο σύντροφός μου.
 -Δεν έχουν λοιπόν ονόματα;
 -Όχι.
 -Διατί;
 -Ω! ήτο τόση ανισότης εις τα ονόματα. Μερικοί άνθρωποι εκαλούντο Μοντμόρενσυ, και έβλεπον περιφρονητικώς τους καλουμένους Σμίθ· κι οι Σμάυθ πάλιν δεν κατεδέχοντο να συναναστραφώσι με τους Τζόουνς· τούτου ένεκα απεφασίσθη η κατάργησις των ονομάτων και εδόθη εις άριθμός εις έκαστον.
 -Δεν παραπονούνται οι Μοντμόρενσυ κι οι Σμάυθ;
 -Βεβαίως· άλλ’ οι Σμίθ και οι Τζόουνς ήσαν εν τη πλειονοψηφία.
 -Και οι αριθμοί Εν και Δύο δεν περιεφρόνουν τους αριθμούς Τρία και Τέσσαρα και καθεξής;
 -Κατ’ αρχάς, ναι! Άλλα με την κατάργησιν του πλούτου, οι αριθμοί έχασαν την αξίαν των, έκτος διά βιομηχανικούς σκοπούς και διά της διπλής
ακροστιχίδος, και τώρα ο αριθμός 100 δεν θεωρεί τον εαυτόν του ανώτερον από τον αριθμόν 1.000.000.
Δεν είχον νιφθή όταν ηγέρθην, διότι δεν υπήρχον τα προς νίψιν εν τω Μουσείο, και ήρχιζα να αισθάνομαι ενόχλησίν τινα και ζέστην. Είπα:
 -Ειμπορώ να νιφθώ πουθενά;
Άπήντησεν:
 -Όχι· δεν μάς επιτρέπεται να νιπτώμεθα. Οφείλετε να περιμένετε ως τας τέσσαρας και μισή, και τότε θα σας νίψουν διά να πάρετε το τσάι.
 -Θα με νίψουν! Ποιος;
 -Η πολιτεία. Είπεν ότι είχαν κρίνει ότι δεν ηδύναντο να διατηρήσωσι την ισότητά των εάν επετρέπετο εις τους ανθρώπους να νίπτονται. Σινές των ανθρώπων ενίπτοντο τρις η τετράκις της ημέρας, ενώ άλλοι δεν ήγγιζον ποτέ νερόν και σάπωνα απ’ αρχής μέχρι τέλους του έτους, και επομένως συνέβη να υπάρχωσι δύο διακεκριμέναι τάξεις, οι νιμμένοι και οι άνιπτοι. Όλαι οι πάλαι προλήψεις περί κοινωνικών τάξεων ήρχισαν τότε ν’ αναζωπυρώνται. Οι νιμμένοι περιεφρόνουν τους ανίπτους, και οι άνιπτοι εμίσουν τους νιμμένους. Όθεν διά να παύση πάσα διχόνοια, η πολιτεία απεφάσισε να εκτελή αύτή το νίψιμον, και πας πολίτης ενίπτετο τώρα δις της ημέρας δι’ υπαλλήλων της κυβερνήσεως· το δε ιδιωτικόν νίψιμον ήτο άπηγορευμένον.
Παρετήρησα ότι δεν διήλθομεν οικίας καθ’ όσον επροβαίνομεν, μόνον μεγάλας ογκωδεστάτας και άκομψους οικοδομάς, όμοιας με στρατώνας, όλας
του αύτού σχήματος και μεγέθους. Ενίοτε εις τινα γωνίαν παρεπορευόμεθα μικροτέραν τινά οικοδομήν, φέρουσαν επιγραφήν «Μουσείον», «Νοσοκομείον», «Αίθουσα .υζητήσεων», «Λουτρόν», «Γυμνάσιον», «Ακαδημία Επιστημών», «Έκθεσις Βιομηχανίας», «.χολή Ομιλητικής», κτλ. κτλ., άλλα ουδέποτε οικίαν. Είπα:
 -Δεν κατοικεί κανείς εις αυτήν την πόλιν;
Εκείνος απήντησε:
 -Κάμνεις ανοήτους ερωτήσεις· εις την τιμήν μου, αυτό κάμνεις. Που νομίζεις ότι κατοικούν οι άνθρωποι;
Είπα:
 -Αυτό ίσα-ίσα προσπαθώ να εννοήσω. Δεν βλέπω οικίας πουθενά.
Εκείνος είπε:
 -Δεν μας χρειάζονται οικίαι -τοιαύται οικίαι, οποίας τας εννοείς. Είμεθα σοσιαλισταί· συζώμεν ομού εν αδελφότητι και ισότητι. Κατοικούμεν εις εκείνα τα μεγάλα κτίρια που βλέπεις. Έκαστον κτίριον χωρεί ανέτως χιλίους πολίτας. Περιέχει χιλίας κλίνας, εκατόν εις έκαστον θάλαμον, καθώς και λουτρώνας και καλλωπιστήρια αναλόγως, και μίαν τραπεζαρίαν και μαγειρεία. Εις τας επτά κάθε πρωί σημαίνει ο κώδων, και έκαστος σηκώνεται και συγυρίζει το κρεββάτι του. Εις τας επτάμισυ πηγαίνουν εις τα καλλωπιστήρια και νίπτονται και ξυραφίζονται και κτενίζονται. Εις τας οκτώ παρατίθεται το πρόγευμα εις την κοινήν τράπεζαν. Σο πρόγευμα συνίσταται εις χορταρικά και γάλα, εις ίσην δόσιν δι’ έκαστον πολίτην. Είμεθα όλοι αυστηρώς φυτοφάγοι τώρα. Αι ψήφοι των φυτοφάγων ηυξήθησαν καταπληκτικώς κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, κι επειδή κι οργανισμός των ήτο πολύ τέλειος, ηδυνήθησαν να επιβάλωσι την θέλησίν των εν πάση έκλογή από πεντηκονταετίας. Σην πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν κρούεται πάλιν ο κώδων, και οι άνθρωποι επιστρέφουν διά το γεύμα, το όποιον συνίσταται εις κυάμους και οπώρας και εις γλύκυσμα δις της εβδομάδος. Σην πέμπτην ώραν δίδεται τσάι, και την δεκάτην τα φώτα σβύνονται και ο καθείς πηγαίνει να κοιμηθή. Είμεθα όλοι ίσοι, και ζώμεν όλοι μαζύ, γραμματεύς και οδοκαθαριστής, πεταλωτής και φαρμακοποιός,όλοι ομού εν ελευθερία κι αδελφότητι. οι άνδρες κατοικούσιν εις τα κτίρια τα προς το μέρος τούτο της πόλεως, και αι γυναίκες εις τα κτίρια τα προς το άλλο άκρον της πόλεως.
 -Που κατοικούν οι έγγαμοι; ηρώτησα έγώ.
 -Ω! δεν έχομεν νυμφευμένα ζεύγη, απήντησεν εκείνος· κατηργήσαμεν τον γάμον προ διακοσίων ετών. Βλέπετε, ο έγγαμος βίος δεν εταίριαζε καθόλου με το σύστημά μας. Ο οικιακός βίος ήτο όλως εναντίος του σοσιαλισμού. οι άνθρωποι εφρόντιζον περισσότερον διά τας γυναίκας και τα τέκνα των παρά διά την πολιτείαν. Ήθελαν να εργάζωνται διά τον μικρόν κύκλον των προσφιλών των μάλλον παρά διά το καλόν της κοινωνίας. Εμερίμνων πλειότερον περί του μέλλοντος των τέκνων των παρά περί της τύχης της ανθρωπότητος. οι δεσμοί της άγάπης και του αίματος συνέδεον τους ανθρώπους σφιγκτά εις μικράς ομάδας αντί εις μεγάλας. Πριν σκεφθώσι περί της προόδου του ανθρωπίνου γένους, οι άνθρωποι εσκέπτοντο περί της προόδου των συγγενών και των οικείων των. Πριν αγωνισθώσιν υπέρ της μεγαλειτέρας ευτυχίας του μεγαλειτέρου πλήθους, ηγωνίζοντο υπέρ της ευτυχίας των ολίγων στενών και προσφιλών εις αυτούς. Εν τω κρύπτω άνδρες και γυναίκες εθησαύριζαν κι εκοπίαζον κι εθυσίαζον εαυτούς, ώστε να δώσωσιν εν τω κρύπτω πρόσθετόν τινα δωρεάν χαράς εις τους οικείους των. Ο έρως εξήγειρε το ελάττωμα της φιλοδοξίας εις τας καρδίας των ανθρώπων. Διά να εφελκύσωσι τα μειδιάματα των γυναικών, ηρώντο· διά να αφήσωσιν όνομα όπισθεν των, το όποιον τα τέκνα των θα υπερηφανεύοντο να φέρωσιν, οι άνδρες εζήτουν να υψωθώσιν υπεράνω του κοινού, να κατορθώσωσι πράξιν τινα η οποία θα έκαμνε τον κόσμον ν’ αποβλέπη προς αυτούς και να τιμά αυτούς υπέρ τους άλλους ανθρώπους και να αποτυπώσωσι βαθύτερα τα ίχνη των ποδών των επί της κονιορτώδους οδού της εποχής. Αι θεμελιώδεις αρχαί του σοσιαλισμού παρεμποδίζοντο καθημερινώς και κατεπατούντο. Έκαστη οικία ήτο επαναστατικόν κέντρον προς διάδοσιν του ατομισμού και της προσωπικότητος. Από το θάλπος εκάστης οικιακής εστίας εξείρπον αι έχιδναι Συντροφία και Ανεξαρτησία, δάκνουσαι την πολιτείαν και δηλητηριάζουσαι τα πνεύματα των ανθρώπων. Αι αρχαί της ισότητος διεφιλονικούντο φανερά. Οι άνδρες, όταν ηγάπων γυναίκά τινα, ενόμιζον αυτήν πάσης άλλης γυναικός υπερτέραν, και ούδ’ ελάμβανον τον κόπον ν’ αποκρύψωσι την γνώμην των. Aι φίλανδροι σύζυγοι επίστευον τους άνδρας των ως φρονιμωτέρους και γενναιοτέρους και χρηστοτέρους πάντων των άλλων άνδρών. Αι μητέρες κατεγέλων την ιδέαν του ότι τα τέκνα των δεν ήσαν κάπως υπέρτερα των άλλων παιδιών, τα παιδία εποτίζοντο την βδελυράν αίρεσιν ότι και πατήρ και η μήτηρ των ήσαν οι άριστοι του κόσμου γονείς. Υπό οιανδήποτε έποψιν και αν κρίνετε, η οικογένεια ίστατο απέναντί μας ως εχθρός. Εις ανήρ είχε χαρίεσσαν σύζυγο και δύο εύτακτα κι ευπειθή τέκνα· ο γείτων του ενυμφεύετο μίαν μέγαιραν κι εγίνετο πατήρ ένδεκα κακομαθημένων και οχληρών παιδιών· πού η ισότης; Πάλιν, όπου η οικογένεια υπάρχει, έκεί ένσκήπτουσιν εις μετά τον άλλον οι άγγελοι της χαράς και της λύπης· και εις ένα κόσμον οπού η χαρά και η λύπη είναι γνώριμοι, η ισότης δεν δύναται να ζήση. Εις ανήρ και γυνή την νύκτα κλαίουσιν άνωθεν μικρού φερέτρου. Από την άλλην πλευράν του τοίχου ωραίον ζεύγος, με τας χείρας συμπεπλεγμένας, μειδιώσι προσβλέποντες τα ανόητα μειδιάματα και παιγνίδια ευτραφούς βρέφους. και η πτωχή ισότης τί γίνεται; Τοιαύτα πράγματα δεν πρέπει να επιτρέπωνται. Ο έρως εβλέπομεν ότι ήτο ο εχθρός μας εις πάσαν καμπήν της οδού. Ούτος κατέστησεν αδύνατον την ισότητα. Έφερε χαράν και λύπην, και ησυχίαν και βάσανα εις τον δρόμον του. Διετάραττε τας πεποιθήσεις των ανθρώπων, και διεκύβευε την τύχην της ανθρωπότητος· όθεν κατηργήσαμεν αυτόν και πάντα τα έργα αυτού. Τώρα δέν υπάρχουν γάμοι και επομένως δεν υπάρχουν οικιακαί φροντίδες· δεν υπάρχουν μνηστείαι, άρα ούτε καρδιόπονοι· δεν υπάρχουν έρωτες, άρα ούτε λύπαι· ούτε φιλήματα ούτε δάκρυα. Ζώμεν όλοι ομού έν ισότητι, ελεύθεροι από τας ενοχλήσεις της χαράς και της λύπης.
Είπα:
 -Πρέπει να είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα· άλλ’ ειπέ μοι (ερωτώ απλώς υπό επιστημονικήν έποψιν) πώς εκτελείται η προμήθεια των ανδρών και των γυναικών;
Μοι είπεν:
 -Ω! αυτό είναι απλούστατον. Πώς εξετελείτε σεις, εις τας ημέρας σας, την προμήθειαν των ίππων και των αγελάδων; Σην άνοιξιν, τόσα παιδία, κατά τας ανάγκας της πολιτείας, προβλέπονται καταλλήλως, και ανατρέφονται επιμελώς, υπό ιατρικήν επιτήρησιν. Όταν γεννηθώσιν, αποσπώνται από τας μητέρας των, φόβω μήπως συνηθίσουν να τ’ αγαπώσι, και ανατρέφονται εις τα δημόσια τροφεία και σχολεία, μέχρι του 14ου έτους. Τότε εξετάζονται από τους δημοσίους επόπτας, οι όποιοι αποφασίζουν διά ποιον έργον είναι κατάλληλα, και εις το έργον τούτο μαθητεύονται ακολούθως. Εις το εικοστόν έτος αναλαμβάνουσι την τάξιν των ως πολίται, και αποκτώσι το δικαίωμα της ψήφου. Ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα δύο φύλα χαίρουσιν ίσα προνόμια.
Είπα:
 -Τι πράγμα είναι τα προνόμια;
Εκείνος απήντησε:
 -Πως! Όλα όσα σας είπα.
Περιεπατήσαμεν επί τινα στάδια ακόμη, άλλα δεν έβλεπα τίποτε άλλο ειμή οδούς και πάλιν οδούς, με τα άκομψα εκείνα μακρά κτίρια ένθεν και
ένθεν. Είπα:
 -Δεν έχει μαγαζειά ούτε καταστήματα πουθενά;
 -Όχι, απήντησε· τι μάς χρειάζονται τα μαγαζειά; η πολιτεία μας τρέφει, μας ενδύει, μας σπιτώνει, μας νοσηλεύει, μας νίπτει, μας καλλωπίζει, μας βάπτει τα μαλλιά και μάς θάπτει. Σι θα μάς έκαμναν τα μαγαζειά;
Ήρχισα να αισθάνωμαι κούρασιν από τον περίπατον αυτόν. Είπα:
 -Δεν ειμπορούμεν να υπάγωμεν πουθενά να πάρωμεν ένα πιοτό;
Εκείνος είπε:
 -Πιοτό! Σι πράγμα είναι το πιοτό; Πίνομεν μισό ποτήρι κακάο εις το γεύμα μας. Αυτό εννοείτε;
Δεν ησθανόμην αρκετάς δυνάμεις διά να του εξηγήσω το πράγμα, και βεβαίως δεν θα με ενόει εάν το έκαμνα. Όθεν είπα:
 -Ναι· αυτό ενόουν.
Συνηντήσαμεν ωραίον τινα άνδρα, και παρετήρησα ότι είχε μόνον ένα βραχίονα. Είχον παρατηρήσει ήδη δύο ή τρεις άλλους μεγαλοσώμους άνδρας μ’ ένα μόνο βραχίονα, και μοι είχε φανεί περίεργον. Έκαμα την παρατήρησιν εις τον ξεναγόν μου. Εκείνος απήντησε:
 -Μάλιστα· όταν ένας άνθρωπος εξέχει πολύ από το μέσον ανάστημα και την ευρωστίαν, του κόπτομεν το εν σκέλος ή τον ένα βραχίοντα, ώστε να
επιφέρωμεν την ισότητα· τον κατεβάζομεν ολίγον παρακάτω τρόπον τινά. Η φύσις, βλέπετε, υστερεί όπίσω ως προς τον αιώνά μας· αλλά κάμνομεν ό,τι ειμπορούμεν διά να την διορθώσωμεν. Είπα:
 -Τποθέτω ότι δεν ειμπορείτε να την καταργήσητε;
 -Βέβαια, όχι εντελώς, απήντησε. Μόνον επιθυμούμεν να ειμπορούσαμεν. Αλλά, προσέθηκεν είτα μετά συγγνωστής υπερηφανείας, κατωρθώσαμεν πολλά. Εγώ είπα:
 -Αν συμβή ν’ αναφανή έξοχός τις άνθρωπος, τι τον κάμνετε;
 -Δεν μάς μέλει τόσον δι’ αυτά τα πράγματα τώρα, απήντησε. δεν συνέβη ν’ αναφανή μεγάλη τις εγκεφαλική δύναμις πολύν καιρόν τώρα. Όταν τύχη, εκτελούμεν χειρουργικήν εγχείρησιν επί της κεφαλής, και τούτο καταπραΰνει τον εγκέφαλόν του και τον κατεβάζει ολίγον παρακάτω. Μου ήλθε κάποτε η ιδέα, προσέθηκεν ο γηραιός κύριος, ότι είναι κάπως αξιολύπητον ότι δεν δυνάμεθα και ν’ άνεβάζωμεν παραπάνω ενίοτε, άντί ολονέν να κατεβάζωμεν παρακάτω· άλλα βεβαίως τούτο είναι αδύνατον. Είπα:
 -Νομίζετε ορθόν το ν’ ακρωτηριάζετε τους ανθρώπους τούτους και να τους εξευτελίζητε κατ’ αυτόν τον τρόπον;
Εκείνος είπε:
 -Βέβαια, είναι ορθόν.
 -Φαίνεσθε πάρα πολύ βέβαιος περί του πράγματος, είπα εγώ· διατί είναι «βέβαια» ορθόν;
 -Διότι το κάμνει η πλειονοψηφία.
 -Πώς τούτο το καθιστά ορθόν;
 -Μία πλειονοψηφία δεν δύναται να πράξη κακόν, είπε.
 -Ω! αυτό νομίζουν και οι άνθρωποι οι άκρωτηριαζόμενοι;
 -Εκείνοι! απήντησεν έκπληκτος επί τη ερωτήσει· εκείνοι είναι εν τη μειονοψηφία.
 -Ναι· άλλα και μία μειονοψηφία έχει δικαίωμα εις τους βραχίονάς της, και τα σκέλη της και τας κεφαλάς της, ή όχι;
 -Μία μειονοψηφία δεν έχει κανέν δικαίωμα, είπε. Εγώ είπα:
 -Θα συμφέρη, ως φαίνεται, ν’ άνήκη τις εις την πλειονοψηφίαν, αν πρόκειται να ζήση εδώ, αλήθεια; Εκείνος απήντησε:
 -Μάλιστα, πολλοί έτσι κάμνουν. Νομίζουν τούτο συμφορώτερον.
Ήρχισα ν’ άνιώμαι κάπως εις την πόλιν, και ήρώτησα αν δεν ειμπορούσαμεν να εξέλθωμεν εις την εξοχήν χάριν μεταβολής. Ο οδηγός μου είπε:
 -Βέβαια, αλλα δεν νομίζω να έχετε μεγάλην επιθυμίαν προς τούτο.
-Ω! ήτο τόσον ωραία εις την εξοχήν, είπα, πριν υπάγω να πλαγιάσω· υπήρχον μεγάλα θαλερά δένδρα, και πολλή πρασινάδα, και εκτεταμένα
λιβάδια, και μικροί εξοχικοί οικίσκοι περιτριγυρισμένοι από χλόην, και…
 -Ω! τα μετεβάλαμεν όλα αυτά, διέκοψεν ο γηραιός κύριος· τώρα είναι ένας απέραντος κήπος εν είδει αγοράς, διηρημένος εις δρομίσκους και
διώρυγας κατ’ ευθείας γωνίας τεμνομένας. Δεν υπάρχει τώρα καλλονή εις την εξοχήν οιαδήποτε. Κατηργήσαμεν την καλλονήν· κατέστρεφε την ισότητά μας. δεν ήτο ορθόν μερικοί άνθρωποι να ζώσιν εν μέσω ωραίας σκηνογραφίας, και άλλοι επάνω εις γυμνούς βάλτους. Σούτου ένεκα κατεστήσαμεν όλους τους τόπους όμοιους προς αλλήλους τώρα, και ουδεμία τοποθεσία υπερέχει της άλλης.
 -Δύναται εις άνθρωπος να μετανάστευση εις άλλην χώραν; ηρώτησα· αδιάφορον εις ποίαν, εις πάσαν άλλην χώραν.
 -Ω βέβαια, αν αγαπά, απήντησεν ο συνοδός μου, αλλά προς τι να το κάμη; Όλαι αι χώραι είναι απαραλλάκτως αι ίδιαι. Όλος ο κόσμος είναι εις λαός τώρα· μία γλώσσα, εις νόμος, μία ζωή.
 -Δεν υπάρχει καμμία ποικιλία, καμμία αλλαγή πουθενά; ήρώτησα. Σι κάμνετε προς τέρψιν, προς ψυχαγωγίαν; Θέατρα υπάρχουν;
 -Όχι, απήντησεν ο οδηγός μου. Εδέησε να καταργήσωμεν τα θέατρα. Η ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών εφαίνετο ανίκανος εις άκρον ν’ ασπασθή τας
αρχάς της ισότητος. Έκαστος ηθοποιός ενόμιζε τον εαυτόν του τον άριστον ηθοποιόν εν τω κόσμω, και κατά πολύ υπέρτερον από πολλούς άλλους
ανθρώπους ομού. Δεν ηξεύρω αν συνέβαινε το ίδιον εις τας ημέρας σας.
 -Ακριβώς το ίδιον, απήντησα, αλλά δεν εδίδομεν προσοχήν ούτε μας έμελε δι’ αυτό.
 -Α! ημάς μας έμελε, και επομένως εκλείσαμεν τα θέατρα· εκτός τούτου η ιδική μας εταιρία της Λευκής Σαινίας απεφάνθη ότι όλοι οι τόποι της
διασκεδάσεως είναι κακοί και ολέθριοι· και με το να είναι συμμορία ανθρώπων δραστήριων και ισχυρογνωμόνων, γρήγορα προσείλκυσεν εις τας
ιδέας της την πλειονοψηφίαν και ούτω όλαι αι διασκεδάσεις απηγορεύθησαν. Ηρώτησα:
 -Σας επιτρέπεται ν’ αναγινώσκητε βιβλία;
 -Ναι, είπεν, αλλά δεν γράφονται πολλά τώρα. Βλέπετε, επειδή όλοι ζώμεν τοιαύτην ζωήν, και δεν υπάρχει αδικία, ούτε λύπη, ούτε χαρά, ούτε
ελπίς, ούτε έρως, ούτε παράπονον εις τον κόσμον, και επειδή όλα είναι τόσον κανονικά και εύτακτα, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα διά να γράψη τις· εκτός, εννοείται, περί της μοίρας και του προορισμού της ανθρωπότητος.
 -Αλήθεια, είπα, το βλέπω. Αλλά τα παλαιά έργα τα κλασσικά; Είχετε το πάλαι Σαίξπηρ και Σκώτ και Θάκερεϋ, και είχα γράψει κ’ εγώ κάτι το όποιον δεν θα ήτο και πολύ άσχημον. Σι τα έκάματε όλα εκείνα;
 -Ω! τα εκαύσαμεν όλα αυτά τα παλαιά, είπεν. Ήσαν γεμάτα από τας τελευταίας σκουριασμένας ιδέας του παλαιού κακού καιρού, όταν οι άνθρωποι ήσαν απλώς σκλάβοι και φορτηγά κτήνη. Είπε προσέτι ότι όλαι αι παλαιαί εικόνες και γλυφαί είχον καταστραφή επίσης, εν μέρει δι’ αυτόν τούτον τον λόγον, και εν μέρει διότι εθεωρήθησαν επιβλαβείς από την επιτηρητικήν εταιρίαν της Λευκής Σαινίας, ήτις εξήσκει μεγάλην δύναμιν τώρα. Πάσα δε νέα τέχνη και φιλολογία είχεν απαγορευθή, καθόσον τα τοιαύτα έτεινον να υπονομεύσωσι τας αρχάς της ισότητος. Έκαμνον τους άνθρώπους να σκέπτωνται, και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ανεπτύσσοντο και εγίνοντο ικανώτεροι από εκείνους οίτινες δεν επεθύμουν να σκέπτωνται· κ’ εκείνοι οίτινες δεν επεθύμουν να σκέπτωνται φυσικώ τω λόγω εναντιούντο εις τούτο, και επειδή ήσαν εν τη πλειονοψηφία, υπερίσχυσαν. Διά τους αυτούς λόγους, είπε, δεν επετρέποντο οι αγώνες, αι ιπποδρομίαι και τα παιγνίδια. Οι αγώνες και τα παιγνίδια επέφερον συναγωνισμόν, και ο συναγωνισμός επέφερεν ανισότητα. Είπα:
 -Πόσας ώρας την ημέραν εργάζονται οι πολιταί σας;
 -Τρεις ώρας, απήντησε· μετά τούτο, όλον το λοιπόν της ημέρας μάς ανήκει.
 -Α! αυτό περίμενα ν’ ακούσω, παρετήρησα. Αλλά τι κάμνετε τον εαυτόν σας εις τας άλλας εικοσιμίαν ώρας;
 -Ω! αναπαυόμεθα.
 -Πως! επί ολοκλήρους εικοσιμίαν ώρας;
 -Βέβαια, αναπαυόμεθα και σκεπτόμεθα και ομιλούμεν.
 -Περί τίνος σκέπτεσθε και ομιλείτε;
 -Ω! ω! περί του πόσον άθλια πρέπει να ήτο η ζωή εις τους παλαιούς καιρούς, και πόσον ευτυχείς είμεθα τώρα, και, και… περί του προορισμού της
ανθρωπότητος.
 -Δεν αποκάμνετε ποτέ να σκέπτησθε περί του προορισμού της ανθρωπότητος;
 -Όχι.
 -Και τι εννοείτε με τούτο; τι πράγμα είναι ο προορισμός της ανθρωπότητος, το εννοείτε;
 -Ω! ιδού, να είμεθα όπως είμεθα τώρα, μόνον κάτι περισσότερον, η ισότης να προάγηται, και ο ηλεκτρισμός να χρησιμεύη εις περισσότερα πράγματα, και ο καθείς να έχη δύο ψήφους αντί μιας, και…
 -Σας ευχαριστώ. Αυτό αρκεί. Τπάρχει τίποτε άλλο διά το όποιον να σκέπτησθε; Έχετε θρησκείαν;
 -Ω! βέβαια.
 -Και λατρεύετε Θεόν;
 -Ω! ναι.
 -Πώς τον ονομάζετε;
 -Π λ ε ι ο ν ο ψ η φ ί α ν.
 -Μίαν ερώτησιν ακόμη… δεν σάς πειράζει που σας ερωτώ όλα αυτά ολίγον κατ’ ολίγον, αλήθεια;
 -Ω! όχι. Αυτό είναι όλη η τρίωρος εργασία μου διά την πολιτείαν.
 -Ω! χαίρω διά τούτο. θα μου εκακοφαίνετο να ηξεύρω ότι σας κλέπτω τον πολύτιμον προς ανάπαυσιν καιρόν σας. Ό,τι θέλω να ερωτήσω ακόμη
είναι αυτοκτονούσι πολλοί εκ των ανθρώπων εδώ;
 -Όχι· το τοιούτο ποτέ δεν συμβαίνει.
Προσέβλεψα τα πρόσωπα των ανδρών και των γυναικών όσοι διέβαινον. Όλοι και όλαι είχον υπομονητικήν, σχεδόν παθητικήν έκφρασιν
επί του προσώπου. Δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ που είχον ίδη άλλοτε τοιαύτην τινά όψιν. Μοι έφαίνετο οικεία. Πάραυτα ενθυμήθην. Ήτο ακριβώς η ήρεμος, θολωμένη, θαυμαστική έκφρασις την οποίαν έβλεπα πάντοτε εις τας όψεις των ίππων και των βοών, τούς οποίους ετρέφομεν και διετηρούμεν εν τω παλαιώ κόσμω. Όχι. Οι άνθρωποι ούτοι ποτέ δεν θα εσκέπτοντο ν’ αυτοκτονήσουν.
Παράδοξον! πόσον αμυδρά και ασαφή καθίστανται όλα τα πρόσωπα περί εμέ! και που είναι ο οδηγός μου; και διατί κάθημαι επί του λιθοστρώτου; Και, άκουσον! αυτή είναι βεβαίως η φωνή της ξενοδόχου μου, της κυρίας Βίγγελς. Εκοιμήθη άρα χίλια έτη και αυτή; Λέγει ότι είναι δώδεκα η ώρα  -Μόνον δώδεκα; και δεν θα νιφθώ ως τας τέσσαρες και μισή· και αισθάνομαι τόσην ζέστην και στενοχώριαν, και το κεφάλι μου πονεί! Ευοί! είμαι επί τηςκλίνης! Ήτο όνειρον όλον αυτό; και ευρίσκομαι πάλιν εις την ιθ’ εκατονταετηρίδα;
Διά του ανοικτού παραθύρου ακούω τον θόρυβον και τον ρόχθον της καθημερινής πάλης του βίου. Οι άνθρωποι αγωνίζονται, μοχθούσιν, εργάζονται, διακυβεύουσι την ζωήν των, με τα όπλα της ρώμης και της βουλήσεως. Οι άνθρωποι γελώσι, θλίβονται, ερώνται, εγκληματούσιν, ανδραγαθουσι· πίπτουσι, μάχονται, βοηθούσιν αλλήλους· ζώσι!
Και έχω πολύ περισσότερον από τριών ωρών εργασίαν να κάμω σήμερον, και ενόουν να εξυπνήσω εις τας επτά. Επεθύμουν να μην είχα καπνίσει τόσον πολλά δυνατά πούρα χθες το βράδυ…


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *