Ρώτας Βασίλης: Τρυφερός Λόγιος Πολυπράγμων

Βιογραφικό

     Ο Βασίλης Ρώτας ήταν Έλληνας λόγιος, ποιητής, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, κριτικός, μεταφραστής, θεατρώνης και στρατιωτικός. Είναι γνωστός για τις μεταφράσεις των Απάντων του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, για το ποίημά του Το Χριστινάκι, που μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός κι έγινε ένα από τα εμβληματικά τραγούδια του Νέου Κύματος, καθώς και για τους στίχους του Ύμνου Του ΕΑΜ.

     Γεννήθηκε 23 Απρίλη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου τελείωσε τη βασική εκπαίδευση του. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κορίνθου και αποφοίτησε από το Α’ Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών (1906-1910). Το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) σαν ανθυπολοχαγός, στις μάχες Κιλκίς, Ναλμπάγκιοϊ, Τζουμαγιά, Ουράνοβο, Σέτε Βρατς, Στενά της Κρέσνας, Σιμιτλί. Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ., το 1916, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Δ’ Σώμα Στρατού, στην Καβάλα. Ολόκληρο το Δ’ Σώμα Στρατού αιχμαλωτίστηκε Γκέρλιτς και του Βερλ, σε μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, μέχρι το 1919. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1921-22) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία του Βερολίνου. Το 1921 νυμφεύτηκε τη παιδική του φίλη Κατερίνα Γιαννακοπούλου κι απέκτησαν 3 παιδιά: τον γιατρό Ρένο Ρώτα, την ηθοποιό και συγγραφέα Μαρούλα Ρώτα (απεβίωσε το 1996) και τον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Νικηφόρο Ρώτα (1929-2004). Αποστρατεύτηκε το 1926 με το βαθμό του συνταγματάρχη κι από τότε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, τη μετάφραση και το θέατρο. 
     Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Από το τέλος της 10ετίας του ’40 συντρόφισσά του ήταν η συγγραφέας Βούλα Δαμιανάκου (1914-2016), με την οποία έζησε από το 1954 στη Ν. Μάκρη Αττικής. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και το θέατρο. Την ίδια εποχή ξεκίνησε το μεγαλεπήβολο σχέδιό του να μεταφράσει στα ελληνικά τα άπαντα του Σαίξπηρ, στόχο που ολοκλήρωσε στη διάρκεια της δικτατορίας με τη βοήθεια της συντρόφου του Βούλας Δαμιανάκου.
     Πέθανε 30 Μάη 1977 στην Αθήνα σε ηλικία 88 ετών.



     Το 1908 πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του στο Νουμά κι ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές το 1910 τη Φοιτητική Συντροφιά. Άρθρα, διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο τύπο στη διάρκεια της κατοχής, τα Ελεύθερα Νέα, τη Βραδυνή, την Πρωία, την Εστία και στο περιοδικό Θέατρο (1961-1965) και στον Λαϊκό Λόγο (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα.
Υπήρξε επίσης ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που όμως έκλεισε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οργάνωσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο με συνεργάτες τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη κ.ά. και διεύθυνε το Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας και στο θεσσαλικό κάμπο (1944, με τη συνεργασία ηθοποιών, λογοτεχνών και μελών της ΕΠΟΝ) κι έδωσε θεατρικές παραστάσεις στο βουνό και σε χωριά της Θεσσαλίας. Δίδαξε επίσης στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Πειραιώς. Εκτός από ποίηση και θέατρο ασχολήθηκε και με τη μετάφραση. Στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου πέρασε και για τις μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ. Επίσης ιστορική έμεινε η μετάφρασή του της κωμωδίας του Αριστοφάνη Όρνιθες για τη παράσταση του 1959 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
     Ο Ρώτας δεν επηρεάστηκε τόσο από τα αισθητικά ρεύματα της εποχής του όσο από τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, αλλά κι από τα λαϊκά παραμύθια και τον Καραγκιόζη. Η στάση του αυτή εκφράζει και την άποψή του ότι “δημιουργός, καταλύτης κι αποδέκτης των πάντων είναι ο λαός“. Επίσης μεγάλη επιρροή στο έργο του είχε η σαιξπηρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Σε πολλά έργα του ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946), των ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ (Ρήγας Βελεστινλής, 1936,  Κολοκοτρώνης, 1955) και του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955).
     Υπήρξε βασικός συνεργάτης στο περιοδικό του Κωστή Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα κι ιδρυτής του Λαϊκού Θεάτρου Αθηνών (1930-1937), που έκλεισε η δικτατορία Μεταξά. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ  κι οργάνωσε και το Θέατρο Στο Βουνό το 1944, σε συνεργασία με μέλη της ΕΠΟΝ. Έγραψε τους στίχους του Ύμνου Του ΕΑΜ πάνω στη μουσική του γνωστού τραγουδιού Κατιούσα, που συνέθεσε το 1938 ο Ρώσος συνθέτης Ματβέι Μπλάντερ. Δημοσίευσε -πριν και μετά τον πόλεμο- ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου για τη μετάφραση των απάντων του Σαίξπηρ. Ιστορική έμεινε η μετάφραση της κωμωδίας του Αριστοφάνη “Όρνιθες”, που ανέβηκε τον καλοκαίρι του 1959 από το Θέατρο Τέχνης και προκάλεσε σάλο για τη σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν. Άρθρα του, χρονογραφήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες δημοσιεύτηκαν στον παράνομο τύπο της Κατοχής, στα περιοδικά “Καλλιτεχνικά Νέα”, “Ελεύθερα Νέα” και “Νεοελληνικά Γράμματα”, στις εφημερίδες “Βραδυνή”, “Πρωία”, και “Εστία”, καθώς και στα περιοδικά “Θέατρο” του Κώστα Νίτσου (1961-1965) και “Λαϊκός Λόγος” (1965-1967).


                        Με τη 2η σύζυγό του Δαμιανάκου

     Γόνος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στο Χιλιομόδι, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στη Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το 1ο του ποίημα το έγραψε στην Α’ Δημοτικού και το 1ο του διήγημα στην Β’ Γυμνασίου. Η επιθυμία του παρά την απαγόρευση από τον πατέρα, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στη συνέχεια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθeιά φιλία με τους Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη. Το 1917 με το ψευδώνυμο Βασίλης Κορίνθιος κυκλοφόρησε τη 1η του ποιητική συλλογή Το Τραγούδι Των Σκοτωμένων – Κρυφός Καημός και το 1924 κυκλοφόρησε η 1η του μεταφραστική εργασία, η Άννα Καρένινα του Τολστόι
     Οι πρώτες επιρροές του προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, που τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σ’ αυτά οι τσακισμένοι από τη φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε κείνες τις ώρες, με το χορό και το τραγούδι σαν να ‘βγαζαν φτερά. Ταυτόχρονα με τις μελέτες του για τη λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως τη 1η πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού. Η δεύτερη επιρροή του ήτανε το οικογενειακό του περιβάλλον που απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα 5 παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες. Τρίτη επιρροή έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του. Λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή και κλασσική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει, καθώς όπως είπε ο Μάνος Κατράκης “ο Ρώτας χορεύει σαν αητός“. Υπάρχει όμως κι άλλη μια επίδραση στη προσωπικότητά του που ‘παιξε τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωσή του κι αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Σαίξπηρ που μετέφρασε στο σύνολό του. Πέρα απ’ τη μετάφραση του Σαίξπηρ, μετέφρασε και σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από 4 γλώσσες.


                                              Στο Βουνό

     Η θεατρική καρριέρα του ξεκίνησε πριν το 1910. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων που απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα δίδασκε και τους συμμαθητές του στο σχολείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας. Την περίοδο 1906-10  σπουδάζει θέατρο στη Δραματική Σχολή Ωδείου Αθηνών, στη Σχολή Καλησπέρη και στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο κι ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του. Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουνε τη Φοιτητική Συντροφιά, που αποτέλεσε πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
     Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήτανε το όνειρό του. Δημιούργησε σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει λαϊκό. Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση κι εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων κι επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στο λαό, για το λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με τη κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και τη θεματολογία της. Το 1935 παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να κάνει τη προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια. Με πρόσχημα τη μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο. Στις 30 Οκτώβρη 1940 πήρε πρωτοβουλία για συγκρότηση πολεμικού θιάσου, που όμως απέτυχε. Στις 9 Νοέμβρη με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση κι υποστήριξη για την δημιουργία θιάσου που θα ήταν κοντά στη 1η γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.



    Το καλοκαίρι του 1942 με τη σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήρι με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο -1η περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942 ως Μάρτη 1944- στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας. Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο. Τον Μάρτη του 1944 ο Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας. Η πρόσκληση ερχόταν από τη ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στη πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών. Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας. To Δεκέμβρη του ’44 βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα. Το 1945 ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη που εκδίδει και το περιοδικό Λαοκρατία, ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο. Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
     Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφρασή του ανεβάζει τους Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου. Στη περίοδο 1961-1967 βοηθά με την εμπειρία του τη προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος. Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα Τα Νέα για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1967 συλλαμβάνεται από τη χούντα κι εξορίζεται στη Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με τη Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου. Το 1974 ολοκληρώνει τη μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με τη Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε κι εκδοτικά το 1985.



     Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από τη περίφημη σειρά Κλασσικά Εικονογραφημένα με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για 2 10ετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνον οι επανεκδόσεις. Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήτανε πάνω απ’ όλα ένας αγωνιστής. Το μεγάλο σχολείο για κείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σ’ αυτή δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το προζύμι για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.

Όταν οι μέρες θα γλεντάν κι οι νύχτες θα χορεύουν
και τη χαρά θα τη μετράν μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
τότε να ζεις, αγάπη μου, θυμήσου με κι εμένα
θυμήσου αν ήμουν όμορφος, αν ήμουν παλλικάρι
τραγουδιστής και χορευτής και πρώτος στους αγώνες
θυμήσου με αν δεν έγραψα με αίμα τ’ όνομά μου
σε βράχους, σε καστρόπορτες, σε δρόμους σε πλατείες
σε φαντασίες κοριτσιών, σε στόματα αντρειωμένων…

     Με τα βιώματα που έφερνε από πριν, με τις αρετές του και ιδιαίτερα με τις συμπάθειες που έτρεφε πάντα στους απλούς ανθρώπους του λαού, δέχτηκε από τους πρώτους το προσκλητήριο μήνυμα του ΕΑΜ, έκανε τους σκοπούς του τραγούδι και έδωσε όλες τις δυνάμεις στο ένδοξο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Μετά την πρώτη προσφορά του στους αγώνες του λαού της Αθήνας κατά του φασίστα επιδρομέα βγήκε στο βουνό κι εκεί έγινε ο εμπνευυστής κι ο κύριος οργανωτής του θεάτρου της Αντίστασης.
     Μετά την απελευθέρωση, ο Ρώτας συμμετέχει στο λαϊκό κίνημα και με τη πέννα του αγωνίζεται να γίνουν πράξη τα ιδανικά του ΕΑΜ. Γράφει άρθρα, ποιήματα, διηγήματα, θέατρο, συνεχίζει τις μεταφράσεις των αρχαίων τραγικών, του Σαίξπηρ κι άλλων ξένων δραματουργών.
Ιστορική είναι η συνεργασία του Ρώτα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μουσική για το κλασικό και το νεότερο θέατρο άρχισε να συνθέτει ο Μίκης Θεοδωράκης νωρίς-νωρίς, το 1945. Επρόκειτο για το έργο Θεατρική Τραγωδία του Ρώτα. Η προσπάθεια όμως, λόγω και των γεγονότων, έμεινε ημιτελής. Μέχρι το 1962 όμως. Τότε με υποκινητή πάλι τον, έστω και δευτερογενή, λόγο του Ρώτα ο Μίκης κατέθεσε την πρώτη ολοκληρωμένη του μουσική για το νεότερο θέατρο και θριάμβευσε. Το έργο: «Ένας όμηρος» του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν -ο Ρώτας είχε κάνει τη μετάφραση. Τα περισσότερα από τα 16 θαυμάσια τραγούδια του έργου πήγαν στα στόματα εκατομμυρίων Ελλήνων: «Ήταν 18 Νοέμβρη», «Το γελαστό παιδί», «Άνοιξε λίγο το παράθυρο», «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι», «Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός», «Θα σου στείλω μάνα»… Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στις 12 Απρίλη του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο της Αθήνας.
     Όταν ο Ρώτας “φεύγει” από τη ζωή, στις 30 του Μάη το 1977, αφήνει πίσω του έργο που αποτελεί μόνιμη πηγή έμπνευσης για το λαό, για κάθε άνθρωπο της προόδου. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές του κυκλοφόρησε τα έργα Παλιές ιστορίες (διηγήματα) , το ιστορικό δράμα Κολοκοτρώνης, τα Καραγκιόζικα (θεατρικές κωμικές σκηνές με ήρωες “καραγκιόζικους”), τα Διηγήματα, δύο τόμους με τα θεατρικά έργα Ρήγας Βελενστινλής, Ελληνικά Νιάτα, Παραμύθι της Ανέμης, Ερωτόκριτος, Ο σύζυγος τρελαίνεται, Γραμματιζούμενοι , Προμηθέας και άλλα.
Μια σειρά εργασίες όπως, Μνημόσυνο, Δραγάτες Πνευματικής Ελευθερίας κ.ά. τις οποίες έγραψε σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου, τη σύντροφό του. Μαζί της επίσης πραγματοποίησε κατά αριστοτεχνικό τρόπο τεράστιο μεταφραστικό άθλο. Μετέφρασε ολόκληρο το έργο του Σαίξπηρ, το θεατρικό και το ποιητικό. Δημοσίευσε επίσης ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ ιστορική έμεινε η μετάφρασή του από την κωμωδία του Αριστοφάνη Όρνιθες. Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφρασή του ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και μουσική Μάνου Χατζιδάκι σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου. Επαναλήφθησαν το 1961.



     Ο Βασίλης Ρώτας, ως αυθεντικός λαϊκός άνθρωπος, ως στοχαστής που θεωρούσε το λαό την υπέρτατη αξία, ως αγωνιστής που έθεσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του λαού, μάς άφησε ένα έργο στενά δεμένο με τη λαϊκή δημιουργία, με τη δημοτική ποίηση και τα λαϊκά μέτρα, ένα έργο που πηγάζει από το λαό και σ’ αυτόν απευθύνεται. Γι’ αυτό και δίκαια μπορεί να ονομαστεί λαϊκός ποιητής και συγγραφέας. Η λαϊκότητά του δεν εκφράζεται μόνο στο περιεχόμενο των έργων του, στους λαϊκούς τύπους και χαρακτήρες του, αλλά και στην αξιοθαύμαστη γνώση και χρήση της λαϊκής γλώσσας. Από τους στενούς δεσμούς του με το λαό, από τη σπουδή του του λαϊκού λόγου διαμόρφωσε τη δική του θαυμαστή γλώσσα -την απαλλαγμένη από λογιοτατισμούς- και το δικό του στοχασμό, τον ευλύγιστο και τον εύστοχο. Η σοφία του και η έκφρασή της φτάνουν συχνά στη λιτότητα της λαϊκής παροιμίας. Κι όλα αυτά που διαποτίζουν το έργο του κάνανε το Γληνό να τον ονομάσει “Κριλώφ της Ελλάδας” -μιας κι ο Ρώσος αυτός κλασσικός είναι κύρια γνωστός για τους μύθους του- για το αθάνατο αυτό βιβλίο της λαϊκής σοφίας.
     Ο Ρώτας ως συγγραφέας κι ως άνθρωπος υπήρξε καθαρή συνείδηση. Ήταν αληθινός λεβέντης της ιδέας, της τέχνης, της πράξης. Γι’ αυτό και πριν ακόμη κοινωνήσει τις επαναστατικές ιδέες, που είχαν απλωθεί στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ., διακρινότανε για το λαϊκό ανθρωπισμό του κι εμπνεόταν από την ιδεολογία της δοκιμασμένης λαϊκής παράδοσης. Θα του ταίριζε ίσως και του ίδιου, το επίγραμμα που είχε γράψει το 1947 για τον Νίκο Καρβούνη:

Τη λευτεριά ζητώντας σε όρη και λαγκάδια
την ήβρα στον αγώνα με πστούς συντρόφους
μπήκα μπροστά χορεύοντας και τραγουδώντας
Μην ψιχαλίσει δάκρυ, αν έπεσα στη μάχη
χαμογελώντας έπεσα, όπως πέφτει ο ήλιος
μεγαλοσύνη ολόλαμπρη σταφανωμένη
με δάφνες απ’ τα λεύτερα τα κορφοβούνια
αυτά κι ας μολογάνε την παλικαριά μου
μ’ ένα τραγούδι κλέφτικο, ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ,
να λέει για λεβεντιά, για λευτεριά, γι’ αγώνα.

    Όμως έχει να παρουσιάσει ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο έργο στην ποίηση, στην πεζογραφία και πιο ιδιαίτερα ένα πλούσιο μεταφραστικό έργο στην πεζογραφία (του Τολστόι, Άννα Καρένινα, 1924, του Μίλλερ, Θωμάς Έντισον, 1956), στη δοκιμιογραφία (της Ρυς Νταίβιντς, Βουδισμός, 1931, του Βεντ, Αναζητώντας τον Αδάμ, 1957), στην Ιστορία της Λογοτεχνίας (Τόμας -Λάλου, Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας, 1931) στην ποίηση (όλα τα σονέτα και τα υπόλοιπα ποιήματα του Σαίξπηρ, παλιές σκωτσέζικες μπαλάντες, ποιήματα του Μπάυρον και του Ουώλτ Ουίτμαν, το: Έργα και Ημέραι, 1998, του Ησίοδου, τον Δον Ζουάν, του Μολιέρου, 1930, το: Μαρία Στούαρτ, 1932 και το: Δον Κάρλος, 1934, του Σίλλερ, το: Ρόζα Μπερντ και το: Η Χανέλα πάει στον Παράδεισο, του Χάουπτμαν, 1955, τις Όρνιθες, 1960 και την Ειρήνη, 1964, του Αριστοφάνη, το: Ο Δήμαρχος, του Καλντερόν, 1965, το: Ο Δον Χιλ με το πράσινο παντελόνι, του Τίρσο ντε Μολίνα, 1966, το: Ο εχθρός του λαού, του Ίψεν, 1968 και το: Ένας Όμηρος, του Μπήαν, 1973. 
     Στο σύνολο του συγγραφικού του έργου, πρωτότυπου και μεταφραστικού, κυριαρχεί ο ιδιόμορφος δημοτικιστικός λόγος του, εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι κι η λαϊκή ρομαντική κοσμοθεωρία του. Ανιχνεύονται, επίσης, επιρροές από το λαϊκό θέατρο του Καραγκιόζη, τη σαιξπηρική δραματουργία και το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μιχάλης Τερζής κι ο Αργύρης Μπακιρτζής.

ΕΡΓΑ:

Ποίηση

Το τραγούδι των σκοτωμένων – Κρυφός καημός. Gorlitz, Verlangsanstalt Gorlitzer Nachrichten und Anzeiger, 1917.
Το τραγούδι του καμπούρη και άλλα τραγούδια. 1920.
Ανοιξιάτικο αγέρι. Gorlitz, Verlangsanstalt Gorlitzer Nachrivhten und Anzeiger, 1923.
Παιδιάτικα τραγούδια. 1943.
Τρελή πορεία. Αθήνα, 1945.
Τραγούδια της κατοχής πατριωτικά ηρωικά. Αθήνα, έκδοση του ποιητή, 1952.
Κιθάρα και γαρούφαλλο• ερωτικά και άλλα ποιήματα. Αθήνα, Ίκαρος, 1953.
Μνημόσυνο. Αθήνα, 1961. (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
…παρά προστάτας νάχωμεν. Αθήνα, 1974.
Βραδινό τραγούδι. Αθήνα, 1974.
Βραδυνό τραγούδιΒ΄. Αθήνα, 1980.
Τραγούδια της Αντίστασης. Αθήνα, 1981.

Θέατρο

Να ζει το Μεσολόγγι. Αθήνα, έκδοση των Μουσικών Χρονικών, 1927.
Ιησούς δωδεκαετής εν τω ναώ• Δράμα. Μουσική Ψάχου. Αθήνα, Δημητράκος, [1929].
Σε γνωρίζω από την κόψη• Δραματική σκηνή. Αθήνα, 1928.
Σπιτίσιο φαΐ. Αθήνα, 1929.
Τα κορίτσια επαναστατούν. Αθήνα, 1930.
Ο Καρδούλας. Αθήνα, 1930.
Μαξιλαριές. Αθήνα, 1931.
Ο χορός των παιχνιδιών. Αθήνα, 1931.
Οι Μαξιλαριές. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Ο χορός των παιχνιδιών. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Ρήγας ο Βελεστινλής. Αθήνα, Γκοβόστης, 1936.[2]
Το πιάνο• Κωμωδία για κούκλες. Αθήνα, 1943.
Γραμματιζούμενοι• Κωμωδία. Αθήνα, έκδοση του συγγραφέα, 1943.
Ελληνικά νιάτα• Τραγωδία. Αθήνα, Γκοβόστης, 1946.
Ο ήρωας. Αθήνα, 1947.
Το παραμύθι της ανέμης• Κωμωδία. Αθήνα, έκδοση του συγγραφέα, 1953.
Καραγκιόζικα. Αθήνα, 1955.
Κολοκοτρώνης• ή Η νίλα του Δράμαλη• Ηρωικό δράμα σε τρεις πράξεις. Αθήνα, ανάτυπο από την Επιθεώρηση Τέχνης, 1955.
Αυγούλα • Τραγουδάκια – Στιχοπαίγνια – Μύθοι. Με μουσική Νικηφόρου Β. Ρώτα. Εικόνες Κατερίνας Νικ.Ρώτα. 1974.
Θέατρο για παιδιά. Αθήνα, 1975.
Καραγκιόζικα Β΄. Αθήνα, 1978.

Πεζογραφία

Παλιές ιστορίες• Διηγήματα. Αθήνα, Ίκαρος, 1955
Η περιουσία και άλλα διηγήματα. Αθήνα, περ. “Λαϊκός λόγος”, 1966
Δέκα παραμύθια. Αθήνα, 1981.

Μελέτες

Οδηγός για σχολικές παραστάσεις. 1931.
Εισαγωγή στο θέατρο του σχολείου. Αθήνα, Δημητράκος, 1933.
Τεχνολογικά Α΄. Αθήνα, 1951.
Τεχνολογικά Β΄. Αθήνα, 1952.
Δραγάτες πνευματικής ελευθερίας. Αθήνα, 1961.
Δημοκράτες παραδημοκρατικοί. Αθήνα, 1965 (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Βίος και πολιτεία (σημειώματα ημερολογίου). Αθήνα, 1980.
Θέατρο και Αντίσταση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981.
Ο αγώνας στα ελληνικά βουνά. Αθήνα, 1982.
Κριτικοί στοχασμοί πάνω στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη. Αθήνα, 1983.
Θέατρο και γλώσσα 1-2. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1986.

Μεταφράσεις

Τολστόι Λέων, Άννα Καρένινα• Πρόλογος Ε.Φ. – Μετάφρασις Βασ. Ρώτα Α΄. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1924.
Σαίξπηρ, Άπαντα. Αθήνα, 1927-1974 (και σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Σίλλερ, Μαρία Στιούαρτ• Δράμα σε πέντε πράξεις• Μετάφραση Β.Ρώτα. Αθήνα, έκδοση των Μουσικών Χρονικών, 1932.
Φρειδερίκος Σίλλερ, Δον Κάρλος• Δραματικόν ποίημα εις 5 πράξεις• Μετάφρασις Β.Ρώτα. Αθήνα, 1933.
Χάουπτμαν, Η Χάνελε πάει στον παράδεισο. Αθήνα, 1943.
Χάουπτμαν, Ρόζε Μπερντ. Αθήνα, 1953.
Ξένα λυρικά. Αθήνα, Ίκαρος, 1955.
Φρανσουά Μιλλέρ, Θωμάς Έντισον• Μετάφραση Βασίλη Ρώτα. Αθήνα, Δίφρος, 1956.
Αριστοφάνης, Όρνιθες (Πετούμενα)• Μετάφραση, εισαγωγή & σχόλια Βασίλη Ρώτα. Αθήνα, Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, 1960.
Μπ. Μπιάν, Ένας όμηρος. Αθήνα, 1963 (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου).
Αριστοφάνης, Ειρήνη. Αθήνα, 1964.
Τίρσο ντε Μολίνα, Δον Τζιλ με το πράσινο παντελόνι. Αθήνα, 1965.
Καλντερόν, Ο Δήμαρχος της Καλαμέα.
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι. (στον τόμο Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη).

==================

ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

                   Σ’ Αγαπώ

Σ’ αγαπώ, το λέω και θέλω να πεθάνω.
Κάνω να ξεχάσω και το νου μου χάνω.
Σ’ αγαπώ, το λέω και τρέμει το κορμί μου,
το διπλολογιάζω, καίν’ οι λογισμοί μου.

                 Βουνά Για Χαμηλώσετε…

Βουνά για χαμηλώσετε, κορφές, για τραβηχτείτε,
να δούμε κάμπους πράσινους, πλαγιές λουλουδιασμένες,
λιβάδια με τα πρόβατα, γιαλούς με τα καράβια.
Και τραβηχτήκαν οι κορφές, τα όρη χαμηλώσαν
κι είδαμε κάμπους με σταυρούς, πλαγιές με σκοτωμένους,
ανταριασμένες θάλασσες που ξέβραζαν κουφάρια
και τα κοράκια σύγνεφα και τα σκυλιά κοπαδια.

                              Ο Χάρος

Τη νιότη εγώ τη χάρηκα και χάρο δε φοβάμαι:
Καλώς να ‘ρθει κι όποτε ‘ρθει, μακάρι απόχε κιόλα.
Λεν μαύρος είν’, μαύρα φορεί, μαύρο ‘ν’ και τ’ άλογό του
μα εγώ τον ξέρω μερακλή, για χάρη μου θ’ αλλάξει
κι άσπρος θε ναν’, άσπρα θα φορεί κι άσπρο θαν’ τ’ άλογό του
μπροστά του θα ‘χει τα διολιά, πίσω του τα τουφέκια
και στ’ έμπα του και στ’ έβγα του, στ’ αστραποφέγγισμά του
χαρά θα παίζουν τα διολιά, θα ρίχνουν τα τουφέκια…



                           Εωθινό

Ροδοχαράζει χαραυγή, πέτα κορυδαλλέ μου,
πέτα πουλί, μεσούρανα, χαρούμενα λαλώντας,
κι απόψε ξενυχτήσαμε στης λυγερής τον κόρφο:
στον ύπνο την αφήσαμε τη πολυφιλημένη,
κοιμάται ροδομάγουλη και ξεπλεκομαλλούσα
και μια γλυκοχαμογελά, μια γλυκαναστενάζει
κι η νερατζούλα πάνω της τινάζει τον ανθό της.

      Στ’ Ανεμόβροχο…

Χορεύει
το κύμα στ’ ανεμόβροχο
χορεύουν
οι γλάροι στ’ ανεμόβροχο
χορεύουν
τα πεύκα στ’ ανεμόβροχο
χορεύει 
κι η Ελένη στ’ ανεμόβροχο
χορεύει
στα φύκια, στα ξεβράσματα,
και τρέχει
στους κάβους και στ’ ακρόραχτα
γιατ’ ήβρε
σημάδι απ’ τον Κώστα της
σημάδι
στη πίπα που του χάρισε,
την ώρα
που μπάρκαρε κι αρμένισε
την ήβρε
δαρμένη απ’ τα κύματα…

           Το Γελαστό Παιδί

Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί

Είχεν αντρειά και θάρρος κι αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί

Μον’ να ‘ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα ‘ταν τιμή μου που ‘χασα το γελαστό παιδί

Βασιλικιά μου αγάπη μ’ αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους φασίστες μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί.

   Το Χριστινάκι

Δώδεκα αγόρια του σκολειού
κι η Χριστινιώ μια τάξη
μη βρέξει και μη στάξει.

Τ’ αγόρια τ’ ορκιστήκανε
στην παλικαροσύνη
να κλέψουν το Χριστίνι.

Βαρκούλα ξαρματώνουνε
με σταυρωτό πανάκι
Χριστίνα – Χριστινάκι.

Ποιος είδε πετροπέρδικα
να παίζει με γεράκια
στο πλάι στα θυμαράκια;

Ποιος είδε τη ξανθόμαλλη
γελούσα και πανώρια
να παίζει με τ’ αγόρια;

-Έμπα, καλή, στη βάρκα μας
να πάμε και να ‘ρθούμε
τραγούδι που θα ειπούμε!

Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε
στου Ζέφυρου το χάδι
το όμορφο τούτο βράδυ.

Σπαρμένο χρυσολούλουδα
το πέλαγο λιβάδι
το όμορφο τούτο βράδυ.

Άλλοι ταιριάζουν τα πανιά
κι άλλοι κουπί τραβούνε,
Χριστίνα, ο νους σου πού ‘ναι;

Το Χριστινάκι τραγουδεί
της βάρκας κυβερνήτης,
γλυκειά που είν’ η φωνή της!

Και λέει τραγούδι του έρωτα
και για τον πόθο λέει,
για το φιλί που καίει.

Κι η βάρκα εποθοφτέρωσε
κι ορθοπηδά το κύμα
τραβώντας όλο πρίμα.

Γέλια, τραγούδια σώπασαν,
τ’ αγόρια συμπαλεύουν,
μοχτούν, φιλί γυρεύουν.

Χουγιάζει ο αέρας για φιλί,
βγάζουν καημούς και πάθη
της θάλασσας τα βάθη.

Κανείς δεν είναι στο κουπί,
κανείς και στο τιμόνι
λαχτάρα που τούς ζώνει.

Για το φιλί της Χριστινιώς
χυμάν με χίλια χέρια
νερά, βουνά κι αστέρια.

Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη
πάει στων νερών τα βάθη
με του έρωτα τα πάθη.

Κι εκεί σαλεύουν τα παιδιά,
ψάχνουν να βρουν ακόμα
της Χριστινιώς το στόμα.

Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά,
τους νιους, τους μαθητάδες
τις δώδεκα μανάδες,

μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά,
το λυγερό κορμάκι,
τ’ αγρίμι το λαφάκι,

που ήτανε δώδεκα χρονώ,
-Παρθένα Παναγιά μου-
κι έλαμπ’ η γειτονιά μου.

Το Τραγούδι Του Ερωτόκριτου

Ψηλό κυπαρισσάκι μου
χαμήλωσ΄την κορφή σου
ρίξε μου κλώνο να πιαστώ
και πάρε με μαζί σου.

Ψηλά την έχεις τη φωλιά
ξαμώνω μα δε σώνω
με του καημού το βάσανο
βραδιάζω ξημερώνω.

Δεν έχεις μάτια να με ιδείς
καρδιά να μ΄ελεήσεις
γλώσσα ένα λόγο να μου πεις
να με παρηγορήσεις.

Εικόνα ανθοπερίπλεχτη
τριαντάφυλλο του Μάη
ξύπνα ν΄ακούσεις τι καημός
για σένα τραγουδάει.

Πετάει λεύτερη η φωνή
μα τα φτερά δεμένα
κλαίει μακριά σου το πουλί
που χάνεται για σένα.

Μα εγώ θα σχίσω τα βουνά
τα πέλα θ΄αρμενίσω
προσκυνητής στα πόδια σου
να ρθω να ξεψυχήσω.

             Σοννέττο 114

Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές
Εγώ δε δέχομαι, δεν είναι η αγάπη αγάπη,
Που αλλάζει μ’ όλες του καιρού τις αλλαγές
Και ξεστρατάει με κάθε σκούντημα, σαν τόπι

Όχι! είναι ένα σημάδι αιώνιο σταθερό
Που απαρασάλευτο τις μπόρες αντικρύζει:
Του ναύτη το άστρο που, κι αν έχει μετρημό
Πόσο μακριά ‘ναι, δε μετριέται πόσο αξίζει

Δεν είν’ η αγάπη μπαίγνιο του καιρού,
Που αυτός θερίζει ροδομάγουλα και χείλια,
Η αγάπη δεν πηγαίνει με ώρες και με μίλια.

Γιατί θα βρει την άκρη, πάντα και παντού.
Αν τούτο είν’ πλάνη κι αποδειχνεται σ’εμέ
Ούτ’ έγραψα, ούτε αγάπησε άνθρωπος ποτέ.
_____________________________

ΠΕΖΑ:


      Ο Πασάς Μαθαίνει Τον Καραγκιόζη Τί Εστί Πατρίς

Πρόσωπα: Πασάς, Καραγκιόζης, Βεληγκέκας

ΠΑΣΑΣ: Σ’ εκάλεσα, Καραγκιόζη, να σου ομιλήσω δια την ιεράν υποχρέωσιν που έχομεν όλοι να υπερασπίζομεν την πατρίδα μας και να θυσιάζωμεν ακόμη και την ζωήν μας δια την σωτηρία, την προκοπήν και το μεγαλείον της.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ωραία! Τι ωραία!
ΠΑΣΑΣ: Έχεις ιδέαν τι εστί πατρίς;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, καλά σαι!
ΠΑΣΑΣ: Για εξήγησέ μου!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ε, ντε τεχνολογία θες τώρα;
ΠΑΣΑΣ: Όχι, πες μου, να ιδώ κατά πόσον αντιλαμβάνεσαι τι εστί πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να πατρίς είναι…
ΠΑΣΑΣ: Μπράβο, πες το!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τόξερα, αλλά να, τώρα το ξέχασα.
ΠΑΣΑΣ: Ας υποθέσωμεν πως εγώ έρχομαι να σε πετάξω έξω απ’ το σπίτι που κάθεσαι να καθήσω εγώ. Το θα κάμεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου! Να καθήσεις εσύ ο πασάς στη καλύβα τη δικιά μου;
ΠΑΣΑΣ: Ναι, τι θα κάμεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου, χου, δεν το λέω, ντρέπουμαι.
ΠΑΣΑΣ: Πέστο παιδί μου, διότι ό,τι και να κάμεις δια να υπερασπίσεις το σπίτι σου, είναι συγχωρημένον.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άμα θάρθεις εσύ να με βγάλεις απ’ το σπίτι μου για να καθήσεις εσύ…
ΠΑΣΑΣ: Ναι, το θα κάμεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Χου! Χου!
ΠΑΣΑΣ: Πέστο, μη ντρέπεσαι.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: …Κι εγώ θα πάω στο δικό σου το σπίτι, στο σαράι να πούμε;…
ΠΑΣΑΣ: Όχι, βρε, εσύ θα μείνεις χωρίς σπίτι, στον δρόμο!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Και στο δικό μου το σπίτι ποιος θα κάθεται;
ΠΑΣΑΣ: Εγώ!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Αμδέ!
ΠΑΣΑΣ: Μπράβο, τι αμδέ;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Δεν κάθεσαι εσύ ούτε τρεις στιγμές, γιατί απ’ την πρώτη στιγμή θα σε κάνουνε οι ψύλλοι να πεταχτείς όξω φωνάζοντας «πυρκαγιά!»
ΠΑΣΑΣ: Αχ, ντιπ μπουνταλάς, είσαι ζαβάλη. Ας πούμε πως έρχεται ένας να σου πάρει το σπίτι. Τι θα κάμεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος θα ’ρθει να πάρει το δικό μου σπίτι, πασά μου; Στραβομάρα θα ’χει να πάρει κανένα καλύτερο, από τα τόσα…
ΠΑΣΑΣ: Υπόθεσε, βρε, πως δεν υπάρχουν άλλα σπίτια, πως είσαι στην ερημιά.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Στην ερημιά; Και τι θα τρώω;
ΠΑΣΑΣ: Υπόθεση κάνουμε: Είσαι στην ερημιά κι αυτή η ερημιά είναι δική σου κι έρχεται ο άλλος να σε βγάλει, για να μείνει αυτός. Τι θα κάμεις;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιος κάθεται στην ερημιά, πασά μου, και μάλιστα να ’ρθει κι άλλος να τονε βγάλει; Τι ’ναι η ερημιά, το σαράι σου να ’χει ούλα τα καλά;
ΠΑΣΑΣ: Λοιπόν, έστω: Εγώ είμαι στον τόπο μου, στο σαράι μου, στην καλοπέρασή μου κι έρχεται ο άλλος και μου κάνει πόλεμο να με βγάλει εμένα, να με αιχμαλωτίσει, να με σκοτώσει και να πάρει αυτός να ’χει την περιουσία μου και τις γυναίκες μου και τ’ αγαθά μου και τη δόξα μου! Ε, δεν πρέπει ν’ αντισταθώ, να πολεμήσω, γι να διαφεντέψω το δίκηο μου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άκου λέει!
ΠΑΣΑΣ: Ε, αυτό είναι πατρίς.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ποιο;
ΠΑΣΑΣ: Να, ο τόπος εδώ μ’ όλα τα καλά του. Το κατάλαβες τώρα;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πως, πως…
ΠΑΣΑΣ: Τι κατάλαβες;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Να, πως πατρίς είναι το σαράι σου, τα λεφτά σου, οι γυναίκες σου, η καλοπέρασή σου…
ΠΑΣΑΣ: Όχι μόνο η δική μου η καλοπέραση, βρε, παρά κι η δική σου. Εδώ είμαστε όλοι μαζί.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μαζί είμαστε, αμή χώρια τρώμε. Εσύ έχεις τα καλά κι εμείς τα καλάμια.
ΠΑΣΑΣ: Έμα είσαι πολύ ζεβζέκης και μπουνταλάς. – Ε, Βελή!
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: (Μπαίνει) Πω-γιά, προστάζει εφέντη μ’ !
ΠΑΣΑΣ: Πάρ’ τον τούτον εδώ τον ανόητον, να τον μάθεις τι εστί πατρίς.
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Γκελ μπουρντά, πεζεβέγκ!
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: (Ενώ τον βγάζει έξω ο Βεληγκέκας με τις κλωτσιές) ωχ! ωχ! ωχ! Πατρίς είναι η φτώχεια, το ξύλο κι ο Παρθενώνας! ωχ!

                       To Γράμμα Του Πνιμένου

     Είχε κατέβει ο Θεός κάτου, ο θαλασσόθεος και συντάραζε τη θάλασσα και σάρωνε τον τόπο ημερόνυχτα. Οι άνεμοι, ξαπολυμένοι, εδιώχνανε κι απ’ το πέλαγο κι απ’ τη στεριά και πλεούμενα και ανθρώπους και ζωντανά, ξερίζωναν δέντρα και μπαίνανε και ως και μέσα στα σπίτια και ούρλιαζαν. Κάποτε ο μαυροσύννεφος ο Νοτιάς πήρε να ξεθυμάνει, το βράδυ γλάρωσε κι όλη νύχτα μόνο η θάλασσα ανταρευότανε ακόμη και βόγγαγε. Οι πρώτοι άνθρωποι που βγήκανε χαράματα στο γιαλό, βρήκανε τον πνιγμένο τουμπανιασμένο πάνω στα φύκια και στα κλαριά. Τα ‘χε όλα ξεράσει το κύμα, που φούσκωνε ακόμη και ξέρναγε αφρούς, αν καλά ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο.
     Ένας πνιμένος στο ακρογιάλι, σε μικρό χωριό, φέρνει μεγάλη ταραχή στους ανθρώπους. Αμέσως το μαθαίνουνε όλοι και συνάζονται γύρω στο κουφάρι, με περιέργεια, θλίψη και συμπόνια. Ετούτος φαινότανε άντρας μεσόκοπος, μα η θάλασσα τον είχε δείρει πολύ πριν τόνε πετάξει έξω και του ‘χε χαλάσει τη μορφή, σε τρόπο που δεν έδειχνε πολλά σημάδια γνώρας. Κι η φαντασία τω χωριατώνε βάλθηκε αυτή να τρέξει μακριά για να πιάσει το σουλούπι, τη νιότη, την αντρειά του πνιμένου και τις σχέσεις του με τον κόσμο. Κι όπως όλοι τους ήτανε θλιμμένοι, κι από δικά του ο καθένας από το χαλασμό της κατοχής κι από την πείνα, γιατί ο πόλεμος δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην το ‘χει κάψει στην καρδιά, οι φαντασιές με πολύ μαύρα μάτια είδανε το άγνωρο κουφάρι που κειτότουνε εκεί, πάνω στα φύκια, ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο σαν μεθυσμένο και αδιάντροπο. Σα να βλαστήμαγε τη ζωή. Σα να μούτζωνε και τον ουρανό τον ολογάλανο που έπιανε να τόνε χρυσώνει ο λαμπρός ανοιξιάτικος ήλιος και τη θάλασσα που καταλάγιαζε λιγοθυμισμένη, και το αγέρι που κατέβαινε από τις κορφές τις γεράνιες και τις πράσινες πλαγιές γύρω, μοσκοβολημένο από θυμάρι κι αγριοβιολέτα, και τα πουλιά που πετούσανε στο γλαρόν αθέρα, και τους ανθρώπους γύρω του, που τόνε κοιτάζανε με σκυμμένα μούτρα και μάτια ανήσυχα και φοβισμένα.
     Επί τέλους ήρθε κι ο χωροφύλακας κι όλοι του κάνανε τόπο να περάσει μπροστά. Κοίταξε πρώτα με προσοχή το κουφάρι, από το μπρουμυτισμένο κεφάλι του ως τα ανακλαδισμένα κανιά του, ύστερα πρόσταξε δυο χωριάτες να το γυρίσουν ανάποδα. Η φορεσιά του έμοιαζε με στολή.
– Στρατιώτης ήτανε, είπε ο χωροφύλακας, κι όλοι οι παραστεκούμενοι αναστενάξανε κι οι γυναίκες πιο πίσω λουχτούκιασαν.
– Για ψάχτε του τις τσέπες, πρόσταξε πάλι ο χωροφύλακας, κι οι δυο χωριάτες που προθυμήθηκαν να βάλουνε χέρι στον πνιμένο, αρχίσανε τώρα να τόνε ξεκουμπώνουνε, να χώνουνε τα χέρια τους μες στις τσέπες του, να τραβάνε από κει πράματα και να τα δίνουνε του χωροφύλακα.
– Το ρολόι του, είπε ένας ξεθηλυκώνοντας ένα ρολόι απ’ τον αρμό του πνιμένου. Πάλι λουχτούκιασαν οι γυναίκες. Μα οι άντρες και τα παιδιά γέλασαν, γιατί αυτός που ξεθηλύκωσε το ρολόι, πριν το παραδώσει στο απλωμένο χέρι του χωροφύλακα, το ‘βαλε στ’ αυτί του, για ιδεί αν δουλεύει.
– Τι ώρα λέει; να βάλουμε όλοι τα ρολόγια μας!! ρώτησε φωναχτά ένας χωρατατζής και το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια.
     Δεν άργησαν οι παλάμες του χωροφύλακα να γεμίσουνε με πράματα, το ρολόι, έναν σουγιά, ένα μαντηλάκι, μια φυλλάδα διπλωμένη, ένα μολύβι, μια τσατσάρα, ένα πορτοφόλι φουσκωμένο σαν τον ιδιοχτήτη του και ξεκοιλιασμένο, που μισοφαινόντουσαν τα μέσα του χαρτιά και τα χρήματα, ένα μάτσο γράμματα. Ο χωροφύλακας τ’ άδειασε όλα μέσα σ’ ένα σακίδιο που ‘χε κρεμασμένο στο πλευρό του. Κράτησε μόνο τα χαρτιά κι άρχισε να τα εξετάζει, ψάχνοντας για την ταυτότητα του πνιμένου. Ξεφυλλίζοντας τα μουσκεμένα γράμματα, διάβαζε κιόλας φωναχτά:
   “Αγαπητή μου Ελενίτσα…”.
– Γράμματα στην αγαπητικιά του, φώναξε ο χωρατατζής και γέλασαν τα παιδιά.
     Ο χωροφύλακας ξεδίπλωσε το δεύτερο γράμμα και διάβασε πάλι : “Αγαπητή μου Ελενίτσα…”, ύστερα τρίτο, τέταρτο, κι όλα άρχιζαν με το “Αγαπητή μου Ελενίτσα”.
– Διάβασε και παρακάτω, ξεστόμισαν μερικοί. Ο χωροφύλακας κράτησε το τελευταίο να διαβάσει και παρακάτω. Και η δική του πια η περιέργεια και ολονώνε είχε φουντώσει. Η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από το άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή γι’ αυτή την Ελενίτσα. Άλλος την έβλεπε ερωμένη, άλλος γυναίκα στεφανωτή, άλλος Ελενάρα, άλλος Ελέγκω. Ο χωροφύλακας διάβασε φωναχτά ως το τέλος το ακόλουθο γράμμα:

   “Αγαπητή μου Ελενίτσα
     Σου ‘χω γράψει γράμματα, παιδί μου, κάθε μέρα σου γράφω, χωρίς να σου στείλω ακόμη κανένα, γιατί δεν τα κατάφερα. κι η ελπίδα που είχα να σου τα στείλω, τώρα χάθηκε ολότελα, γιατί πιάστηκα. Όμως πάλι σου γράφω το τελευταίο χαρτί που έχω κι ίσως βρω καμιά ευκαιρία. Τώρα μας εβάλανε στο πλοίο, για να μας πάνε στα μέρια τους. Έτσι λένε πολλοί, μα κανείς δεν ξέρει για πού ταξιδεύουμε. Τα αεροπλάνα έρχονται ολοένα από πάνω μας και μας ρίχνουνε κι ολοένα οι καρδιές μας λαχταρίζουνε, τώρα θα μας βουλιάξουνε. Βλέπουμε τη στεριά να φεύγει λίγο λίγο και να χάνεται απ’ τα μάτια μας. Παιδί μου, Ελενίτσα μου, ο νους μου είναι σε σένα που έμεινες μάνα στο σπίτι, να κοιτάξεις και τ’ αδέρφια σου κι είσαι ακόμη τόσο μικρή. Από την ημέρα που ‘λαβα το γράμμα σου το πικραμένο, που μου ‘γραφες τη θανή της μητέρας σου, μέρα νύχτα εσένα συλλογίζομαι και κλαίω. Μόλις είχα σκολάσει τη μάχη κι ήμουνα ζωντανός ακόμη κι άβλαβος κι έτρωγα ευχαριστημένος το ψωμί μου, ήρθε παιδάκι μου το γράμμα σου με τη μαύρην είδηση που με λάβωσε κατάκαρδα. Καλύτερα έλεγα να μ’ είχε πάρει εμένα ο χάρος, όπως τόσους και τόσους συντρόφους μας και χωριανούς μας, πάρα που πήρε τη μητέρα σου. Γιατί αυτή χρειαζότανε σε σένα και τ’ αδέρφια σου που είναι ακόμα μικρούλια και πώς να ζήσουνε. Μου ‘γραφες, παιδί μου, να κάνω καρδιά και σπάραξε η ψυχή μου, που ‘δινες εσύ θάρρος, εσύ το άπλερο και μικρό κοριτσάκι. Παιδάκι μου, να τηράξεις τ’ αδέρφια σου και να τους σταθείς εσύ μάνα πονετικιά. Να μη ζητήσεις τη βοήθεια κανενού χωριστά, παρά όλου του χωριού. Να μην εμπιστευθείς, παιδί μου, ούτε τον παπά, ούτε τον πρόεδρο χωριστά να σε βοηθήσουνε κι ούτε κανένα συγγενή, παρά να πέσεις στο έλεος του χωριού. Να βγεις, παιδί μου, στην εκκλησία, μες στη μέση, και να τόνε φωνάξεις τον πόνο σου. Να ‘χεις μαζί σου κι όλα τ’ αδερφάκια σου, να φωνάξετε όλα μαζί και να πείτε “Χωριανοί η μάνα μας πέθανε, ο πατέρας είναι στον πόλεμο, το χωριό να μας φροντίσει και μεις εδώ του χωριού είμαστε”. Μέσα στην απελπισιά σου, εσύ παιδάκι που ‘δειξες μυαλωμένο και πονετικό, εσύ είσαι το μοναχό στήριγμα της καρδιάς μου, εσύ είσαι το μοναχό φως μέσα στο σκοτάδι που βρίσκομαι. Να πολεμήσεις, παιδί μου, για τ’ αδέρφια σου. Να τηράξεις τους άλλους, να μην τηράξεις τον εαυτό σου. Να μη ζηλέψεις καθόλου τις χαρές και τις ομορφιές και τα στολίσματα για τον εαυτό σου και παρατήσεις τ’ αδέρφια σου, που από σένα κρέμονται τώρα. Σου ‘πεσε μεγάλο βάρος πουλάκι μου, Ελενίτσα μου, πάνω στις τρυφερές σου πλάτες, το χρέος της μάνας μαζί και του πατέρα. Να το νιώσεις, βασανισμένο, και να σταθείς σ’ αυτό το χρέος πιστή, έτσι να ιδούμε καλήν αντάμωση. Να μη γυρίσω, παιδάκι μου, πίσω και σας βρω σκόρπια και ντροπιασμένα. Εγώ, από δω που βρίσκομαι, εσάς έχω ελπίδα για να παλέψω και κάθε πνοή μου θα παίρνει δύναμη από σένα, άπλερο πουλί μου, που θ’ αγωνίζεσαι μέσα σ’ αυτή τη συφορά για το καλό και την προκοπή. Κι όταν ανταμωθούμε όλοι μας χαρούμενα…”.

     Εδώ σταμάτησε το διάβασμα, γιατί δεν είχε συνέχεια. Ο χωροφύλακας γύρισε τα μάτια του στους παραστεκάμενους κι όλοι κλαίγανε, οι γυναίκες γοερά, οι άντρες σκυφτοί και σαν ντροπιασμένοι. Ως και τα παιδιά στεκόντουσαν συλλογισμένα. Κάποιος εφώναξε κι είπε:
“Αυτός ο πνιμένος είναι δικός μας, κι αυτή η Ελενίτσα και τα παιδιά τους τ’ άλλα, δικά μας είναι! Πρέπει εμείς να τα φροντίσουμε”.
“Ναι, ναι”, φώναξαν όλοι “να φροντίσουμε να τα βρούμε”. Κι άρχισε συζήτησε σ’ όλη τη σύναξη εκεί γύρω στον πνιγμένο. Όλοι φωνάζανε κι ο καθένας επρόσθετε κι από μια γνώμη, πώς να κάμουνε ν’ ανακαλύψουνε το χωριό και το σπίτι του πνιμένου, πώς να στείλουνε επίτηδες ανθρώπους μ’ έξοδα του χωριού τους, να ταξιδέψουνε, όλη την Ελλάδα στην ανάγκη, για να βρούνε αυτή την Ελενίτσα, να τη βοηθήσουνε. Άλλος επρόσθετε “να τα πάρουμε αυτά τα παιδιά και να τα φέρουμε εδώ στο χωριό μας, να τα κάνουμε δικά μας”. Άλλος είπε : “Να τα τυπώσουμε στην εφημερίδα, τα διαβάσει όλος ο κόσμος”.
     Έτσι, με ταραχή και συγκίνηση και γενική προθυμία να εχτελέσουνε τις εντολές του πνιγμένου, πέρασαν οι χωριάτες εκείνη την ημέρα τους. Όμως τι κάμανε, πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία, αν το χωριό αυτό έβαλε σε πράξη την πρώτη ορμή που ‘λαβε απ’ το γράμμα του πνιμένου, ή αν και το λείψανό του και το γράμμα του πήρανε το φυσικό τους δρόμο, εκείνο για μιαν άκρη στο νεκροταφείο, κι εκείνα για μιαν άκρη στη ντουλάπα της ανάκρισης, δε μαθεύτηκε. Πολλές είναι οι έγνοιες κι οι λαχτάρες της ζωής, έτσι που, ως να γίνει το ‘να περιστατικό, άλλα απανωτά έρχονται και το πλακώνουνε, σαν τα κύματα στο γιαλό, που ως να ιδείς καλά καλά το πρώτο κύμα, δεύτερο, τρίτο από κοντά έρχεται και κουκουλώνει τ’ άλλα, και το μόνο που νιώθεις βαριά είναι η αντάρα και το άφρισμα του πελάγου.

                   

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *