…Και ξανανθίσαν τα κλαδιά και φύγαν οι χειμώνες
και γιόμισε μ’ ανθούς η γη και γιούλια κι ανεμώνες
και πλημμυρίσανε χαρές κι είναι ηδονές γεμάτα
τα γέρα τα καλότυχα και τα’ ανθισμένα νιάτα.
Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στοχάζομαι ‘γω μόνο,
που ακόμα δέρνει η χειμωνιά κι ακόμα ζουν στον πόνο.
Κι όλο τους σκέφτομαι: άραγε της άνοιξης η ευωδιά
θα πάει ν’ αγγίξει κάποτε και τη δικιά τους τη καρδιά…
Βιογραφικό
Πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος ποιητής, με υπερεβδομηντακονταετή συνεχή και σημαντική παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Προτάθηκε για το Νόμπελ το 2011, μαζί με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη.
Ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 23 Νοέμβρη του 1913 στον Κραμποβό (σήμερα Καστανοχώρι Μεγαλόπολης) Αρκαδίας, ένα γραφικό χωριό της Αρκαδίας, στις ανατολικές πλαγιές του Λυκαίου, από γονείς αγρότες. Εκεί φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια στο «Ελληνικό Σχολείο» στο Ίσαρι. Το 1925, πολύ νέος ακόμα, πήγε στην Αθήνα όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, τη, Nομική σχολή, και το Γαλλικό Iνστιτούτο. Γρήγορα μιλούσε Γαλλικά, Αγγλικά και Ρώσικα.
Σαν φοιτητής πήρε ενεργό μέρος στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και ήταν υπεύθυνος στη «Φοιτητική Φωνή», όργανο της αριστερής φοιτητικής παράταξης. Παράλληλα δούλεψε σε πολλές εφημερίδες. Από μαθητής στο γυμνάσιο είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», την «Παιδική Χαρά» κι άλλα έντυπα. Αργότερα με το ψευδώνυμο Παύλος Ροδής και για βιοπορισμό του, εργάστηκε και σε άλλα έντυπα, περιοδικά κι εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες κι άλλα λογοτεχνικά κείμενα. Στο διάστημα 1934 – 1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας» (με μέλη τους: Βάρναλη, Ρίτσο, Λουντέμη, Γιώργη Ζάρκο, Τίμο Βιτσώρη, και Πέτρο Στυλίτη) και σκηνοθέτες στο Εργατικό Θέατρο.
Το καλοκαίρι του 1936 με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά, η λογοκρισία σταμάτησε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Εναγώνια» που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Αργότερα για την όλη δραστηριότητά του συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε και μετατάχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών στο 11ο σύνταγμα πεζικού σαν απλός στρατιώτης. Πιο μπροστά μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές στο σπίτι του κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1946 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός Στον Πρώτο Ήλιο». Όμως με τον εμφύλιο πόλεμο και τα γεγονότα που ακολούθησαν, διώχθηκαν όλα τα μέλη της οικογένειας του και για λόγους επιβίωσης υποχρεώθηκε, όχι μόνο να αναστείλει κάθε δραστηριότητα, αλλά να σταματήσει και κάθε δημοσίευση. Ο αδελφός του Σπύρος Σιμόπουλος, αντάρτης του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ήταν ο πρώτος τραυματίας του Εμφυλίου στην Πελοπόννησο. Έτσι, μόλις το 1958 κυκλοφόρησε η «Αρκαδική Ραψωδία» που, μαζί με πολλά έργα του, ήταν έτοιμη από το 1949, και που τονε καθιέρωσε σαν έναν από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της χώρας.
Ακολούθησε πλειάδα ποιητικών συλλογών: «Έκτη Εντολή» (1959), «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές» (1961), «Το μεγάλο ποτάμι» (1964), «Τεκμήρια» (1968), «Τα ρόδα της Ιεριχώς» (1970), «Το τετράδιο της γης» (1971), «Μικρές Μαρτυρίες» (1972), «Εναγώνια» (1974), «Προσπελάσεις» (1976), «Σημαφόροι» (1980), «Εσπερινός Απόλογος» (1983), «Οι πληγές και τα παράθυρα» (1986), «Μακρινό Ταξίδι» (1990), «Πέτρες» (1992), «Ράθυμες ώρες» (2010). Το 1989 και το 1990 εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη τα «Άπαντά» του σε 2 τόμους. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Κινέζικα, τα Ιταλικά, τα Ρώσικα και σε αρκετές ακόμα γλώσσες.
Συνολικά εξέδωσε 18 ποιητικές συλλογές, 2 τόμους με δοκίμια, μια ανθολογία και πολλά δημοσιεύματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά, από τα οποία αρκετά κυκλοφόρησαν ανάτυπα. Έχει πάρει μέρος σε πολλές κρατικές επιτροπές (για τη συνταξιοδότηση των λογοτεχνών, την απονομή λογοτεχνικών βραβείων, θεατρικών έργων κλπ.) και έχει δώσει πλήθος διαλέξεων τόσο στην αθήνα και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας, όσο και στο εξωτερικό (Παρίσι, Σόφια, Τορόντο, Οττάβα, Αβάνα, Γκαμαγουέη). Έχει μετάσχει σε πολλά διεθνή συνέδρια. Στη Βαρσοβία (1976), Βερολίνο (1977), Κάιρο (1977), Κωνσταντινούπολη (1979), Σόφια (1980), Βαγδάτη (1988), Τορόντο (1989) κ.ά. Με προσκλήσεις επισκέφθηκε τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Κούβα.
Με την έκδοση του 3ου βιβλίου του, έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών στις 2.6.1959 και παράλληλα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών στις 20.3.1960. Επειδή όμως η εκλογή του στο Σύνδεσμο προηγήθηκε, για λόγους ευαισθησίας παρέμεινε σ’ αυτόν. Στις εκλογές Δ.Σ. που έγιναν το Μάρτη του 1961 προτάθηκε υποψήφιος και μετά την εκλογή του τιμήθηκε με τη θέση του αντιπροέδρου μέχρι τις 22.3.1967, οπότε έγινε Γενικός Γραμματέας για δύο διετίες και από 3.3.1971 ομόφωνα Πρόεδρος μέχρι τη Συγχώνευση του Συνδέσμου με την Εταιρεία στις 5 Δεκέμβρη 1982. Στις νέες αρχαιρεσίες που ακολούθησαν μετά τη συγχώνευση ήρθε πρώτος επιτυχών και διετέλεσε αντιπρόεδρος από 22.5.83 και συνέχεια πρόεδρος από 18.10.84 για δύο διετίες μέχρι τις 18 Μαρτίου 1989, οπότε αποσύρθηκε, για να επιμεληθεί το έργο του. Παρέμεινε ωστόσο επίτιμος πρόεδρος και στις 2 Εταιρείες, μετά τη συγχώνευσή τους, μέχρι το θάνατό του.
Ο Ηλίας Σιμόπουλος πέθανε στις 30 Αυγούστου 2015, πλήρης ημερών, σε ηλικία 102 χρονών. Ο δήμαρχος Μεγαλόπολης Διονύσιος Παπαδόπουλος, στο συλλυπητήριο μήνυμά του, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι, «ο ποιητής από του σημαντικότερους της μεταπολεμικής γενιάς, εμβριθείς δοκιμιογράφος, δυναμικός αγωνιστής στους κοινωνικούς και πνευματικούς αγώνες, μας αφήνει πίσω παρακαταθήκη ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο αλλά και ένα σπουδαίο πρότυπο πνευματικού ανδρός».
Επιπλέον τονίζει ότι, «ειδικότερα εμείς οι Μεγαλοπολίτες έχουμε ένα παραπάνω λόγο να τον τιμούμε και ως συμπατριώτη μας. Ο Ηλίας Σιμόπουλος που στις επόμενες ώρες θα τον δεχθεί το χώμα του αγαπημένου του Καστανοχωρίου, όπως συμβαίνει πάντα με όλους όσους αφήνουν πίσω τους σπουδαίο πνευματικό έργο, θα μείνει ζωντανός στην καρδιά και στο μυαλό και όσων τον γνώρισαν και όσων νεότερων στο μέλλον θα τον γνωρίσουν από τα βιβλία του».
Όταν πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου του Ηλία Σιμόπουλου, η αν. υπουργός Πολιτισμού, Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο βίος του Ηλία Σιμόπουλου υπήρξε παράλληλος με τον βίο της ελληνικής κοινωνίας σε όλο τον 20ό αιώνα. Αγωνίστηκε μαζί της για ελευθερία και ανεξαρτησία, ενώ στο ποιητικό του έργο αποτύπωσε με ενάργεια τις αγωνίες και τις προσδοκίες της. Τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά του».
Η κηδεία του έγινε στο Καστανοχώρι Μεγαλόπολης, Τετάρτη 2 Σεπτέμβρη στις 11:30 το πρωί. Ετάφη στο εκεί κοιμητήρι.
Ως ποιητής, ο Σιμόπουλος, σε ένα μεγάλο μέρος τού έργου του, δεν φαίνεται να βασανίζεται πολύ με προβλήματα μορφής, ακόμη και «αρτιότητας» στίχου και ρυθμού. Η πορεία του, πέρα από την μορφή, είναι μια αγωνία να εκφράσει την περιπέτεια και τα αδιέξοδα ενός έθνους και ενός κόσμου σε μια μακριά περίοδο πολεμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δοκιμασιών. Ακριβώς αυτό το άγχος -το δίλημμα- αποδοχής τής σκληρής πραγματικότητας μαρτυρεί όλη η ποίησή του. Ένα άγχος όμως που αγωνίζεται -τραγικά μερικές φορές- να το κατανικήσει.
Πάσχει μαζί με την εποχή του και συμπάσχει με τους συνανθρώπους του. Πράος, ωστόσο, από ιδιοσυγκρασία, αποφεύγει τις εκρηκτικές εκφραστικές διεξόδους κι αυτό ίσως τονε παγιδεύει, μερικές φορές, σε εύκολους λεκτικούς συμβολισμούς και χαμηλούς τόνους ή σε έναν ελάσσονα θρήνο. Πίσω όμως από αυτή την επιφάνεια είναι έντονα αισθητή η σιωπηρή κραυγή κι η υπόκωφη δόνηση -που μαρτυρεί άλλωστε την παρουσία της με σποραδικές εκρήξεις. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τονε πρότεινε το 2011, για το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας.
ΤΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ:
Ποίηση – Βιβλία;
1) Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο, 1946.
2) Αρκαδική Ραψωδία, 1958.
3) Έκτη Εντολή, 1959.
4) Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές, 1961.
5) Το μεγάλο ποτάμι, 1964.
6) Τεκμήρια, 1968.
7) Τα ρόδα της Ιεριχώς, 1970.
8) Το τετράδιο της γης, 1971.
9) Μικρές Μαρτυρίες, 1972.
10) Εναγώνια, 1974.
11) Προσπελάσεις, 1976.
12) Σημαφόροι, 1980.
13) Εσπερινός Απόλογος, 1983.
14) Οι πληγές και τα παράθυρα, 1986.
15) Μακρινό ταξίδι, 1990.
16) Πέτρες, 1992.
17) Κέρματα, 1995.
18) Σε αναδρομική έκδοση: Ποίηση, τόμος Α΄ 1989 και Ποίηση τόμος Β΄ 1990.
19) Θροΐσματα ανέμων, 1996.
Μελέτες;
Επαφές και προσεγγίσεις, 1981.
Επίσης πολλές μελέτες που κυκλοφορούν σε ανάτυπα.
Ανθολογίες:
Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική ανθολογία, 1974.
Μεταφρασμένα:
Α) Στη Γαλλία κυκλοφόρησαν: α) «Έκτη Εντολή», 1961. β) Τα «Εναγώνια», 1975 και «Οι πληγές και τα παράθυρα» 1978, σε μετάφραση Gaston – Henry
Β) Στην Ιταλία, «Τα ρόδα της Ιεριχώς», 1970, σε μετάφραση Michele Innelli.
Γ) Στη Βουλγαρία, μια επιλογή 74 ποιημάτων με τίτλο «Το όραμα της Ιθάκης», 1989, σε μετάφραση Κιρίλ και Λιούμπεν Τοπάλοφ.
Δ) Στην Τσεχοσλοβακία μία επιλογή ποιημάτων, 1992, σε μετάφραση Ruzena Dostalova και Vaclan Danek.
Ε) Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ρώσικα, Ισπανικά, Βουλγάρικα, Τσέχικα, Σλοβάκικα, Πολωνικά, Αλβανικά, Τούρκικα, Σουηδικά, Αραβικά, Σλοβένικα, Ινδικά, Πορτογαλικά κ.ά.
Υπήρξε Μέλος:
1. Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
2. International writers and Artists Association.
3. Cruasada mundial a amistad.
4. Cento cultura, literario e artistico.
5. Société des poétes et des ecrivains regionalistes.
6 Connaissance Hellenique ( Association culturelle).
7. Ligue Franco – Hellenique.
8. Accadémia intenazionale di «PONZEN»
9. Εταιρία Εικαστικών Τεχνών «Α.Τάσσος».
10. Εταιρία «Οι φίλοι του Θεάτρου».
11. Ελληνοκουβανικός Σύνδεσμος Φιλίας.
12. Ελληνική Επιτροπή για την Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη».
13. Ελληνική Επιτροπή Διεθνούς Δημοκρατικής Αλληλεγγύης.
Διακρίσεις:
1. Χρυσό μετάλλιο της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων.
2. Διεθνές ποιητικό μετάλλιο «Βαπτσάροφ».
3. Α΄ Βραβείο «Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών».
4. Μετάλλιο «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης».
5. Who’s who in the world (Η.Π.Α. Έκδοση 10η 1990)
6. Βιογραφικό λεξικό Προσωπικοτήτων (Who’s who 1979)
7. Λεξικό Ελλήνων Συγγραφέων, Πράγα. 1975 (Slovnik Spisovatelu, Αρχαίων – Βυζαντινών – σύγχρονων εκδ. «Odeon»)
Μελοποιήσεις έργων του:
Η «Αρκαδική Ραψωδία» μελοποιήθηκε από το μουσικοσυνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Τρίπολη (Κινηματογράφο Αρκαδία) στις 29.12.1980 με μεγάλη χορωδία και με τους πρωταγωνιστές της Λυρικής σκηνής Αντρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή. Επαναλήφθηκε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά 3.2.81 στις εκδηλώσεις «Έκφραση» του Υπουργείου Πολιτισμού και στην τηλεόραση 2 στις 28 Οκτωβρίου 1987.Επίσης πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από διαφόρους συνθέτες, όπως «Ο Φονιάς» από τον Ιωσήφ Μπενάκη, «Ο Θρήνος της Μάνας» από τον Γιάννη Σπανό, επίσης το ίδιο ποίημα μελοποιήθηκε από τον Ιωσήφ Μπενάκη καθώς και «Ο ύμνος της ειρήνης». Ακόμα το ποίημα «Ναυάγιο» μελοποιήθηκε από τον συνθέτη Teo el Greco στη Νέα Υόρκη, και ο «Ύμνος στα Λύκαια» από τον Ηλία Στασινό. Επίσης το ποίημα «Ο Φονιάς» μελοποιήθηκε και από τον Φαίδωνα Πρίφτη και κυκλοφόρησε σε δίσκο.
Συμμετοχές, διαλέξεις, συνεντεύξεις:
Ο ποιητής συμμετείχε σε δεκάδες επιτροπές και διοργανώσεις πνευματικού περιεχομένου, σε πολλά λογοτεχνικά συνέδρια και συμπόσια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε διεθνή φεστιβάλ και συναντήσεις με περιεχόμενο την ποίηση, την τέχνη, την ειρήνη. Προσκλήθηκε επίσημα και επισκέφθηκε, πλήθος χωρών του πλανήτη εκπροσωπώντας την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα, πάντα σαν απόστολος της ειρήνης, της ποίησης και των γραμμάτων. Έδωσε αμέτρητες διαλέξεις σε διάφορα πνευματικά κέντρα, πνευματικά ιδρύματα, πνευματικούς, φιλολογικούς και λογοτεχνικούς συλλόγους στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.Έδωσε άπειρες συνεντεύξεις μιλώντας για το έργο του, την ποίηση, την ειρήνη και δημοσιεύθηκαν πάμπολλες δηλώσεις και διαμαρτυρίες του σε πλήθος εφημερίδων και περιοδικών στην Ελλάδα καθώς και στο εξωτερικό. Ακόμα δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα κριτικά σημειώματα και μελετήματά του.Το έργο του ποιητή έγινε πολλές φορές αντικείμενο μελέτης από πλήθος Ελλήνων και ξένων πνευματικών ανθρώπων, αποσπώντας πάντα θετικά σχόλια και κριτική. Ακόμα το έργο του ποιητή έγινε αντικείμενο ειδικών εκδηλώσεων και παρουσιάστηκε επανειλημμένα από πολλούς ραδιοσταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Ο Ηλίας Σιμόπουλος Υποψήφιος για το Nobel Λογοτεχνίας
Του Ι. Γ. Ασημακόπουλου
Ένας σεμνός, καταξιωμένος και πολυμεταφρασμένος στο εξωτερικό, ποιητής και δοκιμιογράφος ο Ηλίας Σιμόπουλος, απεβίωσε πλήρης ημερών, -γεννήθηκε στο Καστανοχώρι Αρκαδίας 23 Νοεμβρίου 1913-, χθες 30 Αυγούστου 2015.
Από το 1946 που παρουσιάστηκε στα γράμματα με την ποιητική του συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο», μέχρι το 1999 που εξέδωσε την συλλογή «Οι κήποι του Νοέμβρη» δεν έπαψε να γράφει και να συμμετέχει στα πολιτιστικά κοινά, δίνοντάς μας εξαιρετικές ποιητικές καταθέσεις. Το 2003 από τις εκδόσεις Ιωλκός δημοσιεύτηκε το βιβλίο του «Ποίηση», επίσης, επιλογές ποιημάτων του εκδόθηκαν το 2010 στο βιβλίο του «Ράθυμες Ώρες», το 2011 στην «Αρκαδική Ραψωδία» και το 2012 στην ποιητική συλλογή «Ίμεροι» όλα από τις Αρκαδικές Εκδόσεις.
Ασχολήθηκε και με τον δοκιμιακό λόγο, προσφέροντάς μας μελέτες (φιλικές προσεγγίσεις τις αποκαλεί) που αφορούν παλαιότερους και σχετικά νεότερους ποιητές και πεζογράφους, όπως είναι το βιβλίο του «Επαφές και Προσεγγίσεις»-21 Λογοτεχνικές Μορφές, εκδόσεις Ιωλκός 2001, «Αρκάδες Ποιητές» το 1989 κι άλλα. Κείμενα και ποιήματα του συναντά ο αναγνώστης σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του. Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών στην οποία ο ποιητής ανήκε και υπήρξε πρόεδρός της, το 2011 τον είχε προτείνει για το νέο Ελληνικό Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1974, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την χώρα μας, το επτάχρονο στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς καταρρέει από δικές του καταστροφικές επιλογές. Η Ελλάδα, ξαναβρίσκει αργά και σταθερά τον πολιτικό δημοκρατικό δρόμο διακυβέρνησής της, έχοντας όμως χάσει και σκλαβωθεί ένα μεγάλο μέρος του Κυπριακού Ελληνισμού με τις εισβολές του Αττίλα 1 και 2. Την χρονιά αυτή, που ο ελληνικός λαός απαλλάσσεται πλέον από τα στρατιωτικά δεσμά, η εκδοτική ανθοφορία είναι πάρα πολύ μεγάλη, που θεωρώ, ότι μάλλον ακόμα δεν έχει καταλογραφηθεί πλήρως. Εφημερίδες, περιοδικά ποικίλης ύλης, φυλλάδια με αντιστασιακές πολιτικές μπροσούρες, λογοτεχνικά περιοδικά, ολιγοσέλιδες εφημερίδες τέχνης και πολιτισμού, εικαστικά περιοδικά, μουσικά, επιστημονικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά, παραψυχολογίας και μεταφυσικών δοξασιών, νεανικά, οικογενειακά, της τηλεόρασης, και πολλά ακόμα πολυθεματικά άλλα, ταυτοχρόνως, ένας μεγάλος εκδοτικός οργασμός από εκατοντάδες βιβλία κάθε είδους και περιεχομένου, κατακλύζει την ελληνική επικράτεια. Νέοι εκδοτικοί οίκοι ξεφυτρώνουν σε κάθε δρόμο και παράδρομο του κέντρου της Αθήνας. Οι Έλληνες διψούν για κάθε είδους και θέματος γνώση και πληροφορία.
Η ασπρόμαυρη τηλεόραση που έχει εισβάλει πριν μερικά χρόνια μες στα σπίτια των νεοελλήνων βοηθά σε αυτό, έστω κι άθελά της. Πληροφοριακά για την Ιστορία, αναφέρουμε ότι την χρονιά αυτή, εκδίδονται οι εξής ποιητικές κυρίως, ανθολογίες από την έρευνα που έχω διεξάγει:
Χρήστος Τσιάμης-Κ. Σπαρτινός, «Ο μύθος του Νάρκισσου»-17 μικρά ποιήματα, εκδ. Υδρία.
Κώστας Βαλέτας, «67-74 Αντιφασιστικά», εκδ. Γραμμή.
Γιάννης Κωτσαδάμ, «Ανθολογία Βοιωτών Ποιητών», Αθήνα.
Κώστας Σταμάτης, «Η Βουκολική Ποίηση», είναι 3τομη κι εκδίδεται Αθήνα από το 1974-76
Νίκος Τυπάλδος, «Ανθολογία Νεοελληνικού Χριστιανικού Ποιητικού Λόγου», εκδ. Αποστολική Διακονία της Ελλάδος.
Μέσα σε αυτό το εκδοτικό πλαίσιο-όσον αφορά τις διάφορες ελληνικές γενικές ποιητικές ανθολογίες, εκδίδεται την ίδια χρονιά(1974), σε έκδοση του «Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών», η «Αιγαιοπελαγίτικη Ποιητική Ανθολογία», του ποιητή και συγγραφέα Ηλία Σιμόπουλου. Η Ανθολογία έχει 176 σελίδες και τυπώθηκε στα τυπογραφεία Προμηθεύς Ρήγα Παλαμήδου 5, με επιχορήγηση της Επιθεωρήσεως Πολιτισμού και Επιστημών Αττικής και Νήσων, το εξώφυλλό της φιλοτέχνησε ο ηθοποιός και ζωγράφος Μιχάλης Νικολινάκος, όπως αναγράφεται στον κολωφόνα του βιβλίου.
Στην «ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΗ ποιητική ανθολογία» του ποιητή και ανθολόγου Ηλία Σιμόπουλου, ανθολογούνται με ποιήματά τους, 115 ποιητές και ποιήτριες, από όλο σχεδόν το νησιωτικό γεωγραφικό χάρτη του Αιγαίου πελάγους.
Η ανθολόγηση των ποιημάτων, έγινε με χρονολογική σειρά των ανθολογουμένων, στα παρατιθέμενα επιλογικά ποιήματα διατηρήθηκε η ορθογραφία τους, όπως σημειώνει ο συγγραφέας. Στην ενδιαφέρουσα αυτή Ανθολογική πρόταση, που μας γνωρίζει την εποχή εκείνη, έναν μεγάλο αριθμό ποιητών των νησιών του αιγαιοπελαγίτικου θαλάσσιου υφαντού, γνωστών μας ή λιγότερο γνωστών μας δημιουργών, υπάρχουν και ποιητικές φωνές από τον Πειραιά, που εντάσσονται στον γενικότερο τίτλο «Ποιητές του Αιγαίου».
Σημειώνει στον πρόλογό του ο ανθολόγος:
«Στο ανθολόγιο που ακολουθεί συμπεριλάβαμε αποκλειστικά ποιητές που γεννήθηκαν στα νησιά του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης, ανεξάρτητα αν δημιούργησαν το έργο τους στην πρωτεύουσα ή σε άλλες πόλεις. Έτσι, δεν ανθολογήθηκαν ο Δημήτρης Αντωνίου που κατάγεται από την Κάσο, αλλά γεννήθηκε στη Μοζαμβίκη, ο Κωνσταντίνος Ν. Κωνσταντινίδης, που κατάγεται από τη Ρόδο αλλά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, καθώς και οι Ι. Πολέμης, Θεοδόσης Σπεράντσας, Γιολάντα Πέγκλη, Στάθης Πρωταίος, Αριστείδης Πρόκος, Γιώργος Λίκος, Φώντας Τ. Διαλεισμάς, Γ. Μπουκουβάλλας, Αλέξης Ζερβάνος, Λούλα Κωνσταντινίδου, Γιάννης Γκίκας, Μαρία Θεωνά, Δημήτρης Γαλάνης, Σπύρος Μήλας και πολλοί άλλοι, που κατάγονται από νησιά του Αιγαίου αλλά γεννήθηκαν σε άλλα μέρη», σελίδα 7.
Η Ανθολογία που συνέταξε ο Ηλίας Σιμόπουλος το 1974, και θα παρουσιάσω εδώ, με την ευκαιρία της κοίμησης του ποιητή, έχει διαστάσεις 11Χ21 cm., 176 σελίδες και μας παρουσιάζει συνολικά, 115 ποιητές και ποιήτριες. Της ανθολογίας, προηγείται ένας δισέλιδος πρόλογος του ανθολόγου, με τίτλο «Οι Ποιητές του Αιγαίου», σ. 5-7.
Το βιβλίο ανοίγει η ποιητική κατάθεση του ποιητή-μεταφραστή απ’ τη Λέσβο, Εφταλιώτη (Μυτιλήνη 1849-1923), με τα ποιήματα «Το τραγούδι του αργαλειού», «Τραγούδι της ταβέρνας», «Μανέδες» και «Τραγούδι Βαρκάδικο» και κλείνει με τα δύο ποιήματα του ποιητή Λευτέρη Κανέλλη (Μυτιλήνη 1950-), «Αιολικό» κι «Αιολική διάρκεια». Στην έκδοση δεν αναφέρονται βιογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων, εκτός από τον τόπο και τον χρόνο γέννησης του ποιητή ή της ποιήτριας και την ημερομηνία θανάτου του. Δεν καταγράφεται η εργογραφία των δημιουργών, ούτε από ποιες πηγές αντλούνται τα ανθολογούμενα ποιήματα.
Η ανθολογία δεν είναι θεματική, δηλαδή δεν περιλαμβάνει ποιήματα που έχουν σαν θέμα τους το Αιγαίο πέλαγος και τον νησιωτικό του χώρο, αλλά τοπική. Μέρος των ανθολογουμένων ποιητών μας είναι άγνωστοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ποιητικές τους καταθέσεις, δεν έχουν ενδιαφέρον. Ο ποιητής και ανθολόγος, ούτε σχολιάζει τα ποιήματα, ούτε μας δίνει διευκρινιστικές πληροφορίες σχετικά με το ύφος, την γλώσσα, την εικονοποιία, την τεχνική ή τις πηγές του δημιουργού, ή ακόμα και τον χρόνο γραφής του ποιήματος. Είναι θα γράφαμε, όπως και οι περισσότερες από τις ελληνικές ανθολογίες που κυκλοφορούν στο εμπόριο, «γυμνές», το ενδιαφέρον τους εστιάζεται μόνο στο ανθολογούμενο υλικό και την αισθητική του αρτιότητα και συγκίνηση που μεταδίδει στον αναγνώστη.
Υπάρχουν ελάχιστα ποιητικά αποσπάσματα από τα έργα των δημιουργών και αυτό πιστώνεται στα συν του ανθολόγου. Οι δημιουργοί παρουσιάζονται συνήθως με δύο ή τρεία ποιήματά τους, χωρίς να αποκλείονται οι εξαιρέσεις, για περισσότερες ή λιγότερες ποιητικές μονάδες κατάθεσης, όπως η περίπτωση του Ζήση Οικονόμου κλπ. Η παρουσίαση των ποιητών και ποιητριών γίνεται όπως αναφέρει και ο ανθολόγος, σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής τους. Από το σύνολο των ποιητικών αυτών καταθέσεων, ελάχιστα έχουν σαν θέμα τους την Αιγαιοπελαγίτικη επικράτεια, η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί είναι η απλή και στρωτή δημοτική, δεν έχουμε όπως ίσως θα περιμέναμε, τοπικούς-νησιώτικους γλωσσικούς ιδιωματισμούς.
Παρά τον όχι μικρό αριθμό ποιητικών φωνών του Αιγαίου Πελάγους και των κατάσπαρτων νησιών του, δεν έχουμε Αιγαιοπελαγίτικη Σχολή, όπως παραδείγματος χάρη έχουμε την Επτανησιακή, ή την Κρητική, την Αθηναϊκή κλπ. Ορισμένα ποιήματα, τα έχουν συνθέσει λαϊκοί ποιητές και όχι πεπαιδευμένοι ή με γενναίο και πλούσιο λίμπρο ντόρο, όπως συμβαίνει με την Επτανησιακή Σχολή ή την Αθηναϊκή. Κοινός δεσμός της «Αιγαιοπελαγίτικης ποιητικής ανθολογίας» που εξέδωσε ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος, είναι μόνον ο τόπος γέννησης του δημιουργού. Αρκετούς από τους δημιουργούς, τους αναγνωρίζουμε στα κατοπινά χρόνια να έχουν διαπρέψει στο ποιητικό στερέωμα , ένας ειδικότερα, ο ποιητής Ελύτης, κέρδισε επάξια το δεύτερο ελληνικό ποιητικό Νομπέλ για την Ποίηση.
Ασκώντας το προνόμιο που διαθέτει από πολλές δεκαετίες, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, να υποβάλλει υποψηφιότητες Ελλήνων για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, για φέτος υποβάλλει δύο υποψηφιότητες από την Ελλάδα, η μια εκ των οποίων είναι αυτή του Αρκάδα ποιητή Ηλία Σιμόπουλου, από τον Κραμποβό, σημερινό Καστανοχώρι, Μεγαλοπόλεως. Ο άλλος προτεινόμενος υποψήφιος είναι ο Ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ποιητής Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Κάθε Αρκάς κι ειδικότερα κάθε Μεγαλοπολίτης θα πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος για την υψίστη αυτή τιμή που γίνεται στον Ηλία Σιμόπουλο, που με συνέπεια και σεμνότητα υπηρετεί τα ελληνικά γράμματα για περισσότερο από μισό αιώνα.
Μόλις, κυκλοφόρησε στη Μεγαλόπολη από τις «Αρκαδικές Εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ» η νέα ποιητική συλλογή του ΗΛΙΑ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ «Ράθυμες ώρες». Απλός, απέριττος, κατανοητός και συνάμα υψηλόφρων στο λόγο του, ο ποιητής, αρκείται σε μια λέξη ασήμαντη να γράψει το μεγάλο ποίημα, «όπως στο χελιδόνι / λίγο χόρτο / για να χτίσει τη φωλιά του»
Αφιερωμένη στον τόπο του, στο χωριό του, η καινούργια δουλειά του Ηλία Σιμόπουλου, αναπολεί τα χρόνια που πέρασαν γεμάτα ζωή, γεμάτα ανθρώπους. Βλέπει σήμερα την ερήμωση που απλώνεται γύρω, ανοίγει διάπλατα τα φύλλα της καρδιάς του στην αγέραστη μνήμη, αναθυμάται και αναθαρρεύει:
«Εδώ, σ’ αυτά τα χώματα γεννήθηκα / Ανάμεσα σε πέτρες και σε δάκρυα / ολοκλήρωσα το έργο μου. / Πλούσια φυτρώνανε τα στάχυα στους αγρούς / έσφυζε η ζωή και τα δρεπάνια τα τσαπιά / βιολιά και φλάουτα. / Τώρα το όμορφο χωριό λίκνο νεκρών / Όμως αγέραστη η καρδιά / σα βάρκα του Οδυσσέα λάμνει ακάθεκτη / και η μοναξιά εξαφανίζεται / ανάμεσα σε φλόγες της μνήμης.»
Αφιερωμένη στο σύγχρονο άνθρωπο, η καινούργια δουλειά του Ηλία Σιμόπουλου, βλέπει τη ματωμένη του πορεία στη ζωή με τις ανίατες πληγές, τους καθημερινούς θανάτους, τα θρυμματισμένα όνειρα «…και μακαρίζει / των αγριμιών την τύχη / που πεθαίνουν μόνο μια φορά.». Ενστερνίζεται ο ποιητής την αγωνία του απομονωμένου μέσα στο πλήθος ατόμου κι ο φοβισμένος λόγος του παίρνει φωτιά και γίνεται «…φως λυτρωτικό / στη σφύζουσα καρδιά της σιωπής».
Αφιερωμένη τέλος, στη ζωή και στο μέλλον, η καινούργια δουλειά του Ηλία Σιμόπουλου, πολύπειρη από τη μακρόχρονη συμπόρευσή του με τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, αλλά και διεξοδική. Με στεντόρεια φωνή δηλώνει χωρίς περιστροφές πως:
«Αγώνας είναι η ζωή / ενάντια / στις σφραγισμένες πόρτες / στην ανέλπιδη αναμονή / στο χέρι / που σφίγγει το χέρι που λείπει. / Αγώνας είναι πάντα η ζωή / ενάντια στο φόβο / στους δημαγωγούς / στους κλέφτες / στη μονόφθαλμη δικαιοσύνη / στους θανάτους απ’ την πείνα / και στους άδειους λόγους των πολιτικών. / Αγώνας είναι η ζωή. / Ώσπου μια μέρα η οργή να γίνει ποταμός / και στην ορμή του επάνω / να την καθαρίσει από τους ρύπους της / όπως ο Αλφειός την κόπρο του Αυγεία.»
———————————————–
Εδώ ανοίγω μια μεγάλη παρένθεση για να προσαρτήσω στο άρθρο ένα θαυμάσιον αφιέρωμα που έπεσε στην αντίληψή μου κατά την έρευνά μου, για να ετοιμάσω τούτο το άρθρο. Το εντόπισα στον ιστοχώρο των αγαπητότατων Αρκάδων κι είπα να το συμπεριλάβω, καθώς θεωρώ ό,τι πιο θαυμαστό το να σε υμνούν οι πατριώτες σου και να σε αγαπάνε. Ο σύνδεσμος άνω θα σας πάει να δείτε κι εκεί το άρθρο τους, το οποίο μεταφέρω αυτούσιο εδώ χωρίς τα ενδιάμεσα ποιήματα, καθώς σκέφτομαι να τα προσθέσω στο τέλος, όλα μαζί. Π.Χ.
————————————————
Φίλες και φίλοι. Κυρίες και κύριοι.
Τύχη αγαθή απόψε μας έφερε όλους εδώ, στην αγκαλιά του αρχέγονου βουνού, να γίνουμε μάρτυρες της σεμνής αυτής μυσταγωγίας κάτω από το φως του δειλινού που φεύγει και των άστρων της νύχτας που έρχεται. Τύχη μοναδική για όλους εμάς απόψε, που με τους ψίθυρους του βουνού και τα θροΐσματα των φύλων του καστανόλογγου γλυκά να χαϊδεύουν τ’ αυτιά μας, θα δούμε τη γενέτειρα, τη γενέθλια μάνα γη, μετά την παγκόσμια καταξίωσή του, να στεφανώνει το παιδί της. Απόψε ο Κραμποβός τιμάει το άξιο τέκνο του, τον ποιητή Ηλία Σιμόπουλο.
Φίλοι και φίλες.
Περάσανε πολλά χρόνια από κείνο το πρωί, που ο Ηλίας Σιμόπουλος μικρό ξεπεταρούδι, κοιτώντας τον ήλιο ίσια στα μάτια καθώς ανέτειλε από το απέναντι βουνό, από τούτη δω την αετοφωλιά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε για τη μεγάλη περιπέτεια. Με φυλαχτό κρυμμένο βαθιά στην καρδιά του, την αγωνία που είδε ζωγραφισμένη στα μάτια της μάνας του σαν την αποχαιρετούσε. Με όπλα του, τις ευχές διδαχές του πατέρα του. Κι εφόδια τις ιερές παρακαταθήκες των προγόνων του.
Σαν τον Οδυσσέα περιπλανήθηκε αναζητώντας την «Ιθάκη» του και επέλεξε γι αυτό τους δρόμους της ποίησης. Έτσι ο Κραμποβίτης ποιητής, άξιο παιδί της Αρκαδίας, γέννημα θρέμμα του Λυκαίου όρους, της αρχέγονης κοιτίδας των Αρκάδων, τιμάει με συνέπεια, ήθος και σεμνότητα μέσα από την ποίηση, πάνω από μισό αιώνα, την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα!
Για πρώτη φορά εμφανίζεται στο χώρο της ποίησης το 1946 με την ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο». Το 1958, χρόνος σταθμός για την ποιητική του διαδρομή, κυκλοφόρησε το μεγαλόπνοο, γεμάτο ανθρώπινη ευαισθησία και λυρισμό έργο του «Αρκαδική Ραψωδία». Το έργο αυτό ενέπνευσε το μεγάλο συνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη, ο οποίος το μελοποίησε και το παρουσίασε στο Ηρώδειο με τους πρωταγωνιστές της λυρικής σκηνής Ανδρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή, με τη συνοδεία πολυμελούς χορωδίας και μεγάλης ορχήστρας. Η πορεία του μεγάλου μας συμπατριώτη στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα έχει ξεκινήσει.
Οι ποιητικές του συλλογές πλειάδα, διαδέχονται τώρα η μία την άλλη. H «Έκτη Εντολή», «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές», «Το μεγάλο ποτάμι», «Τα τεκμήρια», «Τα ρόδα της Ιεριχώς», «Το τετράδιο της γης», «Οι Μικρές Μαρτυρίες», «Τα Εναγώνια», «Οι Προσπελάσεις», «οι Σημαφόροι», «Ο Εσπερινός Απόλογος, «Οι πληγές και τα παράθυρα», «Το Μακρινό ταξίδι», «Οι Πέτρες», «Τα Κέρματα», «Τα Θροΐσματα των ανέμων» και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες. Παίρνει μέρος σε πλήθος συμπόσια και συνέδρια. Συνεργάζεται με μια σειρά Ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Δίνει πλήθος διαλέξεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το έργο του μεταφράζεται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Αγγλικά, Γαλλικά, Ρώσικα, Γερμανικά, Ιταλικά, Βουλγάρικα, Σλοβάκικα, Ινδικά, Κινέζικα. και συμπεριλαμβάνεται σε πολλές ξένες ανθολογίες στη Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία, Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα.
Το ήθος κι η εντιμότητά του, η σεμνότητα της γνώσης και της σοφίας του, η μεγαλοσύνη της ψυχής του, η μαχητικότητα και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας. Έτσι εκλέγεται πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, και μετά τη συγχώνευση των δύο σωματείων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Διατέλεσε πρόεδρος της κρατικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των Λογοτεχνών, μέλος της επιτροπής για τη βράβευση θεατρικών έργων, Πρόεδρος της επιτροπής για την απονομή κρατικών βραβείων, Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δραματικών σχολών και άλλων.
Η φήμη του απλώθηκε μακριά. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας και κατέκτησε ολάκερο τον κόσμο, όμως ποτέ δεν ξέχασε. Σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Νέα της Μεγαλοπόλεως» ομολογεί: «…είμαι πολύ δεμένος με την Αρκαδία, με το χωριό μου, τον Κραμποβό. Θα πω μονάχα πως έφυγα μικρό παιδί, από εκεί και η νοσταλγία του με συνοδεύει μέχρι σήμερα.» Μα και στο έργο του η γενέτειρά του έχει ξεχωριστή θέση.
Ο Ηλίας Σιμόπουλος είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους, που στις μέρες μας μέσα από το έργο του προβάλλονται οι παγκόσμιες αξίες της πανανθρώπινης φιλίας, της αγάπης, της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο Γιάννης Ανδρικόπουλος στη «ΓΝΩΜΗ» των Πατρών στις 24-6-96 γράφει:
«Στην ποίηση του Σιμόπουλου αντιπαλεύουν ο πόνος, η απόγνωση, η μοναξιά, η χαμένη ελπίδα, η παρηγοριά της αυγής, η καταφυγή της ποίησης, η πίστη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Ακόμα αντιμάχονται όλες οι μορφές σκλαβιάς με την ελευθερία, το φως με το χάος, η δημιουργία με τη ματαιότητα, τα φτερά της ανυπόταχτης έμπνευσης με το ασήκωτο μαρτύριο της υποταγής.»
Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος στο περιοδικό «Μοριάς» τ. 36 Γράφει:
«Η ποίηση του Σιμόπουλου είναι πλούσια σε ανθρώπινες αξίες, στιβαρή, εμπνευσμένη. Ενώνει αρμονικά τα πιο στέρεα επιτεύγματα της παραδοσιακής ποίησης με αυτά των σύγχρονων αναζητήσεων. Έχει καθαρότητα έκφρασης και εικόνας. Στόχος, άξονας του έργου του είναι πάντα ο πληγωμένος άνθρωπος του καιρού μας, που ζει κυνηγημένος, μοναχικός και αβοήθητος. Το έργο του διαποτίζει μια πνοή ανθρωπιάς και μια υπαρξιακή αγωνία.»
Ο Γάλλος ποιητής και μεταφραστής του έργου του στα Γαλλικά Gaston – Henry σε διάλεξη που έδωσε στις Βρυξέλες στις 22-2-64 με θέμα «ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ένας ποιητής με καρδιά χωρίς σύνορα» μεταξύ άλλων είπε για τον ποιητή:
«Ο Σιμόπουλος δεν είναι ο άνθρωπος των ζητωκραυγών και των οδοφραγμάτων. Ούτε των διακηρύξεων και των επαναστάσεων. Αν επωμίσθηκε, το τόσο βαρύ χρέος που επωμίσθηκε είναι γιατί πιστεύει πως οι κυρίαρχες δυνάμεις της ζωής δεν μπορεί να είναι το αίμα, όσο γονιμοποιό κι αν είναι, ούτε η φωτιά, όσο καθαρτήρια κι αν είναι. Ο άνθρωπος δεν μετριέται με τον εγκληματία που κλείνει μέσα του, αλλά με την ακτινοβολία της αγάπης που δονεί την καρδιά του.»
Η ματιά του βλέπει τα μύχια όνειρα, τους κρυφούς πόθους στα τρίσβαθα της ψυχής των απλών ανθρώπων. Εκεί κι η αγωνία του. Σε μια κουβέντα που είχαμε κάποτε, μου εκμυστηρεύτηκε:
«.. . στόχος μου στάθηκε πάντα ο ταπεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος που υποφέρει, ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Και πραγματικά δοκιμάζω συντριβή όταν νοιώθω πόσο λίγο κατάφερα να μετουσιώσω το δράμα του σε ποίηση, έτσι που και ο ίδιος διαβάζοντάς την να χαίρεται και να λυτρώνεται…»
Γενιά του, η γενιά του 40. Έζησε, όπως ο ίδιος λέει, μια εποχή πλούσια σε γεγονότα, σε ελπίδες και απογοητεύσεις. Μια εποχή μεγαλόπνοων οραματισμών, υψηλών ιδανικών, καταπληκτικών ανατροπών και συγκλονιστικών αναθεωρήσεων. Η γενιά του, είδε την ανθρωπότητα σε διάστημα λίγων ετών, να διανύει αποστάσεις αιώνων… Βίωσε τον πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό. Γνώρισε σκοτωμούς, άδικο, πείνα, διωγμούς. Η γενιά του, είδε δημοκρατίες να καταρρέουν σα χάρτινοι πύργοι και δικτάτορες να κάθονται στο σβέρκο των λαών. Βασιλιάδες να φεύγουν και να ξανάρχονται. και τέλος το χειρότερο. Είδε τα όνειρα να διαλύονται σαν καπνός και τα ιδανικά να χάνονται στον ορίζοντα του πουθενά.
Σηματογράφος της γενιάς του, ο Ηλίας Σιμόπουλος, κάθε φορά επιστρατεύει την ποίηση για να φωτογραφίσει την ιστορία και να την παραδώσει στην αιωνιότητα, γιατί αυτό είναι το προνόμιο και η δόξα του πνευματικού ανθρώπου. Να στέκεται πάντα όρθιος μέσα στις θύελλες και να μάχεται και να γίνεται ο ληξίαρχος της εποχής του καταγράφοντας μέσα στο έργο του το θάνατο των σάπιων στοιχείων που με σοφία η ζωή παραπετάει και τις κυοφορίες των νέων στοιχείων που δεν βλέπουν ακόμα οι πολλοί, μα που με τρόπο όμως οριστικό και τελεσίδικο προδιαγράφουν τη μορφή του κόσμου που έρχεται.
Με οδηγό του την ακλόνητη πίστη και την απέραντη αγάπη του για τον άνθρωπο, ο Ηλίας Σιμόπουλος γίνεται λυρικός, τρυφερός, ευαίσθητος, μα κι αντάρτης. Γίνεται οραματιστής, μα πάνω απ’ όλα παραμένει πάντα συνειδητός μαχητής, πιστός στο όραμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.Αγωνιστής της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Κι υπάρχει ελπίδα «ν’ ανατείλει ο ήλιος» όσο υπάρχουν μαχητές που κρατούν τη «σημαία της λευτεριάς» διαλαλώντας «το όραμα της Ιθάκης». Υπάρχει ελπίδα όσο υπάρχει ακόμα έστω ένας άνθρωπος στον πλανήτη, που ακούει τη «σιωπή των βράχων» «εναγώνια», «περιμένοντας την αυγή», την «ανατολή του ήλιου», την «ανθοφορία της γης». Κι η ελπίδα ανθίζει μέσα μας σα λουλούδι και λέμε πως. ναι, ακόμα δε χάθηκαν όλα, αφού «Αρκεί μια μικρή ανεμώνη / να ομορφύνει τους άξενους βράχους».
Φίλες και φίλοι.
Απόψε, ο Κραμποβός τιμά τον ποιητή του. Όμως ο Ηλίας Σιμόπουλος δεν έχει ανάγκη από τιμές, βραβεία και διακρίσεις. Ποτέ άλλωστε δεν τις επιδίωξε έτσι σεμνός και ταπεινός που είναι.Η τιμή λοιπόν πάει στους γονιούς που γέννησαν αυτόν τον ποιητή! Στεφανώνει τον κακοτράχαλο τούτο τόπο που τον ανάθρεψε! Κάνει υπερήφανους τους συμπατριώτες του που απόψε τον τιμούν! Αλλά και όλους εμάς που ευτυχίσαμε να τον γνωρίσουμε, να τον αγαπήσουμε, να νιώσουμε άνθρωποι διαβάζοντας τα ποιήματά του, και να ζήσουμε απόψε μαζί του τις μοναδικές αυτές στιγμές!
Ευχαριστώ!
Σ’ ένα ποίημά του λεει για τον Κραμποβό:
Κραμποβός
Λαμπρό μου όνειρο
Θαμμένο
Στα βάθη του χρόνου.
Είμαι το αίμα σου που τραγουδά
Που τολμά να τραγουδά
Με το θάνατο στα χέρια.
Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Λυκαίου
Κάτω από ερείπια ναών
Ή πλατύφυλλα δένδρα που ανθίζουν
Στις νεκρές πια πλατείες σου
Πουλί της στάχτης και της φωτιάς
Αναζητώ το σώμα σου
-της μνήμης έγκλειστος-
ανάμεσα σε πέτρα και άργιλο
ανάμεσα σε σκυθρωπές
βομβαρδισμένες πολιτείες
κι εταιρείες μ’ αναρίθμητα κεφάλαια.
Χωριό μου σταυρωμένο
Που σε μίσησε ο Εγκέλαδος
Προσκυνητής σου ταπεινός
Κυνηγημένος ασυμβίβαστος
Φιλώ το χώμα που με γέννησε
Και καμαρώνω
Τη μεγαλοπρέπεια των βουνών
Που σιωπηλοί πέτρινοι γίγαντες
Μες στους αιώνες άγρυπνοι
Φρουρούν αγέραστοι τη μνήμη σου.
Ι. Α,=============================
Ο Θρήνος Της Μάνας («Αρκαδική Ραψωδία»)
(μελωποιημένο από τον Γιάννη Σπανό και
τραγουδισμένο από την έξοχη Αρλέτα)
Όλη τη μέρα που ‘λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου ‘φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα – τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου ‘λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ’ αν μου ‘φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το ‘ξερα πως θα γύριζες κ’ ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι ‘ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Ιερή Μνήμη («Τεκμήρια»)
Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη, να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τα’ αλέτρι την πέννα.
Μ’ απ’ τους δυό μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!
Τα Δάχτυλα («Το τετράδιο της Γης»)
Μιλούσε με τα δάχτυλά του
Ανάμεσα απ’ αυτά
έβλεπε τα πάντα
Ξαφνικάτα δάχτυλά του
έσμιξαν
Έγιναν Γροθιά
Η Συνάντηση («Τα ρόδα της Ιεριχούς»)
Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό
Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη.
Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.
Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.
Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.
Ο Δρόμος («Τεκμήρια»)
Πόσες χαμένες μάχες
πόσες νίκες πικρές
πόσα ποτάμια αίματα
χρειάστηκαν
ν’ ανοίξει ο δρόμος.
Μη σκαλίζεις τους τάφους.
Κάποτε
οι πόνοι θα σωπάσουν.
Τι θα φυτέψεις
Τι θ’ αφήσεις
να σκέφτεσαι μόνο.
Είναι τόσο σύντομη
η διαδρομή.
Μου Φτάνει («Εσπερινός Απόλογος»)
Μ’ όλο το αβυσσαλέο στόμα
να με κατατρώει
κυκλοφορώ ανάμεσά σας
άνθρωποι αγέννητοι
σας αγγίζω
όπως το χέρι του ήλιου
τον άσπιλο χιτώνα του χρόνου.
Σε σας στρέφω τη σκέψη μου
όπως τα λευκά άλογα των πηγών
με τις αφρισμένες χαίτες.
Δε ζητάω άλλη χαρά να βρώ
στον ωκεανό των λέξεων
ούτε εικόνες πιο καταπληκτικές.
Μου φτάνει
όταν θα διαβάζετε τους στίχους μου
να λέτε: Ήταν δικός μας.
Συνομιλία («Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο»)
Και ξανανθίσαν τα κλαδιά και φύγαν οι χειμώνες
και γιόμισε μ’ ανθούς η γη και γιούλια κι ανεμώνες
και πλημμυρίσανε χαρές κι είναι ηδονές γεμάτα
τα γέρα τα καλότυχα και τα’ ανθισμένα νιάτα.
Μα είναι κάποιοι κι όλο αυτούς στοχάζομαι ‘γω μόνο,
που ακόμα δέρνει η χειμωνιά κι ακόμα ζουν στον πόνο.
Κι όλο τους σκέφτομαι: άραγε της άνοιξης η ευωδιά
θα πάει ν’ αγγίξει κάποτε και η δικιά τους καρδιά.
Το Δέντρο («Η Έκτη Εντολή»)
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.
Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνεται φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται σ’ όλους τους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
την ομορφιά μιας άσπρης.
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα Τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
και λες στους επισκέπτες
-«Περάστε!».
Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.
Η Ανατολή («Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές»)
Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
πάνου από ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ’ έχω ένα βουνό καημό
που δε μπορώ να πάρω ανάσα.
Έλα μωρέ τρελλοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα
που μας σκεπάζουνε τον ήλιο
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα
που μας βαραίνουν σα μολύβι.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πως μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρυα
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρυα αλλά με τόλμη
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή Δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε τα τραγούδια σου στο βήμα το δικό της.
Το δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή.
Η Λέξη («Μικρές Μαρτυρίες»)
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή Σολωμός
Είναι μια λέξη
την ακούω καθαρά
πίσω από αυτή τη σιωπή
που βασιλεύει στην πατρίδα μου
Όταν υψώνουν τη φωνή τους οι λαοί
αυτή τη λέξη έχουν για σημαία τους
Μ’ αυτή ποθούν να δώσουν
σάρκα σ’ ένα όνειρο παλιό
Μεσ’ απ’ αυτή τεράστια ηλιοτρόπια
τα δέντρα καθρεφτίζονται
στα μάτια τους
και προχωράνε.
Πολυτεχνείο
Έφηβοι νάρκισοι δεν έζησαν
να καθρεφτίζονται στης λίμνης τα νερά
χωρίς να υπάρχουνε να ζουν ή να πεθαίνουν
Σημαίες που κατευοδώσαν ένδοξες
Δεν άντεχαν τις μέρες να μουχλιάζουν
τη φιλία να προδίδεται
τη σιωπή να γράφει κύκλους με το διαβήτη
Και λέω:
-Υπάρχουν μάτια που δεν είδαν
τους ενόχους που πυροβολούν την αθωότητα;
Αλήθειες που δεν γνώρισαν την απειλή του χάρου;
Σκληρές οι μέρες ένοπλες οι μέρες μας
Ένας λαός αλύγιστος στην έπαλξη του ονείρου
και γύρω αράγιστη σιωπή ντύμα θανάτου
Δεν τραγουδώ.
Η ιστορία κλαίει μέσα στο αίμα μου
Σε κάθε βήμα μου ένας νεκρός στενάζει.
Οι Θύελλες Της Μελωδίας
Όλα είναι πρόκληση
στο βασίλειο του λόγου
Οι λέξεις
Εύθραυστες ανήκουν στη νύχτα
Ο άνεμος παίρνει τα λόγια
και τα σκορπίζει στους γόνιμους αγρούς
φυτρώνουν δέντρα αειθαλή
δένονται με τη μουσική της θάλασσας
και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
Έτσι γεννιούνται οι ρυθμοί
και γαληνεύουν
οι θύελλες της μελωδίας
Η Συνάντηση («Ίμεροι»)
Ένα λευκό σύννεφο
κυμάτιζε στον ουρανό
Ένας κουρασμένος οδοιπόρος
έσερνε τη μοναξιά του στη γη
Συναντηθήκανε τυχαία
στην καρδιά της νύχτας.
Αντάλλαξαν
ένα σύντομο χαιρετισμό
και συνεχίσανε
καθένας το δικό του πεπρωμένο.
Όμως με πόση ευτυχία
αναθυμάται κείνη τη μικρή
την τόσο σύντομη λάμψη
της μοναδικής τους συνάντησης.
Π. Ι. («Αρκαδική Ραψωδία»)
Είχα ένα φίλο κ’ ήτανε
Γιομάτη η κάμαρά μου
Κι ήταν γλυκός ο πόνος μου
Κι ήταν διπλή η χαρά μου.
Μα ξάφνου οι φίλοι πλήθυναν
Κι ω ανέλπιστη χαρά μου
Πλάτυν’ ο κόσμος κι όλη η γη
Δική μου, κάμαρά μου
Η Μάνα Μου («Ράθυμες Ώρες»)
Η μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της
Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση
της θείας βούλησης
Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξες
μόνο λίγο χώμα
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ’ όνειρο…
Το Μεγάλο Ποτάμι («Ράθυμες Ώρες»)
Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ’ όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ’ ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν’ ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.
Το Μεγάλο Ποίημα
Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ’ αχνάρια μας
Πίσω απ’ της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.
Εδώ σε τούτ’ την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.
Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ’ αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.
Αλήθεια πόσο ειν’ όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.
Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.
Σ’ αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν’ ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.
Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.
Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.
Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.
Η Πληγωμένη Γη
Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.
Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί
Εμείς
Εσκοτωθήκαμε
σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.
Δοκιμασία
Εδώ σ’ αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι
Μα εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!
Εδώ σ’ αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ’ από πού
Χωρίς να ξέρουμ’ από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια
Να ‘χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να ‘χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να ‘χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν’ ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να ‘χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να ‘ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!
Αρκαδικοί Θρύλοι
Μεσ’ στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι
Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.
Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα
Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ’ ακράγγιγμα τα φύλλα
Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα
Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ’ τη λύρα.
Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ’ αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα.
Η Ανατολή Του Ηλίου
Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία
Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.
Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα
Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ’ έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας
Μον’ φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν’ ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.
Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!
Οι κάμποι του Μάη
Τα’ ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.
Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα’ αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:
Για ν’ ανατείλει ο ήλιος!
Μια Σταγόνα Αίμα
Σύvτροφοι που σκοτώθηκαν
έρχονται από δρόμους σκοτειvούς
Θέλω vα τους μιλήσω
να κρατήσω στην καρδιά μου ανέπαφο
το σκοτεινό τους πρόσωπο
-αυτό το τοπίο που φωτίζει η θύελλα
Ένα σμάρι πουλιών διασχίζει
τον αβέβαιο ορίζοντα κι αγάλλεται
-Πρέπει να διαβείς το θάνατο
για να ζήσεις. Η πιο αγνή μαρτυρία
είναι μια σταγόνα αίμα
Ο Δρόμος Τωv Ματιών
Ο άνεμος
φέρνει τη γεύση της πίκρας
οι νευρώδεις λέξεις σιωπούν
Ίλιγγοι ιζημάτων ράκη μνήμης
Σκελετοί
και δίχτυα που δεν έπιασαν
παρά μονάχα πληyωμένα άστρα
Μικρές αναλαμπές τον ξεyελούv
βαρεi να του φυτρώνουνε φτερά
όμως τρέμουν τα χέρια και τα χείλη
παίρνουν το σχήμα μειδιάματος
που δε βρίσκει τό δρόμο των ματιών
Οι Κήποι Του Νοέμβρη
Οι κήποι του Νοέμβρη
έχουνε χρώμα βιολετί
Τίποτα δεν ταράζει τη γαλήνη τους
ούτε ο αχός μιας ελαύνουσας θύελλας
που δε λέει να ξεσπάσει
Λύρα και χιονισμένος λόφος η σελήνη
vτύνει τη σιωπή με τα χρυσάφια της
Εφήμερη αιωνιότητα
προβάλλουν στην απέραντη πεδιάδα
οι σκιές των δέντρων
Έπρεπε
Έπρεπε να ονειρευτεί το προσιτό
να στραφεί σε κατοικημένους τόπους
στους ήχους της μέρας
στις χειρονομίες της νύχτας
Διάστικτος με αγκίδες δέχεται
τα μαχαιρώματα των καιρών
έμφορτος βεβαιοτήτων
που τον αγγίζουν με τις αμφιβολίες τους
ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
(Καστανοχώρι Αύγουστος ’98)