Βιογραφικό

Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε 28 Σεπτέμβρη 1893, στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος από τον Ευθύμιο Σκαρίμπα και την Ανδρομάχη Σκαρτσίλα και πέθανε σ’ ηλικία 91 χρόνων, στις 21 Γενάρη 1984. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στην αγαπημένη του πόλη, τη Χαλκίδα, στο λόφο του Καράμπαμπα. Χωρίς αμφιβολία υπήρξε πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε μ’ όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κλπ.). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με τη παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σ’ άλλους χώρους που δεν είχανε καμμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής. Ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σ’ έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία -θεωρείται από τους πρωτοπόρους. Γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.
Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολαρχείο του Αιγίου και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα στο Α’ Γυμνάσιο Πατρών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, τη περίοδο του Α’ Παγκ. Πολ., στο Μακεδονικό μέτωπο, ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, όπου διακρίθηκε, τραυματίστηκε στο σβέρκο και παρασημοφορήθηκε. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής, ενώ παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τότε νυμφεύτηκε την Ελένη Κεφαληνίτη κι απέκτησαν 5 παιδιά. Μετά το γάμο του και μέχρι το 1922 αποσπάστηκε στο τελωνείο της Ερέτριας.
Κληρωτός
Στα γράμματα εμφανίστηκε στη 10ετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α’ Βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης, που δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Το εικονοκλαστικό του ύφος κι ή ιδιόρρυθμη γλώσσα που χρησιμοποίησε στα έργα του, προκάλεσε αίσθηση για την εποχή εκείνη. Βραβεύθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1976 για το αντιπολεμικό μυθιστόρημά του του, Φυγή προς τα εμπρός. Ο μπαρμπα-Γιάννης, όπως ήτανε γνωστός στους φίλους, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα και σε περιοδικά ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν μελοποιηθεί. Τα πιο γνωστά μελοποιημένα ποιήματά του είναι Σπασμένο καράβι, Ουλαλούμ κι Εαυτούληδες για τα οποία που έγραψαν μουσική αντίστοιχα οι συνθέτες Γιάννης Σπανός, Νικόλας Άσιμος και Διονύσης Τσακνής.
Το 1998 το σπίτι του όπου γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία, Ν. Φωκίδας, ανακηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο γιατί χρειάζεται κρατική προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1469/1950, ιδιοκτησία της Κοινότητας, επειδή συνδέεται μ’ έναν από τους αξιολογότερους Έλληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Το 1984 ιδρύθηκε στη Χαλκίδα ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλοι Γ. Σκαρίμπα, με βασικούς στόχους τη προβολή του έργου του, η συγκέντρωση παντός είδους υλικού σχετικού με την εν γένει ζωή του, η δημιουργία Πολιτιστικού Κέντρου-Μουσείου στ’ όνομά του, τη συμμετοχή στη πολιτιστική ζωή της Χαλκίδας κι όχι μόνο. Στη γενέτειρά του, οργανώνονται κάθε χρόνο εκδηλώσεις αφιερωμένες στη μνήμη του, τα Σκαρίμπεια.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας αυτοσυστηνόταν, με το προσωπικό ύφος που τον χαρακτήριζε, ως:
“...συνταξιούχος τελωνειακός, διασαφιστής και τάχα λογοτέχνης αλλά και
Ανάξιος απόγονος ορεσίβιων προγόνων“, -αναφερόμενος στην καταγωγή του από τη Φωκίδα.
Σε ιδιόγραφο βιογραφικό σημείωμά του γράφει:
Γεννήθηκα το 1893 στο χωριό Αγια-Θυμιά της Παρνασσίδος -πρώην Δήμου Μυωνίας. Το δημοτικό μου σκολειό το πέρασα στην Ιτέα των Σαλώνων. Το Σχολαρχείο στο Αίγιο και το Γυμνάσιο στην Πάτρα. Εδώ στη Χαλκίδα ελθόντας για στρατιώτης -κληρωτός- το 1914 νυμφεύτηκα… εξ’ έρωτος. Έκτοτε, σχεδόν δεν το κούνησα από τη πόλη ετούτη, τη Χαλκίδα. Έκανα οικογένεια, παιδιά, νύφες κι εγγόνια και μνέσκω ακόμα, γράφοντας Λογοτεχνία κι Ιστορία. Αλλά και Ποίηση και Θέατρο.
Τώρα υπέρ τα 84 μου χρόνια γεγονώς, εφησυχάζω, σχεδόν μόνος στο σπιτάκι μου, ζων αεί μη- διδασκόμενος, εν αναμονή του εσχάτου μου μαθήματος, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, για τα βουνά και για τα δάση που είδα… (Ζαχ. Παπαντωνίου ‘Η Προσευχή Του Ταπεινού’).
Και για το ακριβές των παραπάνω αυτών μου ασημάντων, υπογράφομαι,
ο ταπεινότατος
Γιάννης Σκαρίμπας

Ο Σκαρίμπας γεννήθηκε, κατά μίαν εκδοχή στο γενέθλιο τόπο της ευκατάστατης μητέρας του Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, το Αίγιο Αχαΐας και κατ’ άλλη στη γενέτειρα του πληβείου πατέρα του Ευθύμιου Σκαρίμπα, την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας, όπου και πέρασε ένα σημαντικό μέρος των 1ων 2 10ετιών της ζωής του. Αυτή τη περίοδο φοίτησε στο Αλληλοδιδακτικό Δημοτικό Σχολείο της Ιτέας κι εν συνεχεία (1906-1908) στο Ελληνικό Σχολείο Αιγίου, καθώς και στη Μέση Δασική Σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας Singer στη Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε κι έλαβε μέρος στον Β’ Βαλκ. Πόλ. Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ. βρέθηκε στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε στον αυχένα και παρασημοφορήθηκε.
Το 1919 έλαβε θέση εκτελωνιστή στο τελωνείο Χαλκίδας και παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το συντηρητικό της κλίμα τον έκαμε σύντομα να την εγκαταλείψει. Τον ίδιο χρόνο νυμφεύτηκε την Ελένη Κεφαλληνίτη (αποκτήσανε 5 παιδιά). Αμέσως μετά, αποσπάστηκε στο νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, απ’ όπου τέλος του ’22 επέστρεψε στη λατρεμμένη του πόλη Χαλκίδα, στην οποία αγκυροβόλησε για πάντα και στα γραφτά του με ποικίλλους τρόπους ανύμνησε.
Με τη γραφή άρχισε να καταπιάνεται από τις αρχές της 2ης 10ετίας του 20ου αι., δημοσιεύοντας κείμενά του σ’ εφημερίδες με το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Συστηματικότερα το έπραξε στη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια, όπου και συνέταξε τα 1α του 9 διηγήματα. Ωστόσο, η εντατική ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία συνέβη με την οριστική του εγκατάσταση στη Χαλκίδα, όπου με πάθος συνέχισε να μελετά και να δημιουργεί. Έχοντας βιώσει από τα μικράτα του στην Αγια-Θυμιά τη λαϊκή μας παράδοση και μαγευτεί από την ομορφιά του δημοτικού μας τραγουδιού, το ανήσυχο κι ανυπότακτο πνεύμα του τον ωθεί σε νέες αναζητήσεις.
Με τη σύζυγό του Ελένη
Ο Πόε, ο Χάμσουν, ο Ντοστογιέφσκυ, ο Ίψεν, ο Ουάιλντ, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Σολωμός κι άλλοι μεγάλοι συγγραφείς, μαζί με τα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης του προσφέρουν ιδέες και τροφή για το έργο του, αλλά και του κεντρίζουνε το ενδιαφέρον να υπερβεί τους ως τότε ορίζοντες των λογοτεχνικών γραφών και να τις ταξιδέψει σε πολύ διαφορετικούς και πρωτόγνωρους συγγραφικούς δρόμους. Κομβικό σημείο στη λογοτεχνική του οδοιπορία υπήρξε το διήγημά του Στις πετροκολόνες στο λιμάνι (1929) κι η βράβευσή του για τον Καπετάν Σουρμελή του στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Διήγημα, που έγινε δεκτό μ’ ενθουσιασμό από τη κριτική επιτροπή του διαγωνισμού (Κωστής Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας), που διέκρινε το ίδιον, το αλα-Σκαρίμπα, όπως αποκάλεσε ύφος του γραπτού. Μάλιστα, φροντίσανε σ’ επόμενα φύλλα του περιοδικού να δημοσιευτούν διηγήματα του Χαλκιδέου συγγραφέα και το 1930 να κυκλοφορήσουν υπό τον τίτλο Καϋμοί στο Γριπονήσι.
Δυο χρόνια μετά, θα ‘ρθει και Το θείο Τραγί, με 13 του αφηγηματικά κείμενα, που φέρουν επιρροές από τον γαλλικό υπερρεαλισμό, αποτελούν εντυπωσιακή στροφή στο ως τότε αφηγηματικό του ύφος και συνάμα σταθμό στην όλη του συγγραφική πορεία. Σύντομα, θα ‘ρθει κι ο μυθιστορηματικός του Μαριάμπας, που χαρακτηρίστηκε ως αφηγηματικό αριστούργημα κι 1 έτος μετά, το ’36, η με τίτλο Ουλαλούμ 1η ποιητική του συλλογή. Το επόμενο έτος θα ηγηθεί της σύνταξης και της έκδοσης των Νεοελληνικών Σημειωμάτων με τη πίεση των πραγμάτων να σταματά το εγχείρημα στα 5 όλα κι όλα τεύχη κυκλοφορίας του περιοδικού.
Στη γονιμότερη κι ουσιαστικότερη αυτή περίοδο της συγγραφικής του ζωής, προσφέρει στα νεοελληνικά μας γράμματα Το σόλο του Φίγκαρο, αλλά κι άλλα αφηγηματικά ή θεατρικά του έργα, που κατά καιρούς και σύμφωνα με τη πάγιά του τακτική θα επεξεργαστεί και τροποποιήσει κι είτε θα τα εμφανίσει αργότερα (Το Βατερλώ δυο γελοίων) είτε θα τα καταχωνιάσει σε κάποια συρτάρια, οπότε οι επιγενόμενοι τα ανασύρανε για να τα αποδώσουνε στο αναγνωστικό κοινό, είτε αδημοσίευτα ως σήμερα παραμένουν -όπως οι θεατρικές του δημιουργίες Μαριάμπας και Γαλατάδες.
Στη διάρκεια της Κατοχής, που η πείνα παρά λίγο να στερήσει τη ζωή του ιδίου και μελών της οικογενείας του (στράφηκε και προς το ελληνικό θέατρο σκιών, δίνοντας μάλιστα και παραστάσεις στις κατοπινές 10ετίες. Προϊόν της δραστηριότητας είναι ο Αντικαραγκιόζης ο Μέγας κι η παραγωγή των περιώνυμων καραγκιοζοφιγούρων του. Τη περίοδο αυτή συγκλονιστική υπήρξε η αντιδικία του με τον Αργύρη Βαλσαμά, που δια του τύπου υποστήριξε πως Η γυναίκα του Καίσαρος (που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στη κατοχική Χαλκίδα για την ενίσχυση του Σκαρίμπα κι αργότερα κυκλοφόρησε ως βιβλίο με τον τίτλο Ο ήχος του κώδωνος), υπήρξε προϊόν αντιγραφής του συγγραφέα από Το βαμμένο πέπλο του Σώμμερσετ Μωμ.
Μετά την απελευθέρωση η συγγραφική κι εκδοτική δραστηριότητά του συνεχίστηκε ως τις εσχατιές του βίου είτε εμφανίζοντας νέα του κείμενα είτε παλαιότερα, που όμως έχουν υποστεί ουσιαστικές ή ανεπαίσθητες παρεμβάσεις από το χέρι του συγγραφέα. Ο Σκαρίμπας χρονικά τοποθετείται στη γενιά του ’30, οπότε και πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια γραφή κοφτερή και πρωτότυπη κατά την υφή και το ύφος, που θεωρείται εντελώς προσωπικό κι αμίμητο. Πιστός στο εν αρχή ην ο λόγος, φρόντισε ώστε η λογοτεχνική του παραγωγή ως μεγάλη πρωταγωνίστριά της, τη γλώσσα να έχει, πασχίζοντας στη με τέχνη αποδόμησή της και στη διατύπωση των νοημάτων του μ’ εντελώς ανατρεπτικό κι ιδιότυπο σύστημα γραφής, που συνδυάζει και στοιχεία από τον σουρρεαλισμό, τον μοντερνισμό και το παράλογο. Πλάι στην -άρχουσα του λόγου- γλώσσα, αρωγός στα λογοτεχνικά του παιχνίδια στέκονται οι αφηγηματικές του εμπνεύσεις και τεχνικές με τη περίτεχνή τους πλέξη και διαστρωμάτωση. Τακτική, που αφ’ ενός υποδηλώνει σχέσεις πυκνής και στέρεης ύφανσης, σπέρμα βάθους κι ουσίας στις γραφές του, αλλά κι ώθηση του αναγνώστη σε διαρκή νοητική εγρήγορση, στοχασμό και συμμετοχή στα συγγραφικά του δρώμενα.
Η φιλολογία πλέον τονε τοποθετεί στους κύριους εισηγητές κι εκφραστές του παράδοξου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας και του θεάτρου του παραλόγου. Μάλιστα, αρκετοί μελετητές τον θεωρούν ως τον 1ο Έλληνα συγγραφέα του είδους, ενώ ο ίδιος επαιρόμενος, δήλωνε πως προηγήθηκε και του Ιονέσκο και των άλλων εκφραστών του Θεάτρου του Παραλόγου στον ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, χώρο. Ως συγγραφέας με αυταπάρνηση, σαρκασμό και καυστικότητα για 6 και πλέον 10ετίες από τη πεπρωμένη πόλη του Χαλκίδα δίχως σταματημό στηλίτευε τα κακώς της κοινωνίας κείμενα, το σκοταδισμό των πνευματικών ιδρυμάτων και τον τελματικό λόγο των λογοτεχνικών κύκλων της πρωτεύουσας, αντιτείνοντας συνάμα τη δική του στοχαστική πρόταση. Το γεγονός ετούτο, που συνετέλεσε στον παραγκωνισμό του από τους ψηλοκάπελους φιλολογικούς κύκλους της εποχής και στη κακόπιστη κριτική πολλών εκ των επαϊόντων. Πιστός στις αρχές του κι ακλόνητα πεπεισμένος για τη σημαντικότητα και την αγέραστη υφή του έργου του, δήλωνε απερίφραστα πως: “Εμένα η μάνα Ελλάδα τώρα με κοιλοπονάει“! Και πράγματι, όσο περνά ο καιρός ο -κατά δήλωσή του ως- χαλκιδεότερος πάντων των Χαλκιδέων κι από το 1935 ο ταυτισμένος με τη Χαλκίδα του Γιάννης Σκαρίμπας, λογίζεται λαμπρό πνευματικό τέκνο της Ελλάδας, που όλο και πιότερους φανατικούς αναγνώστες αποκτά, ενώ οι μελετητές του έργου του διαρκώς αυξάνονται, προσεγγίζοντας πολύπλευρα τα συγγραφικά του δημιουργήματα και αναδεικνύοντάς τα φιλολογικά.
Για το ξεχωριστό κι ιδιόπλωρο συγγραφικό του έργο ευτύχησε να τιμηθεί τόσον από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (το 1964) όσο κι από το Δήμο Χαλκιδέων δια του Χρυσού Μεταλλίου (το 1978), καθώς και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το αντιπολεμικό του αφήγημα Φυγή προς τα Εμπρός.
Πλήρης ημερών (ετών 91) ο Σκαρίμπας έφυγε από τη ζωή στις 21 Γενάρη 1984, αφήνοντας τη τελευταία του πνοή στη -κατεδαφισθείσα το 2003- οικία της οδού Γκομίνη 8, όπου διέμενε. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κι ο ενταφιασμός του σε περίοπτη θέση, έξω από το φρούριο του Καράμπαμπα και σε μικρή σχετικά απόσταση από τον οίκο της διαμονής του.
Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι που σ’ αυτή τη χώρα τόλμησαν να ορθώσουν ανάστημα απέναντι στον παραλογισμό. Είναι ακόμη λιγότεροι κείνοι που το πράξανε κόντρα σ’ όλους και σ’ όλα, απλά και μόνο επειδή θέλαν να δούνε την αλήθεια να θριαμβεύει ξεπερνώντας κάθε μορφή συναισθηματισμού που μπορεί να μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα μες από το φάσμα που εμείς επιλέγουμε. Ένας από αυτούς ήταν ο Γιάννης Σκαρίμπας. Το ύφος του γραψίματός του ήταν κατά γενικήν ομολογία… λίγο απ’ όλα, χωρίς αυτό να ‘χει αρνητική σημασία. Οριακά σουρρεαλιστής, έμπλεκε το πραγματικό με το φανταστικό, το κωμικό με το δραματικό κι όλ’ αυτά μες από το πλέον άναρχο στυλ που εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα και δεν υπάκουε σε συγκεκριμένους κανόνες. Λάτρης του Καραγκιόζη και της λαϊκής τέχνης έγραψε χαρακτηριστικά:
“Τούτος ο ξυπόλυτος έρχεται ντρέτα από τα μυστήρια: τα ορφικά, τα ελευσίνια, τα διονύσια, όπως ο άνθρωπος έρχεται ντρέτα από τη μόδα. Ντεμοντέ είναι μόνον οι νεκροί, ενώ κι η καρδιά του Έθνους δεν χτυπάει στα νάιτ-κλαμπ ούτε στα σαλονειακά κουκουβαγεία της Αθήνας“.
Πάντως το έργο της ζωής του, κείνο που τονε κατέταξε στους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας, ήτανε το 3τομο Εικοσιένα κι η αλήθεια που καταπιάστηκε με την Ελληνική Επανάσταση χωρίς συναισθηματισμούς. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1971, στη δικτατορία, γεγονός που εύκολα ωθεί στο να συμπεράνει κανείς ότι δεν έτυχε και της καλύτερης αποδοχής απ’ τους συνταγματάρχες. Κι ενώ οι μελετητές του έργου συμφωνούν ότι εκεί δεν γίνεται ιστορική καταγραφή της επανάστασης, δεν μπορούν να μη σημειώσουν ότι ο Σκαρίμπας άνοιξε το δρόμο στους ιστορικούς να ψάξουνε σε ύδατα αχαρτογράφητα μέχρι τότε, για ν’ ανακαλύψουνε την αλήθεια…
ΡΗΤΆ:
* Από τη μέρα που ένας άνθρωπος ξεστόμισε “αυτό είναι δικό μου”, από κείνη τη στιγμή γεννήθηκεν η βία και το ψέμμα.
* Είχα πει για τους αμαρτωλούς που εν τη απείρω στοργή του για όλα του τα πλάσματα ο Πανάγαθος, έπλασε κι αυτούς, ώστε να βάνουνε κάτι κάτω απ’ τη μύτη κι οι παπάδες του -για να μη πεθάνουν απ’ τη πείνα.
ΕΡΓΑ:
Ό Καπετάν Σουρμελής ό Στουραίτης, διηγήματα (1930)
Τράτα κουλουριώτικη, διηγήματα (1930).
Καϋμοί στο Γριπονήσι, διηγήματα (1930)
Στις πετροκολώνες το λιμάνι, διηγήματα (1931).
ό διάβολος στην κάβιανη, διηγήματα (1932).
Το θείο τραγί, διηγήματα (1933)
Σκλάβος στην χαλκίδα, διηγήματα (1934).
Μαριάμπας, μυθιστόρημα (1935)
Ουλαλούμ, ποιήματα (1936)
Φαντασία, ποιήματα (1937)
Χαλκίδα, ποιήματα ιστορικά (1938)
Το σόλο του Φίγκαρω, μυθιστόρημα (1939)
Το μοντέλο, ποιήματα (1941)
Ταμάρα, ποιήματα (1944)
Εαυτούληδες, ποιήματα (1952)
Ο ήχος του κώδωνος, θέατρο (1951)
Το Βατερλώ δύο γελοίων, μυθιστόρημα (1959)
Η μαθητευομένη των τακουνιών, τρεις νουβέλες (1961)
Στον πάνω μαχαλά στα μαρουχλέικα, διηγήματα (1962).
Πάπια του γυαλού, διηγήματα (1963)
Ούλοι μαζί κι ό έρωτας, διηγήματα (1964).
Μι μάχη που δεν πάρθηκε, διηγήματα (1965).
Ό βοιδάγγελος. διηγήματα (1966).
Ό καπετάν Γκρής, διηγήματα (1967).
Βοϊδάγγελοι, ποιήματα (1968)
Άπαντες στίχοι, ποιήματα (1970)
Το ’21 κι η αλήθεια, Η τράπουλα κι Οι γαλατάδες, ιστορικά δοκίμια (1971–1977)
Το ’21 κι η αριστοκρατία του, ιστορικό δοκίμιο (1978)
Ο σεβαλιέ σερβάν της Κυρίας, θέατρο (1971)
Η περίπολος Ζ΄, διήγημα,χρονικό από τον Α’ Παγκ. Πόλ. (1972)
Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, διηγήματα (1973)
Το ξάφνιασμα, ποιήματα (1974)
Ή κυρά μου ή τρέλλα, ποιήματα (1975)
Φυγή προς τα εμπρός, μυθιστόρημα (1976)
Ή Τράπουλα, δοκίμιο (1975)
Τρεις άδειες καρέκλες, διηγήματα (1976)
Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας, θέατρο (1977)
Το βαπόρι, ποιήματα (1978)
Τα πουλιά με το λάστιχο, χρονογραφήματα (1978)
Τα καγκουρώ, θέατρο (1979)
Στάδιον δόξης, ποιήματα (1979).
Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, αντιδιηγήματα (1979)
Η κυρία του τραίνου, θέατρο (1980)
Ο πάτερ Συνέσιος, θέατρο (1980)
============================
Χαλκίδα
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Να ‘ν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος και να λέω: τι πόλη!
να μη ξέρω αν είμαι -μέσα στην ασβόλη-
ένας λυπημένος πιερότος!
Φύσαε -είπα- ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα -πόλη (έλεγα) και φέτος
ήμουν -στ’ όνειρό μου είδα- Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν -είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πα’ σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα -αναγλυμένοι- ως ψάρια
τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη να ‘σαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι να ‘ν’ σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο
και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα:
Αχ, νεκρό στο χώμα -να φωνάζεις- είδα
ένα μου ακόμη πιερότο!…
Ο Σταθμάρχης
Θόλωνε το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
Στον ερημικό σταθμό βαρύ και ατόφιο
Λες το’ χε τυρλίξει σ’ άχνά πέπλα η ρέμβη
Έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.
Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
Ούρλιάξε ‘να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
Πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
Που κώπηλατούσαν –λές στητές- στη λήθη.
Λίγο ακόμα κι όργιο – αρθρωτή γουστέρα-
Θάφευγε ως είχ’ έρθει μες των ατμών τολύπη
Κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.
………………………………………………..
Άξαφνα ως γλυστρούσε -σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν- φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα^
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι- ωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…
Ο Καμπούρης
Θα της άρεζα φαίνεται και με είχε πάρει
Για τις ιδέες μου που έχω, τις μπρούσκες
Έτσι με των γλουτών μου (ως είμαι) τις φούσκες
Ζευγάρι.
Μα εγώ πιάστηκα στου έρωτά της την πιάκα
Με τα (έως τα γόνατα κοντά μου) παντζάκια,
Και – αχ- για δαύτη μου, πόσα πίνω φαρμάκια
Τη μπάκα.
Του κάκου μεσ’ στ’ άλλα μου της τσέπης τουμλέκια
Είχα εγώ –να τα βλέπει- σουγιά και σφυρίχτρα,
Η φωνή μου (σαρμόνικα) ηχούσε – η μπήχτρα-
Γυναικεία!
Το λοιπόν; Να, τούτης μου κακώχω της μούρης
Της σπανής να μπορώ να αγαπώ χωρίς γένια,
Και με γάμπες γυμνές να είμαι – μ’ ευγένεια-
Καμπούρης…
Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. ( Την τύχη τους νάχα…)
Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
Ή αργήσει;
Το Πλοίο
(ο τιτανικός)
Εκεί προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
Οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.
Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
Που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
Εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τ τ ε ι…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
Με πάντα το βιβλίο -τώρα- ω νάτη-
Κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.
Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει ( ή δεν πλέει;)
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
– Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!…
Η Τράτα
Γρήγορα φτάσαμε λοιπόν ή αργήσαμε; Και ίδια
Πως κάμψαμε της χίμαιρας μαζί το ακρωτήριο;
Δώθες ερχόντας πήραμε καρδιά, ματιές και φρύδια
– περίεργο γιατί καρδιά, γιατί ματιές μυστήριο!
Κι είμαστε δω –ω τι καλά- με τους εγκάρδιους σκύλους
Στητοί μπρος στ’ άνθη που γυρνούν και στους -που φεύγουν τόπους
Σαν να -τι ωραία- βρεθήκαμε με ρούχα και με πίλους
Σαν να -ποιος ξέρει τι χρυσά χορεύουμε με τρόπους…
Χρυσά με τρόπους και μαλλιά …. Οι ράφτες μας (τι νόες
Και μαιτρ -α- χα) μας μπάζουνε στους ραφτικούς των οίκους
-γυμνοί εμείς!… οι μάνες μας, για ιδές τες κει -αθώες-
είναι σαν Δε μας γέννησαν μικρούς κουτούς πιθήκους!
Και -τραλαλά …- τα’ αδέρφια μας: τα φίδια, οι γάτοι, οι σκύλοι-
Στα τέσσερ’ άλλα περπατάν κι άλλα παν’ με τα στήθη
-κι αυτά ματιές, κι αυτά καρδιά ως εμείς … τι ωραία ω φίλοι,
με ουρά ή με πίλο ή με φτερά , γοργά μας πάει η λήθη!…
Και πάμε αντάμα. Τι καλά! Κατόπι έρχονται οι άλλοι
-κι άλλα γατιά, κι άλλα πουλιά!… πλάνα χορεύτρα η φύση,
ή με ουρά ή με φτερά ή πίλο στο κεφάλι,
βιάστηκε να μας φέρει εδώ ή τάχα νάχει αργήσει;
Το Εισιτήριο
Να ‘ναι σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
Σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
Μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.
Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο- όλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω σύντρόφοι ωραίοι!…
και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι βαρκαρέοι…
Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
-ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
Μετέωρο -μες τστις αχλές του- το βαπόρι…
Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
Κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
Κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
Χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…
Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
-κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…
Φαντασία
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Να ‘ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς ένα δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και να ‘ν’ σα κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα -με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει.
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
έξω απ’ το κύκλο των νερών -στα χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, ως ότου -φως μου-
(καθώς τρελά θα χαιρετά κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ τη τρικυμία αυτού του κόσμου…
Το Μοντέλο
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
Που την είδα; Συλλογίζομαι αν στους δρόμους
την αντίκρυσα ποτέ μου ή στ’ αστέρια,
τους χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τους ώμους
δίχως χέρια!
Δίχως χέρια… Το μάτι της γυαλένιο
ας μη μ’ έβλεπε -μ’ εθώρει κι ήταν τ’ όντι
ρόδο ψεύτικο το γέλιο της- κερένιο
–και το δόντι.
Τη στοχάζομαι. Η φωνή της, λες, μου εμίλει
ριγηλή σα μέσ’ σ’ όνειρο -και τ’ όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τα χείλη
και το στόμα.
Τ’ ήταν; πνεύμα; Μη φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
υποπτεύομαι -και τρέμω νοερά μου-
απ’ το ίδιο ύλικό που ‘ναι φκιαγμένα
τα όνειρά μου;
Αχ πως τρέμω! ο νους μου πάει σ’ ιδέες πλήθος,
σε μπαμπάκια και καρτόνια -ο νους μου βάνει
γεμισμένο της μην ήτανε το στήθος
με ροκάνι!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου -Άγγελε- Συ -των μειρακίων
που ‘χεις το γέλιο, ω χαύνη κόρη των πνεμάτων,
σε μια βιτρίνα σ’ έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων…
Ουλαλούμ…
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.
Θα ‘ρθει, αφού φλερτάρει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σα ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νιο φεγγάρι…
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ τη κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
…Πως -να, θα μείνει ο κόσμος με το “μπα”
που μ’ έλεγε τρελό πως είχες γίνει
καπνός και -τάχα – σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ.
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο -ωιμένα-
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα ‘γω -στραβός- μες τα νερά;
κι εσύ κοντά μου…
Ταμάρα
Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία κι ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι επερπάτει
αδέξια κι αμέριμνη, μ’ εκείνη τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ’ Ολύμπιο μονοπάτι.
Και μπόραε -όπως πάγαινε παχειά- κανείς διει
στο φίνο της κι εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πως θα λάμπανε -γυμνοί- σα το φεγγάρι.
Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες -‘κει- να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί -εμβατήριο τέλειο-
κι’ είχε κάτω απ’ τα βλέφαρα -βαμμένα με κινά-
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.
Κι εγώ την ειχ’ αγάπη μου!… Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ’ τ’ αγκάλιασμά της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκοίταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει…
Κι ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι’ οι ‘Αγιοι του, για με πια ουδ’ αρωτάγαν
κι ενώ ουδ’ εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού -αυτηνής-
-κολώνες που γκρεμίστηκαν- τα μπούτια της φωτάγαν…
Και πέθανε… Και με παπά τη θάψαμε! και να
-μ’ αυλούς- οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ’ τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σειληνοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε…
Το Ξάφνιασμα
Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,
τα χάλκινα -με τρεις οπές- σουράβλια είχαν στα χείλη,
όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες
-ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το ‘να το άλλο εφίλει.
Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η -σαΐτα- ρίγα
(των χρυσοκεντημένων της -αράδα- παπαγάλων)
στις γάμπες σου ανελίχτηκε -γοργό ερπετό- που ερίγα
στο αλληλοκυνήγημα των άσπρων σου αστραγάλων.
Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών -στο σέρπιο μονοπάτι-
τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου)
έμειναν τ’ άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι
και τ’ αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου…
Η Κυρά Μου Η Τρέλλα…
Πως ήταν έτσι, πως μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ’ αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.
Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ’ αχνή τολύπη
κι ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο να ‘χε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.
Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θα ‘κανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;
Ή μη -βαρκάκια του- μ’ άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω -σα κύματα και σαν αφροί-
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τίποτα, τίποτα… Μα πως έτσ’ ήταν, πως μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ’ όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντάς με από το χέρι με περπατεί…
Το Βαπόρι
Νάναι ως να ‘χεις φύγει -με τους ανέμους- καβάλλα
στο άτι της σιγής κι όλα να πάεις
και vα ‘v’ πολλά καράβια, πολλή θάλασσα -μεγάλα
σύγνεφα πάνω- οι άνθρωποι κι ο Μάης.
Κι’ εντός μου εμένα να βρυχιέται -όλο να τρέμει-
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι ο Μάης κι οι ανέμοι
κι έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.
Και να ‘ναι όλα απ’ ό,τι φεύγει -και δε μένει-
σε μια πόλη ακατοίκητη κι εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ’ τη τρικυμία τούτου του κόσμου.
Στάδιον Δόξης
(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)
Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι’ αντάρα
οι ήρωές μου κι οι στίχοι μου -φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα-,
κάθε μια της ζωής μου ήταν -‘κει- η στραβομάρα,
κάθε γκάφα μου ή τύφλα…
Κι ως αρπώντας με με ‘βγάλαν σηκωτόν απ’ τη πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι -με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν -οι χαχόλοι-
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:
…Βλέπεις μαιτρ -μου φωνάξανε- τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα σου μόνον, ήξερες ν’ άρχεις;
Νά τα έργα σου, οι πόθοι σου -όλοι εμείς- φασουλήδες,
να κι εσύ θιασάρχης!…
Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στο ‘να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι…
Κι ω Θεέ μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι μου), να μοιράσουν σα λύκοι
μεταξύ τους -για ρόλους των- κάθε μια μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι…
Κι είμαι ‘γω θιασάρχης τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ’ αυτούς τους παλιάτσους μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!…
Κι ως στα πάλκα η φάτσα μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα -τι δόξα μου!…- σ’ ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα ‘κει πίσω μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από τεμπεσίρι…
Εαυτούληδες
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν -χωρίς κανέν’ να μου λείπει-
τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω -μπραμ πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες-
ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες
μου όλες.
A!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν -με πρησμένες τις μύτες-
με παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ’ αποτυχημένα μου έργα
-εμβατήρια!
Α… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου ‘γω πάντα,
με τη βέργα μου τώρα ψηλά -λέω- με τρόμους
να, με δαύτη μου να παρελάσω τη μπάντα
στους δρόμους.
Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί μου -στον αέρα πηδώντας-
τα θούρια…
Χορός Συρτός
Κάλλιο χορευταράς να ‘μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια
θα ‘σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.
Κι ένα ψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ’ άρχιζα, γι’ αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,
που θα ‘ρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πέννες μου πεννιές σ’ ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!
Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!
Και, σα χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ’ όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…
Σπασμένο Καράβι
Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακρυά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να ‘μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι