Σωτηρίου Διδώ (Διδώ Παππά): Γελαστή Δυνατή Λογοτέχνις

Βιογραφικό

     Η Διδώ Παππά-Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνι, μια κοσμοπολίτικη πόλη της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Αρμένιοι Τούρκοι. Και όμως, τίποτα δεν προδίκαζε στο πανέμορφο χωριό Κιρκιντζές του Αϊδινίου, αυτό που έμελλε να ακολουθήσει. και σύντομα θα ξεδιπλώσει τον ενδιαφέροντα, αλλά και βαθιά φιλάνθρωπο χαρακτήρα της. Μικρή απολάμβανε τις βόλτες στη πόλη, όπου παρατηρούσε τις συνήθειες των Τούρκων και τις καμήλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Κόρη μιας κατά το ήμισυ, μικρασιατικής οικογένειας θα ακολουθήσει διαφορετική επαγγελματική πορεία από αυτή της οικογένειας, γιατί πολύ απλά, αυτό της πρόσταξε η μοίρα και το προσωπικό της καθήκον. Ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος κι αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα. Το πραγματικό της όνομα ήταν Διδώ Παππά, αλλά έγινε γνωστή με το επίθετο του συζύγου της, καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου. Πολυδιαβασμένη, πολυμεταφρασμένη, πολυαγαπημένη συγγραφέας, αλλά κυρίως πρωταγωνίστρια σε όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τον ελληνισμό, κι όχι μόνο, τον 20ό αι., τον οποίο καλωσόρισε αλλά και πρόλαβε να αποχαιρετήσει. Μιλώντας η ίδια για τον μπαρουτοκαπνισμένο αυτό αιώνα, εξομολογείται ότι της άφησε την πικρία ότι δεν κατάφερε ν’ αλλάξει τη ζωή μας. .Όπως είχε αναφέρει, “δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψε πληροφορίες από ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου“. Όπως έλεγε, η αντίσταση ήταν η πρώτη φορά που οι πρόσφυγες έγιναν ένα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Νίκος Μπελογιάννης, που ήταν σύντροφος της αδερφής της κι η Ηλέκτρα Αποστόλου, ήταν πρόσωπα που επηρέασαν το έργο της.



     Γεννήθηκε 18 Φλεβάρη 1909 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας κι ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Ο πατέρας της, Ευάγγελος Παππάς, γεννημένος στη Μικρά Ασία, ήταν ιδιοκτήτης εργοστασίου σαπουνοποιΐας με καταγωγή από τα Καλά Νερά Βόλου, ενώ η μητέρα της, η Μαριάνθη Παπαδοπούλου καταγόταν από τη Ρόδο. Από μικρή λάτρευε τον τόπο της και εκτιμούσε αφάνταστα τις απόκρυφες ομορφιές και τα μυστικά του. Εξερευνούσε τις κορυφές των δέντρων, τα λιοτρίβεια, τα βουνά, την αγορά, προσπαθούσε να ρουφήξει όση ζωή και φύση μπορούσε. Ούσα φυσιολάτρης, αλλά και άτακτο παιδί -όπως θα παραδεχτεί αργότερα- χανόταν από την οικογένειά της για ώρες. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη κι εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν το Αιγυπτιακό Προξενείο. Η Διδώ ερεύνησε τα παρατημένα έγγραφα των Αιγυπτίων κι από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα γεγονότα που απασχολούσαν τον τόπο. Σε ηλικία 10 ετών είχε δημιουργήσει έναν σύλλογο και μοίραζε φαγητό σε ζητιάνους και τότε ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία, καθώς ένας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στη Σμύρνη της πήρε συνέντευξη.



     Η οικογένεια της ήταν εύπορη κι οι επαφές του πατέρα της με τη καλή κοινωνία ήταν η αιτία που πληροφορήθηκαν έγκαιρα τη μεγάλη καταστροφή του ελληνικού στρατού και πρόλαβε να φύγει από τη Σμύρνη με τους θείους της. Το 1919, πριν την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, μετακομίζει με την οικογένειά της στη Σμύρνη, στο κτίριο όπου στεγαζόταν το πρώην Αιγυπτιακό Προξενείο. Το δαιμόνιο αίσθημα της αναζήτησης και της περιέργειας την οδηγεί στην εύρεση κρυμμένων αιγυπτιακών εγγράφων. Αυτή ήταν η αρχή μιας μακρόχρονης μελέτης των γεγονότων που σημάδεψαν τον τόπο της. Σε ηλικία μόλις δέκα ετών, με έντονο το αίσθημα της δοτικότητας, της φιλανθρωπίας και της καλοσύνης θα δημιουργήσει έναν σύλλογο, ώστε να προσφέρει φαγητό και φροντίδα στους ζητιάνους της περιοχής, γεγονός που δε θα περάσει απαρατήρητο. Λίγο καιρό μετά, θα δώσει την πρώτη της συνέντευξη. Το 1922 ήρθε στον Πειραιά σαν πρόσφυγας κι έζησε από κοντά το μέγεθος της καταστροφής. Πλέον δεν ήταν το πλουσιοκόριτσο και δεν είχε τις προηγούμενες ανέσεις. Όπως όλοι οι πρόσφυγες ήρθε αντιμέτωπη με την πείνα, τις αρρώστιες, αλλά και το εχθρικό κλίμα από τους ντόπιους. Μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να ορθοποδήσουν.



    Κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, τελείωσε το σχολείο, -ευτύχησε να έχει ως καθηγητές τον πεζογράφο Κώστα Παρορίτη (Σουρέα) και τη ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη-, μετά Πανεπιστήμιο σπουδάζοντας γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στη Σορβόνη στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ κι Αντρέ Ζιντ και γενικά ήρθε σ επαφή με τη διανόηση και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Με το τέλος των σπουδών της επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να γράφει άρθρα για ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία. Έγινε ανταποκρίτρια στο εξωτερικό, όπου ήρθε σε επαφή με το κίνημα της Αριστεράς και με σημαντικούς Γάλλους ιδεολόγους.. Ήταν η θεία της Άλκης Ζέη, για την οποία υπήρξε πρότυπο. Δώρισε το σπίτι της στην οδό Κοδριγκτώνος, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, που ανήκε σε κείνη και τον κουνιάδο της Νίκο Μπελογιάννη, στο υπουργείο Πολιτισμού. Η παραχώρηση έγινε με τον όρο να είναι διά παντός τα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Μέχρι το θάνατό της νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στη περιοχή Ζωγράφου.



    Το 1933 αποφασίζει να παντρευτεί τον μεγάλο της έρωτα, τον καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου κι εκτός της αμέριστης αγάπης του θα κρατήσει και το επώνυμό του. Δε θα αποκτήσουν ποτέ παιδιά, αλλά η Σωτηρίου παρέμεινε στο πλευρό του άνδρα της μια ολόκληρη ζωή κι αφιέρωσε 8 χρόνια, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε άλλη ασχολία ακόμα και τη λατρεία της, τη λογοτεχνία, για να του συμπαρασταθεί στην αρρώστια που αντιμετώπισε. Λίγο πριν αποχωρήσει κρατώντας του το χέρι τον ρώτησε: “Πλατωνάκι μου, πέρασες ωραία κοντά μου“” Εκείνος της απάντησε: “Είναι να το ρωτάς…” Έφυγε το 1985 έπειτα από 52 χρόνια κοινής ζωής. Το 1935 ταξιδεύει στη Γενεύη για το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας. Εκεί θα γνωρίσει και την Αλεξάνδρα Κολοντάι, σύντροφο του Λένιν, ενώ το 1945 θα βρεθεί στο ιδρυτικό συνέδριο της Δημοκρατικής Ομοσπονδίας γυναικών στο Παρίσι.



     Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι. Τη περίοδο της Κατοχής έγινε αρχισυντάκτρια στο Ριζοσπάστη και δούλευε παράνομα στον Υμηττό. Τότε γνωρίστηκε με την Ηλέκτρα Αποστόλου, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 για την αντιστασιακή της δράση κι άλλες όπως η Μέλπω Αξιώτη, η Έλλη Αλεξίου, η (αδελφή της) Έλλη Παππά, η Τιτίκα Δαμασκηνού κι άλλες τολμηρές γυναίκες πήραν μέρος στην αντίσταση.. Το 1944 έγινε επίσημα αρχισυντάκτρια του Ριζοσπάστη, όπου κι ασχολήθηκε με τη κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβρη του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι. Διαγράφηκε το 1947 από το ΚΚΕ με την αιτιολογία ότι δείλιασε λόγω της αστικής της καταγωγής γιατί ενώ μπορούσε να πάει στην έδρα του Δ.Σ.Ε στα πλαίσια της συμμετοχής της στην επιτροπή του Ο.Η.Ε που πήγαν να συναντήσουν τον Μάρκο Βαφειάδη, δήλωσε άρρωστη και δε πήγε, καθώς κι επειδή έγραψε δημοσιογραφικό κείμενο για την μετάβαση της Ελλάδας από την Αγγλική ζώνη επιρροής στην Αμερικάνικη. Παρότι η οικογένεια της τη προέτρεψε να φύγει στο εξωτερικό, παρέμεινε στην Ελλάδα και βίωσε τα γεγονότα από πρώτο χέρι. “Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη“. Ματωμένα Χώματα.



     Μετά τον Εμφύλιο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Σοφία Δέλτα. Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα κι επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Οι περιπέτειες του ελληνισμού, η προσφυγιά, ο πόλεμος του ’40, η αντίσταση και ο εμφύλιος σημάδεψαν τη ζωή της και ξεκίνησε να γράφει βιβλία. Το 1ο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι Νεκροί Περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα Χώματα έχει κυκλοφορήσει σε περισσότερα από 400.000 αντίτυπα. Εν συνεχεία εξέδωσε το μοναδικό της δοκίμιο Η Μικρασιατική Καταστροφή κι η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975), Η Σωτηρίου συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία. Τέλος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.

     “Το γράψιμο είναι το οξυγόνο που αναπνέω“, έλεγε η Διδώ σε συνεντεύξεις της. Το γράφει και σε ένα σημείο σ’ αυτό το βιβλίο, και όποιος την είχε γνωρίσει από κοντά το διαπίστωνε καθημερινά. Μπορούσε να ξυπνήσει στις δυόμισι τη νύχτα και να πάρει στυλό να γράψει κάποιες σκέψεις. Μπορούσε όμως η έμπνευση να ήταν και για ένα ολόκληρο κεφάλαιο, οπότε καθόταν μέχρι να φτάσει μεσημέρι και τότε έπρεπε να ετοιμάσει το φαγητό. Σημείωνε σε ό,τι υπήρχε πρόχειρο -μπορεί να ήταν κανονικό χαρτί, μπορεί να ήταν και ο φάκελος του λογαριασμού του ΟΤΕ. Καθόλου περίεργο λοιπόν που το αρχείο της είναι από τα μεγαλύτερα, ίσως το μεγαλύτερο, από όσα βρίσκονται στο ΕΛΙΑ.
     Το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, που απονέμεται σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από τη πολιτισμική διαφορετικότητα. Τα περισσότερα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για το ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της. Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί, σχολεία και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.



     Βραβεία που έχει κερδίσει :

Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (1983)
Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (1985)
Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989)
Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1990)
Βραβείο του Ελληνικού Ινστιτούτου της Αγγλίας (1993)
Βραβείο από τον πρόεδρο ελληνικής δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής (1996)
Βραβείο από τον τότε πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας Ζάκ Σιράκ με το παράσημο Commandeur De l’Ordre Du Merite

ΕΡΓΑ:

Οι νεκροί περιμένουν (1959)
Ηλέκτρα (1961)
Ματωμένα χώματα (1962)
Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)
Εντολή (1976)
Μέσα στις φλόγες (1978)
Επισκέπτες (1979)
Κατεδαφιζόμεθα (1982)
Τρία θεατρικά και ένας μονόλογος (1995)
Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)
Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2008)
Τα παιδιά του Σπάρτακου (2011)
Ταξίδι χωρίς Επιστροφή (2011)

===================

                                  H Mάνα Του Αγωνιστή

     Ένα μήνα τον βασάνιζαν τον Ζήση στην οδό Μέρλιν. Η μάνα του τριγυρνούσε ολομερίς εκεί γύρω μ’ ένα τενεκεδάκι φαγητό, μια κουβέρτα και μιαν αλλαξιά ρούχα. “Απαγορεύεται”, της λέγαν, “Φερμπότεν”! Μα κείνη δεν το ’παιρνε απόφαση. Και ξαναγύριζε την άλλη μέρα, και σερνότανε στα σκαλοπάτια της Γκεστάπο βυθισμένη στις σκέψεις της: “Κάπου εδώ θα πάτησε και το παιδάκι μου. Πίσω απ’ αυτά τα παράθυρα θ’ ανασαίνει…”.
     Μια μέρα δέχτηκαν ρούχα και φαγητό. Η κυρία Χαρίκλεια αναθάρρεψε: Δεν χάθηκαν ακόμα όλες οι ελπίδες, όχι δε χάθηκαν. Ήθελε τόσο να ελπίζει! Πίστευε κάθε πληροφορία, φτάνει να ’ταν αισιόδοξη. Της λέγαν : “Δεν θα εκτελεστεί αυτή η φουρνιά, γιατί…”. “Τα γιατί” ήταν παράλογα. Μα η καρδιά τής μάνας τα μάζευε, τα ταχτοποιούσε και κει πάνω στήριζε τη δύναμη της αντοχής της. “Είναι και αυτή η υγρασία εκεί στα υπόγεια ― έλεγε μέσα της. Θα του κάνει κακό στο κομμένο πόδι του και στα τρυπημένα πνευμόνια του”. Και σκιαζόταν την υγρασία την ώρα που τα πυρωμένα σίδερα, τα στεφάνια και τα συρματόσχοινα των βασανιστών, του σακάτευαν το κουτσουρεμένο του κορμί.
    Ήταν τραγικό να ξέρεις τη βαριά μοίρα του Ζήση και να την ακούς ν’ αναρωτιέται: “Να το πήρε το παιδί το μαγειρεμένο φαγάκι που του ’στειλα; Να του άρεσε που τηγάνισα πατάτες; Αχ ! Να φάει λίγο να στηλωθεί…” Και θυμόταν την ευτυχισμένη μέρα, που ο Ζήσης της έφερε για πρώτη φορά στο τραπέζι τη Νιόβη. “Έλα να δεις τι νόστιμα μαγειρεύει η μάνα μου, της είπε. Όταν θα παντρευτούμε δε θα πρέπει να της αναθέσουμε την κουζίνα, γιατί θα μας μεταβάλει σε κοιλιόδουλους”. Κ’ ύστερα σιγόκλαιγε κι έλεγε, σπαραχτικά. “Ζήση, Ζήση μου, παλικάρι μου ! Μ’ ακούς; Πως περνάς, παιδί μου, κλειδωμένο σ’ αυτόν τον Άδη με τους κτηνανθρώπους, τους σταυρωτήδες, τους αντίχριστους; Θε μου! Προστάτετεψέ το ! Σώσε το”.
Ήταν φορές που την παράσερνε ο εσωτερικός της μονόλογος, κι έφτανε ως τη μύτη του σκοπού. Γύριζε τότε και κοίταζε τον ξένο στρατιώτη. Είχε κι αυτός ανθρώπινα χαρακτηριστικά, μάτια, μύτη, στόμα, χέρια… Είχε κι ένα ωραίο κεφάλι με χρυσά μαλλιά. Θα είχε ίσως και καρδιά… Θα είχε και κάποια μάνα, που θα τον περίμενε κάπου και θα λαχταρούσε γι’ αυτόν μη της σκοτωθεί…Τι ήταν λοιπόν κείνο που τον εμπόδιζε να καταλάβει τις άλλες μάνες και τον μετέβαλε σε κτήνος, έτοιμο να πατήσει την αρβύλα του πάνω στα στήθια της; ” Ω, Θε μου! Θε μου! Λυπήσου τα παιδιά του κόσμου! Λυπήσου και το δικό μου το παιδί, που στην καρδιά του φύτρωσε μονάχα η αγάπη… Λυπήσου και μένα την ταπεινή σου δούλη…”
Μια μέρα της φώναξαν μέσα και της δώσαν ένα δέμα με ρούχα του Ζήση. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε κάτι δικό του. Τ’ άρπαξε από τα χέρια του δεσμοφύλακα και βγήκε τρεχάτη. Νόμισε πως της χάρισαν τον ουρανό. Έσφιγγε το μπογαλάκι στο στήθος της λες κι ήταν νιόγεννο μωρό. Τα δάχτυλα της τα χάιδευαν. Κάτι από κείνον! Κάτι που έντυσε το βασανισμένο του κορμί! Κάτι που θα ’χε το άρωμα του… Δεν άντεχε να περιμένει ως να φτάσει στην Κοκκινιά. Σκέφτηκε να πάει στο Βασιλικό Κήπο να τ’ ανοίξει. Μα, όχι, δεν θα ’ταν φρόνιμο. Μάτια αόρατα και ύπουλα ήταν παντού και κατασκόπευαν. Θυμήθηκε τις παλιές ορμήνειες του Ζήση… Αν της έστελνε κανένα κρυφό μήνυμα, χωμένο στο γιακά, στα μανικέτια; Αν έγραφε κάτι σοβαρό, που έπρεπε να το τρέξει στους φίλους του;
     Τράβηξε κατά τη Σόλωνος, όπου καθόταν μια ξαδέρφη της. Τα πόδια της κάναν φτερά. Χρόνια είχε να νιώσει τέτοια σβελτάδα. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας, δίχως να λαχανιάσει και σαν είδε, πως λείπαν όλοι από το σπίτι, κάθισε έξω από την πόρτα κι άνοιξε το δεματάκι. Το χέρι της άρπαξε το πρώτο πουκάμισο. Το φως ήταν λιγοστό, μα η αφή την τρόμαξε. Δεν ήταν ρούχο εκείνο. Ήταν κάτι κοκαλιασμένο, σα να το πέρασαν σε κοκκινόμαυρη κόλλα. Σηκώθηκε ορθή. Ανοιγόκλεινε τα μάτια της, μήπως κι ήταν δικό τους το φταίξιμο. Το ’φερε στη μύτη της πολλές φορές. Το αναποδογύρισε στα χέρια της, τρελή από αγωνία. Πλησίασε στο φως κι είδε αίμα. Αίμα! Αίμα! Άρπαξε και το δεύτερο ρούχο κι ήταν κι αυτό ματωμένο, σκισμένο. Πέταξε μια κραυγή τρόμου και λιποθύμησε.
     Σα συνήλθε μάζεψε τα ρούχα και βάλθηκε να τρέχει πάλι πίσω στην οδό Μέρλιν. Μα τα πόδια της δεν πήγαιναν. Η ανάσα της κοβόταν. Στεκόταν κάθε λεπτό και ρουφούσε αέρα, μην πνιγεί απ’ τη δύσπνοια. Μουρμούριζε σαν παραλοϊσμένη κι έριχνε γύρω της αγριεμένες ματιές. Ένιωθε την καρδιά της φουρτουνιασμένη, ετοιμοπόλεμη.
     Χύμηξε πάνω στο φρουρό που την εμπόδισε να μπει στη Γκεστάπο. Μούγκριζε, έβγαζε αφρούς κι άναρθρες κραυγές. Έφερε στα μάτια του ξένου φαντάρου τα ματωμένα πουκάμισα. Κείνος την έσπρωξε. Παραπάτησε κι έπεσε κάτω. Σηκώθηκε κι άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές τον απαίσιο τοίχο, που έκρυβε τα μαρτύρια του παιδιού της.
― Φονιάδες! Καταραμένοι! φώναζε. Τι μου κάνετε το παιδί μου! Ανθρωποφάγοι! Πιάστε με, λοιπόν. Δε μ’ ακούτε που σας βρίζω; Χώστε με μέσα! Ρίξτε μου μια σφαίρα, σκυλιά! Ματώστε εμένα, όχι αυτό, όχι!
     Ο κόσμος κοντοστεκόταν. Μάντευε κι έσφιγγε τα δόντια. Μια κοπέλα περαστική, φώναζε στους διαβάτες:
― Πρέπει να την πάρουμε από δω τη γυναίκα∙ θα τη συλλάβουν.
     Πλησίασε και τράβηξε με κόπο την κυρία Χαρίκλεια. Της μίλησε γλυκά, στοργικά. Της είπε πως αυτή θα βοηθούσε, εκεί που πρέπει, για να βοηθήσουν το παιδί της. Πέρασε το μπράτσο της στο αλύγιστο χέρι της μάνας.
― Ελάτε, της είπε. Πρέπει να φύγουμε απ’ εδώ. Δεν κάνει να βλέπουν τον πόνο μας. Αυτό επιζητούν. Για αυτό σας τα δώσαν τούτα τα ρούχα.
     Η κυρία Χαρίκλεια άκουγε.. Έριχνε μικρές θολές ματιές στο κορίτσι. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Δεν έκλαιγε. Έκανε βήματα μηχανικά. Πατούσε σε ματωμένα πουκάμισα. Η κοπέλα, της είπε, πως δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Έπρεπε να τρέξει, να φροντίσει. Τούτες ήταν οι μόνες κουβέντες που κατάλαβε.
     Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν… Και η κυρία Χαρίκλεια έπαιρνε συχνά ματωμένα πουκάμισα. Μα δεν ήταν πράμα τούτο να το συνηθίσει. Και μια μέρα, βρήκε μέσα στην καστανιά με τ’ αποφαγούδια δυο δόντια, δυο λαμπερά δόντια κι ένα κομμάτι κρέας, αλλόκοτο, μαυρισμένο ! Τότε η γειτόνισσα, η κυρία Ζωή, είπε ψιθυριστά :
― Καλέ, αυτό είναι γλώσσα! Ανθρώπινη γλώσσα! … Θεός φυλάξει.
     Ήταν το τελευταίο μήνυμα του Ζήση! Ούτε ρούχα, ούτε καστανιά ξαναπήρε η κυρία Χαρίκλεια. Ούτε και που δέχτηκαν ξανά φαγητό.
― Τον σήκωσαν από δω, της είπαν.
     Το ίδιο εκείνο βράδυ οι τοίχοι της Κοκκινιάς γέμισαν με πελώρια συνθήματα: “Ο Ζήσης Δρόγας εκτελέστηκε! Δόξα και τιμή στον άξιο γιο της Ελλάδας!” Οι καμπάνες στην Κοκκινιά χτυπούσαν συναγερμό. Κι οι νέοι Ζήσηδες τρέχαν, να πάρουν τη θέση του χαμένου αγωνιστή στο ταμπούρι της λευτεριάς…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *