Βιογραφικό
O Γιώργος Φτέρης -γεννηθείς ως Γιώργος Τσιμπιδάρος- ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, ανταποκριτής, κριτικός, συγγραφέας και ποιητής. που γεννήθηκε στη Λακωνία, στη Μάνη και πιο συγκεκριμένα στη Καρέα 14 Σεπτέμβρη 1891. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα κι εργάστηκε στις εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΚΑΙΡΟΙ, ΠΑΤΡΙΣ, ΝΕΑ, ΗΜΕΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ, ΒΗΜΑ. Παρέμεινε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν ανταποκριτής του ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε όλες τις πολιτικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του μεσοπολέμου, τις οποίες ανέπτυξε σε σειρά ανταποκρίσεων. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Ελλήνων Λογίων Καλλιτεχνών, στο Παρίσι.
Δημοσίευσε τα βιβλία “Η θρυλική ζωή του Στρατηγού Βούρβαχη” με πρόλογο του Στρατάρχου της Γαλλίας Φρανς ντ’ Έσπερε το 1947 και “Πρόσωπα και σχήματα” το 1954. Μετέφρασε θεατρικά έργα κι έγραψε μελέτες και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποίημα – τραγούδι του της Κατοχής Η χωριάτα έγινε σύμβολο της ελευθερίας και κινδύνεψε να συλληφθή από τους κατακτητές.

Συνεργάτης του Ραδιοφωνικού Σταθμού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού θεάτρου, μέλος της Επιτροπής Σχολικών Βιβλίων του Υπουργείου Παιδείας, Ιδρυτικό και τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών 1930-1967, κριτικός του Λογοτεχνικού·Βιβλίου και θεάτρου στο «Βήμα». Δημιούργησε με τον Δημ,. Λαμπράκη τη λογοτεγνική επιφυλλίδα του «Βηματος», στην οποία εγραφε κάθε Κυριακή. Μέλος της Ενώσεως Συντακτών.
Γεννήθηκε 14 Σεπτέμβρη 1891 στη Καρέα Λακωνίας. Είχε 4 αδέρφια, τον Γιάννη (ή Γιάγκο) ο οποίος έμενε στη Μάνη. Ο Βασίλης πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα ως αρχηγός ανταρτών και σκοτώθηκε σε μάχη. Ο Πότης, όπως και ο αδερφός του Γιώργος, σπούδασε νομική, αρθρογράφησε σε αρκετές εφημερίδες και έγινε αρχισυντάκτης σε μια. Αργότερα έγινε γραμματέας του Ελευθέριου Βενιζέλου και εξελέγη βουλευτής Αθηνών, Το 1963, έγινε σύμβουλος στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Είχαν επίσης μια αδερφή, την Όλγα, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Γιάννη Χαραμή από την Κρεμαστή Λακωνίας. Το 1931, ο Γιώργος Φτέρης παντρεύτηκε τη Ρέα Βραχίνου, και στις 13 Ιουλίου 1934, γέννησαν τη μοναδική τους κόρη Ελυάνα.
Άρχισε τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία στο «Θάρρος» των Καλαμών. Κατόπιν συνεργάσθηκε στην «Ακρόπολη», «Πατρίδα», «Βαλκανικό Ταχυδρόμο», «Ελεύθερο Τύπο», Ελεύθερο Λόγο», «Αμάλθεια» της Σμύρνης με το ψευδώνυμο Ανατολίτης και, στα φιλολογικά περιοδικά «Νουμάς», «Καλλιτέχνης», «Χαραυγή» της Μυτιλήνης», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», «Νέα Εστία», «Νέο Πνεύμα», «Νεοελληνική Λογοτεχνία», «Παναθήναια», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», «Διάπλασις των Παίδων», «Ανθολογία» με τα ψευδώνυμα Λανσελότος, Γκρέκο, Φτέρης.
Διακρίθηκε ως σχολιαστής και φιλολογικός κριτικός, κράτησε δε σα παρατσούκλι και το “Τσιμπιδάρος” ή “Τσιμπιδάρας”. Έγραψε τα έργα “Η Θρυλική Ζωή Του Στρατηγού Βούρβαχη” (1937), τα “Πρόσωπα Και Σχήματα” (1954), τις “Ελληνικές Μορφές” (1979) και το “Μάνη, Πατρίδα Μου” (1981) -εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Μετέφρασε θεατρικά έργα κι έγραψε μελέτες και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποίημα-τραγούδι του της Κατοχής, “Η Χωριάτα” έγινε σύμβολο της ελευθερίας και κινδύνεψε να συλληφθεί από τους κατακτητές.
Επίσης υπήρξε συνεργάτης του Ραδιοφωνικού Σταθμού, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού θεάτρου, μέλος της Επιτροπής Σχολικών Βιβλίων του Υπουργείου Παιδείας, ιδρυτικό και τακτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1930-1967), κριτικός του Λογοτεχνικού Βιβλίου & Θεάτρου στο ΒΗΜΑ. Δημιούργησε με τον Δημ. Λαμπράκη τη λογοτεγνική επιφυλλίδα του ΒΗΜΑΤΟΣ, στην οποία έγραφε κάθε Κυριακή. Μέλος της Ένωσης Συντακτών.
Η επί 52 συνεχή χρόνια, δημοσιογραφική και λογοτεγνική εργασία του, υπήρξε δημιουργική συμβολή στη προαγωγή των Ελληνικών Γραμμάτων κι ο θάνατός του άφησε μεγάλο κενό στο δημοσιογραφικό και πνευματικό τομέα της Ελλάδος. Τιμήθηκε με τις Ακαδημαϊκές Δάφνες της Σορβόνης (1930), τον Ταξιάρχη Του Φοίνικα (1965) και το Χρυσό Εύσημο Δημοσιογραφίας (1966).
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Γιώργος Φτέρης, ήταν ανταποκριτής εφημερίδων στο εξωτερικό. Παρέμεινε πολλά χρόνια στο εξωτερικό, αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν ως ανταποκριτής του «Ελεύθερου Βήματος» στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε όλες τις πολιτικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του μεσοπολέμου, τις οποίες κι ανέπτυξε σε μακρά σειρά ανταποκρίσεων. Διετέλεσε Γενικός Γραμματεύς του Συλλόγου «ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ» στο Παρίσι. Περιόδευσε στην Ευρώπη για να συναντήσει αρκετά γνωστά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, από τον οποίο έλαβε συνέντευξη αρκετές φορέας. Κατα τη διάρκεια των ταξιδιών του, γνώρισε και σχημάτισε δεσμούς φιλίας με αρκετά γνωστά άτομα, όπως ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος, ο πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, η ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη, ακόμη κι ο Πάμπλο Πικάσο.
Το 1954 εκδόθηκε το βιβλίο Πρόσωπα & Σχήματα κι ήτανε περίπου τότε, όταν ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε στον συγγραφέα Γ. Φτέρη:
«Αγαπητέ φίλε, σπάνια διάβασα γοητευτικότερο νεοελληνικό κείμενο. Σπάνια διατυπώθηκε από νεοέλληνα με τόση δροσιά και χάρη η ουσία. Και πλήθυνε πάλι μέσα μου η πίκρα, που με τόσα χαρίσματα σωπαίνετε τόσα χρόνια»!
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, διηύθηνε τα «Αθηναϊκά Νέα» 1933-1941 και συνεργάσθηκε έκτοτε στο «Βήμα», στα «Νέα» και στον «Ταχυδρόμο» 1924-1967. Στο Βήμα αρθρογραφούσε το κύριο άρθρο της εφημερίδας κάθε Κυριακή. Το 1930, έλαβε το Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας (Ακαδημαϊκές δάφνες), για τη μετάφραση του από τα γαλλικά στα ελληνικά των «Αθλίων» (Les Miserables). Το 1966, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Δημοσιογραφίας από το Βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄. Τιμήθηκε αρκετές φορές από την Ελληνική κυβέρνηση για το έργο του στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία.
Η κατασκευή της βιβλιοθήκης της Αρεόπολης, υποστηρίχθηκε από τον ίδιο. Έγραψε αρκετά βιβλία κι άρθρα. Η κόρη του Ελυάνα δήλωσε για τον πατέρα της:
«Τα βιβλία του έχουνε βαθύ νόημα κι είναι δύσκολα στη κατανόηση επειδή ήθελε να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Τα βιβλία του ήτανε γραμμένα σε απλή γλώσσα, αλλά είχαν βαθιά νοήματα. Δεν ήθελε οι άνθρωποι να διαβάζουν ‘σκουπίδια’, αλλά να ερευνούν, να βελτιώνουν τους εαυτούς τους, να ρωτούν, και να κάνουν την ανθρωπότητα πιο έξυπνη. Βασικά, να κάνουν έναν άνθρωπο να συλλογιστεί».
Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιομνημόνευτα επιτεύγματα του, είναι ένα τραγούδι με την ονομασία Η Χωριάτα. Το 1941-42,τον 1ο χειμώνα της Γερμανικής Κατοχής, έγραψε ένα αλληγορικό τραγούδι το οποίο έδωσε στη Σοφία Βέμπο, την πιο γνωστή τραγουδίστρια της εποχής κι επίσης οικογενειακή φίλη του. Το τραγούδησε σε θέατρα ανά την Ελλάδα, φορώντας φόρεμα με τα χρώματα της Ελλάδας, μπλέ και λευκό. 35 χρόνια αργότερα, σχολιάζοντας το τραγούδι, ο Φτέρης είπε: «Είναι μια φωνή ελπίδας και συνέχισης της ύπαρξης. Αντήχησε σε μεγάλο βαθμό στις καρδιές του τότε σκλαβωμένου λαού.» Στο τραγούδι, η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μια χωριατοπούλα, και τα νιάτα της ως ένα εκκολαπτόμενο δέντρο.
Κατά τη περίοδο αυτή, όλα τα πατριωτικά τραγούδια απαγορευόταν από τους Ναζί. Ο Φτέρης το γνώριζε κι έγραψε κάθε στίχο του τραγουδιού με αλληγορικό τρόπο. Η κόρη του είπε:
«Κάθε φορά που τραγουδούνταν, το κοινό ‘ηλεκτριζόταν’. Ακούγαν το τραγούδι και το κατανοούσαν, και έτσι τους έδινε ελπίδα, τους εμψύχωνε. Φόβιζε τον εχθρό κι ήταν σαν απειλή».
Πολύς κόσμος λάτρεψε το τραγούδι του και το μήνυμα του διαδόθηκε στην Ελλάδα. Το τραγούδι έπαιζε συνεχώς στα θέατρα. Αλλά αμέσως μετά οι Ναζί κατέλαβαν τον έλεγχο. Το τραγούδι απαγορεύθηκε, και τα θέατρα κλείσαν. Ορίστηκε ποινή για κάθε έναν που τραγουδούσε το τραγούδι κι οι Ναζί πήγαν στο σπίτι του Φτέρη, απειλώντας τον με σύλληψη. Η Βέμπο συνέχισε να τραγουδά την «Χωριάτα» στις συναυλίες της στη Μ. Ανατολή και συνέχισε να εμπνέει το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Αν και το τραγούδι είχε καταπνιγεί στην Ελλάδα, η ζημιά για τους Γερμανούς είχε γίνει. Οι καταπονεμένοι και χωρίς ελπίδα Έλληνες πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως λέει το τραγούδι με «καινούργιους κλώνους και κλαδιά».
Πέθανε 14 Σεπτέμβρη 1967, μέρα των γενεθλίων του και λίγο μετά την εγκαθίδρυση της χούντας στον τόπο μας, σ’ ηλικία 76 ετών, από καρκίνο του ήπατος. Το σώμα του έχει ταφεί στην πατρίδα του, Μάνη. Επί της οδού μεταξύ Αρεόπολης και Γυθείου, σ’ ένα λόφο έχει χτιστεί κι αφιερωθεί σε αυτόν ένα μνημείο. Αν κι εγκατέλειψε το χωρίο του και τους περιορισμούς του, στην εφηβική του ηλικία, πάντοτε είχε τη Μάνη στην καρδιά του. Αξίζει να σημειωθεί πως είχε φροντίσει για μετά τον θάνατό του να δωρίσει τα 6.000 βιβλία του, στην υπό ίδρυση, δημοτική βιβλιοθήκη της πατρίδας του, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά, στα θεμέλιά της. Ο Γ. Φτέρης-Τσιμπιδάρος, τίμησε τη Μάνη, ιδιαίτερη πατρίδα του, με τη ζωή του, αλλά και μετά το θάνατό του! Είναι γνωστό στους συμπατριώτες του ότι η Δημόσια Βιβλιοθήκη Αρεοπόλεως (μία από τις 30 περίπου δημόσιες βιβλιοθήκες όλης της Ελλάδος) είναι ουσιαστικά έργο δικό του, αφού τα αρχικά της βιβλία ήταν οι 6.000 τόμοι της βιβλιοθήκης του, τα οποία σύμφωνα με τη τελευταία του επιθυμία δώρισε για την ίδρυσή της! Κάποτε είχε γράψει:
“Τη θύμηση της Μάνης, της πέτρας και του αέρα της Μάνης, την έπαιρνα πάντα μαζί μου, όπου κι αν πήγαινα. Σαν φυλαχτό“.
Τη γενική του όμως φιλοσοφία για τη ζωή, τον κόσμο, τον άνθρωπο την περιγράφει με τα εξής λόγια, απευθυνόμενος στη σύζυγό του:
«Άμα πεθάνω και σε ρωτήσουν τι ήμουνα, τι πίστευα κι από πού αντλούσα, αυτά τα όσα έγραφα, να τους πεις πως δεν ήμουνα τίποτα άλλο, από ένας απλός άνθρωπος, που πίστευε βαθιά στην αγάπη, τη καλοσύνη και στην ανθρωπιά».
Το μνημείο του είναι μια προτομή, σκαλισμένη από τον φίλο του Μιχαήλ Τόμπρο. Στον ώμο του, μια γυναίκα που αναπαριστά τη Μάνη δακρύζει, θρηνώντας για τον θάνατο του. Η κόρη του Ελυάνα δήλωσε:
«Ο πατέρας που ποτέ δεν ήθελε μνημείο για τον εαυτό του, μιας κι ήτανε πολύ ταπεινός άνθρωπος. Ποτέ δεν πίστευε στα μνημεία, όμως η μητέρα που επέμενε πως του άξιζε ένα».

Η κόρη του Ελυάννα Δαμιανού δίπλα στη προτομή του
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν δύο ακόμη βιβλία του «Ελληνικές Μορφές» (1979, Δίφρος) και «Μάνη πατρίδα μου» (1981, Ερμής), μοναδικά και δυσεύρετα πια, συλλογή εκλεκτών κειμένων και μονογραφιών του Φτέρη, με ενιαία θεματολόγια, ελάχιστο μέρος μιας πνευματικής εργασίας δεκάδων χρόνων. Όσοι τυχεροί, συμπατριώτες ή μη μπορούν ακόμη να τα αναζητήσουν, θα εξασφαλίσουν πραγματικά κάποια ξεχωριστά πνευματικά πονήματα, απ’ αυτά που δεν έχουμε την ευκαιρία τακτικά να εντρυφούμε στους καιρούς μας.
Ειδικά τα περιεχόμενα του «Μάνη Πατρίδα μου» αφορούν αποκλειστικά τον τόπο μας: Κείμενα μοναδικά για Πνευματικές και Ηρωϊκές Μορφές της Μάνης (άγνωστες στο πλατύ κοινό, οι περισσότερες), για ένδοξες ιστορικές στιγμές, για τα μοιρολόγια, για τη Μανιάτισσα…με ξεχωριστό σε ουσία και βάθος το κεφάλαιο με τίτλο «Ανθρωπογεωγραφία της Μάνης»… Πραγματικά, και αδιάφορος ή εχθρικός να ‘ναι κανείς για την πατρώα γη μας, ο Φτέρης με την ανεπανάληπτη γραφίδα του σε «υποχρεώνει» να την αγαπήσεις.
Το τελευταίο κείμενο του Γ. Φτέρη:
Έτσι Λέμε, έτσι λέγαμε άλλοτε στη Μάνη τη γιαγιά, τη μάνα της μάνας ή του πατέρα. Έχω ακόμη μπροστά στα μάτια μου τη δική μου, τη μάνα του πατέρα μου, ψηλόσωμη, ξεραγκιανή, μαυριδερή, με όψη αυστηρή, από το Καραβοστάσι, κοντά στο Βοίτυλο. Καταγόταν από μια μεγάλη μανιάτικη οικογένεια, από τους Ραζελιάνους, που τους έλεγαν και Μέντικους.
Την αγαπούσα, τη σεβόμουνα, και τη φοβόμουνα μαζί. Δεν ήταν κακιά. Αλλά όπως άλλες μανάδες ή γιαγιάδες – οι περισσότερες – δείχνουν τη στοργή τους με χάδια στα μικρά παιδιά, εκείνη την έδειχνε με τ’ άγριο.
Θυμάμαι και κάτι που έκανε στο μεγάλο σοφρά, όταν τύχαινε να φιλοξενήσαμε ένα παλιό φίλο του σπιτιού, για να τον τιμήσει. Ενώ δίπλα στεκόταν με την πεντάλφα χαραγμένη επάνω του ο σκούρος προγονικός λυχνοστάτης, τον καιρό που δεν είχε ακόμη φτάσει στα ορεινά χωριά της Μάνης το πετρέλαιο – ένας λυχνοστάτης που έδινε στις αλληλοδιάδοχες γενιές μαζί με τον αργαλειό, τη σκάφη και τα εικονίσματα, την αίσθηση της κοινής καταγωγής των – κατέβαζε το λύχνο με τα δύο αναμμένα φυτίλια του και τον κρατούσε στην άκρη του τεντωμένου χεριού της. Σα νάθελε έτσι να δείξει ότι το φως, που ήταν τη νύχτα η ψυχή του σπιτιού, το φως που έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της κι επάνω στις μορφές εκείνων που κάθονταν ολόγυρα δεν έβγαινε από το λάδι. Αλλά ανέβαινε από τις φλέβες της, από το αίμα της…
(Εδώ σταματά ο Γ. Φτέρης γιατί τον σταμάτησε και κείνον ο θάνατος!)
__________________________
Μιά Νεράιδα Παντρέφτηκε Στη Μάνη
Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφρά που τούχε στρωμένον η μάνα του.
-“Ν’ ανάψω το φως;” τον ρώτησε κείνη. “Σκοτίδιασε“!
Δεν της αποκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιού της. ‘Αμα δεν της αποκρινόταν της έδινε συγκατάθεση. Έτσι κι ο πατέρας του, έτσι κι ο πάππος του, δεν τόχαν εύκολο το “ναι” σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια. ‘Αγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρό της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λυχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε. Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες, που τις έδενε πίσω από το ριζάφτι, σαν το Σκυλογιάννη. Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της κι αρχίσανε να τρώνε. ‘Αξαφνα ο Μαυρομιχάλης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο σοφρά:
-“Δε μπορώ να καταλάβω“, είπε με θυμό, “ποιος βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί. Τυρί έχομε, απ’ όλα έχομε, μπερκέτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουν, να πατάνε το σπίτι μου“. Γύρισε προς τη μάνα του και τη ρώτησε: “Ποιός νάναι“;
-“Τήγαρι ξέρω κι εγώ“!
-“Από πότε κλέβουνε“;
-“Πάνε δυο μέρες και καρτέραγα να γυρίσεις από το βουνό με το κοπάδι για να στο πω“. Ο άντρας έβγαλε το συμπέρασμα:
-“Εδώ μέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος“, φώναξε απότομα, φοβεριστά, “αλλά που θα μου πάει! Θα τον πιάσω κι ας είναι και βρυκόλακας…”
Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σα νάδραξαν, σα νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο, ανθρώπινο καρίτζαφλα. Έπειτα ησύχασε λίγο. Μάνα και γιος ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι -εγγλέζικο θάταν- που πέρασε ανοιχτά από τον Κάβο Γκρόσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να το βλέπουν, ώσπου σκαπέτισε, χάθηκε πέρα στο πέλαγος. Στο Μεζάπο μάλιστα κουβεντιάστηκε πολυ και το ρεσάλτο. Είπανε να του ριχτούνε ξαφνικά του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε, αλλά μετανιώσανε την τελευταία στιγμή.
-“Δε θάχανε μπατσέρα για κούρσο!” είπε χαμογελώντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παληά χρόνια, από τα νειάτα της. Και θυμήθηκε τα τραγούδια του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης:
Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια αλαργινά
κι από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα κι άλλο τόσο.
Είπαν ύστερα για τον Αναστάση και για τον γιο του, που ο πρώτος είχε χτυπηθεί βαρειά στο κεφάλι κι ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά, να κάψουνε τα μπαρούτια της. Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε για λίγο.
-“Ας είναι καλά η Μάνη!” είπε ο γιος χτυπώντας το σοφρά με τη χερούκλα του. “Ας είναι καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης και τα στριγγλολάγκαδα. Ακούς γρηά; Αυτά νάναι καλά και να βρίσκουμε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες. Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ’ άλλο δε θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά κι εδώθε ο Τούρκος δε θα ρίξει ρίζα ποτέ, όπως δεν έρριξε ως τώρα. Σου το δίνω γραφτό“. Η μάνα μαζεύτηκε, μίκρηνε, ακούγοντάς τον. Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός η κούτρα του σα ν’ ακούμπησε τη κορφή της κάμαρας, σα ν’ άγγιξε το μεσοδόκι. “Αύριο” είπε βγαίνοντας από την πόρτα, “θα μείνω εγώ στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπαδι στο βουνό. Τον κλέφτη που μου παίρνει το τυρί, πρέπει να τον πιάσω“.
-“Όπως θέλεις γιε μου“, ψιθύρισε η μάνα του. “Εσύ είσ’ ο κάπος“.
Ήταν καλοκαίρι κι ο γιος πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, εκεί που ξεραίνανε τα σύκα. Όλα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά. Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθοκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα στο Κάστρο της Κελεφάς και το Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο δράκος, ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος. Το φεγγάρι έλαμπε απάνου από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από τη Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει, στ’ αρμυρό νερό, περνώντας ανάμεσα Μαρινάρι και Πόρτο Κάγιο. Στο πεζούλι, τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακαλούσαν, όπως γινότανε πάντα το καλοκαίρι με το φεγγάρι, τη Μαυρομιχάλαινα:
-“Για πες μας, για τη κουρμαδιά και για τις Νεράιδες. Πως έγινε; Που ήταν η βάρκα“;
-“Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν’ αγναντέψει το Καραβοστάσι. Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι, εζούσε ένας καλόγερας. Κι από το μοναστήρι κατέβαινε πότε-πότε, τη νύχτα στη θάλασσα για να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι Νεράιδες και τον πήρανε“.
-“Από που ήρθαν, κυρά“;
-“Από τα μέρη της Μπαρμπαριάς. Αποκεί έρχονται στον τόπο μας οι Νεράιδες“.
-“Κι ήταν πολλές”;
-“Τρεις. Η μια καλλίτερη από την άλλη, λουσοχτενισμένες κι οι τρεις, λιγνές, με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις μεγάλες άσπρες μπαμπακέλες τους, που παίζανε με τον αέρα. Η καθεμιά βάσταγε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο“.
-“Με δυο κεφάλια, κυρά“;
-“Με δυο κεφάλια“.
-“Και κόκκινο“;
-“Κόκκινο, μπουγαζί, του Τρισκατάρατου, του Οξαποδώ“.
-“Και τον καλόγερα τι τον κάμανε, κυρά; Του πήρανε τη φωνή του“;
-“Όχι. Δεν του κάμανε κακό. Μια είπε στην αρχή, να τον σηκώσουν από τις αμασκάλες και να τον πετάξουν στο γιαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον ελυπήθηκαν. Λύσαν το παλαμάρι κι εβγήκαν στ’ ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω, για την Καραβόπετρα κι έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενέτικο κι έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας“.
-“Και τι κάμαν οι Νεράιδες, κυρά“;
-“Η μια, η πιο μεγάλη, έπαιζε το λαβούτο της κι οι άλλες δυο, οι πιο μικρές χορεύανε και τραγουδούσανε όλη τη νύχτα. Ώσπου βγήκε τ’ άστρι που διώχνει τα στοιχειά, ο αημερινός και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα. Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και σε λίγο χαθήκαν με τα περιστέρια τους, γινήκανε καπνός“.
-“Κι ο καλόγερας“;
-“Έτριψε τα μάτια του, νομίζοντας πως καταφυγγιάστηκε, πως τάδε όλα στ’ όνειρό του. Αλλά μες στη βάρκα βρήκε πούπουλα κόκκινα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι. Τρόμαξε. Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Αυτό το κουκούτσι είναι ο ψηλότερος κουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας, χρόνια και χρόνια“.
-“Ο πάππος μου“, λέει ένας μικρός, “έχει ακουστά πως βγήκανε κουρσάροι στα βράχια μας κι είχανε και κουρμάδες μαζί τους. Κι ένα από τα κουκούτσια π’ αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο κουρμάς του Λιμενιού“.
-“Τα ξέρω“, είπε η Μαυρομιχάλαινα θυμωμένη, “κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά. Αλλά τον κουρμά τον έφεραν οι Νεράιδες…”
Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης, δεν πήγε με το κοπάδι το άλλο πρωΐ, έστειλε στο βουνό τη μάνα του κι εκείνος έμεινε να φυλά καραούλι να πιάσει τον κλέφτη του μαντριού. Τίποτα δε φαινότανε και καθώς η ώρα προχωρούσε, γλαρώθηκε στη θέσι του. ‘Αξαφνα άκουσε ανάμεσα στα βράχια τσάχαλα, πατημασιές. Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι της πιστόλας και περίμενε. Αλλά το χέρι του πάγωσε μονομιάς, γιατί εκείνο που πρόβαλε σε λίγο δεν ήταν άνθρωπος. Ήτανε Νεράιδα. Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να την ξεχωρίσει πιο καλά. Η Νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι αντίς να του πάρει τη μιλιά του χαμογέλασε κι ο άντρας με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με τα κόκκαλά του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα. Τη σήκωσε με τα χοντρά του χέρια, την πήρε και την έφερε ζαλισμένος στο σπίτι του, όπου την απόθεσε απάνου στη μεγάλη κασέλλα με την αντρομίδα και τα φαντά. Δεν ήξερε να του μιλάει, να του αποκρένεται. Ήξερε μόνο να του χαμογελά κι ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε τίποτ’ άλλο για να την κάμει δικιά του, για να σκύψει απάνου της και να τη ρουφήξει, όπως ρουφάνε οι διψασμένοι στον αυλό της βρύσης το νερό.
Αυτή η νια πόμοιαζε με μαλαματόβεργα, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι έπαιρνε το τυρί. Δεν είχε τίποτ’ άλλο για να ζήσει. Τη πήρε γυναίκα του, έκανε μαζί της πολλά παιδιά κι η Νεράιδα του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ’ όλα τα χωριά, ρίζωσε και γίνηκε Μανιάτισσα.
Λένε, πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκηπέσσα από την Ιταλία, από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε μεγάλο κρίμα, έδωσε διάτα ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε. Αλλά η μάνα της, που πονούσε το σπλάχνο της, δεν άφισε να γίνει κρίμα. Την έβαλε σ’ ένα καράβι κι είπε στον καπετάνιο να την αφήσει στο πιο ξερό, στο πιο γυμνό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο κι ο καπετάνιος την άφησε στα βράχια της Μάνης.
Ύστερα από χρόνια, ο πατέρας της, πεθαίνοντας, ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί εσκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξαλάφρωσε αποκαλύπτοντας το μυστικό της, τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια. Την αναζητήσανε, στείλανε νέο καράβι στη Μάνη κι όταν τη βρήκανε, της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της, που την είχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι αυτός.
Τη συχώρεση του την έστειλε, αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της γιατί είχε πια δεθεί με τον τόπο του αντρός της. Σ’ αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.
“Τη θύμηση της Μάνης,
της πέτρας και του αέρα της Μάνης,
θα τη παίρνω πάντα μαζί μου όπου πηγαίνω.
Σαν φυλαχτό…“
Γιώργος Φτέρης (Τσιμπιδάρος) “Μάνη, Πατρίδα Μου“
___________________
Η Χωριάτα*
Στο χωριό, παλιά γενιά μου,
ξύπνησες μεσ’ στην καρδιά μου
μια καινούργια ανατριχίλα
με τα δέντρα, με τα φύλλα
κι’ όπου να σταθώ, να γείρω
νιώθω το δικό σου μύρο
και τα μάτια όπου γυρίσω
σένανε θε ν’ άντικρύσω.
Χωριάτα είμαι όλο γεια
και σαν τη γρηούλα τη γιαγιά
φοράω το μπαρέζι.
Γενιά, σε νοιώθω σαν πιοτό,
σαν το κρασί το δυνατό
και σαν το πετιμέζι.
Κι’ αν είναι δύσκολες στιγμές,
τα παλληκάρια με τις νιές
θα ζευγαρώσουν πάλι
άλλα θε ν’ άρθουνε παιδιά,
καινούργιους κλώνους και κλαδιά
το δέντρο μας θα βγάλη.
Εδώ, ράτσα αγαπημένη,
είσαι σ’ όλα σκορπισμένη,
στο νερό με το κανάτι,
στη βελέντζα τη φλοκάτη,
στο τραγούδι, το τροπάρι,
στο καντήλι, το λυχνάρι,
στα δρεπάνια, που θερίζουν,
όλα ράτσα σου θυμίζουν.
Και κρατούν την ευωδιά σου
απ’ τα χρόνια τα παλιά σου,
σαν σε γέρικη κασσέλα,
μοσχοκάρφι και κανέλλα.
* Το τραγούδι αυτό γράφτηκε από τον Φτέρη τον 1ο χειμώνα της Κατοχής, 1941-42, κατά τη πείνα και τη δοκιμασία που έθεσε πρόβλημα επιβίωσης του Έθνους. Είναι μια φωνή ελπίδας και συνεχείας. Κι αυτό ακριβώς συμβολίζει. Με μουσική του Θεοφρ. Σακελλαρίδη το πρωτοτραγούδισε η Σοφία Βέμπο, με φόρεμα που έφερε τα εθνικά χρώματα, κατά τη παράσταση που οργανώθηκε στο θέατρο «ΡΕΞ». από την «ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ¨» προς ενίσχυση του συσσιτίου της «ΕΣΤΙΑΣ ΤΥΠΟΥ». Επειδή είχε μεγάλη απήχηση στη καρδιά του σκλαβωμένου τότε λαού, η ΒΕΜΠΟ συνέχισε να το τραγουδά κατά τις θεατρικές εμφανίσεις της στο θέατρο «ΜΟΝΤΙΑΛ». Ο Στρατός Κατοχής που αντελήφθη τη συμβολική σημασία του τραγουδιού, το απαγόρευσε κι απείλησε με σύλληψη το δημιουργό του. Έκτοτε η συμβολική του σημασία ξεπέρασε τα σύνορα κι η Βέμπο εξακολούθησε να το τραγουδά στη Μ. Ανατολή. Αργότερα, όταν η Ελλάδα λευτερώθηκε κυκλοφόρησε σε δίσκους και συχνά, ακόμη και σήμερα μεταδίδεται από το ραδιόφωνο. Έχει χαρακτηριστεί σαν εθνικό τραγούδι και μπορείτε να το ακούσετε στο παρακάτω λινκ του ΓιουΤούμπ: