Βιογραφικό
Ο Νικολό Ούγο Φώσκολο γεννήθηκε στη Ζάκυνθο 6 Φλεβάρη 1778. Ήτανε γιος του Ιταλοκερκυραίου γιατρού Αντρέα Φώσκολο και της Ζακυνθινής Διαμαντίνας Σπαθή. Μικρός πήγε με την οικογένεια του στη Δαλματία όπου ο πατέρας του εργάστηκε στο νοσοκομείο του Σπαλάτου. Όταν ο Φώσκολος ήταν 10 χρονών ο πατέρας του πέθανε κι η μητέρα του τον πήρε μαζί με τα άλλα αδέλφια του και ήλθαν στη Ζάκυνθο. Είχε δάσκαλο στα Λατινικά και στα Αρχαία Ελληνικά τον Αντώνιο Μαρτελάο, ο οποίος τον αγαπούσε πολύ και περηφανευόταν αργότερα για το μαθητή του. Τον Ούγο Φώσκολο, θεωρούν οι Ιταλοί εθνικό τους ποιητή! Όμως για μάς τους Έλληνες είναι σχεδόν άγνωστος, αν και θα έπρεπε να καυχιόμαστε κι εμείς γι αυτόν, λόγω της ελληνικής καταγωγής του και των επτανησιακών καταβολών του πλούσιου έργου του ποιητή.
Η μητέρα του, αναγκάζεται να φύγει με τα δύο άλλα αδέρφια του στη Βενετία. Σε λίγο καιρό (1792) ακολουθεί κι ο 10χρονος Νικολό, που μετά την οριστική εγκατάστασή του στην Ιταλία μεταβαπτίστηκε σε Ούγο. Η ζωή του, όπως αποτυπώνεται στο εκτενές χρονολόγιο του αφιερώματος, ήταν περιπετειώδης και σημαδεύτηκε από την πολυτάραχη περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων. Το 1799 κατατάσσεται στο στρατό, παίρνει μέρος σε μάχες και τραυματίζεται δυο φορές.
Η παράδοση μας λέει πως τα βράδια μη έχοντας στο σπίτι του φως πήγαινε στη γειτονική εκκλησία της Οδηγήτριας και διάβαζε στο καντήλι, που ήτανε στην αυλή μπρος στο εικόνισμα του Αγίου Φανουρίου, τα μαθήματα του. Στη θέση που βρισκόταν η Εβραϊκή συναγωγή έχει εντοιχιστεί μια πλάκα που σώθηκε από τους σεισμούς για να θυμίζει ότι ο μικρός Φώσκολος έλαβε μέρος σε διαδήλωση για την ανεξιθρησκία και μαζί με άλλους πέταξαν τα κάγκελα που κάθε βράδυ απομόνωναν τους Εβραίους στη συνοικία τους το Γκέτο. Από τη Ζάκυνθο ο ποιητής στους πρώτους μήνες του 1793, φεύγει για τη Βενετία όπου είχε πάει και τον περασμένο χρόνο για λίγες μέρες. Η μάνα του είχε νοικιάσει εκεί ένα φτωχόσπιτο σε μια λαϊκή και σκοτεινή συνοικία, στο Campo dei gatti.
Στη Βενετία ο Ούγο πήγαινε στο σκολειό των Ιησουιτών. “Τα πρώτα μου χρόνια“, μας λέει ο ίδιος, “φωτίστηκαν από τη Μούσα κι ο νους κι η καρδιά μου θερμάνθηκαν από την ποίηση. Μ’ αγάπη γι’ αυτή, διάβασα τους Ιταλούς και Λατίνους ποιητές, το Δάντη και τον Όμηρο, τον πατέρα κάθε ποιήσεως“. Στο σκολειό έδειξε αμέσως το ποιητικό του ταλέντο και την υπεροχή του στους άλλους συμμαθητές του. Ρίχτηκε με θέρμη στη σπουδή. Είχε δασκάλους το Gailiccioli στα Ελληνικά και τον Dalmistro, που δημοσίευε το Anno Poetico, όπου τυπώθηκαν τα πρώτα ποιήματά του. Οι συμμαθητές του τον θαύμαζαν. Υπήρχαν όμως κι άλλοι που τον μισούσαν. Μια μέρα ένας απ’ αυτούς, ο Γεώργιος Δούσμανης, τον περίμενε στη σκάλα του σκολειού και τον χτύπησε άγρια παρ’ όλες τις φωνές και τις κλάψες του.
16 χρόνων, άρχισε να γράφει ποιήματα. Δεν είχαν φυσικά μεγάλην αξία, μα έδειχναν την τάση του κι άρχισαν να τον κάμουν γνωστό. Η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του, το ντύσιμο του, οι επαναστατικές του ιδέες -που τις εκφραζόταν φανερά- τραβούσαν τη γενική προσοχή. Στη βιβλιοθήκη Marciana που πήγαινε συχνά και μελετούσε, ο διευθυντής Μορέλλι τον συμπάθησε και τον σύστησε στη διάσημη Ισαβέλλα Θεοτόκη και στην Ιουστίνα Ρενιέ, όπου στα περίφημα φιλολογικά σαλόνια τους, γνώρισε τον καλύτερο κόσμο. Έλαβε έτσι το βάφτισμα της κοσμικής ζωής κι άρχισε κει τους αναρίθμητους ερωτές του. Η δόξα πια του χαμογελούσε. Με τη τραγωδία του Θυέστης, 19 χρόνων, αποθεώθηκε. –Viva il giovine Greco– φώναζαν για 9 βραδιές στο θέατρο που παιζόταν. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Με τον Όρτις γίνηκε δημοτικότατος. Με τους Τάφους αποθανατίστηκε.

Η δύσπιστη Βενετσιάνικη Κυβέρνηση δεν έβλεπε με καλό μάτι τον νεαρό Ούγο. Η επιτυχία του Θυέστη, που οφειλόταν το περισσότερο στις δημοκρατικές του ιδέες, την έκαμαν πιο προσεχτική. Οι αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως είχαν ξαπλωθεί πολύ ο ποιητής μας γινόταν επικίνδυνος. Καταδιώκεται κι’ αναγκάζεται να φύγη πρώτα στην Πάδοβα όπου πήρε μαθήματα από το διάσημο Ελληνιστή Τσεζαρόττι κι έπειτα στο Μιλάνο, που κατατάχτηκε στο στρατό της νεοσύστατης Κισαλπινής δημοκρατίας. Με τη πτώση όμως της αριστοκρατικής κυβερνήσεως της Βενετίας, ξαναγυρίζει εκεί θριαμβευτής. Ανακατεύεται μ’ όλη του τη θέρμη και την ψυχή στην πολιτική. Αγορεύει στο ύπαιθρο και στις συνελεύσεις των Ιακωβίνων. Γίνεται γραμματεύς του δήμου, το είδωλο των νέων και ο ήρωας της ημέρας. Με τη συνθήκη όμως του Καμποφόρμιου η Βενετία παραχωρείται στους Αυστριακούς. Ο Ούγος θέλει να την κάψουν καλύτερα. Μα απογοητευμένος από τους ανθρώπους κι’ από τη τύχη της δεύτερης πατρίδας του, φεύγει απελπισμένος, μα σταθερός στις δημοκρατικές του ιδέες, στο ελεύθερο Μιλάνο. Κι’ αρχίζει εκεί η δράση του, πολύμορφη και δύσκολη να την παρακολουθήσει κανείς.
Δημοσιογραφεί, ρητορεύει στις συνελεύσεις, πολεμά γενναία στο Cento και στην πολιορκούμενη Γένοβα και πληγώνεται. Με το θρίαμβο του Marengo γυρίζει στο Μιλάνο. Πηγαίνει με σπουδαίες στρατιωτικές αποστολές στη Μπολώνια, Σιένα, Φλωρεντία και Πίζα, όπου ερωτεύεται την ξανθή Ισαβέλλα Ροντσιόνι, την ηρωίδα του Όρτις. Ξαναγυρίζει στο Μιλάνο. Εκεί αγαπά με πάθος την όμορφη και ηδονική Αρέζε. Γράφει την ωραιότατη ωδή στη Γιατρεμένη φίλη, τα καλύτερα του σονέττα, στο θάνατο του αδελφού του, στη Ζάκυθο, στο βράδυ, το λόγο του για το Βοναπάρτη στο συνέδριο της Λυών και διορθώνει τελειωτικά τις τελευταίες επιστολές του Όρτις, αποκηρύττοντας τις προηγούμενες λαθραίες εκδόσεις, σαν εκείνη της Vera storia di due amanti infelici του Σάσσολι, και τις τυπώνει στο Μιλάνο. Μεταφράζει τη Κόμη της Βερενίκης που τυπώνει με τη περίφημη αυτοβιογραφία του Didimo Chierico.
Το 1799 χαιρέτισε την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας από τον Ναπολέοντα σαν μια νίκη της αληθινής δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας με την Ωδή Στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη Ελευθερωτή. Πλην όμως ο Ναπολέων παραχώρησε τα ενετικά εδάφη στους Αυστριακούς με τη συνθήκη του Κάμπο-Φόρμιο κι ο Φώσκολος κατήγγειλε την αισχρή συναλλαγή στο μυθιστόρημά του Τελευταίες Επιστολές Του Γιάκοπο Όρτις στα 1803. Παρ’ όλ’ αυτά πολέμησε στο πλευρό των Γάλλων εναντίον Αυστριακών και Ρώσσων και μετά την μάχη του Μαρένγκο (1800) έγινε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού.
Στα 1804 με τη μεραρχία του στρατηγού Πίνο πηγαίνει λοχαγός για να λάβει μέρος στην απόβαση του Ναπολέοντος στη Γαλλία. Εκεί στη Valenciennes, γνωρίζει την Αγγλίδα αιχμάλωτη Φάνυ Έμερυττ κι αποχτά μ’ αυτή την άτυχη κόρη του Φλωριάννα. Γυρίζει σε 2 χρόνια στην Ιταλία. Εκδίδει τα στρατιωτικά συγγράμματα του Μοντεκούκολι, τη μετάφραση της α’ ραψωδίας της Ιλιάδος και στο 1807 το υπέροχο λυρικοπινδαρικό του ποίημα, τους αθάνατους Τάφους. Η φήμη του τώρα περνά τα Ιταλικά σύνορα κι απλώνεται στον κόσμο όλο. Σε αναγνώριση της προσφοράς του διορίζεται καθηγητής της ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας που απαγγέλει θριαμβευτικά τον εναρκτήριο λόγο του, όμως διδάσκει μόνο κατά το έτος 1808 –1809. Στο μεταξύ έχουν αλλάξει οι ιδέες του για τον Ναπολέοντα, διαφωνώντας με την απολυταρχική στροφή του Βοναπάρτη. Σε κάθε ευκαιρία επιτίθεται κατά των Γάλλων και του πανίσχυρου λογοτεχνικού κατεστημένου, με συνέπεια να χάσει την εμπιστοσύνη του καθεστώτος και μαζί την πανεπιστημιακή του έδρα, μετά από πέντε μήνες! Δυο χρόνια μετά γράφει τη νέα του τραγωδία Αίας που ανεβαίνει στη Σκάλα του Μιλάνου. Οι εχθροί του τον κατηγορούν ότι στρέφεται κατά του Ναπολέοντα κι οι παραστάσεις απαγορεύονται.
Το 1812-13 εξορίζεται από το Μιλάνο (Ιταλικό Βασίλειο) και καταφεύγει στην υπό γαλλική κατοχή Φλωρεντία, όπου οι δημοκρατικοί και οι διανοούμενοι τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Γνωρίζεται με τον ομοϊδεάτη του Ανδρέα Κάλβο που γίνεται γραμματέας κι αντιγραφέας των έργων του. Ο Κάλβος επηρεάζεται πνευματικά από τον Φώσκολο, όμως οι δρόμοι των δύο ποιητών που ύμνησαν την ελευθερία, θα χωρίσουν αργότερα. Στην πολυτάραχη ζωή του Φώσκολου σημαντική θέση είχαν οι πολυάριθμες ερωτικές του σχέσεις. Εραστής όχι μονό της ελευθερίας, αλλά και του ωραίου φύλου, αγάπησε κι αγαπήθηκε. Ο πρώτος του έρωτας, στα 16, ήταν η κοντέσσα Ισαβέλλα Θεοτόκη Αλμπρίτσι, γυναίκα σπάνιας ομορφιάς και καλλιεργημένη που τον βοήθησε πνευματικά και συνέβαλε στη προβολή του έργου του. Το 1805 απέκτησε τη Φλωριάνα, το μοναδικό του παιδί, καρπός της σύντομης σχέσης του με την Αγγλίδα Φάνυ Εμερυττ. Ο πατριώτης-ποιητής γνώρισε και την απόλυτη ένδεια.
Η σκληρή στρατιωτική ζωή όμως δεν τον εμποδίζει να γράφει σονέτα, αλλά και μεγάλα έργα, εμπνευσμένα από τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης. Το πρώτο του δράμα ο Θυέστης έχει μεγάλη επιτυχία και σε ηλικία 18 ετών καταχειροκροτείται από τους θεατές που τον αποθεώνουν φωνάζοντας: “Viva il giovane Greco“! Από τα πιο γνωστά έργα του είναι οι Χάριτες, Οι Τελευταίες Επιστολές Του Ιάκωβου Όρτις και το επικό ποίημα Οι Τάφοι. Γι’ αυτό το τελευταίο ο Αντώνης Μαρτελάος, πατριώτης κι επαναστάτης που υπήρξε δάσκαλός του στη Ζάκυνθο, είπε πώς οι Τάφοι είναι έργο ενός γνήσιου Έλληνα και όχι Φράγκου, όπως θέλουν να τον κάμουνε.
Όταν οι αυστριακοί κατόρθωσαν να πάρουν κάτω από τον έλεγχό τους την Ιταλία, αυτοεξορίζεται λόγων των πολιτικών του απόψεων στην Ελβετία. Ο φίλος του Καποδίστριας ενήργησε ώστε να του δώσει η αγγλική κυβέρνηση διαβατήριο Επτανησίου. Έτσι στα 1816 πηγαίνει στο Λονδίνο. Για να ζήσει κάνει το δάσκαλο. Ο πόθος του όμως είναι να γυρίσει στη Ζάκυνθο και αυτό φαίνεται στα ποιήματα που γράφει και στα γράμματα που στέλνει στους συγγενείς και στους φίλους του. Στα 1817 πεθαίνει η μητέρα του και ο θάνατός της ήταν ένα δυνατό χτύπημα για τον ποιητή. Αποφασίζει να γυρίσει στη Ζάκυνθο, όμως ένα ατύχημα που είχε καθώς έκανε ιππασία τον ανάγκασε να αναβάλλει το ταξίδι. Αρρωσταίνει από το συκώτι του, αποσύρεται στην εξοχή και γράφει τη περίφημη απολογία του lettera Αpologetica.
11 Σεπτέμβρη 1816 άρχισε η κατάρρευση. Η ποιητική παραγωγή ελαττώθηκε, τα οικονομικά του δυσκόλεψαν, η ένδεια κι οι ταπεινώσεις επέφεραν φθορά στην υγεία του και τον ανάγκασαν να ταπεινωθεί πολύ και να ζήσει στο περιθώριο. Ωστόσο, θέλει να κατεβεί στην Ελλάδα και να πολεμήσει: “Θαρρώ πως είμαι άξιος συμπολεμών και συγγράφων, να ενεργήσω υπέρ λαού ελευθέρου, που δύναμαι να καυχηθώ πως είμαι συμπολίτης, για να συνεισφέρω εις την ευδαιμονίαν και δόξαν της Ελλάδος και να δυνηθώ να δουλεύσω την Πατρίδα“. Δεν πρόλαβε όμως γιατί στις 10 Σεπτέμβρη 1827 πέθανε, πάμπτωχος, σε προάστιο του Λονδίνου, στα 49 του χρόνια από υδρωπικία του ήπατος. Θάβεται στο νεκροταφείο του Chiswick. Τη κηδεία του ακολουθούν λίγοι φίλοι κι η κόρη του Φλωριάννα, που είχε αποκτήσει από την Αγγλίδα Φάνυ Εμερυττ. Η κόρη του Φλωριάνα πρόλαβε να περισώσει τα γραπτά του, πριν φύγει κι η ίδια από τη ζωή λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα της. Τα οστά του μεταφέρθηκαν με μεγαλοπρεπή πομπή στις 24 Ιουνίου 1871 κι ενταφιάστηκαν στο ιταλικό Πάνθεον, δίπλα στο κενοτάφιο του Δάντη και του Μιχαήλ Άγγελου, στη Σάντα Κρότσε, στη Φλωρεντία. Τότε η ελληνική πλευρά κινητοποιήθηκε να πάρει τα οστά στη Ζάκυνθο, αλλά ήταν πλέον αργά. από εκεί μεταφέρθηκαν το 1994 στο αίθριο του πανεπιστημίου της Παβία – τι ειρωνεία!
Η Ζάκυνθος πένθησε το θάνατό του. Έγινε μνημόσυνο στον Άγιο Μάρκο, στο οποίο μίλησε υπέροχα ο Σολωμός, εκφωνώντας τον επικήδειο, το “Elogio a Ugo Foscolo” κι ο επίσης Ζακυνθινός ποιητής Διονύσης Γρυπάρης απάγγειλε ελεγεία του. Τα Άπαντα του έργου του Φώσκολου, στην ιταλική επίσημη έκδοση, γεμίζουν 23 τόμους με πολλές χιλιάδες σελίδες. Ο 13ος τόμος περιέχει τα κείμενα που έγραψε ο ποιητής για τα Επτάνησα και τη Πάργα -ένα Κατηγορώ κατά της Ιεράς Συμμαχίας του Μέτερνιχ διότι πούλησε την όμορφη πόλη της Ηπείρου στους Τούρκους. Στο προσεισμικό Φιόρο Του Λεβάντε το περίφημο Δημοτικό Θέατρο, έργο Τσίλερ που ισοπέδωσαν οι σεισμοί, έφερε το όνομα του ποιητή, ενώ το σπίτι που μεγάλωσε, έγινε το 1885, Φωσκολιανή Βιβλιοθήκη που το 1935 συγχωνεύτηκε με τη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Το κτίριο καταστράφηκε το 1940 από βομβαρδισμό των… Ιταλών!
Ο Φώσκολος στέκεται στο μεταίχμιο του νεοκλασσικισμού και του πρώιμου ρομαντισμού. Αριστούργημά του θεωρείται το ποίημά του Dei sepolcri (Οι τάφοι): με αφορμή ένα διάταγμα του Ναπολέοντα περί δημοκρατικής ομοιομορφίας των τάφων, ανατρέχει στους μεγάλους νεκρούς της Ελλάδος, της Ιταλίας και της Φλωρεντίας ειδικώτερα. Ήταν έργο που επηρέασε το κίνημα του Risorgimento (Ιταλική ενοποίηση) και παραμένει αγαπητό μέχρι σήμερα.
Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε
που είσαι Έλληνας οι “Τάφοι” το φωνάζουνε.
Με το παραπάνω επίγραμμα ο Μαρτελάος υπαινίσσεται ότι το έργο του ποιητή είναι ελληνικής έμπνευσης, όπως κι ο ίδιος είναι ελληνικής καταγωγής. Οι πρόγονοί του ήρθαν από τη Κρήτη. Ο ποιητής αναφέρει πως ανήκει στον οίκο των ευγενών Foscolo, αν και πολλοί βιογράφοι το αμφισβητούν. Ο παππούς Φόσκολο, καθώς κι ο πατέρας γεννήθηκαν στην Κέρκυρα και σπούδασαν ιατρική. Ο Ούγκο γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Η οικογένεια γνώρισε πολλές περιπέτειες (μετακινήσεις, ασθένειες, αυτοκτονίες κι οικονομικά προβλήματα). Μετά το θάνατο του ποιητή έγιναν πολλές απόπειρες για τη συγγραφή μιας τεκμηριωμένης βιογραφίας του, αλλά από κείνες που έγιναν καμμία δεν ικανοποίησε τους ενδιαφερόμενους κι όσοι επιφανείς υποσχέθηκαν να γράψουν, τελικά, δεν έγραψαν. Αρχικά, ο φίλος του ποιητή, Μικέλε Λεόνι εξέδωσε μια βιογραφία, που όμως δυσαρέστησε τον νεότερο αδελφό του Τζούλιο, γιατί, κατά την άποψή του, διαστρέβλωνε την αλήθεια. Η φίλη του ποιητή Κουρίνα Μοτσένι-Ματζότι, η “Dona gentile”, όπως την αποκαλούσε ο Ούγκο, ενδιαφερόταν επίσης για μια βιογραφία του ποιητή, του οποίου κατείχε το αρχείο κι είχε στενή αδελφική σχέση με τον Τζούλιο. Η Ματζότι παραχώρησε πληροφορίες κι αρχειακό υλικό στον Τζουζέππε Πέκκιο, φίλο του ποιητή, όμως και πάλι η βιογραφία δεν την ικανοποίησε ούτε και τον Τζούλιο, οποίος βρήκε υπερβολές και διαστρέβλωση πληροφοριών που εξέθεταν τον ποιητή και την οικογένεια. Να τονιστεί εδώ ότι ο Τζούλιο φρόντιζε να δοξαστεί η ζωή του αδελφού του και να πιστοποιήσει με κάθε κόστος την ευγενή καταγωγή. Όμως ούτε ο Τζούλιο ούτε ο Ούγκο ήταν πάντα ειλικρινείς σχετικά με την οικογένειά τους.

Η Ματζότι δυσαρεστημένη με τον Πέκκιο και, θέλοντας να διορθώσει τα λάθη, απευθύνθηκε στον Αιμίλιο Τυπάλδο, ο οποίος ναι μεν δέχτηκε, αλλά ούτε εκείνος έγραψε. Εν τω μεταξύ κυκλοφόρησε η βιογραφία από τον Καρρέρ που στηρίχτηκε σε ντοκουμέντα κι απέφυγε τις συναισθηματικές απολογίες. Ο μεγάλος Ιταλός πολιτικός και φιλόσοφος Τζουζέππε Μαντσίνι που θαύμαζε τον Φώσκολο, για τον συνδυασμό της πολιτικής σκέψης με τη λογοτεχνική επιδεξιότητα, είχε εκδηλώσει επίσης την επιθυμία να γράψει, αλλά τελικά δεν έγραψε. Ούτε κι ο Νικολό Τομαζέο, τήρησε την υπόσχεσή του να γράψει, πράγμα που η Ματζότι θεώρησε προδοσία και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του άνανδρη, απρεπή κι αγενή. Το γιατί απέφυγαν να γράψουν τόσοι επιφανείς φίλοι που γνώριζαν καλά τον ποιητή κι είχαν στα χέρια τους σημαντικό υλικό, ήταν ότι άλλοι θεώρησαν ότι δεν μπορούσαν να γράψουν κάτι αξιοπρεπές, άλλοι γιατί δεν το επέτρεπε η Βενετία κι η λογοκρισία, άλλοι λόγω του “παρωχημένου, ισχυρού ακαδημαϊσμού αποστρεφόταν το έργο του, τη ζωή και την κοσμοθεωρία του“, αλλά το βασικότερο ίσως ήταν η “μεγάλη πίεση του Τζούλιο, για καθ’ υπαγόρευση δημοσίευση στοιχείων που αφορούσαν το γενεαλογικό τους δέντρο“.
Το σπίτι στη Ζάκυνθο βρισκόταν στη συνοικία της Παναγίας της Οδηγήτριας, σε μια φτωχογειτονιά. Ο Ξενόπουλος έχει κάνει μια πολύ ωραία περιγραφή του στα πρώτα του κείμενα. Το σπίτι αυτό, που κινδύνεψε από κατεδάφιση, το κέρδισε σε δημοπρασία ο Δήμος και στέγασε τη Φωσκολική Βιβλιοθήκη, μέχρι που κατέρρευσε από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς το 1940. Ο Αντριάνο Μαρκήσιος Κολότσι άνθρωπος με πάρα πολλά ταλέντα, διπλωμάτης, βουλευτής, μέλος Ακαδημιών, λαμπρός δημοσιογράφος, εξέδιδε το περιοδικό Il 18 Marzo, πολέμησε και διακρίθηκε για την ανδρεία του, φιλέλληνας από το 1875, περιοδεύοντας στα ελληνικά νησιά, πέρασε από τη Ζάκυνθο όταν γινόταν ο θόρυβος για το σπίτι. Ο Κολότσι προσφέρθηκε να δωρίσει μαρμάρινο ομοίωμα του ποιητή κι αναμνηστική πλάκα με σχετική επιγραφή. Σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του για τη Ζάκυνθο, έγραψε:
“Όπως η Αγία Ελένη για τον Ναπολέοντα, η Καπρέρα για τον Γκαριμπάλντι, η Ζάκυνθος είναι ένα νησί παγκοσμίου φήμης μέσω του Ούγο Φώσκολο, του αθάνατου ποιητή των Τάφων, πήγα να δω το φτωχικό χαμόσπιτο. Εκεί που γεννήθηκε ο Νικολό Φώσκολο, γνωστός στον κόσμο με το όνομα Ούγο, στις 7 Φλεβάρη 1778, όπως εγώ ο ίδιος επαλήθευσα στα εκκλησιαστικά μητρώα της Ζακύνθου. Η φτώχεια αυτού του οικοδομήματος είναι απόδειξη της οικονομικής στενότητας που αντιμετώπιζε η οικογένεια του μεγάλου ποιητή“.

Ο Αντώνιος Μανούσος γεννήθηκε στην Κέρκυρα, ήταν αγωνιστής πρωτοπόρος και άνθρωπος του θεάτρου, με δράση κι ανησυχίες που ξεπερνούν την εποχή του, με σπουδές στην Ιόνιο Ακαδημία και σε πόλεις της Ιταλίας, ενστερνίστηκε τις ιδέες του Risorgimento, συναναστράφηκε με ηγετικές επαναστατικές προσωπικότητες της Ιταλίας, επέστρεψε στην Ελλάδα κι ασχολήθηκε με το θέατρο κι ως ηθοποιός και ως διδάκτωρ της δραματικής τέχνης. Στον Μανούσο αποδίδεται μια μετάφραση των Τάφων. Οι Τάφοι είναι ποίημα πατριωτικό και αναφέρονται στο ναπολεόντειο διάταγμα του Σαιν Κλου (1804) σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν να θάβονται οι νεκροί μέσα στις εκκλησίες. Το ποίημα αγαπήθηκε λόγω του πατριωτικού του χαρακτήρα και των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής του. Ο Τζουζέππε Γκαριμπάλντι ετοιμοθάνατος το είχε κάτω από το μαξιλάρι του κι απάγγελε στίχους.
Στα ελληνικά οι Τάφοι μεταφράστηκαν από τον Αλέξανδρο Σούτσο (12 στίχοι στο έργο του Εξόριστος), τον Ματθαίο Γεώργιο Κάλλο, τον Ζαλοκώστα, Μάτεσι, Μαβίλη, Δικταίο και πάρα πολλούς λιγότερο γνωστούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς πρέπει να είναι κι η λανθάνουσα μετάφραση του Μανούσου για την οποία δεν βρήκε εκδότη. Από άλλες πληροφορίες συνάγεται ότι η μετάφραση έγινε περί το 1886 με αφορμή ποιητικό διαγωνισμό από το περιοδικό Ο Ποιητικός Ανθών, με αφορμή το σπίτι του ποιητή. (Στο Στέκι θα φιλοξενηθούν αποσπάσματα από τη μετάφραση του Γιώννη Καλοσγούρου).
Η φιλομάθεια κι η ευφυΐα του ανεδείχθη από παιδί, όταν σπούδαζε εβραϊκά παρά τη θέληση τής μητέρας του αποστρεφόμενης τους απογόνους των σταυρωτών του Χριστού. Ο Φώσκολος. μην έχοντας κλείσει ακόμα τα οχτώ του χρόνια, ξεσήκωσε όλο το παιδομάνι τής περιοχής εκείνης αποβλέποντας στο γκρέμισμα των τειχισμάτων και την απελευθέρωση των Εβραίων. Αφού έβγαλε πρώτα λόγο στα παιδιά, πού κρατούσαν τσεκούρια, σφυριά και άλλα εργαλεία, ανάλαβε: ως αρχηγός την επίθεση ενάντια στα τειχίσματα των πυλών. “Ανεβασμένος σε μία σκάλα είχε αρχίσει να χτυπά μανιασμένος μ’ ένα σιδερένιο τσεκούρι την κεντρική πύλη, πού βρισκόταν στη βορινή πλευρά του πλατώματος τής εκκλησίας τής Ανάληψης, ενώ τον υποβοηθούσαν στην επίθεση άλλα παιδιά και κάμποσοι έφηβοι. Οι Εβραίοι ακούγοντας τα χτυπήματα νόμισαν ότι στρεφόταν ή επίθεση ενάντια τους. Έτσι άρχισαν να φωνάζουν ζητώντας βοήθεια. Μαζεύτηκε αρκετός κόσμος, έφτασαν ακόμα και αστυφύλακες. Ή ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη γιατί δημιουργήθηκαν αντεγκλήσεις ανάμεσα στους συγκεντρωμένους στην πλατεία. Ο Φώσκολος απτόητος συνέχιζε τα χτυπήματα ενώ οι σύντροφοι του έγιναν καπνός μόλις είδαν τους αστυφύλακες. Ο ίδιος αναγκάστηκε τελικά να παραδοθεί και να οδηγηθεί στο μπουντρούμι του κάστρου. Αποφυλακίστηκε χάρη στις ενέργειές της θείας του Ιωάννας.
Ο Φώσκολος είχε τάση από παιδί στη μελαγχολία και σ’ έναν άγριο θυμό ενάντια σ’ όλους και στον εαυτό του ακόμα! Πολλές φορές, όταν του αντιστεκόταν κανείς, έπεφτε κατάχαμα χτυπώντας από λύσσα τα δόντια. Μονάχα ή μητέρα του μπορούσε να τον γαληνέψει. Ένας από τους μεγαλύτερους πόνους της ζωής του, όπως εξομολογιόταν αργότερα ό ίδιος, ήταν οι πίκρες και τα βάσανα πού είχε δοκιμάσει ή μητέρα του εξ αιτίας του βίαιου και δύστροπου χαρακτήρα του. Αφάνταστα ορμητικός και ενθουσιώδης από παιδί έδειχνε ταυτόχρονα μια πλήρη αδιαφορία για την ίδια του τη ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το θάρρος κι ή ψυχραιμία του σ’ έναν από τους μεγαλύτερους σεισμούς της Ζακύνθου.Το περιστατικό αυτό αναφέρεται από ορισμένους “Έλληνες βιογράφους του Φώσκολου, χωρίς ωστόσο να μνημονεύεται κι ή χρονολογία του σεισμού πού έγινε στο νησί στις 23 ‘Οκτώβρη 1791. Τότε τα τείχη του Κάστρου έπεσαν, αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, ενώ σωριάστηκαν σ’ ερείπια εκκλησίες, καμπαναριά και πολλά σπίτια. Ό Φώσκολος, σ’ όλη τη διάρκεια του σεισμού, έμεινε ατάραχος στο κρεβάτι του.
Η φιλελεύθερη φύση του σαν έφηβος επόμενον ήταν να επηρεαστεί από το κήρυγμα του δασκάλου του Αντωνίου Μαρτελάου ενάντια στο άρχοντολόι του Νησιού. Τον ίδιο καιρό κυκλοφορούσαν στη Ζάκυνθο ευρύτατα οι επαναστατικές αρχές του γαλλικού διαφωτισμού. Υπήρχε μια συνεχής αναταραχή των κοινωνικών τάξεων στη Ζάκυνθο από την εποχή του «Ρεμπελιού των ποπολάρων» (1628) κι έτσι το πέρασμα στις επαναστατικές αρχές της τελευταίας 10ετίας του 18ου αι. εύρισκε τοπικά πρόσφορο και γόνιμο έδαφος. Ό Μαρτελάος αποχαλούσε τους άρχοντες ανθρωπόμορφα θηρία κι εχθρούς της ανθρωπότητας. Είναι σίγουρο ότι ή μεταγενέστερη δράση του Φώσκολου στη Βενετία σαν ενθέρμου οπαδού και αγωνιστή των γαλλικών δημοκρατικών άρχων είχε την αφετηρία της στο ανήσυχο πολιτικό-κοινωνικό κλίμα των εφηβικών του χρόνων στη Ζάκυνθο.
Δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει τη μητρική του γλώσσα εξ αιτίας της οριστικής απομάκρυνσης του από τη Ζάκυνθο και της ολοκληρωτικής του αφιέρωσης του στα ιταλικά γράμματα. Κι όμως ο Φώσκολος είχε μια έντονη εσωτερική αίσθηση της δημοτικής που αν επέμενε στη σπουδή της θα έφτανε σε λαμπρό αποτέλεσμα. Μακρυά από τη γενέτειρά του ένοιωθε την έλλειψη επικοινωνίας του ίδιου με την κοινή ελληνική γλώσσα των συμπολιτών του. Αξιομνημόνευτο είναι το παρακάτω σύντομο γράμμα του ποιητή στη μητέρα του:
“Μητέρα μου αγαπημένη διατί δεν μου γράφεις τη χρεία σου; Γράψε μου γραικικά και Ζακυθινά και πες του αγαπημένου σου παιδιού ότι θέλεις. Σε περικαλώ με δάκρυα εις τα μάτια μου“.
Το σχολείο του Αντώνιου Μαρτελάου βρισκόταν στο μεγάλο πλάτωμα της εκκλησίας της Ανάληψης κοντά στην κεντρική πύλη του Γέτου. Οι μαθητές του πήγαιναν αχάραγο με το φαναράκι στο σχολείο. Ανάμεσα τους ήταν κι ο Νικολός Φώσκολος. Οι 2 πρώτοι και σημαντικοί δάσκαλοί του που τον οδήγησαν στην αρχαιοελληνική, λατινική και ιταλική γραμματολογία ήταν οι Αντώνιος Μαρτελάος και Νικόλαος Reinaud. Ο πρώτος Έλληνας ο δεύτερος Γάλλος. Ιερωμένοι σοφοί κι οι δύο αλλά ταυτόχρονα και θερμοί οπαδοί της γαλλικής επανάστασης.
ΡΗΤΆ:
* Η δόξα των μεγάλων ανδρών οφείλεται: κατά ένα τέταρτο στο θράσος, δύο τέταρτα στη τύχη και το τελευταίο στα εγκλήματά τους.
* Να μετανιώνεις για το παρελθόν, να δυσφορείς για το παρόν, να φοβάσαι για το μέλλον. Αυτή είναι η ζωή!
* Ο πόνος, γι’ αυτούς που δεν έχουνε ψωμί να φάνε, αντέχεται περισσότερο.
* Aιώνιο έργο -πληρώνει η κυβέρνηση.========================
ΠΟΙΉΜΑΤΑ:
Στη Ζάκυνθο*
Πλιά στη ζωή δεν θα πατεί το δύστυχο ποδάρι
τις άγιες όχθες που άγγιζα στα χρόνια τα χρυσά.
Ω ποθητή μου Ζάκυνθο, που πάντοτε με χάρη,
στο κύμα καθρεφτίζεσαι, στα Ελληνικά νερά.
Η Αφροδίτη ολόλαμπρη από κει μέσα βγήκε
κι έκαμε με το γέλιο της γόνιμα τα νησιά.
Οπού απερίγραφτα ο λαμπρός ο στίχος δεν αφήκε,
τα νέφη σου τα διάφανα, τα δένδρα τα πυκνά.
Του ποιητή που έψαλλε τη διάφορη εξορία,
Της μοίρας τ’ άγρια κύματα, που το μικρό νησί
Ο Οδυσσέας φίλησε τρανός στη δυστυχία.
Απ’ το παιδί σου το άχαρο, ω μητρική μου γη,
μονάχα το τραγούδι του θα ‘χεις για συντροφιά.
Σε μένα η Μοίρα μου ‘γραψε αδάκρυτη ταφή.
* Ο Ugo Foscolo αντιμετωπίζει τον Οδυσσέα εντελώς διαφορετικά από τον Δάντη, όπως είδαμε στο Τέλος Του Οδυσσέα του (βλ. Δάντη στο Στέκι).. Είναι ο ίδιος ένας Οδυσσέας, που ακολουθεί το αρχετυπικό παράδειγμα. Ο Οδυσσέας υποφέρει μακρυά από τη πατρίδα του, όπως ακριβώς υποφέρει κι ο Foscolo. Η σύνδεση μεταξύ τους είναι έμμεση, το σονέττο δεν αναφέρεται στον Οδυσσέα ακριβώς, εκκινεί όμως από την ελληνική μυθολογία κι εκεί ο ποιητής ανακαλύπτει αναλογίες με τον ομηρικό ήρωα, το πως υποφέρουν κι οι δυο μακρυά από τη πατρίδα, την οποία και θυμούνται με νοσταλγία. Αντίθετα όμως από τον ομηρικό ήρωα, ο ποιητής είναι απαισιόδοξος και δεν αναμένει να φτάσει στη πατρίδα του ποτέ, ενώ ο Οδυσσέας πάντα κρατά την ελπίδα και παλεύει. Εδώ είναι ο άνθρωπος ανάμεσα στα δυο μεγάλα κινήματα του α’ μισού του 19ου α., τον ρομαντισμό και τον νεοκλασσικισμό, δείχνεται ακριβώς η μεταβατική περίοδος που ακολουθεί τη Γαλλική Επανάσταση που ο κόσμος αλλάζει υπόρρητα και παράλληλα παραμένει σταθερός στην επιφάνειά του. Ο Οδυσσέας έτσι γίνεται πηγή έμπνευσης κάθε ανθρώπινης περιπλάνησης και περιπέτειας αλλά ταυτόχρονα ενυπάρχει ένας αγώνας και μια απαισιοδοξία για το τι μέλλει γενέσθαι, για το μέλλον αφού θα έχουν ικανοποιηθεί τα πάθη της περιπέτειας. Κι η Ιθάκη του, πολύ κοντά στην ομηρική, η πατρίδα του, ο τόπος της παιδικής ηλικίας, της αθωότητας, με τις εξιδανικευμένες εικόνες και την ομορφιά που μένει πάντα στη ψυχή από τη πρώτη του εικόνα.
Στη Μακρυνή Φίλη
Δίκαια γιατί σ’ αφήκα, ω, δυστυχιά μου!
στα κύματα φωνάζω που χτυπούνε,
τις Άλπεις, και κουφοί τα δάκρυα μου,
της Τυρρηνίας οι άνεμοι σκορπούνε.
Έλπιζα, αφού κι άνθρωποι κι ειμαρμένη,
σ’ επίορκο πλήθος μ’ έσπρωξαν μακρυά σου,
μακρυά απ’ τη χώρα που περνάς θλιμμένη,
θυμώντας μου, τα χρόνια τ’ ανθηρά σου,
Έλπιζα πως ο χρόνος, οι έρμοι βράχοι,
που βόγγωντας περνώ, κι αυτά τα αιώνια
δάση, που σα θεριό ζω σ’ άγρια πάλη,
για με θε νάταν άνεση μονάχα.
Ώ ελπίδα! Η αγάπη μες στα καταχθόνια
Θ’ ακολουθάει αθάνατη, μεγάλη.
Η Ζωγραφιά Μου
Αυλακωμένο μέτωπο, μάτι βαθουλωμένο,
ξανθός, λιγνός στα μάγουλα, με βλέμμα τολμηρό,
λευκά τα δόντια, κόκκινο τ’ αχείλι φουσκωμένο,
ωραίο λαιμό, στήθος πλατύ και πρόσωπο γυρτό.
Σωστός στο σώμα, φορεσιά απλή και ζηλευτή,
γοργό το βήμα, οι στοχασμοί, οι πράξεις, η λαλιά.
φρόνιμος, άσωτος, γλυκός, όλος καρδιά τιμή,
εχθρός στον κόσμο κι εχθρικά σε μένα τα στοιχειά.
Παλικαρίσιο φέρσιμο στο χέρι και στο στόμα,
μονάχος πάντα, σκεφτικός, χλωμός και λυπημένος,
γεμάτος πείσμα, ανήσυχος, ταχύς, πάντα οργισμένος.
Από ελαττώματα τρανός κι από αρετές ακόμα
το δίκιο θέλω, αλλ’ αγαπώ ό,τι ποθεί η καρδιά.
Συ θα μου δώσης, θάνατε, και φήμη κι ησυχιά.
(και τα 3 μτφρ. Στέφανος Μαρτζώκης)
Οι Τάφοι
( απόσπ.)
Σ’ ίσκιο κυπαρισσιών και μες σε υδρίες
Γλυκαμένες με κλάψα είναι ίσως ο ύπνος
Του θανάτου αλαφρότερος; Αν ο ήλιος
Για με της γης πλια δεν πληθαίνη τούτη
Την ωραία φαμελιά από ζώα και χόρτα,
Και σαν μπροστά μου πλουμιστές μ’ ελπίδες
Δε θα χορεύουν οι Ώρες που θε νάρθουν
Ούτε, φίλε, από σε θ’ ακούω το στίχο
Και την πικρή αρμόνια που κυβερνά τον,
Ούτε η πνοή στην καρδιά πλιο θα μου κρίνει
Των παρθένων Μουσών και της Αγάπης,
Μονάχη πνοή στην άστατη ζωή μου,
Ποιο θάναι παρηγόρημα μια πέτρα
Για τες χαμένες μέρες να χωρίζη
Τα κόκκαλα μου απ’ τα άμετρα που σπέρνει
Στες στεριές και στες θάλασσες ο Χάρος;
Αλήθεια, Πινδεμόντη, και η ελπίδα,
Στερνή θεά, τους τάφους φεύγει κι’ όλα
Η λησμονιά στη νύχτα της τυλίζει
Κι’ από σάλο σε σάλο τα κουράζει
Μια δύναμη δουλεύτρα κι όλα, ανθρώπους,
Τάφους, στερνές θωριές κι απομεινάρια
Της γής και τ’ ουρανού ο καιρός αλλάζει.
Μα γιατί πρώτα απ’ τον καιρό του εαυτού του
Θα φθονέση ο θνητός την πλάση που τον
Σταματά και νεκρόν στη θύρα τ’ Αδη;
Δε ζη αυτός τάχα και στο χώμα, τόμου
Βουβή θα τούναι η αρμονία της μέρας,
Αν με γλυκές φροντίδες στων δικών του
Το νου μπορεί να την ξυπνά; Είναι ουράνια
Η ανταπόκριση τούτη της αγάπης,
Κι’ από την περικεφαλαία στους ώμους
Ουράνιο δώρο στους θνητούς. Και ζούμε
Συχνά γι’ αυτήν με το νεκρό μας φίλο
Κι’ αυτός μαζί μας, αν η γη πονώντας,
Πού παιδί τον εδέχτη κι’ έθρεψέ τον,
Δώση άσυλο στερνό και σα σε μάνας
Κόρφο αμίαντο το λείψανο φυλάξη
Απο της μπόρας το δαρμό κι απ΄ τ’ όχλου
Τ’ ανίερο πόδι και μια πέτρα γλύση
Τ’ όνομα κ’ ένα δέντρο μυρωμένο
Τη στάχτη μ’ ίσκιους απαλούς γλυκάνη
Μόνο όποιος πίσω αγάπες δεν αφίνει
Λίγο τους τάφους χαίρεται, κι αν πέρα
Κοιτάζη απο το ξόδι, την ψυχή του
Βλέπει να παραδέρνη με το θρήνο
Των Αχερούσιων τέμπλων, η αποκάτου
Απο του θείου συχώριου τα μεγάλα
Φτερά να καταφεύγη μα τη σκόνη
Αφίνει σ’ έρμου σβώλου τα φλεσκούνια,
Όπου ούτε να προσεύχεται γυναίκα
Ερωτευμένη, ούτε ν’ ακούη διαβάτης
Μοναχικός το στέναγμα που στέρνει
Σ’ εμάς η Φύση μέσα απ’ τα μνημούρια.
(55 πρώτοι στίχοι μτφρ: Μαβίλης)