Αυτό το άρθρο, -καθώς και το προσεχές, για τη τυπογραφία– αποτελεί μιαν ακόμα αναγνώριση και τιμητική προσφορά, στον μεγάλον αυτό Γάλλο φιλέλληνα και λόγιο, που χωρίς τις άοκνες και συνεχείς προσπάθειές του, ίσως να ‘χανε χαθεί πολλά ελληνικά αριστουργήματα.
Δεν θα μπορούσε να λείπει από το Στέκι ένα τέτοιο άρθρο! Πραγματικά, η αγάπη κι η επιμονή του για την ελληνική δημώδη ποίηση 5 σχεδόν αιώνων, μας πρόσφερε τόσα πολλά, που ίσως ελάχιστοι Έλληνες έχουνε προσφέρει! Σεβασμός!!! Π. Χ.
Βιογραφικό
Ο Γάλλος ακαδημαϊκός, φιλόλογος και συγγραφέας Αιμίλιος Λεγκράν ή Εμίλ Λεγκράν (Émile Legrand, πλήρες όνομα: Émile Louis Jean Legrand, επίσης λογοτεχνικά.: Αιμύλιος Λεγράνδιος ή Αιμίλιος Λεγράνδ, 30 Δεκέμβρη 1841 – 14 Νοέμβρη 1903) θεωρείται σημαντικός ελληνιστής και φιλέλληνας. Άφησε πίσω του ανεκτίμητο εργαλείο για τους μελετητές της νεοελληνικής γραμματείας: τη πολύτομη Bibliographie Hellenique, μια καταγραφή του συνόλου των βιβλίων ελληνικής καταγωγής συγγραφέων και συντελεστών, που εκδόθηκαν από την εφεύρεση της τυπογραφίας μέχρι τα τέλη του 19ου αι.. Η καταγραφή δεν περιοριζόταν στα λόγια κείμενα της εποχής, αφού πεποίθηση του μελετητή ήτανε πως ο νεώτερος πολιτισμός της Ελλάδας μπορεί να μελετηθεί ανεξάρτητα από τον αρχαίο. Έτσι, συμπεριέλαβε αναφορές, μεταξύ άλλων, στα μεσαιωνικά μυθιστορήματα, τη κρητική λογοτεχνία, το έπος του Διγενή Ακρίτα και την Εύμορφη Βοσκοπούλα. Για την υλοποίηση αυτού του μεγαλόπνοου εγχειρήματος επιστράτευσε ολόκληρο δίκτυο ερευνητών εγκατεστημένων σε ολόκληρο τον κόσμο και κυρίως στις περιοχές που είχαν αποτελέσει σημαντικά κέντρα του ελληνισμού -όπως Αθήνα, Βενετία, Κωνσταντινούπολη, Ιεροσόλυμα, Ιάσιο και Μόσχα.

Γεννήθηκε 30 Δεκέμβρη 1841 στη πόλη Φοντενέ Λε Μαρμιόν της Κάτω Νορμανδίας, όχι πολύ μακριά από την Ρουέν. Αρχίζει να έχει 1η επαφή με την ελληνική γλώσσα και γραμματεία από τα μαθητικά του χρόνια, όταν στο σχολείο του μένει μετεξεταστέος επειδή δεν πέρασε το μάθημα των Ελληνικών. Αυτό αντί να τον αποθαρρύνει, τον πεισμώνει κι από τότε ασχολείται με ζήλο με τα ελληνικά γράμματα. Αφού παρακολούθησε μαθήματα στην ιερατική σχολή, έγινε έπειτα δημοσιογράφος και τελωνειακός υπάλληλος. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται σύντομα στη βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία.
Γίνεται γνωστός από τα 1α του συγγράμματα που εξέδωσε το 1875 και διορίζεται καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι. Για να συλλέξει την βιβλιογραφία του, ταξίδεψε στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ενώ το ερευνητικό και συγγραφικό έργο του καλύπτει 25.000 σελίδες. Η συλλογή αυτή των ελληνικών κειμένων και προφορικών παραδόσεων θεωρείται πολύ σημαντική, όπως κι η συλλογή των βιογραφιών των Ελλήνων λογίων της βυζαντινής και της ύστερης βυζαντινής εποχής, από την Ελλάδα και τις παροικιακές πόλεις των Βαλκανίων και της υπόλοιπης Ευρώπης. Στην προσπάθεια του συμβάλλουν λόγιοι και συγγραφείς της εποχής του και συνεργάζεται με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο Κεραμέα, ιστορικός ο οποίος εξέδωσε την Ιεροσολυμίτικη Βιβλιοθήκη, τον Κωνσταντίνο Σάθα, συγγραφέας που ανακάλυψε το χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα της Τραπεζούντας και εξέδωσε το Χρονικό του Γαλαξειδίου, αλλά και τον ιστορικό Βασίλειο Μυστακίδη, μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη. Στο πρόλογο του 1ου τόμου της Ελληνικής Βιβλιογραφίας, αναφέρει ότι η παρότρυνση για την συγγραφή του μεγάλου έργου έγινε από τον Αντιβασιλέα Γεώργιο Μαυροκορδάτο, ο οποίος ενδιαφερόταν να εκδοθεί μια τέτοια συλλογή. Στο συγγραφικό του έργο χρησιμοποιεί ως γλώσσα τη Μεσαιωνική Ελληνική και τη Νεοελληνική, την οποία χρησιμοποιεί περισσότερο.
Υπήρξε πρόεδρος της Έδρας Νεοελληνικών Σπουδών της ανωτάτης Σχολής Ανατολικών Γλωσσών, έπειτα από τον Εμμανουέλ Μίλλερ (Emmanuel Miller) και πριν από τον Γιάννη Ψυχάρη. Ο Λεγκράν υποστήριζε ότι χανόταν ο πλουραλισμός των ελληνικών διαλέκτων με την επιβεβλημένη χρήση της Καθαρεύουσας, πράγμα που πιστεύει κι ο συνεχιστής του έργου στην έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας Γιάννης Ψυχάρης. Στο συγγραφικό του έργο, ο Λεγκράν διαχωρίζει το ελληνική-βυζαντινή φιλολογία από την ιονική φιλολογία των Ιονίων Νήσων, ίσως λόγω της σημαντικής λογοτεχνικής παράδοσης των νήσων αλλά και της απουσίας οθωμανικής κυριαρχίας. Έχει εκδώσει επίσης συλλογές για την αλβανική φιλολογία και λογοτεχνική παράδοση, ελληνογαλλικά λεξικά, γλωσσικά βοηθήματα για τα γαλλικά και τα ελληνικά, δημοσιεύσεις για την ελληνική και γαλλική ιστορία, θρησκευτικά βιβλία και άλλα συγγράμματα και μελέτες.

Υπήρξε πρόεδρος της Έδρας Νεοελληνικών Σπουδών της ανωτάτης Σχολής Ανατολικών Γλωσσών, έπειτα από τον Emmanuel Miller και πριν από τον Ψυχάρη. Ο Αιμίλιος Λεγκράν υποστήριζε ότι χανόταν ο πλουραλισμός των ελληνικών διαλέκτων με την επιβεβλημένη χρήση της Καθαρεύουσας, πράγμα που πιστεύει και ο συνεχιστής του έργου στην έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας Γιάννης Ψυχάρης. Στο συγγραφικό του έργο, ο Λεγκράν διαχωρίζει το ελληνική-βυζαντινή φιλολογία από την ιονική φιλολογία των Ιονίων Νήσων, ίσως λόγω της σημαντικής λογοτεχνικής παράδοσης των νήσων αλλά και της απουσίας οθωμανικής κυριαρχίας. Έχει εκδώσει επίσης συλλογές για την αλβανική φιλολογία και λογοτεχνική παράδοση, ελληνογαλλικά λεξικά, γλωσσικά βοηθήματα για τα γαλλικά και τα ελληνικά, δημοσιεύσεις για την ελληνική και γαλλική ιστορία, θρησκευτικά βιβλία και άλλα συγγράμματα και μελέτες.
Το τοπίο της εθνικής λογοτεχνίας μας θα ήταν αγνώριστο χωρίς τη συμβολή του. Εντόπισε κι εξέδωσε πλήθος έργων της δημώδους βυζαντινής και μεταβυζαντινής γραμματείας που ειδάλλως πιθανότατα θα είχανε χαθεί, συγκέντρωσε σε συλλογή δημοτικά τραγούδια μας, συνέταξε λεξικό και γραμματική της νεοελληνικής, εκπόνησε μελέτες, εκπαίδευσε Γάλλους νεοελληνιστές στη φημισμένη École Spéciale des Langues Orientales στο Παρίσι. Από την πολυσχιδή κι ογκώδη εργογραφία του σημαντικότερη προσφορά του παραμένει η “Bibliographie Hellénique” (“Ελληνική Βιβλιογραφία”) την οποία εξέδωσε με τη προτροπή και τη χρηματοδότηση του εύπορου βιβλιόφιλου Γεώργιου Μαυροκορδάτου (1839-1902), γιου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Αποθησαυρίζει σε 11 τόμους και 3.406 εγγραφές τη πνευματική δραστηριότητα ενός έθνους σε διάστημα πέντε αιώνων, από το 1476 που εκδόθηκε στο Μεδιόλανο το πρώτο ελληνικό βιβλίο, η “Γραμματική” του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, ως το 1790.
Το 1875 χρηματοδοτείται μια ερευνητική αποστολή από το Υπουργείο Παιδείας της Γαλλίας με σκοπό τη συλλογή λογοτεχνικού και γλωσσικού υλικού από την Ελλάδα. Επικεφαλής της αποστολής αυτής ήταν ο Émile Legrand, πράγμα αναμενόμενο, καθώς ο Γάλλος ερευνητής είχεν ήδη σταδιοδρομήσει στο χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας. Από το 1869 και μετά είχεν ήδη διαμορφώσει ευρύ δίκτυο επικοινωνίας και συνεργασίας όχι μονάχα με τους γάλλους ελληνιστές της εποχής, αλλά και με την ελληνική λογιοσύνη του καιρού του, στο πλαίσιο της εκδοτικής του σειράς Collection de monuments pour servir à létude de la langue Néo-hellénique. Μέσω αυτής της σειράς εξέδιδε έργα της δημώδους γραμματείας, ανάμεσά τους η Ιστορία του Ταγιαπιέρα και δημοτικά τραγούδια. Επομένως, η συμμετοχή του στην ερευνητική αποστολή του 1875 και το ταξίδι στην Ελλάδα κρίνονται απαραίτητα για τον εμπλουτισμό του ερευνητικού του έργου. Στα 1875 έχουν ωριμάσει πια οι συνθήκες για την ύπαρξη τέτοιων, οργανωμένων απ’ τα θεσμικά όργανα, ερευνητικών αποστολών. Οι Γάλλοι ελληνιστές είχανε στρέψει το βλέμμα τους στη νεότερη Ελλάδα ήδη από την τρίτη δεκαετία του 19ου αι., προσπαθώντας να ανιχνεύσουνε και να προσδιορίσουνε τη πολιτισμική της ταυτότητα στο πεδίο της λογοτεχνίας.
Λογότυπο Του Τυπογραφείου Που Εκτύπωνε Τα Βιβλία Του
Τα κύρια συστατικά της ταυτότητας αυτής είχαν ήδη επισημανθεί στο μνημειώδες έργο του Claude Fauriel, Chants populaires de la Grèce Moderne (1824-1825): η δημοτική γλώσσα (vulgaire), τα δημοτικά τραγούδια και η ποίηση της Κρητικής Αναγέννησης, η οποία προσλαμβάνονταν στο ίδιο πλαίσιο με τα δημοτικά τραγούδια, δηλαδή σαν μνημείο του λαϊκού πολιτισμού. Κάτω από τη κυριαρχία της Ρομαντικής Ιστοριογραφίας, η επανεφεύρεση του παρόντος, που είναι συγχρόνως και παρελθόν, αποτελεί το κυρίαρχο διακύβευμα. Γάλλοι ελληνιστές, όπως ο Fauriel, ο Félix D. Dehèque (1794-1870) κι ο Abel-François Villemain (1790-1870) στα 1830-1840, παρουσίασαν ενδιαφέρουσες εργασίες αναφορικά με τη δημώδη ελληνική ποίηση και ιδιαίτερα την Κρητική Λογοτεχνία. Η 10ετία του ’60 αποδεικνύεται κομβική για τις νεοελληνικές σπουδές στο Παρίσι, καθώς οι αποσπασματικές προσπάθειες του παρελθόντος κι οι συντελεστές τους οργανώνονται και συστηματοποιούνται, κάτω από τη σκέπη του Institut Néohéllenique de la Sorbonne. Στη σχολή των Ανατολικών Γλωσσών (Ecole Nationale des Langues Orientales) εντατικοποιούνται τα μαθήματα που αφορούνε στη νέα ελληνική γλώσσα και τη νεοελληνική λογοτεχνία.
Κορύφωση της συσπείρωσης των Γάλλων ελληνιστών με κοινό στόχο την επιστημονική μελέτη της νεοελληνικής φιλολογίας και την εξαγωγή της γνώσης αυτής προς την Ελλάδα αποτελεί η ίδρυση της Association pour l’encouragement des Études grecques en France (Εταιρία για την προώθηση των ελληνικών σπουδών στη Γαλλία) στα 1867. Ανάμεσα στους 30 ιδρυτές της ήταν οι Brunet de Presle (1809-1875), Émile Egger (1813-1885), Félix D. Dehèque, Abel-François Villemain και Charles Gidel, το έργο των οποίων αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των νεοελληνικών σπουδών στο Παρίσι του 19ου αι.. Η Εταιρία εξέδιδε κάθε χρόνο ένα τόμο με τις εργασίες της. Σε αυτό το επιστημονικό περιοδικό δημοσίευσε τις 1ες εργασίες του ο Legrand. Οπότε, η χρηματοδότηση μιας επιστημονικής αποστολής στην Ελλάδα το 1875 από το Υπουργείο Παιδείας της Γαλλίας, με σκοπό τη συλλογή λογοτεχνικού και γλωσσικού υλικού, φαντάζει ως φυσικό επακόλουθο της σταδιακής άνθησης των νεοελληνικών σπουδών στο Παρίσι. Κάποιο ρόλο θα πρέπει να έπαιξε κι ο υπουργός Henri Wallon, που ως διαπρεπής ιστορικός και γνήσιο τέκνο της Ρομαντικής Ιστοριογραφίας, θα επικροτούσε μια τέτοια επιστημονική αποστολή. Οι καρποί της αποστολής αυτής αποτυπώνονται σε 2 επιστολές που συνέταξε ο Legrand, απευθυνόμενος στον Wallon, τον Ιούλιο και τον Οκτώβρη του 1875 (θα παρατεθούνε παρακάτω, στο τέλος του άρθρου).
Οι επιστολές αυτές αποδεικνύονται πολύτιμες για δύο λόγους: Αρχικά καταγράφονται οι βασικοί ερευνητικοί στόχοι του Legrand, που αφορούν αποκλειστικά στη δημώδη γλώσσα και λογοτεχνία, πριν κωδικοποιηθούνε στο έργο ζωής του, τη Βibliographie Hellénique, 10 έτη μετά. Σε 2ο επίπεδο, η χρηματοδότηση ερευνητικών αποστολών από το Ministère de l’Instruction Publique, που αφορούνε στη μελέτη της νεοελληνικής φιλολογίας, καταδεικνύει πως στα 1875 οι νεοελληνικές σπουδές στη Γαλλία είχαν ήδη παγιωθεί κι υποστηρίζονταν από το εκπαιδευτικό σύστημα και τους θεσμούς.
Ο Legrand προσπαθεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τον χρόνο του και ταξιδεύει μέχρι τη Στερεά αλλά και τη Σύρο. Εκτός αυτού, απέστειλε επιστολές σε όλους τους γνωστούς τότε, κατάλληλους ανθρώπους κι έλαβε σημαντική βοήθεια απ’ όλους. Οι σύμβουλοί του, αναφορικά με τις περιοχές που ήταν ωφέλιμο να επισκεφτεί, πρέπει να ήταν οι επιφανείς λόγιοι που αναφέρονται στο τέλος της 2ης επιστολής. Ανάμεσά τους οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Θεόδωρος Ορφανίδης, καθηγητές πανεπιστημίου. Κοντά σ’ αυτούς, ο Legrand αναφέρεται και σε διαπρεπείς Έλληνες ευεργέτες, που σχετιζόντουσαν με τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης. Συνδιαλέγεται με την αφρόκρεμα της θεσμικά επικυρωμένης ελληνικής λογιοσύνης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν αποκλειστικά στη συλλογή δημωδών κειμένων, κάτι αναμενόμενο, καθώς ο προσανατολισμός προς τα λαϊκά δημιουργήματα, μαζί με τη μελέτη της γλώσσας και των διαλέκτων, είναι οι δύο βασικοί, σχεδόν μοναδικοί, θεματικοί χώροι που κάλυπταν οι νεοελληνικές σπουδές στη Γαλλία, όπως υποστηρίζει η Δήτσα.
Ο Legrand, όπως και οι υπόλοιποι Γάλλοι ελληνιστές της εποχής, επικεντρώνονταν στο δημώδες στοιχείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καθώς αποτελούσεν αχαρτογράφητη περιοχή, ένα ασυστηματοποίητο και διασκορπισμένο corpus, θεμελιώδες ως προς τη σύσταση της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Πολλά από αυτά που συνέλεξε περάσανε στο κατοπινό εκδοτικό και βιβλιογραφικό του έργο, όπως επισημαίνεται στις αντίστοιχες υποσελίδιες σημειώσεις στη μετάφραση των επιστολών που ακολουθεί. Θα θέλαμε όμως εδώ να σταθούμε σε μερικά σημεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς καταδεικνύουν όχι μόνο το αναπτυγμένο ποιητικό αισθητήριο του Legrand, αλλά και την ιδέα του για τον Κανόνα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Η αναφορά στον λησμονημένο, ακόμα και σήμερα, ζακυνθινό ζωγράφο, ιερωμένο και ποιητή Νικόλαο Κουτούζη (1741-1813): “Je considère ces satires comme une des plus pré-cieux monuments du dialecte septinsulaire; elle méritent, à tous les égards, une édition soignée” (Θεωρώ αυτά τα σατιρικά έργα καθώς και τη διάλεκτό τους, ως μνημεία του 17 αι. και πως αξίζουν από πάσαν άποψη, μιας κανονικής καθολικης έκδοσης). Ο Legrand είναι ο 1ος, από όσο ξέρουμε, που αναγνωρίζει την ποιητική αξία του Κουτούζη και τονίζει την ανάγκη για μια κριτική έκδοση των ποιημάτων του.
Παρακάτω αναφέρεται στον αγαπημένο του Ερωτόκριτο, όπου κάνει λόγο για την ανάγκη κριτικής έκδοσης: “Je me bornerai à signaler l’édition princeps du fameux pöeme crétois, Érotocritos de Vincent Cornaro, que l’illustre Coray appelait l’Homère de la poésie grecque vulgaire. Cette édi-tion presque indispensable à quiconque voudrait donner une édition critique de ce beau pöeme” (Θα περιοριστώ μόνο στη 1η έκδοση της περίφημης Κρητικής Περιόδου, του Ερωτόκριτου του Κορνάρου, τον οποίον ο επιφανής Κοραής ονομάζει Όμηρο της ελληνικής δημώδους ποίησης. Αυτό είναι σχεδόν απαραίτητο για όποιον θέλει να δώσει μια σπουδαία έκδοση αυτού του πανέμορφου ποίηματος.). Στον πρόλογο δε, της 3ης έκδοσης της Βοσκοπούλας γνωστοποιεί πως η γυναίκα του είχε μεταγράψει τα 1α φύλλα του Ερωτόκριτου από το χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου (Harleian Collection, αρ. 5644) και την επαινεί για την εργασία της αυτή. Όλα δείχνουν πως ετοίμαζε μια κριτική έκδοση του Ερωτόκριτου (αντιβολή της πρώτης έκδοσης του 1713 με το χφ. του Βρετανικού Μουσείου), αλλά τελικά δεν τη πραγματοποίησε. Είναι πολύ πιθανό να διέκοψε την εργασία αυτή διότι θα του γνωστοποιήθηκε ότι η κριτική έκδοση του ποιήματος ανατέθηκε από το Κρητικό Συμβούλιο στον φιλόλογο Αντώνιο Γιάνναρη το 1886.
Όπως προκύπτει από τη 2η επιστολή, το υλικό που είχε συγκεντρώσει ο Legrand το προόριζε για τη μελλοντική συγγραφή μεγαλόπνοων συνθετικών έργων, όπως μια ιστορία της παιδείας στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό και μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 19ου αι.: “j’ai réuni de nombreux matériaux, tant imprimés que manuscrits, pouvant servir à rédiger un livre sur l’état actuel de l’instruction publique en Grèce et dans les provinces grecques sou-mises à la Turquie” (Συγκέντρωσα πολύ υλικό, τόσο τυπωμένο όσο και χειρόγραφο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να γράφτεί ένα βιβλίο σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις ελληνικές επαρχίες που υπόκειντα στον Τουρκικό ζυγό.) και “J’ai aussi réuni à peu près tous les livres nécessaires pour écrire une histoire complète de la littérature grecque moderne, depuis le commen-cement de ce siècle” (Έχω συγκεντρώσει σχεδόν κάθε βιβλίο που είναι απαραίτητο για να γράψω μιαν ολοκληρωμένη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από τις αρχές του αιώνα.).
Οι στόχοι του Legrand εκφράζουνε το διακαή πόθο και της ελληνικής λογιοσύνης: τη σύνταξη μιας ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μιας ιστορίας της ελληνικής παιδείας μες στη Τουρκοκρατία· αιτήματα εθνικά κι ωφέλιμα που θα ενίσχυαν την αυταξία της νεοελληνικής λογοτεχνίας μες στον ευρύτερο κι εδραιωμένο Κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας της αρχαιότητας και τη φυσική συνέχεια της πρώτης από τη δεύτερη. Ο Κατάλογος του Παπαδόπουλου-Βρετού στα 1845, για παράδειγμα, παρότι ένας απλώς κατάλογος βιβλίων, χαιρετίστηκε ως έργο εθνικό: “Η συλλογή αύτη καθίσταται πολλώ αναγκαία εις την σπουδάζουσαν νεολαίαν και ως τοιαύτην την συνιστώμεν, αποδίδοντες προς τον φιλόπονον και πατριώτην Κ. Βρετόν φόρον δικαίων επαίνων και κοινής ευγνωμοσύνης“. Ο Χριστόφορος Φιλητάς (1787-1867) σχεδίαζε, επίσης από νωρίς (1843 περίπου), μια ιστορία της ελληνικής παιδείας στη Τουρκοκρατία, η οποία ποτέ δεν εκδόθηκε, όπως προκύπτει από τα χειρόγραφα τετράδιά του.
Οι στόχοι του Legrand συγχρονίζονται απόλυτα με την εποχή, οπόταν και γράφει τις επιστολές, καθώς τοποθετείται ανάμεσα στη Νεοελληνική Φιλολογία του Κωνσταντίνου Σάθα (1868) και την Ιστορία του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1877)· 2 έργα τα οποία εκφράζουν την τάση της ελληνικής λογιοσύνης, αλλά και των ελληνικών θεσμών, να συστηματοποιήσουν τη νεοελληνική γραμματεία σε ένα πλαίσιο ιστορίας και διαχρονικότητας, με απώτερο σκοπό τον εθνικό προσδιορισμό της πολιτισμικής ταυτότητας του νέου ελληνισμού. Τέλος, να επισημανθεί, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, πως ο Legrand δεν είχε στο νου του το 1875 τη σύνταξη της Βibliographie Hellénique η οποία άλλωστε ήταν πρωτοβουλία του Γεωργίου Μαυροκορδάτου.
Στις επιστολές αυτές, τέλος, δεν θα μπορούσε να έλειπε ένα σχόλιο για το γλωσσικό διχασμό της σύγχρονης Ελλάδας. Στο τέλος της 2ης επιστολής αναπτύσσει με νηφαλιότητα κι οξυδέρκεια τις θέσεις του σε σχέση με τη γλωσσική διαμάχη της ελληνικής λογιοσύνης την εποχή εκείνη. Κατ’ αυτόν, η καταγραφή του υλικού του θα αναδείκνυε τη δημώδη (vulgaire) γλώσσα των Ελλήνων, την οποία η ελληνική λογιωσύνη είχε περιορίσει σε μνημειακό προϊόν αρχαιολογικής αξίας, νομίζοντας πως έτσι θα αναδειχθεί η απρόσκοπτη συνέχεια της νέας ελληνικής γλώσσας από την αρχαία. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποκτήσει η δημοτική γλώσσα κάποιο κύρος και παράλληλα να ιδωθεί ως συστατικό της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Σχολιάζει το γεγονός ότι η δημώδης γλώσσα δεν χρησιμοποιούνταν στον γραπτό λόγο των Νεοελλήνων. Στο πεδίο αυτό, η καθολική επιβολή της πνευματικής ελίτ είναι συντριπτική απέναντι στη γλώσσα του λαού κι οι επιλογές της ακαδημαϊκής, κυρίως, κοινότητας πολύ συγκεκριμένες: υιοθετούνε και προκρίνουνε πλαστή γλώσσα στο γραπτό λόγο ή στις επίσημες εκδηλώσεις, τη καθαρεύουσα ή ακόμα και την αρχαΐζουσα, η οποία δεν χρησιμοποιείται ποτέ στον προφορικό λόγο. Ευελπιστεί πως η έκδοση των τεκμηρίων της δημώδους γλώσσας, με τη πλαστικότητα των εκφράσεών της και την απέριττη ομορφιά των εικόνων της κι η αντιπαραβολή της με τον άνευρο και δύσκαμπτο λόγο των λογίων της εποχής, όχι μόνο θα μπορούσε να στρέψει το ενδιαφέρον των τελευταίων στη μελέτη των λογοτεχνικών έργων του “ελληνικού λαού”, αλλά θα αναδείκνυε, ενδεχομένως, και την ανωτερότητα των έργων αυτών σε σύγκριση με τα έργα της λογιοσύνης. Βέβαια, αναγνωρίζει το γεγονός ότι για να καθιερωθούνε τα κείμενα της δημώδους λογοτεχνίας και να προστεθούνε στον νεοελληνικό λογοτεχνικό Κανόνα οφείλουνε πρώτα να αναγνωριστούν από το ακαδημαϊκό κατεστημένο των Αθηνών, γι’ αυτό κι οι αγωνιώδεις προσπάθειές του να απευθυνθεί πρώτα σε αυτό το εχθρικό και καχύποπτο περιβάλλον, ζητώντας παράλληλα τη δική του θεσμική αλλά κι ουσιαστική αναγνώριση. Δεν θα πρέπει στο σημείο αυτό να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Legrand κατάγεται από αγροτική οικογένεια της γαλλικής επαρχίας, χωρίς πανεπιστημιακές σπουδές, με μεγάλο όμως ζήλο για τα γράμματα.
Η καταγωγή του σίγουρα τον είχε φέρει κοντά σε λαϊκούς ανθρώπους και τον είχε εξοικειώσει με τα αντίστοιχα δημώδη έργα της γαλλικής επαρχίας, τον απόηχο των οποίων θα μπορούσε να αναγνωρίσει κατά τη διάρκεια της περιήγησής του στην ελληνική ύπαιθρο. Από την άλλη, η απόστασή του από την ακαδημαϊκή κοινότητα και των 2 χωρών του έδινε το περιθώριο να μη ταυτίζεται με τα πιο συντηρητικά πνεύματα της εποχής του, προβάλλοντας όμως σε αυτά τις αξιώσεις των δικών του προτιμήσεων. Εκτός όμως από την ιδιαιτερότητα της επιστημονικής σκευής του, ο γάλλος ερευνητής δε θα μπορούσε ν’ απομακρυνθεί πολύ από την ελληνική δημώδη και δημοτική γραμματεία, καθώς παραδοσιακά, ήδη από τη 10ετία του ’30, οι νεοελληνικές σπουδές στο Παρίσι προσανατολίζονταν, σχεδόν αποκλειστικά, προς τα λαϊκά δημιουργήματα -τη δημοτική παραγωγή- σε συνδυασμό με τη μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας και των διαλέκτων.
Καταγράφει εκδόσεις στην παραγωγή των οποίων συμμετείχε Έλληνας και σε κάθε εγγραφή, εκτός από τα απαραίτητα βιβλιογραφικά στοιχεία, παραθέτει εκτενή αποσπάσματα, προλόγους, επιλόγους, βιογραφικά σημειώματα και ποικίλα σχόλια, έναν όγκο πληροφόρησης που εξακολουθεί να γονιμοποιεί την έρευνα στον χώρο των νεοελληνικών σπουδών. Σε αυτή την “απίθανη λεπτοδουλειά”, σύμφωνα με τον Γερμανό βυζαντινολόγο Χανς-Γκέοργκ Μπεκ, συνεργάστηκαν πολλοί Έλληνες και ξένοι ερευνητές. Κάποιοι επ’ αμοιβή, άλλοι εθελοντικά, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Γάλλου βιβλιογράφου στέλνοντάς του πληροφορίες από διάφορες βιβλιοθήκες θεωρώντας την “Ελληνική Βιβλιογραφία” υπόθεση εθνική. Στις 160 ανέκδοτες επιστολές επτά λογίων προς τον Λεγκράν στο διάστημα 1869-1897, που δημοσιεύονται στην αρχειακή μελέτη “Ο Émile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογραφία” του Γιάννη Παπακώστα, ομότιμου καθηγητή της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτυπώνεται γλαφυρά ο τρόπος συγκρότησης αυτού του μεγαλεπήβολου έργου.
Ο ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας στέλνει στον Λεγκράν πληροφορίες από τις βιβλιοθήκες της Βενετίας και της Βιέννης, ο Βασίλειος Γεωργιάδης (μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) από το Μόναχο και ο Βασίλειος Α. Μυστακίδης από τη Γοτίγκη, όπου σπούδαζαν, ο βυζαντινολόγος και παλαιογράφος Αθανάσιος Παπαδόπουλος Κεραμεύς από την Κωνσταντινούπολη, τον Πόντο, τη Θράκη και τα Ιεροσόλυμα, ο μοναχός Ματθαίος της ρωσικής μονής Αγίου Παντελεήμονος στο Αγιον Ορος από τον Αθω και οι ρώσοι πανεπιστημιακοί Αλέξιος Παυλόφ και Ιβάν Νικολάγεβιτς Κορσούνσκι από τη Μόσχα. Οι επιστολές παραχωρήθηκαν στον Γιάννη Παπακώστα από τον παλαιό καθηγητή του Σταμάτη Καρατζά ο οποίος πιθανότατα τις απέκτησε από τον Υμπέρ Περνό, μαθητή του Λεγκράν και κάτοχο του αρχείου του. Ο χαρακτήρας τους είναι επαγγελματικός, συν τω χρόνω όμως η επιστολική επικοινωνία αποκτά αναπόφευκτα και προσωπική χροιά. Οι επιστολογράφοι ανταλλάσσουν φωτογραφίες και δώρα, προγραμματίζουν συναντήσεις, σχολιάζουν γεγονότα και πρόσωπα του κύκλου τους.
“Ενδέχεται να εγκαταλείψω το πατριαρχείον επειδή άνθρωπος της ανατροφής μου είναι αδύνατον να συζήση μετά κληρικών ουδένα άλλον σκοπόν εχόντων ειμή να αρπάζωσι χρήματα, να ζώσιν εν αταξία και άνευ ωρισμένου προγράμματος” γράφει ο Παπαδόπουλος Κεραμεύς το 1887 από τα Ιεροσόλυμα, όπου μόλις είχε μεταβεί για να αναλάβει επίσημη θέση κοντά στον Πατριάρχη κι ο Σάθας εξηγεί ότι οι αρραβώνες του “μετά τινος των ενταύθα Ελληνίδων αρκετά ωραίας και πλούσιας, και το κυριώτερον καλής ανατροφής και οικογενείας” δεν επέτρεψαν το ταξίδι του στο Παρίσι για να συναντήσει τον φίλτατο Αιμίλιο“.
Οι επιστολές προσφέρουν στους βιβλιολόγους αναρίθμητες λεπτομέρειες χρήσιμες στην έρευνά τους, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως για τον αναγνώστη οι συνθήκες εργασίας, οι προσωπικότητες των συντελεστών και οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε αυτούς και στον οργανωτικό νου του έργου, το κλίμα της εποχής και η κίνηση των ιδεών στον κρίσιμο εθνικά 19ο αιώνα, τα οποία φωτίζουν η εκτενής εισαγωγή, τα βιογραφικά σημειώματα και οι επεξηγήσεις που υποστηρίζουν το αρχειακό υλικό. Οι επιστολές των συνεργατών του Λεγκράν αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του πολύτιμου αρχείου που έχει στα χέρια του ο Γιάννης Παπακώστας, ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός φιλολογικός επόπτης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Οπως εξηγεί ο ίδιος τα περίπου 500 χειρόγραφα -κυρίως πρωτότυπα, συν ορισμένα αντίγραφα- χρονολογούμενα από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι. έφτασαν στα χέρια του ως αποτέλεσμα της απήχησης που είχε η πολυσέλιδη μελέτη του με τίτλο “Ο Εmile Legrand κι η Ελληνική Βιβλιογραφία”, έκδοση του Ιδρύματος Ουράνη. Στο εν λόγω βιβλίο είχαν ενσωματωθεί 160 χειρόγραφες επιστολές Ελλήνων και ξένων ελληνιστών, όπως επίσης περίπου 100 χειρόγραφες αναπαραστάσεις τίτλων βιβλίων, οι οποίες συνοδεύονται από επεξηγηματικά σχόλια, βιογραφικές πληροφορίες για τους λογίους, που συνέβαλαν καθοριστικά στον εμπλουτισμό της Bibliographie Hellenique, καθώς και μία εκτενής ανάλυση του σκεπτικού, των μεθόδων και των στόχων του Λεγκράν. Το υλικό, που επί του παρόντος επεξεργάζεται ο κ. Παπακώστας, πιθανότατα θα οδηγήσει σε μία ακόμα αξιόλογη έκδοση, στην οποία θα ενταχθούν αφενός κάποιες παραλειφθείσες επιστολές από την πρώτη έκδοση και αφετέρου μία επιλογή από τα πολύτιμα τεκμήρια του ογκώδους, αδημοσίευτου αρχείου.
Γράφοντας στα γαλλικά ή τα ελληνικά, τα οποία φυσικά ο Λεγκράν μιλούσε άπταιστα, κάποιοι από τους αποστολείς ζητούν διευκρινίσεις για τη συνέχιση του έργου τους, άλλοι προσφέρουν πληροφορίες, υποδείξεις και φωτογραφικό υλικό -ενίοτε, ζητώντας μικρές χάρες σε αντάλλαγμα. Πάντοτε σχολαστικός στη δουλειά του, έδινε σαφείς οδηγίες όσον αφορά στη παρουσίαση κάθε έκδοσης, στην οποία έπρεπε να παρατίθενται, μεταξύ άλλων, το βιογραφικό του συγγραφέα, όπως επίσης πληροφορίες για τη βιβλιοθήκη όπου βρισκόταν το βιβλίο, το όνομα του τυπογράφου και ένα κατά το δυνατόν πιστό αντίγραφο (αφού είχε δημιουργηθεί στο χέρι) του συμβόλου του εκάστοτε τυπογραφείου.Εκτός από τα γράμματα συνεργατών, μεταξύ των 100άδων χειρογράφων υπάρχουν κι άλλου είδους τεκμήρια, που σχετίζονται είτε με τον Λεγκράν είτε με τον μαθητή και συνεχιστή του έργου του, Ουμπέρ Περνό, ιδρυτή του Νεοελληνικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ο Περνό ανέλαβε την έκδοση των 2 τελευταίων τόμων της Bibliographie Hellenique μετά το θάνατο του Λεγκράν και στη κατοχή του περάσανε τόσον η βιβλιοθήκη όσο και το αρχείο του δασκάλου του. “Ενας κόσμος ολόκληρος περνά μες απ’ αυτό το αρχείο” αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Παπακώστας.
Επιστολικά δελτάρια υπογεγραμμένα από γνωστούς και φίλους σε διάφορες περιοχές του κόσμου, γράμματα με την υπογραφή του ίδιου του Λεγκράν κι άλλα απρόσμενα ευρήματα, όπως τα νεανικά ποιήματα του Aνδρέα Μουστοξύδη, που κανείς δεν γνωρίζει πώς βρέθηκαν εκεί. Σταθερή είναι η επικοινωνία του Γάλλου ερευνητή με τον Γεώργιο Αλ. Μαυροκορδάτο, στον οποίο αποδίδεται η ιδέα της δημιουργίας της Bibliographie Hellenique και ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην υλοποίησή της, προσφέροντας χρήματα καθώς και τη συλλογή του από σπάνια βιβλία και χειρόγραφα. Μολονότι οι συνεργάτες λάμβαναν ένα χρηματικό ποσό για τις υπηρεσίες τους, στα γραπτά πολλών εξ αυτών είναι εμφανής η εκτίμηση που ένιωθαν απέναντι στον Γάλλο ελληνιστή και τον μαθητή του, όπως επίσης κι η διάθεσή τους να συνεισφέρουν με κάθε τρόπο στο φιλόδοξο εγχείρημά τους.
“Θα σας θερμοπαρακαλέσω να μου απαντήσετε αν δεν σας φέρνει κόπο, λέγοντάς μου αν συγκατανεύετε να μου κάμετε την τιμή να αλλάζουμε μαζί πότε πότε καμιά φιλολογική κουβέντα” γράφει, γεμάτος σεβασμό, ο ποιητής κι ακαδημαϊκός Σωτήρης Σκίπης σε μία από τις επιστολές του προς τον Περνό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γραπτή επικοινωνία με σημαντικούς Ελληνες λογίους και λογοτέχνες της εποχής: Ο Παλαμάς, ο Εφταλιώτης, ο Βαλαωρίτης, ο Ιωάννης Γεννάδιος, ο Πορφύρας κι ο Μαρκοράς είναι μόνον ελάχιστα παραδείγματα. Οταν, το 1875, ο Λεγκράν ταξίδεψε στην Ελλάδα με χρήματα του γαλλικού υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να συγκεντρώσει λογοτεχνικό και γλωσσικό υλικό, ο Ν. Γ. Πολίτης του έγραψε προσκαλώντας τον στη Σπάρτη. Σύμφωνα με τον κ. Παπακώστα, “η αλληλογραφία διευρύνεται μετά τη κυκλοφορία της Ανθολογίας της Νεώτερης Ελλάδας, το 1899“.
Δεν λείπουν εκκλήσεις για υποστήριξη, επαγγελματικής ή άλλης φύσης, αφού, ο Λεγκράν κι ο διάδοχός του στήριξαν την Ελλάδα σε πολύ κρίσιμες φάσεις της. Αποκαλυπτικό είναι το γράμμα ενός Γιώργου Θανασάκου, ο οποίος ζητά από το “σεβαστό καθηγητή” να μεσολαβήσει, έτσι ώστε ο ίδιος κι η οικογένειά του να λάβουν άδεια παραμονής στη Γαλλία “ως ότου καταστεί δυνατή η επιστροφή μας στην Ελλάδα“. Βρισκόμαστε στο 1939, κι οι συνθήκες που επιβάλλουν την αυτοεξορία του αποστολέα σχετίζονται, προφανώς, με το καθεστώς Μεταξά. “Ημείς, σαν δημοκρατικοί Ελληνες, αναγκασθήκαμε να καταφύγωμε και να ζητήσωμε Ασυλον στη Δημοκρατική Γαλλία“, σπεύδει να διευκρινίσει. “Φαντασθήτε δε αν μας αναγκάσουν κι απ’ εδώ να γυρίσωμε και να παραδοθούμε πάλι στα όργανα της Δικτατορίας Μεταξά, από τα οποία είδαμε και πάθαμε όσο να απαλλαγούμε“.
Η αξιοποίηση του αρχειακού υλικού είναι μια αργή κι επίπονη διαδικασία. Αρχικά θα πρέπει να ολοκληρωθεί η μεταγραφή των χειρογράφων, έτσι ώστε ο επιμελητής να έχει μπροστά του καθαρά κείμενα, για να ακολουθήσει η μετάφραση που θα τα καταστήσει πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. Αλλά κι αν όλα αυτά πραγματοποιηθούν, η επεξεργασία και ο φιλολογικός σχολιασμός, και επίσης η αποτίμησή τους, είναι αυτά που θα καθορίσουν την αξία που τους πρέπει. Πρόκειται για πηγές μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται ο ελληνισμός του Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ακόμα το πάθος των Ελλήνων λογίων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι επιστολές θα δημοσιευτούν αυτούσιες, σε πιστή μεταγραφή και χωρίς καμία παρέμβαση, διότι ένα γραπτό κείμενο σηματοδοτεί και την εποχή του. Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας και της έκδοσης του συνόλου ή μέρους των χειρογράφων, ολόκληρο το αρχείο θα κατατεθεί σε δημόσιο ίδρυμα για περαιτέρω εκτίμηση και για να διαφυλαχθούν για τις επόμενες γενιές.
Ο διαπρεπής γάλλος νεοελληνιστής, βυζαντινολόγος, γλωσσολόγος και παλαιογράφος, μέγας ευεργέτης των ελληνικών Γραμμάτων -και των κρητικών, φυσικά- όπως χαρακτηρίστηκε. Διετέλεσε καθηγητής της νεοελληνικής στη Σχολή Ζωντανών Ανατολικών Γλωσσών, τη περίφημη INALCO, στο Παρίσι. Το έργο του, παρατηρεί ο επιφανής νεοελληνιστής Λίνος Πολίτης (1906-1984), διακρίνεται για την επιμελή κι επίμονον εξέταση, την άκρα μεθοδικότητα και τον εντυπωσιακό πλούτο των γνώσεων. Ο χαρακτηρισμός είναι ακριβοδίκαιος, αν λάβει κανείς υπ’ όψη τις σειρές μιας πολύτομης -και πολύμοχθης- προσπάθειας του Λεγκράν, για τη συλλογή, μελέτη, μετάφραση και δημοσίευση έργων της δημώδους ελληνικής γραμματείας, από το 1453 και μετά (σημειώνουμε, μεταξύ άλλων, τη 11τομη Bibliotheque Grecque Vulgaire (Δημώδης Ελληνική Βιβλιοθήκη), 1880-1903). Ανάμεσα σε αυτά κι οι θησαυροί της κρητικής λογοτεχνίας, όπως η Θυσία του Αβραάμ, η Ερωφίλη, η Βοσκοπούλα, ο Απόκοπος κ.ά
Από τη πλειάδα των έργων του Λεγκράν, πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί η μνημειώδης ενδεκάτομη Ελληνική Βιβλιογραφία (15ος-19ος αι.): ένα πανόραμα της ελληνικής εκδοτικής παραγωγής και του βιβλίου, που, εκτός των βιβλιογραφικών στοιχείων, παρέχονται πληροφορίες για τους λόγιους και συνολικά τη πνευματική παραγωγή, έργον επίμοχθο που φανερώνει τη σοφία και τον πλούτο των γνώσεων του συντάκτη της. Το έργο του Λεγκράν, εν συνόλω, συνιστά ερευνητικό, φιλολογικό κι εκδοτικό άθλο, καθιστώντας τον μέγα διδάσκαλο και ευεργέτη των ελληνικών Γραμμάτων, ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς και μόνο την εποχή κατά την οποία σχηματίστηκε όλο τούτο το δόμημα και φυσικά και τις συνθήκες. Ο πρόωρος θάνατός του, το 1903, τονε βρήκε στην ακμή της δημιουργίας του. Άφησε έτσι, σημαντικό ανέκδοτο έργο, όπως η Ιόνιος Βιβλιογραφία, την οποία εξέδωσε ο μαθητής του Υμπέρ Περνό (Hubert Pernot).
Πάμπολλες είναι οι εγκωμιαστικές αναφορές, από ομοτέχνους και μη, στο έργο του μεγάλου νεοελληνιστή. Θα περιοριστούμε σε ένα κείμενο του Κωστή Παλαμά, στο περιοδικό Ο Νουμάς, όπου ο ποιητής παραθέτει επιστολή του Λεγκράν προς αυτόν, το 1886, όταν δηλαδή ο ίδιος ήταν μόλις 27 ετών και δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα τα σημαντικότερα έργα του2. Φανερώνει πόσο συστηματικά παρακολουθεί ο Λεγκράν τη πνευματική ζωή της Ελλάδας και πόσο σωστά και διορατικά κρίνει τα εδώ διαδραματιζόμενα. Στην επιστολή, ο Γάλλος νεοελληνιστής κάνει λόγο για τα εξαίρετα ποιήματα του Παλαμά, γραμμένα στη δημοτική γλώσσα, “το ασύγκριτο αυτό ιδίωμα“. Προτρέπει τον ποιητή να γράψει και πεζά στη δημοτική και, τέλος, τον παρακαλεί να του στείλει αντίτυπα του τόμου με τα ποιήματα που θα εκδώσει: “Έχω σκοπό να τα δώσω για εξήγηση των μαθητών μου, που ακούνε το μάθημά μου της νέας Ελληνικής στην Εθνική Σχολή των Ζωντανών Ανατολικών Γλωσσών“, καταλήγει ο Λεγκράν. Την επιστολή ο Παλαμάς τη δημοσίευσε λίγο μετά τον θάνατο του Λεγκράν. Με την ευκαιρία, μιλά με πολύ σεβασμό και πολύ θαυμασμό, για τη προσωπικότητα και τη προσφορά του γάλλου σοφού στα ελληνικά Γράμματα:
“Παράπλευρα με το Σάθα κι ο Legrand μας έδωκε την εικόνα ενός μεγάλου δουλευτή που τη ζωή του όλη την πέρασε στο ψάξιμο, στο ξέθαμα, στην εξέταση και στο φανέρωμα των έργων εκείνων, ιστορικών ή λογοτεχνικών, από τα χρόνια μας τα μεσαιωνικά ίσα με τα χτεσινά μας, όλων εκείνων που από το ποίημα του Σπανέα, έν’ από τ’ αρχαιότερα λείψανα της δημοτικής γλώσσας ίσα με τα χαρτιά που μας λένε για τη ζωή και για το θάνατο του Ρήγα, σημάδια είναι ολοφάνερα σεβάσμια της ελληνικής ψυχής, αθάνατης με όλα της τ? αλλάγματα, σε όποιο της ενεργείας της κύκλο, σε όποιο καιρό της Ιστορίας της. Ο φωτοστέφανος του γόη τραγουδιστή δεν κυκλώνει το κεφάλι του σοφού που δουλεύει παράμερα. Ενας περιμαζωχτής ήταν κάθε λογής υλικών και λιθαριών άχαρων, και πετραδιών που κάτι αξίζουν. Ομως με όλα τούτα, με τα λιθάρια και με τα πετράδια, μια πυραμίδα ύψωσεν, εργάτης με τα σιδερένια χέρια του. Και απάνου στην κορφή της πυραμίδας αυτής θα στηλωθούνε μια μέρα, απείραχτα από τις προσβολές των κάθε είδους βαρβάρων, τα είδωλα της νέας μας Ιστορίας, της νέας μας Τέχνης. Δόξα και τιμή στους τέτοιους δουλευτάδες, τους ευεργετικούς, σε κάθε Σάθα και σε κάθε Legrand!”
Η Τελευταία Του Κατοικία
Παραθέτω το συνολικό του έργο:
* Αιμίλιος Λεγκράν, Συλλογή ιστορικών ποιημάτων σε απλώς Ελληνικά (Recueil de poëmes historiques en grec vulgaire), Παρίσι, 1877.
* Αιμίλιος Λεγκράν, Ελληνική Βιβλιογραφία: Αιτιολογημένη περιγραφή των δημοσιευμένων συγγραφικών έργων από τους Έλληνες από τον 15ο μέχρι τον 16ο αιώνα (Bibliographie Hellénique: description raisonnée des ouvrages publiés par des grecs aux XVe et XVIe), Παρίσι, Ernest Leroux, Συλλογή “Publications de l’Ecole des langues orientales vivantes”, 1885, 2ος τόμος.
* Αιμίλιος Λεγκράν, Ελληνική Βιβλιογραφία: Αιτιολογημένη περιγραφή των δημοσιευμένων συγγραφικών έργων από τους Έλληνες τον 17 αιώνα (Bibliographie hellenique: ou description raisonnee des ouvrages publies par des Grecs au dix-septieme siecle), εκδ. Culture et Civilisation, Παρίσι, 1894-1903.
* Αιμίλιος Λεγκράν,Αδημοσίευτα έγγραφα σχετικά με τον Ρήγα Βελεστινλή και τους μάρτυρες συναδέλφους του, από τα αρχεία της Βιέννης(Documents inédits concernant Rhigas Vélestinlis et ses compagnons de martyre, tirés des archives de Vienne), Παρίσι, Συλλογή ” tirage à part de l’annuaire de la Société Historique de Grèce “, 1892, μετά μεταφράσεως ελληνικής υπό Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου. Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, 1891.
* Αιμίλιος Λεγκράν και Hubert Pernot, Εγχειρίδιο της προφοράς της νεοελληνικής (Précis de prononciation grecque moderne).
* Αιμίλιος Λεγκράν και Hubert Pernot, Σύγχρονη ελληνική ανθολογία (Chrestomanie grecque moderne), εκδ. Garnier, 1899, εισ. 8, σσ. xxix-492.
* Αιμίλιος Λεγκράν και Hubert Pernot, Ιονική Βιβλιογραφία: Αιτιολογημένη περιγραφή των δημοσιευμένων συγγραφικών έργων που έχουν εκδοθεί από τους Έλληνες της Επτανήσου ή ότι αφορά τα νησιά, από τον 15ο αιώνα μέχρι το έτος 1900 (Bibliographie ionienne: description raisonnée des ouvrages publiés par les Grecs des Sept-îles ou concernant ces îles, du XVe siècle à l’année 1900), Παρίσι, Ernest Leroux (Ερνέστ Λερού), Συλλογή ” Publications de l’Ecole des langues orientales vivantes ” (Αρ. 6-7), 1910, 2 τόμοι, εισ. σ. 8, σσ. xxix-492.
* Αιμίλιος Λεγκράν και Hubert Pernot, Ελληνική Βιβλιογραφία: Αιτιολογημένη περιγραφή των δημοσιευμένων συγγραφικών έργων από τους Έλληνες τον 18 αιώνα (Bibliographie hellénique : Description raisonnée des ouvrages publiés par des Grecs au XVIIIe siècle), 1ος Τόμος, 1917, ελληνική εισ. σ. 8, σσ. 563, ολοκληρώθηκε μεταθανάτια και δημοσιεύθηκε από τον Επίσκοπο Louis Petit και Ουμπέρ Περνό, το έργο τιμήθηκε από την Ακαδημία των Γραμμάτων και Τεχνών (L’Académie des Inscriptions et Belles-lettres), βραβείο Jacques-Charles Brunet.
Τώρα ήρθε κι η στιγμή να παρατεθούν οι 2 επιστολές-εκθέσεις ελληνικής λογοτεχνικής παρουσίας- προς τον υπουργό της Γαλλίας που του ‘χεν αναθέσει αυτή την αποστολή:
Εκθέσεις μιας φιλολογικής αποστολής στην Ελλάδα από τον Αιμίλιο Λεγκράν!
1η ΕΚΘΕΣΗ
Αθήνα, 31 Ιουλίου 1875 Κύριε Υπουργέ
Δεν βρίσκομαι παρά στην αρχή της φιλολογικής αποστολής που μου έχετε αναθέσει, αλλά τα συμπεράσματα στα οποία έχω καταλήξει μέχρι στιγμής είναι τόσο σημαντικά που αισθάνομαι την ανάγκη να σας ενημερώσω γι’ αυτά. Από την επομένη κιόλας της εγκατάστασής μου στην Αθήνα, καταπιάστηκα αμέσως με την εργασία μου. Χάρη στις χρήσιμες πληροφορίες φίλων, επισκέφτηκα πολλά χωριά γύρω από την Αθήνα όπου ζουν ηλικιωμένοι οι οποίοι γνωρίζουν ένα μεγάλο αριθμό δημοτικών τραγουδιών και παραμυθιών. Έτσι, στους Αμπελό-κηπους (την αρχαία Αλωπεκή), κατέγραψα τρία παραμύθια και είκοσι δύο τρα-γούδια καθ’ υπαγόρευσιν μιας ηλικιωμένης. Λίγο μακρύτερα, στο Χαλάνδρι (τον αρχαίο Χολαργό, πατρίδα του Περικλή), μιαν άλλη ηλικιωμένη μου είπε επτά τραγούδια και δύο παραμύθια, τα τελευταία πολύ περίεργα, αφού απηχούν αμυδρά την ιστορία του Οιδίποδα. Σε ένα άλλο χωριό, το Μενίδι, πραγματοποίησα μια πλούσια συγκομιδή από δίστιχα, παροιμίες και αινίγματα. Από την Αθήνα πήγα στη Θήβα, τη Λειβαδιά και τους Δελφούς και στη διαδρομή κατάφερα να συλλέξω επίσης μια μεγάλη ποσότητα κειμένων στις διαλέκτους των περιοχών που διέσχισα. Ένας ηλικιωμένος παπάς με καταγωγή από την Άνδρο, στο σπίτι του οποίου διανυκτέρευσα, μου παραχώρησε ένα ογκώδες τετράδιο με ιστορικά τραγούδια του τέλους του προηγούμενου και των αρχών του δικού μας αιώνα. Ένα από αυτά τα τραγούδια αξίζει ιδιαίτερης μνείας: είναι αυτό που εξυμνεί τα κατορθώματα του περίφημου Έλληνα κουρσάρου Λάμπρου Κατσώνη εναντίον του τουρκικού στόλου.
Τα ναυτικά τραγούδια είναι ιδιαιτέρως σπάνια, και το συγκεκριμένο έχει επιπλέον αξία, καθώς μας δίνει ακριβείς πληροφορίες όσον αφορά την ιστορία μιας άγνωστης προσωπικότητας, η οποία ήταν για μεγάλο διάστημα ο τρόμος των Οθωμανών.Στους Δελφούς, επίσης, αντέγραψα πολλές ιστορίες καθ’ υπαγόρευσιν ενός βετεράνου των απελευθερωτικών πολέμων του ελληνισμού. Μία από αυτές σχε-τιζόταν με τον ένδοξο θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη. Η μικρή κόρη του βετερά-νου γέροντα μου έγραψε δύο όμορφες ιστορίες, εκ των οποίων η μία περιέχει ψήγ-ματα της ιστορίας της Ανδρομέδας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα πήγα στη Σύρο, όπου, όπως μου είχαν πει, θα έβρισκα άπειρα κείμενα. Δεν διαψεύστηκα, αφού οι δυο μέρες που έμεινα εκεί ήταν αρκετές για να συγκεντρώσω δύο χιλιάδες στίχους. Δεν διαθέταμε παρά ελάχιστα στοιχεία για τη διάλεκτο της Σύρου, αλλά αυτά που έχω στα χέρια μου θα μου επιτρέψουν να τη μελετήσω σε σχέση με τα αρχαία ελληνικά και τις άλλες ελληνικές διαλέκτους.Οφείλω να προσθέσω, Κύριε Υπουργέ, ότι ακόμα και στην Αθήνα βρίσκω κάθε μέρα ανθρώπους που ευχαριστιούνται να μου απαγγέλλουν τραγούδια και λαϊκά παραμύθια ή ακόμα και να μου παραδίδουν αντίγραφα. Χθες ας πούμε, ένας γέροντας με καταγωγή από τη Κύπρο μου παρέδωσε 19 άκρως ενδιαφέροντα αντίγραφα στη διάλεκτο της χώρας του.Στα αμιγώς λαϊκά κείμενα που έχω συλλέξει, θα πρέπει να προστεθεί ακόμα το πολύτιμο αυτόγραφο χειρόγραφο ενός περίφημου ποιητή, του Ιωάννη Βηλαρά, το οποίο μου παρέδωσε με γενναιοδωρία ο Κύριος Θ. Ορφανίδης, καθηγητής βοτανολογίας στο πανεπιστήμιο κι ένας από τους πιο προβεβλημένους σύγχρονους έλληνες ποιητές. Ο Ιωάννης Βηλαράς εξέδωσε, όσο ζούσε, ένα μικρό τόμο με ποι-ήματα, ο οποίος επανεκδόθηκε στη Ζάκυνθο πριν από 20 έτη περίπου.
Τα ποιήματα που έχω στη διάθεσή μου είναι όλα ανέκδοτα και είναι άξια της φήμης που έχαιρε ο δημιουργός τους. Δεν καταλαμβάνουν λιγότερους από 1000-1200 στίχους. Ο Ιωάννης Βηλαράς έγραφε στην ηπειρωτική διάλεκτο. Τη Δευτέρα 2 Αυγούστου θα αναχωρήσω από τον Πειραιά για να μεταβώ στην Καλαμάτα, ώστε να ολοκληρώσω το ταξίδι στη Λακωνία που μου έχετε εμπιστευτεί.
Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να προσθέσω, Κύριε Υπουργέ, ότι βρήκα στο ελληνικό υπουργείο τη πιο καλόκαρδη υποδοχή, τον κύριο Ράλλη, υπουργό δημόσιας παιδείας, ο οποίος ήταν στη διάθεσή μου για να διευκολύνει την αποστολή που μου έχετε αναθέσει και η οποία, με τη βοήθεια του Θεού, ελπίζω να έχει αίσιο τέλος.Δεχθείτε παρακαλώ, Κύριε Υπουργέ, τη διαβεβαίωση της βαθιάς μου εκτίμησης χάρη στην οποία είμαι πιστός υπηρέτης της Εξοχότητάς σας.
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΛΕΓΚΡΑΝ
—————–
2η ΕΚΘΕΣΗ (πιο εμπεριστατωμένη, τούτη τη φορά 3 μόλις μήνες μετά, ακριβώς!!!!!):
Παρίσι, 31 Οκτωβρίου 1875 Κύριε Υπουργέ
Στις 31 Ιουλίου είχα την τιμή να σας αποστείλω από την Αθήνα τη 1η έκθεση σχετικά με τη φιλολογική αποστολή που θελήσατε να μου εμπιστευθείτε. Τα ενδιαφέροντα ευρήματα, τα οποία με χαρά σάς γνωστοποίησα στην αρχή του ταξιδιού μου, εδώ και τέσσερις μήνες, πολλαπλασιάστηκαν, καθώς οι έρευνές μου διευρύνονταν. Θα μπορούσα να πω ότι η επιτυχία της αποστολής μου ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Κι όταν θα σας έχω εκθέσει τη δουλειά μου, κύριε Υπουργέ, θα γνωρίζετε κι εσείς ο ίδιος πόσο σημαντικά είναι τα αποτελέσματά της.Θέλω να πιστεύω ότι όλα τα ντοκουμέντα που συγκέντρωσα όσο καιρό ήμουν στην Ανατολή θα συνεισφέρουν τα μέγιστα στη χώρα μας, ώστε να γνωρίσει και να εκτιμήσει ένα μακρόβιο κλάδο της ελληνικής λογοτεχνίας που παραμένει σχεδόν άγνωστος κι όμως άξιος να τραβήξει τη προσοχή των φιλολόγων. Οι τελευταίοι, παρεμπιπτόντως, μελετώντας τη λαϊκή ελληνική γλώσσα, θα βρουν λύσεις σε επίπονα ερωτήματα, καθώς η περιφρόνησή που δείχνουν γι’ αυτή τη διάλεκτο δεν τους αφήνει να δώσουν απαντήσεις. Η παρούσα αναφορά, Κύριε Υπουργέ, δεν θα είναι παρά μια πολύ συνοπτική περίληψη της φιλολογικής μου έρευνας. Θα περιοριστώ σήμερα να σας υποδείξω τη φύση και τη σημασία της, και επιφυλάσσομαι να σας παρουσιάσω αργότερα μια έκθεση πιο ανεπτυγμένη με πληρέστερα στοιχεία.
Θα χωρίσω σε 4 κύρια κεφάλαια τα κείμενα που αναφέρονται στην Ανατολή:1) Μνημεία αποκλειστικά λαϊκά, ο συγγραφέας των οποίων είναι τις περισσότερες φορές άγνωστος. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι συλλογικό έργο πολ-λών συμβαλλομένων που δούλεψαν ξεχωριστά πάνω στο ίδιο θέμα. Αυτά είναι τραγούδια, παραμύθια, μύθοι, παροιμίες, αινίγματα, ρήσεις, γνωμικά, κτλ. 2) Λαϊκές αφηγήσεις (σε δημώδη γλώσσα) ιστορικών ή μυθικών γεγονότων.3) Ανέκδοτα ποιήματα, οι συγγραφείς των οποίων είναι γνωστοί από δευτερεύου-σες πηγές και άλλα ποιήματα εντελώς άγνωστων ποιητών.4) Παλαιές εκδόσεις ελληνικών βιβλίων σε λαϊκή γλώσσα, των οποίων η εξαιρετική σπανιότητά τους τούς προσδίδει την αξία ενός αυθεντικού χειρογράφου.
Ι ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα δημοτικά τραγούδια που συγκέντρωσα χωρίζονται φυσικά σε περισσότερες κατηγορίες: Ιστορικά-επικά, Θρησκευτικά, Μυθιστορηματικά, Επικήδεια, Ερωτικά. Πριν περάσω στην εξέταση καθεμίας από τις κατηγορίες, θα ήθελα να σας ομολογήσω, κύριε Υπουργέ, ότι η συλλογή των ανέκδοτων τραγουδιών που έχω στα χέρια μου δεν καταλαμβάνει λιγότερους από 8000 στίχους διαφορετικών μέτρων, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι δεκαπεντασύλλαβοι
1. Ιστορικά-επικά τραγούδια: Διαφορετικών περιόδων, αλλά τα πιο παλαιά ανάγονται στον 10ο αι.. Αναγνωρίζονται εύκολα χάρη στη βυζαντινή τους τεχνοτροπία και τα ονόματα των ηρώων, τα κατορθώματα των οποίων δοξάζουν. Κάποια από αυτά είναι αφιερωμένα στη διήγηση συγκεκριμένων επεισοδίων από τις περιπέτειες ενός στρατιώτη σύγχρονου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, του Διγενή Ακρίτα, του οποίου την εποποιία εξέδωσα πρόσφατα, σε συνεργασία με τον κύριο Κωνσταντίνο Σάθα. Ξέρουμε ότι το έργο αυτό είναι από τα πιο ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα, αφού ρίχνει νέο φως την ιστορία των περιπλανώμενων ιπποτών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που είναι γνωστοί ως ακρίτες ή φύλακες των συνόρων, των οποίων τα χρονικά δεν μας παρέχουν παρά ελάχιστες και συγκεχυμένες πληροφορίες. Αυτά τα τραγούδια μάς αποκαλύπτουν μια από τις πιο πρωτότυπες ιστορίες του Βυζαντίου στην περιοχή της Μακεδονίας. Είναι φανερό ότι πρόκειται για επεισόδια αποσπασμένα από μια μεγάλη εποποιία, χαμένη στις μέρες μας ή απλώς άγνωστη, τα οποία παρουσιάζουν εντυπωσιακή αναλογία με τα δικά μας μεσαιωνικά έπη. Όλα τα γεγονότα που παρατίθενται εκτυλίσσονται είτε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας και τις όχθες του Ευφράτη, είτε στα άγρια περάσματα των βουνών του Ταύρου και του Αντι-Ταύρου.
Υπάρχει, επίσης, και η αφήγηση γεγονότων μιας περιόδου πιο κοντινής και σχετικής με την τουρκική κατάκτηση. Στις περιπτώσεις αυτές, ο λαϊκός ρα ψω δός θρηνεί για την πτώση της Αδριανούπολης, της Κωνσταντινούπολης, της Τρα πε-ζούντας και πολλών άλλων πόλεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κάτι αξιο-πε ρίεργο που χρίζει οπωσδήποτε μνείας είναι το γεγονός ότι ούτε μία από αυτές τις ιστορίες δεν αφηγείται την προσδοκία εκδίκησης, ούτε περιέχουν τον σπόρο αυτού που σήμερα αποκαλούμε “Μεγάλη Ιδέα”.Τα ιστορικά τραγούδια του 11ου και του 12ου αιώνα είναι σχετικά λιγότερα. Είναι, σίγουρα, στο δεύτερο μισό του 13ου αι. που η λαϊκή μούσα φαίνεται να εργάζεται για τον πολλαπλασιασμό αυτών των πανέμορφων έργων.Η επανάσταση της Κρήτης το 1770, αποτέλεσμα της ακατανίκητης φιλοδοξίας της βασίλισσας Αικατερίνης, γέννησε πολλά τραγούδια, που με απόλυτη εγκυρότητα αποτελούν τα μοναδικά ντοκουμέντα που διαθέταμε γι’ αυτόν τον άγριο πόλεμο, ο οποίος είχε και αυτός τους ήρωες και τους μάρτυρές του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κρήτη, ο κύριος Georges Perrot είχε ήδη συγκεντρώσει ένα μακροσκελές τραγούδι, το οποίο αφηγείται την επανάσταση και τον βασανισμό του αρχηγέτη, κυρ Γιάννη απ’ τα Σφακιά. Το συμπεριέλαβα κι αυτό στη συλλογή μου.
Έχω στην κατοχή μου μια καινούργια έκδοση που διαφέρει σημαντικά από την προηγούμενη και η οποία φέρνει στο φως χαρακτη-ριστικά κάποιας ιστορικής σημασίας. Έχω, επίσης, ένα άλλο λογοτεχνικό κομμάτι που αφηγείται την επίθεση του τουρκικού στρατού στα Σφακιά το 1770.Η σειρά των ιστορικών τραγουδιών τελειώνει με όσα σχετίζονται με τους πολέμους στο Σούλι και την απελευθέρωση της Ελλάδας, καθώς και κάποια άλλα εμπνευσμένα από πιο πρόσφατα γεγονότα που έχουν σφραγίσει τη λαϊκή φαντασία.
2. Θρησκευτικά τραγούδια: Μπορούν να υποδιαιρεθούν σε περισσότερες κατηγορίες: α) τραγούδια σχετικά με τα Χριστούγεννα, το Θείο Πάθος, και τις διάφορες γιορτές τις οποίες η καθολική εκκλησία έχει θεσπίσει προς τιμήν του Ιησού Χριστού· β) τραγούδια σχετικά με την εξύμνηση της Παναγίας· γ) τραγούδια που εξυμνούν τους αγγέλους και τους αγίους. Ανάμεσα στα τελευταία, τα πιο περίεργα είναι αυτά που αφορούν στον Άγιο Γεώργιο, έναν από τους πιο δοξασμένους Αγίους της ελληνικής εκκλησίας. Όλα ξετυλίγονται αμετάβλητα πάνω σε ένα θρύλο, στον οποίο είναι πολύ εύκολο να αναγνωρίσουμε τον γνωστό μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας· δ) τέλος, τραγούδια θρησκευτικά, στα οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε το όνομα Πνευματικοί Εκκλησιαστικοί Ύμνοι. Στερούνται εντελώς κάθε ποιητικής αξίας. Είναι έμμετρα πεζά σε ρίμα, τίποτα άλλο. Παρόλα αυτά, από γλωσσολογική άποψη έχουν κάποιαν αξία. Η παραστατική ευλάβεια των πιστών ασκείται αναμφισβήτητα πάνω στο Θείο Πάθος που. Έχω στην κατοχή μου μια συλλογή στίχων σχετικών με όλα τα επεισόδια αυτής της μακρόσυρτης αγωνίας του Θεανθρώπου, από τον κήπο των ελαίων ως τον Γολγοθά. Ούτε μια λεπτομέρεια δεν έχει παραλειφθεί, τίποτα σημαντικό δεν έχει αποκλειστεί. Έχω και μια άλλη που αναφέρεται στην κολώνα του μαστιγώματος, τον κόκορα που λάλησε τρεις φορές, το καλάμι που τοποθετήθηκε στο χέρι του Ιησού, και το ακάνθινο στέμμα με το οποίο περιβλήθηκε τη μεγα-λειώδη του θυσία. Επίσης, την Αποκαθήλωση, τον Ενταφιασμό, την Παναγία που πενθεί, την Ανάσταση, την ημέρα της Αναλήψεως, την Πεντηκοστή κτλ. Αυτοί οι ευλαβικοί στίχοι εξιστορούν ό,τι δεν τραγουδιέται κι ό,τι δεν διαδίδεται παρά μόνον ανάμεσα στους καθολικούς της Σύρου και κάποιων άλλων νησιών. Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένοι δείχνει συγγραφέα εξοικειωμένο με τους Έλληνες Ευαγγελιστές και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
3. Μυθιστορηματικά τραγούδια : Μερικές φορές είναι αρκετά δύσκολο να διαχωριστούν από τα ιστορικά τραγούδια. Τα πιο πολλά, διανθισμένα με λεπτομέρειες ιστορικές, αφορούν κάποια περίπτωση ληστείας ή ερωτικής περιπέτειας ή την αφήγηση ενός ναυαγίου ή ακόμα και την αγωνία μιας μητέρας που έχασε το παιδί της.
4. Επικήδεια τραγούδια: Είναι υπερβολικά πολλά και ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και τη καταγωγή του νεκρού.
5. Ερωτικά τραγούδια: Είναι συνήθως τα πιο όμορφα. Ο Έλληνας έχει διασπείρει σ’ αυτά θησαυρούς πλούσιας φαντασίας. Σ’ αυτά αναστοχάζεται, όπως μέσα σε έναν καθαρό και πιστό καθρέφτη, πάνω στα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Τα 2στιχα, ιδιαίτερα, παρουσιάζουν συχνά εντυπωσιακή ομορφιά, με τις χαριτωμένες τους εικόνες να συμπυκνώνονται σε 2 στίχους, σχεδόν πάντα ομοιοκατάληκτους. Είναι αποκλειστικά αφιερωμένα στην εξύμνηση της ομορφιάς της αγαπημένης, την έκφραση μιας υπόσχεσης, μιας ελπίδας ή και μιας μεταμέλειας. Δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να παραθέσω εδώ μερικά:
Αγγελική φωνή ήκουσα απ’ ασημένιο στόμα,
Που ανασταίνει τους νεκρούς και τζου βγάζ’ απ’ το χώμα.
Αηδόνι χαμηλόφωνο, πρασινοφτερουδάτο,
που έχεις αυγερινό ‘ς τα φρύδια σ’ αποκάτω.
Γαλάζιο μου γαρούφαλλο κη άσπρο μου νεραντζάνθι,
μες ‘ς τη καρδιά μου σ’ έβαλα, τριανταφυλλιά με τ’ άνθη.
Τα μάτια σου μου τάξανε πάντα να μ’ αγαπούνε,
και τώρα πλειά δεν θέλουνε μιάν ώρα να με ‘δούνε.
Φίδια που τρώτε τους νεκρούς, για φάτε με και μένα,
γιατί με παλαβώσανε δυό μάτια πλουμισμένα.
Αγαπώ να σε κυττάζω, πούσαι ένας χρυσός λαλές,
της Φραγκιάς το γιασεμάκι, της αυγής ο μενεξές.
Πάρε, γιατρέ, τα γιατρικά και σύρε ‘ς τη δουλειά σου,
τον πόνο της καρδούλας μου δε γράφουν τα χαρτιά σου.
Ήχασα της ελπίδαις μου, σαν του δενδριού τα φύλλα,
Οπού τα παίρνει ο άνεμος και μένουνε τα ξύλα.
ΙΙ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Υπάρχουν δύο ειδών λαϊκά παραμύθια. Τα πρώτα δεν θα μπορούσαν καλύτερα να συγκριθούν παρά με τα παραμύθια του Perrault. Τα άλλα έχουν περισσότερες αναλογίες με τα joyeux devis των παλαιών μας παραμυθάδων. Είναι σύγχρονα με τις Εκατό Καινούργιες Ιστορίες και το Επταήμερον της βασίλισσας της Navarre. Έχω, επίσης, στην κατοχή μου μια υπερβολικά περίεργη έκδοση του μυθιστορήματος του Renart.
Το περιεχόμενο κάποιων άλλων ιστοριών βρίσκεται στο Μυθιστόρημα των Επτά Σοφών, στο έργο με τις κωμικές αφηγήσεις του Νασρ-Εν-Ντιν Χότζα.
Αυτά τα πολύτιμα έργα μπορούν να γίνουν αντικείμενο μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας σύγκρισης, από την οποία δεν πρόκειται να παραιτηθώ. Βρίσκονται στην κατοχή μου περισσότερα από 200 παραμύθια, γραμμένα σε διάφορες διαλέκτους της Πάρου, της Νάξου, της Λέσβου, της Λήμνου, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και της Τραπεζούντας.Η μελέτη αυτών των διαφορετικών διαλέκτων θα μας προσφέρει πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, όσον αφορά κυρίως τη προφορά και τον τονισμό. Οι υποστηρικτές της ερασμικής μεθόδου θα βρουν επιχειρήματα υπέρ τους στη διάλεκτο της Τραπεζούντας και των διάφορων περιοχών του Εύξεινου Πόντου, όπου το γράμμα ήτα προφέρεται όπως το γαλλικό ê. Έτσι, λέμε η σελήνη, ê sêlênê κι όχι i selini, όπως σε όλα τα άλλα μέρη. Στη διάλεκτο της Νάξου βρίσκω μια ιδιαιτερότητα από τις πιο περίεργες∙ λέξεις που τονίζονται στην προπροπαραλήγουσα, όπως κάθουμαστε, επέρνουσαμε, κι όχι καθούμαστε, επερνούσαμε, όπως προφέρονται στην υπόλοιπη Ελλάδα.
ΙΙΙ ΛΑΪΚΟΙ ΜΥΘΟΙ
Πολύ λίγοι σε αριθμό, είναι, στο μεγαλύτερό τους μέρος, παραλλαγές λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες των έργων που αποδίδουμε στον Αίσωπο. Στηρίζομαι περισσότερο στους μύθους απ’ ό,τι στα ίδια τα παραμύθια, οι μικρές αφηγήσεις των οποίων υπάρχουν σε πολλές διαλέκτους και μεταφράζω κατά λέξη μερικά αποσπάσματα. “Υπήρχε μια φορά μια γυναίκα ή οποία δεν σταματούσε να προσεύχεται στο θεό για να είναι ο βασιλιάς υγιής. Κάποιοι διηγήθηκαν το γεγονός στο βασιλιά και αυτός κάλεσε τη γυναίκα να του εξηγήσει για ποιο λόγο προσευχόταν τόσο γι’ αυτόν. Προσεύχομαι στο θεό να σε αφήσει να ζήσεις γιατί μας έγδαρες κι αν πεθάνεις, θα έρθει κάποιος άλλος, ο οποίος θα θέλει να ικανοποιήσει την πείνα του“.
IV ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
Είναι σχεδόν άπειρες. Η εξέτασή τους δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υπάρχουν αντίστοιχες στα αρχαία ελληνικά. Ορίστε κάποιες με τις αντίστοιχές τους.
1. Άλλα τα μάτια του λαγού, κη άλλα της κουκουβάγιας. -Άλλο γλαυξ, άλλο κορώνη φθέγγεται.
2. Άλλος έφαγε τα σύκα κη άλλος τα πληρόνει. -Το κυνός κακόν υς απέτισεν.
3. Θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάη το καλοκαίρι. -Θρέψαι και λυκιδείς, θρέψαι κύνας, ως τυ φάγοντι. (Θεόκριτος)
Υπάρχουν βέβαια κι άλλες παροιμίες, οι οποίες δεν είναι παρά μια απλή μετάφραση αυτών που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι. Σας παραθέτω επτά τυχαία παρα δείγματα.
1. Κακού κοράκου κακόν αυγό. -Κακού κόρακος κακόν ωόν.
2. Κόκκαλον έχει ο λόγος. -Οστούν ένεστι τω λόγω.
3. Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει. -Κόραξ κόρακι φίλος, και τέττιξ τέττιγι.
4. Ξύρισε τ’ αυγό και πάρε το μαλλί του. – Ωόν τίλλειν.
5. Όποιος αγαπά στραβόνεται. -Τυφλούται ο φιλών περί το φιλούμενον. (Πλάτων)
6. Το μάτι του νοικοκύρη τροφή τ’ αλόγου. -Οφθαλμός δεσπότου πιαίνει ίππον.
7. Χάσκει σαν τον γλάρο. -Λάρος κεχηνώς.
.Στις παροιμίες μπορούμε να προσθέσουμε τις λαϊκές ρήσεις, οι οποίες είναι σχετικές με τη μετεωρολογία, τη γεωργία κτλ.
V ΛΑΪΚΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
Είναι αμέτρητα, αλλά δεν έχουν παρά ελάχιστο ενδιαφέρον, εκτός βέβαια από γλωσσολογική άποψη. Να ένα δείγμα:
Είναι ένα πράγμα που το έχεις, δεν το θες και το γυρεύεις. (Ο ψύλλος).
VI ΛΑΪΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
Έχω συλλέξει 3 από αυτές. Είναι σε 15σύλλαβους πολίτικους στίχους με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Η 1η, η οποία έχει συνταχθεί σε κρητική διάλεκτο, αποτελεί μιαν απλή και αφελή περιγραφή των γεγονότων που ακολούθησαν την επανάσταση των Σφακίων, για την οποία έχω ήδη μιλήσει σε σχέση με το τραγούδι του κυρ-Γιάννη, προσωπικότητα που έπαιξε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην επανάσταση. Ορίστε μια πιστή σύνοψη: Ο Αλιδάκης ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς και πλούσιους γαιοκτήμονες της επαρχίας Αποκόρωνα, δίπλα στα Σφακιά. Κατείχε, ανάμεσα σε άλλες κυριότητες, όλες τις πλαγιές των βουνών μέχρι τον Αποκόρωνα. Αυτό του επέτρεπε να έχει πολλά κοπάδια. Μονάχα μερικοί μήνες είχαν περάσει από τότε που τα οθωμανικά στρατεύματα είχαν πνίξει στο αίμα την επανάσταση των Σφακιανών, όταν ο Αλιδάκης αποφάσισε να ηγηθεί μιας νέας επιχείρησης κόντρα στα ηρωικά απομεινάρια ενός ενδόξου μικρού λαού, προκειμέ-νου να τους εξολοθρεύσει ολοκληρωτικά. Για να δώσει ένα αίσθημα δικαίου στην επίθεση του, υποστήριξε ότι οι Σφακιανοί, που είχαν χάσει τα πάντα στον πόλεμο, είχαν αναγκαστεί για λόγους επιβίωσης να του κλέψουν τα κοπάδια. Ο Αλιδάκης μετέτρεψε τον πύργο του στο Προσνερό σε κέντρο προετοιμασιών για τον πόλεμο. Οι Σφακιανοί γνωρίζοντας τι ετοιμαζόταν εις βάρος τους, αποφάσισαν, χάρη στην πρωτοβουλία ενός εξ αυτών, ονόματι Μανούσακας, από το χωριό της Νίμβρου, να μην περιμένουν την επίθεση των Τούρκων, αλλά να τους προλάβουν πριν ακόμη ολοκληρώσουν τις προετοιμασίες τους. Θα κατέβαιναν, λοιπόν, από το βουνό πολύ πριν από την ανατολή, θα περικύκλωναν τον πύργο και θα συλλαμβά-νανε τους αρχηγούς, σχεδόν χωρίς απώλειες. Όλοι οι Τούρκοι που θα βρίσκονταν μέσα στον πύργο θα έσπευδαν να δραπετεύσουν, εγκαταλείποντας τον Αλιδάκη και τους συντρόφους του. Οι Σφακιανοί θα έσφαζαν τον ισχυρό γαιοκτήμονα και τους ακολούθους του, θα λεηλατούσαν τον πύργο και τα σπίτια των Τούρκων του χωριού και έπειτα θα επέστρεφαν ειρηνικά στον τόπο τους. Οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να πάρουν εκδίκηση. Αυτό το ποίημα είναι πολύ σημαντικό από ιστορική άποψη, αφού αναδεικνύει τη γενναιότητα της μικρής επαρχίας των Σφακίων. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα μνημείο της κρητικής διαλέκτου, της πιο ενδιαφέρουσας στη σύγχρονη Ελλάδα. Αποτελείται από περίπου 800 στίχους.
Το 2 ποίημα αναφέρεται στην τελευταία μάχη του Αλή Πασά κατά των Τούρκων και στον θάνατο του στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Δεν παρέχει καμία καινούρια πληροφορία για τις περιπέτειες αυτού του τρομερού δράματος, αλλά είναι πολύτιμο για τη μελέτη της ηπειρωτικής διαλέκτου, στην οποία είναι γραμμένο. Αποτελείται από 900 15σύλλαβους πολίτικους στίχους. Ο κύριος Ε. Μίλερ είχε αναφέρει στο ταξίδι του στην Ανατολή μια έκδοση του ίδιου ποιήματος, η οποία δεν διαφέρει από τη δική μου.
Το 3ο ποίημα έχει τίτλο Φυλλάδα του Βεληπέγη και του Ασλαμπέγη. Το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται, και για το οποίο ο Αραβαντινός στο έργο του Το Χρονικό της Ηπείρου έχει κάποιες αναφορές, συνέβη στις 30 Ιουλίου του 1830. Ο Βελή-Μπέης και ο Ασλάν Μπέης, νεαροί αλβανοί άρχοντες, δεν σταματούσαν να διαδίδουν στην ηγεσία των ομάδων τους την πανωλεθρία και τον θάνατο που βίωσαν στις επαρχίες των Ιωαννίνων και της Άρτας. Τα πράγματα έφθασαν σε τέτοιο σημείο ώστε η Υψηλή Πύλη έσπευσε να καλέσει στην Μπιτόλια τον μεγάλο βεζίρη, Ρεσίντ Μεχμέτ Πασά, με αποστολή να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή. Ο βεζίρης έγραψε στο Βελή και στον Ασλάν μια φιλική επιστολή, όπου τους καλούσε εγκάρδια να τον επισκεφτούν για ν’ αποδεχθούν τη δίκαιη ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να συγκινήσει την οπισθοφυλακή των στρατευμάτων τους. Οι Αλβανοί ανταποκριθήκαν στη πρόσκληση χωρίς καμιά αντίρρηση. Αυτό κράτησε μονάχα μερικές μέρες με γιορτές και με χαρές. Αλλά η ώρα της μάχης δεν άργησε να σημάνει. Το πρωί της 30ης Ιουλίου, τη στιγμή που παρακολουθούσαν την ανάπτυξη των στρατιωτικών επι-χειρήσεων του οθωμανικού στρατού, ο βεζίρης έστρεψε τα γεμισμένα με μύδρο κανόνια εναντίον των Αλβανών και τους αποδεκάτισε τυλίγοντας τους με ένα χαλάζι από βλήματα. Έπειτα, τους αποκεφάλισαν και τα κεφάλια τους εστάλησαν στη Κωνσταντινούπολη.
ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΓΝΩΣΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
1. Μια αρκετά μεγάλη ποσότητα ποιημάτων του Ιωάννη Βηλαρά. Όπως έγραψα και στην προηγούμενή μου έκθεση, έχω στην κατοχή μου δύο μικρούς τόμους ποιημάτων του, που εκδόθηκαν στη Ζάκυνθο το 1854 και το 1859. Τα ποιήματα που συνέλεξα στην Ελλάδα είναι όλα ανέκδοτα κι αποτελούνται, στο μεγαλύτερό τους μέρος, από σάτιρες, μερικές από τις οποίες πολύ πνευματώδεις και καυστικές. Ο Βηλαράς πέθανε το 1823. Τα έργα του ορθά θεωρούνται από τα πιο σπουδαία μνημεία της δημώδους ελληνικής ποίησης.
2. Μια εικοσάδα ερωτικών έργων ενός ποιητή από την Κεφαλονιά [sic], του Στέφανου Ξανθόπουλου, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Η ποίησή του αποκαλύπτει μια φαντασία ζωηρή και πρωτότυπη. Κρίνοντας από το στιλ, ο συγγραφέας πρέπει να έζησε στις αρχές του αιώνα.
3. Μια συλλογή ανέκδοτων σατυρικών κειμένων του ζακυνθινού Κουτούζη, που έζησε τον 17ο [sic] αιώνα. Θεωρώ αυτές τις σάτιρες ως τα πιο πολύτιμα μνημεία της επτανησιακής διαλέκτου. Αξίζουν, με όλο τον σεβασμό, μιαν επίσημη έκδοση.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΠΑΝΙΕΣ
Θα περιοριστώ μονάχα στην 1η έκδοση του δημοφιλούς κρητικού ποιήματος Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, τον οποίον ο επιφανής Κοραής χαρακτήρισε ως Όμηρο της δημώδους ελληνικής ποίησης. Αυτή η έκδοση είναι σχεδόν απαραίτητη για όποιον θα ήθελε να επιχειρήσει μια κριτική έκδοση του όμορφου αυτού ποιήματος. Αυτός είναι ο τίτλος:
Ποίημα ερωτικόν, λεγόμενον Ερωτόκριτος, συνθεμένον από τον ποτέ ευγενέστατον Βιτζέντζον τον Κορνάρον από την χώραν της Σιτίας του νησιού της Κρήτης, τώρα την πρώτην φοράν με πολύν κόπον και επιμέ λειαν τυπωμένον κι αφιερωμένον εις τον εκλαμπρότατον και λογιώτατον αφέντην Γεώργιον τον Τσανδήρην. Εις την Βενετίαν, αψιγ΄. Εις την τυπογραφίαν Αντωνίου του Βόρτολι, 1713.
Εκτός από το καθαρά γλωσσολογικό ενδιαφέρον αυτών των κειμένων, συγκέντρω σα πολυάριθμο υλικό, τόσο τυπωμένο όσο και χειρόγραφο, το οποίο μπορεί να βοηθήσει στο γράψιμο ενός βιβλίου για την σημερινή κατάσταση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις ελληνικές επαρχίες που είναι υποταγμένες στην Τουρκία. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα στη Δύση για τον τρόπο λειτουργίας αυτών των σχολείων, τα οποία ιδρύθηκαν σχεδόν όλα πριν από 17 έτη και στηρίζουνε τον μεγάλο Φιλολογικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης. Συγκέντρωσα, επίσης, σχεδόν όλα τα απαραίτητα βιβλία για να γράψω μια ολοκληρωμένη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας από την αρχή του αιώνα κι έτσι, χάρη στη γενναιόδωρή σας προσφορά, κατάφερα να φτιάξω μια πλούσια και πολύτιμη συλλογή βιβλίων, η οποία είναι συχνά πολύ δύσκολο να αποκτηθεί, ακόμα κι από καθαρά οικονομική άποψη.Αυτή είναι, κύριε Υπουργέ, μια συνοπτική έκθεση της δουλειάς μου κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στην Ανατολή. Η συλλογική έκδοση των γλωσσολογικών αυτών τεκμηρίων θα ρίξει φως στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της δημώδους γλώσσας, την οποία οι σύγχρονοι Έλληνες επιμένουν να μη χρησιμοποιούν όταν γράφουν, αν και δεν μπορούν να υποστηρίξουν όσα έχουν υιοθετήσει, όταν γράφουν τα βιβλία και τις εφημερίδες τους. Αυτή η τελευταία είναι, όπως ξέρουμε, μια περιορισμένη διάλεκτος σε σχολαστική και επιδεικτική γλώσσα, την οποία όλος ο κόσμος καταλαβαίνει πάνω-κάτω, αλλά δεν θα τη μιλήσει ποτέ, επειδή από τέτοιου είδους πηγή κανείς δεν ξεδιψά.
Το έχω πει ήδη πολλές φορές και στους ακαδημαϊκούς, των οποίων ο λόγος είναι πιο έγκυρος από τον δικό μου, το έχω επαναλάβει σε όλους τους τόνους∙ η γλώσσα του βοσκού και του ναύτη είναι πιο ζωντανή, πιο αυθεντική και, ελπίζω να με συγχωρέσει το Πανεπιστήμιο Αθηνών, πιο ελληνική από αυτή που εκφωνείται με στόμφο τις ημέρες των επίσημων εκδηλώσεων. Θα προσθέσω, επίσης, ότι οποιοσδήποτε τολμούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την άχρωμη και νεκρή γλώσσα σε μια συζήτηση θα προ-καλούσε γενική θυμηδία. Ελπίζω πως θα έρθει η στιγμή που οι Έλληνες θα καταλάβουν ότι είναι ανόητο να γράφουν σε μια γλώσσα που οι ίδιοι θεωρούν γελοίο να την μιλούν.
Επιτρέψτε μου, κύριε Υπουργέ, να απευθύνω, τελειώνοντας, τις θερμές μου ευχαριστίες σε όλους εκείνους που με μεγάλη προθυμία θέλησαν να με βοηθήσουν με τη πρόθυμη συνδρομή τους στο έργο που μου εμπιστευτήκατε. Πρέπει να αναφέρω, πρώτα απ’ όλα, τον κύριο Χαρίλαο Τρικούπη, υπουργό εσωτερικών και πρωθυπουργό, τον κύριο Ράλλη, υπουργό δημόσιας παιδείας και πολιτισμού, τον κύριο Μάρκο Ρενιέρη, διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, τους κυρίους Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και Θεόδωρο Ορφανίδη, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο, τον κύριο Παύλο Λάμπρο, επιφανή συλλέκτη νομισμάτων και στη Κωνσταντινούπολη, τον Εξοχότατο Χριστάκη Ζωγράφο, τον γιατρό Ηροκλή Βασιάδη, τον κύριο Μενέλαο Νεγρεπόντη, τον κύριο Αθηνογένη και πολλούς άλλους.
Δεχτείτε, Κύριε Υπουργέ, τη βεβαίωση της ειλικρινούς ευγνωμοσύνης του πιστού σας υπηρέτη.
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΛΕΓΚΡΑΝ