Άγνωστος: Συναξάρι Γαδάρου ΚΑΙ Φυλλάδα Διήγησις Χαρίης

Εισαγωγή

     Το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου είναι κείμενο που σατιρίζονται τα μέλη του κλήρου που εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τον απλό λαό. Ο λύκος κι η αλεπού παρασέρνουν το γάιδαρο σε θαλάσσιο ταξίδι για να τονε πνίξουνε, πρόφαση ότι αμάρτησε τρώγοντας κλεμμένο μαρουλόφυλλο. Ο ταπεινός γάιδαρος καταφέρνει να ξεγελάσει τους υποκριτικούς εχθρούς του και να τους πετάξει στη θάλασσα. Το Συναξάριον διασκευάστηκε μετά σε ομοιοκατάληκτο στίχο και στη μορφή αυτή αναδείχτηκε στη μακροβιότερη και δημοφιλέστερη φυλλάδα του νεότερου ελληνισμού μέχρι το 19ο και 20ό αι.

 * Άγνωστος = Πρόκειται για σατιρικό και διδακτικό κείμενο, σε 2 παραλλαγές, με ήρωες 3 ζώα, το γάιδαρο, το λύκο και την αλεπού· η 1η παραδίδεται σε ανομοιοκατάληκτη, πρωιμότερη μορφή, ενώ η 2η μεταγενέστερη ομοιοκατάληκτη λέγεται πως είναι του Πτωχοπρόδρομου ή του Σαχλίκη). Περιγράφονται στο Λεξικό ως εξής:

 1. Συναξ. γαδ. (15.αι., 393 ανομοιοκατάληκτοι στίχοι, από το χφ Vindobonensis theol. gr. 244 του 16.αι.)

 2. Διήγ. γαδ. (η ομοιοκατάληκτη Φυλλάδα του ΓαδάρουΓαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία, από την έντυπη λαϊκή έκδοση του 1539 στη Βενετία).

1. Ιστορικό του “Συναξαριού

    Στις αλληγορικές-σατιρικές ιστορίες με ζώα ανήκει γραμμένο σε 400 ανομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους στίχους περίπου. Ο λύκος κι η αλεπού, που αποτελούν αλληγορίες του κλήρου και των φεουδαρχών, έχουνε βάλει στο μάτι τον καημένο γάδαρο, που συμβολίζει τον φτωχό λαό, που ωστόσο με πονηριά και χιούμορ θα καταφέρει να τους ξεφύγει και να επιβιώσει. Είναι από τα έργα που αργότερα θα μετατραπούνε σε ομοιοκατάληκτα κι από τότε (μετά το 1495), με τη νέα του μορφή, θα γνωρίσει νέα ζωή, καθώς τυπώθηκε στη Βενετία κι έγινε το δημοφιλέστερο λαϊκό ανάγνωσμα της εποχής του.
     Τίτλος μεσαιωνικού ελληνικού έπους, που ανήκει σ’ ευρύτερο ευρωπαϊκό κύκλο κειμένων, που αντλεί τα θέματά του από τον κόσμο των ζώων. Παραλλαγές του έργου απαντούνε και στην Αφρική. Προέρχεται από πανάρχαιους ινδικούς κι αισώπειους μύθους κι η 1η διάπλασή του υπήρξε γαλλική. Η ελληνική παραλλαγή ανήκει στον 14ο αι. κι αποτελείται από ανομοιοκατάληκτους στίχους. Άλλη παραλλαγή με ομοιοκατάληκτους στίχους έμεινε γνωστή με το όνομα Φυλλάδα. Περιγράφει το ταξίδι γαϊδάρου, αλεπούς και λύκου, που στο τέλος του ο γάδαρος αποδεικνύεται πιο πανούργος από την αλεπού.
     Σατιρικό και διδακτικό ανομοιοκατάληκτο στιχούργημα του 14ου-15ου αι. με χιουμοριστικό και σκωπτικό τόνο. Το έργο ανήκει στη παράδοση των διηγήσεων που πρωταγωνιστούν ζώα με ανθρωπομορφικά στοιχεία. Τον 16ο αι. διασκευάστηκε σε ομοιοκατάληκτους στίχους κι αναδείχθηκε από τα δημοφιλέστερα λαϊκά αναγνώσματα του νέου ελληνισμού.



To Συναξάριον Του Τιμημένου Γαδάρου

Ὁ γάδαρος ὁ ταπεινὸς καὶ περιφρονημένος
καὶ πάντα κακορίζικος ἔτυχεν εἰς αὐθέντη
πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, κακὰ δυστυχισμένον·
ποτέ του δὲν ἐχόρτασεν, ποτέ του οὐκ ἀναπαύτη.

Ἀλλ’ ὅμως καὶ τάχα καὶ ποτέ, λαμπρὰ ἡμέρα ἦτον,
ἐπέστρωσαν, ἀπόλυσαν τὸν γάδαρον ἐκεῖνον,
τάχα νὰ παραβοσκινθῆ, καμπόσο νὰ ἀνασάνη
ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν.
Κι ἐκεῖ παραβοσκίζετον κοντὰ πρὸς τὸ ρυάκιν.

Ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἤρχονταν κυνηγώντας,
εὑρίσκουσιν τὸν γάδαρον καὶ καλοχαιρετοῦν τον:
Καλῶς σὲ ηὕραμεν, γάδαρε, αὐθέντη, καλῶς κάμνεις;
Καλῶς ποιεῖς; Καλῶς τὰ χαίρεσαι; Καλῶς τὸ ἀμπουκώνεις;
Ἐμεῖς ἀκόμη νηστικοὶ εἴμεσθεν ἕως τώρα.
Τί νὰ ποιήσωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς διὰ νὰ προγευτοῦμε“;

Ὁ δὲ ἰδὼν ὁ γάδαρος αὐτοὺς τριγύῥ’ στέκουν,
καὶ τί λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραβλέπουν,
ἐνόησεν ὡς φρόνιμος τὰ μέλλοντα γενέσθαι,
καὶ τὸ φαγεῖν ἐστάθηκεν, κακὰ ἀναστενάζει,
ἀπιλογεῖται πρὸς αὐτοὺς μετὰ πολλῶν τῶν ἄλλων,
καὶ τοῦτον τὸ ἐφεύρεμαν μετὰ πολλοὺς τοὺς λόγους εἶπεν:

Ἐγὼ ταλαίπωρον πτωχὸν ζῶον εἰμὶ τοῦ κόσμου,
εἰς τὸ κορμί μου ‘δὲν ἔχω κρέας ἀλλ’ οὐδὲ αἷμα,
κλονίζομαι νὰ περπατῶ, τρέμω νὰ θέλω πέσει.
Καὶ ὁ αὐθέντης ὁ πικρὸς ὁποὺ ἐμέναν εἶχεν,

κανεὶς οὐδὲν τὸν ἔσφαλεν νὰ μὴν τὸν θανατώση.
Κι ἐγὼ θωρῶ τὸ κάλλος σας, τὴν ὡραιότητάν σας,
τὴν παίδευσιν καὶ φρόνεσιν τὴν ἔχετε εἰς τὸν κόσμον,
καὶ θέλω διὰ νὰ ἐγλυτώσετε, νά ‘χετε τὴν ζωήν σας,
καὶ φύγετε πολλὰ γοργὰ, ὅτι αὐτὸς βιγλίζει.

Ἔχει καὶ σκύλους δυνατούς, τριάκοντα καὶ πλέον,
ζαγάρια, βαρύσκυλους, ζαγαρογυρευτάδες,
λαγωνικούς, χοντρόσκυλους ἀπὸ τὴν Λουμπαρδέαν.
Πάντες διασκορπίζονται ἐν μέσῳ τοῦ δρυμῶνος
ὡς ζάγανοι καὶ σταυραϊτοί, ξιφθερογυρευτάδες,

ὅταν θελήση νὰ ἐβγῆ, νὰ πᾶ νὰ κυνηγήση.
Kαὶ τὰ βουνὰ συντρίβονται, τὰ ὄρη συντρομάσσουν,
ἀρκοῦδες, ἀγριόχοιροι, λέοντες καὶ παρδάλοι
και τ’ ἄλλα πάντα καθεξῆς μικρά τε καὶ μεγάλα 
μεγάλην θνῆσιν πολεμεῖ εἰς ἅπαντα τὰ ζῶα.

Λοιπὸν, εἰ θέλετε τοῦ ζῆν, φύγετε, μὴν σταθῆτε“.

Ταῦτά ‘λεγεν ὁ γάδαρος, ὅπως τοὺς δελεάση
καὶ φύγουσιν καὶ λυτρωθῆν αὐτὸς ἀπὸ κινδύνου.
Ἡ δὲ ἀλώπηξ πονηρὰ οὖσα καὶ μηχανοῦργος
οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν καὶ τοῦ γαδάρου λόγοι·
ψευδοτεχνεῖ εἰς ρήμασι τούτους καταφοβῆσαι,
βουλόμενος τούτους φυγεῖν καὶ ἐλευθερωθῆναι.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ εὐθὺς τὸν γάδαρον ἐλάλει:

Μηδὲν ξυλοσοφῆς πολλὰ, ὅτι χωριάτης εἶσαι,
βάναυσος καὶ ἀπαίδευτος, χοντρὸς καὶ ψευδολόγος·
ὄντως πρέπει σε, γάδαρε, γάδαρον νὰ σὲ λέγουν.
Φρόνιμος ἦτον ἄνθρωπος {…}
{…} καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν,
τὴν ἔχεις εἰς τὰ ἄλλα σου ἐπάνω εἰς τὸ κορμί σου,
ὅλα ‘ναι παρασούλικα μετὰ τῆς θεωρίας.
Μὰ τὴν ἀλήθειαν οὐδαμῶς θέλω τὸ ὄνομά σου!

Ἀκούω σε ὅτι βάρβαρος, πολλὰ χοντρὸς ὑπάρχεις.
Ἐγὼ ‘μαι ἀστρονόμισσα, ἐγὼ εἶμαι καὶ μαντεύτρια,
ἐγὼ τὸ νομοκάνονον ἐξεύρω τον ἐκτήθου,
ἐγὼ ‘μαι διδασκάλισσα τῆς γνώσεως ἁπάσης,
κι ἐσὺ γελᾶς μας φανερὰ μέσα στὸ πρόσωπόν μας.

Μὰ τὴν ἀλήθειαν, πρέπει σε μεγάλως παιδευθῆναι,
ἀλλ’ ἐπειδή ‘σαι ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶγμα,
γράμματα οὐ μεμάθηκας καὶ παίδευσιν οὐκ οἶδας,
διὰ τοῦτο πρέπει σε λοιπὸν ὅπως ἔχης συγγνώμην.
Λέγω σε οὖν ἀπὸ τοῦ νῦν, μάθε νὰ συντυχαίνης,

ψέμαν οὐδὲν εἰπῆς ποτέ, ἀλήθειαν λέγε πάντα,
νὰ ἔχης καὶ προτίμησιν, ἀγάπην παρὰ πάντας,
νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον·
θωροῦμεν ὅτι ῥιζικὸν καλὸν καὶ τύχην ἔχεις
καὶ μεθ’ ἡμῶν εὑρέθηκες νὰ τιμηθῆς μεγάλως,

καὶ νὰ σὲ μαθητεύσωμεν, νὰ ‘σαι διὰ τιμή μας,
ἂν τό ‘χη καὶ ἡ φύσις σου καὶ παίδευσιν νὰ μάθης,
χαρὰς ἐσὲν, χαρὰς ἑμᾶς καὶ μὲ τὸν μαθητήν μας·
καὶ ἂν ἰδοῦμεν προκοπὴν, τὴν πρέπουσαν νὰ μάθης,
νὰ συντυχαίνης φρόνιμα καὶ καλοπαιδευμένα,

νὰ σὲ χειροτονήσωμεν, νά ‘σαι ἀποκρισιάρης,
εἰς τὰς βουλάς μας νὰ χωρῆς, εἰς ὅλας μας τὰς πράξεις.
Ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ λυτρωθῆς ἐκ τὸν ὠμὸν αὐθέντην,
ὁποὺ σὲ καταμάρανεν ἐκ τὸν πολὺν τὸν κόπον,
νὰ γένης σύντροφος ἡμῶν, ἀξία σου καὶ τιμή σου,

καὶ μεθ’ ἡμῶν νὰ περπατῆς, ν’ ἀναπαυθῆς, νὰ ζήσης,
καὶ νὰ περάσωμεν ὁμοῦ τὴν θάλασσαν τὴν βλέπεις,
νὰ πᾶμεν στὴν Ἀνατολὴν, εἰς τὸν καλὸν τὸν τόπον,
καὶ νὰ σὲ ‘λευθερώσωμεν ἐκ τὸν πικρὸν αὐθέντην,
ὁποὺ σὲ κατεδίκασεν καὶ ἐτιμώρησέν σε,
νὰ λάβωμεν καὶ ἡμεῖς μισθὸν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος“.



Λοιπὸν ὁ γάδαρος ἰδὼν τὰς ἀποφάσεις τούτων,
ὅτι οὐ δυνατὸν ἐστὶν τούτους ἀπαλλαγῆναι,
μὴ θέλων, μὴ βουλόμενος, ἀλλ’ ὥσπερ δυναστείᾳ
ἐγένετον ὑπήκοος ταῖς τούτων συμβουλίαις·
προβλέπων δὲ τὸν θάνατον αὐτοῦ τὸν καθ’ ἡμέραν
καὶ διαλογιζόμενος τί μηχανὴν ποιῆσαι
-καθάπερ καὶ ἐποίησεν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος.
Λοιπὸν ἐν τῷ αἰγιαλῷ συντόμως καταβάντες,
ἐμβάντες εἰς πλοιάριον ἀπέπλευσαν ἐκεῖθεν,
μεσάσαντες τὸ πέλαγος μετὰ καλῆς εὐδίας.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοιούτους λόγους λέγει:

Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, καλὰ νὰ τὸ γνωρίσης,
ὅτι ἀποχωριζόμεθα τὴν σήμερον ἡμέραν,
ὡς τό ‘δα ἐψὲς στὸν ὕπνον μου, βλέπω το καὶ ἐξύπνου, 
ἐσυννέφιασεν ὁ οὐρανός, ἄνεμος θέλει ποίσει,

καὶ πρὶν νὰ σώση πρὸς ἡμᾶς νὰ μᾶς καταποντίση,
ποιήσωμεν τὰ πρέποντα ἐν ἐξομολογήσει.
Λοιπὸν ἐσὺ, κὺρ σύντεκνε, ὡς πρῶτος ὁποὺ εἶσαι,
ἐξομολόγησιν ὀρθὴν ποίησον κατὰ πρῶτον,
καὶ μετὰ ταῦτα δὲ ἐγὼ νὰ πῶ τὰ κρίματά μου,

καὶ ὕστερον ὁ γάδαρος  -ν’ ἀκούσωμεν ἀλλήλους,
τίς ἔχει πλέον πταίσιμον, νὰ κρίνωμεν τὸ δίκαιον,
νὰ δῆ ὁ θεὸς τὴν κρίσιν μας καὶ τὴν δικαιοσύνη
καὶ ἐλεήσαι καὶ ἡμᾶς ὡς πάλαι Νινευίτας·
ὡς Ἰωνᾶν ἐρρύσατο ἐκ κήτους τῆς κοιλίας,

ἐλευθερώσαι καὶ ἡμᾶς ἐκ τοῦ πικροῦ θανάτου“.

Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν μάλιστα ἐφοβήθη
καὶ τρόμος ὑπελάβετο αὐτὸν ὑπερβαλλόντως,
ὅλον μὴ γνοὺς τὸν δόλιον τρόπον τῆς ἀλωπέκου
μηδὲ τὸ ἐπιβούλευμα, ὃ ἦν κατὰ γαδάρου·
ὅμως δὲ λέγει πρὸς αὐτὴν ὁ λύκος εὐγνωμόνως:

Πρέπει τοῦτο, συντέκνισσα, { … }
καὶ νομοδιδασκάλισσα ἁπάντων τῶν πραγμάτων,
πρέπει ἐξομολόγησις νὰ γένηται, ὡς ἔφης,
ἐν συνειδότι καθαρῷ, γνώμῃ ἀνυποκρίτῳ“.

Λοιπὸν συνωμοφώνησαν ἐξομολογηθῆναι,
λέγουν: “Κι ἐσὺ, κὺρ γάδαρε, πῶς ἔναι ἡ βουλή σου,
πρέπει τοῦτο ποιήσωμεν ἢ νὰ χαθοῦμεν ὅλοι“;
Ἐκεῖνος δὲ ἀπέγνωσεν αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν
καὶ τὴν βουλήν του δέδωκεν ἐξομολογηθῆναι.
Λοιπὸν ὁ λύκος ἤρξατο τοῦ ἐξομολογεῖσθαι,
λέγει: “Ἐγὼ καὶ πρόβατα, βούδια καὶ μοσχάρια,
ἐλάφους καὶ γορούνια καὶ πάντα ὅσα εὕρω,
σκοτώνω τα καὶ τρώγω τα καὶ τ’ ἄλλα πάλε κρύβω
εἰς τὸ βουνὶν, εἰς τὸ κλαδὶν, αὔριον πάλε νά ‘χω.
Πλὴν ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν ὁποὺ ‘ναι τὸ τσιμάδι

καὶ κυλιοῦμαι παρευθὺς καὶ ἐξομολογοῦμαι,
καὶ γίνομαι καλόγερος, τὴν ράχην μου μαυρίζω,
γίνομαι μεγαλόσχημος, ἡγούμενον ὁμοιάζω,
καὶ μεταγνώθω τὸ κακὸν τὸ πολεμῶ εἰς τὸν κόσμον,
ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι ἁμάρτημαν νὰ ποίσω
“.

Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ τὴν ἀρετὴν τοσαύτην
ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσεν, καὶ ἐσυγχώρησέν τον
καὶ ἐδικαίωσεν αὐτὸν πρὸς τὴν ἐπίγνωσίν του.
Λέγει καὶ αὐτὴ πρὸς αὐτὸν ἐν ἐξομολογήσει
τὰ ταύτης πανουργεύματα καὶ τὰς διαβολίας
καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα τά ‘καμνεν εἰς τὸν κόσμον:

Ἐγὼ πάντα μου πολεμῶ νὰ κλέψω, μὴ νὰ ζήσω,
αὐτὸ μὲ καθωδήγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου·
μὰ τὴν ἀλήθειαν, ζῶ καλὰ, αὐθεντικὰ εἰς τὸν κόσμον:
πάντα χλωροφαγίαν τρώγω, πάντά ‘μαι χορτασμένη.

Εἰς τὰ κρυφὰ κλεψίματα καὶ τὰς πιδεξιοσύνας
ὁμοιάζω τὴν μητέρα μου, ἐκείνην τὴν ἁγίαν,
εἰς τὰ τσιληπουρδίσματα ὁμοιάζω τὸν πατήρ μου.
Τίποτα δὲν ἀπόμεινεν, ὅσά ‘ξευραν ἐκεῖνοι,

νὰ μὴ μὲ μαθητεύσουσιν, ὅλα νὰ τὰ ἠξεύρω·
ἐφεῦρα δὲ καὶ ἐγὼ πολλὰ οἴκοθεν γνώσεώς μου·
πολλά μὲ ἐθαυμάζονταν καὶ συνεχαίροντό μοι,
διότι ἐγέννησαν φυτὸν πολλὰ προτερημένον·

δι’ αὐτὸ καὶ μακαρίζω τους, ἐκείνους τοὺς γονεῖς μου.
Ὁ κόσμος καταρᾶται με ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας,
οἱ χῆρες οἱ πτωχούτσικες κλαίουσιν καὶ λυπῶνται,
πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάνας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου

πάντοτε βοηθοῦσι μὲ καὶ τὰ κακὰ γλυτώνω.
Πόσες φορὲς ἐγλύτωσα ἐκ τῶν ἀρχόντων τὰ σπίτια,
ὅτι ἔχουν σκύλους δυνατούς, νὰ μὴ μὲ θανατώσουν.

Καὶ μία χήρα ἄπορος, καλὰ οὐκ ἐθεώρειεν·
εἶχεν καὶ ὄρνιθαν χοντρὴ Κι ἐλάλειε τὴν Καβάκαν.
αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ ὡσὰν τῆς χήνας,
καὶ μετ’ ἐκείνην ἔτρωγεν Κι ἔπινεν κάθ’ ἡμέραν·
πρὸ πάντων δὲ ἐκάθετον ἐκ τὸ πολὺν τὸ πάχος.

Πολλὰ ἐπιβουλεύτηκα νὰ τῆς τὴ θέλω πάρει,
ἀλλὰ οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ πάρω τὴν Καβάκαν.
Λοιπὸν { … } | ἄκουσον τί ἐποῖκα. 
Ἐβλέπω, περιεργάζομαι, ἔχει κάτον ἡ γραῖα,

χοντρὸν κοτσάκιν κόκκινον, τὴν τρίχα μου ὁμοιάζει.
Ἔχει ἀγάπην εἰς αὐτὸ ὡσὰν καὶ εἰς τὴν Καβάκα,
τὸν κάτον διὰ τοὺς ποντικοὺς, τὴν ὄρνιθαν διὰ τὰ αὐγά της.
Καὶ μιὰν ἡμέραν ηὕρηκα ἄδειαν, ὡσὰν μὲ πρέπει.

Ὁ κάτος κάπου ἔλειπεν, καὶ ἐγὼ ἀντὶς τὸν κάτον
{ … } ἔρχομαι πρὸς τὴν γραῖαν,
καὶ μὲ ταπείνωσιν πολλὴν, μὲ ταπεινὸν τὸ σχῆμα.
Θωρεῖ ἡ γραιὰ πὼς ἔρχομαι, ἔχει το, κάτος ἔναι,

καὶ κράζει με ἡ ἄτυχος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ κάτου·
καὶ Πὄλειπες, Παρδίτση μου καὶ Ποῦ ‘σουν τόσην ὥραν;
Κι ἐβούλετον ἡ ἄτυχος, ἐκείνη ἡ λουλόγρια,
νὰ μὲ φαγίση τίποτες καὶ νὰ μὲ ὁμαλίση,

ὡσὰν εἶχεν συνήθιον ἡ γραῖα πρὸς τὸν κάτο.
Ἐγὼ καλοζυγώνω την καὶ πιάνω τὴν Καβάκα,
θωρεῖ ἡ γραῖα καὶ λέγει με: Τὴν ἀδελφή σου παίζεις;
Ἐγὼ δὲ τσαγκαρώνω την, ἐκείνην τὴν Καβάκα,

Κι ἐκείνη ἐνεφταράκισεν καὶ κάκα-κάκα λέγει·
σηκώνω την καὶ σύρνω την καὶ σήκωμαν οὐκ ἔχει,
ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθαν καὶ ἡ γραῖα ἀπὸ πίσω:
Παρδίτση μου, Παρδίτση μου, καὶ μὴ τὴν ἀδελφήν σου.

Ἐγὼ ὑπάγω στὸ κλαδὶν κι ἐκράτουν τὴν Καβάκα,
ἐκάθισα ν’ ἀναπαυτῶ, ν’ ἀκούσω καὶ τὴν γραῖαν·
πολλὰ ἐκείνη ἔκλαυσεν, μεγάλως ἐλυπήθην.
Πολλὰς κατάρας ἤκουσα ἀπὸ τὴν γραῖαν ἐκείνην·

πολλὰ μὲ κατηγόρησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Καὶ ἂν θέλω λέγει τὰ ἄκουσα καὶ ὅλα ὅσ’ ἀκούγω,
πόσο μελάνιν καὶ χαρτὶν νὰ σώσουσιν νὰ γράψω,
ὅ,τ’ ἔποικα καὶ πολεμῶ ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας;

Λοιπὸν τῆς γραίας μ’ ἔκαψαν οἱ λόγοι Κι οἱ κατάρες,
καὶ ἦλθα εἰς κατάνυξιν καὶ ἐνελογισάμην
τὰς ἁμαρτίας μου τὰς πολλὰς καὶ {τὰ} κακὰ τὰ ἐποῖκα,
καὶ ἀνεβαίνω εἰς τὸ βουνὶν, τάχα νὰ θέλω κλάψει,

πρὸς τὰ κακὰ τὰ ἔποικα νὰ σώσω τὴν ψυχήν μου,
καὶ δάκρυα οὐδὲν ἔχω καὶ σφίγγομαι ὀλίγο,
καὶ τὴν οὐράν μου κατουρῶ, τὰ ὀμμάτιά μου βρέχω,
καὶ εἰς τὰ ματοφρύδια μου κρεμάζονται οἱ κόμποι,

καὶ ὁμοιάζουν δάκρυα καὶ ἔχω μέγα θάρρος,
ὅτι ὁ θεὸς τὰ δάκρυα περὶ πολλοῦ τὰ ἔχει“.

Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν κατάνυξιν τοσαύτην
καὶ τὴν ἐξομολόγησιν τὴν καθαρὰν ἐκείνην,
ἐθαύμασεν τὴν σύνεσιν, μεταβολὴν τοσαύτην,
καὶ ὑποδέξατο αὐτὴν καὶ ἐσυγχώρησέν την,
λέγων καὶ ταῦτα πρὸς αὐτήν: “Κυρία μου ἁγία,
τὸν Μανασσῆν ἐνίκησας, τὴν πόρνην ἐμιμήσω,
καὶ γέγονας σὺ ὅμοιος πάλε ὥσπερ ἐκείνους,
ὁσία μου, ἁγία μου καὶ δεδικαιωμένη,
καλότυχη, καλόμοιρη καὶ δεδικαιωμένη,
{ … } κλαδὶν τῆς παραδείσου,

νὰ ἔτυχα καὶ ἐγὼ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου.
Ὄντως, κυρὰ συντέκνισσα, ἡ ἀρετή σου αὕτη
ὑπὲρ ἐμὲ ἐγένετον, εἶσαι συγχωρεμένη
“.

Λοιπὸν οἱ δυὸ ἠστάθησαν, συγχώρησιν ἐποῖκαν,
λέγουσιν καὶ τὸν γάδαρον: “Εἰπὲ Κι ἐσὺ, καλέ μου,
μηδὲν τὴν κρύψῃς ἀφ’ ἡμῶν, τῆς ἀληθείας λόγον“.
Ὁ γάδαρος ἐστέναξεν ἐκ μέσης τῆς καρδίας
καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει:

Ἐκεῖνος ὁ ἀφέντης μου ἐβαρυφόρτωνέ με
μαρούλια καὶ λάχανα καὶ ἄλλα τὰ τοιαῦτα,
Κι ἐγὼ ἀπὸ τὴν πεῖνάν μου { … },

ἐγύριζα τὸ στόμα μου Κι ἐμπουκωνόμην φύλλον·
ἀλλότε μόλις ἔσωνα Κι ἐμπουκωνόμην φύλλον,
καὶ ἀλλότε οὐκ ἔσωνα, καὶ ἐκοπάνιζέ με,
μὲ ρέκλαν στραβοδίκωλον τὸ κωλοκούκουρόν μου,

Κι ἐβέργιζεν ὁ κῶλος μου καὶ ἐσυχνοπορδοκόπουν.
Τιμὴ νὰ ἔχετε, ἀφέντες μου, αὐτὰ μὲ ἐπολέμαν
ἐκεῖνος ὁ αὐθέντης μου Κι ἐπεδυνάμουν τόσον,
ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖναν μου δύναμιν οὐδὲν εἶχα

καὶ τὸ βαρὺν τὸ φόρτωμαν κι ἀπὸ τὸ δόσμαν κροῦσμαν
ἔτρεμαν τὰ ποδάρια μου, ἔτρεμεν τὸ κορμί μου, |
καὶ συχνοεκοντύλιζα Κι ἐβούλομουν νὰ πέσω.
Κι ἐγὼ ἀπὸ τοῦ φόβου μου νὰ μὴ μὲ θανατώση,

{οἱ μύξαις νεῦρα ἐγίνονταν}, ὡσὰν τὸ λέγει ὁ μῦθος.
Λοιπὸν ὡς εἶδεν ὁ θεὸς τοσαύτην καταδίκην
τὴν γενομένην εἰς ἐμὲν ἐκ τὸν πικρὸν ἀφέντην,
ἐλέησέ με ὁ θεὸς καὶ ἐξαπόστειλέ σας,

τοιούτους ἄρχοντας καλοὺς πρὸς τὴν ἐλευθερίαν μου.
Εὐχαριστῶ οὖν τὸν θεὸν καὶ τὴν ἀντίληψίν σας,
ὅτι καὶ παίδευσιν καλὴν θέλετε μὲ παιδεύσει
καὶ γράμματα καὶ διδαχὴν, Κι ἐγὼ πάλε ὡς δοῦλος

εἰς ὅ,τι μὲ ὁρίσετε γοργὸν νὰ τὸ πληρώσω“.

Ταῦτα ἔλεγεν ὁ γάδαρος ὡς φρόνιμος ὁποὺ ‘τον,
μὴ νὰ γλυτώση ἀπ’ αὐτοὺς τάχα ἐν ὑποκρίσει.
Ἡ δὲ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ, ἡ δολιοπανοῦργος,
λέγει τὸν γάδαρον εὐθὺς μὲ ἀπειλὴν μεγάλην·
Τί τσαμπουνίζεις, γάδαρε, καὶ τί στραβοκωλίζεις;
Στάσου ὀμπρός μας σύντομα καὶ ἐξομολογήσου,
καὶ πέ μας τὴν ἀλήθειαν, ὅσας κλεψίας ἐποῖσες.

Ἄφες τὰ τσαμπουνίσματα αὐτὰ τὰ τσαμπουνίζεις,
αὐτὰ σκατά, πηλὰ εἶναι καὶ ψεματολογίες.
Οὐ στέργομεν, οὐ θέλομεν τοιαύτας διηγήσεις“.

Τότε ἰδὼν ὁ γάδαρος καὶ ὅλως ἀπελπίσας
καὶ πρὸς αὐτὰς φθεγξάμενος τοιαῦτα ἀναφέρει:
Καλὰ νὰ τὸ ἐγνωρίσετε, ἀφέντες ἐδικοί μου,
ἀπὸ τὸ μαρουλόφυλλον ἐκεῖνον, ὅσον εἶπα,
ἄλλον οὐδὲν ἐπίσταμαι, ὁ Κύριος τὸ βλέπει“.
Ἀκούσας δὲ ἡ πονηρὰ ἀλώπηξ οὕτως ἔφη:
Καὶ τί ἄλλον ἁμάρτημαν χειρότερον στὸν κόσμον“;

Ὅμως ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ ἀποκτεῖναι τοῦτον.
Ὁ γάδαρος δὲ θεωρῶν αὐτῶν τὰς πανουργίας,
τὰς ἀδικίας τὰς αὐτῶν καὶ τὰς διαβολίας,
εἰς ἑαυτὸν ἐνόησε ποιῆσαι πρᾶγμα ξένον,
ἐπαινετὸν καὶ ἀκουστόν, ὡς ἔδειξεν τὸ τέλος.
καὶ τί ἐμηχανήσατο, ἄκουσον καὶ θαυμάσεις,
καὶ πῶς ἐπιβουλεύεται καὶ τί ποιεῖ πρὸς τούτους.

Λέγει: “Τὸ δίκαιον θωρῶ, κατὰ τὸ πταίσιμόν μου
προκεῖται μοι ὁ θάνατος, ὡς πέφυκεν ἡ κρίσις.
Λοιπὸν πρὶν τοῦ θανάτου μου τὸ τάλαντον οὐ κρύψω,

μήπως καὶ κολασθήσομαι ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ.
Ὄπισθεν εἰς τὸν πόδαν μου χάρισμα ἔχω μέγαν,
παρὰ θεοῦ δεδώρημαι τοῦτο, οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων.
Θέλω γοῦν δεῖξαι τὸ χρυσοῦν τὸ πέταλον, ὃ ἔχω,

καὶ ὅστις μόνον τὸ ἰδῆ, τὸ πέταλον, ὃ ἔχω,
πρὶν τοῦ θανάτου μου ἰδεῖν, χάριν πολλὴν λαμβάνει.
Ἀκούει, βλέπει καὶ μακρὰ ἡμέρας τρεῖς καὶ πλέον,
καὶ τοὺς ἐχθρούς του βλέπει τους, ἀκούει τί λαλοῦσιν,

καὶ πῶς ἐπιβουλεύονται, τί θέλουσιν νὰ ποίσουν“.

Ἀκούσας δὲ ἡ ἀλουποῦ, μὴ γνοὺς τὴν πονηρίαν,
τὴν τοῦ γαδάρου, παρευθὺς τὸν σύντεκνόν της λέγει:
Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, τὸ χάρισμαν ἐτοῦτο
γοργὰ ἐπιμελήσου το καὶ ἀπ’ ἐσὲν μὴ λείψη,
τοιαύτη χάρις θαυμαστὴ νὰ μὴν χαθῆ ἐκ τὸν κόσμον,
ὅτι ἔχεις ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποὺ κακὸν σοῦ θέλουν” .

Ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλουποῦς τοὺς λόγους,
καὶ πᾶσαν τὴν συγκρότησιν ἐπίστευσεν εὐθέως,
καὶ λέγει πρὸς τὸν γάδαρον: “Γάδαρε, δεῖξε μέ το“.
Καὶ λέγει ὁ γάδαρος εὐθὺς: “Μετὰ χαρᾶς, αὐθέντη.
Ἀνέβα εἰς τὸ πόδωμα Κι ἐκεῖ νὰ σὲ τὸ δείξω,
καὶ κάτσε ἀνακούρκουδα, καὶ τὰ ἐμπροσθινὰ σου πόδια

μηδὲν πατῆς στὸ πόδωμαν ἐπάνω οὐδεόλως·
ἄνοιξε τὰ ὀμμάτια σου, γρύλλωσ’ τα ὅσον ἔχεις,
μὴ πάγη τὸ κεφάλι σου ἐδῶθες ἢ ἐκεῖθες,
ὁ κῶλος σου ἂς κάθεται στὸ πόδωμαν καὶ μόνον,

καὶ λέγε {Κύριε ἐλέησον, Κύριε, συμπάθησέ με,
Κύριε, δός με χάρισμα ἐκεῖνο, τὸ γυρεύω“.

Ταῦτα ἐκομπολόγησε ὁ γάδαρος ἐκεῖνος,
τὸν λύκον, καὶ ἐποίησεν καθὼς τὸν ὀρδινιάσεν,
ἀνέβην εἰς τὸ πόδωμαν ὁ λύκος καὶ ἐκάτσεν,
-καλὰ τὸν ἐκατέστησεν στὸν ποῦντον, ὅπου πρέπει-
γρυλλώνει ὁ λύκος νὰ ἰδῆ τὸ πότε νά ‘λθη χάρις,
ὅταν ἰδῆ τὸ πέταλον ἀντάμα μὲ τὴν χάριν.
Ὁ γάδαρος βολίζει τον, τσιληπουρδᾶ καὶ κροῦ τον
μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν, ὅσον καὶ ἄν ἐδυνήθην,
καὶ ἐκτύπησέ τον μὲ θυμὸν καὶ ἐχαρβάλωσέ τον.
Ἐ|ν πρώτοις τὸν ἐρόντζεψεν στὴν μέσην τοῦ πελάγους.
Eὐθὺς βάνει τὸν φώναρον καὶ ἐξεματσουκώνει
καὶ σφυροκατουρεῖ συχνὰ καὶ συχνοπορδαλίζει,
σηκώνει τὴν οὐράκλαν του, ἀνοίγει καὶ τὸ στόμα,
καὶ οὐριάζει δυνατά καὶ τσινᾶ κι ἐξοίκισεν τὸν κόσμον,
γυρεύει καὶ τὴν ἀλουποῦ μὴ νὰ τὴν κουκουδώση.
Ἡ ἀλουποῦ τὸ νὰ ἰδῆ τὴν ἀπειλὴν ἐκείνην,
ἐκρήμνισεν καὶ ἔδωκεν στὴν θάλασσαν ἀπέσω.

Ἐπῆραν την τὰ κύματα, στὸν λύκον τὴν ἐπῆγαν·
ὁ λύκος δὲ κατὰ λεπτὸν τὴν ἀλουποῦ ἐρώταν·
λέγει: “Καὶ τί μὲ ἐρωτᾶς καὶ τί μὲ συντυχαίνεις;
Ὁ θεὸς μᾶς ἐλευθέρωσεν νὰ μὴ μᾶς θανατώση.
Ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβαλεν ὡσὰν ἀπελατίκι,

μακρὺν, χοντρὸν καὶ ἔμπροσθεν εἶχεν ὡσὰν καπάσι.
Ἀλὶ τὸν δώση μία φοράν, ζωὴν ποσῶς οὐκ ἔχει.
Ἐγύρεψεν Κι ἐμὲν πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώση,
πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου

ἔσωσάν με καὶ ἐγκρεμνίστηκα στὴν θάλασσαν ἀπέσω
Κι ἐγλύτωσα τὴν συμφορὰν ἐκείνην ὅση εἶδα,
καὶ πλέα μὴ δοῦν τὰ μάτια μου τοιαύτην καταδίκην“.

Ὁ λύκος δὲ τὴν ἀλουποῦ πάλιν ἐξανερώταν:
Εἰπέ μοι, κυρὰ συντέκνισσα, καλὰ μὲ τὸ ξηγήσου,
τὸ μπουσδουγάνι πού τὸ ‘χεν Κι ἐγὼ οὐδὲν τὸ εἶδα“;.
Λέγει: “Ἂν τό ‘χες δεῖν, κὺρ σύντεκνε, ἐκ τὴν κοιλίαν του ἐξέβην,
ὁμοιάζει ἡ κοιλία του ἔχει ἀρματοθήκη,
ματσούκας καὶ κοντάρια, χοντρὰ ἀπελατίκια,
σκλόπους, λουμπάρδας, βόλια, δισάκια γιομάτα·
ἀνακαράδες βουκινεῖ, χοντρὰ ἀπελατίκια,
συρλάδες καὶ τὰ μπίφαρα, ἀνακαρὰν τὸν μέγαν,

καὶ βούκινον ὁπὄδωκεν Κι ἐξοίκισεν τὸν κόσμον,
{ … } καὶ ἄλλα πλέα εἶδα,
τὰ ὅποια ἀλησμόνησα ἀπὸ τὴν ζάλισίν μου“.

Λέγει: “Ἐγὼ, κυρὰ συντέκνισσα, { … } νὰ ἠξεύρης
ὅτι ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν τὴν κοπανέαν ἐκείνην,
τὴν δολερὰν καὶ τὴν πικρὰν καὶ τὴν θανατηφόρον,
εὐθὺς ὡσὰν μ’ ἐκτύπησεν μέσα εἰς τὸ τσακάτι,
ἐφάνη με, ὁ οὐρανὸς ἐχάλασεν ἐπάνω

καὶ ἤστραψεν Κι ἐβρόντησεν Κι ἐχάλασεν ὁ κόσμος,
τὰ μάτιά μου ἔστραψαν ὡσὰν τοὺς τσιμπιλίδας,
ὁ μυελός μου ἐτρόμαξεν καὶ τὸ κορμί μου ὅλον,
καὶ ἐγενόμην τρομικὸς ἐκ τὸν πολὺν τὸν φόβον,

καὶ βλέπεις με, συντέκνισσα, μὲ τό ‘να μάτιν εἶμαι,
μὲ τό ‘να μάτι σὲ θωρῶ, καὶ τ’ ἄλλ’ οὐδὲν σὲ βλέπω.
Ὅμως ἐγὼ ἐθάρρεσα, κυρά μου, εἰς ἐσένα,
νὰ μὴ σὲ λάθη τίποτε εἰς ὅλην σου τὴν γνῶσιν,

καὶ οὐ περιεργάστηκα τούτου τὴν πονηρίαν“.

Ὑπολαβὼν ἡ ἀλουποῦ τὸν λύκον ταῦτα λέγει:
Ἀφέντη μου, κὺρ σύντεκνε, νὰ πῶ τὴν ἀφεντία σου,
ἡ γνῶσις ἔναι πανταχοῦ, στὸν κόσμον ἐσπαρμένη.
Καὶ τί ἂν ἔναι γάδαρος καὶ περιφρονημένος;
Εἶδε τὸν θάνατον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβουλίαν
καὶ ἀδικίαν δόλιον καὶ τὴν συκοφαντίαν,
χωρὶς νὰ πταίση τίποτες ἄξιον καταδίκης,

ἡμεῖς ἐδιεκρίναμεν αὐτοῦ τὸν θανατῶσαι.
Καὶ ὁ θεὸς ἰδὼν αὐτοῦ τὴν ταπεινοφροσύνην
ἐδῶκεν τον καὶ φρόνεσιν, ἐδῶκεν τον καὶ γνῶσιν,
ἵνα γλυτώση ἀφ’ ἡμῶν μὲ τὴν προτίμησίν του.

Οὐ μόνον δὲ ἐγλύτωσεν, ἀλλὰ χαρβάλωσέν μας,
καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ ἐντροπίασέ μας“.

Ὕστερον δὲ καὶ ἐπαρηγορήθησαν μετὰ αἰσχύνης πλείστης,
πολλὰ δὲ ἐσυντύχασιν λόγια πρὸς ἀλλήλους,
καὶ ὕστερον ὠμόσασιν γάδαρον μὴ συντύχουν,
μηδὲ καταφρονήσωσιν ὡς περιφρονημένον.
Ἀλλὰ καὶ ὄνομα αὐτοῦ ἔστησαν νὰ τὸν λέγουν,
ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὸ ἐξῆς νικὸν νὰ τὸν λαλοῦσιν,
καὶ πλέον γάδαρον αὐτὸν ποσῶς μὴ τὸν εἰποῦσι,
ἀλλὰ νικὸν ἂς τὸν λαλοῦν: “Ὅτι ἐνίκησέν μας,
τὸν λύκον καὶ τὴν ἀλουποῦ, καὶ ἐθανάτωσέ μας.
καὶ μυριοεντροπιάσεν μας { … },
καὶ ἐτύφλωσεν κι ἐποῖκέ μας μυριοκιντυνεμένους.
Μὲ γνῶσιν καὶ ταπείνωσιν ἐκομπολόγησέ μας
καὶ ἔποικέν μας ἄπρακτους καὶ κατεσβόλωσέν μας
“.

Χαρὰς ἐσέν, κὺρ γάδαρε, μὲ τὴν προτίμησίν σου,
τὸ πάρεον ἐκέρδισες καὶ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου·
ὦ γάδαρε, κὺρ γάδαρε, πλεὸν γάδαρος οὐκ εἶσαι,
νικὸν ἂς εἶσαι ἀπὸ τοῦ νῦν, Νικήτα νὰ σὲ λέσιν.

Λοιπὸν ὅσοι τὸ ἀκούσασιν καὶ ὅσοι τὸ ἀκούγουν:
διὰ τὴν τιμήν σας, γάδαρον ποσῶς μὴ τὸν εἰπῆτε,
καθὼς καὶ ἐπεκράτησεν, τινὲς καλοὶ ἀνθρῶποι
-ὡσὰν τὴν ἀφεντίαν σας- γάδαρον δὲν τὸν λέγουν,
ἀλλὰ Νικήτα καὶ νικόν, ὅσοι τὴν γνῶσιν ἔχουν.

Τέλος του Γαδάρου
___________________________

Εισαγωγή

     Ομαδικό πορτραίτο μ’ ένα γάδαρο. Η Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις χαρίης κι ο λογοτεχνικός της χαρακτήρας. Εκδίδεται κριτικά η Φυλλάδα του Γαδάρου ήτοι Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του κειμένου, ο εκδότης πραγματεύεται σειρά θεμάτων, όπως η ελληνική εκδοτική παραγωγή της Βενετίας στις αρχές του 20ου αι., η φιλολογία με τα ζώα στον αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό και το μεσαιωνικό κόσμο, ο κύκλος των δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών που έχουνε πρωταγωνίστρια την αλεπού, οι κοινωνικές τάξεις που αντιπροσωπεύουν τα τρία ζώα του ποιήματος, οι πηγές του, η κειμενική του παράδοση, η ένταξή του στη κρητική γραμματεία της Αναγέννησης, ο τιμητικός τίτλος “Νίκος” που αποδίδεται στον γάιδαρο, η σχέση της Φυλλάδας με το Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου κι η γλωσσική μορφή της. Η έκδοση συνοδεύεται από κριτικά κι ερμηνευτικά σχόλια και γλωσσάρι.

                                2. Ιστορικό της “Φυλλάδας

     Είναι κι αυτός ένας μύθος που βρίσκεται στον κύκλο των Δυτικοευρωπαϊκών παραμυθιών, με πρωταφωνίστρια τη πονηρή, υποκρίτρια και χωρίς ηθικό φραγμό, Αλεπού, με σκοπό να σατιριστούνε παρόμοιοι τύποι ανθρώπων κάθε καιρού και τόπου. Κυκλοφορούσαν από παλιά κα στην Ιταλία. 3 τουλάχιστον Ιταλοί μας λένε το μύθο της Φυλλάδας -διαφορετικό φυσικά: ένας ανώνυμος στο Novelliere Antico (μύθος 91), ο Stefano Guazzo στους Διαλόγους του κι ο Scipio Ammirato στις Παροιμίες του. Αξιοπρόσεκτο πως και στις 3 περιπτώσεις είναι πάντα 3 ζώα, Αλεπού, Λύκος και Μούλα και πάντα το θύμα τελικά θριαμβεύει. Έτσι και στη Φυλλάδα μόνο που εδώ τη θέση της Μούλας, παίρνει ο… Γάδαρος μιας κι ήτανε πιο συνηθισμένο ζώο στη Κρήτη.
     Επίσης, πολύ μεταγενέστερα, ο Μathurin Regnier, έγραψε σάτιρα με παρόμοιο θέμα κι ο Jean de La Fontaine, μεταγενέστρος του Ρενιέ, στήνει 2 σχετικούς μύθους: τον 8ο του 5ου βιβλίου και τον 17ο του 12ου βιβλίου των μύθων του. Υποθέτουμε πως πηγές και των 2 υπήρξαν οι ίδιες με του Ανώνυμου που έστησε υο Συναξάριον Του Τιμημένου Γαδάρου. Επίσης υπάρχουνε στοιχεία της Φυλλάδας και στο Ασχημόπαπο του Andersen. Σίγουρα θα υπάρχουνε κι άλλα, μα και τα λίγα αυτά και μόνο δείχνουν αρκετά τη διάδοση και του μύθου και -κυρίως αυτό- την έντονη ανάγκη στο να σατιριστεί, να καυτηριαστεί, βγαίνοντας από μέσα τέτοια κατάσταση -και που δε μπορούσε να ειπωθεί αλλιώς συνεπεία φόβου ή τυχόν αντιποίνων. Γιατί κάτω από τα 3 πρόσωπα αναγνωρίζει κανείς εύκολα τις 3 μεγάλες μεσαιωνικές τάξεις: ευγενείς, κλήρος και πλέμπα. Έτσι, ανώδυνα εμφαίνεται η αυθαιρεσία των 2 ζώων στο 3ο.
     Το αντίτυπο αυτό εδώ το οφείλουμε στον κύριο Στέφανο Ξανθουδίδη, -τον πατέρα της κρητολογίας- και τη πλούσια βιβλιοθήκη του που κληροδότησε στο Μουσείο Ηρακλείου. Το στιχούργημα αυτό δεν είναι πρωτότυπο, αλλά αποτελεί διασκευή ενός προγενέστερου έργου, του Συναξάριου του τιμημένου γαδάρου. Η γλωσσική μορφή του συναξάριου το τοποθετεί πολύ πριν από το 1500. (Ο Κώστας Θρακιώτης μάλιστα το τοποθετεί πριν το 1204 κι όχι ειδικά στη Κρήτη) κι είναι μάλλον άτυχο κατασκεύασμα. Ο Λευτέρης Αλεξίου γράφει σχετικά:

   “Στο Συναξάρι, όπως και στο Δελλαπόρτα, βρίσκομε πρωτόγονη στιχουργική, που μας θυμίζει κάπου-κάπου τ’ ανεξέλιχτα βυζαντινά 15σύλλαβα στιχουργήματα. Με τη διαφορά πως ο Δελλαπόρτας είναι λόγιος, ενώ ο ποιητής του Συναξάριου περισσότερο λαϊκός στιχουργός με μέτριο τάλαντο. Από αδεξιότητα κι αστάθεια γούστου ανακατεύει, όπως του έρχεται βολικό, αρχαϊκά και συγκαιρινά του γλωσσικά στοιχεία. Καταφέρνει όμως κάπου-κάπου να βρίσκει ζωντανές εκφράσεις, γεμάτες χιούμορ, μες στο τυχαίο μάλλον συνταίριασμα των 15 συλλαβών. Δεν του λείπουν κάπου-κάπου κι ολόκληροι στίχοι με αξία κι εκφραστικές εύρεσες πετυχημένες, που, καθώς είπα, ο διασκευαστής της Φυλλάδας τις παίρνει αυτούσιες, δείχνοντας το φίνο γούστο του. Ο τελευταίος είναι επιδέξιος στιχουργός, έχει γούστο ποιητικό και δε λείπει ούτ’ απ’ αυτόν το πηγαίο χιούμορ. Δε θα υποστηρίξουμε πως η στιχουργική της Φυλλάδας βρίσκεται στο επίπεδο εκείνης που συναντάμε στην Ερωφίλη και στο Ρωτόκριτο. Τη πλησιάζει όμως κι ίσως την προετοιμάζει“.

     Οι ποιητές που καταπιάνονται με θρησκευτικά θέματα την εποχή αυτή είναι ελάχιστοι και το έργο τους είναι μετριότατο, σε. σύγκριση με τα λαϊκά έργα της εποχής.

========================

 Γαδάρου Λύκου Κι Αλουπούς Διήγησις Χαρίης

Άρχοντες, να γρικήσετε, α θέλετε, δαμάκι
ο λύκος με την αλουπού πώς έπιαν το φαρμάκι,
πώς ήτονε η αφορμή, πώς εκαταπιαστήκαν
και τι νοβέλα πάθασι και πώς εντροπιαστήκαν
σαν φαίνεται, ο γάδαρος ο καταφρονεμένος,
πάντοτε κακορίζικος και παραπονεμένος,
σ’ αφέντη έλαχε κακόν, λωβόν και ψωριασμένον,
πτωχόν και κακομάζαλον, πολλά δυστυχισμένον.

Ποτέ του δεν εχόρτασε, ποτέ ουκ αναπαύτη,
νύκτα-ημέρα δέρνεται στον κήπον για να σκάφτει
Πάσα πουρνόν εφόρτωνε τον γάδαρον εκείνον
κι εις το παζάρι επήγαινε κι αυτείνος μετά κείνον
Λάχανα τον εφόρτωνε, αντίδια και μαρούλια,
πράσα, ραπάνια, κάρδαμα, κρεμμύδια και γογγύλια.

 Άχυρον δεν του βρίσκετον, κριθάρι δεν ‘ποτάσσει
να δώσει του γαδάρου του να φάγει, να χορτάσει
Τα λάχανα καθάριζε και τόριχνε τα φύλλα
κι όνταν εσκόλα το βραδύ, εφόρτωνέ τον ξύλα.
Κι από τον κόπον τον πολύν, την δούλεψιν την τόση,
κι εκ τες ξυλές οπού ‘ παιρνε, ώστε να ξεφορτώσει,
ατύχεψεν ο γάδαρος και πλέα δεν ημπόρει
κι από την ψώρα την πολλήν σαμάρι δεν εφόρει.

Χειμώνα δεν εδύνετον ουδέ το καλοκαίρι
ουδέ για ξύλα να υπά ουδέ νερό να φέρει.
Και μια Λαμπρά, την Κυριακή, τάχα λυπήθηκέ τον,
και πιάνει και ξεστρώνει τον, έλυσε κι άφησέ τον
να πα να περιβοσκηθεί, καμπόσο ν’ ανασάνει,
να φα κλαδί από δενδρό κι από την γην βοτάνι,
να πέσει και να κυλιστεί, το στόμα του ν’ αφρίσει,
να φα και χόρτον λιβαδιού, να πιεί κι από την βρύση.

Στην μιαν μεριάν του λιβαδιού ήτονε δάσος μέγα
κι ο λύκος με την αλουπού ερχόντησαν κι ελέγαν:
Ίντα βουλή να κάμομε, τι στράτα να κρατούμε,
καλόν κυνήγι να ‘βρομε σήμερον να γευτούμε“;

Τότε οι δύο συβάστησαν και συντροφιάν εκάμαν
και μέρα-νύκτα ‘μόσασι να περπατούν αντάμα
Λέσιν: “Ας δράμομε, λοιπόν, εις το λιβάδι ας πάμε,
α λάχει να ‘βρομε εκεί κυνήγι για να φάμε“.
Και παρευθύς εκίνησαν στου λιβαδιού την στράτα
κι η αλουπού στοχάζετον, λέγει: “Καλά μαντάτα!
Κυρ σύντεκνε, μου φαίνεται να’  ναι καλό κυνήγι
ο γάδαρος κι ας δράμομεν γλήγορα, μη μας φύγει“.

Ο γάδαρος το γρίκησε, στέκει, αναστενάζει,
γυρεύει λόγια να τους πει, ένα τ’ αλλού να μοιάζει.
Στέκει, διαλογίζεται πώς να τους ταπεινώσει
και λέγει τότε μέσα του:: “Τώρα να παίξ’ η γνώση!”
Λοιπόν, αυτοί εσίμωσαν με την ταπεινοσύνη
και με πολλήν γλυκότητα και με την καλοσύνη
και χαιρετούν και λέσι του: “Κυρ γάδαρέ μου, γεια σου,
χίλια καλώς ευρήκαμε εδώ την αφεντιά σου.
Έλα να πάμε εις το σκιο να πάρεις λίγ’ αέρα,
ν’ αναπαυτείς, να δροσιστείς κι εσύ καμιάν ημέρα.
Αντάμα να μιλήσομε, ομάδι να γευτούμε
κι αγάλι ‘γάλι εις το σκιο την στράτα να κρατούμε
κι εις ένα σπίτιν όμορφον να πα να κοιμηθούμε
και το ταχύ με την δροσιά πάλι να σηκωθούμε“.

Πολλά αυτοί επάσχισαν μηνα τον εξεβγάλουν,
για ν’ ακλουθήσει μετ’ αυτούς, στο σπήλιο να τον βάλουν
Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος το πώς τριγύρου στέκουν
και τι λαλούσι προς αυτόν και πώς τον παραστέκουν,
εννόησεν, ως φρόνιμος, και βαριαναστενάζει
και πώς να κάμει μετ’ αυτούς στέκει και λογαριάζει.

Λέγει: “Ζώον ταλαίπωρον είμαι εγώ του κόσμου,
οπού με ταλαιπώρησεν αφέντης ο δικός μου
Απάνου μου ουδέν βαστώ σάρκα, αλλ’ ουδέ αίμα,
-ομνέω σας αλήθεια και δεν σας λέγω ψέμα-
και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,
ουδέ γιατρός, ωσάν γρικώ, θέλει με ωφελέσει“.
Ταύτα ‘ λεγεν ο ταπεινός, τάχατες για να πάγουν,
για να γλυτώσει απ’ αυτουνούς, μήπως και τονε φάγουν.

Και πάλι λέγει: “Άρχοντες, να πω της αφεντιάς σας,
εγώ αγαπώ κι ορέγομαι να ‘ χετε την υγειά σας,
γιατί θωρώ το κάλλος σας, την ωραιότητά σας,
την καλοσύνην την πολλήν και την γλυκότητά σας,
και θέλω να γλυτώσετε, να ‘χετε την ζωή σας,
να πάτε στα σπιτάκια σας καλά με την τιμή σας
Και φύγετε ογλήγορα, ‘τι αφέντης μου βιγλίζει
και με ζαγάρια και σκυλιά το δάσος τριγυρίζει
Όταν θελήσει να εβγεί να πα να κυνηγήσει,
δεν βρίσκετ’ άλλος κυνηγός ομπρός του να νικήσει,
γιατί έναι μέγας κυνηγός, μέγας περδικοπιάστης,
κι ανέν και πεις και φύγεις τον, βλέπε ότι ‘λαθάστης
Όντα τον πάρουν άρχοντες για να περιδιαβάσουν,
τα όρη όλα τρίβονται, τα δάση συντρομάσσουν,
γιατί έχει σκύλους δυνατούς, έχει και την ανδρεία,
σκύλους χοντρούς, λαγωνικά, από την Λουμπαρδία
Πέτονται ως οι γέρακες, ως αετοί γυρίζουν,
λοντάρια, λύκους και θεριά, όσα ‘βρουν, τα ξεσκίζουν
Και όταν θέλει να βαλθεί να πιάσει το δοξάρι,
οι λύκοι κι όλα τα θεριά τρέμουσι σαν το ψάρι“.

Ταύτα ‘ λεγεν ο γάδαρος, μήνα τους φοβερίσει,
να βρει κι αυτός την άδεια του για να παραμερίσει
Η δ’ αλουπού η πονηρά, η δολιοπανούργος,
πάντα λογίζεται κακά ωσάν εχθρός κακούργος
Τα λόγια δεν της έλαθαν εκείνα του γαδάρου
και με θυμόν και μάνητα λέγει του μονοτάρου:

Εδά θωρώ, κυρ γάδαρε, βάν’ η ψυχή μου χέρι
κι οργίζεταί σε περισσά σαν το κακόν μαχαίρι
Μηδέν ξυλοσοφείς πολλά, ότι χωριάτης είσαι,
στέκου αυτού και σώπαινε, ωσάν χοντρός οπού ‘ σαι
Μηδέν θαρρείς, κυρ γάδαρε, ότ’ είμεστεν εργάτες
από κεινούς τους άγροικους και τους κακούς χωριάτες
Εγώ ‘μαι αστρονόμισσα, εγώ ‘μαι και μαντεύτρα
και του κυρ Λέου του Σοφού εγώ ‘μουνε μαθεύτρα
Εγώ ‘ μαι διδασκάλισσα του λόγου και του μύθου
κι αυτόν τον νομοκάνοναν ηξεύρω τον εχτήθου
Κι εσύ γελάς μας φανερά ομπρός στο πρόσωπόν μας,
που θέλομε να σ’ έχομεν εδώ για ‘πίτροπόν μας
Μα την αλήθεια, πρέπει σου να παιδευτείς μεγάλως,
γιατί δεν έχεις σύστασιν απάνου σου ουδέ κάλλος
Αλλ’ επειδή ‘σ’ απαίδευτος, ως φαίνεται το πράμα,
το πως δεν έχεις φρόνεσιν ουδέ κατέχεις γράμμα,
συμπάθιο πρέπει το λοιπόν να ‘ χεις διά την ώραν
-γιατί βρισκόμεσθεν εδώ πολλά σιμά στην χώραν
Λέγω σου γουν από του νυν μάθε να συντυχαίνεις
και τίμα τους καλύτερους, όπου και αν λαχαίνεις
Ψέμα μηδέν ειπείς ποτέ, αλήθεια λέγε πάντα,
να έχεις και προτίμησην κάλλια παρά τα πάντα.

Θωρούμε καλορίζικος, καλή την τύχην έχεις
και μετ’ εμάς ηυρέθηκες, κάμε να το κατέχεις,
να περπατήσεις μετά μας, ν’ αναπαυτείς, να ζήσεις,
την συντροφιά μας την καλήν τότε να την γνωρίσεις,
να σε χειροτονήσομεν να ‘σαι αποκρισάρης
και μετ’ εμάς να περπατείς, πολλήν τιμήν να πάρεις,
εις την βουλήν μας να χωρείς, εις όλα μας να πράξεις,
ανέν και σφάλομεν κι εμείς, εσύ να μας διατάξεις
Ανέν κι εσύ μαθητευθείς να ‘ σαι διά τιμή μας,
χαρά σ’ εσέν, χαρά σ’ εμάς και με τον μαθητή μας
Και να περάσομεν ομού την θάλασσαν αντάμα,
να πάμε στην Ανατολήν, να ‘ βρομε πάσα πράμα,
να ντύσομε τα στάμενα ετούτα που βαστούμε
και μέσα μας το διάφορον να το διαμοιραστούμε“.

Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος τας αποφάσεις τούτων,
στανέο του ακλούθησε ως φρόνιμος οπού ‘τον
Προβλέπει και τον θάνατον κι έλεγε καθ’ ημέρα:
Όνταν ετούτοι μ’ εύρασι, ήτον καημέν’ η ώρα“.
Κι οι τρεις τους εις την θάλασσαν αντάμα κατεβήκαν
και βάρκα εγυρέψασι, πάραυτες την ηυρήκαν

Μέσα σ’ αυτήν εμπήκασιν, όχι για να ψαρέψουν,
μα πέρα στην Ανατολήν να παν να ταξιδέψουν
Ευθύς εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν,
και μαζωκτήκαν και οι τρεις, στην πρύμην ανεβήκαν,
κι εκεί βουλήν εποίκασι να ρίξουσι μπαλότα,
διά να κάμουν ναύκλερον, να ποίσουν και ‘ποδότα.

Λοιπόν, ο λύκος να γενεί ναύκλερος του τυχαίνει,
‘ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει
Τον λύκον η κυρ’ αλουπού στέκεται κι επαινά του,
το πως τα βάνει σ’ ορδινιά όμορφα τ’ άρμενά του.
Χαίροις,”, του λέγει, “σύντεκνε, πως τα καταλαμβάνεις
και πως τα ‘πιδεξεύεσαι κι εις ορδινιά τα βάνεις
Η προσευχή της μάνας μου, της καλογράς εκείνης,
εκείνη μας εβόηθησε και ναύκλερος εγίνης“.

Λέγει και του κυρ γάδαρου: “Βλέπεσαι μηδέν σφάλεις,
κι εισε λιμιώνα γύρεψε σεγούρον να μας βάλεις
Βλέπε καλά την στράτα σου, θώρειε τον μπούσουλά σου,
να μην παραστρατήσομε κι απόκει σφάκελά σου!”
Και τότες η κυρ’ αλουπού έπιασε το τιμόνι
και τον πτωχόν τον γάδαρον στέκει, ανατιμώνει:

Γλήγορα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπί να λάμνεις,
γιατί θωρώ και δεν γρικάς την στράταν οπού κάμνεις
Εμάς έν’ το ταξίδι μας να πάμε εις την Τάνα
και θέλει να ‘ ν’ η πλώρη μας μέσα στην τρεμουντάνα
Κι εσύ την στράταν έσφαλες κι επήγες περ πονέντε
κι εγκρέμνισάν μας τα νερά ώς μίλια δεκαπέντε
Εδώθεν που γκρεμνίσαμεν ο Θιός να μας βοθήσει,
να μη μας ρίξουν τα νερά ‘ ς κανένα ‘ ρημονήσι,
όπου ψωμί δεν βρίσκεται ουδ’ έναι ουδέ βρύση,
να μη μας εύρει τίποτες και κάμομε και χύση“.

Άνεμον είχασι καλόν κι ήτον καλή ευδία
και με χαράν αρμένιζαν και με καλήν καρδία
Η δ’ αλουπού η πονηρά του σύντεκνού της λέγει,
με πονηριά και με κλεψιά αρχίνησε να κλαίγει:
Καλά να εγνωρίσετε, σύντροφοι εδικοί μου,
τούτο που μέλλει να γενεί – επόνειε η ψυχή μου·
στον ύπνον μου ‘δα φανερά ετούτην την εσπέρα,
πως αποχωριζόμεστεν ετούτην την ημέρα
Άστραψε η ανατολή, εβρόντησε η δύση,
ο ουρανός εμαύρισε, φουρτούνα θε να ποίσει
Προτού μας πάρ’ η θάλασσα να μας καταποντίσει,
ποιήσωμε τα πρέποντα εν εξομολογήσει“.

Λέγουν και του κυρ γάδαρου: “Πώς έναι η βουλή σου;
Το πράμα τούτο βάλε το καλά στην κεφαλή σου
Λέγει τους: “Σαν σας φαίνεται κάμετε για την ώρα,
γιατί όντα σας έσμιξα ήτον κακή μου μέρα“.
Ο λύκος σαν τους ήκουσε όλος απενεκρώθη,
ο νους του εσκοτίστηκε, το φως του εθαμπώθη
Λοιπόν, εδώσαν την βουλήν για να ξαγορευτούσι,
από τα κρίματα να βγουν, να τα ξεφορτωθούσι
Τότες ο λύκος άρχισε για να ξεμολογάται,
όλα του τα καμώματα στέκει και τα δηγάται.

Λέγει: “Όσα και αν ευρώ, πρόβατα με τα γίδια,
ελάφους και μοσχάρια, βόδια με τα χοιρίδια,
σκοτώνω τα και τρώγω τα, όπου και αν τα λάχω,
κι είτι μου μείνει, κρύβω το, αύριο πάλι να ‘χω
Δεν έδιδα ποτέ τινός από αυτό μπουκούνι,
αμ’ έσυρνα και το ‘ κρυβα κοντά στο παραβούνι
Και μεταγνώθω το κακόν οπόκανα του κόσμου
και πως εκείνα τα κλεφτά τα ‘τρωγα μοναχός μου
Λοιπόν, παγαίνω στο βουνί οπόναι το μαυράδι,
κυλιούμ’ απάνου εις αυτό από πουρνό ώς το βράδυ
και γίνομαι καλόγερος, τα ρούχα μου μαυρίζω,
και πάγω σαν ηγούμενος, σαν ‘ πίσκοπος γυρίζω
Άλλο ουδέν επίσταμαι παρά κακά να κάμω,
και εις την άθλια μου ψυχή τες αμαρτιές να βάνω
Δεν είχα στ’ αμαρτήματα γιατρόν να με γιατρέψει
 ουδέ καλόν πνευματικόν για να με ξαγορέψει“.

Σαν άκουσε η αλουπού κατάνυξιν τοιαύτην
και την εξομολόγησιν οπόκαμε εις αύτην,
εθαύμασεν, επαίνεσε και απομύρωσέ τον,
ευχήθηκεν, ευλόγησε και εσυχώρεσέ τον
Γυρίζει και η αλουπού και θε να μολογήσει
και λέγει ταύτα προς αυτούς εν εξομολογήσει:

Εγώ, αφέντη σύντεκνε, εμπαίνω στο κομάσι,
όταν οι πάντες κάθονται στο δείπνο για να φάσι
Κι όσες παπίτσες κι όρνιθες, χηνάρια κι αν βρεθούσι,
όλα σκοτώνω, πνίγω τα, να μην πολυλογούσι
Και παίρνω τα στο στόμα μου πέντ’ έξι μαζωμένα
και μέρος είναι ζωντανά και μέρος είν’ πνιμένα
και κουβαλώ τα στο κλαδί και κρύβω τα στο δάσο
και δεν εβγαίνω από κει, ώστε που να χορτάσω.

Οι σκύλοι σαν γρικήσουσι, τσιληπουρδώ και φεύγω
και δεν τους χρήζω τίποτες, μα τρέχοντας χορεύγω
Ανάγκη έναι το λοιπόν να κλέψω για να ζήσω,
γιατί δεν το ‘ χει η φύση μου να πάγω να ζητήσω,
αλλά ουδέ καταδέχομαι να πάγω να δουλέψω,
μόνον περιεργάζομαι το τι να πα να κλέψω
Αυτά με καθοδήγησαν εκείνοι οι γονείς μου
και με αυτά εζούσανε αυτοί κι οι συγγενείς μου
Εις τα κρυφοκλεψίματα κι εις την τεχνολογίαν
ομοιάζω την μητέρα μου, εκείνην την αγίαν·
κι εις τα τσιληπουρδίσματα κι εις την πιδεξιοσύνη
ομοιάζω του πατέρα μου, κι εις την γληγοροσύνη
Τίποτες δεν απόμειναν όσα ‘ξευραν εκείνοι
να μη μου τ’ αρμηνέψουσι, κανένα να μου μείνει
Πόσα κι εγώ καθημερνά γεννά ο λογισμός μου
ωσάν αυτά και πλιότερα γέμει τα ο λαιμός μου.

Τον Κύριον εδόξασαν τον ‘περευλογημένον,
το πως εγέννησαν φυτόν πολλά τετιμημένον
Με την ευχή τους ζω καλά, αφεντικά του κόσμου,
αλλά ζωή των ορνιθιών έναι ο θάνατός μου
Πολλά μου παραγγείλασιν εκείν’ οι συγγενείς μου
και πάλι με το στόμα τους μου το ‘ παν οι γονείς μου:
Βλέπεσαι, θυγατέρα μου, τα σπίτια των αρχόντων,
γιατί έχουν σκύλους δυνατούς κι ότινα πιάσουν τρων τον.
Και να θυμούμαι μου ‘πασι της γρας το καταλόγι.

Κι ακούσετέ το τι μιλεί, γρικήσετε τι λέγει:
Π’ αφήνει σπίτια πτωχικά κι αρχοντικά γυρεύει
ο διάβολος στον κώλο του κουκιά του μαγειρεύει
Γιατί τες χήρες τες πτωχές, τες καταδικασμένες,
καθημερνό πολλές ζημιές τους έχω καμωμένες
Και χήρα μια κακότυχη, καλά ουδέν εθώρειε,
να γέρθει δεν εδύνετο, να κάτσει δεν ημπόρειε,
και σπίτι δεν επότασσε, αμ’ είχε μια μπαράκα,
είχε και όρνιθα παχιά κι ελάλειεν την “Καβάκα”
-αυγά εγέννα δίκροκα, χοντρά παρά την φύσιν-,
να παραβγεί την πόρτα της δεν ήθελε ν’ αφήσει.

Την γραν επιβουλεύουμουν κι εθώρουν την σαν Χάρο,
στον νουν μου μέσα λόγιαζα την όρνιθα να πάρω
Βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα και ήτον γραία
κι είχε την τρίχα κόκκινην και την ορά μακρέα
Η γραία του ‘ χε όνομα “Περδίτση” να τον κράζει,
εις το μαλλί κι εις την οχράν όλος εμέν’ ομοιάζει
Αγάπα και την όρνιθα, αγάπα τον Περδίτση
κι ωσάν παιδιά της τα ‘ βλεπε, αγόρι και κορίτσι
Κι ένα βραδύ στοχάζομαι πως έλειπεν ο γάτης,
κι αντίς τον γάτον πήγα ‘γώ και κάθισα κοντά της.

Και βλέπει με η κακογρά, θαρρεί ο γάτος έναι,
Ας τον ταγίσω, λέγει, ‘δά, και πεινασμένος έναι.
Και πιάνει με η άθλια και θε να με φιλήσει,
να με ταγίσει τίποτας και να με κανακίσει,
σαν είχε την συνήθεια να κάνει με τον γάτον
-κι εμένα η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον
 μήπως αυτείν’ η κακογρά λάχει και με γνωρίσει
και πιάσει μ’ από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει
Πλην, η ευχή της μάνας μου και του καλού πατρός μου
μου βόθησε κι η κακογρά εβγήκεν από μπρος μου
Τότες εγώ σηκώνομαι με την ‘ πιδεξοσύνη
και σίμωσα της όρνιθας με την ταπεινοσύνη
Ευθύς απλώνω, πιάνω την κάτωθεν της τραπέζης
και λέγει μου η κακογρά: Άφ’ς τηνε και μην παίζεις!

Εγώ την εκωλόσυρνα εκείνην την Καβάκα
κι εκείνη εφτερούγιασε και κράζει κάκα-κάκα
Εφώναζε η όρνιθα, κι η γραία από πίσω:
Περδίτση μου και γύρισε, Περδίτση, στρέψ’ οπίσω!
Κι από την βια μου την πολλήν εκόπ’ η δύναμή μου,

ο ίδρωτάς μου έτρεχε απ’ όλο το κορμί μου
Λοιπόν, ωσάν απέσωσα εις το βουνί απάνω,
εκάθισα ν’ αναπαυτώ, καμπόσο ν’ ανασάνω,
για να γρικήσω και την γρα, αυτήν την κακομοίρα,
αυτήν την κακομάζαλον και την καημένη χήρα.

Πολλά εκείνη έκλαψε, μεγάλα ελυπήθη,
οληνυκτίς εδέρνετον, ποσώς δεν εκοιμήθη
Λοιπόν, της γραίας μ’ έκαψαν οι λόγοι κι οι κατάρες,
και τότε παρατήθηκα του κόσμου τες αντάρες
και μεταγνώθω τα κακά οπόχω καμωμένα
και πως δεν έχω παντελώς απ’ αύτα δουλεμένα
Και ανεβαίνω στο βουνί να πω την προσευχή μου,
προς τα κακά τά έποικα, να σώσω την ψυχή μου
Εντύνομαι τα ράσα μου, κουρεύομ’ απατή μου,
βαστώ σταυρόν και πατερμά, φορώ και το μαντί μου,
και δείχνω μεγαλόσχημη και μοιάζω σαν γουμένη
κι εις την καρδιά μου πονηριά ποσώς δεν απομένει“.



Ιδών ο λύκος την αγνήν και καθαράν καρδίαν,
την προς Θεόν ευλάβειαν και την εξαγορίαν,
και σπλαγχνικά εδάκρυσε και ελυπήθηκέ την,
άνοιξε τες αγκάλες του και προσεδέκτηκέ την.
Άμε, σου λέγω σήμερον, να ‘ σαι ευλογημένη
κι απ’ όλα σου τα κρίματα να ‘ σαι συχωρεμένη“.

Λέγει και ταύτα προς αυτήν: “Κυρία μου μεγάλη,
λαμπάδα είσαι αναφτή με δίχως μανουάλι
Την πόρνη και τον Μανασσή εσύ τους εμιμήθης,
τα κρίματά σου είπες τα, καλά τα εθυμήθης“.
Τότες εστάθησαν ομού κι οι δύο συβαστήκαν
κι απ’ όλα τους τα κρίματα αυτοί συχωρεθήκαν
Λέγουσι και τον γάδαρον: “Έλα κι εσύ, καλέ μου,
και όλα σου τα κρίματα στάσου κι ανάγγειλέ μου
Ιδές, θυμήσου τα καλά και μην αλησμονήσεις
κι απ’ όλα σου τα κρίματα κανένα μην αφήσεις”
Ο λύκος τότε παρευθύς εκάθισε κοντά τους,
φέρνει τον νομοκάνοναν, θέτει τον ομπροστά τους
Λέγει: “Κυρά συντέκνισσα, βλέπεσαι μη κοιμάσαι,
τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι“.

Ευθύς ο λύκος έπιασε χαρτί και καλαμάρι,
γαδάρου τ’ αμαρτήματα εγράφου για να πάρει
Σαν είδεν ο κυρ γάδαρος, δεν είχε τι να ποίσει,
και λέγει ταύτα προς αυτούς εν εξομολογήσει:.

Εμένα ο αφέντης μου έπιανε κι έστρωνέ με
και μέσα το μεσάνυκτον στον κήπον έπαιρνέ με
Κι εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια,
σπανάκια και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια,
κι εγώ από την πείνα μου οπού ‘χα σαν το σκύλο

εγύριζα το στόμα μου κι ήρπουν κομμάτι φύλλο
Αυτός, σαν ήτον άτυχος, πάντα εβίγλιζέ με
και το να με ‘ θελε ιδεί, κακά εράβδιζέ με
Με βέργα πάντα έδερνε τα δόλια τ’ αφτιά μου
και έδερνε τον κώλον μου κι επόνουν τα πλευρά μου
Κι από τον πόνον των ραβδών κι εκ του περίσσιου κόπου
αχάμνισάν μου τα νεφρά κι εσυχνοπορδοκόπου
Τιμή να έχετε εσείς, αφέντες εδικοί μου,
εμέν ετούτα φύλαγε η μοίρα η κακή μου,
αλλ’ όμως εγρικήσετε τα αμαρτήματά μου
και συχωρέσετέ μου τα κι εμέν τα κρίματά μου“.

Γρικώντας ταύτα η αλουπού έσεισε το κεφάλι
και λέγει προς τον γάδαρον με μάνητα μεγάλη :
Τι τσαμπουνίζεις, γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις
και τι ‘ ν’ αυτά τα ψέματα και τι ‘ ναι τά σαλίζεις;
Στάσου ομπρός μας όμορφα και πες μας την αλήθεια
και μη μας λες, κυρ γάδαρε, αυτά τα παραμύθια
Αυτά ‘ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες·
ου στέργομε, ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες“.

Ως ήκουσεν ο γάδαρος της αλουπούς τα λόγια,
αρχίνησε να δέρνεται, να λέγει μοιρολόγια
Και λέγει τους: “Αφέντες μου, τι έχετε μετά μένα;
Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα
Μόνον το μαρουλόφυλλον οπόχω φαγωμένο,
και πούρι δεν το έκλεψα, μα ‘ χω το δουλεμένο“.

Ο λύκος δε της αλουπούς εγύρισε και λέγει:
Τι τον ψηφάς τον γάδαρον α δέρνεται και κλαίγει;
Εσύ τον νομοκάνονα άνοιξε, διάβασέ το,
το γράμμα οπού θες ιδεί εσύ ξεδιάλυσέ το“.
Τότες τον λύκον έκραξε και στάθηκε κοντά της
κι ορίζει και της φέρνουσι τον νόμον ομπροστά της
και με πολλήν ευλάβειαν ανοίγει και διαβάζει
και τότες τον κυρ γάδαρον γυρίζει κι ατιμάζει:.

Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε,
αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
να φας το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξίδι!
Και πώς δεν επνιγήκαμε ετούτο το ταξίδι;
Αλλ’ όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχεις:
ο νόμος καταπώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις
Στο έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον
να ‘ ναι κομμέν’ η χέρα σου, το μάτι εβγαλμένον
Και πάλι στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου
λέγει να σε φουρκίσομε εγώ κι ο σύντεκνός μου“.
Όμως εδώκασιν βουλή να τον σκοτώσουν τούτον
κι εκείνος λέγει μέσα του: “Εδέ κακή ώρα που ‘τον!”.

Παράμερα τον έκραξε τον λύκον και του λέγει
κι από την παραπόνεση αρχίνησε να κλαίγει:
Αφέντη λύκε, να σου πω δυο λόγια να γρικήσεις,
επεί μου ‘ γγίζει θάνατος, σαν έγινε η κρίσις,
το χάρισμα οπόχω ‘γώ δεν θέλω να το κρύψω,
ζώντα μου θέλω κανενός να του τ’ αποκαλύψω
Δεν θέλω να τ’ αφήσω ‘γώ το τάλαντον χωσμένον,
μα θέλω κανενός πτωχού να το ‘ χω δανεισμένον,
μήπως και κολαστώ εγώ εις τον καιρόν εκείνο,
γιατί δεν έν’ αμάρτημα μεγάλο εξ αυτείνο
Ήξευρε το λοιπονεθές, χάρισμα έχω μέγα
οπίσω εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μού λέγα
Και όποιος μόνον το ιδεί το χάρισμα που λέγω
όλοι του οι αντίδικοι φεύγουσι -σου ομνέγω! -,
ακούει, βλέπει και μακρά, σαράντα μερώ στράτα,
κι εισε ροπήν του οφθαλμού γρικάει τα μαντάτα“.

Ο λύκος δε, ως ήκουσεν, επίστευσε μοναύτα
και τρέχει προς την αλουπού και λέγει της τα ταύτα
Η αλουπού σαν ήκουσε, μη γνους την πονηρίαν
και του γαδάρου την βουλήν, έμεινε σ’ απορίαν
Και λέγει: “Αφέντη σύντεκνε, το χάρισμα εκείνον
γοργά επιμελήσου το, μίλησε μετά κείνον
και κάμε τρόπον κι ορδινιά να σου τ’ αποκαλύψει,
να σου το δείξει σήμερον, πάσχισε να μη λείψει
τοιαύτη χάριν θαυμαστήν, να μη χαθεί εκ του κόσμου,
να την επάρω ‘ γώ κι εσύ, οπού ‘ σαι σύντροφός μου,
γιατί έχομεν εχθρούς πολλούς οπού κακό μας θέλουν,
να ξεύρομε τά βούλονται κι εκείνα που μας μέλλουν“.

Ο λύκος τον κυρ γάδαρον έκραξε και μιλά του
κι εκείνος τον εγρίκησε πώς στέκει και γελά του
και μουρμουρίζει, λέγει του με τα γλυκά τα λόγια
όλα κεινού του φαίνονταν καθάρια μοιρολόγια
Λέγει: “Αφέντη γάδαρε, τίποτες μη φοβάσαι,
να σ’ αβιζάρω τίποτες ήρθα γυρεύοντά σε
Εχθές εβάλαμε βουλή με την συντέκνισσά μου,
τότες όντα την έκραξα κι ήλθε εδώ κοντά μου,
τα κρίματα να λύσομε οπόχεις καμωμένα
και να τα συχωρέσομε, να ‘ νιαι συμπαθημένα
Παρακαλώ σε, δείξε μου εκείνο που κατέχεις,
το χάρισμα το ακριβό οπού στον πόδαν έχεις“.

Εκείνος τ’ αποκρίθηκε και έπαψε να κλαίγει:
Μετά χαράς, αφέντη μου, είτι ορίσεις“, λέγει.
“Να μη περάσ’ η σήμερον κι εγώ να σου το δείξω,
αλήθεια, τίποτες κι εγώ θέλω να σου ζητήξω:
αυτήν την χάριν σαν ιδείς, ευθύς να μ’ ευλογήσεις
κι εις την ζωήν σου κανενός να μη τ’ ομολογήσεις”.
Να σ’ ευλογήσω, γάδαρε, και να σε συχωρέσω
και να ‘ μαι πάντα σκλάβος σου εις πράμα που μπορέσω“.

Στον νουν τους είχαν, το λοιπόν, να λάβουσι την χάριν
κι εις αυτεινού τον σφόντυλα να δέσουσι λιθάρι
Και τότες εις την θάλασσαν συζώντανον να ρίξουν
και να τον κωλοσύρουσι, ώστε να τονε πνίξουν,
να τονε βγάλουν εις την γην, τότες εισμιό να πέψουν
να ‘ρθουσιν όλα τα θεριά να τονε μακελλέψουν,
να κόψουσι τα πόδια του, να τονε ξελαιμίσουν,
να τονε σκίσουν στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν,
να τονε κάμουσι ψητόν και τότε να καθίσουν,
να φαν, να πιούσι, να χαρούν, ώστε που να μεθύσουν.

Εκείνοι ελέγασιν αυτά κι αυτός εποίκεν άλλα
κι έκαμε πράματα πολλά, καμώματα μεγάλα
Τέτοια τον εκατάστησε σαν ήθελεν ατός του,
λέγει του λύκου ν’ ανεβεί στη πρύμη μοναχός του
και έτσι τον ορδίνιασε, γονατιστός να στέκει
τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει·
να λέγει, να παρακαλεί: “Γάδαρε, σου πιστεύω,
και δώσ’ κι εμένα χάρισμα σ’ εκείνο τό γυρεύω”
Και με πολλήν ευλάβειαν να λε τα πατερμά του,
να πάγει και η αλουπού να στέκεται κοντά του,
όταν στον λύκον κατεβεί η βουλομένη χάρη
εκεί κι αυτείνη να βρεθεί, δαμάκι για να πάρει
Τότες ο γάδαρος ευθύς τσιληπουρδά και κρου τον
και όχι μόνον μία φορά, μα δεύτερον και τρίτον.

Και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τονε πνίξει θέλει,
κακά και κακώς έχοντας ωσάν αυτός δεν θέλει
Και σαν είδε η κυρ’ αλουπού τον γάδαρον πώς κάνει
από τον φόβον τον πολύν αρχίνησε να κλάνει
Και τότες ο κυρ γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει
και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει,
συχνά πηδά, τσιληπουρδά και την οράν σηκώνει,
πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και εξωματσουκώνει.

Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει
και με το μπουσδουγάνι του καμπόσες να της δώσει
Αυτή σαν είδε κι έγινεν ο γάδαρος φρενίτης,
στο πέλαγος εγκρέμνισε κι έπεσε μοναχή της
Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα
κι απέ τον φόβον πόλαβε εφώναζε μεγάλα
Εκάθισαν ν’ αναπαυτούν, καμπόσο ν’ ανασάνουν,
γαδάρου τα καμώματα εκεί τ’ αναθιβάνουν.

Ο λύκος τη κυρ’ αλουπού ερώτα την να μάθει
και λε του πώς ετρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη:
Όλα του τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω
και δεν θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω
Εκ την κοιλία του έβγαλε ωσάν απελατίκι
μακρύ, χοντρό και κόκκινον κι ήτον διχώς μανίκι
Λέγει μου: “Έλα γλήγορα -τι στέκεις και ‘παντέχεις;-,
για να σου κάμω την δουλειά εκείνη οπού κατέχεις”
Κι ετρόμαξα σαν το ‘κουσα κι έχεσα το βρακί μου,
άφησα και τα ρούχα μου, γεμάτο το σακί μου,
κι εγκρέμνισα στο πέλαγος μόνε για να γλυτώσω
εκ την περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσο“.

Πες μου, κυρά συντέκνισσα, ο γάδαρος όντα πήδα,
τ’ απελατίκι οπού λες εγώ ποσώς δεν είδα
Κυρ σύντεκνέ μου, κάτεχε εκ την κοιλία του βγήκε
κι εσείστη κι ελυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε
Θαρρώ ότ’ η κοιλία του να ‘ναι αρματοθήκη
κι εις είτι πόλεμον εμπεί εκείνος να ‘χει νίκη·
λουμπάρδες να ‘χει μπρούτζινες, τουφέκια γεμισμένα,
να ‘χει και βόλι’ αρίθμητα, δισάκια κρεμασμένα
Η τύχη μάς εβόθησε να μη μας θανατώσει
και πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώσει“.
Ρωτά τον και η αλουπού: “Σύντεκνε, πώς υπάγεις;
Και πώς εταπεινώθηκες και πώς εκατατάγης“;



Λέγει της: “Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνεις
κι από την σήμερον μερού καλό μη παντυχαίνεις
Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς τα δόντια είμαι,
το ‘να μου μάτι έχασα και τ’ άλλο μου πονεί με
Ωσάν ετσιληπούρδησε, εξάφνου έδωσέ με
και μέσα εις το κούτελο η κοπανιά ‘ σωσέ με
Εφάνη μου ο ουρανός εχάλασε κι οκόσμος
και άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος
Κι όνταν αυτός με χτύπησε την κοπανιά εκείνη,
επρήστη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη
κι αστράψασι τα μάτια μου κι ετάραξ’ ο μυαλός μου
κι ετρόμαξαν τα σωθικά κι εχάθη ο λογισμός μου
κι ο νους μου εσκοτίστηκε, δεν έναι μετά μένα,
κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε κανένα
Εγώ, κυρά συντέκνισσα, σ’ εσέν εθάρρουν πάντα
να ξεύρεις όλες τες δουλειές κι όλα τα κουντραπάντα
Κι εθάρρουν να ‘χεις φρόνεση, μυαλόν εις το κεφάλι
και τα καμώματα αυτά κανένα μη σου σφάλει,
γιατί καυχάσουν κι έλεγες πως ήσουνε μαντεύτρα
και του κυρ Λέου του Σοφού ήσουν εσύ μαθεύτρα
Και δεν μου λέγεις κι ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα
και φραντζασμένη και λωβή και μια κακή μαυλίστρα,
οπού με εξεμαύλισες και πήρες με μετά σου
και να χαθώ εκόντεψε εκ τα καμώματά σου
Πάντοτ’ εσύ μου έλεγες πως έχεις τόση γνώση,
και τώρα ο κυρ γάδαρος εμάς να ταπεινώσει!
Δεν έχω για την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν,
αμ’ έχω πως εγέλασε εμάς, τα δυο θερία“.

Εκείνη αποκρίθηκε: “Σύντεκνε, να κατέχεις,
κανένα δίκιο εις αυτό ηξεύρω πως δεν έχεις
Η γνώσις έναι πανταχού στον κόσμον διασπαρμένη
κι εις άπαντας η φρόνεσις έναι διασκορπισμένη
Καλά και έναι γάδαρος και καταφρονεμένος,
ανέν και κακορίζικος και καταδικασμένος,
είδεν ο Θιος την αδικιά και την κακογνωμιά μας,
την ανομίαν την πολλήν και την συκοφαντιά μας,
και νόησιν του έδωσε αντάμα με την γνώση,
διχώς να ξεύρει μάθημα και γράμμα ν’ αναγνώσει,
και ρήτορας εγίνηκε να μας καταμιτώσει
και μες από τα χέρια μας να φύγει, να γλυτώσει
Και όχι μόνον έφυγε, μα κι εκοπάνισέ μας,
ανόητους μας έδειξε κι εκατασβόλωσέ μας
Επήρε και τα ρούχα μας και εξεγύμνωσέ μας,
επήρε μας και την τιμήν κι εκατεντρόπιασέ μας“.

Χαρά σ’ εσέ, κυρ γάδαρε, και με την φρόνεσή σου,
γιατί με γνώσιν έφυγες, με την προτίμησή σου
Ω γάδαρε, κυρ γάδαρε, γάδαρος πλιο δεν είσαι,
πρέπει σου ‘ς τούτο πόκαμες πάντοτε να ‘παινείσαι
Θαρρώ για τούτο και πολλοί γάδαρον δεν σε κράζουν,
αλλά ως τιμιότερον Νικό σε ονομάζουν
Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρία
και την ζωήν σου έγλυσες απ’ αύτα τα θηρία,




                                    Γ  Λ  Ω  Σ  Σ  Α  Ρ  Ι

 Δείτε, συμπλ. & Γενικό Βυζ. & Κρητ. Γλωσσάρι

αβιζάρω & αβιζέρνω = ειδοποιώ, πληροφορώ. Ιτavvisare.
άδεια = ευκαρία.
αμπώθωμπώθωθα μπώξωέμπωξα & ήμπωξα = σπρώχνω, ωθώ, απωθώ.
αναθυβάνω & αναθυβάλλω = μιλώ για περασμένο, αναφέρω.
ουσαθυβολή. Σχηματίζεται με συμφυρμό του αναμιμνήσκομαι & του θυμούμαι.
ανατιμώνω = ατιμάζω με λόγια, προσβάλλω, βρίζω.
απείς = αφού, λέγεται & απείτοιςαρχεπείεπεί τοι.
απελατίκιον = όπλο των απελατών στο Βυζάντιο, ξύλινο σε σχήμα κορύνας.
απλώνω = απλώνω χέρι να πιάσω κάτι.
απομυρώνω = μυρώνω στο τέλος εξομολόγησης. Μεγ. Τετάρτη ετοιμασίες για μετάληψη.
αποσώνω = φτάνω στο τέρμα, στο σκοπό, αλλά κι αποκρίνομαι.

βιγλίζω = κρατώ βάρδια, φυλάω σκοπιά ένοπλος. Παράγωγο του βίγλα ιτvigila = σκοπός.
βουλλώνω = σφραγίζω κάτι, ασφαλίζω με σφραγίδα, σφραγίζω.
βούλομαι = θέλω, επιθυμώ.

γράμμα = παιδεία, τα γράμματα.
γροικώ = ακούω, καταλαβαίνω.

δαμάκι = λιγάκι, αρχ. δάγμα = δαγκωνιά.
διάφορο = το κέρδος, ο τόκος.

εις μιο = με μιάς, προγενέστερο το ζειμιό μεταγενέστερο το εις μίαν = δια μιας
ενδύω = επενδύω μετρητά. αγοράζω ακίνητα,εμπορεύομαι.
εξαγορία = ξαγόρεμα, ξεμολόγημα, εξομολόγηση.
εξωματζουκώνει ή ξεματζουκώνει = για υποζύγια που βρίσκονται σε οργασμό.

θαρρώ = βασίζομαι, έχω θάρρος σε κάποιον, αλλά και νομίζω
θρύβω = θρυμματίζω, κομματιάζω, αρχθρύπτω.

κακομάζαλος = κακότυχος, κακόρρίζικος.
καταλόγι = αστεία διήγηση, κατά το παραλόϊ, παραλογή, παραλαγή.
κατασβολώνωσβολώνω = κάνω κάποιον ανάπηρο στο ξύλο, ξεκάνω στο ξύλο.
κατασταίνω = καταφέρνω, φέρνω σε τέλος κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο, “μου κατάστεσε δουλειά“.
κατατάσσω = ησυχάζω μετά μεγάλη ταραχή.
κοντεύω = παρά λίγο να- 
κοντραμπάντα = λαθρεμπόρια, πονηριές, καλπονοθεψιές, ματσαραγκιές, ιτcontrabbando.
κοπανιά = χτύπημα δυνατό.

λιμιώνας
 = λιμάνι
λοιπονιθές = λοιπόν.
λωβός (λουβιάρης) = λεπρός, (βλάκας, ηλίθιος) βρισιά γενικά.

μαγαρισμένος = βρώμικος, ψυχ. και σωμ. ακάθαρτος, επίσης βρισιά.
μαθητεύομαι = διαπαιδαγωγούμαι, σπουδάζω, ανθρωπίζομαι.
μακελλεύω = σκοτώνω, ξεκάνω. ιτmacellare = σκοτώνω (ζώα), σφάζω, μακελλάρης = σφάχτης ιτmacellaio.
μανουάλι = κηροστάτης (εκκλησία).
μαυλίζω = διαφθείρω με ταξίματα.
μεταγνώθω = μετανιώνω.
μολογώ = δίδω μαρτυρία, καταγγέλλω, επίσης παραδέχομαι, ομολογώ.
μοναύτα = ευτύς, με το πρώτο,
μονιτάρου και ολομονιτάρου = μαζί, όλα μαζί, χύμα τα λόγια.
μπαλλόττα = σφαιριδιο στις εκλογές, η ψήφος, ιτballotaγαλballotage.
μπουμπάρδα = κανόνι.

νοβέλλα = περιπέτεια, κακοτυχία, ιτ. novella = διήγηση, διήγημα, νουβέλλα.

ξεβγάνω = εξοντώνω, σκοτώνω, βγάζω απ’ τη μέση.
ξελαιμίζω = κόβω το λαιμό, σφάζω, επίσης πραχτική θεραπεία λαιμόπονου το “ξελαίμιασμα”.
ξυλοσοφώ = φιλοσοφώ χωρίς να ‘ναι δουλειά μου.

ομνέγω = ορκίζομαι αρχόμνυμι.
ορδινιά = τακτοποίηση, διευθέτηση, ιτordineordinare, = τακτοποιώ, διευθετώ.
ορέγομαι ρέγομαι = ευχαριστιέμαι, τέρπομαι, μου αρέσει κάτι.

παραμερώ = παραμερίζω, παίρνω να μιλήσω παράμερα.
πατερμά = προσευχές, και κομπολόι ιερέων.
πιδεξεύομαι πιδεξεύγομαι = κάνω κάτι επιδέξια.
πίτροπος = επίτροπος, αντιπρόσωπος.
ποδότας = πιλότος, τιμονιέρης ιστιοφόρου.
πονέντες = ζέφυρος, δυτικός άνεμος, ιτponente.
πράσσω = δίνω και παίρνω, συναλλάσομαι.

σαν = όπως, όταν.
σκιός = σκιά, ίσκιος.
συβάζομαι = κάνω συμφωνία, συγκατανεύω, συμφωνώ.
σφόντυλος = σπόνδυλος
συντυχαίνω = μιλώ, κουβεντιάζω.

τραμουντάνα = βορράς, βόρειος άνεμος, ιτtramontana.
τσιλιμπουρδώ = είμαι αναιδής, βάναυσος.

φραντσιαρισμένος = άρρωστος με σύφιλη (mal de France)
φρενίτης = τρελλός, μανιακός, εκτός εαυτού, έξω φρενών.

χρίω χρίσω = βάφω, πασαλείβω, αλείφω,
χύση = αβαρία, το ρίξιμο στη θάλασσα μέρους του βάρους, αλάφρωμα σε φουρτούνα.
χωρώ = μπαίνω άνετα κάπου, δικαιωματικά, με χωρά ο τόπος.

ώστε = ώσπου.
Δείτε, συμπλ. & Γενικό Βυζ. & Κρητ. Γλωσσάρι

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *