Πρόλογος
Αυτό το άρθρο, εκτός του ότι δεν υπάρχει -ακόμα τουλάχιστον- πουθενά, αποτελεί βάση κατά κάποιο τρόπο και στο νεοαναρτηθέν του Μεσαίωνα, -μάλλον συμπληρωματικά θα έλεγα- αλλά και σε κείνο που θα ακολουθήσει, -επίσης κατά κάποιο τρόπο- που θα αναφέρεται στη Μουσική του Μεσαίωνα. Επειδή λοιπόν και τα 2 αυτά ήτανε τεράστια κι ο καημένος ο Βοήθιος, δεν είναι “φλέγον” πρόσωπο σε κανένα τυπικά, δεν υπήρχε χώρος για κείνον σ’ αυτά. Πλην όμως δεν μπορεί και να λείπει εντελώς, οπότε στήνω αυτό το άρθρο εδώ κι όπου αναφέρεται σε κείνα βάζω τη παραπομπή του. Περιττό να τονίσω τη σπουδαιότητα αλλά και το μέγεθος των 2 άλλων, οπότε ας μη τα πολυλογώ κι ας ξεκινήσουμε. Καλήν ανάγνωση! Π. Χ.
Εισαγωγή
H κλασσική φιλοσοφία αναγεννήθηκε με το Νεοπλατωνισμό (3ος-6ος αι. μ.X.), που, από το ξεκίνημα του ως την επανανακάλυψη των συγγραμμάτων του Αριστοτέλη το Μεσαίωνα, ήταν η κυρίαρχη πνευματική δύναμη, εκτοπίζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά όλες τις υπόλοιπες φιλοσοφικές σχολές και τάσεις. O ιδρυτής του, ο Πλωτίνος, κατασκεύασε ενιαίο επεξηγηματικό μοντέλο που περιέκλειε όλους τους τομείς της ύπαρξης και της σκέψης, βασισμένο στην οντολογία του Πλάτωνα, διαφορετικό, ωστόσο, απ’ αυτή σε πολλά σημεία, χώριζε τον κόσμο σύμφωνα με μια ιεραρχία επιπέδων της υπόστασης: το Ev, ο Νους κι η Ψυχή.
Κάθε επίπεδο εκπορεύεται από το αμέσως ανώτερο του, χωρίς αυτό το τελευταίο να υφίσταται ελάττωση της υπόστασης του. H βάση κι η αρχή για οτιδήποτε υπάρχει είναι το Ev, το οποίο ονομάζεται επίσης κι Αγαθό ή Θεός. Υπερβαίνει όλο το είναι και τη σκέψη. Είναι ασώματο και χωρίς ιδιότητες. To 2ο επίπεδο, ο Νους, αποτελεί τη θέση όπου βρίσκονται η πολλαπλότητα κι οι ιδέες άρα οτιδήποτε υπάρχει πραγματικά. To 3ο επίπεδο, η Ψυχή, θεωρείται εν μέρει η ψυχή του κόσμου κι εν μέρει η ατομική ψυχή κάθε ανθρώπινου όντος, ζώου και φυτού. H ψυχή διαπνέει τον κόσμο, διαμορφώνοντας τον έτσι σε έναν ενιαίο οργανισμό.
Κάτω από τα 3 επίπεδα βρίσκονται οι ατελείς υποστάσεις του κόσμου των υλικών αντικειμένων, τον οποίο ο Πλωτίνος υποτιμούσε, καθώς ταύτιζε την ύλη με το κακό. Έτσι, έθεσε τα θεμέλια μιας μακρόχρονης παράδοσης εχθρότητας προς το σώμα. Ύψιστος ηθικός και πνευματικός στόχος του ανθρώπου συνίσταται, όπως έλεγε, στην υπερβατολογική ενότητα με το Ev αυτή προϋπέθετε την αποδέσμευση απ’ οτιδήποτε σχετικό με το σώμα, η οποία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με αυστηρό ασκητισμό.
Ο Πλωτίνος (θα υπάρξει άρθρο στο μέλλον αλλά εδώ χρειάζονται λίγα βασικά για να μπούμε στο κυρίως άρθρο) γεννήθηκε το 204-205 μ.Χ. στην Αίγυπτο κι ίδρυσε φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη όπου δίδασκαν όχι μόνον επαγγελματίες του είδους, αλλά κι επιφανείς άνδρες. Ο ίδιος δεν έδινε τόσο σημασία στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου όσο στη δύναμη της ψυχής. Η ψυχή, κατά τη βασική θεωρία του των «τριών υποστάσεων», έχει θεϊκή προέλευση και θεϊκή υπόσταση. Η ψυχή δίνει πνοή στην αδιαμόρφωτη ύλη του κόσμου στην οποία συγκαταλέγονται και τα σώματα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος λοιπόν για να εξασφαλίσει την αιωνιότητα της ψυχής του θα πρέπει να την αφιερώσει στον υπέρτατο σκοπό της ένωσης με το Θείο. Αν όμως λησμονήσει τη φύση της ψυχής του κι αυτή αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών και δεθεί με την υποδεέστερη αξιολογικά εγκόσμια ύλη, η φυσική τιμωρία της θα είναι ο θάνατος μαζί με το σώμα. Έτσι λοιπόν η ψυχή όχι μόνο δεν ανταμείβεται -για το ότι θυσίασε την αρχική της επουράνεια θέση για να ζωογονήσει τη κοσμική ύλη- αλλά τιμωρείται εξαιτίας της αλαζονικής στάσης που κράτησε αφού τη γοήτευσε η επιφανειακή χάρη της υλικής διάστασης.
Όπως και πολλοί νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, έτσι κι ένας άλλος Ρωμαίος φιλόσοφος και πολιτικός, ο Βοήθιος, θεωρούσε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ενιαία, κύριο έργο του ήταν να μεταφράσει και να υπομνηματίσει τα έργα τους στη λατινική γλώσσα. Με τα συγγράμματα του για το Όργανον του Αριστοτέλη έγινε ο αγωγός μέσω του οποίου μεταλαμπαδεύτηκε στο Μεσαίωνα η σκέψη του αρχαίου κόσμου. Ο Βοήθιος λοιπόν (Anicius Manlius Severinus Boëthius, 475-524) ήτανε Ρωμαίος συγκλητικός, ύπατος, μάγιστρος και φιλόσοφος στις αρχές του 6ου αι. Ύπατος το 510 του βασιλείου των Οστρογότθων που διαδέχθηκε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ιταλία. Όμως κατηγορήθηκε από το βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο τον Μέγα για εσχάτη προδοσία ως ενεχόμενος σε συνωμοσία υπέρ του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους κι άσκηση μαγείας καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε για 1 έτος μέχρι να εκτελεστεί. Στο κελλί του συνέγραψε το περίφημο έργο του Consolatio Philosophiae (Η Παρηγοριά Της Φιλοσοφίας) στο έργο αυτό απαξιεί όλα τα υλικά αγαθά κι υμνεί τον Θεό ως το ύψιστο αγαθό. Τελικά εκτελέστηκε αλλά το βιβλίο του αυτό θεωρείται ως το τελευταίο μεγάλο έργο της αρχαιότητας. Οι μικρότητες της αυλικής μηχανορραφίας οδήγησαν τον ίδιο στη θανάτωση με απίστευτα βασανιστήρια, ενώ αποστέρησαν για αιώνες τη δυτική Ευρώπη από τα έργα του Αριστοτέλη και πολύ περισσότερο από τα έργα του Πλάτωνα.
Ο Ανίκιος Μάνλιος Σεβερίνος Βοήθιος, -αυτό είναι το πλήρες όνομά του-, ήταν ένας από τους τελευταίους Ρωμαίους φιλοσόφους. Πέθανε 20 χρόνια πριν η Ρώμη πέσει σε χέρια βαρβάρων. Αλλά κι όσο ζούσε, η Ρώμη είχε πάρει ήδη τον κατήφορο. Όπως οι επίσης Ρωμαίοι Κικέρων και Σενέκας, ο Βοήθιος θεωρούσε τη φιλοσοφία ένα είδος αυτοβοήθειας, ένα πρακτικό τρόπο για να βελτιώσει κανείς τη ζωή του, καθώς κι ένα κλάδο αφηρημένης σκέψης. Συνδέθηκε επίσης με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, το έργο των οποίων μετέφρασε στα λατινικά διατηρώντας ζωντανές τις ιδέες τους σ’ εποχή που υπήρχε κίνδυνος να χαθούνε για πάντα. Καθώς ήτανε χριστιανός, η γραφή του άρεσε στους θρησκόληπτους φιλοσόφους που διαβαζανε τα βιβλία του στον Μεσαίωνα. Η φιλοσοφία του λοιπόν γεφύρωσε Έλληνες και Ρωμαίους στοχαστές με χριστιανική φιλοσοφία που θα επικρατούσε στη Δύση για πολλούς αιώνες μετά το θάνατό του.
_____________________________________________________
Βιογραφικό
O Boήθιος Διδάσκει τη Παρηγοριά Της Φιλοσοφίας
. Ο Βοήθιος γεννήθηκε το ~ 475 μ.Χ. στη Ρώμη από λαμπρή οικογένεια, την ίδια εποχή με τον τελευταίο αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ρωμύλο Αύγουστο. Σπούδασε στην Αθήνα κι έμαθε τα ελληνικά. Γι’ αυτό θεώρησε στο εξής ως αποκλειστικό πνευματικό του καθήκον τη μεταλαμπάδευση της ελληνικής φιλοσοφίας στη Δύση. Επέστρεψε στη Ρώμη, στην αυλή του Θευδέριχου, (όστις ήτο μορφωμένος, καλλιεργημένος κι όχι βάρβαρος) όπου τιμήθηκε με πολύ μεγάλα αυλικά αξιώματα. Παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Κόιντου, Ρουστικιανή, με την οποία απέκτησε τέκνα που γνωρίσανε τις ίδιες με αυτόν τιμές. Ο Θευδέριχος είχεν επιτρέψει, παρότι κατακτητής, στις παλιές οικογένειες να διατηρήσουνε τα συνήθειά τους, ενώ εκείνος ασκούσε την εξουσία στη Ραβέννα. Η θέση του Βοήθιου μας βεβαιώνει πω γνώριζε πάρα πολύ καλά τα ελληνικά κι από τη θέση αυτή, ήταν ευτυχής καθώς είχε σαν έργο τη λατρεία του: να μελετά, να μεταφράζει και να σχολιάζει τα αγαπημένα του φιλοσοφικά κείμενα. Αν κι είναι απίθανο να ταξίδεψε στην Αθήνα ή την Αλεξάνδρεια, στις τοποθεσίες των δύο πλατωνικών φιλοσοφικών σχολών, ήτανε σίγουρα εξοικειωμένος με ένα μεγάλο μέρος του έργου τους σα να ήταν εκεί. Η ρωμαϊκή αριστοκρατία είχεν εκχριστιανιστεί εξ ολοκλήρου κι ο Βοήθιος συμμετείχε και σε κάποιες από τις εκκλησιαστικές διαμάχες της εποχής, κυρίως σ’ ένα σχίσμα μεταξύ ρωμαϊκών κι ελληνικών εκκλησιών που λύθηκε τελικά λίγο πριν το θάνατό του.

Συμφώνησε λοιπόν να γίνει Ύπατος του Θευδέριχου αλλά κάποια στιγμή κατηγορήθηκεν άδικα από κάποους στο παλάτι, πιθανόν επειδή τους είχε επιτεθεί για διαφθορά. Συκοφαντήθηκε για εσχάτη προδοσία και μαγεία και καταδικάστηκε από τον ίδιο το Θευδέριχο, που τον φυλάκισε και διέταξε να τονε σκοτώσουν με βασανιστήρια το ~525.
Το Έργο του
Το έργο του έγκειται ιδιαίτερα σε μεταφράσεις κι υπομνήματα Ελλήνων συγγραφέων. Το πιο σπουδαίο όμως και το πιο γνωστό έργο είναι η Παρηγοριά Της Φιλοσοφίας, που το έγραψε για δική του παρηγοριά στη φυλακή ως μελλοθάνατος. Παρουσιάζεται μια θαυμάσια, πλούσια και στιλπή γλώσσα με όχημα μιαν εξαίρετη ιδέα-σύλληψη. Ο Βοήθιος είναι ίσως ο μόνος χριστιανός της Δύσης, που αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο ως κόσμο των μορφών της ελληνικής αρχαιότητας. Έχει την έναρξή της η αριστοτελική σχολαστική πλευρά της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, με τη Παρηγοριά της Φιλοσοφίας να συμβάλλει επίσης στη πλατωνική πλευρά της και να παραδίδει αντί διαθήκης την επίγνωση ότι ευτυχία των ανθρώπων είναι η μεταμόρφωσή τους στην ένωση με τον Θεό. Από καιρό αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σημαντικώτερους ενδιάμεσους συνδέσμους μεταξύ της αρχαίας φιλοσοφίας και του Λατινικού Μεσαίωνα και μέσω του μεγάλου έργου του Η Παρηγοριά Της Φιλοσοφίας, μας παρουσιάζεται κι ως ένας εξαίρετος συγγραφέας και φιλόσοφος, με το κύριο δώρο του, με το να κάνει προστιότερη κι πιο εύληπτη τη φιλοσοφία. στο ευρύ κοινό. Προηγουμένως είχε μεταφράσει τα έργα Λογικής του Αριστοτέλη στα λατινικά, με γραπτά σχόλια σ’ αυτά, καθώς και λογικά εγχειρίδια, Επίσης χρησιμοποίησε τη λογική του κατάρτιση για να συνεισφέρει στις θεολογικές συζητήσεις της εποχής.
Οι μεταφράσεις που πρόλαβε να εκπονήσει περιλαμβάνουνε την Εισαγωγή του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη (3ος αι.), σταθερό σχολικό εγχειρίδιο για την επόμενη χιλιετία, τις ίδιες τις Κατηγορίες, το Περί Ερμηνείας, τα Αναλυτικά, τα Τοπικά και τους Σοφιστικούς Έλεγχους του Αριστοτέλη (η πατρότητα των 3 τελευταίων αμφισβητείται). Ο ίδιος υπομνημάτισε τα Αναλυτικά και (με νεοπλατωνική προοπτική) το Περί Ερμηνείας του Αριστοτέλη, την Εισαγωγή του Πορφύριου και τα Τοπικά του Κικέρωνα , ενώ συνέθεσε δικά του έργα σχετιζόμενα με τη λογική -για τους κατηγορικούς κι υποθετικούς συλλογισμούς, για τις διαφορές των τόπων. Σώζονται επίσης τα 1α 2 μέρη έργου του περί αριθμητικής, έργο του περί μουσικής, αποσπάσματα περί γεωμετρίας, κι ακόμη πέντε θεολογικές πραγματείες: De Trinitate, Utrum Pater et Filius et Spiritus Sanctus de divinitale substantialiter praedicentur, Quomodo substantiae, De fide catholica (η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται), Contra Eutychen et Nestorium. Ένα έργο του περί αστρονομίας έχει χαθεί.
Ο Βοήθιος, μολονότι απέχει από τον χριστιανικό συμβολισμό, αλλά όχι από τις χριστιανικές αξίες, ίσως αναγνωρίζοντας στη κλασσική αρχαιότητα τη δυνατότητα να απευθύνεται πιο ριζικά στον άνθρωπο, (όπως υποθέτει μέρος των ίδιων των μεσαιωνικών ερμηνευτών) κι επιθυμώντας τη Παρηγοριά της Φιλοσοφίας σα πνευματική διαθήκη του ανεμπόδιστη από θρησκευτικές προκαταλήψεις, ελάχιστα σκανδάλισε, ενώ το έργο διαβάστηκε όσο η Βίβλος στη διάρκεια του Μεσαίωνα κι ουκ ολίγες στους επόμενους αιώνες. Ελλείψει δικής του εξηγήσεως, μόνο βέβαιο είναι πως η πίστη του στη χριστιανική αποκάλυψη, που πια δεν αμφισβητείται από καμμιά μερίδα της έρευνας, δεν του ασκούσε ιδεολογική πίεση, τουλάχιστον όχι στο τέλος του βίου του. Είτε από μεγάλη εκτίμηση στη παιδαγωγική αξία των κλασσικών ελληνικών γραμμάτων, είτε για άλλους λόγους, ολοκλήρωσε το βίο του εξωτερικά έγκλειστος, εσωτερικά ελεύθερος.
Όλα αυτά τα έργα που είχανε τεράστια επιρροή στο Μεσαίωνα, οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη των Ελλήνων Νεοπλατωνιστών όπως οι Πορφύριος, Πλωτίνος κι Ιάμβλιχος. Σύγχρονοι μελετητές έχουνε προσπαθήσει να εντοπίσουνε και ν’ αξιολογήσουνε τη συνεισφορά του σαν ανεξάρτητου στοχαστή, παρόλο που εργαζότανε μέσα σε μια παράδοση, που έδινε μικρή σημασία στη φιλοσοφική πρωτοτυπία κι αυθεντικότητα.

Η ιδιαίτερη, σκόπιμη φύση του έργου δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι τα λογικά σχόλιά του, αν και σχεδόν σίγουρα δεν είναι απλώς εξυπηρετικές μεταφράσεις περιθωριακών από ελληνικό χειρόγραφο (όπως υποστήριξε ο James Shiel το 1990), στα λογικά τους δόγματα. Γι’ αυτό που είναι σημαντικό είναι η επιλογή του Πορφύριου από το Βοήθιοs ως την κυριότερη αρχή του στη λογική. Ήταν ο Πορφύριος, που 2 αιώνες ή και νωρίτερα, ήταν υπεύθυνος για να καταστήσει την Αριστοτελική λογική ένα σημαντικό θέμα στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεεοπλατωτικών. Υποστήριξε ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με το πλατωνικό δόγμα, όπως πίστευε ο δάσκαλός του Πλωτίνος, επειδή ο τομέας εφαρμογής του περιοριζότανε στο λογικό κόσμο στον οποίο αναφέρεται η καθημερινή γλώσσα. Αργότερα οι νεοπλατωνιστές αποδέχτηκαν τη σημασία της λογικής του Αριστοτέλη και την αρμονία μεταξύ της πλατωνικής και της αριστοτελικής διδασκαλίας, αλλά τείνουν να προσπαθούν να ανακαλύψουν νεοπλατωνικά δόγματα ακόμα και στα λογοτεχνικά κείμενα του Αριστοτέλη. Στη περίπτωση των Κατηγοριών, φαντάστηκαν ακόμη ότι ο Αριστοτέλης είχε πάρει το δόγμα του από έναν Πυθαγόρειο συγγραφέα, τον Αρχείτα, κι ότι υπήρχε ένα υποκείμενο και άγρια μεταφυσικό σκέλος στο κείμενο που ήταν το καθήκον του σχολιαστή να αποκαλύψει. Ο Boethius, παρόλο που έκανε περιστασιακή χρήση μεταγενέστερων σχολιασμών, ακολούθησε συνήθως τον Πορφύριο: στις κατηγορίες που έμεινε κοντά στο επιβλαβές (και αρκετά απλό) σχόλιο ερωτήσεων και απαντήσεων του Πορφύριου, ενώ το μεγάλο, δεύτερο σχόλιο για την ερμηνεία είναι κοινώς αποδεκτό ο καλλίτερος οδηγός για την εξήγηση του Πορφύριου, αφού το δικό του σχόλιο δεν επιβιώνει. Τα σχόλια του Βοήθιου ήταν, επομένως, επειδή όσο περισσότερο Πορφυριανά, τόσο περισσότερο Αριστοτέλης απ’ ό,τι γράφτηκε στα ελληνικά στην εποχή του.
Εύστοχα συσχετίζεται η εκδίωξη των Μουσών στο πρώτο μέρος του έργου με την εξορία του Ομήρου από τη πλατωνική Πολιτεία . Η εντύπωση για το βίο ως ‘περιπετειώδη’ είναι ο τρόπος με τον οποίο η απερισκεψία οικειοποιείται την εγγενή μεταβλητότητα της ύπαρξης, όμως η πραγματική φύση του χρόνου ως κινητού επιζητεί αναγωγή στη θεία πρόνοια κι επίγνωση νοηματικής σταθερότητας κι ασφάλειας. Έτσι ο Βοήθιος αξιοποιεί τη στωϊκή πεποίθηση περί ιερής σημασίας των αναγκαιοτήτων του βίου. Ο Θεός γνωρίζει όλο τον χρόνο στη μία ‘στιγμή’ της αιωνιότητας -τίποτα δεν έπεται, δεν έχει παρέλθει και δεν είναι άγνωστο. Ο Βοήθιος ταυτίζεται με τον τύπο του φιλόσοφου βασιλιά, υφιστάμενος απογοήτευση παρόμοια με εκείνη που επιφύλαξε στον Πλάτωνα η Σικελία . Οι θεμελιώδεις έννοιες της Παρηγοριάς της Φιλοσοφίας ανάγονται στον πλατωνισμό, όμως ο Δημιουργός προσεγγίζεται μ’ ένταση και θέρμη που γίνεται δυνατή μόνο μετά την Ενανθρώπηση, έστω και με χαρακτηριστικά για τη λατινόφωνη ιδίως χριστιανοσύνη αισθήματα ενοχής ενώπιον δικάζοντος Θεού (ante oculos iudicis cuncta cernentis: Consolatio V.6, 175-6).
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Βοήθιος σκόπευε με την εναλλαγή πεζού λόγου και στίχων να δείξει σχετική την αξία της φιλοσοφίας, ή ακόμη να την απαξιώσει, επειδή τέτοια γραφή συνηθιζότανε σε σατιρικά έργα, όμως η σοβαρότητα της σύνθεσης κι η ολοφάνερη αγάπη του για τα κλασσικά γράμματα δεν επιτρέπει τέτοιο συμπέρασμα. Άλλωστε, αν απουσίαζε αγάπη και πεποίθηση στη κλασσική παιδεία, το έργο του δεν θα ‘χε φτάσει στη ποιότητα που το ανέδειξε μόνιμη πηγή έμπνευσης για τους ερχόμενους αιώνες, όταν σταδιακά η κλασσική ελληνική φιλοσοφία γίνεται θεμέλιο της μεσαιωνικής σκέψης και μια αναφαίρετη διάστασή της.
Ιδιαίτερα στην Δύση η χριστιανοσύνη δεν είχε ακόμη εδραιώσει συνολική κοσμοθεωρία, όπως είχε συμβεί στην Ανατολή με τον Ωριγένη και τον Γρηγόριο Νύσσης . Τη συνολικότητα, όπως φαίνεται, χρειαζόταν ο Βοήθιος, κι έτσι ενώ ως τότε η δημιουργικότητά του στρεφότανε στον Αριστοτέλη, για την έσχατη έμπνευσή της δεν αμελεί τον Πλάτωνα. Ο Βοήθιος κλείνει τον βίο του σαν ένας χριστιανός που αγάπησε τον κόσμο ως κόσμο των μορφών της ελληνικής αρχαιότητας, κι αφήνοντας αντί διαθήκης την επίγνωση ότι ευτυχία των ανθρώπων είναι η μεταμόρφωσή τους στην ένωση με τον Θεό (divinitatem adeptos deos fiery: Consolatio III.10a, 87-88). Οι θεολογικές πραγματείες του δεν έχασαν ποτέ μια σπουδαιότητα, όμως -πέρα από εξαιρέσεις, όπως σε μερικά πανεπιστήμια της κεντρικής Ευρώπης- τη θέση τους ως μεθοδολογικών προϋποθέσεων παραχώρησαν στις Προτάσεις (Sententiae) του Πέτρου Λομβαρδού.
Ο σχολιασμός του στο Περί Ερμηνείας επηρέασε τη μεσαιωνική θεωρία της λογικής περισσότερο από το ίδιο το έργο του Αριστοτέλη. Τα κείμενα του Βοήθιου έχουνε στην αρχή τους συζητήσεις όπως εκείνη μεταξύ νομιναλιστών και ρεαλιστών, οι οποίες στη συνέχεια αναπτύσσονται ανεξάρτητα, αλλά και συζητήσεις στις οποίες ο Βοήθιος ασκεί συνεχώς επιρροή ως τον ύστερο μεσαίωνα, όπως στην προτασιακή λογική. Στο βυζαντινό πνευματικό κόσμο η επίδραση του Βοηθίου δεν είναι αμελητέα, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, όταν μεταφράστηκαν το Περὶ τόπων διαλεκτικῶν (Μάξιμος Ολόβωλος με σχόλια περ.1267, Πρόχορος Κυδώνης 1360-67), η Παραμυθία τῆς Φιλοσοφίας (Μάξιμος Πλανούδης, περ.1295) και το Περὶ Ἁγίας Τριάδος (Μανουήλ Καλέκας, τέλ.14ου αι.).
Ο Βοήθιος αποκλήθηκε 1ος σχολαστικός, για την αριστοτελική πλευρά της σκέψης του και την αυστηρή επιχειρηματολογία που χαρακτηρίζει τις θεολογικές πραγματείες. Η επίδρασή του στη μεσαιωνική φιλοσοφία είναι θεμελιώδης, ισχυρή και συνεχής. Ερμηνεύει το πρόσωπο αριστοτελικά, ως ατομική ουσία, η οποία όμως έχει απολύτως μοναδική αξία κατά τη θεία προέλευσή της, ώστε δεν είναι δυνατό να νοηθεί ως ρόλος η μάσκα. Αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου είναι η συνύπαρξή του με το Θεό, όπου δεν βρίσκεται μόνο το επιθυμητό τέλος, αλλά ήδη πρωταρχική αυθεντική κατάσταση, χάρη στην οποία η ψυχή γνωρίζει τα πάντα. Με την ενσάρκωσή της η ψυχή βυθίζεται στη λήθη, απ’ όπου φαίνεται η αξία της αληθινής παιδείας, την οποία ο Βοήθιος καταλάβαινε σε συμφωνία με τον Πλάτωνα κατά κύριο λόγο ως επιστροφή στη συνείδηση της θείας φύσης και αρχής.
Διασώζονται επίσης τα πρώτα 2 μέρη έργου του περί αριθμητικής, έργο του περί μουσικής, αποσπάσματα περί γεωμετρίας κι ακόμη πέντε θεολογικές πραγματείες: De Trinitate, Utrum Pater et Filius et Spiritus Sanctus de divinitale substantialiter praedicentur, Quomodo substantiae, De fide catholica (η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται), Contra Eutychen et Nestorium. Ένα έργο του περί αστρονομίας έχει χαθεί.
Η Παρηγοριά Της Φιλοσοφίας
Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ξέροντας πως σύντομα θα πέθαινε, ο Βοήθιος έγραψε βιβλίο που, μετά το θάνατό του, έγινε μεσαιωνικό μπεστ-σέλλερ. Αρχίζει με το Βοήθιο να μετανιώνει μες στο κελλί της φυλακής του. Ξαφνικά συνειδητοποιεί πως μια γυναίκα τον κοιτά από ψηλά. Το ύψος της μοιάζει ν’ αλλάζει από κανονικό σε ψηλώτερο κι από τον ουρανό. Φορά σκισμένο φόρεμα διακοσμημένο με σκάλα που ξεκινά από το ελληνικό γράμμα Π στον ποδόγυρο και να φτάσει μέχρι το γράμμα Θ. Στο ένα χέρι κρατά ένα σκήπτρο, στο άλλο βιβλία. Αυτή η γυναίκα αποκαλύπτεται πως είναι η Φιλοσοφία. Όταν μιλά, λέει στον Βοήθιο τι πρέπει να πιστεύει. Είναι οργισμένη μαζί του επειδή τη ξέχασε, κι έχει έρθει να του θυμίσει πως πρέπει να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν. Το υπόλοιπο του βιβλίου είναι η συζήτησή τους, που αφορά την τύχη και τον Θεό. Είναι γραμμένο πότε σε πρόζα και πότε σε ποίηση. Η γυναίκα, η φιλοσοφία, του δίνει συμβουλές.
Το βιβλίο αρχίζει με έναν απελπισμένο φυλακισμένο (κατανοούμε ότι πρόκειται για τον ίδιο τον συγγραφέα), που ενώ βρίσκεται στο κελλί του δέχεται την επίσκεψη μιας οπτασίας, της Φιλοσοφίας. Έχοντας ακούσει ότι ο έγκλειστος διαμαρτυρόταν για αδικία εις βάρος του, η Φιλοσοφία αρχίζει να παραθέτει λογικά επιχειρήματα προσπαθώντας να τον πείσει ότι δεν πρέπει να κατηγορεί τη τύχη γι’ αυτή τη κατάληξη. Η τύχη έρχεται και παρέρχεται όπως εκείνη επιλέγει, γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να βασιζόμαστε σ’ αυτή, τονίζει η Φιλοσοφία. Ο φυλακισμένος έχει συνδέσει την ευτυχία με την υψηλή του θέση, τη δημόσια αναγνώριση και τον πλούτο, αλλά η Φιλοσοφία υποστηρίζει ότι ακριβώς αυτά τα στοιχεία, τα οποία τον οδηγήσανε σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση, δεν είναι δυνατό ν’ αποτελούνε τη πρωταρχική πηγή της ευτυχίας. Αν κανείς επιλέξει να βασίζεται στη τύχη, τότε θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο.
Οι θνητοί εξηγεί η Φιλοσοφία, είναι ανόητοι όταν αφήνουν την ευτυχία τους να εξαρτάται από κάτι τόσο ευμετάβλητο. Η αληθινή ευτυχία μπορεί να έλθει μόνο από μέσα, από τα πράγματα που οι άνθρωποι ελέγχουν, όχι απ’ όσα η ατυχία μπορεί να καταστρέψει. Αυτή είναι η στωική θέση. Όταν οι άνθρωποι λένε ότι φιλοσοφούνε τα άσχημα πράγματα που τους συμβαίνουν, αυτό εννοούν: προσπαθούν να μην επηρεάζονται από πράγματα που δεν ελέγχουν, όπως ο καιρός ή το ποιοι είναι οι γονείς τους. Τίποτα, λέει η Φιλοσοφία στον Βοήθιο, δεν είναι τρομερό αυτό καθαυτό -όλα βασίζονται στο πως τα σκεπτόμαστε. Η ευτυχία είναι μια κατάσταση του νου, όχι του κόσμου, -αυτή είναι μια ιδέα που ο Επίκτητος θα αναγνώριζε ως δική του.
Η Φιλοσοφία θέλει ο Βοήθιος να επιστρέψει σε αυτήν. Του λέει ότι μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος παρ’ ότι βρίσκεται στη φυλακή και περιμένει να εκτελεστεί. Εκείνη θα τον γιατρέψει από τη δυστυχία του. Το μήνυμα είναι ότι τα πλούτη, η εξουσία και οι τιμές δεν αξίζουν, αφού έρχονται και παρέρχονται. Κανείς δεν πρέπει να βασίζει την ευτυχία του σε τόσο εύθραυστα θεμέλια. Η ευτυχία πρέπει να πηγάζει από κάτι πιο στέρεο, κάτι που δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς. Επειδή ο Βοήθιος πίστευε πως θα συνεχίζει να ζει μετά θάνατον, η επιδίωξη της ευτυχίας με όχημα τα τετριμμένα εγκόσμια πράγματα ήτανε σφάλμα. Ούτως ή άλλως, θα τα έχανε όλα με τον θάνατό του.
Μέσα στο θυμό του ο Βοήθιος έχει ξεχάσει πώς είναι η τάξη του κόσμου. Και πώς είναι αλήθεια; Η Φιλοσοφία πείθει τον φυλακισμένο ότι το ύψιστο αγαθό είναι ο Θεός κι ότι η επιδίωξη υλικών αγαθών πλούτου, φήμης κι εξουσίας είναι επίδειξη απληστίας κι εγωισμού. Σ’ αντίθεση με τη τύχη, ο Θεός είναι απαράλλαχτος και προσβάσιμος σε όλους: αρκεί να κοιτάξουμε μέσα μας. Παραδόξως, αυτός που αναζητά το Θεό κατακτά την αυτογνωσία. Εξακολουθώντας να είναι αποκαρδιωμένος, ο κρατούμενος παραπονιέται ότι συχνά οι κακοί κατατροπώνουν τους καλούς. Αμφισβητώντας τον, η Φιλοσοφία υποστηρίζει ότι όπου πετυχαίνουν, οι κακοί γίνονται όπως τα ζώα, ενώ αν πετυχαίνουν οι καλοί εξυψώνονται στο επίπεδο των θεών.
Το βιβλίο θέτει ερωτήματα για την ελεύθερη βούληση και τη θεία πρόνοια. Όταν ακούει ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο στο σύμπαν και ότι η θεία πρόνοια βάζει τα πάντα σε τέλεια τάξη, ο φυλακισμένος αναρωτιέται: “Τότε γιατί ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση”; Η Φιλοσοφία εξηγεί ότι “ο Θεός βλέπει στο παρόν τα μελλοντικά γεγονότα όπως εξελίσσονται με την ελεύθερη βούληση”. Ο Θεός γνωρίζει τι θα συμβεί αν κάνουμε μια συγκεκριμένη επιλογή, αλλά δεν παρεμβαίνει εκτός κι αν του ζητηθεί βοήθεια και καθοδήγηση. Ο φυλακισμένος μαθαίνει ότι ενώ η θεία πρόνοια οργανώνει το σύμπαν σαν σύνολο, η μοίρα αφορά στις κινήσεις των ανθρώπων μες στο χρόνο. Όσοι είναι κοντά στο Θεό ζούνε σε μεγαλύτερη αρμονία με τη θεία πρόνοια και μπορούν να βασιστούν σε αυτή για βοήθεια, αντίθετα εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι δεμένοι με τη μοίρα τους έχουν μικρότερο έλεγχο στο πεπρωμένο τους. Αυτοί που εκτιμούν την γαλήνη και τη σταθερότητα γνωρίζουνε τη σοφία της θείας πρόνοιας, όσοι αντιλαμβάνονται μόνο το χάος και την αναταραχή έρχονται αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο της μοίρας.
Σε όλο το βιβλίο η Φιλοσοφία θυμίζει στον Βοήθιο όσα ήδη γνωρίζει. Κι αυτό προέρχεται από τον Πλάτωνα, αφού ο Πλάτων πίστευε πως η μάθηση είναι ουσιαστικά ανάμνηση ιδεών που ήδη έχουμε. Ποτέ δε μαθαίνουμε κάτι νέο, απλώς υποβοηθούμε τις αναμνήσεις μας. Η ζωή είναι ένας αγώνας να θυμηθούμε όσα γνωρίζαμε πρωτύτερα. Αυτό που ο Βοήθιος ήδη γνωρίζει ως ένα βαθμό είναι ότι δε χρειαζόταν να ανησυχεί για την απώλεια της ελευθερίας του και της δημόσιας εκτίμησης. Αυτά δεν τα ελέγχει. Σημασία έχει η στάση του απέναντι στην κατάστασή του, κάτι που μπορεί να επιλέγει.
H Φιλοσοφία προσπαθεί να αποδείξει στο Βοήθιο ότι δεν υπάρχει καλλίτερος άνθρωπος από τον ίδιο ο οποίος, αφού απόλαυσε τον πλούτο, τη φήμη και την εξουσία, αναγκάστηκε να αναθεωρήσει την αξία των υλικών πραγμάτων. Δεν υπάρχει προστασία από ό,τι του έχει συμβεί και που στην ουσία είναι το πεπρωμένο του. Τις τελευταίες μέρες του, γράφοντας ως φυλακισμένος, ο Βοήθιος αρχίζει να βλέπει τη ζωή του με προοπτική. Τα επιτεύγματά του, συνειδητοποιεί, δεν είναι τόσο σημαντικά όσο η αυτογνωσία που κέρδισε. Σε μια αναλαμπή, συνειδητοποιεί ότι όλη του η ζωή ήταν μια μαθητεία ενώ στη διάρκεια της φυλάκισής του μεταμορφώθηκε σε ένα σοφό με βαθειά εκτίμηση στη νομοτέλεια του σύμπαντος. Με τη παρηγοριά που του προσφέρει η Φιλοσοφία ακόμα κι ένας φρικτός θάνατος όσο αυτός που τον περιμένει αποκτά προοπτική.
Όμως το Βοήθιο τον απασχολεί ένα αυθεντικό πρόβλημα που έχει απασχολήσει πολλούς πιστούς στον Θεό. Ο Θεός, όντας τέλειος, πρέπει να γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν, αλλά κι όλα όσα θα συμβούν. Αυτό εννοούμε όταν περιγράφουμε τον Θεό ως παντογνώστη. Αν λοιπόν υπάρχει Θεός, πρέπει να γνωρίζει ποιος θα κερδίσει το επόμενο παγκόσμιο κύπελλο. Από αυτά προκύπτει πως ο Θεός γνωρίζει τι θα κάνω στη συνέχεια, ακόμα και αν δεν είμαι βέβαιος τι θα είναι αυτό. Αν ό,ως ο Θεός ξέρει ήδη τι θα κάνουμε, πως μπορούμε να επιλέγουμε στ’ αλήθεια τι να κάνουμε; Είναι η επιλογή αυταπάτη; Φαίνεται πως δεν μπορώ να έχω ελεύθερη βούληση αν ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν δεν μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που κάνουμε, πως μπορεί ο Θεός να αποφασίζει αν θα πάμε στον παράδεισο;
Όμως η Φιλοσοφία έχει μερικές απαντήσεις. Έχουμε ελεύθερη βούληση του λέει. Δεν είναι αυταπάτη. Αν κι ο Θεός ξέρει τι θα κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι προκαθορισμένη. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η γνώση του Θεού για το τι θα κάνουμε διαφέρει από τον προκαθορισμό (την ιδέα ότι δεν έχουμε επιλογή για το τι θα κάνουμε). Εξακολουθούμε να έχουμε την επιλογή για το τι θα κάνουμε αμέσως μετά. Το λάθος είναι να εκλαμβάνουμε το Θεό ως έναν άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα να εκτυλίσσονται χρονικά. Η Φιλοσοφία λέει στον Βοήθιο ότι ο Θεός είναι άχρονος, εντελώς έξω από τον χρόνο. Αυτό σημαίνει πως ο Θεός συλλαμβάνει τα πάντα στη στιγμή. Ο Θεός βλέπει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ως ενότητα. Εμείς οι θνητοί βλέπουμε αναγκαστικά το ένα πράγμα να ακολουθεί το άλλο, αλλά ο Θεός δε το βλέπει έτσι. Ο λόγος για τον οποίο ο Θεός γνωρίζει το μέλλον, δίχως να διαλύει την ελεύθερη βούλησή μας και να μας μετατρέπει σε προγραμματισμένες μηχανές χωρίς επιλογή, είναι ότι δε μας παρατηρεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Βλέπει τα πάντα με τη μία, με έναν άχρονο τρόπο. Κι, όπως λέει η Φιλοσοφία στο Βοήθιο, δεν πρέπει να ξεχνά πως ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους για το πώς συμπεριφέρονται, τι επιλογές κάνουν, παρ’ ότι ξέρει εκ των προτέρων τι θα κάνουν.
Ακόμα και σήμερα, η Παρηγοριά του Βοήθιου εξακολουθεί να μιλά απευθείας στον αναγνώστη προσφέροντας συμβουλές, παρηγοριά κι έμπνευση καθώς θίγει έν από τα σημαντικώτερα ζητήματα που απασχολούνε το σύγχρονο άνθρωπο: τη φύση της ευτυχίας. Η επίδραση του Βοήθιου είναι ανυπολόγιστη. Για αιώνες ο Αριστοτέλης, βάση της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, ήτανε γνωστός μόνο από τις μεταφράσεις και τις πρωτότυπες εργασίες του Βοήθιου. Γι’ αυτό τον ονομάζουνε τελευταίο των Ρωμαίων και πρώτο σχολαστικό και το έργο αυτό ως το τελευταίο του αρχαίου κόσμου.