Μαλάλας Ιωάννης: Πρώτος Βυζαντινός Χρονογράφος

Βιογραφικό

     Ο Ιωάννης Μαλάλας ή Μαλέλας (~491-578) υπήρξεν ο 1ος Βυζαντινός χρονογράφος, που με τη τεχνική αλλά και τα ελαττώματα του σημάδεψε όχι μόνο μια σχολή ελληνοφώνων συγγραφέων αλλά και τη διεθνή γραμματεία. Λίγα είναι γνωστά για το πρόσωπο του κι αυτά προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο του.  Το όνομα του είναι πιθανόν εξελληνισμένη μορφή αραμαϊκού όρου που σημαίνει ρήτωρ, άρα συμπεραίνουμε πως πρέπει να ‘ταν ελληνομαθής ή εξελληνισμένος Σύρος, ενώ ασκούσε επάγγελμα σχετικό με τα νομικά. Του αποδίδεται 1η φορά από τον Ιωάννη το Δαμασκηνό κι αργότερα εμφανίζεται στον Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο, όπως επίσης η απόδοση του επωνύμου ως Μαλέλας. Υποστηρίζεται πάντως η προέλευση του κι από το επιτατικό Μα και το Λάλας, με την έννοια του ομιλητικού, πολυλογά και κατ’ επέκταση λογογράφου και ρήτορα.
     Η γέννηση του τοποθετείται περί το 470/80 ή αργότερα κι ήταν από την Αντιόχεια, τότε μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Ρωμαϊκού κράτους, πλούσια, πολυάνθρωπη και σημαντικό πνευματικό κέντρο. Από την άλλη βρισκότανε στο επίκεντρο της μάχης μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών. Κατά το στερεότυπο που ήθελε τους χρονογράφους να ‘ναι συνήθως μοναχοί, το ίδιο είχε ειπωθεί και για τον Μαλάλα. Οι σημερινοί όμως ιστορικοί δεν δέχονται αυτήν την ερμηνεία, καθώς λείπουνε σχετικά στοιχεία. Αντιθέτως εικάζουνε, τόσο από την ιδιότητα όσο κι από τις πηγές που ‘χε πρόσβαση, ότι θα ‘πρεπε να ήτανε λαϊκός, εργαζόμενος στην αυτοκρατορική διοίκηση. 
     Eκπαιδεύθηκε στην Αντιόχεια, όπου ήταν μάλλον νομοδιδάσκαλος. Μετακόμισε όμως επί βασιλείας Ιουστινιανού, στη Κωνσταντινούπολη, ίσως μετά τη λεηλασία της Αντιόχειας από τους Πέρσες το 540 κι εργάστηκε εκεί, στο κέντρο δηλαδή της ρωμαϊκής πολιτικής. Το μόνο που ξέρουμε από τον ίδιο, είναι τα ταξίδια του στη Θεσσαλονίκη και στον Πανεία. Είναι γνωστός για τη Χρονογραφία του, αποτελούμενη από 18 βιβλία. Η αρχή και το τέλος της όμως χαθήκανε και στη τωρινή της κατάσταση αρχίζει με τη μυθική ιστορία της Αιγύπτου και τελειώνει με την εξερευνητική αποστολή το 563 στη Ρωμαϊκή Αφρική υπό την ηγεσία του ανηψιού του Ιουστινιανού, Μαρκιανού.
     Μερικοί πιστεύουν πως κανονικά τελείωνε με το θάνατο του Ιουστινιανού. Στο έργο του αυτό εστιάζεται αρχικά στην Αντιόχεια και στα κατοπινά βιβλία στη Πόλη. Αυτό όμως, εκτός από την ιστορία του Ιουστινιανού και των άμεσων προκατόχων του, έχει μικρή μόνον ιστορική αξία. Στηρίζεται στον Ευσέβιο της Καισαρείας και σ’ άλλους συγγραφείς, αναμιγνύοντας μ’ εμπιστοσύνη, μύθους, βιβλικές ιστορίες, εικόνες από τη Βίβλο και πραγματικότητα. Το 18ο βιβλίο του, που ασχολείται με τη βασιλεία του Ιουστινιανού, είναι επίσης χρωματισμένο από την επίσημη προπαγάνδα. Ο ίδιος, ήταν υποστηρικτής της Εκκλησίας, του Κράτους και των μοναρχικών ιδεών. Αν και μερικοί τον έχουνε ταυτίσει με τον πατριάρχη Ιωάννη Σχολαστικό, η άποψη θεωρείται γενικά εσφαλμένη.

     Στη Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο η χρονογραφία ακμάζει τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Καλλιεργείται κυρίως από μοναχούς και γι’ αυτό ονομάζεται και μοναστική χρονογραφία. Οι συγγραφείς αυτοί δε διαθέτουν ιδιαίτερη παιδεία, έχουν ωστόσο αφομοιώσει τη γνώση της Βίβλου. Οι χρονογράφοι παρακολουθούν έτσι την ιστορία ως “Ιστορία Σωτηρίας” που κινεί ο Θεός για τον άνθρωπο. Τα γεγονότα ερμηνεύονται χριστολογικά ως ενέργειες του Θεού. Ο χρονογράφος δεν ενδιαφέρεται να τα ερμηνεύσει ή να τα αναλύσει ορθολογιστικά. Απευθύνεται σ’ ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό αποτελούμενο από ευσεβείς χριστιανούς. Το ύφος είναι λαϊκότροπο κι ιδιωματικό και η γλώσσα συνήθως απλή και προσιτή, πολύ κοντά στην ομιλουμένη της εποχής, γεγονός που καθιστά τα κείμενα αυτά γλωσσικά μνημεία της εποχής. Σημαντικότερα έργα είναι η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, του Ιωάννη Αντιοχέα και το Πασχάλιον Χρονικόν.
     Παρ’ όλη όμως τη μικρή ιστορική αξία της, η Χρονογραφία του αξιολογείται από άλλους θετικά, διότι βασίζεται, όπως υποστηρίζουν, σε απωλεσθέντα συγγράμματα αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, πολλούς από τους οποίους γνωρίζουμε μόνον από την αναφορά που κάνει σ’ αυτούς ο Μαλάλας. Το έργο θεωρείται πάντως σημαντικό σαν το 1ο υπάρχον παράδειγμα ενός χρονικού γραμμένου όχι για τους λογίους, αλλά για την εκπαίδευση των μοναχών και των απλών ανθρώπων. Η γλώσσα του δείχνει συμβιβασμό με τη καθομιλούμενη γλώσσα της εποχής. Χρησιμοποιεί συνεχώς τεχνική ορολογία και γραφειοκρατικά κλισέ και σε μια περίοδο μετάβασης από τη λατινική στην ελληνική κυβερνητική ορολογία χρησιμοποιεί δανεισμένες λατινικές λέξεις μαζί με τις ελληνικές αντικαταστάσεις τους. Το ύφος του εκφράζει την απλότητα και την επιθυμία της μετάδοσης των πληροφοριών στην τρέχουσα καθομιλουμένη γλώσσα. Το έργο έγινε πολύ δημοφιλές και χρησιμοποιήθηκε από πολλούς συγγραφείς μέχρι τον 9ο αι.. Μεταφράστηκε στα σλάβικα το 10ο αι. και μέρη του χρησιμοποιήθηκαν για το Πρωταρχικό Ρωσσικό Χρονικό.
     Διατηρείται σήμερα σε συντομευμένη μορφή σ’ ένα μοναδικό χειρόγραφο στην Οξφόρδη, καθώς επίσης σε διάφορα αποσπάσματα. Σχετικά με τη Βυζαντινή χρονογραφία μπορούμε να σημειώσουμε, πως η ιστορία κι η χρονογραφία είναι 2 παράλληλες τάσεις της βυζαντινής ιστοριογραφίας, ήδη από τη πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Οι ρίζες και των δύο βρίσκονται στην αρχαία ελληνική παράδοση. Το γεγονός αυτό είναι για την ιστορία ολοφάνερο και προκύπτει με στοιχειώδη εξέταση των βυζαντινών ιστορικών κειμένων. Πατέρας της χρονογραφίας θεωρείται ο (εξελληνισμένος Σύρος) Ιωάννης Μαλάλας, που έζησε τον 6ο αι. όμως φαίνεται πως έχει τις ρίζες της στα χρονικά πόλεων (π.χ. Πάριο χρονικό), τους υπατικούς καταλόγους κι άλλες δευτερεύουσες ιστορικές πηγές, που αναπτύχθηκαν στην αρχαιότητα.
     Η πιο βασική διαφορά για να χαρακτηριστεί ένα έργο σαν χρονογραφία είναι η έκθεση των γεγονότων από κτίσεως κόσμου μέχρι τις μέρες του χρονογράφου, σε αντιδιαστολή με τα ιστορικά έργα, που εκθέτουν τα γεγονότα μιας συγκεκριμένης μόνο ιστορικής περιόδου. Μια 2η βασική διαφορά είναι η γλώσσα που ‘ναι γραμμένα τα κείμενα. Η λόγια γλώσσα των βυζαντινών ιστοριών δίνει τη θέση της στις χρονογραφίες στη γλώσσα που μιλιέται ή κάποια ακόμα πιο λαϊκή, αν και υπάρχουν χρονογραφίες γραμμένες σε μια μικτή γλώσσα, που θυμίζει συχνά τη κοινή ελληνική των Ευαγγελίων. Σύμφωνα με τον Μαλάλα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ (379-395) είχε μετατρέψει τον ναό της Αρτέμιδος στη Πόλη σε “ταβλοπαρόχιον τοις κοττίζουσιν“, δηλαδή σε χώρο για να παίζει ο κόσμος ζάρια.

     Η Χρονογραφία του Μαλάλα, γράφτηκε τον 6ο αι. μ.Χ. αποτελεί σημαντικό κείμενο για την ιστορική πορεία του Ελληνισμού κι όλου του γνωστού στην εποχή του κόσμου. Το σπουδαίο είναι ότι βασίζεται σε έργα αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων που έχουν απωλεσθεί και πολλούς απ΄ αυτούς, τους γνωρίζουμε μόνο από το έργο αυτό, από την αναφορά που κάνει σ΄ αυτούς ο συγγραφέας της. Μεταξύ των 70 συγγραφέων -πηγών του Μαλάλα περιλαμβάνονται οι, ΗρόδοτοςΑρχίλοχοςΠείσανδροςΑπολλώνιος ΡόδιοςΚαλλίμαχος, Φιλόχορος, Πολύβιος, ΑρριανόςΔίκτυς ο ΚρητικόςΣίσυφος ο ΚώοςΕυστάθιος, Πυθαγόρας, Όμηρος, Ορφέας, Μανέθων, ΙώσηποςΠορφύριοςΠλούταρχος, οι τραγικοί, Ευρυπίδης και Σοφοκλής, αλλά κι οι καθόλου γνωστοί, όπως οι, Μάγνος ο ΚαρηνόςΣέρβιος ο ΡωμαίοςΦειδαλίας ο Κορίνθιος, Φλώρος ο υπομνηματιστής του Λιβίου κ.ά. Διαβάζοντας το κείμενο των λόγων που ρέει εύληπτο κι ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη που δεν έχει μεγάλη τριβή στην αρχαία γλώσσα, βρίσκει ο μελετητής ακόμα πολύτιμες πληροφορίες γι’ άγνωστα συμβάντα ή γεγονότα της ιστορίας και νέα στοιχεία για πτυχές του παρελθόντος που θεωρούνται ως πολυσυζητημένες ή γνωστές. Έτσι το ιστορικό αυτό βιβλίο καλεί αφ’ εαυτού σε αναψηλάφηση του παρελθόντος για επανεκτίμηση των αποκρυσταλλωμένων ήδη απόψεων.
     Παρακολουθάμε την ιστορία της Ιούς και των Αργείων Ιωπολιτών, των Ιωνιτών κατά τους Σύριους, τους κτήτορες του ιερού του Κρόνου στο Σίλπιον Όρος της Συρίας. Μαθαίνουμε για τη Λιβύη, τη κόρη της Ιούς και το γυιό της, Αγήνορα, κτήτορα της Τύρου και Βασιλέα της Φοινίκης, το Βήλο, πατέρα του Αιγύπτου και του Δαναού και τον Ενυάλιο, για την ανάρρηση Ελλήνων βασιλέων στην Αίγυπτο και τη Κιλικία (κτήτορας ο Κίλιξ, γυιός του Αγήνορα), τη Συρία (του παραχωρήθηκε από τον πατέρα του Αγήνορα) και τη Φοινίκη (κληροδοτήθηκε στο γιό του Αγήνορα, το Φοίνικα). Επίσης θέτει σε ιστορική βάση και την ιστορία της Ευρώπης, θυγατέρας του Αγήνορα και του βασιλέα της Κρήτης Ταύρου, αναδεικνύοντας την ελληνικότητα των εν λόγω περιοχών. Μας διηγείται για τα 3 ονόματα κάθε αρχαίας πόλης το τελεστικό, το ιερατικό και το πολιτικό, για καθιέρωση της πορφύρας ως βάμματος για τους βασιλικούς μανδύες, χιτώνες και χλαμύδες στην Ελλάδα και τη Ρώμη, αναδεικνύοντας την ελληνικότητα της εφεύρεσης κι ανάδειξης ως σύμβολο αλλά και σ’ εμπορικό προϊόν ήδη και μεταξύ των Πελασγών. Η αναφορά στο κείμενο στο γεγονός, ότι ο Σύρος, γιός του Αγήνορα, συνέγραψε με φοινικικά γράμματα, αποτελεί μαρτυρία για την ελληνικότητα των γραμμάτων που αναπτυχθήκανε και χρησιμοποιηθήκανε στη Φοινίκη, χώρα Ελληνική, το 1ον από τους Ελληνοφοίνικες του Αγήνορος κι επομένως, τα βρήκανε κι υιοθέτησαν αργότερα μόνο τα σύμφωνα κι οι Σημιτοφοίνικες, κατά τις ανάγκες τους. Και βέβαια για τις ανάγκες της Ελληνικής γλώσσας των Ελληνοφοινίκων απαιτείτο το σύνολο των συμφώνων αλλά και των φωνηέντων, που οι Φοίνικες δε χρειάζονταν.
     Ήταν υποστηρικτής της εκκλησίας και του κράτους και πραγματικός υπερασπιστής του θεσμού της μοναρχίας. Στο έργο του, χρησιμοποιεί αρκετές προγενέστερες πηγές (π.χ. τον Ευστάθιο Επιφανέα) και το έργο του απευθύνεται όχι στους μορφωμένους αλλά στους μοναχούς και τον απλό κόσμο, κάτι που γίνεται 1η φορά από χρονογράφο της εποχής του. Στον γραπτό του λόγο χρησιμοποιεί ακατάπαυστα λέξεις της καθομιλουμένης γλώσσας (όπως τεχνική ορολογία και γραφειοκρατικούς όρους) και παρά την επικείμενη στροφή της αυτοκρατορίας από τα λατινικά στα ελληνικά, αυτός παραθέτει τους λατινικούς όρους παράλληλα με τους ελληνικούς. Το γενικότερο ύφος γραφής του είναι απλό, αποδίδοντας την επιθυμία του να επικοινωνήσει απευθείας με τον αναγνώστη μέσω της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας όπως αυτή είχε εξελιχθεί στα χρόνια του.
     Το έργο του Μαλάλα απέκτησε μεγάλη φήμη και χρησιμοποιήθηκε πολύ μέχρι τον 9ο αιώνα. Μεταφράστηκε στα σλαβικά τον 10ο αιώνα ενώ κομμάτια του εμφανίζονται επίσης στην Ιστορία των Περασμένων Χρόνων που ήταν γραμμένη στα αρχαία Ρωσικά. Το αυθεντικό σύγγραμμα φυλάσσεται σήμερα τόσο σε συντομευμένη μορφή όσο και σ’ επιμέρους τμήματα στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης. Υπήρξεν ο 1ος Βυζαντινός χρονογράφος, που με τη τεχνική αλλά και τα ελαττώματα του σημάδεψε όχι μόνο μια σχολή ελληνοφώνων συγγραφέων, αλλά και τη διεθνή γραμματεία.
     Η Χρονογραφία του είναι μείγμα χρονικού Πόλης και παγκοσμίας ιστορίας. Επίκεντρο παραμένει, για το μεγαλύτερο μέρος του έργου τουλάχιστον, η Αντιόχεια και τα σ’ αυτή τεκταινόμενα, παράλληλα όμως περιγράφεται, κατά τα πρότυπα παλαιοτέρων εκκλησιαστικών ιστορικών, η ιστορία και μυθολογία του τότε γνωστού κόσμου, παράλληλα με κείνη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Το έργο απλώνεται σε 18 βιβλία, εξ ων τα 17 γραφτήκανε κι εκδόθηκαν όσο βρισκότανε στην Αντιόχεια, καλύπτουνε δε τη περίοδο από κτίσεως κόσμου ως το 526. Το τελευταίο βιβλίο γράφτηκε στη Πόλη και σταματά στο έτος 563, οπότε και θα κυκλοφόρησε η ενισχυμένη έκδοση. Κλείνει δε, με την εκστρατεία του ανηψιού του Ιουστινιανού, Μαρκιανού, στην Αφρική το ίδιο έτος. Καθώς όμως φαίνεται να ‘χει χαθεί η τελευταία σελίδα του παλαιοτέρου ελληνικού χειρογράφου, εικάζεται πως η αφήγηση έκλεινε με το θάνατο του αυτοκράτορα.
     Η διάκριση ανάμεσα στη περίοδο της Αντιοχείας και κείνης της Πόλης είναι κομβική, γιατί αλλάζει όλος ο χαρακτήρας του έργου. Στο 18ο βιβλίο πρωταγωνιστεί η πολιτική ζωή της Πόλης -η Αντιόχεια χάνεται τόσο πολύ από το σκηνικό που η καταστροφή της από τους Πέρσες το 540 περνά σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά κι οι θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται ν’ αλλάζουν, ή τουλάχιστον αλλάζει ο τρόπος που τις εκθέτει γραπτώς και δημοσίως: ενώ στα 1α βιβλία διακρίνεται μία έμμεση ταύτιση με τον μονοφυστισμό, στο τελευταίο επικρατεί η ορθοδοξία. Αν και στο έργο του γίνεται εμφανής ο ρόλος της Θείας Προνοίας, που κινεί την ιστορία, τα εκκλησιαστικά γεγονότα δεν είναι πολλά. Ο χρονογράφος μένει δογματικά αδιάφορος, καθώς δεν κάνει καμμία μνεία στις χριστολογικές έριδες του 4ου αι., ούτε στον Άρειο και τη πολύ σημαντική Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
     Η θεματολογία της Χρονογραφίας είναι η εξής:

Βιβλίο 1: Κτίση του Κόσμου. Γένεσις, κατακλυσμός του Νώε, πατριάρχες του Ισραήλ.
Βιβλία 2-4: Ελληνική μυθολογία, αρχαίο Ισραήλ.
Βιβλίο 5: Τρωικός πόλεμος.
Βιβλίο 6: Αιχμαλωσία του Ισραήλ στην Βαβυλώνα
Βιβλίο 7: Ίδρυση της Ρώμης.
Βιβλίο 8: Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βιβλία 9-12: Ανάπτυξη του χριστιανισμού και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βιβλίο 13: Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος.\
Βιβλίο 14: Θεοδόσιος Β’.
Βιβλίο 15: Ζήνων.
Βιβλίο 16: Αναστάσιος Α’.
Βιβλίο 17: Ιουστίνος Α’

     Γίνεται φανερό πως όσο περισσότερο η χρονολογία πλησιάζει την εποχή του συγγραφέα, τόσο αυξάνεται ο χώρος κι η έμφαση που κείνος αφιερώνει στο κείμενο. Ήτανε σύγχρονος των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α’Ιουστίνου Α’Ιουστινιανού Α’ κι ίσως του Ιουστίνου Β’. Αντλεί τις πληροφορίες από ένα πλήθος πηγών. Ακόμη, είχε πρόσβαση σε αρχειακό υλικό και χρονολογικούς πίνακες της Αντιοχείας και της Πόλης, κάτι που φαίνεται από τη λεπτομερή περιγραφή των διπλωματικών επαφών της αυτοκρατορίας με τους Πέρσες. Για γεγονότα του καιρού του επικαλείται προσωπικές μαρτυρίες αυτοπτών, όπως και τις δικές του εμπειρίες, π.χ. για τον σεισμό της Αντιοχείας το 526. Αν κι, όπως αναφέρθηκε, η θρησκευτική άποψη του Μαλάλα φαίνεται ν’ αλλάζει μεταξύ Συρίας και Πόλης, η πολιτική του αντίληψη παραμένει σταθερή. Το έργο του αποκαλύπτει έναν άνθρωπο συνειδητά μοναρχικό, που εκθέτει δυσμενώς ή αδιαφορεί για τη Ρωμαϊκή res publica και τις ελληνικές πόλεις-κράτη.
     Ως προς το περιεχόμενο της, η Χρονογραφία του απογοητεύει τον σημερινό αναγνώστη. Ο βυζαντινολόγος Κάρολος Κρουμβάχερ την αποκαλεί ελεεινόν κατασκεύασμα, τον δε Ιωάννη αμέτοχον πάσης παιδείας και τόσον αγροίκο και κατά την ιστοριογραφικήν του τέχνην και κατά την ιστορικήν του αντίληψιν και κατά την γλώσσα, όσον ουδείς ποτέ των προ αυτού. Όσο κι αν τέτοιες κρίσεις δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, καθώς η χρονογραφία έχει τοποθετηθεί σε πιο ακριβές πλαίσιο, η αλήθεια είναι ότι το έργο του Μαλάλα βρίθει ανακριβειών και χαοτικών συνθέσεων, καθώς ο συγγραφέας παίρνει ποικίλα στοιχεία ιστορικά, θρησκευτικά και μυθολογικά, που στη συνέχεια αναμειγνύει μ’ ελευθερία λόγου πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι θα δικαιολογούσαν οι πηγές.
     Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα αυτής του της πρακτικής, είναι η σύνδεση της ελληνικής μυθολογίας με τη Παλαιά Διαθήκη, σε απόπειρα να εμφανισθεί ενιαίο αφήγημα. Ο Σηθ, για παράδειγμα, ο 3ος γιός του πρωτοπλάστου Αδάμ, παρουσιάζεται ως εκείνος που ονόμασε τους πλανήτες Κρόνο, Δία, Άρη, Αφροδίτη κι Ερμή. Οι Ολύμπιοι Θεοί είναι ιστορικοί βασιλείς χωρών της Μεσογείου: μαθαίνουμε λοιπόν πως ο Ερμής ήτανε βασιλιάς της Ιταλίας και κατόπιν της Αιγύπτου, όπου τον διεδέχθηκε ο γιος του Ήφαιστος, ο οποίος και 1ος επέβαλε τη μονογαμία. Ανάγει την αντιπαλότητα των Δήμων των ρωμαϊκών πόλεων (Πράσινοι, Βένετοι κ.α.) στην εποχή του Ρώμου, αρχαίοι Έλληνες αποκαλούνται με τον τίτλο συγκλητικοί, οι Μυριμιδώνες ταυτίζονται με τους Βουλγάρους.
     Από την άλλη όμως, στη Χρονογραφία παρατίθενται πολλά και σημαντικά ιστορικά στοιχεία, ιδίως όσα έχουν να κάνουν με την εποχή του συγγραφέα. Σημειώνεται η απαγόρευση του σημαδέματος των δούλων από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, το κλείσιμο της πλατωνικής ακαδημίας από τον Ιουστινιανό, οι διωγμοί της θρησκείας των Μανιχαίων από Ρωμαίους και Πέρσες (523), καθώς κι η χρήση μίας πρωίμης μορφής του υγρού πυρός, του θείου απύρου, σε ναυμαχία επί της βασιλείας του Αναστασίου. Αξιόλογες είναι οι περιγραφές κτισμάτων κι αγαλμάτων στην Αντιόχεια, καθώς κι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της πόλης, που διεξάγονταν μέχρι το 520 κι όπου συμμετείχανε και γυναίκες, ανταγωνιζόμενες στο τραγούδι, τον δρόμο και τη πάλη.
     Το έργο του Μαλάλα γνώρισε ευρυτάτη διάδοση, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα κι εντός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά σ’ όλη τη τότε οικουμένη. Ουσιαστικά αποτελεί τον «παππού» της σλαβικής, καυκασίας κι εν μέρει λατινικής κι αραβικής χρονογραφίας. Ο συνδυασμός της μεθόδου της κατά χρονολογίαν έκθεσης γεγονότων με τη παγκόσμια χριστοκεντρική ιστορία γέννησε ένα νέο γραμματειακό είδος. Από τον Μαλάλα θ’ αντλήσουνε πληροφορίες πολλές από τις Ανατολικορωμαϊκές πηγές που έχουμε σήμερα διαθέσιμες, όπως το Πασχάλιο Χρονικό, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Γεώργιος ο μοναχός, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης Σκυλίτζης κι ο Ιωάννης Τζέτζης.

========================

                                      Χρονογραφία

(απόσπ.
…Μετά το θάνατο του πατέρα του, καθώς είχε ενηλικιωθεί ο Θεοδόσιος, ο βασιλιάς, ζήτησε να παντρευτεί. Κι ενοχλούσε την αδελφή του τη Πουλχερία τη δέσποινα, που ήταν παρθένος, η οποία επειδή αγαπούσε τον αδελφό της δεν είχε επιλέξει να παντρευτεί κάποιον. Μάλιστα, αφού εξέτασε με περισσή φροντίδα πολλά κορίτσια παρθένα, κόρες πατρικίων ή από βασιλικό αίμα, μίλησε στο Θεοδόσιο το βασιλιά, τον αδελφό της, με τον οποία ζούσε μαζί στο παλάτι. Κι είπε σε αυτήν ο βασιλιάς Θεοδόσιος:

   “Εγώ θέλω να μου βρεις μια πολύ όμορφη νέα, να έχει τέτοια ομορφιά που να μην έχει καμμία γυναίκα στη Κωνσταντινούπολη, που να κατάγεται από βασιλικό αίμα ή από συγκλητική οικογένεια. Αν όμως δεν είναι υπερβολικά όμορφη, δεν ενδιαφέρομαι, ούτε αν ανήκει στους αξιωματούχους, ούτε αν είναι από βασιλικό αίμα ούτε πλούσια, αλλά ακόμα κι αν είναι η κόρη του οποιουδήποτε, αρκεί να είναι μόνο παρθένος κι ευπρεπέστατη, αυτή θα παντρευτώ“.

     Κι αφού τα άκουσε αυτά η δέσποινα Πουλχερία, έστειλε παντού αγγελιαφόρους για να το ερευνήσει. Έψαχνε κι ο Παυλίνος, για να κερδίσει την εύνοιά του. Στο μεταξύ συνέβη να έλθει στη Κωνσταντινούπολη μαζί με τους συγγενείς της, μια κόρη ευπρεπής, λογιοτάτη, από την Ελλάδα, ονόματι Αθηναΐδα, που μετονομάστηκε Ευδοκία κι ήταν κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου που ήταν πολύ εύπορος. Αυτή η Αθηναΐδα, η Ευδοκία, αναγκάστηκε να μεταβεί στη βασιλεύουσα πόλη στη θεία της για τον εξής λόγο: Ο πατέρας της ο Λεόντιος που είχε δύο γιους ενήλικες, όταν επρόκειτο να πεθάνει έκανε τη διαθήκη του, όπου όριζε στη διαθήκη του τους δυο γιους του, τον Ουαλέριο και το Γέσιο, κληρονόμους όλης της περιουσίας που άφηνε, λέγοντας στη διαθήκη: Στην Αθηναΐδα, την αγαπημένη μου γνησία θυγατέρα, θέλω να δοθούν μόνο εκατό νομίσματα. Γιατί της είναι αρκετή γι αυτήν η καλή της τύχη, που ξεπερνά κάθε άλλης γυναίκας. Και πέθανε ο Λεόντιος ο φιλόσοφος στην Αθήνα.
     Μετά λοιπόν το θάνατό του παρακαλούσε η Αθηναΐδα, η και Ευδοκία, τα αδέλφια της, ως μεγαλύτερους, πέφτοντας στα πόδια τους και ζητώντας να μην ισχύσει η διαθήκη αλλά να μοιραστεί μαζί τους δια τρία την πατρική περιουσία, λέγοντας ότι δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα, όπως και εσείς γνωρίζετε, προς τον πατέρα μας. Και δεν γνωρίζω γιατί με άφησε άπορη όταν επρόκειτο να πεθάνει και μου χάρισε μικρό μερίδιο από την ευπορία του μετά το θάνατό του. Τα αδέλφια της, όμως, έμειναν απαθείς και οργισμένοι την έδιωξαν από το πατρικό σπίτι, όπου έμενε μαζί τους. Και την δέχτηκε αυτή η αδελφή της μητέρας της, ως ορφανή, και την προστάτευσε ως παρθένο. Αυτήν αφού την πήρε, πήγε στην Κωνσταντινούπολη στην άλλη αδελφή του πατέρα της και θεία της. Και αφού την πήραν για να προβάλει αξιώσεις εναντίον των αδελφών της, την προετοίμασαν για να συναντήσει την ευσεβέστατη δέσποινα Πουλχερία, την αδελφή του Θεοδοσίου του βασιλέως. Και όταν την συνάντησε της εξήγησε με εύλογο τρόπο ότι αδικήθηκε από τα αδέλφια της.
     Και όταν την είδε η Πουλχερία, ευπρεπή (όμορφη) και ευυπόληπτη, ρώτησε τις θείες της αν είναι παρθένος, και πληροφορήθηκε από αυτές ότι είναι παρθένος, αφού φυλάχθηκε αγνή από τον πατέρα της, που ήταν φιλόσοφος στην Ελλάδα, και ότι ήταν πολύ καλά πεπαιδευμένη στη φιλοσοφία. Και αφού πρόσταξε αυτή και οι θείες της να περιμένουν φυλασσόμενες από κουβικουλαρίους, αφού έλαβε, λένε, το αίτημα από εκείνην, πήγε στον αδελφό της τον Θεοδόσιο και είπε σ’ αυτόν ότι Βρήκα μια νεαρά πολύ όμορφη, κομψή, με τρόπους και ευπρέπεια, Ελληνίδα, παρθένο, κόρη φιλοσόφου. Εκείνος όταν το άκουσε, καθώς ήταν νέος, ενθουσιάστηκε. Και αφού έστειλε τον συμμαθητή και φίλο του Παυλίνο, ζήτησε από την αδελφή του με κάποιο άλλο πρόσχημα να φέρει μέσα στο δωμάτιό της την Αθηναΐδα, την επονομαζόμενη και Ευδοκία, για να την δει μαζί με τον Παυλίνο πίσω από την κουρτίνα. Και μπήκε εκείνη μέσα. Και όταν την είδε, την αγάπησε και ο Παυλίνος την θαύμασε, Και αφού την κράτησε και την έκανε χριστιανή, γιατί ήταν Έλληνας, και την μετονόμασε Ευδοκία, την πήρε γυναίκα του, κάνοντας βασιλικούς γάμους. Και απέκτησε από αυτήν μια κόρη ονόματι Ευδοξία.
     Όταν πληροφορήθηκαν τα αδέλφια της αυγούστας ότι εκείνη είχε γίνει βασίλισσα, κατέφυγαν στη Ελλάδα φοβισμένοι. Και αφού έστειλε ανθρώπους, έφερε αυτούς από την πόλη των Αθηνών στην Κωνσταντινούπολη με λόγια καθησυχαστικά, και τους έκανε αξιωματικούς, αφού ο βασιλιάς τους προήγαγε, τον λεγόμενο Γέσιο έπαρχο των πραιτωρίων του έθνους των Ιλλυριών, τον δε Ουαλέριο μάγιστρο, αφού είπε σε αυτούς η βασίλισσα Ευδοκία, η αδελφή τους, ότι: Εάν εσείς δεν με είχατε κακομεταχειριστεί, δεν θα αναγκαζόμουν να έρθω εδώ και να γίνω
βασίλισσα. Εσείς, λοιπόν, μου χαρίσατε την από τη γέννησή μου βασιλεία. Γιατί η καλή μου τύχη έκανε εσάς να είστε άδικοι απέναντί μου, και όχι η δική σας για μένα γνώμη.
     Επίσης ο βασιλιάς Θεοδόσιος τον Παυλίνο, ως φίλο του και διάμεσο και συνδαιτυμόνα με εκείνον, τον κόσμησε με πολλά αξιώματα. Μετά από αυτά τον προήγαγε σε μάγιστρο. Και ανήλθε, καθώς είχε ελεύθερη πρόσβαση στον βασιλιά Θεοδόσιο, ως κουμπάρος του, και συχνά συναντούσε την αυγούστα Ευδοκία ο Παυλίνος ως μάγιστρος.
     (…)
     Συνέβη έτσι μετά από καιρό, όταν πήγαινε ο βασιλιάς Θεοδόσιος στην εκκλησία στα άγια Θεοφάνεια, επειδή ο Παυλίνος εξαιτίας του ποδιού του δεν αισθανόταν καλά, να μείνει στο σπίτι και να ξεκουραστεί. Έφερε, όμως, στον Θεοδόσιο τον βασιλιά ένας φτωχός, ένα μήλο από τη Φρυγία πάρα πολύ μεγάλο που ξεπερνούσε κάθε περιγραφή. Και παραξενεύτηκε ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος από αυτό. Και αμέσως ο βασιλιάς, αφού έδωσε σε αυτόν που του έφερε το μήλο εκατόν πενήντα νομίσματα, το έστειλε στην αυγούστα Ευδοκία. Και η Αυγούστα το έστειλε στον Παυλίνο τον μάγιστρο, ως φίλο του βασιλιά. Ο μάγιστρος Παυλίνος όμως, καθώς δεν γνώριζε ότι ο βασιλιάς το έστειλε στην αυγούστα, όταν το πήρε, το έστειλε στον βασιλιά Θεοδόσιο, μόλις μπήκε στο παλάτι. Και όταν το έλαβε ο βασιλιάς, το αναγνώρισε και το έκρυψε. Και αφού κάλεσε την Αυγούστα την ρώτησε λέγοντας, Πού είναι το μήλο, το οποίο σου έστειλα; Και εκείνη είπε ότι το έφαγε. Και την ανάγκασε να ορκιστεί στη ζωή του εάν το έφαγε ή το έστειλε σε κάποιον, Και ορκίστηκε εκείνη ότι Σε κανέναν δεν το έστειλα, αλλά ότι αυτή το έφαγε. Και διέταξε ο βασιλιάς να του φέρουν το μήλο και της το έδειξε. Και αγανάκτησε μαζί της, καθώς απέκτησε υπόνοιες ότι το έστειλε στον Παυλίνο, επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί του, και εκείνη το αρνήθηκε. Και γι’ αυτόν τον λόγο σκότωσε τον Παυλίνο ο βασιλιάς Θεοδόσιος. Και αισθάνθηκε προσβεβλημένη η Αυγούστα Ευδοκία, αφού την κακολογούσαν, γιατί παντού έγινε γνωστό ότι εξαιτίας της θανατώθηκε ο Παυλίνος. Γιατί ήταν ένας πάρα πολύ όμορφος νέος. Ζήτησε, λοιπόν, η Αυγούστα από τον Θεοδόσιο να μεταβεί στους αγίους τόπους για προσευχή. Και της παρείχε την άδεια. Και κατέβηκε από την Κωνσταντινούπολη στα Ιεροσόλυμα για να προσευχηθεί. Και έχτισε στα Ιεροσόλυμα πολλά κτίσματα και ανακατασκεύασε και το τείχος της Ιερουσαλήμ, λέγοντας ότι Για μένα είπε ο Δαβίδ ο προφήτης ότι με την ευδοκία σου θα οικοδομηθούν τα τείχη της Ιερουσαλήμ, Κύριε. Και αφού έμεινε εκεί και έχτισε για τον εαυτό της βασιλικό μνήμα, πέθανε και θάφτηκε στα Ιεροσόλυμα. Και όταν επρόκειτο να πεθάνει ορκίστηκε ότι δεν ήταν ένοχη για όσα την κατηγορούσαν για τον Παυλίνο….

Το επεισόδιο αυτό χρονολογείται περί το 444 στο Πασχάλιο Χρονικό, στο έτος 447/8 από το Θεοφάνη, ενώ ο Μαλάλας το καταγράφει χωρίς χρονολογική ένδειξη.

ἐξκουσεύω: (λατ. Excusare): παραιτούμαι, απέχω από τα καθήκοντά μου, αναπαύομαι, δεν κουράζομαι!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *