Βιογραφικό
Ο Κωνσταντίνος Μανασσής ήταν Βυζαντινός λόγιος κι εκκλησιαστικός που έζησε το 1ο μισό του 12ου αι., χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της βυζαντινής λογοτεχνίας. Σε νεαρή ηλικία ήταν ήδη μέλος κύκλου διανοουμένων που προστάτευε η Ειρήνη, σύζυγος του σεβαστοκράτορα Ανδρόνικου, δευτερότοκου γιου του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού. Στη πατριαρχική σχολή της Πόλης δίδαξε ρητορική. Υπήρξε χρονογράφος και ποιητής μ’ έργα που χαρακτηρίζονται από τη λαϊκή αντίληψη της ιστορίας αφού συχνά εξαίρουν μη σημαντικά γεγονότα, έχουνε πομπώδες ύφος, πλούσιο σε ηθικές παρεκβολές. Ο θάνατός του δε, τοποθετείται μάλλον ύστερα από το 1173-75 –πιθανόν ως το 1187 μ.Χ.
Οι διαθέσιμες πληροφορίες για την ζωή του Κωνσταντίνου Μανασσή είναι ελάχιστες και προέρχονται από τα έργα του. Γεννήθηκε το 1115 στη Πόλη κι έλαβε επιμελημένη μόρφωση. Νωρίς εντάχθηκε στον κύκλο των λογίων (Ιω. Τζέτζης, Θεόδ. Πρόδρομος), που προστάτευε η γυναίκα του Ανδρόνικου, αδελφού του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη (1110/12-1151/52)2. Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου, ο Κ. Μανασσής απομακρύνθηκε από το περιβάλλον της Ειρήνης, λόγω του ότι η χήρα σύζυγος κατηγορήθηκε από τον Μανουήλ Α΄, για συνωμοσία εναντίον του και τιμωρήθηκε με φυλάκιση κι εξορία τη 1η φορά (1144), και με περιορισμό στον αυτοκρατορικό οίκο τη 2η (1148). Τότε πιθανώς έγινε διδάσκαλος της ρητορικής και στα επόμενα έτη καθηγητής στη Πατριαρχική Σχολή της Πόλης. Στη διδακτική δραστηριότητά του εκεί, απέκτησε φιλικές σχέσεις με τοπικές ισχυρές οικογένειες, όπως εκείνης του Ιωάννου Κοντοστεφάνου, συγγενή τού αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού.
Το 1160 περίπου συνόδευσε τον Ιωάννη Κοντοστέφανο στη διπλωματική του αποστολή στις λατινοκρατούμενες περιοχές της Παλαιστίνης, που αποσκοπούσε στην εξεύρεση νύφης για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό. Φτάνει στη Κύπρο για ν’ ανακοινώσει στον ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ, Βαλδουΐνο, πως ανατίθεται σ’ αυτόν η εξεύρεση υποψήφιας νύφης. Ο Βαλδουΐνος προέκρινε τη Μελισσάνθη, κόρη του εκλιπόντος Φράγκου ηγεμόνα της Τρίπολης του Λιβάνου, κόμη Ραϊμόνδου Β΄. Η πρεσβεία έχει την ευκαιρία να δει τη κοπέλα στη Σαμάρεια. Στη πορεία, ο Μανουήλ, που αρχικά είχε αποδεχτεί το συνοικέσιο, αλλάζει γνώμη και στρέφεται στη 2η επιλογή του Βαλδουΐνου, τη Μαρία, κόρη του εκλιπόντος ηγεμόνα της Αντιοχείας, Ραϊμόνδου Πουατιέ. Ο Ιωάννης Κοντοστέφανος αφήνει τη 1η πρεσβεία στη Κύπρο για να μεταβεί στην Αντιόχεια όπου βρίσκεται μία 2η πρεσβεία, την ίδια στιγμή που ο αδελφός της Μελισσάνθης, Ραϊμόνδος Γ΄, λεηλατεί τα παράλια της Κύπρου, ως αντίποινα για τη συμπεριφορά του Μανουήλ. Τελικά, ο Ιωάννης Κοντοστέφανος επιστρέφει στη Κύπρο κι η 1η πρεσβεία παίρνει το δρόμο του γυρισμού, ενώ παράλληλα έχει επιλεγεί η Μαρία της Αντιοχείας για νύφη του αυτοκράτορα. Ο γάμος τελέσθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1161.
Από το ταξίδι αυτό έγραψε μια έμμετρη περιγραφή το “Οδοιπορικόν” και στο οποίο μεταξύ των άλλων φαίνεται η βαθιά περιφρόνησή του σε ό,τι δεν ήτανε Πολίτικο. Έγραψε επίσης το έμμετρο «Βίο Του Οππιανού», χρονογραφία σε στίχους, πολλούς ρητορικούς λόγους, εκφράσεις και κυρίως σκηνές κυνηγιού και το ερωτικό μυθιστόρημα «Αρίσταρχος & Καλλιθέα».
Στην επιστροφή του, μέσω της Τύρου, λόγω ασθένειας, παρέμεινε για διάστημα στη Κύπρο κι επέστρεψε στη Πόλη το 1162. Λίγο αργότερα μετά την επιστροφή του από την αποστολή αυτή, εξελέγη επίσκοπος, από τον μητροπολίτη Ηρακλείας, της θρακικής πόλης του Πανίου και κατόπιν, μετά το Μάη του 1172, έγινε μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ο Μανασσής ταυτίστηκε από τον Ν. Βέη, με το μητροπολίτη Ναυπάκτου Μανασσή (1175-1187), από μία απλή αναφορά που γίνεται στο πρόσωπό του, σε επιστολή του Ι. Απόκαυκου. Η ταύτιση ωστόσο του μητροπολίτη Ναυπάκτου Μανασσή με τον Κ. Μανασσή δημιουργεί κάποιες επιφυλάξεις στους ερευνητές. Από κάποια αόριστη αναφορά σ’ άλλο έργο του (Οδοιπορικόν), εικάζεται ότι πριν ή γύρω στο 1160 ασπάστηκε το μοναχικό βίο, ενώ σε μολυβδόβουλο που χρονολογείται το 1170 περίπου, σώζεται η επιγραφή ενός μητροπολίτη της θρακικής πόλης Πανίου με το όνομα Κ. Μανασσής.
(Τώρα μιας κι ειπώθηκε για τη Ναύπακτο, μπορούν να εξαχθούνε στοιχεία κι από κει, για την εκεί δράση του, παράλληλα, είναι ευκαιρία να δοθεί μια μικρή εξιστόρηση για τα της πόλης αυτής). Π.Χ.
Μετά την άλωση της Πόλης στους Φράγκους το 1204, η Ναύπακτος περνά για σύντομο διάστημα στον έλεγχο των Βενετών, που την αναφέρουνε στις πηγές τους ως Nepanto (μτγ. Lepanto) και με τη συνθήκη του 1210 παραχωρείται στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Δούκα Κομνηνό. Είναι ίσως η περίοδος για την οποία υπάρχουνε τα πληρέστερα στοιχεία για την ιστορία της πόλης, χάρη σε δύο χαρισματικές μορφές που ανεβήκανε στον επισκοπικό θρόνο στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα : στον Κωνσταντίνο Μανασσή και στον Ιωάννη Απόκαυκο.
Ο Κωνσταντίνος Μανασσής υπήρξε σπουδαία μορφή της εκκλησίας κατά το 12ο αι. και μητροπολίτης Ναυπάκτου, το 1172. Έγραψε επίσης κι άλλα λόγια κι εκκλησιαστικά έργα, όπως το κοσμολογικό σύγγραμμα «Στίχοι Συνοψίζοντες Τα Προχειρότερα Περί Των Αστέρων» (παρατίθεται παρακάτω) και το συναφές «Στίχοι Εις Την Κοσμοποιίαν» κ.ά. Η θεματολογία του προδίδει εύρος ενδιαφερόντων και θαυμασμό προς την αρχαιότητα.
Ο Ιωάννης Απόκαυκος ήταν ανηψιός του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Κωνσταντίνου Μανασσή, ο οποίος τον έστρεψε προς καρριέρα στον κλήρο. Το 1199 ή το 1200 χειροτονήθηκε επίσης μητροπολίτης Ναυπάκτου, θέση την οποία διατήρησε ως το 1232, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Τη περίοδο κείνη η μητρόπολη Ναυπάκτου ήταν μια από τις ισχυρότερες του Ελλαδικού χώρου, καθώς περιλάμβανε τις επισκοπές Αετού, Δραγαμέστου, Άρτας, Αχελώου, Βελάς, Βουθρωτού, Βουνδίτζης, Δρυινουπόλεως, Ιωαννίνων, Ρωγών και Χειμάρρας. Ωστόσο η ήττα του Δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Κομνηνού Δούκα στην Κλοκότνιτσα το 1230 δημιούργησε νέες μητροπόλεις καθώς και μια νέα κατάσταση πίεσης από τον Πατριάρχη που τώρα έδρευε στη Νίκαια. Οι νέες αυτές συνθήκες εξανάγκασαν τον Απόκαυκο σε παραίτηση κι εγκλεισμό του σε μοναστήρι. Πέθανε το 1233 ή το 1234.
Ο Απόκαυκος υπήρξε πολυγραφότατος και διέσωσε αρκετές πληροφορίες για την εποχή του και τη περιοχή της Ναυπάκτου σε συνοδικές πράξεις, επιστολές, ποιμαντικά κείμενα. Για το λόγο αυτό αποτελεί μια από τις κυριότερες ιστορικές πηγές για την ύστερη βυζαντινή περίοδο στη Στερεά Ελλάδα. Ήταν από τις πιο φωτισμένες μορφές του Βυζαντινού Πολιτισμού. Γοητεύτηκε από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δημιούργησε μοναστηριακό συγκρότημα, όπου μοναχοί και κληρικοί αντέγραφαν αρχαία κείμενα φιλοσοφίας από μισοκατεστραμμένα χειρόγραφα, ώστε να τα σώσουν από τη φθορά του χρόνου και να τα παραδώσουνε στις μελλοντικές γενιές. Ο ίδιος ο Ιωάννης συνέταξε κώδικες με το «κατ΄ έθιμον δίκαιο», στους οποίους οι σημερινοί ερευνητές βρίσκουνε πολύτιμες πληροφορίες για τον ιδιωτικό βίο στον ελλαδικό χώρο τον 11ο και τον 12ο αιώνα. Ένας από τους κώδικες του Απόκαυκου βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του Λονδίνου.
Συνδεόμενοι με συγγενική μεταξύ τους σχέση (θείος κι ανηψιός), εκτός από ιεράρχες ήσανε και φωτισμένοι άνθρωποι των γραμμάτων. Ο Απόκαυκος ιδιαίτερα αποτελεί σημαντική πηγή για τη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή της Ναυπακτίας στις αρχές του 13ου αιώνα. Η εικόνα που δίνει είναι ζοφερή. Ο πληθυσμός είχε μειωθεί κι είχανε σημειωθεί μετοικεσίες εξαιτίας φυσικών καταστροφών αλλά και πειρατικών επιδρομών. Συχνές ήτανε κι οι επιθέσεις από μεριάς των Φράγκων της Πελοποννήσου, που το 1218 οδήγησαν σε μερική καταστροφή των οχυρώσεων. Πρόσθετες έκτακτες φορολογίες από τη πλευρά του Δεσπότη της Ηπείρου επιδεινώσανε τη κατάσταση κι οδηγήσανε σε αποδυνάμωση της γεωργίας και της οικονομίας. Σε πολλές επιστολές του ο Απόκαυκος κάνει εκκλήσεις για ελάφρυνση της φορολογίας που βάραινε τόσο τον πληθυσμό όσο και την ίδια τη Μητρόπολη.
Το 1294, ο Νικηφόρος Α’ Άγγελος Δούκας Κομνηνός δίνει τη Ναύπακτο ως προίκα στον Φίλιππο Α’ του Τάραντα, μέλος της δυναστείας των Ανδεγαβών (Anjou), που έτσι παγιώνουν τη κυριαρχία τους στη περιοχή για περίπου μισό αιώνα.
(Εδώ κλείνει η παρένθεση και συνεχίζεται η μελέτη των έργων του Μανασσή). Π.Χ.

Η χειρόγραφη παράδοση των έργων έργων του και κυρίως της χρονογραφίας του, μαρτυρούν ότι υπήρξε ένας από τους πλέον δημοφιλής συγγραφείς, τόσο κατά τους βυζαντινούς, όσο και κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Συνέταξε έμμετρη χρονογραφία σε 15σύλλαβους με τίτλο “Σύνοψις Ιστοριών” πιθανότατα το 1150. Το χρονογραφικό αυτό έργο αποτελείται από 6.733 στίχους κι αφηγείται την ιστορία από κτίση τού κόσμου ως τη παραίτηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη το 1081, οπότε ανήλθε στην εξουσία η δυναστεία των Κομνηνών με αυτοκράτορα τον Αλέξιο Α΄. Το έργο γράφτηκε μεταξύ των ετών 1142-53, κατά παραγγελία της Σεβαστοκρατόρισας Ειρήνης (συζύγου του Ανδρόνικου Κομνηνού) με τη προοπτική να συνεχιστεί και για τα γεγονότα τής δυναστείας των Κομνηνών. Γνώρισε ευρύτατη κυκλοφορία στο Βυζάντιο, κάτι που φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό (πάνω από 100 χειρόγραφα διεσώθησαν) των διασωθέντων χειρογράφων. Η μετάφρασή του στη παλαιοσλαβική, κατά τον 14ο αι., αποτελεί έκφραση της ευρύτερης αυτής αναγνωστικής κυκλοφορίας του έργου που επηρέασε βαθιά τη σλαβική και τη ρωσική γραμματεία των μέσων χρόνων.
Σύμφωνα με τον Λαμψίδη, ήταν από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα βυζαντινής χρονογραφίας, και:
«…έδωσε ένα ιστορικό έργο, που απαιτούσε η εποχή του με την έφεσή της για ιστορική ύλη μέσα όμως σε λογοτεχνικό πλαίσιο. Η χρονογραφία του, ιδίως στο 2ο της τμήμα, είναι ένα γοητευτικό ιστορικό λογοτεχνικό δημιούργημα κι ανυψώνει σε κορυφαία στιγμή τη βυζαντινή λαϊκή χρονογραφία με την επαγωγό κι ευανάγνωστη λογοτεχνική αφήγηση. Δεν συνθέτει ως ιστορικός την ιστορία, αλλά την αποδίδει ως λογοτέχνης, ως ένας παραμυθάς».
Κατά τον ίδιον, το έργο αυτό παρουσιάζει τρεις καινοτομίες:
α. Παρουσιάζει την ιστορική ύλη επιλεκτικά και σε αυτοτελή επεισόδια
β. Χρησιμοποιεί το 15σύλλαβο στίχο προσδίδοντας στο έργο ποιητική μορφή, και
γ. Συνδυάζει την απλουστευμένη, με τη λόγια γλώσσα.
Από τους στίχους 4578 κι εξής αφηγείται τη 2η φάση της Εικονομαχίας. Στις 12 Ιουλίου 813 ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος στέφεται αυτοκράτορας και ξεκινά νέο πόλεμο κατά των εικόνων. Ας παρακολουθήσουμε πως ο βυζαντινός χρονογράφος περιγράφει το νέο αυτοκράτορα˙ ο Λέοντας «ην βλαστός κακόβλαστος» (στ. 4582), ήταν «πικρή ρίζα της παλιότερης ακάνθης (=της α΄ δηλαδή εικονομαχικής περιόδου, 727-787) που πέταξε βλαστούς πιο ακανθωτούς από τους προηγούμενους (=εικονομάχους αυτοκράτορες) και απείλησε να καταπνίξει τον πολύτιμο αγρό (=την Εκκλησία)» (στ. 4583-4585) .
Η αναβίωση της Εικονομαχίας είναι πια γεγονός˙ η εικονομαχική πολιτική του Λέοντα «σαν μεγάλος δράκοντας σύρθηκε φρικτός, το στόμα ορθάνοιχτο και σύριξε για να καταπιεί πάλι την Εκκλησία». Οι άγιες εικόνες «μαυρίζονταν με ασβόλη (καπνιά), αλείφονταν με ασβέστη, καίγονταν με φωτιά» (στ. 4591-4592)˙ οι εικονολάτρες, κληρικοί και λαϊκοί, καταδιώκονταν. Οι μέρες ήτανε δύσκολες για τους πιστούς. «Επένθει τότε και Σιών η του θεού θυγάτηρ/και δάκρυον σταλάττουσα πένθους εφόρει σάκκον,/αντί στολής δε νυμφικής χηρείας χιτωνίσκον˙/επένθει τότε και χορός αστέρων ουρανίω,/και προς την γην ηντράνιζεν (ατένιζε) εν σκοτεινοίς βλεφάροις» (στ. 4596-4600).
Ο Λέων δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει την εικονομαχική του πολιτική. Λίγα χρόνια μετά ο φίλος και συμπολεμιστής του αυτοκράτορα, Μιχαήλ οργανώνει τη θανάτωσή του. Έτσι, ανήμερα της εορτής των Χριστουγέννων του 820 ο αυτοκράτορας Λέων Ε΄ ο Αρμένιος δολοφονείται και την ίδια μέρα ο Μιχαήλ Β΄ Τραυλός στέφεται αυτοκράτορας.
Ποιά, όμως, πολιτική ακολούθησε ο Μιχαήλ στο θέμα της λατρείας των εικόνων; Γράφει ο Μαννασής:«εστύγει (αποστρεφόταν) μεν και Μιχαήλ τας ιεράς εικόνας,/αλλ’ ουκ ενεπικραίνετο τοις ταύτα προσκυνούσιν,/ουδέ τας σάρκας τας αυτών μάστιξιν εχαλάζα·»(στ. 4633-4635). Σύμφωνα με το Λαμψίδη, ο Μιχαήλ «προσπάθησε να κατευνάσει τις θρησκευτικές έριδες για τις εικόνες. Επανέφερε τους εξόριστους εικονόφιλους, αλλά δεν αναστήλωσε επίσημα τις εικόνες, παρά τις προσδοκίες και τις ενέργειες των εικονολατρών».
9 έτη μετά την άνοδό του στον θρόνο, το 829, ο Μιχαήλ «μέλλων τον βίον λείπειν» (στ. 4673) παραδίδει την εξουσία στον γιο του Θεόφιλο (829-842), φιλότεχνο κι υποστηρικτή των γραμμάτων, αυτοκράτορα, με εικονομαχικές, όμως, πεποιθήσεις. Σύζυγός του ήταν η Θεοδώρα που προχώρησε στην οριστική αναστήλωση των εικόνων με τη σύνοδο του 843. Είναι ενδιαφέροντες χαρακτηρισμοί του Μαννασή για το «αταίριαστο;» αυτό ζευγάρι: «η μεν (Θεοδώρα) γαρ πάσαις αρεταίς κατάφυτον ην άλσος/και κήπος χαριτόβλαστος και δένδρον ευκοσμίας,/ο δε χωρίον άντικρυς τριβόλων δυσσεβείας/και βάτος ακανθοβελής και ράμνος σπλαγχνοτύπος( μικρός θάμνος που πληγώνει τα σπλάγχνα)» (στ. 4694-4697). Για να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του Θεοφίλου ο χρονογράφος θα περιγράψει τα δεινά που υφίσταντο οι εικονολάτρες (στ. 4698-4701) κι επαναφέρει στην ιστορική μνήμη το μαρτύριο των δύο αδελφών των επονομαζομένων και «γραπτών», του Θεοφίλου και του Θεοφάνη· αφού τους υπέβαλε σε διάφορα βασανιστήρια, στο τέλος «έστιξε και τα μέτωπα μέχρις αυτών οφρύων/και τύπους ενεχάραξεν αυτοίς ιαμβοπλόκους ( εγχάραξε στίχους ιαμβικούς)» (στ. 4706-4707). Επειδή όμως θέλει να είναι δίκαιος ως προς το πρόσωπο του Θεοφίλου, θα παραδεχτεί πως ο αυτοκράτορας κατά τα άλλα «λαμπρόψυχος ην και μεγαλογνώμων» (στ. 4714).
Στη συνέχεια της Συνόψεως ο χρονογράφος θ αφηγηθεί τις περιπέτειες και τα μαρτύρια που υπέβαλε ο Θεόφιλος τον Μεθόδιο, έναν άγιο άνδρα και μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (843-847), υπερασπιστή της λατρείας των ιερών εικόνων. Αρχικά τον εξόρισε σε κάποιο νησί και τον υποχρέωσε να ζει με δυο άλλους ληστές, εκ των οποίων ο ένας γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του Μεθοδίου και μεταμορφώθηκε σε «ζηλωτή της ενθέου πολιτείας» (στ. 4823). Στη συνέχεια, βλέποντας ο Θεόφιλος αμετακίνητο στις θέσεις του τον Μεθόδιο, τον υπέβαλε σε νέα φρικτά βασανιστήρια, διέταξε και «του ξερίζωσαν τα δόντια και του συνέθλιψαν τις σιαγόνες» (στ. 4845).
Κάποια όμως στιγμή ο Θεόφιλος, καθώς μελετούσε «ως μέλισσα φιλόπονος ανθών εκ λειμωνίων» (στ. 4858), συνάντησε μερικά δυσερμήνευτα χωρία κι αδυνατούσε να τα εννοήσει. Ανακαλεί, τότε, τον Μεθόδιο από την εξορία για να βοηθήσει στην ερμηνεία των συγκεκριμένων χωρίων. Είχε ακούσει για τη πολυμάθεια, την ευρηματικότητα και τη γνώση του Μεθοδίου και πίστεψε πως ήταν το πρόσωπο που πράγματι θα του ‘δινε λύσεις στη κατανόηση κι ερμηνεία των όσων απασχολούσαν τη σκέψη του. Ο Μεθόδιος ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του αυτοκράτορα κι ο Θεόφιλος «εγκατοικίζει τον καλόν καλώς εν βασιλείοις» (στ. 4876) αναπτύσσοντας μια ειλικρινή σχέση μαζί του.
Το 842 ο Θεόφιλος πεθαίνει. Λίγο πριν το θάνατό του, αναγορεύει συμβασιλέα τον ανήλικο γιο του Μιχαήλ Γ’ με την εντολή η σύζυγος του και μητέρα του Μιχαήλ, Θεοδώρα να γίνει κηδεμόνας του ανήλικου βασιλιά μέχρι την ενηλικίωσή του. Η Θεοδώρα αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της βρήκε την ευκαιρία και πήρε την απόφαση αναστήλωσης των αγίων εικόνων, γεγονός για το οποίο επαινείται από τον Μαννασή με μια σειρά από παρομοιώσεις που θυμίζουν Όμηρο: «και σάλπιγξ εχρημάτισε εύσημος, χρυσοσάλπιγξ,/ή μάλλον καλλικέλαδος, νεοττοτρόφος όρνις,/στρουθούς επισυνάγουσα πάντοθεν τους απτέρους/περικρυβέντας μέχρις αν ο θηρευτής παρέλθη/και σπέρματα τρισευγενή σχούσα κατά καρδίας,/ως άρουρά τις εύκαρπος (σαν κάποια γη καρποφόρα), αύλαξ λιπαροβώλαξ (σαν αυλάκι με λιπαρούς σβώλους),/χειμώνος μεν πιέζοντος ουκ ανεδίδου βλάστην,/ως δε παρήλθε το πικρόν της χειμερίας ώρας,/το δ’ έαρ υπεγέλασε και το στυγνόν ελύθη (και διαλύθηκε η σκοτεινιά),/τότε δή τότε και βλαστόν εξήνεγκε πολύχουν (γόνιμο)/και λήϊον (αγρό) πολύσταχυ και πλήρες ευκαρπίας,/ως αύραις κυμαινόμενον ευπνόοις, ζεφυρίαις/του πνεύματος ταις χάρισι του πάντα τελειούντος»(στ. 4894-4906).
Πράγματι, τον Μάρτη του 843 η Θεοδώρα συνεκάλεσε σύνοδο στη Πόλη με θέμα την αναστήλωση των ιερών εικόνων, αφού προηγουμένως κατήργησε τον εικονομάχο πατριάρχη Ιωάννη Ζ΄ Γραμματικό (837-843) κι εγκατέστησε στον πατριαρχικό θρόνο τον Μεθόδιο (843-847). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Μαννασή, λίγο πριν την έναρξη των εργασιών της Συνόδου, ζήτησε από τους συμμετέχοντες σε αυτήν Πατέρες, να παρακαλέσουν τον Θεό υπέρ του συζύγου της Θεοφίλου για συγχώρεση των αμαρτιών του. Οι Πατέρες αποδέχτηκαν το αίτημα της αυτοκράτειρας και προσευχηθήκανε για τη ψυχή του εικονομάχου Θεοφίλου. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κωνσταντίνος Μαννασής η Θεοδώρα «την άκανθαν ανέσπασεν της εικονομαχίας» (στ. 4909) κι επανέφερε την ειρήνη στους κόλπους της Εκκλησίας.
Συνοψίζοντας τις εκτιμήσεις, από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις πηγές του ο Μανασσής, στην αφήγηση της κοσμογονίας, αλλά κι αξιολογώντας παράλληλα το ποίημα θα μπορούσε κανείς να κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
1. Ο συγγραφέας δε διστάζει ν’ αντλήσει από ευρύ φάσμα πηγών, που καλύπτουνε διάφορα γραμματειακά είδη.
2. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τις πηγές του δείχνει, ότι γνωρίζει το περιεχόμενό τους, πριν από τη “σύν-θεση” του έργου του και τις εντάσσει σ’ αυτό, ανάλογα με το κατά πόσο τον εξυπηρετούν, στα σημεία της αφήγησης και κατά πόσο ταίριαζε στο σκοπό του, να παρουσιάσει δηλαδή την ιστορία, ως εποικοδομητική και διασκεδαστική ποίηση.
3. Ο αφηγητής ποικίλλει, όσον αφορά στη χρήση χωρίων από τις πηγές, άλλα τα τροποποιεί ακολουθώντας ελεύθερη απόδοση, ενώ σ’ άλλα διατηρεί τις λέξεις (μια ή δυο), αλλάζοντας πολλές φορές και τη σειρά τους, για τις ανάγκες του μέτρου.
4. Διατηρεί στο κείμενό του, σε μορφή γλωσσικών δανείων (λέξεις ή εκφράσεις), που προέρχονται από το πρότυπό του, δηλαδή τις πηγές.
5. Πουθενά δεν κάνει μνεία του συγγραφέα, που κάθε φορά χρησιμοποιεί ως πηγή.
6. Τέλος, το κείμενο της «Χρονικής Σύνοψης», σε σχέση με τα κείμενα των πηγών του στα αντίστοιχα χωρία, διακρίνεται για τη διακόσμηση του ύφους, τη σύνθεση νέων λέξεων, καθώς και τη δημιουργία εκφραστικών μέσων και ποιητικών εκφράσεων, που πράγματι αφθονούνε, καθιστώντας το έργο ξεχωριστό για την εποχή του 12ου αι.
Στο “Οδοιπορικό“, αλλάζει ρότα. Τα ιστορικά γεγονότα αναφέρονται επιλεκτικά. Αν εξαιρέσουμε κάποιες βασικές πληροφορίες για το ταξίδι και το σκοπό της πρεσβείας, ο Μανασσής ασχολείται κυρίως με τον εαυτό του, καταγράφοντας τις (όχι πάντα θετικές) εντυπώσεις του από τις πόλεις που επισκέφθηκε και σκιαγραφώντας την περιπέτειά του από τις δύο αρρώστιες που τον ταλαιπωρήσανε. Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι το ποίημα δεν έχει σκοπό ούτε να εξιστορήσει το χρονικό των συνοικεσίων (κι άρα δεν πρόκειται για ιστορική μαρτυρία), ούτε να περιγράψει τους Αγίους Τόπους ή γενικά τα μέρη που είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί, με αφορμή το ταξίδι του (άρα δεν είναι ούτ’ έν απλό οδοιπορικό). Στη πραγματικότητα, το θέμα του συνθέματος είναι, μάλλον διπλό: α) ο φόβος για τα ταξίδια και β) η θλίψη του αποχωρισμού από τη Πόλη. Παρότι οι 2 αυτοί θεματικοί άξονες διατρέχουν υπαινικτικά κι υποδόρια όλο το έργο, υπάρχουνε και σημεία όπου δηλώνονται ξεκάθαρα, ο μεν 1ος στον επίλογο του Δ’ Λόγου κι ο 2ος στις κατακλείδες των 3 Λόγων.
Οι 2 θεματικοί άξονεςπου γύρω τους περιστρέφεται το ποίημα αναπτύσσονται με 2 μοτίβα-κλειδιά: τρικυμία και ξηρασία. Όπως θα φανεί από την ανάλυση που ακολουθεί, τα μοτίβα διαπλέκονται εντέχνως μεταξύ τους, εξυπηρετώντας τη περίτεχνη δομή του «Ὁδοιπορικοῦ». Το μοτίβο της τρικυμίας χρησιμοποιείται πάντα μεταφορικά, για να υποδηλωθεί το άστατο του ανθρώπινου βίου, που είναι γεμάτος παθήματα και κακουχίες.
Πουθενά στο ποίημα δε συναντώνται πραγματικές τρικυμίες, παρά μόνο στην αρχή (Ι 13-47), όπου ο αφηγητής βλέπει όνειρο που αποδεικνύεται προφητικό: ο Ιωάννης Κοντοστέφανος τον αναγκάζει να επιβιβασθεί σε καράβι που πλέει προς τη Σικελία (Ι 22 και 25-26). Στην αρχή το ταξίδι είναι ήρεμο και γλυκό (Ι 29-31), αλλά σύντομα ξεσπά φουρτούνα κι ο πλους μετατρέπεται σε πραγματικό εφιάλτη (Ι 32-45). Με πολύ κόπο, το καράβι αγκυροβολεί σε φιλικόν όρμο (Ι 46-47). Ξυπνώντας, ο ποιητής εκφράζει το φόβο του ότι το όνειρο μπορεί να προμηνύει κάτι άσχημο (Ι 51-59), και πράγματι, γρήγορα καταφθάνει η είδηση ότι αυτός πρέπει να λάβει μέρος στη πρεσβεία που θ’ αναχωρήσει για τη Παλαιστίνη (Ι 66-67). Το προφητικό όνειρο όλη τη πλοκή του ποιήματος, αφού οι αναφορές στη τρικυμία του ανθρώπινου βίου πληθαίνουν από το στίχο Ι 209 κι εξής, με αποκορύφωμα το 2ο και 3ο Λόγο, οπότε και τα δεινά του ποιητή (οι νόσοι και το αίσθημα μοναξιάς) αυξάνουν. Μάλιστα, το ουσιαστικό τέλος τους, που επισφραγίζεται με την άφιξη του Κοντοστέφανου στη Κύπρο, εκφράζεται με την εικόνα της φουρτούνας που κοπάζει.
Από τη στιγμή που ο Μανασσής αποκόπτεται από τη Πόλη, μέχρι το σημείο που προοικονομεί τα παθήματα που θα εξιστορήσει, μεσολαβούν αρκετοί στίχοι, όπου περιγράφονται οι πόλεις που είδε, μέχρι τη στιγμή που η πρεσβεία φτάνει στη Σαμάρεια, όπου διαμένει η Μελισσάνθη (Ι 77-206). Ο αισιόδοξος τόνος του ποιήματος σε αυτή την ενότητα, όπου ο αφηγητής εκφράζει τον θαυμασμό του για το κάλλος του τοπίου, αγγίζει το απόγειό του με την ἔκφραση της -πέραν κάθε προσδοκίας- νύφης (Ι 166-199). Παρολαυτά, μετά την ολοκλήρωση της περιγραφής, ο τόνος αλλάζει απότομα, καθώς ο ποιητής πληροφορεί δίχως περιστροφές τον αναγνώστη-ακροατή ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουνε γρήγορα, αφού θα ξεσπάσει άγρια τρικυμία, υπονοώντας τα βάσανα που τον περιμένουνε στους επόμενους 2 Λόγους. Μάλιστα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνειών, αφού ξεκαθαρίζει ότι αυτά που επίκεινται θα χρειάζονταν έναν Αισχύλο ή έναν Φρύνιχο για να περιγραφούν όπως τους ταιριάζει.
Σε αυτή τη δήλωση θα πρέπει ν’ αναζητηθεί το κλειδί για τη προσέγγιση του 2ου και 3ου Λόγου, που διακατέχονται από ένα θρηνητικό κι άκρως απαισιόδοξο τόνο (η «πενθική στωμυλία» για την οποία κάνει λόγο στο Ι 215). Συνεπώς, το κομμάτι που περιγράφει τις πρώτες πόλεις και την υποψήφια νύφη (Ι 77-206) λειτουργεί ως αντίβαρο στα όσα επακολουθούν. Μάλιστα, ίσως ο Μανασσής, παρεμβάλλοντας μία εκτενή ενότητα που διακρίνεται από μία θετική θεώρηση των πραγμάτων, «ξεγελά» ηθελημένα τον αναγνώστη του, αν και τον είχε ήδη ενημερώσει ότι το ποίημα πραγματεύεται άσχημες καταστάσεις.
Πράγματι, αμέσως μετά τη προοικονομία των βασάνων, το ταξίδι καθίσταται προβληματικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Άγιοι Τόποι, που ο αφηγητής βρίσκει άνυδρους και ξηρούς (I 280-330). Φυσικά, αυτά τα μειονεκτήματα των περιοχών δεν δηλώνονται τυχαία, αντίθετα αποτελούν υπαινικτικούς δείκτες για τη ξηρασία του πυρετού που θα χτυπήσει τον ποιητή στην αρχή του επόμενου Λόγου, η οποία θα φανεί εκτενέστερα παρακάτω. Στο σημείο αυτό, ενδιαφέρει η παρουσία του μοτίβου της τρικυμίας στο 2ο και 3ο Λόγο, όπου εκδηλώνονται αντίστοιχα οι δύο ασθένειες που ταλαιπωρούνε τον ποιητή. Και στους 2 Λόγους, η τρικυμία νοείται ξεκάθαρα είτε ως μεταφορά για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ζωής που επιφέρει συμφορές, είτε ως η συμφορά η ίδια. Πρέπει να σημειωθεί ότι σ’ αυτές τις 2 ενότητες, το μοτίβο της τρικυμίας διαπλέκεται με πλήθος άλλων παρομοιώσεων κι εκφραστικών μέσων παρολαυτά πρόκειται
για το μοναδικό μοτίβο που εμφανίζεται σταθερά και στους 4 Λόγους, δημιουργώντας έτσι εσωτερική συνοχή στο ποίημα.
Τέλος, στο 4ο Λόγο, η τρικυμία αναφέρεται ακριβώς τη στιγμή που τελειώνουν τα βάσανά του. Πιο συγκεκριμένα, η ασφαλής επιστροφή της πρεσβείας στη Πόλη παρομοιάζεται με το γαλήνεμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας και την εκδήλωση της νηνεμίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ως επιστέγασμα της αλλαγής της διάθεσης του αφηγητή εισάγεται το χιουμοριστικό επεισόδιο με τον δύσοσμο Κύπριο άνδρα, που κάθεται δίπλα στον ποιητή, στην εκκλησία (IV 89-130). Ο Κύπριος δεν αλλάζει θέση, παρά τις παρακλήσεις του ποιητή κι έτσι ο τελευταίος αναγκάζεται να χτυπήσει (μέσα στον ναό!) τον άντρα για να τον απομακρύνει.
Το δεύτερο μοτίβο-κλειδί του ποιήματος, που εμφανίζεται και στους 4 Λόγους, είναι η ξηρασία. 1η αναφορά σ’ αυτή γίνεται στο τέλος του 1ου Λόγου, οπότε κι ο αφηγητής παρατηρεί πόσο ανυπόφορη είναι η Ναζαρέτ, όπως κι άλλες πόλεις στους Αγίους Τόπους, εξαιτίας του ξηρού κι άνυδρου (Ι 280-330). Ιδιαίτερα επίμονα αναφέρεται στη ξηρασία του τόπου (που εκφράζεται με όρους που παραπέμπουν στη φωτιά).
Στην αρχή του 2ου Λόγου γίνεται παρόμοια αναφορά στο κλίμα της Τύρου κι αμέσως μετά περιγράφεται με ίδιους όρους η πυρετώδης νόσος του. Τη ξηρασία της νόσου μπορεί ενδεχομένως να τη δει κανείς κι ως μεταφορά για τη δυσαρέσκεια του αφηγητή απέναντι στο συγκεκριμένο ταξίδι, που με τη σειρά της δηλώνει γενική αποστροφή προς κάθε είδους μετακίνηση (που εκφράζεται ξεκάθαρα στον επίλογο του ποιήματος, IV 159 κι εξής).
Στο 3ο Λόγο, παρότι δεν υπάρχει κάποια άμεση αναφορά σε ξηρασία της 2ης νόσου, η αδυναμία του ποιητή να πιει νερό αποτελεί έμμεση αναφορά σε αυτή. Τέλος, το λουτρό που τελικά τονε θεράπευσε (ΙΙΙ 77-84), αποτελεί επιπρόσθετη ένδειξη ότι το «πῦρ λιπαρόν» (ΙΙ 17) που τον ταλαιπωρεί με διάφορους τρόπους από το τέλος του 1ου Λόγου επιτέλους σβήνει. Είναι μάλιστα, αξιοσημείωτο πως ο αφηγητής δηλώνει πως επιθυμεί να εγκωμιάσει το λουτρό, αλλά αδυνατεί, διότι το στόμα του έχει ξεραθεί από τη ζέστη των βασάνων του («καύσωνι πειρατηρίων», ΙΙΙ 84) ακόμα ένας υπαινιγμός για τη ξηρασία των παθημάτων του. Κι ως τελικό επιστέγασμα των παραπάνω, λειτουργεί η αναφορά στη πλήρη εξαφάνιση του «φλεκτικοῦ πυρός» από το σώμα του (IV 79), ακριβώς τη στιγμή που τελειώνουνε τα βάσανά του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ξηρασία κι ο φλογισμός του αφηγητή σταματάνε, διόλου τυχαία, τη στιγμή που γαληνεύει κι η θάλασσα της ζωής του από τις τρικυμίες που είχαν ξεσπάσει (IV 74-75).
Συνοψίζοντας, τα μοτίβα της τρικυμίας και της ξηρασίας συνυπάρχουνε και διαπλέκονται αρμονικά σ’ όλη την έκταση του ποιήματος, δημιουργώντας, μ’ αυτό τον τρόπο, εσωτερική αρμονία και συνέπεια στην ανάπτυξη της πλοκής. Η συνειδητή χρήση τους από τον Μανασσή συνθέτει κλειστή ιστορία, που περιλαμβάνει στον πυρήνα της τις κακουχίες και τις νόσους του αφηγητή, που σε μεταφορικό επίπεδο, υποστηρίζουνε τον βασικό θεματικό άξονα του «Ὁδοιπορικοῦ»: το φόβο για τα ταξίδια κι ειδικά γι’ αυτά που οδηγούνε στον αποχωρισμό από τη Πόλη. Ως γενικό συμπέρασμα, το ποίημα διαθέτει κάποιες αναμφισβήτητες αρετές (κυρίως σε επίπεδο δομής και συνοχής) κι άρα αξίζει τη προσοχή των ερευνητών. Περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να φωτίσει κι άλλες πτυχές αυτού του πραγματικά αξιόλογου λογοτεχνικού κειμένου.
Το ταξίδι αρχίζει με τον αποκαλυπτικό στίχο: Τῆς γλυκυτάτης ἀπάρας βασιλίδος (Ι -77). Όπως έχει ήδη ειπωθεί, το ποίημα δεν εκφράζει απλώς το φόβο ενός ανθρώπου του Μεσαίωνα για τα ταξίδια, αλλά πολύ περισσότερο το φόβο του αποχωρισμού από τη Πόλη εξαιτίας των ταξιδιών. Στον 12ο αι., αυτό φαίνεται να ‘τανε προσφιλές μοτίβο στη βυζαντινή λογοτεχνία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους λόγιους που χρειάστηκε να λείψουνε καιρό από τη Βασιλεύουσα.
Τὸν μὲν σεβαστὸν ἐπτέρουν ταῖς ἐλπίσιν,
ὡς τῶν ἐπάθλων εὐπορήσει μειζόνων
τοιόνδε δῶρον δυσπόριστον προσφέρων
τῷ φιλοδώρῳ βασιλεῖ γῆς Αὐσόνων (Ι 203-6).
ἐγὼ δ’ ὁ ταλάντατος ὠνειροσκόπουν,
ὡς τάχιον βλέψαιμι τὴν Κωνσταντίνου.
ἀλλ’ ἀντιπνεύσας κακίας ὁ καικίας
χειμῶνας ἐξήγειρεν ἀελλοπνόους,
τρικυμίας φόβητρα, ναυτίας ζάλας
καὶ βραδυτῆτας καὶ σχολὰς παραλόγους.
τί ταῦτα τλήμων εἰς μάτην καταλέγω,
τῆς Αἰσχύλου χρῄζοντα δραματουργίας
ἢ τῆς Φρυνίχου πενθικῆς στωμυλίας; (Ι 208-217).).
Ὦ γῆ Βυζαντίς, ὦ θεόδμητος πόλις,
ἡ καὶ τὸ φῶς δείξασα καὶ θρέψασά με,
ἐν σοὶ γενοίμην, καλλονὰς βλέψαιμί σου.
ναὶ ναί, γενοίμην ὑπὸ τὰς σὰς ἀγκάλας·
ναὶ ναί, γενοίμην ὑπὸ τὴν πτέρυγά σου
καὶ διατηροίης με καθὰ στρουθίον (Ι 331-6).
Ὦ γῆ Βυζαντίς, ὦ πόλις τρισολβία,
ὀφθαλμὲ τῆς γῆς, κόσμε τῆς οἰκουμένης,
τηλαυγὲς ἄστρον, τοῦ κάτω κόσμου λύχνε,
ἐν σοὶ γενοίμην, κατατρυφήσαιμί σου·
σὺ καὶ περιθάλποις με καὶ διεξάγοις
καὶ μητρικῶν σῶν ἀγκαλῶν μὴ χωρίσαις (ΙΙ 153-8).
-«Ὦ χρύσεον πόλισμα τῆς Βυζαντίδος,
ἥλιε τῆς γῆς, κάλλος οὐκ ἔχον κόρον,
ἕως πότε βλέψω σε κατὰ τοὺς ὕπνους;
ἴδοιμι, παντέραστε, σὰς στιλβηδόνας·
βλέψαιμι, καλλίφωτε, τὰ πρόσωπά σου (ΙΙΙ 102-6).
Επίσης, μες στο 2ο Λόγο:
Ὦ Ῥωμαῒς γῆ, κόσμε τῆς γῆς ἁπάσης,
ἔρρευσε τὰ βλέφαρα προσδοκῶντά σε (ΙΙ 112-3)
Από την αρχή του πρώτου Λόγου, ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ο Μανασσής θα μιλήσει για:
τῶν συμφορῶν μου τὰς θαλάσσας καὶ ζάλας (Ι 59).
Στο 2ο Λόγο τώρα:
αἴ, αἴ, πολυστένακτον ἀνθρώπων γένος,
κακῶν ἄβυσσε, βυθὲ τῆς δυσποτμίας·
αἴ, αἴ, πολυστρόβητε, κυκητὰ βίε,
ἀλλοπρόσαλλε, τρισκατάρατε, πλάνε,
ἄνισε, παντόφυρτε, βάσιν οὐκ ἔχων·
σκώληξ σὺ πικρός, καρδίας κατεσθίων,
δυσχείμερος θάλασσα μυρίων κακῶν,
ἀνήμερον πέλαγος μυρίων κακῶν (ΙΙ 45-52).
Στο 3ο Λόγο, οι ίδιες οι αρρώστιες νοούνται ως πέλαγος (ἐπεὶ γὰρ εἰς πέλαγος ἐμπεσὼν νόσων, ΙΙΙ 16). Λίγο παρακάτω, οι νέες συμφορές του περιγράφονται ως εξής:
προσέσχον αὖθις κινδύνοις παλιντρόποις
καὶ τραχύτης κλύδωνος ὑπέπαισέ με (ΙΙΙ 20-21).
ἕως ὁ πανσέβαστος ἦλθεν εἰς Κύπρον,
πολλοὺς διαδρὰς κινδύνους καὶ θανάτους,
καὶ τηνικαῦτα τῶν λυπηρῶν ἡ ζάλη
μετῆλθεν ἡμῖν εἰς γαλήνην, εἰς ἔαρ (IV 72-75).
Οι Άγιοι Τόποι περιγράφονται ως «πνιγηροί» (Ι 296). Αργότερα, ο αέρας τους χαρακτηρίζεται ως … καυματώδης, πυρώδης (Ι 317).
ὦ παγκακία, παντομίσητος Τύρος·
τὸν γὰρ βαρύν σου καὶ πνιγηρὸν ἀέρα
καὶ τὴν ἀποφρύγουσαν ἡλίου φλόγα
τίνων διηγήσαιντο γλῶσσαι ῥητόρων; (ΙΙ 10-13).
ἐντεῦθεν ἡμῖν ἄρχεται τὰ τῆς νόσου,
νόσου δυσαλθοῦς, βαρυσυμφορωτάτης·
ἀνάπτεταί μοι πυρετὸς καυματίας,
ὡς πῦρ λιπαρόν, εὐπορῆσαν φρυγάνων.
τὰ σπλάγχνα πιμπρᾷ, βόσκεται τὴν οὐσίαν.
ἀπηνθράκωσεν, ἐξεδαπάνησέ με·
ἐπυρπόλησεν, ἐξετηγάνισέ με.
ἀτμῖσι πυκναῖς τὴν κεφαλὴν ἐζόφου
καὶ τοῦ λογισμοῦ τὰς κόρας συνεζόφου.
αἱ τρίχες ἐξέπιπτον ὡς νεκροῦ τρίχες,
τῆς πυρκαϊᾶς οὐ φέρουσαι τὴν ζέσιν (ΙΙ 14-24).
Από τα συνολικά 11 βυζαντινά μυθιστορήματα που σώζονται, 4 είναι γραμμένα σε λόγια γλώσσα. Όλα γράφτηκαν το 12ο αιώνα κατά το πρότυπο του ελληνιστικού ερωτικού μυθιστορήματος. Αναφέρονται στις περιπέτειες ενός ερωτικού ζεύγους, στους κινδύνους και τα ταξίδια του ως την τελική επανασύνδεσή του. 3 απ’ αυτά τα μυθιστορήματα είναι έμμετρα. Οι ποιητές τους είναι ο Θεόδωρος Πρόδρομος, που διηγείται τις περιπέτειες της Ροδάνθης και του Δοσικλή, ο Νικήτας Ευγενειανός που γράφει για τη Δρόσιλλα και το Χαρικλέα κι ο Κωνσταντίνος Μανασσής, που το 1150 συνέθεσε το μυθιστόρημα με τις περιπέτειες του ζεύγους Αρίστανδρου & Καλλιθέας, που παραδίδεται μόνον αποσπασματικά. Ο Ευστάθιος ή Ευμάθιος Μακρεμβολίτης συνέθεσε το δικό του έργο Τα καθ’ Υσμίνην και Υσμινίαν σε πεζό λόγο.
Η εμφάνιση των ερωτικών μυθιστορημάτων το 12ο αιώνα δεν έγινε ξαφνικά. Οι Βυζαντινοί ασχολούνταν με ζωηρό ενδιαφέρον με τα ελληνιστικά μυθιστορήματα κι ειδικότερα του Αχιλλέα Τάτιου και του Ηλιοδώρου. Έγραφαν ερμηνείες, χρησιμοποιούσαν περικοπές ή κάναν άμεσες αναφορές σ’ αυτά. Παράλληλα κάνανε κι εκείνοι με τη σειρά τους εκτεταμένη χρήση μυθιστορηματικών στοιχείων σ’ άλλα είδη βυζαντινής γραμματείας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προσφέρουν τα απόκρυφα κείμενα κι η αγιολογική μυθιστορία.
Τα βυζαντινά μυθιστορήματα δεν αποτελούν απλή μίμηση των ελληνιστικών προτύπων τους. Οι ποιητές τους αποτυπώνουνε στοιχεία από το βυζαντινό τρόπο ζωής κι ιδιαίτερα την εθιμοτυπία, όπως προσκύνηση του αυτοκράτορα, αναφορά στους ευνούχους, τη τήρηση της ιεραρχίας.
Το Σύνολο Του Έργου Του
“Λόγος εις τον λογοθέτην του δρόμου Μιχαήλ Αγιοθεοδωρίτην” (εξεφωνήθη το 1167)
“Πρός τον βασιλέα κύρον Μανουήλ καί Κομνηνόν”
“Μονῳδία ἐπί τῇ σεβαστῇ κυρᾷ Θεοδώρᾳ τῇ τοῦ Κοντοστεφάνου κυροῦ Ἰωάννου συζύγῳ”
“Παραμυθητικόν εἰς τον σεβαστόν κυρόν Ἰωάννην τόν Κοντοστέφανον”, όπου ο Κ. Μανασσής παρηγορεί τον Ι. Κοντοστέφανο για τον θάνατο της συζύγου του Θεοδώρας
“Λόγος ἐπικήδειος πρός τόν ἀποιχόμενον ἐπί τῶν δεήσεων κυρόν Νικηφόρον τόν Κομνηνόν τόν ἔκγονον τοῦ Καίσαρος”. Ο εν λόγω Κομνηνός ήταν εγγονός του Καίσαρος Νικηφόρου Βρυεννίου και δισέγγονος του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού
“Μονῳδία ἐπί τῷ ἀστρογλήνῳ ἀυτοῦ τεθνηκότι”, όπου έχουμε την έκφραση συναισθημάτων του Κ. Μανασσή για τον θάνατο του ωδικού του πτηνού
“Ἐνόδιον προσφώνημα”, αποχαιρετιστήριος λόγος προς τον αυτοκράτορα
“Ἒκφρασις εἰκονισμάτων τυπούντων τήν γῆν” (περιγραφή ψηφιδωτού του αυτοκρατορικού ανακτόρου)
“Ἒκφρασις εἰς πορφυρίτην λίθον”
“Ἒκφρασις ἀνθρώπου μικροῦ” (περιγραφή νάνου της αυτοκρατορικής αυλής)
“Ἒκφρασις ἀλώσεως σπίνων καί ἀκανθίδων”
“Ἒκφρασις κυνηγεσίου γεράνων”.
“Στίχοι τῇ σεβαστοκρατορίσσῃ κυρᾷ Εἰρήνη”. Ο Μανασσής σε 593 δεκαπεντασύλλαβους στίχους διαπραγματεύεται τις αστρολογικές ιδιότητες των επτά πλανητών, των ζωδίων και των αστερισμών).
“Ὁδοιπορικόν”, μακρύ ποίημα σε ιαμβικούς στίχους που αναφέρεται σε γεγονότα της εποχής.
“Κατ’ Ἀρίστανδρον καί Καλλιθέαν ἐννέα λόγοι”. Πρόκειται για μυθιστόρημα γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους, του οποίου σώζονται μόνο αποσπάσματα.
“Ἠθικόν ποίημα”. Πρόκειται για ανώνυμο ποίημα, με 916 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με πρόλογο, κύριο μέρος και επίλογο. Ονομάστηκε έτσι επειδή διαπραγματεύεται θέματα πρακτικής ηθικής. Το ύφος, η γλώσσα και τα κοινά τμήματά του με το μυθιστόρημα του Κωνασταντίνου Μανασσή έπεισαν τον E. Miller ότι δημιουργός του είναι ο Κ. Μανασσής.===============================
Μικρά Αποσπάσματα
Κωνσταντίνος Μανασσής, Των κατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν εννέα λόγοι, O. Mazal (έκδ.), Der Roman des Konstantinos Manasses, Wiener Byzantinistische Studien 4, Βιένη 1967, σ. 205-206, απόσπασμα 165, στίχ. 1-13.
Έτσι δεν υπάρχει τίποτε που ο τύραννος Έρωτας δεν έχει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει,/ ούτε η φωτιά, ούτε το νερό, ούτε το χιόνι, ούτε η στερεότητα του κρυστάλλου,/ ούτε το δηλητήριο, ούτε η μάχαιρα, ούτε οι σκυθικοί χειμώνες,/ ούτε το πέλαγος μες το βαρύ χειμώνα, ούτε η νύκτα, ούτε τ’ αγρίμι, ούτε η ανοικτή θάλασσα./ Και όταν γίνει κανείς σκλάβος στα χέρια του Έρωτα,/ τίποτε δε φοβάται, ούτε τη θάλασσα, ούτε την άβυσσο,/ ούτε την κόψη της εχθρικής λόγχης, ούτε το πλήθος των αντιπάλων./ Τα αγρίμια βλέπει σαν αρνιά, τις αβύσσους σα βάση στερεά,/ σα δροσιά έχει τη φωτιά κι όχι σα φωτιά, ούτε τα ξίφη σαν ξίφη,/ και ρίχνεται ολόκληρος ενάντια σε πλήθος δίστομων σπαθιών,/ και πέφτει με θάρρος σε ανοικτούς και απόκρημνους τάφρους,/ αν έχει την ελπίδα ν’ αντικρίσει μόνο αυτό που ποθεί,/ αν δει με τη φαντασία του αυτό που αγαπά, αν μόνο το φέρει στο νου του.
Του Μανασσή κυρού Κωνσταντίνου έκφρασις κυνηγεσίου γεράνων
Οι ιππασίες και τα κυνήγια και όσα άλλα παρόμοια έχουν επινοήσει οι άνθρωποι, δεν συμβάλλουν μόνο στην ενδυνάμωση των σωμάτων, αλλά ενσταλάζουν ευχαρίστηση και στην καριά και γαργαλούν και τις αισθήσεις. Εξάλλου βοηθούν τους ανθρώπους να αντιστέκονται στις ασθένειες, διώχνοντας καθετί ασθενικό και δοηγώντας τους προς την υγεία. Επιπλέον, τους εθίζουν στα πολεμικά, διδάσκοντάς τους να ιππεύουν και να επελαύνουν και να κρατούν την παράταξη και να μη βγαίνουν από τη φάλαγγα. Τους ασκούν στην καταδίωξη και στο να στρίβουν δεξιά και αριστερά, άλλοτε να αφήνουν τα άλογα και με χαλαρά τα χαλινάρια να τα προτρέπουν στον καλπασμό, κι άλλοτε να τα πιέζουν και να τα συγκρατούν σφίγγοντας τα χαλινάρια, τα φτιαγμένα από πυρόκαυστο σίδερο. Αυτά είναι, θα λέγαμε, μια μέτρια άσκηση, που προετοιμάζει για τις μεγαλύτερες. Αυτά δεν είναι ανδροκτόνα μάχη, είναι ’ρης άοπλος, που δεν έχει χέρι βαμμένο στο αίμα ούτε δόρυ αιμοσταγές. Είναι λοιπόν καλά όλα αυτά, και οι μόνοι στους οποίους δεν αρέσουν και που δεν τα θέλουν είναι όσοι δεν αρέσκονται στο ωραίο.
Στίχοι Συνοψίζοντες Τα Προχειρότερα Περί Των Αστέρων
Τρισευγενής, τρισευκλεής, θάλασσα των χαρίτων
και λαβυρίνθους και στροφάς των φιλοσόφων λόγων
αίς καθ’ εκάστην σεαυτήν εκτρέφεις και πηαίνεις
και τέως πρώτον άκουσον τας κλίσεις και τας θέσεις
και μετ’ αυτών η λευκαυγής σφαίρα της Αφροδίτης
έκτος Ερμής, εβδόμη δε και πρόσγειος Σελήνη
Ο Κρόνος ων καθ’ εαυτόν ο πρώτος των αστέρων
φύσει παραίτιός έστι κακώσεως απάσης
Μέγας μεν έστι και ψυχρός την χρόαν μολυβδώδης
όθεν ευνάς τας γαμικάς εργάζεται κιβδήλους
και ταις αισχραίς και ρυπαραίς και προς ταπεινοτέρους
και τι μη διαφέρουσαι της αποκροτωτέρας
ή βραχυτόκον έχουσι και και βραδυτόκον μήτραν
ον δορυφόρον λέγουσιν ηλίου χρηματίζειν
και γαρ αδοκιμός έστιν ο Κρόνος προς τας πράξεις ,
την τούτου φύσιν αμαυροί κακώσεοιν ιδίαις
νοσοποιός ευρίσκεται και σώμα κατατρύχων
και κτήσεις παραπόλλυσι και πράγματα πατρώα
πνευματικών και ψυχικών και των περί το σώμα
και γνώμην φιλελεύθερον μεταδοτικωτάτην
αναδρομή ευαύξητον, ευμήκη περί μήκη
αποπληξίας, συνοχής, σπασμών, κεφαλαλγίας
αρτηριών και πνεύμονος, άμφω γαρ πνευματώδη
ποιούσι τους δυνάστας δε πολλώ κραταιοτέρους
οίκοι δε τίνες Άρεως και τίνων Ζεύς δεσπότης
μετά μικρόν ρηθήσεται και γνωρισθήσεταί σοι
αν τον σκληρόν και μάχιμον Άρεα προσλαμβάνη
ακαταγώνιστον ισχύν και κράτος πρυτανεύσει
και φοβερός και τοίς εχθροίς και τοίς δεσποζομένοις
εξαυμαυρούται τας αυγάς φλογί καυσωδεστέρα
ότι και φως παραταθέν μικρόν ισχυροτέρω
Ει δ’ υπεκδράμοι τας αυγάς του φεραυγούς φωσφόρου
και τούτο το λεγόμενον έξαυγος ευρεθείη
και των ερώτων, ίυγγας αφύκτους ευτυχούσι
πάλιν ο Ζεύς, τον λόγον γαρ ακτέον προς εκείνον
συνέσεως και γνώσεως πίμπλησι και σοφίας
και τύχην εντρανίζουσαν ιμέροις και βλεφάροις
άθλος βαρύς δυσάνυστος , αντίκρυς Ηρακλέους
Άρης αστήρ ο τρίτατος εν τοίς επτά πλανήταις
εκαίει τον αέρα δέ, φθείρει την συμμετρίαν
εις γη εξακοντίζει δέ πυρφόρους καταβάτας
αποδισκεύει κεραυνούς δεινούς ολεθροφόρους
οπόσα κατ’ εμπύρωσιν, όσα ζεούσης ύλης
και κακομόρους προδηλοί και κακοποτμοτάτους
μετά της Αφροδίτης δέ ποιούμενος τους δρόμους
και παίδας νόθους εκτελεί κοίτης εκλαθριδίας
κακεχεντρείς δ’ εργάζεται και δραστηρίους τρόπους
και γαρ οι τότε τρέχοντες του βίου τας εισόδους
κακομυθείς ευρίσκονται και ψευδορρημονούντες
προς την σελήνην έχων δέ φάσεων κοινωνίας
καλυπτομένων γνωριστης και δηλωτής κρυφίων
την λαμπροτέραν των υλών και πρώτον έχει λέχος
ευρίζω γαρ εικάζεται και καθαρώ χρυσίω
εν γαρ τετραγωνίσεσιν αλλά και διαμέτροις
κακωτικός ευρίσκεται και βλάβας επιφέρων,
συνοδικαίς δ’ εν φαύσεσιν, αλλά και τετραγώνοις
έρωτας αντιπροξενεί, χάριτας και φιλέας
ιματισμοίς τε τοίς λαμπροίς και τοίς φαιδροστολίας.
Ερμής συγχαίρει ταύτη δε στωμύλος τη παιστρία
ει δε κακόνοιτο ποθεν αιτία φαρμακείας
θηλυμανίας βδελυράς ευνής ρυπαρόλεκτρου
Εκ δε των σώματος μερών ήπατος κυριεύει
Εκ των υλών εικάζεται κασσιτερίνη χρόα
συ δ’ αλλ’ Ερμή ποριστικέ, φίλαθλε, φιλολόγε
και τέχνης και μαθητικής και περί την παλαίστραν
αλλ’ ουν εν διασέσεσιν υπάρχων εναντίοις
δολίους απεργάζεται, πανούργους ψευδομύθους
φιλοψευδής, φιλαναιδείς, κούφους και παλιμβόλους
ευμεταβόλους γνώμας και τρόπους μωροκάκους
φιλαλλοτρίους, άρπαγας, αδίκους, πλεονέκτας
κεκεκωμένος Κρόνω δέ δυσπνοίας εν θαλάσση
απλώς δ’ ειπείν ως εν βραχεί και πάντα περιστήσαι
τελετουργίας αίτιον και των περί θρησκείας
τελεστικον των ιερών και των σεμνών οργίων
αλλά συμπεραινέσθω μοι και ταύτα μέχρι τούτου
και δη προς την γλαυκόφωτον σελήνην μεταβώμεν.
θερμαίνει γουν επ’ έλαττον, υγραίνει δέ το πλέον
μέρος ψυχής αισθητικού δημιουργός υπάρχει
όχλων δηλοί δέ συστροφάς πλάνας και ξενητείας
ως δ’ οίμαι το πυκνότερον αυξομειώσεις πάσχειν
ως εν συνόψει λέλεκται τα των επτά πλανήτων
αστερολέσχαι τέμνουσι και μετεωρολόγοι.
ων τον μεν ένα λέγουσι τροπής και χειμερίας
μετά τον ταύρον Δίδυμοι, τέταρτος ο Καρκίνος
και θέσις έστιν εν αυτοίς οποίαν ενωτίσω
ζώον Κριός αρσενικόν, εαρινόν πυρώδες
γεώδες ως παρόμοιον τω Ταύρω τω χερσαίω
ότι και Ταύρον οίδαμεν γηπόνον γαιομάχον
οι Δίδυμοι το ζώον δε το τρίτον εν τοις ζώοις.
Η δε θερμόυγρος τροπή και βοτανηφορούσα
γεώδες, θήλυ, θερινόν, δίσωμον η Παρθένος
κείμενη προς το χλιαρόν εν τοις ανέμοις νότοις
καιρού τροπή του θερινού και της καυσώδους ώρας.
Ζυγός αερώδες, τροπικόν ώρας του μετοπώρου
αρσενικόν εις άνεμον τον λίβαν τετραμμένον.
Τοξότης άρρεν, δίσωμον, πωρώδες έχων θέσιν
και τούτο προς τον άνεμον, ω κλήσις απηλιώτης
χειμερινόν, υδάτιον, ώρας χειμώνος πέρας
ον ύδωρ απεκάλεσαν, υδρόψυχος γαρ έστιν
τοιαύτην φύσιν έλαχεν ο ζωηφόρος κύκλος
πάλιν δ’ απ’ άλλης της αρχής λεκτέον περί τούτου
ταύτα τα ζώα τροπικά σοφώς επωνομάσθη
εν τούτοις γαρ ποιούμενον τους δρόμους των φωσφόρων
ώρας ποιούντας στερεάς ου τεθορυβημένας,
εν ης Ηλίου του λαμπρού περιπορευομένου
γίνεται πάλη των ωρών αλλήλαις μαχομένων
μεταίχμιον εργάζονται δυοίν καταστημάτων
Ερμού δε πάλιν του σοφού Δίδυμοι και Παρθένος
Δύο μεν ουν επλούτησεν έκαστος τούτων οίκους
τους οίκους έσχε σύνδυο τους προδεδιδαγμένους
πυρ επ’ αυτων ενδιδοσθαι φλογός τε και σπινθήρας
τω γουν θαλάμω του πυρός Ηλίω τον αέρα
εικότως αποδέδοται τούτο το ζώον μόνον
ουδέν γαρ έταιρον έστιν ούτω θερμόν ως Λέων
τη δε Σελήνη δέδοται μόνος Καρκίνος οίκος
οπισθοδρόμος, γαρ αυτή καθάπερ ο Καρκίνος
τούτου δε χάριν οι σοφοί τω Κόσμω, τον καρκίνον
ουκ εν κακοίς λογίζονται, των γαρ αστέρων τούτων
Ερμού δε το τετράγωνον μέσον καλού και φαύλου
συνίσταται και γίνεται της διαμέτρου σχήμα
ωσαύτως Άρεως πικρού και χρυσαυγούς Ηλίου
η των αγαθουργούντων δε πάλιν ημερωτέρα
μέσος Ερμής ανδρόθηλυς ως επαμφοτερίζων
εν αγαθοίς μεν σχήμασι, τριγώνοις, εξαγώνοις
επεί δε ταύτα σοι σαφώς ερρήθη, φιλολόγε
ο τρίτος φίλων, αδελφών και προσγενών απάντων
ο πέμπτος ευτυχίας δε και τέκνων και φιλίας
και τετραπόδων κτήσεως, παντοίων βοσκημάτων
τούτω τω τόπω γέγηθεν Άρης ο ζωοκτόνος
Έβδομος οίκος γυναικών και γάμων και των γάμου
όγδοος τόπος γνωριστής του μισητού θανάτου
μικροζωίας μηνυτής και σύνους των ομμάτων
φιλίας δ’ έστι γνωριστής της προς της αλλοτρίους
και δόξης και συστάσεως τέκνων αρρένων γάμου
ως ότι περιτίθημι δυνάμεις τοις πλανήταις
ή θεοποιώ τα κτίσματα και σφαίρας ουρανίους
μή του νοός παρακοπήν παθοίμην τηλικαύτην
και πως μαγνήτης σίδηρον εις εαυτόν ελκύει
ει γουν και τούτοις τοις μικροίς εντέθεικε δυνάμεις
παρά του κτίσαντος αυτά και σώους συντηρούντος.